ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

αυτοι που εφυγαν1

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 

ΜΕ ΣΤΙΧΟΥΣ ΠΟΙΗΤΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ

.

Μανώλης Αναγνωστάκης

ΠΟΙΗΤΙΚΗ

-Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιο
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
-Το τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντα σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν᾿ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ἔ ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν π ρ ό κε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

.

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕ ΜΑΣ ΑΛΛΑΖΕΙ

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη

.

Στέργιος Βαλιούλης

 

ΤΙ ΘΕΛΟΥΝ

Όλοι αυτοί οι άσχετοι που αγνοώ
που δεν αγάπησα
δε μίσησα
αυτά τα ξένα πρόσωπα τριγύρω μου
τι θέλουν
Τι μεσολάβησε και βρέθηκα σε τόσο άνυδρους καιρούς
που άλλαξαν τη γεύση των πραγμάτων;

.

Τάκης Βαρβιτσιώτης

ΜΑΘΑΜΕ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο
Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη
Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού
Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα
Στους ναυαγισμένους
Ανακαλύπτοντας περίσσια θαύματα
Που δεν χάνονται
Ακόμα κι όταν κλείσουμε τα μάτια
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν
Αίμα και φως
Παίζοντας μια σάλπιγγα
Πού συναδέλφωνε όλους τους ανθρώπους
Πού έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι
Και να γίνουν κίτρινη σκόνη
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ολομόναχοι σ ένα κελλί
Κρυμμένοι άλλοτε σ ένα σεντούκι
Κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι
Σε μια λουρίδα ήλιου
Πού θα μπορούσε να τη σβήσει
Ακόμα και το χέρι
Ενός αδιάφορου επισκέπτη
Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο
Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή
Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια
Μαζεύοντας μ’ ένα φτυάρι τα χιόνια
Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση
Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό

.

Γιώργος Θ. Βαφόπουλος

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Πολιτεία βυθισμένη στη νύχτα.
Κοιμητήρι μ’ επάλληλους
πολυόροφους τάφους νεκρών,
που ροχαλίζουν.
Πόσοι τάχα μπορούν ν’ ακούσουν,
στο βαρύ τους ροχάλισμα,
της περιπόλου τα βήματα;
Εφτά στρατιώτες περνούνε.
Εφτά στρατιώτες σημαίνουν
τις καρδιές των νεκρών,
που δεν έχουν ακόμα πεθάνει.
Ο πρώτος είμαι εγώ.
Ο δεύτερος πάλιν εγώ.
Το ίδιο κι’ ο τρίτος κι’ ο τέταρτος.
Κι’ ο πέμπτος κι’ ο έκτος κι’ ο έβδομος.
Με δεκατέσσαρα πόδια βαδίζω,
με δεκατέσσαρα χέρια κρατώ
τα εφτά τουφέκια,
που μπορούν να ραγίσουν
των κοιμισμένων το τύμπανο.
Ένας σ’ εφτά θώρακες μέσα.
Ένας μ’ εφτά ζώνες ζωσμένος.
Περιφέρομαι τούτη τη νύχτα,
σαν πολύποδο έντομο,
πάνω στο ιδρωμένο πρόσωπο
της Πολιτείας, που ροχαλίζει.
Περιφέρομαι,
γαργαλώντας τη στο ρουθούνι,
γαργαλώντας
την κοιμισμένη της συνείδηση.

.

Νίκος Γρηγοριάδης

ΤΥΧΑΙΑ Η ΜΗΠΩΣ ΣΚΟΠΙΜΑ;

Να γίνεται τυχαία τάχα ή μήπως σκόπιμα;
Εκδίδονται μελέτες ειδικές, γράφονται
μικρά, μεγάλα αφιερώματα
για τους ποιητές της Θεσσαλονίκης,
εσύ, με ανθισμένο τον πρώτο σου έρωτα εκεί,
με την πρώτη ποιητική σου συλλογή
(αφήνω τους πρώτους στίχους, κορφολογημένους
απ’ τη σαλονικιώτικη καρδιά σου) απουσιάζεις.
Κι όμως, χωρίς μεμψιμοιρίες και παράπονα
εκεί διαρκώς γυρνάει ο νους σου,
στη Χαριλάου, στο Βότση, στην Καλαμαριά.
Κουρνιάζεις στο Ντεπό, χτίζεις το σπίτι σου
στα σταροχώραφα,
συλλέγεις έναν έναν τους μεστούς σου στίχους,
παραδίνεσαι αφανής στην αγκαλιά της,
παντοτινός της εραστής.
Τυχαία ακόμη και σκόπιμα
κανείς δε θα σε απαλείψει από τη μνήμη μου,
αγάπη μου, ωραία Σαλονίκη.

.

Ανδρονίκη Γωγοπούλου

ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΤΕΣ

Οι λέξεις αιωρούνται
σκόρπιοι στίχοι
σε κιτρινισμένα φύλλα τετραδίου
εικόνες σπασμένες
αινιγματικές
κάτι θυμίζουν
κάτι από το χτες
μπορεί από το τώρα
μια κούκλα πάνινη
μια κούνια με σχοινιά
κρεμασμένη
στη μεγάλη ακακία μιας αυλής
ποιας αυλής
ομίχλη
θολούρα
φωνές
εμβοές βασανιστικές
ακαθόριστες βοές
πρόσωπα αιώνια αγέραστα
άνοια
παράνοια
αέναο μειδίαμα
Παγωμένο οριστικά

.

Ανέστης Ευαγγέλου

ΜΕ ΠΑΡΑΧΑΡΑΓΜΕΝΗ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

Με παραχαραγμένη τη ζωή μας,
που άλλοι κινούν, αθέατοι, τα νήματά της,
παραμορφωτικά αλλοιωμένοι στο μηχανικόν αιώνα,
τραυλίζοντας γλώσσες ακατάληπτες, δίχως πατρίδα
και ρίζες μες στην ίδια μας πατρίδα,
περνούν τα χρόνια, φίλοι μου, περνώ κι έγώ
με το μαχαίρι της φωνής μου στομωμένο.

.

Χρυσάνθη Ζιτσαία

ΤΟ ΧΡΕΟΣ

Είπε να καταθέσει εφ’ άπαξ
εκείνο το χρέος της καρδιάς
που σε καμιά περίπτωση
ποτέ δεν αρνήθηκε.
Όχι, απάντησαν όλες μαζί
ενωμένες οι μυστικές φωνές
των άγραφων νόμων.
Πρέπει να καταθέτεις κάθε μέρα
κάθε στιγμή – φόρο οφειλής –
κρυφά ή φανερά,
από μια σταγόνα αίμα.
Μόνον έτσι μένει πάντα χλωρό
το πολύκλαδο δένδρο της ζωής,
που φωτίζει τη γη,
τρέφει τα ιδανικά,
δικαιώνει τη γραμμή
της πορείας σου.

.

Πάνος Θασίτης

ΑΣ ΥΠΟΧΩΡΟΥΣΑΝ ΛΙΓΟ

Τι θέλουν τώρα αυτοί και μας θυμώνουν;
Τι κουταμάρες λένε πάλι για δήθεν ύποπτους συνδυασμούς
γι’ ανόμως κερδισμένα;
Είναι ζηλιάρηδες, ανάγωγοι, ξυπόλητοι πάππου προς πάππον,
πεινασμένοι –και δικαίως τέτοιοι που ‘ναι–
δεν ξέρουν τι θα πει ζωή
–την πήρανε στα εύκολα ψωμοζητώντας–
και τώρα κάνουν τους ενάρετους,
παίζουν τους Ροβεσπιέρους!
Στο κάτω-κάτω, ας ήταν ικανοί κι αυτοί,
ας υποχωρούσαν λίγο, ας ελίσσονταν λιγάκι,
ας άρπαζαν τις ευκαιρίες, ας σπρώχναν κι ας πατούσαν στην ανάγκη
αφού κανείς δεν τ’ απαγόρεψε αυτά
–όλοι με κάτι τέτοια ζούμε και περνούμε.
Τους έξυπνους μας κάνουν τώρα;

.

Γιώργος Θέμελης

ΕΡΗΜΙΑ

Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Απ’ όπου περάσεις νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνει από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιεις νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.
Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.
Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.
Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.

.

Γιώργος Ιωάννου

ΟΜΙΧΛΗ ΠΕΦΤΕΙ

Ομίχλη πέφτει πάλι απάνω μου
αν είναι δίπλα μου κανείς, τελείως άγνωστο.
Ούτε στη μνήμη μου δε βρίσκω μια χαρά μου.
Η αμαρτία τίποτε δεν άφησε
ούτε ένα πρόσωπο, όλα τα πήρε πίσω.
Πολλή ομίχλη πέφτει απόψε πάνω μου
– μισάνοιξε την πόρτα μου και περιμένει.
Ό,τι φοβήθηκα με βρήκε με το παραπάνω.

.

Ζωή Καρέλλη

ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

II
Αργυρόηχη, μελίχροη, χρυσορόδινη,
μειλιχόμειδη ερωμένη, ασύλληπτη.
Ηδονή ομιχλώδης η χάρη σου, η καλλονή
πάρα πολύ σιωπηλή,
βασίλισσα
στο μαβί, στιλπνό στερέωμα,
του σκοταδιού αργυρή αρχόντισσα, μακρινή.
Είναι το φως σου παράξενα οδυνηρό
και μαγικό, σαν τη σκιά
εκείνων που αγαπήσαμε τρυφερά
και ξανάρχονται να μας ψιθυρίσουν,
να πουν για τ’ ανύπαρχτα, για τα φανταστικά,
για κείνα τα μυστικά,
που μόνο οι ανήσυχες ψυχές
έχουν μέσα τους.
Παρηγοριά εκείνων που γνωρίζουν τη μοναξιά,
την πλήρη ονείρων κατάσταση
που το φως σου ξυπνά,
καθώς τις σκιές διαπερνά,
δίχως να τις κυνηγά να φύγουν.
Τόσο υπερήφανη, ασυγκίνητη στην εμορφιά σου
λάμψη διαβρωτική, ύπουλα διαπεραστική
εντός μου σταλάζεις
τα μυστικά της νύχτας.

.

Θεόκλητος Καριπίδης

ΑΜΦΙΒΟΛΗ ΠΟΡΕΙΑ

Έκλεισα τον κύκλο των αναζητήσεων
Τώρα μπορώ να σας μιλήσω
Η χρυσαφένια θάλασσα
Με μια βάρκα και δυο κουπιά
Παραμένει πρόκληση
Η αρχή ένας δρόμος άγνωστος
Η επιστροφή οδυνηρή
Με πληγωμένη χείλη γεύτηκα την αλμύρα
Η αλήθεια δεν προφταίνει τη σιωπή
Κι η σιωπή πλασματική
Κάθε ενέργεια μια αμφίβολη πορεία
Εκτός από την πορεία των απλών ανθρώπων.

.

Γιώργος Καφτατζής

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΚΟΝΗΣ

Μες στην αιώνια σύναξη
αναπηδάω, σέρνομαι
κουλουριάζομαι, ανεμίζω
παίρνω αρίφνητες μορφές
με δάχτυλα ευκίνητα
γεωγραφίζω το σκοτάδι
κλειδώνω το φώσφορο
αλέθω τους πλανήτες
ξεθωριάζω τα χρώματα.
Δεν κουράζομαι να δουλεύω
το κάθε τι από μένα ξεκινά
και σε μένα τελειώνει
όλα με γεννούν κι όλα τα γεννάω
και τυφλή τη σκόνη
με τη σκόνη μου σκεπάζω.

.

Νίνα Κοκκαλίδου-Ναχμία

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ

Το παλιό σπίτι επισκευάζεται
καινούργιο υλικό στην κουρασμένη στέγη του
φυσικά οι χελιδονοφωλιές θα γκρεμιστούνε
στα μισόγερτα μπαλκόνια
που με τόση αλαφράδα περπατούσαμε.
Δάση γερασμένα τα πατώματα
που κι η συμπόνοια ακόμα
αρνιέται την περιπλάνησή της.
Γράμμα κι αν στείλουμε πόρτα δεν έμεινε να το δεχθεί
λουλούδι κι αν στείλουμε παράθυρο δεν έμεινε να καμαρώσει
μόνο στους μακριούς μισόφεγγους διαδρόμους του
αθόρυβα περνάει η σιωπή.

.

Κλείτος Κύρου

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΓΕΜΑ

Παραθαλάσσιο κέντρο
Καρέκλες και τραπέζια ξέχειλα από κόσμο
Μουσική χειροκροτήματα
Ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά
Τα παιδιά τρέχουν
Στη θάλασσα σέρνονται φώτα
Τραγούδια
(Σκέφτεσαι αμέσως Καρυωτάκη)
Στους δρόμους διαβαίνουν κορίτσια
Βραδιάζει
Οι εκδρομείς επιστρέφουν
Με λουλούδια
Με λιοκαμένα πρόσωπα
Χαρούμενοι
(Θλίβεσαι που έχασες μια Κυριακή)
Άγγλοι αντιπαθητικοί
Ένα ζευγάρι όμορφες γάμπες
Μέσα σ’ ένα βιαστικό λεωφορείο
Άλλος και φεύγουμε!
Λάμπες ασετυλίνης
Οι δρόμοι αδειάζουν
Κορμιά κολλημένα στους τοίχους
Λαχανιασμένοι ψίθυροι
(Νιώθουμε ξένοι
Νιώθουμε μόνοι πολύ μόνοι)
Ποιος θα μας σώσει
Ποιος θα μας ξεκουράσει
Κατά πού να γυρίσουμε
(Είμαστε νικημένοι
Και τόσες Κυριακές μπροστά μας)

.

Μαρία Κυρτζάκη

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Τόσοι νεκροί
Τόσες χειραψίες
Τόσα λόγια πνιγμένα
Στο χαρτί μια άτσαλη γραμμή
Ο δρόμος
Σχεδιασμένος δήθεν με φροντίδα
Τα μάτια σου που απόφυγαν την πλάνη
Που ήθελαν να αποφύγουν την πλάνη
Τα μάτια σου που βούλιαξαν
Κι έμεινες τώρα σαν τη γάτα
Στη μέση της ασφάλτου

.

Μάρκος Μέσκος

ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ 

ΣΤΑ ΚΛΑΣΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ «η μνήμη είναι νικήτρια του θανάτου».
Της λησμοσύνης ορθότερα. Μεγάλη ή διαδρομή της καθώς διερευνά
τα συμβαίνοντα καταγράφοντάς τα. Επ’ άπειρον; Δεν είναι σίγουρο.
* * *
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ σέβεται την αξιοπρέπεια της ζωής
και του θανάτου.
* * *
ΠΑΝΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ είναι πιο δυνατή από τον
Ποιητή. Όσο ταλαντούχος κι αν είναι δεν μπορεί
να υποτάξει πλήρως την Ποίηση. Δεν μπορεί,
τελικά, να την υπερβεί. Κάτι περισσεύει.
Εκείνη, πολλαπλασιαζόμενη διαρκώς, κρατάει
για τούς μεταγενέστερους την αναμέτρηση.
Την ίδια αναμέτρηση με τούς προηγούμενους
«μαχητές» και με τα ίδια αποτελέσματα. Ωσάν
η Ποίηση να μην έχει απτό χρόνο. Γράφεται, θαρρείς,
για το πριν και για το μετά. ‘Άχρονη – και
όμως παρούσα.
* * *
Η ΑΝΑΦΟΡΑ στην «αίσθηση της ποιήσεως»
—αρχή κάθε αξιολογικής προσέγγισης—, είτε ως
έμπνευση αποκαλυπτικής εξομολόγησης είτε ως
τεκμήριο γνησιότητας του ποιήματος, είναι τρόπος
να εννοείς και να κρίνεις, εσύ πού γνωρίζεις
πόσον αφάνταστα δύσκολη είναι ή κυριολεξία
και το καθαρό απόβαρο της σε κάθε μεταμόρφωση
και σε κάθε ενδεχόμενο μετασχηματισμό.

.

Κωστής Μοσκώφ

[ΑΡΧΑΙΕΣ ΦΩΝΕΣ]

Αρχαίες φωνές πηγάζουν μέσα μου·
η Επανάσταση
κοιμάται
στα ανάπηρα σκέλη του χρόνου…
«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει»
Το ταξίδι τέλειωσε,
το ταξίδι ποτέ δεν έγινε·
όλα από καιρό έχουν σιγήσει…
Είμαι μία σχισμένη ταυτότητα
κομματική
— ο έρωτας ανύπαρκτος
Σιωπή ή ιστορία…

.

Χρήστος Ντάλιας

ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΓΙΝΕΙΣ

Φωτιά. Όχι για να ζεσταθείς
μα για να βλέπεις τη φλόγα.
Φωτιά, για να φωτίζει ο κήπος.
Στον αγρό, στην ερημιά, στο δάσος
όχι για να βρεθείς πιο πέρα
αλλά για να καταλάβεις
την πρώτη του χώρου δομή.
Φωτιά. Για να ξαναγίνεις ο εαυτός σου.

.

Ρωξάνη Παυλέα

ΕΛΚΟΝΤΑΣ

Κλαίω για τα χαμένα χαμόγελα.
Μια ζωή γεμάτη λύπη
μια ζωή χωρίς ήλιο και γαλήνη.
Τον πελαργό και αυτόν ζηλεύω
που μελετά απ’ την κορυφή της φωλιάς του
τους καπνούς των εργοστασίων,
τους εργάτες και τους αστούς
και δε συμπεραίνει τίποτα.
Θέλω πεύκα με σκίουρους
όχι ένα πολλούς
να καταλάβω
την ωριμότητα της ζωής.
Κι όταν είμαι μακριά από δω
όταν σαν καπνός θα φύγω
θα με θυμούνται οι μικροί
σκίουροι σαν τη Χιονάτη.
Μόνο στα παραμύθια ζούμε.

.

Σαράντος Παυλέας

Ο ΧΡΟΝΟΣ

Άνθιζε όλος ο πυρακτωμένος ήλιος, άνθιζε, όταν σ’ έβλεπα
τους χτύπους τους μουσικούς η καρδιά μου άνθιζε
κι εγώ ξεχνούσα πολεμιστές που έμεναν ακίνητοι στα μονοπάτια
με τα ρούχα τ’ άδεια ντυμένοι να τους τρώει ο χρόνος
και μια σαρκοβόρα βροχή.
Άνθιζε η καρδιά όταν σ’ έβλεπα, άνθιζα ολόκληρος κι εγώ.
Πάνε πια χρόνια και χρόνια που έχασα εκείνο τον καιρό.
Μα σ’ έχω γράψει πάνω στης καρδιάς μου το ρυθμό
και δε σε λησμονώ σαν το ελάφι που δεν ξεχνάει
την ταχύτητά μου τη γοργή.

.

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

ΕΣΥ

Τάχα τα χέρια σου λαβωμένα πουλιά,
της ημέρας καθώς κρατούσες την τροφή,
ήταν η ένδειξη, που σούδινε πρόσωπο,
μέσα στους ποικίλους ρυθμούς των σπιτιών.
Από τότε που σ’ αντίκρισα στη γωνιά,
προσφιλές του πτωχού ένδυμα ταπεινό,
το γυμνό ευθύ δρόμο ακολουθεί,
όπου σε χάνω, αποζητώντας να σε βρω.
Ανασαίνοντας τη ζωή των ομοίων μου,
στο παρελθόν αντίπερα του γεφυριού,
αποφόρι του πλούτου σπάταλο,
τόνομά σου φυλάγω μυστικό.
Μέσα σ’ έναν θάνατο γυάλινο,
όπου ιδρώνουν της δυστυχίας τα όνειρα,
βλασταίνεις ρίζες μυστικές,
σαν σκοτωμένο ζώο και θεός.

.

Άνθος Πωγωνίτης

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Στη Σαϊγκόν κάνουν πυροτέχνημα τον εαυτό τους οι άνθρωποι.
Επιζητούν η τέφρα τους να καλύψει τον ήλιο.
Ανεπίτρεπτο είναι το φως.
Η δουλεία αλλάζει ενδύματα.
Ο Χάρτης του Ο.Η.Ε. ανεμίζει τη σημαία του
σε θυρεούς πτωμάτων.
Η αυτοδιάθεσις των λαών χαμόγελο σε παρένθεση.
Χωρίς περιεχόμενο ρήσις.
Ωκεανός ατέρμονος η πείνα
Χάος απύθμενο η αθλιότης.
Νιρβάνα ο Βούδας υπόσχεται. Ειρήνη ο Χριστός.
… Σαϊγκόν!… ζωή! Χαμόγελο αγγέλων.

.

Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου

Ο ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ

Ντυμένος την παράξενη στολή του,
μ’ αλλόκοτη μορφήν από μπογιά,
κάνει τον κόσμο να γελά μαζί του,
μα εκείνος δε γνωρίζει να γελά.
Μες στης χαράς αυτός το πανηγύρι,
μερόνυχτα πηδάει στη σκηνή,
ως που μια μέρα κάπου θ’ απογείρει,
φτωχός σε κάποια τρώγλη σκοτεινή.
Είναι ο παλιάτσος, σ’ όλη τη ζωή του
τη θλίψη των ανθρώπων που σκορπά,
ενώ τη θλίψη πρέπει τη δική του
να κρύβει πάντα κάτω απ’ τη μπογιά.

.

Γ. Ξ. Στογιαννίδης

ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ

Απ΄τον φεγγίτη
η νύχτα έπεφτε άδεια
ενώ περίμενε να ξημερώσει.
Μονάχα μέσα
-πολύ μέσα-
άκουγε την Άννα να τραγουδά
κι οι φονιάδες του ύπνου αραίωναν.
Θυμήθηκε τότε
εκείνη την άδεια «μετά δημοσίων θεαμάτων»
κι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του.
Έβγαλε μια φούχτα καρφιά…

.

Αλέξης Τραϊανός

ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ

Τα μάτια σου
Πώς σκοτεινιάσαν έτσι τα μάτια σου
Πώς να σε κοιμίσω μέσα μου τούτη τη νύχτα
Που με γυρνά σε μια πλατιά ανάσα
Κάτω απ’ ώρες πιο μαλακές
Κι από γαλάζιες προσδοκίες
Εκεί μες στις ακροβασίες τόσων χελιδονιών
Πώς νύχτα μου να σε κοιμίσω
Σε ποιο κρεβάτι σε ποια χωμάτινη κοίτη
Πού να σας κοιμίσω σκοτεινά μάτια της αγάπης
Σε ποιο κρεβάτι σε ποια χωμάτινη κοίτη
Τώρα που πλησιάζουν οι τυμβωρύχοι

.

Μάριος Μαρίνος Χαραλάμπους

ΟΔΟΣ ΑΝΘΕΩΝ 1987

Τώρα που ερήμωσαν οι δρόμοι
για ένα ακόμη ματς του μπάσκετ
στο ξαφνικό κρύο του Δεκέμβρη
οι κήποι της ψυχής μου χάθηκαν
μαζί με προσφιλή πρόσωπα
πάνω σε ξεχασμένους όρμους γλεντιού
παλιούς ψαρότοπους για άσφαλτο
σε μια παγωμένη οδό
που οδεύει στη νύχτα με κίτρινα φώτα
στη διεύθυνση του Χορταΐτη ανέμου
όλο ψυχρές βιτρίνες που μισοκοιμούνται
φαστ φουντ και λαμπρά αυτοκίνητα
Από τότε που εγκατέλειψες την ποίηση, Μαρία
το καφέ αυτό μοιάζει ωχρό πλοίο
που φεύγει φωτισμένο για άγονες πια γραμμές
για τη Λέσβο των ποιητών
κουβαλώντας χυδαίους μνηστήρες
στις συντεταγμένες μια άναρθρης νύχτας
απάνθισμα κακόφωνο που δεν ολοκληρώθηκε
σε διάλογο και γι’ αυτό μας χώρισε
κι εγώ χρόνια κατεστραμμένος από την έμπνευση
βηματοδοτώ στίχους δίπλα στο τζάμι
εμπιστεύομαι σηματοδότες του ουρανού
Δεν ξέρω γιατί τις κρύες νύχτες του χειμώνα
κοιτώ το παγωμένο φεγγάρι που ταξιδεύει
μετρώ τα χρόνια με τη λάμψη του Πολικού
καθώς απέτυχα να σε γιατρέψω
θύμα ψυχωτικό μιας μεγάλης ομορφιάς
Μαρία, άστρο στο στερέωμα…

.

Μάτση Χατζηλαζάρου

ΧΑΜΟΓΕΛΑ

Από το χαμόγελό σου πετάξανε
δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω.
Το χαμόγελό σου το κρατάς
όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα.
Μια ανεμώνη τινάχτηκε
μέσα στην αγκαλιά μου
πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα γελάει μια αχτίδα.
Η θάλασσα αναμοχλεύει τ’ άσπρα της χαλίκια
όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.
Δυο κόκκινες χάντρες κύλησαν
από μιας κοπέλας το λαιμό.
Οι λυγαριές αναστενάζουν μες στη ρεματιά
χορεύουμε, χορεύουμε, η μουσική μας είναι η σελήνη
όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.
Όταν μεθάει το κρασί
το πίνω μες στα χείλια σου
ο ήλιος σηκώνεται προτού ξυπνήσει το φιλί.
Η παλάμη σου ανοίγει όταν σκάει το σύκο
όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.
Από το χαμόγελό σου πετάξανε
δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω.
Το χαμόγελό σου το κρατάς
όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα.