ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΑΛΗΣ

Ο Νίκος Βαραλής γεννήθηκε στο Βόλο το  1961. Σπούδασε στην Ιταλία Σημειωτική και στην Ελλάδα Σκηνοθεσία Κινηματογράφου και Ελληνικό Πολιτισμό. Ζει και εργάζεται στο Βόλο.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ο φύλακας και οι τρεις δοκιμές (1987)
Τρις επί τύμβου (1995)
Μάξιμος η’ ουδέποτε εκπίπτει (2013)
Παραλειπόμενα (2014)
In memoriam (2018)
Το τίποτα και οι λέξεις (2023)

.

ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ (2023)

ΤΟ ΑΓΙΟ ΤΙΠΟΤΑ

Οι νύχτες κρύβουν στις τσέπες τους
μια πονετική βροχή από Λόγια παλιών ανθρώπων.
Ο σταθμάρχης τότε, ακουμπάει τη ράχη τους
μια στοίβα άγραφων βιβλίων
που μας περιμένουν πάντα
στους άδειους τους σταθμούς μας.

Στις νύχτες αυτές που δεν έχουν πάτωμα
κυκλοφορούμε έχοντας στα χέρια
ωραίες μπουκάλες με κρασί σαν μπιμπερό.
Μέσα τους πνίγονται Λείψανα παλιών ελπίδων,
που επιπλέουν χρόνια μες στις ξέρες μας.

Στις νύχτες, λοιπόν, αυτές ψάχνουμε
να βρούμε την θάλασσα του τίποτα
εκεί που λέξη καμία δεν ανθίζει.
Εκεί καθόμαστε στα κρύα τα βουνά
και πέφτει πάνω μας αυτή η πονετική βροχή
της μίας νύχτας, της μίας και μόνης νύχτας.

Κι όπως αργά το τίποτα μας καταπίνει
ανεβαίνει ο ήλιος πάνω στους ώμους μας
σε άλλους γίνεται φωτιά
σε άλλους φωτοστέφανο.
Στο τέλος μένουμε αγκαλιασμένοι
εκεί στην άγια σιωπή
στου αγίου τίποτα, το μέρος.

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΒΡΟΧΗ

Καμιά φορά ο αέρας μιας ανοιξιάτικης βροχής
φέρνει τα ωραία πρόσωπα σας,
σαν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία.
Κοιτάζω τα πλατάνια στα μεγάλα ρέματα
κοιτάζω τα σπίτια,
άλλα γκρεμισμένα,
άλλα βολεμένα στον εγωισμό τους,
άλλα παραδομένα στη φθορά της μνήμης.
Κοιτάζω τα οικόπεδα, που παίζαμε
και τα παγκάκια που μας έπαιρνε η βροχή.

Όλα βαπτίζονται στον μεγάλο χορό των λέξεων
μια μακριά αφήγηση σαν γάζα από πληγές
που παραμένουν ανοιχτές, ως κύμα.
Σας κοιτάζω και δεν ξέρω αν αλήθεια υπήρξατε
έχει τόσο πολύ δάκρυ η βροχή.

Άλλες φορές λέω ότι είμαι και γω μαζί σας
και τότε γίνονται όλα ασπρόμαυρα
είμαι σε μια κάμαρη μικρή
την ώρα που φυσάει άνοιξη
στα φύλλα μιας χαμένης φλαμουριάς.

Θα βρεθούμε ξανά, σου λέω
εκεί που δύουν μελαγχολικές
οι παπαρούνες
εκεί που ο άγγελος ταράζει τη βραδιά με μουσικές
Δεν ξέρω πια να γράφω ωραία,
οι μέρες πέρασαν
κι η ανοιξιάτικη βροχή
μας παραδίδει αμείωτους,
στο δρόμο εκεί της μνήμης
όπου τα πρόσωπα σας είναι πάντα νέα,
κι εγώ μικρός
στην διαφάνεια
την πικρή
αυτού του κόσμου.

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Ο ουρανός είναι ιδεόγραμμα
φυλά την πύλη του δράκοντα
του ξερού καλοκαιριού,
της άνυδρης ποίησης.

Ενίοτε εκτρέπεται
και ποταμοί φωτονίων
ορμάνε μέσα μας άγρια.

Μια ροζιασμένη ανατολή πάει να ξεφύγει
με τα φύλλα τα ξερά του φθινοπώρου
εκεί όμως σταματάει η αυτοκρατορία της άμμου.
Νύχια μικρά μετά μεγάλων φορτίζουνε τη μέρα
μετακινούνται παίρνοντας τη θέση του ορίζοντα.

Δεν έχει πιο κει
καθώς τα όνειρα δεν επιβάλλονται.
Άλλωστε ένα κόκκος άμμου
κρύβει ένα ασύμμετρο σύννεφο
και μέσα του υπάρχει νωπή ακόμα
η νοσταλγία της ζωής αυτής
της ζωής που δεν ζήσαμε..

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ

Δεν έχει Αίγυπτο ο καιρός, το ξέρεις.
Έξω φύσει έρημος, δυο φυσαλίδες
ακραία σύμπαντα, ακροβατούνε
βρίσκουν αμφιβληστροειδή και στροβιλίζονται
βρέχει από νωρίς στους παράλληλους κόσμους μας.

Έλα λοιπόν και μάζεψε τη σκόνη από τα παλιά
εργαστήρια
πέθαναν όλοι σ’ αυτό το σπίτι
κι η βροχή μουσκεύει τους κόκκους της άμμου
τρομάζει το φυλακισμένο λαγό, τη μάθηση της
στάχτης.

Πολλές φορές σου το χα πει, μια προβολή είμαι
ένα πανί, ένα νόμισμα φαιό
που παίζει μπάσκετ εκεί στα πλατανάκια.

Όλα έχουν ένα σκισμένο γόνατο,
μια ματαιωμένη επιθυμία
που πλέει αργά εκεί
μες στο υγρό του εγκεφάλου
κι αιμορραγεί αφήνοντας στον κόσμο
ένα δάκρυ.

Μη με ρωτάς τι κάνω παίζω
με τα γραμματάκια του Θεού
κι αλλού γράφω ένα δέντρο, αλλού μια πέτρα
μια πηγή το καλοκαίρι, λαλέουσα
να έρχονται οι φίλοι να κοιτάνε.

Δεν ξέρω όμως αν θα φύγω τι θα απογίνει η άμμος;
Κανείς δεν το ξέρει.
Κοίτα εκεί είναι μια πλατεία που παίζαμε μικροί
κι ένα παλιό ποδήλατο που χώνεται στο μέλλον,
όλα ισούνται με μια σελίδα άκοπου βιβλίου
εκεί που κατοικεί ο Θεός
Εις Θεός αυτός που μουλιάζει με το αίμα του
την πέτρα της δικής παραφροσύνης μας.

ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Η μια διάσταση είναι ο ήλιος.
Το μέσα μέρος της μνήμης
εκεί που βρίσκομαι εξηγώντας
ότι ο θερισμός δεν είναι ο θάνατος
αλλά η μνήμη
Στο κάτω – κάτω ποτέ δεν βρέθηκε το πτώμα
και η ζωή μετεωρίζεται μέσα στα αγκάθια..

Η δεύτερη διάσταση είναι η θάλασσα
η μνήμη αυτή των αφανών
η μεγάλη Μαρία των στιγμών
που ακολουθούν μια τροχιά και χάνονται
εκεί που οι πλειάδες ακουμπούν στις κορυφές.
Εκεί είναι ένα νοητό σύνορο
φτιαγμένο από αφηγήσεις γερόντων
ηχεί ακόμα τουφέκια και οιμωγές.

Η τρίτη διάσταση είναι ο έρωτας
Τα σώματα περιλαμβάνονται σ’ αυτόν
όπως η ψυχή στο σώμα του ιδρώτα
Ο έρωτας που είναι ένας τρόπος να μιλάς για το θεό
αυτόν που φτιάχνει τα μικρά ποιήματα
και εφευρίσκει τις στιγμές της σχόλης
εκεί που ένα τζιτζίκι έχει μεγαλύτερη σημασία
από ένα δοκίμιο στη φιλοσοφική επί διατριβή και
απώλεια.
εκεί είναι η κατάργηση των συνόρων
«εγώ υπάρχω» γιατί υπάρχεις και εσύ είμαι εγώ
μια νότα ευγενική στου σύμπαντος την ωραία
αυταπάτη.

Η τέταρτη διάσταση είναι το κενό
αυτό που γεννά τον λόγο
αυτό που γεννά τα ποιήματα, τον κόσμο ολόκληρο
σαν ένα στίχο, σαν έναν και μόνο στίχο.
OL μαύρες τρύπες είναι το αντίστροφο του φωτός
εκεί που ο χρόνος καταργείται
για να υπάρξει η αρμονία των στιγμών και η μνήμη.
Στο κενό γυρίζουμε φτιάχνοντας συνεχώς νέα νοήματα
νέα σχήματα ξεχνώντας OTL το παλιό είμαστε ήδη εμείς
που πρέπει να αποσύρετε για χάρη της ζωής.

Η Πέμπτη διάσταση είναι η πίστη
το αίτιο κυρίως της ζωής
αυτή που δίνει νόημα στην τραγωδία του βίου
που ενώνει το θάνατο με τη ζωή
και μας αφήνει στη μέση εκεί του δρόμου
να κουβαλάμε τα βουνά στη θάλασσα.
Η πίστη κάνει να μαγειρεύουμε τις πέτρες
έτσι ώστε και το δευτερόλεπτο να είναι νόστιμο
και μην ρωτάς τι είναι πίστη
πήγαινε και βρες έναν άνθρωπο
που εσύ νομίζεις ότι έχει πίστη
κάτσε κοντά του
και ίσως μάθεις.

ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ

Καμιά φορά δοκιμάζουμε τη ζωή ανάποδα,
μπαίνει η ηλικία της νεότητας
από ένα παράθυρο μισόκλειστο
και φέρνει μια νεύση ελπίδας
όπως πάντα ολόσωμη.
Και τότε κάνουμε σχέδια
για μεγάλες σπουδές σπουδαίους έρωτες
γλέντια στις κορυφές των βουνών,
«ξεσιλόγιαστοι» που έλεγε η μάννα.

Όταν με το καλό τελειώσουν τα όργανα
η μέση πονάει, ο σπόνδυλος κινείται
κι ένα μηχανάκι ζούνταπ
αρχίζει να γυρνάει συνεχώς στις αρτηρίες
Πρέπει, λέει, να δοκιμάσεις
την απώλεια του χώρου
τα δεσμά του χρόνου
πρέπει πρώτα να περάσεις
από την αφαίρεση.

Το τίποτα κρέμεται ακόμα
στα πλατάνια του απογεύματος
εκεί στον φράκτη των παλιών σφαγείων.
Το τίποτα καμπυλώνει το φως και τη ζωή
τα χάνει όλα ως τελική απώλεια
ως νύχτα της ψυχής ασχημάτιστη.

Μια μέρα όταν βγαίνεις από τη ρίζα του
καταλαβαίνεις ότι ο ήλιος δεν έχει ηλικία
ότι είσαι ακόμα παιδί
κι ο σπόνδυλος είναι ένα κόμμα
στην ιστορία που ακόμα δεν έγραψες.
Και τότε στην πλατεία λένε
ότι αρχίζει ανατολή
και η υπόσχεση..

ΕΝΙΑΥΣΙΟ ΘΑΥΜΑ

Η ύπαρξη είναι ένας καταρράκτης
πέφτει στους ώμους μας
όπως τα σμήνη από τους γαλαξίες

Μια νύχτα από κείνες που ο μαύρος ήλιος
μας ρίχνει στο βυθό μια θεοεγκατάλειψης
βρίσκουμε τον τρομαγμένο πελαργό
αυτόν που χάθηκε στη βασιλεία της άμμου.

Τότε αρχίζει να γράφεται μέσα σου
μια τρυφερή φιλοκαλία.
Έξω ο ωκεανός συνεχίζει την τρικυμία του
θωπεύοντας τις παλιές πληγές σου
αλλά εσύ συνεχίζεις το ταξίδι σου
γίνεσαι νεκρός έπειτα βρέφος
θα πεθάνεις ως φάος ηέλοιο
ως έκπληξη της ύπαρξης
ο τερματισμός του μυστικού σου δρόμου.

Τότε τα βράδια θα γίνουν νεαρά
και το φεγγάρι θα αφήνει μέσα σου
την ασημένια του σκληρή χορδή
το ενιαύσιο θαύμα.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Όλα έχουν καταληφθεί από σιωπή
ακόμα και το παλιό σπίτι της χελώνας
που πνίγηκε στα δάκρυα των αγγέλων.

Εμείς επιστρέφουμε πάντα στα μάτια του παιδιού
στο σκοτεινό παράθυρο του δάσους των λυγμών
όπου ένα παράξενο σπίτι φιλοξενεί
ότι απέμεινε από τα όνειρα των γονιών μας.

Ο πατέρας καθαρίζει ένα μακρύ όπλο
κι η μάννα κάθεται στην σειρά του θανάτου
αναπολώντας την ευγένεια του γιασεμιού
Και εμείς επιστρέφουμε στα ίχνη των αγγέλων
μιλάμε για ένα φεγγάρι που το πήραν τα χελιδόνια
για μια ανάμνηση ενός άστρου που κοιμήθηκε
στα μάτια του κοριτσιού που αγαπήσαμε.

Κι όταν έρχεται το βράδυ η νεαρή χελώνα
μας βρίσκει εντελώς αθώους
ξέχειλους από νεαρές λέξεις.
Δεν ξέρω πως τον λένε αυτόν τον τόπο
όσο και να σκαλίζω
η θάλασσα έρχεται και μου τον επιβάλλει.

ΤΟ ΜΠΛΟΥΖ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Όσο κι αν βιάζομαι
ο ουρανός ξέρει να ξοδεύεται
και γω προσπαθώ να διαλέξω.
Είμαστε οι κουκκίδες του αδυνάτου
εκεί που αντιστρέφονται οι πόλοι
και μόνο το μέσα σπήλαιο επιζητά
ένα δρόμο πονετικό να ξαποστάσει.

Είμαστε εμείς που μπαινοβγαίνουμε
στα βράχια εκεί της ιστορίας
και ξέρουμε ότι ο δαίμονας μας κυνηγά
και ξέρουμε ότι το κύμα
είναι ο μικρός δρόμος του νερού
κι ότι τίποτα δεν θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε
παρά μονάχα τη θνητότητα
αυτή την μπλε τη νότα
στην αρμονία την γλυκιά του κόσμου.

Βιάζομαι επάνω στην άβυσσο
κι είναι νερό κι είναι πηγή, είναι το φως του κόσμου
η πέτρα εκείνη η μικρή θαμμένη μες στο κύμα
εκείνη η πέτρα της σιωπής και του θυμού
η πέτρα εκείνη που ακονίζεται στο φως
αυτή η πέτρα μια μέρα που θα γίνει

Ναι θα λάμψει ξαφνικά η ιστορία
μ’ ένα κορίτσι αδύνατο σαν την δροσιά
που ο άγγελος από ψηλά θα του μιλάει.

ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ

Είμαι από χώμα και νερό
μια μέρα είμαι ενός άγνωστου σύμπαντος
σκόνη από αρχαίους πλανήτες με έφτιαξε
μέταλλα απλά του διαστήματος.

Ο ύπνος μου είναι το χώμα που πεινάει
η λύπη που κάθεται στα παγκάκια του απογεύματος
και μιλάει με φίλους που ασπρίζουν.

Ξέρεις δεν έχει ανατολή χωρίς τη δύση
κι ο άνεμος είναι πάντα μια ανάσα πιο πονετικός
από την πνοή της φαντασίας .
Ξέρεις το χέρι του ανθρώπου ξεριζώνει
κι είναι το ίδιο που χαϊδεύει
Ξέρεις ότι δεν έχουμε προορισμό
παρά να επιστρέψουμε στους μεγάλους γαλαξίες
όπως η σκόνη που φυσάει ο άνεμος
και κάθεται πονετικά στους άδειους τάφους μας.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Κάποιες στιγμές είμαι εδώ
βλέπω με αγωνία το ματωμένο νυφικό
βλέπω στ’ απογεύματα του Μαΐου
μια χλωρή υπομονή, ανεπίγνωστη
μια αέναη επανάσταση της χλωροφύλλης.
Όλα είναι καλά λίαν.

Σ’ αυτή τη φωτογραφία είμαι είκοσι χρόνων
είμαι ακόμα φοιτητής στην Ιταλία
δεν υπάρχω ως διχοτομημένο υποκείμενο
είμαι ακόμα σκιά σε χώρο μη σκιών.

Κι εδώ είμαι ένας μικρός βιβλιοπώλης
που βγαίνει το μεσημέρι στο μπαλκόνι
κι αντικρίζει μόνιμα τη θάλασσα
αλλά δεν έχω πια βιβλία
δεν έχω πια μάτια
είμαι μια μαύρη τρύπα
που καμπυλώνει ακόμα και την σκέψη μου.
Η ανυπαρξία μου φαίνεται είναι επαρκής
για να υπάρχω.

Εδώ θα με δεις πάλι, κουβαλώντας σημαίες,
οικοδομώντας ναρκισσισμό
πάνω στα ναρκοπέδια των άλλων
Έτσι μοιραζόμαστε την αυταπάτη μας

Κι εδώ ξημερώνω στο ωραίο τίποτα
μια απάτη που φτιάχτηκε με λέξεις
με εικόνες, με ποιήματα
Η Ελένη, λοιπόν, δεν πήγε ποτέ στην Τροία
έτσι όλα θα γίνονται εσαεί για ένα πουκάμισο αδειανό
για μια παράσταση.

.

IN MEMORIAM (2018)

TO ΣΥΝΝΕΦΟ ME ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ TOY ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΙ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΡΩΣΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΠΟΥ ΜΕΤΕΦΡΑΣΕ
Ο ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΑΛΗΣ 

Β. Μαγιακόφσκυ
ΚΟΝΣΕΡΤΟ – ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Για όλες εσάς
που ήσασταν έναν καιρό αρεστές ή και αρέσετε
ακόμα
που συντηρείται εικόνες μέσα στο άντρο της
καρδιά σας
σαν κούπα του κρασιού σε μία πρόποση
υψώνω το κρανίο μου ξεχειλισμένο από τραγούδια.

Πιο συχνά τώρα αναρωτιέμαι
αν δεν ήταν καλύτερα να βάλλω το σημάδι
μιας σφαίρας στην τύχη μου;
Σήμερα θα δώσω
για κάθε περίπτωση
ένα κονσέρτο για αντίο.

Μνήμη
συμμάζεψε μες στο σαλόνι του μυαλού
την ατελείωτη παράταξη των γυναικών που με
αγάπησαν.
Από το ένα μάτι ως το άλλο χύσε το χαμόγελο
Μ’ αρχαίους γάμους την νύχτα μασκάρεψε
Από κορμί σε άλλο κορμί περάστε την χαρά
Σήμερα εγώ θα παίξω φλάουτο
στην σπονδυλική μου στήλη επάνω.

Α. Μπλοκ 
ΑΓΓΕΛΟΣ

Εκεί που αντηχεί στις μεγάλες σάλες
η γλυκιά πτήση της τρελής τρόικας
που λάμπουν τα κρασιά μες στα μπουκάλια
ειν’ έτοιμος να γεννηθεί τώρα ένας στρογγυλός
χορός.

Θροΐζοντας, κουδουνίζοντας, λευκαίνοντας
στρίβοντας, χαράζοντας κύκλους αργούς
Και τα βιολιά λειώνοντας και εξασθενώντας
αφήνονται στα θυμωμένα τόξα.

Με το χέρι τεντωμένο στις ομίχλες
μία βγαίνει έξω από τον κύκλο
αφού διαλέχτηκε ο μοιραίος φίλος, αφήνει
να πέσει ένα λουλούδι στο χώμα.
Μην σηκώσεις αυτό το λουλούδι: είναι σ’ αυτό
η γλυκιά λήθη των ημερών που πέρασαν
και όλη η έξαλλη χαρά
της μελλοντικής καταστροφής σου.

Είναι όλα – το παιγνίδι της φωτιάς και της
πράξης..
Μόνο στην ώρα την πικρή της προσβολής
από μια απόσταση αμετάκλητη
φαίνεται ένας άγγελος θλιμμένος

ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ME ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ
ΤΕΤΡΑΠΤΥΧΟ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Οι σκέψεις σας
που ονειρεύονται σε ένα μυαλό ξεμωραμένο
σαν ένας λακές που παχαίνει σ’ ένα υγρό ντιβάνι
θα τις σκαλίσω απαλά πάνω στο ματωμένο
πραματάκι της καρδιάς
αναιδής και διατακτικός θα σας χλευάζω κατά
βούληση.

Δεν έχει η ψυχή μου πάνω της ούτε μια τρίχα
άσπρη
ούτε μια τόση τρυφερότητα γερόντων.
Ξεκουφαίνοντας τον ουρανό με τη δύναμη της
φωνής μου
πηγαίνω ωραίος
είκοσι δύο ετών.

Τρυφερούληδες
Εσείς ξαπλώνεται τον έρωτα επάνω στα βιολιά
Ο αγροίκος τον έρωτα πάνω στα κύμβαλα
ξαπλώνει.
Αλλά όπως εγώ δεν γίνεται ν’ απλωθείτε
να γίνετε χείλια μονάχα απ’ το κεφάλι ως και τα
πόδια.

Ελάτε να πάρετε μορφή
μες στο σαλόνι το ντυμένο από βατίστα
ως σεμνή πωλήτρια μιας στρατιάς αγγέλων
Εσείς που ξεφυλλίζετε ήσυχα τα χείλια σας
σα μια μαγείρισσα τις σελίδες του τσελεμεντέ της/\.

Αν το θελήσετε
θα γίνω λυσσασμένος να ψάχνω για κρέας
και σαν τον ουρανό αλλάζοντας τους τόνους,
αν το θελήσετε
θα γίνω τρυφερός με τρόπο ανεπίληπτο
όχι άντρας πια αλλά σύννεφο με παντελόνια.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει μια ανθισμένη Νίσσα.
Από μένα ξανά έχουν υψωθεί
άντρες που για καιρό τεμπέλιαζαν σαν νοσοκομείο
και γυναίκες φθαρμένες σαν μια παροιμία.

1

Εσείς νομίζετε ότι έχω προβλήματα από την
ελονοσία.

Αυτό που συνέβηκε
συνέβηκε στην Οδησσό.
«θάρθω στις τέσσερις» είχε πει η Μαρία

Οχτώ
Εννιά
Δέκα

Και να ακόμα και τ’ απόγευμα
μέσα στην αηδία της νύχτας
έφυγε μέσα απ’ τα παράθυρα
πένθιμο
με γεύση από Δεκέμβριο.

Μέσα στην γερασμένη πλάτη του καγχάζουν και
χρεμετίζουν τα κηροπήγια.

Αυτή την στιγμή δεν θα μπορέσετε να με
αναγνωρίσετε:
άμορφο ματσάκι από νεύρα
βογκάει
διπλώνεται από τον πόνο.
Τι μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο ματσάκι
Αχ αυτό το ματσάκι θέλει τόσο πολλά.

Στην πραγματικότητα δεν με πειράζει
που είσαι εσύ από μπρούτζο
και η καρδιά σου είναι μια παγωμένη πλάκα
σίδερο.
Η νύχτα, να, θέλει να κρύψει
το δικό της ήχο μέσα σ’ ένα μαλακό
κορμί γυναίκας.

Αλλά να
γιγάντιος
σκύβω από το παραθύρι
πιέζω με το μέτωπο το τζάμι.
Θα κάνουμε ή δεν θα κάνουμε έρωτα;
Και τι μέτρα θα έχει
θα είναι μεγάλος ή μικρούτσικος;

Από πού ένας μεγάλος έρωτας σε ένα τέτοιο κορμί;
Πιθανότητα ένας μικρούλης
ένας ερωτούλης ήρεμος
που παραμερίζει όταν κορνάρουν τ’ αυτοκίνητα
κι αγαπάει τα καμπανάκια των αλόγων.

Και πάλι και πάλι
σφιγμένος μέσα στην βροχή
με το πρόσωπο στο πρόσωπό του, γεμάτο μ’
εξανθήματα
περιμένω
να με πιτσιλίζει ο πάταγος από το αντιμάμαλο
πόλης.

Μεσάνυχτα και η αγωνία μου μαχαίρι
Την έχουν φτάσει
κι είναι σφαγμένη:
έξω λοιπόν..

Η δωδεκάτη ώρα έχει πέσει
όπως πέφτει από το ικρίωμα το κεφάλι ενός
καταδίκου.
Στα τζάμια γκρίζες σταγόνες της βροχής
κουβαριάστηκαν με ένα ουρλιαχτό
στοιβάζοντας μια ογκώδη γκριμάτσα
σαν να ουρλιάζανε οι χίμαιρες
στην μητρόπολη, στη Νοτρ- Νταμ στο Παρίσι.

Καταραμένη.
Καλά λοιπόν, δεν φτάνει;
Μετά από λίγο με μια κραυγή θα μου σκιστεί το
στόμα.
Νοιώθω
χωρίς θόρυβο
σαν άρρωστος από κρεβάτι
ένα νεύρο να σαλτάρει
Και να !!!!

Περπατάει πρώτα
σιγά – σιγά
μετά αρχίζει το τρέξιμο
αναστατωμένο
σίγουρο.
Και τώρα να το και άλλα δύο μαζί
παλεύουν όπως ένας απελπισμένος σπίνος
και σωριάζονται οι σοβάδες στο ισόγειο.

Νεύρα
Μεγάλα
Μικρά
Πολλά
Πηδάνε θυμωμένα
κι ύστερα πάλι δεν μπορούνε να σταθούνε ούτε
στα πόδια τους.
Αλλά πάντα η νύχτα γεμίζει με βούρκο τα δωμάτια
Από τη βρώμα δεν μπορεί να ξεμπλέξει το μάτι
που έχει βαρύνει.

Ξαφνικά οι πόρτες άρχισαν να τρίζουν
λες και το ξενοδοχείο
χτυπούσε τα δόντια του απ’ το κρύο.

Μπήκες εσύ
Κοφτερή σαν ένα «νάμαι»
βασανίζοντας τα δερμάτινα γάντια
είπες:
«Ξέρεις ;
Παντρεύομαι»
Δεν θυμάστε;
Εσείς λέγατε:
«Τζακ Λόντον
χρήματα
αγάπη
πάθος»
Αλλά εγώ έβλεπα σε σας ένα μονάχα πράγμα
Είδα σε σας μια Τζοκόντα
που κάποιος έπρεπε να κλέψει.

Και σας έκλεψαν

Ερωτευμένος θα ξαναμπώ μες στο παιγνίδι
φωτίζοντας τα βλέφαρα με τη φωτιά
Όλα καλά.
Ακόμα και σ’ ένα σπίτι που το κατέστρεψαν οι
φλόγες
κατοικούν καμιά φορά αλήτες που δεν έχουν
άσυλο.

Θέλετε να με πειράξετε;
«Λιγότερο κι απ’ τα καπίκια ενός ζητιάνου
Αξίζουν τα σμαράγδια της παραφροσύνης σας»
Θυμηθείτε
τους Πομπήιους
όταν εξόργισαν τον Βεζούβιο.

Αϊ..
Κύριοι
ερασιτέχνες
της ιεροσυλίας
του εγκλήματος
και της σφαγής
έχετε δει ποτέ σας
αυτό που είναι η μεγάλη φρίκη;

Το πρόσωπό μου
όταν
εγώ
είμαι ήρεμος.

Και νοιώθω
ότι το «εγώ»
για μένα είναι λίγο.
Κάποιος είναι φυλακισμένος μέσα μου.
Hallo!!
Ποιος είναι;
Μαμά;
Μητέρα
ο γιος σας είναι υπέροχα άρρωστος.
Μάννα
έχει μια πυρκαγιά μες στην καρδιά του.
Πέστε στις αδελφές του Λιούντα και Όλια
ότι δεν ξέρει πια πώς να γλυτώσει.

Κάδε του λέξη
ακόμα και κάδε του αστείο
που ξερνάει απ’ το ζεματισμένο στόμα
πηδάει σαν μια γυμνή πουτάνα
από ένα οίκο ανοχής που καίγεται.

Οι άνθρωποι μυρίζουν
μμμ μυρωδιά καμένου
Συναθροίζονται τύποι παράξενοι
αστραφτεροί
με τα κράνη
τι δουλειά έχουν οι μεγάλες μπότες;
Πέστε στους πυροσβέστες
ότι στην καρδιά που καίγεται ανεβαίνεις μόνο
χάδια.

Θα τα κάνω όλα μόνος μου.
Κατρακυλάω σαν κάδος με τα μάτια μου
πρησμένα από τα δάκρυα.
Αφήστε να ακουμπήσω επάνω στα πλευρά μου
και θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, θα σαλτάρω
Κατακρημνίστηκαν
Δεν είναι δυνατόν ποτέ να πηδήξεις πάνω από την
καρδιά σου.

Πάνω στο πρόσωπο με φλόγες
στο σκίσιμο επάνω των χειλιών
ένα μικρό φιλί καρβουνιασμένο μεγαλώνει για να
πετάξει.

Μητέρα
δεν μπορώ να τραγουδήσω
στην εκκλησούλα της καρδιάς μου το στασίδι
είναι στις φλόγες.
Κομμένες μικρές φιγούρες από λέξεις κι από ίχνη
ξεχειλίζουν απ’ το κρανίο
σαν τα μωρά από ένα κτίριο που καίγεται.
Με τον ίδιο τρόπο ο φόβος
σήκωσε
αγωνιώντας να πιαστούνε από τον ουρανό
τα χέρια που καιγόταν στο «Λουιζιτάνια».

Πάνω σ’ αυτούς που τρέμουνε
στην ησυχία του διαμερίσματος
μ’ εκατό μάτια μια λάμψη πετιέται από τα
πεζοδρόμια.
Τελευταία κραυγή
εσύ τουλάχιστον
στενάζεις στους αιώνες και μαρτυράς ότι εγώ
καίγομαι.

.

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ (2014)

ΤΟ ΔΕΡΜΑ TO ΑΝΙΑΤΟΝ

Ήταν επάνω στη σιωπή που βέλαξε το Πήλιο με τα παλιά
τηγάνια του.
Να πέφτει η στάλα στην λαμαρίνα πάνω
και να μουσκεύει σίδερο η ώρα. Τώρα που είσαι;
Επάνω μονοπάτι των ματιών πηγαίναμε με κάστανα του
δρόμου σαπισμένα
Κι άγρια πουλιά του χιονιού παρακινούσαν την βροχή να
καταλύσει μάτια
Να φάει του δάκρυου την αρμύρα, το χάλκινο του πλατανιού.
Στην Μακρυνίτσα σταμάτησε το σύννεφο. Θα σου θυμίσω
το έρημο σπίτι, την φωτιά και τις αράχνες που έστηναν
παγίδα να πιάσουν όνειρα.
Δεν ξέφυγα.

Περνώντας στον Αη Γιώργη έκλεινα γόνυ, στην πέτρα της
επιστροφής
που τότε γλύτωσε τον πατέρα από τους Γερμανούς για να
τον φάει
της κάθε μέρας το ανυπόφορο.
Κι είδα την πέτρα να απασφαλίζεται να σκάει η μέρα και
μείς μες στη βροχή
στα δευτερόλεπτα που αγκυλώνουν την ψυχή, αιμάσουσα η
μέρα, φίλε.
Όταν φτάσαμε στον πλάτανο η βροχή είχε μείνει μόνο στα
μαλλιά μας.

Πέρασα πάλι μόνος και ήταν πάλι η βροχή, μύριζε σώμα
αυγερινό,
πλάκες αυλής τριγυρισμένης γιούλια
Με πήρε από μέσα ο καημός για την φθαρτότητα.
Αχ και μέσα μας καλέμι ο λυγμός να στήνει γέφυρες στο
βλέμμα του Θεού.

Όταν περιέρχομαι ενίοτε εκείνη την πλατεία βρίσκω
καταφύγιο στο σπίτι του Αη Γιώργη
μπουκώνω στάλα εσπερινό, τραγούδια των απάντων.
Και η βροχή κόβει το δέρμα, το δέρμα
το ανίατον

ΚΙ ΑΣ ΛΕΣ…

Λιμάνι με τα φρούτα ανοικτά την πράσινη θάλασσα με τις
κορφές και ένα…
Πανάκι με κοίταζα με την σκιά στον ώμο κι εγώ «δα φύγω»
έλεγα….
Επάνω σε μονοπάτια καστανιάς με τα μαλλιά της λυτά τα
μαλλιά της…
Με κοίταζε κι ο δρόμος σιωπή του κρύσταλλο, ραγισματιά του…
Είμαι και εγώ ένας δεκaπεvτaύγoυστoς με την θάλασσα στον ώμο.
Πιο κει το χιόνι μαύριζε κι η νύχτα ήταν πιο πλατεία από
μέταλλο. Πήγαινε ο αέρας στα καλάμια. Κι η σκιά μινύριζε.
Κι ακούγονταν στο βάθος αηδόνια και άλλα του ουρανού.
Ελάτε, φώναξα. Κι ήρθανε με το μάτι τους λευκό, το παρελθόν
τους. Κι ούτε ιστορία τους άγγιζε. Μας άγγιξε, είπαν, λευκανθήκαμε.
Βλέπεις του φώναξε. Η λεύκα σάπισε. Ήρθε ο ήλιος κι
έμπηξε τα δόντια του και τώρα τι θα κάνεις, τώρα τι θα δεις
του φώναξα. Δεν έχει λεύκες εδώ, μου είπε. Είναι γραφτά τα
δέντρα κι ανοιξεύουνε όμως και έρχονται. Δες την εικόνα που
σου φύλαξα παιδί, δες. Μια πικροδάφνη η μητέρα ακίνητη.
Μια πλατυτέρα όταν ορμάει η αυγή κι ο έσπερος πεινάει.
Εσύ τι λες;
Το χιόνι μέταλλο με διαδρόμους ανοιχτούς, παράθυρα. Κι
έρχονται με την παλιά φωτογραφία στο λαιμό κιτρινίζοντας
τη δημοσιά, τα φώτα. Κι ήρθε ο Αργυρής με την σάκα την
παλιά. Μύριζε παντού Ιφιγένεια με τα κοτσίδια απείραχτα
γεμάτα από κοιλάδες. Κι ήρθε ο Τώνης με μπερδεμένες νότες
στα μαλλιά..
Θα ρθω και γω μόνο αργά. Δεν έχει, μου λένε. Δεν έχει χρόνο.
Χρόνους δεν έχει. Ιστορία μέσα και έξω αλλά στο μεδούλι
πάντα καλοκαίρι. Ένα «χαίρεται» που βγαίνει πάντα από
πυράκανθο. Και μια πετρούλα γυαλισμένη τρικυμίας με τα
πλατάνια και τα βουνά. Κι ας λέω εγώ… ότι περισώζω είναι
ο αέρας. Κι ας λέω..
Πηγαίνει ο δρόμος πουλιά κι είναι το πάλι που ραμφίζει το
νερό κι όλα…
Μαζεύονται ως να πληθύνουν οι Μάρτιοι με τα λοξά τους
ράμφη στα νερά που…
Ακούγονται οι καμπάνες καθώς μαζεύονται τα άνθη του αέρα
και χλομιάζουν σαν….
Να μιλάνε από καιρό τα σώματα κι αφήνουν τις ψυχές στα
δέντρα μέχρι
Ο κόμπος να δείξει. Να σπάσει ο κόμπος και τα νερά, στη
θάλασσα, στον ύπνο….

ΟΙ ΑΛΛΟΙ…

Γλιστράει στα κλαδιά ο φόβος
Σπέρνει στους δρόμους δόντια αλμυρά
Κι έχουν γεράσει τα παράθυρα,
ο ιστός που χρόνια πυρπολεί
κι απ τις ζωές μας ένα μαντήλι φαγωμένο,
η νύχτα κερδίζει…

Γι’ αυτό κι η αγριάδα μις στο βλέμμα
πως θα ‘ρθουν άλλες μέρες πιο καλές
και θα γλυκάνει ο καρπός
Κι όπου το βήμα φτάνει, όπου το βήμα….
Στα ξερά σπαρταράει το χώμα.

Κι εδώ χωρίς αποσκευές με θάρρος αυγερινού
το δόντι που κόβει αριθμούς μες στα δωμάτια
Κι η ανάσα αργεί, η άφεση, ο άλλος τρόπος
Το δέρας τ’ αλατιού μες στον πικρό χειμώνα.

Φτάσαμε εδώ με μάτια κλειστά
Μαύρο το αίμα πήγαινε χαλίκια μες στη γλώσσα
να δοκιμάζει αντοχή του μακριά, και το αυγό να αρνείται

Φτάσαμε στον ήχο της ελιάς που γέρασε
στα νησιά και στους βράχους π ’ ασημίζουν φεγγάρι
κι αστερίες μυρίζουνε και το πάθος σταυρώνεται
παπαρούνα, ροδώνας το απόρθητο “αχ”
τα καρφιά, τα καρφιά που ανοιξεύουνε πάντα.

Παρατημένα ξύλα, φαγωμένα, τάματα
σίδερα κεφαλαριών με τον ύπνο ακόμα
σκαρφαλωμένο στη σκουριά να αντιστέκεται
να βρίσκουν τον αμνό μες στη σκιά του ονείρου
κι αίμα χαλκού, αίμα του ξύλου.

Μονάχοι εδώ να τρώμε του καιρού τα χρέη,
του μπλε, του πάγου το ελαφρύ και το διάφανο.

ΚΙ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ ΕΦΑΝΗ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Κι εδώ βουνό, της πέτρας και του ελαφιού
μαξιλαριών, ύπνων ωραίων μι λυσίκομα όνειρα
που στροβιλίζονται με την αρχή του φθινοπώρου.
Κι η θάλασσα γέμει οφθαλμών
Σκοτάδι υψώνεται
ομίχλη γέρικων νερών
καθηλωμένων.
Κι εδώ μουσκεύοντας εικόνες στο αλάτι
της μουσικής σκίζοντας νότα
το ξύπνημα ήρθε με πριόνια.
Κι η γη δρόσισε φρύγανα χλωμής ανάσας.
Εδώ θα πλεύσω λέξεις
από τα βουνά που με κυκλώνουν
απ’ τα νερά που πνίξαν τη στιγμή
κι επανέρχονται ως μνήμη.
Εδώ θα πλεύσω με την οσμή
λυτών μαλλιών νύχτας πικρής
από σελήνη.
Και στο κουκούτσι της στιγμής
σπόρο θα ρίξω θάλασσα
να έρθει φως να απονερίσει.
Περάσαμε το φράγμα σιωπηλοί
πεζούλια ύπνου ορθά στο κύμα
μ’ ιδρώτα καλοκαιρινό σε σβώλους λάσπης.
Και φάνηκε από μακριά ο άγγελος
με το παρθένο γάλα μες στα μάτια και τα λευκά του όνειρα
σκισμένα.

ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ

Άκουσε την σιωπή ανάμεσα στα φωνήεντα των δέντρων
ξεναγήθηκε μετά στους τρούλους των λέξεων
δίνοντας αφορμή στην σελήνη να του λέει τα παραμύθια
που άκουσε παιδί.
Τελικά ήταν κάτοικος μιας άλλης χώρας και τώρα εξόριστος
ιερουργούσε επανάληψη εν είδη ανούσιας τελετής.
Συνταξιούχος των ονείρων απολάμβανε την ακηδία του
όπως οι γέροντες που κάθονται ως μαύρα χαλασμένα δόντια
στα παγκάκια του λιμανιού περιμένοντας
ένα καράβι που ποτέ δεν θα έρθει ένα αύριο που δεν θέλουν
να φτάσει.

Όταν γυρίζει σπίτι βρίσκει παντελονάκια με στίχους
κυρίως από τα παιδικά του χρόνια.
Τους παραδίδει αυθωρεί στην γυναίκα τον με τρομαγμένα
χέρια.
Η γυναίκα του ενοχλείται ιδιαίτερα από τα σύμφωνα,
τα οποία διαθέτουν οξύτατες γωνίες και τραυματίζουν τους
μην προσέχοντες.
Αφού καθαρίσει καλά τα ποιήματα ώστε να μην φαίνονται
θα του πει υψιφώνως «πολλά ευ για έναν τόπον μικρότατον,
είναι πλεονασμός.
Πήγαινε αμέσως να φτιάξεις το καζανάκι. Ουδεμία άλλη
έχεις προοπτική »
Σκαλίζοντας τότε στους βυθούς, θα σηκώσει το βλέμμα
και εκ του παραθύρου της τουαλέτας θα δει και αυτός,
έναν ήλιο, φωτεινότατο άστρο.

.

ΜΑΞΙΜΟΣ Η’ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΕΚΠΙΠΤΕΙ (2013)

ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ…

Θα φορέ – θα φορέσει
έναν ήλιο στα γυαλιά
μουσκεύοντας γαλάζιο.
Χτυπάν εδώ
κι ο λαγός δοκίμασε τον φόβο του
θα γιατρευτεί στη θάλασσα;
Κι αύριο που βγαίνω στη σκηνή
θα μπερδευτώ μες στα σανίδια, θα ταξιδέψω
και τι θα πω; τι θα τους πω;

Γυμνός, θα πω
σβήσανε τα φώτα , κρύωσε
ο παλιός κουβάς κι ο ασβέστης
τσιμέντο στο κενό των φωνηέντων.
Κι άλλος να σοβαντίσει τα παλιά,
τσιμέντο που χαράζει μέσα μας νησιά,
νυχιές, κρυώνουμε.

Απ’ το ελάχιστο ζητώντας το πολύ
κι απ’ τη ζωή και το ελάχιστο
και το πολύ φευγάτο
το περιττό παρών κι ανέγγιχτο.
Ριξ’ τα τετράδια, αλλού, ο ήλιος
χιονίζει μέσα στο μυαλό
Παγώνει.

Θα βγω απόψε από το σίδερο
μες στο χρυσό να ερημωθώ
να βρω μιλιά του μάρμαρου
να σπάσει
μιλιά να βρω
στις πεθαμένες λέξεις και στο αίμα.

Φουσκώνει η ερημιά από παντού
τσακίζει η σιωπή και σπάζει
Θ’ αφήσω, λέω, το ξύλο το ξερό
το μη καρπίζων ξύλο
να βγουν οι ρίζες
το ξερό να μαραθεί
να ‘ρθουν πουλιά να βρουν
παλιά αγκίστρια να πλαγιάσουνε.

ΕΚΕΙ ΣΤΑ ΦΩΤΑ….

Αυτός που τις νύχτες του καλοκαιριού αγρυπνά μελετώντας τους τίτλους του χειμώνα, γνωρίζει. Όπως τα πουλιά που οσμίζονται τον ήχο του θανάτου, ο άλλος βλέπει την κρυμμένη νότα της ζωής, τη βάζει στο κλαβιέ, κι αν θα μπορέσει, επιπλέει. Σήμερα είναι η μέρα τ’ αλατιού που ξυπνάει ο παλαιός για να κυρώσει δόντια. Κοιτάει τα σύννεφα σε σχήμα μαχαιριού κι όλα που γίνονται άχρηστα με την έλευση της άμμου. Κι η θλίψη βρίσκει την παλίρροια και πνέει καίγοντας τα λιγοστά μας περιγράμματα. Ότι έμεινε από τον αμνό το παίρνουν έμποροι για τα σκυλιά. Μονάχα όνειρα μαβιά ανοίγουν την κερκόπορτα, να μπει στον ύπνο η βασιλεία της που δεν φυτρώνει πάνω της ούτε σκιά.

Με τα χέρια σηκωμένα, δαγκώνοντας κρέας αφήνει πίσω της αέρα πρησμένο όνειρα. Μήτε χορτάρι. Τα ζωντανά, ενίοτε, πετούσαν την ανάσα τους ξερή στον ήλιο. Θέρμη των δέντρων που καμένα αναζητούσαν καταμεσήμερο δικαιολογίες. Άλλος τότε πετάχτηκε με ένα μαχαίρι κι άλλος περνούσε τα βουνά μέσα στο μάτι της βελόνας. Όλα δυνατά κι αδιάφορα όλα. Μέχρι που η πευκοβελόνα έξυσε το μάτι. Αρκεί μια πληγή και το μεσημέρι ματώνει. Αίμα παντού, ξημέρωσε σαν να ζευγάρωσε η τριανταφυλλιά με την πανσέληνο στην λίμνη όπου οι έφηβοι είχαν ακουμπήσει τα ματωμένα τους παρόντα.

Εκεί στα φώτα που ‘χει πλαγιάσει η γιορτή και ξύνει δόντια
στο πονεμένο της φωνής που μας γερνάει
και αφήνει χίλια στον ορίζοντα να κλαιν.
Εκεί στα φώτα που ‘χει πονέσει η αστραπή και δεν γυρίζει
στο ματωμένο της στιγμής που μας κερνάει
και ξεχειλίζει μες στο μέλλον η κραυγή.
Εκεί στα φώτα που έχει κήπο μιας εσπέρας γερασμένης
με μαύρα δόντια πεινασμένων θερισμών
από καπνούς και χωρισμούς από βρισιές.
Εκεί στα φώτα έχουν πληγιάσει τα φιλιά και βρίσκουν πόρτα
να ξενυχτούν μες στη φωνή που θα πεινάει
τη λίγη μέλουσα καρδιά των στεναγμών..

ΟΙ ΑΛΛΟΙ…. ΕΜΕΙΣ

Γλιστράει στα κλαδιά ο φόβος
Σπέρνει στους δρόμους δόντια αλμυρά
Κι έχουν γεράσει τα παράθυρα,
ο ιστός που χρόνια πυρπολεί
κι απ τις ζωές μας ένα μαντήλι φαγωμένο,
η νύχτα κερδίζει…

Γι’ αυτό κι η αγριάδα μες στο βλέμμα
πως θα ‘ρθουν άλλες μέρες πιο καλές
και θα γλυκάνει ο καρπός
Κι όπου το βήμα φτάνει, όπου το βήμα….
Στα ξερά σπαρταράει το χώμα.

Κι εδώ χωρίς αποσκευές με θάρρος αυγερινού
το δόντι που κόβει αριθμούς μες στα δωμάτια
Κι η άνασσα αργεί, η άφεση, ο άλλος τρόπος
Το δέρας τ’ αλατιού μες στον πικρό χειμώνα.

Φτάσαμε εδώ με μάτια κλειστά
Μαύρο το αίμα πήγαινε χαλίκια μες στη γλώσσα
να δοκιμάζει αντοχή του μακριά, και το αυγό να αρνείται

Φτάσαμε στον ήχο της ελιάς που γέρασε
στα νησιά και στους βράχους π’ ασημίζουν φεγγάρι
κι αστερίες μυρίζουνε και το πάθος σταυρώνεται
παπαρούνα, ροδώνας το απόρθητο “αχ” τα καρφιά, τα καρφιά που ανοιξεύουνε πάντα.

Παρατημένα ξύλα, φαγωμένα, τάματα
σίδερα κεφαλαριών με τον ύπνο ακόμα
σκαρφαλωμένο στη σκουριά να αντιστέκεται
να βρίσκουν τον αμνό μες στη σκιά του ονείρου
κι αίμα χαλκού, αίμα του ξύλου.

Μονάχοι εδώ να τρώμε του καιρού τα χρέη,
του μπλε, του πάγου το ελαφρύ και το διάφανο.

.

ΤΡΙΣ ΕΠΙ ΤΥΜΒΟΥ (1995)

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙ ΘΗΣΕΩΣ

Απ’ τη μεριά του αίματος τυφλός
Κουβαλώντας τη μάσκα. Το ξίφος
Το φαρμάκι για πρόσωπο
Ο πατέρας του πέλαγος. Κι η γυναίκα του νύχτα
Στην οθόνη επιστρέφουνε όνειρα.

Ανάμεσα στη σελα του και στο φεγγάρι πέτρα, σπαθί
κι ασπίδα.. Να ήταν άλλος, να γινόταν άλλος
Στο φεγγάρι ανάμεσα ίσκιος
να γεννήσει τον τύραννο

Ταξίδι μέσα στις φωνές
Ξεκίνημα του πόθου του που καίει χιλιόμετρα

Σιωπή αμνού μετά
μαζί με σώματα από παλιές παραστάσεις

Ήμουν
Ήμουν το τέντωμα επάνω στα σκοινιά
Ήμουν το ρόπαλο
Απών στο όνειρο. Ήμουν.
Ο πατέρας μου ποιός;
Τα νερά;
Ποιο νερό ξεπλένει τις μέρες μας
Να γυρίσει πηγή η δροσιά που ξεράθηκε;

Να πω για νίκης
Για νύχτες κόμπο κι αρμύρα στη δράση της θέλησης
Στο αίμα, στα τέρατα, στο σκοτάδι, που ήθελα φως.
Κι όσο το αίμα, άλλο τόσο σκοτάδι
Άθλος και πως;
Ήμουν το χέρι, τα σπαθιά του πατέρα μου ήμουν
Κι ο καινούργιος ο φόνος, ο φόνος μου ήμουν
Η πόλη κι ο κύκλος της
Ήμουν εγώ που δεν ήρθα ποτέ.
Το τέλος σκισμένο.

Τον περίμεναν ήρωα. Και ήρθε πάλι μετανάστης.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙ ΦΙΛΟΚΤΗΤΗ

Κανείς. Ο αέρας μονάχα ουρλιάζει τη φρίκη
στα σκισμένα πανιά
Σταυρωμένος στους δείκτες που τροχίζουν τη μέρα
Ούτε στη στεριά, ούτε και στη θάλασσα
Με την ασπίδα ριγμένη
κρατώντας τον παλιό αντρισμό
σαν πανάρχαιο όπλο
Τον είχε διαπεράσει μια αιωνιότητα
Ίδια κραυγή.

Οι λέξεις τον ψήνανε
πιο πολύ κι απ’ του ήλιου το κάψιμο
Η μνήμη δυσανάγνωστη εμμονή
ξεκούμπωνε καμιά φορά ένα νόστο περίεργο
Μια άλλη εξορία
Κανείς.
Και η θάλασσα μελάνι.

Δείγμα γραφής:

Αν δεν ήταν ξερό το πηγάδι
αν τα ράμφη είχανε λόγια
την παλιά μου πληγή ταξιμάκι
θα άρχιζα

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΙΑΝΤΟΣ

Ο ουρανός γύρισε τρεις φορές κι ο φύλακας κατέβηκε από τον ύπνο. Θα φανεί η φωτιά. Θα γεννηθεί το κεφάλι που πετρώνει το βλέμμα. Κάθε θα είναι σαν να γλιστράς γυμνός επάνω σε ξυράφια. Όμως ότι είναι να ‘ρθει απ΄ την γέννησή σου ακόμα γνωρίζεις. Όσο κοιτάζεις για τις μεγάλες φωτιές, το φονικό τριγυρνάει στα σπλάχνα σου αόρατο.

Ησύχασε. Ο πόντος κοιμάται. Κοιμάται η θάλασσα και το μεγάλο κακό επάνω μας αιωρείται καινούργιες συμφορές.

Όχι, δεν μας σκοτώνουν οι θεοί
Αλλά αυτό το σκοτεινό σπαθί μέσα στο κεφάλι…

.

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΔΟΚΙΜΕΣ (1987)

ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

Η πρώτη λέξη για το ποιήμα
μου ήρθε βλέποντας τις πλάκες.
Λίγο αργότερα έσπασε ο τοίχος μές στα μάτια μου
παλιά φωτογραφία.
Υστερα μούσκεψε η βροχή τα κεραμίδια.

Κράτησα το τετράδιο σφιχτά
και γύρω λόγια η μέρα.

Κράτησα το τετράδιο σφιχτά
όπως κρατούσα κάποτε το χέρι σου τα βράδια
ιδρωμένο.

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ

Θεούς με αιτών τωνδ’ απαλλαγή πόνων
φρουράς ετείας μήκος….
Αισχύλου Αγαμέμνων

Βρέχει ο καιρός βγαλμένα μάτια
κι η νύχτα βάδισμα σ’ άδεια πλατεία.

Ας πάψει να περνάει ο εφοδεύων
κούραση είναι να φουσκώνεις τον καιρό
με γεμιστήρες.
Ζεις; Θα ζήσεις;

Έζησα σ’ άδειο στρατόπεδο με κίτρινα φώτα
Έζησα με μια βροχή στα μάτια
ένα φθινόπωρο, ώχρα απολυτήριο.
Πάχνη στα πόδια του βουνού.

Είδα όμως εγώ τα βλέφαρα της νύχτας
που γέμισαν τον ύπνο μου με φόβο ντουφεκιάς.
Δεν περιμένω μέρα.
Μόνο φωτιά σκοπιάς που βρέχει προσμονή
σ’ έρημο τόπο.

Ποιος είναι αυτός που κλέβει από τη σιγή
τα μέρη που συντρέχουν;

Στενάζουν μπροστά μου φρένα και φεγγάρια.
Κάρβουνο ο δρόμος να κυλάει σιωπές.
Κοιτάζω.
Στάχτη του φόβου έναστρη.
Βάθος της νύχτας που σκορπάς
Τυπικό στων βημάτων τ’ αναίτιο.

Και να ‘ξερα ποιος είναι αυτός
που σ’ ανοιξιάτικο ουρανό μοιράζει φυλακή;

Μες στην παλάμη παγωνιά άδειας θαλάμης
όπως κοιτάς ο αέρας της σε σφίγγει
τρόμος ασπάζεται την άκρη του μυαλού σου.

Επάνω στα νερά φλέβα φωτιάς
Εικόνα ενός βουνού που ρέει κλειστά πηγάδια
Εικόνα στήθους πυρκαγιάς που προμηνά
φώτα χαρμόσυνα.

Ποιος είναι κείνος που σκουριάζει το νερό
και νανουρίζει άνοιξη στην πέτρα;

Κλείνω για πάντα την αρκούδα τη μικρή
στα μάτια που ζητάνε προορισμό
να φέρουν ήχο χαλικιού σε λαμαρίνα.
Πες μου τ΄ όνομα σου.

Άχρηστα λόγια που κρατάν ξημέρωμα.
Φτιάξτε μου μια χορδή που ξέρει ανατολές
που ξέρει ήχο – τον ξερό της μηχανής.
Μπουκάλια βλέφαρα σπασμένα στα μνημεία.

Ο ήλιος μέσα μου αχνό κορμάκι
-πως λαμπαδιάζει ο πόθος στο ακίνητο γύμνωμα –
φαίνομαι ήρεμος και ανασαίνω μάτια.
Μη με κοιτάζεις μέσα απ’ το φακό.
Γεια σου σ’ αγαπώ , πες μου τ’ όνομά σου.

Πες μου ποιος κόβει βλέμματα
που τάζουν χάδι και πληγή μες στο γαλάζιο.

Τα ελεύθερα βράδια μια βαριά κουρτίνα.
Χάνομαι μέσα στους καπνούς – όλη η δόξα.
Τα σηκώνεις; Είπες.
Τα σηκώνω. Λέω.
Και γύρω πλήξη σα φραγή δοχείου.

Άγγελοι θ’ αφήνουν αλεξίπτωτα στα μπαρ
να γίνει ο παράδεισος τόπος της εξορίας
και συ μιλάς με κλικ της μηχανής.
Μίλα, λογάκια, φώναξε
Πέτα μονάχα ένα «τι» να ακούσω τη φωνή σου.
Πες μου τα’ όνομα σου.

Ποιος είναι αυτός που κλέβει αέρα από τα πόδια σου
για να τον κάνει κεραυνούς και σένα πέτρα;

Κάνω το πέρασμα εδώ και χρόνια
Έχω ένα όπλο στη μασχάλη κουρασμένο
καθώς ξεσπάω μέσα στα μάτια λαϊκών περιοδικών
με φούντα ξύδι και χολή στα χείλη.

Πόλη που είσαι σκόνη από νερό
πάντα θα βρέχει πάνω σου μικρές θητείες.
Σκαλίζω αιωνιότητα μ’ ασκήσεις ακριβείας
Γύρω μουδιάζει ο θάνατος γυάλινα μάτια.

Ποια είσαι συ, που όπλισες;
Ποια είσαι που σκοπεύεις;
Ποιο είν’ το βλέμμα που μπορεί
τουριστικές φωτογραφίες;

Έλα να σου δείξω τη ζωή σε μια χούφτα μπαρούτι.
Κακότυχος ο γάμος της Γκουέη Μέη
αφού άδεια καλάθια κουβαλάς χωρίς τροφή.
Κακότυχο το σπίτι που ξερνάει ονόματα νεκρά.
Τα ‘ δ’ άλλα σιγώ
Πέτρα στη γλώσσα στρατιάς
Τις ει;

ΔΟΚΙΜΗ ΠΡΩΤΗ
ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΛΙΓΩΤΕΡΟ

Σκύψε με την ομίχλη μιας πηγής
τη μνήμη για να ψαύσεις που ματώνει.

Μάτωσε η νύχτα σου πανιά
κι ένα κατάρτι να μετράς
της απραξίας και της λήθης
ήσυχο ύπνο.
Ο χρόνος σου είκοσι κεριά
που καίνε ελληνικά αλφάβητα.
Δοκίμασε να κλάψεις.

Διόροφο ιδιόκτητο με σκάλα γυριστή
τα έπιπλα βαριά με χρόνο παγωμένο.
Τη θλίψη σου γυναίκα, αγορά και πόθο.

Να σέρνεις πάντα την καρδιά σου στα κρεμμύδια
σα μια πανσέληνο που παίζει δρόμους κι αυτοκίνητα.

Η νύχτα σου μαύρα πανιά
σε ξέχασαν, ξεχνάς
και πέφτεις.

ΟΝΕΙΡΟ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

1.

Θυμάμαι και ο τόπος μου άδειο νησί.

Να μιλάς μ’ ένα μπουκάλι τζιν μονάχος.

Ένα μπαλκόνι εμετός
να επιζεί η χώρα σου
στη μνήμη, στο σπασμό, στο δάκρυ.

2.

Νύχτα στην παραλία και καπνός από εργοστάσια.

Φιγούρα σκύβοντας
κοιτάζει στα κρυφά φουστίτσες κοριτσιών
για να σημάνει, τέλος, υποχώρηση.

Ότι θυμάμαι, πατέρα, από σένα
μια στιγμή και με τη βία που σου βάλαν
τα παλιά, μακριά, τριμμένα σώβρακα.

…………………………………..

8.

Κάθε μια λέξη κι ένα σώμα νεκρό
κάθε βράχος και μια λέξη
και το μαρτύριο του Σίσυφου
να ‘χει τελειώσει
και να ‘χεις καταδικαστεί ερήμην.

9.

Τριγύριζε στα δέντρα
πριν μιλήσει η φωνή του
χάθηκε όπως τα πουλιά
χάνονται πριν το κυνήγι
10.
Με κοιτάζει το βουνό
με μάτια πέτρινα
καμιά σκιά.

ΔΟΚΙΜΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΜΙΚΡΑ ΟΝΟΜΑΤΑ

Στο άγριο στήθος
η σοφία της άμμου
ζητάει
να παντρέψει το φώς

Και η γρίλια
κόβει τον ήλιο
να φτιάξει ξανά
των ονείρων την έκσταση.

Όπου μικρή η ματιά
ασφυκτιά των δακρύων.

Καλότυχο ο ουρανός
πένθος δεν έχει
μικρών ονομάτων.

Ο ΝΕΚΡΟΣ

Τ΄ όνομά σου μια ιστορία έλιωνε
από το βάρος του το βράδυ κι άλλοτε
παίζοντας πάλι ρίχτηκε η νύχτα.
Τι θέλεις πια; Τόσοι νεκροί…
Τους κλασσικούς σου μάζευες,
Συμμάζεψε τη σκέψη σου.

Και πάλι νύχτα εγώ σου έγραφα ισόπλευρα
μες στα σκοινιά και τα σκοινιά ματώσανε.
Πέρασαν χρόνια και φύγαν στα σκοινιά
υποταγή σου πλέκανε, τη δούλωσή σου.

Νύχτα, έτσι στο στόμα έφτυσα πια να σβήσεις.
Σβήσε.
Κι νύχτα πια κατάπιε, αφανίζει
και τ΄ ονομά σου έγινε παιγνίδι
Κατάντησε και καταντήσαμε και μεις
κενή, η πιο κενή νεκρομαντεία.

ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Επειδή ελπίζω να γυρίσω κάποτε
για τις λεξούλες τις μικρές που έβγαλα εισιτήριο
μαζεύω βλέμματα που παίζαν κάποτε τα ρούχα μου
στα ζάρια
και τα κορίτσια που όλο χτίζανε φιλιά στην άλωση
του στήθους.

Επειδή ελπίζω να γυρίσω κάποτε
έχω στο στόμα το καρφί μιας εξορίας
που ξέρει στόχο
τον πικρό μονάχα της αναμονής.

Κορμί της μνήμης
σε λέω Βόλο
που τα χωριά σου
έρχονται με τη βροχή
κάτι βραδάκια

Τις νύχτες όλες φύσαγε ανοικτά
ένας αέρας ρόδινου ρομάντζου
ένα κανάτι πήλινο κι ελληνική ταινία.

Μπάζει η νύχτα τώρα από παντού
συνθήματα, μιαν εξορία και δρομάκια
μόνο στα μάτια οι γραμμές που βασιλεύουν
ένα φεγγάρι λησμονιάς ζητάνε, παγωμένο.

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ

Μένει τι; Μένει τι;

Πέφτεις σ’ ονόματα κι ο πόθος δάκρυ.
Πανσέληνος στην άκρη του ματιού σου
κι όπως γυρνάς γυμνός σκεπάσου
Κοιμάται, τώρα η Ναυσικά
μην την ξυπνάς.

Ένα κομμάτι ξύλο στα ταξίδια σου
ένα κομμάτι εικόνα λησμονιά
κι ο χρόνος όλος μια γραφή
Αυτά που γίναν, ας μη γίνουν.

Κατεβαίνω μονάχος, σκιές μ’ ακολουθούν
εγώ σκιά, λάθος στην μνήμη.
Ο χρόνος που βουλιάζει μες στην πόλη μου
κι η λήθη που στολίζεται ξανά νέες πλατείες.

Μένει τι; Μένει τι;
Να΄ναι πιστή η Πηνελόπη
νά’ ναι πιστή.

Μένει μονάχα πολιτεία από βουή και σύννεφο
ένα κλαδί ελιάς και μια μικρή Αντιγόνη.
Και συ στην Κέρκυρα γυμνός
θα ‘ρχεσαι πάντα, δεν γυρνάς ποτέ
το ξέρεις.

Μένει μονάχα νύχτα αδειανή
μάτια που γυρίζουνε σκοτεινά στους διαδρόμους
λεξούλες, φύλλα αδειανά που δεν αρκούν.

Να πέσεις
άμα πλέουνε, αλήθεια, στα όνειρα μέσα
μαύρα πανά.

Να πέσεις
άμα της ιστορίας η γραφή
σκοινί δεν έχει.

ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ

Τα χρόνια φτύνουν αλυσίδες
απ’ όνειρα μ’ ανάσα παιδική.

Μένει στην πόλη μια οσμή από λάδι.
Κλείνουνε τα παράθυρα πόθο κι αμαξάκια
κοινωνική άνοδο και τσακωμό τα βράδια.

Εριξε τότε μια ματιά στον τόπο του.

Η Ελλάδα ολόκληρη τσιφλίκι των Λατίνων.
Ο τόπος του ταινία αυτοκόλλητη
μια ξένη χώρα.

Ρίχνει το σάκο στο δεξί
ο κύκλος έκλεισε.
Κυκλοφορούν στα μάτια του
οι δρόμοι, οι πλατείες, οι φωνές
κι ένα σύννεφο
που μυρίζει παλιά εφημερίδα.

ΔΟΚΙΜΗ ΤΡΙΤΗ

1

Παπαρούνα του ύπνου στ’ άχρονα που ζητάς
να μας ρίξεις πηγάδια, ζητάω
το θαμπό του φιλιού το στερέωμα,
του χεριού το μικρό κοιμητήρι
θαλπωρή για να βρει η στιγμή
και το όνειρο χείλια.

Μένει μονάχα τ’ άπιαστο
στο στεγνό της ημέρας λιβάδι
που δεν έχει το φως
μόνο λόγια ατέρμονα ρίχνει.
Και στο άπιαστο τι να πω;
Μες στο φως των αιμάτων μοναχός
περιμένω.

Παπαρούνα να χαθώ σου ζητάω
στ’ ουρανού το γαλάκτωμα
όπου ήχο δεν έχει κανένα.

Μόνο, μόνο αυτό το ανέγνωρο
το ανείπωτο που δεν έχει γραφή
στο κλειστό το φαρμάκι της μέρας.

2

Παπαρούνα μικρή σου χαρίζω τυφλός
λίγη σκόνη
που μαζεύω στη χούφτα μου
ν’ αναστήσει στα χρόνια τα σκληρά που υπνώττεις
τα ρήματα.

Είν’ ο κόσμος μία πόρτα μικρή
φυλακής κι ένα χέρσο καράβι,
που δεν ήρθε κανείς να μου πει
πως θα λείπεις
πως δεν ήταν παράδεισος μόνο λόγια μικρά
που θα βάζουν στο άπιαστο φεγγαριές
τα χλωμά θαμπωμένα φιλιά
μ’ όσα αρνάκια μικρά θα σκοτώνει η μέρα.

Σα λιοντάρι μικρό θα ξυπνάς στον καιρό μου τραγούδια
που μουρμούριζα κάποτε μα ξεχνάω τα λόγια.

Καλύτερα να χαθώ στους καιρούς και στο άφατο
στο αόρατο καλύτερα να πνιγώ των χειλιών σου.

3

Δέκα χρονάκια σου χαρίζω, θητεία
κι ένα γέλιο, πικρό που δεν ξέρει,
που δεν ξέρει από σώματα, που δεν ξέρει
της ημέρας το ήσυχο κύλισμα
μόνο λόγια ξερά μουρμουρίζει
και της πέτρας ξυραφάκια και σύμφωνα.

Μες στο χάδι του ύπνου σου χάνομαι
κι όλο βρέχει ονόματα.
Μες στο λάκκο που έσκαψα και γέμισα αίμα
ένας ήλιος θα βγει με πλατείες
θα φυτρώσουν τριγύρω μου έμποροι
που πραμάτειες έχουν μόνο τις λέξεις.
Μακριά τους κρατάω, μόνο εσύ
να περάσεις μπορείς
και δεν έχω για σένα σπαθί, ούτε λόγια.

Πέρνα και μίλα μου ένα σεισμό
μια τρικυμία μίλα μου και δυο καρφιά
που ανθίζουν στο βλέμμα σου πυρκαγιές
που θερίζουν κραυγές κι όχι λόγια.
Ποιος στα μάτια σου πάντα θα βρέχει σκοτάδι.

Και στα χέρια μου τίποτα
και στα μάτια μονάχα το φώς
που αστράφτει τριγύρω μου
και δεν θέλω πια εξηγήσεις
και δεν έχω ελπίδες
μόνο εσένα
που κρεμάς τα δοντάκια τα άσπρα του Αύγουστου
και θροΐζουν επάνω μου χείλια
και ανθίζουνε μάτια που δεν έχουν να δουν
πως ροδίζει η μέρα τα κρυμμένα μας όνειρα.

ΑΠΟΛΥΣΗ

Και λειώνει η βροχή ένα φεγγάρι μάτια.
Μόνο τα χέρια σβήνουνε τις μέρες της σκοπιάς.

Δεν έχω πια λέξεις, είπε, δεν έχω σώματα
και πρέπει να φύγω
να τεντώσω τόξα πολλά
να θρέψω κι άλλα τσεκούρια
στα ξύλινα βλέμματα
που καίνε τη νύχτα.

Χτίζω μια πόλη απολυτήριο
κι όταν φανεί η ανατολή
θα χαιρετήσω….

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.