ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ- ΡΟΥΚ (1939-2020)
Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου·
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσωόλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου ‘χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή·
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με -παρακαλώ το Άγνωστο-
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω

ΓΙΩΤΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ (1961-2018)
[ΚΙ ΑΝ ΖΗΛΕΨΑ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ]

Κι αν ζήλεψα την Μαρία Καλογεροπούλου
που κατάγονταν από ένα άσημο Νιοχώρι
στου Μελιγαλά τις παρυφές
δεν είναι μόνο γιατί ενσάρκωσε το θεϊκό ταλέντο
και έμεινε η Κάλλας,
η ντίβα η απόλυτη σ’ όλες τις εποχές.

Είναι διότι το ’σκάσε
από το σήμα και τον τάφο
και δονείται στο Αιγαίο
στων κυμάτων το βιμπράτο
πάλι αντηχώντας

— στις σπηλιές!

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ (1940-2023)
ΚΥΠΡΙΕΣ ΠΡΟΓΟΝΕΣ

‘Ονόματα του μαρτυρίου και της περηφάνιας
Μαρία, Λουκία, ‘Ελένη, Χαρίτα, Παναγιώτα, ‘Αγνή,
Γερασμένες όσιες Αντιγόνες πού ζητάνε να θάψουν οστά
-τις σάρκες τις έφαγε ή γη κι ό καιρός-
Με πυρσούς αναμμένους, με ορμή, με απέραντη υπομονή καί μαρτύριο
Άξιοθέα, Αρσινόη Δημόνασσα, Άντωνού.
Γενναίες, δίκαιες των δικαίων, δυνατές και μεγάλες
Με μάτια πρησμένα απ’ τα δάκρυα κι ωστόσο άδάκρυτες
Να χαιρετούν την λευτεριά
Και με το αίμα τους να γράφουνε συνθήματα ατούς τοίχους
Ευγενία, Κυριακού, Παναγιωτού της Πιτσιλιάς
Πού μέτρησαν το μπόι τ’ ανθρώπου
Οι μικροκαμωμένες, οι μεγάλες, οι όσιες
Έρχεστε στον ύπνο μου ασημένιες
Με χρυσωμένα χείλη και μάτια κάρβουνα
‘Ανάβετε άστρα βεγγαλικά στον ουρανό
Όταν σας θυμηθώ μού καίγονται τά ποιήματα
Κι έρχονται οι λεβεντονιοί
Να μού ρυθμίζουν βήματα

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ (1940-1991)
ΣΟΝΙΑ

Έγειρε το χλωμό κεφάλι της μ’ ένα λυγμό
κι αποκοιμήθηκε
για πάντα
Πάνω της ο ουρανός ορεινός
άγονο τοπίο — σκοτεινός —
πέτρες μόνο και βράχια κι ούτε βροχή…
Νύφη εσύ με πασαλειμμένο το στόμα σου κόκκινο
τούλια χέρια λιωμένα δαντελωτά
προσφέρανε ικετευτικά
ένα ματσάκι κρινάκια
Γύρω ατό χώμα οι φίλες σου
θλιμμένες και βαμμένες υπερβολικά
σουρσίματα αλλόκοτα κάνανε
σαν για να τις προσέξουνε
και παίξουν σε κάποια ταινία
Να αυτό το δαχτυλίδι ποίημα παιδικό
Λόγος Τιμής
αυτή την ώρα που οι Μελλοντικοί
το πέταγμα των αετών μαθαίνουν
αυτή την ώρα που το κούτελό σου
δείχνει εκείνο πού δε φαίνεται
την ίδια πάντα ώρα
που οι ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΦΑΛΤΣΕΤΕΣ
τούς Διαφορετικούς σκοτώνουν…

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ (1931-2020)
Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικό, γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ (1940-2015)
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Γύρισε
χαρτιά ήταν εκεί πάνω στο τραπέζι
τα χέρια της τρέμανε
άκρια άκρια στα δάχτυλα
ήθελε να κάτσει και να τους γράψει
γιατί δεν μπόρεσε να τους μιλήσει πάλι γιατί
να ’παιζα πιάνο σκέφτηκε
αυτό το τρεμούλιασμα στις άκριες
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δει κανένα
μες στο δρόμο
στις αυλές
μες στα καρνάγια που μεγάλωσε όχι ποτέ
μονάχα οβίδες νάρκες και γυαλάκια
ωστόσο έτρεμε εκεί στις άκριες στα δάχτυλα
γιατί δε μίλησε την ώρα εκείνη
είπε δηλαδή κάτι
ήτανε όμως για να δικαιολογηθεί
κι έπρεπε να βρίσει να φωνάζει
να φτύσει και να ξαναφτύσει
να ξεκολλήσει από πάνω της
τα χέρια τους και τα χαμόγελά τους τα πονετικά
τα μάτια τους
γιατί αυτή απόφευγε να τους κοιτάξει.
γιατί τα μάτια αυτηνής
είχανε μέσα τους το φόνο
και είχε δίκιο
το ’ξερε πως είχε δίκιο
να κάτσει τώρα ήσυχα να γράψει
να γράψει και να τους τα πει
τώρα
πεινούσε όμως πολύ
και το δωμάτιο ήτανε κρύο
τα δάχτυλα στις άκριες κρεμάσαν σταλαχτίτες
έμεινε εκεί σαν σπηλιά

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ (1901-1998)
Η ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.

Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα, εγώ ή εκείνος;
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καημός;
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.

Πώς θα ιδώ το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν’ αρμοστώ.

«Ότι δια σου αρμόζεται
γυνί τω ανδρί.»

Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.
Τι θα γίνει που τόσο καλά,
τόσο πολλά ξέρω και γνωρίζω καλλίτερα,
πως απ’ το πλευρό του δεν μ’ έβγαλες.

Και λέω πως είμαι ακέριος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ, έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτε, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δεν θέλω να περιμένω.

Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,

εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.

ΝΤΙΝΑ ΚΑΤΣΟΥΡΗ (1941-2021)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Αιωνιότητα είναι το βλέμμα σου
που με κοιτάζει αφηρημένα,
αιωνιότητα είναι το βήμα σου
μετέωρο στο σκαλοπάτι,
αιωνιότητα είναι η κουνιστή πολυθρόνα
και το μισάνοικτο βιβλίο στα χέρια σου,
αιωνιότητα είναι η κρεμάστρα
με το βελούδινο σακάκι σου απάνω,
αιωνιότητα είναι ο κοκκινωπός γάτος
που μασουλά την παντούφλα σου,
αιωνιότητα είναι το ρολόϊ σου
που σταμάτησε ακριβώς τα μεσάνυκτα,
αιωνιότητα είναι η τρίχα από τη γενειάδα σου
που ξέμεινε στο μαξιλάρι μου,
αιωνιότητα είναι η καλημέρα και η καληνύχτα σου.

ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ (1948-2016)
ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Στην Μ. κάποτε

Δίχως αριθμούς
Επέτειοι με σβησμένες τις χρονολογίες
Πότε λες Πότε πέρασαν
Σαν χθες
Και το μαχαίρι έμεινε στον ακονιστή
Και το κλειδί στο χέρι.
Κανείς δεν αντέχει είπες
Σκουριάζουν τα μάτια κάποτε
Δε δίνονται εύκολα οι διευθύνσεις
Τώρα άλλα είναι τα θέματα
Τώρα δεν υπάρχουνε θέματα
Στη δεύτερη σελίδα είπες
Κινηματογράφοι β’ προβολής

Αγοράζετε μηχανές Σίγγερ
Δώρο μία αφίσα
Πέντε πιάτα Δέκα μπολ
Made in France

Άθραυστα
Τώρα άλλα είναι τα θέματα
Για ποιες συνεντεύξεις μιλάς
Για ποιες δηλώσεις

ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ (1948-2013)
ΤΟ ΠΡΟΖΥΜΙ

Σκέφτομαι τις γυναίκες που ξυπνούσαν
με το άστρο της πορνής για να ζυμώσουν
Τις Χριστιανές με προζύμι που είχαν φτιάξει
από τον αγιασμό της ημέρας του Σταυρού
και τις Τουρκάλες με νερό από τα πρωτοβρόχια.
Και οι δυο κουβαλούσαν τα βρέφη στη ράχη τους
και τη γνώση τους για την ιερότητα της ζωής.
Οι άντρες τους καμιά φορά το ξεχνούσαν.

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ  (1885-1968)
ΔΕ ΒΑΣΤΑΞΕΣ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ…

Δε βάσταξες, αγάπη μου, στο δύσκολο ανηφόρι
κουράστηκες, παραπατάς,
παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι,
ωσότου, τέλος, σταματάς.
Γυναίκα εγώ, και σύρθηκα ψηλότερα από σένα,
κι ακόμα, βλέπεις, προχωρώ,
σαν τα πουλιά που επίμονα τραβάνε για τα ξένα,
και με σπασμένο το φτερό…

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ-ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ (1941-2021)
ΕΙΧΕΣ ΜΙΑ ΖΕΣΤΑΣΙΑ

(της γιαγιάς που γνώρισα)

Είχες μια ζεστασιά στις φούχτες σου
που ολημερίς ιδρώνανε
για το κομμάτι το ψωμί
και το φασμένο ρούχο
Και μια σιγουριά στο βήμα σου
που ηχούσε στις πλάκες της αυλής μας
σαν το φτερούγισμα του αρχάγγελου
τις νύχτες του χειμώνα
Τώρα πια
σε σημαδεύει ένας λευκός σταυρός
και μια φωτογραφία εποχής
που ξεθωριάζει λίγο-λίγο
βορά στους χειμώνες
και στα αμείλικτα καλοκαίρια
αυτού του τόπου
Λεπτομέρεια:
ετών εκατό

1970

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)
ΚΑΛΛΟΝΗ

Γι’ αυτή τη χάρη, νάσαι γεννημένη
απ’ τα χέρια της αρμονίας, παίρνεις
στο βασίλειο του ηλίου μια διαλεγμένη
θέση. Κι’ όμως ανάξια δε τη φέρνεις.

Αν φέγγουνε πυροί και χρυσωμένοι
της γνώσης οι καρποί, μη δε τους φέρνεις
εσύ στο φως; ψυχή αιθεροπλασμένη,
σπάνιο λουλούδι στη δροσιά που γέρνεις

Της ζωής ταπεινά κι’ όμως ωραία;
Η θεότη στα χέρια σου έχει αφήσει
με πίστη το γεμάτον αμφορέα.

Κάνε γλυκά στη δίψα μας να γύρη
τόσο μονάχα, όσο για να μας χύση
χρυσό καπνό, μεθυστικό σα γύρη.

ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ  (1908-1935)
ΣΤΟ ΤΕΡΜΑ 

Στο τέρμα της ζωής μου έχω φτάσει,
κατάκοπη απ’ την πορεία τη δεινή.
Μια νύχτα με κυκλώνει σκοτεινή,
που το φτωχό κορμί θα ξαποστάση.

Την πόρτα του θανάτου ηύρα κλειστή
και μάταια χτυπώ το μάνταλό της.
Θέλω η ψυχή μου εκεί να δροσιστή
απ’ το πικρότατο μαρτύριό της.

Άλικο αίμα πια δε μου έχει μείνει
για να ξαναγυρίσω πίσω στη ζωή.
Στους ζωντανούς γυρίζω μια νεκρή,
δίχως του τάφου νάχω τη γαλήνη.

1935

ΜΕΛΙΤΑ ΤΟΚΑ-ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ (1940-2022)
ΦΑΙΝΩ, Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΠΕΛΑΓΟΥ

Όταν η ημέρα αλλάζει φορεσιά
κι ανάμεσα σε νιογέννητες φυλλωσιές βρεθείς,
όπου η όστρια θροΐζει το ευφρόσυνο γέλιο της,
θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το κορίτσι.

Πώς ευώδιαζε από πολύ μακριά
με την πορφύρα των ρόδων στα μαλλιά,
ντυμένο στις μελανιές αγρύπνιες του πελάγου,
με γεύση στα χείλη όνειρου πικρού
και τις καμπύλες του κορμιού παιδεμένες
από τον μόχθο της μάταιης ελπίδας.
Ήταν εκεί,
φύλαγε αστρολούλουδα
στη χόβολη του πόθου ανυφασμένα,
σκιρτώντας να λύσει του καραβιού τα πανιά
σε κρύπτες χαράς να αρμενίσει.

Ύστερα στον ίσκιο του φεγγαριού
βρέθηκε ξαφνικά να περπατά.
Σε μια παλάμη γης.

Θυμήσου ωστόσο εκείνο το κορίτσι
Φαινώ, Ιάνθη, Λυδία ή Ιάχη να ‘τανε τ’ όνομά του,
κρίνος λεπτόμισχος, καπνός μαζί και λάβα,
που μιαν ακαταμάχητη γοητεία εκπέμπει.

ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ (1947-2023)
ΓΥΝΑΙΚΑ

Μια φωνή
πού διασχίζει τον Μύθο
την ‘Ιστορία τους αιώνες,
κινούμενη αέναα στο παρόν.

Εκλαμβάνεται από τούς ανθρώπους
ως τροφή
ως εικόνα
ως ένδυμα
ως κατεύθυνση
ως καθρέφτης
ως νόημα.

Αλλά ποτέ ποτέ
ως αυτό πού πραγματικά
είναι:
Μια φωνή.
Γυμνή.
Που αναπνέει.
Εκφερόμενη από ένα
ένσαρκο,
έμφυλο σώμα.
Βροτό.
Χρονικό σώμα.
Μια φωνή πού έναρθρα
καλεί,
κάθε φορά,
εσένα
(γνωρίζοντας σιωπηλά τό όνομά σου).

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ (1914-1987)
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Άραγε
Με σκάπτεσαι κάπου κάπου
Θυμάμαι πως κοίταζες εσύ γητευτή
τα μάτια σου τόσο ερευνητικά
που να μου σκίζουν την καρδιά
έγδυνες της σάρκας μου το δέρμα
ενώ αυτή δοκίμαζε ένα χαμόγελο
μα είσαι τώρα ο παραχωμένος σπόρος
απ’ όπου φυτρώνουν τα λόγια τούτα
λόγια μιας κλεψύδρας
που αναποδογυρίζει κάπου κάπου
άραγε με σκέπτεσαι

ΧΑΡΑ ΧΡΗΣΤΑΡΑ (1957-2021)
ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ

Ελαφροκίνησε την άκρη
των δάχτυλων του ποδιού
κι έχυσε μέσα μου τον έρωτα
επάνω που κοιμόταν

το ανάκτορο του στήθους της
ανέμισε απ’ την αναπνοή της

ανοίγοντας τα βλέφαρα γίναν λουλούδια

έγινα δύτης στον ωκεανό της ομορφιάς
κι ο αφρός της επιφάνειας
τραγούδησε το όνομα
Αφροδίτη

αγγίζοντας το βάθος του κορμιού της
υψώθηκα
ως το μελάνι της γραφής

το τίναγμα του κεφαλιού της
μου υποσχέθηκε
μολύβι από τα βλέφαρά της

σταλαγματιές από τα μάτια της
στεριώσανε ένα σταλακτίτη

ανηφορίζοντας την απορία μου
την έσφιξα στην αγκαλιά μου

κι απ’ την ανάσα της
απελευθέρωσα φιλιά