Πίνακας Άννα Κακουλλή
.
ΤΕΥΚΡΟΣ … ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ,ΕΛΕΝΗ
“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
Γιώργος Σεφέρης Ελένη
Πίνακας Άννα Κακουλλή
ΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΚΥΠΡΟ
Χριστιάνα Αβρααμίδου
[ΕΣΕΝΑ Σ’ ΕΧΩ ΞΑΝΑΓΑΠΗΣΕΙ]
Αν κάθε στίχος μου
ήτανε μια στιγμή,
πλούσια πολύ θα ’χα ζωή
αν και τις στιγμές μου
ύλες
δεν τις θυμάμαι.
Αν κάθε στίχος μου
ήταν η άλλη ζωή,
θα ’χα περάσει σε αυτήν
μία μία
όλες τις στιγμές μου.
Αν στους στίχους μου
ακούσατε την καρδιά
πως έφυγα θα μάθατε
-μέσα-
δεν χώραγαν άλλοι.
Παράγωγα
Επίθετα
Επιρρήματα
Ουσιαστικά.
Μια λέξη θυμάμαι εγώ,
Αγάπη.
Εσένα σε έχω ξαναγαπήσει (2014)
Μάριος Αγαθοκλέους
ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΓΝΩΣΤΗ
Κτίζεις αυθαίρετα
χωρίς όρια
στο μυαλό μου.
Ανεξιχνίαστη στο χάρτη
ανεντόπιστη στη μνήμη.
Κι όμως υπάρχεις.
Οι ήχοι στο λουτρό σου
υπερχειλίζουν
και ως ιδρώτες πυρετού
διαμορφώνουν το σώμα μου.
Καταφθάνουν ειδικοί
με προϊστορικά εργαλεία
να σε οριοθετήσουν
στα λευκά μου σύνορα.
Παταγωδώς αποτυγχάνουν
κι εγώ απελπισμένος
τους φωνάζω,
«Ανίκανοι,
την αφήνετε χωρίς όρια
να με τρομάζει τις νύχτες;»
Άπτερος Λύπη (2012)
Κυριάκος Αναγιωτός
ΟΙ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ
Ουρανομήκεις και κατ’ επανάληψην
ήχησαν οι σάλπιγγες.
Όμως,
αρμός δεν ράγισε,
πέτρα δεν σάλεψε,
έστω μία ζεματίστρα να κυρτώσει.
Άθικτα και ακέραια
παρέμειναν τα γιγάντια τείχη.
Μειδιώντας
και νωχελικά ξύνοντας τον θυρεό του
το απόρθητο οχυρό
λοξοκοίταξε τα χάλκινα όργανα.
Σαρδόνια κάγχασε πρώτα,
μετά βρυχήθηκε.
Τα απαστράπτοντα πνευστά,
ακαριαία, απώλεσαν την στιλπνότητά τους
μετά ζάρωσαν
και συστάλθηκαν σε κόρνες.
Κόρνες άρρυθμες, βραχνές και θορυβώδεις,
ως των νυκτερινών αυτοκινητοπομπών
σε επινίκιους πανηγυρισμούς.
Ανέστιος και λιθοξόος (2015)
Μελέτης Αποστολίδης
ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΙ;
Τι να πάρει,, τι ν’ αφήσει
την ώρα του ξεριζωμού;
Τα τύλιξε όλα στο δυνατό μεταξωτό της δίχτυ
— τα δίπλωσε,
τα ξαναδίπλωσε
ώσπου ’γιναν
ένα περίτεχνο μεταξωτό κέντημα
και τα πήρε όλα μαζί της:
σπίτι, αυλή, δέντρα, ανθρώπους.
«Το μαντίλι των αρραβώνων μου»,
είπε μια μέρα
και μου το παρέδωσε.
Κι εγώ το κρέμασα προσεκτικά:
παράθυρο στον τοίχο
της μονοσήμαντης καθημερινότητάς μου.
Αν τύχει και το πλησιάσεις,
μπορεί και ν’ ακούσεις
φωνές, μουσικές, ιστορίες.
Αν πάλι είσαι τυχερός
και σ’ εμπιστευθεί,
μπορεί και να σ’ αφήσει
να μπεις στην αυλή των θαυμάτων
που κρύβει μέσα του.
Θέμα αρτιμέλειας (2013)
Χρήστος Αργυρού
ΑΝΑΤΡΟΦΗ
Αύριο θα ’σαι μάνα ή πατέρας
ενός ποιήματος που θα γεννήσεις με άφατες οδύνες.
Μα πρόσεξε να ’σαι καλός γονιός.
Να το αφήνεις να κοιμάται για καιρό,
ο ύπνος θρέφει τα παιδιά λέει ο λαός εξάλλου.
Νανούριζέ το και κανάκευέ το, μα μην το κακομάθεις,
απλά και χωρίς επιτήδευση να μάθει να διάγει τη ζωή του.
Τους στίχους μην αφήνεις έκθετους ώρα πολλή στο φως του ήλιου,
οι λέξεις οι νιογέννητες είναι μαλακές και μην τις κάψεις.
Και σε λάθη να το αφήνεις να υποπίπτει,
πώς θα μάθει αλλιώς να ’ναι προσεκτικό!
τα λάθη των μεγάλων ποτέ δεν συγχωρούνται.
Κι ύστερις,
σαν έτοιμο να βγει ανδρωμένο από το πατρικό το σπίτι,
μην κλαις που δεν το εχόρτασες μωρό.
Οκτώβριος 2009
Ο κήπος των θλιμμένων ποιημάτων (2015)
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΝΝΕΣ ΠΥΡΟΒΟΛΟΥ
Λες πως τα μάτια είναι μικρές κάννες πυροβόλου
την κάθε μέρα να την βλέπουνε σαν άσκηση στρατιωτική
Γι’ αυτό ψάχνουν αμείλικτα τον στόχο
κι ας ξέρουμε όλοι
πως τα φυσίγγια των ασκήσεων είναι άσφαίρα
Έτσι πεθαίνουν μόνο κουρασμένες οι προθέσεις
βρες λοιπόν και γέμισέ τα με φωτιά
από ηφαιστειακή λάβα έστω και αδρανή
μήπως και περιμένουν λίγο πάθος για να ανάψουν
Πάρε μια χούφτα λάβα
Πλάσε την σε μεγάλα ολοστρόγγυλα άστρα
Να πέφτουνε οι σφαίρες σαν διάττοντες αστέρες και να καίνε
τα αμάραντά μας βράχια
να εξολοθρεύουν εν θερμώ
μικρές μεγάλες πιθανότητες
να επιστρέφει μέσα μας
η εποχή των παγετώνων
Χειμέρια ζάλη (2017)
Νέβη Αστραίου
ΑΝΤΙΤΥΠΑ
Ψάχνω να βρω το θεϊκό στοιχείο μέσα σου
για να μπορέσω να θαυμάσω τη μορφή σου
σε ένα κόσμο με πληθώρα από αντίτυπα
ίδιες μορφές που αναπαράγονται
και συμβαδίζουν με τα συγγενικά του χρόνου
ψάχνω να βρω το ένα το μοναδικό
αυτό που θα γεμίσει λάμψη την ψυχή μου
με όλο το φως που θα εκπέμπει στο κάθε βήμα του
αυτό το ένα που δεν κοπιάρεται στη θύελλα του χρόνου.
Πρόκληση (2010)
Στέλλα Βοσκαρίδου-Οικονόμου
Κεφάλαιο τρίτο:
εγώ δε θα πάθω αυτά που έπαθε η Μαργαρίτα
(ένα υπογλώσσιο αφιερωμένο στη Μ. Κ.)
Μια τέτοια νύχτα
προτού καν κοιταχτούμε
θα σε σπρώξω μέσα στο ποίημα
και θα μυρίζει βελούδινα σύκα
κι ανοιξιάτικα ενδεχόμενα
στην αρχή θα πατάς στις μύτες των ποδιών σου
και μετά
μ’ όλο το βάρος τ’ ουρανού θα πατήσεις
και θα χορέψεις
κι από της κάθε συλλαβής το στερέωμα θα στάζει
νοσταλγικής παραφοράς μούστος γλυκός
και θα στάζουν φωτόνια
και θα ’ν’ αυτός ο πιο όμορφος στίχος
μαμά μου
Μια τέτοια νύχτα στα σκοτεινά θα με καλεί το
φωσφορίζον τέλος
κι εξουθενωμένη θα τρέξω
για να μαζέψω πάλι
καινούρια γράμματα
Άλφα
Ρω
Χι – και (πώς αλλιώς;) στην πάλη με τον εαυτό το
ποίημα θα τελειώσει με
Ήττα
ΦόΒ Υπογλώσσιο Νυχτερινό (2015)
Λεωνίδας Γαλάζης
ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Εκείνοι που βυθίστηκαν
στο κράτος της σιωπής
κοιμούνται στον βυθό της φορτωμένοι
με σπάνια πετρώματα κι άνθους της τρικυμίας.
Τα όνειρά τους ταξιδεύουν
στις αποικίες των κοραλλιών
κι ανθίζουν στο σκοτάδι
των οιδημάτων άστρα.
Στ’ άγρυπνα βάθη του ύπνου τους
να λουλουδίσουν τα καρφιά
τα χελιδόνια να κρυφτούν
από τις μαύρες συμφορές αποδιωγμένα.
Ληξιπρόθεσμες επαγγελίες (2016)
Αλεξάνδρα Γαλανού
ΠΗΝΕΛΟΠΕΣ
Οι Πηνελόπες
πέταξαν τους αργαλειούς στη θάλασσα.
Δεν υφαίνουν πια
ούτε κεντούν τα βράδια.
Κατεβαίνουν στον κήπο από το παράθυρο.
Ανοίγουν την καγκελόπορτα,
προχωρούν στην παραλία.
Κάθονται σε μπαράκια σκοτεινά,
ανοιγοκλείνουν τα μάτια και χαμογελούν
ενώ οι ναύτες τραγουδούν το «Μαραμπού».
Οι μνηστήρες, απ’ ό,τι λένε, βαρέθηκαν
τα γλέντια κι έφυγαν.
Όσο για τον Οδυσσέα,
αυτός ακόμη ταξιδεύει.
Παρενθέσεις και εισαγωγικά (2016)
Κυριάκος Ευθυμίου
ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ
Δεν βγάζει ήχο το σκοτάδι που μαχαιρώνω
τα έγκλειστα βράδια της Λευκωσίας,
το έγκλειστο βράδυ που ξέρει να διαρκεί.
Πέρα απ’ το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι•
περιφέρομαι εφήμερος σε ζώνη νεκρή.
Άφαντοι οι φρουροί που φύλαγαν κάποτε
τη λυπημένη εικόνα της μεγάλης πληγής.
Νιώθω το φίδι της σιωπής που γλιστρά
θωπεύοντας τα λόγια που το εκτρέφουν.
Πέρα απ’ το σκοτάδι κι άλλο σκοτάδι.
Το πένθος προσκομίζει συμβάντα ντροπής•
μα τα ψεύδη θρηνούν τις δικές τους αλήθειες.
Κυρτός Αλατοπώλης (2015)
Αλεξάνδρα Ζαμπά
ΔΩΔΕΚΑ ΛΟΞΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
9
Στο φεγγάρι τις είδα
νομίζω –
να τριγυρνούν καθώς απομακρύνονταν
να πληγώνουν καθώς γελούσαν
– νομίζω –
έτρεχαν σε σειρά αχαλίνωτες και
στο απειλητικό διάβα τους έμεναν τα δέντρα
μόνα περιγράμματα με τρεμουλιαστά φύλλα
και τρυφερό σάλεμα ταξίδευαν
– ξαναφέρνοντας –
στα νεανικά μάτια της άνοιξης
αυτό που για πάντα κυλά εν αγνοία
Ήταν, νομίζω, αυτές ήταν
– ή μόνο φύλλα –
πολυσήμαντου πιστού φλοιού;
Αιωρείται το βλέμμα (2015)
Μιχάλης Ζαφείρης
Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
Τα ερείπια των ναών
—κληρονομιά
αρχαιοκαπήλων-
και οι σύγχρονες εκκλησίες ρήμαξαν
αρκετά τη φυσιογνωμία του τοπίου.
0 Ιησούς σταυρώθηκε,
μα το μόνο που απόμεινε
είναι η εικόνα της ανάληψης
ζωγραφισμένη σα μετέωρο.
Ο Μαρξ μιλά για την επερχόμενη
επανάσταση
και ο Τζιμ Χέντριξ πυρπολεί τις εγκαταστάσεις
σπέρνοντας οιμωγές προς το άπειρο.
Όσο για μας, κλεισμένοι μέσα σε καβούκια,
παρακολουθούμε έκθαμβοι
την εκτόξευση προς το Φεγγάρι.
Ο τρομερός Τυδώρ θα ταξιδέψει
κάποτε στο Διάστημα.
Έτσι όλα πάνε καλά.
Προς στιγμή σκέφτηκα να διαολοστείλω
το συγγραφέα.
Αδιαφόρησα όμως, και αυτό είναι όλο.
Η φυσιογνωμία του ανύπαρκτου (2008)
Λεύκιος Ζαφειρίου
ΡΥΤΙΔΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
βράδυ να βρέχει μεσ’ στο πούσι
σε λιμάνια σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων
κι εσύ να φεύγεις αγέρωχη
σε μυστικά δωμάτια και να διαβάζεις σονέτα
τ’ αηδόνι που γλυκιά θλιβάται
γι’ αυτό το σώμα το λευκό
θα ‘λεγες πως είναι ψέμα τόση ομορφιά
να χάνεται σε ώρες πρωινές χωρίς υπομονή
έτσι καθώς μεταβάλλεται η τύχη και φτάνουν ειδήσεις
ολοένα απροσδόκητες για το εξαίσιο σώμα σου
που μετατοπίζεται μέσα σε σκοτεινή νύχτα
κι ο χρόνος το σπρώχνει λίγο πιο πέρα
απ’ τ ανοιχτά παντζούρια να βλέπεις το πρόσωπο της
κάτω από ένα φως που θύμιζε παμπάλαιες φωνές
και ήχους από πλήκτρα πιάνου
με τη μυρωδιά από κρίνα και ρόδα
όπως σε σονέτα του Σαίξπηρ
καθώς διαβάζεις για τον έρωτα και σε σπρώχνουν
οι άλλοι επιβάτες στο αεροδρόμιο
στον έλεγχο διαβατηρίων
Ποιήματα (2008-2010)
Μαρία Θωμά
ΠΡΟΣΦΥΓΑ ΑΓΙΕ
Διαφώτισε με πάλι με ένα κήρυγμα
Τι εφόδια να κρατώ, πού να σταθώ
ενόσω οι κεραίες μου θα καταγράφουν το τοπίο
Με τα μαλλιά μου μακριά, αξύριστες μασχάλες
Όσο σεμνά και να ντυθώ θυμίζω κόλαση, το ξέρω
ψηλότερη, πιο ήρεμη κι ευγενική
απ’ όσο σε γυναίκες επιτρέπεις
Πες μου, γλυκά σαν παραμύθι, όπως
με μεγάλωνες στα γόνατά σου,
ο δρόμος που οδηγεί εκεί
είν’ ανηφόρα ή σκαλοπάτια και τι αρμόζει να φορώ
Πες μου πώς είναι ο Παράδεισος, τι χάνω
Αν χάνω, Πάτερ
Καλωσόρισες στις Μυκήνες (2008)
Μαρία Ιωάννου
ΙΣΩΣ
Ίσως, λέω ίσως,
γιατί ποτέ δεν είμαι σίγουρη
Ποτέ δεν ήμουν σίγουρη.
Ζητάμε πάντα κάτι διαφορετικό.
Εσύ μιαν αγάπη χάρτινη
Ένα καλό ποίημα
(βραβευμένο, ενδεχομένως, με καλές κριτικές)
που να χαϊδεύει τη ματιά σου όταν το βλέπεις
Να κλείνει τα μικρά κενά.
Και εγώ μιαν αγάπη σάρκινη
Που να μπορώ να κρύβομαι στην αγκαλιά της
Και να ακουμπώ τους πόθους μου.
Να γεμίζει το μεγάλο το κενό.
Εσύ, μια λέξη, μια σκιά.
(πόσο καλός είσαι στις λέξεις, αλήθεια!)
Και εγώ μια πράξη, ένα χαμόγελο – ήλιο.
Δεν ξέρω
Εξάλλου ποτέ δεν ήξερα τίποτε.
Ίσως…
Χρωματιστό μου γκρίζο (2017)
Ιωσήφ Ιωσήφιδης
Η ΑΡΙΑΔΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Αναθεματίζεις τη μοναξιά σου, μα δες,
την Αριάδνη δες, που ξέχασε ο Θησέας
κι ας τον διέσωσε, ας τον έστησε ήρωα,
ας τον ακολούθησε τυφλά, δίχως μίτο,
για χάρη ας πέταξε το στέμμα της Κνωσού.
Σπαράζεις; Η Αριάδνη πιο πολύ από σένα,
παρατημένη στις αιχμηρές ακτές της Νάξου,
όχι σε πέλαγος πνιγμένη μα σε στεριά.
Μα ήρθε ο Διόνυσος να την πάει στην Κύπρο,
η αύρα να της ανοίξει τα βαριά ματόκλαδα,
ο ήλιος να της ροδίζει τα μάγουλα άδοντας:
Ποταμός ρέω στη θάλασσα σου,
δρόσος στη φυλλωσιά σου,
μαζί κι οι δυο ένας ναΐσκος,
ήλιος με φεγγάρι, ένας δίσκος.
Μην κλαις. Ο φλοίσβος θωπεύει την ελπίδα,
ο νέος έρως ελαύνει νεκτάριος λυτρωτής.
Αν δεν μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία,
τουλάχιστο σε φυγαδεύει απ’ τη δυστυχία.
Περί ουσίας και περιουσίας (2010)
Αγγέλα Καϊμακλιώτη
ΑΕΙΘΑΛΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η θάλασσα είναι γυναίκα
Τα ζωντανά βαθιά νερά είναι αλμυρά
Μην πιείς ακόμα κι αν πεθαίνεις από δίψα
Αν είναι ήρεμη μπορείς να νιώσεις καπετάνιος
Αν αγριέψει γίνε πειρατής
Τα μυστικά της τα κρατά βαθιά κρυμμένα
Για να τα μάθεις γίνε δύτης
ή ψάρι αν προτιμείς
Οι νίκες της είναι ναυάγια
Όσα καράβια την παλέψανε
κι έφτασαν στα λιμάνια
δεν τα θυμάται πια
Είναι της γης εκείνα πεθαμένα
Η θάλασσα είναι γυναίκα
είναι γυναίκα η θάλασσα
Η θάλασσα φοράει δαντέλα
κάθε παλίρροια μέρα
κάρβουνο απλώνει στις σκιές
σαν έρθει άμπωτη σελήνη
φωτοδός να μαρτυρήσει βάθη εβένινα
Η θάλασσα αιμορραγεί
τις ώρες της θλιβής
κυοφορώντας την ανάδυση
Αειθαλής θάλασσα (2017)
Χριστόδουλος Καλλίνος
ΟΛΟ ΓΙΑ ΝΙΚΕΣ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ…
Όλο για νίκες μού μιλάς και για αγώνες
εμένα που έχω νικηθεί σε όλους τους αγώνες.
Eμένα που οι πληγές μου μαρτυράν
το μέγεθος της πανωλεθρίας μου.
Εμένα που μόνο ήττες γνώρισα
και μόνον αυτές έμαθα να κερδίζω.
Εμένα που ήμουν πάντα με τους νικημένους,
αυτούς που πορεύονται προς τους αγώνες
του μέλλοντος,
βέβαιοι για την άδοξη έκβασή τους.
Κι αν τύχει και κερδίσω καμιά φορά
έτσι, από λάθος, θα τρέξω προς τους νικημένους,
αυτούς που κατά λάθος νίκησα
να σκύψω να τους φιλήσω τις πληγές.
Ρέκβιεμ στη νεότητα (2015)
Γιώργος Καλοζώης
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Πήρα μέρος σ’ όλους τους
μικρούς πολέμους
στον αναρίθμητο στρατό που
αποτελείται από έναν μόνο
άνθρωπο ήμουν θαλαμηπόλος
κι ονειροπόλος
το καταδρομικό μου τώρα
στεγνώνει στο πίσω μέρος
της αυλής
αντί για φύλλα σιδήρου
είναι καμωμένο με φύλλα
χαρτιού
με είκοσι λεξιβόλα που
εκτοξεύουν μεγάλες ποσότητες
μελανιού
οι πόλεμοι ήταν σύντομοι
όπως οι ημερίδες όπως τα
τριήμερα συνέδρια
οι ανακωχές μου ήταν οι κενές
ανάμεσα στα μαθήματα
κι ο στρατηγός επιθεωρητής
βαθμολογούσε το αποτέλεσμα
που θα φανεί μετά από χρόνια
μετά από χρόνια θα παρελαύνω
όπως οι Μακεδονομάχοι;
Αλλά σε κάθε πόλεμο υπάρχει
το απρόβλεπτο το τυχαίο
οι νίκες είναι το διάλειμμα
εκείνα τα τρία βήματα που
μεσολαβούν ανάμεσα στο
γραφείο και τον εκτυπωτή
οι ήττες είναι η συνεχής
κατάσταση
αυτό το γνωρίζουν καλά
τα ζώα που αποτυπώνονται
στο χαρτί και τ’ άλλα που
αποτυπώνονται στον χρόνο
γιατί και το χαρτί είναι
φθαρτό και ο χρόνος
τελειώνει
κι όσο υπάρχουν τα άλματα
θα υπάρχει το κυνηγητό
κι όσο υπάρχουν τα νύχια
κι οι κυνόδοντες θα
χρησιμοποιούνται κι όσο
υπάρχουν τ’ ανυπεράσπιστα
αυγά στις φωλιές
κάποιοι θα σκαρφαλώνουν
κι όσο υπάρχουν τα χιλιάδες
κοπάδια στο νερό
κάποιοι θα τα καταπίνουν
κι οι λέξεις δε θα ’ναι για
πάντα οι ίδιες γιατί οι
γλώσσες αλλάζουν τα
νοήματα αλλάζουν οι
καταστάσεις αλλάζουν
κι αυτό το γνωρίζει καλά
το χαρτί και το δέντρο κι
ο θαλαμηπόλος κι ο
ονειροπόλος ο άντρας
Τα νύχια του κόκορα (2013)
Νίκη Κατσαούνη
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Θαλασσινός ο κόρφος σου
κι ανθοί στις αμασχάλες
κι ολόδροση πως μύριζες
στις πρώτες τις ψιχάλες.
Πόλη που παίζαμε παιδιά
μεσ’ στην πλατειά ποδιά σου,
με ψάρια και λεμονανθούς
χαμήλωσ’ τη ματιά σου.
Τις θύρες σου να κλείσεις τες
και να μας περιμένεις
και μυρωδιές και ομορφιές
τον ξένο να μην ραίνεις.
Σφάλισε, κλείσε, δίπλωσε
παράπονο τ’ αχείλι
χώσου στην άμμο Αμμόχωστο
σα’ σπάνιο κοχύλι.
Και μεις πουλιά που διώξαν μας
τον Αύγουστο οι εχθροί σου
να ξέρεις θα γυρίσουμε
πιστά, στην Άνοιξη σου
.
.
Αναστασία Κατσώνη
ΕΛΠΙΔΑ
Ζωντανέψαμε στο πέρασμά μας
το νεκρό φως του καντηλιού.
Δώσαμε λίγο ψωμί στον ζητιάνο
να κορέσει την πείνα του.
Βγάλαμε λίγο νερό
απ’ το πηγάδι
και δώσαμε στον ξένο διαβάτη
να ξεδιψάσει.
Αφήσαμε τα πουλιά
να κελαηδούν στα κλαδιά
και τα πρόβατα να βόσκουν
στο λιβάδι.
Πήραμε το σακί του οδοιπόρου
κι αρχίσαμε
ν’ ανεβαίνουμε στην κορυφή
με μια ελπίδα μόνο…
Λάπηθος μου (2016)
Φροσούλα Κολοσιάτου
Η ΜΕΔΟΥΣΑ
Άκου σκάβουν το νερό
Αλλόκοτα
Με παφλασμό η Μέδουσα
Τους σαβανώνει
Σχεδόν γυμνή η νύχτα εμποδίζει
Με δουλεμπόρους
Θα έχει χαλάσει
Η αντανάκλαση του φεγγαριού
Δεμένη με μαύρο σκοινί
Στην ακτή
Ένα παιδάκι
Ικετεύει τα κύματα
Να ζήσει
Όταν αγγίζει το βυθό
Γίνεται κόκκινος
Μυρίζει φόβο
Αμετάκλητο κακό
Άλλαξε η γεύση του νερού
Ποιός κολυμπάει σε τούτο το γιαλό;
Φοράει τα μάτια του νερού (2017)
Βέρα Κορφιώτη
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Μεγεθύνει
κάτι πού ίσως δεν υπάρχει
Παρατείνει
εκείνο που έχει πάψει να υπάρχει
Εφελκύει
κάτι που ίσως θα υπάρξει
Φωνή δουλεμένη μυστικά
από μια αγαλλίαση δίχως αντικείμενο
φωνή κρατημένη συνετά
εν εφεδρεία
Μεγαλύνει
τον απειροελάχιστο ψίθυρο
Ποίηση Ωραία μου Έγνοια (2008)
Γκιουρκέντς Κορκμάζελ
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΛΕΗΛΑΣΙΑΣ
Διαγουμίσαμε τα μαγαζιά τους.
Τ’ αγάλματα τους καταστρέψαμε.
Λογχίσαμε τα γουρούνια τους και τα κάψαμε
μαζί με τις παιδικές τους φωτογραφίες.
Καλύψαμε τα χαντάκια τους. Με μπουλντόζες ισοπεδώσαμε
και πάνω στα μνήματά τους χτίσαμε γήπεδα ποδοσφαίρου.
Γκρεμίσαμε πλίθινους τοίχους μες τις αναμνήσεις τους.
Κόψαμε τα δέντρα τους. Σκοτώσαμε και τη σκιά τους ακόμα
Νομίσαμε πως ποτέ δε θα γυρίσουν
αλλά ήρθαν. Με τα κλειδιά της πόρτας μας στα χέρια τους…
Το Σαμιαμίδι (2015)
Πάμπος Κουζάλης
ΧΡΕΟΣ
Το πατημένο χώμα πάτωμα σαρώνω με φρουκάλι
Θα έρθουνε σε λίγο οι δανειστές να μου πάρουν το σπίτι
Χτυπώ τα πόδια καταγής
να φύγει η σκόνη απ’ τα παπούτσια
Ξυπνάνε κι εξεγείρονται μια δράκα εγγυητές
κεκοιμημένοι από καιρό
άγνωροι πρόγονοι γνώριμοι κληροδότες
Χτυπούν τα χέρια καταγής
κλαίνε κι ανασηκώνονται και χαιρετούν και λένε
Εμείς είναι το πρέπον να πληρώσουμε
Πέρδικες χαμηλοπετούν φωνάζουν τη βροχή
Τα νέφη ανοίγουν την αγκάλη τους
Τρεις αστραπές μαλώνουνε
και κεραυνός περήφανος και πρωτοχορευτής
κόβει στα τέσσερα
δοκάρια και καρφιά
Το πλιθάρι επιστρέφει στην αρχή του
Χώμα μου κι άγιο μου νερό
κι εσύ βελόνι στ’ άχυρα και στάχυ ραγισμένο
Είδα σε που πρασίνισες
κι έριξες άγκυρες καινούργιες να ριζώσεις
Καλή αντάμωση
Σχεδόν (2015)
Στέφανος Κωνσταντινίδης
ΙΙΙ Η μελαγχολία του ποιητή
Η υστεροφημία…
Κι αναστοχάζεται
ποιος θα τη νέμεται
στην αιωνιότητα της απουσίας του
χωρίς το μπαλέτο των χεριών του
γύρω από το λαιμό της.
Αν ήταν
να αγόραζε μια χαραμάδα
κάπου
να κρυφοκοίταζε…
Αν ήταν
ο εγκέφαλος
να κράταγε αλώβητη
την παντοτινότητα του κόσμου
όσο αυτή θα υπήρχε
θα καταργούσε
την αιωνιότητα της απουσίας
θα μπορούσε να αγαπήσει
ακόμη και το θάνατο.
Λεξήματα (2017)
Βάκης Λοϊζίδης
OTAN H ΝΥΧΤΑ ΧΑΣΕΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΗΣ ΝΥΧΙ
Οι γλάροι μπαίνουν στη ζωή σου
με το έτσι θέλω στο Γέτεμποργκ
Γεμίζουν με παράπονο την πόλη
Τα βράδια κλέβουν λουλούδια
από το χέρι της Κάριν Μπόγιε
Κάθονται στη φωτογραφική μηχανή του Βίκτωρα
Μαθαίνουν για το πρώτο ταξίδι στο φεγγάρι
πριν αρχίσουν το τραγούδι στο λιμάνι
Οι μετανάστες στέλνουν καρτ- ποστάλ
με γλάρους στις πατρίδες τους.
Όταν Ιούνη μήνα
η νύχτα χάσει το τελευταίο της νύχι
όλα τα δευτερόλεπτα διασώζουν φως
Τότε οι γλάροι με βραχνή φωνή
ζητούν από τον ορίζοντα
να φέρει πίσω το σκοτάδι.
Γέτεμπορκ 2014
Ευφροσύνη Μαντά –Λαζάρου
[ΝΑΡΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΑ]
Μου ακουμπάνε κάποια μυστικά
και μου λένε κράτησέ τα!
κι εγώ τρομάζω
γιατί μου δίνουν να φυλάξω μια βόμβα
που επιθυμώ να εκραγεί.
Καρφώνομαι στον τοίχο μια πινέζα κατανόησης
Κι εγώ θέλω να εκραγεί σαν ήλιος
να κάψει κι άλλα μάτια
ν’ ανοίξει κι άλλες καρδιές
να μιλήσουν κι άλλα στόματα.
Να μην είμαι μόνη.
*******
Φίλια στρατεύματα οδοιπορούν
σε τακτικούς διαδρόμους.
Ανιχνεύουν έγκαιρα όσα αποφεύγουν οι φρόνιμοι.
Κι εγώ τους παροτρύνω
να μαζέψουν λαλέδες και κυκλάμινα.
Πράγμα που δεν το έσπειρε ανθρώπινο χέρι
φόβο δεν έχει.
Ναρκοσυλλέκτρια (2014)
Κλεοπάτρα Μακρίδου
[ΑΣΜΑ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ]
ΙΙΙ
Είναι ο Έρωτάς μου
και η Σιωπή Σου
και η κομμένη μου ανάσα
ο ήχος των μακρινών κυμάτων
και το βαθύ Σου βλέμμα
που ξύπνησε μέσα μου
τη γέννηση του Σύμπαντος
και του σώματός μου
είναι το δροσερό θρόισμα
των φύλλων
που σκόρπισε την απόγνωση
της καθημερινότητας
κι αναδύει μέσα από την αυγινή αύρα
τα εξαίσια χρώματα της μνήμης,
είναι η χαρά του σώματός μου
καθώς ψάχνει ανέλπιστα
μέσα σε αδέξιες χειρονομίες
τα ζεστά Σου χέρια
ενώ οι λέξεις Σου πυροβολούν το ψέμα
και η καταχωνιασμένη νοσταλγία μου
σέρνεται μέσα στ’ άλυτα δεσμά
του πόθου μου για Σένα.
Άσμα ερωτικό και πένθιμο, (2015)
Ανδρέας Μαλόρης
ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΗΣ
Πριν σ’ αφυπνίσουν
τούτα τα κυνηγημένα βήματα
έξω στους αδιάφορους δρόμους
προχώρα βαθιά μέσα στις σελίδες
των αγαπημένων σου ποιητών,
και σκέπασε καλά τα γυμνά σου μέλη
που κείνται αφύλαχτα
στους λογής-λογής εξτρεμιστές.
Τώρα που γύρισες πίσω
από τις άγριες Ινδικές ακτές
κρύψου καλά μέσα στο πλήθος
των παλιών σου οργασμών,
και σφάλισέ με τρίδιπλα
στο τελευταίο σου συρτάρι.
Αγαπημένη,
σκέπασε καλά τα γυμνά σου μέλη.
Με διαστρέβλωση ελαχίστη (2015)
Χρήστος Μαυρής
ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑΡΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ
Τα ταξιδιάρικα πουλιά
που φτεροκοπούσαν πανικόβλητα
γύρω τριγύρω στον ουρανό
την Κυριακή το απόγευμα
δεν ήξερες
αν τραγουδούσαν ή αν έκλαιγαν.
Οι ραγισμένες φωνές τους
ανέβαιναν ψηλά και χάνονταν
μέσα στους μυστικούς ουρανούς.
Το άλλο πρωί
ο παγωμένος άνεμος που κατέβαινε
από το χιονισμένο βουνό
έφερνε στις αυλές μας
έναν ματωμένο αντάρτικο σκοπό
γεμάτο κραυγαλέο πόνο.
Στις πολιτείες των αλλόκοτων πουλιών, (2010)
Μάριος Μιχαηλίδης
[… επιθαλάμια και τέφρα υμεναίων.]
α’
Ανέστιε πόθε
Μη ζητάς από μένα δανεικά
Τα είπαμε στο χώρο του
κοινού μας πεπρωμένου
Οδός Επαιτείας αριθμός μηδέν
Βλέπω να χάνεις το δρόμο
Ξανά και ξανά
Και να επικαλείσαι τάχα
Τους θολούς οδοδείκτες και την
Ύποπτη συνέργεια των αριθμών
Μα όταν αργείς να φανείς
Βγαίνω κι αλλάζοντας τα σήματα με
Ανεπαίσθητο δόλο
Διαλαλώ τα κέρδη μου
Μια απλόχερη καταχνιά κι ένα
Τρύπιο πουκάμισο για να χωράς
Και να φεύγεις όποτε θες
Τέφρα ονείρων 2016
Ανδρέας Μιχαηλίδης
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Το πλοίο που σε ταξίδεψε
ξεμάκραινε ολόφωτο
μέσα σε μια νύχτα πηχτή
αβυσσαλέα
κι εσύ
όρθια στο κατάστρωμα
με χαιρετούσες ζωηρά
κι εκείνο χανόταν ολοένα
κι εσύ μίκραινες
όλο μίκραινες
και χαιρετούσες
ώσπου κάποτε τα μάτια μου
δεν έφταναν πια να σ’ αγκαλιάσουν
κι έγινες σιγά-σιγά κουκκίδα
μια κουκκίδα φωτεινή
στον ωκεανό
της μνήμης.
Το εργοτάξιο (2016)
Λίλη Μιχαηλίδου
ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΑ
ΙΙ
Το χάος είναι η αντανάκλαση της κόλασης.
Η απελπισία έχει μεταλλάξει τα πρόσωπα.
Περιπλανήθηκα σ ένα πάρκο ευκαλύπτων.
Το φως του ήλιου δεν άγγιζε το χώμα* απλωνόταν
πάνω από τις κορυφές των δέντρων.
Είναι Μάρτης και απροσδόκητα γύρισε ο χειμώνας.
Όπως γύρισε και η ζωή μας ανάποδα
κι η σκιά μας ανάποδα κι αυτή.
Το χάος χαϊδεύει τα μάτια, τα μαλλιά, το λαιμό
εισχωρεί στην καρδιά και μια ξαφνική επίγνωση
αναστατώνει το σώμα.
Το χάος απλώνεται σκοτεινό κι αναπόφευκτο
σαν βουνό μετά την πυρκαγιά.
Χάλκινα πρόσωπα πολιτικών κροταλίζουν στο σκοτάδι.
Αρένα (2014)
Γιώργος Μολέσκης
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Πολλές φορές τον χρόνο το φεγγάρι
κάνει τον κύκλο του
και γίνεται πανσέληνος.
Το επιθανάτιο χλωμό του φως
πέφτει πάντα το ίδιο πάνω στον κόσμο,
όμως ο κόσμος κάτω
είναι κάθε φορά διαφορετικός,
το φως διαγράφει άλλα περιγράμματα,
σκιάζει άλλους τάφους, άλλα ερείπια
σε γειτονιές πολέμων,
σε συνοικισμούς προσφύγων,
άλλους κρατήρες, άλλα ναυάγια…
Και κάθε φορά
που επαναλαμβάνεται η πανσέληνος
γίνονται όλο και πιο άσπρα
τα κόκαλα των άταφων νεκρών.
Το ημιτελές ποίημα, (2014)
Νόρα Nατζαριάν
ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΗ
Όταν είμαι κουρασμένη
σκέφτομαι το λαιμό σου
που ήτανε το μαξιλάρι μου,
ένα βαθούλωμα που το γέμιζαν
μέρη του προσώπου μου –
στόμα, μύτη, μάτια, μαλλιά –
κάθε νύχτα, για χίλιες και μια νύχτες,
τότε που μέναμε άγρυπνοι και λέγαμε
ιστορίες ο ένας στον άλλο.
Τη χιλιοστή νύχτα
μας τελείωσαν τα λόγια
και την χιλιοστή πρώτη
ήμουν τόσο κουρασμένη
που σταμάτησα να μιλώ.
Έτσι ακούγαμε τη Σιωπή
να μας διαβάζει ιστορίες
κάθε νύχτα, και το πρόσωπό μου
κοιμόταν πάνω στο λαιμό σου –
μέχρι που μια νύχτα άκουσα
την αναπνοή της πάνω στο δέρμα σου.
(Υπό έκδοση)
Εύα Νεοκλέους
ΕΝΟΡΑΣΗ
Αιώνες περπάτησα γυμνή
ανάμεσα στις φυλλωσιές του Αυγούστου
και τις πηγές που δεν στέρεψαν.
Αιώνες ξεδιάλυνα των μαντείων τα ανερμήνευτα,
ξέροντας πως οι ανακατωμένοι αέρηδες
ήταν η ίδια η ζωή.
Τα καμώματα των καιρών πληθαίνουν
– μοίρα του ανήσυχου Ιθακήσιου-
Αιώνες αγρύπνησα
να ανιχνεύω τα σημάδια
από ήχους άλλων ουρανών…
Αιώνες χαράχτηκα
με το λευκό των γιασεμιών
σε αυλές με το αγιόκλημα της λύπης.
Ανήσυχοι
θα καταθέτουν
πανσελήνους.
Οι αιώνες μου.
Σημάδια για το δρόμο (2015)
Παναγιώτης Νικολαΐδης
ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ
Όπως έσκαβα
μια μέρα έφτασα στον Σόλωνα
φιλόσοφο και ποιητή και
φραπεδιά στο χέρι
Κοίτα μου λέει νεαρέ… Πλήρης
σεισάχθεια χρεών
Και προπαντός πλήρης σεισάχθεια
της λέξης
Κοίτα του λέω Σόλωνα… χλωμό…
Αν ήσουν μάγκας και σωστός
δεν θα ‘χαμε Πεισίστρατο
δεν θα ‘χαμέ Κλεισθένη
Και για τις λέξεις… δυστυχώς…
πρώτα κουβαλώ
και μετά γράφω
Παραλογή (2016)
Κυριάκος Ολυμπίου
ΠΟΙΑ ΑΠΟ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ…
Το μυαλό υποκύπτει στην πραγματικότητα
με μάτια αλλαγμένα,
πλασάροντας μια αφύσικη αλήθεια…
Εικόνες σε φαντασία μαγική.
σε λόγια που θέλουν να ειπωθούν, μα κρύβονται,
γιατί φοβούνται την απάντηση…
Μικρές και ανήθικες στιγμές
που πνίγονται στην ασκήμια του κόσμου
μέσα στην ματαιοδοξία, προδομένες…
Ποια από όλες αυτές τις ψεύτικες αλήθειες,
σου κλείνει το στόμα, σου δένει τα χέρια,
στ’ ανείπωτα σχόλια, σε σκέψεις δίχως νόημα…
Της βάρδια σκέψεις (2012)
Μιχάλης Κ. Παπαδόπουλος
Ο ΦΘΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Ο ποιητής άναψε όλα
τα καντήλια στα ξωκλήσια
του σώματός της
με τις πολυτιμότερες
Λέξεις-κεριά
Εκείνη μη αντέχοντας
το φως της ποίησης
άρχισε να του εκσφενδονίζει
χαρούπια στο πρόσωπο
ν’ αρπάζει τις λέξεις
από το λαιμό
και να τις ρίχνει σε παρακείμενο πηγάδι
Ανθρω πεινώ (2016)
Μαριάνθη Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου
ΕΡΩΤΙΚΑ
Όταν σωπαίνεις
Ουρανοί χαμογελούν
Βαθειά τα μάτια
* *
Να ‘μουν αγέρας
Στα φύλλα της καρδιάς σου
Να ξαποσταίνω
* *
Να ‘σουν θάλασσα
Κι εγώ το βοτσαλάκι
Στην αμμουδιά σου
* *
Να ‘σουν ποτάμι
Κι εγώ μες τα νερά σου
Το αποκλάδι
* *
Η ανάσα σου
Το χνώτο της Άνοιξης
Μες το χειμώνα
* *
Αστέρια λάμπουν
Μες το βαθύ σκοτάδι
Είναι τα μάτια σου;
Σε κλίμακα ελάσσονα (2015), εκατό χαϊκού
Ευτυχία Παναγιώτου
ΣΑΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ
σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ αριστερό στην κοιλιάς λέω χάιλ σημαία.
και πυροβολούν αλύπητα,
κανείς δεν με βρίσκει.
εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
— κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα –
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.
εγώ όμως ζω
– χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.
σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει.
κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά;
μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες.
Μαύρη Μωραλίνα (2010)
Νάσα Παταπίου
Η ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Έχω ένα περιβόλι μαγικό
Περιφραγμένο
Το ορέγονται πολλοί
Και τριγυρνούν απέξω
Μα δεν τολμούν να μπουν
Εχει εξωτικά φυτά
Και τους τρομάζουν
Εκπέμπει ευωδιές μεθυστικές
Τους προκαλεί λιποθυμία
Άλλωστε στερούνται φαντασίας
Και επιπλέον
Δεν φαντασιώνονται στον έρωτα
Έχω ένα περιβόλι μαγικό
Περιφραγμένο
Η μάλλον μια σχολή
Να διδαχθείς να μάθεις
Αν είσαι έτοιμος γενναίος
Έλα στο περιβόλι αυτό
Για να σε ξεναγήσω
Πως απ’ το τίποτα
Γεννιέται η Ιστορία
Και από τον λεπτεπίλεπτο μου μίσχο
Θέλεις δεν θες θα ανθοφορήσεις
Φασγάνου δίχα (2009)
Κώστας Πατίνιος
ΚΑΠΟΤΕ
Κάποτε θα ανταμώσουμε και πάλι,
θα είμαι ένας άλλος, θα είσαι μια άλλη.
0a με κοιτάξεις, θα σε κοιτάξω.
θα ζήσουμε ξανά, μέσα από μια ματιά, την οδύνη.
θα ζήσουμε ξανά, μέσα από μια ματιά, την ηδονή.
Κάποτε θα ανταμώσουμε και πάλι,
θα είμαι ένας άλλος, θα βγαίνει από μέσα μου ένας νέος
και θα τον σπρώχνω, θα του κλείνω την πόρτα,
γυρνώντας σου την πλάτη.
Κάποτε θα ανταμώσουμε και πάλι, θα είσαι μια άλλη,
θα το σκάσει από τη μικρή σχισμή του ματιού σου,
μια σιαγόνα που δεν θα ονομάσεις δάκρυ,
για να μην το παραδεχτείς.
Κάποτε θα ανταμώσουμε και πάλι,
τσακισμένα τα κορμιά μας από τα χρόνια.
Οι ψυχές μας με μια φωνή θα ουρλιάξουν: «Ανάθεμά σας…»
Είναι μέρες που αναπνέω τη σιωπή τους (2011)
Νίκος Πενταράς
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
Συχνά τα βράδια
καθώς έξω από τα κλειστά παράθυρα
η πόλη βυθίζεται σιγά σιγά
στο χρόνο και τη λήθη
προσκαλώ σε σύναξη
στο σπίτι μου
μεταστάντες ποιητές
«αδιάβαστους κι αχειροκρότητους»
-ως επί το πλείστον –
και σε ολονυχτία
τους απαγγέλω στίχους τους
γιατί θέλω μνημονεύει ες αεί
απ’ αρχής τα έργα τους
θέλω μελετά εις πάντα τα έργα τους
και περί του βίου τους διαλογίζεσθαι.
Σε φόντο φθινοπωρινό (2015)
Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου
Xώρας Ιστόρηση (Απόσπασμα)
Τό ριζικόν φεγγοροδεί μέσα ‘ς τό καταλιάδιν
Καταύτις έρεσίστηκεν τό ούρανίν τ’ ονείρου
Ρέτινον βάλλει τής σωπής ότι τήν δη τριγύρου
Γνέφει τ’ αέρα τών σειλιών βουττά με’ ’ς τό στιάδιν
Ό ουρανός παραστρατά φιλιά φιλά φιλώντα
Τ’ άβαχον ή πανσέληνος καχανικά νικώντα
Τές λέξεις πού οί συλλαβές άρμύρισαν τό σάλιον
Φωνές τά σώματα γροικούν ’ς έναν αέραν κάλλιον
Τό χάδιν γνούδιν μυστικόν θάρητα όρμηνεύκει
’Σ τό μυστικόν τού έρωτα μιά ρύμη σαγηνεύκει
Γλοιά μέ’ ‘ς τήν μετάξενην πού δειλινιάζει Χώραν
Άνάφτει ό κόρφος πεθυμιάν τά πεθυμά όρπίζει
Να ’βρέθετουν ή αφορμή πού νά τής τό ’συγχώραν
Xώρας Ιστόρηση 2005
Γιώργος Πετούσης
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Κι ο ποιητής
στην όχθη του κόσμου
[μερικοί λένε στην καρδιά του κόσμου]
μόνος, κατάμονος
στην απόλυτη μοναξιά του
κρατεί την πέννα και το κεφάλι του
σκεφτικός.
Συλλογίζεται την αλήθεια
και βαδίζει ανάμεσα στο πλήθος
πουλί, αηδόνι
έκθετο
στην πρώτη
και έσχατη σφενδόνη.
Χωριό Λάνια, 18. 08. 1987.
Τέλος χρόνου (2010)
Ανδρέας Πετρίδης
ΚΟΙΤΙΔΑ ΜΝΗΜΗΣ
Βάζεις το πόδι στο λιγοστό
νερό που βγαίνει απ’ το χώμα
αφήνοντάς το να το γαργαλά
παράξενα – σχεδόν μεταφυσικά,
μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους
με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.
Κι εκεί ανάμεσα
στη σαύρα που σέρνεται στη γη
και στο φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη πτήση,
στα σύνορα πάντα
αυτού που θά’ θελες
κι αυτού που πρέπει,
περνά ένα παράπονο το σώμα
ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη
να πέσει σταγόνα:
Ποιός κόβει των παιδικών
χρόνων τα δέντρα μας,
διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά
τ’ αγαπημένα φαντάσματα
και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα
Εντόπιο ρίγος (2013)
Βασίλκα Πετρόβα-Χατζήπαπα
ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ
Δεν κατανοούμε μήπως
και δε δεχόμαστε το τέλος
την έκρηξη εκείνη τη μικρή
που τον πυρήνα σπάζει
του θαύματος
της ζωντανής μας ύλης;
Έτσι τάχα διαφέρουμε
από τ’ άστρα
που σβήνουνε σε τροχιά
στη σιωπή
ή τους σπινθήρες
που κυλά αδιάφορα
ο άνεμος
στα ρείθρα των λεωφόρων;
Ή τέλος μοιάζουμε
με τις πυγολαμπίδες
που εν πτήσει χάνονται
μες στο σκοτάδι;
Και στάζει του φωτός
το κάλυμμα νεκρό
πάνω σε ξεραμένα φύλλα
και βότανα καμένα
Η μοναδική λέξη (2010)
Μιχάλης Πιερής
ΠΡΩΙΝΟΣ ΚΑΦΕΣ ΣΤΗ ΛΗΔΡΑΣ
Είμαι, σαράντα εφτά ετών και είμαι
ευτυχισμένος. Επειδή κάθομαι εδώ
σε προνομιακή γωνία κι εντός αυτής της μέρας
πού δεν είναι χτεσινή μήτε αυριανή.
Είμαι εδώ, σ’ αυτήν τη μέρα που είναι
σήμερα, δεν ήταν χτες, δεν θα ’ναι αύριο
κι είμαι στην πόλη στον πεζόδρομο, σ’ αυτήν
εδώ την πόλη (την έστω μοιρασμένη)
και κάθομαι κι απ’ το γυαλί κοιτάζω τη βροχή
τον κόσμο που κινείται κι ή σερβιτόρα
είναι όμορφη (και το γνωρίζει)
κι έχει καί τό χαμόγελο εύκολο.
Είμαι στ’ αλήθεια τόσο, μα τόσο
(έστω για λίγο) ευτυχής.
Λευκωσία, Φεβρουάριος 1998
Μεταμορφώσεις πόλεων
Εκλογή ποιημάτων 1978-1998 (1999)
Αντώνης Πιλλάς
[ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ]
ΙΣΤ’
Νύχτα στο παραθύρι μου βουβαίνονται τ’ αηδόνια
κι αργοξυπνούν της ζήσης μου τ’ αγλύκαντα τα χρόνια
— Παιδιά ορφανά πού ξέμειναν στου κόσμου κάποιαν άκρη
κι έχουν την πίκρα για ψωμί και για νερό το δάκρυ.
Νύχτα στο παραθύρι μου ανάβω ένα λυχνάρι
με των ματιών σου τ’ όνειρο στο φως μαργαριτάρι.
Νύχτα στο παραθύρι μου ξυπνάει ο στεναγμός σου
και μια φωτιά στον ουρανό ντύνει το πρόσωπό σου.
Και μπαίνεις μες στο αίμα μου κι ως πάντα δεν σ’ αρνιέται
που παίρνει το κατόπι σου ως στ’ άστρα κι εκεί σβιέται.
Επιτάφιος (2017)
Γιάννης Ποδιναράς
ΘΑ ‘ΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΕΚΕΙ
Υπάρχουν εκείνοι που στο κάλεσμα σου
Πάντα θα λένε ναι
Χωρίς μετρήματα και μασημένα λόγια.
Μόνο ένα νεύμα αρκεί.
Μια ικεσία άναρθρη της μυστικής βουής
Της πιο βαθιάς λαχτάρας σου.
Θα ‘ναι πάντα εκεί
χωρίς αντίπραξη και μελωδίες γλυκερές.
Χωρίς ούτε ένα δάκρυ στη θολή ματιά
της κοινωνίας της πιο βαθιάς ουσίας σου.
Αυτήν που κάποτε την είπανε μοίρα ή θεά.
Αγέραστη, χωρίς λύπη ή ακραία χαρά.
Είναι εκεί σαν υγρή νοτιά καινούργιας μέρας.
Η αβεβαιότητα αυτού που είσαι.
Η γαλήνια προσμονή αυτών
Που πάντοτε θα λένε ναι στο κάλεσμα σου
Για να μη χαθείς.
Να μη νοιώσεις ποτέ
το φόβο της φθοράς
μα ούτε και τη ψευδαίσθηση
των μάταιων ονείρων.
Αυτοί που πάντα θα ‘ναι εκεί.
Για να κοιτάξεις
μέσα στην ήρεμη κι απόλυτη αποδοχή τους
το πιο βαθύ σημάδι της ζωής σου
που τους χάραξε.
Φαράγγια των Αγγέλων (2008)
Στέλλα Ρωτού
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ…
Μες στη θωριά του αναζητώ τη σιγουριά
Και με τα λόγια τους φόβους να καταπραΰνει
Το ψηλό κυπαρίσσι
ξεφύτρωσε εκεί που δεν το έσπειραν, παράταιρα
ανάμεσα στα πεύκα που κάποτε ήταν πυκνά
όταν γίνονταν ίσκιος στη θάλασσα –
η μυρωδιά τους ζευγάρωνε με την αλμύρα
κι ανάσταινε τα στήθη
Ένα χέρι ανέκοψε την ομορφιά
Ζήλεψε την υπεροχή κι έσπειρε τον όλεθρο
Το κυπαρίσσι παραμένει ανάμεσα στα λιγοστά πεύκα
μαραζωμένα να κλαίνε τον πόνο των συντρόφων
να θυμούνται τις ένδοξες ημέρες
να τις σιγοτραγουδούν με μοιρολόι
Ούτ’ έρχονται πίσω οι στιγμές
ούτε τα λόγια έφυγαν ήδη μακριά
Τα ιδανικά που ξεθώριασαν
Ο χαμένος ήλιος γύρω από τα σύννεφα
Η ανάμνηση που απομένει, κι αυτή
σκεπασμένη από μια κατάσταση εντελώς ομιχλώδη.
Οδός Δημιουργικής Γραφής (2017)
Μόνα Σαββίδου – Θεοδούλου
ΗΘΕΛΗΜΕΝΗ ΑΠΟΣΒΕΣΗ
Μα να περιμένεις
τη λήθη
με τόση ανυπομονησία.
Να μετράς τις ώρες,
τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα
για να τα ξεχάσεις.
Καταργείται το απωθημένο;
Ηθελημένη απόσβεση
εαυτού.
Είναι κι αυτή μια θλιβερή
σωτηρία.
Ποιά επανάσταση;
Άκουσα καλά;
Φταίνε οι καθρέφτες.
Εστιάζουν στο μήλο
της Έριδος
ακόμα.
MARGINALIA Δυο γυναικείες φωνές (2016)
Αντωνίνη Σμυριλλή
ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΓΑΤΑ ΜΟΥ
Σήμερα είμαστε μελαγχολικές
Και άβαφες
Εγώ και η γάτα μου
Έχουμε μια παρά φύσιν σχέση
Μια διαστροφική επικοινωνία
Αρνούμαστε να συμβιβαστούμε
Να κανονικοποιηθούμε
Κουβαλούμε τη θλίψη μας
Και σα μαγνήτες
Τη θλίψη των άλλων
Σ’ έναν λαβύρινθο
Απομονωνόμαστε
Στις αναζητήσεις
Των σκέψεών μας
Μινώταυροι
Αδύνατο να βγούμε
Δεν υπάρχει Αριάδνη
Ούτε μίτος
Έτσι μόνο περιφερόμαστε
Μελαγχολικές
Και άβαφες
Βλέπω ακόμα παιδικά (2017)
Γιώργος Ταρδίος
ΕΤΣΙ ΜΟΥ ΛΕΝ
I.
Κάπου στην Κύπρο κρέμονται ακόμη τα πόδια μου
Έτσι μου’ λεν.
Ονειροπαγίδες αεροπλέουν απ’ το ταβάνι
κλοτσούν κέρινα μέλη
κιτρινισμένα από θυμίαμα
καπνιά
ανθρώπινη σκόνη
απανωτές προσευχές στον Απόστολο Ανδρέα.
Το μοναστήρι, αρχαίο μετακάρπιο οστό
γραπώνει την απόληξη μιας χερσονήσου θαλασσοδαρμένης
πιστής ακράδαντα στη φήμη του για θαύματα
παραταγμένης απέναντι στη Μέκκα, στο ερυθρό ημισέληνο κεντρί του εισβολέα ήλιου.
Κάθε χρόνο, ανήμερα της γιορτής του στο Πανηγύρι
όταν οι συνονόματοί του κεραστικά μοιράζουν
κλείνουν λογαριασμοί.
Εγώ είμαι μάρτυρας
Έτσι μου λεν.
Κουμπωμένα Σχήματα
(Μετάφραση της Δέσποινας Πυρκεττή)
Τούγτσε Τέκχανλι
ΚΡΕΜΑΣΤΟ ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ
θα βάλω τα κρεμαστά μου σκουλαρίκια σήμερα
γιατί πρέπει να κρεμαστεί κάτι από μένα στο έξω μου
αυτά θα πουν
αυτά να ρωτήσουν
τη φωνή που δεν κατάφερα να βγάλω σε σένα
μήπως αρχίζει από τα σκουλαρίκια
η αίσθηση ότι δεν φτάνεις κάτι
σε ένα ακίνητο λαιμό για παράδειγμα
«Ποιήματα», έκδοση ΕΛΚ, 2016
Αθηνά Τεμβρίου
ΣΤΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Στα απογεύματα της σιωπής
ακούγονται μόνο τα φύλλα
σαν ψιθυρίζουν ύμνους στον ήλιο
και κανένα παιδί σαν παίζει στο δρόμο
με τις ελπίδες του αύριο να χτυπούν
σαν μπάλες στου τοίχους της γειτονιάς.
Ο μονότονος θόρυβος δεν ξυπνά
τον βαθύ ύπνο… ίσως μια καμπάνα
που χτυπά χαρμόσυνα και το γάβγισμα
των σκυλιών που αγανάκτησαν.
Στα απογεύματα της σιωπής
απλώνουν τα ρούχα τους οι γυναίκες,
να στεγνώσουν μαζί με τα υγρά όνειρα
σαν ξεφεύγουν λόγω ζέστης κι ανάπαυσης.
Ένα ένα σαν εξατμίζονται στις απλώστρες
γυρνούν σαν σύννεφα μέχρι να ‘ρθουν
οι πρώτες βροχές να τα παρασύρουν
στο λιμάνι της θύμησης μέχρι να ξεψυχήσουν.
Μονάχα τα νιάτα απέναντι στο λευκό σπίτι
φτιάχνουν νότες, γελούν κι ανασαίνουν την ποίηση.
Ανάμεσα στους ήχους (2017)
Αντρέας Τιμοθέου
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Οι ποιητές,
τα χαρακώματα της κοινωνίας,
οι κοινωνοί του κενού
οι μυημένοι της απώλειας,
δεν έπαψαν ποτέ
να μαρτυράνε εκείνη την πρώτη πληγή.
Σιωπούν μέσα στους στίχους
τις φωνές που πνίγονται κι όλο μεγαλώνουν.
Πλάθουν καταφύγια αθόρυβα.
Μεριμνάνε
για τα αρπακτικά που κουβαλούν.
Τεκμήρια, οι λέξεις τους…
«Ποιήματα», έκδοση ΕΛΚ, 2016
Έλενα Τουμαζή
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μια φωνή
πού διασχίζει τον Μύθο
την ‘Ιστορία τους αιώνες,
κινούμενη αέναα στο παρόν.
Εκλαμβάνεται από τούς ανθρώπους
ως τροφή
ως εικόνα
ως ένδυμα
ως κατεύθυνση
ως καθρέφτης
ως νόημα.
Αλλά ποτέ ποτέ
ως αυτό πού πραγματικά
είναι:
Μια φωνή.
Γυμνή.
Που αναπνέει.
Εκφερόμενη από ένα
ένσαρκο,
έμφυλο σώμα.
Βροτό.
Χρονικό σώμα.
Μια φωνή πού έναρθρα
καλεί,
κάθε φορά,
εσένα
(γνωρίζοντας σιωπηλά το όνομά σου).
MARGINALIA Δυο γυναικείες φωνές (2016)
Νένα Φιλούση
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Νερό που στάζει ρυθμικά
και πιπεριές πανύψηλες γεμάτες τιτιβίσματα
τα χόρτα της αυλής βρεγμένα
ποδήλατα της γειτονιάς πίσω από σχοινιές
φρεσκοπλυμένα δέντρα έτοιμα να δακρύσουν:
Αν λείψει κάτι, διαλύεται ο μύθος.
Αυτό δεν είναι σπίτι μου.
Η υγρασία κυρίως μας κράτησε μαζί.
Ταχυδρομική σύνδεση με τις ενδότερες περιοχές
έφερε αυτό που δε θέλαμε:
Την απάθεια με τσαντάκι κοραλλί
ιριδίζουσες χάντρες και θρασεία αρτιμέλεια.
Τι εμμονή κι αυτή να στολίζω μιαν αδειοσύνη ξένη!
Μόνο τριπλό καημό και ζάρες θέλω για το τέλος
και να φύγει ο καταραμένος φόβος
που σαν καυτός καφές πέφτει στον ύπνο μου
και ξαναπέφτει
να κάψει το δέρμα του αγέννητου εαυτού μου.
Δε θέλω στέγη. Θέλω ουρανό.
Έχω κι εγώ μια θλίψη να κοιμίσω
Ακτήμων (2014)
Γιώργος Φράγκος
ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΕΙΟ
Πέρασα βερνίκι όλες μου τις μνήμες
κόλλησα με γόμα όλες τις ρωγμές
πήρα τα σκαρπέλα, πήρα και τις λίμες
κι έχω αφήσ’ απ’ έξω όλες τις πομπές.
Παλαιοπωλείο είν’ οι μνήμες μας
καλογυαλισμένες μέσα στη ψυχή
έχουν μέσα φόδρα απ’ τις λύπες μας
μα και για σφραγίδα άλλην εποχή.
Έχω συντηρήσει τόσες αναμνήσεις
έχω βάλει λάδια κι άλλα υλικά
έχω αποβάλει τόσες αντιρρήσεις
έβγαλα τη σκόνη κι άλλα περιττά.
Έβαψα μ’ ασβέστη θύμησες ποικίλες
έβγαλα τα χόρτα τα πειρατικά
άνοιξα με φόρα της καρδιάς τις πύλες
κι άφησα να φέγγουν τα θαυμαστικά.
Παλαιοπωλείο Ασμάτων (2013)
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
ΥΔΑΤΑ ΥΔΑΤΩΝ
Ακούγεται τριτώνιο κοχύλι πού φυσάει
Μήνυμα για τούς ναυτικούς σε όλα τα πελάη
Ό βύθιος Λεβεντόκορμος και οι πενήντα κόρες
Χορεύουνε και τραγουδούν πάντα ελπιδοφόρες
Το κύμα μου πρωτεϊκό φτάνει στο περιγιάλι
Χορεύει με τα βότσαλα και με την αύρα ψάλλει
Κάποτε γίνεται άγριο θαλασσινούς φοβίζει
Κι αν έχουνε κακό σκοπό στα βράχια τους τσακίζει
Στόλοι πανίσχυροι περνούν τριήρεις και πεντήρεις
Μετά πλοίο δεν φαίνεται ούτε καραβοκύρης
Μες στο πλατύ το χέρι μου παλεύουν παλικάρια
Βγάζουν φωτιά τα μάτια τους στα χέρια τους κοντάρια
Άλογα χαλκοπόδαρα μες στον βυθό καλπάζουν
Έχουν τη χαίτη τους χρυσή και τους κακούς δικάζουν.
Ύδατα Υδάτων (2016)
Ανδρέας Χατζηθωμάς
Η ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ Μ’ ΕΝΑ ΚΟΧΥΛΙ
Η σιωπή με φέρνει
σ’ εκείνο το ακροθαλάσσι
που κάποτε αγκάλιασα
το δέλτα του σώματος σου.
Ένα γυμνό κοχύλι
ανάσκελα κοιτάζει τη σελήνη
ορθάνοικτο
ροδόχρωμο αιδοίο
να μπαινοβγαίνει μέσα του
ο πάλλευκος αφρός
σαν υδάτινο σπέρμα.
Το ανασηκώνω στα χέρια μου
το ακουμπώ στο αυτί μου
ν’ αφουγκραστώ
τα τόσα που έχει να μου πει.
Για πολυτάξιδες γοργόνες
με την ακόρεστη περιέργεια στα χείλη
για νύμφες που χορεύουν ρυθμικά
κτυπώντας όστρακα
να ξορκίσουν άλιους δαίμονες
για μέδουσες που κτενίζουν
τα φιδίσια μαλλιά τους
μπροστά σ’ εκτυφλωτικό κάτοπτρο
έτοιμες
να μεταλάβουν το πάθος της σάρκας.
Η πέμπτη εποχή (2012)
Χρίστος Χατζήπαπας
ΥΠΝΟΣ ΑΝΤΙΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Κάποτε νιώθω τόσο κουρασμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ
με διάθεση
πέραν του ύπνου.
Να κοιμηθώ
βαθιά
να μην ακούω.
Η κενότητα των λόγων σας
η ματαιότητα των πράξεών σας
υπνηλία μου φέρνουν
θανατερή.
Να κοιμηθώ χωρίς όνειρα
τα όνειρα
αντίγραφο όσων ζω
καθρέφτισμα των λόγων σας
της θρασύτητάς σας
εγώ τα έχω σιχαθεί.
Δε θέλω να βλέπω
μέσα σε συμπληγάδες βλακείας
επηρμένης
οιδηματικής
σαν πτώμα με μύγες πράσινες
να γυροφέρνουν
την πατρίδα μου την ίδια.
Θέλω να κοιμηθώ•
νομίζοντας πως κοιμάμαι
να συνεχίσω.
Τα πηγάδια της ιστορίας (2012)
Ανδρέας Χατζηχαμπής
ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΗΣΗ
Χθες πέρασε απ’ εδώ
μια ξεχασμένη ονειροπόληση,
μου ’πε πως βρήκε ξανά
καινούργιο σθένος,
μετά από εκείνη
τη χειμωνιάτικη επαλήθευση.
Μου ’λεγε με τρόπο
πως οι πληγές του ονείρου επουλώθηκαν
και πως άρχισε την εργασιοθεραπεία,
ψηφιδωτό,
με ψηφίδες
κάτι πορφυρές προθέσεις,
κάτι μαβιά θέλω
και άλλες χρωματιστές ελαφρότητες.
Να την πιστέψω δεν θέλω
καθότι γνωρίζει καλά
η μοναχικότητά μου
τι σημαίνει όνειρο
και τι ακριβώς
η απομυθοποίησή του.
Όνειρα Αμενηνά (2014)
Γιώργος Χριστοδουλίδης
ΟΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ
Όσοι συνέρχονται
έχουν παραμορφωμένα πρόσωπα
κομμένα μέλη
και τους λείπει το προηγούμενο κοίταγμα.
Βυθίζονται σε ζάλη αφρισμένη
και τα λόγια τους γίνονται πουλιά
που δεν έχουν φωλιές.
Βλέπουν τις σπίθες ως ηλιαχτίδες
τις πληγές ως λάθος του τεχνίτη
και τα θύματα
ως αγγέλους που αποκοιμήθηκαν.
Βλέπουν τη σκηνή του δυστυχήματος
χωρίς τη φρίκη.
Ακριβώς όπως οι επιζώντες
μιας ήσυχης μέρας
– πολλών ήσυχων ημερών.
Πληγείσες περιοχές/Γυμνές Ιστορίες (2016)