ΒΡΑΔΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

εκδηλωση

.

Βραδιά κυπριακής ποίησης που οργάνωσε η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με την Ομοσπονδία Κυπριακών Οργανώσεων Ελλάδας πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη με τη συμμετοχή επτά ποιητών, μελών της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Στη συνάντηση με τους Θεσσαλονικείς ομότεχνους τους και 32 χρόνια από τη τελευταία που έγινε στο θέατρο κήπου, διάβασαν ποιήματα τους οι Κύπριοι ποιητές Λεωνίδας Γαλάζης, Γιώργος Μολέσκης, Γιώργος Φράγκος, Ανδρέας Χατζηθωμάς, Βασίλκα Χατζήπαπα, Χρίστος Χατζήπαπας και Γιώργος Χριστοδουλίδης. Την εκδήλωση προλόγησε ο Ανδρέας Καρακόκκινος.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ
Ο Λεωνίδας Γαλάζης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1962. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Κύπρου. Είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου με τη διατριβή Ποιητική και ιδεολογία στο κυπριακό θέατρο (1869-1925). Εξέδωσε οκτώ ποιητικές συλλογές (1979-2013) και τρεις φιλολογικές μελέτες. Το 1982 τιμήθηκε με το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου για το βιβλίο του Ιατρική βεβαίωση και το 2010 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (Κύπρου) για την ποιητική του συλλογή Λοκριγκάνα.

 Παραδαρμός εν αλφαβήτω (2007)

“Περί ιάσεως ψυχής” δ’
Δωμάτιο με θέα
Διάτρητη σιγή
Από σφαίρες
Των δικών σου.
Συνταχθείτε
Εκ δεξιών ή εξ ευωνύμων.
Δείτε λοιπόν τους σταυρούς
Τα πεδία των μαχών
Τους γύρους θριάμβου των νικητών
Μέσα κι έξω από τα τείχη της Λευκωσίας
Σφαγμένους σαν γουρούνια προγόνους
Μέσα στις εκκλησιές τους.
Δεν ξέρω πια αν τα ποιήματα
Αντέχουν τόση πίκρα.
“Περί ιάσεως ψυχής” ι’
Ίσως σ’ αυτό το μισογκρεμισμένο σπίτι
Βρούμε τα νομίσματα που χάσαμε μικροί
Φως ξανθό και γαλανό
Κι ο κόσμος χάθηκε μαζί τους.
Σάπιες δοκοί και παλιοσίδερα
Απονενοημένες ενέργειες
Σπασμένα κρεβάτια
Αϋπνίες.
Εκείνα τα νομίσματα μονάχα
Κι όχι πιστές απομιμήσεις.
Μην προσπαθείτε να μας ξεγελάσετε.
Αν δεν τα βρούμε, μας αρκεί η λαμπρή τους ανάμνηση
Μας αρκούν τα μαγικά δειλινά
Που στη στιλπνή τους επιφάνεια καθρεφτίζονταν.

 Λοκριγκάνα (2010)

“Ρινίσματα”
Ρινίσματα αισθημάτων στον δοκιμαστικό σωλήνα.
Ψάξε να βρεις στο κατάλληλο φιαλίδιο
τη χημική ουσία που θα διαλύσει
τα στρώματα της σκουριάς.
Ο ποιητής, όντως, είναι κατασκευαστής
ψυχρός καταμετρητής των λέξεων
(ακόμη κι αν αυτές τον συνθλίβουν)
συντάκτης στίχων για τη ζωή των άλλων
εκ του ασφαλούς.
Άρα, ποιητής δεν είναι όποιος βυθίζει
τα κομμάτια της ψυχής του σε δοκιμαστικούς σωλήνες
όποιος πειραματίζεται με επικίνδυνα φιαλίδια
κι άγνωστες χημικές ουσίες
εκθέτοντας ανεπανόρθωτα
το γένος των ραψωδών.
“Ηλεκτροσόκ IV”
«… ζωντανή, αιμάσσουσα πληγή,
πέτρινη πληγή
που δεν τη γνωρίζουν τα μέταλλα…»
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ, Δεύτερο γράμμα στη μητέρα, α’
Ο Ήφαιστος φοβόταν τη σκουριά κι ας μην τ’ ομολογούσε. Ήθελε πάντα να λάμπουν τα μέταλλα. Σαν τα βουνά τις πλάτες τους, τα στέρνα σαν αλώνια, λαγούς και πέρδικες στα πιάτα τους. Μερόνυχτα γλεντώντας. Και κείνος κουτσαίνοντας ανάμεσα στους γλεντοκόπους. Θεούς αχόρταγους, θεές υστερικές. Τις αποφάσεις σιγοψήνοντας σε σκουριασμένες χύτρες. Κι ας καίγονταν τα κλοτσοσκούφια τους. Ψάχναν οι κωμοδρόμοι στις γωνιές για παλιοσίδερα. Τις γλώσσες της φωτιάς και τα μάτια σας! Τις σπασμένες αρθρώσεις των ποιημάτων. Απ’ όπου το νερό δίχως οίκτο στο μεδούλι των στίχων διεισδύει. Τις σκουριασμένες ράβδους πυρακτώνοντας σιδήρου. Κι απ’ τη ρευστή τους μάζα θρόνοι, πύλες, κιγκλιδώματα, θώρακες, ασπίδες, χοντρές αλυσίδες. Έλικες, μαίανδροι, κισσοί. Από το πυρ του Ηράκλειτου και το ποτάμι της λάβας. Καρφιά για τον αμαρτωλό τιτάνα, σβάστικες, δρεπάνια και σφυριά της μισητής χειρωναξίας. Τους κωμοδρόμους σου στ’ αμόνι με τον βούρδουλα κι ας τους καπνίσει να σηκώσουν κεφάλι! Και μη μας λες πως «ἐλεύθερος οὒτις ἐστίν πλήν Διός». Είδαμε με τι πάθος κάρφωνες στον βράχο τον αιρετικό, κι ας καμωνόσουν τον ψυχοπονιάρη. Ακόμη και την τέχνη σου την πούλησες. Δεμένη χέρια-πόδια στο καράβι. Κι ας απεργούσαν οι σιδηρουργοί. Αυτό μας έλειπε! Να δίνουμε λογαριασμό στους κωμοδρόμους. Να τους αφήνουμε, λέει, να μιλούν χωρίς επιστασία! Σε τι μπελάδες θα μας έβαζε η νοσηρή τους φαντασία, τι πονοκέφαλος θα ήταν για τον Όλυμπο μια πιθανή τους ανταρσία.
“Προθάλαμος”
Πολύ θα το ’θελες να ’σουν ο επόμενος
μα δεν λογάριασες καλά.
Οι λεπτοδείχτες στάζουν αίμα
πού χάθηκαν οι καθαρίστριες
ποιος θ’ απολυμάνει τους τοίχους;
Όλοι κοιτάμε τα ρολόγια στους διάστικτους τοίχους
τις αποξηραμένες κηλίδες στο πάτωμα
λες και χαθήκαν οι φανοί και τα κράνη
λες και χάθηκε διά παντός η φωνή μας.
Δείχνουμε τα ρολόγια και κινούμε τα χείλη
δείχνουμε τις ουρές αναμονής και υψώνουμε τα χέρια.
Πώς βρεθήκαμε στον προθάλαμο
τι γυρεύουμε
πού πήγαν οι προηγούμενοι και χάθηκαν
ποιος ξέρει τι απέγιναν
αν όντως υπάρχουν.

 Δοκιμές συγκολλήσεως (2013)

“Τεχνουργοί σπανίων κοσμημάτων”
«Εσύ που ξέρεις, πες μας, τι γεύση έχει ο χρυσός;»
Dante Alighieri, Θεία Κωμωδία: Καθαρτήριο,
Άσμα XX, στ. 116.
Ήξεραν, έλεγαν, τι γεύση έχει το χρυσάφι
οι τεχνουργοί των σπάνιων κοσμημάτων.
Πόσο λεπτεπίλεπτα στον πάγκο τα εργαλεία τους
τι νευρασθενικές οι ζυγαριές ακριβείας τους!
Εσύ, όμως, που πάλευες με τη σκουριά
ήξερες πως τίποτα δεν πουλούσαν καθαρό
της αλχημείας οι μάστορες και των κραμάτων.
Κι οι ζυγαριές τους δεν μπορούσαν να μιλήσουν…
Γι’ αυτό πουλούσαν ανενόχλητοι
άνθη λωτού κι υποσχέσεις σε κάνιστρα
ως υπεράνω πάσης υποψίας τεχνουργοί.
Ενώ εσύ που παίδευες τα ταπεινά σου μέταλλα με τη βαριά
δεν έμαθες ποτέ την τέχνη των περιστροφών
των ελιγμών, των λήρων, των φληναφημάτων.

 Άλλα ποιήματα

«Τα τρύπια γρόσια των ονείρων»
Διάτρητες υποσχέσεις
των μεσονύχτιων λογισμών.
Ούτε τα πουλιά στις ηλεκτροφόρες
ελπίδες ακόνιζοντας τα ράμφη τους
ούτε τα σκυλιά γλείφοντας τις πληγές μας
ούτε τα χαμόγελα των ρητόρων τρύπια
στα γκρεμισμένα μπαλκόνια
με τ’ άγρια χόρτα να ριζώνουν στη μνήμη μας
τίποτα δεν μπορούσε να μας συγκρατήσει πια.
Ούτε κι οι κραυγές του πλήθους
ούτε των σοφιστών οι ελιγμοί. Τίποτε!
Μήτε και τα δάκρυα των αγίων
που φαίνεται δεν είδαν στην πόρτα μας
τα τρύπια γρόσια των ονείρων.
[Πόρφυρας 151-152 (Απρ.-Σεπτ. 2014) 101]
“Συλλέκτης πετρωμάτων” [Αδημοσίευτο]
Οι πέτρες στο προσκέφαλό σου
ήταν για να θυμάσαι τους μάρτυρες
λίγο προτού παραδώσουν το σώμα τους
στο μαινόμενο πλήθος.
Την αγωνία τους
μήπως την ύστατη στιγμή προσκυνήσουν.
Αν και στη μητέρα σου έλεγες
πως εσύ δεν ήσουν παρά μόνο
ένας συλλέκτης πετρωμάτων.
Κι ας ήξερε τι σήμαιναν
οι κηλίδες στο πάτωμα
τα καμένα χόρτα στην άκρη του δρόμου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ
Ο Γιώργος Μολέσκης γεννήθηκε το 1946. Φοίτησε στο Αγγλικό Κολλέγιο Λευκωσίας και στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας – Λομονόσοφ. Είναι κάτοχος πτυχίου M.A. στη Ρωσική Γλώσσα και Λογοτεχνία και Ph.D. στη Λογοτεχνία. Εργάστηκε ως Πολιτιστικός Λειτουργός στον Δήμο Λάρνακας και στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, όπου κατείχε τη θέση του Ανώτερου Μορφωτικού Λειτουργού. Εργάστηκε, επίσης, στο Ίδρυμα Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου, όπου κατείχε τη θέση του Εκτελεστικού Συμβούλου.
Διετέλεσε πρόεδρος και μέλος σε διάφορα συμβούλια πολιτιστικών σωματείων, πρόεδρος και μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας και από το 2013 είναι Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Εξέδωσε δεκατρείς ποιητικές συλλογές, μια νουβέλα, μια μελέτη για τον ποιητή Παύλο Λιασίδη, τέσσερα βιβλία με μεταφράσεις από τη ρωσική και την αγγλική γλώσσα, ανάμεσα στα οποία και μια ανθολογία Ρώσων ποιητών του 20ου αιώνα και μια ανθολογία σύγχρονων Τουρκοκυπρίων ποιητών. Μερικές από τις ποιητικές του συλλογές μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν σε ξεχωριστά βιβλία στη Γαλλία, Ιταλία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία και Αλβανία. Τιμήθηκε με κρατικό έπαινο και κρατικό βραβείο ποίησης.
Στην Ελλάδα εκδόθηκαν τα βιβλία:
Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, Σύννεφο με παντελόνια, Εκδόσεις Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1995.
Ρώσοι ποιητές του 20ου αιώνα, Εκδόσεις Μεσόγειος (Πανεπιστήμιο Κύπρου και Ελληνικά Γράμματα), Αθήνα 2004.
Αναμονή βροχής, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2008.
Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές. Απόπειρα επικοινωνίας, Εκδόσεις Τόπος,
Αθήνα 2010.
Το ημιτελές ποίημα, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2014.

ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ  (2001)

ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ
Την ποίηση, όπως και την καλή διάθεση,
μπορεί να την αντλήσεις κι απ΄ το ελάχιστο,
σχεδόν από το τίποτε. Kαι τότε
το τίποτε αυτό θα πάρει υπόσταση
και θ΄ αποκτήσει σώμα όπως στο θαύμα της Κανά.
Πολλά δε θέλει να υπάρξει η ποίηση. Τα γεγονότα
πιο συχνά τη βαραίνουν και την πνίγουν
όπως οι κάθε λογής υπολογισμοί τον έρωτα.
Αλλά όταν υπάρξει είναι μια σκάλα
που ανεβάζει σε τραπέζι με ψωμί
σε κανάτι με κρασί
ή στο κρεβάτι του έρωτα.
Δίνει ακόμη λίγη από τη γεύση της αθανασίας
καθώς η ερωτική πράξη με γυναίκα αγαπημένη
που ρίχνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.
ΓΥΜΝΟ ΣΑΝ ΒΡΕΦΟΣ
Γυμνό γεννιέται το ποίημα – πιο γυμνό κι από βρέφος•
με κλάμα και άναρθρες κραυγές φωνάζει για την ύπαρξή του.
΄Ετσι γυμνό και απροσάρμοστο
είναι μονάχα μια λάμψη ελευθερίας
ένα στροβίλισμα συγκίνησης
μια υπόσχεση αθανασίας.
Το προσαρμόζουμε στη δεδομένη γλώσσα,
το εντοιχίζουμε στα δεδομένα μέτρα,
το ντύνουμε πολιτική και ιδεολογία,
το κοινωνικοποιούμε…
Μ΄ ένα οπλοστάσιο συμβάσεων προχωρούμε
αφού δεν ξέρουμε άλλο τρόπο
να το κάνουμε να υπάρξει.
Μ΄ αυτά τα δεδομένα, ωστόσο,
η μόνη ελπίδα να υπάρξει στο τέλος το ποίημα
είναι να καταφέρει να προβάλλει
πίσω απ΄ τα ντύματα και τις συμβάσεις
τη γυμνότητά του. Και σαν βρέφος
να στριγγλίζει θαμπωμένο απ΄ τη ζωή.
Τ΄ ΑΣΤΕΡΙΑ
Τόσο πολύ εγέμισα με άστρα
αφού μεγάλωσα τρώγοντάς τα σαν καραμέλες
που τα κουβαλώ μέσα μου ακόμη και τη μέρα.
Μες στην αυλή μας με τα γέρικα δέντρα,
τους μισοχαλασμένους τοίχους και τους γέροντες
που κάθε μέρα φεύγαν
τ΄ αστέρια ήταν κάθε βράδι το μόνο καινούριο πράγμα.
Τα τραγούδια της γιαγιάς
καθώς επαναλαμβάνονταν με τ΄ άστρα
ανεβαίνανε κάθε βράδυ στον ουρανό
αναζητώντας το καθένα το δικό του αστέρι.
Το πρωί πέφτανε όλα μέσα μου.
Τώρα που δεν υπάρχει πια
μήτε η αυλή μήτε το σπίτι
και φύγανε οι γέροντες
τα κουβαλώ όλα μέσα μου,
το καθένα με το δικό του αστέρι.
Και κάθε βράδι,
ύστερα από μια κουραστική μέρα
με κέρδη και ζημιές και μόνιμες απώλειες,
τίποτε δε βρίσκω πιο καινούριο
από τ΄ αστέρια.
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΔΙΔΥΜΩΝ
Η αλήθεια δεν είναι ευθεία γραμμή, ούτε και το ψέμα,
έχουν και τα δυο ένα κοίλο. Μέσα στο κοίλο της αλήθειας
εισχωρεί το ψέμα και μέσα στο κοίλο του ψέματος
εισχωρεί η αλήθεια και αλληλοεφάπτονται. ΄Ετσι
μέσα στην ομορφιά εισχωρεί η ασχήμια
και μέσα στην ασχήμια η ομορφιά,
όπως στο κέρδος εισχωρεί η ζημιά
και στη ζημιά το κέρδος.
΄Ολα παίζουν ένα παιχνίδι, ο πιστός και ο άπιστος,
ο νόμος και η παρανομία, ο εγκληματίας
και ο διώκτης του. Έτσι καθώς εφάπτονται διαρκώς
το ένα μέσα στο άλλο λίγο εισχωρεί,
το ένα από το άλλο λίγο χωματίζεται.
Μετά που είδαμε ν΄ανάβουν οι φούρνοι για ανθρώπους
και τις βόμβες να πέφτουν μέσα στο πλήθος
χάσαμε τη γραμμή που ορίζει το συν και το πλην,
το μπροστά και το πίσω.
Κάθε φορά μέσα απ΄ τη λάσπη περιμαζεύουμε τον άγγελο,
τον πλένουμε και τον χάνουμε. ΄Ολο και ψάχνουμε
να βρούμε να ακολουθεί πορεία ανόδου είτε πτώσης,
πόσα κέρδισε στην πάλη με το σατανά και πόσα έχασε,
τι σατανικό πήρε και τι αγγελικό έδωσε
σε τούτο το παιχνίδι των διδύμων.

ΜΕΣ ΣΤΗ ΡΟΗ  (2009)

ΜΙΑ ΚΗΔΕΙΑ ΣΕ ΜΕΡΑ ΒΡΟΧΕΡΗ
“Βρέχει, πατέρα”.
“Βρέχει, αλλά εγώ θα πεθάνω”.
(Διάλογος του ποιητή με τον πατέρα του)

Στον τόπο μας είναι λίγες οι βροχές, πιο πολλή
η κάψα του ήλιου κι η αιώνια σκόνη
που σκεπάζει ιστορία και μύθο.
Κι όμως τη μέρα εκείνη της κηδείας
έβρεχε ασταμάτητα από το χάραμα.
Βρεχότανε ο κόσμος όλος κι όσοι μαζεύτηκαν
να συνοδεύσουν το νεκρό στον τάφο.
Μισοβρεγμένο τον πήγαμε στην εκκλησιά,
καταβρεγμένο τον εβάλαμε στο λασπωμένο χώμα.
“Είναι η ευλογία του Θεού”, λέγαν οι γέροντες,
“είναι η σύγχώρεση στις αμαρτίες του…”.
Μα ήτανε τόσες πολλές οι αμαρτίες του
ή μήπως η ευλογία του Θεού ήτανε τόσο μεγάλη
για να χαρεί κι η διψασμένη γη μας!…
“Κύριε ελέησον!… Κύριε ελέησον!…”
Ποιος αξιώθηκε τόση ευλογία!
Πόσες φορές είχε σπείρει όλο το βιος του
και περίμενε τη βροχή να το πολλαπλασιάσει.
Έβγαινε μες στο χάραμα κι άπλωνε τα χέρια
ικετεύοντας να φυσήξει ο αγέρας
να φέρει το σύννεφο, να φέρει ψωμί για τα παιδιά…
Κι όση βροχή του αρνήθηκε ο Θεός
του την έδωσε όλη μονομιάς την τελευταία του μέρα.

ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΠΟΙΗΜΑ  (2014)

Ο ΓΟΡΙΛΑΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Ένας γορίλας στο ζωολογικό κήπο του Βερολίνου
περιφέρεται οργισμένος μέσα στον περίκλειστο
από τοίχους και σίδερα λάκκο του. Μας κοιτάζει
με βλέμμα σκοτεινό, όπως ο φυλακισμένος σε ισόβια.
Σίγουρα έχει πλήρη συναίσθηση της κατάστασής του
και μισεί τη μοίρα του, όπως κι εμάς,
που τον κάναμε θέαμα.
Αν μπορούσε να μας φωνάξει κατάμουτρα
αυτά που σκέφτεται για μας
δε θα ξέραμε που να κρύψουμε το πρόσωπό μας.
Πιο πολύ όμως θα ήθελε να βρεθεί ελεύθερος
έξω από το λάκκο του
και σαν ένας φοβερός θεός, απελευθερωμένος,
να μας σκορπίσει όλους δεξιά κι αριστερά
και να πετάξει πάνω από τα κεφάλια μας,
πάνω από την περίφραξη του κήπου, τους δρόμους,
τα σπίτια, τις πολυκατοικίες, τα εργοστάσια,
τα τρένα και τα αυτοκίνητα
και να βρεθεί μέσα στο παρθένο του δάσος
χίλια χρόνια πριν απ’ όλα τούτα, μόνος,
πρόσωπο με πρόσωπο με το θεό του.
2012
ΤΟ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΣΚΥΛΙ
Περπατούσα κάτω από ψιλή βροχή
στη φθινοπωρινή Θεσσαλονίκη.
Στη διασταύρωση Εγνατίας και Αριστοτέλους
έπεσα πάνω σ’ ένα αδέσποτο σκυλί.
Είχε ένα βλέμμα ερευνητικό, λίγο θλιμμένο
κι ήταν ψηλό κι αδύναμο – μου φάνηκε πεινασμένο.
Το κοίταξα για λίγο – με κοίταξε κι αυτό,
έβγαλα από την τσέπη μου πενήντα λεπτά
και του αγόρασα ένα κουλούρι
από τον πλανόδιο πωλητή
που κούρνιαζε κάτω από μια τέντα.
Του το πρόσφερα, το πήρε απρόθυμα στο στόμα,
το κράτησε για λίγο και το άφησε.
Ύστερα διασταύρωσε ήσυχα το δρόμο
περνώντας ανάμεσα στα αυτοκίνητα.
Έτσι, με τη χειρονομία του αυτή,
ένα αδέσποτο σκυλί σε ξένη πόλη
ξεσκέπασε όλη την ασήμαντη γενναιοδωρία μου,
ξεγύμνωσε όλη τη ματαιοδοξία μου
και μου στέρησε το αίσθημα ικανοποίησης
για μια φτηνή χειρονομία,
για την ελεημοσύνη μιας δεκάρας.
Θεσσαλονίκη, 13 Οκτωβρίου 2010
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ
Στον ποιητή Τόλη Νικηφόρου
Ο κάθε ποιητής έχει το μυστικό του αλφάβητο.
Μέσα του ζούνε ιστορία και μνήμη
και τρέφουνε το λόγο του.
Αλλά τι το ήθελες εκείνο το Σαλιχλί
– τόπο χαμένο μες στη Μικρασία –
να μου θυμίζει τη δική μου Λύση,
τη χαμένη μέσα στη Μεσαορία…
Εκεί οι ψυχές των θαμμένων μου προγόνων
γυρίζουν σαν εικόνες διάφανες μέσα στο φως,
σαν μουσικές μες στον αγέρα,
κυκλοφορούν σε τόπους που στέκουνε βουβοί
μες στην ομίχλη του χρόνου.
Τη φυγή στο όνειρο αναζητώ
και τα περασμένα χρόνια
μες στο όνειρο τα ζωντανεύω.
Περπατώ μέσα σ’ ένα κόσμο
που είναι την ίδια στιγμή
παρελθόν, παρόν και μέλλον,
αύρα θαλασσινή, ήχος από αόρατο κύμα,
δάσος από ανθρώπους,
πράγματα και μνήμες….
Πέφτει βροχή
και κάνει να φυτρώνουνε μες στην ψυχή
λουλούδια χρόνια ξεχασμένα,
που μονάχα μ’ ένα μυστικό αλφάβητο χρωμάτων,
ήχων και αισθήσεων μπορείς να τα διαβάσεις.
Και όλα προχωρούν για να διαλυθούν
μέσα στο φως ετούτο
που κι εμείς θα γίνουμε μια μέρα.
Νοέμβριος 2010
ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΨΥΧΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Μπροστά μου,
πάνω στο γραφείο που εργάζομαι,
βρίσκονται παραταγμένα σε σειρά
διάφορα άψυχα πράγματα: τρεις μικρές πέτρες
που κουβάλησα από τρεις θάλασσες
δυο θραύσματα ηφαιστειογενών πετρωμάτων,
που περιμάζεψα από τα κράσπεδα
δυο μακρινών ηφαιστείων,
ένα κομμάτι παλιού κεραμικού
με κάποια ίχνη κλασικότροπης διακόσμησης,
που ξεκόλλησε από παλιό κτίριο μεγαλούπολης
που με φιλοξένησε για χρόνια,
ένα κομμάτι σίδερο κι ένα άλλο από χαλκό,
που μάζεψα από μηχανουργεία
κι οικοδομές που δούλεψα κάποτε…
Είναι όλα εδώ μπροστά μου, χρόνια τώρα.
Τις μέρες φωτίζονται από το βόρειο φως
που μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο,
τις νύχτες απ’ το φως της επιτραπέζιας λάμπας.
Κάποτε απλώνω το χέρι μου και τα αγγίζω,
τα ανακατεύω σαν τις αναμνήσεις από μακρινά ταξίδια
κι ύστερα τα επανατοποθετώ στις θέσεις τους.
Το καθένα είναι και μια ιστορία,
με την αρχή, το τέλος, τη διάρκειά της….
Το καθένα κρύβει μέσα του μια ζεστασιά,
ένα ίχνος ψυχής, μια σπίθα φωτιάς,
μια αίσθηση σταθερότητας
μέσα στην ανελέητη ρευστότητα του κόσμου,
μια ανθρώπινη ανάσα, μια χειρονομία
που προεκτάθηκε στο χρόνο.
Το πιο σημαντικό, ωστόσο,
είναι που τα άψυχα τούτα πράγματα
μπορούν να γίνονται μνήμες, λόγια και μουσικές,
χάρτες των διαστάσεων του κόσμου
και του βάθους της μνήμης,
να δίνουν την αίσθηση της διάρκειας του χρόνου
στο τέλος μια άλλης εφήμερης μέρας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
O Γιώργος Φράγκος γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1962. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Φιλίας των Λαών της Μόσχας και το 1989 παρακολούθησε στο ίδιο Πανεπιστήμιο μεταπτυχιακά μαθήματα στην έδρα της λογοτεχνίας. Από το 1990 εργάζεται στη Λευκωσία ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο Τύπο. Είναι μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και διατέλεσε μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας.
Ποιήματά του δημοσιεύονται κατά καιρούς, ως επί το πλείστον, στα λογοτεχνικά περιοδικά Νέα Εποχή και Άνευ, ενώ έχει συμμετοχή και σε ορισμένες ποιητικές ανθολογίες. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές. Εκτός από την ποίηση ασχολείται και με την κριτική λογοτεχνίας. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ισπανικά, ιταλικά, βουλγάρικα και ρωσικά.
Παλιές αγάπες
Οι παλιές αγάπες μένουν στη σοφίτα του μυαλού
σκεπασμένες, σκονισμένες και με γεύση του πηλού
Δεν έχουν ποτέ γεράσει, δεν έχουν ποτέ χαθεί
κι όσο έχουνε πικράνει, τόσο έχουν πικραθεί
Οι παλιές αγάπες πάντα γαληνεύουν τη ψυχή
δεν εξάπτουνε τα πάθη, δεν ανοίγουνε πληγή
Κουβαλούνε αναμνήσεις σαν μυρμήγκια την τροφή
και γνωρίζουν ως που φτάνουν, ξέρουνε την οροφή
Οι παλιές αγάπες έχουν κάτι απροσπέλαστο
μοιάζουν με τον ουρανό μας, το γλυκό και έναστρο
Αγαπώ τη νοσταλγία, αγαπώ πολύ κι αυτές
δεν κομπάζω, μα ρεμβάζω και τις πεθυμώ σαν χθες
Απαγορεύεται η αναμονή *

Απαγορεύεται η αναμονή
Έτσι που ανοίγει τα επίμονα, καρτερικά φτερά της
κόβει τον αέρα της διαρροής,
της εισροής ή και της όποιας ροής.
Απαγορεύεται η αναμονή
Έτσι σφιχτά που σταυρώνει τα χέρια της
στο προσηλωμένο στήθος
παρακωλύει τη διέλευση νέων ανέμων,
νέων ιδεών, νέων ταλαιπωριών, έστω.
Απαγορεύεται η αναμονή
Έτσι φορτικά καρφωμένα π’ αφήνει τα μάτια της
στο αέναο κενό της μίας ελπίδας
διεμβολίζει εκατοντάδες άλλα φτερακίσματα,
αναπτερώσεις, αναπετάσματα,
ακόμη και ανεμοσκορπίσματα.
Απαγορεύεται η αναμονή
αναγορεύεται σε προσμονή
υπαγορεύεται σε πλησμονή, έστω.
Φτάνει ν’ αποκτήσει τάση και διάσταση
κλίση, επίκληση ή ανάκληση.
Οι επίπεδες στατικές αναμονές
είναι αδιέξοδες και άδοξες συνάμα.

  • Επιγραφή μπροστά από την πύλη των αφίξεων
    στο διεθνές αεροδρόμιο της Λάρνακας.

Χαμόγελα
Το κρατικό θέατρο σημαιοστολισμένο για την πρεμιέρα
Στο φουαγιέ τα μέλη του Δ.Σ.
να υποδέχονται με σαρδόνια χαμόγελα τους επίσημους προσκεκλημένους
Χαμόγελο – φρεγάδα, της κλίμακας άλφα δεκαέξι,
για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Χαμόγελο – ταχύπλοο σκάφος, της κλίμακας άλφα δώδεκα,
για τους βουλευτές
Φευγαλέο χαμόγελο – σκουτεράκι, στη βάση της κλίμακας,
για τον ρεπορταράκο που μπήκε τελευταίος στον προθάλαμο.
Και πικροχαμόγελο – υπερωκεάνιο
εκ μέρους του μεταστάντος δραματουργού
που εξ ουρανού αντελήφθη
το δράμα της κλίμακας των αξιών μας.
Εγκαταλειμμένο βρέφος
Εγκαταλειμμένο βρέφος το αύριο,
με βρώμικες φασκιές,
μπουσουλάει στα λασπόνερα
της αβεβαιότητας και της ασυδοσίας,
μυξοκλαίει ατενίζοντας
θολά τοπία και γκρίζους ουρανούς,
τρίβει τα κατακόκκινα ματάκια του
λες κι άγγιξε καυτό πιπέρι ανευθυνότητας.
Εγκαταλειμμένο βρέφος το αύριο,
με λερωμένο προσωπάκι,
σπαράζει αφημένο
στα σκαλοπάτια της ασυνειδησίας,
πλαντάζει γοερά
στο πεζοδρόμιο της διαφθοράς,
εκβάλλει βαθείς, διακεκομμένους λυγμούς,
διασπώντας το νιρβάνα αφελούς μακαριότητας.
Το αύριο όμως,
όπως και κάθε αύριο άλλωστε,
θα μεγαλώσει,
θ’ ανατραφεί σε ορφανοτροφεία και ιδρύματα,
θ’ ανδρωθεί σε πλατείες, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις,
θα γαλουχηθεί σε νάματα και ιδανικά,
θα προδοθεί σε γραφεία και καταγώγια
και θα ταφεί με δόξες και τιμές
βραχείας ημερομηνίας λήξεως.
Ώσπου ν’ ακουστεί και πάλι το κλάμα ενός μωρού,
κι ένα καινούργιο αύριο,
έκθετο και εγκαταλελειμμένο,
να τραβήξει ξανά την ίδια ανηφόρα.
Κουτάβι
Καχεκτικό κουτάβι ο έρωτας,
ζαρωμένο στον καναπέ του σαλονιού μας.
Μάλλινη κουβέρτα, ο παρατατικός που το σκεπάζει.
Γαβάθα με γάλα, ο αόριστος στα πόδια του.
Κι ένα κόκαλο βρασμένο, ο υπερσυντέλικος στο πλάι του.
Όμως αυτό ποθεί
του ενεστώτα τα παιγνιδίσματα,
ο παρακείμενος έστω,
να του ρίξει τη μπάλα
κι αυτό λαχανιάζοντας
να τρέξει να τη φέρει.
Όμως αυτό λαχταρά
του στιγμιαίου μέλλοντος τους κραδασμούς,
του συντελεσμένου μέλλοντος τις αυτάρεσκες ανάσες,
πόσω μάλλον του μέλλοντος διαρκείας
τα γλυκά γουργουρητά.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑΣ

ΑΝΤΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑΣ
Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1950. Τελείωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγητής σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Από το 1989 μέχρι το 1994 διατέλεσε Διευθυντής της Κυπριακής Βιβλιοθήκης. Διετέλεσε επίσης Διευθυντής σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Είναι Πρόεδρος της Βιβλιογραφικής Εταιρείας Κύπρου, Πρόεδρος του Κυπριακού Συνδέσμου Τεχνών και Επικοινωνιών (ΚΥ.ΣΥ.Τ.Ε.), Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και Μέλος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας «Πάφος 2017».
Εξέδωσε μεταξύ άλλων τα πιο κάτω βιβλία:
«…Στιγμές» (ποίηση), Λευκωσίας 1981.
«Αφιερωματικά τεύχη Κυπριακών Λογοτεχνικών Περιοδικών», Λευκωσία 1993.
«Ευρετήριο του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973), Λευκωσία 2007.
«Εγώ η Πέτρα…» (ποίηση), Λευκωσία, 2008. (Βραβείο Κ. Μόντη).
«Λογοτεχνικά Περιοδικά της Κύπρου 1960-2010, Αφιερώματα Κυπριακών Περιοδικών 1960-2010, Αφιερώματα Ελλαδικών Περιοδικών για την Κύπρο», Λευκωσία 2010 (Βραβείο Βιβλιογραφικής Έρευνας).
Η Πέμπτη εποχή ή Συνομιλία μ’ ένα κοχύλι (ποίηση), Λευκωσία 2012.
Επιμελήθηκε πολλές εκδόσεις ιστορικού και λογοτεχνικού περιεχομένου (8 τόμοι Ιστορία της Κύπρου κ.ά.)
Έχει δημοσιεύσει άρθρα και κριτικές των εικαστικών και του βιβλίου σε εφημερίδες και περιοδικά.
ΕΓΩ Η ΠΕΤΡΑ…
Εγώ η πέτρα
η αχορτάρίαστη
κατρακυλώ μες στους αιώνες
ίδια η συνείδηση του ανθρώπου
βουβή κάτω από το νερό
ως την έκταση του φωτός.
Ύστερα έμαθα τη γλώσσα
των ανθρώπων
των πουλιών
και των φυτών
τις αιώνιες λέξεις
των μακρινών προγόνων.
Έγινα ο λυγμός του περιστεριού
ταξίδεψα ανάμεσα στους αστερισμούς
περνώντας από συμπληγάδες.
Εγώ η πέτρα
η πρωτόγονη
επιβίωσα πέραν της υποψίας
του χρόνου
για να φυλάω μέσα μου
τη μνήμη των αιώνων.
Γεννήθηκα σε τούτο το πετροκάραβο
που άραξε εδώ
που σμίγουν οι ανέμοι
στο πέρασμα των άγριων καιρών.
Γεννήθηκα τότε που η θάλασσα
χαμήλωνε κι άφησε πάνω μου
γαντζωμένα όστρακα
να προδίδουν την ηλικία του χρόνου.
Με μόνη συντροφιά μου τη σιωπή
άναψα φωτιά στους πρώτους ναυαγούς
στους πρώτους εξόριστους ναυτικούς.
Έσμιξα με τη ρίζα της ελιάς
και τους έθρεφα με λάδι.
Τρύγησα τ’ αμπέλι
και τους μέθυσα για πρώτη φορά.
Κι ήρθαν έμποροι
να γευτούν τα δώρα τούτα της γης μου
ήρθαν φουσάτα αλλόχθονα
να τ’ αρπάξουνε με βία.
Τότε άκουσα το ποδοβολητό τους
κι ανατρίχιασα.
Τότε είδα να στριφογυρίζουν
δρεπανηφόρα άρματα
σε χρυσούς κάμπους
κι αρνήθηκα την υποταγή τους.
Από τότε πέρασαν
αιώνες πολλοί
κι έγινα στων πλουσίων τα δώματα
λαμπρό πετράδι
σε βασιλιάδων διάδημα.
Σύμβολο εξουσίας και ιριδισμών
μεταμόρφωση.
Εγώ η πέτρα
η παντοτινή
αναδύομαι από τα έγκατα της γης
και σκορπώ φωτιά
καίω φλάμπουρα και πανιά
των εχθρών μου.
Κι ύστερα βουλιάζω
μες στο παμπάλαιο νερό
και γίνομαι σκληρό κοφτερό μαχαίρι
στα σπλάχνα των τεράτων.
Εγώ η πέτρα
η αγκωνάρικη
αφουγκράζομαι τους κτύπους
της γης μου.
Φυλάω μέσα μου τη μνήμη
τόσων ταξιδιών του νου.
Κάνω κύκλους στο νερό
μετρώ τις ρυτίδες του χρόνου
αποστραγγίζω τα κοχύλια
προσεύχομαι μέσα στην τεφρότητα
των οριζόντων
να ‘ναι το ξημέρωμα μια φορεσιά γαλήνης.
Εγώ η πέτρα
η πρωτεϊκή
άφησα τους προγόνους μου
σε μακρινούς γαλαξίες.
Ταξιδεύω με την ηχώ
του χρόνου
περνώ μεσ’ από τη σιωπή
των αιθέρων
γίνομαι αιώνια γέννηση
του φωτός
καιόμενη βάτος
εύφλεκτη αγρύπνια.
Πλάθω συνεχώς
την ιστορία
κρατώ επτασφράγιστα
μυστικά.
Χύνω κρασί
στα στήθια της θεάς
κι οι θηλές της
στάζουν έρωτα.
Το αγνόσυρτο βήμα της
πάνω στα νοτισμένα βότσαλα
ασημοτρέμει σαν λέπι γοργόνας.
Αγκαλιάζω τα γόνατά της
προσκυνώ την αρχέγονη κοίτη
αγιογραφώ
την ισόβια σπατάλη
την αμβροσία
του σώματος.
Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ
Η’ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ Μ’ ΕΝΑ ΚΟΧΥΛΙ

Η σιωπή με φέρνει
σ’ εκείνο το ακροθαλάσσι
που κάποτε αγκάλιασα
το δέλτα του σώματος σου.
Ένα γυμνό κοχύλι
ανάσκελα κοιτάζει τη σελήνη
ορθάνοικτο
ροδόχρωμο αιδοίο
να μπαινοβγαίνει μέσα του
ο πάλλευκος αφρός
σαν υδάτινο σπέρμα.
Το ανασηκώνω στα χέρια μου
το ακουμπώ στο αυτί μου
ν’ αφουγκραστώ
τα τόσα που έχει να μου πει.
Για πολυτάξιδες γοργόνες
με την ακόρεστη περιέργεια στα χείλη
για νύμφες που χορεύουν ρυθμικά
κτυπώντας όστρακα
να ξορκίσουν άλιους δαίμονες
για μέδουσες που κτενίζουν
τα φιδίσια μαλλιά τους
μπροστά σ’ εκτυφλωτικό κάτοπτρο
έτοιμες
να μεταλάβουν το πάθος της σάρκας.
Μικρό γυμνό κοχύλι
γεννήθηκες από μήτρα υγρή
με την αρχέγονη αγωνία
ν’ αντιμάχεσαι τον ανελέητο
εναγκαλισμό του ενστίκτου.
Ξεπήδησες από σκοτεινή σπηλιά
και ντύθηκες γαλάζιο φως
για να πορευθείς
ανάμεσα στις ράγες
μιας πέμπτης εποχής.
Μικρό άσπιλο κοχύλι
τίποτα πιο διαυγές
από τα μάτια σου
μαβιά του πόθου ανταύγεια.
Λαμπρό ανάκλιντρο
σε προσμένει
ανάμεσα στ’ άλικα κοράλλια
.
Καταδύεσαι
με χείλι τρεμάμενο
ψιθυρίζοντας υμέναιους
στο βάθος της έκστασης.
Υφαίνεις αόρατο δίκτυ
να κρατήσεις
στο διάσελο του στήθους
την ευλογία του έρωτα.
Μικρό ηδονικό κοχύλι
αξιέραστο σαν την Ερατώ
καλοί δαίμονες φυσούν την κόγχη
καλούν κοντά σου
μειλίχια δελφίνια
ιχθυόμορφες θεότητες
να σε συνοδεύσουν
στον όρμο
της μεγάλης σύναξης των κυμάτων.
Η Ψαμάθη θωπεύει την υγρή άμμο
να υποδεκτεί το άμωμό σου σώμα.
Η Σπειώ λαξεύει στους βράχους
νυμφικό κρεβάτι.
Η εύπλοια Αφροδίτη
σε στεφανώνει με πέταλα
από άνθος αστρικό.
Μικρό προμηθεϊκό κοχύλι
με πυρακτωμένη σμίλη
σκαλίζεις στίχους
σε λίθινες δέλτους
να τις μεταφέρουν
εχινόδερμοι ιππόκαμποι
και φτερωτοί Πήγασοι
σε υγρά δώματα
εκεί που κατοικούν
η Χρυσίππη, η Μενίππη και η ίπποθόη.
Στίχοι που γίνονται ευθύς
ρίμες θηλυκωμένες
με σεντεφένιες χορδές
γλυκόλαλης λύρας
που ακουμπά στα στήθια
της Υπερίππης, της Ιππομέδουσας και της Ιππονόης.
Με οπάλλινο καλέμι
εγχαράσσεις σύμβολα
σε νοτισμένη άμμο
για να τ ‘αγκιστρώσουν
στα ράμφη τους θαλασσοπούλια
να τα ταξιδέψουν
στο απάνεμο ρείθρο
των μαστών της Ηιόνης
τη ζήλεια σκορπώντας
στην Κυματολήγη και την Κυμώ
την Κυμοδόκη και την Κυμοθόη
που στέλνουν
αφρισμένο κύμα
να τα σβήσει.
Απιθώνω
το καλλίπυγο σώμα σου
ανάμεσα σ’ έωλους εραστές
πάνω σε ανάστροφη θυμέλη
να το ζώνουν
αιχμηροί πυράκανθοι
να το τυλίγουν
αποψιλωμένοι θύρσοι
να το κατακλύζουν
λευκές χαίτες κυμάτων.
Μικρό ισόβιο κοχύλι
μια πέμπτη εποχή
σαν έξαρση στο χρώμα του νεφρίτη
διεγείρει την αίσθηση της ηδονής
που εκβάλλει
σε καθαρτήριους κόλπους.
Μια πέμπτη εποχή
σαν λύτρωση
στο χρώμα του σμαραγδιού
ιερουργεί
τη ζώσα ουσία της ηδονής
που εισχωρεί
στο λαβύρινθο της σιωπής.

ΒΑΣΙΛΚΑ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑ

ΒΑΣΙΛΚΑ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑ.2
Η Βασίλκα Χατζήπαπα γεννήθηκε στη Σόφια. Σπούδασε Γερμανική και Αγγλική Φιλολογία Εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών όπου επιμελήθηκε πολλές εκδόσεις στα γερμανικά, αγγλικά, βουλγαρικά και ελληνικά.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές «Γουλιά αέρα», Λευκωσία, 1983, «Ζωή που αναβλήθηκε» εκδόσεις «Μπαλκάνι», Σόφια, 2003, «Λέξεις από καρύδι», εκδόσεις «Πλάμακ», Σόφια, 2009 και «Η μοναδική λέξη», εκδόσεις «Περί λύχνων αφάς», Λευκωσία, 2010. Η ποιήτρια εκφράζεται ποιητικά τόσο στη μητρική της γλώσσα όσο και στα Ελληνικά.
Η ίδια έχει κάνει την ανθολόγηση και το μεγαλύτερο μέρος των μεταφράσεων του ειδικού αφιερώματος στην Κυπριακή Λογοτεχνία του έγκυρου βουλγάρικου λογοτεχνικού περιοδικού «Πλάμακ», τεύχος 11-12, 2009. Μετέφρασε το μεγαλύτερο μέρος από το βιβλίο του Γ. Χριστοδουλίδη «Ονειροτριβείο κ.ά.) στα Βουλγάρικα. Επιμελήθηκε τη Βουλγάρικη έκδοση του Βιβλίου «Το ασταθές βήμα», του Χρ. Χατζήπαπα.
Έγραψε θεατρική κριτική στις εφημερίδες «Φιλελεύθερος» και «Το βήμα» της Κύπρου, ενώ για πολλά χρόνια είχε τη στήλη της θεατρικής κριτικής στην εφημερίδα «Πολίτης». Μαζί με τον σύζυγό της συγγραφέα Χρίστο Χατζήπαπα έχουν μεταφράσει ποίηση, πεζό καθώς και δύο θεατρικά έργα από τη βουλγαρική που παίχτηκαν από τη σκηνή του ΘΟΚ (1981) και του Σατιρικού Θεάτρου (1991)

Η μοναδική λέξη  (2009)

Πυγολαμπίδες
Δεν κατανοούμε μήπως
και δε δεχόμαστε το τέλος
την έκρηξη εκείνη τη μικρή
που τον πυρήνα σπάζει
του θαύματος
της ζωντανής μας ύλης;
Έτσι τάχα διαφέρουμε
από τ’ άστρα
που σβήνουνε σε τροχιά
στη σιωπή
ή τους σπινθήρες
που κυλά αδιάφορα
ο άνεμος
στα ρείθρα των λεωφόρων;
Ή τέλος μοιάζουμε
με τις πυγολαμπίδες
που εν πτήσει χάνονται
μες στο σκοτάδι;
Και στάζει του φωτός
το κάλυμμα νεκρό
πάνω σε ξεραμένα φύλλα
και βότανα καμένα.
Η μοναδική λέξη
Δεν αγάπησα όπως μπορούσα
Δεν αγαπήθηκα όπως θα ΄θελα.
Δεν έχω βρει
τη μοναδική τη λέξη
τον ήχο τον μοναδικό
που ανθρώπους κι αισθήματα μερεύει.
Τη σκέψη τη μοναδική
που τον πυρήνα ξεκλειδώνει
της ζωής.
Δεν έχω βρει
του αιώνιου τη διάφανη σφαίρα
που κάθε τι δικό μου
ζεστό, σπαταλημένο,
σε δάκρυ κρυστάλλινο μαζεύει.
Σαν με βάλουνε στη γη
Σα με βάλουνε στη μαύρη γη
και τα βλέφαρα πασπαλίσει χώμα
αγγελικά φτερά θα σκαρφιστώ
να το τινάξω πέρα.
Τους οδοδείκτες να γυρίσω
πάνω απ’ του χρόνου τον άσπρο βράχο
να πετάξω
μέχρι της μάνας μου το σπλάχνο.
Ήσυχα να κάτσω εκεί
περιμένοντας
ξανά να γεννηθώ.
Ο νεκρός πλανήτης
Είναι ίσως η αγάπη
εκείνος ο νεκρός πλανήτης,
αστέρι
που έσβησε κρυφά από μας
εδώ κι εκατομμύρια έτη φωτός.
Και η λάμψη του σ’ εμάς
απατηλά
ακόμη ταξιδεύει;
Γράφεις
Μήπως με λέξεις πρέπει να γεμίσεις
μιαν ανεπάρκεια ασύλληπτη –
κάτ’ απ’ τα πόδια σου
χαίνον κενό;
Γράφεις, όλο γράφεις
ρίχνοντας μέσα λέξεις
γράμματα, ήχους…
Τι βάραθρο να ‘ναι αυτό;
Χιονοστιβάδα
Ξυπνώ μέσα σε εύθραυστη σιωπή.
Απ’ το παράθυρο
του φεγγαρόφωτου γλιστρούν
χιονοστιβάδα οι λέξεις
γύρω απ’ το κεφάλι μου
μαζεύονται
με τους ψιθυρισμούς τους με σκεπάζουν.
Κι εγώ με χέρια και με πόδια μάχομαι
για λίγο αέρα.
Μα σαν αρχίσω να τις γράφω
γαληνεύουν
και στο λευκό χαρτί μπροστά μου
ήσυχα κι ωραία.
αρχίζουν να μιλούν.
Οικολογία
Ξεραΐλα παντού κι αναβροχιά
Όρθια στ’ αλήθεια τα δέντρα πεθαίνουν.
Τα πουλιά πετούν μακριά
ο ουρανός παίρνει φωτιά
το χώμα γίνεται στάχτη.
Από σύννεφο ούτε σημάδι.
Στράγγιξε του φεγγαριού η άλως
και του πουλιού το τελευταίο δάκρυ.
Αργεί χρόνο και πάνω η βροχή.
Το σπουργίτι σε φυλλωσιά ξερή έχει πνιγεί.
Ξεραΐλα παντού κι αναβροχιά.
Και σκόνη, σκόνη, σκόνη!

Κύπρος 2006 – 2007

Νοσταλγία βροχής
Νοστάλγησα τη βροχή
Και την υγρή σκιά της.
Τον αέρα που φωτίζει.
Της βαλανιδιάς την ευωδιά
και των κουκουναριών.
Το φως που
από τα φύλλα
της λεύκης κυλά.
Τις σταγόνες στο μέτωπο
που κουβαλούν της λήθης δροσιά.
Την πάχνη του φθινοπώρου νοσταλγώ
την ανάσα του παγωμένου λιβαδιού.
Τη νοσταλγώ και την προσμένω.
Εκείνη τη βροχή.
Ο Άδης της λησμονιάς
Επαίτης δεν είμαι εγώ
στις παρυφές του θρόνου.
Αφού τον βασιλιά τον έχω στέψει εγώ
και σαν θελήσω
από το χρυσό του βάθρο
αυτός θα πέσει
με ελαφριά σπρωξιά
στη μαύρη λησμονιά του Άδη.
Ο δεύτερος ύπνος της κοιμωμένης καλλονής
Μόνη της θα ξυπνήσει
από το δεύτερό της ύπνο
η κοιμωμένη καλλονή.
Ο αγγελιαφόρος
της έφερε κακά μαντάτα
θα δικαστεί γι’ αυτό
και θα πεθάνει.
Ναι, ο πρίγκιπάς της είναι μακριά.
Πήγε να ξυπνήσει
κάποια άλλη
κοιμωμένη καλλονή…
Λέξεις από καρύδι
Τις άγραφές μου λέξεις
μάζευα ολημερίς
τις έκρυψα
σε φλούδες καρυδιού.
Ήρθε το απόγευμα
το ξανασκέφτηκα.
Τις κρέμασα στην καρυδιά.
Μα ήρθανε κόρακες τη νύκτα
αρπακτικά
και το πρωί
μήτε τσόφλια βρήκα
μήτε λέξεις.
Τώρα θα τις φροντίζουν
ο άνεμος κι η μπόρα.
Και στο στερέωμα τ’ ουρανού
με καρυδότσουφλα
θα γράφουν
τους τρυφερούς μου στίχους.
Ποιος θα το πίστευε
Πριν από καιρό
ποιος θα πίστευε
πως θα ‘ρθω εδώ
σε τούτη τη γη
καμένη του ήλιου
και της προδοσίας.
Να διαβάσω τη χιλιοχρονίτικη
γλώσσα των χόρτων
και εκείνων των ριζών
που σκαλίζουν το βάθος
στην καθημερινή τους πάλη
με την δίψα.
Στις πέτρινες βαριές αυλές
να γυρέψω σκιά
να βολέψω την ελπίδα
κοντά στους άσπρους τοίχους της υπομονής.
Σπίτι να χτίσω
στον κρατήρα
κατ’ απ’ τα διασταυρούμενα πυρά
των τουφεκιών.
Από τον τόπο μου
τόσο μακριά
να διδάσκομαι
μίσος κι αγάπη.
εκδ. Περί λύχνων αφάς, Λευκωσία, 2010

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑΣ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑΣ
Ο Χρίστος Χατζήπαπας γεννήθηκε το 1947. Σπούδασε Κτηνιατρική στη Σόφια όπου έκανε μεταπτυχιακά.
Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, τέσσερις συλλογές διηγημάτων και τρία μυθιστορήματα. Τέσσερα από τα βιβλία του τιμήθηκαν με Κρατικό Βραβείο. Το μυθιστόρημά του «Στο μάτι του φιδιού» (εκδ. Καστανιώτης) μεταφράστηκε στα βουλγάρικα ενώ μια άλλη συλλογή, επιλογή από τα άλλα του βιβλία, στα αγγλικά, υπό τον τίτλο «Like a discus thrower”. H τελευταία συλλογή διηγημάτων του «Το ασταθές βήμα» (εκδ. Γαβριηλίδης), μεταφράστηκε στα βουλγάρικα, στα γαλλικά και στα τούρκικα.
Ξεχωριστά διηγήματά του και ποιήματα μεταφράστηκαν σε αρκετές ξένες γλώσσες.
Η τελευταία ποιητική συλλογή του «Τα πηγάδια της Ιστορίας», εκδ. Γαβριηλίδης, παρουσιάστηκε στις «Μέρες ποίησης», στο Πολύεδρο, Πάτρα, τον περασμένο Μάη.
Διετέλεσε για πολλά χρόνια Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.

Τα πηγάδια της Ιστορίας  (2012)

Τα πηγάδια της Ιστορίας *
Είχαμε πηγάδια
λίγα, κάποτε
που δρόσιζαν τα χείλη μας
σε χρόνους άβροχους
σε χρόνους δίψας
ακρίδας και όφεων.
Γέμισαν πτώματα.
Μωραίνει, λένε, Κύριος
όν βούλεται απολέσαι –
αλλά γιατί εμάς;
Αντλούσαμε με τ’ αλακάτι
μαύρο νερό της συμφοράς
ανίδεοι τάχα
μην ξέροντας χρόνους πολλούς
πως μέσα εκεί
δρακιάζει η σήψη.
Τα πηγάδια μας
πολλών χιλιάδων χρόνων
τα μπαζώσαμε
με κουφάρια εχθρών
ανεπάρκειες και βλακεία.
Τώρα
αφυδατωμένοι
ρακένδυτοι
χωρίς δυνάμεις
προχωράμε ασθμαίνοντας
αυτάρεσκα
στο μέλλον…
*Πολλοί Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι αγνοούνται από το 1964 και 1974. Πολλοί είχαν δολοφονηθεί και ριχτεί στα ξεροπήγαδα. Τώρα ταυτοποιούνται τα οστά τους με τη μέθοδο DNA.
Αροδάφνες στον αυτοκινητόδρομο
Ευτυχώς, αροδάφνη,
ευδοκιμείς ακόμη στα μέρη μας
τα ξηρικά
στην πέτρα
τον ασβεστόλιθο
το σεληνιακό τοπίο της ψυχής
μέσα στη σκόνη των ερήμων μας
τη χαρμολύπη του καλοκαιριού
βγαίνεις στους δρόμους
με το ροζ φουστάνι
το άσπρο νυφικό
χορεύοντας
ατίθαση προκλητική
η τρίτη, η καλλύττερη λαλούν σε Ροδαφνούσα*
και τώρα λοιδορείς με χρώματα
τη μέσα σκοτεινιά μας
συνδαυλίζοντας ό,τι απέμεινε
με σπινθήρα ακροτελεύτιο
βαθιά
στο νεκρωμένο εγώ μας.
Όμως αργήσαμε πολύ:
άνου να πάμεν, Ροδαφνού, τζ’ αφταίννει το καμίνιν…
*Οι στίχοι στην κυπριακή διάλεκτο ανήκουν στο ύστερο μεσαιωνικό τραγούδι της Ροδαφνούσας, νεαρής και όμορφης ερωμένης του Βασιλιά Πέτρου, που κατά μία εκδοχή του τραγουδιού ρίχτηκε στη φωτιά από τη ρήγαινα. Εδώ, η Κύπρος.
Νεκρή φύση
Σε φιλώ στ’ απανωχείλι
τον αίτιο όλων των κακών.
Τον άνεμο που μας στροβίλισε
σ’ ευτυχίες οδύνης.
Τ’ απανωχείλι της έπαρσης
αιτιόμαστε
σαν ψιχαλίζει τώρα
σ’ αραιές λιακάδες
κι αμολιόμαστε –
ίδια σαλιγκάρια
φερέοικοι μνήμης
πρόσφυγες αγάπης
σε δρόμους ικεσίας.
Στ’ απανωχείλι του φεγγαριού
υποκρύπταμε τον έρωτά μας
στα λεμονοδάση της Λαπήθου
που ξεράθηκαν
μαζί με τα κεφαλόβρυσα
στην κατοχή
της εφηβείας
από ξένους στρατούς.
Νοερά σε φιλώ
στ’ απανωχείλι
υπερθεματίζοντας
για μια νεκρή φύση
Χιόνι στον Πενταδάχτυλο*
Άσπρη μέρα, επιτέλους,
σαβάνωσε την ημισέληνο
στο αμίλητο βουνό.
Αναίσθητος όμως ο ήλιος
βούρτσισε στο πι και φι
το αθώο χιόνι
δεν είχε αίσθηση του τι ποιεί.
*Βουνό κατεχόμενο από τους Τούρκους από την εισβολή του ’74. Στην πλαγιά του είναι «ζωγραφισμένη» στο χώμα μια τεράστια τουρκική σημαία. Αραιά και πού χιονίζει στον Πενταδάκτυλο κι η σημαία δεν φαίνεται, καλυμμένη για λίγο από το χιόνι.
Επιστροφή
Λες κι είμαστε πάλι ευτυχισμένοι
με το ψέμα της επιστροφής
λες ξανά καρυκευμένοι
με παρελθόν
επιστρέφουμε
στον έρωτά μας
στα παιγνίδια εκείνα
τ’ άχρονα
χωρίς φθορές
κατάλοιπα
ενοχές
νέοι ξανά
κι ελπίζοντες στο χρόνο
που για μας τελειώνει.
Ονειρωδυνία
Κείνα τα κόκκινα μυρμήγκια
τα υπερμεγέθη
που τρέχουν σαν μηχανές
παίρνουν και φέρνουν στα όνειρά μου
καβαλάρηδες
χωρίς κράνος
μήτε κεφάλια
που γελούν όμως
μαρσάροντας
ξέρω πως γελούν.
Κι εγώ να φοβάμαι
πως έρχεσαι
με το κεφάλι κομμένο
να με ασπαστείς.
Καίτοι
στο διηνεκές
η απουσία σου.
Ευτυχείς Ημέρες
Οι ευτυχείς Ημέρες της ζωής του
έρχονται κάποτε
μάγισσες
αναμαλλιάρες
του θυμίζουν καγχάζοντας
την ελαφρότητά του
όταν τις είχε
γυναίκες στο κρεβάτι
με στήθη ηφαιστειακά.
Νά, μαλάκα, του κάνουν
μουντζώνοντάς τον,
γιατί δε φύλαγες
κάποιες μας
για τα καλά στερνά;
Κι εκείνος
να τις κοιτά καχύποπτα
θαμπές
μέσα από το γυαλί του ονείρου.
Ξυπνώντας,
να μετρά απλώς την πίεσή του
που έχει ανέβει αισθητά
κι επικινδύνως.
Η θάλασσά μου
Η θάλασσά μου
δύστροπη σήμερα
γι’ αυτό δεν μπήκα μέσα της
μέχρι να κατευνάσουν τα νευράκια της
να ‘ναι καλή μαζί μου
να μου φιλά το σώμα
εγώ να γλιστρώ στο βυθό της,
έμβρυο
να με περνά απ’ τον κόλπο της
να με αναγεννά
στα ιαματικά της ξεπλένοντας
τη θλίψη μου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ2
Γεννήθηκε στη Μόσχα το 1968 και μεγάλωσε στη Λάρνακα. Σπούδασε δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας. Για την πρώτη του ποιητική συλλογή, Ένια, (Εκδόσεις Ατέλεια, Λευκωσία 1996) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη, ενώ για τη δεύτερη, Ονειτροτριβείο, (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001) με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ακολούθησε το Εγχειρίδιο Καλλιεργητή (Γκοβόστη, Αθήνα 2004) και Το Απραγματοποίητο (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010). Tο 2013, εκδόθηκε η πέμπτη του ποιητική συλλογή, Δρόμος μεταξύ Ουρανού και Γης, από τις εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, βουλγάρικα, ισπανικά, λετονικά, πορτογαλικά, λιθουανικά, τουρκικά κ.α. ενώ δημοσιεύτηκαν σε κυπριακά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά. Αναφέρονται ενδεικτικά: Το Καταφύγιο (Αθήνα, 2011), Νέα Ευθύνη (Αθήνα, 2011), Μανδραγόρας (Αθήνα, 2011), Άνευ (Λευκωσία, 2008), Études Hélleniques/Hellenic Studies (Καναδάς 2007), Παρέμβαση (Κοζάνη, 2005) Νέα Εποχή (Λευκωσία, 2003-04) κ.α.
Παρουσιάζεται επίσης σε σημαντικές ανθολογίες ποίησης και ποιητικές εκδόσεις, όπως: Αύριο, Maňana, Tomorrow (Λεμύθου, 2011), Ιστορία της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας (Λευκωσία 2010), Ο ποιητής και ο κόσμος του (Λευκωσία, 2010), Εν αρχή ην ο λόγος (Λευκωσία, 2009), Zypern Literarisch (Γερμανία 2008), Kipras Djeza (Λετονία 2007) κ.α.
Πρόσφατα, πέραν των 100 ποιημάτων του, που διατρέχουν δεκαπέντε χρόνια ενασχόλησης με την ποίηση, μεταφράστηκαν στα βουλγάρικα σε αυτόνομη έκδοση με τον τίτλο Ονειροτριβείο. (Σόφια, 2011)

 Το απραγματοποίητο  (2010)

Το απραγματοποίητο
Πόση βροχή δεν έπεσε
από τους δισταγμούς των σύννεφων
μαύρος ήταν ο ουρανός
κοιλοπονούσε
νερό πολύ να βρέξει ήθελε
δεν έβρεξε.
Αόρατος τοίχος ο δισταγμός
όσο τον ανεβαίνεις
τόσο πιο πολύ ψηλώνει
πάνω του σπάνε
κύματα ψηλά
έρωτα έγκλειστου
στο ανομολόγητο
εξίσου επιδέξια αποτρέπει
ζωές στεγνές να βρέξουν
που τρεκλίζουν
στη μεθόριο
της στεριάς με τη θάλασσα.
Τι γίνονται όλα αυτά
που δεν έγιναν;
με ρώτησες.
Σε ονειροφράγματα υποθέτω αποθηκεύονται
και από εκεί διοχετεύονται
σε μέλλον διψασμένο
με παραπόταμους που εκτείνονται
και χάνονται πέρα από τους χάρτες
σταγόνα-σταγόνα να ποτίζουν
το απραγματοποίητο.

Ονειροτριβείο (2001)

Παριζιάνικη οφθαλμαπάτη
Παρέλαση στο Παρίσι.
Aπροσδόκητη.
Kατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Oι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περίεργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα χτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ο Kουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.

Ενια (1996)

Oι θήκες των βιολιών
Τα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
εκτός από την ηλίθια φωνή μας.
Όμως μέσα απ’ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.
Οι βιολιστές θα’ πρεπε να’ ταν νάνοι·
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.

Δρόμος μεταξύ Ουρανού και Γης  (2013)

Πρωινή εικόνα
Το πρωί αποκαλύπτει στον καμβά της μέρας
μιαν εικόνα με παγωμένους μετανάστες.
Στέκονται στη στάση
περιμένοντας το φανταστικό λεωφορείο
θέλουν να τους πάει πέραν από προκαθορισμένα δρομολόγια
θέλουν να τους πάει σε γη προγονική
μακριά από εργοδότες με βρόμικα νύχια
χοντρές κυρίες που διατάζουν
γέρους που λιώνουν μόνοι
θέλουν να τους πάει
μακριά από την ετοιμόρροπη παράγκα
δίπλα στο απειλητικό ποτάμι
και τ’ άγρια χόρτα που κυκλώνουν τη χαλασμένη πόρτα
τους οξειδωμένους μεντεσέδες που τρίζουν
να μη φοβούνται πια τις νύχτες
θέλουν
να προλάβουν να ξαναδούν τη μάνα τους
να ξαναμυρίσουν πατρίδες.
Τα παιδιά μου θα βγουν σε λίγο στον δρόμο
τα παιδιά μου θα βγουν να παίξουν στον δρόμο.
Μονάχα αυτά θα δουν τους μετανάστες
να επιβιβάζονται.
Διότι
Όταν χρειαστείς κάποιον για να μιλήσεις
επειδή μέσα σου έχει φωλιάσει η αμφιβολία
να αναζητήσεις έναν άνθρωπο σοφό
που να ξέρει
την κίνηση του παρελθόντος προς το μέλλον
να μπορεί να βλέπει τις σκέψεις σου
—σαν φίλος από παλιά—
όπως τις δικές του σκέψεις.
Όταν χρειαστείς κάποιον για να μιλήσεις
πρέπει να νιώσεις σαν ναυαγός
που ψάχνει ένα φως μέσα στη νύχτα
μια σανίδα, έστω, να κρατηθεί
για λίγο ακόμα
από τα κύματα της θάλασσας ή του μυαλού του
από τη δυναστεία των ελπίδων
να είσαι εντελώς χαμένος
αόρατος σε όσους δεν χάρισαν σε κανέναν τίποτα
δεν έδειξαν ποτέ τους οίκτο
σε όσους η ζωή τους ήταν μια μολυσματική ασθένεια
από την αρχή ως το τέλος,
ορατός στους κατατρεγμένους
τρομαγμένος με τον ίδιο σου τον εαυτό
και με τον κόσμο.
Αυτή είναι μια σωστή στιγμή
για να στραφείς προς έναν άνθρωπο
διότι στους καταφρονημένους
κανείς δεν έδωσε κάτι πέραν από ένα νεύμα οίκτου
διότι για τους αποκλεισμένους
κανείς δεν παραμέρισε ένα συρματόπλεγμα
διότι κανείς δεν θέλει να σώσει μόνος του τον εαυτό του
ίσως μπορεί μα δεν το θέλει
διότι κάποιος άλλος πρέπει να είναι έτοιμος να σε σώσει
διότι πρέπει να υπάρχει ένας άνθρωπος
διαθέσιμος να πέσει στη φωτιά για σένα
να διακινδυνεύσει μιαν ιχνηλασία
σε λασπωμένους χωματόδρομους που περπάτησες
για να σε βρει
και πρέπει να πιστεύεις σαν τρελός σε αυτό
διότι αν δεν πιστεύεις
διότι αν δεν πιστέψεις ξανά στους ανθρώπους
δεν αξίζει αυτό που λέμε ζωή.
Θέλει να γίνει
Τελευταία
τα σώματά μας
απόσταση διαρκώς επιμηκυνόμενη
τα συμπιέζει
εσύ στου φεγγαριού τη μια την άκρη
κι εγώ στην άλλη
μοιάζουμε με εναπομείναντες
συμπαντικής καταστροφής
όπου ο ένας
έτυχε να ’χει τον άλλο πλάι του.
Εσύ στου ύπνου τις τριανταφυλλιές
κι εγώ στα κυπαρίσσια
να μας χωρίζει
δάσος πυκνό
που οι καταιγίδες του
ξεσπούν σε μένα κατακέφαλα
την ώρα που στο μέτωπό σου
καλοκαιρία εμφανίζεται
—σε ποιον γελάς
και ποιος στον ύπνο σου σ’ αγγίζει;
Μα πιότερο
γεωγραφικά
μετράω την απόκλισή μας:
Εσύ μια λίμνη
που πιο βαθιά θέλει να γίνει
μέσα στον εαυτό της
κι εγώ φιλόδοξος σωρός
που θέλει να συμπυκνωθεί και να ψηλώσει
να γίνει δήθεν
όρος.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟ

Ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημα του Κύπρος γράφει:
Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την πολύχαλκη,
στην καρποφόρα Γή,
ακόμα η Μοίρα της οργής, η Μοίρα όλων των όμορφων,
ξεσπάει και καταλεί;
Με τους στίχους αυτούς καλωσορίζω τους συμπατριώτες μου ποιητές από τη Κύπρο. Τον Γιώργο Μολέσκη, την Βασίλκα Χατζήπαπα, τον Ανδρέας Χατζηθωμά, τον Γεώργιο Φράγκου, τον Γιώργο Χριστοδουλίδη, τον Λεωνίδα Γαλάζη και τον Χριστάκη Χατζήπαπα. Είναι εδώ για να πούνε με τους στίχους τους πως κτυπά η καρδιά της Κύπρου σήμερα σε μια συνάντηση με τους Θεσσαλονικείς ομότεχνους τους και 32 χρόνια από τη τελευταία που έγινε στο θέατρο κήπου . Ελπίζω και εύχομαι η σημερινή συνάντηση να βάλει τα θεμέλια μιας κατ’ έτος συνάντησης εναλλάξ στη Θεσσαλονίκη και στη Κύπρο.
Η Κυπριακή ιστορία κι ο πολιτισμός από τη κάθοδο των Αχαιών στη Κύπρο τον 14 αιώνα εντάσσεται μέσα στο σύνολο της Ελληνικής ιστορίας. Την ίδια διαδρομή ακολουθεί και η Κυπριακή λογοτεχνία και βέβαια η ποίηση.
Από τον Κινύρα και τον Στασίνο ως τον Ζήνωνα τον Κιτιέα, από τα Ακριτικά Τραγούδια των Βυζαντινών χρόνων μέχρι τα Κυπριακά ερωτικά ποιήματα του 16 ου αιώνα , από το Βασίλη Μιχαηλίδη ως τον Κώστα Μόντη και τους ποιητές του σήμερα η Κυπριακή ποίηση, είτε στη Κυπριακή διάλεκτο είτε στα Ελληνικά διανύει τον δρόμο της μέσα από συνεχείς αγώνες και περιπέτειες του νησιού με αποκορύφωμα τη Τουρκική εισβολή-κατοχή του 1974. Και παρά τις ξένες κατακτήσεις της Κύπρου από τους Φράγκους, τους Βενετούς τους Τούρκους και τους Άγγλους δεν αλλοιώθηκε ο Ελληνικός πολιτισμός της.
Η Κυπριακή Λογοτεχνία παραμένει κατά τη γνώμη μου ένα τμήμα της Ελληνικής Λογοτεχνικής παραγωγής έστω κι αν ακόμα η παρουσία της στις Ελληνικές Ανθολογίες δεν είναι ισότιμη ίσως από μια έλλειψη συλλογικής προεργασίας. Στην κυπριακή λογοτεχνία (σε σχέση με την ευρύτερη νεοελληνική) υπάρχουν «ιδιαιτερότητες» και «αποκλίσεις» κάτι που επεσήμαναν έγκριτοι νεοελληνιστές και κριτικοι όπως οι κκ Γιώργος Κεχαγιόγλου, Γεώργιος Π. Σαββίδης, Αλέξης Ζήρας, Λευτέρη Παπαλεοντίου . Γεγονότα που επηρέασαν σημαντικά την Ελλάδα όπως η Μικρασιατική καταστροφή, ο εμφυλιος, η δικτατορία, δεν ενέπνευσαν τόσο πολύ τους Κύπριους ποιητές, ενώ αντίθετα ο απελευθερωτικός αγώνας κατά των Άγγλων, η εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 και στη συνέχεια οι ταραχές του 63-64 με τους Τουρκοκυπρίους με αποκορύφωμα τη Τουρκική εισβολή-κατοχή του 1974 είναι γεγονότα που επηρέασαν τη Κυπριακή ζωή και βέβαια τους ποιητές.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα και στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, οι νέοι Κύπριοι ποιητές ευθυγραμμίζονται με τις ποιητικές αναζητήσεις στον Ελλαδικό χώρο. Την εποχή αυτή δεσπόζει ο Βασίλης Μιχαηλίδης ο εθνικός ποιητής της Κύπρου, με τα Ποιήματα του το 1911 και λίγο μετά ο Δημήτρης Λιπέρτης με τα Τζιπριώτικα τραούδκια το 1923. Κι οι δυο γράφουν στη Κυπριακή διάλεκτο και τους ακολουθεί λίγο αργότερα ο Παύλος Λιασίδης.
Την εποχή του μεσοπολέμου μια ομάδα ποιητών προσπαθεί να μεταφυτεύσει στην Κύπρο το κλίμα της ελλαδικής γενιάς του ’20 ενώ μια άλλη θα ακολουθήσει άλλες κατευθύνσεις και με έντονο τον κοινωνικό χαρακτήρα στο έργο τους.
Η ουσιαστική ανανέωση στην κυπριακή ποίηση θα έρθει μεταπολεμικά με τα έργα κατ’ αρχήν του Κώστα Μόντη, αλλά και των Τεύκρου Ανθία, Κύπρου Χρυσάνθη, Νίκου Κρανιδιώτη, Παντελή Μηχανικού, Θεοδόση Πιερίδη.
Στη συνέχεια μέσα από τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59 θα γίνει μια μεταμόρφωση της ποίησης όπου ο κάθε ποιητής σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του και τη προσωπική ποιητική ολοκλήρωση του αποδίδει το παλμό της εποχής για να φτάσουμε έτσι στη γενιά της ανεξαρτησίας όπου πια ο Κυπριακός λόγος απελευθερώνεται. Η οικονομική, πολιτιστική και μορφωτική άνοδος, η αυξανόμενη επικοινωνία με την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας δημιουργεί μια σημαντική τομή στη λογοτεχνία, απελευθερώνει τις λογοτεχνικές φωνές που υπήρχαν και βέβαια γεννιούνται οι καινούργιες ποιητικές φωνές,
Αυτή η έξοδος από την απομόνωση επιτρέπει στους Κύπριους ποιητές, και τους πιο παλιούς και τους τους ποιητές της «γενιάς της ανεξαρτησίας», να βρεθούν πιο κοντά στην Ελληνική πραγματικότητα αλλά και στους ανθρώπους άλλων λαών, στις ανησυχίες, τα προβλήματα, το τοπίο της ψυχής του σύγχρονου ανθρώπου και να διευρύνουν έτσι τα όρια της έμπνευσης και της δημιουργίας τους.
Και όπως αναφέρεται στην Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας των Γιώργου Κεχαγιόγλου- Λευτέρη Παπαλεοντίου
«Ο ελεύθερος στίχος, η μυθική μέθοδος, η αυξη¬μένη δραματικότητα και μια μετρημένη σκοτεινότητα βοηθούν τους νέους ποιητές να προσεγγίσουν με νέα οπτική τα προσωπικά και συλλογικά, υπαρξιακά βιώματα ή αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου, τα πολιτικοκοι¬νωνικά προβλήματα του τόπου τους και του καιρού τους, παραμερίζοντας τον ρητορικό φόρτο, την επίπεδη προσέγγιση και την πατριωτική μεγαληγορία μιας παρωχημένης και εκπρόθεσμης ποίησης.»
Στη πρώτη περίοδο της ανεξαρτησίας εμφανίζονται καινούργιοι ποιητές όπως η Πίτσα Γαλάζη, ο Μιχάλης Πασιαρδής, ο Θεοκλής Κουγιάλης ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, η Ντίνα Παγιάση-Κατσούρη, ο Θεοδόσης Νικολάου και αρκετοί άλλοι.
Η ποιητική αυτή άνοιξη συνεχίστηκε για να φτάσουμε στη «γενιά του 1974» ή τη «γενιά της εισβολής». Και ενώ η προηγούμενη γενιά της ανεξαρτησίας ακολουθούσε τη ποίηση του ευρύτερου μοντερνισμού, η γενιά του 74, κατ αρχήν, δέχεται την επιρροή από την Ελλάδα της «γενιάς του 1970» ή της «γενιάς της αμφισβήτησης» χωρίς βέβαια να λείπει η επιρροή των Καβάφη, Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσου.
Οι Κύπριοι ποιητές με τη τραγωδία του 74, πραξικόπημα-εισβολή-κατοχή άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο επικεντρώνουν τη ποίηση τους στα γεγονότα αυτά και στα επακόλουθα τους.
Οι στίχοι τους εκφράζουν τη πίκρα, την απογοήτευση και τη θλίψη για ότι έζησαν και με γλώσσα έντονη όχι μόνο λυρική αλλά και σαρκαστική ασκούν κριτική σε όσους ευθύνονται για τη καταστροφή.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στους Τουρκοκύπριους ποιητές. Στο βιβλίο Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές, ο Γιώργος Μολέσκης που τους μετέφρασε, αναφέρει.
«Οι Τ/Κ ποιητές της γενιάς του 74 καθώς και οι νεώτεροι, αντιδρώντας στα εθνικιστικά και πολεμικά καλέσματα των παλαιοτέρων ποιητών , προβάλλουν τη τραγωδία του τόπου με τους νεκρούς, τους αγνοούμενους, τους τους πρόσφυγες, τον διαχωρισμό του νησιού, ως μια κοινή τραγωδία για Τ/Κ και Ε/Κ, για όλους τους Κύπριους. Η τουρκοκυπριακή ταυτότητα τους για την οποία οι ίδιοι μιλάνε υποδηλώνει την ανάγκη που νοιώθουν να διαφοροποιηθούν από τους Τούρκους της Τουρκίας»
Με το πέρασμα του χρόνου βέβαια στο θέμα της εισβολής-κατοχής υπάρχει μια πιο ψύχραιμη ματιά και οι ποιητές μιλάνε πιο συμβολικά ή το εντάσσουν μέσα σε γενικότερα υπαρξιακά θέματα.
Οι νεώτεροι ποιητές, δείχνουν ότι διαφοροποιούνται από τη γενιά του 74 και δεν είναι πια τόσο επηρεασμένοι από το πρόβλημα της Κύπρου. Η ποιητική τους γραφή πιο προσωπική και ανανεωτική κινείται στα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας που απασχολούν όλους τους λαούς.
Οι Κύπριοι ποιητές του σήμερα συνεχίζουν με αξιώσεις τη παράδοση και των παλαιοτέρων κυπρίων ποιητών αλλά και της νεοελληνικής ποίησης.
Και κλείνω με ακόμα δυο στίχους του Παλαμά
Στ’ ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβησε;
Πέστε το εσείς, παιδιά!