ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ 30

.

.

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

Μυθιστόρημα

Α’
Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.
Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.
Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ’ άσπιλα φτερά των
κύκνων που μας πληγώναν.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας
της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας
που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.
Φέραμε πίσω
αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.

ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Α’
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ’ αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.

.

Γιώργος Θέμελης (1900-1976)

ΕΡΗΜΙΑ

Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Απ’ όπου περάσεις νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνει από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ’ τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ’ τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιεις νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.
Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.
Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.
Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.

ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ

Το πρόσωπό μου δεν είναι πια
Μονάχο κι έρημο
Σαν αφημένο στο σκοτάδι.
Το πρόσωπό μου είναι ωραίο.
Γιατί το βλέπεις ωραίο είναι ωραίο
Το πρόσωπό μου,
Γιατί το δείχνει
Ωραίο το πρόσωπό σου, φαίνεται ωραίο.
Γιατί το δέχεται, γιατί το αντανακλά
Το πρόσωπό μου, το πρόσωπό σου.

.

Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975)

ΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΡΟΦΑΛΩΝ

Ω υπερωκεάνιον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
Ω υπερωκεάνιον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τούς γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μες’ στην καρδιά μου.
Ώ υπερωκεάνιον τραγουδάς και πλέχεις
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε
Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς
Των μελλονύμφων, και των παντρεμένων.
Ω υπερωκεάνιον τραγουδάς καί πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλα σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τί θα πει φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.
Ω υπερωκεάνιον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμα τα φιλιά σου.

ΑΦΡΟΣ

Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι
Λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους
Φωτοβολίδες των κραυγών της οικουμένης
Πυγολαμπίδες σε συρτάρια κορασίδων
Που κατοικούν σε ακρογιαλιές μέσα σ’ επαύλεις
Και τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους
Άλλες γυμνές άλλες ημίγυμνες κι άλλες φορώντας
Φορέματα με φραμπαλάδες και μποτίνια
Που στίλβουν την ημέρα και την νύχτα
Όπως τα στήθη τους την ώρα που βουτάνε
Μες’ στον αφρό της θάλασσας.

.

Ζωή Καρέλλη  (1901-1998)

ΕΡΩΤΕΣ

Ι
Σ’ αγκαλιές τα σώματα ζητούν,
να ξεκουραστούν μαθημένα,
η θλίψη κι η ασκήμια να τυραννούν.
Ανάπαυση μέτρια,
περίσκεπτη εμπιστοσύνη,
μετρημένη παράδοση του σώματος,
σχεδόν υπόκριση ερωτική
ατελής ομιλία, η απαγορευμένη.
Στρέφονται από δω κι από κει
τυράννια και συστροφή, τα σώματα,
συμπλοκή άχαρη, καμιά παρηγορία.
Τα σώματα μένουν φτωχά,
άκαμπτα και κουρασμένα.
Τα παιδεύει της ηδονής εκμηδένιση.

ΟΙ ΟΥΛΕΣ

Σαν πεινασμένα στόματα που δεν εχόρτασαν,
ανοίγουν οι επιθυμίες πληγές απάνω μας,
που μένουν ανοιχτές και δεν περνούν,
πληγές που μας πονούν.
Αν χέρι συμπονετικό δε μας τις γιάνει,
αν λόγος συμπονετικός δεν μας γλυκάνει,
λόγος παρήγορος, που ξέρει, απαλός,
τα τραύματα αφορμίζουν.
Περνάει καιρός και κλείνουν,
γιατί πρέπει να ζήσουμε.
Όμως σημάδια αφήνουνε,
ουλές, που φαίνονται άσχημες, βαθιές.
Οι αληθινές μορφές είναι τυραννισμένες.
Κι ας μη μας λένε τότε,
ας μην κατηγορούν, που είμαστε
οι παραμορφωμένοι.

.

Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)

ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ

Κρυφά, βουβά τα δάκρυα του καημού
στέγνωσαν στα χλωμά τα μάγουλά μου
και στάθηκα το νόημα του χαμού
ζητώντας άθελά μου.
Και στάθηκα ρωτώντας το γιατί
στα πλούσια, στα περήφανα στολίδια
κ’ είπα, νάταν η αγάπη τάχα αυτή;
η Ζωή μην ήταν η ίδια;
Και στάθηκα ρωτώντας το γιατί
εκεί που άλλοτε η νιότη μου ευωδούσε
κι’ άκουσα μια φωνή, μια βαρετή
φωνή που προβοδούσε.
Κ’ έμεινα εκεί στημένη, ως που σιγά
το ρώτημα σε γέλιο απολιθώθη
και το βαθύ σκοτάδι που σιγά
στα μάτια μου καρφώθη.
Καμιά φωνή δε φτάνει απ’ τα πολλά
τα δυνατά που πριν ’πό μένα πήγαν.
Οι γνωστικοί με κοίταξαν καλά
κ’ είπαν πως είμαι φάντασμα και φύγαν.

Σ’ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΥ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ

Αυτόν τον καταδίωκε ένα πνεύμα
στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής του.
Οι ασχολίες του, οι χαρές του, σ’ ένα νεύμα
προσχήματα γίνονταν της ορμής του.
Τα ωραία βιβλία, η σκέψη, ένα ορμητήριο
λίγες στιγμές· βίαιος στον έρωτά του.
Ύστερα γέμιζε η όψη του μυστήριο
και τίποτε δεν ταίριαζε κοντά του.
Ένας περίεργος ξένος επλανιόταν
αναμεσό μας, μ’ όψη αλλοιωμένη.
Την υποψία μας δε μας την αρνιόταν
πως κάτι φοβερό τον περιμένει.
Ήταν ωραίος παράξενα, σαν κείνους
που ο Θάνατος τούς έχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στους φριχτότερους κινδύνους
σαν κάτι να τον είχε εξασφαλίσει.
Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλος σα μια νίκη,
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.
Είχε μια τέτοια απλότητα και γαλήνη,
μια γελαστή μορφή ζωντανεμένη!
Όλος μια ευχαριστία σα νάχε γίνει.
Κ’ η αιτία του κακού σημαδεμένη.

.

Χρυσάνθη Ζιτσαία (1902-1995)

ΑΜΕΙΛΙΚΤΟ

Σε καρφώνω
κάτω από της ενοχής τη διαφάνεια
με τη σκληρή βροχή των ερωτηματικών
κι ούτε ένα δίχτυ αράχνης
να προστατεύει την αινιγματική
των καιρών σιωπή.
Η δυναστεία του Ναι και του Όχι
δεν αποδημεί με το χρόνο.
Δεν αμβλύνεται με τη μοιραία παραδοχή.
Τώρα που στένεψε ο κύκλος, ακούγονται
καθαρά όλοι οι ψίθυροι, ακόμα
κι από τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν.
Μην επικαλείσαι την υπεράσπιση
των αδικαίωτων ιδανικών,
των άπιαστων οραμάτων,
της ανερμήνευτης προφητείας.
Όλα μπορεί να σε δικαιώνουν
μα ωστόσο μένεις πάντα μόνος
εκεί στην αλύτρωτη περιοχή,
των αμείλικτων απολογισμών,
με τ’ αμετακίνητα αγκωνάρια
του τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε.

ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Με τη φωνή όλων των πονεμένων
μανάδων της γης
μίλησες Ίντιρα Γκάντι
για τα εκατομμύρια
πεινασμένα παιδιά…
Κι η φωνή σου
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω,
έπειτα από τα χειροκροτήματα,
τις επευφημίες, τα γεύματα,
τις προπόσεις, τα σχήματα λόγου…
έπεσε μ’ ορμή, πάνω στης γης
τα μεγάλα παγόβουνα,
έγινε θρύψαλα
και γέμισε ο κόσμος,
πουλιά πληγωμένα.

.

Γιώργος Βαφόπουλος (1903-1996)

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ξέχασα κάτι να σας πω και για τις λέξεις.
Έτσι καθώς απερίσκεπτα παίζουμε μαζί τους,
είναι σάμπως ν’ ανακατεύουμε μια τράπουλα.
Η Ποίηση δεν οικοδομείται μοναχά με λέξεις.
Ούτε κ’ οι πύργοι στήνονται με τραπουλόχαρτα.
Αντί λοιπόν να ψήνουμε ομελέτες με τις λέξεις,
θάταν σοφότερο να τις ταξιθετούσαμε
σα φαντάρους κατ’ αυστηρή αλφαβητική σειρά.
Επί τέλους, κάποτε και τα λεξικά χρειάζονται,
τιμητές λεκτικών τεράτων που ατακτούνε.
Φυσικά, θα μας πούνε και «ξεπερασμένους»,
αν κάτι λέγαμε και για συντακτικό ή γραμματική,
γι’ αυτά τα σκωληκόβρωτα έντυπα του παρελθόντος.
Ας μένουν ξεχασμένα στη μαθητική μας σάκα,
άχρηστες βακτηρίες του παραπαίοντος Λόγου.

ΕΡΩΤΙΚΗ ΟΛΟΝΥΚΤΙΑ

Η νύχτα απόψε το άρωμα της ηδονής σκορπάει ξανά
και μια ανεξήγητη χαρά στη σκοτεινιά της κλείνει.
Έλα, Μυρτάλη, ο έρωτας τρελός απόψε ξαγρυπνά
κι έξαλλος σπάει το τόξο του στη νυφική μας κλίνη.
Ράθυμα απόψε ξαγρυπνούν μαζί μας όλη τη νυχτιά
κι αντιχτυπιένται στου έρωτα τη ζάλη όλα τα ρόδα.
Έλα, Μυρτάλη, ας γίνει απόψε η κάμαρή μας μια πλατιά
του ωραίου θεού της ηδονής λαμπρότατη παγόδα.

.

Δημήτριος Αντωνίου (1906-1994)

ΑΤΙΤΛΟ

Άνθισα γύρω μου στη θάλασσα
άνθη – πουλιά που ζήσανε
στο εφήμερο κλίμα της νύχτας εκείνης.
Bρήκα τις κλωστές σαν ξημέρωνε,
αυτές που ζωντάνευαν τους τεχνητούς κύκνους μου,
σαν νεύρα με τη σάρκα
στην πλασματική τους ύπαρξη.
H κατασκευή τούτη που αρνήθηκες
με το φως της ημέρας
τον εαυτό της τόσο
τον εαυτό μου τότε που κυβερνούσε ένα καράβι
άσπρο κι αυτό σαν τα φανταστικά πουλιά
κείνη τη νύχτα που μου γύρεψες.

.

Νίκος Παππάς  (1906-1997)

ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ

Εκείνος έκλαιγε στο Γραφείο του
να μη τον βλέπει εκείνη,
εκείνη έβγαζε λυγμούς κι’ έβρεχε το κρεβάτι
όταν ο άλλος έλειπε απ’ το σπίτι.
Τόξεραν πως κ’ οι δυο κλαιν
τόξεραν πως την ίδια ώρα
ξαλάφρωναν τα στήθια τους
απ’ τα μαύρα πουλιά που τους ραμφίζαν,
όμως δεν είπαν τίποτα ποτέ,
δεν είπαν για να μη λυπήσει ο ένας τον άλλον
να μην αρχίσουν κάποτε κι’ οι δυο μαζί να κλάψουν
για να. μη σταματήσουν πιά ποτέ…

ΥΜΝΟΣ ΕΡΩΤΑ ΜΑΚΡΥΝΟΥ

’Αγέρωχο περπάτημα. Σιγανό
χωρίς μια επιμέλεια να το οδηγάει,
σιγανό, όσο να μη ξυπνούν τ’ αγάλματα…
Πέρασμα ελαφρό.
Σπάνια καταλαβαίνω
αν πέρασες, αν έφτασες,
αν είσαι η ίδια που ρωτούσες
ποιο μήνα έχω γεννηθεί.
’Αμέριμνα γέλια, δε σ’ εγκατέλειψε
του σχολικού Θρανίου η μαγεία,
η νοσταλγία είναι παράπονο
οι πεταλούδες ελαφρές,
ίδιοι οι αναστεναγμοί σου,
δεν ξέρω που θα συναντήσω την απελπισία μας!
Αρώματα βαρεία σηκώνουν οι περίπατοί σου,
λογίζεσαι ελαφρά, ξαναλυγίζεσαι
ακόμα, ακόμα, όπως περπατούσες
στην ξεχασμένη αυλή των δώδεκα αγοριών,
όλα που βλέπεις είναι ρόδινα.
Μην περπατάς, στην άκρια της ανάμνησης
ένας μονάρχης βάρβαρος μας κεραυνώνει,
6σο ελαφρά κι’ αν περπατάς
είναι τα βήματά σου σιδερένια
και πέφτουν πάνω στα πυκνά μου όνειρα…

Ρίτα Μπούμη – Παπά     (1906-1984)

ΑΡΤΕΜΙΣ

Πολύ μακρύς και λασπερός 6 δρόμος που θα πάρω
και τόσο παγερός
να τον πατάς χαράματα ξυπόλητη…

Τοιμάστηκα στη φυλακή για τούτο το ταξίδι
κορίτσια μελλοθάνατα που δεν κοιμήθηκαν όλη τη νύχτα
μου δώσανε ν’ αλλάξω καθαρά εσώρουχα
μου δώσαν να πλυθώ με αρωματικό σαπούνι
ράντισαν με κολόνια τα μαλλιά μου,
κι’ όταν με ξεπροβόδισαν στο αμάξι του θανάτου
όλες τους με βεβαίωναν
πως δε θ’ αργήσουνε να μ’ ανταμώσουν,
κι’ από τα σιδερόφραχτα παράθυρα
φωνάζαν να τα περιμένω.

Που βρίσκομαι;
κατά που πέφτει το Κιλκίς, το σπίτι μας;
το μέρος που με φέρατε δεν το γνωρίζω
κι’ ωστόσο εδώ το αίμα μου σε λίγο θα χυθεί
καθώς μια στάμνα με κρασί σε γάμο.

Τοιμάζετε τα όπλα σας και χασμουριέστε, στρατιώτες,
(ω να με συχωρέσετε που έτσι πρωί σας ξύπνησα)
όταν εγώ στερνή φορά χτενίζω τα μαλλιά μου
σεις την καρδιά μου που χτυπά σαν μια καμπάνα
δεν την ακούτε.
Ένα σκυλί γαυγίζει πέρα…
Ω μη γαυγίζεις, να χαρείς, σκυλί της ερημιάς
φοβάμαι—
Σπάζει το χτένι μου στα δάχτυλά μου.
Εμπρός! τι περιμένετε; βιαστείτε!
ν’ ακούσετε ζητάτε την τελευταία μου θέληση;

Είμαι δεκαεννιά χρονών. Δε θέλω να πεθάνω.

ΔΙAMANTΟΥΛΑ

Ήμουν στιφή και άγουρη
δεν ήμουν για τα δόντια του θανάτου.
‘Ένα κοχύλι πρόφτασα στα χείλη μου να φέρω
μόλις να γράφω ήξερα τ’ όνομα π’ αγαπούσα
και να διαβάζω το δικό σου, Ελευθερία.

Δεν πρόφτασα να περπατήσω
στη χλόη ν’ αφήσω τις πατημασιές μου
αυγή δε με χωρούσε το κρεβάτι μου
κάποιος, πέρα από τα βουνά, φώναζε τ’ όνομά μου,
κι’ έτρεχα, κι’ έτρεχα να γνωριστούμε.

Μέσα σε τόσο αγριεμένες μέρες
κοιμήθηκα σε φοβερό προσκέφαλο
δεκάξι χρόνια
και η φωνή δε σταματούσε.
Ήταν ο χάρος που με φώναζε,
αλαφιασμένη έτρεχα πίσω απ’ τ’ αρνιά μου
για να σωθώ και να τα σώσω.
Τίποτα από τα δυο δεν πέτυχα.

Πόσα κορίτσια βρήκα εδώ που ήρθα!
και όχι βοσκοπούλες σαν και με,
δασκάλες όμορφες της πολιτείας
με το μαργαριτάρι τους ατρύπητο
βαθιά κρυμμένο.
Ω τίποτ’ άλλο δε θυμόμαστε δω πέρα
εμείς οι αγροτοπούλες
από τα πράσινα λιβάδια
που τα περνούσαμε βράδι με το σταμνί στον ώμο
τ’ άστρο το λαγαρό που μας κοιτούσε
και κείνο το καλύβι μας
από τα χέρια μας ασβεστωμένο.

Τίποτα πιο δικό μας
δεν είχαμε σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

.

Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985)

ΕΛΕΟΝΩΡΑ ΙΙ

η νύχτα λύσσαξε στο παραθύρι
αυτά είναι — που λεν — του Διοκλητιανού τα παλάτια;
Ακολουθώ τα ίχνη του βλέμματός σου πάνω στη θάλασσα
οι μυστικές χαρές του σώματός σου είναι ξαπλωμένες
πάνω στα βράχια στο περιγιάλι
ο ήλιος έζωσε μέσα στα μάτια τα πιο ψηλά του κυπαρίσσια
ας προσχωρήσουμε στις μουσικές των τροπικών
τ’ άυλα λόγια πόθου και πίστεως γρηγορούν
Αμαληκίται γρηγορούν
τ’ άλογα που καλπάζουν
τ’ αμάξι άφησε τώρα το δρόμο και προχωρεί στην καρδιά του δάσους
ταχύτης και αδράνεια
κόρη της Αλασίας ωραιοτική
υπερφίαλοι κι’ αλαζόνες και βέβηλοι ερασταί
— όμως ερασταί —
εδώ εγκατεστάθηκαν υδραυλικά πριόνια ανάμεσα στο χώμα
το κόκκινο και το πράσινο των πεύκων
εκεί το τέμενος της Σοφίας
πιο πέρα το γεφύρι το κάστρο η σπηλιά
που ζούμε
τα σώματά μας θα χαθούν θα σβύσουν
από μας θα μείνει μέχρι της συντελείας των αιώνων
αυτό το «σε αγαπώ» που σου ψιθύρισα στις ώρες μας τις πιο κρυφές

ΚΗΠΟΙ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΛΙΟΠΥΡΙ

το λευκό σώμα αυτής της γυναικός
φωτίζονταν
εκ των έσωθεν
μ’ ένα φως τόσο λαμπρό
ώστε
εδέησε
να πάρω τη λάμπα
και να την
ακουμπήσω
χάμω στο πάτωμα
που
να μπορέσουνε
οι σκιές
των δύο τόσο ευγενικών μας σωμάτων
να προβληθούν
στον
τοίχο
με μίαν ιερατικότητα βιβλική
η λάμπα έκαιε συνεχώς
— η πηγή του πετρελαίου είτανε ανεξάντλητη —
όλη τη νύχτα
την ακόλουθη μέρα
κι’ όλη την επόμενη νύχτα
χάμω στο πάτωμα
πάνω στα πλούσια
στοιβαγμένα
χαλιά
τα ωραιότερα φρούτα
τα λαμπρότερα λουλούδια
— όπου επικρατούσαν
οι πικροδάφνες
άσπρες και ρόδινες —
η ατμόσφαιρα — συμβολική — από ένα κίτρινο :
ένα κίτρινο χρυσό

.

Νικήτας Ράντος (1907-1988)

Καιρός είναι εμείς να εγκαταλείψουμε τον περίβολο των γκρεμισμένων τειχών της.
Μόνη πια τα βράδια των θερινών μηνών ας παρακολουθεί
τον ήλιο να κρύβεται πίσω από σκουριασμένες στήλες
ενώ για τελευταία φορά παίζει με τις υδάτινες εικόνες του Ιλισού.
Έχουν κατασκευασθεί για να ποτισθούν τα πέρατα της γης με τη δόξα πόλης που πλένεται σε άνυδρο ποτάμι
με ό,τι απομένει από τη δόξα αυτή.
Και δεν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει η σύνθεσή των
η κοίτη να σκεπασθεί με πιο πολύ νερό.
Για να πνιγούνε τώρα οι Αθηναίοι πρέπει αλλού να αναζητήσουνε για το λουτρό τους τάφο.

.

Μανώλης Αλεξίου (1907-1963)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ

Τότε δεν έπεσες.
Τι κι αν όλα γύρω σου ήταν γκρεμισμένα
Κι εσύ γυμνός και ματωμένος
Έφαγες απ’ τα σκουπίδια πατατόφλουδες
Κι απ’ το παγούρι σκοτωμένου ήπιες νερό,
Στάθηκες κολόνα πίσω απ’ το οδόφραγμα
Σαν πλάτανος ορθός.
Τώρα εχθροί και «φίλοι» σε δολοφονούν πισώπλατα
Γλυκά και με χαμόγελο
Εσένα δε σε σπάραξαν λιοντάρια
Και την ολάνοιχτη παιδιάτικη καρδιά σου
Δεν την κομμάτιασαν περήφανοι αετοί.
Τις δικές σου πληγές έγλειψαν τσακάλια
Τυφλοπόντικοι ροκάνισαν τις μέρες σου,
Έμποροι φτηνοί και Φιλισταίοι
-ταπεινοί μεταπράτες της ρουτίνας-
«έβαλαν κλήρο και διαμοίρασαν τα ιμάτια σου»,
Εσένα βαλθήκανε την ψυχή σου να ξεφτίσουν
Μικρά αδηφάγα τρωκτικά.
Τότε δεν έπεσες
Κι ούτε θα πέσεις.

.

Χρήστος Ντάλιας (1907-1998)

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ

Μέρα τεφρή
και βρέχει.
Αδίστακτο στο προσκλητήριο των νεκρών
το μέγα πλήθος.
Οι μνήμες ολοζώντανες
καημός και θρήνος.
Μια προσευχή,
μια επίκληση.
Τα κυπαρίσσια ασάλευτα
τρυπούν τον ουρανό.

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Σχεδίαζε κύβους μικρούς,
ακανόνιστους.
Δέντρα με ίσιες γραμμές
και ανθρώπους αλλόκοτους.
Γελούσε.
Αργότερα ο έρωτας
το παιχνίδι της σάρκας.
Η παγίδα της σάρκας.
Η παγίδα
κι ο αγώνας ο άχαρος.
Αναπολεί.
Δε γελάει.

.

Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)

Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΙ Η ΑΝΟΙΞΗ

O άνεμος ρέει μέσα στην καρδιά μας
Σαν ουρανός που έχασε το δρόμο
Δέντρα προσπαθούν να του δέσουν τα χέρια
Aλλά μάταια κοπιάζουν
O άνεμος αναπνέει μέσα στην καρδιά μας
Σαν στρατός που ορμάει στον αγώνα
Τον καλωσορίζει η άνοιξη στην κοιλάδα
Τον χαιρετάνε τ’ αρώματα της γης
H άνοιξη είναι μια παρθένα που δεν την ξέραμε
Και όλους μάς φίλησε με θάρρος προτού το ζητήσουμε
Τώρα αγκαλιάζει τον άνεμο και κάνει σαν τρελή
Κι αναγκάζει κι εμάς να τον αγαπήσουμε

ΜΙΛΩ

Μιλώ γιατί υπάρχει ένας ουρανός που με ακούει
Μιλώ γιατί μιλούν τα ματιά σου
Και δεν υπάρχει θάλασσα δεν υπάρχει χωρά
Όπου τα μάτια σου δεν μιλούν
Τα μάτια σου μιλούν εγώ χορεύω
Λίγη δροσιά μιλούν κι εγώ χορεύω
Λίγη χλόη πατούν τα πόδια μου
Ο άνεμος φυσά που μας ακούει

.

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)

ΜΙΚΡΗ ΣΟΥΪΤΑ ΣΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΕΙΖΟΝ

1
Κ’ οι λέξεις
φλέβες είναι
μέσα τους
αίμα τρίχα
όταν σμίγουν οι λέξεις
το δέρμα του χαρτιού
άναβα κόκκινο
όπως
την ώρα του έρωτα το δέρμα του άντρα και της γυναίκας.

2
Mε κλειστά μάτια
ολόγυμνη
στο κόκκινο χαλί
περιμένει
να βγάλει εκείνος τα παπούτσια του
τις κάλτσες του
να της ζύμωσα τά στήθη
δυνατά δυνατά
με τα πλατιά του πόδια.

ΤΟ  ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟ

Το βράδυ, τα δέντρα, είναι συλλογισμένα. Το ίδιο κ’ οι πέτρες.
Το ίδιο κ οι φωνές. Είναι σα να γυρνούν στο σπίτι τους
και να κλειδώνουν πίσω τους την πόρτα. Πίσω απ’ την πόρτα
μένει μια ολόγυμνη γυναίκα μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη.
Το ξέρεις και χαμογελάς. Δε βλέπεις τίποτα. Μες στο τραγούδι
ίσως και να την εύρισκες. Μα έτσι να κάνεις για να τραγουδήσεις
τα χείλη χάνουνε το σχήμα του χαμόγελου.

.

Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου (1909-1935)

ΠΑΛΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Παλιές εικόνες χάρτινες, στον τοίχο κρεμασμένες,
του πόνου μου συντρόφισσες και θύμησες γλυκές,
καθώς σας βλέπω αναπολώ μέρες ευτυχισμένες–
τι γρήγορα που πέρασαν ! θαρρώ πως ήταν χτες.
Εδώ μια κόχη τουρανού σ’ έρημο πετρονήσι,
–πολλές φορές λικνίστηκα μ’ ονείρατα τερπνά–
κ’ εκεί ένας παλιός θεός, σ’ ολύμπιο μεθύσι,
την κούπα την ολόχρυσην αδειάζει και κερνά.
Μια ακουαρέλα πλάι του, κάποιου καλού τεχνίτη,
πασίφωτος κι’ ολόχαρος ο κάμπος του χωριού,
ένα μαγγανοπήγαδο κ’ ένα χωριατοσπίτι–
πόσο καλά τα γνώρισα με τα φτερά του νου.
Πιο πέρα κάποιο σκοτεινό πορτραίτο με κοιτάζει
κ’ έχει ματιάν αστραφτερή κ’ εβένινα μαλλιά–
Αχ, όταν ήμουνα μικρή, μ’ έτρωγε το μαράζι
γι’ αυτόν το λεβεντόκορμο κι’ άγνωστο βασιλιά.
Παλιές εικόνες χάρτινες, στον τοίχο κρεμασμένες,
απείραχτες δε μείνατε στο πέρασμα του χρόνου.
Και σεις τώρα με βλέπετε, θαμπά ξεθωριασμένες,
σύντροφοι του καλού καιρού και του σκληρού μου πόνου.

.

Νίκος Καββαδίας (1910-1975)

ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ

Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού – χίλιες οργιές –
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.
Και σ’ έριξα σ’ ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε κι εξανεμίστηκε τo αλάτι.
Μα ‘συ προσμένεις απ’ το δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.
Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά τo άσπρο χαλίκι.

ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ

Απ΄τον φεγγίτη
η νύχτα έπεφτε άδεια
ενώ περίμενε να ξημερώσει.
Μονάχα μέσα
-πολύ μέσα-
άκουγε την Άννα να τραγουδά
κι οι φονιάδες του ύπνου αραίωναν.
Θυμήθηκε τότε
εκείνη την άδεια «μετά δημοσίων θεαμάτων»
κι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του.
Έβγαλε μια φούχτα καρφιά…

.

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

I
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι
Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.

ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

.

Αλέξανδρος Μάτσας (1911-1969)

ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ


Αντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν
ο ύπνος. Πήρε τα γλυκά μάτια
και τάκλεισε· πήρε το στόμα,
κι έσβησε το μειδίαμα και το φιλί.
Την ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά
της Λήθης, που παρέσυρε ταγαπημένο σώμα
σ’ τον κόσμο των αστέρων και των σκιών.
Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη,
φωνές υπνόβιες ταυτιά, και μεσ’ στες φλέβες
ακούω τη βαθειά βοή του ταξιδιού.

.

Νίκος Γκάτσος (1911-1992)

ΑΜΟΡΓΟΣ

Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια
Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Μόνο ν’ ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Και τότε θα ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων
Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.

.

Φώτης Αγκουλές (1911-1964)

ΟΧΙ ΕΔΩ

Να μην είναι εδώ το τέρμα τάφε, να μη
σβή ο σκοπός της ζωής εδώ, να πώς:
Κάποια χέρια μας ικέτεψαν, μας ελέησαν,
μας ζητιάνεψαν, μας αγκάλιασαν, μας
δώσανε μια χαρά, ή μας κλέψαν.
Κάποια μάτια μας καρφώσανε ,
μας γητέψανε, μας λίγωσαν,
ή μας πλήγωσαν.
Κάποια χείλη μας ευχήθηκαν,
ή μας δώσαν μια κατάρα,
μας χαμογελάσαν, μας σαρκάσανε,
ή στης προσμονής μας τη λαχτάρα
τρομαγμένα αργοκινήθηκαν,
λόγια ερωτικά μας ψιθυρίσανε κι όρκους και φιλιά
μας δώσαν, μας παρηγόρησαν, μάς επίκραναν,
ή μια μέρα μας προδώσαν.

ΕΤΣΙ ΧΩΡΙΣΑΜΕ

Ούτε λυγμός, ούτε φιλί, ούτε και δάκρυ.
Γιατί το δάκρυ κι ο Λυγμός και το φιλί προδίνουν
στον πόθο το φιλάργυρο, το θησαυρό του πόνου.
Έτσι λοιπόν χωρίσαμε, χωρίς φιλιά και δάκρυα
σαν τις μεγάλες συμφορές, σαν τις βουβές τις μαύρες
και κρύψαμε τον πόνο μας, και σφίξαμε τα χέρια
που τρέμαν, σαν να σήκωναν ενός σταυρού το βάρος
και μας κοίταζαν σιωπηλά με το θολό τους βλέμμα
που σιγανοψιχάλιζε του χωρισμού τη θλίψη.
Μ’ ένα γλυκό χαμόγελο φωτίζουνταν τα χείλη τους
μ’ ένα γλυκό χαμόγελο που δεν το λησμονούμε
και θα φωτίζει τη βαθιά του χωρισμού μας νύχτα.
Έτσι λοιπόν χωρίσαμε, χωρίς φιλιά και δάκρυα,
μ’ ό,τι πολύτιμο είχαμε γλυκό κι’ αγαπημένο.

.

Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)

ΧΡΕΟΣ

Δεν θα ‘θελα να κλείσω τα μάτια δίχως να ιδώ.
Δεν θα ιδώ χωρίς να μιλήσω.
Και δεν θα μιλήσω χωρίς
Να τραβήξω το λόγο από μέσα βαθιά μου, όπως ένα
Μπηγμένο μαχαίρι. Το φως έχει μέσα του
αίμα, το αίμα έχει φως,
κ’ η καρδιά μου, ευτυχώς, τρυπημένη απ’ τα βλέμματα
χιλιάδων παιδιών, είναι τώρα γιομάτη
καρφωμένα μαχαίρια.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΙ Η ΠΟΙΗΣΗ

Απλά πράγματα όλα. Η τάξη τους είναι
φροντισμένη απ’ το χέρι σου. Μια δέσμη από χρώματα
στο βάζο του χρόνου.
Άλλωστε, τι
θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση; Είναι η γύρη
των πραγμάτων του σύμπαντος. Η γύρη σε πράξεις,
η γύρη σε οδύνη, σε φως, σε χαρά, σε αλλαγές,
σε πορεία, σε κίνηση.
Η ζωή κι η ψυχή
σ’ ένα αιώνιο καθρέφτισμα μέσα στο χρόνο.
Τι νομίζεις λοιπόν• κατά βάθος η ποίηση
είναι μι’ ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλον τον κόσμο.

.

Γ. Ξ. Στογιαννίδης (1912-1994)

ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ

Απ΄τον φεγγίτη
η νύχτα έπεφτε άδεια
ενώ περίμενε να ξημερώσει.
Μονάχα μέσα
-πολύ μέσα-
άκουγε την Άννα να τραγουδά
κι οι φονιάδες του ύπνου αραίωναν.
Θυμήθηκε τότε
εκείνη την άδεια «μετά δημοσίων θεαμάτων»
κι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του.
Έβγαλε μια φούχτα καρφιά…

ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ

Στην αρχή ήταν λέξεις
(σκόρπιες, ανυπάκουες, άτακτες
δίχως νόημα).
Είπε να τα παρατήσει.
Όμως με την επιμονή τον καιρό
άλλαξαν.
Τώρα κάνουν τα θελήματά του
φιλούν το χέρι του, λένε «ναι»
τολμά να παίξει κι αυτό το κεφάλι του
ακόμη.
Θεέ μου τι εξευτελισμός…

.

Μάτση Χατζηλαζάρου (1914-1987)

ΕΡΩΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ

Στην Σ. X

Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;
Ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε;
Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ‘ναι ριγμένες
επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα.
Θα τους δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο
κι ένα κόκκινο — ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε.
Θα τους δώσω μια χρυσόμυγα που βρίσκει ξαφνικά τον ήλιο
τραγουδώντας μες στα μαλλιά μου — ίσως τη δούνε, ίσως
την ακούσουνε.
Θα τους πω: κοιτάτε τους άντρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους,
τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα
και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι — τότε ίσως του
δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε.
Αν είχα τη φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη δε
μου ‘φτάνε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικο μου διάβα.
Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας στα δειλινά που δεν πεθαίνουνε,
και στις ευωδίες που δε χάνουνται αλλά γίνουνται σκιές μας,
και στις πέντε μας αισθήσεις όταν λαχανιάζουνε και κράζουν
την καρδιά μας;
Τα μεταξωτά μου μέλη θε ν’ απλώσω πάνω σε μιαν άμμο δροσερή,
το βλέμμα μου θε να χάσω μες στ’ ανεξάντλητο γαλάζιο της
δικής μου θάλασσας, οι αναπνοές μου και οι παλμοί μου θε να ‘ναι
οι αναπνοές κι οι παλμοί του διάχυτού μου έρωτα.
Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή,
Έ ρ ω τ α, Έ ρ ω τ α.

*

Μην είναι γητειά; μην είναι όνειρο; μην είναι θαύμα;
Το πλάνεμα της σκέψης μου, ο πυρετός κι οι νοσταλγίες,
κι ο οίστρος ο τρομερός της σάρκας μου.
Όλα μου σου τα χαρίζω — μες στον ήλιο και μες στο
ερωτικό χρώμα των ματιών σου.
Πώς πέφτει το φύλλο της λεύκας, το φύλλο που μαγεύει
το φως; έτσι θε να πέσω μες στην αγκαλιά σου.
Πώς σβήνουν τα τραγούδια των κοριτσιών το σούρουπο;
έτσι θε να σβήσω μες στην αγκαλιά σου.
Το γυμνό μου σώμα βρίσκεται πια στην εύκρατο ζώνη.
Γητειά είναι; όνειρο; ή θαύμα;
Η παλάμη μου σε περιμένει, η παλάμη μου σ’ αποζητάει,
η παλάμη μου τρέμει και φτερουγίζει μες στα κλαριά — αχ!
μες στη χούφτα μου κούρνιασε ένα πουλί, το πουλί είναι
η τρυφερότης σου.
Ποιος να ‘ναι ο έρωτας που περιέχει το κλίμα της αιθρίας;
Γύρωθέ μου βλέπω μονάχα όλες τις λαχτάρες της Μεγάλης
Παρασκευής.
Το κλάμα μου ας είναι το ημερότερο τραγούδι· η θλίψη μου,
πομπή Μαγιού απ’ τη θάλασσα ως τον κάμπο· οι ρεμβασμοί μου,
δέκα καΐκια στολισμένα που αρμενίζουν για το πανηγύρι.
Ποτέ, ποτέ ζωή μου δίχως γητειά.
Κι είναι η γητειά η μυρουδιά του ανοιξιάτικου πόθου
μες στα χαμομήλια.
Κι είναι η γητειά όλος ο έρως ενός ξερού βράχου — με το φως,
με τον ήλιο.
Κι είναι η γητειά, απ’ την κούνια μου ως τον τάφο οι στεναγμοί
μου εκείνοι που γεννάνε το θαύμα.