ΡΩΣΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ

 
1-ΡΩΣΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ Φ.
 
 

Σε ανθολόγηση και μετάφραση του Γιώργου Μολέσκη

ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ ΜΠΑΛΜΟΝΤ , ΒΑΛΕΡΙ ΜΠΡΙΟΥΣΟΦ,ΖΙΝΑΪΝΤΑ ΓΚΙΠΙΟΥΣ, 
ΙΝΝΟΚΕΝΤΙ ΑΝΝΕΣΚΙ, ΦΕΟΝΤΟΡ ΣΟΛΟΓΚΟΥΜΠ, ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΜΠΛΟΚ, 
ΑΝΤΡΕΪ ΜΠΕΛΙ, ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΥΜΙΛΙΟΦ, ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ, 
ΟΣΙΠ ΜΑΝΕΛΣΤΑΜ, ΒΕΛΙΜΙΡ ΧΛΕΜΠΙΝΟΚΟΦ, ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ, 
ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΕΒΑ, ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ, ΣΕΡΚΕΪ ΓΕΣΕΝΙΝ, 
ΝΙΚΟΛΑΪ ΖΑΜΠΟΛΟΤΣΚΙ, ΑΡΣΕΝΙ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ, ΕΒΓΚΕΝΙ ΒΙΝΟΚΟΥΡΟΦ, 
ΑΝΤΡΕΪ ΒΟΖΝΕΣΕΝΣΚΙ, ΕΒΓΚΕΝΙ ΓΕΦΤΟΥΣΙΕΝΚΟ, ΙΟΣΙΦ ΜΠΡΟΝΤΣΚΙ, 
ΕΛΕΝΑ ΣΒΑΡΤΣ, ΝΤΙΜΙΤΡΙ ΠΡΙΓΚΟΦ, ΤΙΜΟΥΡ ΚΙΜΠΙΡΟΦ 

 

ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ ΜΠΑΛΜΟΝΤ (1867-19742)

Η ΥΠΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Τον ελεύθερο ρώτησα Άνεμο,
Πώς να μείνω πάντα νέος;
Μ’ απάντησε παίζοντας ο Άνεμος:
«Να ’σαι πάντα σαν άνεμος αέρινος!».
Την παντοδύναμη ρώτησα Θάλασσα,
Ποια η υποθήκη της ζωής;
Η ηχηρή μ’ απάντησε Θάλασσα:
«Όπως εγώ, πάντα να ηχείς!».
Τον πανύψηλο ρώτησα Ήλιο,
Πώς να λάμψω φωτεινότερος της Αυγής;
Τίποτα δε μ’ απάντησε ο Ήλιος,
Ωστόσο άκουσε η ψυχή: «Να καείς!».
1903
 
 

ΒΑΛΕΡΙ ΜΠΡΙΟΥΣΟΦ (1873-1924)

ΕΓΩ

Η ψυχή μου δε βουβάθηκε στων αντιφάσεων το βυθό,
Το μυαλό μου δεν εθόλωσε απ’ τους μοιραίους συναπαντημούς.
Ακριβός μου είναι ο κάθε λόγος, όλα τα όνειρα τα αγαπώ,
Και στίχους αφιερώνω σ’ όλους τους θεούς.
Στην Αστάρτη μπροστά και στην Εκάτη προσευχόμουν,
Σαν ιερέας τη γη με εκατομβών το αίμα πότιζα,
Στου Εσταυρωμένου ύστερα τα πόδια ερχόμουν
Και τη δυνατή σα θάνατο αγάπη δόξαζα.
Σε κήπους σύχναζα Λυκείων και Ακαδημιών.
Τους λόγους πάνω στο χαρτί με επιμέλεια κρατούσα
Σα μαθητής πιστός. Κι όλων δεχόμουνα τα χάδια των σοφών,
Μα πιο πολύ των λέξεων τη σύζευξη αγαπούσα.
Στου ονείρου το νησί, όπου τραγούδια και αγάλματα,
Ανοιγα δρόμο στις φωτιές και πέρα απ’ τις φωτιές,
Τα πιο λαμπρά και δυνατά επροσκυνούσα ινδάλματα
Κι άλλοτε με των προαισθήσεων έτρεμα τις σκιές.
Και παράξενο, των αντιφάσεων αγάπησα το βυθό,
Λαίμαργα γύρευα μοιραίους συναπαντημούς.
‘Ολα τα όνειρά μου είναι γλυκά, ο κάθε λόγος ακριβός,
Και στίχους αφιερώνω σ’ όλους τους θεούς…
24 Δεκεμβρίου 1899
 
 

ΖΙΝΑΪΝΤΑ ΓΚΙΠΙΟΥΣ (1869-1945)

ΑΔΥΝΑΜΙΑ

Με μάτια λαίμαργα τη θάλασσα κοιτώ,
Στη γη είμαι καρφωμένος, στη στεριά πατώ…
Στέκω πάνω απ’ την άβυσσο – απ’ τον γκρεμό,
Και να πετάξω στο γαλάζιο δεν μπορώ.
Δεν ξέρω, να υποκύψω ή να εξεγερθώ;
Δεν έχω θάρρος ούτε να πεθάνω ούτε να ζήσω…
Κοντά μου είν’ ο Θεός – δεν μπορώ να προσευχηθώ,
θέλω αγάπη – μα δεν μπορώ ν’ αγαπήσω.
Ψηλά τα χέρια μου σηκώνω στον ήλιο
Και μια κουρτίνα από σύννεφα χλομή κοιτώ…
Μου φαίνεται πως την αλήθεια τη γνωρίζω –
Και μόνο τις λέξεις δεν έχω να την πω.
1893
 
 

ΙΝΝΟΚΕΝΤΙ ΑΝΝΕΣΚΙ (1855-1909)

ΦΕΡΑΝ ΚΕΡΙ

Στ’ αλήθεια δε σας φαίνεται κάποτε, καθώς
Μέσα στο σπίτι γυρίζουν οι σκιές του δειλινού,
Πως ένας κόσμος υπάρχει διαφορετικός
Και πως μια διαφορετική ζωή ζούμε αλλού;
Απαλά η μια σκιά με την άλλη σμίγει εκεί
Και, σάμπως αόρατες αχτίνες να γινόμαστε,
Μια τέτοια βλέπουμε ν’ ακολουθεί στιγμή
Που ο ένας μες στον άλλο διαλυόμαστε.
Φοβόμαστε μήπως τρομάξουμε τούτη τη στιγμή,
Μήπως με κίνηση είτε με λέξη τη χαλάσουμε,
Σάμπως κάποιος να έστησε δίπλα μας αυτί
Και τα μακρινά μάς αναγκάζει ν’ ακούσουμε.
Μα μόλις ανάψει η φλόγα του κεριού,
0 τρυφερός ετούτος κόσμος υποχωρεί,
Κι ακολουθώντας την αχτίνα της κλίσης του ματιού
Προς τη γαλάζια φλόγα τρέχουν οι σκιές γραμμή.
1906
 
 

ΦΕΟΝΤΟΡ ΣΟΛΟΓΚΟΥΜΠ (1863-1927)

* * *

Κάποτε παράξενη φτάνει μυρωδιά, –
Από πού, να το γνωρίζεις δεν μπορείς, –
Μέρα που έσβησε, μέρα παλιά
Ξανάρχεται, την ξαναζείς.
Όπως παλιά, πάλι ξαναγυρίζεις
Στην έρημη βεράντα την υγρή,
Τις κλειδαριές που τρίζουν ξανανοίγεις
Το σκουριασμένο περιστρέφοντας κλειδί. –
Και βλέπεις τα δωμάτια τα στενά,
Όπου τα πατώματα ελαφριά τρίζουν,
Και των τοίχων τα υγρά χαρτιά
Στις γωνιές να σιγομουρμουρίζουν,
Όπου το μονότονο εκκρεμές δουλεύει
Ακούγοντας πικρά λόγια πληκτικά,
Και κάποιος προσεύχεται και κλαίει,
Κλαίει τις νύχτες ασταμάτητα.
5 Οκτωβρίου 1898
 
 

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΜΠΛΟΚ (1880-1921)

ΓΕΡΑΚΙ

Γράφοντας χόχλους τον ένα μετά τον άλλο,
Στο κοιμισμένο λιβάδι γυρίζει το γεράκι
Κοιτάζοντάς το επίμονα που στέκει άδειο.
Και μονολογεί η μάνα πάν’ απ’ του γιου της το κρεβάτι:
«Να ψωμί, να στήθος, βύζαξε,
Μεγάλωσε, υποτάξου, το σταυρό βάσταξε!».
Οι αιώνες περνούν, ο πόλεμος βουίζει,
Ξεσηκώνονται επαναστάσεις, καίγονται χωριά,
Μα εσύ πατρίδα, ίδια πάντα, τίποτα δεν αγγίζει
Τη δακρυσμένη κι αρχαία σου ομορφιά.
Ως πότε η μάνα θα δακρύζει;
Ως πότε το γεράκι θα γυρίζει;
22 Μαρτίου 1916
 
 

ΑΝΤΡΕΪ ΜΠΕΛΙ (1880-1934)

ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ

Πέθανε απ’ του ήλιου τις αχτίδες
Κι ας πίστευε στην ακτινοβολία τη χρυσή.
Τους αιώνες μετρούσε με τη σκέψη,
Μα δεν μπόρεσε να ζήσει τη ζωή.
Το νεκρό μην κοροϊδεύετε ποιητή:
Φέρτε του καλύτερα ένα στεφάνι.
Πάνω στο σταυρό κάθε εποχή
Το πορσελάνινό μου χτυπιέται στεφάνι.
Τα λουλούδια του είναι σπασμένα.
Η εικόνα έχει θολώσει.
Είναι πολύ βαριές οι πλάκες,
Κάποιον καρτερώ να τις σηκώσει.
Μ’ άρεσε μόνο ο ήχος των καμπάνων
Και το ηλιοβασίλεμα.
Γιατί να πονώ τόσο πολύ, τόσο πολύ!
Δε φταίω σε τίποτα.
Λυπηθείτε με, ελάτε –
Μ’ ένα μπουκέτο θα σας συναντήσω.
Ω, αγαπάτε με, αγαπάτε –
Ίσως να μην πέθανα, ίσως
Ξυπνήσω –
Να γυρίσω!
1907, Παρίσι
 
 

ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΥΜΙΛΙΟΦ (1886-1921)

ΕΚΤΗ ΑΙΣΘΗΣΗ

Ωραίο το κρασί, μ’ εμάς ερωτευμένο,
Και το καλό ψωμί, ψημένο στην πυρά,
Και η γυναίκα, που της ήτανε γραμμένο
Μέσ’ απ’ τον πόνο να φτάσει στη χαρά.
Μα τι να κάνουμε μ’ αυτή την πορφυρένια δύση
Κάτω απ’ τους ουρανούς τους κρύους
Που σε μια απόκοσμη σιωπή έχει παραλύσει;
Με τους αθάνατους τι να κάνουμε στίχους;
Μη να τους φας, μη να τους πιεις,
Μήτε να τους φιλήσεις. Τρέχει η στιγμή που κυνηγάς;
Τα χέρια ανοίγεις, μα πώς να τη βρεις;
Καταδικασμένος είσαι πλάι της να περνάς.
Όπως τ’ αγόρι, που το παιχνίδι αφήνοντας
Το μπάνιο παρακολουθεί του κοριτσιού
Και τίποτα γι’ αγάπη μη γνωρίζοντας
Τον καίει η πεθυμιά πόθου κρυφού.
Σαν κάποτε, μέσα στο χνούδι το πυκνό στενάζοντας,
Φώναζε καθώς αδύναμο ζωντανό,
Πλάσμα γλιστερό, στους ώμους του ψάχνοντας
Τα σημάδια των αθέατων ακόμη φτερών,
Έτσι από αιώνα σε αιώνα, Θεέ μου, σύντομα τάχα,
Κάτω απ’ το σκαρπέλο της τέχνης και της φύσης,
θα φωνάζει η ψυχή, θα τυραννιέται η σάρκα,
Το όργανο γεννώντας της έκτης αίσθησης!
1921
 
 

ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ (1889-1966)

* * *

Στο σμίξιμο υπάρχει των ανθρώπων μια κρυφή γραμμή,
Που δεν την ξεπερνά ο έρωτας μήτε τα πάθη,
Ακόμη κι όταν στη σκληρή κολλούν τα χείλη σιωπή
Και πάει να σπάσει η καρδιά από αγάπη.
Ανήμπορη σε τούτο και η φιλία μένει
Και τα χρόνια της χαράς της δυνατής,
Όταν η ψυχή είναι ελεύθερη και ξένη
Απ’ την αργόσυρτη χαύνωση της ηδονής.
Είναι τρελοί όσοι την κυνηγούν, κι αληθινά,
Όποιος την έχει φτάσει από πλήξη υποφέρει.
Τώρα ξέρεις γιατί και η δική μου η καρδιά
Δε χτυπά τρελά κάτω απ’ το δικό σου χέρι.
1915
 
 

ΟΣΙΠ ΜΑΝΕΛΣΤΑΜ (1891-1938)

* * *
Τη μορφή σου βασανιστική και άπιαστη
Δεν μπορούσα να ψηλαφίσω στην ομίχλη.
«Θεέ μου» είπα από λάθος,
Χωρίς να θέλω να το πω.
Θεός* όνομα σαν πουλί μεγάλο
Πέταξε μέσ’ απ’ τα στήθια μου.
Μπροστά πυκνή ομίχλη στροβιλίζεται
Και πίσω άδειο στέκει το κλουβί.
1912
 
 

ΒΕΛΙΜΙΡ ΧΛΕΜΠΙΝΟΚΟΦ (1885-1922)

ΘΛΙΜΜΕΝΟ

Όταν τον εαυτό μου βαρεθώ,
Θα ριχτώ στον ήλιο το χρυσό,
Θα φορέσω γρήγορο φτερό,
Μαζί θα ενώσω το καλό και το κακό.
Πέθανα, πέθανα, το αίμα μου ποτάμι
Στην εξάρτηση πάνω έχει χυθεί.
Ξύπνησα διαφορετικός και πάλι
Με το βλέμμα σάς κοιτάζω του πολεμιστή.
1914
 
 

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ (1893-1930)

ΚΙ ΩΣΤΟΣΟ

0 δρόμος έσκασε σα μύτη συφιλιδική.
Το ποτάμι κυλούσε σα φτύμα, όλο ηδονή.
Ξεγυμνωμένοι, δίχως φύλλο συκής
αγροίκα γείρανε οι κήποι στον Ιούνη.
Βγήκα στο δρόμο,
το καμένο τετράγωνο
φόρεσα στο κεφάλι περούκα ξανθή.
Από το στόμα μου φοβέριζε τον κόσμο
τα πόδια της κουνώντας μια αμάσητη κραυγή.
Δε μ’ αδικούν, μ’ ακούνε, με υποφέρουν,
σαν προφήτη με άνθη μου στρώνουν τη γη.
Όλες αυτές οι σκασμένες μύτες ξέρουν:
Εγώ είμαι ο δικός σας ποιητής.
Η Στερνή σας Κρίση με τρομάζει σαν ξενώνας!
Οι πόρνες στα χέρια με σηκώνουν μοναχό
σαν άγιο, μέσ’ απ’ τα σπίτια τα φλεγόμενα,
και για να δικαιωθούν με δείχνουν στο Θεό.
Πάνω απ’ το βιβλίο μου θα κλάψει ο Θεός!
Και τρέμοντας, δεμένος κόμπο, δίχως λέξη,
τους στίχους μου κρατώντας, στον ουρανό,
να τους διαβάσει στους φίλους του θα τρέξει.
1914
 
 

ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΕΒΑ (1892-1932)

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Χριστέ μου και Θεέ μου! Διψώ για θαύμα,
Τώρα, αμέσως, στης μέρας την αρχή!
Ω, δώσε μου το θάνατο τώρα που ακόμα
Ένα βιβλίο είναι μπροστά μου όλη η ζωή.
Είσαι σοφός. Δε θα μου πεις αυστηρά:
– «Κράτα, δεν ήρθε ακόμη ο καιρός».
Εσύ μου ’δωσες μονομιάς τόσα πολλά!
Μα θέλω να ’ναι ο κάθε δρόμος ανοιχτός.
Τα θέλω όλα: με την ψυχή Τσιγγάνου,
Τραγουδώντας στη ληστεία να ριχτώ,
Να υποφέρω στους ήχους του οργάνου
Και σαν αμαζόνα στη μάχη να ορμώ.
Να διαβάζω τ’ αστέρια σε μαύρο πύργο,
Τα παιδιά να οδηγώ απ’ το σκοτάδι πέρα…
Η μέρα η χθεσινή να μοιάζει με μύθο
Κι η κάθε μέρα μου να ’ναι μια τρέλα!
Μ’ αρέσει κι ο σταυρός και το μετάξι και το ξίφος,
Η ψυχή μου είναι μιας στιγμής τ’ αχνάρι…
Τα παιδικά χρόνια που μου ’δωσες ήτανε μύθος,
Στα δεκαεφτά το θάνατο στείλε να με πάρει.
26 Σεπτεμβρίου 1909, Ταρούσα
 
 

ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ (1890-1960)

* * *

Εδώ το αίνιγμα το μυστικό του νύχι έχει ρίξει.
– Είναι αργά, όμως θα κοιμηθώ, παρά το φως αυτό να μελετώ.
Κι όσο θα κοιμούμαι, την αγαπημένη μου ν’ αγγίξει
Κανένας δε θα μπορεί, ούτε και ν’ αγκαλιάσει όπως εγώ.
Πώς σ’ άγγιζα! Ακόμα και των χειλιών μου ο χαλκός
Σ’ άγγιζε έτσι, όπως την αίθουσα αγγίζει η τραγωδία.
Ήταν σαν καλοκαίρι το φιλί μου, κυλούσε αργός ρυθμός,
Και μόνο ύστερα από ώρα πολλή ξέσπασε η καταιγίδα.
Έπινα σαν τα πουλιά, μέχρι που τις αισθήσεις μου έχανα.
Απ’ το λαιμό στον οισοφάγο αργά κυλούσανε τ’ αστέρια,
Με τρόμο απέστρεφαν το βλέμμα τ’ αηδόνια
στάλα στάλα αποστραγγίζοντας του θόλου τα σκοτάδια.
1918
 
 

ΣΕΡΚΕΪ ΓΕΣΕΝΙΝ (1895-1925)

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΥΛΟ

Το πρωί, μες στου αχυρώνα τη γωνιά,
Όπου γραμμή χρυσίζουν τα σακιά,
Η σκύλα γέννησε εφτά μικρά,
Εφτά κοκκινοκαφετιά σκυλιά.
Εκεί τα χάιδευε μέχρι το βράδυ
Και τους χτένιζε με τη γλώσσα τα μαλλιά.
Το χιόνι λιώνοντας έτρεχε ρυάκι
Κάτω απ’ τη ζεστή της την κοιλιά.
Το βράδυ, όταν στα κοτέτσια
Κουρνιάζουν οι κότες εδώ κι εκεί,
Ήρθε ο νοικοκύρης μουτρωμένος
Κι έριξε τα εφτά σκυλιά μες στο σακί.
Έτρεχε πίσω του μέσα στα χιόνια
Ακολουθώντας τον ώρα πολλή
Κι έτρεμε, έτρεμε τόσο πολύ
Καθώς νερό πριν πήξει σε γυαλί.
Όταν το βράδυ αργά σύρθηκε πίσω,
Τον ιδρώτα γλείφοντας απ’ την κοιλιά,
Της εφάνη το φεγγάρι πάνω απ’ την καλύβα
Σαν ένα απ’ τα δικά της τα σκυλιά.
Στο γαλάζιο θόλο κάρφωσε το βλέμμα
Πικρό αφήνοντας ουρλιαχτό,
Κι όλο κοιτούσε μακριά το λόφο
Που κρυβόταν το φεγγάρι το λεπτό.
Κι υπόκωφα, σάμπως όταν της ρίχνουν
Πέτρα για ψωμί, γελώντας ειρωνικά,
Κυλήσανε τα μάτια τα σκυλίσια
Μες στο χιόνι καθώς άστρα χρυσά.
1915
 
 

ΝΙΚΟΛΑΪ ΖΑΜΠΟΛΟΤΣΚΙ (1903-1958)

ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Κάτω απ’ την κουβέρτα, απ’ το τρέξιμο ησυχάζοντας,
τις μορφές του ύπνου ο άνθρωπος ανακαλύπτει.
Δεν είναι το φεγγάρι – που κηλίδα στο μάτι
ελκύει τα μικρά φλιτζάνια των μυαλών.
Δεν είναι τ’ αστέρια – της νύχτας καναρίνια
που κυλούν λαμπρά αποσιωπητικά.
Μα είναι στο σκοτάδι κρεβάτια στη γραμμή
κι απάνω τους βρέφη κοιμούνται στη σειρά.
Κορμιά μεγάλα και λευκά,
που μόλις τα σκεπάζει η κουβέρτα,
κοιμούνται όπως έτυχε:
Ένας με πουκάμισο γαλάζιο
κρέμεται στο πάτωμα με το κεφάλι,
άλλος στο πνιγηρό πάγωσε μαξιλάρι
και κείτεται χελωνιασμένος και στεγνός,
ο τρίτος, λιπαρός καθώς αράχνη,
σα ζωντανά εξαρτήματα τα χέρια του ανοίγει,
ροχαλίζει και μορφάζει όλο πάθος
τις φανταστικές του φίλες χαϊδεύοντας.
Και πίσω απ’ τη μαύρη κουρτίνα,
στο σκοτάδι περασμένων εποχών,
με το ροκάνι ο γερο-πατέρας μας εργάζεται
και της σοφίας γεύεται τον ύπνο.
Το ερμάρι κοιτάζει σα βασιλιάς Δαβίδ
που κοιλαράς, με την κορόνα του κοιμάται.
Σε Εύα μετατράπηκε ο καναπές
κι είναι σαν κοπελιά μες στο σεντόνι.
Η λάμπα η χάλκινη στο παραθύρι
είναι σαν εύθυμο του Νώε περιστέρι –
αναβοσβήνει αδύναμη και το σκοτάδι τριπλασιάζει,
το ίδιο πράγμα είναι κι αυτή με το απλό ροκάνι.
Μάρτιος 1928
 
 

ΑΡΣΕΝΙ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ (1907-1989)

ΖΩΗ, ΖΩΗ

1
Σε προαισθήσεις, δεν πιστεύω και προλήψεις
Δε φοβάμαι. Δε φοβάμαι μήτε τη συκοφαντία
Μήτε το δηλητήριο. Θάνατος δεν υπάρχει.
Αθάνατοι όλοι. Αθάνατα όλα. Δεν πρέπει
Να φοβάσαι το θάνατο ούτε στα δεκαεφτά
Μήτε στα εβδομήντα. Δεν υπάρχει θάνατος
Ούτε σκοτάδι. Υπάρχει μόνο φως κι αλήθεια.
Είμαστε όλοι στην ακροθαλασσιά κι εγώ
Ένας απ’ αυτούς που ξετυλίγουνε τα δίχτυα
Καθώς η αθανασία περνάει σαν κοπάδι.
2
Ζείτε μέσα στο σπίτι και το σπίτι δε ραγίζει.
Καλώ όποιον αιώνα θέλω,
Μπαίνω μέσα σ’ αυτόν και χτίζω σπίτι.
Να γιατί είναι μαζί μου τα παιδιά σας
Και οι γυναίκες σας σ’ ένα τραπέζι –
Και το τραπέζι ένα, και του προπάππου
Και του εγγονού. Το μέλλον τώρα χτίζεται,
Κι αν εγώ το χέρι μου σηκώσω,
Όλες οι πέντε αχτίνες του θα μείνουνε δικές σας.
Την κάθε μέρα που περνά πιο πολύ δυναμώνω.
Μέτρησα τις κλειδώσεις των κοκάλων μου,
Μέτρησα το χρόνο με της γης το μέτρο
Και πέρασα από μέσα του, σάμπως μέσ’ απ’ τα Ουράλια.
 
 

ΕΒΓΚΕΝΙ ΒΙΝΟΚΟΥΡΟΦ (1925-1993)

ΖΩΗ

Μόνος του διάβηκε τον κόσμο…
Σήκωσε το γιακά. Σφιχτοκουμπώθηκε.
Σκύβοντας, άναψε το τσιγάρο του
Γυρίζοντας στον άνεμο την πλάτη.
Από το γεφύρι πάνω έφτυσε μες στο αχνό ποτάμι
Αβίαστα, αργά, χωρίς κακία.
Τίποτα, τίποτα δεν έγινε,
απλώς
το ένιωσε: πέρασε…
1972
 
 

ΑΝΤΡΕΪ ΒΟΖΝΕΣΕΝΣΚΙ (1932-2010)

ΧΤΥΠΟΥΝ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Χτυπούν μια γυναίκα, ασπρίζει τ’ ασπράδι
στο κλειστό και ζεστό αυτοκίνητο
και τα πόδια χτυπούν στο ταβάνι
σαν άσπροι προβολείς σ’ αυτοκίνητο.
Χτυπούν μια γυναίκα, μια σκλάβα χτυπούνε
που είναι στα δάκρυα λουσμένη.
Τα χέρια την κλειδαριά τραβούνε
και να,
στην άσφαλτο πεσμένη!
Και τρίξανε φρενάροντας τα φρένα
και τρέξαν και την τράβηξαν μ’ οργή
και τη σέρνανε στα χόρτα τα πεσμένα
και το πρόσωπο σερνότανε στη γη…
Ένα κάθαρμα χτυπούσε στα τυφλά
παίζοντας τον Τσάιλντ Καρόλντ επιδεικτικά.
Και το λεπτό παπούτσι του σκληρά
μπήχτηκε στα τρεμάμενα πλευρά.
Ω! του κατακτητή άγρια έκσταση,
χωριάτικη λεπτότητα, χυδαία,
στης οδού Κουπάβνα τη διασταύρωση
άγρια χτυπούνε μια γυναίκα.
Χτυπούν μια γυναίκα. Αιώνες χτυπούν,
χτυπούνε τη νιότη, καθώς την καμπάνα
της γαμήλιας χτυπούν τελετής,
χτυπούν μια γυναίκα.
Στο σβέρκο καίει μια σόμπα
κι είναι τα χτυπήματα ζεστά.
Ύπουλη ζωή – ω! σώπα –
μια γυναίκα χτυπούν παντοτινά.
Μα είναι η λάμψη της πανώρια,
είναι ανδρεία και θεϊκιά.
Θρησκεία δεν υπάρχει,
οιωνός – κανένας.
Υπάρχει μόνο
Γυναίκα!…
… Σα μια λίμνη αυτή απλωνόταν
και στεκόντουσαν τα μάτια σα νερό
και σε κανένα δεν ανήκε όπως κειτόταν
σα δρόμος είτε άστρο μοναχό.
Και χτυπούσανε στον ουρανό τ’ αστέρια
σαν τη βροχή πάνω σε γυαλί ζοφό
και κυλώντας
της παγώναν
το μέτωπό της το ζεστό.
1960
 
 

ΕΒΓΚΕΝΙ ΓΕΦΤΟΥΣΙΕΝΚΟ (1933-2017)

ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΣΟΤΕΤΑ

Τα φρέσκο της εκκλησίας της Κασσουέτα, που τα άρχισε ο Λαντό
Γκουντιασβίλι κατά παραγγελία του κλήρου, έμειναν ατέλειωτα ύστερα
από διαμαρτυρία των παραγγελιοδόχων, που ενοχλήθηκαν από τον τρόπο
με τον οποίο ο καλλιτέχνης ζωγράφιζε τους αγίους.
(Σημείωση του ποιητή)
Αβόλευτος μέσα σε δόγματα στενά
ορθώνεται μπροστά μου
με άξεστους,
άχαρους
αγίους και αγγέλους
ένας τοίχος.
Το δισταγμό μου κρύβοντας,
καταλαβαίνω,
εγώ,
ο απολίτιστος άγριος:
δεν είναι μέρος της τεράστιας εκκλησίας
η εικόνα,
αλλά η εκκλησία
της εικόνας λεπτομέρεια.
Το χέρι του Λαντό Γκουντιασβίλι
ζωγράφισε πάνω στον τοίχο
ανθρώπους που είχανε αμαρτήσει
και δεν πετούσανε στον ουρανό.
Δεν είναι είρωνας, μήτε αλήτης.
Τέτοιος είναι κι αυτός, ένας τριμμένος τρίφτης.
Ίσως είναι θεός,
ίσως αμαρτωλός,
άγγελος
ή διάβολος!
Κι εμείς,
ζωγράφοι,
ποιητές,
οι δημιουργοί των κρυφών αλλαγών,
όπως κι αυτή στην εκκλησία της Κασσουέτα,
βάψαμε τοίχους σωρό!
Εμείς, οι υποκριτές κι οι θεομπαίχτες,
κοροϊδέψαμε τόσους αφέντες.
Τα καταφέραμε να πάρουμε παραγγελίες
και να τα κάνουμε όλα ανάποδα.
Κι όσο κι αν κινδυνεύαμε,
όσο κι αν υποφέραμε απ’ τους εχθρούς,
τους θεούς τους ζωγραφίσαμε ανθρώπους
και στους ανθρώπους
είδαμε
θεούς!
 
1959
 
 

ΙΟΣΙΦ ΜΠΡΟΝΤΣΚΙ (1940-1996)

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟΝ ΤΗΛΕΜΑΧΟ

Τηλέμαχέ μου,
ο τρωικός πόλεμος
τέλειωσε. Ποιος νίκησε – δε θυμούμαι.
Θα πρέπει να ’ναι οι Έλληνες: Τόσους νεκρούς
ν’ αφήσουνε στα ξένα μόνο οι Έλληνες μπορούν…
Ωστόσο της επιστροφής στην πατρίδα
ο δρόμος στάθηκε πολύ μακρύς,
σάμπως ο Ποσειδώνας, όσο εμείς εκεί
χάναμε το χρόνο μας, επέκτεινε το χώρο.
Δε γνωρίζω το πού βρίσκομαι,
τι βρίσκεται μπροστά μου. Κάποιο βρόμικο νησί,
θάμνοι, χτίσματα, γρούξιμο χοίρων,
πυκνοβλαστημένος κήπος, κάποια βασίλισσα,
χόρτα και πέτρες… Γλυκιέ Τηλέμαχε,
όλα τα νησιά μοιάζουνε μεταξύ τους
όταν ταξιδεύεις καιρό πολύ και το μυαλό
αρχίζει να ξεχνά, τα κύματα μετρώντας,
το μάτι, ενοχλημένο απ’ τον ορίζοντα, δακρύζει
κι η σάρκα του νερού φράζει την ακοή.
Δε θυμάμαι, πώς τέλειωσε ο πόλεμος
και πόσων χρονών είσαι τώρα δε θυμάμαι.
Μεγάλωνε, Τηλέμαχέ μου, μεγάλωνε.
Μόνο οι θεοί γνωρίζουν αν ποτέ θα ιδωθούμε.
Δεν είσαι πια εκείνο το παιδί
που μπροστά του τους ταύρους συγκρατούσα.
Αν δεν ήτανε ο Παλαμήδης, θα ζούσαμε μαζί.
Όμως μπορεί και να ’χε δίκιο. Χωρίς εμένα
από τα οιδιπόδεια πάθη γλύτωσες,
κι είναι, Τηλέμαχέ μου, αθώα τα όνειρά σου.
1972 
 
 

ΙΘΑΚΗ

Να επιστρέφεις εδώ, είκοσι χρόνια μετά,
να ψάχνεις το χνάρι σου στην άμμο με πόδια γυμνά.
Κι όταν το γάβγισμα του σκύλου σ’ όλο το μόλο αντηχεί,
να μην πεις πως χαίρεται, αλλά πως έχει εξαγριωθεί.
Τα καταϊδρωμένα σου κουρέλια πέτα απ’ το κορμί,
η δούλα είναι νεκρή ν’ αναγνωρίσει την ουλή.
Κι αυτήν, που όπως λένε, σε πρόσμενε πιστή,
δεν τη βρίσκεις πουθενά, γιατί σ’ όλους έχει δοθεί.
0 γιος σου μεγάλωσε, βγήκε στη θάλασσα κι αυτός,
και σε κοιτάζει σάμπως να ’σαι ένας απόκληρος.
Τη γλώσσα που γύρω σου μιλούν και να μπορείς
να καταλάβεις, άδικος κόπος να προσπαθείς.
Είτε το μάτι σου γεμάτο απ’ το γαλάζιο, είτε σε νησί
λάθος έχεις φτάσει, είναι το βλέμμα σου όλο αποστροφή:
Ένα κομμάτι γης, που το κύμα θα χτυπήσει,
να το κάνει δεν μπορεί τον ορίζοντα να λησμονήσει.
1993
 
 

ΕΛΕΝΑ ΣΒΑΡΤΣ (1948-)

ΜΙΚΡΗ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ

«Είναι θλιμμένη η ψυχή μου έως θανάτου», –
Είπε ο Κύριος μες στο σκοτάδι της Γεσθημανή.
Αν δε βασάνισε η πλήξη την καρδιά σας
Κι αν η απελπισία δε σας ρίχτηκε
Σα λιοντάρι σε ζώο πληγωμένο
Κι αν δεν τύλιξε ο πόνος την ψυχή σας,
Τότε δε ζήσατε πάνω στη γη.
Τα βρέφη βασανίζονται μέσα στη μήτρα
Γιατί περάσανε το σύνορο
Αμετάκλητα – χωρίς επιστροφή –
Όταν σχηματίστηκαν τα πρόσωπά τους.
0 φοροσυλλέκτης θα πάρει απ’ τον καθένα
Τον οβολό πόνου αβάσταχτου.
Ένα νόμισμα για είσοδο –
Και θα δείτε το πέταγμα
Του αετού και του σκόρου.
Τα κόκαλα του Μότσαρτ μες στη γη μεταναστεύουν,
Τα φλάουτα μες στο γυαλί παίζουν του θερμοκηπίου,
Το θάνατο δεν τον αισθάνονται,
Δεν έζησαν πάνω στη γη.
1997
 
 

ΝΤΙΜΙΤΡΙ ΠΡΙΓΚΟΦ (1940-)

* * *

Διάφανα στέκανε τα πεύκα
Κι ανάμεσα τους οι υπέροχοι κέδροι
Μα όλα αυτά ήτανε κάποτε, στην αρχή
Όταν δεν είχαμε προλάβει ακόμη τίποτε να πούμε
Όλα αυτά όπως και πριν κάπου ακόμη στέκουν
Αλλά εμείς περάσαμε ήδη πλάι απ’ όλα
Πλάι από το πεύκο το διάφανο στην όψη
Πλάι από τον υπέροχο κι αλησμόνητο κέδρο
Πού βιαζόμασταν να πάμε;
Και πού αφήσαμε το φτερωτό μας όνειρο; –
Φτάσαμε εκεί που πια δεν είναι διάφανο το πεύκο
Που δεν είναι πια υπέροχοι, ούτε αξέχαστοι οι κέδροι
 
 

ΤΙΜΟΥΡ ΚΙΜΠΙΡΟΦ (1955-)

ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ

Όλα ειπώθηκαν. Γιατί να βασανίζεσαι
και ν’ αγωνίζεσαι να τα πεις ξανά!
Τα τσιτάτα αναπαράγονται και αυξάνονται.
Όλα ειπώθηκαν – όσα ψέματα κι αν πεις.
Περιγράφηκαν όλα, όλα σχεδιάστηκαν.
Μα τι να κάνουμε, όταν
ξαφνικά κι αδικαιολόγητα
μες στο νερό λικνίζεται ένα αστέρι!
Και το κλαδί λικνίζεται της αγριοκερασιάς
(όμως γι’ αυτό απαγορεύεται εντελώς!),
όπως και πριν, πάντα το ίδιο, αλάθευτα,
πόνο φέρνοντας και δάκρυα στα μάτια!
Και το στήθος λικνίζεται μαγευτικό,
κι η καρδιά με λεπτότητα λικνίζεται!…
Προσεκτικά και καθαρά
όλα περιγράφηκαν. Όμως όχι έτσι!
Όχι από μένα. Δεν απευθύνονταν σε σένα.
Θάμνοι. Αστέρια. Νερό.
Όλα ειπώθηκαν, όλα φορμαρίστηκαν.
Όμως αυτό δεν είναι, φίλε, πρόβλημα!
Έτσι κι αλλιώς όλα τα λικνίσματα, τ’ αγγίγματα,
τα λαμπιρίσματα των Πάμφωτων δακρύων
πάλι ορίζουν συναντήσεις
και ξανά μας έρχονται στη γλώσσα.