ΚΥΠΡΟΣ : ΚΑΘΕ ΙΟΥΛΙΟΣ ΜΙΑ ΡΩΓΜΗ ΧΑΡΑΓΜΕΝΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ

ce93ce99ce91-ce95ce99ce9ace9fce9dce911

.

.

Ένα μικρό αφιέρωμα με ποιήματα γεμάτα μνήμες του Ιούλη της Κύπρου.
Πραξικόπημα-εισβολή-κατοχή-αγνοούμενοι-πρόσφυγες.

.

πραξ8εισβολη 6

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ 27IMG_0315

21ΚΕΡΥΝΕΙΑΑγ. Μάμας 2

εισβολη2imagesRWE6H504

κυπροσ4ΜΟΡ3

.

Χριστιάνα Αβρααμίδου

ΕΣΕΝΑ Σ’ ΕΧΩ ΞΑΝΑΓΑΠΗΣΕΙ

δ’

Ζω την κατοχή στη χώρα,
στο σώμα,
καρδιά,
ψυχή
και γειτονιά μου.
Τα τσιγάρα μού παίρνουν,
παίρνουν και τη φωτιά μου
χάνω την αυτοτέλειά μου
σε μοιρασμένες εποχές.
Ζω την κατοχή στη χώρα,
στην ψυχή,
στον έρωτά μου.
Σβήσανε τον κύκλο που ’χα κάνει για εμάς
με κιμωλία πράσινη
και πάμε παρακάτω.
Τα τσιγάρα μού παίρνουν,
παίρνουν και τη φωτιά μου
αγάπες μού παίρνουν
πατρίδες
και φεγγάρια.
Παραδίνομαι, .·
έχω χέρια κενά
δεν συμμετέχω πουθενά,
αυτή ήταν κάποτε,
απλά
η γειτονιά μου.
Κάποτε ήτανε δίκιά μου.

.

Κλαίρη Αγγελίδου

ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ

Μια πόλη μέσ’ στο συρματόπλεγμα
τριάντα τρία τώρα χρόνια,
η πόλη μου.
Πώς ν’ ανασαίνει μέσ’ στον πνιγερό αγέρα;
Και πού ν’ απλώσει τα μαλλιά της να στεγνώσουν;
Τα βλέφαρά της δεν αντέχουν
τόσο φως.
Αύγουστος μήνας
και τα κρίνα επιμένουν
ν’ ανθίζουν στο Ακταίο.
Μια πόλη μέσ’ στο συρματόπλεγμα.
τα χέρια της ματώνουν
και ποιος να της γιατρέψει
τις πληγές;
Ποιος να στεγνώσει τις ροές
των δακρύων;
Ποιος άραγε θα σταματήσει το κακό;

Μια πόλη μέσ’ στο συρματόπλεγμα
κανείς δεν αφουγκράζεται
την αγωνία της,
ούτε δικοί και μήτε ξένοι.
Αύγουστος μήνας
και τα κρίνα ανθίζουν στο Ακταίο,
όπως και τότε,
που αλλόφρονη μια πόλη,
π πόλη μου,
έτρεχε μέσα στα σοκάκια
και τα μαλλιά της ανέμιζαν
μέσ’ στο χαλασμό
κι ακούγονταν
οπλές αλόγων και καμπάνες
κι οι στέγες έπαιρναν φωτιά
και τσουρούφλιζαν την καρδιά της.
Ολούθε παραμόνευε
ο Φόβος και η Απόγνωση
στα καλντερίμια.
Δεν πρέπει να θυμάται
η πόλη μέσ’ στο συρματόπλεγμα
τις γοερές κραυγές του Αίαντα,
μήτε το θρήνο
των παιδιών της.
Τριάντα τρία χρόνια μέσ’ στο συρματόπλεγμα
η Αμμόχωστος
ονειρεύεται ριπές ανέμων.
Όλο γυρεύει λυτρωμό.
Θέλει αλήθεια να ξεχάσει
τον ξεριζωμό.

ΟΡΘΟΙ

Γευτήκαμε
Την Πικροδάφνη
Κι οραματιστήκαμε. 
Ήπιαμε το γλυκό κρασί.
Μεθύσαμε.
Δεν είδαμε πως η Νύχτα ήρθε.
Δεν ακούσαμε των τσακαλιών τις φωνές.
Μας γέλασε το όνειρο.
Πιστέψαμε.
Τη μέρα όλα τα είδαμε.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ ΤΟΥ ΞΕΡΙΖΩΜΟΥ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Η νοσταλγία ξεκινά από ένα δρόμο με ροδιές
αιωρείται σ’ ένα στύλο ηλεκτρικό
και καταλήγει σ’ ένα μισοσπασμένο σκαλοπάτι.
Θωπεύει κάποια βιβλία στα ράφια
κι’ αφουγκράζεται τους ψίθυρους μιας πεταλούδας.

.

Κυριάκος Αναγιωτός

ΣΠΟΝΔΕΣ

Κούφωσε το χώμα
στα δύο μέτρα.
Λαγούμια γιόμισε στενά,
ίσα που να χωρούν τα χέρια τους.

Τα βράδια, οι μάνες,
σαράντα τόσα χρόνια,
προτού δειπνήσουν
με το κουτάλι του καημού,
το πιρούνι της προσμονής
και της αμφίστομης αγωνίας το μαχαίρι
έσκαβαν
χωρίς ανασασμό.

Να κανακέψουν ήθελαν
τα παλληκάρια τους
με το γλυκό που λαχταρούσαν,
το φαγητό που επιθυμούσαν,
ένα κομμάτι αχνιστό ψωμί
ή έστω
με τα ακροδάχτυλα
την στερνή τους ανάσα να κορφολογήσουν
και τον πόνο τους να γητέψουν.

Πριν ξεψυχήσουν.

ΠΕΡΙ ΝΗΣΟΥ ΠΑΘΗ

Αγανακτισμένη
επούλωσε
την λογχισμένη της πλευρά,
ξεκάρφωσε
τις μαντεμένιες πρόκες
και βρόντηξε χάμω
τον ακάνθινον στέφανον.

Μετά,
αφού περιτυλίχθηκε
έξαλλη
την λευκή σινδόνα,
αποκαθηλώθηκε.

Δεν άντεξε
στις προκλήσεις
των δύο εκατέρωθέν της ληστών,
που όχι μόνον
το πνεύμα δεν παρέδωσαν
μα και γλέντι τρικούβερτο έστησαν
με οίνο
σε χρυσά κροντήρια.

Όσο
για την ανάσταση,
περίσκεπτη διείδε,
ότι δεν είναι θέμα
τριών ημερών.

ΜΝΗΜΕΣ

Την τρίαινά τους
έσεισαν
οι αποκαρωμένες μου μνήμες.

Η θάλασσα εσχίσθη
το βένθος ανεδύθη.

Τα κογχύλια άρπαξαν τα όργανα
άρχισαν τραγούδι τα ψάρια
έστησαν χορό τα κοράλλια.

Σίγησε το γραμμόφωνο.
Παντού πάλι πέλαγος.
Καταχώνιασα ξανά τις φωτογραφίες
και καταβυθίστηκα στο παρόν.

 

Ανδρέας Ανδρέου

Η ΚΡΑΥΓΗ

Στίχοι- Μουσική: Αντρέας Αντρέου
Ερμηνεία: Κώστας Σμοκοβιτης & η ΜΙΚΡΗ ΧΟΡΩΔΙΑ του Σάκη Νεγρίν

Μου κάψαν την πατρίδα μου,
κουρσέψανε τη Γη μου,
μα αν το κορμί λαβώθηκε
ακούστε την κραυγή μου:

Πώς στ’ αλήθεια το βαστάτε
που με τούρκικη σημαία
τύλιξαν τ’ αγάλματά σας
και καρφώσαν την καρδιά σας!
Πώς κοιμάστε, πώς ξυπνάτε,
σκλαβωμένοι πώς βαστάτε;

Ξυπνάτε, αδέλφια, τι ο καιρός
πικρά μας σημαδεύει.
Λύκοι στου χρόνου τη στροφή
μας στήνουνε καρτέρι…

 

ΗΡΘΑΝ ΠΙΚΡΟΙ ΚΑΚΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

Στίχοι Αντρέα Αντρέου
Μουσική Νάσου Παναγιώτου
Ερμηνεία Πανίκος Χαραλάμπους

Ήρθαν πικροί, κακοί καιροί
και χρόνια, μαύρα χρόνια,
ρήμαξε, στέναξε ετούτη η γη,
θρηνούνε στα μπαλκόνια.

Με μάτια δακρυσμένα
με χείλια σφιγμένα
Κύπρο μου, αγάπη μου σου στέλνω
χιλιάδες τα φιλιά.

Ήρθαν πικροί, κακοί καιροί
ντυθηκαν μαύρα οι μάνες
για θάνατο χτυπούν πικρά
κάθε νυχτιά οι καμπάνες…

 

ΠΟΙΟΣ ΕΙΔΕ;

Στίχοι- Μουσική: Αντρέας Αντρέου
Ερμηνεία: Κώστας Σμοκοβίτης

Ήρθαν πικροί – κακοί καιροί στη Γη της Αφροδίτης
γιόμισ’ η θάλασσα θεριά, στη Γη μας Γκρίζοι Λύκοι.
Ήρθαν πικροί – κακοί καιροί και χρόνια, μαύρα χρόνια,
ποιος είδε ορφανό Νησί στ’ Αττίλα τα σαγόνια;

Ήρθανε δίσεκτοι καιροί και προδωμένοι χρόνοι
ποιος είδε χέρι φονικό την Κύπρο να λαβώνει;
Ποιος είδε ανήμερο θεριό, ποιος είδε μαύρο φίδι
να καίει την Πατρίδα μου, να παίρνει μου το σπίτι;

Ποιος είδε τόσο άδικο και έκλεισε τα μάτια,
ποιος είδε σίδερο, φωτιά , την ομορφιά κομμάτια;
Ποιος είδε ήλιο σκοτεινό και Μαύρο Καβαλλάρη
στο χέρι μισοφέγγαρο και στ’ άλλο το δρεπάνι;

Ποιος σ’ είδε, Ισαάκ, νεκρό, τον Σολωμό να πέφτει
από τον τουρκικό ιστό κι έριξε μαύρο δάκρυ;
Ποιος είδε, ποιος ευλόγησε το φονικό, το κρίμα
και πώς της γης οι δυνατοί δεν μάθανε, δεν είδαν;

Ποιος είδε κι όμως σώπασε, ποιος είδε και κοιμάται
κι απ’ ό,τι ‘ταν να θυμηθεί τίποτα δε θυμάται;
Κι ο κόσμος τούτος ο καλός πώς το κακό δεν είδε,
δεν είδε σίδερο, φωτιά, Γκρίζους Λύκους κι Αττίλες;

Κι εσύ, του Κόσμου Δυνατέ,
τίποτα πια δεν είδες;…

ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

Στίχοι – Μουσική: Αντρέας Αντρέου
Ερμηνεία: Κώστας Σμοκοβίτης

Και κάνανε κρεββάτι τους το χώμα το βρεγμένο
την πέτρα μαξιλάρι τους σαν να ‘ταν η αγάπη τους.
Σε χώμα ματωμένο
κοιμήθηκαν με τη βροχή σφιχτά αγκαλιασμένοι.
Ό,τι ‘χαν τώρα το ‘χασαν, τίποτα πια δε μένει:
Η νύχτα, η πίκρα, η Προσφυγιά και κάπου ‘κει σε μι’ άκρη
να είναι τάχ’ αυτό δροσιά το ξεχασμένο δάκρυ;

Φυτέψαν την απελπισιά στο χώμα τ’ αγιασμένο
δεντρί να γίν’ η ξαστεριά, δεντρί να γίν’ η Λευτεριά.
Σε χώμα ματωμένο
κοιμήθηκαν με τη βροχή σφιχτά αγκαλιασμένοι.
Ό,τι ‘χαν τώρα το ‘χασαν, τίποτα πια δε μένει:
Η νύχτα, η πίκρα , η Προσφυγιά και κάπου ‘κει σε μι’ άκρη
να είναι τάχ’ αυτό δροσιά ή ξεχασμένο δάκρυ;

 

.

Σωκράτης Αντωνιάδης

20 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

Να ξεδιπλώσουμε πάλι
τους λυπημένους μας στίχους
να τους κρεμάσουμε στα μανταλάκια
της ιουλιανής μέρας
εμείς οι θηρευτές του ασήκωτου πόνου.

Πόσο στ’ αλήθεια μας πάει
αυτή η ανάπηρη εγκαρτέρηση.

Αυτή η μέρα επιτρέπει τα πάντα:
ένα λαμπρό επιμνημόσυνο ιστορικό
με τα θεατρικά πρόσωπα σε παράταξη
το στιλβωμένο προσωπείο της μνήμης
– ελπίδα ανέστια που περιφέρεται στη σκηνή –
και μερικά ερημολούλουδα τιμητικά
ριγμένα στους τάφους.

Τυραννίες που μας τραβούν και μας βυθίζουν
στην τρύπα του χρόνου.

 

Μελέτης Αποστολίδης

ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΝΤΑΣ

Μνημονεύοντας
ο κύκλος έκλεισε
στο κοιμητήριο
της Αϊρκώτισσας.

Εδώ οι νεκροί αγρυπνούν
μαρμαρωμένοι
το μετέωρο βήμα
της παραφοράς.

Ονόματα σταυρωμένα
και σταυροί ακρωτηριασμένοι,
ριγμένοι στη γη
και σ’ ανοιχτούς τάφους,
απαθανατίζουν
την αθλιότητα του άλογου πάθους.

Τραγική των ανθρώπων
η μοίρα που συντηρεί πληγές
μίσους και νεκρούς
άταφους.

ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΙ;

Τι να πάρει,, τι ν’ αφήσει
την ώρα του ξεριζωμού;

Τα τύλιξε όλα στο δυνατό μεταξωτό της δίχτυ
— τα δίπλωσε,
τα ξαναδίπλωσε
ώσπου ’γιναν
ένα περίτεχνο μεταξωτό κέντημα
και τα πήρε όλα μαζί της:
σπίτι, αυλή, δέντρα, ανθρώπους.

«Το μαντίλι των αρραβώνων μου»,
είπε μια μέρα
και μου το παρέδωσε.

Κι εγώ το κρέμασα προσεκτικά:
παράθυρο στον τοίχο
της μονοσήμαντης καθημερινότητάς μου.

Αν τύχει και το πλησιάσεις,
μπορεί και ν’ ακούσεις
φωνές, μουσικές, ιστορίες.

Αν πάλι είσαι τυχερός
και σ’ εμπιστευθεί,
μπορεί και να σ’ αφήσει
να μπεις στην αυλή των θαυμάτων
που κρύβει μέσα του.

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ

βάλθηκαν να σκάβουν
τον νωπό ομαδικό τάφο
– εσύ όπλισες και φοβέριζες.

Τίποτε δεν τις τρόμαξε.
Σκάβουν ακόμη
μάχονται ακόμη
να φτάσουν στους στρατιώτες
με τα λευκά σεντόνια
του νεκροτομείου Λευκωσίας.

Κι εσύ πήρες τον δρόμο
των αγνοουμένων.

.

Χρήστος Αργυρού

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Στον προσφυγικό συνοικισμό
ήξερες την προέλευση του καθενού.

Έβλεπες το σπίτι της κυράς Αντρούλας
πνιγμένο λεμονόδεντρα,
μια μικρή Λάπηθο είχε φτιάξει.
Χρυσομηλιές ο Αμβρόσιος,
ο Άης Γρόσης κατ’ εικόναν και καθ’ ομοίωσιν.

Και σ’ εμάς το κολοκάσι
μες στον αγιωμένο ντενεκέ
μπροστά μπροστά στον κήπο μας
σα θυρεό έβαλε ο πατέρας
να σημαίνει τη Γιαλούσα.

Απρίλιος 2013

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Είναι στιγμές που η κορυφογραμμή σου
Πενταδάκτυλε
το σούρουπο
γίνεται λάμα κοφτερή
κι εσύ θλιμμένος στο ρόδινο το φως
έτοιμος να αυτοχειριασθείς.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ

της Ρήνας Κατσελλή
που δεν έφυγε ποτέ από την Κερύνεια

Σε τούτο τον μακάριο χώρο
που αλλιώς θα μας εφάνταζε μακάβριος
οι ζωντανοί φθονούνε τους νεκρούς.
Ο ποιητής αχολογά στα αφτιά μας:
να μη μου δώκει η μοίρα μου
ν’ αφήσω το κορμί μου
σε ξένο χώμα μακρινό
γιατί αλλού δεν είν’ γλυκός
παρά στον τόπο τον δικό
του θάνατου ο ύπνος.

Απρίλιος 2005

.

Μαρίνα Αρμευτη

ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ

Την παραμονή ήθελε να δει το σπίτι της.
Την πήραν απ’ το χέρι
Την πέρασαν απ’ όλα τα δωμάτια
Εκατό τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο
Κάρφωσε το βλέμμα της στις φωτογραφίες
Στα διπλωμένα ρούχα και στα μπιμπελό
«Δεν θέλω να πεθάνω», είπε
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου»
Το πρώτο της σπίτι ήταν στη Μόρφου
Ξυπνούσε απ’ τον μυρισμένο ύπνο της
Δέκα χιλιάδες τετραγωνικά ανθό
Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι
Έφυγαν με το παιδί
Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη
Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε
Μα έφυγε.

ΗΡΩΑΣ

Κάποτε ήσουν ο γιος, ο αδελφός
Ύστερα έγινες ο φίλος
Ο συναγωνιστής
Ο συνάδελφος
Ο σύζυγος
Ο πατέρας
Ύστερα υπήρξες
μια σελίδα σ’ ένα βιβλίο
Μα η ιστορία ασφυκτιά
σ’ ενός τετραδίου διάσταση
Έτσι έγινες
Προοπτική
Ελπίδα
Ακτίδα ανατέλλουσα
ο ’ έναν κόσμο
που ευδοκιμεί
η νυχτερίδα

ΕΙΡΗΝΗ

Κάντε τόπο να περάσει.
Ξυπόλυτη χορεύοντας
στις ματωμένες πέτρες.
Γυμνή να κολυμπήσει
στις στοιχειωμένες θάλασσες.
Κι ανάσκελα να ξαπλώσει
στα χαλίκια με τα κουφάρια.
Κάντε τόπο να περάσει.
Ατάραχη
Θρασύτατη
Πανέμορφη
Να φιλήσει τους νεκρούς
έναν – έναν στο στόμα
Κι ύστερα σ’ εμάς να γυρίσει
και ν’ αρχίσει τραγούδι.
Πιο δυνατό απ’ τις κραυγές των αιώνων
Κι απ’ τη φωτιά.

.

Κώστας Αρμεύτης

20 ΙΟΥΛΙΟΥ

(Απόσπασμα)

Πόσες φορές θ’ αλλάξουν τον επίδεσμο;
Δεν το αντέχω πια το φως το πλαστικό.
Κι αυτόν το σκοτωμένον ήλιο δίπλα μου,
και τη χαρά «εμφιαλωμένη παρά της εταιρείας…»
“Έξι χρόνια, οκτώ και άλλα εκατό.
Οι αριθμοί παραμονεύουν σαν βόμβες
που πέσαν και δεν έχουν εκραγεί,
σαν φίδια γκαστρωμένα,
σπαθί τού Δαμοκλή.

Τα μάτια σου πια, μάνα,
πέτρες μες στο καλοκαίρι.
Ως κι η φωνή σου στέρεψε κι εχάθη.
Η μνήμη πάει βαθειά σαν δίκοπο μαχαίρι
κι ή σιωπή φεγγάρι που μαράθη.

Τις εκκλησιές και τους βωμούς μες στην καρδιά
σου χάλασαν.
Χίλια πουλιά
με τις φτερούγες τους σπασμένες
σωριάζονται στα πόδια σου, μηνύματα,
χείλια στεγνά
που δεν μπορούν να σε φιλήσουν.
Η πίκρα έγινε θάλασσα
(μπαλσαμωμένοι γλάροι, βουλιαγμένα καράβια)
και τα βουβά και χολιασμένα κύματα
στα μαύρα ρούχα σου ποτέ
ποτέ πια δεν θα ξανανθίσουν.

.

Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Κοιμήσου μικρή μου πόλη
με όλα τα φώτα σου ανοιχτά
Τώρα που δεν ακούν τους ήχους οι άνθρωποι
εσύ απερίσπαστη θε να κοιτάξεις τις ρωγμές
τις γρατσουνιές πάνω στους τοίχους
Κάπου το συρματόπλεγμα έχει σχιστεί
και μια καρδιά σε σχήμα τριαντάφυλλου
ανάσκελα ατενίζει τ’ άστρα
Κοιμήσου μ’ ανοιχτές προθέσεις
Ως το πρωί σαν υπνοβάτης
θ’ αντανακλάς την ύπαρξή σου

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, ΑΣΒΕΣΤΗ ΜΝΗΜΗ

Περνώ συχνά εμπρός από τη στοιχειωμένη μνήμη
Τα μισόκτιστα όνειρα, οι ημιτελείς προσδοκίες
Αφημένες σε μέρες νεκρές, σε νύχτες ασέληνες
Ξεριζωμένες νοσταλγίες φιλούν με χείλη απουσίας
Μία ζωή στα σπάργανα κλεισμένη

Κάποτε τα κύματα μιλούσαν με τη γλώσσα των αγγέλων
Οι βάρκες έφερναν τα δίχτυα γεμάτα ήλιους
Μικρό παιδί χαιρόμουν στις πατούσες, μες στη χούφτα μου
Τη χρυσαφένια διαδρομή της άμμου
Εκεί μιλούσα με τις Μοίρες μου, στήνοντας κάστρα που δεν γκρέμιζε
Το ξέβρασμα της θάλασσας τις ώρες που οι προσκυνητές της αποσύρονταν
Στα περιβόλια γύριζαν αχείμαντες, ξανθομαλλούσες οι νεράιδες
Με κίτρινες, πορτοκαλιές ανταύγειες μες στις πλεξούδες που ανέμιζαν
Με γέλιο κρύσταλλο, ματιά καθρέφτης του γαλάζιου τ’ ουρανού

Μα την Εστία αποδιώξαν του Κάτω Κόσμου ετερόσημες βουλές
Γεμίσαν τα όνειρα καπνούς κι αιθάλη μαρμαρωμένη σαν παράπονο πικρό
Κοιμήθηκα με βλέφαρα ανοικτά, με φλόγες να μου καιν τις ίριδες
Καθώς στην πόλη με σκυφτό κεφάλι, βήματα βαριά
Τριγυρνούσε αλυσόδετο το κλέος μιας μακραίωνης πορείας

Αμμόχωστος! Αρσινόη! Σαλαμίνα !Αλάσια!

Σαν στάχυ μέστωσα και γέρνω στου Νότου την άλλη μου πατρίδα
Με κόκκους ποτισμένους απ’ το δάκρυ και την έγνοια σου
Mέσα εκεί ερμητικά κλεισμένους φυλάω τους θησαυρούς σου
Ημερολόγια και χάρτες απ’ τις μέρες της Αγάπης που κοιμήθηκε
Με ξιφολόγχη για προσκέφαλο, φωνές κι αντάρα πανωσέντονα
Μα’ χει στη θλίψη αποκάτω λεμονανθούς και πράσινα φυλλώματα
Κάθε που μπαίνει άνοιξη μοσχοβολάν αμάραντη πατρίδα και πεθυμιά ατέλευτη
Ολόχρονα τους πόθους μου μυρώνουν , δίνουν φωνή στο δρόμο που καλεί
Στην πόλη με την κραυγαλέα σιωπή, με τη βουβή εγκαρτέρηση

 

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ

Κοιτάζω τις φωτογραφίες που μου φέρανε
Αυτοί που γύρισαν απ’ του Βορρά τα μέρη
Αυτοί που θέλησαν εκεί να επιστρέψουνε
Περνώντας μέσα από τα τεχνητά των άλλων σύνορα
Κι είναι το σπίτι μου ξανά εμπρός μου
Πιο γερασμένο και μικρό
Κι είναι ο κήπος μου ξανά εντός μου
Πιο πικραμένος και ξηρός
Πού είναι η μικρή τριανταφυλλιά
Που φύτεψε η αγάπη μου
Στην καγκελόπορτάς μας δίπλα;
Πού είναι τα μυρωδάτα τριαντάφυλλα
Που ευωδίαζαν το μικρό μου κόσμο;
Αμήχανη στέκω μπρος στο καινούριο σκηνικό
Βογγά η ψυχή μου μες στην άρνηση ετούτης της Αλήθειας
Κι ύστερα λέω καλύτερα στη Μνήμη να γυρίσω
Στο μεγάλο σπίτι με τη μικρή ζωή μου
Κι εκεί τα λούλουδα σε τάξη να προστάξω να φυτρώσουν
Και την τριανταφυλλιά μου με το θαύμα της αγάπης
Και πάλι να θελήσω να φυτέψω
Κι έτσι αγκαλιά ετούτη την ανάμνησή μου να κρατήσω
Να μην μπορεί κανείς τα χρώματά της να μου πάρει
Να μην μπορεί κανείς να ξεθωριάσει το γλυκό μου παρελθόν
Σε τούτο το ατέλειωτο παρόν της απομάκρυνσης

.

Αλέξια Βίκτωρος

1974

«Κι έγειρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.»
Π. Μηχανικός, «Ονήσιλος»

Οι ρίζες μου μοιάζουν άχρηστες …
Από τη μητέρα μου έμαθα
πως γεννιόμαστε με την κακεντρέχεια των πτηνών,
εφόσον ασπαζόμαστε την παραλλαγμένη μας διάρκεια.

Φαντάστηκα τη γενιά τους κατά τον Ιούλιο:

Ένα παιδί μού μίλησε σκυμμένο στα τεμάχια –
ήταν τέφρα και θλιμμένη χαραυγή.
Μ’ άκουσε από μια εντύπωση,
ανάμεσα στη συνείδηση δυο ανθρώπων – ήταν περισσότεροι –
ενώ πίσω μας ο φωνογράφος αναπαρήγαγε το «Ζωὴ ἐν τάφῳ».

Ξεπρόβαλλαν στο βάθος προσφυγόπουλα από τα ηλιοτρόπια,
με βαριά πιστόλια,
με σκισμένα παντελόνια,
με βαριά ρούχα,
σκισμένα πανωφόρια και δαγκωμένους μύες,
και μαζί τους άνευροι περαστικοίꞏ εγώ.
Προχωρούσαν όλα, όλοι.
Δε μου μιλούσαν.
Το κρανίο μου
ήταν φτιαγμένο από απολιθώματα
και χωρούσε μέλισσες,
τα όπλα αιωρούνταν – υποβολή ότι υπήρχε Θεός –
κι ένα πελέκι,
με πιασμένα τα μυαλά στα χέρια, φαινόταν σταυροφορικό,
κάτω απ’ τη Δύναμη του μισοφέγγαρου και τα κόκκινά του νύχια.

Οι στρατιώτες, οι δολοφόνοι – οι στρατιώτες – και τα γυναικόπαιδα
είδαν μίαν άβυσσο να στέκεται στα τέσσερα
και να χλιμιντρίζει.

Κάποιος με φώναξε «αδερφή» τρομαγμένα, όταν άλλος προσπάθησε να με πυροβολήσει.
Τον συγχώρησα και προχώρησα στη φαντασίωσή μου.
Είπα σε εκείνο το παιδί ήρεμα:
«Είναι Απόκριες. Μη φοβάσαι». Αυτό κρατούσε το στέρνο του.

Μαζευόμουν εκεί που ήταν όλοι και θερμαίναμε ο ένας του άλλου τα βαλσαμωμένα σωθικά.
Μεγαλώσαμε,
γεννηθήκαμε ως γεννημένοι,
μείναμε αναιρεμένοι στις ιστορικές μας συνοδείες.

Είναι Απόκριες.
Ανέκαθεν ήταν Απόκριες.

 

.

Πίτσα Γαλάζη

ΑΜΜΟΧΩΣΗ

VI

(απόσπασμα)

Ή πατρίδα μετριέται με τα πένθη μας
Σπυρί – σπυρί στάρι τα ψυχοσάββατα
Κυριακές γεμάτη καβουρδισμένους σπόρους να πνίγομαι

Και γη μάνα, Γη μάνα χώμα μου
μόνο τα μαλλιά σου να πρασινίζουν
κι όταν περνά ό καημός ξηραίνονται

Σε ποιό όνειρο ήσουν πατρίδα
και τώρα χαμός;
Χώμα κι άνθιζα
αγρέλι και βασίλευμα ευδόκιμο και αναδευόμουν;
και τώρα τις μετέωρες ρίζες δένοντας
ψάχνω στο ποίημα να κατοικήσω
την προσφυγιά μου από χώμα κι από νερό;

Το ’να μου μάτι δακρύζει τ’ άλλο στεγνό
το ’να πλευρό μου χλοΐζει, τ’ άλλο νεκρό
Άνυδρος τόπος
κλωσσάει πικρά ποιήματα
κι από τον ύπνο μου δεν περνάει κανείς νά ονειρευτώ
κι από της μέρας το σπασμένο τζάμι μπάζει

Δρόμοι σπαθιά με διαπερνούν
και λιμασμένοι με μοιράζονται
Ψάχνω στο ποίημα να κατοικήσω την προσφυγιά μου
περπατώντας στην ξενιτιά
περπατώντας στον θάνατο
πικρά στραμπουλισμένη

Μάνα μου γη
Γη μάνα μου
Το κυπαρίσσι πάντα επιτήδειο
το κυπαρίσσι πάντα πένθιμο
να ευδοκιμεί
Τα μαλλιά σου αρμενίζουν
καπνός π’ αναθρώσκει στην μνήμη μου

Έπρεπε να πεθάνω με τ’ άλλο ποίημα κι επέζησα
Να ψάχνω σ’ άλλο ποίημα
να κατοικήσω

ΚΥΠΡΙΕΣ ΠΡΟΓΟΝΕΣ

Ονόματα του μαρτυρίου και της περηφάνιας
Μαρία, Λουκία, ‘Ελένη, Χαρίτα, Παναγιώτα, Αγνή,
Γερασμένες όσιες Αντιγόνες πού ζητάνε να θάψουν οστά
-τις σάρκες τις έφαγε ή γη κι ό καιρός-
Με πυρσούς αναμμένους, με ορμή, με απέραντη υπομονή και μαρτύριο
Αξιοθέα, Αρσινόη Δημόνασσα, Αντωνού.
Γενναίες, δίκαιες των δικαίων, δυνατές και μεγάλες
Με μάτια πρησμένα απ’ τα δάκρυα κι ωστόσο αδάκρυτες
Να χαιρετούν την λευτεριά
Και με το αίμα τους να γράφουνε συνθήματα στους τοίχους
Ευγενία, Κυριακού, Παναγιωτού της Πιτσιλιάς
Πού μέτρησαν το μπόι τ’ ανθρώπου
Οι μικροκαμωμένες, οι μεγάλες, οι όσιες
Έρχεστε στον ύπνο μου ασημένιες
Με χρυσωμένα χείλη και μάτια κάρβουνα
Ανάβετε άστρα βεγγαλικά στον ουρανό
Όταν σας θυμηθώ μού καίγονται τα ποιήματα
Κι έρχονται οι λεβεντονιοί
Να μού ρυθμίζουν βήματα

.

Λεωνίδας Γαλάζης

ΣΑΝ ΝΑ ‘ΧΕ ΨΥΧΗ

Μάταια προσπάθησα να βρω
μια φωτογραφία του πρώτου σου αυτοκινήτου
που τόσο το φρόντιζες σαν να ‘χε ψυχή.
Κι όντως είχε ψυχή
αφού αυτό ποτέ δεν σε πρόδωσε!

Κι ακόμα (δεν ξέρω αν υπάρχει τώρα κάπου
ή αν η μηχανή του γέμισε χόρτα και σαύρες)
πόσο αγόγγυστα μετέφερε
όσα βάρη κι αν του φορτώναμε
όπως τη μέρα εκείνη
που φεύγαμε άρον-άρον από τη Λευκωσία
με τόσους άλλους.
Πώς μπορέσαμε τότε να συγκρατηθούμε
(κι ιδίως πώς μπόρεσε κείνο)
όταν οι φρουροί της «εθνικής σωτηρίας»
μας σταμάτησαν στη μέση του δρόμου
και πίσω μας ουρές αυτοκινήτων.

Δεν θυμάμαι τώρα πότε και πώς
αποφάσισες να τ’ αφήσεις
όμως θυμάμαι πολύ καλά
πως αργότερα πολλές φορές ομολογούσες
ότι θα ‘ταν καλύτερα
να μην το εγκατέλειπες
ότι θα ‘ταν προτιμότερο
να το φρόντιζες μέχρι τέλους.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ

Προδομένη περιφέρεσαι στο ακροθαλάσσι της Κερύνειας.
Άδεια πολυβολεία
Σκοποί κοιμούνται στα φυλάκια.

Για όλα φρόντισε ο Ιάκωβος.
Σαρακηνοί τρώνε τώρα τις σάρκες
Αυτής που ονόμασες πατρίδα σου.
Ελαφρά τη καρδία ο Ιάκωβος
Πούλησε τα πάντα για το στέμμα.
Πουλημένα τα ηλιοβασιλέματα
Πουλημένες οι αναμνήσεις
Από κουτούς που πίστεψαν
Στις υποσχέσεις του νόθου.

Προδομένη αντικρίζεις τη θάλασσα της Κερύνειας
Βλέπεις το πλοίο που θα σε πάρει μακριά να πλησιάζει
Μαυροντυμένη, βλέπεις τους προδότες
Μέσα στα βρόχια μιας τεράστιας αράχνης.

Άσε που οι κήρυκες ομιλούν περί εθνικής σωτηρίας
Άσε που βλέπουν την άνοιξη να πλησιάζει.
Το γεγονός είναι πως αφήνεις την Κερύνεια
Το γεγονός είναι πως μας εγκαταλείπει η Κερύνεια
Άδειους και μωρούς κι ανόητους ακολούθους
Ενός ακόμη πιο ανόητου αρχομανούς
Πυρομανούς και μητροκτόνου.


Της προσφιλούς πατρίδος τ’ ακρογιάλια
Βαρύς ζυγός στον τράχηλο
Ζητωκραυγές που ξάφνου κόπασαν
Και πύκνωσαν τα σύννεφα
Κι αρχίσανε κατάρες και βλαστήμιες
Από ποικίλες κατευθύνσεις.
Εκείνος άρπαξε το στέμμα απ’ το κεφάλι σου
Το πραξικόπημα ήταν γεγονός.
Πολλοί χορεύανε κι άλλοι χειροκροτούσαν
Την άνοιξη που δήθεν πλησίαζε
Άλλοι εκφωνούσαν πύρινους λόγους
Έχοντας ήδη παραδώσει τα πάντα στη φωτιά
Φωνασκούσαν για τη γαλάζια θάλασσα
Μη βλέποντας το κόκκινο της χρώμα.
Κραυγές υστερικές της μάνας σου
Καθώς επιβιβάζεσαι.
Αγαπημένε μου λαέ,
Τόσο εύκολα σε πλάνεψαν
Κατασκηνωτές του Τροόδους
Ελεγκτές κάθε κινήσεως, σκέψεως, προθέσεως
Πάσης εν γένει ενεργείας.

ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Λευκωσία πορνείο ανοιχτό
Λουλούδι μαραμένο
Λευκωσία με σύνορα, με σταυρούς, με δεκανίκια
Λευκωσία πράσινη
Λευκωσία της Γραμμής
Εμπορείο πατρίδων
Λεωφορείο απάτριδων
Παντού αδιέξοδα
Παντού στρογγυλά τραπέζια
Παντού Σιωπή
Λευκωσία σκληρή πραγματικότης
Λευκωσία τετελεσμένο γεγονός
Καράβι δίχως άγκυρα
Ναυτία τού ποιητή
Αδιέξοδα … αδιέξοδα. . . αδιέξοδα. . .
Λευκωσία κυπαρίσσι
Λευκωσία κενοτάφιο
Λευκωσία ματωμένη μου Αγάπη 

.

Αλεξάνδρα Γαλανού

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ

Νύχτα καλοκαιριού
το σπίτι ορθάνοιχτο
χασκογελάει.
Οι μάσκες προχωρούν
χωρίς ειρμό και συνδυασμό κυμάτων.
Λίγο πιο κάτω ο μιναρές
κι η ηχώ του μουεζίνη.
Βραδιά ποιητική
στο σπίτι με τα συνθήματα
«Δεν ξεχνώ»…
«Δεν είναι εδώ τα σύνορά μας»…
και το βουνό — ορόσημο
κρυμμένο στο σκοτάδι.
Κάπου ξεχάστηκε απόψε …

ΟΙ ΓΥΡΟΛΟΓΟΙ

Μ’ ένα σακίδιο νεκροψίες
οι γυρολόγοι πάντα επιστρέφουν
αγγελιοφόροι θριαμβευτές.
Μονομαχούν,
δαμάζουν θηρία,
σκοτώνουν δράκοντες.
Κάπου – κάπου αγκαλιάζουν
κι αγγέλους.
Ύστερα γυρνούν τη ράχη
και με τραγελαφικά προσωπεία
σφηνωμένα σε ημίκυρτους αυχένες
περιφέρουν την έγκλειστη μνημοσύνη τους
κάτω από το πορφυρό φεγγάρι.
Στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας
η παράσταση
αναβάλλεται επ’ αόριστον.

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

Οι μέρες στους μήνες
Οι μήνες στα χρόνια
προχωρούν.
Όνειρα που λιγοστεύουν
Αγρυπνίες που πληθαίνουν.

Οι ελπίδες ανεμόεσσες
Ακόμη σε συνεπαίρνουν.

.

Μιχάλης Γεωργιάδης

ΓΙΑ ΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ

Κατοικείται αυτή η πόλη;
Κατοικείται αυτό το χωριό;
Που πήγαν όλοι ;
Που πήγαν όλοι και αφήκαν τον Αη Μάμα
να διαπραγματευτεί τα σπίτια μας
να περισώσει τη ζωή μας;

ΑΝΘΟΙ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑΣ ΜΑΣ

Οι ανθοί της πορτοκαλιάς
προσπαθούν να δουν
πίσω από το φυλάκιο,
πάνω από το φυλάκιο.
Προσπαθούν να καταλάβουν
αν ακόμα μυριζόμαστε
το άρωμά τους,
αν θυμόμαστε
το άρωμά τους,
αν τουλάχιστον
το πεθυμήσαμε.

ΠΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ; ΑΓΙΟΥΣ

Δηλαδή, τώρα μεταξύ μας,
εντελώς μεταξύ μας,
όταν για είκοσι εννέα χρόνια,
κτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες σας,
νιώθατε ήσυχοι με τη συνείδησή σας;
Διερωτηθήκατε ποτέ,
ρωτήσατε ποτέ πως ένιωθαν οι αντίστοιχοι σας,
στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο;
Τί ένιωθαν για είκοσι εννέα χρόνια;
Τί ένιωθε ο Άης- Μάμας στη Μόρφου,
η Παναγία η Κανακαριά στην Κερύνεια;

.

Εύα Γεωργίου

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ

Περίλυπα μας κοιτάς σήμερα.
Διαβάζω τη σκέψη σου.
Πάλι καλπάζει η μνήμη.
Άλλη μοναξιά δεν αντέχεις,
σαράντα έξι χρόνια βουβή.
Στέκουμε όρθιοι απέναντί σου
ούτε ένα βήμα πίσω!
Μονάχα την ανάσα σου
αφουγκραζόμαστε,
ολοένα σφίγγει η θηλιά τον λαιμό.
Τα χρόνια μάκρυναν,
μίκρυνε της αντοχής ο χρόνος,
την τελευταία σπίθα ελπίδας κρατάμε.
Τα δάκρυα στέρεψαν,
μα δεν πετάξαμε μαντήλια,
τα δέντρα ξεράθηκαν,
αλλά μπορούμε να ακούσουμε
των πουλιών το κλάμα.
Εκκλησιές χαλασμένες
μα στο βάθος καμπαναριά αγέρωχα,
φωτογραφίες ασπρόμαυρες
στα υπολείμματα ερειπίων.
Σε βλέπουμε πια καθαρά
μέσα από την ομίχλη σου.
Ολοένα λιγοστεύουμε,
άγνωστο πόσοι θα προλάβουμε.
Θάνατος αργός η προσμονή σου.
Χέρι να σε φτάσουμε απλώνουμε,
μας πνίγει όμως το κενό
κι ύστερα, αυτά της ντροπής
τα συρματοπλέγματα
που σκούριασαν,
πίνοντας της θυσίας το αίμα.

 

ΜΑΥΡΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ

Τίποτα όμορφο, μαύρες οι μέρες.
Μονάχα θάνατος.
Το όνομά σου, ταυτισμένο με
εισβολή
πόνο
θλίψη
αίμα.
Αντίστροφα μετράς σήμερα.
Τραυμάτισες
όλα τα όμορφα αισθήματα,
μουντζούρωσες κάθε γλυκιά
ανάμνηση που κρατήσαμε,
φώλιασες στις ψυχές μας
τον φόβο του αύριο,
Ιούδας, ταιριάζει πιότερο στο όνομα σου.
Ένα αδικημένο γιατί
αιωρείται ανυπεράσπιστο.
Ό,τι απόμεινε από Ιούλη
είναι μονάχα κραυγή.

 

21η ΙΟΥΛΙΟΥ

Βαριά σιωπή.
Ό,τι είχες να πεις, το είπες,
ό,τι άκουσες, το χειροκρότησες.
Έπραξες ακόμη μια φορά
ακέραια το καθήκον.
Τίμησες στο έπακρο την επέτειο.
Τη χρωμάτισες από νωρίς μαύρο.
Κατέθεσες στεφάνι με γαρύφαλλα,
την τραγούδησες!
Γονάτισες. Με μαύρο δάκρυ θρήνησες.
Έσβησαν τα τελευταία φώτα.
Καρτερείς γρήγορα να τρέξουν οι μέρες
Επινοείς καινούργια ημερολόγια
με παρατεταμένες επετείους,
για να χωράνε
όλα τα ψεύτικα δάκρυά σου.
Για να μπορείς να ξεστομίσεις
κάθε παρανοϊκή σκέψη
που είχες φυλαγμένη στον χρόνο.
Αρκεί να υπάρχει πλούσιο γλέντι
να τραγουδήσεις,
αρκεί να σου δίνει βήμα
για παρελάσεις
και μιαν επανάληψη να ξεσκονίσεις
όλα τα χιλιοειπωμένα σου συνθήματα.

 

.

Κατίνα Γιαννάκη- Παπαστυλιανού

ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΑΘΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ

Έπλυνε βιαστικά τα πιάτα
κι έβαλε τις καρέκλες στη θέση τους
πριν φύγει από το σπίτι της
στη Μόρφου
η κυρά-Αγάθη•
σαν θα επέστρεφε
να μην το έβρισκε ασυγύριστο.
Σήμερα τη θάψαμε
σε κάποια ακατάστατη γωνιά της Λευκωσίας
δεκατέσσερα χρόνια απόσταση
από τους πορτοκαλεώνες της Μόρφου.
Κι ήταν Γενάρης
μα μύρισε λεμονανθούς και πάστρα
το ταξίδι της
στην ωραία Μόρφου των ουρανών.

.

Μαρούλα Γιασεμίδου Κάτζη

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ

Λεβέντη Πενταδάκτυλε,
πόσα σημάδια της ντροπής
βάρβαροι τούρκοι εισβολείς
στη σάρκα σου χαράξανε
πάνω στα μάγουλά σου.
Κι εμείς θωρούμε από μακριά
με θλίψη και ψυχή βαριά
βουβοί τη συμφορά σου.

Μα καρτερούμε μιαν αυγή
να τρέξουμε όλοι μαζί
τα χώματα σου τα άγια σεμνά να προσκυνήσουμε,
να πέσουμε στα γόνατα, να τα γλυκοφιλήσουμε.
Να τρέξουν δάκρυα ποταμοί,
να βγούνε δάση και δρυμοί
κι όλα τα χνάρια της ντροπής
σα θαύμα να τα σβήσουμε.

ΟΙ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ

Οι ψυχές τους τριγυρίζουν ανήσυχες,
γιατί τα σώματά τους βρίσκονται στοιβαγμένα
κάτω από τη μαύρη γη,
χωρίς τον ψαλμό της αγάπης.

Στους ομαδικούς τάφους τους
ανάπαψη δεν θα βρουν οι αδικοχαμένοι μας.

Καρτερούν την αναγνώριση των οστών τους,
για να ταφούν ονομαστικά
ως είθισται,
με τον πρέποντα έπαινο,
και το θρήνο των δικών τους.

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ

Τώρα κοιμήσου κάτω από το φεγγαρόφωτο
της προσμονής.
Το πάπλωμα που σε σκεπάζει
είναι η ασφάλεια της χειμερίας νάρκης,
που αγκαλιάζει νοσταλγικά τη μορφή σου.
Οι κουρτίνες απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
ανεμίζουν στην ερημιά σου ξέφρενα.
0 ασκός του Αιόλου είναι ακόμα ανοικτός.
Προθυμία υπήρχε μόνο για να τον ανοίξουν.
Τώρα ποιος να τον κλείσει;

.

Δημήτριος Γκόγκας

ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ…

Της Κύπρου και της Αμμοχώστου

Λησμονημένος ο κάμπος είναι το μικρό σπίτι που χάσαμε.
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο,
είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ‘αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς,
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.

 

Δήμητρα Δημητρίου

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ (ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ)

Τορέρο μαύρα φόρησεν, μαύρον καβαλλικεύκει
βρίσκει μιαν κόρην πόπλενε στης λεμονιάς τον ίσκιο

—Πού αλαργεύεις, λυγερή,
τι έχεις στο στήθος σου, που καρπούς
χρυσαφώνει;

Τ’ αστέρι του καλού μου, που στην κώμη φορεί

—Εμπόρισσα των μαντιλιών, τι έχεις στα μάτια,
που αιμορραγεί;

Τη σκληρή απελπισία, μου, του Ιούλη την κάψα,
Στην ανθισμένη λεμονιά από κάτω
πληγώνει με ο αγέρας.
Κόβω λεμόνια στρογγυλά
πέφτουν κάτω απ’ τα κλωνιά
ένα κλωνάρι έπεσε
ύστερα δυο και τρία
και στο μαντίλι το ’ραψα
κι εσχίστη το μαντίλι
και με τ’ αηδόνι μίλησα
κι εμάρανε η φωνή του. 

.

Ναδίνα Δημητρίου

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Μα πότε
απ’ το πηγάδι, το τρίσβαθο
θα φέρεις κόρη τ’ Άη Γιώργη
τ’ αθάνατο νερό

Των νεκρών τα μέτωπα
μ’ ευχέλαιο ν’ αλείψεις
να ξανανοιώσουνε
τις σκέψεις τους
τ’ αυτιά τους να δεχτούν
το πιο καλό μαντάτο

Πότε απ’ του βουνού τα σπλάχνα
απ’ όπου αναβλύζει κλάμα σιωπηρό
να ξεχυθούνε ήλιοι κι άστρα
κι άπλετα νερά να σώσουν
τα σκεβρωμένα μας χωράφια

Πότε θα λευτερωθούνε
τείχη κάστρα
περίσκεφτες καμάρες
απ’ τις ορμήνιες και τα μάγια
και με τα λόγια τα δικά τους
να σφραγίσουν των καιρών το αναγάλλια

Μα πότε θα λυθούνε
τα μάτια κόμποι της αντικρινής ελιάς
και να κραχτή η Μαλαματένια
απ’ το ξωκλήσι να εύλογα
κι απ’ του αηδονιού το στόμα
να πρωτοβγαίνουνε ηλιαχτίδες

Κέδρα λεύκες πεύκα
πότε θ’ αργοσείσης
όπως τις μυγδαλιές ο Απρίλης
το θαύμα να φεγγοβολήσει
κι εντός μας να ρυακίσουνε τα ρίγη
ακριβοθώρητα ποτάμια

Μα πότε θα ’ρθης
τις μεσόπορτες να ρήξεις
με τ’ αθώρητο το άγγιγμα
το χτυπητήρι να χτυπήσεις
των σπιτιών π’ ασθμαίνουν

Να ηχήσουνε καμπάνες
και οι αμάζωχτες φωνές σου
ζωγραφιές να μείνουνε
στους έσω τοίχους.

.

Κυριάκος Ευθυμίου

ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ

Δεν βγάζει ήχο το σκοτάδι που μαχαιρώνω
τα έγκλειστα βράδια της Λευκωσίας,
το έγκλειστο βράδυ που ξέρει να διαρκεί.

Πέρα απ’ το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι•
περιφέρομαι εφήμερος σε ζώνη νεκρή.

Άφαντοι οι φρουροί που φύλαγαν κάποτε
τη λυπημένη εικόνα της μεγάλης πληγής.
Νιώθω το φίδι της σιωπής που γλιστρά
θωπεύοντας τα λόγια που το εκτρέφουν.

Πέρα απ’ το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι.

Το πένθος προσκομίζει συμβάντα ντροπής•
μα τα ψεύδη θρηνούν τις δικές τους αλήθειες.

ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΛΥΓΜΟΣ

Με σταγόνες αγωνίας στο στήθος
που σταλάζει η θυμωμένη πληγή,
χύνεις λάδι στις παλιές πυρκαγιές
να καούν οι μαινόμενες μνήμες.

Δεν είναι γιατί βύζαξες από λαβωμένη θηλή
που ακούγεται κόκκινος ο λυγμός της φωνής.
Είναι οι ντροπιασμένες λέξεις που αιμορραγούν
επειδή κηλίδωσες με πράξεις το νόημά τους.

.

Αλεξάνδρα Ζαμπά

Ο ΧΑΜΟΣ

5

… η ώρα έτρεχε χωρίς περιθώρια

η θάλασσα στο βάθος ψιθύριζε
τα αφρικάνικα πανιά έφευγαν σε μακρινά ταξίδια

Εμείς, μαζεμένοι στο θωράκιο
μπροστά σ’ ατέλειωτο ουρανό τονίζαμε τη ζωή
και η γη άκουγε κρυμμένη στην άκρη του κόσμου

Εκκρεμείς κοιτούσαμε αργά
και κύματα τα ανακατεμένα μαλλιά
ρύθμιζαν ελαφρά λυτά φτερουγίσματα

Τα κορμιά τεντώνονταν στο διάχυτο αδύναμο φως
τα βλέμματα τότε γλυστρώντας ξάπλωναν
και ήταν Σάββατο…

.

Μιχάλης Ζαφείρης

Ο ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟΣ ΤΟ ΒΟΥΝΟ

Κύκλωπα βράχε
συ που κλονίστηκες κι αγέρωχα
παρουσιάστηκες πάλι
μέσα στου αιώνα το βραχυκύκλωμα
Σπαρμένες οι πλαγιές σου
απ’ την καμένη φλόγα
και το απέραντο φύλλωμα
των υγρών σταγόνων της βροχής
Εσύ που άδειασες το βλέμμα σου
τυφλώνοντας τον ήλιο το μόνο
Εσύ που αιώνες τώρα
αψηφάς ένα κάτεργο δουλείας
πώς λάμπεις μακριά μας
Κύκλωπα βράχε
οροσειρά της μοίρας του τόπου
και των στιγμών
η αιθέρια μουσική των κυμάτων
έρχεται ολοένα κοντά σου
μα πάντα φεύγει

Η σιωπή φευγάτη
εργοληψία θανάτου ή ζωής
φυγαδεύοντας για πάντα τη μιζέρια
Ένας κόκκος σαγήνης
πλέκει συνέχεια τον ιστό.
Δεν ξεχάστηκες.

.

Λεύκιος Ζαφειρίου

15.7.1974

Οι νεκροί βρομούσαν από ‘να
μίλι μακριά, ήταν ανελέητο
το τελευταίο καλοκαίρι —
τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων
τις στέγες των σπιτιών.
Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους
μπάσαν τους νεκρούς απ’ την πίσω
πόρτα στον Άη Γιάννη,
δεν τους χωρούσαν, λέει, τα φέρετρα.
Κι ο πιτσιρικάς —πήχτρα το αίμα
στα ρούχα του- άνοιγε λάκκους,
τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα
στους κροτάφους στη μνήμη
βαθιά ως το μέλλον.

Τον ήξερες αλλιώτικα
τον κυπριώτικο ήλιο
θεία Μαρίνα την αυγή
με τα περιστέρια στους ώμους.

ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Λευκωσία!
ο Μακρύδρομος δεν βγάζει
πια πουθενά
πίσω απ’ τις βιτρίνες των μαγαζιών σου
αιωρούνται πύργοι σιωπής.
Δεν σε παίρνει ο ύπνος
κι όπως γυρίζεις απ’ την άλλη μεριά
για να κοιμηθείς
ακουμπάει το πρόσωπο σου
το πρόσωπο της προδοσίας.
Λευκωσία! Λευκωσία!
είναι φοβερό, το ξέρουμε
που τρέμεις απ’ την ανάμνηση αυτή
γιατί τρυπάει τα κόκαλα τα νεύρα.

ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

Μέσα στο πούσι
έρχεται από πολύ μακριά
δίχως στέγη,
με τα περιστέρια στο γείσο –

είναι το ξυπόλυτο παιδί
με τη σπασμένη φυσαρμόνικα
που περνάει στον δρόμο’

είναι το πέτρινο σπίτι με τ’ άδεια
δωμάτια κι οι παράξενες αγελάδες
που έχουν μετακινηθεί
μέσα στην ομίχλη

είναι τα παράθυρα χωρίς
πλαίσιο στο πέτρινο σπίτι
με τα περιστέρια στο γείσο’

είναι το παιδί που δεν βλέπει
με τη φυσαρμόνικα
χωρίς ήχο –

απαγορεύεται η μουσική
και το εμβατήριο της θλίψης
έτσι καθώς διασχίζει τον δρόμο
με το πέτρινο σπίτι
ο μικρός Ζαχαρίας
μόλις δύο ετών’

ενθάδε κείται
στο κοιμητήριο Ριζοκαρπάσου

6.12.2004

.

Μαίρη Θεοδοσίου Νικολάου

20 ΙΟΥΛΗ

Από τότε
περπατώ με ένα πέδιλο
με μισό παντελόνι
και θυμάμαι τα χακί διάτρητα πουκάμισα
ν’ αποχαιρετούν τις ψυχές
που φυγάδευσαν οι τρύπες τους.
Η θυσία που επεβλήθη
δεν αφορούσε μόνο την Ιφιγένεια
μα κι αγουροξυπνημένους ανθούς
δίχως καν άρβυλα.

Οι εικόνες συνωστίζονται
μεσ’ στο λιοπύρι
να δηλώσουν παρούσες
ενώ στο μέτωπο
πάλλεται μια μωβ φλέβα
φορτωμένη ιστορίες πολέμου.
Το είδωλο της πατρίδας
σκαμμένο από ιαχές
αμούστακων βλεμμάτων
αντικατοπτρίζεται πάνω σ’ ένα βουνό
με κίτρινους εκσκαφείς
και μισοφέγγαρα.
Ακουμπώντας στον ώμο
ενός ασθμαίνοντος Σίσυφου
κουβαλούμε βράχο ασήκωτο το άδικο.

Να ξυπνούσαμε κάποτε απ` αυτή την αλήθεια
και να ζούσαμε επιτέλους το όνειρο.

.

Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου

ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΜΟΥ

Απόσπασμα

Το φως του φεγγαριού
κάνει κύκλους πάνω απ’ τα δέντρα
ψάχνει ακούραστο κι αδάκρυτο
τους αγνοούμενούς σου
ξεδιπλώνοντας τους στοχασμούς του
ένα-ένα
διηθώντας τις αναμνήσεις του
μια-μια
σκορπίζοντας το χλωμό του βάλσαμο
απ’ τη μιαν άκρη ως την άλλη σου,
Νησί μου,
να γαληνέψει τις πληγές σου.
Πάνε κι έρχονται
τα βράδια του
απ’ τις πορτοκαλιές της Μόρφου
ως τις θάλασσες της Αμμόχωστος
κι ακόμα
ως τα ερημικά μοναστήρια της Καρπασίας
με τα ορφανεμένα καμπαναριά.
Πάνε κι έρχονται,
κι ύστερα πάλι ξανασμίγουν.
Πιάνονται χέρι-χέρι
και στήνουνε χορό
γύρω απ’ τον Πενταδάκτυλο
τραγουδώντας ένα τραγούδι από γαλαζόπετρα
που το βαφτίσαν Λευτεριά.

ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ

Τα γυρίσματα των καιρών
άλλαξαν τον προορισμό του ταξιδιού
ξεθώριασαν τα ονόματα των οδών
έσβησαν τις επιγραφές 
στα κτίρια
στις στάσεις των λεωφορείων
στους σταθμούς των τρένων.
Κι εμείς χάσαμε τον προσανατολισμό μας.
Ψάξαμε επί ματαίω
με πυξίδες 
τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
ξανά και ξανά.
Ύστερα είπαμε: 
«Δεν πειράζει, ας το ξεχάσουμε, ας πάμε κάπου αλλού”.
Και φύγαμε χωρίς να γυρίσουμε το κεφάλι πίσω.

.

Ιωσήφ Ιωσηφίδης

ΒΑΔΙΖΕΙ

Βαδίζει ο Αινείας σε πέτρες καυτές,
με τον παράλυτο γονιό στον ώμο.
Κρατά το μικρό Πατρίκιο που κλαίει:
‘Ζ. ε ι ο παπάς μου. Να! Το χέρι του καίει!’
Πλάι γυναίκες ασάνδαλες τρικλίζουν
ως τον ορίζοντα, το διάπλατο κελί.

Βαδίζει ο πρόσφυγας προς την Ιταλία,
τους Τρώες μη στρέφοντας πίσω να δει,
καθώς έπεφταν απ’ τα βυζιά της Ελένης.
Βαδίζει, περνώντας απ’ την Κύπρο να βρει
τη μάνα Αφροδίτη, μαζί της να ανασύρει
τη χαμένη κάρα του συζύγου της Χαρίτας,
να την αρμόσουν στο σώμα να ‘ναι ακέραιο.

Πιο γενναίος απ’ όλους ο πρόσφυγας
που του αρκεί ο ήλιος να βαδίζει εμπρός,
ένα κεραμίδι στο χέρι να το ξαναστήσει,
μια βάρκα να σωθεί για να επιστρέψει.

.

Αγγέλα Καϊμακλιώτη

ΙΟΥΛΗΣ

Οι σειρήνες
ήχος μνημόσυνος
μνήμες ερινύες
ερινύες μοίρες
μοίρες ερπύστριες
Παρελθόν αγνοούμενο
παρόν εγκλωβισμένο
μέλλον αιχμάλωτο
Δύναται ο ήχος
να πυροδοτήσει τη μνήμη;
Ιούλης καύσωνας
κατακτητής
Ελέω λειψυδρίας
λειψανδρίας προπάντων
Μονόλεπτη σιγή
μονόλεπτη ντροπή
μονόλεπτος σκασμός
Ύστερα
ψυχές ρακένδυτες
μπάνια στις παραλίες

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ

Μετά από κείνη
την ειρηνική επέμβαση
καπνίσαμε οι περισσότεροι
το τελευταίο μας τσιγάρο
Έκτοτε κυκλοφορούμε φαντάσματα
στο θίασο του Καραγκιόζη
Τα βράδια μετά την παράσταση
κοιμόμαστε ανάλαφρα
στα όνειρα των παιδιών
κρατώντας σφικτά
παραμάσχαλα τις ενοχές μας

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ

Για να σε λησμονήσω
ξαπλώνω στην άμμο σου
και μαζεύω φωτόνια
Ύστερα τα αλείβω
με ευλάβεια στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά αστέρια
φυτρώνουν εντός μου
και τότε ανατέλλω
μηδενικά φορτισμένη
πανδέκτης και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε λησμονώ

.

Γιώργος Καλοζώης

ΜΟΡΦΟΥ ΙΔΕΑΤΗ

Αχ να’ χα μια
μπεσαμέλ να κουταλίζω
έχοντας μόλις βγει απ’
το νερό να ’ναι όλη
η ζωή μου κάτω
από το παγωμένο ντους
κι ο έρωτας έρωτας
μέσα στ’ αλατισμένα μάτια
σου που λάμπουν
αντί αυτού
εγώ που δεν έφταιξα
σε τίποτα σχεδόν
ρίχνω μες στο διορθωτικό
του χρόνου πολύ διαλυτικό
κι ακόμα μέσα στην
πιο καλήν αιτία βρίσκω
την πιο κακή αφορμή
Η αγάπη των παιδιών
χτίζεται πάντα σε βάρος
κάποιας άλλης όπως
πάνω σε εκκλησία
το τζαμί όπως η
ιεροτελεστία του φθόνου
στολίζει αυτόν που
επιβουλεύεται
με γιασεμί
Αχ να μπορούσα να
υπάγω στην πόλη Μόρφου
στο πίσω μέρος της
αυλής μου χρόνια τώρα
πελεκάω τα υποκατάστατα
σκηνικά
κι ακόμα έναν μελίρρυτο
Τούρκο τον πιάνω
τον φιλώ τον αγαπώ
έτσι θαρρώ πως ζω
καλύτερα
Μόρφου μου Μόρφου Μόρφου
κάθομαι και πικραίνομαι
παίρνω απ’ το ψυγείο
το ρυζόγαλο τις σοκολάτες
κόψε φωνάζει ο γαμβρός
ιατρός
ιδού έρχεται το ζάχαρον
η πίκρα του λέω
ισοφαρίζει το γλυκύ
κι εκείνος συναινεί
άφησε πίσω του
κι αυτός – Κύριος οίδεν –
τις νύχτες μπαίνει μέσα
στα όνειρα κλειδώνει
πίσω του την πόρτα
δυνατά
Το ξέρει ο Φοίνικας
η επιστροφή δεν είναι
εύκολη ο καθένας
εδώ που ήρθε έφτιαξε
τη Μόρφου του και η
Μόρφου της πραγματικότητας
ανεπίστρεπτα
απομακρύνεται σιγά – σιγά

.

Άντης Κανάκης

ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ

Στην κάμαρη του
τρία καρφιά
ήταν μπηγμένα στη γωνιά.
Στο ’να κρέμαζε
το σακάκι του,
στ’ άλλο το παντελόνι,
Και στο τρίτο
το πουκάμισο του.
Και κουρασμένος
βυθιζότανε στον ύπνο.
«Ό υιός σας έπεσε
υπέρ πατρίδος…»
η μάνα δεν ήξερε
γράμματα.
Το διάβασε ή γειτονοπούλα
Λέξη δεν είπε η μάνα,
Έμεινε να κοιτάζει τα γυμνά
καρφιά.
Κ’ υστέρα έβγαλε
ένα μουγκρητό
σα να καρφώθηκαν
και τα τρία
στην καρδιά της.

.

Ανδρέας Καπανδρέου

ΣΗΜΑΙΑ

Ας το παραδεχτούμε:
η σημαία με το μισοφέγγαρο
που είναι ζωγραφισμένη στον Πενταδάκτυλο μας πληγώνει
είναι προκλητική και ακαλαίσθητη.
Εξυπηρετεί όμως κάτι.
Θυμίζει σε όποιον στρέψει το βλέμμα του προς το βορρά,
την Κατοχή.
Ανεκτίμητη είναι αυτή της η συνεισφορά.

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ

Κάποτε το έβλεπες γραμμένο παντού!
Σαν σύνθημα στους τοίχους
στα δελτία ειδήσεων
στις κομματικές ανακοινώσεις
στα σχολικά τετράδια…
Σήμερα υπάρχει μόνο στο χαρτάκι
που είναι κολλημένο στο ψυγείο
δίπλα από τη λίστα για τα ψώνια.
Να μην ξεχάσω: πως Δεν Ξεχνώ.

.

Ανδρέας Καρακόκκινος

ΚΑΘΕ ΙΟΥΛIOΣ ΦΕΥΓΕΙ

Κάθε Ιούλιος
μια ρωγμή
χαραγμένη στο χρόνο
ένα σπάραγμα της μνήμης
κι’ αναμονή που σβήνει
αδικαίωτη
σαν φλόγα κεριού
στην δροσερή αύρα της νυκτός

Κάθε Ιούλιος
ένα ταξίδι 
στις ράγες της επιστροφής
ένα βαγόνι 
που ανατρέπεται 
σε ανομολόγητες διαδρομές
και το βάρος των σταυρών
ασήκωτο.

Κάθε Ιούλιος 
φεύγει
με τα συνθήματα γραμμένα
στις καλένδες
με τις φωνές να σβήνουν
σε αδιέξοδες διαδρομές
κι εμείς μετράμε χρόνια 
δίσεχτα.

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΠΕΖΟΜΑΝΤΗΛΟ

Ξαναγύρισα
χωρίς εκτοπισμένες μνήμες
ήταν όλα εκεί
μια ανοικτή πληγή
που περιμένει καρτερικά
να τη ραντίσεις
σταγόνες από δάκρυ χαμομηλιού.

Όλα στην ίδια θέση πίκρας
και στο τραπέζι στρωμένο
εκείνο το παλιό τραπεζομάντηλο
με τις κόκκινες ρίγες
με περιμένει πάντα
για ένα τελευταίο δείπνο
αποχαιρετισμού.

ΣΤΗ ΘΗΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΟΣ

VIII

Το αύριο σου 
τυλιγμένο σ ένα σύννεφο θολό
με καινούργιες πληγές
να σου χαρακώνουν τα στήθια
και τις παλιές να στάζουν θλίψη
ταξιδεύει με μαύρα πανιά
και κουρασμένους κωπηλάτες
σε θάλασσες αφιλόξενες
με κύματα φίδια που χτυπάνε
να σε βουλιάξουν στο βυθό
μιας άλλης ανοίκειας ηθικής 
τα λάβαρα της ιστορίας σου
διπλωμένα στο παλιό σεντούκι
θα ανασάνουν τις προσταγές
καινούργιων αφεντάδων
ορατών και αοράτων
κι εσύ θα αρμενίζεις 
στη προσδοκία της Ανάστασης

ποια αλήθεια
ποιος ήλιος και ποιο φεγγάρι
ποια λόγια και ποιοι στίχοι
θα φωτίσουν ξανά αυτό το τόπο
που ματώνει κάτω από τη θηλιά
ενός ατέλειωτου συρματοπλέγματος;

.

Μαρία Καρδάτου

ΙΟΥΛΙΟΣ ‘74

Ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ
σηκώνεται στον ουρανό
για ν’ αντιμετωπίσει
τα βομβαρδιστικά
των τούρκων
Γιατί χάνονται τα παιδιά μας
ουρλιάζουν οι μανάδες
μα η μαυρίλα κι η φωτιά
δεν απαντάνε
Κατεβάζουν τους εργάτες
από τις σκαλωσιές
τους στέλνουν στο χαμό
Τα μωρά κλαίνε στις κούνιες
δεν τα ταΐζουν
χάνονται οι γονείς
Η γης ανοίγει όπως σε σεισμό
χωρίζεται στα δυο . . .

. . . Αυτοί είναι γέροι τώρα
Ποιόν να τιμωρήσεις
Έτσι τους είπαν λέει
δεν φταίνε αυτοί λέει . . .
Ποιος φταίει για τους τάφους
τους ομαδικούς στον ουρανό
Που πηγαίνεις τώρα εσύ
νεαρέ Δον Κιχώτη
με ένα πιστόλι χωρίς σιγαστήρα
Οι ανεμόμυλοι τώρα
λέγονται Αιολικοί
Ο Αίολος έφταιγε
αυτός θα φταίει πάντα
που ανεμοδέρνει
ανθρώπους
τους τρελαίνει
και τους χωρίζει στα δυο
Τους ρίχνει στη θάλασσα
προσπαθεί να τη χωρίσει
κι αυτήν με τρυπάνια
Τρελαίνονται κι οι φάλαινες
και βγαίνουν στη στεριά
Κανείς δεν ακούει τις μανάδες
Ακούστε τουλάχιστον
πως θρηνούν οι φάλαινες
Με τις φωτογραφίες στα χέρια
ψάχνουν ακόμα τα παιδιά τους
Ο θρήνος γίνεται δάκρυ
και το δάκρυ
πετρέλαιο για τους «δυνατούς»

.

Νίκη Κατσαούνη

ΜΝΗΜΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Κι ύστερ’ ανοίγει τα παράθυρα
και μπαίνει
αγκάλες ήλιου
και κλωνάρια φεγγαριού
μεσ’ στα σεντόνια τα σκορπάει
κι ευωδιάζουν σαν άστρα
σε λειβάδια τ’ ουρανού.
Κι ύστερα κλείνει τα παράθυρα
και μένει
κε οπό μελτέμι μέντας
που ξεστράτισε γι’ αλλού
κι άλλαξε γνώμη, «εδώ μ’ αρέσει», λέει
μοιάζει σα’ θάλασσα, σαν μύθος
του βυθού,
που κρύβονταν μεσ’ σ’ όστρακο αρχαίο
και δεν γινότανε να ειπωθεί
παρά για λόγο απόκοσμο, σπουδαίο
κρυφά, γλυκά, χωρίς ν’ ακουστεί.
Ανοίγει τα παράθυρα και μπαίνει
νάμα σα’ νόημα που κάπου με καλεί
άκουσμα γνώριμο από την Αγία Ζώνη
κι ούλι μυρίζει και γιασεμί.

ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Μέρα τη μέρα τριγυρίζω
μα πίσω σβηούν τα βήματά μου
έχουν χαθεί τα χώματα μου

Σπίτι παλιό στην παραλία
πόλη μου 8ύμηση παλιά
φεύγουν οι τόποι σαν πουλιά

Νύχτα η νύχτα δεν τελειώνει
πόλη μητέρα μου χαμένη
αγκάλη που με περιμένει
Όρθρου καμπάνες σας ακούω
φτωχά ξωκλήσια ερειπωμένα
πουλιά ορφανά, παγιδεμένα

Χρόνο το χρόνο μου μετράω
μέρες πληγές που με πονάτε
νύχτες αιχμές με διαπερνάτε
Πόλη και σπίτι κι ακρογιάλι
Γυάλινοι κόσμοι που ραγίσαν
θρύψαλα τη ψυχή μου αφήσαν

Μέρα 8α ζήσω ν’ αντικρύσω
Πόλεις, αρχέγονες μητέρες
Νύχτες να λάμπουν σαν ημέρες
Σπίτια ξανά ζωντανεμένα
Φίλους και γέλια από παιδιά
Κι έρωτες πάλι στην καρδιά.

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ

Θαλασσινός ο κόρφος σου
κι ανθοί στις αμασχάλες
κι ολόδροση πως μύριζες
στις πρώτες τις ψιχάλες.

Πόλη που παίζαμε παιδιά
μεσ’ στην πλατειά ποδιά σου,
με ψάρια και λεμονανθούς
χαμήλωσ’ τη ματιά σου.

Τις θύρες σου να κλείσεις τες
και να μας περιμένεις
και μυρωδιές και ομορφιές
τον ξένο να μην ραίνεις.

Σφάλισε, κλείσε, δίπλωσε
παράπονο τ’ αχείλι
χώσου στην άμμο Αμμόχωστο
σα’ σπάνιο κοχύλι.

Και μεις πουλιά που διώξαν μας
τον Αύγουστο οι εχθροί σου
να ξέρεις θα γυρίσουμε
πιστά, στην Άνοιξη σου

.

Αναστασία Κατσώνη

ΟΙ ΛΕΜΟΝΙΕΣ ΣΟΥ Θ’ ΑΝΘΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ

Λάπηθος, ανθισμένο λουλούδι
στην πανέμορφη γη του Πράξανδρου!
Ακονίζουν ακόμα τα μαχαίρια
οι Λαπηθιώτες τεχνίτες σου.
Πλάθουν ακόμα τον πηλό
οι δικοί σου αγγειοπλάστες,
καθώς έμαθαν από πάππου προς πάππου
γενιά με γενιά…

Τα υφαντά σου, ζωγραφιές, θυμητάρια
κεντημένα από χέρια γυναικών
που τις γέννησες,
στέλνουν ακόμα το μήνυμα της παράδοσης
που ποτέ δεν προδώσαμε.

Τα κυκλάμινα ανθίζουν ακόμα
στις παρυφές του σκλαβωμένου Πενταδάκτυλου,
απείραχτα κι ανέγγιχτα απ’ τον χρόνο
κι απ’ του ξένου βαρβάρου το κούρσεμα,
φυλακές της δικής μας άνοιξης
που για χρόνια προσμένουμε
κι όπου να’ ναι θε να ’ρθει.

Οι λεμονιές σου θ’ ανθίσουν και πάλι
σκορπώντας απλόχερα μυρωδιές
που μεθούν την ψυχή
και μεστώνουν τον πόθο
για τον γυρισμό…

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ

Βγήκαμε στον δρόμο
και πήραμε το τρένο για τη δύση,
γιατί ο ήλιος βασίλεψε πια
κι ο ορίζοντας δεν θα ροδίσει.
Ατενίζοντας για λίγο την ανατολή,
μείναμε έντρομοι
για το ταξίδι μας στη δύση.
Αναποφάσιστοι
ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας,
το άμοιρο ταξίδι μιας μοίρας πικρής,
με τη θλίψη στην ψυχή
και την πίκρα στα χείλη…

ΕΜΜΟΝΗ

Κουρνιάσαμε σε ιδέες
κουρσεμένες από βαρβάρους.
Οι πλεκτάνες των βαρβάρων
δεν μας τρομάζουν.
Επιμένουμε
σε φωτεινές ιδέες,
εμμένουμε
στις δικές μας ιδέες.

.

Φροσούλα Κολοσσιάτου

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Γύρισα μα δε μπόρεσα να βρω το νησί μου.
Το πήρε ο πόλεμος.
Αθώα μαζί και ένοχη
θυμούμαι τους πλακόστρωτους δρόμους
που χάθηκαν ένα πρωί
μαζί με τα παιδιά που θέλησαν να τραγουδήσουν.

Το μαύρο συρματόπλεγμα
το στήριξαν καρφιά σατανόμορφων
ανθρώπων, που τους φοβούμαι.
Μα πάλι τί είναι τούτα τα μάτια
που ξεπετιούνται μέσα
στην παρθένα εγκυμονούσα θάνατο επιφάνεια;
Τί είναι τούτες οι κραυγές
των ζορισμένων παιδιών που δεν σωπαίνουν;

Είναι οι νέες μορφές.
Είναι οι αρχάγγελοι νέων σχημάτων.

ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ

Θα μαζέψουμε τα σκουπίδια
Ενός πολέμου που δεν αποφασίσαμε
Με μάσκες που συγκαλύπτουν ασχήμιες
Θα ξεχάσουμε
Δύο τρύπια παπούτσια στις ερημιές
Δύο τρύπες άδειες τα μάτια
Θάνατος

ΚΥΠΡΟΣ 15 TOY ΝΙΟΒΡΗ 1983

Η θλίψη σου πλανιέται στα μάτια μου
Και μας ανήκει

Σήμερα θα ‘χω γεράσει πάλι απότομα
Είμαστε μόνες
Τα ματαίωσε όλα
Η χειμερινή λευκή απεργία των μουσικών.
Μια άτυπη επέμβαση χωρίς ευθύνη.
Αν όλο και περισσότερο σ’ αγαπώ
όλο και πιο πολύ σε χάνω.
Οι πρώτες σοδειές σκορπίστηκαν.
Η γλώσσα σου τώρα βουβή.
Φοβούμαι δεν θα προλάβεις να μου μιλήσεις.
Ποια θέση να πάρω σε τούτο τον τόπο;
Είσαι ένα σώμα συνέχεια εκτεθειμένο στο θάνατο.
Μέσα στο μυστικό πηγάδι πνιγμένη,
Μια μακραίωνη συμβίωση
με το θυμωμένο ουράνιο τόξο.
Μια σύνθεση ωστόσο πολύμορφη
Επίμονα έρχεσαι απ’ το βυθό της θάλασσας αθάνατη.

.

Βέρα Κορφιώτη

ΕΝ ΚΥΠΡΩ 1974 Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Το χτεσινό πρόσωπο
προσπαθεί ν’ αυτογνωρισθή σήμερα
ν’ αυτοβεβαιωθή ότι υπάρχει
εμπειρίες πυκνές
ποίημα οδυνηρό, αδούλευτο
αέναη αντίσταση
εσωτερική αναδίπλωση
συστολή,
εκείνο που λέγεται είναι βαρύ
δεν επιδέχεται διαχύσεις.

Όλο αναμένει ένα σήμα εξόδου
μια φωνή ανοικτή
παντού ενεδρεύει το ενδεχόμενο
όσο κι αν περπάτησαν
κατέχουν πάντα τη συνείδηση
πως δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει

ενεδρεύουν μνήμες
ενεδρεύουν ρωγμές
ενεδρεύουν…………..

Μετέωρα πλάσματα
ανάμεσα γης κι ουρανού
με την πόρτα ανοικτή στους ανέμους
πού φυσούν από παντού
ακατάσχετη έκφραση δράματος
την κάθε στιγμή
μέρα και νύχτα.

Μετασχηματίστηκαν οι πόλεις
μετασχηματίστηκαν οι αγροί
μετασχηματίστηκε η φυσιογνωμία.

Το καθημερινό αδιέξοδο
που ωθείται σε άλλο αδιέξοδο
κηρύγματα ενταφιασμένα στους κάμπους
να κοιμούνται μαζί με τους ήρωες
οικουμενική εκκρεμότης.

ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

της Ρήνας

Κερύνεια του Ομήρου
με χίλιες φωνές κρένεις
μεταγγισμένη στη ζωή μου
με χίλιους τόνους πάθος
μη μ’ αφήσεις κι αφανιστώ
μέσα στο χάος
Κερύνεια του Ομήρου
που έμαθες να περιμένεις
στ’ ακροδάχτυλα της υπομονής μου
Μαύρη δαφνοελιά
η πίκρα του χαμού σου
μες την ψυχή
Στο βράχο τ’ Αρχαγγέλου
μερόνυχτα στριφογυρνά
ο θρήνος της φυλής μου
σαν τη βουή τ’ ανέμου
Τα βουνά της Τραμουντάνας
είναι πλασμένα για να ζήσουν άντα
το χάλασμα τους να το δει
δε θα προφτάσει κανείς
Μα η πίκρα του χαμού τους
μαύρη δαφνοελιά
μες την ψυχή
Κερύνεια
στ άπιαστα κι απροφήτευτα
αγκίστρωσες τη ζωή μας
Κερύνεια η μοίρα σου
μοίρα δίκη μας

.

Θεοκλής Κουγιάλης

ΤΑ ΔΥΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙΑ

Φτάνει να μην υποχωρήσεις, είπε η μάνα μου
και μ’ άφησε στα χέρια κάτι
που πρέπει να ήταν ακριβό γιατί
σε μια μεγάλη έκταση
είδα τ’ αδέλφια να σηκώνουνε στους ώμους
σακιά σιτάρι
σακιά την ευωδιά του ολόζεστου ψωμιού
και της πικρής της δάφνης.

Φτάνει να μην υποχωρήσεις, κι άστραψε.
«Ποιος πολεμά» ρωτήσαμε
«Ποιος ξεψυχά και ποιος» ρωτήσαμε
«ορίζει τις ψυχές σ’ αυτό το διψασμένο κάμπο;
– «Ο άνεμος, ο άνεμος και δυο στρατιωτάκια»
απάντησε μέσ’ απ’ τα ξερολιθιά η σαύρα
κι έπαιξε το ματάκι της στον ήλιο.

.

Πάμπος Κουζάλης

ΑΝ

Γνωρίζω πως το «αν»
ουδέποτε ευδοκίμησε
στης ιστορίας τους καρπερούς αγρούς
Μα πάλι λέω
αν
αφού είχαν όλα προαποφασιστεί
κι ήταν η προδοσία
προδιαγεγραμμένη
Αν, λέω, είχα αποσκιρτήσει
κι είχα επιστρέψει
στου λαιμού σου την απάνεμη καμπύλη
Αν τους άλλους τριάντα επτά
είχα κλειδώσει άκλαυτους
στο ομαδικό τους πένθος
Θα μ’ αγαπούσες;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Σαράντα χρόνια κυοφορώ μια πέτρα
Ο άντρας μου δεν θέλησε πατέρας της να γίνει
Με χώρισε, παντρεύτηκε μια νύχτα το σκοτάδι
Ως τα σαράντα του άνεμος γινότανε πυκνός
και μου ‘σβήνε τις λάμπες πετρελαίου
και μ’ άφηνε ασήμαντη
τυφλή να πλέκω χρόνια
Μα στέρεψαν τα νήματα
Γυμνά μασούρια στέρφα
χωρίς ποτέ ξανά την παρουσία δική του
Με της βελόνας μου κεντρί δίχως κλωστή
γαζώνω πένθους νυφικό και λειώνουν οι λαμπάδες
Προβάρω το και με τρυπούν και πέφτουν οι καρφίτσες
Οι πιέτες μαραζώνουνε
Έκλειψη σώματος
Οι πεθυμιές παράνυμφοι
Το βέλο πιάνεται στου τοίχου ένα καρφί
Απόψε μύρισε το στήθος μου λεβάντα
Πάντα του άρεσε, θυμάται;
Του ‘βαλα και στην τσέπη του κρυφά
Να ‘χει να με μυρίζει εκεί στα κάτω σπίτια 

ΙΟΥΛΙΟΣ

Πρωτοχρονιά πρώτη φορά χωρίς εκείνον
Μέρες καλές σου έλεγα
μου ‘λεγες πως σου λείπει
Φίλησα δάκρυ μάγουλο
δάκρυσες λόγια χώρια
Κάθε που θ’ αλλάζει ο χρόνος
με τον Ιούλιο ποτήρια θα τσουγκρίζεις
Μόνη θα πίνεις το κρασί, μόνος θα φεύγει εκείνος

.

Μάνος Κράλλης

ΓΕΥΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

III

Το περιστέρι πέταξε μαύρο μες τις λεπίδες του φωτός.

Ψηφιδωτά που χάλασε ο καιρός μισοσβησμένα 
Κάθομαι και στοχάζομαι τα πρόσωπα που χάθηκαν 
Στο γύρισμα του φεγγαριού φέτος το καλοκαίρι.

Κι άξαφνα μες απ’ τα θολά τής θύμησης νερά 
Σα μια γαλέρα μυθική από χαλκό κι αχάτη 
Υψώθηκε αργά αργά το νέο φεγγάρι.

Φεγγάρι εσύ θαλασσινό, ερωτικό φεγγάρι
Πάρε το νεκρικό φανάρι σου και πέσε μες το πέλαγο
Να φέξεις το σκαλί-σκαλί, το μονοπάτι…

Φεγγάρι από γυαλί και πορσελάνη 
Καράβι εσύ φανταστικό του μαύρου αγέρα 
Πάρε μαζί σου τις ψυχές των σκοτεινών παλληκαριών 
Πού κάλεσε στις αμμουδιές φωνή θανάτου.

Χ

Η πλατεία ήταν έρημη εκείνη τη νύχτα
Με τα κλειστά περίπτερα, τις ξεσκισμένες αφίσες.
Μύριζε καμένο ρούχο, στάχτη, πυρκαγιά.

Πηγαίναμε μαζί μα οι λέξεις στέγνωσαν στα χείλη.
Μόνο κοινό σημείο επαφής ήταν ο φόβος
Εκείνος ο πρωτόπλαστος, απροσδιόριστος φόβος
Που γνώρισε ο άνθρωπος σ’ ένα χωράφι τριβόλων.

Μετρούσαμε τους οβολούς της πίκρας μας
σκαλίζαμε την τέφρα της ψυχής.

Κι άξαφνα πέρασαν με ορμή, μουγκρίζοντας
Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, κατάφορτα κλαδιά των ευκαλύπτων
κι ακακίες,
Κι εχάθηκαν γοργά σ’ ένα πυκνό σκοτάδι.

Όμως σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα, για λίγα δευτερόλεπτα μονάχα
Το μάτι πρόφτασε να ιδεί στο δυνατό το φως των προβολέων
Ένα κεφάλι εφηβικό, που με ανάστροφη ματιά εκοίταζε το χάος
Τα στιβαγμένα σώματα κομμάτια.

– Τι γρήγορα που χάθηκαν τούτα τα νέα παιδιά
Απροετοίμαστα για θάνατο, γι’ αυτό το είδος του θανάτου…

XIV

Καλοκαίρι τής πίκρας
Δίψα κατσικιού που μασουλάει την πίκρα του κοντά στις πικροδάφνες
Κέντρισμα της μέλισσας, ρόδι ανοιχτό στο δάγκωμα του ήλιου 
Πήρες μες τις δαγκάνες σου τη μέρα και την έθαψες στην άμμο.

Καλοκαίρι στυφό
Με τα στυφά λεμόνια σου, τα κίτρα
Μεγάλη Παρασκευή που ήρθες παράκαιρα 
Κερί τού Επιταφίου.

Ω καλοκαίρι αδίστακτο 
Κερήθρα τού πικρότατου μελιού 
Γεύση θανάτου.

.

Νίκος Κρανιδιώτης

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ

Απλώνει η πανσέληνος τ’ ασήμι της στη θάλασσα
Στέλλει μαργαριτάρια στους γυμνούς ώμους
και λάμψη αθάνατη
στα μάτια της μικρής αγαπημένης.

Χιλιάδες οστρακόδερμα
βγαίνουνε θαρρετά στο φως
να βάψουνε το κέλυφος τους ασημί,
να θησαυρίσουν στα κογχύλια τους
τον ήχο της εσπέρας.

Ο αέρας σελαγίζει το τρόπαιο της νύχτας,
κι η νοτισμένη σιωπή σκορπά το μύρο της
στους κοιμισμένους κήπους.

Τούτες οι μνήμες με πληγώνουν.
Κι όμως, ποτέ δεν θέλω να μ’ αφήσουν.

Κάπου εκεί,
πίσω απ’ το σκλαβωμένο Πενταδάχτυλο
είναι δεμένο,
κόμπος αξεδιάλυτος,
το νήμα της ζωής μου.

Η ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΝΑΥΣ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ

Φωνή της θάλασσας,
φωνή του περασμένου καιρού
ακούστηκε.

Καράβι που σε φύλαξε το κύμα
στον κόλπο πολυφίλητου νησιού,
μήνυμα αρχαίο του κόσμου των Κυκλάδων!
Αναδύεται ακόμη άρωμα διονυσιακό
από τους άθικτους κρατήρες τ’ αμπαριού σου,
στα βάθη του ωκεανού.

Οι ναύτες σου, που δεν κοιμήθηκαν
αιώνες τώρα, βγαίνουν τα βράδια
με τ’ άστρα, την πανσέληνο,
και σεργιανάνε στα σοκάκια της Κερύνειας.
Κάθονται κάτω στο λιμάνι,
πίνουν κρασί, μιλάνε Ελληνικά,
γελάνε και αστειεύονται με το φεγγάρι,
σαν να μην έχει μεσολαβήσει τίποτε από τότε,
αίμα , φωτιά, μαχαίρι, αφανισμός,
σαν να ‘ναι όλα, όπως ήταν χρόνια πριν, ειρηνικά,
με τους παλιούς Θεούς,
με τον Αρχάγγελο ύστερα ν’ ανοίγει τα φτερά του
χρυσός αετός,
πάνω από τον περίκαλλο ναό,
την Παναγία τη Χρυσοπολίτισσα
να περπατάει με τα γιορτινά της
στους δρόμους του Δεκαπενταύγουστου,
και να ‘ναι όλοι μαζωμένοι, μια αρμαθιά, νεκροί και ζωντανοί.

Πώς έγινε Θεέ μου, αυτό το θαύμα!
Ύμνε Ελληνικέ, γεμάτε φώς,
ντύσου τον ήλιο της Ανατολής,
έλα να διαλύσεις τ’ άγρια σύννεφα,
τη λύτρωση να φέρεις στη μικρή πόλη μας,
και ν’ αποδώσεις λεύτερο στο πέλαγο
το σκλαβωμένο, μες στο κάστρο, αρχαίο καράβι.

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ

III

Μέσ’ από τις ανταποκρίσεις τού Τύπου
διαβάσαμε τη συμπάθεια των άλλων
για την καταστροφή μας.

Ύστερα σχίσαμε τις εφημερίδες
και τεμαχίστηκε η συμπάθεια.

Ποιος θα πάρει τα ράκη του Ιώβ
να ντύσει την υπομονή μας;

Ποιος θα σαλπίσει τη σάλπιγγα του χρέους
να πέσουν τα τείχη της Ιεριχούς;

.

Πόλυς Κυριακού

ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΟΥ

Θ’ ανάψω απόψε ένα κερί
Με μουσική λυπητερή Κερύνεια μου.
Να ‘ρθει το φως και να με βρει
Ν’ ανοίξει η μνήμη την πληγή Κερύνεια μου.

Θα μπω μ’ ένα παλιό βιολί
Μεσ’ του σπιτιού μου την αυλή Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Να σε χορέψω μια στροφή
Σαν άντρας πού ‘χει τρελαθεί Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.

Ύστερα θα ‘ρθει μια βροχή
Σαν ζυγαριά στην αντοχή Κερύνεια μου.
Οι νότες τέρμα θ’ ανεβούν
Με αίμα οι σταγόνες θα μας βρουν Κερύνεια μου

Θα μπω μ’ ένα παλιό βιολί
Μεσ’ του σπιτιού μου την αυλή Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Να σε χορέψω μια στροφή
Σαν άντρας πού ‘χει τρελαθεί Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.

Ποιος μας πληγώνει; Ποιος μας πονά;
Ποιος μαχαιρώνει;
Ποιος μας πληγώνει; Ποιος μας πονά;
Ποιος μας ενώνει;

ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΣΤΑ ΣΧΕΔΙΑ

Η Αμμόχωστος δεν ήτανε στα σχέδια.
Μια επιδέξια δεύτερη μαχαιριά,
πισώπλατα εν καιρώ ειρήνης.
Κι αποχαιρέτησε.

Άδειασε ένα-ένα τα δωμάτια των ξενοδοχείων,
έσβησε σιγά-σιγά τα φώτα,
χαμήλωσε τη μουσική.
Είπε στη θάλασσα να γαληνέψει,
να δει και να φύγει ο εχθρός.
Έτσι κι αλλιώς άλλα ήταν τα σχέδια του.

Έβαλε τα κύματα να κοιμηθούν μεσημεριάτικα.
Ούτε καν πρόλαβε να πουλήσει τις εφημερίδες κείνης της μέρας ο εφημεριδοπώλης.
Κι αποχαιρέτησε.

Η Αμμόχωστος πίστευε πως μέχρι το σούρουπο θα επιστρέψει.
Ότι θα βάλει το κλειδί στην πόρτα,
ότι θα ανοίξει το σουπερμάρκετ,
θα απλώσει τα κρεβατάκια στις παραλίες,
θα βάλει το τζουκ μποξ στη διαπασών,
θα πουλήσει παγωτά σε χωνάκια στους τουρίστες.

Αύγουστος μήνας. Ζεστός.

Τους εραστές της χρυσής αμμουδιάς κάποιος πρέπει να τους φροντίσει επιτέλους.
Γι αυτό, η Αμμόχωστος πίστευε πως μέχρι το σούρουπο θα επιστρέψει.

Δεν ήτανε, δεν ήτανε στα σχέδια ετούτη η πόλη. Δεν ήτανε στα σχέδια.
Πίστευε πως μέχρι το σούρουπο θα επιστρέψει

Μα δεν επέστρεψε!

ΚΥΠΡΟΣ ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ

Κομμένο στη μέση ξυπνά το νησί
Για χρόνια
Μου είπαν πως θα’ χω πατρίδα μισή
Αιώνια

Μα βλέπω τη θάλασσα κι είναι βουνό
Το κύμα
Θαρρώ θ’ αγριέψει, θα βρει ουρανό
Το κρίμα

Κ ύ π ρ ο ς Ν υ ν κ α ι Α ε ί
Σ τ ο υ ς α ι ώ ν ε ς
Τ ω ν α ι ώ ν ω ν
Κ ύ π ρ ο ς Ν υ ν κ α ι Α ε ί
Ο ι α γ χ ό ν ε ς
Χ ί λ ι ω ν χ ρ ό ν ω ν
Δ ε ν ξ ε χ ν ο ύ ν τ η ν π λ η γ ή

Απ’ τον Πενταδάχτυλο κλέβει το φως
Η νύχτα
Σαν να’ ναι η σιωπή του η πιο δυνατή
Σφυρίχτρα

.

Γιώργος Κωνστάντης

ΜΝΗΜΗ ΙΟΥΛΙΟΥ

Είναι μέρες που χάνομαι χωρίς ταυτότητα
Με πρόσωπο αγνώριστο μέσα στα πλήθη
Σύννεφο φυγαδεμένο πέρα από τους ορίζοντες
Ρυάκι σβησμένο πίσω από νυχτερινούς βράχους
Χωρίς ν’ αφήσει κανένα ήχο ζωντανού νερού
Κάποιος να γνωρίζει από πού πηγάζει.

Ακούω μόνο τη φωνή της θάλασσας
Μουσική πάνω στους βράχους της σιωπής
Κι όσο κι αν με θωρείτε να ‘μαι κύμα λευκό
Πνιγμένα κρίνα είναι κάτω απ’ τον αφρό μου.
Έχω μια γεύση μνήμης αλμυρής στο στόμα
Του Ιουλίου μήνα με φοβίζει η φωνή
Και αυτών που πνίγηκαν στις τρικυμίες.

ΑΝΥΠΟΠΤΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ

Την κατηφόρα του βουνού παίρναμε τραγουδώντας
δεξιά θαλασσινά φεγγάρια μέσα στο νερό
στ’ αριστερά μας εκατομμύρια ήλιοι
στόλιζαν του βοσκού την απογευματινή φλογέρα
ρίχνοντας στα μαλλιά μας χρυσοφώς.

Μπροστά οι ακρογιαλιές με τα γυμνά κορμιά
νερό ασημί το ‘να πλευρό να λούζει το φεγγάρι
τ’ άλλο χρυσό να βάφει ο ήλιος του καλοκαιριού
σαν από μια αρχαία πομπή φώτα και μουσικές
όλα δωρίζανε μεμιάς αίσθηση της χαράς
σμίγοντας άμμο ξανθή στη μαγεία του ύπνου
και τ’ όνειρο μάς έπαιρνε να ζήσουμε
ανάμεσα άσπρου και χρυσού φωτός
ανάλαφρα τα πεύκα στο αίμα μύριζαν ρετσίνι
χέρια νεανικά σήκωναν τις μεγάλες πέτρες
να χτίζουν τις κιονοστοιχίες και τα σπίτια μας.

Ξάφνου μας φέραν το κακό και βούρκωσε η θάλασσα
βγήκαν θεριά απ’ τα κύματα βάφοντας κόκκινο το φεγγάρι
θλιμμένος ο ήλιος κρύβεται μην τον μαυρίσει δάκρυ
και προδομένο ανίκανο ν’ αντισταθεί πια το βουνό
άταφους αφήνει τους νεκρούς να κλαίνε.

Ψηλό βουνό τα πέντε δάχτυλά σου βάλε στις πληγές
κλείσε τα μάτια μας να γίνουμε κυκλάμινα
άσπρα κυκλάμινα να φέγγουμε μη μας πατήσ’ η νύχτα
κι εσύ του Ιούλη θάλασσα μη μας εγκαταλείψεις

λύσε με φως πρωινό τα μάτια μας
από μακριά ακούμε να ‘ρχεται ο στρατός των λουλουδιών
γαλάζια κόκκινα και κίτρινα να βγάλουν το μαχαίρι
της αδικίας το θάνατο μες απ’ τα κόκκαλά μας.

ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ, 1992)

ιε’

Τη νύχτα του μιλούν πουλιά.
Φτάνουν απ’ του πατέρα του τον τάφο
και του φιλούν τα μάγουλα.
Αυτό είναι τ’ όνειρο που θέλει –
πουλιά και φιλήματα, ρυθμοί
τραγουδιών που τραγούδαγε ο πατέρας.

Ύστερα
με τα φτερά του ονείρου
πάει εκεί όπου ο πατέρας ξενυχτά,
τον τάφο του ποτίζει
με σύννεφα από δάκρυα.

Κι όταν τον χαϊδέψει το χέρι της αυγής
ακούει της μάνας τη φωνή
– Γιόκα μου πού ξενυχτάς ως το πρωί
και μου γυρίζεις με μάτια υγρά τα ξημερώματα;
Σήκου και σκούπισε απ’ τα μάτια σου
τα δάκρυα,
τα δάκρυα του πατέρα σου παιδί μου.

Θεέ μου, πώς το κατάλαβε η μάνα μου
ότι με φίλησε η ψυχή του;

.

Στέφανος Κωνσταντινίδης

Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ

Κάθε χρόνο
στις 15 του Ιούλη
στο μουσείο τα αγάλματα
δε σαλεύουν
κι όταν ακόμη ο αέρας φυσά
από την πλευρά της Κερύνειας.
Βρίσκονται μόνιμα
στην ανάπαυση
και χαμογελούν μελαγχολικά.
Αυτή η έλλειψη προοπτικής
είναι προφανές
ότι σκότωσε την ποίηση
της Κερύνειας
και ανέδειξε
τις ακολουθίες των μνημοσύνων.
Και τα αγάλματα
χαμογελούν πάντα μελαγχολικά.

15 ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ 1974

Το πρωί κοιτάξαμε
από το παράθυρο
τα άρματα μάχης
να οργώνουν παράξενα
με τις ερπύστριές τους
τους δρόμους
της Λευκωσίας.
Το γιατί
το μάθαμε πιο ύστερα.
Γκρέμισαν τα τείχη
της Λευκωσίας
-όσα απόμειναν
από την πολιορκία του Λαλά Μουσταφά
το 1571-
για να διευκολύνουν
τη δεύτερη άλωση
του 1974.

Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ

Μην πονοκεφαλάτε
οι έμποροι του ναού
δώσανε την υπόσχεση
θα μεταφέρουνε, λέει
τη θάλασσα της Κερύνειας
κάτω από τα τείχη
της Λευκωσίας.

.

Νίκη Λαδάκη-Φιλίππου

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟΥ

(απόσπασμα)

Χτες έπλυνα όλους τους νεκρούς
κουβέντιασα με τις χαμένες μου φίλες
είπαμε για τα παιχνίδια που έμειναν πίσω
για τη στενή φραγή με τους γρύλους
και για εκείνα τ’ άφτερα κλωσσόπουλα
στην πατρική αυλή μου.

Κουβέντιασα με τα σκοτωμένα περιστέρια
έγινα ένα με τους ίσκιους
Άκουσα τις ρίζες που δεν πρόφτασαν
να μεγαλώσουν,
πόνεσα ακόμα μια φορά.

Τόσοι νεκροί τόσοι χαμένοι.
Γράφω ονόματα γράφω ονόματα
δεν έχω άλλο τετράδιο –
γέμισαν τα τετράδιά μου από ήρωες.

Είκοσι μαρτυρολόγια
δε φτάνουν για την Κύπρο.

Μνήμη, εκείνα τα παιδιά
ήταν οι αγαπημένοι μου φίλοι,
εκείνα τα κοριτσόπουλα
ίδια η ψυχή μου.

Μνήμη,
τ’ αυγουστιάτικα σούρουπα
κράτησε το πρόσωπο τους.

ΔΕΚΑΕΝΝΙΑ ΚΡΑΥΓΕΣ

II

Μάνα γη,
με τα μαλλιά της Άνοιξης
σκούπισα τον ιδρώτα μου.
Μύρισα δυόσμο και θυμάρι
και θυμήθηκα.

Υπάρχει ένας καθρέφτης
μέσα μου που φυλακίζει
απολιθώματα,
ξύλα που τρίζουν,
φρύδια μελανά.

Υπάρχουν κάτι είδωλα
π’ ανεβαίνουν στις νεραντζιές
στις λεμονιές και τις ελιές
και τις πικροδάφνες
και γίνονται
σκιές και θύμησες,
γίνονται αντιφέγγισμα
φευγάτης νιότης
ψιχάλισμα τ’ ουρανού
βάρος στα μάτια.

Μάνα γη
πέρασε από μέσα μου
ο Σταυρός του Μαρτυρίου
του ανθρώπου
κι ηλέκτρισε τις φλέβες μου.

Βοήθα Κυρά του Είναι μου
ν’ αντέξω.

X

Μόνη και έρημη
ένα ένα μου παίρνουν
τα παιδιά μου.

Δεν κλαίω,
παιδεύω τον ύπνο μου.

Αυτός ο πρίγκιπας
του χρέους
γίνεται Κρόνος
και κατατρώει τη ζωή.

Αυτός ο ήλιος
γίνεται περιπέτεια αγγέλων
πέφτει στη γη
κι αντιλαλεί κραυγές θανάτου.

Κύριε, την πάσα ελπίδα μου
εις Σε ανατίθημι.

Δεν μπορώ να βρω τη σκιά μου
δεν μπορώ να σηκώσω το σώμα.

.

Σοφοκλής Λαζάρου

ΣΚΛΗΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

Σκληρός ουρανός
πικρός ουρανός
πάνω από το κεφάλι μας
μες στο κεφάλι μας
ο ουρανός μας
πόρτα μουντή
βαριά
κλειδωμένη
με μάνταλο και σύρτη
μας κράταγε απ’ έξω χρόνια
συνωστισμένους στη σειρά
να περιμένουμε ο καθείς το μερτικό του
ίσκιοι χωρίς καν αίσθηση
της ζωής ή του θανάτου
βαρύ
το χτυπάει κι ανοίγει
τεράστια τρύπα
μαύρο βαθύ πηγάδι
άβυσσος
σιωπή
κι ένα κατάρτι – ξόβεργο
με τα κομμένα χέρια μας
να ταξιδεύει
Αμμόχωστο Κερύνεια Μόρφου
με τα σφαγμένα μας όνειρα.
Ραγισμένε καθρέφτη!
τί μας κοιτάεις από χίλιες μεριές
με το μαύρο σου μάτι;
Δεν είμαστε κορμιά
είμαστε δέντρα
στην απαλάμη της φωτιάς.

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ (1959, 1974)

Ο άγγελος ήρθε τα μεσάνυχτα
κοιμόμουν δεν κοιμόμουν
κρατώντας ασημί κλωνί ελιάς
κι ένας αγέρας
κρύος
αγέρας των βουνών
με τα κρησφύγετα των ανταρτών
που αύριο μεθαύριο τ’ αφήνουν
όλο μαράζι
πτύχωνε
τη γνώριμη σημαία.

Μαύρος ο άγγελος
και άσπρο τ’ όνειρό μου

σπαθιά ήταν με λάβωσε σπαθιά δρακόντου
φωνάζω δεν μ’ ακούει κανείς
οι αδερφοί μου λείπαν οι μεγάλοι
βαθιά στους τάφους των –

πικρή ερμιά κρυώνω!

Μαύρος ο άγγελος
πιο μαύρο τ’ όνειρό μου
σέ σύννεφο με κουβαλάει
κόκκινο
σαν αίμα φρέσκας
πληγής που στάζει
πάνω από τον Πενταδάχτυλο:
– Δεν έχουν σκοτωθεί 
φωνάζει πίσω από την πόρτα της
τούτος είναι ο αδερφός μου ο Τάσος
να το πω της γυναίκας του
αχ, χαρά που θα κάνει
και οι άλλοι είναι χωριανοί μας
τους ξέρω
δεν έχουν σκοτωθεί
τους κρατάνε οι Τούρκοι για εκδίκηση
θα επιστρέφουν.
– Μάτια μου, είναι ο γιός μου
φωνάζει η μάνα πίσω από τον τάφο της
τον ξέρω εγώ το θάνατο
μου τον σκότωσαν
δεν ήταν έτσι ο γιός μου
ο γιός μου άστραφτε
ήταν λεβέντης –
μαύρη ερμιά με ψηλαφείς
δεν έχω μάτια τί γυρεύεις
δυο τάφους έχω
για τα δύο
κομμένα
χέρια μου
τη σκοτωμένη ελπίδα.

ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙΣ ΛΕΞΕΙΣ

Όταν μου δίνεις λέξεις
γράφω
αλλιώς σιωπώ,
διαβάζω βιβλία (λόγια, κούφια λόγια
σαν ομίχλη
σέ δυνατή πνοή ανέμου)
τα παρατώ
κι εγκύπτω

άπληστα
σέ Σένα τον μέγιστο
κι εμένα τον ελάχιστο

ελέγχω τα φερσίματα τής μέρας
μικρά και αφελή κι εμπρός μου
ορθώνονται αψευδή τα μέλλοντά μας –
στάχτη

γράφω με τη στάχτη στα μάτια μου
για σκιές και είδωλα μέσα στον ύπνο τους
κάποιος Θα τα έλεγε απόντα ή νεκρά
μόνο πού βάζοντας αυτί

μπορεί ν’ ακούσει

αύρες με χιτώνες τριμμένους
και πέλματα σκισμένα σέ πληγών ορύγματα
βόγγους, τρελά σφυρίγματα
του ανέμου που περιδιαβάζει
στο σπαραγμένο Πενταδάχτυλο και πέρα
στις παραλίες με την άμμο από γυαλί
στενάγματα ψυχών καθώς τα όνειρά τους
ασπαίρουν σκαλωμένα
σε δόντια σαν ακονισμένα μαχαίρια 
όταν μου δίνεις λέξεις
ξέρω πως πρέπει

να γράφω

γι’ αχούς και κρότους
γδούπους, ουρλιαχτά,
την μπόρα
μέσ’ στην κοιλιά του μαύρου,
του συννεφιασμένου ορίζοντα.

.

Άνθος Λυκαύγης

ΜΗΤΡΟΚΤΟΝΙΑ

Με τα νεκρά κοχύλια της
μαζεύει το πρώιμο αίμα
η θάλασσα
βογκώντας. Κι ο ήλιος
καρφωμένος πισώπλατα
μέσα στη νύχτα του μεσημεριού
σιωπά κοιτώντας.
Ιούλιο μήνα
βγαίνουν τα μαχαίρια
στον κάμπο. Και το βουνό
πιστάγκωνα δεμένο
σαν το τραγί στα χέρια
του χασάπη.
Το φονικό
οργώνει πρώτα τη ματιά
πριν συναντήσει το κορμί
στο δίστρατο και στράφτει
σαν ατσάλι
στη χούφτα του καλοκαιριού.

Αυτούς που κάρφωσαν
πισώπλατα τον ήλιο
τους είδε μες στη νύχτα
το φεγγάρι. Κι έτσι μαθές
το γνώρισεν η γη
μες στην αγρύπνια της
κι η θάλασσα
καθώς βογκούσε
μαζεύοντας με τα νεκρά κοχύλια
το πρώιμο αίμα
του Ιουλίου.

ΕΡΠΥΣΤΡΙΕΣ

Και ξαφνικά η καλημέρα κρεμάστηκε
στα χείλη μας σαν πέτρα.
Και ξαφνικά η καλημέρα σφηνώθηκε
στα δόντια του πρωινού.

Ένα αχ σα στεναγμός
ένα αχ οργή και σίδερο
στα φυλλοκάρδια του καλοκαιριού

Τι να σου πρωτοπώ καλή μου!
Με τόσες μνήμες άδικες
στα δάχτυλα μιας μέρας
που τη φοβόμασταν πριν έλθει
με τόσες μνήμες άδικες
που τις προσμέναμε να ’ρθουν.
Τι να σου πρωτογράψω!

Σήμερα 15 Ιουλίου 1974.

Καταγράφω απλώς τις στιγμές.
Αντιπαρατάσσομαι με τις στιγμές.
Οι στιγμές που δεν φεύγουν
που δεν λένε να φύγουν
που δεν θα φύγουν ποτέ.

Σήμερα 15 Ιουλίου 1974.

Βράδυ
και δεν καταμετρήθηκαν ακόμη οι νεκροί
και δεν καταμετρήθηκε ακόμη το μίσος
και δεν καταμετρήθηκε ακόμη ο παραλογισμός

Βράδυ

και βρέχει δάκρυα στις γειτονιές
της Λευκωσίας
και απλώνεται ένας εφιάλτης στο ξαγρυπνισμένο
πρόσωπο της Λευκωσίας.
Τι να σου πρωτοπώ καλή μου;

.

Ξάνθος Λυσιώτης

IV

Βροχή
που η σύλληψη σου έγινε με το πύρινο φίλημα
όπως γεννιέται ο έρωτας μεσ’ το μαγικό ζωνάρι της νύχτας
ώ βροχή,
ώ αγάπη που σπάταλα σκορπάς τα νάματα της ζωής
και κάνεις το λούλουδο να ξεφυτρώσει
επάνω στη σκληρή πατούσα του βράχου,
άνοιξε τα πράσινα χέρια της γης
για να δοξολογήσουν την ομορφιά της θυσίας.
Κάμε να ξεχειλίσουν κελαϊδισμοί
μέσα στο κιτρινισμένο κύπελλο της δάφνης,
κάμε να λάμψουν γλυκά οι ομορφάδες της πλάσης
όπως το λευκό αντιφέγγισμα της αυγινής δροσούλας
επάνω στο βλοσυρό φρύδι τού Πενταδάχτυλου.
Ξανακύλησε βροχή στις απόκρυφες σπηλιές της γης
για να ηχήσει ξανά η βουή της αθανασίας
βαθειά μέσα στο χώμα
κάτω από τις φωτοσκιάσεις της αστραπής,
βάλσαμο στο φλογισμένο καμίνι
ρομφαία Χερουβική
επάνω στο πλατύ ασκλάβωτο μέτωπο τού Τροόδους.

.

Βάσος Λυσσαρίδης

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

Αγωνιώ το σπίτι μου κλειστό ν’ αφήσω
έστω για λίγο.
Δεν θέλω όταν φανείς
να βρεις την πόρτα σου κλειστή.
Μου λένε πως μια γεροξεκουτιάρα είμαι
να περιμένω τους νεκρούς να σηκωθούν.
Αυτοί τι ξέρουν;
Μόνο μια ελάχιστη στιγμή της λύπης μου
θα τους σκοτώσει.

ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Εκείνο το μικραστέρι
αντίκρισε τη σκλαβωμένη Αμμόχωστο
και κρύφτηκε στο άπειρο.
Εκείνη η ηλιαχτίδα
ακούμπησε στο ερειπωμένο κρησφύγετο
στο Δίκωμο και πάγωσε.
Εκείνο το κύμα άγγιξε
τα αχνάρια του Κανάρη στη Λάπηθο
και πισωγύρισε για πάντα στον βυθό.
Εκείνο το καΐκι
σαν δεν άκουσε τις καμπάνες
τ’ Απόστολου Βαρνάβα
αυτοβυθίστηκε.
Κι εσύ;
Θα ακούς να ζητάνε
από τον Πενταδάκτυλο
ν’ ανασηκώσει την πλάτη
χωσμένος στη βαθιά την πολυθρόνα;
Άκου:
Αν θες μιας ώρας ελεύθερη ζωή
αυτή κανένας δεν θα στη χαρίσει.
Οι αλυσίδες δεν φοβούνται τα τραγούδια.
Μάζεψε τη χαμένη φλόγα
απ’ την ηλιαχτίδα
και καβαλάρης στο αιώνιο κύμα
τράβα με ζωντανούς και με νεκρούς
να φέρεις λευτεριά
σε σκλαβωμένους και αλυσιδοφρουρούς.

23 Νοεμβρίου 2009

Ο ΑΔΙΟΡΘΩΤΟΣ

Τώρα που η μέρα έχει πεθάνει
χωρίς η νύχτα να ‘χει γεννηθεί
τώρα που η λεβεντιά αλυσοδέθηκε
στο κάστρο της Κερύνειας
τώρα που τον ξένο αφέντη
τον στήσαμε προστάτη
αν μόνο ένα κρίκο αλυσίδας ξεκλειδώσει
τώρα που η λέξη λευτεριά
λογοκρίνεται στα μαγειρεία των σοφών
τώρα που ευχαριστούμε
για τον καφέ που δόθηκε
απ’ τον σφετεριστή
στην προαιώνια αυλή
εγώ απομένω αδιόρθωτος
με το αίμα στραγγισμένο
και την ανάσα πια νεκρή
να πολεμώ κι από το μνήμα
όχι γι’ αυτά
που όρισαν οι θεοί για μένα
αλλά γι’ αυτά
που εγώ όρισα γι’ αυτούς.

25 Αυγούστου 2009

.

Κωνσταντίνος Ν. Μακρής

Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ

Σε γλύφει η θάλασσα. Ξεριζωμένη. Τα φύλλα σου πλαγκτόν στο βυθό.
Ανάμεσα σε πλαστικά – μεταλλικά ξεβράσματα. Στη μαύρη άμμο
που την πότισαν μ’ αμαρτίες κείτεσαι. Τρόγυρα στον κάμπο, οι
αδελφές σου μιλιούνια. θρηνούν κουνώντας σπαρακτικά τα κλαδιά
τους· λυγίζοντας στο μαστίγωμα του μελτεμιού.
Μεστώνουνε οι Εσπερίδες της πίκρας. Σε ανεικονικές τελετές
σφαδάζεται ο Αμνός. Συρματοπλέγματα καρφώνονται στις ψυχές
που σε κλαίνε, καθήμενες προσωρινά στην ακτή. Στην παραλία π’
αγναντεύουνε συνήθως.
Μιλώ για τους ξεριζωμένους που δεν ερίζωσαν ποτέ. Για κείνους
ειδικά που δεν εδέχθηκαν τη λοβοτομή της αμοιβάδας. Για κείνους
που δεν εσκέπασαν το μαυρισμένο μάτι της προσφυγιάς με τα
ψιμύθια της λησμονιάς. Εγώ μιλώ για αίματα να στάζουνε απευθείας
απ’ τα σπλάχνα· για δάκρυα μιλώ που δεν εστέγνωσαν ποτέ. Κι ας
έριξαν εκατομμύρια τα δολάρια, κι ας πάχυνε η καρδιά σαν το λαρδί.

ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟ «Η ΖΩΔΙΑ»

Ανοιχτό, λέει. Σαν τα οδοφράγματα. Ανοιχτό κι όμως έρημο.
Μέσα κάτι τσουβάλια. Δεν θέλω να σκέφτομαι το περιεχόμενό
τους. Ανοιχτό. Στάζουν ακόμη τα αίματα. Τα τσιγκέλια με τους
σφαγμένους στρατιώτες, κρέμονται έρημα. Μα εμείς προχωρούμε.
Προχωρούμε αδιάφορα το δρόμο μας. Μονάχα κάποιος αναστεναγμός
κάποτε, όταν κοιτάμε σε καταγάλανο ουρανό, τη θάλασσα του Μόρφου.

Πράσινο το κρεοπωλείο. Πράσινο για να θυμίζει την γραμμή
που χάραξαν, να κόβει τη Λευκωσία στη μέση. Πράσινο σαν τις
ελπίδες σε τόπους χλοερούς· σε πατρίδες θαμμένες κάτω από
σορούς συμφερόντων. Η Γαλάτα αγναντεύει το πέλαγο που δεν
μπορεί ν’ αγγίξει. Στην Ευρύχου φαντάρων φαντάσματα εκτελούν
περιπολίες. Προστατεύουν τα κεκτημένα της διχοτόμησης. Στο
πορτ μπαγκάζ, σακούλες γεμάτες κρέατα. Ψώνισα καλά απ’ τη Ζώδια.
Μισό αρνί, μισό ερίφιο. Τ’ άλλο μισό απέναντι· το δικό μου έχει
σαπίσει.

 

.

Κλεοπάτρα Μακρίδου

ΠΡΙΝ

Η σκοτεινή τρύπα στον τοίχο
πριν το 74
ήταν ήλιος.
Τα μαύρα σύννεφα στα μάτια σου
ήταν φεγγάρια.
Οι φωνές των παιδιών
την προηγούμενη μέρα
δεν ξανακούστηκαν πια
στην γειτονιά.
Φούσκωσε της αυγής το κλάμα
μες τούς μαστούς της νύκτας.
Απόμακρα γνέφει
θυμούς, αφροσύνη
ξαμώνει, περιμένει
την άνοιξη και το θλιμμένο γιασεμί
την αγαπημένη μορφή σου
να φέρει.

FAMAGUSTE

Μες στους αφρούς της φουρτούνας σου
διαλύθηκε η γαλήνη
στο ακρογιάλι πού νόμιζα ήρεμο
της θάλασσας εκείνης.
Με χέρια απλωμένα προς εσένα
προσμένω κάθε καλοκαίρι,
Ελένη, της ψυχής μου Παρθένα,
ν’ ανοίξω της καρδιάς σου το δεφτέρι.
Από της Δερύνειας το δίπατο
ματογιάλια τα μάτια μου ανάπηρα
ν’ ατενίζω των Τούρκων το βάδισμα
και της καρδιάς σου το χτύπο.
Μέσα στον ύπνο μου τρομάζω
το ευαγγέλιο της μοίρας που διαβάζω
βουβό της καμπάνας το κτύπημα,
πόλη του Ευαγόρα φάντασμα.
Άφησ’ τα χέρια σου να ’ρθουν
με τα δικά μου να σμίξουν
προτού γυρίσει ο άνεμος
και πάρει την πνοή μου.

ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ

Στα ερείπια του αρχαίου ναού
ψάχνεις το άλλο πρόσωπο του Ιούλη
καθώς τα φύκια της θάλασσας
τυλίγουν με ευκαιριακές εξισώσεις
τις φλέβες των αγαλμάτων
όσο για να καθησυχάσουν τις εμμονές μας
στα σύνορα του φόβου.
Οι εικονολήπτες του αύριο
σφραγίζουν τα εγκαύματα των τόπων
με θηλυκό φώσφορο
εξαϋλώνοντας τη φρίκη
που ρυθμίζει τη ζωή
στη Γη των παιδιών μας.
Με πρόσχημα πως άργησαν να γεννηθούν
κουβαλούν ένα προπατορικό αμάρτημα
με ισόβια τιμωρία
αντίδοτο στ’ απόρρητα Μυστικού Δείπνου!

.

Ανδρέας Μαλόρης

ΠΡΟΜΗΝΥΜΑΤΑ

Λικνιζόμασταν ατάραχα στη θάλασσα
Της Κερύνειας
Ζώντας έκθαμβα σε φόντο
Παρωχημένων τραγουδιών.
Α! σπαταλημένα προμηνύματα
Ανελέητα σφυροκοπήματα
Τι το αλλόκοτο βρίσκατε
Στα φερσίματά μας;

Άλλωστε οι πληροφορίες
Ήσαν αντικρουόμενες,
Σε παρενθέσεις κλείναμε
Τα λαχανιασμένα σινιάλα
Των καιρών.
Επί πλέον θα μπορούσαμε μετά
Να τους εγκαλέσουμε
Για την κατάφωρο παραβίαση
Και τις αναπότρεπτες συνέπειες
«Επί της πέριξ εν γένει περιοχής».

ΑΠΛΗ ΘΥΜΗΣΗ

Τα παιδιά πέταξαν τις πεπονόφλουδες
Στην παστρικιά αυλή σου
Και θυμάμαι που είπες:
«Να ‘ρτη ένα πλάσμα τι θα πει;»
Ήρθαν όμως οι άλλοι, μάνα.
Κάθισαν στην αυλή σου.
Αυτοί δε μιλούσανε.
Δίπλα στο βασιλικό σου
Αυτοί σκοτώνανε.

ΚΛΕΜΜΕΝΕΣ ΛΕΜΟΝΙΕΣ

Τώρα σέρνεσαι,
φίδι στους καλαμιώνες της καρδιάς,

στα σκοτεινά μου ερμηνεύεις
σονάτες παραμυθίας
την πήλινη μου αντοχή περιγελάς,

και μου καταλογίζεις
και της κλεμμένης λεμονιάς την τύψη.

.

Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου

ΕΝΤΟΣ ΠΟΛΕΩΣ

IΙΙ

Στην πόλη αυτή θα ζήσουμε μοναχικά
καθένας με τους έρωτες του.
Καθώς τα λάβαρα και οι σημαίες αποσύρονται δια παντός
αφήνουν τον ουρανό ελεύθερο
να κοιτάξει στα μάτια
καθένα χωριστά
να σκύψει να ονοματίσει
όπως κοιτάζει η μάνα το νεογέννητο.

Μια νέα δόξα κυματίζει, αίφνης μεταξένια
στα σφριγηλά στήθη μιας γλυκιάς αγάπης νέας.
Μικρή μου πόλη, αγαπημένη Χώρα
δίχως συνθήματα θα ερωτευτούμε
στις στροφές των κλειστών δρόμων σου
παρατώντας ξόανα, ειδώλια, θεούς και δαίμονες
πρώτη φορά.

Δίχως συνθήματα θα ερωτευόμαστε εις τούς αιώνας
στην πόλη την κλειστή
ώσπου ν’ ανοίξει – επιτέλους – η δειλή καρδιά της

ΜΙΝΥΡΙΣΜΑ

Τρυγάει ο θάνατος τρυγάει και ο έρωτας
Τρυγάει ο έρωτας τρυγάει και ο θάνατος
Από τη Σκιάθο έφτανε το πουλί και ψαλμωδούσε
Θέλει να θυμιατίσει, να γυρίσει τον καιρό
Τρυγάει πολύ στις μέρες μας ο θάνατος
Την Ακριβούλα, τη γραία με τα ορφανά και το λιγόχρονο Ευθύμη
Τη Θεμιστούλα, τη Φατμά, τον Άχμετ
Το νήπιο το απαρηγόρητο με τα χειλάκια στην πιπίλα ακόμη
Το τρυγάει
Απτούλ, Φατμά, Ομάρ, Φατί
Τρυγάει πρώτα τον πρόσφυγα και τους ξενιτεμένους
Τρυγάει σήμερα τρυγάει, εξηκολούθει το πουλί
Να θυμιατίσει θέλει πάνω από τις θάλασσες
Όλα τ’ αφανισμένα

ΤΕΙΧΟΣΚΟΠΙΑ

Φαίνονταν τώρα επί γης
Τροία, Κερύνεια, Αμμόχωστος, 
η Αντιόχεια, η Βηρυτός, Παλμύρα, Δαμασκός,
Ραμάλα, Ιερουσαλήμ… 
Χαμηλότερα ένα κομμάτι από Αφρική.
Ξημέρωνε σαν πάντα ωφέλιμο το φως
για εκείνους που είναι το χόρτο της ζωής.
Για τους άλλους μια τελευταία σφαίρα ο ήλιος, 
η πιο οδυνηρή, 
έξυσε την παγωμένη τους καρδιά.
Είναι νεκροί.

Κανένα τείχος.
Και μόνο ο στοχασμός μάς συγκρατούσε 
σαν μέσα σε νεφέλη ελάχιστα πιο πάνω,
χώρια ακόμη από τους σκοτωμένους:

Χρυσό πουλί ανατολή, μαύρο φτερό στη δύση.
Και εν ανθρώποις η μελαγχολία:
Ευδοκιμούμε ανάμεσα· 
μονοπόδαροι 
σε δύο όχθες ραβδιστές του χρόνου.

.

Νίκη Μαραγκού

ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Εσύ που με το αλφαβητάρι της θάλασσας στο χέρι
μου ’μαθές γραφή κι ανάγνωση
τη γεύση τού αχινού
το φιλί της αχιβάδας
το κυμάτισμα των φυκιών
και τα μικρά τα πράσινα τα ξέφωτα
απ’ όπου έμπαινε ορμητικά το πέλαγος
πού χάθηκες και ποιός
πρωτοστατεί τώρα στα κύματα
πώς μ’ άφησες κι έφυγα
συλημένη κι ελεύθερη μες στους νεκρούς
σφίγγοντας τα δικά σου λόγια τ’ απογεύματα
τού Αη Μέμνιου στην ατέλειωτη σειρά με τ’ αυτοκίνητα
πού κάθε τόσο σταματούσαν οι εθνοφρουροί

«Προσδοκώ ανάσταση των αμμουδιών» είπες
στην ’Αμμόχωστο στο έμπα του Σεπτέμβρη
τραβιέται πίσω η θάλασσα και σχηματίζονται μικρές λίμνες

Μη μου μιλάς για το βαθύ κρεβάτι
το σπίτι με τις αγριοσυκιές
τις πέτρες τις αστραφτερές
και τις επαναληπτικές φωνές
σε λίγο θα ’ρθουν οι βροχές
κι ή παραλία θα ’ναι έρημη χωρίς σκιές

ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΣΤΙΣ 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου
τη μέρα που ο τουρκικός στρατός
μπήκε στην Αμμόχωστο
και ο Κωνσταντής οκτάχρονος
έφυγε με την οικογένεια του,
πάει και καθαρίζει την παραλία
από τα αποτσίγαρα, τα πλαστικά,
τα τενεκεδάκια, τα κουκούτσια τα γυαλιά.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ

Επειδή μιλώ για τριαντάφυλλα,
για τη διάχυση του φωτός,
την ανημποριά της αγάπης,
και την παροδική ζωή μας,
μη νομίζετε, φίλοι από τον βορρά,
ότι αυτό που συνέβηκε το 74
δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου,
κάθε μέρα.

Το φεγγάρι ξεπροβάλλει σα μια φέτα καρπουζιού
από τη θάλασσα
και η πεθαμένη μητέρα μου στη βεράντα του
σπιτιού μας στην παραλία της Αμμοχώστου να μας
φωνάζει να βγούμε από το νερό.
Είδα έναν πίνακα που ζωγράφισε τις προάλλες
στον τοίχο μιας ταβέρνας στο Καρπάσι.
Μιας ταβέρνας που την αποτελούσαν κλεμμένες
καρέκλες, κλεμμένα τραπεζομάντηλα, κλεμμένες
πόρτες, κλεμμένα χερούλια.
-Είναι της μάνας μου, είπα στον ταβερνάρη, εδώ
είναι γραμμένο το όνομα της.
-Τώρα όμως είναι δικό μου, είπε ο άντρας που ήρθε
από το μέρος που ανατέλλει ο ήλιος, (έτσι μου τον περιέγραψε η γυναίκα του).
-Είναι δικό μου τώρα, είπε, ganimet,*
έτσι το λένε στα τουρκικά.

* ganimet: λάφυρο πολέμου

.

Χρήστος Μαυρής

ΜΑΤΙ ΓΥΑΛΙΝΟ

Βγήκε
βρεγμένος ο ήλιος σήμερα.
Παράξενος ήλιος αβυσσαλέος –
όλο μυστήριο και κατάμαυρος,
λες και σερνόταν σε λασπερό σκοτάδι.

Την προηγούμενη μέρα
τον είδα που άλλαξε πορεία.
Δεν πήγε να κοιμηθεί
στης θεότρελλης μάνας του.
Κατέβηκε
και έδυσε στο ασάλευτο μάτι
του σκοτωμένου κοριτσιού.
Μάτι γυάλινο, κενό.
Ένα κενό βαθύ σαν πηγάδι
με κατάμαυρο νερό. 

Το μαύρο φεγγάρι
Όλη τη νύχτα
Χωροφύλακες άγγελοι
με φανούς θυέλλης στα χέρια τους
αυλάκωναν το απροσπέλαστο σκοτάδι
αλλά πουθενά δεν βρήκαν
το μαύρο φεγγάρι του Ιουλίου.

Πού να φαντασθούν
πως στην καρδιά μου ήταν κρυμμένο
το ολόγιομο μαύρο φεγγάρι!

Απόδειξη οι νεκροί
που φεγγοβολούν στα σκοτεινά,
κατασκότεινα τραγούδια μου.

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΗΛΙΟΣ

1.

Ξαφνικά ο χρόνος
κόπηκε στα δυο σαν λεπτή κλωστή.
Το ζωογόνο φως αποσύρθηκε
από την πλάση γιατί
ένας τετραπέρατος άγγελος 
το ψάρεψε – σαν ψυχή λαχταριστή –
στο τεράστιο δίχτυ του.
Ο μαύρος ήλιος αργοκύλησε
και έσβησε σαν αναμμένο κάρβουνο
στο πηχτό αίμα της πληγής σου.

Κι οι μέρες μας
περνοδιάβαιναν μελανοφόρες, σαν
μυροφόρες την Αγία Παρασκευή.

.

Παντελής Μηχανικός

ΟΝΗΣΙΛΟΣ

Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο
ολοζώντανος.

Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός
κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:
ένα καύκαλο
―το δικό του κρανίο―
γεμάτο μέλισσες.

Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.

Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

Κ’ έγυρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.

ΑΦΡΟΔΙΤΗ 1974

Αναδύθηκες γυμνή
κι όλου του κόσμου ο νους
πάει
στην ωραία γύμνια σου.

Δρόσο
στάλα τη στάλα 
πέφτει στην καρδιά μου 
από το σώμα σου.

Όμως τώρα βλέπω
μες απ τα μάτια σου
ασίγαστο το γλυκό σου χαμόγελο
ριζωμένο στους αιώνες
ριζωμένο στο μύθο πριν άπ’ τους αιώνες
γλυκό σαν λάδι
σίγουρη παρηγόρηση
άσβηστο το χαμόγελό σου.

Χτες σε περιμαζέψαμε μες απ’ τα ερείπια. 
Όχι, δεν βγήκες τούτη τη φορά απ ‘ τη θάλασσα. 
Μες απ τα χαλάσματα σε περιμαζέψαμε. 
Στα μεριά σου ήτανε ακόμη, μαυρίλες από βόμβα

.

Κώστας Π. Μιχαηλίδης

ΠΕΡΙΑΓΩΓΗ

Β’

«Κούραι δ’ οδόν ήγεμόνευον»

Στιγμή που σπάζεις
μες τις ρωγμές της άνοιξης
ανάμεσα στις Συμπληγάδες των βουνών
που πέφτουν
πανάρχαια σώματα ζεστά μέσα στα χέρια μας
σαν τους νεκρούς που έμειναν άταφοι στην ακροποταμιά
κι’ όλο γυρίζουν και μας κοιτάζουν πίσω από το πρόσωπο
κάτω άπω το πηγάδι των πραγμάτων
μες’ από δυο μάτια πού περιμένουν.

Θα ξαναγυρίσει τάχα ο ήλιος;

Ο ήλιος κρύφτηκε στην απλωσιά
σε μια πλαγιά του Αγίου Ιλαρίωνα
ή απάνω
στο φρύδι μιας μέρας που μαρμάρωσε
με το ένα χέρι που έμεινε ανοικτό
ενώ γύρω μαζεύτηκαν οι προαιώνιες κόρες να θρηνήσουν
όπως τότε
με τα λουριά που τεντώνουν το αίμα
και τα δεμένα βράχια κοιτάζοντας μακριά
καθώς γυρίζει ο μεγάλος τροχός.

Ο ήλιος μας ακλούθησε
σαν ένας κύκλος σκοτεινός
σε μια πορεία που προχωρεί μέσα στη νύχτα
με φωταψίες παράξενες

σαν νάρχονταν από γιορτή 
σφιχτά κρατώντας τα σκοινιά γύρω από μια
πληγή που αφόρμισε.

Κι’ όλο ανεβαίνουμε πίσω απ’ τ’ αχνάρια της θεάς
ανάμεσα σε δυο βουνά που ράγισαν
αναζητώντας σήματα χωρίς ειρμό
μ’ ολόρθο τ’ αξόνι και τις κόρες
να οδεύουν προς το πέτρινο κατώφλι.

Τ αλφαβητάρι τ’ ουρανού ποιος το γνωρίζει;

.

Μάριος Μιχαηλίδης

ΤΑ ΑΝΕΞΗΤΙΛΑ

ε’

Έπλαθεν ο άνεμος αινιγματικά
Την τροχιά που παίρνει το σφύριγμα
Μέσα σε αλλόκοτες φυλλωσιές
Και δεν το ’ξερες πόθεν ερχόταν
Όπως δεν ξέρεις πώς φυτοβολά
Ένα φλογάτο γαρίφαλο
Σε απέραντο κάμπο από τσουκνίδες
Όμως αδελφέ μου εγώ σε συλλογιόμουν
Ν’ αντιστέκεσαι στους δρόμους της Πράγας
Με πουκάμισο δίχως ραφές
Και ξεφτισμένο κολάρο
Ν’ αντιστέκεσαι στους δρόμους της Κύπρου
Πασκίζοντας να βγάλεις το βρόγχο πού σ’ έπνιγε
’Αλήθεια τρομερός που ήσουν αδερφέ μου
Σαν πρόβατο και να τρέχεις με καμάρι στο σφαγείο
Όπως καμαρώνει ο μέγας κριός
Ντυμένος στο τομάρι σου
Αχ και να το ’ξερες πώς λάθεψε τ’ όνειρο

στ’

Ό βρόγχος πού γεύτηκε λαιμούς έφηβων
Αιώρα σαν πανάρχαιο όνειρό
Οι καιροί που μας πέρασαν
Είπαν πέντε τουφέκια και μια ψυχή αλώνι
Για του χάρου το ροβόλισμα
Κι είχαν τα κοπέλια μουστάκι
Και παππούδες Αντρόνικους
Τον Ευαγόρα τον άδραξε ό βρόγχος στα 1957

Δεκαοχτώ χρόνων τον Νίκο ένα αυγουστιάτικο
Δείλι στα 1974 τότε πού το στάχυ μεστωμένο
Σελάγιζε στη Μεσαρκά

ιβ’

Ρωγμές
Η μνήμη ελλειπτική
Η απορία καμπύλη
Ασθμαίνουσα
Και να μην ξέρεις πώς να τ αποσιωπήσεις
Στα ζυγωματικά του Ιούλη
Ένα στάχυ αμφίστομο
Μπηγμένο σ’ ένα φάρυγγα
Που αιμάσσει φθόγγους ακατάληπτους
Μεσαρκά… Μεσαρκά…

ιγ’

Ατσάλινο στάχυ
Μπηγμένο σε τεθλασμένους σβώλους
Και τα δρεπάνια κατακόρυφα
Ξερά τα χώματα της Μεσαρκάς
Κι οι γούρνες κατάστεγνες
Εκεί που άλλοτε ξεδιψούσαν κοπάδια
Οι ακρίδες λιάζονται σ ένα καύκαλο
Με ξεδοντιασμένα σαγόνια
Στάχυ στάχυ
Μπηγμένο στα τρίσβαθα της ψυχής μου

.

Λίλη Μιχαηλίδου

ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Δεν έγραψα πολλά γι’ αυτά που μας χωρίζουν
μα ούτε και γι’ αυτά που μας ενώνουν.
Το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
φουσκώνει χρόνο με το χρόνο
και έχει γίνει ένα τεράστιο αερόστατο πάνω από την πόλη
που κρύβει τον ήλιο.
Η σκιά του χαράχτηκε στη γη, στην πλάτη και το μέλλον μας
ανεξίτηλη μελανιά.

ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Τέσσερις και μισή,
βρέχει ασταμάστητα
Τα νερά τραβώντας προς τα τείχη
πέφτουν στην τάφρο παφλάζοντας
κι η πόλη εξαντλημένη ντύνεται το βάρος της λάσπης.

Οι αστραπές φωσφορίζουν στο σκοτάδι
σαν πυγολαμπίδες σε απόγνωση.

Κι οι προσευχές του μουεζίνη
από την αντίπερα όχθη των τειχών
εισβάλλουν στην ισορροπία του ύπνου
βιάζοντας την αγνότητα της νύχτας

ΤΟ ΝΗΜΑ

στον Emin Gizenel

Τα βράδια σε σκέφτομαι στην άλλη πλευρά της πόλης.
Η ιστορία σου δεν είναι ίδια με τη δική μου•
κι όμως μεγαλώνουμε στην ίδια πόλη.
Εμείς κάποια στιγμή ξανασμίξαμε, μα όχι η πόλη μας.
Υφαίνουμε την ύπαρξή μας με το νήμα που μας χωρίζει.
Κτίζουμε σκαλοπάτια για να ανεβαίνουμε μαζί,
αφήνουμε σημάδια για να ξαναβρούμε την αρχή μας
όπως οι άνθρωποι της ερήμου.

Τα χρόνια μαλάκωσαν, το ίδιο η καρδιά και τα πάθη μας.
Μοιάζουμε τώρα με τους ταξιδιώτες που σε κάθε ταξίδι
ψάχνουν δρόμους να τους οδηγήσουν στις αισθήσεις.

Σήμερα, κοιτάζοντας τις καινούριες πινακίδες
«Η πόλη της καρδιάς μου», φυλάω ζωντανές τις λεπτομέρειες•
τον αέρα και τις μυρωδιές της, τις φωνές και το γέλιο των δρόμων
τις ουλές και το κλάμα της, ίδιο με τ’ αγκάθια που φυτρώνουν
στο σημείο όπου τη μοίρασαν στα δυο.
Έχει απόκοσμο πρόσωπο η διαχωριστική γραμμή.

Γι’ αυτό σε σκέφτομαι τα βράδια•
την πόλη να ενώνει τα ξέχωρα νήματα της ιστορίας μας.
Πάνω από την οροφή της γειτονιάς σου πετάει ένας χαρταετός.
Δεν βλέπω το νήμα που τον ισορροπεί•
μα ξέρω.

.

Γιώργος Μολέσκης

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ

Ο κόσμος που αγαπήσαμε
απομένει πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
και τους ξένους στρατούς,
ζει σαν φάντασμα μέσα σε έρημα τοπία,
μπαινοβγαίνει μέσα σε χαλασμένα σπίτια,
δειπνάει σε εγκαταλειμμένα τραπέζια.

Ο κόσμος που αγαπήσαμε απόμεινε
ένας δρόμος σπαρμένος με πτώματα,
ένα ξερό πηγάδι με τρεις αγνώριστους νεκρούς,
μια πόρτα ανοιχτή σε μισοχαλασμένο σπίτι,
που τη χτυπά αδιάκοπα ο αγέρας,
ένας νεκρός σκύλος
με φουσκωμένη την κοιλιά του, σαν σακκί, πλάι στην εξώπορτα.

Δεν μπορούμε να το συλλογιστούμε αλλιώς
παρά μονάχα όπως τον αφήσαμε τούτο τον κόσμο

κι όλο θέλουμε να γυρίσουμε
για να βάλουμε τάξη.

ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Μισά τα σχέδια των κυριακάτικων μας εξόδων.
Φεύγουμε πάντα για το νότο
κι επιστρέφουμε σε μια Λευκωσία που αδρανεί
κοιτάζοντας τον Πενταδάκτυλο
μες στο λιλά του δειλινού…

Κι έτσι όπως σε κοιτάζω και με κοιτάζεις,
Πενταδάχτυλε,
περιπλανιέμαι ανάμεσα στις κορφές σου
με το δικό μου παραμύθι.
Διαβαίνω στην αντίπερα όχθη και βυθίζομαι
σε χρόνους άλλους,
σε μέρες που η θάλασσα άνθιζε χαμόγελα,
σε άλλες τραγωδίες,
σε άλλες εξάρσεις…

Και στα παιδιά που όλο ρωτούν γι΄ αυτό το τείχος
λέω ένα παραμύθι
με τον καλό, με τον κακό
κι αυτό που πάντα γίνεται στα παραμύθια,
πώς το καλό θριαμβεύει
κι ο ήρωας μπαίνει στο παλάτι,
είτε,
φέρνει την τελευταία στιγμή
τ΄ αθάνατο νερό
και το νερό της μνήμης.

ΣΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ

Κάτω απ’ τους λόφους του Αλασσού
όπου έσπερνε ο πατέρας, μες στις πέτρες
θαμμένη αρχαία πόλη. Και που δεν είναι
θαμμένη μια πόλη! Στη θάλασσα
όπου κατεβαίνουμε τις Κυριακές
για να ξεπλύνουμε την πόλη μιας βδομάδας,
στον κάμπο που καρβούνιασε
κάτω από το σαραντάβαθμο αυγουστιάτικο λιοπύρι
και μας άφησε διψασμένους;
Στους κάμπους της προσφυγιάς,
στα ξένα, μες στον καημό του γυρισμού;

Παντού μια πόλη είναι θαμμένη.
Και πέφτουνε ψιχάλες χοντρές βροχής βιβλικής,
ανοίγουνε ποτάμια και αποκαλύπτουν
λέξεις, επιγραφές και χρώματα,
θεμέλια, σημάδια οικοσήμων,
φιγούρες που λάμπουν σε πλυμένα μάρμαρα.

.

Κώστας Μόντης

ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

Ι

Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.

ΙΙ

Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι,
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού,
ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;

III

Τι γρήγορα που κατάλαβε αυτό το καλοκαίρι
πως ήταν περιττό
και τα μάζεψε κι έφυγε στις μύτες των ποδιών

IV

Ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους, Πενταδάχτυλέ μου,
ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ

—Τη θλίψη σου, παππούλη μου, καταλαβαίνω, μα
αυτές τις μπότες σου τις λασπωμένες
τι τις φυλάς τόσο πολύτιμα;
Να τη φιλήσεις έμεινε
τη λάσπη που παρέμεινε.
Τουλάχιστο δεν τις ξεπλένεις;
Σε βλέπω και λυπάμαι έτσι που μένεις
και ξεχασμένος τις κοιτάς ώρες πολλές.

—Να τις ξεπλύνω, γιε μου; Τι μου λες!
Μ αυτές είν τις αγαπημένες
που πότισα πορτοκαλιές
για τελευταία φορά.
Η λάσπη τους είναι του Μόρφου χώμα
που σαν να πρόβλεπε τον χωρισμό
όσο περσότερο μπορούσε κόλλησε και μένει ακόμα.
Τις μπότες μου, παιδάκι μου, θα καθαρίσω
όταν στου Μόρφου το περβόλι μου
θα πάω ξανά να το ποτίσω.

ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ

Μνήμη Χρίστου Γαβριηλίδη

Και τώρα τι θα γίνει μ’ εκείνο τον γέρο πρόσφυγα
που τον απαντούσα πριν κάθε μέρα στη στάση
να περιμένει το λεωφορείο για του Μόρφου
και ν’ ανάβει συνέχεια τσιγάρα να περάσει η ώρα,
και που σήμερα δεν ήταν εκεί,
και που χτες δεν ήταν εκεί,
και που δε θάν’ ξανά εκεί;

.

Δημήτρης Μπρούχος

ΚΟΜΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Δεν το ’θελα να φύγω
Μα τα έφερε βλέπεις έτσι η ζωή
Πάει καιρός που το παράπονο πνίγω
Μα η πληγή να κλείσει δεν εννοεί

Σπασμένα μου παιχνίδια
Και χαμένοι μου φίλοι τ’ άλλα παιδιά
Πόσα μέσα μου απόμειναν ίδια
Με ρωτάει κάθε βράδυ η καρδιά

Μα είμ’ ακόμα εδώ να περιμένω απαντήσεις
Να ζητώ εξηγήσεις
Σ’ έναν κόσμο που μοιάζει πιο πολύ φυλακή
Είμ’ ακόμα εδώ, κρατώ βαθιά μου μια ελπίδα
Την κομμένη πατρίδα, που ανήκω εκεί
Είμ’ ακόμα εδώ, κρατώ βαθιά μου μια ελπίδα
Την κομμένη πατρίδα, που ανήκω εκεί…

Αναίτια θυμώνω
Μεγαλώνω από σένα χώρια εγώ
Να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο
Πριν το μέτρημα τελειώσει να βγω

Σε μια φωτογραφία
Χίλια πρόσωπα λες εμένα κοιτούν
Αγνοούμενη ζωή στα σκουπίδια
Κι ένα δάκρυ τους για μένα κρατούν

 

.

 

.

Νόρα Νατζαριάν

ΓΙΑΣΕΜΙ

Πλησίασε στη γραμμή.
Το άρωμα, η λευκή ευωδιά
την καθοδηγούσε. Γιασεμί.

Ήταν η παιδική της ηλικία και πάλι
που την επισκεπτόταν. Όπως μια μικρή ανάσα
λουλουδιών απ’ τον κήπο κάποιου άλλου

σαν περνούσε, κοριτσάκι που μελωδούσε
τα κάγκελα σαν να ήταν άρπα.
Έλα, έλα, το άρωμα την τραβούσε

Πάντοτε. Μα ο κήπος δεν ήταν δικός της,
της έλεγαν. Ούτε και το άρωμα που την παρέσερνε
και την προκαλούσε να μπει παράνομα.

Τώρα, ενώ περνούσε την μη ευθεία,
την αόρατη, την αδιαπέραστη γραμμή,
και καθώς ο στρατιώτης με τον γαλάζιο μπερέ

παρακολουθούσε τα πόδια της, μετρώντας τα χιλιοστά
με τα μάτια, και άνοιγε το στόμα του
για να φωνάξει το ΑΛΤ!

αυτή ήταν μικρό παιδί που έτρεχε, δυνατή.

ΑΛΤ! της φώναζαν αλλά δεν γυρνούσε.
Εξοργισμένες σελίδες έλειπαν απ’ το βιβλίο
της ζωής της.

Με κομμένη την ανάσα σκεφτόταν ολοένα
το γιασεμί που θα εύρισκε, το σπίτι που θα έβλεπε,
τον κήπο, τον φράχτη –

Και τη θαμμένη καρδιά
του πατέρα της.

ΔΑΚΤΥΛΑ (ΚΥΠΡΟΣ, 1974)

Κρατιέσαι σφιχτά πάνω σ’ εκείνη την ώρα,
όπως ένα νεογέννητο
πάνω σ’ εκείνη την καλοκαιρινή ώρα
τότε που όλα συνέβηκαν. Όταν όλα άλλαξαν.
Ακουγόταν μουσική στο ραδιόφωνο.
Στην κουζίνα η Μαμά και η μαμά της
καθάριζαν μπάμιες, (περίπου μια ώρα για να ψηθούν)
κι εσύ έκανες ποδήλατο
ή διάβαζες για την Αλίκη και τα δάκτυλα της
που μίκραιναν στην Χώρα των Θαυμάτων. Πενήντα λεπτά.
Άρχισες να νιώθε
ις τη ζέστη εκείνου του Ιούλη.
Μυρμήγκια σκαρφάλωναν πάνω στα δάκτυλα των ποδιών σου
καθώς φυσούσες φούσκες πάνω στη φλούδα της συκιάς
με τα φύλλα της σαν μεγάλα, πράσινα χέρια.
Το γρασίδι κάτω από τα σανδάλια σου έτριζε
ακριβώς σαν το τρίξιμο πυρκαγιάς. Τριάντα πέντε.

Δέκα λεπτά, και το παγωτό σου
έλιωσε την βανίλια πάνω στ’ αυτιά του αδέσποτου γάτου
και κάτι βούισε μέσα από το γαλάζιο του ουρανού
και η μουσική σταμάτησε. Η μαμά ήρθε,
σε άρπαξε, σ έσπρωξε μέχρι που τα δάκτυλα
σου άφησαν το παγωτό να πέσει χάμω.
Ο πατέρας είχε κιόλας επιστρέψει (μα πολύ νωρίς)
και κάτι στα μάτια του φώναζε.
Η μαμά έκλαιγε πάνω στο τραπέζι.
Η κατσαρόλα είχε ξεχειλίσει
αλλά κανείς δεν έδινε σημασία.
Κι εσύ έκλαψες για την βανίλια που αγαπούσες
κι ολόκληρη η κουζίνα ούρλιαζε. Πέντε.
Και φεύγατε, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Πέντε.
Ο γάτος έγλειφε τις πατούσες του. Τέσσερα.
Οι μπάμιες έκλαιγαν με λυγμούς μες στην κουζίνα. Τρία.
Τα φύλλα της συκιάς έγνεφαν αντίο. Δύο.
Και άφηνες τον τόπο σου, δάκτυλο προς δάκτυλο. Ένα.
Πού να ’ξερες πως το νησί σου μοιραζόταν

Πού να ’ξερες πως μία ώρα μονάχα
μπορούσε να φέρει τόση καταστροφή.

.

Εύα Νεοκλέους

ΚΑΠΟΤΕ Ο ΙΟΥΛΗΣ..

Άκρως αποθαρρυντικά τα δεδομένα
πολλαπλών ματαιώσεων συνέχεια…
ο ήλιος του Ιούλη
κόντρα στο αξεδιάλυτο του ονείρου.

Κυμάτισμα ελπίδας
με την πρώτη άχνα της ανατολής.
Κατάθεση ψυχής
ανάμεσα στα φτερουγίσματα
των γλάρων
και των φιλιών το ατέλειωτο προσμένοντας.

Κάποτε ο Ιούλης τρελάθηκε
της ανείπωτης θλίψης
και της χαράς που λαχτάρησα
η συνύπαρξη
σ’ ένα πανηγύρι των ανατροπών…

Με τη λαχτάρα του Αυγούστου
ξεγελάστηκα.

ΜΑΥΡΟΣ ΙΟΥΛΗΣ

Στο νησί μου
μαυρίζουν όλα
κάθε Ιούλη.
Για ποια Ιστορία μου μιλάς;
Κι αυτή ακόμα
πενθεί σιωπή…

 

ΟΙ ΛΥΠΗΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ

Είναι πολύ λυπημένες
οι λέξεις τον Ιούλιο
και δεν τολμάς
να τις αρθρώσεις…
Λες μονάχα: Ιούλιος.
Κι αυτό αρκεί!

 

.

Παναγιώτης Νικολαίδης

Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ

α’

Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβούραν.
Εν είσεν νερόν.
Άμαν τζι εγίνην το κακόν
τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου
τζι εγύρεψεν να με πιάσει.
Εν τον εκατάλαβα.
Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν
τζι έκλαια.

ιε’

στον πατέρα μου

Κατά το σούρουπο μπήκαμε στην Αμμόχωστο.
Τω καιρώ εκείνω
τα τείχη των Φράγκων αλλάζανε χρώμα.
Πιο πίσω η Θάλασσα και το λιμάνι
μια διαλεκτική ανθρώπου χρόνου
μέσα στο αναμμένο ηλιοβασίλεμα.
Εδώ
καμιά φωνή δεν ξεπερνά την ηχώ της.
Κι όμως,
Θα πω για σε περίκλειστη κόρη
με τα φλιτζάνια γυμνά στα τραπέζια
κι όλα τα ρούχα σου απλωμένα
σ’ ένα κουλουριασμένο συρματόπλεγμα.
Κλαμόντα,
βυθίζω τα χέρια στον άλλο χρόνο
να πάρω λίγη από την άμμο σου.
Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα, κόρη,
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη,
αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.

ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ

Άνοιξε δρόμο
ανάμεσα σ’ αγκάθια κι αγριόχορτα
Λευκά λεπτά
Αόρατα νήματα
Σιγή
Κι ύστερα λέξεις ξένες
αιχμηρές
Μαύρο σπαθί
Κι η πόρτα κλείνει αδιάφορη
και παγωμένη

Φεύγοντας του ψιθύρισε μια λεμονιά
«Μεν φύεις Μείνε λαλώ σου τζι είμ’ αθθισμένη»

.

Θεοδόσης Νικολάου

ΠΑΡΟΔΟΣ

Δεν υπάρχει τόπος να σταθούμε
Γκρεμισμένα τα σπίτια μας, πεσμένα
Τα δέντρα μας, ένας σωρός ερειπίων.

Δεν υπάρχει χώρος να ονειρευτούμε.
Η σπορά των ονείρων προϋποθέτει ένα κομμάτι ουρανό.
Κι ο ουρανός πεσμένος, τη θέση του
Μαύρος καπνός την έχει καταλάβει.
Τ’ άστρα κι αυτά πεσμένα σκουριάζουν βουλιαγμένα μες στο χώμα.

Ξέραμε βέβαια πώς η ζωή πολλές φορές
Είναι ένα κουβάρι νήμα μπερδεμένο
Που πολεμάς χρόνια να βρεις την άκρη
Χωρίς να τη βρίσκεις γιατί οι κόμποι
Περιπλέκονται πιο πολύ ύστερα από κάθε προσπάθεια.
Τότε ο ουρανός γινόταν η ανέμη
Και το νήμα τυλιγότανε κανονικά.
Πού είναι όμως τώρα ο ουρανός;

Κι όμως αυτό το τοπίο η μνήμη το φυλάγει
Σε άλλα χρόνια πρέπει να το έχω ξαναζήσει.
Θυμάμαι το σύννεφο το μαύρο που καθόταν
Απάνω στο διαμελισμένο σώμα
Της πόλης μας που δεν ήταν πια πόλη
Αλλά πέτρες, κεραμίδια κι άλλα υλικά οικοδομής χωρίς τάξη.
Κι όπως στο θέατρο αλλάζει η σκηνογραφία
Καθώς τυλίγεται η παλιά στις περιάκτους
Και μια καινούρια θέα ξεδιπλώνεται
Είδα το σύννεφο να χτυπιέται από τους ανέμους και να φεύγει
Και τα ερείπια να γίνονται ένας κήπος. 
Η πρωινή δροσιά τον περιποιείται
Και τη νύχτα το φεγγάρι κατεβαίνει
Και με άφθονο ασήμι καταρτίζει.

Και συλλογίζομαι πολλές φορές
Πώς τόσα χρόνια όλοι τούτοι οι σπόροι
Κάτω από τα όνειρα και κάτω από τα βήματα του ανθρώπου
Δεν περίμεναν άλλο παρά τη σάλπιγγα του δικού τους ήλιου
Και την ώρα μέσα στο δικό τους χρόνο
Για τούτη την ανεξήγητη μυστική ανθοφορία.

.

Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ

ΚΑΡΠΑΣΙΑ

Κάθε πρωί
Ακονίζω τη μνήμη μου
Κι ένα μαχαίρι
Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν
Σε δυο κομμάτια με χωρίζει.

Τα παιδικά μου χρόνια με συνθλίβουν…

Προσπαθώ να ταιριάξω φωνήεντα
Στα ʺξὶʺ καὶ ʺζήταʺ
Καθώς στον ήλιο διάπλατα
Η μάνα ψιθυρίζοντας
Το σπίτι ανοίγει.

Στην πρωινή καταχνιά
Τριάστρι, Ποαλέτρικα και άλλοι αστερισμοί
Δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τη σκιά μας ανάμεσα στα καπνόφυτα
Με την πίσσα στα χέρια και στa ρούχα μας
Αποχωρίζουμε τσακ-τσακ τα νοτισμένα φύλλα
Κι ενώ το χρυσαφί ρουφάει το πράσινο
Ο ήλιος ανεβαίνει
Και οι μακριές αυλακιές
Μικραίνουν στο μέτωπο του πατέρα
Μετρώντας τον με κοντάρια.

Μα ένας ρόδακας
Ολοένα γυρίζει μια μπροστά και μία πίσω
Επιστρέφοντας εικόνες του παλιού καιρού
Και δείχνοντας τις άλλες
Που συνθέτουν οι μέρες που θα ᾿ρθουν.
Ας αρχίσει λοιπόν ο αγώνας
Κι ας μην είναι δια την δόξαν
Ας είναι για τα καπνολούλουδα
Και τις σκορπισμένες ψηφίδες
Της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.

ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ

Ἄνθρωποι τύχης εἴδωλον ἐπλάσαντο,
πρόφασιν ἰδίης ἀβουλίης [Δημόκριτος]

Τι τύχη κι αυτός
Να βλέπει έτσι την πόλη του!
Για την ακρίβεια
Ένα μέρος της πόλης
Μια λωρίδα χρυσή αμμουδιά
Καταπράσινα περιβόλια
Να κρέμονται
Από έναν θαλασσή ουρανό
Τα κάτω άκρα άνω
Φυτεμένα σὲ συντρίμμια
Τα άνω άκρα κάτω
Με τα δάχτυλα τεντωμένα.
Η πατρίδα ανάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στην παλάμη του.

ΕΛΕΝΗ

Α΄

Τη δωδεκάχρονη Ελένη των παλαιών περιοδικών
Ανάμεσα στις παπαρούνες της αυλής της μελετώ.

Στο παιδικό κεφάλι της το πράσινο μαντίλι της φορεί
Πλεκτή δαντέλα ολόγυρα μ᾿ ολόχρυση κλωστή
Με τέχνη σαν στεφάνι από λουλούδια
Στις πλεξίδες των μαλλιών της το τυλίγει.

Σίγουρα θα ήταν Κυριακή μετά τη λειτουργία
Την ώρα που όλοι αναζητούν ξεκούραση στον λόγο
Και στις μεγάλες συντροφιές οι νέοι έχουν προτίμηση
Ανύποπτοι χορεύουνε, πειράζονται και τραγουδούν
Από το Ριζοκάρπασον να πάω στη Γιαλούσα
Δεν είδασιν τα μάθκια μου τέτοια μαυροματούσα.

Κι εσύ, καλέ ταξιδευτή, μισή ανατολίτισσα την είπες
Γιατί έχει θέλγητρα πολλά που μ᾿ επιμέλεια κρύβει.

Μα όσο κι αν πασχίζει με φροντίδα να κρυφτεί
Το βλέπουν το μαντίλι της απ’ τα βουνά του Ταύρου.

 

         Λεωνίδας Οικονομίδης

ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ

Εξορκίζοντας τις λέξεις
νοερά τις αφήνω να ταξιδέψουν
στο βάθος των αιώνων
στις ακτές της Σαλαμίνας…
…«Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν οικείν Απόλλων» *
με τ’ αεράκι της θάλασσας
να τις παρασέρνει στα αφτιά
των παρείσακτων της Ανατολής
που πάτησαν το χώμα σου
για να τους διαλαλήσουν
τις βασιλικές καταβολές σου
ω! ξακουστή του Τεύκρου πάλι

.

Κυριάκος Ολυμπίου

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ, ΜΑ ΣΙΩΠΗΛΗ

Αμμόχωστος, πανέμορφη… μα σιωπηλή,
απόψε μου ήρθες σε θύμησες άλλες,
στην άκρη του μυαλού μου κάθισες,
μιας νοσταλγίας συντροφιά μου άφησες,
μα ξάφνου, με τη θλίψη σου διάφανη
με κοίταξες με δάκρυα στα μάτια
κι αμείλικτα με κάρφωσες,
με του Σταυρού σου τα καρφιά,
γυρίζοντας με πίσω, όπως παλιά
και το παρόν μου, μεμιάς εχάθη,
μέσα στην έρημο της σιωπής μου,
μυριάδες κόκκοι οι αναμνήσεις μου…
.. και ξαφνικά, τα χέρια μου ‘γίναν φτερά
και πέταξα κοντά σου, σαν το παλιό καιρό
στον γνώριμο, καθάριο ουρανό σου,
μα χίλια φαντάσματα θολά, το κάθε πριν σου,
φαρέτρα γαλανόλευκη, γλυκόπικρα τα βέλη σου,
αόριστος ο χρόνος σου, σαν άνεμος, μια ιστορία,
με τη φωτιά σου με καις, σαν λάβα,
να ζωντανεύεις τα όνειρα μου, το μέσα μου…
Αμμόχωστος, πανέμορφη… μα σιωπηλή…

ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΟΥ, ΔΩΣΜΟΥ ΤΟ ΦΟΒΟ ΣΟΥ

Κερύνεια μου, στο πρωινό δεν θα πεθάνω,
θα περιμένω για ακόμη μια φορά
εκείνο το φιλί, βάλσαμο μέσα στην ψυχή,
θεριεύοντας υπομονή, άβαλτο πείσμα,
σαν ναυαγός μέσα στο κύμα.

Κερύνεια μου, απόψε δεν θα κοιμηθώ,
θα κάνω ταξίδια μέσα στα όνειρα σου
κι αυτά θα με ταξιδέψουν κοντά σου
στην αγκαλιά σου, κι αν δεν με γνώρισες,
με το μυαλό μου εγώ, θα σ’ αγαπώ.

Κερύνεια μου, κράτα με λίγο κοντά σου,
στις μυρωδιές σου, στις αμμουδιές σου,
στα πέταλα των λεμονανθών του
στη Λάπηθο, στον Καραβά σου
μέσα στο ολόγιομο φεγγάρι, το δικό σου.

Κερύνεια μου, μέσα στο σκοτάδι σου,
δάκρυ που πότισες τα βλέφαρα μου,
μα όρθιος και πάλι θα σταθώ να σ’ αντικρύσω
και εκεί στο πέντε μίλι θα ξορκίσω
με τις ανάσες των μανάδων, κεριά αναμμένα.

Κερύνεια μου, δώσε μου το φόβο σου
και την λαχταρά σου κάνε ποτάμι,
μες στις φωνές που σωπαίνουν,
στις καρδιές που λαχταρούν, ματιές αγναντεύουν,
τη μέρα που θα γυρίσουνε κοντά σου.

ΕΣΥ ΗΣΟΥΝΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

Τι και αν ταξίδεψα σε άλλους τόπους,
μακριά από τα φτερά σου, τις αγκάλες σου
ψάχνοντας σε άλλων κόσμων συγκινήσεις
εκεί μέσα στις παγίδες, μέσα στο σκοτάδι,
μέσα στα καλοφτιαγμένα ψέματα τους,
είχα εσένα και τη μορφή σου συνοδοιπόρο,
την ύπαρξη σου, φιλί της ζωής μου,
πέπλο πλουμιστό στα όνειρα μου,
για πάντα μέσα στη ψυχή μου ήσουν,
Αμμόχωστος μου εσύ.

Με καλοφτιαγμένες παραστάσεις
που κάποιοι, κάπου στήσανε,
να μας χωρίσουν, θελήσανε,
μα εγώ να τους συγχωρέσω για αυτό δεν μπόρεσα,
δεν μπόρεσα να αρνηθώ την αναπνοή μου,
όσο μακριά σου και αν με κρατήσανε,
και η κάθε σκέψη σου μορφή ιερή,
νανούρισμα στο προσκεφάλι μου,
για πάντα μέσα στη ψυχή μου ήσουν,
Αμμόχωστος μου εσύ.

.

Ντίνα Παγιάση-Κατσούρη

ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ

Μια πόλη μέσ’ στο συρματόπλεγμα
τριάντα τρία τώρα χρόνια,
η πόλη μου.
Πώς ν’ ανασαίνει μέσ’ στον πνιγερό αγέρα;
Και πού ν’ απλώσει τα μαλλιά της να στεγνώσουν;
Τα βλέφαρά της δεν αντέχουν
τόσο φως.
Αύγουστος μήνας
και τα κρίνα επιμένουν
ν’ ανθίζουν στο Ακταίο.
Μια πόλη μέσ’ στο συρματόπλεγμα.
τα χέρια της ματώνουν
και ποιος να της γιατρέψει
τις πληγές;
Ποιος να στεγνώσει τις ροές
των δακρύων;
Ποιος άραγε 8α σταματήσει το κακό;

Μια πόλη μέσ’ στο συρματόπλεγμα
κανείς δεν αφουγκράζεται
την αγωνία της,
ούτε δικοί και μήτε ξένοι.
Αύγουστος μήνας
και τα κρίνα ανθίζουν στο Ακταίο,
όπως και τότε,
που αλλόφρονη μια πόλη,
π πόλη μου,
έτρεχε μέσα στα σοκάκια
και τα μαλλιά της ανέμιζαν

ΠΡΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ I

Τι να σου πω.
Νιώθω ένα ρίγος να με διαπερνά
σαν θυμάμαι εκείνα τα πράσινα περιβόλια
με τις πορτοκαλιές και τις κίτρινες ανταύγειες,
νιώθω μια έξαψη να με κυκλώνει
σαν θυμάμαι τα χρώματα του ορίζοντα
και κείνες τις θαλασσινές διακυμάνσεις,
νιώθω ένα παράξενο τρεμούλιασμα
σαν θυμάμαι τις γήινες μυρουδιές
και κείνο το καφετί χώμα,
υγρό ακόμα στις παλάμες μας,
νιώθω θυμό
και απελπισία απέραντη
καθώς αναλογίζομαι
πόσοι και πόσοι ποιητές ασέλγησαν στο όνομά της
πόσοι και πόσοι ποιητές εκτονωθήκανε στο όνομά της.
Μα κυριότερα,
πόσοι και πόσοι ποιητές ΔΕΝ θ’ αντισταθούν στο όνομά της.
Και το όνομα αυτής: Αμμόχωστος.

ΠΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗ

Κερύνεια, Λάπηθος, Καραβάς.

Η ώρα της δοκιμασίας
σε βρήκε βυθισμένο
στ’ αναγνωστήρια, στις βιβλιοθήκες,
στις βιογραφίες και στα χρονικά.

Αποδελτίωνες τη σοφία αιώνων,
συμβουλευόσουνα τους αιωνόβιους πατέρες,
ήθελες να είσαι πέρα για πέρα βέβαιος
πως εσύ και μόνο εσύ
κάτεχες τη μαγεία της ποιητικής
και την αισθητική αντίληψη του λόγου.

Μόρφου, Κυθρέα, Βατυλή.

Μα η ώρα της δοκιμασίας είχε έρθει.
Κι εσύ χωρίς αιδώ,
κυνικά κι απροκάλυπτα,
άρχισες να μοιράζεις αυτόγραφα στις πλατείες,
να εγκαινιάζεις μπουάτ με τ όνομά σου,
να τυπώνεις αυτοκόλλητα με τ όνομά σου,
να διοργανώνεις εκδηλώσεις με τ’ όνομά σου,
να διαφημίζεις σοκολατάκια με τ’ όνομά σου,
να μολύνεις τα τηλεοπτικά δίκτυα με τ’ όνομά σου.

Δίκωμο, Γιαλούσα, Ακάνθου.

Μα η ώρα της δοκιμασίας είχε έρθει.
Κι εσύ χωρίς αιδώ,
κυνικά και απροκάλυπτα,
άρχισες να επαιτείς κριτικές και διθυράμβους
να εκλιπαρείς κριτικούς και εκδότες,
να συντάσσεσαι με κριτικούς και εκδότες.

.

Έλλη Παιονίδου

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

λύσανε τα σαντάλια τους, τα μέλη αποσταμένα
έγειραν να ξεκουραστούν
σιγά σιγά, μην ακουστούν
βγήκανε τα φαντάσματα σεργιάνι, ένα ένα.
ετούτο βγήκε απ’ τα προικιά της πρώτης θυγατέρας
εκείνο από τη τσιμινιά
και σμίχτηκε στη γειτονιά
με τις χαρούμενες φωνές πού κουβαλά ό αέρας.

φαντάσματα, φαντάσματα τού χθεσινού μας κόσμου
γιατί δε χάνεστε κι’ εσείς
μέσα στα βάθη της ψυχής
κι’ αβάσταχτη μάς φέρνετε ευωδιά χαμένου δυόσμου;

ΨΑΡΟΠΩΛΕΙΟΝ Η ΚΕΡΥΝΕΙΑ

Τέσσερις φέτες αμιάντου κάθετες 
κι’ απάνω ένα κομμάτι τσίγκος. 
Μόσχευμα δίχως ρίζες 
εδώ στη Λεμεσό.
Η θάλασσα, πηκτή, κόβεται με μαχαίρι 
και τρία ψάρια κρεμασμένα στο ραβδί. 
Ψαροπωλείον η Κερύνεια.
Αχ.

.

Μυριάνθη Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου

ΝΕΚΡΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Ο Ευαγόρας κι η Σαλαμίνα του μονάχοι
στη σύναξη του Τρυγητή
στο νεκρικό συμπόσιο τ’ Αλωνάρη
Όπως οι νύχτες μας κι οι μέρες
μετράνε το σταματημένο χρόνο
στα πανάρχαιο μάρμαρο
όπως τα λόγια και τα χρόνια μας
κάνουν σταθμό στην Σαλαμίνα
Εκεί κι ο Ονήσιλος
απ’ το κοντάρι της κτηνωδίας
κι απ’ την κυψέλη των ματιών του
φλογίζει τη μνήμη εισχωρώντας στο χρόνο
Η ακακία που επιμένει τόσο πολύ να υπάρχει
το πανηγύρι του κίτρινου
η μέλισσα κι η πεταλούδα η παιχνιδιάρα
τ’ ασήμαντο μυρμήγκι
το σκαθάρι
η ελισσαύρα
το νερό
aχ η ζωή που ξεχειλίζει
γύρω στα όπλα και τ’ άρματα του θανάτου

ΤΟ ΦΩΤΙΣΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ

Το φωτισμένο σπίτι
με τ’ ανοιχτά φιλόξενα παράθυρα
με τη βρύση να στάζει ρυθμικά στο νεροχύτη
-δε θυμάμαι αν άφησα την κατσαρόλα στη φωτιά-
τη μουσμουλιά π’ ανθίζει και καρπίζει μοναχή 
Τη βουκαμβύλια ακλάδευτη και ξέφρενη 
τη γυάλα με το ψάρι
τα περιστέρια που ψάχνουν για σπυριά
από δωμάτιο σε δωμάτιο 
τα χελιδόνια
-λέτε να γύρισαν τα χελιδόνια; – 
Κάθε τέτοιες μέρες
κάτι τέτοιες συνήθειες που μας λείπουν 
που μας πονάνε
Ο ξεριζωμένος εαυτός μας εδώ 
κι οι ρίζες μας εκεί
οι πιο βαθιές μας ρίζες

ΩΡΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ

Κάθε που επήγαινες στη Μόρφου 
τ’ άρωμα των λεμονανθών 
σ’ έπνιγε από μακριά
Ύστερα χανόσουν στα λεμονοδάση 
κι ως να ξεχνιόσουν στον παράδεισο 
σε πρόφταινε το δειλινό 
καθώς εκείνος ο Θεός κατέβαινε ν’ αναπαυτεί 
μ’ όλα τ’ αρώματα 
τα διαθλασμένα χρώματα 
ώρα μοναδική της Μόρφου 
Όπως πηγαίνεις για τη Μόρφου 
ο δρόμος σου χαμογελά σε κάθε του στροφή 
Σε καλοδέχονται τ’ ακούραστα νερά 
σε προσκαλούν τα στοργικά τα χώματα 
Ο ουρανός σου στέκεται καλός 
κι οι εποχές κρατούν αλάθευτα το χρόνο τους 
Όποιος και νάσουν 
ότι και νάκανες
η Μόρφου δε σε γέλασε ποτές

Παιδί εγγόνι μου δισέγγονο 
η Μόρφου θα σε καρτερά 
Όσο το μάτι του περήφανου αετού 
τηράει τα πέρατα
Όσο το χέρι του δικαίου Θεού
απ΄ τον Πενταδάκτυλο βλογάει την πλάση
Όσο οι φωνές εικοσάχρονων παλληκαριών
θα σε καλούν για επιστροφή
Και να γυρίζεις
κάθε φορά που ανθούν οι λεμονιές της Μόρφου

.

Μαρούλα Πανάγου

ΠΟΡΤΟΚΚΑΛΙΕΣ- ΜΟΡΦΙΤΙΤΖΙΕΣ

Πορτοκκαλιές Μορφίτιτζιες
του Καραβά λεμόνια
Ακόμα εν εσυνόμπλασα
στης προσφυγιάς τα γρόνια.

Που πάσιν 37
τζιαι φαίνουντε μου αιώνες
Αχ! πόσο ποθώ να ξαναδώ
τους πορτοκκαλλεώνες .

Πού είσαι Πενταδάκτυλε
για να τους αποσείσεις
Οπως λαλεί ο Μόντης μας
να τους κρεμμοτσακίσεις .

Ξανά η γαλανόλευκη
να ξανατζιυμματήσει
τζι αέρας της ελεφτερκάς
τραούδι ν’αρκινήσει.

Τότες πετώντας εν να ρτώ
τη γή μμου να φιλήσω
τζι ασ εσ σέ τζιείνη την χαρά
τότε να ξεψυσιήσω

ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ ΕΙΜΑΙ

Πρόσφυγας είμαι στην δική μου πατρίδα
σαράντα τα χρόνια που ζώ στην ελπίδα
της πατρίδας και πάλι να δω λευτεριά
και τότε ας πεθάνω μ’ ελαφρά την καρδιά
Πρόσφυγας είμαι δεν μπορώ να διαβώ
στο δικό μου το σπίτι εγώ για να μπώ
Το χαίρουνται άλλοι κι η ψυχή μου πονεί
Πότε ξανά θε να φέξει μια καινούργια αυγή
Ως πότε Θεέ μου σαν ξένος να ζώ
στου χωριού μου τους δρόμους δεν μπορώ να διαβώ
Όσα χρόνια κι αν φύγουν αλλού δεν ριζώνω
μακριά σου νησί μου κι αν ζώ μαραζώνω .
Σωπαίνουν οι πάντες δεν μιλάει κανείς
σε πουλούν σ’ αγοράζουν και στενάζουμε εμείς .
Πρόσφυγας είμαι και ποτέ ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.
Μοιρασμένη πατρίδα κάθε μέρα θρηνώ.
Φευγουν για πάντα ανθρώποι μ’αυτό τον καημό
Μοιρασμένη πατρίδα τι άλλο να πω
φωνάζω για δίκιο, κανείς δεν μιλά
ποιος νοιάζεται, πέσ’ μου ,την πικρή προσφυγιά
Αχ γαλάζια πατρίδα στην καρδιά μου κλεισμένη
μια μέρα να φύγουν, φτάνει πιά μοιρασμένη .
Κι αν πρόσφυγας τώρα, προσμένω και πάλι
στον δικό μου τον τόπο λευτεριά να ρθεί πάλι

Κύπρος μου ώς πόσο ακόμα οι πληγές θα αιμορραγούν
και ποιά μμάτια δεν δακρυζουν ποιες καρδιες να μην ραγούν

Στάζουν αίμα οι πληγές σου σαραντάχρονες

ΥΜΝΟΣ ΚΥΠΡΟΥ

14

Μένουνε κλειστές οι πόρτες
αναπάντητη η κραυγή
στο ερώτημά σου ως πότες
η πληγή θα αιμορραγεί.

15

Η Κερύνεια σκλαβωμένη
Λάπηθος και Καραβάς
κι η ψυχή σου λαβωμένη
τα παιδιά σου να ζητάς .

16

Ο απόστολος Ανδρέας
τόσα χρονιά απόμακρός
Η ψυχή σου Προμηθέας
που ματώνει για το φως

17

Μόρφου καταπατημένη
μάνα του πορτοκαλιού
Μεσαορία πληγωμένη
απ’ την λάμα μαχαιριού .

.

Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Αμοληθήκαμε στον κάμπο
εκεί όπου μπλέκονται οι γραμμές:
πράσινη, γαλάζια, κόκκινη, νεκρή

Προσοχή Ναρκοπέδιο! έλεγε η ταμπέλα
ας βγάλουν επιτέλους τις νάρκες να τελειώνουμε

Χαρακώματα σκαμμένα παντού
βρίσκεις μέσα ό,τι φανταστείς
—μέχρι και μια σακαράκα—

Μπροστά μας το εγκαταλελειμμένο φυλάκιο
— Που πήγε ο σκοπός:
— Ποιος ο σκοπός αυτών όλων;

Ανεβήκαμε τον λόφο
ΑΛΤ ΠΡΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
εκείνη μάζεψε ό,τι μπόρεσε
λαψάνες, μολόχες, σπαράγγια
στο χέρι της μια πράσινη γραμμή.

 

ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Ατύχημα.
Στο φυλάκιο κάποιος έκοψε το χέρι του.

Μέχρι να ’ρθει τ’ ασθενοφόρο
του το ‘δεσα πάνω στον μηρό μου
ν’ απορροφάει η παραλλαγή όλο το αίμα
να μην το βλέπει εκείνος.

Σιγά σιγά η φαιοπράσινη στολή μου
βάφτηκε άλικη.

Ολόκληρη άλικη,
εγώ άλικος,
άλικο το δωμάτιο,
άδικο το φυλάκιο,
άλικη η τρομερή κόψη του σπαθιού που τον λάβωσε,
άδικη η όψη που με βια μετράει τη γη,
άλικα τα κόκαλα των ανθρώπων
όλου
του
κόσμου
αν-
εξαιρέτως.

Πράσινη Γραμμή

.

Μιχάλης Παπαδόπουλος

ΨΗΦΙΔΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Πήρα στα χέρια μου το ημερολόγιο
Κι όπως έκανα ν’ ανοίξω
τραβήχτηκε από τις σελίδες μια Δευτέρα
που ’βγαζε καπνούς απ’ τα πλευρά
κι ένας Ιούλης καμένο σίδερο

 

.

Άννα Παπαιωάννου

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ, ΜΙΑ ΠΛΗΓΗ ΑΝΟΙΚΤΗ

Τρύγησα το μέλι απ’ τη μορφή σου
σαν φυλακτό να διώχνει κάθε πίκρα
ήπια νερό απ’ την πηγή σου
παρηγοριά σε κάθε δίψα.
Κι από την απαλάμη σου
πήρα το αποτύπωμά της
τη νύχτα σφικτά να το κρατώ
για να μην φοβάμαι, για να μην πονώ.

Σκούπισα με δάκρυα την πληγή σου
και για αντίο, ένα φιλί
πήρα χρώμα και φως από τα πέταλά σου
να βρω το δρόμο μου, να μην χαθώ
για να θυμάμαι, για να μην ξεχνώ…

ΣΤΗ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Χλωμή
σε είδα να περνάς
πάνω από τις στέγες των σπιτιών
που χάθηκαν μες τη σιωπή
αγγίζοντας τα καμπαναριά
που βουβάθηκαν κι αυτά
πλάι στη μοναξιά των ίσκιων.

Πληγωμένη
σε είδα να κλαις
μες την ομίχλη που σε σκέπαζε
απόκοσμη οπτασία της παιδικής μου θύμησης.
Δεν έβλεπα τα μάτια σου
μα έβλεπα τα δάκρυά σου
χρυσά βόλια να σχίζουν την καρδιά μου
και να μετρώ στιγμή-στιγμή
τη μνήμη που πληγώνει.

Η ΦΥΓΗ

Έχουν περάσει τόσα χρόνια
που δεν έχει σημασία πια
βιβλίο πεταμένο στην μπανιέρα η ζωή
γράμματα ατάκτως ερριμμένα
φωνάζουν τρομαγμένα
ρίχνουν σκιές στο λιγοστό νερό
ανίκανο κι αυτό να ξεδιψάσει
την τόση δίψα.

Ας πάρουμε τη γομολάστιχα
να σβήσουμε τα ίχνη μας
μια κι η αυριανή ημέρα
προπορεύεται του θανάτου μας
να κλείσουμε την πόρτα που οδηγεί
στο πεπρωμένο μας
η δική μας φυγή στην Αίγυπτο
των παιδικών μας χρόνων η συνήθεια
ουρλιάζει μαζί με τις σειρήνες
όχι του Οδυσσέα
μα τις άλλες
που τρυπούν αλύπητα την ψυχή μας.

.

Νεόφυτος Παπαλαζάρου

ΟΙ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ

Μας το’ παν καθαρά,
τώρα πια δεν υπάρχουν αγνοούμενοι,
τους βρήκαν σχεδόν όλους.
Τους ταυτοποίησαν επιστημονικά.
Τώρα τους θάβουμε έστω ημιτελείς,
αλλά με όλη τη μεγαλοπρέπεια.
Τους ανακηρύσσουμε δια βοής
ήρωες της πατρίδας.
Ευγνωμονούμε
τη μάνα και τον πατέρα
που τους γέννησαν,
τη σύζυγο
που καρτερικά τους περίμενε.
Τα παιδιά που
μεγάλωσαν με το όνειρο της επιστροφής
του πατέρα.
Ποιος όμως θα ταυτοποιήσει
το πόνο της μάνας και του κύρη;
Ποιος θα δώσει πίσω
τα χαμένα χρόνια
του κοριτσιού που έζησε
χωρίς να γεύεται
τη ζεστή αγκαλιά του συζύγου της;
Ποιος θα δώσει τη χαμένη χαρά
των παιδιών που αναγιώθηκαν χωρίς πατέρα;
Ποιος επιτέλους
θα πει μια συγνώμη
σε αυτούς
που τους άνοιξαν
μια αγιάτρευτη
πληγή στην καρδιά;

ΜΕΡΕΣ ΤΟΝ ΙΟΥΛΗ

Οι μέρες του Ιούλη
ξερνούν φωτιά και λάβα.
Σου ανακατεύουν
τα σωθικά
και σε πονούν.
Πικρές οι μνήμες,
πικρά και τα λόγια.
Τα χρόνια πέρασαν
και μείς
θλιμμένοι ακόμα μετράμε
τα παλικάρια που πέταξαν,
χωρίς να προλάβουμε
ένα αντίο να τους πούμε,
χωρίς της αγάπης
το φιλί να γευτούν.
Οι μέρες του Ιούλη
έχουν χρώμα κόκκινο
όπως το αίμα των παιδιών μας που
χάθηκαν.

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ

Την πόλη της Κερύνειας
δεν τη γνώρισα
σ ’αυτήν ποτέ δεν έχω ζήσει
μα την ξέρω καλά
με το κάστρο της να στέκει ορθό
με το όμορφο της λιμανάκι
που ‘χει τις βαρκούλες αραγμένες στη σειρά
και τα όμορφα της τα κορίτσια
τ ’απογεύματα στον καθημερινό
τους περίπατο.
Την πόλη της Κερύνειας
την γνώρισα στα γεμάτα
θαυμασμό λόγια της Μάνας,
στις όμορφες διηγήσεις
του πατέρα.
Την πόλη της Κερύνειας
την γνώρισα στις ατέλειωτες ιστορίες
του Κερυνειώτη γείτονα.

.

Στέλιος Παπαντωνίου

20 ΙΟΥΛΙΟΥ

Και τώρα που διαβάσαμε
και για το κεμπάπ του Ντεκτάς
εκείνη τη νύχτα,
και για το κρασί του,
Πού να τον βρούμε ν’ αλλάξει τα λόγια του
Να χωρέσει η χαρά του στη λύπη μας
Κι εκείνα τα συγχαρητήρια που δέχτηκε
από τον αυστριακό οηέ
Πώς να τα εκφραστούμε διεθνώς;
Εκείνοι με τη χαρά τους
Εμείς με τη λύπη μας
Να την κρατήσουμε αξιοπρεπώς
Να την μαλάξουμε
να της δώσουμε σχήμα
Μην την ξεφτιλίζουμε.
Ύστερα από το προδοτικό πραξικόπημα
Υπέστημεν την βάρβαρον τουρκικήν εισβολήν.
Και τώρα που καθόμαστε και περιμένουμε
Έρχονται με τα κιτάπια
να μας πουν τις λέξεις
Να ντύσουμε το έγκλημα,
να το αποδεχτούμε
Να βλέπουμε σφαγμένα κορμιά
Τυραγνισμένα και μετά θάνατον
Κι εμείς να καθόμαστε
στα καφενεδάκια της Κερύνειας
Ν’ αναπαυόμαστε.
Τελώνες και φαρισαίοι,
Πόσοι πέρασαν και σήμερα
να επισκεφτούν την πόλη μας
Να κάμουν τα μπάνια τους
Να παίξουν στα καζίνα τους;

 

Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Δεν έχουμε λειβάδια, ποτάμια, θάλασσες
παρά μόνο στέγες σφιχταγκαλιασμένες
ανοιχτές πόρτες
παράθυρα για τον ήλιο και τον αγέρα.
Κάτι στενά δρομάκια
κρυφακούν τις νύχτες τις καρδιές των στρατιωτών
διακρίνουν στις ρωγμές των ύπνων τους
το κορίτσι που περιμένει,
τον πατέρα και τη μάνα
κι ένα καντήλι απόλυσης.
Στους φουσκωμένους τοίχους των σπιτιών
χαϊδεύεις τ’ αποτυπώματα της παλάμης μας
καθώς παίζαμε χωστό
και μετρούσαμε δυνατά
την ώρα που ο χότζας σφαγίαζε τη γαλήνη
με τα μεγάφωνα,
τα γυμνά του στήθη
το στουπί βουτηγμένο στο πετρέλαιο
κάτω από τη μεγάλη μας ξώπορτα.
Δεν έχουμε λειβάδια, ποτάμια, θάλασσες
μια εκκλησιά στο κέντρο
έναν ευλογημένο αυλόγυρο
στις γωνιές οι μικρές φωνές μας
κι ύστερα οι βόμβες, οι όλμοι,
να χτυπούν τις σφιχταγκαλιασμένες στέγες
κι οι πόρτες ν’ αδειάζουν τις ψυχές μας.

ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Τη θάλασσα που σε πικραίνει
τη φοβάσαι και στον ύπνο σου,
κατεβαίνει από τον Πενταδάκτυλο,
μπαίνει ακάλεστη στο δωμάτιο,
τρασκελά κάγκελα και παράθυρα,
τον κήπο και τα κυπαρίσσια,
τις ελιές και τερατσιές,
κάθεται καμιά φορά στο βουνό,
βλέπει τα φωσάκια της Χώρας
και με μια βουτιά βρίσκεται στα πρόθυρά σου,
δεν χτυπά,
δεν είναι Αθηνά δεν είσαι Τηλέμαχος,
ο χαμένος Οδυσσέας ταξιδεύει ακόμα,
οι Θεοί δεν συνεδρίασαν,
ο Ποσειδώνας όλο και οργίζεται,
με την τρίαινα αναδεύει τη θάλασσα,
δεν είναι η παιδούλα των δώδεκα και δεκαπέντε
που αγκάλιαζες δροσερή,
εκεί στις γούβες με το αλάτι,
δεν είναι το αεράκι κοντά στο ποτάμι και στις καλαμιές,
αυτή μια δράκαινα,
βγήκε λες από έργα του Σαίξπηρ,
νύχια τεράστια να γαντζωθούν πάνω σου,
γεροντικά δόντια
να θέλουν να μπηχτούν στο κορμί σου,
όχι όχι, αναπηδάς,
η θάλασσα του Επίκτητου,
της Κερύνειας και του Βαρωσιού
δεν ήταν ποτέ με ακάνθινο στεφάνι στολισμένες,
πώς έγινε,
και τα συρματοπλέγματα πληθαίνουν,
δεν βρήκες τον τρόπο εσύ,
δεν δέχεσαι τα διατάγματα,
τις υποκλίσεις,
τους ρητορικούς λόγους
τον κρείσσω λόγον και τον ήττω,
κουάξ κουάξ τα βατράχια στο ποτάμι,
κι εσύ να ξαγρυπνάς
λουσμένος στον ιδρώτα
μιας λεκιασμένης Λευκωσίας,
ακατανόητης,
κι οι ρήτορες πληθαίνουν,
συγχυσμένοι.
Στο μυαλό μου καθαρή η εικόνα σου,
των δώδεκα και δεκαπέντε χρόνων,
έλα στην αγκαλιά μου.

.

Νίκη Παπαξενοφώντος

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1974

Το δράμα δεν μας ήξερε ακόμα·
κατέβαινες το ποτάμι γυμνός πλέοντας μ’ ένα χέρι
στ’ άλλο τ’ αγριοπερίστερα· παιδί ακόμη – αρπακτικό,
ανίδεο για τον τρόμο που σ’ ακουμπούσε.

Από τον έρωτα απείχες μιαν αστραπή.

Ύστερα οι εχθροί μιλημένοι περάσανε
μια εφηβεία πατρίδα μισή.
Τίποτε να διαφεντέψεις.

Οι μνήμες
φτερά στην όχθη του παλιού ποταμού, στοιχειωμένα.

Κάπου κάπου τ’ αναζητάς με τη σκέψη
ή τα νιώθεις μες στ’ όνειρο να σου στερεώνουν τους ώμους
και ξυπνάς μες στην έκσταση.

Μετά, η ανάσα της πλάνης.

Δεν μπορούμε, θαρρείς, άλλο πόνο σ’ αυτήν τη μεριά
ψευδαίσθηση ή ομηρία – αδιάφορο·
βουτούμε το κεφάλι στο έρεβος
αρχαϊκά μεγάλα πουλιά μες στην άμμο.

Γραφή μελανόμορφη στους αμφορείς των μουσείων.
Σφραγίς δωρεάς πυρωμένη ο τόπος μας·
την αποδέχεσαι –
έγκαυμα·
αρνιέσαι — σέπεται το πρόσωπό σου.

Είναι κι οι άλλοι, μου λες,
που τελειώνουν τις μέρες τους μες στην τρυφή
και δηλώνουν αμέτοχοι.
Το δικό μας γιατί, το κενό τους.

Και να πω – τι να πω·
Παρελθόν που γκρεμίστηκε
όταν έφηβοι συλλαβίζαμε όνειρα
και παρόν άνομβρα χρόνια. Με εξορύξεις σε θάλασσες
που εγκυμονούν όλβιο μέλλον – και δύσοσμο.
Ποταμοί σκοτεινοί, με ανάποδο ρέμα
που εκβάλλουν τις νύχτες στα όνειρα·
μια δροσιά παιδικής ηλικίας, μια φόβος.
Διωγμοί του Ιούλη,
του Αυγούστου.
Καλοκαίρι ανήλεο.

Η Κύπρος μνήμη που εξαντλείται.

 

ΜΝΗΜΗ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Ήσουν σκυφτός κι είχες στη χούφτα σου σπυριά σιτάρι.
Μετρούσες και ξαναμετρούσες –
αύριο των ψυχών.

Πράσινα μέσα στ’ όνειρο. Κήπος.
Δεν γύρισες να με δεις.

Άνυδρο χώμα, λόγια δυσπρόφερτα.

Στα μαύρα η μάνα μες στ’ άλλο όνειρο
κρατά στο χέρι της κόσκινο
διαλέγει σπυριά.
Αρνιέται πως είναι για σένα.

Το μνημόσυνο υποθέτω θολά
του νεκρού αδελφού· δεν ρωτώ.
Πιο πολλά ξέρουν στον Άδη.

Γυρνώ στον ύπνο μου· πάλι εσύ: μονολογείς
κάτι για σήψη, για αναγνώριση –
αιμορραγείς;

Εγκιβωτισμένη σιωπή· των θανάτων.

Καθημαγμένη δεύτερη άνοιξη χωρίς συγχώρεση·
ένα κλαδί της ελιάς ακουμπώ ασημί
στο περβάζι της θύμησης
και μνημονεύω σας- πήλινο καπνιστήρι παλιό
η μάνα ανακατεύει τα κάρβουνα ασώματη.

Στης γιαγιάς το αδράχτι κλωστή κρατερή
ξετυλίγονται οι μνήμες· φεύγουν οι μέρες μου σαν το νερό.

Πάντα Θα μνημονεύω σου.
Χωρίς ελπίδα.
Έπεσες, είπαν, κοντά στα περβόλια μας.

Μπαίνοντας της Κερύνειας.

 

.

Μιχάλης Πασιαρδής

ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΒΡΑΔΥ 15.7.74

Δεν είναι η Λευκωσία απόψε 
η πόλη του γλυκού καλοκαιριού, 
του δειλινού π’ άναβε τ’ άστρα, 
αυτή που ξέραμε ως εχτές 
που πίναμε σ’ ένα ποτήρι τη δροσιά της. 
Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο 
κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.
Η Λευκωσία απόψε πολεμά 
και πέφτει.

ΕΣΥ ΔΕΝ ΛΕΣ ΤΙΠΟΤΑ…

Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω γι’ αυτό το νησί
που ήταν όνειρο χτες και θυμάρι κι αμίαντο
και σήμερα ποτάμι οδύνης

ποτάμι που δεν λέει να σιγήσει
κατρακυλώντας απ’ τους αιώνες όχι νερό
μα τις πέτρες μας, πέτρες αρχαίες που χτίσαν ναούς
και υψώσανε κάστρα και πολιτείες που χάραξαν τ’ όνομά τους στο χρόνο
βαθιά, και για πάντα.

Εδώ, σ’ αυτό το νησί, υδρίες λαδιού με παραστάσεις του μόχθου
υδρίες κρασιού με παραστάσεις αγάπης
ο χαλκός στου ανθρώπου τη δούλεψη
ο χρυσός, η εικόνα, το κέντημα,
το ξύλο που ευωδιάζει το χέρι,
τάφοι προγόνων παλιών και χτεσινών πατεράδων.

Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω για τα παιδιά
που σκύψανε άξαφνα με το χέρι στο στήθος
εκεί στις πλαγιές του βουνού Πενταδάχτυλος και φωνάζαν
τη μάνα τους ώσπου ξεψύχησαν.

Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω για τα σπίτια, τα δέντρα
του κάμπου μας, τα πικρολέμονα του ίδρωτά μας
που τα διαγούμισαν άλλοι
και πέρα τα πήγανε.

Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω γι’ αυτό το μαρτύριο
που δένει τη γη μας, τον τροχό που στενάζει
η πατρίδα μας, την πληγή στο σώμα του Ιησού.

Εσύ δεν λες τίποτα
μα η πληγή στο σώμα του Ιησού
δεν στερεύει.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΑΝ

Δεξά λίγο, πάνω απ’ το φρύδι-του, άνοιξε
κ’ έτρεξε η πληγή, όλο το φως των δώδεκά-του χρόνων.
Κι απόμειναν τα μάτια-του μισάνοιχτα, σα γελασμένοι ήλιοι
σε μια πλάση, που τη νομίζανε πιστή κι ακόμα τη νομίζουν.
Ω, μη χαμογελάς, παιδί, πίσω απ’ το θάνατο, όπως
που να ‘παιζες κρυφτούλι στο στενό-σου! Ω, μη χαμογελάς, παιδί!
Μη μας χρεώνεις άλλο

.

Ανδρέας Παστελλάς

ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΩΤΗΡΟΥ

«Τα βράδια έρχεται και μου κτυπά την πόρτα.
Και τον βλέπω πεσμένο».
(’Από αφήγηση γυναίκας αγνοουμένου σέ εφημερίδα)

Τον έβλεπε συχνά να ’ρχεται λαχανιασμένος
σπρώχνοντας το σκουριασμένο του ποδήλατο
πότε σκαστός από τα Άδανα
σαν το δαρμένο από τη θύελλα πουλί
να κτυπά το παράθυρο,
πότε από την ’Αττάλεια
ξεπνοϊσμένο απάνω στο κατώφλι
με το βρεγμένο από τον ιδρώτα σακίδιο
σκιάς όναρ έφευγε καπνός
μέσα από τα πληγωμένα χέρια της.

Όμως το βράδυ εκείνο που άνοιξαν οι επουράνιοι θόλοι
να κατεβαίνει τον είδε
από τον ραγισμένο φεγγίτη
στην αγιασμένη κάμαρα
μες σ’ ένα σύννεφο φωτός
στα μαλλιά του άνθιζαν χιλιάδες μικρές μαργαρίτες
κι άγγελοι Χερουβείμ πηγαινοέρχονταν
μ’ άσπρες ρομφαίες στις στέγες τού συνοικισμού.
Άπλωσε τα χέρια και τον έσφιξε σαν τα παλιά
τα χέρια της ήξεραν πως ήτανε αυτός.

– Τα χρόνια διαβήκαν, Κωνσταντή, και από το χέρι σου
γραφή δεν έφτασε απ’ τα ξένα.
– Χρόνια βαδίζω σαν τυφλός σε σκοτεινό κελί.
– Μεγάλωσαν τα παιδιά, Κωνσταντή, και συ δεν φάνηκες.
– Πλατειά είν’ η θάλασσα, ’Αρετή, και τα κουπιά παρμένα. 
Κι όταν στο πρώτο μεταμεσονύχτιο λάλημα καταδότη πετεινού
έβγαινε εκείνος από τη στενή χαραμάδα του ονείρου
γλιστρώντας απ’ την τανάλια που τον έσφιγγαν τα δυο χέρια
της
– Μη φεύγεις, Κωνσταντή!

Την ώρα εκείνη
το καταπέτασμα εσκίστη τού Άη Γιώργη του Εξορινού
η καμπάνα της Παναγίας της Ελευθερώτριας
ακούστηκε να χτυπά πένθιμα τρεις φορές
και τ’ αστέρια έπεσαν λυπημένα στη γη
βροχή από πικραμένα γιασεμιά
στις αυλές του προσφυγικού συνοικισμού.

– Μη μας ξεχνάς, Κωνσταντή!
– Όσο με θυμάστε θα ζω, όσο με θυμάστε θα ζω.

Τον ήχο από το σκουριασμένο ποδήλατο
δεν άκουσε.
Ένα περήφανο άλογο μ’ άσπρα φτερά
κωπηλατώντας αργά στη μελανή άβυσσο
ανάλαφρα, είδε, να τον ανεβάζει στ’ αντικρινό βουνό.

Κι από τότε
πάνω στην πιο ψηλή κορφή του Πενταδάκτυλου
μέσα στο πηχτό σκοτάδι
ανάβει κάθε βράδυ
ένα μικρό φώς που ολοένα μεγαλώνει
και το βλέπουν μόνο όσοι δεν έχουν μάτια.

 

Μαρία Πασχαλίδου

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ

Γεμίσαμε πληγές
μέσα στην άχνη του θανάτου
και στου αθάνατου αίματος των ονείρων μας,
βιώσαμε τα ελκώδη εξανθήματα

όλες οι ημέρες της ζήσης μας ματώσανε
να σβήσουν βάλθηκαν
τα καντήλια της ελπίδας
τους αγώνες για μίαν άσπρη ημέρα

μ’ έργα αισχυντηλά
χαράξανε την ψυχή μας
και τις ανάσες θρυμματίσανε
ξερίζωσαν τα μάτια τα χέρια τα κορμιά

με πυρπολεί ο καημός
και της πανούκλας τα άγρια δρεπάνια

βυθίζομαι και είμαι παρών με μαύρα γράμματα
πένθιμα πουλιά σακατεμένα
στις σκοτεινές κραυγές
με μία αγκαλιά δάκρυ και μνήμη

Δ Ε Ν Ξ Ε Χ Ν Ω

εδώ εγώ εγεννήθηκα
εδώ εγώ θα τραγουδώ, ακούτε;
εδώ θα βασανίζομαι και θα χορεύω
να ζωντανεύω τους εαυτούς μας
με τα απόντα ονόματα…

 

.

Νάσα Παταπίου

ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Πηγάζω
Από της Χερσονήσου
Καρπασίας τα όρη
Κι εκβάλλω στο σώμα μου
Μέσα μου οι πίδακες
Και τα λιμνάζοντα ύδατα
Είδωλα μέσα στο νερό
Σκιές στο κόκκινο αίμα
Ανταύγειες το πρωί
Κι άλλες το βράδι
Νά ‘ρθει ο Αγγελος
Με τη ρομφαία
Και να χαράξει
Τη δεξιά μου την πλευρά
Να φύγει το αίμα
Να πλημμυρίσει το νερό
Αφρώδη κύματα
Να με περιτυλίξουν
Φως να φανεί
Το σχήμα σου
Τα όριά σου να χαρακτούν
Σαν πρώτα
Κι απ’ τα υπάρχοντά μου
Να μένει μόνον η φωνή
Είμαι το νοήμον φυτό
Στα απόκρημνα
Της νήσου Κύπρου

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ

Γνωρίζω τους δρόμους 
Ακόμα την ανάσα τους 
Μιλώ για τη Λευκοθέα 
Τη Λευκωσία εννοώ 
Τη Φωτολάμπουσα 
Περιδιαβάζοντάς σε 
Η ιστορία σου 
Με εξυψώνει 
Στις παρειές του ονείρου 
Νύχτα ασέληνη 
Μα η πόλη Intra muros 
Από των γιασεμιών 
Την όραση 
Έλα Αενάως είμαι 
Για σένα 
Παραμένω 
Μόνον για σένα 
Έφηβη 
Ταπεινά και τρυφερά 
Σχεδόν λιποθυμώ 
Από αγάπη 
Και σου λέω 
Πως με τραβά 
Μια έλξη μακρύμισχη 
Και με οδηγεί 
Στους δρόμους 
Της γενέθλιάς σου πόλης 
Έτσι σαν πάρω 
Το άρωμά σου 
Γίνομαι χήνα 
Γίνομαι αγριόχηνα 
Αίσθημα δύναμης 
Με εκτοξεύει στους ουρανούς 
Σε δυσθεώρητα ύψη 
Κατοικώ 
Κι από ψηλά 
Αγναντεύοντας 
Σε χαιρετώ 
Κάτω στην πόλη σου 
Τη Λευκωσία

.

Κώστας Πατινιος

ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΙΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Έτρεξα και σήμερα (40η επέτειος της δεύτερης εισβολής)
ως εκεί που δυο ειρηνευτές με σταμάτησαν.
«You are in the risk area», μου είπε ο ένας ευγενικά.
Το χέρι να άπλωνες, θα είχες στην παλάμη σου την Αμμόχωστο.
Το τουρκικό φυλάκιο λίγα μέτρα μπροστά μου υπερυψωμένο.
Λίγα μέτρα πίσω, σε μη «risk area»,
βουτιά στη θάλασσα, κολύμπι προς τα ανοιχτά και ξάπλα,
με τα χέρια στο σβέρκο για μαξιλάρι.
Απόλυτη ηρεμία.
«Αφού μπορώ να ξαπλώνω στη θάλασσα,
γιατί να μην μπορώ να τρέξω στην επιφάνειά της;», σκέφτηκα.
«Όχι, για να το «παίξω» Χριστός, αλλά για να ζήσω
ως άνθρωπος άλλη μια μικρή χαρά.»

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ

Με μούντζωνε τόσα χρόνια,
που σχεδόν είχα εμπεδώσει την ενοχή μου,
και ας ήμουν μωρό παιδί τότε.
Μια οροσειρά ενοχών με επικίνδυνες κατολισθήσεις συναισθημάτων.
Και όταν έγινε κατορθωτό, έτρεξα να το σκαρφαλώσω,
να χώσω τη μούρη μου ανάμεσα στα δάχτυλά του,
να φάω τη μούντζα από κοντά,
να θεραπευτεί η ψυχή μου,
να εξιλεωθώ.
Μα ένιωσα ακόμα πιο ένοχη την ενοχή μου.
Μαγνητίζει επικίνδυνα η θέα, ζαλίζει το άρωμα.
Το εδώ, όταν το βλέπεις από απέναντι, έχει άλλη όψη
και το απέναντι, όταν το βλέπεις από τόσο κοντά,
μεγαλώνει τη μούντζα.
Κληροδοτεί στο μωρό παιδί την ευθύνη και καταργεί τις δικαιολογίες.
Αυτό το βουνό είναι μόνο για να αγαπιούνται
στην παλάμη του άνθρωποι.
Άνθρωποι χωρίς ταμπέλες.

.

Νίκος Πενταράς

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΕΚΕΙΝΟΥ

Οι μέρες του καλοκαιριού εκείνου
κρεμάσανε τα εκμαγεία τους ανάποδα
στα γκρεμισμένα σπίτια της πατρίδας,
αφήσανε τη στάχτη κατακάθι στη ψυχή
σαλέψανε τα καπνισμένα μάρμαρα του ήλιου.

Οι μέρες του καλοκαιριού εκείνου
σκορπίσανε τις χρυσαφιές κλωστές του αργαλειού
στον Αλωνάρη άνεμο,
κουρσέψανε σαδιστικά τα πλούσια κελάρια
σκοτώσανε αναίσχυντα τα καρπερά μελίσσια.

Οι μέρες του καλοκαιριού εκείνου
ξεσχίσανε τα πλουμιστά πανιά των καϊκιών
στα πρωινά μελτέμια,
κουβάλησαν το θάνατο σε γραφικές ακρογιαλιές
και φίλεψαν τον χάροντα
με πλούσιο τραπέζι.

ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ

Αν κάποτε
σ’ ομαδικό τάφο 
ανακαλύψετε τα οστά 
του αγνοούμενου Ανθρώπου
θα τα ταυτοποιήσετε αμέσως
χωρίς να χρειαστεί
να εφαρμόσετε τη μέθοδο του DNA
απ’ τα υπερμεγέθη οστά των ποδιών
που περπάτησαν όλη τη γη
ψάχνοντας τον εαυτό του
τα θρυμματισμένα οστά του θώρακα
που δέχτηκαν βέλη της αδικίας αναρίθμητα
τα τρυφερά οστά των χεριών 
που έδιναν παρηγοριά στον πόνο 
και τέλος
απ’ τα εξογκωμένα οστά του κρανίου
που μέσα του χωρούσε
τα βάσανα του κόσμου όλου.

ΚΥΠΡΟΣ, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1974

Τις νύχτες του Καλοκαιριού
χωρίς πανσέληνο
κάθε φορά που βλέπαμε
φώτα σε σειρά στη θάλασσα
προς τη μεριά του βορρά 
τα παίρναμε
για πλοία του εχθρού αποβατικά
κι ανησυχούσαμε
μα οι αρμόδιοι μας έλεγαν
πως ήταν δήθεν
ψαράδικα που ψάρευαν 
με τη μέθοδο γρι γρι
και μας καθησύχαζαν
μέχρι το Καλοκαίρι 
που φώτα στη σειρά 
φάνηκαν ξανά χαράματα
με τους αρμόδιους εξαφανισμένους
και τις ανησυχίες μας να επαληθεύονται.

.

Μαρία Περατικού Κοκαράκη

ΦΩΝΗ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ

α’

Χορδή βιολιού ή φωνή.
Μοιρολόι στον ήχο
περνοδιαβαίνει κι ακουμπά
τού Κάστρου τις πολεμίστρες
σπαθίζοντας.
Κηφέας
Κομνηνός
Κανάρης!
Απίστευτη σύνθεση πειρασμού,
η μυρωδιά των λεμονανθών.
Δένει το σιρόπι της επιστροφής;
Κι ή παραδοχή αφούρνιστο ψωμί.

β’

Βαραίνει το μετάξι
σαν μουσκευτεί,
βαραίνει κι η ευθύνη
της φωνής,
στενεύει της πατρίδας
τα πνευμόνια.
Παρελαύνει
με το λάβαρό του
Ιάκωβου Πατάτσου.
Υποκλίνεται
στη βαρειά κληρονομιά!

ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

4

Αντιφώνηση Φωνής
απογυμνωμένου «Αντιφωνητή»
Αρτιμελής Καταγωγή
στον πετροπόλεμο του σχολείου
στου Μάρκου Δράκου το χαμόγελο
στου Λιοπετρίου τη θυσία.
Αντιφέγγισμα χρησμολόγου
τού Ονήσιλου η φωνή
προσταγή του Παντελή Μηχανικού.
Πού κρύψαμε οι Κύπριοι
την ντροπή τού διχασμού;

5

Αρματώθηκε ή Φωνή
ζώστηκε ευθύνη και επιθυμία
στους σχηματισμούς των
ηρώων
που Αγνοούμενοι παραμένουν.
Κτισμένοι στον «Άγιο Αλέξανδρο».
Αποτυπωμένοι στους τοίχους
στα Αγάλματα των μορφών.
Στην ενθύμηση γονατίζουν,
και υποκλίνονται στη θυσία.

.

Ευρυδίκη Περικλέους- Παπαδοπούλου

ΚΑΙ Η ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΙΑ ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΛΗΓΗ

(απόσπασμα)
Καιγόταν ό Ιούλης
κ’ εμείς τραγουδούσαμε
το εμβατήριο της μοίρας μας,
Πατρίδα,
καιγόταν ό Ιούλης κ εμείς μαζεύαμε
σκιές
κ’ εμείς ψιθυρίζαμε σκιές
κ’ εμείς γίναμε σκιές
για χατίρι σου.

Μα πώς ξηγείς
του Πενταδάχτυλου
πώς όλα τούτα εσκεμμένα έγιναν,
πώς ξηγείς πώς ήταν
εκ προμελέτης
πώς τούτος ο Ιούλης
ήρθε με ψευδώνυμο
κ’ ένα κρεσιέντο ενατένισης
στο θάνατο μας;
Πώς τούτος ο Ιούλης
ήρθε απρόσκλητος,
ήρθε με λεκιασμένο μητρώο,
ήρθε παράκαιρα, τον έσπρωξαν
με το στανιό
κι όλο έκανε να φύγει
και το ανέβαλλε
κι όλο έλεγε να φύγει
μα δε βαστούσε τόση Κερύνεια
ή καρδιά του

ΧΩΡΙΣ ΗΡΩΕΣ

Αυτή την απόπειρα τής μάνας 
δικαιολογήστε τη.
Δε σήκωσε άλλο χειμώνα 
το κουράγιο της 
κι’ είναι βαρύς ο χειμώνας 
κι’ η μοναξιά του 
να κρατάς παραμάσκαλα 
την ελπίδα
και ν’ ανεμίζεις στο θάνατο 
τη μαντήλα σου
θα ‘ρθει, 
δε θα ‘ρθει.

***

Πόσο θα κλάψουμε ακόμα θάνατο 
πόσο αγνοούμενο 
πόσο κυματόνησο;

Κ ’ η ανάσα του 
να βαραίνει τη νύχτα μας 
κι’ η ανάσα του
σταυροπόδι στα ματόκλαδά μας.

***

Θα ξανάρθουν τα παιδιά μας 
στη λειτουργία του Χρυσοσώτηρου 
και θα ξαναβγούν οι Καρπασίτισσες 
στο σεργιάνι
με τα πλουμιστά φουστάνια 
και θα τα ανεμίζεις πάλι θάλασσα 
σα θα μαζεύουν ολημερίς 
τα καπνά.
Κάτ’ απ ’ τα κονίσματα του 
Αποστόλου Ανδρέα 
αποβραδίς στη χάρη του 
θα πουλούν την πραμάτεια 
οι χριστιανοί
που ‘μενε απούλητη τόσους 
Νιόβρηδες στα κελάρια τους.
Θα ξανάρθουν τα παιδιά μας 
με τους Μορφίτικους ανθούς 
στον επιτάφιο
Θα ‘ρθουν για καφέ στα Βαρωσιώτικα 
καφενεία
όταν τ’ απόγιομα θα βγάζουν 
τα τραπεζάκια στην παραλία.

.

 

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΤΟΝ ΑΤΑΦΟ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟ ΤΟΥ 74

Μολύβι η καρδιά
σε τραχιά πλαγιά του Πενταδάκτυλου.
Ιχνηλατεί το χτες
νοσταλγεί στιγμές.
Περιπλανιέται
ανάμεσα σ’ ουρανό και γης.
Τελευταία επιθυμία, η γαλήνη
σ’ ένα κόλπο απάνεμο
μια υδάτινη αγκαλιά
λίγα νεκρολούλουδα από την πατρική γη
κι ένα τελευταίο φιλί
από τη μάνα.
Τετέλεσται!

Το ταξίδι στο φως
ατέρμονη αναμονή.
Μια τραγωδία χωρίς έλεος.

Μάης1994

ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

Αυλακωμένα πρόσωπα
ρυτίδες προσφυγιάς
δεμένα με τη μοίρα τους·
ανάδελφα
στους πέντε ανέμους
οδοιπόροι στο άγνωστο
με βάρκα την ελπίδα.

Φθινόπωρο 2016

ΜΟΡΦΟΥ…

Αρκεί μια μακρόσυρτη φωνή
το άρωμα ανθών πορτοκαλιάς
μια πρασινομάτα κοπελιά
να σε θυμίζει, Μόρφου μου.
Ένα ρυάκι με γάργαρα νερά
αγιόκλημα και γιασεμιά στη γειτονιά
και μια καλή γειτόνισσα
να κορφολογεί βασιλικό
και να μοιράζει αντίδωρο
ζεστό ψωμί κι αγάπη…

Οκτώβρης 2022

.

Άντης Περνάρης

ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΙ ΨΑΛΜΟΙ

II

Οι καμένοι κέδροι,
μορφές τρελές, ξεθεωμένες,
άνθρωποι που δεν τούς έμεινε τίποτε το ανθρώπινο,
βλήματα απ’ το παρελθόν και το παρόν
που σημαδεύουνε το μέλλον
σε τροχιές ξολοθρεμού,
που ταλαντεύονται: να πέσουν; να μη πέσουν;
που να πέσουν;
Οι μέρες μέσα στο σκοτάδι,
οι νύχτες μέσα στον Άδη
Παλίρροια βουβών παραπόνων,
άμπωτη μονότονων στεναγμών.
Κυνηγημένοι από μιαν απίθανη θύελλα
σχίζουνε βουνά και νάπες
χωρίς νερό, χωρίς ψωμί,
υφαίνοντας αθέλητα μια καινούργια μοίρα
με κλωστές την αγωνία και τον πόνο.
Σκοτεινά πρόσωπα,
που γέρασαν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη,
ντυμένα στον ίδρωτα τού άγχους
παλεύουνε σαν τους βράχους με τη διάβρωση
που αφήνουν τους μονότονους στεναγμούς των θρυμματισμών τους.

VIII

Ιούλη 20, 1977.
Νυστέρια στην καρδιά
της μόνης μας Ελπίδας.
Κ’ είναι μαθές
του εγγίζοντος θανάτου οι βραχνές κραυγές
διάτες του Αρχάγγελου μπροστά της.
Σε μέρες δεκατρείς σηκώσαμε θρήνο μαριανδινό.
Το τέλος δε γυρίζει πίσω.
Το λέει η θολή ματιά ενός λαού
που έσχισε ρομφαία την καρδιά του.
Ώ, Κύριε! μέσα στη δόξα της διπλής νύχτας
μαζί Σου μονάχα μπορούμε να μοιραστούμε τα μυστικά μας
και να επαιτήσουμε σχώρεση για τη μωρία μας.
Μονάχα πλάι σου, Κύριε, ή ψυχή μας
μπορεί να ξανασταθεί όρθια
να καλησπερίσει τ’ αστέρια
και να ξανακελαηδίσει το τραγούδι της Λεύτερης Αυγής
που θα κάνεις να ξημερώσει.
«Και οι νεκροί αναστήνονται πρώτοι».

.

Γιώργος Πετούσης

ΚΑΘΕ ΙΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΑΥΓΟΥΣΤΟ

Κάθε Ιούλιο και κάθε Αύγουστο
ξανάρχονται, τακτικοί επισκέπτες
οι ματωμένες μνήμες.

Έρχεται το μαύρο λεφούσι
των γεγονότων – εφιάλτης σκληρός –
να πενθοφορεί την ψυχή μου.

Μπρος μου όλες εκείνες οι μαυροφορεμένες.
Στο χέρι
μια πικρή φωτογραφία αγαπημένου.

Κι’ έσύ, μάνα δική μου, ν’ ανάβεις
τό σούρουπο ένα καντήλι στον τάφο
ενός νεκρού πολυαγαπημένου.

Αλήθεια, έλα πες μου, ογδοντάχρονη
τώρα μάνα, για όσους μάς πλήγωσαν
πόσ’ αποθέματα αγάπης πρέπει να διαθέτουμε.

Μού λες πως πρέπει
να πηδήξουμε με τόλμη και τον υψηλότερο
πήχη.

Να εξαλείψουμε από μέσα μας,
– χριστιανοί όντες –
και το έσχατον ίχνος μίσους…

Δεν το βλέπεις;
Χρόνια μια σημαία ελληνική, με το Σταυρό
του Κυρίου θλιμμένη, κυματίζει στα κοιμητήρια
τής πικραμένης πατρίδας.
Μια μαχαιριά πόνου εισχωρεί
απ’ την αριστερή ωμοπλάτη ως το καταπληγωμένο μου
μυοκάρδιο.
Θυμίζει στο εικόνισμα τού Μαχαιρά
το βουβό πόνο τής Παρθένου

Έως πότε, έως πότε και γιατί τόσο αργεί
Θεέ μου, η λύτρωση;

ΣΤΟ ΠΕΝΤΕ ΜΙΛΙ

Σ’ άλλους καιρούς
κύμα, αφρός, λεμονανθός
το Πέντε Μίλι.
Βραχονήσι στη θάλασσα.

Και ξαφνικά αχινός.

Κι’ απ’ τα θαμπά βουνά
που ήτανε πάντα ξένα
αντί κοκόρια την αυγή
μαύρο μαντάτο το πανί
Θεριό ξέβρασε η θάλασσα.
Το κύμα έφερε θρήνο.

ΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΓΗ

Πώς μπορείς να κοιμάσαι
με σαράντα χιλιάδες λόγχες
— το λιγότερο—
στητές, κάτω απ’ το κρεββάτι σου;

Πώς μπορείς
να τολμάς να κοιμάσαι
με τόσες μπούκες πολυβόλων
— μικρού και μεγάλου βεληνεκούς—
στραμμένες στο κορμί σου!

Με τόσα αποβατικά «ελλιμενισμένα»
«έτοιμα»
για τις νότιες ακτές σου;
Πώς αλήθεια μπορείς
να κοιμάσαι;

.

Ανδρέας Πετρίδης

ΟΔΥΝΗ

Γυναίκες – μορφές ανάμεσα
στο χρώμα της νύχτας και της μέρας
σκιές του σπιτιού καρτερικές
τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,
το έπος τους εξιστορούν
με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

Ξέπλυνε πρώτη βροχή
το κάρβουνο, το αίμα.
Ξέπλυνε και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού-
πέπλος κρυφός που κάθεται
στη ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (1974)

Απότομος χειμώνας μπήκε
στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,
προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα
του ανέτοιμου ποδιού
πάνω από φύλλα σκόρπια
φθινοπωρινά.

Ευαίσθητη η ψυχή
και θέλει χρόνο,
λίγο προαύλι
ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,
για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει
από το ένα στο άλλο κλαρί.

Παράξενος αλήθεια φέτος
αυτός ο χειμώνας
που ενέσκηψε στις ακτές,
πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους
και στης λευκότητας τη δαντέλα
το μελάνι από χίλιες σουπιές.

ΚΥΠΡΙΔΟΣ ΘΡΗΝΟΣ

Γυναίκες-μορφές ανάμεσα
στο χρώμα της νύχτας και της μέρας
σκιές του σπιτιού καρτερικές
τ ‘αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,
το έπος τους εξιστορούν
με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:
ξέπλυνε πρώτη βροχή
το κάρβουνο, το αίμα,
ξέπλυνε και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού·
πέπλος κρυφός που κάθεται
στη ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.

.

Μιχάλης Πιερής

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ

Περιηγητής που πέρασε πατώντας
τον καιρό σου και το χώμα
στα σκοτεινά τα χρόνια του μεσαίωνα*
βιάστηκε το χαρτί να ενοχλήσει και τις λέξεις
στα γράμματα λειψός ο αγύρτης
σαν τους συνέδρους της Μελβούρνης
άσχημες τις είδε τις γυναίκες
του νησιού μαντήλες τυλιγμένες
μαύρες ποδίνες και σαγιές
κούζες στους ώμους με νερά
μωρά κοπέλλια και κλαδιά
μ’ ανθούς και κλωνιτάρια
σκυφτές οι ζωγραφιές του Διαμαντή
στον λίβα τα δρεπάνια τους να στρίβουν
της Μεσαρκάς που σκάει ο τζίτζικας σαν ρόδι
όχι στη βράση του χορού
στη μέση του χωριού ν’ αστράφτουν.

( Υστερα που γύρισε στο σπίτι απ’ την πορεία
άκουσα την πατρίδα μου να κλαίει
γυναίκα που της στέρησαν τον άντρα.)

Και μια στιγμή πως σ’ είχα στο πλευρό μου
εθάρησα, καταχτημένη, γυναίκα άσπιλη κι ωραία
όμως ξυπνώντας πήρες δρόμο λυπημένη
σαν το πουλί πετώντας είχες φύγει
ήρθες μακριά στο Νότο.

Ωραία γυναίκα, μεστωμένη
στην ομορφιά του Μόρφου ζυμωμένη
αξόδευτη. Στο χρόνο κρατημένη
με δύναμη. Σαν πολυκύμαντη
οργή του σκοτεινού πελάγου
στο χώμα που σου πήραν τα θηρία
περπάτησες ξανά τρικυμισμένη.

Τα σώματα ξυπνήσαν σκοτωμένων.
Σου γύρεψαν ταυτότητα να δώσεις
τα δάκρυα των άχραντων χαμένων
πίσω ξανά. Εσύ. Ωραία γυναίκα.
Στο πείσμα και στον πόνο γινωμένη.

ΠΡΩΙΝΟΣ ΚΑΦΕΣ ΣΤΗ ΛΗΔΡΑΣ

Είμαι σαράντα εφτά ετών και είμαι
ευτυχισμένος. Επειδή κάθομαι εδώ
σε προνομιακή γωνία κι εντός αυτής της μέρας
που δεν είναι χτεσινή μήτε αυριανή.
Είμαι εδώ, σ’ αυτήν τη μέρα που είναι
σήμερα, δεν ήταν χτες, δεν θα ’ναι αύριο
κι είμαι στην πόλη στον πεζόδρομο, σ’ αυτήν
εδώ την πόλη (την έστω μοιρασμένη)
και κάθομαι κι απ’ το γυαλί κοιτάζω τη βροχή
τον κόσμο που κινείται κι η σερβιτόρα
είναι όμορφη (και το γνωρίζει)
κι έχει και το χαμόγελο εύκολο.
Είμαι στ’ αλήθεια τόσο, μα τόσο
(έστω για λίγο) ευτυχής.

.

Αντώνης Πιλλάς

ΝΥΧΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ

Κλειστά παράθυρα. Βροχή στους δρόμους και φωτιά
ρημάζοντας
την μνήμη.
Φεγγάρι που κρυώνει σε θαμπά, λησμονημένα ακρογιάλια.
Δυο χέρια λιγνά, στεγνωμένα μες το απόβραδο άναψαν 
τον λύχνο.
…. Πάρτε
από δω πέρα τα παιδιά που κοιμούνται. Καθώς
πέφτει το φως του ιλαρό στα γραμμένα τους φρύδια, στα
μέλη τους
τεντώνεται ένα τόξο λυγμού στην καρδιά μου
ένα αχ με το φως σημαδεύει τα σπλάχνα μου
φερμένο απ’ τα βάθη του είναι μου
καθώς μοίρεται η αύρα του θέρους στα μαλλιά τους τ’ αχτένιστα
και με παίρνει ολόσωμη, γυμνή με τον άνεμο
να γονατίζω μέσα στη νύχτα
σε μια ερημιά που σκορπίζει και καίει τα φτερά των αγγέλων.

.

Γιάννης Ποδηναράς

ΕΝΑ ΠΡΑΣΙΝΟ ΘΟΛΟ

Ο πατέρας γέρασε.
Πάνε χρόνια που ’φύγε
διωγμένος απ’ το περιβόλι τον
να μετράει την καρδιά τον σε παροικιακούς καφενέδες.
Στο καπνό τον τσιγάρου
μορφές βιαστικές σαν πλοκάμια
τυλίγονται στο θαμπό τζάμι.
Το Λονδίνο μια ομίχλη.
Η Μόρφου ένα πράσινο θολό.
Και δε λέει να ταξιδέψει
να δει τ’ αγγόνια τον στο νότο.
Λέει πως γέρασε πολύ και δε Θ’ αντέξει το ταξίδι.

Όμως εμείς ξέρουμε πως δε θ’ αντέξει
το σιδερένιο νήμα της λήθης και της φωτιάς.
Την έπαρση τον εφήμερου
Το χτίσμα το πεπερασμένο.
Τον τάφο των πουλιών
που αψήφησαν τις έγκλειστες πνοές
των ούριων ανέμων.

«Μη σας νοιάζει που δεν έρχομαι στ’ αγγόνια μον.
Σαν γυρίσει το σύννεφο
θα τρυγήσω το περιβόλι.»

ΜΟΡΦΟΥ 1992

Φως πολύεδρο.
Άγουροι καρποί τον σφρίγους
σ’ εκτεθειμένα σώματα
στα χείλη της κλεμμένης γης.
Βλαστοί, σαν πληγές ανάλλαγες της νοτιάς,
σφράγισαν στην υγρασία των ίσκιων
τις πρώτες διαθέσεις…

Άνυδρα τώρα μέρη τρέφουν τους ίσκιους.
Μια μυρωδιά από ένα μανταρίνι
που δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω
αρμενίζει στις θολές γραμμές
των νοτισμένων κήπων…

Κτίσαμε καράβια
για να μας είναι πιο εύκολο
το ξερίζωμα.

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΞΕΡΟΥ

Σπίτια χαμηλοτάβανα σειρά
περίμεναν τη δειλινή σκιά μας
να χαμογελάσει στα οπλισμένα τόξα
της κρυφής χαράς των κοριτσιών.

Κι οι ματιές τους πιο πάνω από τη θάλασσα
πάντα αφρισμένες
να σημαδεύουν το χλωρό μας θόλο
πάντα σαΐτες βουτηγμένες στο μύχιο χρόνο
τον κομμένο στα δυο
τον κλεμμένο ιστό της αδέξιας ορμής μας.

Οι πινελιές που χάραξε το φως των χειλιών τους
αυλάκωσαν το μέτωπο μας
να ταξιδέψουν τα λιγνά τους σώματα
κι οι ψυχές που έμειναν πίσω
ξωτικά της πλανόδιας πεθυμιάς.
Στοιχειά των ανέμων
που γδέρνουν το μετέωρο τραγούδι μας.

Μα νιώσαμε τη θάλασσα στον τριγμό της ήβης
ν’ ανοίγει διάπλατα
τα πέταλα των απολιθωμένων πόθων

.

Ανδρέας Πολυκάρπου

Η ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ

Τα οστά αυτά που θάβουμε
είναι τα δικά μας οστά.
Τα κυρτωμένα σκέλεθρά μας
με τα αναρριχώμενα οστεόφυτα.

Τα οστά που ανασκαλεύουμε
είναι τα διαβρωμένα βράχια
της μακρινής θάλασσας
που εκβάλλει στις φλέβες μας.

Τα αποστεωμένα κορμιά
συνθέτουν το σκαρί
του οξειδωμένου ναυαγίου
σφηνωμένα στην πλώρη.

Εκείνου του καραβιού
που ναυάγησε χρόνια
μετά την προδοσία
αιώνες μετά τη γέννηση της Κυπρίδας.

Τα οστά που θάβουμε
είναι η αποστεωμένη μας συνείδηση.
Αυτή που θάφτηκε αταυτοποίητη
στην απανεμιά της ιστορίας.

 

.

Αχιλλέας Πυλιώτης

ΕΤΣΙ ΘΑ ΖΟΥΜΕ

Έτσι θα ζούμε του λοιπού σ’ αυτή τη ρημα­γμένη γή.
Χωρίς ύπνο, χωρίς ανάσα,
διπλά και τρίδιπλα προδομένοι — από ξέ­νους και δικούς
ξαγρυπνημένοι να πλανιόμαστε μες στο πη­χτό σκοτάδι
αλαφιασμένοι να πλανιόμαστε μες στα συν­τρίμμια
ψάχνοντας απελπισμένα για τα παιδιά μας
ανάμεσα στα παραμορφωμένα πτώματα
ανάμεσα στα παραφθαρμένα ονόματα των καταλόγων.

Έτσι θα ζούμε του λοιπού σ’ αυτό τον κατα­σπαραγμένο τόπο.
Με παραμορφωμένο πρόσωπο από τον τό­σο πόνο
αλλόφρονες από τις τόσες πληγές της ψυχής μας
θα ψάχνουμε ανάμεσα στα χαλάσματα
να βρούμε τους κρυμμένους τάφους
θα σκάβουμε με τα νύχια
να βρούμε τους δικούς μας
να βρούμε ένα σημάδι τους — ένα ρούχο
ένα παπούτσι, ένα χαρτί με τ’ όνομά τους
κι ύστερα σιωπηλά — πού δύναμη να τους
κλάψουμε,
έτσι απλά, έτσι κρυφά να τους ξανασκεπάσουμε με χώμα.
(Ύστερα πολύ θα ‘ρτουν οι ακολουθίες
οι τελετές, οι επικήδειοι λόγοι και τα μνημόσυνα).

Τώρα, έτσι θα ζούμε σ’ αυτή την «ολόμαυρη ράχη».
Άστεγοι, άσκεποι, άγρυπνοι όλες τις νύχτες
να φυλάγουμε τον ύπνο των παιδιών μας
—αυτών που μας απόμειναν
άγρυπνοι, ν’ αφουγκραζόμαστε ανήσυχοι
κάθε ύποπτον ήχο
βιγλάτορες στις πιο «ακριτικές περιοχές»
βιγλάτορες πικραμένοι και μουγκοί από την
τόσην εγκατάλειψη.

Βογκά κι αιμάσσει η ψυχή μας γιατί ξέρει:
τούτη η καταστροφή δεν ήρθε μονάχη της.
Χρόνια πολλά τη σχεδίαζαν
αυτοί που έλεγαν είναι φίλοι μας
κι αυτοί που έλεγαν είναι αδελφοί μας.
Εμείς τη φέραμε τη συμφορά με τα χέρια
μας
από μέσα μας βγήκεν ο σίφουνας του χαλα­σμού.

Βογκά η ψυχή μας γιατί βλέπει:
μέσα στα ερείπια
μέσα στη δυσοσμία των άταφων πτωμάτων
και τα όνειρά μας.
Έτσι θα ζούμε του λοιπού.
Βιγλάτορες πικραμένοι
μα πάντοτε πιστοί στο χρέος μας
ετοιμάζοντας στάλα – στάλα την καθαρτή­ρια βροχή
ετοιμάζοντας σπίθα – σπίθα την καθαρτήρια φωτιά
που θα λυτρώσουν την ψυχή μας και τη γη
μας.

Γιατί από μέσα μας θα βγει και ο άνεμος
του λυτρωμού.

.

Γιάννης Ρίτσος

ΥΜΝΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Ι

Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο,
κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω.

Εσύ της θάλασσας ρυθμός, ολάνθιστο κλωνάρι,
πώς σου μαδήσαν τ’ άνθια σου διπλοί, τριπλοί βαρβάροι.

Τι Θλιβερά που σεργιανάν τριγύρω σου τα ψάρια, —
κι οι αντίχριστοι να παίζουνε την τύχη σου στα ζάρια.

Κουράγιο, μικροκόρη μας, πού μας εγίνεις μάνα,
ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.

II

Χρυσή, λιανότρεμη χορδή, στον αέρα τεντωμένη,
χαμόγελα κελάηδαγες μέσα στην οικουμένη.

Και τώρα πώς σε τύλιξαν ματόβρεχτο κουβάρι —
ή οργή μας μες στο δάκρυ μας μαχαίρι στο θηκάρι.

Κι εκείνη ή άμωμη μορφή, πού εψαλμωδούσε τ’ άγια,
χιλιάδες βόλια δέχτηκεν αντίς δάφνες και βάγια.

Κι από μακριά το πατρικό, το μέγα χέρι υψώνει
και το κατάμαυρο ψωμί της προσφυγιάς σταυρώνει.

III

Το δάκρυ κράτησέ το ορθό, κράτησε ορθό και το αίμα
μη σου θολώσει την καρδιά της αρνησιάς το ρέμα.

Τούτο το φώς δεν κρύβεται, φεγγοβολάει και δείχνει
μέσα στην πιο βαθιά νυχτιά των δολοφόνων τα ίχνη.

Τούτο το φώς δεν σώνεται, σπαθί δεν το θερίζει•
ραντίστε τούς ωραίους νεκρούς με ανθόφυλλα και ρύζι.

Κι απέ στεριώστε τη γροθιά στου κόσμου το τραπέζι•
δω πέρα ο δίκαιος θα κριθεί κι αυτός που κρυφοπαίζει.

IV
Πόσοι νεκροί, πόσοι γυμνοί, θλιμμένοι, αποδιωγμένοι,
αντάμα αντάμα πορπατάν τις νύχτες αγριεμένοι.

Αχ, οι νεκροί μας δε χωράν στο χώμα και στο κλάμα•
ψυχή Κάι σώμα βάλανε στον άγιο αγώνα τάμα.

Και κοντοστέκουν μια στιγμή, κι έτσι σκυμμένοι — δες τους —
βγάζουν με τα δαχτύλια τους τί βόλια απ’ τις πληγές τους,

Κι ορθοί ξανά και δυνατοί πατάν το θάνατο τους
και στον αγώνα ρίχνονται πιο πρώτοι κι απ’ τούς πρώτους.

V

Αρχαίο νησί και νέο νησί, νησί των μαρτυρίων,
το αιώνιο φώς σου μάτωσε στα δόντια των θηρίων.

Δώστε τον όρκο, αδέλφια μου, καταμεσής στην πλάση
τ’ άδικο πια να δικαστεί, το δίκιο να γιορτάσει.

Κι ή Δόξα, στην ολόμαυρη πού περπατούσε ράχη,
τη Λευτεριά και τη Χαρά για συντροφιά της να ‘χει.

Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνεις μάνα,
ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.

Καρλόβασι Σάμου, 20.VIII. 74

.

 

Φιλιώ Ροτσίδου

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Νησί μου χρυσοπράσινο,
χιλιοκατακτημένο
Το καλοκαίρι των παθών
Ιούλης ήταν μήνας
που βαρβάροι κατακτητές
στα μαύρα σ’ είχαν ντύσει
και σ’ έπνιξαν στα αίματα
ηρώων και αθώων

Πήρες το χρώμα του καημού
Το χρώμα του ξεριζωμού
Το χρώμα που το βάρος του
άνθρωπος δεν σηκώνει

Η μάνα κλαίει για τον γιο,
κι ανάπαυση δε βρίσκει
Τα κόκκαλα του κείτονται
σε φέρετρο της πλάνης

Τα στήθια της δυό κάρβουνα
που καίν’ τα σωθικά της,
κι από τα μάτια της κυλούν
δάκρυα ποταμοί

Ως μιά μαρμάρινη σκιά
σκύβει μπροστά στο τάφο
και με φωνή τρεμάμενη
μονολογεί και κλαίει

” Γιε μου,
αυτά ήταν τα όνειρα
που έκανα για σένα;
Αντί μεσ’ την αγκάλη μου
να σε καλοσορίσω,
μια μέρα να σε υποδεχτώ
μέσα σε άσπρη κάσα;

Να κλαίω, να οδύρουμε,
και να ξαναχτυπιέμαι,
και να μην βρίσκω άνθρωπο
να με παρηγορήσει
Ούτε εχθρού, ούτε φίλου μου,
μην τύχει τέτοια λύπη.

Μα πες μου γιε μου,
πως εγώ, σε τάφο να σε χώσω;
κάλλιο εγώ στη θέση σου
το πρέπον ειν’ να μπω

Μα πες μου γιόκα μου καλέ,
ο εχθρός μας που σε βρήκε;
Μήπως κοντά σε θάλασσα
ή πάνω σε βουνό;
Στης προδοσίας ποιό στενό
σε πήραν οι βαρβάροι;

Ήταν σαν ν’ άνοιξε η γη
και μέσ’ τα μαύρα σπλάχνα της
να χάθηκες ευθείς

Ήταν μια στοίβη κόκκαλα,
μέσα στον ίδιο τάφο,
και δεν ξεχώριζε κανείς
ποιός είναι ποιός ‘κει μέσα

Μα πες μου γιε μου να χαρείς,
πώς σας έχουν σκοτώσει;
Άραγε βασανίστηκες
προτού να βγει η ψυχή σου;

Πες μου λεβέντη μου καλέ,
άξιζε η θυσία;
Και πως μια τέτοια λεβεντιά
να τη χωρέσει ο τάφος;

Κλαίω σε, ξανά κλαίω σε,
κι ανάπαυση δεν βρίσκω
Γυρεύω μιαν απάντηση,
σ’ αυτιά μη ακουόντων..”

Και έτσι όπως έκλαιγε αυτή
κι όπως μονολογούσε
εύθεις ο γιος σηκώνεται
στέκεται μεσ’ τον τάφο
και με φωνή που τράνταξε
το σύμπαν της φωνάζει:

” Εγώ για την πατρίδα μου,
μάνα μου έχω πεθάνει!
Κι αν κάτι άξιζε στη γη,
ήταν αυτός ο τόπος!

Αυτός ο τόπος ο μικρός,
και δυνατός συνάμα!
Ο πάντα ανυπεράσπιστος
και πάντα προδομένος..

Χαλάλι της πατρίδας μου,
άξιζε τη θυσία!
Κι αν ήτανε να αναστηθώ,
και να ξανάρθω πίσω,
το ίδιο θα ξανάκανα
χωρίς ενδιασμό!

Γι’ αυτό, μάνα μου,
πάψε πια να κλαις,
περήφανη σε θέλω!

Σήκωσε το ανάστημα,
και γυρισ’ τη θωριά σου
Και στον Θεό ευχαριστώ
να πεις να σε ακούσει
Που λεβέντη σου ‘χει στείλει γιο
κι όχι έναν προδότη!

Οι τάφοι όλοι δεν χωρούν
αυτή την αδικία!
Μα όταν ακούσω λευτεριάς,
ανάστασης καμπάνα
θα πάρω την ανηφοριά *
κι όλα τα μονοπάτια
τη λευτεριά που αγάπησε
ο Βαγορής θα ψάξω

Που είσαι Ευαγόρα μου,
τότε θα του φωνάξω!
Έλα με το τραγούδι σου,
να με προϋπαντήσεις !
Η λευτεριά που πόθησες
κάθεται πια σε θρόνο!

Και τότε εγώ θ’ αναστηθώ,
και με τους άλλους θα ενωθώ
και στα σκαλιά της λευτεριάς
μα με χαρά μεσ’ την καρδιά
θα κλάψουμε αντάμα!

* από το ποίημα του Ευαγόρα Παλλικαρίδη

.

Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Σ’ έχουν καλέσει και σένα σε Αγρυπνία;
Κάθε πρωί
μου φέρνουν τη σφραγισμένη πρόσκληση
Δυο περιστέρια ακούω να φτερουγίζουν μακριά
Ώρα μία ως τρεις τα μεσάνυχτα
Αγρυπνία
υπέρ των αιχμαλώτων
υπέρ των προσφύγων
υπέρ των διωκομένων
των αγνοουμένων
των πληγέντων
Και αγρυπνώ
Στο γκέτο καρτερώντας το βήμα του δασκάλου
Στη φυλακή με τον απεργό πείνας
Στο τείχος του αίσχους
Στο συνοικισμό του πρόσφυγα
Στην πλατεία με το φοιτητή της ειρήνης
Στη νεκρή ζώνη
Στο δρόμο της επιστροφής

Στην αλύτρωτη γη
Απόψε, έλα κι’ εσύ
Ν’ αγρυπνήσουμε μαζί
Θα νικήσουμε τον ύπνο
υπέρ των αδικουμένων

ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ

Νησί που σε σκοτώνουν
οι χρωματισμοί
και τα ονόματα είν’ ανοιχτές πληγές σου

Κακοφορμίζει η ιστορία
Άπελπις δεν οδεύει τ’ αψηλού
Τα φτερά της χτυπούν στην πέτρα
κι’ ακούγεται η κραυγή του τείχους
να ξενίζει τους ξενόφερτους
ανερμήνευτη
ανθρωποπούλι που κλαίει
έναν καημό
για τα δέντρα
που δε γίνονται πια ποιήματα
για το χώμα πού διψά
για το λάδι που δε θρέφει το καντήλι

Νησί που σ’ ανασταίνουν οι χρωματισμοί
Ξέρεις, έχεις φωνή
φωνήεντα και σύμφωνα
κοχύλια αναδυόμενα βυθών αλλεπαλλήλων
Έχεις φωνή ποιητάρη στήθος μέταλλο
φωνήεντα και σύμφωνα οι στρατοί σου
διαπερνούν τα τείχη των αιώνων
φυτεύουν δέντρα
κι’ αναίμαχτα γιατρεύουν τον καιρό

.

Φοίβος Σταυρίδης

ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ

α’

Έχουμε ξεπεράσει το όριο της υπομονής
τώρα πλέουμε καθώς καράβια σε ανοιχτές
θάλασσες
μόνοι μέσα στην απλωσιά βόηθα καρδία
αν πρέπει να οροθετήσουμε τη μοναξιά-μας
χωρίς τη γη, χωρίς τα σπίτια-μας
που δεν ακολουθούν το δεδομένο σχήμα,
βόηθα να κρατήσουμε το μάτι καθαρό
για τον εχθρό και για το φίλο,
για την επιβουλή της νύχτας
τη χούφτα τρυφερή φωλιά για το μαχαίρι.

β’

Βρήκαμε σπίτι – δεν είναι δικό-μας
μας κυνηγά ένας τόπος μακρινός, πιότερο δικός
παρά ετούτη η ξερολιθιά
με το κοφτερό όνομα – Κόκκινες την είπαν,
ούτε σαν εφιάλτης,
και η ζωή ακύμαντη
όπως η αλμυρή λίμνη της Λάρνακας όπου
βουλιάζουν οι ψυχές-μας.

.

Στέφανος Στεφανίδης

ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ

Σκοτεινή προσήλωση στην τελευτή
υπερπλήρες νεκροταφείο
ενταφιασμένων αναμνήσεων
επιορκίας και προδοσίας
Λαχταρώντας μιαν ευρύτερη ομορφιά
θα γινόμουν Η Φερεπάφα
ν’ αγγίζω ό,τι κινείται
να μεταμορφώνω με κοφτερό μάτι ή
μ’ έναν και μόνον ήχο
από κοχύλι
θα δελέαζα φάντασμα
στης θάλασσας τη μακρινή φωνή
θανάσιμη ηχώ que sera sera
Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά
σιωπηλά προδίδει το κρυφό του

ΚΑΡΠΑΣΙΑ

για τον equus asinus, τήν caretta caretta, και
τα άλλα σπάνια είδη που με συντρόφευσαν στο
ταξίδι ή που συνάντησα καθ’ οδόν

Θυμάσαι
τότε που πέρασε ο ήλιος στην Παρθένο
και τραβηχτήκαμε ενάντια στη βαρύτητα

σε τόπο λεπτόρρευστο
προσεκτικά μην πατήσουμε τα ριζώματα
της αψιθιάς πλάι στο βράχο

όπου ο Άγιος Φίλων βρήκε το ιερό σημείο
κι ο ουρανός πάρα πολύς
καθώς η θάλασσα τον ήλιο καταπίνει

και στην απόχρωση του πορφυρού
μαίες χελωνών που ήρθαν από μακριά
να κομίσουν την επιστήμη της φύσης

στη φύση της αναχώρησης που φωλιάζει
καθώς του οστράκου η σπείρα σε υγρό θαλασσί
ενστερνίζεται μια σάρκα ευάλωτου πράσινου

Κι όταν έπεσε η νύχτα μ’ έναν χείμαρρο βροχής
και χτύπησε ο κεραυνός
το ντέφι

την ώρα που η φλόγα του κεριού
χόρευε λεϊλαλίμ
Κι αποκρινόμενα

λικνίστηκαν τα σώματά μας
καθώς στρεφόταν του νησιού η γάστρα
ώσπου η μέρα πάστρεψε τους αγρούς

για τ’ άγρια γαϊδούρια με τα μεγάλα μάτια
συνεσταλμένα που τραγουδούν σ’ εμάς, τους συγγενείς τους
«Όλμάζ Όλμάζ να με πεθαίνεις πολεμάς»

Και με βαρύτητα γυρίζουμε για να ρωτήσουμε
ετούτος είν’ του γυρισμού ο δρόμος
προς μια Μεσαορία εύφορη αθέριστη;

Ο αέρας, τόσο πηκτός που τον κόβεις με μαχαίρι
και σπίτια που χαραμίζονται σαν τον καιρό τον ίδιο
ή σαν διαστημόπλοια πού έχασαν το έδαφος

αβέβαια αν σε τούτο τον τόπο
ο χρόνος τους είναι μακρύς ή είναι βραχύς
ήταν κάποτε αυτή η πεδιάδα

η παλιά θάλασσα
ανάμεσα σε δυο νησιά
ήταν κάποτε

το ενδιαίτημά μου
ώσπου σηκώθηκε ο ορίζοντας
για να διαβούμε

γι’ αυτό κι ακόμη αναρωτιέμαι
πώς να γράψω ποίηση πυκνή;
πώς να ψάλω έναν τόπο τόσο διάφανο; 

.

Αθηνά Τέμβριου

1974

Λήθη στους χειμώνες που περνούν
αν ζητά η καρδιά ή το παράπονο
πικρού καλοκαιριού ή ένα καράβι που αρχινά
ταξίδι στα βαθιά,
μα όλο κινά και πνίγεται
μαζί με ξένους ναυτικούς
σε ξένες θάλασσες.

Έρχεται ο χρόνος, γυρολόγος
κρυφά να εναγκαλίζεται
ώρες πικρού καλοκαιριού
και κυνηγούμε τ’ όνειρο
τ’ όνειρο της λευτεριάς.

Πατρίδα πολυτάραχη το βιος
σου πάει και χάνεται.
Σε γέλασε το πράσινο σε μια γραμμή
και ορθώνεται σαν τείχος.
Βάρεσε της σκλαβιάς ο πόνος
στα χρόνια της παρηγοριάς, στα χρόνια της ελπίδας
μα η νοσταλγία της σιωπής το δρόμο σου χαράζει.

ΦΙΛΟΜΕΛΑ

Η χώρα μου μάτωσε.
Τα δάκρυα ξεχασμένες
σταγόνες σιωπής.
Μες την κρούστα της κίτρινης γης
σπέρνει ο θεός
λευτεριά.
Στον πυρήνα της θάβει
την Άθλια σκλαβιά του αιώνα.

Η χώρα μου μάτωσε.
Είναι πια μοιραία γυναίκα
με τα χέρια κομμένα
μα τα πόδια γερά.
Οι κραυγές, ήχοι σπαραχτικοί
χωρίς λέξεις.
Τι να ‘χει να πει;
Η χώρα μου μ’ αίμα
είναι πια μια Λαβίνια ή Φιλομέλα. 

ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΝΙΑΤΑ

Των σκλάβων ο πόθος, η ελευθερία
και των τσιγγάνων η πατρίδα
κι η τρελή καρδιά.
Ικέτες στο βωμό της ελπίδας
βαδίζουμε
σε θάλασσα, γη και ουρανό,
στης Σαλαμίνας χώμα.

Μάνα, πατρίδα μη μας δείχνεις
τα δακρυσμένα μάτια
το πρόσωπο σου γίνεται μορφή
της Παναγίας
κι αναπολούμε τις στιγμές που κάποτε
γελούσες.

Ο πόθος μας τραγούδι των παιδιών
για λευτεριά.
Το δάκρυ μας βροχή γι’ αυτή τη γη
που όλο διψά
αυτή τη γη που μας γεννά
αυτή που μας πεθαίνει
κι ο καημός γλυκός Έλληνας νιος, λεβέντης.

Ονειρευόμαστε για σένα, κάποιες νύχτες
το λυτρωμό
νύχτες που το φεγγάρι γίνεται σύντροφος
σ’ ένα στρατιώτη
σα φτιάχνει μ’ όνειρο δειλό
γέφυρα στην ειρήνη.

Νιάτα και ελπίδα, νιάτα και αίμα
ο διάλογος μεσ’ στην ψυχή
μετά η σιγή ζητάει το δίκαιο.

.

Ανδρέας Τιμοθέου

ΓΗ ΑΛΩΜΕΝΗ

Αμμόχωστος.
Γη που έδινες ζωή.
Γη που χάριζες χαρά.
Γη του έρωτα και γη της ομορφιάς.
Ευλογημένη γη.

Γη που κατακτήθηκες απ’ των εχθρών τα σύνεργα.
Γη που βεβηλώθηκες σαν δε σου πρέπει.
Γη πολιορκημένη.
Ελληνική γη.

Γη που σ’ αγάπησα και σ’ ερωτεύτηκα
από τις μνήμες του παππού και της γιαγιάς.
Γη που σε γνώρισα σαν δε σου πρέπει.

Το φοβερό της μνήμης θα με ακολουθεί
ώσπου η Ρωμιοσύνη ν’ αναστηθεί
και τότε θα ‘μαστέ μαζί.
Γη, δική μου γη.

ΜΑΚΡΙΝΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Θυμήθηκα το σπίτι με τις κούνιες.
Τη μηλιά, τη λεμονιά, το γιασεμί στην πόρτα,
τη μικρή μας κουζίνα
που χωρούσε τότε όλα μου τα όνειρα.
Την πέτρινή μας αυλή και το μικρό κάγκελο
που δεν κατάλαβα ποτέ
γιατί και πώς έκλεισε.
Ίσως να ‘ναι και παρήγορο
που δε θυμάμαι τον ξεριζωμό,
που δεν ακουμπά τη μνήμη μου
ο κρότος απ’ το κλείσιμο της πόρτας
για τελευταία φορά.

.

Έλενα Τουμαζή

ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΘΕΜΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ

ή πόλη καιγόταν
άδειασαν
τα ξενοδοχεία οι πολυκατοικίες τίποτα
άγρια αγκάθια και τσουκνίδες φυτρώνουν από τις ρωγμές τ’ αυλάκια

φτάνουν κάποτε ίσαμε το δεύτερο πάτωμα τα φίδια
πλήθυναν πάλι ας τους να φύγουν
καλύτερα η πόλη έτσι άδεια
νεκρή σε ανύποπτο χρόνο του καρκινώματος

* * *

Θα σκάβουμε τότες δίπλα δίπλα μέχρι να καθαρίσουμε τους δρόμους
Θα σταθούμε τότες στ’ αντικρινά παράθυρα
θα χαμογελάσουμε
πώς είμαστε γείτονες για πρώτη φορά
πώς αγαπιόμαστε υστέρα από τόσα χρόνια

* * *

Νάτους οι εξουδετερωμένοι
παρέα με τους μεγάλους μοναχικούς ποιητές
πορεύονται
έξω από τα τείχη και της δικής μας πόλης
ο Αττίλας ήρθε να «αποκαταστήσει την ανατραπείσα τάξη»

μονολογώντας ο γελωτοποιός
ο Τάκης ο Τρελλός
στην ταράτσα μιας κενής πολυκατοικίας
«Δεν με φτάνουν τ’ αλαφροπέτρινα φεγγάρια
η σκόνη τους γι’ αυτοκτονία
Ας τους να φύγουν
Καλύτερα η πόλη έτσι άδεια
νεκρή
τα σπίτια μόνα ολομόναχα
σε ανύποπτο χρόνο του καρκινώματος

* * *

Ας τους
Αυτοί οι βάρβαροι έτσι κι’ αλλιώς είναι ξένοι
προς τις πολυκατοικίες και τα αντικείμενα
Σχεδόν ανώδυνοι

Και οι ποιητές πορεύονται
οι παλιοί μεγάλοι ποιητές πορεύονται
και οι προφήτες και οι αρχηγοί
και το εξουδετερωμένο πλήθος
τα δάση και τα όρη γέμισαν γυμνούς και πεινασμένους
ω θεατές μας

«ουai ούαι, η πόλις η μεγάλη, Βαβυλών η πόλις η ισχυρά, ότι
μια ώρα
ηλθεν η κρίσις σου»
Τώρα μόλις αγάπησα τους ανθρώπους σου και περιμένω

 

Χρήστος Τσιαήλης

Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΑΝΤΙΚΥΚΛΩΝΑΣ

Στη γη αυτή το βαρομετρικό παραμένει υψηλό
Δεν κατεβαίνει
Δεν καταδέχεται να δει τους καταφρονημένους
Δεν συνεργάζεται

Στη γη αυτή τίποτα δεν μπορεί να γειωθεί
Όλα ίπτανται
Όλα έπεα
Όλα αφ’ υψηλού

Στη γη αυτή γυναίκες με ακάνθινα στεφάνια
έχουν γενέθλια όλες σήμερα
έχουν γενέθλια όλες στα μαύρα
έχουν γενέθλια δίχα πλακούντων

Στη γη αυτή το κάθε βήμα είναι συρόμενο
Η ομίχλη επανέρχεται μόλις διακρίνεις τον πλησίον
Η ομίχλη κρύβει πικρές αλήθειες σε σινεματικά ταμπλό
Η ομίχλη αποκαλύπτει τη ζοφερότητα της στεγανότητας

Στη γη αυτή ζέστη
Ζέστη παντού
Ζέστη ανάμεσά μας
Ζέστη από χαμηλά προς τα ψηλά κι αντίστροφα

Στη γη αυτή ένας ανυποχώρητος αντικυκλώνας
φωνάζει: ξεχάστε
μας καίει τα σωθικά κι εμείς πίνουμε πετρέλαιο
φωνάζει: ησυχάστε, ηρεμήστε, όλα οφθαλμαπάτη

στο σημερινό μου ντους θα τρίψω λίγο περισσότερο το πόδι
που έχασα στην τελευταία μάχη μήπως
το κοκκίνισμα μού φέρει μνήμες που απώλεσα
λόγω πνευματικής θερμοπληξίας.

.

Έμμα Τσιβρά

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ

Κατέβηκαν από τη θάλασσα της Κερύνειας
μες στ’ αυγουστιάτικο φως
την ώρα που στραφτάλιζαν στον ήλιο πετσέτες λινές
και χάιδευαν τα ακροδάχτυλα φλιτζάνια πορσελάνινα
με αχνιστό καφέ.

Η ζωή όρμησε στο σημείο μηδέν. 
Κλάματα , ποδοβολητά ,κραυγές,ονόματα. 
Όλα ανάκατα στον αυγινό αέρα.

Κι ύστερα 
άδειασε η λεωφόρος Δημοφώντος. 
Τα σπίτια έμειναν ξεκλείδωτα.
Έβγαλαν ρίζες από ατσάλι. 
Έζωσαν το χώμα.
Κανείς να μην το πάρει.

Τα παραθύρια ορθάνοιχτα συνομιλούν ακόμα
με τους αέρηδες ,τον ήλιο, τις βροχές. 
Εκλιπαρούν τον ουρανό 
για μια γαλάζια καλημέρα.

Η χρυσή αμμουδιά απάτητη
στο κύλισμα του χρόνου
αφουγκράζεται φωνές , όπλων ριπές
λόγια ερωτικά, υποσχέσεις.

Αδιανόητο καλοκαίρι.
Αδιανόητη πράξη.
Πληγή στο σώμα της ιστορίας.

Αμμόχωστος χαμένη πατρίδα.
Αποτύπωμα μουγγό 
στη γλώσσα του χάρτη.

Τόπος εξορίας των ξαφνιασμένων ονείρων
απ΄ τον πρωτόγονο τρόμο του ξεριζωμού
ενός λαού προδομένου
ενός λαού τραγικού
που ακόμα σε θωρεί μες στα συρματοπλέγματα.

Τ ’όνειρο θαύμα να γενεί
μετρώντας το χρόνο αντίστροφα.

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ

Έσυρα το πέπλο κι αγνάντεψα.
Άπλωσα το χέρι και σ ’άγγιξα.

Πληγή ανοιχτή.
Χώρα κουρσεμένη.

Σκοτεινές φιγούρες σαν απ’ αρχαίο δράμα 
οι γυναίκες της Κύπρου πλησιάζουν 
φορτωμένες ομίχλες στους ώμους.

Στα μάτια τους το σκοτάδι κατάπιε
του ήλιου το φως.

Χάθηκε το παλικάρι στα βουνά της Κερύνειας.

Πόση μοναξιά αντέχουν αυτά τα βουνά
κατάμονα αντίκρυ.

Το βλέμμα μου σηκώνω στον ουρανό επίκληση.

Θέλω τούτη τη γη ν ’αγκαλιάσω με σώμα ασπίδα.
Αυτά τα μάτια τα γεμάτα απουσία να φιλήσω.

Εικόνισμα.

Θέλω το γόνυ να κλίνω κι όρκους να πάρω
ποτέ να μη ξεχάσω.

Θέλω.

.

Νένα Φιλούση

ΝΥΧΤΕΣ ΙΟΥΛΙΟΥ

Τη νύχτα η οργή κατακάθεται σαν τον καφέ
υποχωρεί αντιστρόφως της υγρασίας
ζώντες και τεθνεότες σιγομιλούν σε μικρές βεράντες
και υποσελήνιους κήπους
μονόλογοι βαρείς για την καρδιά
μα οι απόντες είναι χαρούμενοι.
Κάποτε μάλιστα σωπαίνουν τα πολύχρωμα πέταλα
στα παράθυρα και αργά, νυσταγμένα τα υφάσματα
παύουν να ενδύουν τα κορμιά μας.

Μόνο έτσι μεγαλώνει ο τόπος.

ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ

Εισέβαλε απροκάλυπτα στον ύπνο μου ο φαύλος
και με άφησε ως το πρωί ενεή
ν’ αναρωτιέμαι
τι είχα για να τα χάσω όλα.
Γιατί χτυπιόμουν στα κιονόκρανα τα πρωτοϊδωμένα
αφού δεν είχα καταλάβει τη γλώσσα του δαπέδου.
Αρχαία ελληνικά πλουσίων Ρωμαίων
ή προφητείες βραχύβιες για την εποχή μου;

Και πήρα λάφυρα από τη Σαλαμίνα.
Όχι της ναυμαχίας, την άλλη.
Και δέρμα -όχι μόνο το δικό μου-
που μυρίζει ξινό, βαρύ
πανανθρώπινο σκούρο. Έξω και πέρα από την ιστορία.

Πώς αγγίζει κανείς τη χώρα του
ξαφνικά στη μέση ηλικία
και του κόβεται η ανάσα
ακριβώς στα δύο; Έτσι.

Είπα θα πεθάνω εδώ
κι ακόμα ζω αλλού.

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ «ΛΗΔΡΑ ΠΑΛΑΣ»

Ο τόπος είναι αυτόχειρας
και περπατά θηλυπρεπώς
πάνω στα πρηξίματα των αντρών στις φωτογραφίες
που γύρισαν λειψοί τάχα μου ελεύθεροι
τελευταία εποχή της ιστορίας εκείνης.

Έφηβη είναι και η λύπη μας που κλαίει στη φαντασία των αδήλώτων
οι ήρωες θαρρούν πως μπορούν να βγάλουν περίπατο
κάθε δικαίωμα ή ενοχή
χωρίς να τρομάξουν:
άσπρα φουγάρα οι περαστικοί.
Κι εσύ στη μνήμη μου.
Φωτιές δεν έχουν μείνει.

Οι εραστές μας πεθαίνουν κατ’ επανάληψη
στον ύπνο τους
Όλη μας η νιότη ένα οδόφραγμα
όπου κλάψαμε και ομαδικά και μόνοι
τα ταβάνια των ψηφισμάτων κινδυνεύουν
κι αυτά αδήλωτα
να χαθούν.

Όλη μας η νιότη ένα οδόφραγμα
όπου κλάψαμε και ομαδικά και μόνοι

.

Γιώργος Φραγκος

ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ

«Ανταμώσανε,
κατ’ απ’ τον ίσκιο μιας προδομένης ιστορίας
κατ’ απ’ το πέπλο του ακρωτηριασμένου παρελθόντος
δώσαν τα χέρια και ένωσαν τις καρδιές
τις αγκάλες άνοιξαν
και λουλούδια φύτρωσαν
κόκκινο τριαντάφυλλο ξεφύτρωσε απ’ του κανονιού την μπούκα
η ξιφολόγχη βλάστησε και γίνηκε γαρουφαλιά».

.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης

ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι
με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.

Ο κόσμος γύρω του πολύς∙ κι αυτό
είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,
στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα–
στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.

Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα
και την κρατούσε ανάποδα∙ μου κακοφάνη.

Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες
αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές
που ‘χαν παγώσει και δε σάλευε καμιά.

Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.
Του την εγύρισα ίσια κι είδα πάλι
τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.

Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα
ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,
έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια
γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.

ΣΤΑ ΣΤΕΦΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ

Είχε τρακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.

Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.

Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ΄το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.

Τελειώνει ο γάμος και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ΄αυτοκίνητό του, χάνονται.

Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτος
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.

ΟΝΟΜΑ ΠΟΛΗΣ

Now happiest loveliest in yon lovely Earth,
Whence sprang the Idea of Beauty» into birth.
Edgar Allan Poe

ΜΗΠΩΣ μιας πόλης όνομα η Αμμόχωστο είναι ψεύτικη;
Τεχνητό χώρισμα χώρου και γη της ουτοπίας;
Χρόνος από άμμο ψιλοδουλεμένη
καθώς κοιτάζεις τους λευκούς μαστούς;
Ποιός 8α ‘λεγε το αντίθετο;
-Λησμόνησες τους πρόσφυγες
που στέκονται αντικρύ της και τη χαιρετάν.
ξέρουν να κλαίνε, την καρδιά τους να ραγίζουν
με βότσαλα της Θάλασσας, τη μηχανή τους έχουν
του αυτοκίνητου και του τρακτέρ ξεκινημένη
μετωπικά προς τα φυλάκια των Τουρκώνε,
στα τεθωρακισμένα των οχτρώνε.
Πώς ομιλείς – εσύ, δε 8α το πίστευα!-
γι’ αυτούς που είναι σαν φίλοι και αδελφοί.
Με παρεξήγησες, υποκριτή αναγνώστη.
Βλέπω μονάχα, την Αμμόχωστο ίσως, και αγαπώ
9α ζήσουμε μαζί ο θάνατος κι η ζωή,
το ξέρω, το πιστεύω, κάνω και γραμμάτιο.
Τι, δεν υπάρχει θάνατος μήτε κι οχτρός και πλάνη
γι αυτό την είπα ψεύτικη την πόλη,
την πόλη που γεννήθηκα σαράντα αιώνες τώρα.
Όμως, όταν κοιτάζω με τα κιάλια
την ανεπαίσθητη του στήθους της ρωγμή,
όταν απ’ τη μεθυστική πνοή της κρίνω πόσα
πλοία βουλιάξαν ή πετρώσανε κι ανθρώπους
βλέπω τριγύρω «να το σπίτι μου» εκφωνώντας,
τι να σου κάνω; Θλίβομαι, ακριβαίνω,
χειρίζομαι τη λέξη με βαριά καρφιά,
φωνάζω «εχθρός» αυξαίνοντας τη 8λίψη
της ουτοπίας – οι λέξεις σου με σφάζουνε
δυνάστη της Αγάπης, Κύριέ μου, τραπουλόχαρτο.
Ένυλη πλάση φέγγει γύρω στα μαλλιά σου.
Προσφέρουμε νερό, γλυκό και χάδι.
Όμως εσύ τι δίνεις, έ; Μια πόλη σου ζητάμε,
αν είναι αυτή που ζήσαμε τα ωραία μας χρόνια
ή που την παρατήσαμε στ’ αλώνια.

.

Άγις Χαραλαμπίδης

ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΑΝΔΡΕΑ

Ξέμεινες μόνος·

Εσύ,
το καταφύγιο κάθε πόνου
κάθε τραγωδίας.
Του δόρατος αιχμή
σωσίβιο ναυαγισμένων ψυχών.

Ποιος να το πίστευε
ξένοι μουσαφίρηδες, απρόσκλητοι,
να πουλάνε αντλώντας απ’ τις φλέβες
το λιγοστό σου αίμα.

Απάγκιο παρηγοριάς
όταν η Τρίαινα οργιάζει.

Γενάρης 2008

ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ

Στην οδό Λήδρας, ήτανε όλα στη θέση τους·
χαμένη πήγε η ελπίδα
τίποτα δεν άλλαξε.

Στη μικρή πλατεία, κάτω απ’ τα δέντρα
γεροντάκια μετράνε ανάποδα τις μέρες
πουλιά τρώνε λαίμαργα σπόρους
από τα χέρια των παιδιών
αγόρια και κορίτσια στέλνουν μηνύματα
κόσμος ανήσυχος ανέμελος βιαστικός περίεργος
αναζητεί προορισμό.

Όλα στη θέση τους·
τίποτα δεν άλλαξε.

Τα περίπτερα πουλάνε ψεύτικα όνειρα·
σημαίες άσπρες κόκκινες γαλάζιες
μοιράζουνε τη γη
δρόμος κλειστός από ιδιοτροπία
επιγραφές συντηρούν την αγωνία
φρουροί απαγορεύουν να περάσεις από κει
-μπορείς όμως αν θες να πας από τον άλλο δρόμο-
φιγούρες γραφικές πουλάνε διάφορα ψέματα
σε χαρτοσάκκουλα οικολογικά
ματιές γεμάτες μοναξιά γυροφέρνουν αμήχανες.

Μια πόλη τόση δα
περήφανη για την ιστορία της
ακούει τη φωνή του μουεζίνη συνοδευμένη
από ήχους καμπάνας·
μια τελευταία πινελιά στον πίνακα
που εξακολουθεί
να μένει ασυμπλήρωτος.

Νοέμβρης 2007

.

Έρινα Χαραλάμπους

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ Ι

Σημαιοφόρος παρελαύνεις
εν πομπή και παρατάξει
παραστάτες μνημονεύουμε
την όψη σου-
παράσημο η
οπτική απάτη.

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ ΙΙ

Κι αν κατορθώσεις να σπάσεις τα δεσμά,
την πλάτη κι αν ποτέ ανασηκώσεις,
το βάρος της συνήθειας-
τη συνήθεια πώς να αποσείσεις;

 

.

Ρήσος Χαρίσης

ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΙΙ

Όταν ο χρόνος χάνει τον ύπνο του
για μας τους θνητούς,
το καράβι
εισβάλλει στο κρασί μας
αμάραντο και ηλίανθο.
Πεθαίνουμε όταν το φεγγάρι
ξυπνάει τα σύννεφα με θωπείες
και τα κινούμενα πανιά γυρεύουν
μια βάρκα να πλαγιάσουν.

Αφροδίτη
μέσ ’ από κάνιστρα προβάλλει.

Τα γεράνια
στα κατάρτια,
οι φωνές
στο θέατρο του κάστρου.

Πόλη του μύθου,
των λαϊκών παραμυθιών,
του βροχερού καιρού
με πεύκα και βαλανιδιές
σε καπνιστήρια,
ροδοστάγματα και εικόνες.

Πρωινά βασανισμένα
στο συρματόπλεγμα.
Απόγευμα η Κερύνεια
στον καφέ μας.

Ήρωες μυθικοί
τη φαντασία κινούν
για την περιφορά
των άδειων αμφορέων
σε στενορύμια,
στ’ απομεινάρια της συνείδησης
των βράχων.

Χαμένος
στις μυλόπετρες του πλοίου,
μ’ αμύγδαλα στις χούφτες,
στην Πράσινη Γραμμή
ο γύρος του πελάγου
ν’ αγναντεύει
την ανέλκυση
της νέας Βασιλείας.

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ

Κεφάλια
στην εντέλεια διαρρυθμισμένα
ονομαστικά καταγραμμένα
συρματοπλεγμένα και απλωμένα
στον εξολκέα
της τεθλασμένης Πράσινης Γραμμής.

.

Γιώργος Χαριτωνίδης

1974

Ο Ιούλης δεν αντέχει τους καύσωνες του.
Βγάζει τα ρούχα του.
Βγάζει το δέρμα του.
Βγάζει τις σάρκες και τα σπλάχνα του.
Μένει με τα κόκαλά του.
Μένει με το D.Ν.Α. των οστών του.
Μόνο έτσι δροσίζεται.

ΑΤΙΤΛΑ

Στο βομβαρδισμένο σπίτι, 
μια κάμαρη μόνο ορθή.
Κοτέτσι σήμερα έποικου,
στη θέση τους τα έπιπλα. 
Μόνο η βιβλιοθήκη μπρούμυτα
κάτω πεσμένη,
νεκρός από πισώπλατη σφαίρα.
Τα βιβλία σκόρπια πτώματα,
τυμπανισμένα.
Στις λέξεις τους
πατούν και κουτσουλούν οι κότες.
Το σύρμα την είσοδο κόβει,
τίτλους δεν ξεχωρίζω βιβλίων.
Ο κόκορας μετακινήθηκε,
τα μαλλιά ενός σκίτσου
στο εξώφυλλο προβάλλουν.
Διονυσίου Σολωμού
«Ύμνος εις την Ελευθερία».

***

Βιογραφικό μη μου ζητάτε.
Δεν γεννήθηκα.
Πέθανα απευθείας στη Λάπηθο.
(παρθενογένεσις, αντίθετη έννοια).
Ως σκόνη μόνο υπάρχω.
Μετά, που με ξεσκόνισαν
απ’ το βορινό παράθυρο του σπιτιού μου,
ως προσφυγόσκονη κατακαθήμενη
ζω στην Αθήνα.

Συχνά οι νοικοκυρές με καθαρίζουν
απ’ τα τζάμια τους.

***

Ο υαλοκαθαριστήρας, 
ματαίως προσπαθούσε να διαγράψει
των είκοσί μου χρόνων την εικόνα
στο πίσω τζάμι.
Το νεανικό πρόσωπό μου
κοιτούσα από το καθρεφτάκι του οδηγού
να τρέχει με προσπάθεια αγωνιώδη
ανάμεσα σε βόμβες «ναπάλμ» 
ίσως προφτάσει το αυτοκίνητο μου
καθώς προχωρούσε μέσα στο ψιλόβροχο
από Κερύνεια προς Λάπηθο.

.

Ανδρέας Χατζηθωμάς

ΩΣ ΕΔΩ

Στη σκιά του δρεπανιού
τεντωμένο τόξο
δίκοπο μαχαίρι
η ελευθερία.
Δένεται κόμπος το αίμα
κι η γνώση ωριμάζει.
Προδότες και προδομένοι
ίδιες ευθύνες
ίση μοιρασιά του καιρού-μου.
Το λυκόφως του συμβιβασμού
κάνει τις φλέβες της ανοχής
διάφανες.
Καθρέφτης η σιωπή
κραυγή του πόνου
έγινε κομμάτια.
Η σκιά-σου τώρα
μες στο αίμα
ως εδώ ήταν ο ύπνος σου.

ΑΘΕΑΤΗ ΔΥΝΑΜΗ

Μέσα σε μια κούπα κρασί
δυο σταγόνες όλες κι όλες
πρόδωσαν το πέταγμα του περιστεριού
αυλή πορεία της ματιάς
χωρίς διέξοδο προδιαγραφής
προς την αθέατη δύναμη
των κατατρεγμένων
προς τις παλάμες
που κτίζουν τη σκέπη του κόσμου.

.

Κυριάκος Χατζηιωάννου

ΩΔΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ

(Αφιέρωμα στην Αμμόχωστο)

α

Δεν σε ξεχνώ αιώνια Πόλη,
που απ’ τον Αιώνα του Χαλκού,
τρεισήμισι) χιλιάδες χρόνια πριν,
στεριώθης στην Κυπραία γη περήφανη
με τα Κυκλώπειά σου τείχη ως Αλασία.
Κι ο Κερεάτας ο Απόλλωνας φρουρός σου.
Εσύ, του αμύθητου πλούτου η πηγή,
δεν έστελλες στους Φαραώ μονάχα τάλαντα χαλκού
μα και μια νύφη Αφροδίτη,
στον χρυσοποίκιλτο τον θρόνο της Αιγύπτου
μια Νεφερτίτη

β’

Ήσουν ο ήλιος της Ανατολής!
Μα ήρθαν απ’ τη θάλασσα λαοί
και πέθανες, ν’ αναστηθής
του Τεύκρου ως Σαλαμίνα.
Κι είδες πολύβουα καράβια Ελληνικά
κι’ Ανατολίτικα ν’ αράζουν στα λιμάνια σου
με πλούσιες πραμάτειες φορτωμένα
κΓ έγινες της Ανατολής το σταυροδρόμι
και της Δύσης.

.

Βασίλκα Χατζήπαπα

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΕ

Πριν από καιρό
ποιος θα πίστευε
πως θα ‘ρθω εδώ
σε τούτη τη γη
καμένη του ήλιου
και της προδοσίας.

Να διαβάσω τη χιλιοχρονίτικη
γλώσσα των χόρτων
και εκείνων των ριζών
που σκαλίζουν το βάθος
στην καθημερινή τους πάλη
με την δίψα.

Στις πέτρινες βαριές αυλές
να γυρέψω σκιά
να βολέψω την ελπίδα
κοντά στους άσπρους τοίχους της υπομονής.

Σπίτι να χτίσω
στον κρατήρα
κατ’ απ’ τα διασταυρούμενα πυρά
των τουφεκιών.

Από τον τόπο μου
τόσο μακριά
να διδάσκομαι
μίσος κι αγάπη.

.

Χρίστος Χατζήπαπας

ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Είχαμε πηγάδια
λίγα, κάποτε
που δρόσιζαν τα χείλη μας
σε χρόνους άβροχους
σε χρόνους δίψας
ακρίδας και όφεων.
Γέμισαν πτώματα.

Μωραίνει, λένε, Κύριος
όν βούλεται απολέσαι –
αλλά γιατί εμάς;

Αντλούσαμε με τ’ αλακάτι
μαύρο νερό της συμφοράς
ανίδεοι τάχα
μην ξέροντας χρόνους πολλούς
πως μέσα εκεί
δρακιάζει η σήψη.

Τα πηγάδια μας
πολλών χιλιάδων χρόνων
τα μπαζώσαμε
με κουφάρια εχθρών
ανεπάρκειες και βλακεία.

Τώρα
αφυδατωμένοι
ρακένδυτοι
χωρίς δυνάμεις
προχωράμε ασθμαίνοντας
αυτάρεσκα
στο μέλλον…

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΠΑΣΙΑ

Στον Λευτέρη Παπαλεοντίον

Ψες δεν έκλεισα μάτι.
Έβλεπα όνειρο παιδικό
έναν εφιάλτη
πως εκδρομή πηγαίναμε
στην Καρπασία
γιαλό γιαλό.

Περάσαμε κι απ’ το χωριό
καποιανού φίλου.
Που έμοιαζε άλλοτε μικρός
και άλλοτε μεγάλος
κι έκλαιγε γοερώς.

Ήτανε τούτη η σατανική εναλλαγή
που με ξυπνούσε κάθε τόσο.

Έκλαιγε λέγοντας πως το χωριό του
δεν το γνωρίζει πια.
Μα δεν το ξέρω, έλεγε
νυκτοβατώντας σαν αγγελούδι
αρπαγμένος στο καπό
και έλεγε πως όλοι μας
κανονικά έχουμε ένα χωριό
μια μήτρα που αγαπάμε.

ΧΙΟΝΙ ΣΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟ

Άσπρη μέρα, επιτέλους, 
σαβάνωσε την ημισέληνο 
στο αμίλητο βουνό. 
Αναίσθητος όμως ο ήλιος 
βούρτσισε στο πι και φι 
το αθώο χιόνι
δεν είχε αίσθηση του τι ποιεί.

.

Ανδρέας Χατζηχαμπής

ΔΕΝ ΑΦΗΝΟΥΝ ΝΑ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ

Δεν αφήνουν να ξεχάσουμε
ο Ονήσιλος, ο Πράξανδρος, ο Ευαγόρας,
η μάνα κι ο πατέρας που ’ναι κει,
νεκροί και ζωντανοί,
οι άγιοι που μας φανερώνονται
να τους ανάψουμε το καντήλι,
ο αργαλειός, ο λιόμυλος, η γούρνα του σπιτιού μου,
της ιστορίας οι γραφές,
το βλέμμα του παιδιού μου.

ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Από παιδί,
για χρόνια,
κρατούσα στα χέρια
μια φωτογραφία
του πατέρα των ονείρων μου,
τον είπαν αγνοούμενο,
μα εγώ έπαιζα μαζί του για ώρες
μέσα στο παιδικό δωμάτιο
τις μέρες των μεγάλων βροχών.

Όμως άξαφνα έφευγε
κι άφηνε στη θέση του
ένα μαύρο σκοτάδι
που τρύπωνε μες στην καρδιά.

Όμως άξαφνα έφευγε
κι άφηνε το παιχνίδι στη μέση,
χωρίς τη χαρά του τέλους
κι ένα παράπονο στα μάτια.

Με πήγε πρώτη μέρα στο σχολείο,
όμως όταν πλησίασα τη δασκάλα
άξαφνα έφυγε,
αφήνοντας το χέρι μου μετέωρο,
να κρατά μόνο τη φωτογραφία του.

Αργότερα τον σύστησα στην άνοιξη,
είχα τόσο πολλά να πω γι’ αυτόν,
όμως άξαφνα έφυγε,
αφήνοντάς μου έναν βαρύ χειμώνα
και μια φωτογραφία στο χέρι.

Τον είδα που ήρθε κρυφά στα στέφανα,
χάρηκα,
ήταν σαν φως
που χόρευε μες στη χαρά του,
όμως άξαφνα έφυγε
κι άφησε στα χέρια μου
μόνο τη φωτογραφία του.

Χθες μου τον έφεραν
σε ένα μικρό κασόνι,
τον είπαν ήρωα
και τον στόλισαν
με χρώματα και σημαίες,
μα εγώ
εξακολουθώ
να κρατώ στα χέρια μου
μόνο τη φωτογραφία του
κι ένα κλωνάρι πικροδάφνης
με άνθη αιμάτινα.

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΟΝΕΙΡΩΝ

Μέσα στο κάστρο της Κερύνειας
τα πήραν πισθάγκωνα
οι κάθε λογής εθελόδουλοι σαγιτάρηδες
και με επιδέξιες κινήσεις
τους λύγισαν τους νεανικούς καρπούς,
τους θρυμμάτισαν τα λεύτερα άκρα,
τους λόγχισαν τη μυώδη πλευρά
και τους φίμωσαν το λαλίστατο στόμα
που μιλούσε για λευτεριά.
Από το μάτι των ονείρων κύλησε
ένα στερνό πικρό δάκρυ.

«Βλέπετε τι έπαθαν τα αφελή όνειρα;»
είπαν οι ζωντανοί νεκροί αφέντες.
«Έτσι θα πάθετε κι εσείς.
Αν θέλετε να γλιτώσετε
προσκυνήστε
κι ευθύς ελεύθεροι θα ζήσετε».
(Το «μες στη σκλαβιά σας» δεν το ξεστόμισαν)

Κάποιοι επιφανείς
μετά από ενδελεχή μελέτη
των φιλίων και εναντίων,
έτσι νεκροί σαν ήταν,
έσκυψαν και γονάτισαν.

Από το στήθος των ονείρων
πέταξαν δυο άσπρα περιστέρια
κατά τον Μαχαιρά και το Δίκωμο,
μου φαίνεται.

.

Γιώργος Χριστοδουλίδης

ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ

Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι
του ανθρωπολογικού εργαστηρίου
περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάνει πολλά
αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο
μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί
είχε κρύψει ένα γλειφιτζούρι
για να το γλείψει αργότερα.

Ο ΓΕΡΟ ΓΙΩΡΚΗΣ

Κάθε που ο γέρο Γιωρκής
–που σε χρόνους δύσκολους έκλεψε τη Δεσποινού–
ένιωθε άρρωστος
έπινε κάθε μέρα για μια εβδομάδα ένα ποτηράκι ούζο
κι αν δεν του πέρναγε το γύριζε στο ελαιόλαδο
ένα κουτάλι τη βδομάδα σταθερά.
Όμως από τότε που είπε στη Δεσποινού
και στα δώδεκα τους κοπελλούθκια
“φύεετε εσείς, εγιώ εν να μείνω να προσέχω τα κτηνά”
από τότε που καταχωρήθηκε ως αγνοούμενος
και δεν ξανακούστηκε γι’ αυτόν
από τότε που έπαψαν να ταχυδακτυλουργούν
οι δωρητές της ελπίδας
από τότε η αμφιβολία:
Θα χτυπήσει ο εκσκαφέας πάνω στο σκληρό του καύκαλο;
Θα έρθουν μια μέρα οι αρμόδιοι με τα απομεινάρια του;
Τι διάολο γιατροσόφια υπάρχουν για κάτι τέτοια;

ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΕΡΥΝΕΙΕΣ

Ποιοι είναι αυτοί που λένε ότι χάθηκε η Κερύνεια;
Είναι οι γνωστικοί.
Αυτοί ξέρουν καλύτερα πως ό,τι χάνεται
δεν επιστρέφεται
πως των αδυνάμων τα λάθη
πληρώνονται με απώλεια
και με των ισχυρών το κέρδος.
Βλέπουν σήμερα αυτό που δεν μπορεί να γίνει αύριο.

Πώς χάθηκε αφού ακόμη είναι εκεί;

Κάποτε την ακούω σε αλλόφρον τραγούδι επιστροφής
αυτό που στα σχολεία οι γνωστικοί
δεν τους αρέσει να διδάσκεται
κάποτε νομίζω ότι θα ανέβω στο βαγόνι
αυτού του σκουριασμένου τρένου
που συρίζοντας διστακτικά με πλησιάζει
να βρεθώ πρώτη φορά
εκεί που αναρριγούν οι ακτές της
να δω αν λαμπυρίζει το ίδιο
η θάλασσα της με τις θάλασσες που ξέρω.
Ναι, είναι εκεί
τοποθετημένη πάνω στο τραπέζι των μεσολαβητών
για να επικυρωθεί οριστικά η απώλειά της
θα μπορείς, φυσικά, να την επισκέπτεσαι
τα τοπία της θα μένουν τα ίδια
δεν αλλάζουν τα βουνά και οι πλαγιές τους
ο παγερός αέρας που τα δέρνει τους χειμώνες 
δεν ανήκει σε κανέναν.
Ίσως να έχουν δίκαιο οι γνωστικοί
ίσως να λένε πράγματα σωστά, της εποχής
ίσως μάλιστα να τους ακολουθούσα κι εγώ
σε αυτήν τους τη βεβαιότητα
αν δεν με κρατούσε
η ανεξήγητη εμμονή
να βλέπω ίσκιο
μέχρι σώμα να συμβεί
να μαζεύω κονιορτό
μέχρι γη να επιστρέψει
κι όλα να μεταμορφώνονται
σε αυτά που οι γνωστικοί
βεβαιώνουν ότι είναι αδύνατον
να γίνουν.

.

Κύπρος Χρυσάνθης

ΠΑΛΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Η Λευκωσία μας αποδημεί στους χάρτες
σε αταχυδρόμητες φωτογραφίες
απ’ τις ψηλές ταράτσες την κοιτάμε
να ταξιδεύει στην ποδιά του Πενταδάκτυλου.
Μα η άλλη Λευκωσία φυλλορροεί στα στήθη μας
στα βραδινά μας βλέφαρα
η Λευκωσία μας η παλιά
η Λευκωσία μας

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΟΥ

Η Κυριακή μου ξεπετάχτηκε απ’ τα παράθυρα
αγουροξύπνητη, με καθαρή ποδιά,
πήρε τους δρόμους με το πράσινο καπέλο της,
αντάλλαξε χαιρετισμούς πρωτοχρονιάτικους η Κυριακή μου,
χάιδεψε τα μαλλιά του γιασεμιού
και στις χαρούμενες προθήκες χαμογέλασε η Κυριακή μου,
θυμήθηκε τις φιλαρμονικές παλιών καιρών,
τους εύθυμους περίπατους…
κι έφτασε εκεί που ξεχωρίζουνε οι εχθροί–
στη Λήδρα όλου του κόσμου
κι ας είναι η Λήδρα οδός της Λευκωσίας–
κι απ’ τα σακιά της άμμου, που τα στόλιζε χορτάρι
και μια μικρούλα παπαρούνα,
ψήλωσε το κεφάλι η Κυριακή μου κι είπε
στους άλλους, με την άλλη γλώσσα
και τ’ άλλο πρόσωπο,
τους είπε: «καλημέρα».

ΚΕΡΥΝΕΙΑ I ΚΕΡΥΝΕΙΑ IΙ

Τ’ άλλο πεθαίνει στη σκλαβιά
και συλλογίζεται γιατί τον υποβρύχιο ύπνο του ταράξανε
οι περιέργειες των σοφών.
Μες στο βαθύ σκοτάδι των βυθών θυμόταν τα ταξίδια
με ήχους υγρούς.
Τώρα σ’ αυτόν το χώρο πνίγεται –
ελευθερία μες στο κλουβί.

Και τούτο διέτρεξε τη δόξα, τις υποδοχές και τις
φωτογραφήσεις,
το τάραξαν οι λόγοι κι οι χοροί κι οι στίχοι αρχαίων τραγωδιών,
χάρηκε ολόχρυσο ταξίδι στη γαλάζια σκέψη των Ελλήνων, 
στον άστατο σαν νιότη αγέρα της Μεσόγειος.
Και τώρα κείται εδώ μες στην αναμονή
για κάποιο αρμένισμα συμβολικό –
ελευθερία χωρίς ελευθερία.

Κι εμείς κολλήσαμε στα λόγια και στους χαρταετούς
με καθαρά φωνήεντα,
ευδαιμονούμε στα φθογγόσημα και παρελαύνομε
προς δόξα των φακών,
ενώ στο θρόνο τ’ ουρανού ο Αισχύλος
με τη φωνή των πανελλήνων απαγγέλλει:-
Ίτε παίδες Κυπρίων,
την Κύπρο ελευθερώστε.

 

Νεσιέ Γιασίν

Μετάφραση: Ελλη Παιονίδου
Μουσική: Μάριος Τόκας

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ Η ΠΑΤΡΙΔΑ

Λένε πως ο άνθρωπος πρέπει την πατρίδα ν’ αγαπά
λένε πως ο άνθρωπος πρέπει την πατρίδα ν’ αγαπά
έτσι λέει κι ο πατέρας μου συχνά
έτσι λέει κι ο πατέρας μου συχνά

Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο
η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο
ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει ν’ αγαπώ;
ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει ν’ αγαπώ;

.

.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ:

Χριστιάνα Αβρααμίδου
Κλαίρη Αγγελίδου
Κυριάκος Αναγιωτός
Ανδρέας Ανδρέου
Μελέτης Αποστολίδης
Χρήστος Αργυρού
Μαρίνα Αρμευτη
Κώστας Αρμεύτης
Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου
Αλέξια Βίκτωρος
Πίτσα Γαλάζη
Λεωνίδας Γαλάζης
Αλεξάνδρα Γαλανού
Μιχάλης Γεωργιάδης
Εύα Γεωργίου
Κατίνα Γιαννάκη- Παπαστυλιανού
Μαρούλα Γιασεμίδου Κάτζη
Δημήτριος Γκόγκας
Δήμητρα Δημητρίου
Ναδίνα Δημητρίου
Κυριάκος Ευθυμίου
Αλεξάνδρα Ζαμπά
Μιχάλης Ζαφείρης
Λεύκιος Ζαφειρίου
Μαίρη Θεοδοσίου Νικολάου
Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου
Ιωσήφ Ιωσηφίδης
Αγγέλα Καϊμακλιώτη
Γιώργος Καλοζώης
Άντης Κανάκης
Ανδρέας Καπανδρέου
Ανδρέας Καρακόκκινος
Μαρία Καρδάτου
Νίκη Κατσαούνη
Αναστασία Κατσώνη
Φροσούλα Κολοσσιάτου
Βέρα Κορφιώτη
Θεοκλής Κουγιάλης
Πάμπος Κουζάλης
Μάνος Κράλλης
Νίκος Κρανιδιώτης
Πόλυς Κυριακού
Γιώργος Κωνστάντης
Στέφανος Κωνσταντινίδης
Νίκη Λαδάκη-Φιλίππου
Σοφοκλής Λαζάρου
Άνθος Λυκαύγης
Ξάνθος Λυσιώτης
Βάσος Λυσσαρίδης
Κωνσταντίνος Ν. Μακρής
Κλεοπάτρα Μακρίδου
Ανδρέας Μαλόρης
Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου
Νίκη Μαραγκού
Χρήστος Μαυρής
Παντελής Μηχανικός
Κώστας Π. Μιχαηλίδης
Μάριος Μιχαηλίδης
Λίλη Μιχαηλίδου
Γιώργος Μολέσκης
Κώστας Μόντης
Δημήτρης Μπρούχος
Νόρα Νατζαριάν
Εύα Νεοκλέους
Παναγιώτης Νικολαίδης
Θεοδόσης Νικολάου
Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ
Κυριάκος Ολυμπίου
Ντίνα Παγιάση-Κατσούρη
Έλλη Παιονίδου
Μυριάνθη Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου
Μαρούλα Πανάγου
Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου
Μιχάλης Παπαδόπουλος
Άννα Παπαιωάννου
Νεόφυτος Παπαλαζάρου
Στέλιος Παπαντωνίου
Νίκη Παπαξενοφώντος
Μιχάλης Πασιαρδής
Ανδρέας Παστελλάς
Μαρία Πασχαλίδου
Νάσα Παταπίου
Κώστας Πατινιος
Νίκος Πενταράς
Μαρία Περατικού Κοκαράκη
Ευρυδίκη Περικλέους- Παπαδοπούλου
Άντης Περνάρης
Γιώργος Πετούσης
Ανδρέας Πετρίδης
Μιχάλης Πιερής
Αντώνης Πιλλάς
Γιάννης Ποδηναράς
Ανδρέας Πολυκάρπου
Αχιλλέας Πυλιώτης
Γιάννης Ρίτσος
Φιλιώ Ροτσίδου
Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου
Φοίβος Σταυρίδης
Στέφανος Στεφανίδης
Αθηνά Τέμβριου
Ανδρέας Τιμοθέου
Έλενα Τουμαζή
Χρήστος Τσιαήλης
Έμμα Τσιβρά
Νένα Φιλούση
Γιώργος Φραγκος
Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Άγις Χαραλαμπίδης
Έρινα Χαραλάμπους
Γιώργος Χαριτωνίδης
Ανδρέας Χατζηθωμάς
Κυριάκος Χατζηιωάννου
Χρίστος Χατζήπαπας
Ανδρέας Χατζηχαμπής
Γιώργος Χριστοδουλίδης
Κύπρος Χρυσάνθης
Νεσιέ Γιασίν

 

.