1974-2024 ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ-ΚΑΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

ΑΝΤΡΕΑΣ ΑΝΤΡΕΟΥ
ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ ΧΑΡΑΜΑ ΠΙΚΡΟ

Του Ιούλη χάραμα πικρό και γιόμα τ’ Αλωνάρη
γυμνούς μας βρήκε ο κεραυνός, η μπόρα και τ’ αγιάζι.
Του Ιούλη χάραμα πικρό και δείλι τ’ Αλωνάρη
τη νύχτα από τα μάτια μας ποιος θα’ ρθει να την πάρει;

Σκυφτή στην Πέτρα του Ρωμιού κάθεται η Ρωμιοσύνη,
ρωτά για την Ανατολή, ψάχνει να βρει τη Δύση.
Ακρίτα Πενταδάκτυλε, βιασμένη Αφροδίτη
πού χάθηκε τ’ αδέλφι μου, πού να ‘ναι τόσοι φίλοι;

Του Ιούλη χάραμα πικρό και γιόμα τ’ Αλωνάρη
σκλάβους μας σύραν οι καιροί στου κόσμου το παζάρι.
Τ’ Αυγούστου νύχτα πέτρινη και χάραμα του Ιούλη,
πού κρύφτηκε τ’ αδέλφι μου, πού κρύφτηκαν κι οι φίλοι;…

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ
20 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

Να ξεδιπλώσουμε πάλι
τους λυπημένους μας στίχους
να τους κρεμάσουμε στα μανταλάκια
της ιουλιανής μέρας
εμείς οι θηρευτές του ασήκωτου πόνου.

Πόσο στ’ αλήθεια μας πάει
αυτή η ανάπηρη εγκαρτέρηση.

Αυτή η μέρα επιτρέπει τα πάντα:
ένα λαμπρό επιμνημόσυνο ιστορικό
με τα θεατρικά πρόσωπα σε παράταξη
το στιλβωμένο προσωπείο της μνήμης
– ελπίδα ανέστια που περιφέρεται στη σκηνή –
και μερικά ερημολούλουδα τιμητικά
ριγμένα στους τάφους.

Τυραννίες που μας τραβούν και μας βυθίζουν
στην τρύπα του χρόνου.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
ΠΕΤΡΕΣ

Θα ’ταν δεν θα ’ταν είκοσι χρονών
σαν με το φουστάνι της το μουσταρδί και με τα τσόκαρά της
έφυγε μεσοκαλόκαιρα.

Τριάντα χρόνια ύστερα από τότε
στο σπίτι της, προίκα του κυρού της, επιστρέφει.
Όχι κυρά του, μα επισκέπτρια μόλις πέντε λεπτών.
Κοιτά τους τοίχους, τα παράθυρα, τα ερμάρια
ίδια από τότες κι ίχνη απ’ τα χρώματά τους στέκουν ξασπρισμένα.
Χαϊδεύει απαλά το ξύλο, τον σουβά, το σκουριασμένο κάγκελο, την
πέτρα.
Στέκεται και μιλά στες κάμαρες,
οσμίζεται τες μυρουδιές,
των δέντρων τους κορμούς φιλά.

Στο τέλος φορτώνει πέτρες και τις πάει στο νότο.
«Ας εν’ τζαι πέτρες» σκέφτεται.
Με αυτές στολίζει την αυλή της στον συνοικισμό,
φκιόρα φυτεύει ανάμεσό τους,
καμώνεται πως είναι πάλι πίσω.

ΜΑΡΙΝΑ ΑΡΜΕΥΤΗ
ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ

Την παραμονή ήθελε να δει το σπίτι της.
Την πήραν απ’ το χέρι
Την πέρασαν απ’ όλα τα δωμάτια
Εκατό τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο
Κάρφωσε το βλέμμα της στις φωτογραφίες
Στα διπλωμένα ρούχα και στα μπιμπελό
«Δεν θέλω να πεθάνω», είπε
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου»
Το πρώτο της σπίτι ήταν στη Μόρφου
Ξυπνούσε απ’ τον μυρισμένο ύπνο της
Δέκα χιλιάδες τετραγωνικά ανθό
Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι
Έφυγαν με το παιδί
Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη
Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε
Μα έφυγε.

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ- ΦΩΤΙΑΔΟΥ
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, ΑΣΒΕΣΤΗ ΜΝΗΜΗ

Περνώ συχνά εμπρός από τη στοιχειωμένη μνήμη
Τα μισόκτιστα όνειρα, οι ημιτελείς προσδοκίες
Αφημένες σε μέρες νεκρές, σε νύχτες ασέληνες
Ξεριζωμένες νοσταλγίες φιλούν με χείλη απουσίας
Μία ζωή στα σπάργανα κλεισμένη

Κάποτε τα κύματα μιλούσαν με τη γλώσσα των αγγέλων
Οι βάρκες έφερναν τα δίχτυα γεμάτα ήλιους
Μικρό παιδί χαιρόμουν στις πατούσες, μες στη χούφτα μου
Τη χρυσαφένια διαδρομή της άμμου
Εκεί μιλούσα με τις Μοίρες μου, στήνοντας κάστρα που δεν γκρέμιζε
Το ξέβρασμα της θάλασσας τις ώρες που οι προσκυνητές της αποσύρονταν
Στα περιβόλια γύριζαν αχείμαντες, ξανθομαλλούσες οι νεράιδες
Με κίτρινες, πορτοκαλιές ανταύγειες μες στις πλεξούδες που ανέμιζαν
Με γέλιο κρύσταλλο, ματιά καθρέφτης του γαλάζιου τ’ ουρανού

Μα την Εστία αποδιώξαν του Κάτω Κόσμου ετερόσημες βουλές
Γεμίσαν τα όνειρα καπνούς κι αιθάλη μαρμαρωμένη σαν παράπονο πικρό
Κοιμήθηκα με βλέφαρα ανοικτά, με φλόγες να μου καιν τις ίριδες
Καθώς στην πόλη με σκυφτό κεφάλι, βήματα βαριά
Τριγυρνούσε αλυσόδετο το κλέος μιας μακραίωνης πορείας

Αμμόχωστος! Αρσινόη! Σαλαμίνα !Αλάσια!

Σαν στάχυ μέστωσα και γέρνω στου Νότου την άλλη μου πατρίδα
Με κόκκους ποτισμένους απ’ το δάκρυ και την έγνοια σου
Mέσα εκεί ερμητικά κλεισμένους φυλάω τους θησαυρούς σου
Ημερολόγια και χάρτες απ’ τις μέρες της Αγάπης που κοιμήθηκε
Με ξιφολόγχη για προσκέφαλο, φωνές κι αντάρα πανωσέντονα
Μα’ χει στη θλίψη αποκάτω λεμονανθούς και πράσινα φυλλώματα
Κάθε που μπαίνει άνοιξη μοσχοβολάν αμάραντη πατρίδα και πεθυμιά ατέλευτη
Ολόχρονα τους πόθους μου μυρώνουν , δίνουν φωνή στο δρόμο που καλεί
Στην πόλη με την κραυγαλέα σιωπή, με τη βουβή εγκαρτέρηση

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ

α

Προδομένη περιφέρεσαι στο ακροθαλάσσι της Κερύνειας.
Άδεια πολυβολεία
Σκοποί κοιμούνται στα φυλάκια.
Για όλα φρόντισε ο Ιάκωβος.
Σαρακηνοί τρώνε τώρα τις σάρκες
Αυτής που ονόμασες πατρίδα σου.
Ελαφρά τη καρδία ο Ιάκωβος
Πούλησε τα πάντα για το στέμμα.
Πουλημένα τα ηλιοβασιλέματα
Πουλημένες οι αναμνήσεις
Από κουτούς που πίστεψαν
Στις υποσχέσεις του νόθου.
Προδομένη αντικρίζεις τη θάλασσα της Κερύνειας
Βλέπεις το πλοίο που θα σε πάρει μακριά να πλησιάζει
Μαυροντυμένη, βλέπεις τους προδότες
Μέσα στα βρόχια μιας τεράστιας αράχνης.
Άσε που οι κήρυκες ομιλούν περί εθνικής σωτηρίας
Άσε που βλέπουν την άνοιξη να πλησιάζει.
Το γεγονός είναι πως αφήνεις την Κερύνεια
Το γεγονός είναι πως μας εγκαταλείπει η Κερύνεια
Άδειους και μωρούς κι ανόητους ακολούθους
Ενός ακόμη πιο ανόητου αρχομανούς
Πυρομανούς και μητροκτόνου.
Της προσφιλούς πατρίδος τ’ ακρογιάλια
Βαρύς ζυγός στον τράχηλο
Ζητωκραυγές που ξάφνου κόπασαν
Και πύκνωσαν τα σύννεφα
Κι αρχίσανε κατάρες και βλαστήμιες
Από ποικίλες κατευθύνσεις.
Εκείνος άρπαξε το στέμμα απ’ το κεφάλι σου
Το πραξικόπημα ήταν γεγονός.
Πολλοί χορεύανε κι άλλοι χειροκροτούσαν
Την άνοιξη που δήθεν πλησίαζε
Άλλοι εκφωνούσαν πύρινους λόγους
Έχοντας ήδη παραδώσει τα πάντα στη φωτιά
Φωνασκούσαν για τη γαλάζια θάλασσα
Μη βλέποντας το κόκκινό της χρώμα.
Κραυγές υστερικές της μάνας σου
Καθώς επιβιβάζεσαι.
Αγαπημένε μου λαέ
Τόσο εύκολα σε πλάνεψαν
Κατασκηνωτές του Τροόδους
Ελεγκτές κάθε κινήσεως, σκέψεως, προθέσεως
Πάσης εν γένει ενεργείας.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ

Νύχτα καλοκαιριού
το σπίτι ορθάνοιχτο
χασκογελάει.
Οι μάσκες προχωρούν
χωρίς ειρμό και συνδυασμό κυμάτων.
Λίγο πιο κάτω ο μιναρές
κι η ηχώ του μουεζίνη.
Βραδιά ποιητική
στο σπίτι με τα συνθήματα
«Δεν ξεχνώ»…
«Δεν είναι εδώ τα σύνορά μας»…
και το βουνό — ορόσημο
κρυμμένο στο σκοτάδι.

ΕΥΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΜΑΥΡΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ

Τίποτα όμορφο, μαύρες οι μέρες.
Μονάχα θάνατος.
Το όνομά σου, ταυτισμένο με
εισβολή
πόνο
θλίψη
αίμα.
Αντίστροφα μετράς σήμερα.
Τραυμάτισες
όλα τα όμορφα αισθήματα,
μουντζούρωσες κάθε γλυκιά
ανάμνηση που κρατήσαμε,
φώλιασες στις ψυχές μας
τον φόβο του αύριο,
Ιούδας, ταιριάζει πιότερο στο όνομα σου.
Ένα αδικημένο γιατί
αιωρείται ανυπεράσπιστο.
Ό,τι απόμεινε από Ιούλη
είναι μονάχα κραυγή.

ΜΑΡΟΥΛΑ ΓΙΑΣΕΜΙΔΟΥ–ΚΑΤΖΗ
ΟΙ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ

Οι ψυχές τους τριγυρίζουν ανήσυχες,
γιατί τα σώματά τους βρίσκονται στοιβαγμένα
κάτω από τη μαύρη γη,
χωρίς τον ψαλμό της αγάπης.

Στους ομαδικούς τάφους τους
ανάπαψη δεν θα βρουν οι αδικοχαμένοι μας.

Καρτερούν την αναγνώριση των οστών τους,
για να ταφούν ονομαστικά
ως είθισται,
με τον πρέποντα έπαινο,
και το θρήνο των δικών τους.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΧΑΙPETE ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ

Τα στήθη ισοπεδώθηκαν σε κίνηση μπουλντόζας
στις πέτρας την απόγνωση
οπού εκυμάτιζε ολογάλανο νερό
και τ’ ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα
Δημοκρατίας και Κέννετυ γωνία.

ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Λευκωσία!
ο Μακρύδρομος δεν βγάζει
πια πουθενά
πίσω απ’ τις βιτρίνες των μαγαζιών σου
αιωρούνται πύργοι σιωπής.
Δεν σε παίρνει ο ύπνος
κι όπως γυρίζεις απ’ την άλλη μεριά
για να κοιμηθείς
ακουμπάει το πρόσωπο σου
το πρόσωπο της προδοσίας.
Λευκωσία! Λευκωσία!

ΜΑΙΡΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΑΟΥ
20 ΙΟΥΛΗ

Από τότε
περπατώ με ένα πέδιλο
με μισό παντελόνι
και θυμάμαι τα χακί διάτρητα πουκάμισα
ν’ αποχαιρετούν τις ψυχές
που φυγάδευσαν οι τρύπες τους.
Η θυσία που επεβλήθη
δεν αφορούσε μόνο την Ιφιγένεια
μα κι αγουροξυπνημένους ανθούς
δίχως καν άρβυλα.

Οι εικόνες συνωστίζονται
μεσ’ στο λιοπύρι
να δηλώσουν παρούσες
ενώ στο μέτωπο
πάλλεται μια μωβ φλέβα
φορτωμένη ιστορίες πολέμου.
Το είδωλο της πατρίδας
σκαμμένο από ιαχές
αμούστακων βλεμμάτων
αντικατοπτρίζεται πάνω σ’ ένα βουνό
με κίτρινους εκσκαφείς
και μισοφέγγαρα.
Ακουμπώντας στον ώμο
ενός ασθμαίνοντος Σίσυφου
κουβαλούμε βράχο ασήκωτο το άδικο.

Να ξυπνούσαμε κάποτε απ` αυτή την αλήθεια
και να ζούσαμε επιτέλους το όνειρο.

ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ

Μετά από κείνη
την ειρηνική επέμβαση
καπνίσαμε οι περισσότεροι
το τελευταίο μας τσιγάρο
Έκτοτε κυκλοφορούμε φαντάσματα
στο θίασο του Καραγκιόζη
Τα βράδια μετά την παράσταση
κοιμόμαστε ανάλαφρα
στα όνειρα των παιδιών
κρατώντας σφικτά
παραμάσχαλα τις ενοχές μας

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΖΩΗΣ
ΜΟΡΦΟΥ ΙΔΕΑΤΗ

Αχ να’ χα μια
μπεσαμέλ να κουταλίζω
έχοντας μόλις βγει απ’
το νερό να ’ναι όλη
η ζωή μου κάτω
από το παγωμένο ντους
κι ο έρωτας έρωτας
μέσα στ’ αλατισμένα μάτια
σου που λάμπουν
αντί αυτού
εγώ που δεν έφταιξα
σε τίποτα σχεδόν
ρίχνω μες στο διορθωτικό
του χρόνου πολύ διαλυτικό
κι ακόμα μέσα στην
πιο καλήν αιτία βρίσκω
την πιο κακή αφορμή
Η αγάπη των παιδιών
χτίζεται πάντα σε βάρος
κάποιας άλλης όπως
πάνω σε εκκλησία
το τζαμί όπως η
ιεροτελεστία του φθόνου
στολίζει αυτόν που
επιβουλεύεται
με γιασεμί
Αχ να μπορούσα να
υπάγω στην πόλη Μόρφου
στο πίσω μέρος της
αυλής μου χρόνια τώρα
πελεκάω τα υποκατάστατα
σκηνικά
κι ακόμα έναν μελίρρυτο
Τούρκο τον πιάνω
τον φιλώ τον αγαπώ
έτσι θαρρώ πως ζω
καλύτερα
Μόρφου μου Μόρφου Μόρφου
κάθομαι και πικραίνομαι
παίρνω απ’ το ψυγείο
το ρυζόγαλο τις σοκολάτες
κόψε φωνάζει ο γαμβρός
ιατρός
ιδού έρχεται το ζάχαρον
η πίκρα του λέω
ισοφαρίζει το γλυκύ
κι εκείνος συναινεί
άφησε πίσω του
κι αυτός – Κύριος οίδεν –
τις νύχτες μπαίνει μέσα
στα όνειρα κλειδώνει
πίσω του την πόρτα
δυνατά
Το ξέρει ο Φοίνικας
η επιστροφή δεν είναι
εύκολη ο καθένας
εδώ που ήρθε έφτιαξε
τη Μόρφου του και η
Μόρφου της πραγματικότητας
ανεπίστρεπτα
απομακρύνεται σιγά – σιγά

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΣΗΜΑΙΑ

Ας το παραδεχτούμε:
η σημαία με το μισοφέγγαρο
που είναι ζωγραφισμένη στον Πενταδάκτυλο μας πληγώνει
είναι προκλητική και ακαλαίσθητη.
Εξυπηρετεί όμως κάτι.
Θυμίζει σε όποιον στρέψει το βλέμμα του προς το βορρά, την Κατοχή.
Ανεκτίμητη είναι αυτή της η συνεισφορά.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
ΚΑΘΕ ΙΟΥΛIOΣ ΦΕΥΓΕΙ

Κάθε Ιούλιος
μια ρωγμή
χαραγμένη στο χρόνο
ένα σπάραγμα της μνήμης
κι’ αναμονή που σβήνει αδικαίωτη
σαν φλόγα κεριού
στην δροσερή αύρα της νυκτός

Κάθε Ιούλιος
ένα ταξίδι
στις ράγες της επιστροφής
ένα βαγόνι που ανατρέπεται
σε ανομολόγητες διαδρομές
και το βάρος των σταυρών
ασήκωτο.

Κάθε Ιούλιος
φεύγει
με τα συνθήματα γραμμένα
στις καλένδες
με τις φωνές να σβήνουν
σε αδιέξοδες διαδρομές
κι εμείς μετράμε χρόνια δίσεχτα.

ΝΙΚΗ ΚΑΤΣΑΟΥΝΗ
ΜΝΗΜΗ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Κι ύστερ’ ανοίγει τα παράθυρα
και μπαίνει
αγκάλες ήλιου
και κλωνάρια φεγγαριού
μεσ’ στα σεντόνια τα σκορπάει
κι ευωδιάζουν σαν άστρα
σε λειβάδια τ’ ουρανού.
Κι ύστερα κλείνει τα παράθυρα
και μένει
κε οπό μελτέμι μέντας
που ξεστράτισε γι’ αλλού
κι άλλαξε γνώμη, «εδώ μ’ αρέσει», λέει
μοιάζει σα’ θάλασσα, σαν μύθος
του βυθού,
που κρύβονταν μεσ’ σ’ όστρακο αρχαίο
και δεν γινότανε να ειπωθεί
παρά για λόγο απόκοσμο, σπουδαίο
κρυφά, γλυκά, χωρίς ν’ ακουστεί.
Ανοίγει τα παράθυρα και μπαίνει
νάμα σα’ νόημα που κάπου με καλεί
άκουσμα γνώριμο από την Αγία Ζώνη
κι γιούλι μυρίζει και γιασεμί.

ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Γύρισα μα δεν μπόρεσα να βρω το νησί-μου.
Το πήρε ο πόλεμος.
Αθώα μαζί και ένοχη
θυμούμαι τους πλακόστρωτους δρόμους
που χάθηκαν ένα πρωί
μαζί με τα παιδιά που θέλησαν να τραγουδήσουν.

Το μαύρο συρματόπλεγμα
το στήριξαν καρφιά σατανόμορφων ανθρώπων
που τους φοβούμαι.
Μα πάλι τι είναι τούτα τα μάτια
που ξεπετιούνται μέσα
στην παρθένα εγκυμονούσα θάνατο επιφάνεια;
Τι είναι τούτες οι κραυγές
των ζορισμένων παιδιών που δεν σωπαίνουν;
Είναι οι νέες μορφές.
Είναι οι αρχάγγελοι νέων σχημάτων.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
Ο ΛΑΛΑ ΜΟΥΣΤΑΦΑΣ
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Η Λευκωσία
εκείνο τον Αύγουστο του 1974
κατά τας κληρονομηθείσας συνήθειας της
ήταν έτοιμη για τη μεγάλη συνουσία.
Την απαξιώθηκε κι αυτή
κι όταν ακόμη
ο νέος Δάνδολος
την άφησε στην τύχη της
μετακόμισε προσωρινά στη Λεμεσό.

ΝΙΚΗ ΛΑΔΑΚΗ-ΦΙΛΙΠΠΟΥ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟΥ

(απόσπασμα)

Χτες έπλυνα όλους τους νεκρούς
κουβέντιασα με τις χαμένες μου φίλες
είπαμε για τα παιχνίδια που έμειναν πίσω
για τη στενή φραγή με τους γρύλους
και για εκείνα τ’ άφτερα κλωσσόπουλα
στην πατρική αυλή μου.

Κουβέντιασα με τα σκοτωμένα περιστέρια
έγινα ένα με τους ίσκιους
Άκουσα τις ρίζες που δεν πρόφτασαν
να μεγαλώσουν,
πόνεσα ακόμα μια φορά.

Τόσοι νεκροί τόσοι χαμένοι.
Γράφω ονόματα γράφω ονόματα
δεν έχω άλλο τετράδιο –
γέμισαν τα τετράδιά μου από ήρωες.

Είκοσι μαρτυρολόγια
δε φτάνουν για την Κύπρο.

Μνήμη, εκείνα τα παιδιά
ήταν οι αγαπημένοι μου φίλοι,
εκείνα τα κοριτσόπουλα
ίδια η ψυχή μου.

Μνήμη,
τ’ αυγουστιάτικα σούρουπα
κράτησε το πρόσωπο τους.

ΒΑΣΟΣ ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ
ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

Αγωνιώ το σπίτι μου κλειστό ν’ αφήσω
έστω για λίγο.
Δεν θέλω όταν φανείς
να βρεις την πόρτα σου κλειστή.
Μου λένε πως μια γεροξεκουτιάρα είμαι
να περιμένω τους νεκρούς να σηκωθούν.
Αυτοί τι ξέρουν;
Μόνο μια ελάχιστη στιγμή της λύπης μου
θα τους σκοτώσει.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΜΑΚΡΙΔΟΥ
ΠΡΙΝ

Η σκοτεινή τρύπα στον τοίχο
πριν το 74
ήταν ήλιος.
Τα μαύρα σύννεφα στα μάτια σου
ήταν φεγγάρια.
Οι φωνές των παιδιών
την προηγούμενη μέρα
δεν ξανακούστηκαν πια
στην γειτονιά.
Φούσκωσε της αυγής το κλάμα
μες τούς μαστούς της νύκτας.
Απόμακρα γνέφει
θυμούς, αφροσύνη
ξαμώνει, περιμένει
την άνοιξη και το θλιμμένο γιασεμί
την αγαπημένη μορφή σου
να φέρει.

ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ

Επειδή μιλώ για τριαντάφυλλα,
για τη διάχυση του φωτός,
την ανημποριά της αγάπης,
και την παροδική ζωή μας,
μη νομίζετε, φίλοι από τον βορρά,
ότι αυτό που συνέβηκε το 74
δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου,
κάθε μέρα.

Το φεγγάρι ξεπροβάλλει σα μια φέτα καρπουζιού
από τη θάλασσα
και η πεθαμένη μητέρα μου στη βεράντα του
σπιτιού μας στην παραλία της Αμμοχώστου να μας
φωνάζει να βγούμε από το νερό.
Είδα έναν πίνακα που ζωγράφισε τις προάλλες
στον τοίχο μιας ταβέρνας στο Καρπάσι.
Μιας ταβέρνας που την αποτελούσαν κλεμμένες
καρέκλες, κλεμμένα τραπεζομάντηλα, κλεμμένες
πόρτες, κλεμμένα χερούλια.
-Είναι της μάνας μου, είπα στον ταβερνάρη, εδώ
είναι γραμμένο το όνομα της.
-Τώρα όμως είναι δικό μου, είπε ο άντρας που ήρθε
από το μέρος που ανατέλλει ο ήλιος,
(έτσι μου τον περιέγραψε η γυναίκα του).
-Είναι δικό μου τώρα, είπε, ganimet,*
έτσι το λένε στα τουρκικά.

ganimet: λάφυρο πολέμου

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
ΑΦΡΟΔΙΤΗ 1974

Αναδύθηκες γυμνή
κι όλου του κόσμου ο νους
πάει
στην ωραία γύμνια σου.

Δρόσο
στάλα τη στάλα
πέφτει στην καρδιά μου
από το σώμα σου.

Όμως τώρα βλέπω
μες απ’  τα μάτια σου
ασίγαστο το γλυκό σου χαμόγελο
ριζωμένο στους αιώνες
ριζωμένο στο μύθο πριν απ’ τους αιώνες
γλυκό σαν λάδι
σίγουρη παρηγόρηση
άσβηστο το χαμόγελό σου.

Χτες σε περιμαζέψαμε μες απ’ τα ερείπια.
Όχι, δεν βγήκες τούτη τη φορά απ’  τη θάλασσα.
Μες απ’ τα χαλάσματα σε περιμαζέψαμε.
Στα μεριά σου ήτανε ακόμη, μαυρίλες από βόμβα

ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
ΤΑ ΑΝΕΞΗΤΙΛΑ

στ’

Ό βρόγχος πού γεύτηκε λαιμούς έφηβων
Αιώρα σαν πανάρχαιο όνειρό
Οι καιροί που μας πέρασαν
Είπαν πέντε τουφέκια και μια ψυχή αλώνι
Για του χάρου το ροβόλισμα
Κι είχαν τα κοπέλια μουστάκι
Και παππούδες Αντρόνικους
Τον Ευαγόρα τον άδραξε ό βρόγχος στα 1957

Δεκαοχτώ χρόνων τον Νίκο ένα αυγουστιάτικο
Δείλι στα 1974 τότε πού το στάχυ μεστωμένο
Σελάγιζε στη Μεσαρκά

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ

Ο κόσμος που αγαπήσαμε
απομένει πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
και τους ξένους στρατούς,
ζει σαν φάντασμα μέσα σε έρημα τοπία,
μπαινοβγαίνει μέσα σε χαλασμένα σπίτια,
δειπνάει σε εγκαταλειμμένα τραπέζια.
Ο κόσμος που αγαπήσαμε απόμεινε
ένας δρόμος σπαρμένος με πτώματα,
ένα ξερό πηγάδι με τρεις αγνώριστους νεκρούς,
μια πόρτα ανοιχτή σε μισοχαλασμένο σπίτι,
που τη χτυπά αδιάκοπα ο αγέρας,
ένας νεκρός σκύλος
με φουσκωμένη την κοιλιά του, σαν σακκί, πλάι στην εξώπορτα.
Δεν μπορούμε να το συλλογιστούμε αλλιώς
παρά μονάχα όπως τον αφήσαμε τούτο τον κόσμο
κι όλο θέλουμε να γυρίσουμε
για να βάλουμε τάξη.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

Ι

Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.

ΙΙ

Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι,
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού,
ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;

III

Τι γρήγορα που κατάλαβε αυτό το καλοκαίρι
πως ήταν περιττό
και τα μάζεψε κι έφυγε στις μύτες των ποδιών

IV

Ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους, Πενταδάχτυλέ μου,
ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους

ΑΔΑΜΟΣ Α. ΜΟΥΖΟΥΡΗΣ
ΓΙΑΣΕΜΙ ΚΑΙ ΑΓΙΟΚΛΗΜΑ

Η Αμμόχωστος είναι η Καρδιά μας
Η Κερύνεια είναι το Είναι μας
Η Κατεχόμενη Γη μας η δική μας Ιθάκη…

Αγαπούμε την Αμμόχωστο
Μα πιότερο πονούμε την Κερύνεια
Κι όλο ματώνουμε για τη κατεχόμενη γη μας.

Το γιασεμί σου Αμμόχωστος – θύμηση
Το αγιόκλημα σου Κερύνεια – νόστος
Αναγαλλιάζουν την καρδιά μας
Μυροδρομούν στη ρίζα του κυκλάμινου
Να ποτίσει, να ανθίσει
Το χαμόγελο του Πενταδάκτυλου…

ΝΟΡΑ ΝΑΤΖΑΡΙΑΝ
ΔΑΚΤΥΛΑ (ΚΥΠΡΟΣ, 1974)

Κρατιέσαι σφιχτά πάνω σ’ εκείνη την ώρα,
όπως ένα νεογέννητο
πάνω σ’ εκείνη την καλοκαιρινή ώρα
τότε που όλα συνέβηκαν. Όταν όλα άλλαξαν.
Ακουγόταν μουσική στο ραδιόφωνο.
Στην κουζίνα η Μαμά και η μαμά της
καθάριζαν μπάμιες, (περίπου μια ώρα για να ψηθούν)
κι εσύ έκανες ποδήλατο
ή διάβαζες για την Αλίκη και τα δάκτυλα της
που μίκραιναν στην Χώρα των Θαυμάτων. Πενήντα λεπτά.
Άρχισες να νιώθε
ις τη ζέστη εκείνου του Ιούλη.
Μυρμήγκια σκαρφάλωναν πάνω στα δάκτυλα των ποδιών σου
καθώς φυσούσες φούσκες πάνω στη φλούδα της συκιάς
με τα φύλλα της σαν μεγάλα, πράσινα χέρια.
Το γρασίδι κάτω από τα σανδάλια σου έτριζε
ακριβώς σαν το τρίξιμο πυρκαγιάς. Τριάντα πέντε.

Δέκα λεπτά, και το παγωτό σου
έλιωσε την βανίλια πάνω στ’ αυτιά του αδέσποτου γάτου
και κάτι βούισε μέσα από το γαλάζιο του ουρανού
και η μουσική σταμάτησε. Η μαμά ήρθε,
σε άρπαξε, σ έσπρωξε μέχρι που τα δάκτυλα
σου άφησαν το παγωτό να πέσει χάμω.
Ο πατέρας είχε κιόλας επιστρέψει (μα πολύ νωρίς)
και κάτι στα μάτια του φώναζε.
Η μαμά έκλαιγε πάνω στο τραπέζι.
Η κατσαρόλα είχε ξεχειλίσει
αλλά κανείς δεν έδινε σημασία.
Κι εσύ έκλαψες για την βανίλια που αγαπούσες
κι ολόκληρη η κουζίνα ούρλιαζε. Πέντε.
Και φεύγατε, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Πέντε.
Ο γάτος έγλειφε τις πατούσες του. Τέσσερα.
Οι μπάμιες έκλαιγαν με λυγμούς μες στην κουζίνα. Τρία.
Τα φύλλα της συκιάς έγνεφαν αντίο. Δύο.
Και άφηνες τον τόπο σου, δάκτυλο προς δάκτυλο. Ένα.
Πού να ’ξερες πως το νησί σου μοιραζόταν

Πού να ’ξερες πως μία ώρα μονάχα
μπορούσε να φέρει τόση καταστροφή.

ΕΥΑ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
ΚΑΠΟΤΕ Ο ΙΟΥΛΗΣ..

Άκρως αποθαρρυντικά τα δεδομένα
πολλαπλών ματαιώσεων συνέχεια…
ο ήλιος του Ιούλη
κόντρα στο αξεδιάλυτο του ονείρου.
Κυμάτισμα ελπίδας
με την πρώτη άχνα της ανατολής.
Κατάθεση ψυχής
ανάμεσα στα φτερουγίσματα
των γλάρων
και των φιλιών το ατέλειωτο προσμένοντας.
Κάποτε ο Ιούλης τρελάθηκε
της ανείπωτης θλίψης
και της χαράς που λαχτάρησα
η συνύπαρξη
σ’ ένα πανηγύρι των ανατροπών…
Με τη λαχτάρα του Αυγούστου
ξεγελάστηκα.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ
Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ

ιστ’

της Αργυρώς

Ήτουν να παντρευτώ Κυριακήν.
Παρασκευήν εφέραν μου το νυφικόν.
Εφόρησά το μόνον μιαν φοράν
(άμπα τζαι λερωθεί)
τζι ύστερις
άννοια το ερμάριν μου κρυφά
τζι εθώρουν το.
Σάββατον ξημερώματα εγίνην η εισβολή.
Το νυφικόν έμεινεν πίσω
κρεμασμένον
στην Περιστερωνοπηγήν.
Εικοσιμιάν του Ιούλη
Κυριακήν
εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά

στον αέραν.

άμπα= μήπως,
ούλλα= όλα

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
ΚΑΡΠΑΣΙΑ

Κάθε πρωί
Ακονίζω τη μνήμη μου
Κι ένα μαχαίρι
Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν
Σε δυο κομμάτια με χωρίζει.

Τα παιδικά μου χρόνια με συνθλίβουν…

Προσπαθώ να ταιριάξω φωνήεντα
Στα ʺξὶʺ καὶ ʺζήταʺ
Καθώς στον ήλιο διάπλατα
Η μάνα ψιθυρίζοντας
Το σπίτι ανοίγει.

Στην πρωινή καταχνιά
Τριάστρι, Ποαλέτρικα και άλλοι αστερισμοί
Δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τη σκιά μας ανάμεσα στα καπνόφυτα
Με την πίσσα στα χέρια και στa ρούχα μας
Αποχωρίζουμε τσακ-τσακ τα νοτισμένα φύλλα
Κι ενώ το χρυσαφί ρουφάει το πράσινο
Ο ήλιος ανεβαίνει
Και οι μακριές αυλακιές
Μικραίνουν στο μέτωπο του πατέρα
Μετρώντας τον με κοντάρια.

Μα ένας ρόδακας
Ολοένα γυρίζει μια μπροστά και μία πίσω
Επιστρέφοντας εικόνες του παλιού καιρού
Και δείχνοντας τις άλλες
Που συνθέτουν οι μέρες που θα ᾿ρθουν.
Ας αρχίσει λοιπόν ο αγώνας
Κι ας μην είναι δια την δόξαν
Ας είναι για τα καπνολούλουδα
Και τις σκορπισμένες ψηφίδες
Της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥ
ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΟΥ, ΔΩΣΜΟΥ ΤΟ ΦΟΒΟ ΣΟΥ

Κερύνεια μου, στο πρωινό δεν θα πεθάνω,
θα περιμένω για ακόμη μια φορά
εκείνο το φιλί, βάλσαμο μέσα στην ψυχή,
θεριεύοντας υπομονή, άβαλτο πείσμα,
σαν ναυαγός μέσα στο κύμα.

Κερύνεια μου, απόψε δεν θα κοιμηθώ,
θα κάνω ταξίδια μέσα στα όνειρα σου
κι αυτά θα με ταξιδέψουν κοντά σου
στην αγκαλιά σου, κι αν δεν με γνώρισες,
με το μυαλό μου εγώ, θα σ’ αγαπώ.

Κερύνεια μου, κράτα με λίγο κοντά σου,
στις μυρωδιές σου, στις αμμουδιές σου,
στα πέταλα των λεμονανθών του
στη Λάπηθο, στον Καραβά σου
μέσα στο ολόγιομο φεγγάρι, το δικό σου.

Κερύνεια μου, μέσα στο σκοτάδι σου,
δάκρυ που πότισες τα βλέφαρα μου,
μα όρθιος και πάλι θα σταθώ να σ’ αντικρύσω
και εκεί στο πέντε μίλι θα ξορκίσω
με τις ανάσες των μανάδων, κεριά αναμμένα.

Κερύνεια μου, δώσε μου το φόβο σου
και την λαχταρά σου κάνε ποτάμι,
μες στις φωνές που σωπαίνουν,
στις καρδιές που λαχταρούν, ματιές αγναντεύουν,
τη μέρα που θα γυρίσουνε κοντά σου.

ΕΛΛΗ ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

λύσανε τα σαντάλια τους, τα μέλη αποσταμένα
έγειραν να ξεκουραστούν
σιγά σιγά, μην ακουστούν
βγήκανε τα φαντάσματα σεργιάνι, ένα ένα.
ετούτο βγήκε απ’ τα προικιά της πρώτης θυγατέρας
εκείνο από τη τσιμινιά
και σμίχτηκε στη γειτονιά
με τις χαρούμενες φωνές πού κουβαλά ό αέρας.

φαντάσματα, φαντάσματα τού χθεσινού μας κόσμου
γιατί δε χάνεστε κι’ εσείς
μέσα στα βάθη της ψυχής
κι’ αβάσταχτη μάς φέρνετε ευωδιά χαμένου δυόσμου;

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ-ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ
ΣΩΜΑ Τ’ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Σώμα τ’ Αυγούστου
με δυο σκοτώστρες άρβυλα
με χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
κίβδηλα πρόσωπα
πως επανέρχεται
με προσωπεία τώρα απονενοημένων καιρών;
Τα μέτωπα ζάρωσαν
τα μάγουλα βυθίστηκαν στο χρόνο
τα σώματα φεύγουν δίχως σώμα
Κι εσύ
ένας ανέραστος μήνας
χωρίς ημερολόγια
χωρίς τις μικρές ή τις μεγάλες
μέρες σου
χωρίς τη μαγεία
της έκπαγλης νύχτας σου

Σώμα τ’ Αυγούστου
με τα χρυσά τα δόντια κρόταλα
σταμάτα πια
ν’ αποξερνάς σιδερικά και ρόπαλα
δεν σε μπορώ
με ανυδράργυρα θερμόμετρα
να μου μετράς τα όνειρα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Αμοληθήκαμε στον κάμπο
εκεί όπου μπλέκονται οι γραμμές:
πράσινη, γαλάζια, κόκκινη, νεκρή

Προσοχή Ναρκοπέδιο! έλεγε η ταμπέλα
ας βγάλουν επιτέλους τις νάρκες να τελειώνουμε

Χαρακώματα σκαμμένα παντού
βρίσκεις μέσα ό,τι φανταστείς
—μέχρι και μια σακαράκα—

Μπροστά μας το εγκαταλελειμμένο φυλάκιο
— Που πήγε ο σκοπός:
— Ποιος ο σκοπός αυτών όλων;

Ανεβήκαμε τον λόφο
ΑΛΤ ΠΡΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
εκείνη μάζεψε ό,τι μπόρεσε
λαψάνες, μολόχες, σπαράγγια
στο χέρι της μια πράσινη γραμμή.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
 ΧΩΡΑ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ

Κάπου σ’ ένα σημείο
στην Πράσινη Γραμμή
πλάι στο τελευταίο φυλάκιο
με τους φοίνικες
σε πίνακα στημένο κατάλληλα
ή σε τοίχο
φωτογραφίες αγνοουμένων
όπως σταρ του σινεμά
για να προκαλούν στους διερχόμενους τουρίστες
μια μικρή
προδιαγεγραμμένη παρενόχληση
του πρωινού οδοιπορικού
εφησυχασμού τους…
Άκαιρη ποίηση
ετεροχρονισμένη οργή
Το μόνο που έμεινε
να αναπαλαιώνεις μνήμες
σε πίκρες του τετελεσμένου

Χώρα μου είσαι

Μαυροφορεμένες γυναίκες
κρατούν πλακάτ
τραγουδούν, φωνάζουν

Τα ανθρώπινα χείλη
είναι φουγάρα σπαραγμών
τυλίγουν μες στις καπνιές
την ανάμνηση
των απονεκρωμένων

Κι η πάλη να τους κρατήσεις
στη μνήμη
και από τη μνήμη
να μη συντρίβεις

Ο Μίλτος, ο Νίκος, ο Γιώργος
ο Άγγελος, ο Κώστας
όπως χάρτινα καράβια
στο νερό της λήθης
Ψάχνεις πότε σκοτώθηκε
ποιος
οι συνθήκες, οι προϋποθέσεις
πώς γράφτηκε και από ποιον
το τάδε ποίημα
η σκοτεινή δυσνόητη
συναρμογή ανάμεσα σε νεκρούς
και ποιήματα
πώς αντιστοιχεί σε κάθε νεκρό
κι ένα ποίημα

Πώς κάνει να φέξει η ζωή
το ποίημα θάνατος

ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ, ΜΙΑ ΠΛΗΓΗ ΑΝΟΙΚΤΗ

Τρύγησα το μέλι απ’ τη μορφή σου
σαν φυλακτό να διώχνει κάθε πίκρα
ήπια νερό απ’ την πηγή σου
παρηγοριά σε κάθε δίψα.
Κι από την απαλάμη σου
πήρα το αποτύπωμά της
τη νύχτα σφικτά να το κρατώ
για να μην φοβάμαι, για να μην πονώ.
Σκούπισα με δάκρυα την πληγή σου
και για αντίο, ένα φιλί
πήρα χρώμα και φως από τα πέταλά σου
να βρω το δρόμο μου, να μην χαθώ
για να θυμάμαι, για να μην ξεχνώ…

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
20 ΙΟΥΛΙΟΥ

Και τώρα που διαβάσαμε
και για το κεμπάπ του Ντεκτάς
εκείνη τη νύχτα,
και για το κρασί του,
Πού να τον βρούμε ν’ αλλάξει τα λόγια του
Να χωρέσει η χαρά του στη λύπη μας
Κι εκείνα τα συγχαρητήρια που δέχτηκε
από τον αυστριακό οηέ
Πώς να τα εκφραστούμε διεθνώς;
Εκείνοι με τη χαρά τους
Εμείς με τη λύπη μας
Να την κρατήσουμε αξιοπρεπώς
Να την μαλάξουμε
να της δώσουμε σχήμα
Μην την ξεφτιλίζουμε.
Ύστερα από το προδοτικό πραξικόπημα
Υπέστημεν την βάρβαρον τουρκικήν εισβολήν.
Και τώρα που καθόμαστε και περιμένουμε
Έρχονται με τα κιτάπια
να μας πουν τις λέξεις
Να ντύσουμε το έγκλημα,
να το αποδεχτούμε
Να βλέπουμε σφαγμένα κορμιά
Τυραγνισμένα και μετά θάνατον
Κι εμείς να καθόμαστε
στα καφενεδάκια της Κερύνειας
Ν’ αναπαυόμαστε.
Τελώνες και φαρισαίοι,
Πόσοι πέρασαν και σήμερα
να επισκεφτούν την πόλη μας
Να κάμουν τα μπάνια τους
Να παίξουν στα καζίνα τους;

ΝΙΚΗ ΠΑΠΑΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
ΜΝΗΜΗ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Ήσουν σκυφτός κι είχες στη χούφτα σου σπυριά σιτάρι.
Μετρούσες και ξαναμετρούσες –
αύριο των ψυχών.
Πράσινα μέσα στ’ όνειρο. Κήπος.
Δεν γύρισες να με δεις.
Άνυδρο χώμα, λόγια δυσπρόφερτα.
Στα μαύρα η μάνα μες στ’ άλλο όνειρο
κρατά στο χέρι της κόσκινο
διαλέγει σπυριά.
Αρνιέται πως είναι για σένα.
Το μνημόσυνο υποθέτω θολά
του νεκρού αδελφού· δεν ρωτώ.
Πιο πολλά ξέρουν στον Άδη.
Γυρνώ στον ύπνο μου· πάλι εσύ: μονολογείς
κάτι για σήψη, για αναγνώριση –
αιμορραγείς;
Εγκιβωτισμένη σιωπή· των θανάτων.
Καθημαγμένη δεύτερη άνοιξη χωρίς συγχώρεση·
ένα κλαδί της ελιάς ακουμπώ ασημί
στο περβάζι της θύμησης
και μνημονεύω σας- πήλινο καπνιστήρι παλιό
η μάνα ανακατεύει τα κάρβουνα ασώματη.
Στης γιαγιάς το αδράχτι κλωστή κρατερή
ξετυλίγονται οι μνήμες· φεύγουν οι μέρες μου σαν το νερό.
Πάντα Θα μνημονεύω σου.
Χωρίς ελπίδα.
Έπεσες, είπαν, κοντά στα περβόλια μας.
Μπαίνοντας της Κερύνειας.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΤΙΝΙΟΣ
ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΙΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Έτρεξα και σήμερα (40η επέτειος της δεύτερης εισβολής)
ως εκεί που δυο ειρηνευτές με σταμάτησαν.
«You are in the risk area», μου είπε ο ένας ευγενικά.
Το χέρι να άπλωνες, θα είχες στην παλάμη σου την Αμμόχωστο.
Το τουρκικό φυλάκιο λίγα μέτρα μπροστά μου υπερυψωμένο.
Λίγα μέτρα πίσω, σε μη «risk area»,
βουτιά στη θάλασσα, κολύμπι προς τα ανοιχτά και ξάπλα,
με τα χέρια στο σβέρκο για μαξιλάρι.
Απόλυτη ηρεμία.
«Αφού μπορώ να ξαπλώνω στη θάλασσα,
γιατί να μην μπορώ να τρέξω στην επιφάνειά της;», σκέφτηκα.
«Όχι, για να το «παίξω» Χριστός, αλλά για να ζήσω
ως άνθρωπος άλλη μια μικρή χαρά.»

ΝΙΚΟΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ
ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο χάρος έφτασε τον Αλωνάρη μήνα
Και σκόρπισε σαδιστικά το θάνατο
Στο ραγισμένο σπίτι της χαράς μας.

Ο ήλιος κρύφτηκε στη στάχτη
Κι η μέρα έμεινε χωρίς ψωμί
Γιατί ο λίβας τρύγησε νωρίς τα μεστωμένα στάχυα.

Ο χρόνος τώρα σεριανίζει σε ναυάγια
Τη μαυροφόρα σκέψη μας

Η νύχτα ξαγρυπνά και κλαίει
Τους γκρεμισμένους μόχθους μας.

ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ
ΦΩΝΗ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ

α’

Χορδή βιολιού ή φωνή.
Μοιρολόι στον ήχο
περνοδιαβαίνει κι ακουμπά
τού Κάστρου τις πολεμίστρες
σπαθίζοντας.
Κηφέας
Κομνηνός
Κανάρης!
Απίστευτη σύνθεση πειρασμού,
η μυρωδιά των λεμονανθών.
Δένει το σιρόπι της επιστροφής;
Κι ή παραδοχή αφούρνιστο ψωμί.

β’

Βαραίνει το μετάξι
σαν μουσκευτεί,
βαραίνει κι η ευθύνη
της φωνής,
στενεύει της πατρίδας
τα πνευμόνια.
Παρελαύνει
με το λάβαρό του
Ιάκωβου Πατάτσου.
Υποκλίνεται
στη βαρειά κληρονομιά!

ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ – ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
KΙ’ Η KEPYNIA MIA ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΛΗΓΗ

(απόσπασμα)

Καιγόταν ο Ιούλης
κ’ εμείς τραγουδούσαμε
το εμβατήριο της μοίρας μας,
Πατρίδα,
καιγόταν ο Ιούλης κ’ εμείς μαζεύαμε
σκιές
κ’ εμείς ψιθυρίζαμε σκιές
κι εμείς γίναμε σκιές
για χατίρι σου.

Μα πως ξηγείς
του Πενταδάχτυλου
πως όλα τούτα εσκεμμένα έγιναν,
πως ξηγείς πως ήταν
εκ προμελέτης
πως τούτος ο Ιούλης
ήρθε με ψευδώνυμο
κ’ ένα κρεσιέντο ενατένισης
στο θάνατό μας;
Πως τούτος ο Ιούλης
ήρθε απρόσκλητος,
ήρθε με λεκιασμένο μητρώο,
ήρθε παράκαιρα, τον έσπρωξαν
με το στανιό
κι’ όλο έκανε να φύγει
και το ανέβαλλε
κι’ όλο έλεγε να φύγει
μα δε βαστούσε τόση Κερύνεια
η καρδιά του

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΤΟΝ ΑΤΑΦΟ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟ ΤΟΥ 74

Μολύβι η καρδιά
σε τραχιά πλαγιά του Πενταδάκτυλου.
Ιχνηλατεί το χτες
νοσταλγεί στιγμές.
Περιπλανιέται
ανάμεσα σ’ ουρανό και γης.
Τελευταία επιθυμία, η γαλήνη
σ’ ένα κόλπο απάνεμο
μια υδάτινη αγκαλιά
λίγα νεκρολούλουδα από την πατρική γη
κι ένα τελευταίο φιλί
από τη μάνα.
Τετέλεσται!
Το ταξίδι στο φως
ατέρμονη αναμονή.
Μια τραγωδία χωρίς έλεος.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΟΥΣΗΣ
ΠΙΚΡΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

Νοιώθω εκτεθειμένος.
Στον πατέρα που έχασε το γιό του.
Στη μητέρα που βίασαν την κόρη της.
Στον πρόσφυγα που έμεινε
χωρίς σπίτι, χωρίς αυλή, χωρίς πηγάδι.
Νοιώθω εκτεθειμένος
για τη γη που μας πήραν
για τα ιερά που μας βεβήλωσαν.
Νοιώθω εκτεθειμένος
Δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω
στο μικρό ορφανό που τώρα
μεγάλωσε κι’ επίμονα ρωτά:
Πού είναι ο πατέρας μου;

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ
ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

Κρυφή μου στέρνα της ψυχής
γέμισε χόρτο
το σώμα σου πυκνό
μα δε φυτρώνει λησμοσύνη.
Βάτος- θεριό τα γένια μου
άδεια σπηλιά το βλέμμα μου,
και περπατώ σα μούλα
στον ίδιο κύκλο που ‘θρεψε
η προσμονή- ξερό πηγάδι.
Χρόνους οχτώ παιδεύομαι
κι αναζητώ σαν τη γοργόνα,
τα κύματα ξαναρωτώντας
που πέρασαν απ’ τη Κερύνεια
και του Πενταδάχτυλου τα πουλιά
που πετούν προς το νότο . .
.
Αν είδαν το χαμένο γιο
να περπατά τη νύχτα
να κρύβεται τη μέρα,
να ‘χει θητεία στο θάνατο
χρόνους οχτώ.
Νιόβρης, 1982

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ

Περιηγητής που πέρασε πατώντας
τον καιρό σου και το χώμα
στα σκοτεινά τα χρόνια του μεσαίωνα*
βιάστηκε το χαρτί να ενοχλήσει και τις λέξεις
στα γράμματα λειψός ο αγύρτης
σαν τους συνέδρους της Μελβούρνης
άσχημες τις είδε τις γυναίκες
του νησιού μαντήλες τυλιγμένες
μαύρες ποδίνες και σαγιές
κούζες στους ώμους με νερά
μωρά κοπέλλια και κλαδιά
μ’ ανθούς και κλωνιτάρια
σκυφτές οι ζωγραφιές του Διαμαντή
στον λίβα τα δρεπάνια τους να στρίβουν
της Μεσαρκάς που σκάει ο τζίτζικας σαν ρόδι
όχι στη βράση του χορού
στη μέση του χωριού ν’ αστράφτουν.

( Υστερα που γύρισε στο σπίτι απ’ την πορεία
άκουσα την πατρίδα μου να κλαίει
γυναίκα που της στέρησαν τον άντρα.)

Και μια στιγμή πως σ’ είχα στο πλευρό μου
εθάρησα, καταχτημένη, γυναίκα άσπιλη κι ωραία
όμως ξυπνώντας πήρες δρόμο λυπημένη
σαν το πουλί πετώντας είχες φύγει
ήρθες μακριά στο Νότο.

Ωραία γυναίκα, μεστωμένη
στην ομορφιά του Μόρφου ζυμωμένη
αξόδευτη. Στο χρόνο κρατημένη
με δύναμη. Σαν πολυκύμαντη
οργή του σκοτεινού πελάγου
στο χώμα που σου πήραν τα θηρία
περπάτησες ξανά τρικυμισμένη.

Τα σώματα ξυπνήσαν σκοτωμένων.
Σου γύρεψαν ταυτότητα να δώσεις
τα δάκρυα των άχραντων χαμένων
πίσω ξανά. Εσύ. Ωραία γυναίκα.
Στο πείσμα και στον πόνο γινωμένη.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ
ΜΕΡΗ MAΣ ΠΟΥ MAΣ ΛΕΙΠΕΤΕ

Κύπρος γλυκιά πατρίδα μου που είσαι πληγωμένη
Μόρφου, Κερύνεια, Αμμόχωστος, τόποι μ’ αγαπημένοι
κι αν χρόνια πέρασαν πολλά οι μνήμες πάντα μένουν
μες στων προσφύγων τις καρδιές που επιστροφή προσμένουν.

Μόρφου μου που ‘σαι όμορφη και πάντα στολισμένη
στης άνοιξης τα χρώματα με μυρωδιές λουσμένη,
λεύτερη θέλω να σε δω, το κρύβω να μην κλάψω
στον Άη Μάμα σου να ‘ρθω ένα κερί ν’ ανάψω.

Κερύνεια μου βασίλισσα που ‘χεις το λιμανάκι
στο κάστρο σου ναυάγιο, κρυμμένο καραβάκι,
να σκαρφαλώσω στο βουνό για να σε αγναντέψω
γνωστούς να δω απ’ τα παλιά μαζί τους να φιλέψω.

Αμμόχωστος μου λαμπερή στην άμμο σου χωμένη
ο πύργος του Οθέλλου σου εκεί μας περιμένει,
τη γη που μας εγέννησε ξανά για ν’ ακουμπήσω
στην ήρεμή σου θάλασσα να ‘ρθω να κολυμπήσω.

Μέρη μας που μας λείπετε, στέκεστε μακριά μας
η μπότα του κατακτητή ματώνει την καρδιά μας,
στον Ύψιστο προσεύχομαι να ‘ρθει εκείνη μέρα
σάλπισμα για τη λευτεριά να ηχήσει στον αέρα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΔΗΝΑΡΑΣ
ΜΟΡΦΟΥ 1992

Φως πολύεδρο.
Άγουροι καρποί τον σφρίγους
σ’ εκτεθειμένα σώματα
στα χείλη της κλεμμένης γης.
Βλαστοί, σαν πληγές ανάλλαγες της νοτιάς,
σφράγισαν στην υγρασία των ίσκιων
τις πρώτες διαθέσεις…
Άνυδρα τώρα μέρη τρέφουν τους ίσκιους.
Μια μυρωδιά από ένα μανταρίνι
που δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω
αρμενίζει στις θολές γραμμές
των νοτισμένων κήπων…
Κτίσαμε καράβια
για να μας είναι πιο εύκολο
το ξερίζωμα.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ
Η ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ

Τα οστά αυτά που θάβουμε
είναι τα δικά μας οστά.
Τα κυρτωμένα σκέλεθρά μας
με τα αναρριχώμενα οστεόφυτα.

Τα οστά που ανασκαλεύουμε
είναι τα διαβρωμένα βράχια
της μακρινής θάλασσας
που εκβάλλει στις φλέβες μας.

Τα αποστεωμένα κορμιά
συνθέτουν το σκαρί
του οξειδωμένου ναυαγίου
σφηνωμένα στην πλώρη.

Εκείνου του καραβιού
που ναυάγησε χρόνια
μετά την προδοσία
αιώνες μετά τη γέννηση της Κυπρίδας.

Τα οστά που θάβουμε
είναι η αποστεωμένη μας συνείδηση.
Αυτή που θάφτηκε αταυτοποίητη
στην απανεμιά της ιστορίας.

ΜΟΝΑ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Μαρτυρεί η Χαρίτα Μάντολες
για τον αιχμάλωτο και το δέντρο.
Κατέφυγε ο ξεριζωμένος
στην κουφάλα της ελιάς
να σωθεί.
Κι’ όταν οι οπλοφόροι
εισβολείς στο χώμα της γης του
τον εντόπισαν,
Αγκάλιασε σφικτά τον κορμό
κι’ έδεσε με το φλοιό του.
Αδύνατο να τον αποσπάσουν
από το δέντρο.
Τον σκότωσαν έτσι,
δεμένο της ψυχής
της αφής
της εικόνας της.
Ένα με την ελιά
ο απελπισμένος
που βρήκε έρωτα θανάτου
πιο δυνατό απ’ τον εαυτό του.

Χαρίτα Μάντολες
σου φιλούμε το χέρι
γονατιστοί
για το ποίημα.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ
ΠΟΛΗ-ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Ο βίος βραχύς,
η δε τέχνη μακρή.
Ιπποκράτης
Γκρεμίζεται στη σιγή της απόφασης
το Βαρώσι γνέφει και σιγανά
μου ψιθυρίζει στ’ αυτί
μέσα απ’ το συρματόπλεγμα
Ars longa, vita brevis est
Με λαχτάρα εύθρυπτη (αποκαρδιωτική
γυρνώ αντικρίζω το νερό
έτοιμος ν’ απογειωθώ
δελφίνι στο νέκταρ
μιας θάλασσας
ίνδαλμα συνάμα κι αυταπάτη
Ποιες σκιές προσμένουν
στην αντίπερα όχθη

ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ
1974

Λήθη στους χειμώνες που περνούν
αν ζητά η καρδιά ή το παράπονο
πικρού καλοκαιριού ή ένα καράβι που αρχινά
ταξίδι στα βαθιά,
μα όλο κινά και πνίγεται
μαζί με ξένους ναυτικούς
σε ξένες θάλασσες.
Έρχεται ο χρόνος, γυρολόγος
κρυφά να εναγκαλίζεται
ώρες πικρού καλοκαιριού
και κυνηγούμε τ’ όνειρο
τ’ όνειρο της λευτεριάς.
Πατρίδα πολυτάραχη το βιος
σου πάει και χάνεται.
Σε γέλασε το πράσινο σε μια γραμμή
και ορθώνεται σαν τείχος.
Βάρεσε της σκλαβιάς ο πόνος
στα χρόνια της παρηγοριάς, στα χρόνια της ελπίδας
μα η νοσταλγία της σιωπής το δρόμο σου χαράζει.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ
ΓΗ ΑΛΩΜΕΝΗ

Αμμόχωστος.
Γη που έδινες ζωή.
Γη που χάριζες χαρά.
Γη του έρωτα και γη της ομορφιάς.
Ευλογημένη γη.
Γη που κατακτήθηκες απ’ των εχθρών τα σύνεργα.
Γη που βεβηλώθηκες σαν δε σου πρέπει.
Γη πολιορκημένη.
Ελληνική γη.
Γη που σ’ αγάπησα και σ’ ερωτεύτηκα
από τις μνήμες του παππού και της γιαγιάς.
Γη που σε γνώρισα σαν δε σου πρέπει.
Το φοβερό της μνήμης θα με ακολουθεί
ώσπου η Ρωμιοσύνη ν’ αναστηθεί
και τότε θα ‘μαστέ μαζί.
Γη, δική μου γη.

ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ

(απόσπασμα)

η πόλη καιγόταν
άδειασαν
τα ξενοδοχεία οι πολυκατοικίες τίποτα
άγρια αγκάθια και τσουκνίδας φυτρώνουν από τις ρωγμές τ’ αυλάκια
φτάνουν κάποτε ίσαμε το δεύτερο πάτωμα τα φίδια
πλήθυναν πάλι ας τους να φύγουν
καλυτέρα η πόλη έτσι άδεια
νεκρή σε ανύποπτο χρόνο του καρκινώματος

***

ήρθεν το τέλος εκείνου του μύθου που σας έλεγα
βομβάρδισαν τις πολυκατοικίες
εισήλθε ένα στοιχείο κόκκινο και άμορφο στο χώρο των γκρίζων κουτιών
η Αμμόχωστος δεν είναι πια η ίδια

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ

«Ανταμώσανε,
κατ’ απ’ τον ίσκιο μιας προδομένης ιστορίας
κατ’ απ’ το πέπλο του ακρωτηριασμένου παρελθόντος
δώσαν τα χέρια και ένωσαν τις καρδιές
τις αγκάλες άνοιξαν
και λουλούδια φύτρωσαν
κόκκινο τριαντάφυλλο ξεφύτρωσε απ’ του κανονιού την μπούκα
η ξιφολόγχη βλάστησε και γίνηκε γαρουφαλιά».

ΑΓΙΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΑΝΔΡΕΑ

Ξέμεινες μόνος·

Εσύ,
το καταφύγιο κάθε πόνου
κάθε τραγωδίας.
Του δόρατος αιχμή
σωσίβιο ναυαγισμένων ψυχών.

Ποιος να το πίστευε
ξένοι μουσαφίρηδες, απρόσκλητοι,
να πουλάνε αντλώντας απ’ τις φλέβες
το λιγοστό σου αίμα.

Απάγκιο παρηγοριάς
όταν η Τρίαινα οργιάζει.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι
με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.

Ο κόσμος γύρω του πολύς· κι αυτό
είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,
στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα –
στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.

Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα
και την κρατούσε ανάποδα μου κακοφάνη.

Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες
αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές
που ‘χαν παγώσει και δε σάλευε καμιά.

Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.
Του τήνε γύρισα ίσια κι είδα πάλι
τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.

Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα
ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,
έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια
γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.

ΚΑΛΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ
ΜΟΡΦΟΥ

Στη Μόρφου δε γροικιέται πια η ζωή.
Ξεθώριασαν τα χρώματα και τα αρώματα.
Θολός ο αγέρας τη δέρνει, μας καίει.
Σκιασμένα τα πουλιά δεν κελαηδούνε,
τα περιβόλια ξερά δεν ανθίζουνε,
σκορπίστηκαν οι μυρωδιές τους
στη βρώμικη ανάσα των ξένων που τη διαφεντεύουν.
Μα εσύ μικρή, γλυκιά πολιτεία όλο και περιμένεις.

Τόποι αγαπημένοι προσκυνητάρια
των πατέρων μας,
βουβές αλειτούργητες
εκκλησιές μας…

Χτυπούν οι καμπάνες!
Άκου !Χτυπούν οι καμπάνες!
Χτυπούν οι καμπάνες…
Δε μπορεί.
Κάποια μέρα θα χτυπήσουν πια λεύτερες.

ΕΡΙΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ Ι

Σημαιοφόρος παρελαύνεις
εν πομπή και παρατάξει
παραστάτες μνημονεύουμε
την όψη σου-
παράσημο η
οπτική απάτη.

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ ΙΙ

Κι αν κατορθώσεις να σπάσεις τα δεσμά,
την πλάτη κι αν ποτέ ανασηκώσεις,
το βάρος της συνήθειας-
τη συνήθεια πώς να αποσείσεις;

ΡΗΣΟΣ ΧΑΡΙΣΗΣ
ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ

Κεφάλια
στην εντέλεια διαρρυθμισμένα
ονομαστικά καταγραμμένα
συρματοπλεγμένα και απλωμένα
στον εξολκέα
της τεθλασμένης Πράσινης Γραμμής.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΑΤΖΗΛΟΗ-ΚΑΤΣΩΝΗ
ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Είπα ένα χαμόγελο να χαρίσω,
αντίκρισμα στο αθώο βλέμμα
μιας παιδικής ψυχής.
Θέλησα ένα χαμόγελο να χαρίσω
στη ματωμένη πατρίδα μου
που στενάζει κάτω από τις μπότες
του Αττίλα.
Σκέφτηκα για ένα χαμόγελο
παρηγοριάς
στην ανθρώπινη παρουσία
του 20ου μηχανοκρατούμενου
αιώνα μας.
Αποφάσισα για ένα χαμόγελο,
σεμνή προσφορά
για τούτο τον πλανήτη μας
τον κακοχειμωνιασμένο.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑΣ
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΠΑΣΙΑ

Στον Λευτέρη Παπαλεοντίου

Ψες δεν έκλεισα μάτι.
Έβλεπα όνειρο παιδικό
έναν εφιάλτη
πως εκδρομή πηγαίναμε
στην Καρπασία
γιαλό γιαλό.

Περάσαμε κι απ’ το χωριό
καποιανού φίλου.
Που έμοιαζε άλλοτε μικρός
και άλλοτε μεγάλος
κι έκλαιγε γοερώς.

Ήτανε τούτη η σατανική εναλλαγή
που με ξυπνούσε κάθε τόσο.

Έκλαιγε λέγοντας πως το χωριό του
δεν το γνωρίζει πια.
Μα δεν το ξέρω, έλεγε
νυκτοβατώντας σαν αγγελούδι
αρπαγμένος στο καπό
και έλεγε πως όλοι μας
κανονικά έχουμε ένα χωριό
μια μήτρα που αγαπάμε.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ
ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Από παιδί,
για χρόνια,
κρατούσα στα χέρια
μια φωτογραφία
του πατέρα των ονείρων μου,
τον είπαν αγνοούμενο,
μα εγώ έπαιζα μαζί του για ώρες
μέσα στο παιδικό δωμάτιο
τις μέρες των μεγάλων βροχών.

Όμως άξαφνα έφευγε
κι άφηνε στη θέση του
ένα μαύρο σκοτάδι
που τρύπωνε μες στην καρδιά.

Όμως άξαφνα έφευγε
κι άφηνε το παιχνίδι στη μέση,
χωρίς τη χαρά του τέλους
κι ένα παράπονο στα μάτια.

Με πήγε πρώτη μέρα στο σχολείο,
όμως όταν πλησίασα τη δασκάλα
άξαφνα έφυγε,
αφήνοντας το χέρι μου μετέωρο,
να κρατά μόνο τη φωτογραφία του.

Αργότερα τον σύστησα στην άνοιξη,
είχα τόσο πολλά να πω γι’ αυτόν,
όμως άξαφνα έφυγε,
αφήνοντάς μου έναν βαρύ χειμώνα
και μια φωτογραφία στο χέρι.

Τον είδα που ήρθε κρυφά στα στέφανα,
χάρηκα,
ήταν σαν φως
που χόρευε μες στη χαρά του,
όμως άξαφνα έφυγε
κι άφησε στα χέρια μου
μόνο τη φωτογραφία του.

Χθες μου τον έφεραν
σε ένα μικρό κασόνι,
τον είπαν ήρωα
και τον στόλισαν
με χρώματα και σημαίες,
μα εγώ
εξακολουθώ
να κρατώ στα χέρια μου
μόνο τη φωτογραφία του
κι ένα κλωνάρι πικροδάφνης
με άνθη αιμάτινα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΕΡΥΝΕΙΕΣ

Ποιοι είναι αυτοί που λένε ότι χάθηκε η Κερύνεια;
Είναι οι γνωστικοί.
Αυτοί ξέρουν καλύτερα πως ό,τι χάνεται
δεν επιστρέφεται
πως των αδυνάμων τα λάθη
πληρώνονται με απώλεια
και με των ισχυρών το κέρδος.
Βλέπουν σήμερα αυτό που δεν μπορεί να γίνει αύριο.

Πώς χάθηκε αφού ακόμη είναι εκεί;

Κάποτε την ακούω σε αλλόφρον τραγούδι επιστροφής
αυτό που στα σχολεία οι γνωστικοί
δεν τους αρέσει να διδάσκεται
κάποτε νομίζω ότι θα ανέβω στο βαγόνι
αυτού του σκουριασμένου τρένου
που συρίζοντας διστακτικά με πλησιάζει
να βρεθώ πρώτη φορά
εκεί που αναρριγούν οι ακτές της
να δω αν λαμπυρίζει το ίδιο
η θάλασσα της με τις θάλασσες που ξέρω.
Ναι, είναι εκεί
τοποθετημένη πάνω στο τραπέζι των μεσολαβητών
για να επικυρωθεί οριστικά η απώλειά της
θα μπορείς, φυσικά, να την επισκέπτεσαι
τα τοπία της θα μένουν τα ίδια
δεν αλλάζουν τα βουνά και οι πλαγιές τους
ο παγερός αέρας που τα δέρνει τους χειμώνες
δεν ανήκει σε κανέναν.
Ίσως να έχουν δίκαιο οι γνωστικοί
ίσως να λένε πράγματα σωστά, της εποχής
ίσως μάλιστα να τους ακολουθούσα κι εγώ
σε αυτήν τους τη βεβαιότητα
αν δεν με κρατούσε
η ανεξήγητη εμμονή
να βλέπω ίσκιο
μέχρι σώμα να συμβεί
να μαζεύω κονιορτό
μέχρι γη να επιστρέψει
κι όλα να μεταμορφώνονται
σε αυτά που οι γνωστικοί
βεβαιώνουν ότι είναι αδύνατον
να γίνουν.

ΑΝΔΡΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ-ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΑ

Γυψόπετρες αραδιασμένες κατά γραμμή
στη θάλασσα,
για να χωρίσουν την κολυμβητική περιοχή
των πλουσίων
απ’ εκείνη των φτωχών.
Φίλοι που πίνουν καφέ παρέα
στα ξενοδοχεία πολυτελείας
για να ταυτίσουν το γούστο τους
με τη μόδα της εποχής.
Άνθρωποι που χορεύουν
στις δισκοθήκες
για ν’ ακολουθήσουν το ρυθμό της μουσικής,
του φλερτ, της νυχτερινής ζωής.
Συρματοπλέγματα που χωρίζουν
την πατρίδα μου
για να μας θυμίζουν πως δεν μπορούμε
να δρασκελίσουμε στο δικό μας βορρά.
Πράσινες γραμμές που σημαδεύουν
τη νεκρή ζώνη
για να αποδείξουν ότι τη χώρα μας
την έχουν πατήσει ξένοι.
Στρατιώτες εισβολείς που κατακλύζουν
το δικό μας χώμα,
για να διαλαλήσουν πως η δικαιοσύνη
είναι μια λέξη ουτοπίας.