ΜΝΗΜΗ ΙΣΑΑΚ – ΣΟΛΩΜΟΥ

Τάσος Ισαάκ 11 Αυγούστου 1996
Σολωμός Σολωμού 14 Αυγούστου 1996

.

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ

ΑΝΤΙΔΩΡΟ

Στον Τάσο Ισαάκ
καί Σολωμό Σολωμού

Σήμερα μεταγγίσαμε αίμα στο συρματόπλεγμα
να ζωντανέψει και να φύγει.
Σήμερα μεταγγίσαμε αίμα στον ιστό της σημαίας
να δρασκελήσει τη γραμμή
να λευτερώσει τον Πενταδάκτυλο.
Σήμερα τις φωτιές π’ άναψαν
τις σβήσαμε με ελιά και δάφνη.

.

ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ

Του Σολωμού Σολωμού

Του παλικαριού που τόλμησε
…Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου…
Τούτο εστί το αίμα μου…
Ένα τραγούδι μεσ’ στο καταμεσήμερο υψώνεσαι
Μεσ’ στην αγάπη μας μ’ όλους εμάς
Μόνος ή τον θάνατο
Γυμνός και λεύτερος
Το στιλπνό σου όνειρο
Αίμα αναβλύζον
Απ’ τις πληγές του κορμιού σου
Πατρίδα σου είναι ο άνθρωπος
Περήφανος
Και λεύτερος
Ένα ασθενοφόρο ολομόναχο πέρασε στους
Άδειους δρόμους ασθμαίνοντας
Μια αφόρητη λύπη
Χαιρετώ το παλικάρι
Που προσπάθησε να φτιάξει έναν κόσμο
Έξω απ’ την πραγματικότητα
Αυτός ο θάνατος είναι το όνειρο
Είναι ο θάνατος του φωτός
Ωστόσο
Ο ήλιος είναι η πηγή της ζωής
Γι’ αυτό γυρίζεις διαυγής στις αυλές
Των σπιτιών μας
Στη δροσιά των κληματαριών
Στο πρωινό φως
Στους αντίλαλους τ’ ουρανού
Πέρνα λοιπόν
Λεβέντη δικέ μας
Τίποτε δεν σου κλείνει τον δρόμο
Σ’ ένα άγιο Ιδανικό τέρμα
Γιατί ποτέ δεν ήλθες και ποτέ δεν έφυγες
Γεννημένος με το χαμόγελο της αθανασίας.
Στα χείλη σου

16-08-96

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ
ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ

Παράξενο.
Κανείς δεν τόλμησε να εκμεταλλευτεί
εκείνο το τσιγάρο
που στο γάζωμα των αυτομάτων
έμεινε κολλημένο στο στόμα σου
σαν προσθετικό μέλος
σαν καπνοδόχος
ή πονοδόχος
κι ύστερα έγινε ιστός
στη σημαία των μυρμηγκιών.
Ούτε τη μάρκα του δεν μάθαμε.
Τί φοβήθηκαν;

ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ

Κι όταν θα προβάλουν
και ξαναπροβάλουν
εκείνη τη σκηνή
θα τους είναι δύσκολο να πείσουν
ότι το κάπνισμα μπορεί να βλάψει
σοβαρά την υγεία.

.

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ-ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ

ΡΙΠΕΣ

(Δερύνεια 1996)

Ριπές
στην καρδιά του ήλιου
που ανασηκώνει μεσούρανα ατσάλινα χέρια
ριπές
ατσάλι φονικό
στη φτέρνα του αητού
την ώρα της ημίθεης απογείωσης
Αίμα
Τα λόγια δεν κρατάνε πια
τα παίρνει ο άνεμος και φεύγουνε φτερά
τα λόγια δεν κρατάνε
Μόνο η ψυχή που δέρνεται μονάχη
μπορεί να σχεδιάζει παράλογα άλματα
μόνο η ψυχή που από μείνε
μπορεί να υπογράφει
με κόκκινο μελάνι
την τελευταία παράτολμη κίνηση

.

ΠΑΜΠΟΣ ΚΟΥΖΑΛΗΣ

ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

Χρησιμοποιώ ανελλιπώς
όλα τα στιλβωτικά της μνήμης
Η κόψη του σπαθιού
η τρομερή
μου έχει πληγιάσει
αμέτρητα πανιά της σκόνης
Της αγοράς τα βέλτιστα
λευκαντικά της μνήμης
επικαλούμαι
Μα όσο κι αν πλένω
στο γλυφό νερό
τη μαύρη φορεσιά του Αυγούστου
αιματογράφημα ανεξίτηλο
η ριπή
δεν λέει να σβήσει
Και κείνη η τρύπα στο γιακά
από την καύτρα του τσιγάρου
Όλο τη μπαλώνω
κι όλο φλέγεται

ΠΕΤΡΟΧΕΛΙΔΟΝΟ

(Του Σολωμού ΙΙ)

Έτσι όπως σε είδα ν’ ανάβεις το τσιγάρο
πάνω στο κατάρτι να καις τον ουρανό,
πετροχελίδονο,
κόβεις τον Αύγουστο στα δυο
να χωρέσεις στου χρόνου τη χαραγματιά
Τότε θυμήθηκα, που λες
στις παιδικές σου ζωγραφιές
κείνον τον ήλιο που λαμπάδιασε
Λίγο πριν βασιλέψει
στα νερά να γαληνέψει
πέφτει σ’ ένα βράχο
που ’μοιαζε με σύννεφο
Βάφει κόκκινη τη Δύση
λίγο πριν να ξεψυχήσει
φαίνεται σαν ψέμα
σαν ηλιοβασίλεμα

.

ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

Εν ελοβάρκασες ποττέ πόσον σε λοβαρκάσαν
είνταλος άλλωσπως ποτζεί τραβήσαν την σκαντάλην
είνταλος άλλωσπως ποδά με μια καρκιάν μεγάλην
Της ιστορίας μονομιάς σιωνώθην το μελάνιν
Εξηκλειδώσαν οι καρκιές που μείναν κλειωμένες
Που τζειν το μιάλον φονικόν, κούκκουφες, αγιωμένες
Πας΄ τον ιστόν χειρόγραφα που γαίμαν υπογράψαν
τα πάθη τούν του τόπου μας εξανακρούσαν τζ άψαν
Εν ελοβάρκασαν ποττέ τούν την παλλικαρκάν σου
ελάλεν το τζαι η ψυχιή είπεν το τζ η καρκιά σου
Τζεινούρκαν Σολωμέ εσύ άνοιξες μια σελίδαν
Θαρκούμαι μιαλύττερην μες την ζωήν εν είδαν
Δεκέμβρης 2010

.

ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

λέξεις που έρχονται σε όνειρο
η μνήμη μιας πατρίδας
σε άλλη εποχή ένα τοπίο ανάγλυφο
χωρίς τη θάλασσα τα όστρακα
κι αυτός με το μονόκλ ακάλυπτος
και το παιδί που σχίζει τη φωτογραφία κλαίγοντας
χωρίς να ξέρει γιατί
είναι λέξεις και λέξεις
γνωστές και άγνωστες που έρχονται
στον ύπνο ύστερα τις ξεχνάς
είναι λέξεις του Σολωμού και του Κάλβου
λατρευτής του ήλιου
και γλυκεία ελπίς
που έρχονται από άλλη γλώσσα
στο Λονδίνο στη Γενεύη
στο Παρίσι και στην Κέρκυρα
όταν στην Αθήνα αργόσχολοι
μελετούν μια ουτοπία
λέξεις που της βρίσκει κανείς στα λεξικά
λέξεις που τις ακούς στο σινεμά
λέξεις που τις ψιθυρίζει η κυρία Όλγα
για τον Σολωμό Σολωμού
ελευτεριά και θάνατος
που της ήρθε πολύ κρίμα
για τον Κυπριώτη
λέξεις που τις πληκτρολογείς στο κινητό
στη μαύρη νύχτα κι έρμη
λέξεις που τις ψιθυρίζουνε διπλωμάτες
για το αναθεματισμένο νησί
λέξεις κοινόχρηστες
νταβατζής κοβάλτιο εξόρυξη
και τραπεζίτες με παρενδυσία
λέξεις πέτρα χρυσή ζερό χορτάρι
στην ολόμαυρη ράχη

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΟΥΣΗΣ

 

ΤΑΣΟΣ ΙΣΑΑΚ

Γκρίζοι λύκοι
μ’ άγρια μάτια με κυκλώνουν
μ’ άγρια δόντια.
Συμμορία κουβαλητών ροπαλοφόρων
με λοστούς και ξύλα.
Αίφνης μονάχος
σέ συρματόπλεγμα ντροπής
παγιδευμένος,
να φωνάζω.
Η εκπνοή μου
μια μονάχα λέξη.
Ελευθερία.

Κύπρος-Αύγουστος 1996

ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ ΣΟΛΩΜΟ ΣΟΛΩΜΟΥ

Στη ζωή μου,
περπάτησα ανάμεσα σέ σώματα νεκρά.
Οσφράνθηκα την οσμή των πτωμάτων.
Από κοντά είδα
στην απλανή ματιά τους,
αποτυπωμένο το χαμένο όνειρο.

Πάντα σ’ το έλεγα.
Οδύνη ο πόλεμος.
Λαχταρούμε όλοι την Ειρήνη.
Ωστόσο, από τότες, οι πληγές
στρογγυλά πηγάδια τού Άδη.
Χάσκουν στα μέτωπα
στα περήφανα στέρνα.
Κατολισθαίνουμε.
Ουρλιάγματα λύκων μάς κυκλώνουν.

Γεφύρι της Άρτας η λευτεριά
αιώνες μάς αποξεχνάει.

Η πληγή μεγενθύνεται.
Πώς τώρα την Πατρίδα «ούκ ελάττω
παραδώσω»;

Στο νησί μου Αυγουστιάτικα
ένας λεβέντης, γοργοκίνητος,
αψηφά το μπλεχτό συρματόπλεγμα.
Στον ιστό της παντιέρας κατακτητή αίμοβόρου
ανοίγει, πεθαίνοντας «έν πλήρει επιγνώσει»,
δρόμο για τη λευτεριά.

Από το μακάριο μακρύ τους ύπνο
ξυπνώντας τούς Έλληνες.

Κύπρος 13.11.1996

 

.

ΑΝΤΡΕΑΣ ΑΝΤΡΕΟΥ

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΤΑΣΟ ΙΣΑΑΚ / ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Στίχοι – Μουσική: Αντρέας Αντρέου
Ερμηνεία: Γιάννης Δημητράς

Δεν πρόλαβες να ‘ρθεις να μου πεις, Έλληνα, με τι μοιάζει
σε μια σημαία το αίμα σου σαν Άνοιξη να σκάει
και Γκρίζοι Λύκοι ν’ αλυκτούν στ’ ακίνητο κεφάλι.

Μα ξέρω τ’ είναι στην καρδιά μια τούρκικη σημαία
του Πενταδάκτυλου βαθιά να πίνει Του το αίμα
– δάκρυ κι απόγνωση κι οργή στο παγωμένο βλέμμα!

Σε κράτησα μόνο μια στιγμή – Ανάστασης Σημαία!
Ας ήταν απ’ το αίμα Σου μονάχα μια σταγόνα
να ‘παιρνα και να μπόλιαζα όσους δεν έχουν αίμα!…

.

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ – ΣΤΟΝ ΣΟΛΩΜΟ ΣΟΛΩΜΟΥ

Στίχοι – Μουσική: Αντρέας Αντρέου
Ερμηνεία: Γιάννης Δημητράς

“Γιε μου, είσ’ Έλληνας εσύ”, εσύ ‘σαι η καρδιά μας
Σημαία μας κι απαντοχή – είσαι η Λευτεριά μας.

Πάνω στον άνομο ιστό πατάς κι όλο ανεβαίνεις
και καταργείς τον θάνατο ώσπου στο χώμα γέρνεις
τόσο απαλά – τόσο απαλά κι όλο φιλάς τη Λευτεριά.

Της Άνοιξης Γιε και της αυγής, της λύπης και του γέλιου
μ’ ένα τσιγάρο αποκοτιάς και σαν κραυγή ανέμου
αψύς σαν Ήλιος Μεσαριάτικος και σαν οργή αγγέλου
έπεσες για να κοιμηθείς, Έλληνα Θεέ και γιε μου.

Και στην καρδιά μικρή πληγή – βαθειά πληγή – καίρια πληγή
η πληγωμένη Ελλάδα – να αιμορραγεί…
Το αίμα της μια κόκκινη γραμμή
από την Πράσινη Γραμμή ολόισια στην καρδιά μας.

Του Πενταδάκτυλου οι πληγές πέντε μες στο κορμί Σου
οι πέντε σφαίρες κι ριπές παράθυρα του Ήλιου
να ‘χει να μπαίνει η Λευτεριά και να μεθά μαζί Σου
να ‘χει να παίρνει κι η καρδιά πνοή απ’ την πνοή Σου.

Γιε μας είσ’ Έλληνας Εσύ!…