ΤΡΙΑΝΤΑ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ

Στις 9 Σεπτεμβρίου, βραδιά πανσέληνη, στον  αύλειο χώρο της Casa Bianca  30 ποιητές της Θεσσαλονίκης διάβασαν ποιήματα τους σε μια εκδήλωσε που οργάνωσαν η Αντιδημαρχία Πολιτισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης και η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
Ξεκινώντας η εκδήλωση και τιμώντας τους ποιητές που έχουν φύγει διαβάστηκαν ενδεικτικά ποιήματα των :  Ζωής Καρέλη, Μανώλη Αναγνωστάκη, Γιώργου Βαφόπουλου, Γιώργου Θέμελη, Τάκη Βαρβιτσιώτη, Κλείτου Κύρου. Τα ποιήματα διάβασαν η ηθοποιός Ελένη Δημοπούλου και η ποιήτρια Βικτωρία Καπλάνη.

Ζωή Καρέλλη

Της σελήνης  (Ι)
[Από την ενότητα Της σελήνης]
I
Με ξύπνησαν τα δάχτυλα από το σεληνόφως.
Άυλο χάδι, ψυχρό.
Αισθανόμουν ρίγη.
Τούτη η απροσδιόριστη, αόριστη θωπεία
μετέδινε στην παρουσία μου
την αργυρόηχη δύναμή της,
ελαφρότατη σαν σκιά,
επίμονη, άγνωστη ομιλία.
Ω, η αδυσώπητη αφή, αίσθηση δεινή,
όπως ν’ αγγίξει μπορεί
ήχος μακρινός, εξαίσια λυπητερός.
Έτρεμα απ’ την πιο ακίνητην ηδονή
και το φως ήθελε να μ’ ανησυχεί
σιωπηλό, άλλου κόσμου φωνή ερωτική.
Τούτ’ η ανησυχία,
μέσ’ στην πλήρη νυχτερινήν ησυχία,
με περιτρέχει. Ήμουν ακίνητος σαν κοιμισμένος
κι όμως, μαζί φοβερά ξυπνητός,
όπως στα όνειρα.
Στην τέλεια σιγή μέσα,
έξαφνα, αισθάνθηκα τότε,
όλη την ψυχρήν ειρωνεία απ’ το φως αυτό,
εκείνην που έχουν τα σκιώδη, τα φευγαλέα,
εκείνα που γλιστράν απ’ τα χέρια μας,
τα ονειρώδη εκείνα, που η αφή μας αποζητά
και χάνονται,
αφήνοντας τα χέρια μας ανοιχτά,
πεινασμένα, πυρετώδη να περιμένουν.
Από τη συλλογή Το πλοίο (1955)
 

Μανόλης Αναγνωστάκης

Νέοι της Σιδώνος, 1970

Κανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ’ άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.
(Μας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)
 

Γιώργος. Θ. Βαφόπουλος,

Υστερόγραφο δεύτερο
[Από την ενότητα Υστερόγραφα (1985-1988)]
Ξέχασα κάτι να σας πω και για τις λέξεις.
Έτσι καθώς απερίσκεπτα παίζουμε μαζί τους,
είναι σάμπως ν’ ανακατεύουμε μια τράπουλα.
Η Ποίηση δεν οικοδομείται μοναχά με λέξεις.
Ούτε κ’ οι πύργοι στήνονται με τραπουλόχαρτα.
Αντί λοιπόν να ψήνουμε ομελέτες με τις λέξεις,
θάταν σοφότερο να τις ταξιθετούσαμε
σα φαντάρους κατ’ αυστηρή αλφαβητική σειρά.
Επί τέλους, κάποτε και τα λεξικά χρειάζονται,
τιμητές λεκτικών τεράτων που ατακτούνε.
Φυσικά, θα μας πούνε και «ξεπερασμένους»,
αν κάτι λέγαμε και για συντακτικό ή γραμματική,
γι’ αυτά τα σκωληκόβρωτα έντυπα του παρελθόντος.
Ας μένουν ξεχασμένα στη μαθητική μας σάκα,
άχρηστες βακτηρίες του παραπαίοντος Λόγου.
Αύγουστος 1987
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Άπαντα τα ποιητικά (1990)
 

Γιώργος Θέμελης

Ερημία
Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Απ’ όπου περάσεις νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνει από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιεις νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.
Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.
Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.
Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.
Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
 

Τάκης Βαρβιτσιώτης,

Δέκα ποιήματα τη οργής και του χρέους
Στον Γιάννη Ρίτσο
10
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη
Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού
Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα
Στους ναυαγισμένους
Ανακαλύπτοντας περίσσια θαύματα
Που δεν χάνονται
Ακόμα κι όταν κλείσουμε τά μάτια
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν
Αίμα και φως
Παίζοντας μια σάλπιγγα
Που συναδέλφωνε όλους τούς ανθρώπους
Που έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι
Και να γίνουν κίτρινη σκόνη
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ολομόναχοι σ’ ένα κελλί
Κρυμμένοι άλλοτε σ’ ένα σεντούκι
Κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι
Σε μια λουρίδα ήλιου
Που θα μπορούσε να τη σβήσει
Ακόμα και το χέρι
Ενός αδιάφορου επισκέπτη
Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο
Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή
Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια
Μαζεύοντας μ’ ένα φτυάρι τα χιόνια
Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση
Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό
 

Κλείτος Κύρου

Παραινέσεις
Τώρα πια δεν ενδείκνυται
Η προσφυγή στις παλιές φωτογραφίες
Η ζωή έχει τόσες μεταπτώσεις
Μην εισχωρείτε στην εποχή των ερώτων
Στα βίαια καλοκαίρια μην υποκύπτετε
Στη σαγήνη των παλαιών φωνών
Η κυτταρίνη διατηρεί χαμόγελα και στάσεις
Στο λυκαυγές του βίου μορφές ασάλευτες
Που σας κοιτούν νοσταλγικά στιγμές
Αυτάρκειας που έχουν πια λησμονηθεί
Πρόσωπα που φτερούγισαν από κοντά σας
Η κυτταρίνη αποκαλύπτει την απάτη
Του χρόνου μεγεθύνοντας τον άλλο χρόνο
Που παραμένει ακέραιος χωρίς τα ελάχιστα
Σημεία χαλασμού γι’ αυτό μην ξεσκαλίζετε
Παλιές φωτογραφίες μην αποτολμάτε
Καμία σύγκριση που θ’ αποβεί σε βάρος σας
Μη διαβάζετε αφιερώσεις αιωνίας φιλίας ή αγάπης
Μην βλέπετε γνωστούς σας καλοβαλμένους κι αρυτίδωτους
Λες και θα ξεκινήσουνε για το μεγάλο γλέντι
Αποφεύγετε κάθε σας περιπλάνηση σε φωτογραφίες παλιές
Μην ταράζετε τη μακάρια γαλήνη τους
Είναι σοφές και ξέρουν να εκδικούνται
Από τη συλλογή Κλειδάριθμοι (1963)
 
Στην συνέχεια οι ποιητές διάβασαν τα ποιήματα τους.
 

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

Απόφαση βραδιάς με πανσέληνο
Πανσέληνος.
Κι εγώ κρατημένος από μια λεπτή κλωστή.
Πανσέληνος.
Κι εγώ που διέκρινα εκείνη
τη λεπτή τομή
στραμμένος να τη διερευνήσω
μ’ όλο το φως που συμπυκνώθηκε στα μάτια μου.
Δεν σε αιφνιδίασα.
Δεν έβλεπες. Γι’ αυτό δεν είδες τα σημάδια.
Πολλά, μέρα τη μέρα πλήθαιναν.
Είναι ένα ρίσκο.
Χέρσα χωράφια
εκτάσεις σφερδούκλια
γυαλί και ατσάλι φυτρώνει στον κάμπο κάτοπτρο ρουφά τον ήλιο.
Ο κάμπος με ζεύει υποζύγιο
τα ζώα ρουφούν την ορμή μου.
Σε τυλίγω με τα μεγάλα μου χέρια
Κουρνιάζεις και ηρεμείς.
Σε φιλώ απαλά
σε κοιτώ βαθιά
απομνημονεύω την εικόνα σου.
Το μικρό γούρι στο σάκο μου,
ένα βιβλίο κι άλλο ένα,
μια κούπα με τον Τενεσσί Ουίλιαμς.
Το διαμέρισμα αδειάζει,
ο καναπές με το ριχτάρι που ξέρεις
μετακόμισε ήδη.
Ξέρω ότι θα μου λείψει η μυρωδιά και το γέλιο σου
θα μου λείψουν οι πολύχρωμες μπαλαρίνες σου,
τα παράπονα κι οι θυμοί σου.
Σε μέμφομαι για την πικράδα στο στόμα μου
για τη χορταριασμένη αγκαλιά μου.
Ο κάμπος ξέρει πως είμαι άδειος
εγώ πονάω για τα ουδέτερα μέλη μου
βαλτώνω στη λάσπη.
(απόσπασμα, αδημοσίευτο)
 

ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

Αλφα Κενταύρου
Η νύχτα είναι όμορφη, έναστρη
μέσ ΄τη σιγαλιά άραγε μ’ακούς ;
Ο Αλφα Κενταύρου πολιορκεί τη Κασσιόπη
οι αστερισμοί παίζουν τον έρωτα
στα μάτια των θνητών
η γη περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της
και η Νιόβη καθρεφτίζεται στα νερά
του ποταμού Αχελώου..
Ο Μάριος ανακαλύπτει τις καμπύλες της
στη θέα της σελήνης,
τα πυρίμαχα σκεύη αποδεικνύουν καθημερινά
τη χρησιμότητα τους στη μαγειρική της νοικοκυράς,
ενώ τα παραμύθια
συνεχίζουν να επιμένουν στο τέλος
πως εμείς ζούμε καλύτερα από τους άλλους.
Από την ποιητική συλλογή Δελτίο καιρού
 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΟ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ
Η μάνα μου ήτανε πορτοκάλι
Και ο πατέρας μου αποχυμωτής.
Εγώ υπήρξα ανέκαθεν το κουκούτσι
Που σφήνωσε μες στα δόντια τους.
Τους άρεσε.
Κάλυπτα τα κενά τους.
Με ανέχονταν
Μολονότι τους ενοχλούσα κάποιες φορές.
Μ’ έγλυφαν τρυφερά με τη γλώσσα τους.
Με βούρτσιζαν καθημερινά
Με απαλές κινήσεις
Και λέξεις.
Ώσπου μια μέρα
Τα δόντια τους χάλασαν.
Όχι. Δεν τα κατέστρεψα εγώ.
Τουλάχιστον έτσι πιστεύω.
Πάντως κάποια στιγμή
Έπεσα κάτω στο χώμα.
Δύσκολη πτώση.
Τότε για πρώτη φορά μου κατάλαβα
Πως πρέπει να γίνω δέντρο
Και να καρπίσω.
 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

Βορά των ημερών
Βορά των ημερών η δόξα των ημερών κούφη
ενδεής
αφού ο αυλός σιγά κι η δάφνη μαραίνεται
ώστε
τα εφήμερα ν’ ανακικλήσκονται να τρέχουν στους
δρόμους ονόματα
που αύριο κανείς δε θα ξέρει.
Και ποιος ξέρει η ορμή των πραγμάτων αν μείνει
αν μείνει το ένδυμα του αυτοκράτορα στην εικόνα
κι ο θάνατος βροτολοιγός;
Γελούσε τότε πριν ονοματιστεί η ιερά οδός,
γελούσε
που πήγαινε στη Θέρμη την Πέλλα τον Όλυμπο.
Γελούσε δίχως να μιλάει ν’ ακκίζεται
άσπρη σαν της μητέρας της το γάλα, καθώς
ο Ορφέας ιερός ιερά
παίγματα έβρεμε κάτω απ’ τη μεσαία βαλανιδιά
και γήτευε τον λυσσασμένο σκύλο τις όχεντρες
και τις δενδρογαλιές του Άδη.
Γελούσε κι όταν έγινε σκιά, ακόμη
στη σκιά του άντρα της• ακόμη
γελούσε με ξένα σαγόνια.
 

ΣΤΕΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

Έξοδος
Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η κόλαση
χαλύβδινοι άνθρωποι, αδιάφορα βλέμματα
ζέστη πνιγηρή όχι απαραίτητα φωτιά
στεγνά μάτια χέρια υγρά
ακινησία
εκπομπές ρύπων χτύπων
ανούσιων συζητήσεων
Οι βασανιστές των ανθρώπων
δεν θα ‘ναι άνθρωποι
παρά χαλασμένοι ανεμιστήρες
και βρώμικες παραλίες
θα ‘ναι ο απέναντι ξεφλουδισμένος
αμετακίνητος γκρίζος τοίχος
η άπνοια του απομεσήμερου
στην καυτή άσφαλτο
Ναι κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η κόλαση
συνωστισμένες ψυχές σε αστικά λεωφορεία
με κλειστά παράθυρα και αναθυμιάσεις νίτρου
με αλλοιωμένους τους ιδρωτοποιούς αδένες
χωρίς οδηγό χωρίς προορισμό
σ’ ένα ατέλειωτο πέρα δώθε των πόλεων
Από τα χρώματα και τα όνειρα
θα λείπει το πράσινο το κυανό η πορφύρα
κι όλα τα μενεξεδιά του σούρουπου
μόνο μουντά γκρίζα και χλωμά μπεζ
στις όψεις των σπιτιών και των ανθρώπων
ίσως κάποιες χαραμάδες φωτός
μακρινές σαν νοσταλγίες
ίσα ίσα να θεριεύει
το άλγος της απώλειας
Κάπως έτσι -σκεφτότανε- θα ήταν η κόλαση
αναγκαστική επιβίωση κατά μόνας
με παιδιά που θα γεννιούνται γερασμένα
εις το διηνεκές ομοιότροπη ασθένεια
απαράλλαχτα ίδιες οι νύχτες ανονείρευτες
και οι μέρες αφόρητα εργοστάσια κανόνων
κατεδαφίσεις σκέψεων με αντιπαροχή
και ποσοστό διαπραγματεύσιμο
Δεν τον ένοιαζε στ’ αλήθεια η κόλαση
μόνο πίνακες έφτιαχνε μ’ άραχνες σκέψεις
και τους κοίταζε χαμογελώντας επίμονα
καθισμένος στην άκρη του κήπου
όσο ακόμα του επέτρεπε
ο γαιοσκώληκας
που χαμογελούσε περιπαικτικά
δαγκώνοντας ελαφρά το παπούτσι του.
 

ΝΙΚΗ ΓΩΓΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΥΤΟΠΙΑ
Βουλιάζω στους ξεχασμένους βάλτους
που μια νύχτα
μου αφηγήθηκε ο παππούς παραμύθια
με σκιές φαντάσματα γενναίων
Νύχτες και νύχτες λέει περιφέρονταν
σε βαλτονέρια και ραγάζια με νερόφιδα
παλεύοντας με λήθη αόρατη
Τα ψάρια παράξενα μεγάλα
μύριζαν το βούρκο
που έβοσκαν ανάμεσα στις καλαμιές
γλυκό φαΐ σε στάση οκλαδόν
Κατρακυλώ στον κάμπο
που μια μέρα με ταξίδεψε η μνήμη
Υγρές οι νύχτες
ακουμπούσαν σε κορμιά βρεγμένα
Πόθοι ανεκπλήρωτοι
κρυφοί καημοί
όνειρα κρεμασμένα στους γερμένους φράχτες
Χέρια ροζιασμένα
κρατούσαν χώματα αφυδατωμένα
Ήταν μέρες που τα ύγραιναν με δάκρυ
που ξέφευγε κρυφά στις άκρες των ματιών
στάλαγμα πίκρας δυστοπίας
Λαμπύριζαν αμέτρητα τ’ αστέρια
Ανάσκελα με σκέπασμα τον ουρανό
μάταια τα μετρούσαμε
Ο ύπνος δεν άφηνε ποτέ το μέτρημα να τελειώσει
ή γιατί
έτσι κι αλλιώς δεν είχε τελειωμό το μέτρημα
Και τα φεγγάρια κάποτε πασιφαή
στάλαζαν
ήχους αλλόκοτης σιωπής
Ήταν και νύχτες σκοτεινές τρομαχτικές
που παραμόνευαν αόρατα αερικά
τέρατα ζωόμορφα
που στέκονταν στην άκρη απειλητικά
αλλά πάντα σιωπηλά
Τα βάτα στα ρουμάνια
οι ακακίες στις αυλές
οι λεύκες στα τρεχούμενα νερά
όλα τσαλαβουτούν σ’ ερειπωμένους χρόνους
Σκάβαμε τη γη με μαυρισμένα νύχια
φτιάχναμε εφήμερα ποτάμια
ταξιδεύαμε με χάρτινες βαρκούλες
όχι μακριά
στο διπλανό χωριό
Αλήθεια δεν ξέραμε αλλού να πάμε
Αυτός ήταν ο τόπος μου
Δεν ήταν ουτοπία
Αν και ηχούσε ως ευτοπία
 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν
Ι.
Πόσα αστέρια Michelin στο άβατο του ναού!
Πόσα delicatessen υλικά για τους gourmet των θυσιαστηρίων!
Και στο προαύλιο οι μικροπωλητές (χάντρες και καθρεφτάκια και μάσκες
των ιθαγενών και χέρια βουτηγμένα στους προγόνους).
Όμως τα έθνη·
τι νυσταγμένη αφήγηση τα έθνη!
Αστεία σημειωτική και θλίψη αποδόμησης
θηλαστικών που κρύβουν τις θηλές τους.
Το εξηνταοχτώ (του εικοστού αιώνα)
–ούτε θυμάσαι πια πώς έτριζε η Ευρώπη,
αιμορραγώντας πάνω στα οδοφράγματα·
το εξηνταοχτώ, λοιπόν, οι δρόμοι ανήκαν σε όσους ξήλωναν τις πέτρες·
καταστασιακοί και λυσσασμένοι, και γύρω δρόσιζαν οι αμμουδιές
στα κρασπεδόρειθρα.
Όμως τα έθνη·
τι νόημα έχει να ξυπνούν νεκρά τα έθνη,
σάβανο ξετυλίγοντας ξοπίσω τους τα επιμνημόσυνα των νεο-ανθρωπιστών;
Βέβαια, η κόλαση είναι κόλαση των άλλων:
η πιο παλιά εγκατάσταση αγνοημένης τέχνης,
αγκιστρωμένης στα πλευρά του εξπρεσιονισμού.
― Ποια τέχνη και ποια κόλαση;
Όποιος αρνήθηκε ν’ απαθανατιστεί
με φόντο τους χορηγικούς λογότυπους του χάους,
φρονώντας πως η τεχνική ακυρώνει την ιδέα,
ή όποιος όρισε τη σκίαση ως ανάπτυγμα φωτός
στην ταξική σπουδή τής ακηδίας·
― Ποιο χάος και ποιο ανάπτυγμα;
Μια εκ του σύνεγγυς ζωή σπαταλημένη
σε συνεδρίες με νεόκοπους ομοιοπαθητικούς
που ρίχνουν καταπάνω σου τα ωροσκόπιά τους.
Μια εκ του σύνεγγυς ζωή –χώρια η ανάγκη,
τα μικροκέρδη και η ευσύνοπτη αναλογιστική.
Τα έθνη όμως·
Τι ανυπόληπτο επιχείρημα τα έθνη!
Αίσθημα και αναφιλητά σ’ αίθουσες β΄ προβολής στις συνοικίες.
Γι’ αυτό σου λέω:
Με τέτοια βάση ασπόνδυλη, άντε να στηριχτεί το εποικοδόμημα.
(Από τη συλλογή Δύσκολο)
 

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΖΒΕΣ

ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ.
Αυγουστιάτικη νύχτα.
Στο βάθος ενός σκοτεινού παράθυρου λάμπουν τα πλήκτρα μιας μουσικής.
Ευλύγιστα δάχτυλα στη μουσική επιφάνεια ενός πιάνου.
Τα αργυρά νομίσματα των ήχων περιστρέφονται μέσα στο φως.
Ομόκεντροι κύκλοι από την πτώση ενός βότσαλου σε ακύμαντη λίμνη.
Με σκαλωμένη στα χείλη μου την ανάσα σου μοιραζόμαστε την στιγμή.
Τα εκστατικά μάτια των αστεριών μας κοιτάζουν βαθιά.
Κάτι θέλω να πω αλλά δεν ξέρω τα λόγια.
 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Αναθρώσκει ο άνθρωπος
Αδελφός, σύντροφος, φίλος,
κατακερματισμένες λέξεις,
έννοιες απωλεσθείσες,
ενταφιασμένες.
Ναυαγοί καταμεσής στο πέλαγο.
Παγωμένες καρδιές,
ερειπωμένες,
απάτριδες.
Φυσά ο αγέρας
και τρίζουν τ΄ αδειανά θυρόφυλλα.
Θρηνεί η Άνοιξη
πεσμένοι μπρούμυτα στο χώμα,
υποταγμένοι.
Ο καιρός μας γυρίζει την πλάτη.
Μαύρες κορδέλες μας τυλίγουν.
Απλώνεις τα χέρια
μ’ όλα τα δάκτυλα κομμένα.
Nα στυλώσεις το βλέμμα,
να ορθώσεις το στήθος,
αταλάντευτος,
αγέρωχος να πορευτείς
μέσα στις κατακόμβες.
Όχι ερπετό,
όχι σερνάμενος,
όχι μέσα στην φυλακή του φόβου.
Τιμή στον άνθρωπο
αναθρώσκει ο άνθρωπος,
ατενίζει λίγο πιο πάνω
από το μπόι του,
άνθος λυγερό,
ψηλόλιγνο,
που στρέφει το κορμί του
προς τον ήλιο.

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

Πρωινό
Ένα παιδί στη σιωπή του τοπίου
στο ανάδεμα της μέρας θεριεύουν οι σκιές
τις ακολουθεί με εμπιστοσύνη
σαν να μην υπήρξε ποτέ εκεί
τέφρα, καπνός ή δάκρυ
οι φτερούγες του αρχάγγελου αχνοφέγγουν
πίσω από αόρατους αγκαθωτούς φράχτες
το πάτωμα γίνεται σχεδία
ο τοίχος πανί
τα μυστικά του κόσμου θάλασσα
όλα ένα παιχνίδι χαράς
κι ας χάνεται από το βλέμμα ο ορίζοντας
μια αγκαλιά φως η μητέρα στα λευκά
την έσχατη στιγμή επανέρχεται
ο άγνωστος κόσμος
πέρασες κάποτε κι εσύ από κει
κι ας μη θυμάσαι
ζητάει αίμα και φως
ένα σύμπαν έτοιμο να εκραγεί
κι ας σε συντρίψει
ο χρόνος ασυγκράτητος
εκεί που μεσουρανεί
αίφνης από κει δραπετεύει
μην προσπερνάς
της απρόσμενης χαράς τα τιτιβίσματα
του πόθου τα ανεπάντεχα συναπαντήματα
την τρικυμία της ανάγκης
συνέχισε ν’ αφουγκράζεσαι και να γυρεύεις
ωραία κοιμωμένη ένα παιδί ζητά
να λευτερώσεις τα θαύματα
της καινούριας μέρας.
Από τη συλλογή Η Άγνωστη φίλη (Υπό έκδοση)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

Στη θηλιά του συρματοπλέγματος
VIII
Το αύριο σου
τυλιγμένο σ ένα σύννεφο θολό
με καινούργιες πληγές
να σου χαρακώνουν τα στήθια
και τις παλιές να στάζουν θλίψη
ταξιδεύει με μαύρα πανιά
και κουρασμένους κωπηλάτες
σε θάλασσες αφιλόξενες
με κύματα φίδια που χτυπάνε
να σε βουλιάξουν στο βυθό
μιας άλλης ανοίκειας ηθικής
τα λάβαρα της ιστορίας σου
διπλωμένα στο παλιό σεντούκι
θα ανασάνουν τις προσταγές
καινούργιων αφεντάδων
ορατών και αοράτων
κι εσύ θα αρμενίζεις
στη προσδοκία της Ανάστασης
ποια αλήθεια
ποιος ήλιος και ποιο φεγγάρι
ποια λόγια και ποιοι στίχοι
θα φωτίσουν ξανά αυτό το τόπο
που ματώνει κάτω από τη θηλιά
ενός ατέλειωτου συρματοπλέγματος;
Από τη συλλογή Λεμονανθοί στο πέλαγο
 

ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΤΟΥ

Σπασμένα φρένα
Στο λιμάνι τα φώτα ανάποδα
με τα παλιά φανάρια κάτω
να φωτίζουν τα νερά
Αόρατα είναι τα σκουπίδια
μία ευωδία εκπέμπει τό κύμα
κι οι ήχοι της νύχτας απαλύνουν
απ’ το φίλτρο του αέρα
Το φεγγάρι μεθυσμένο φορτηγό
με σπασμένα φρένα
μαζεύει τα κομμάτια του
μέσα στη θάλασσα
οι πολυκατοικίες της παραλίας
όλες τα πάνω κάτω
κι η πολύβουη πολιτεία
απόκριση καμία
Τα κλειδιά της πόλης
γυαλίζουν στο βυθό
Κάτω από υποθαλάσσιες διαβάσεις
κυκλοφορούν φαντάσματα
θρηνώντας απώλειες
Τα όνειρά μας σακιά με άνθρακα
αφορμίζουν την πλάτη μας
από το μεγάλο βάρος
Αχθοφόροι της νύχτας
πνιγμένοι στο κρασί
Από τη συλλογή ΑΒΛΑΒΗΣ ΔΙΕΛΕΥΣΗ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

Oι τρεις σκιές
Είναι ένα γλυκό φως που εισχωρεί
Απ’ τα παράθυρα του φθινοπώρου
Και φωτίζει τις σκιές
Καθώς αναδύονται κάθε απόγευμα
Στον ασβέστη του τοίχου.
Η μια κρατάει ένα φανάρι και το κραδαίνει
Σα να με γνέφει από μακριά
Η άλλη σκύβει σε μια ραπτομηχανή
Και γαζώνει ένα τεράστιο πέπλο
Η τρίτη παίρνει άλλοτε το σχήμα του λύκου
Κι άλλοτε του κύκνου
Μοιάζουν με αίνιγμα οι τρεις αυτές σκιές
Που επισκέπτονται κάθε σούρουπο τον τοίχο μου
Χωρίς να θέλουν κάτι συγκεκριμένο να μου πουν.
Ίσως να είναι τρεις αρχαίες μάντισσες
Ή κάποια άγνωστη ασθένεια των ματιών
Ίσως μια παρενέργεια της ποίησης που επιμένει
Να μου θυμίζει το ασπρόμαυρο του κόσμου
 

ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ

Ανταλλακτήριο ηδονών
Silentium amoris
I.
Μην με ταράζετε, του έγραφε, για να επιβεβαιώσετε την κυριαρχία σας πάνω μου.
Είμαι ένα μετόχι που το πάτησαν οι αυθεντίες του πατέρα, του αδερφού, του εργοδότη, του κυβερνήτη. Σας παρέδωσα το πιο ατόφιο κομμάτι μου, το λίγο το δικό μου κι εσείς ζωστήκατε τα πυρομαχικά και το κάνατε πεδίο μάχης. Πηγαίνετε τώρα με τη δίδυμη καραμπίνα σας για άλλα θηράματα, το αίμα είναι πάντα το ίδιο αλλά ποτέ αρκετό. Εγώ θα ζωστώ τη σιωπή των νεκρών’ έτσι λένε αυτοί που δεν ξέρουν. Όποιος έχει πεθάνει μια φορά, ξέρει ότι στα μνήματα μιλούν την άρρητη γλώσσα της αλήθειας.
X.
Μή μοῦ ἐξηγεῖτε τό ϕεγγάρι, τοῦ ἔγραϕε. Ἀϕῆστε με
νά τό βλέπω σά μιά ὀπή ϕωτός πού ὀξειδώνει τό μαῦ –
ρο. Μόνο νά μοῦ χαρίζετε τίς ἄλλες σας τίς λέξεις, νά
τίς κοιμᾶμαι στά ἐϕεδρικά κρεβάτια πού δέν κατάϕε –
ραν ποτέ νά μέ κρατήσουν. Νά μοῦ ψιθυρίζετε τίς ρί-
μες σας, σά νά ϕυσᾶτε στόν κοχλία τοῦ αὐτιοῦ. Καί νά
μοῦ δίνετε σπάταλα τή ζωή, τόσο ὡραῖα ἀϕηγημένη·
αὐτά εἶναι ἡ δική μου πανσέληνος πού διαβρώνει τά
ἐρέβη τῆς μοναξιᾶς.
Ανταλλακτήριο ηδονών, Σαιξπηρικόν 2014.
 

ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

Λιμάνια

Λιμάνι Ι
Όπως η θάλασσα
στριμωγμένη σ’ ένα γαλάζιο πέταλο
λιμάνι ενυδρείο
μοιάζει αιώνια να κοιμάται
με βλέφαρα κλειστά
από το βάρος της υγρασίας
ένας αέρας πάντα ανήσυχος
κουδουνίζει παράδοξα στ’ αυτιά
Ο μόνος έμπιστος φίλος
Ο μόνος έγκυρος σύμβουλος αισιοδοξίας
Ο αλμυρός αέρας
Όταν θυμώνει
σου μαδάει το μυαλό
σου μαδάει το κεφάλι
με μια βαθιά εκπνοή
σου ξεριζώνει τα μαλλιά
κι έπειτα μετανιώνει
για το κακό που σου έκανε
και σε βοηθάει ξανά
Να, κοίτα τι σου μάζεψα κοριτσάκι
Ένα μπουκέτο πολύχρωμα φτερά
Πάρε κι ένα φτερό περιστεριού
κι ένα φτερό κορακιού
κι ένα φτερό παγονιού
κι ένα φτερό καναρινιού
κι ένα φτερό κύκνου
και μιας αγριόπαπιας
κι ενός γλάρου
κι ένα φτερό αγγέλου
για τις δύσκολες αποδράσεις
Λιμάνι ΙΙ
Αγαπητοί συμπολίτες
Όλοι μπορείτε να εμφιαλώσετε
ένα όνειρο μέσα σ’ ένα ποίημα
να το πετάξετε στο λιμάνι της αρεσκείας σας
κάνοντας μια υπόγεια προσευχή
Κι όταν αυτό με το πρώτο κύμα ξεχυθεί
σε άγρια πέλαγα και θάλασσες δαιμονικές
Η μόνη λέμβος διάσωσης στη σχεδία της τύχης
θα είναι η διάφανη ελαφρότητα του γυαλιού
κι ένα κενό αέρος ασπίδα στην ευθραυστότητα
Κάποτε θα προσθαλασσωθεί σ’ ένα λιμάνι παράξενο
που θα κοιτά τον κόσμο ανάποδα
Τότε ένα περίεργο παιδάκι με χέρι εξωτικό
θα πιάσει το μπουκάλι
θα βγάλει το φελλό κι
Ω, τι έκπληξη
το ποίημα
θα έχει σώσει το όνειρο
από βέβαιο
πνιγμό
ΔΕΚΑΤΑ τχ. 37, Λιμάνια, άνοιξη 2014
 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΣΟΥΛΑ
Εκάτη

σου πλέκω τα μαλλιά Εκάτη.
δε σε σέβομαι
πιότερο από τη νύχτα
με τις κόκκινες ανταύγειες της
από αίμα ερώτων
σου προσευχήθηκα Εκάτη.
με τη μαύρη λύπη
να κείτεται
στον πάτο της ψυχής πνιγμένη
από αίμα ερώτων
κι όμως ήξερα Εκάτη
πως η μαγεία σου δε φτάνει
να τιθασέψει
την ατίθαση ψυχή του
θρεμμένη αμαρτωλά
από αίμα ερώτων
Από τη συλλογή «Βαθύ κανάλι-Αδήλωτη Άνοιξη»
 

ΑΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΚΟΗ

Μεσίστια σημαία
Τώρα οι μητέρες παρηγοριά ζητούν
στης πόλης τα μικρά καφέ,
ντύνονται σαν κορίτσια
γελούνε σαν παιδιά
και φλυαρούν ανέμελα
με ξεθαμμένες γνωριμίες,
πλέον δε σέρνονται στου χωρισμού τις αποβάθρες
μαυροντυμένες με στόμα δηλητήριο,
άλλαξε ο χρόνος το τοπίο μα
όταν στο σπίτι επιστρέφουν
αφήνουν πάνω στο τραπέζι
τη μαύρη τους καρδιά
με καρφωμένη πάνω της
της απουσίας τη μεσίστια σημαία
 

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ
(Αφιερωμένο στους μετανάστες και στα παιδιά τους που συχνά πνίγονται
στα θαλάσσια ύδατα της χώρας μας ενώ ψάχνουν για μία πατρίδα)
Ήταν αξιολάτρευτα τα κοριτσάκια
Φορούσαν λευκά και τα πρόσωπά τους πελιδνά’
Βούλιαζαν όλο βούλιαζαν
ζευγάρια άδεια παπούτσια στην επιφάνεια
με τα κορδόνια να επιμένουν σε χαμόγελο
θα σε χάιδευα, είπε το ένα
όπως τότε στο στρατόπεδο
θα σε χαστούκιζα είπε το άλλο
όπως τότε στους βομβαρδισμούς
θα σε αγκάλιαζα είπε το τρίτο
όπως τότε στα αέρια.
Δείξτε μου τις παλάμες σας
διέταξε ένας κορδωμένος άντρας με στολή
που επέπλεε στην θάλασσα..
Τα κοριτσάκια φουρφούρισαν χαρούμενα
ανασηκώνοντας με νάζι τον ποδόγυρο.
Κοιτάξτε κύριε φώναξαν,
Πόσο όμορφα κολυμπάμε χωρίς χέρια.
 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ

ΠΑΝΣΕΛΗΝΗ ΜΝΗΜΗ
Πανσέληνη μνήμη με το κοφτερό μαχαίρι
Χάραξε πάνω στις πέτρες
Τ’ όνομά μας
Τ’ όνομα της θάλασσας
Και της αυγής
Πάνω στον κορμό των δέντρων
Χάραξε τον ήλιο
Κι ένα πουλί
Να κελαηδεί τη μέρα
Να διώχνει το φόβο
Και κείνη την καταραμένη
Σκόνη που σκεπάζει τα μάτια μας
Θέλοντας να μας στείλει
Μια ώρα αρχύτερα
Στο μαύρο της απόγνωσης
Πανσέληνη μνήμη
Χάραξε πάνω
Στα ροδοπέταλα των κήπων
Με το πιο τρυφερό σου βλέμμα
Τη λέξη αγάπη
Κι ας φυσήξει ο άνεμος
Να φτάσει ο λόγος σου
Στην πιο ψηλή κορυφή της ανθρωπότητας .
 

ΕΥΤΥΧΙΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

ΕΠΙΣΚΕΨΗ I

Αρπαγμένος καθώς ήταν ο καιρός
από το φως μιας κάμαρης κλειστής
σκέπασε με το σώμα του
κήπους και λόγια και φεγγίτες
κι όπως σκοτάδι παλαιό
φύσηξε ρίγος στις κλειδώσεις μου
είσαι η διήγηση ενός κλάματος
μου είπανε
γυαλί και κρότος μακρινός
μουσείου αίθουσα που εκτίθενται
απίστων προσευχές.
Μισή ζωή θα κατοικείς
σ’ ένα κομμάτι πάγου που επιπλέει
κι άλλη μισή
θ’ανοιγοκλείνεις παρενθέσεις
– παράγουν ήχο ανώτερο κι απ’του ακορντεόν —
«Πόσο λυπάμαι
τα χρόνια που πήγαν χαμένα
πριν να γνωρίσω εσένα..»
Και τέρμα πια η χρυσόσκονη
πάνω στις γρατζουνιές
άς ’ τη ν’ ανθίσει σαν μανόλια την πληγή
να φοβηθούν οι άγγελοι
και τα μεγάλα έντομα
πίσω απ τις τζαμαρίες.
Μα, προπαντός, μην ξεγελιέσαι.
Δε ζωντανεύουν οι αστερίες
γονατισμένη επί ώρες στα σανίδια
θάλασσες να φυτεύεις με φύκια και βυθούς.
Χρειάζεσαι, να μη σου πω, ακόμα και πνιγμένους.
«Και η βάρκα γύρισε μόνη
δίχως μέσα τον ψαρά…»
Το γέλιο σου λοιπόν
είναι όλο κι όλο το ταξίδι
τα σκοτεινά του υπόγεια με τα υγρά χωράφια
— μικρά κορίτσια κουρεμένα
παίζουν εκεί κυνηγητό
και των ασθενοφόρων τις σειρήνες
προσποιούνται —
το γέλιο σου
μόνον αυτό
που ανάβει τα πολύχρωμα βιτρό
στα βλέφαρα των αποκοιμισμένων.
Από τη συλλογή Το Επιδόρπιο
 

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ

Η ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

Όλα τα πολλά και μεγάλα.
Θροΐζει Η χλόη, τ’ αστέρια της γης διαμάντια σπασμένα και πάχνη
πρόσεχε τα βήματά σου με θάμπος κομπιάζουν και λοξοδρομούν
συχνά• ποιά, καλή μου, Η επόμενη σκέψη, θριαμβικές αψίδες
μονοπάτια και θάμνοι ανώνυμοι, μην τάχα σαλέψουν οι αρμονίες
Η γαλήνη, Η ευδία στους ουρανούς, η μοίρα η γαλανή πού τυφλά θροΐζει.
Μα νύχτωσε. Σβήνουν τα κάλλη της ημέρας τα ψεύδη τέλος.
Ο ίσκιος με τον ίσκιο αναμετράται (αρουραίος μικρός
στην αντίπερα όχθη λακίζει) σωσίες του σκοταδιού τα μαύρα
ερέβη την επιστροφή νοσταλγούν τις πρώτες περπατησιές
εκεί που γεννήθηκαν εκεί ν’ αποθάνουν. Στα φίλια κυπαρίσσια
τα μαγικά της νύχτας σε μια πλαγιά του λόφου Προφήτης Ηλίας
έστω λησμονημένοι έστω πηλός και σκόνη και πέτρα του τόπου
κόκαλα πού πέρασαν τη λίμνη καθώς πρέπει τιμητικά
με σεβασμό μι ρούχα καθαρά όχι σαν αδέσποτα σκυλιά στο αμπέλι.
(Δεν ξεύρω ψυχή μου τί θα μας σώσει) — αν έχεις πανσέληνο πληρώνεις
Από τη συλλογή Χαιρετισμοί
 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ

Η υγρασία γίνεται πιο έντονη το πρωί,
κάτι σαν πάχνη που θολώνει
όταν κοιτάξεις στον καθρέφτη
τις λεπτομέρειες και την ασχήμια που συνήθισες.
Είναι βαριά τα λόγια
και πιο πολύ όταν οι άνθρωποι
γίνονται ανυπόφοροι,
κι είναι μια ζωή μετρημένη
που αλλάζει,
αν και αυτό πρέπει κάποτε να το αποδείξεις.
Σε λίγο έρχεται η Στέλλα,
καθαρίζει τους καθρέφτες
και βάφει τα μάτια μας μεγάλα
με πράσινο και μαύρο,
ύστερα χαμηλώνει το φως
και μας κοιτάζει.
Όμως το πιο ενθαρρυντικό
στοιχείο ανάμεσά μας
είναι ότι επικοινωνούμε χωρίς φόβο.
Φοράμε ελαφρά, άνετα ρούχα,
χορεύουμε ξυπόλητες
και δυναμώνουμε τη μουσική,
ενώ οι εραστές μας αγκαλιάζουν τρυφερά
και μας φέρνουν στον υγρό κήπο με τα τριαντάφυλλα.
 

ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΡΑΒΑΚΗΣ

Τα γενέθλια του κυρίου Αλφόνσο

Σήμερα η κυρία Ραμπίρεθ δεν έβαλε τις φωνές
Κράτησε τα προσχήματα μιας και ήταν τα ογδοηκοστά
Γενέθλια του κυρίου Αλφόνσο
Μια μόνο μέρα
Κι αύριο πάλι
Θα έχωνε τα νύχια της στις σάρκες του
Θα έσκιζε το δέρμα του χειρουργικά
Και θα αποκάλυπτε για μια ακόμα φορά
Τη γύμνια του
Η κυρία Ραμπίρεθ σέρβιρε τα μακαρόνια
Σχεδόν συγκινήθηκε
Ο κύριος Αλφόνσο τελείωσε με την ησυχία του
Τη συνομιλία του με τους νεκρούς
Συμπλήρωσε τον τελευταίο στίχο
Και διάβασε δυνατά
Ω, εσύ πρώτο φως της νιότης μου
ας ήσουν νυχτολούλουδο
να μη με δουν ηδονικά να σε φιλώ
ας ήσουν χαρταετός
να τρέμω μη σε χάσω
κι άγουρο νερό
στο πρωτοβρόχι να σε πιω
Μάιρα Ραμπίρεθ
ακόμα δε μας πέτυχαν
πάει να πει
ζήσαμε
μια μέρα ακόμα
 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΜΠΡΟΥΧΟΣ

ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ ΣΑΛΩΜΗΣ

(ανέκδοτο ποίημα γραμμένο ειδικά για την εκδήλωση της 9ης Σεπτεμβρίου)

Μύθοι
Στο πλατύσκαλο της βιοτής. Προσωπικοί,ανυπεράσπιστοι,αιμάσοντες από τις
Σαρακηνές επιθέσεις του… «άλλου»,που επιχειρεί από καταβολής μου να με
Πορθήσει
Μνήμες απείθαρχες σε μια πειθαρχημένη αυθαιρεσία
Μεροληπτούν,υπο το βλέμμα του νυκτίου φωτός.
Κάποτε, «ζύμωνα στη φωτιά το σώμα μου κι έστηνα με τα κύματα χορό
Στις μέρες που μετά με κάναν μόνο και πια
Σαν ξεπεσμένος πειρατής που μου κουρσέψαν το σκαρί οι χίμαιρες ψάχνω το τί
Δεν έχω ακόμα αποτελειώσει και όντας
Ακληρος , αποζητώ θωπεία σε μια φλόγα που
Αργοσβύνει» .
Ακήρυχτος πόλεμος ασίγαστος εν τω μέσω της νυκτός κι όπως
Κανένας πόλεμος μάτια μου δεν τελειώνει πραγματικά
Αλλοτε στη χάση και άλλοτε στο γέμισμα επιρρίπτει κι αυτός
Μηχανικά τις όποιες ευθύνες στους λιγότερους το
Ψύχωμα.Ετσι κι αλλιώς θέλει ψύχωμα για να παραδεχτείς την ηττα με
Επαρση πολύ περισσότερο τη νίκη με ταπεινότητα.Βελάζουν
Μέσα μου και γρυλλίζουν και βρυχώνται οι
Απωθήσεις απειλούν οι ματαιώσεις σιγοβράζουν οι αναστολές
Και τι να πεις για τις υποκρινόμενες αγάπες μιάς ανυπόκριτης
Ψευδαίσθησης και τι να πεις για τη λεηλασία των αισθήσεων από αμείλικτους
Ερωτες πιστωτές και τι να πεις για υπερχρεωμένα αισθήματα ατάκτως
Χρεωκοπημένα και τι να πεις για μια υπόσταση δομηθείσα τις λευκές
Ωρες,που οι ακόλαστες επιθυμίες μετά από μια εαρινή ισοπαλία καταφεύγουν
Στη διαπραγμάτευση προσδοκώντας ένα ήσυχο καλοκαίρι ωστόσο πάντα μια εωθινή ελπίδα θα φεγγίζει ακόμα
Κι αν δεν επαληθευτούν τα προφητευθέντα ακόμα κι αν δεν πληρωθώσι τα
Γεγραμμένα ακόμα κι αν τέλος πάντων έχουμε εξευτελιστεί μέσα μας από
Ένα κάρρο ληστρικές ανακολουθίες,θα εξακολουθούμε παγιδευμένοι να
Προσφεύγουμε στον αναμενόμενο ήλιο ευελπιστώντας να ξεπλύνει
Στο φως του τα ανομήματά μας ακίνητοι λόγω βολέματος αφημένοι στον
Υποθρώσκοντα χρόνο να μας τάζει τον ουρανό με τα άστρα μέχρι
Ν αποφασίσουμε οριστικά την απώλειά μας.
Μέχρι τότε η αίθουσα του θρόνου μας θα εκχωρείται
Σε ασωτίες θα εκπορνεύει τα ιερά και τα όσιά της και κάθε νουμηνία
Απ το μηνίσκο στα τέταρτα μέχρι το γέμισμα κι από εκεί στη
Χάση θα παραληρούμε παραπαίοντας σε αδόκιμες
Σχέσεις,παρακολουθώντας τα εφτά πέπλα του χορού να αποκαλύπτουν
Ένα-ένα τα κέντρα μας καλύπτοντας μόνο το αληθινό μας
Πρόσωπο.Ορμονικές εξάρσεις επί φαλλικών διεκδικήσεων
Είναι γλυκειές οι νύχτες των παραισθήσεων που στάζουν
Κόκκινο φωτίζοντας το μαύρο είναι γλυκειά η παράνοια της ακολασίας
Με την οσμή του εκτιναχθέντος σπέρματος στη θέα της απόλυτης υποταγής
Του θηλυκού.Αραγε πόσες κεφαλές επί πίνακι θα ζητηθούν ακόμα
Πόσες σπερμοδιψείς Σαλώμες θα ορίζουνε τη μοίρα μας πόσες πανσέληνες
Σιωπές θα θρηνούν τους κρότους μας ,πόσες αέρινες περιστροφές θα καραδοκούν
Το σπασμό μας
Την ίδια στιγμή που εμείς συμπαίχτες
Του αυτού δράματος ανυποψίαστοι θεατές θα συμμετέχουμε
στην αποτομή μας ;…
 

ΜΑΝΟΛΗΣ ΞΕΞΑΚΗΣ

Αινίγματα και φύλλα

Φύλλα πεσμένα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης!
Πρώην φύλακες της δροσιάς, ηλιοσυλλέκτες,
παιδιά των μεγάλων ανεμοδεικτών που βυθίζονται
στην πλακόστρωτη κρύα γη των πεζοδρομίων,
σαπίζετε κι αυτό το φθινόπωρο!
Ντύνεστε κίτρινο, σχεδόν περγαμοντί,
Χρώματα πιο κοντά στην ξανθοφύλλη,
με κόκκινο που έρχεται από καφέ βαθύ,
που βρέχεται στο βάραθρο του μαύρου,
που ακουμπά χαλκούς και ορυκτή κιννάβαρη –
φύλλα νεκρά και άταφα πάνω σε σχάρες υπονόμων,
στα μαντεμένια χαρακώματα της τσιμεντένιας πόλης!
Φύλλα, είστε άστεγα! Σας έχει αξιωματίσει θρηνώδης,
μεταλλική σιωπή, σέρνεστε δαρμένα από το φραγγέλιο
του άγριου καιρού, ενώ θα μπορούσατε, αν ζούσατε στην εξοχή,
να βυθιστείτε στην υγρή τεφροδόχο του χειμώνα, στο χώμα,
να γίνετε ξανά ουσίες της γης.
Φύλλα, σήμερα το πρωί στάθηκα κάτω από ένα δέντρο-μητέρα σας,
και κοίταξα ψηλά.
Είδα το βαθιά μαραμένο χρυσό ημισφαίριο, από όπου
κυλούσαν τ’ αδέλφια σας καθώς έπεφταν ατελείωτα.
Μ’ έλουσε ένας τρυφερός χρωματικός αφρός.
Μπήκα για λίγο στην περιδίνηση της πτώσης τους.
Στη ρίζα του δέντρου ένας αναδευτήρας άνεμος τα υποδέχονταν,
φύλλα, είπα, αυτός ο άνεμος είναι ο τελευταίος ασπασμός σας
με τη ζωή πάνω στον γαλάζιο πλανήτη.
Φύλλα των δέντρων της Θεσσαλονίκης, και όποιων άλλων δέντρων
αρχίζει κάποτε η φοβερή φυλλοροή,
φύλλα δικά μου και δικά σας,
κορίτσια ευφρόσυνα λαμπρής χρυσόσκονης της εφηβείας,
σας χαιρετώ.
Πρέπει να μετακινηθώ από το πλέγμα των σκέψεων της πτώσης σας,
από τη σιωπή που βαλσαμώνει τις ψυχές σας,
από το αδέσποτο χρωματικό χιόνι, από τους ήχους
χρυσών μηδενικών που μετρά αιώνια ο φιλάργυρος άνθρωπος.
Σε λίγες μέρες, μαζί με τα παιδιά, συνταξιούχος πια μα πάντα μαθητής,
θα ξεκινήσουμε τη νέα μας χρονιά στο λύκειο ελπίδων,
θα υψώσουμε τις τσάντες μας ψηλά στον ουρανό,
θα μάθουμε για γράμματα που θα μας δείξουν ίχνη
για να βρούμε βήματα του γίγαντα που λέγεται ζωή.
Που θα μας πείσουν ότι όλα από άλλους συνεχίζονται
κι ας είναι εφήμερα τα νιάτα μας κι η ομορφιά,
και πως αξίζει για τους τυχερούς που το μπορούν,
να δέχονται μοναδικότητα, ακούραστο μελισσουργό,
γι’ αυτό το ακατόρθωτο μεγάλο κατασκεύασμα ενέργειας και ύλης.
Πως πλοηγείται από σκοτάδια η ζωή, και πως βυθίζεται
σαν την ετήσια φυλλοβολή που αγωνίζονται να καταπιούν
οι σχάρες στους υπόνομους της πόλης,
και πρέπει ο άνθρωπος να προχωρεί και να θαρσεί
χωρίς να βλέπει γύρω του στρατούς,
τα άταφα αινίγματα και φύλλα.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα 1972-2006» εξώφυλλο και σχέδιο Αλέκου Φασιανού, Σύγχρονοι Ορίζοντες, Θεσσαλονίκη 2008
 

ΑΔΑΜΑΝΤΙΑ ΞΗΡΙΔΟΥ

ΑΓΑΛΜΑ

Αυτή η πτυχή
κρέμεται πιο κοντή
αποκαλύπτοντας το γόνατο
φθαρμένο
απ’ τις παρακλήσεις σ΄ ένα Θεό
που ακούει μόνο τις Δευτέρες.
Καπρίτσιο του ουρανού
να βρέχει όταν προσεύχεσαι
υπέβαλλε την απόφαση
τ’ αποκαλυπτήρια να οριστούν
ημέρα διάφορη της Βροχερής.
Η ατέλεια του μνημείου
έγινε άμεσα αντιληπτή.
Οι άνθρωποι υποχώρησαν
στη θέα του γυμνού.
Στα γραπτά διαβάζουμε
γι’ απόπειρα βανδαλισμού.
Και ψέμα, πως είχαμε εξαρχής κακοτεχνία.
 

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

Τι βλέπει σήμερα η πανσέληνος
Ένα εφήμερο λουλούδι
να θρηνεί
που έζησε ολόκληρη τη μέρα
δύο παιδιά
να ξαναχτίζουν με πηλό
τα σπίτια που δεν γνώρισε η γενιά τους
Μια μαργαρίτα
να λέει πεισματικά
«Δεν μ’ αγαπά»
δυο ερωτευμένους
να αγνοούν μ’ ένα φιλί
το βούλευμά της
Έναν πελαργό
να φέρνει διστακτικά
ένα παιδί
ένα παιδί
να ρίχνει βόμβες
μέσα στης πόλης τα σοκάκια
δύο παππούδες
με μια ευχή
να τις προωθούν βαθιά στην έρημο
Εν δυο εν δυο με βήμα σημειωτόν
Ένα μωρό κλαίει και γελά
Γεννιέται ή
βλέπει τη μέρα με το φέγγος της πανσέληνου;
 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Περιπλανώμενο όνειρο

Πίσω απ’ τις πέτρινες κουρτίνες των τειχών
Με τις καλοσιδερωμένες πολεμίστρες
Δρομάκια και στοές
Ίσα που να χωρούν δύο αγκαλιασμένα σώματα.
Κι εσύ πώς να τα περπατήσεις μοναχός
Δίχως πυξίδα να μαντεύει κατά πού
Μοσχοβολάει η θάλασσα;
Πώς να διαβείς
Έξω από της μνήμης το λαβύρινθο
Δίχως ένα κουβάρι ακτίνες απ’ τα μάτια της;
Εσύ και μια λωρίδα ουρανός
M’ ένα φεγγάρι ολόγιομο,
Ερωτευμένη κατακόκκινη καρδιά,
Πιασμένη μες στων αστεριών τα δίχτυα
Που ρίχνει κάθε βράδυ η Εκάτη στα μοναχικά
Περιπλανώμενα όνειρα…


Θάλασσα, θάλασσα,
βυθίζομαι στα σκούρα μάτια σου,
Στη σκοτεινή ανεξιχνίαστή σου γοητεία,
Ανακατεύομαι
Με τ’ άστρα που στολίζουν τα μαλλιά σου…
Ύστερα μία φεγγαρίσια φλόγα ολοστρόγγυλη,
Βγαίνει απ’ την καρδιά σου.
Είναι η αγάπη·
Και ο καημός σου,
θάλασσα
Βάζει φωτιά τον ουρανό…
Ρόδος 1992
(Από το βιβλίο «Παρα θιν’ αλός – Η ραψωδία της θάλασσας» 1993 που μεγάλο τμήμα του μελοποιήθηκε από τον συνθέτη Λευτέρη Αερόπουλο).
 

ΜΕΛΙΤΑ ΤΟΚΑ-ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ

ΑΣ ΑΝΑΜΕΤΡΙΕΤΑΙ

Αποψε που ο αγέρας όενει
τις φελούκες τ ουρανού
στης νύχτας το λιμάνι,
μία σου λέξη μου αρκεί
Στη κούνια της σελήνης
κουλουριάζεται η έξαρση μου
Αλαργινός εσύ, καταμεσήμερο
που διώχνει τις σκιές,
παράφορος, με του Βάκχου
το αναστάσιμο στεφάνι
όμοιος με σιωπή
κατοικημένη από τη φωνή σου,
παρών σαν απουσία,
πυρακτώνεις τη δίψα μου.
Ελάχιστος, ηλιαχτίδα στην ανάσα του σπουργίτη.
Απεριόριστος, φως δοξαστικό για να ωριμάζουν οι οπώρες
Χαμόγελο στη μεθόριο των ματιών μου.
Απόψε ο αγέρας ας αναμετριέται
με τη δύναμη της ανήμερης αλήθειας.
Σάββατο 19 Μάη 2007 ώρα 12 τό μεσημέρι
Από τη συλλογή Αποικίες Κογχυλιών
 

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΟΥΛΗ

Σιελόρροια

Ποτέ το πρόσωπο του ρομαντικού δεν έχει τόση ενέργεια
Όση το σάλιο μας, είπα
Που είναι λίγο να την γεύεται μόνο
Η γλώσσα ο ουρανίσκος και τα αλατισμένα χείλη ενός ώμου
Κι έπειτα μια σφιχτή χειρονομία χεριών για να υπονοήσει πεδίο και νόηση
Σε λευκή παγωμένη κόλλα χαρτί που ονομάζεται
Χιονοστιβάδα-πολτοποίηση λέξεων
Ποτέ υπαινιγμός του ρομαντικού
Δεν προυποθέτει κυνισμό
Αλλά παράγει πάλι και πάλι
Μια ενέργεια- πτύελο φλεγματικό
Ορισμένως διάφανο
Πάνω σε μια μικρή διαδρομή παγωμένου νερού
Που κάποτε ίσως λεγόταν βροχή και την γευόσουν
Με γλώσσα
Μέχρι εκεί___
Μισή υπεκφυγή και διάτρητο νήμα εικόνων
Έχει το σάλιο μας ένα πυκνό δεδομένο
 
Στο Β’ μέρος της εκδήλωσης οι ΩΔΗ-ΠΟΡΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ τραγούδησαν μελοποιημένη ποίηση.