ΝΑΤΑΣΑ ΑΘΗΑΙΝΙΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Η Νατάσα Αθηαινίτου – Κυπριανού γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1972. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Saint Louis University (MA in Curriculum and Instruction). Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δημοτική εκπαίδευση από το 1992. Με την ποίηση ασχολείται από το 2013. Παρακολούθησε μαθήματα δημιουργικής γραφής για 2 χρόνια στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης στην Ευτυχία Αλεξάνδρα- Λουκίδου ποιήτρια και
δοκιμιογράφο και συμμετείχε στην ομαδική Ανθολογία «Συν( γ)γραφές», εκδόσεις Τεχνοδρόμιο (2018) με 4 ποιήματα της. Αργότερα ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε διαδικτυακά ιστολόγια και διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (Νέα Εποχή και άλλα). Το βιβλίο «Με ή χωρίς πεταλούδες» ήταν η πρώτη της ποιητική συλλογή και εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Αφή». Η «Επιστροφή» είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή.

.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ (2023)

Εισαγωγή

Ο ήλιος μόλις έχει ανατείλει στον ορίζοντα. Είναι Ιούνης μήνας και οι
πέτρες καίνε στο λόφο της Αμαθούντας, δίπλα από τους κίονες και τα
λουτρά, δίπλα από τους τάφους και την αύρα του καλοκαιριού.
Στην Ακρόπολη φθάνει η μυρωδιά από την αλμύρα της θάλασσας
κι αποβραδίς μια διάφανη γυναικεία φιγούρα επιστρέφει από το
παρελθόν με φτερά άλμπατρος και ένα στεφάνι με πολύτιμα πετράδια
επάνω στα λυτά της μαλλιά. Εκεί, στην είσοδο του ναού της Αφροδίτης
περιφέρεται σαν οπτασία. Έξαφνα αρχίζει να συνομιλεί με ένα ξένο
περιηγητή. Αυτός, καθισμένος σ΄ένα βράχο φορά καπέλο ψάθινο κι
έχει μονίμως κρεμμασμένο στον ώμο, ένα βαρύ σακίδιο.

-Σε βλέπω έκπληκτο ξένε, ηλιοκαμένο τα χαράματα να ξαποσταίνεις
αναμοχλεύοντας τα σύνεργά σου έξω από μια σπηλιά με θύμισες
πολλές. Κι εγώ όπως κι εσύ, επιστρέφω μετά από τόσα χρόνια.
Σε είδα ξανά χθες το βράδυ, επάνω στην Ακρόπολη να απαθανατίζεις
με το φωτογραφικό σου φακό το πελώριο πιθάρι στην είσοδο του ναού
κι ύστερα να φωτογραφίζεις τη δύση του ήλιου πέρα από το λιμάνι. Σε
βλέπω ενώ προσπαθείς να θυμηθείς πώς ήτανε η πόλη παλιά την ώρα
που σκάβεις το χώμα και το μυρίζεσαι.
Σε προδίδουν τα σανδάλια σου. Σε προδίδει η λεβεντιά σου.
Ήρθες κι εσύ εδώ ξανά-όχι από περιέργεια- γιατί κατά πώς φαίνεται
σε νοιάζει η πόλη. Σε προδίδει το χαμόγελό σου, μα εγώ τώρα σε
χρειάζομαι να κάνουμε μαζί μία περιήγηση γιατί χωρίς τη δική σου
μαρτυρία
όσα κι αν ειπωθούν, δεν θα έχουνε καμία αξία
ούτε στο παρόν, ούτε στην αιωνιότητα.

Περιηγητής:
-Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω μετά από τόσο καιρό, Αριάδνη ως ένας απλός
περιηγητής. Ήρθα κι εγώ ξανά εδώ με όλα τα σύνεργά μου γιατί καλά το
κατάλαβες, η πόλη πως με νοιάζει. Την κουβαλάω χρόνια μέσα μου
κι επάνω στο πετσί μου. Τα βράδια αφουγκράζομαι το πηλαλητό των
κυμάτων της, τις ιστορίες των ανθρώπων, τα ψάρια καθώς ξεγλιστράνε
από τα δίχτυα
εισπνέω τη μυρωδιά του σχίνου και της κουμανδαρίας κι ονειρεύομαι
πως συνεχίζει να υπάρχει. Γιατί ό,τι ζήσαμε, δε χάνεται. Τίποτα που
αγαπήσαμε, δεν παύει να υπάρχει και γύρω μας και μέσα μας κι
απάνω στο κορμί μας.
Πάμε..

α΄

Στην άκρη της πόλης
ακτινοβολεί τα βράδια
κάτω από πέπλο φωτισμένο
ένα αρχαίο βασίλειο.

Περπατώντας ανάμεσα στα χαλάσματα
ακούγονται φωνές γυναίκας που γεννά
αφού είχε διαβάσει αμέτρητες φορές
πλαστά γράμματα.
Όμως κάπου θα πρέπει να κατανοήσει·
να διακρίνει τα πραγματικά κίνητρα της αποβίβασης:
Έγνοια καθαρή ή μήπως ανάγκη επιβίωσης;
Ίσως κάτι ανάμεσα στα δύο.
Τώρα εδώ, έχουνε ρίξει ασυνείδητοι
σκουπίδια πλαστικά.

Ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη
ηχεί χορός ανδρικός
ανακατεμένος με κλάμα και τιμές.
Τι να τις κάνει όμως τις τιμές;
Όλα εν ζωή διαμείβονται.
Από εκεί φαίνεται θολό το λιμάνι
μισοβυθισμένο στη θάλασσα
με καράβια φορτωμένα
μαύρο χρυσό, αλάτι και χαλκό.

Ύστερα αίφνης ένα βουητό
τρυπάει τ’ αυτιά της
κι εμπρός της ζωντανεύει
το κρανίο του Ονήσιλλου
γεμάτο μέλισσες ακόμη
ενώ στα πέριξ αναδύεται μια ανυπόφορη
οσμή.
Από μακριά ακούγονται ποδοβολητά
τεράστιοι ογκόλιθοι που μετακινούνται
ενώ οι μάχες προβάλλονται μαβιές
στον απέναντι λόφο.

Τώρα η πόλη έρημη κι εγκαταλελειμμένη
σαν κόρη που τιμωρήθηκε για τις επιλογές της
κοιμάται ατάραχη·
μοναδική της συντροφιά
οι κίονες
και οι λόφοι με τα αγριολούλουδα
απολιθώματα μιας λάμψης, αλλοτινών εποχών.
Στα κιονόκρανα
έχουν θαφτεί
λέξεις κι εντολές
που δεν πρόλαβε κανείς να τις διαβάσει
πριν το αποχαιρετιστήριο σάλπισμα.

Τα βράδια πάλι
την ώρα που η πόλη κοιμάται
μέσα στη σιωπή και την ομορφιά
οι πέτρες και οι κίονες φωτίζονται
κι εκείνη κρατώντας στον κόρφο της
ένα μπουκέτο αγριολούλουδα
περιφέρεται νοερά στους λόφους
σαν σκιά
αγναντεύοντας τη θάλασσα.

Ένα μπουκέτο αγριολούλουδα
και μια θάλασσα
ήτανε κάποτε, όλη η ζωή της…

η’

Το κέντρο της Δημοτικής Αγοράς
δεν έχει ανάγκη από βαρύγδουπα ονόματα.

Έχει ανάγκη από φωνές ανθρώπων
που αρκούνται με τα λίγα
από το αμαξολόι και τα διαλαλήματα
των κουλουράδων
τον γδούπο από το κοπάνημα των ρεβιθιών
τις μυρωδιές της αντζούγιας
και της ζεστής πατσιάς.

Από ένα μεγάλο δέντρο σκιερό
που θα μαζέψει επάνω στους ώμους του
μέσα σε δερμάτινους ασκούς
τις ανάσες των περιβολάρηδων
των εμπόρων και των ψαράδων
που φώναζαν
«Ψάρι φρέσκο πουλάμε, μπαρμπούνι
και λυθρίνι, τρεις λίρες η οκά!».

Κι ύστερα να ξεφουσκώσει τους ασκούς
με όλη του τη δύναμη
για να γεμίσει η Αγορά ζωντάνια.
Να βγάλει καινούρια φυλλώματα
που θα σκεπάζουνε μαζί
με τις αγέρωχες φτερούγες του Γρηγόρη Αυξεντίου
το παλαιό το σπίτι του γιατρού στην Πλατεία
όπου με άκρα μυστικότητα
χειρουργήθηκε τον Απρίλη του πενήντα έξι
και τόσα άλλα:
Τις αψιδωτές πύλες
τις πετρόκτιστες κατασκευές
τα καταστήματα με τα φρούτα
και τα τρόφιμα με τα περιτυλίγματα
τις καφετέριες
και τα μπαράκια με τους νέους

γιατί οι άνθρωποι πάντοτε χρειάζονταν τις πλατείες
για να συναθροίζονται
ρυθμίζοντας τις ανάσες τους
εισπνέοντας μαζί με το Γρηγόρη

ένα μεθυστικό, αεράκι λευτεριάς

λ΄

Είχε ένα μαγικό σχοινί.

Το άπλωνε στο δάπεδο
φέρνοντας κοντά τα δύο του άκρα
και ξαφνικά αγκάλιαζε ολόκληρο τον κόσμο.
Έβλεπε μέσα σε αυτό πεδιάδες καταπράσινες
τα χνουδωτά εντελβάις των Άλπεων
το ημερολόγιο των Μάγια
τα ζώα στη σαβάνα
αστέρια και καράβια νεφελώματα κι ανθρώπους
σε πολιτείες μακρινές.
Όλα ήταν όμορφα, στεφανωμένα φως
και χαμομήλια.

Κάποτε πηγαίνανε μαζί στην εξοχή.
Εκεί άρχιζε να λικνίζεται στο παραμικρό
φύσημα του ανέμου
και να σιγοτραγουδά
ένα σκοπό αλαργινό.
Απελευθερωνόταν
κι αγκάλιαζε σφιχτά τους κορμούς των δέντρων.
Τότε τα φύλλα κλαίγανε και τα πουλιά λαλούσαν.
Το κοιτούσε νοσταλγικά,
το χάιδευε απαλά
και του ψιθύριζε
αινίγματα πολλά
σαν τότε που έπαιζαν μαζί
με τ’ άλλα τα παιδιά μες στις αυλές τους
και χαιρότανε πολύ που άντεξε στη φθορά
για να της θυμίζει συχνά
εκείνο το κόκκινο ποδήλατο
τα δέντρα, τα τζιτζίκια, τα γιασεμιά
και όλους της τους φίλους
απ’ την παλιά τη γειτονιά…

ο΄

Φόρεσε το πολύχρωμό της πανωφόρι
κι άφησε απ’ έξω, την κίτρινη βροχή.

Ανέβηκε στο λευκό βουνό
με το μενεξεδί σύννεφο
και είδε από ψηλά μια πολιτεία
με πευκόφυτα πάρκα
κατάστικτα με άσπρες πινελιές
και ουρανοξύστες- θερμοκήπια.

Άρπαξε το χλιμίντρισμα
των μαύρων αλόγων απ’ τα γκέμια
και πέταξε σε πολιτείες με ιγκλού
και αφηγήσεις
παρεξηγημένων θηλαστικών.

Καφέ ελάφια κάθονταν σε δέσμες
υπεριώδους φωτός
και οι κυνηγοί εξόντωναν ανελέητα
λευκές αρκούδες, πολικές
ενώ τα μικρά τους
τους δάγκωναν τα πόδια.

Η φύση όμως, κουνούσε με νόημα σιωπηλά το κεφάλι.

Αύριο πάλι με λερωμένα τα χέρια
θα τρέχουν σαν τυφλοί
στους γκρίζους, υπεραστικούς δρόμους
σε λυπημένες διαδρομές
πνιγμένοι μες στο σύννεφο.

και θα ’ναι τόσο μόνοι, μες στο γκρίζο
όσο ποτέ άλλοτε…

σ’

Άνοιξε τα μάτια κι έκλαψε
κοιτώντας πέρα από τις ατέλειες
στο βάθος ενός καταπράσινου τούνελ.
Μύριζε άνοιξη
και στο δάσος χόρευαν κατακόκκινα τα μούρα.

Ό, τι κι αν έβλεπε, έλαμπε
ό,τι κι αν άγγιζε, άνθιζε
κι ό, τι γευόταν, ξαναγεννιόταν αυτούσιο.

Ύστερα, βγήκε από το τούνελ
κι αίφνης όλα χάθηκαν.
Τότε, κοιτώντας πίσω ξανά
είδε στο βάθος της σήραγγας
ένα τρένο να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Όσο απομακρυνόταν
τόσο καλύτερα το έβλεπε

ενώ στις ράγες του άνθιζαν κόκκινες παπαρούνες…

χ΄

Κάθε Ιούλιο, έκτοτε
περιφέρεται τις Κυριακές
στον αυλόγυρο της εκκλησιάς
με ράσα και πετραχήλια
σε μια προσπάθεια να διαλευκάνει
την αλήθεια.

Κρατώντας το κεφάλι του
μες στις χούφτες του
οσφραίνεται διακριτικά
με το φωτεινό του εγκέφαλο
τις ψαλμωδίες που αναρριχώνται
από το ιερό, στα παράθυρα
και έπειτα στον τρούλο
του μαρμάρινου ναού.
Κατόπιν, εισέρχεται αλαφροΐσκιωτος
ο Γιονούζης
από τον άμβωνα στο προαύλιο
κι από εκεί έξω από το ιερό βήμα
της Αγίας Νάπας.

Αίφνης παίρνει σάρκα και οστά
κι αρχίζει να ψέλνει δυνατά
φτάνοντας σε άχρονες στιγμές κατάνυξης
όπως και τότε που βγήκε το φιρμάνι.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα…
Κι όμως, ο δόλος αιωρείται ακόμη
στην ατμόσφαιρα.
Οι εικόνες πιο όμορφες από ποτέ
αφηγούνται με τα εύγλωττα χείλη
των αγίων την ιστορία ενός αιμοσταγούς πολέμου
με ανόητα φιρμάνια.

Στο τέλος κάθε λειτουργίας
αποχωρεί σαν άνεμος
τραντάζοντας τα καθίσματα
και τους πολυελαίους
κι εύχεται τον επόμενο Ιούλιο
να ξυπνούσαμε απ’ τον λήθαργο
και να ανεβαίναμε όλοι μαζί
κρατώντας χέρι- χέρι
τις βουνοκορφές του Πενταδαχτύλου.

.

ΜΕ Ή ΧΩΡΙΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ (2020)

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
ΠΡΟΤΟΜΗ

Ένα κουβάρι ξετυλίγω
μήπως φέξει λίγο φως.
Τώρα, στην άκρη τού λαβυρίνθου
δίπλα από την τοιχογραφία
αντικρύζω τα σύνεργά σου.

Τα άφησες εκεί, μα αυτά σε περιμένουν
να σμιλέψεις και πάλι μια προτομή.
Χωρίς φτιασίδια και λεπτεπίλεπτα μοτίβα,
γεωμετρικά, χωρίς ελεφαντόδοντο και σμάλτο.

Μια προτομή εξόχως αυστηρή,
σχεδόν απωθητική.
Πάνω σε πέτρα να τη λαξεύσεις
και μόνο τα απαραίτητα
να τής χαράξεις.

Να τής αφαιρέσεις όμως τη λαλιά.

Κι’ όταν τελειώσεις
κρύψε την καλά
σ’ ένα μπαούλο ξύλινο
και ρίξε το κλειδί στη θάλασσα.
Φοβάμαι πώς θα σ’ απαξιώσουν
σαν μάθουν πώς το έργο σου
γεννήθηκε κατά παραγγελίαν!

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
«Σκέφτομαι άρα υπάρχω»
ΜΑΥΡΟΙ ΚΥΚΝΟΙ

Υδρόβια πουλιά της γενεάς των Νησσιδών
επιπλέουν συχνά στις όχθες
και με γοργά κτυπήματα φτερών
σε διαγώνιους σχηματισμούς
παρηγορούν την ερημία του ουρανού.

Ε, σεις, μουγκοί μετανάστες
πέρα απ’ τη θάλασσα του βορρά
βγαλμένοι από παραμύθι
τσαλαβουτάτε στα διάφανα νερά
ξεγελώντας την πείνα σας
και το ένα πόδι πίσω απ’ την πλάτη σας
διπλώνοντας περίτεχνα μες στη σιωπή
να μη πουν πως είστε υπάκουοι και δειλοί.

Κάποτε πλέκατε στεφάνια από δάφνες και χρυσό.
Κάποτε συγγράφατε εσείς τους νόμους
σε πάπυρους φτιαγμένους με λωτό
εκεί που τα επιμέρους δε μεταβάλλανε το σύνολο
και οι κλιμακώσεις απουσίαζαν οικτρά.
Εκεί που η μικρή σας αδερφή ακόμα πλέκοντας ψιθυρίζει:
—Το νερό μαλακώνει τον βράχο.
—Θα κάνω υπομονή. Θα βρω τ’ αδέρφια μου.

Στην άκρη του παραμιλητού σας
μια ήπειρος γηραιά σας περιμένει
για να λουστείτε στα ιαματικά νερά
κάποιας αρχέγονης πηγής
που διαψεύδει την ανυπαρξία της.
Εκεί στη χώρα του απρόβλεπτου και του τυχαίου
μεταμορφώνεστε
κι’ επιστρέφετε.

Έντεκα μαύρα πουλιά, σκίζοντας τον ουρανό
επιστρέφετε.
Έντεκα μαύροι κύκνοι, βασιλιάδες πια.
Επιστρέφετε.
Φαινόμενα σπάνια μιας υψηλής
τυχαίας ανατροπής.
Έντεκα πουκάμισα φτιαγμένα από αγάπη
πέφτουν απαλά στην πλάτη σας.

Άξαφνα, ακούγεται βροντή.
Έντεκα πρίγκιπες υποκλινόμενοι στο αιώνιο Καλό
πιασμένοι χέρι χέρι μ’ ένα κορίτσι
που παραδόθηκε στ’ όνειρο.

Γιατί, καλά το λένε,
πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε
είναι να είμαστε λιγότερο
έως καθόλου
βέβαιοι για όλα.

ΜΟΝΑΞΙΑ

Η μοναξιά είναι σιωπή
ντυμένη με βιώματα και λέξεις.

Γοργά ξεθάβει θησαυρούς
άλλοτε τους σκεπάζει
μα πιο πολύ τις σάρκες μας
λαίμαργα τις κατατρώει έως να στάξουν αίμα.
Συχνά – πυκνά μονολογώντας
γράφει ένα τραγούδι
με νότες ζόρικες
δίχως παύσεις και κορώνες
για βασιλιάδες γυμνούς
και ανόητους.

Η μοναξιά έχει φίλες
φευγάτες πεταλούδες
που δύσκολα ζυγιάζουνε
μα ούτε επιστρέφουν
γιατί βαρέθηκαν να επιθυμούν
μα πιο πολύ να ορίζουν
αυτά που δεν χαρίζονται
και δεν αποτιμούνται.

Η μοναξιά είναι φωτιά
και μέσα από τις στάχτες της
ανθίζουνε κλωνάρια.

ΨΥΧΗ

Όταν οι χαραμάδες στη μάσκα ασβεστωθούν
άπλετο φως θα περιλούσει
το πρόσωπο του γένους των ανθρώπων.
Από μηχανής θεοί και κάθε λογής μαντατοφόροι
θα εκλείψουν κάποτε.
Αρχέτυπα ενός αέρινου κόσμου
θα μαγνητίσουν από τα βάθη μιας πηγής
ομοιώματα υπάρξεων.
Χορικά θ’ απαγγέλλουν οι άγγελοι
με αρμονία τρεις λέξεις μοναχά:
Είμαι, θέλω, επιθυμώ
κι οι προσευχές ενός γραφικού μονόλογου
θα επιστρέφουν.

Δεν κατέχω και δε με κατέχουν.
Δεν είναι δα η ζωή μια απλή συναλλαγή λογαριασμών.
Δεν είναι καν υπαρκτά τα όσα προαναγγέλλει
ο προαιώνιος φόβος των ανθρώπων.

Όλα ρέουν και στροβιλίζονται αδιάκοπα
σ’ έναν ατέρμονο χορό μιας αναζήτησης
καταδικασμένης αλίμονο
σε μια ιερή και τραγική επανάληψη.

-Έχει επιλογή ο Σίσυφος;
-Αν ναι, τότε έχουμε κι εμείς.

ΔΙΑΘΛΑΣΗ

Πως να ανατρέψω μια συνθήκη με φειδώ;
Πως να αλλάξω τις λέξεις
σαν συνωστίζονται άτακτα
έξω από το ποίημα;
Όσο και να κοιτάζω τους κύκλους
και τις τομές που σχηματίζουν
μου φαίνεται ανώφελο
να περπατώ
μονάχα στο περίγραμμα.

Ανθίζει ο κήπος
κάτω από τα πόδια μου
γαργαλάει τα ακροδάχτυλά μου
σαν φυτό που αναρριχάται
σκοντάφτω λίγο
κι’ ύστερα πετώ
σαν σφαίρα που βρόντηξε
σε χάλκινο καθρέφτη
κι’ άλλαξε διεύθυνση
κι’ άλλαξε μορφή.

ΕΠΙΚΛΗΣΗ

Στη Μary-Rose

Σε μια ξεθωριασμένη βαλίτσα
έπνιξα την κραυγή μου.

Σε πηγάδι βαθύ
το στήθος μού κρυώνει.
Σε υδάτινο ιερό
χιλιάδες αναφιλητά
ανυπεράσπιστη
κατάθεσα τα δάκρυά μου.

Αγκομαχώντας μες στη λασπουριά
ψάχνω ίχνη απ’ το χαμόγελο
του παιδιού μου
την ώρα που τα ρυμουλκά διασώσεως
πηγαινοέρχονται στην επιφάνεια άπρακτα.
Άγγελοι ακροβατούνε σε υγρά σχοινιά
αγκαλιάζοντας τον πόνο
ενώ εγώ, με θρυμματισμένη τη φωνή θα συλλαβίζω:

-Βοηθήστε με! ν’ αναπαυθεί η ψυχή μου.
Να κοπάσει το μοιρολόι της μάνας μου!
ίσως και τα δικά σας τα παιδιά
ενήλικες πια να μετρούν χρόνια πολλά
στο Αλφαβητάρι του παραδείσου…

ΑΝΟΙΞΗ

Ο χειμώνας κύλησε αργά. Ξεχάσαμε πως έπεφτε η βροχή στο τζάμι
νεκρή από νόημα. Οι μέρες προχωρούσαν με την επίγνωση της φθοράς.
Τα φύλλα κιτρινισμένα ικέτευαν να προλάβουν μία θέση στον ουρανό
λίγο πριν από την αποσύνθεση. Ποτέ στ’ αλήθεια δεν κατάλαβα γιατί αργεί
τόσο πολύ η άνοιξη. Να ‘ ναι θαρρείς κι αυτή απότοκο ενός παλαιού
διακανονισμού, μέρος ενός ανώτερου σχεδίου; Τότε που ξέγνοιαστη μαζί
με Νύμφες μάζευε λουλούδια στο Νύσιο πεδίο; Ή πάλι μια αθώα πράξη
εξαγνισμού θεία οικονομία μετά το πένθος του χειμώνα; Ποιος ξέρει;
Κανείς μας ποτέ δε θα μάθει εθελοτυφλώντας στο χορό των μελισσών.
Κανείς δε θα μάθει τι θα πει ομορφιά την ώρα που το κύμα αγκυλώνει
το βράχο. Δε θα μάθει τι θα πει μεγαλοσύνη την ώρα που οι φωνές σμίγουν
σε δοξαστικό γιατί το ουσιώδες δεν είναι ορατό και το ορατό δεν είναι βέβαιο.
Γιατί η Άνοιξη είναι εκ φύσεως, αγνή. Προτείνει απροκάλυπτα το στήθος της
πρωτόγαλα να στάξει στα χείλη των παιδιών. Ανοίγει τα έγκατα του Κόσμου
να ξεθυμάνουν οι ψυχές και το ιερό της εκκλησιάς για να σωθεί η ελπίδα.
Μοσχοβολάνε μύρο οι νύχτες. Ονειρεύονται αγγέλους τα παιδιά. Είναι-,
αλήθεια η άνοιξη και πλάνη ο χειμώνας. Πολλά τα δώρα που ενταφιάζονται
εντός μας. Ανάψτε τη λαμπάδα της αγάπης να φέξουμε κι εμείς.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

«το φαινόμενο της πεταλούδας»

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ

Ανοίγω μια ρωγμή στο κενό
κι ενταφιάζω ό,τι ανώφελα αντιστέκεται.

Ένα και μόνο βότσαλο αρκεί
σαν πέσει στο νερό
κύκλους πολλούς ομόκεντρους
να ανακινήσει.
Τρέχω ασθμαίνοντας.
Πετώ στα σύννεφα ανεβαίνω.
Η ψυχή μου μετέωρη
μεταξύ ουρανού και γης
πιάνει κουβέντα με τα όνειρα.
Από ψηλά όλα μικρά μου φαίνονται.
Μικρά τα δέντρα
μικρό το πλήθος συνωστίζεται υπνωτισμένο
στις μεγαλουπόλεις.

Οι έρωτες μικροί κι ασήμαντοι
μονάχα η ομορφιά μαγνητίζει
τα μάτια της ψυχής μου σαν διαστέλλονται
αποκρυσταλλώνοντας
εικόνες και θάματα πολλά.
Στο νεφελώδες μεσοδιάστημα
με ανεπαίσθητες κινήσεις των φτερών
ξεσκονίζω τις στάχτες
κι’ αναμνήσεις θολές γυαλίζω.
Κανείς δε ξέρει ποτέ άλλωστε
αν η ξαφνική έκρηξη του ηφαιστείου
θα έχει την έκβαση της Πομπηίας.

Μετά, τίποτα!
Κανείς δε θυμάται.

ΕΡΩΤΑΣ

Όταν ερωτεύομαι
παρατηρώ με δέος
τις θεϊκές σου λεπτομέρειες.

’Εξέχουν σαν ρομφαίες αγγέλων
απειλητικές και ακαταμάχητες.
Δεν είμαι από ατσάλι
ούτε από πέτρα.
Ταγμένη σε αυτή την περιπλάνηση
οικειοθελώς διερευνώ επιδερμικά τη μοναξιά
στοχεύοντας σε μια πλήρη
– κατά τα άλλα – συνεύρεση.

Δεν μετανιώνω που ανοίγω
απροκάλυπτα το στήθος μου
ούτε χαίρομαι όταν χάνω.
Ο έρωτας άλλωστε πάντα οδηγεί στο θάνατο.

Ακόμα και αν η ανάγκη αφαιρεθεί
θα μένει πάντα
ως υπόλοιπο της πράξης αυτής
ενώ η επιθυμία θα ανακυκλώνεται αέναη.
Κι όσοι συχνά ονειρευτήκαμε μονάχα έγχρωμα
και εύλαλα πουλιά
γίναμε ερήμην μας ολίγον τι σοφοί
σαν νυχτοπούλια
που γαντζωμένα σε κλαδιά βελανιδιάς
με ματωμένα φτερά και με τα μάτια υγρά
κρώζουν αμετανόητα μες την ανίερη νυχτιά:
Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

«Μικρές πατρίδες για ανέστιους και πένητες»

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ-ΑΠΡΑΞΙΑ

Μια έναστρη νύχτα γέμισε το δωμάτιο φως.
Σου είπα:
– Πάμε να σεργιανίσουμε στον ουρανό;
Χαμογέλασες.
Πέρασαν χρόνια.
Τ’ αστέρια αντικατέστησαν διάττοντες κομήτες.

Στο μεταξύ, τα στάχυα μαράθηκαν.
Οι γειτονιές ερήμωσαν
κι’ οι πόρτες των σπιτιών
σφαλισμένες γερά
παρέμειναν εκεί
φωτογραφία ασπρόμαυρη
του απολιθωμένου χρόνου.

Ήρθαν ξένοι.
Διέρρηξαν τα συρματοπλέγματα.
Μα εσύ, εκεί
πιστός στρατιώτης μιας άκαμπτης παράδοσης
να κοιτάς τους άλλους με διαφορά ταχύτητας
να ξύνουν τη σκουριά, να ξαναβάφουν τις πόρτες
κίτρινο βαθύ, σχεδόν πορτοκαλί.
Με βία να ξεριζώνουν τ’ αγκάθια
και τραγούδια να γράφουν στους δρόμους
της δικής σου συνοικίας.

ΚΥΠΡΟΣ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ

Η πρώτη μας ταυτότητα υπήρξε το γαλάζιο.
Η δεύτερη, το πορτοκαλί.

Και τα δύο αυτά χρώματα
τα σμίξαμε φυτεύοντας γύρω τους ροδιές και κυπαρίσσια.
Ύστερα τα σκεπάσαμε με δύο τεράστιες φτερούγες φοινικιάς.

’Εγώ τ’ αγάπησα και τα δύο το ίδιο βαθιά.
Ύστερα φώναξα μια μικρή γοργόνα που κοιμότανε στα βράχια.
Την εμπιστεύτηκα και θέλησα να της δείξω
τα αγαπημένα μου χρώματα.
Κοινωνήσαμε παρέα κρασί θαλασσινό
από κανάτα ορειχάλκινη την ώρα της ανατολής.
Μυρίσαμε ανθούς πορτοκαλιάς
κι’ ύστερα τους αλείψαμε στα πρόσωπά μας για να φεγγοβολάνε.

Μα πάντα έρχονται οι ξένοι.

Κλέβουνε άνθη από τις πορτοκαλιές και χορτάρι από το πέλαγο.
Ύστερα φτιάχνουνε με αυτά στεφάνια με αγκάθια και όστρακα.
Την επόμενη μέρα τα αλυσοδένουνε στις πόρτες των σπιτιών
και στις εικόνες.
Κάποτε και στα αγάλματα.

Μα τίποτα δεν φέγγει, ούτε μυρίζει όπως παλιά.

ΓΛΑΡΟΙ

Στα ταξίδια της βροχής
οι γλάροι έχουνε ξεχωριστά προνόμια
και μιαν άλλη κοσμοθεωρία.
Μιαν ήρεμη αύρα
σαν σκίζουν σε σμήνη τον ουρανό
φτιάχνοντας σχήματα ιδεών
ενώ αναστοχάζονται.

Φευγαλέα τα ίχνη της στιγμής
αποτυπώνονται στη μνήμη του ουρανού.
Φωτογραφίζοντας ευλαβικά
τους μικροσκοπικούς φάρους των κάβων
πετώντας αντίθετα στον άνεμο
κόντρα στα κατάρτια της σιωπής.

Ανοίγουν περήφανα τις μακριές τους φτερούγες
κοιτάνε κατάματα τον ήλιο
ελεύθεροι ταξιδευτές στων αιθέρων.
Κάποτε μες στις σχισμές
των παραθαλάσσιων βράχων
καιροφυλακτούν οι αλεπούδες
κι’ ο φόβος θεριεύει
απλώνοντας τα μαύρα πέπλα του
απειλώντας τις αποικίες
των μικρών γλαροπουλιών.
Στα βάθη των ωκεανών
ρουφούν του παφλασμού
τον ιερό απόηχο.
Ευφραίνονται και πνίγουν την κραυγή τους
αφήνοντας άσπρα πούπουλα
σε μακρινές ακτές.

Κι’ όταν ο νόστος μέσα τους
φουντώνει σπαραχτικός,

επιστρέφουν.

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ

Βραδιάζει.
Στο λιμάνι τα πλοία σώπασαν πίσω απ’ τα σύννεφα.
Οι ναυτικοί ξεμπάρκαραν υπνωτισμένοι.
περπατώντας στα σκοτεινά σοκάκια

Τότε Εκείνη
ξεχώρισε σαν βουβή οπτασία μέσα στη νύχτα.
Είχε φορέσει ανάποδα τη μαύρη της μαντήλα
προτού ξεμυτίσει αθέατη
στην προκυμαία της γαλάζιας πατρίδας.
Με πίκρα είναι γραμμένο το όνομά της με πίκρα.
Όλεθρο και καπνό μυρίζει το κορμί της.
Αυτήν, βλέπω, με τα σβησμένα μάτια
και τη μαντίλα ανάποδα δεμένη σαν γόρδιο δεσμό
που δεν έμελλε ποτέ κανείς να λύσει.
Γι’ αυτήν, γράφω, που περιφέρεται ρακένδυτη
την ώρα που ανεβοκατεβαίνουν τα δάκτυλά μου
στα πλήκτρα του ακορντεόν.

Ένα παιδί με κίτρινο ποδήλατο τής χαμογέλασε.
Ένα ζευγάρι ερωτευμένων τη φοβήθηκε.
Ένα γατί μπλέχτηκε στα βήματά της.
Ένα άστρο φώτισε τη σκιά της.

Μετά σκοτάδι…

Έβαλε το πανωφόρι της στο δρόμο
κι αποκοιμήθηκε.
Πάνω απ’ τα χνώτα της
δυο περιστέρια φτερούγισαν
κι έσβησαν όλες τις φωτιές.

Ημέρεψε.

Μια φεγγοβολή είχε μόλις σχίσει
τον θαμπό ορίζοντα.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

«ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ»

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

Την ώρα πού βραδιάζει
διαγράφεται η σκιά του.

Τον θυμάμαι να μαζεύει σταφύλια
απ’ το κλήμα στην αυλή μας
και μετά να χαμογελάει.
Χαιρότανε για πράγματα απλά, μα σπουδαία.
Τη λεμονιά, που άνθιζε στο περιβόλι μας
το γιασεμί, που μύριζε τα βράδια
την παρέα των φίλων
τα γέλια των παιδιών.

Ο πατέρας μου αγαπούσε το δίκιο
κι ας μην το έβρισκε πάντα.
Άνοιγε φτερούγες διάπλατες
κι υποδεχόταν το κύμα, τα βράχια
και τα χαμόγελα των φίλων.
Με κοιτούσε με μάτια μεγάλα, ορθάνοιχτα
παραθυρόφυλλα βαριά μα όχι αμπαρωμένα

«Μην τρέχεις, κορίτσι μου, μην πέσεις».

Μάς περίμενε τις Κυριακές
και μας εξηγούσε τη βροχή
και τη γλώσσα των αποδημητικών πουλιών.
Αγαπούσε τη ζωή, το τραγούδι
και όλες τού ήλιου τις ανατολές.
Ξυπνούσε με το ψέλλισμα μιας ιδέας
πού κάποτε πίστεψε
και κοιμόταν με την ελπίδα
μιας κατακρεουργημένης αθωότητας.

Ο πατέρας μου ήτανε άνθρωπος κοινός
μα για μένα μεγάλος
και ζει για πάντα στην καρδιά μου.

ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ

Στο παιδί μου δεν έπαψα ποτέ
να λέω παραμύθια.
Για νεράιδες και δράκους,
τον ήλιο και το φεγγάρι
όταν κλαίει κι όταν ρωτάει.

Στο παιδί μου δεν έπαψα ποτέ
να χαϊδεύω τα όνειρα
με ψεύτικα φτερά από μετάξι.
Το άφησα να πλανάται ερήμην του,
ηθελημένα σε κόσμους γυάλινους και σεντεφένιους.
Δεν θέλησα καν να το προστατέψω
από την ανίερη αποκάλυψη του αληθούς.

Ποιος ξέρει…
Ο δικός του κήπος μπορεί να περιμένει.
Να του φυτέψει σοφά και με αγάπη
κρινάκια του γιαλού και γιασεμιά
για να κουρνιάσει.
Όταν οι άγγελοι κατέβουν στο σκοτάδι
εγώ θα χαίρομαι
πού κάποτε τού έλεγα
πολλά και ψεύτικα παραμύθια.

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟΝ

«Ό σκληρός Απρίλης του 2020»

Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τίς πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι’ επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.

(T.S. Eliot, άπό τήν «Ερημη Χώρα»
μτφ. Γιώργος Σεφέρης)

ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ

Κλουβί κλειδωμένο
πόρτα σφαλισμένη
με φτερά παγωνιού
αιχμαλωτίζει ξανά
την παιδική μου αθωότητα.
Ανοίγω άξαφνα την πόρτα
κι από το στήθος μου
εξακοντίζονται περιστέρια.
Συνδράμω κι εγώ απειροελάχιστα στο θαύμα
πυροβολώντας τη φθορά
-αντίσταση ειρηνική προβάλλουσα-
στέλνοντας καταπαντού
ταχυδρόμους αγάπης.

– Μικρή μου, Χάιντι
χαίρομαι που σε ξανασυναντώ
σαν τρέχεις στους λόφους των Άλπεων.

Θέλω μαζί εκεί στο μακρινό Μάιενφελντ
να φυλακίσουμε οι δύο μας
το βέλασμα της κατσίκας
στην αδιάφθορη αγροικία της ψυχής μου
και να βυζάξουμε πρωτόγαλα
σαν τότε που ήμαστε παιδιά.

Στο μεσοδιάστημα
μεταξύ ευδαιμονίας και φόβου
μας περιμένει η ελπίδα.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Κάποιοι άνθρωποι ακουμπάνε με παράπονο το πρόσωπό τους.
Γυρεύουν την αφή μιας άλλης εποχής χωρίς ηλικία.
Ένα τίναγμα του κεφαλιού
μια γοητική χειρονομία στον ώμο
στη χαραμάδα της μνήμης.
Στο μπαλκόνι μια γριούλα
αιωρούμενη δίχως το βάρος της αγάπης
που έλκει τη ζωή.

Στο παγκάκι ένας κύριος
μετράει αδιαλείπτως
τα θραύσματα του χρόνου
στο εξώφυλλο ενός βιβλίου ένα όνομα
τυπωμένο με κεφαλαία γράμματα,
διερευνά ακόμη την επιθυμία
για αθανασία.

Μακριά ακούγεται ο απόηχος της θάλασσας που όλη τη γη καρτερικά
αγκαλιάζει και δεν έχει τίποτα να αποδείξει. Μονάχα κάτι καράβια
το μαρτυράνε την ώρα που τρίζουνε αράζοντας σε ένα νησί και κάτι
ναύτες πειρατές με χείλη που σφυρίζουνε.

Στην πνιγμένη ανάσα των βημάτων τους
η ψυχή τους γυρεύει το δάσος με τα πουλιά
και το παιδί μια αλάνα με πεταλούδες
που ξυπνάνε απ’ το λήθαργο.

Όμως μπροστά στο ηλιοβασίλεμα
τίποτα δεν έχει σημασία τώρα πιά.
Σπαράζουν ήδη τα γερασμένα μάτια τους
κι’ απ’ τα λευκά τους στήθη
βλασταίνουν κίτρινες μαργαρίτες.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟ

Εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ 10/2/2024

Ένα υποδειγματικό – ποιητικά, γλωσσικά, συναισθηματικά και αισθητικά – οδοιπορικό στο χτες και στο σήμερα, στο παρόν και στο παρελθόν, στο ασπρόμαυρο και στο έγχρωμο, στο κοσμοπολίτικο και στο κλασικό μιας πόλης που καταφέρνει να ενώνει την ανάπτυξη με την παράδοση και που λατρεύεται από όσους συντόνισαν την ανάσα τους με τη δική της. Μια αφηγηματική Οδύσσεια που σφύζει από νοσταλγία και υψώνει κύματα συγκίνησης με τις αλήθειες τής Νατάσας Αθηαινίτου Κυπριανού και, βεβαίως,
με τους στίχους της που φιλοτεχνούν, αυτομάτως, εικαστικές δημιουργίες. Η πόλη, οι δρόμοι της, τα σοκάκια της, οι μικροπωλητές της τα μνημεία της, οι αλάνες με τα πιτσιρίκια να τιτιβίζουν αναγγέλλοντας τον ερχομό της άνοιξης, τα σινεμά της η θάλασσά της που ψέλνει, οι ιστορικές της καταβολές, τα κτήρια που, πίσω από τις πόρτες τους, καθρεφτίζονται ελπίδες, όνειρα, οράματα, αγώνες και αγωνίες, τα αγάλματα των ηρώων, οι τοίχοι που κρατάνε ακόμα την μπογιά των συνθημάτων, οι προσωπικότητες και οι φυσιογνωμίες που σημάδεψαν τη Λεμεσό, αφήνοντας παρακαταθήκες που δεν πρόκειται να φθαρούν ποτέ.
Συμμετρικά δομημένη, με λογοτεχνική αλλά και με εκδοτική καλαισθησία, με εύστοχους συμβολισμούς, η «Επιστροφή» δεν είναι απλώς μια ποιητική συλλογή. Είναι και ένας ύμνος για την καλλονή που λέγεται Λεμεσός και που, χάρη στις επινοήσεις της συγγραφέως και την αμεσότητα της γραφής της, γίνεται και η δική μας πόλη – στιγμές στιγμές, περπατάμε στα πεζοδρόμιά της, την αράζουμε στις καφετέριές της, μπαίνουμε στον Ζωολογικό της Κήπο, παρελαύνουμε μέρος στο καρναβάλι της, κόβουμε πονηρές βόλτες στην Πλατεία Ηρώων, φτιάχνουμε χαρταετούς με το νήμα της εφηβείας συντονιζόμαστε με τζιτζίκια του Ελύτη. φοράμε τα καλά μας γιατί θα φωτογραφηθούμε οικογενειακώς, κάνουμε δεύτερη φωνή στον Μάριο Τόκα
και, όσοι είμαστε κάποιας ηλικίας, περιμένουμε, στημένοι καραούλι έξω από το Γ.Σ.Ο., να ανοίξουν οι πόρτες και να καμαρώσουμε, από κοντά, τον Πανικό Κρυστάλλη, τον Ανδρέα Κωνσταντίνου και τον Δήμο Καρεκλά,

«ο’
Φόρεσε το πολύχρωμό της πανωφόρι
κι άφησε απ’ έξω, την κίτρινη βροχή.

Ανέβηκε στο λευκό βουνό
με το μενεξεδί σύννεφο
και είδε από ψηλά μια πολιτεία
με πευκόφυτα πάρκα
κατάστικτα με άσπρες πινελιές
και ουρανοξύστες- θερμοκήπια.

Άρπαξε το χλιμίντρισμα
των μαύρων αλόγων απ’ τα γκέμια
και πέταξε σε πολιτείες με ιγκλού
και αφηγήσεις
παρεξηγημένων θηλαστικών.

Καφέ ελάφια κάθονταν σε δέσμες
υπεριώδους φωτός
και οι κυνηγοί εξόντωναν ανελέητα
λευκές αρκούδες, πολικές
ενώ τα μικρά τους
τους δάγκωναν τα πόδια.

Η φύση όμως, κουνούσε με νόημα σιωπηλά το κεφάλι.
Αύριο πάλα με λερωμένα τα χέρια
θα τρέχουν σαν τυφλοί
στους γκρίζους υπεραστικούς δρόμους
σε λυπημένες διαδρομές
πνιγμένοι μες στο σύννεφο.

και θα ’ναι τόσο μόνος μες στο γκρίζο
όσο ποτέ άλλοτε».

Πραγματικά, τόσο μόνοι αλλά και τόσο ωραίοι μέσα στη μοναξιά τους.
‘Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΦΗ. Εικαστική φιλοξενία: Νικολέτα Κυπριανού. Καλλιτεχνικός σχεδιασμός- φιλοτέχνηση εξωφύλλου: Κυριάκος Α. Παπαδόπουλος

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.