ΜΟΝΑ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ

Η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου γεννήθηκε το 1949 στη Λεμεσό, από γονείς Έλληνες, πρόσφυγες του 1922 από τη Μικρά Ασία. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αφυπηρέτησε ως Συντονίστρια Διευθύντρια σχολείων Πόλης και Επαρχίας Λεμεσού. Διετέλεσε Γραμματέας του Κυπριακού Κέντρου Συγγραφέων ΠΕΝ και είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου για την ίδρυση του οποίου πρωτοστάτησε. Έχει εκδώσει 14 ποιητικές συλλογές, ένα θεατρικό έργο, 3 συλλογές διηγημάτων, 7 κριτικές μονογραφίες, ένα μυθιστόρημα, κριτικά κείμενα, επιστολογραφία και 9 Ανθολογίες Ποίησης. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε 13 γλώσσες, αγγλική, γαλλική, γερμανική, ιταλική, ισπανική, σουηδική, φινλανδική, ρουμανική, βουλγαρική, σέρβική, κροατική, αραβική και φαρσί. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στην αγγλική και τουρκική. Βραβεύτηκε: με Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1986, με Α’ Βραβείο Διηγήματος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου το 2005, με Α’ Βραβείο Ποίησης στο Γ’ Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης 2007, με Αριστείο Βιβλίου για Ιστορικό Διήγημα από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.) το 2014, με Τιμητική Διάκριση από τον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάς-Κύπρος το 1993 σε Διαγωνισμό Διηγήματος. Η ποιητική συλλογή «Marginallia» (2015) που περιλαμβάνει ποιήματα από κοινού με την Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα πήρε Α’ Βραβείο ως βιβλίο της χρονιάς από τον ΕΠΟΚ, όπως και τα Κριτικά Κείμενα «Ο άλλος χρόνος» ως βιβλίο της χρονιάς 2021. Η ποιητική συλλογή «Αγαπημένε», Αφή 2013, ήταν στην βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 2022 το ποίημά της «Τυραννία του χρόνου – Ο πρόσφυγας» πήρε το 2° Βραβείο σε Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης. Θεωρείται από τους κριτικούς ως μια από τις πιο καταξιωμένες φωνές της γενιάς της. Υπήρξε Ιδρυτικό μέλος του Λαογραφικού Ομίλου Λεμεσού και γραμματέας του, ιδρυτικό μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Λεμεσού και Ταμίας του Συμβουλίου του και ιδρυτικό μέλος της ΕΘΑΛ (Ελληνικής Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού). Συνολικά έχει γράψει 36 βιβλία.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

«Τοις Έντευξομένοις» (1978),
«Ενεστίαση» (1980),
«Εννιά Ποιήματα» (1986),
«Ένας Αργοναύτης ανάμεσα στις Συμπληγάδες» (1986) (Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης),
«Ποιητική Αδεία Λεόντιου Μαχαιρά» (1994),
«Κάτοπτρον Έρωτος και Θανάτου» (1997),
«Το περίσσευμα τής σιωπής» (2003),
«Το Δέντρο στο Σπίτι» (2008),
«Αγαπημένε» (2013), (ανάμεσα στα 5 υποψήφια για Κρατικό Βραβείο Ποίησης),
«Marginalia» (2015), κοινή έκδοση με την Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα, (Α’ Βραβείο και Βιβλίο της χρονιάς από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδος, Ε.Π.Ο.Κ.,
(2017),
«12 + 2 ποιήματα για την ελληνόφωνη κάτω Ιταλία και Σικελία» (2016),
«Και ταξιδεύοντας να μου γράφεις» (2018),
«Πανσέληνος»(2020).
«Ο μυστικός νυχτοφύλακας» (2023)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

«Αξιοθέα» (1982) – θεατρικό έργο
«Αλέξανδρος Εμμανουήλ Κεχαγιόγλου» (1994) – συλλογή διηγημάτων
«Έξι κύπριοι ποιητές» (1998) – λογοτεχνικά πορτρέτα
Literary Profiles, V. Panayiotidou Korfioti (1998)
P. Peonides (2004)
D. Gotsis (2006)
M. Panayiotou Papaonisiforou (2011)
Andreani Eliofotou (2014)
Alexandra Galanou (2018)
Nadia Stylianou (2020)

LITERARY PROFILES

«Ο καφές της Φιλαρέτης» (2009) – συλλογή διηγημάτων, 2η έκδοση 2010 (Αριστείο Ιστορικού Διηγήματος Ε.Π.Ο.Κ. 2014)
«Οδός Κουμανδαρίας», συλλογή διηγημάτων (2015)
«Ο άλλος χρόνος», κριτικά κείμενα (2021)
«Ιστορίες Γραμματοσήμων», επιστολογραφία – κριτικά κείμενα (2021).

ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΙΗΣΗΣ:

“Face of an island” (2002) 25 κύπριοι ποιητές στην αγγλική γλώσσα
«Λεμεσός – Η Μπαλάντα της Πόλης μου» (2003)
Ανθολογία Ποιημάτων και Λεύκωμα καλλιτεχνικών φωτογραφιών για τη Λεμεσό, δίγλωσση έκδοση στην ελληνική και αγγλική
«Ως θυμίαμα – Μικρή ποιητική Ανθολογία για τους ηρωο-μάρτυρες Σολωμό Σολωμού και Τάσο Ισαάκ» (2004)
«Η Ευρώπη στην Κυπριακή Ποίηση» (2006), δίγλωσση έκδοση στην ελληνική και αγγλική
«Ανθολογία ταξιδιωτικής ποίησης της νεοελληνικής λογοτεχνίας της Κύπρου» (2012)
«Η ποίηση για την ποίηση από Κύπριους ποιητές» (2012)

ἩΜΕΡΟΛΟΓΙΑ: ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:

«Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 2013, Αφιέρωμα στη Μικρά Ασία», (2012)
«Ημερολόγιο 2014, Μαρτυρίες προσφύγων τού 1922 για τη Μικρά Ασία από την Κύπρο» (2013) (EPOC GABBY AWARDS – CYPRUS BEST AND BRIGHTEST 2014)
«Ημερολόγιο 2015, Μαρτυρίες προσφύγων τού 1922 για τη Μικρά Ασία από την Κύπρο» (2014)
«Ημερολόγιο 2016, Επιστολές, έγγραφα και μαρτυρίες προσφύγων τού 1922 για τη Μικρά Ασία από την Κύπρο» (2015)
«Ημερολόγιο 2017, Ιστορίες, Μαρτυρίες, Επιστολές, Έγγραφα και Τραγούδια προσφύγων τού 1922 από τη Μικρά Ασία στην Κύπρο» (2016)
«Ημερολόγιο 2018, Φυσιογνωμίες Μικρασιατών στην Κύπρο και ποιήματα σέ καραμανλήδικη γραφή» (2017)
«Ημερολόγιο 2019, Μαρτυρίες Προσφύγων τού 1922 για τη Μικρά Ασία από την Κύπρο και Αναμνήσεις από μικρασιατικές γεύσεις», (2018)
«Ημερολόγιο 2020,Μαρτυριες Προσφύγων του 1922 για τη Μικρά Ασία από την Κύπρο και Μικρασιάτες εκπαιδευτικοί»(2019)
«Ημερολόγιο 2021 με Τιμητικό Αφιέρωμα στα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση 1821-2021 και Μαρτυρίες Προσφύγων του 1922 για τη Μικρά Ασία από την Κύπρο και Μικρασιατικά παραμύθια» (2020)

.

.

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΝΥΧΤΟΦΥΛΑΚΣ (2023)

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ 1922-2022

Α’ Ποιήματα της Μικρασίας 2022
ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ

Όσο μεγαλώνω
Αναμνήσεις με βαραίνουν
μπρούντζος ασήκωτος,
τόνοι μαρμάρου.
Κλείνω τα μάτια.
Να φυλάξω το βλέμμα
για το αύριο.
Καλύτερα να ονειρεύομαι
παρά να θυμάμαι.
Ο νόστος με αναστατώνει.
τόσα χρόνια, τόσοι αιώνες,
Κι εγώ στη ρίζα τού στροβίλου
πρόσφυγας από γενιά
κι από συνείδηση.

ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΙV

Έπρεπε να βρούμε
νυχτοφύλακα
για την τιμή και το σέβας
στο κόσμημα τού ενθυμήματος
ώσπου να πλύνουμε
να στεγνώσουμε, να σιδερώσουμε
τίς σημαίες.
Νυχτοφύλακα,
όχι για τη Νέκυια
-πώς πάλλεται η ψυχή μας-
άλλα για την άνοδο
από τον Άδη
-άνοδο, ανάταση, ανάσταση-
σ’ ένα επιτύμβιο
πάλλευκο μάρμαρο.

ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ V

Έπρεπε να βρούμε
νυχτοφύλακα
να παραφυλάει
τ’ ολοκέντητο σεντόνι
του ύπνου των νεκρών,
μέχρι ν’ αναδιπλωθούν
στον αιθέρα
οι σημαίες
φτερούγες αγγέλων.
Να παραφυλάει
τούς ήχους τής νύχτας
και τίς αφές τής μέρας.
Να παραφυλάει
να μην ανατείλει η μνήμη
χωρίς το χειροκρότημά μας.

1922, 1974

Ο χρόνος τραυματίζει.
Ο χρόνος δεν επουλώνει.
Ο χρόνος εγκλωβίζεται σέ αριθμούς.
Ημερομηνίες, χρονολογίες, εκατονταετηρίδες,
χιλιετίες γίνονται σταθμοί τής διαχρονίας,
αιματηρές σφραγίδες τής διάνοιας,
οδοδείκτες τής μνήμης
ανεξίτηλοι,
τής ψυχής ολοκαύτωμα
πού ούτε ό θάνατος ξεπερνά
ούτε ό θάνατος διαγράφει.

Β’ Ποιήματα τής Μικρασίας 1986-2021
Η ΜΝΗΜΗ

Μεταφυσικό τοπίο
που ζητάς ερημίτες
να περιγράφουν το εγκαλλώπισμά σου.
Ποιος προπλασμός ψυχής
σέ στερέωσε;

Εκείνη
η Μικρασία
με τις μορφές των προσφύγων
αγαπημένων προγόνων και πατέρων
που χρύσωσαν την παιδική σου μνήμη
μαζί με τις μορφές των άγιων
κλεισμένες στην Ασίνου και τον Άρακα
δίπλα στο πράσινο βουνό και τη θάλασσα
που σε γέννησε.

Ένα σκοτεινό ιερό η μνήμη.

Η παρουσία των αιώνων η μνήμη.

Μια σκεπή που αγγίζει τη γη.

Στη δροσιά της καταφεύγουμε
ν’ απαλλαγούμε από το βάρος
τής αβύσσου.

Ποιητική Συλλογή
«Ένας Αργοναύτης ανάμεσα
στις Συμπληγάδες»
Λεμεσός, 1986

Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ α’

Μια φορά κι’ ένα καιρό
αλόγα πετούν
πουλιά τραγουδούν
Άι Γιώργηδες πολεμούν το θεριό
στην Καππαδοκία
στη Μακεδονία
στην Κύπρο
Αποξεχάστηκε η γιαγιά
δεμένη το μαλλί στο λαιμό της
– ο μίτος αξετύλιχτος –
κι’ εγώ κοιμήθηκα μες στο βασίλειο μου
μπαλκόνι που δεν βλέπει γη
να μη γυρίσει ο χρόνος

Μόνο ο καθρέφτης ο γερτός
χωνεύει μέσα του
αλλάζοντας της κάμαρας την προοπτική
τα βήματα του χρόνου.
Κι’ όμως, για δες, μπορώ να κλείσω τα μάτια
και να μην έχω βγει απ’ το παραμύθι
και να μην έχει η γιαγιά πεθάνει
αλύτρωτη νοσταλγός
χρόνια τώρα
και να μην έχει πατηθεί
το παλιό σπίτι τής γιαγιάς,
η πρώτη σκακιέρα τής ζωής μου …

1.11.92
Ποιητική Συλλογή
«Κάτοπτρον έρωτος και θανάτου»
Λεμεσός, 1997

Η ΠΡΟΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ β’

Νήματα ξετυλίγονται
προς εποχές και πρόσωπα
από σελίδες
και στροβιλίζομαι
μες στο χορό και μες στα πάθη τους
γιατί εισχωρώ σ’ ετούτο το ιερό
επαναστάτρια
πού το κλειδί του ό κλειδοκράτορας
κρατεί με μια γητεύτρα περηφάνια
Κατέχει ο πρόσφυγας τού ’22 στην Κύπρο
πως δρόμους ανοίγουν ανεξίτηλους
η μνήμη κι’ η γραφίδα

Δε θέλησα να βγω απ’ αυτό ποτέ
– κληρονομιά ανεκτίμητη –
πριν εξαντλήσω τις λέξεις
και γνωρίσω τα νήματα άπειρα
που φέρνουν σ’ άλλα νήματα

Και νάμαι που υφαίνω τη ζωή
Βιβλιοφάγος στυλίτης αλύτρωτος
Και νάμαι που μετρώ τη ζωή
με τα βιβλία κλειδιά
πού καταργούν συρματοπλέγματα

Άραγε θα κληρονομήσουν τα παιδιά μας
τη μνήμη μας
και το κλειδί πού διαιωνίζει
τη μνήμη μας;

29.11.92
Ποιητική Συλλογή
«Κάτοπτρον έρωτος και θανάτου»
Λεμεσός, 1997

ΞΕΝΑΓΗΣΗ 1

Στην Αλλάγια

Μάτια στεγνά και φλογισμένα
ψάχνουν την ευλογία
στη θέαση,
στο πρώτο αντίκρισμα
του αρχαίου και νέου τοπίου.
Κόρυκος, Κορακήσιον, Αλλάγια
που γέννησε τους γεννήτορες
και υποδέχεται
τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Σταλακτίτες και σταλαγμίτες
αναπνέουν κρυμμένοι
στον αόρατο χρόνο,
ενώ τα τείχη
του οχταπύργιου
πορφυρά
αγκαλιάζουν χιλιόμετρα
σαν να είναι
ο Άη Αφέντης τού Βουνού.

Βρέχει χρυσά νομίσματα
απ’ τα δέντρα.
Ο Αλέξανδρος κι ο Απόλλωνας
στις δύο όψεις.
Πόθος για αρετή.
Δευτέρα των Αρχαγγέλων.
Τετάρτη των Νηστειών.
Σάββατο των Κεκοιμημένων.

Βρέθηκε λυμένος
από τα σίδερα της φυλακής
ο άγιος των ναυτικών.

Κάποιος που πνιγόταν
τον φώναξε
κι αυτοστιγμεί
προσγειώθηκε εμβρόντητος
από τη θάλασσα στο σπίτι του…!

Εράπισεν η θέα
τους επισκέπτες.
Εσκίρτησεν η σάρκα.
Αγαλλίασε το πνεύμα.
Τόση ομορφιά
τόση ομορφιά
πονεί και κρούζει
γενιά προς γενιά.

Μικρά Ασία
Αλλάγια-Μύρα
17.2.2018
Ποιητική Συλλογή
«Και ταξιδεύοντας
να μου γράφεις»
Εκδόσεις Αρμίδα, Λευκωσία 2018

.

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ (2020)

Πανσέληνος

Φεγγάρι, φύλαξε τα λόγια μου.
Η σκιά, η σκουριά, η σήψη,
τα λάθη, το πάθος
δοκιμάζουν την αντοχή μας
δοκιμάζουν
τα φτερά μας.

Οξειδωμένο
και πανώλεθρο το βουνό
με τα Εκατό Σπίτια της Ρήγαινας
σκοτεινά
σ’ ατενίζει,
ξενητεμένο χωρίς ξενητειά.

Σπαράγματα βλέπεις τού χρόνου
να εκτοξεύονται
μηνύματα σημαίας αλλότρια.
Αθέατες οι φωλιές των αετών.
Έχεις μόνο τον Άγιο Ιλαρίωνα
να σου γνέφει
και τούς μάρτυρες της Καντάρας
να κάνουν σινιάλο.
Από το ύψος
της ταπεινοφροσύνης.

………………………………

Δεν έχει ψευδώνυμο.
Ποτέ δεν είχε
μέσα σε αρίθμητους
καιρούς μαρτυρίων.
Ο πόνος του ατέρμονος.

Αντιφεγγίζει
το φωτοστέφανο σου
στις πλαγιές και τα κάστρα του.
Υποβάλλεις την ιδέα
της γονιμότητας
με το σεληνόφως
σαν γυναικείος μαστός.
Φύλαξε την άξια
των συμβόλων.
Θυγατέρες της Σοφίας
η Πίστη, η Αγάπη κι η Ελπίδα.
Φύλαξε τη Σοφία,
την υπομονή.
Τις κόρες και τους γιούς
του νησιού.
Να προσμένεις.

Αμίλητες οι αμίαντες
Παναγιές,
η Παναγία η Βάτος
η Παναγία του Πάθους
η Αφέντρικα
η Περίβλεπτος
μητέρες της ελεημοσύνης
δεν αντιχαιρετούν πιά
την Τροοδίτισσα
και την Παναγιά του Κύκκου
στις απέναντι κορυφογραμμές.

Ο κυρ Μανουήλ Πανσέληνος
από το ‘Άγιον Όρος,
ο Φώτης Κόντογλου
από το Αϊβαλί,
ο Θεοφάνης ο Κρης,
ο Μιχαήλ Αστραπάς
απ’ τη Θεσσαλονίκη
και την Οχρίδα
δείχνουν με το πινέλο
αγιογράφοι – αγάλματα
δείχνουν με τη γραφίδα τους
το Μοναστήρι του Χρυσοστόμου
στο Βουφαβέντο
και της Κανακαριάς την εκκλησιά.

……………………………………………………..

Ανεξάντλητο το πέλαγος
της θλίψης μας.
Γίνε οικτίρμων,
φεγγάρι μου,
πρέσβευε το έλεος
μέσα στον ανοικτίρμονα χρόνο.

Η φύση
δοκιμάζει τα όρια
της αντοχής του βουνού,
τα όρια
της ψυχής μας.
Το βουνό είναι η αποκάλυψη
των ορίων μας.
Απεγνωσμένοι, ανάξιοι
ικετεύουμε
να κοπάσει
ο σάλος της καρδίας μας.
Δεν μπορούμε
να αποκρύψουμε
όπως εσύ,
στη σκοτεινή πλευρά σου
το θρυμματισμένο μας πρόσωπο
τον θρυμματισμένο μας χρόνο.

Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας
ο Νώε, ο Μωυσής
νοερό νήμα
φωτεινό – Αραράτ, Σινά.
Κιβωτός και περιστερά
και εντολές στην πέτρα
και άκρα του άχρονου
χώρου.
Σιωπή.

Το βουνό
παλάμη ανοικτή
σε καλεί να στηριχτείς
σ’ αυτήν
για το άλμα
πού αναμένει
η ψυχή.

Να αισθάνεσαι
το σχήμα του
όχι σαν ανάμνηση
αλλά θόλο εκκλησιάς
ένα σκληρό καρύδι,
ένα πουλί
με τη φωνή της Μεσαορίας
ηχώ στα φαράγγια.
Το βουνό
είναι ή κλίμακα
του ονείρου σου.

Ικετεύουμε
η δρόσος τ’ ουρανού
ν’ αγγίξει τη γη
που διψά.

……………………………………………….

Φόρεσε τα πολύχρωμα φτερά
και τις χάντρες σου
και χόρεψε
έναν μιμικό χορό
αρχαϊκό,
να καθαιρέσεις
το είδωλο του σκότους,
το σύνδρομο
του αποκλεισμού.

Εξορκιστής γίνε
του Μινώταυρου.
Να φέρεις,
προσωπιδοφόρε,
με τη νυχτερινή σου τελετή
τη λειτουργία της ειρήνευσης
το χαίρε των Μυροφόρων.

Προστάτευε το βουνό
και
φέγγε μου
να ξαναπερπατήσω,
φέγγε μου
να ξαναπερπατήσω
στο βουνό.

21.9.2019
Παγκόσμια Ημέρα Ειρήνης

.

ΚΑΙ ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΝΑ ΜΟΥ ΓΡΑΦΕΙΣ (2018)

ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ

Επιστρέφω.
Μέσα στα τείχη σου.
Μέσα στην καρδιά
τής πέτρας σου.
Μέσα στα νήματα
τής αλόης.
Μέσα στα ψήγματα
του χαλκού
και τα θρύψαλα
τού κάρβουνου.
Μέσα στο μέλι τής κερήθρας.
Ριζώνω και ξεριζώνομαι.
Εμφυσάς ζωή μέσα μου.
Εισπνέω τον λυγμό σου.
Γίνομαι η γωνία
του βλέμματός σου.
Κατοικείς μέσα μου.
Ριζώνω και ξεριζώνομαι.
Έρχομαι,
ανηφορίζω στο χρόνο,
έρχομαι,
εξακολουθώ να έρχομαι.
Εκδιώκομαι,
άλλα επιστρέφω.

ΕΡΩΤΑ, ΕΣΥ

Ήταν ο φτερωτός έρωτας εκείνος
που είδαμε
να ίπταται πάνω
απ’ τα γαλάζια κύματα
της θάλασσας
ανάμεσα σε δελφίνια.
Κι ήταν ο έρωτας
στο άρμα του
να το σέρνουν
ένας κριός κι ένας τράγος
μέσα από δάση διάφανα.
Μας χάρισε τη νιότη μας
και τη μνήμη της νιότης μας
ξανά και ξανά.
Στην άλλη προθήκη
κόρη ανασηκώνει το ιμάτιο…
Μα ποιος είν’ αυτός σιμά της;
Χαμογελά, μυρίζεται το κρίνο
κι έχει αγκαλιά
έναν πετεινό;

Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών
15.9.2017

ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ

Έσκυψα.
Το αυτί μου στα χείλη σου.
Τόσο σιγανά
κι απρόσμενα.
Μετααιώνια
μεταστροφή.
Ένας πηγαίος χαιρετισμός.
Έτρεμαν οι Λέξεις.
Ήμουν πολύ κοντά
στο μάγουλό σου.
Αποζήτησες την υπόσχεση.

Μα το μέλλον
είναι πύλη σκοτεινή
και το κλειδί
χαμένο.

26.8.2017

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

Παράλληλα με τον ποταμό
και το τραίνο.
Παράλληλα με τα δέντρα
ανεβαίνουμε.
Μαζί μας ο Μιχαήλ Κατακουζηνός
ο Δη μητριός Καρατζάς
ο Ρήγας Φεραίος,
ο Γιαννούλης Χαλεπάς
ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.

Ρουμανία
5.8.2017

ΕΡΩΤΑΣ ΘΑΜΒΟΥΣ

Έρωτα θαμβούς
επλήσθησαν τα σπλάχνα μου
και έγινα άμμος
της θάλασσας
και τ’ ουρανού νεφέλη
πήγασος πιά
κι εύξεινος ποντοπόρος

Θεσσαλονίκη
21.6.2017

ΑΛΛΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ

Πρέπει να υπάρχει
ένας Γαλαξίας
μέσα στο σύμπαν
η τα σύμπαντα,
στον όποιο
να έχουν μετοικήσει
οι ψυχές
των νεκρών
αγαπημένων μας.

Αυτή είναι η ύπαρξη
ζωής
σε άλλους πλανήτες
και με συνταράσσει

29.8.2016

ΚΟΙΤΑ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Μην κλείνεις τα μάτια.
Κοίτα το ποτάμι.
Παίρνει τις θύμησες
μαζί του
κι αυτές χορεύουν
μαυλιστικά
σε κάθε γυροκύλισμα του νερού.

Πρόσεξε μην αποκοιμηθείς.
Θα χάσεις τις εκβολές
στην απέραντη θάλασσα.

Βοσνία
11.8.2016

ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Οι λέξεις
δεν είναι αποδημητικά
πουλιά.
Χρειάζονται βέβαια
εύκρατο κλίμα
για να επιβιώσουν,
να μη χαθούν
στα ξένα.

Είναι χελιδόνια
οι λέξεις
που κάθονται
στο ηλεκτροφόρο
σύρμα περιμένοντας
την Άνοιξη.

Θέλουν τη φωλιά τους
οι λέξεις
ν’ αυγατίσουν τη ζωή.

Ντουμπρόβνικ
9.8.2016

ΚΟΝΣΕΡΤΟ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

Εκατοντάδες ομπρέλες
δέχονταν μαζί με τη βροχή
τις νότες
απ’ τίς σονάτες του Σοπέν
που ταξίδευαν
ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων
χορεύοντας
με τις σταγόνες τού νερού
προς την ακοή,
που δεν έχει ηλικία,
εκατοντάδων ακροατών.

Η μουσική καταργεί
τον χρόνο
και κάτω απ’ τη βροχή.

Βαρσοβία
16.7.2016

Η ΚΕΝΤΗΤΡΙΑ

Πούλιες η τιρτίρ
μεταξωτά νήματα
για τη σάρκα του κεντήματος.
Ο χρόνος γίνεται ριζοβελονιά.
Όχι, όχι, δεν χρειάζονται
επίχρυσες η αργυρές κλωστές
για να λυτρώσεις τη σκέψη σου
από τις υδάτινες πορείες θανάτου
των απάτριδων
των προσφύγων
των μεταναστών
των κυνηγημένων και διωκομένων
της νύχτας και της ημέρας
τούτης της ζωής και εκείνης,
της άλλης…
Τα νήματα γίνονται σύρματα
μεταλλικά ελάσματα.
Αιμορραγείς.
Κι όμως πολύ το ήθελες
σαν τους μακάριους ασκητάδες
να κεντήσεις
στολή αφθαρσίας
για όλους τους απελπισμένους.

Αθήνα
11.6.2016

ΤΑ ΒΑΪΑ ΤΩΝ ΦΟΙΝΙΚΩΝ

Ο ουρανός κι η γη
θα περάσουν.
Τα Λόγια της αγάπης
θα μείνουν
να στηρίζουν
τον οίκο της δικαιοσύνης
ενάντια στη ρομφαία των θλίψεων
και τις ακοές των πολέμων
οδυρμούς, ιαχές, κραυγές
ενάντια στα ξηρά και γυμνά οστά
στα οστά τα ταπεινωμένα
με αντίλυτρο την ψυχή.

24.4.2016

ΧΟΡΟΣ

Θα τόλεγα Διονυσιασμό.
Να χορεύουν τα πάθη τους,
τον έρωτά τους,
χέρια που κανακεύουν τον αέρα,
πόδια που αλαφροπατούν τη γη
από το βράδυ μέχρι το ξημέρωμα,
ολόκληρο χωριό
μ’ ένα κλωνί βασιλικό στ’ αυτί.

27.9.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

Βουνοπλαγιές δασωμένες
κι ανάμεσα τους
αγάλματα μακεδονομάχων,
κορμοί αγέρωχοι,
ευθυτενείς,
ψυχές δοσμένες στα οράματα
– ό οβολός τής ιστορίας
στη μνήμη,
στον αποστακτήρα του μέλλοντος.

Φλώρινα-Μακεδονία
24.8.2014

ΑΠΕΙΛΗ

Φοβούμαι τον Φόβο
που ήρθε να συγκατοικήσουμε
σαν να μην ηττήθηκε ποτέ,
που ήρθε να λοιδορήσει
τους αγώνες της λήθης,
που ήρθε να ρίξει μαύρο
στην κάλπη της μνήμης
και να σβήσει τον εξαγνισμό,
ο όποιος νόμιζε πως είχε τερματίσει
με την επώδυνη αθλητοπρέπειά του,
που ήρθε να περιγελάσει
τον ελλιμενισμό του καιρού
σε μιας γαλήνης επιτέλους
τη νηνεμία.

Στο αεροπλάνο για Λονδίνο
9.8.2014

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

Τόσες εποχές
στα σπλάχνα του χωνεμένες
η αγχόνη, η εκκλησιά,
οι φυλακές, η εθνοφρουρά.
Και στην αυλή του δίχως κάγκελά
ανυποψίαστα παιδιά
γινόμαστε ο λιόντας βασιλιάς
η ο πολέμαρχος λαός,
παιγνίδια των παιδιών
σε φθονερούς καιρούς
ως την εφηβεία μας,
εφηβεία των ηρώων και των ποιητών.
Οδός Τσανάκκαλε και βασιλίσσης Βερεγγάριας,
«Κάστρο της Σωτηρίας της Ψυχής»
δηλώνει η αραβική του επιγραφή
και δεν αφήσαμε
να γίνει ορόσημο της πράσινης γραμμής,
οδόφραγμα διχασμού,
αλλά ορόσημο της μάχιμης ζωής μας.

Τώρα, γύρω απ’ την αυλή του
καφετέριες, εστιατόρια, σνάκς
τόχουν κάμει αόρατο.
Ένα Μουσείο, που δεν το επισκέπτεται κανείς,
ένα Μουσείο με βραδινό φωτισμό.

14.8.2010

Η ΕΛΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Οι ελιές στην κατεχόμενη γη
δε θα γεράσουν ποτέ.
Είναι το δέντρο αγώνισμα.
Κρατούν αναμμένο τον λύχνο της ελπίδας
από το Άλφα του νηπίου
μέχρι το Ωμέγα του γέροντα.

Συντροφεύουν τους τάφους των προγόνων.
Κι ο Άη Βασίλης βασιλιάς
κάθε πρώτη του χρόνου
σταυρώνει τα φύλλα τους
για το φανέρωμα της αγάπης.
Είναι το δέντρο πηγή.

Οι ελιές στην κατεχόμενη γη
δίνουν καρπό στην ιστορία
και λάδι στο καντήλι του ονείρου
για την επιστροφή
των προσφύγων και των Αγνοουμένων
στον ελαιώνα της ειρήνης.

Οι ελιές στην κατεχόμενη γη
δε γνωρίζουν σύνορα.
Είναι το δέντρο ευλογία.
Είναι το δέντρο ζωή.

2006

ΝΥΧΤΑ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ

Σήμερα
ανάμνηση του θαύματος
όταν ο άγιος
έβγαλε το ψάθινο σκουφί του
και τ’ ακούμπησε άφθορο
στον βράχο του γιαλού
KL ύστερα κράτησε το κεραμίδι της σκεπής ψηλά
ωσάν το Α και το Ω
κι εκείνο έγινε φλόγα.
Έλαμψε το κύμα
και φανερώθη η σελήνη
με τη φεγγαρόσκονη να ελευθερώνεται αθόρυβη
στην επιφάνεια της θαλάσσης
εγκολπωμένη τον φάρο φωτός αιώνια
γιατί δεν μπορούν τα οδοφράγματα
να την εμποδίζουν να θυμάται
πως η πανσέληνος επαναλαμβάνεται
όπως το θαύμα της ασύνορης ζωής.

Λευκωσία
Μέρα ανάμνησης
θαύματος Αγ. Σπυρίδωνα
11.8.2003

.

12+2 ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2016)

3 Ιουλίου 2015
Απουλία – Μπάρι

I nifta ighiurise san imera
Anonimo
“Passiuna tu Kristu”

ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΛΕΒΑΝΤΕ

Σαν άλλοι Αχαιοί
απόγονοι τους κι εμείς
με τον καημό της Μεσογείου
οι πιο ακριτικοί απ’ τον ουρανό
προσγειωθήκαμε
στη γη της Απουλίας.
Συκιές, ελιές, πεύκα, φραγκόσυκα
μας υποδέχτηκαν με τη λαύρα του ήλιου.
Μνημονεύσαμε τον ζωγράφο Αλταμούρα
και την τραγική εκείνη
Ελένη ή τον κανένα, γυναίκα του,
περαστικοί.
Όλα τα λιμάνια έχουν τους ανέμους τους
και το ρόδο των ανέμων
στην καρδιά μας.

Εξήγηση
Ή νύχτα έγινε μέρα
Ανώνυμου
Ποίημα της Ελληνο-Σαλεντινής γης
«Τα πάθη τον Χριστού»

7 Ιουλίου 2015
Σικελία – Αίτνα

‘Orrio to fengon ίο ‘pu s’ όste panu
Anonimo
«Orrio to fengo»

ΑΙΤΝΑ

Άφησα κι εγώ
τα σάνταλά μου
στην Αίτνα,
θυσία στο βολκάνο
από σεβασμό στον Εμπεδοκλή.
Πώς ανέβηκε τρεισήμισι χιλιάδες μέτρα
πάνω από τη θάλασσα;
Πώς ανέβηκε τη μαύρη πέτρα
τού ηφαιστείου,
το άσπρο χιόνι που τυφλώνει,
μέχρι τους κρατήρες,
μέχρι τα φουμαρόλια,
για να ενωθεί με τη λάβα
σαν συμπαντική ύπαρξη;

Δοκίμασα κι εγώ
το μέλι των ανθέων
της Αίτνας.

Εξήγηση
Ωραίο που ήταν το φεγγάρι πάνωθέ σου
Ανώνυμου
«Ωραίο το φεγγάρι».

10 Ιουλίου 2015
Σαλέντο – Ότραντο

‘Anemo, rindineddha
plea tάlassa se guaddhi
ce a putt ‘e ste’ ‘ceftazzi
ma to kkalό ccerό

Giuseppe Aprile
“Anemo rindeneddha”

ΦΤΕΡΑ AΠΟ ΓΥΑΛΙ

Μάρτυρες και πρόσφυγες
άγιοι και περιηγητές
σε εκκλησίες
σε κάστρα
μέσα στα έγκατα και στο βυθό.
Πόσα χωρούν τα μάτια
κι η ψυχή;
’Εποχές κι αιώνες
απολειφάδια της ιστορίας.
Η θέα που σε πληγώνει
το σαπιοκάραβο στο Ότραντο
που στήθηκε μνημείο
έτοιμο να πλεύσει
με σειρές φτερά από διάφανο γυαλί
στην πρύμνη και την πλώρη,
μάρτυρας ανοξείδωτος
της προσφυγιάς.

Εξήγηση
Ποιος ξέρει, χελιδονάκι
ποια θάλασσα πέρασες
κι από πού έφτασες,
με τον καλό καιρό.

Giuseppe Aprile
«Ποιος ξέρε, χελιδονάκι;»

.

MARGINALIA (2015)

ΣΑΝ ΡΙΠΗ ΟΦΘΑΛΜΟΥ

Είπες μικρά ποιήματα
να γράφουμε.
Να χωρούν
στο ξάφνιασμα της σιωπής
στον αναστεναγμό του χρόνου
στο χαίρε του έρωτα
και στο λυγμό της λύπης.
Σαν ριπή οφθαλμού
που αφήνει μέγα πόνο
στην καρδιά.
Μια αφορμή για συνομιλία
ολιγόστιχη.

5,10,2012

ΑΓΑΠΗ

Η γέφυρα του αίματος
ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο
κτίζεται απ’ την αγάπη.
Ο έρωτας σου τρώει τα σπλάχνα
αποσυντονίζει την καρδιά
βουτιά στο κενό
απογείωση στον έβδομο ουρανό.
Φεύγει κι όταν μένει.
Η αγάπη μένει κι όταν φεύγουν
οι άνθρωποι,
γέφυρα να αντιπεράσουμε
τον πόνο, τη βία, τον πόλεμο,
γέφυρα κτισμένη από θυσίες,
πέτρα την πέτρα,
προσευχή και παράκληση,
γέφυρα να μας ενώνει
στη ζωή και στον θάνατο.

Άνοιξε τα μάτια σου
και περπάτησέ την.

ΗΘΕΛΗΜΕΝΗ ΑΠΟΣΒΕΣΗ

Μα να περιμένεις
τη λήθη
με τόση ανυπομονησία.
Να μετράς τις ώρες,
τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα
για να τα ξεχάσεις.
Καταργείται το απωθημένο;
Ηθελημένη απόσβεση
εαυτού.
Είναι κι αυτή μια θλιβερή
σωτηρία.

Ποια επανάσταση;
Άκουσα καλά;
Φταίνε οι καθρέφτες.
Εστιάζουν στο μήλο
της Έριδος
ακόμα.

ΠΟΙΗΣΗ

Είναι απόκρυψη εαυτού;
Είναι μυστική οδός;
Είναι μετερίζι κι υπέρβαση;
Δεν είναι ελευθερία λόγου.
Είναι όμως λόγος ελευθερίας.

ΤΟ ΝΑΜΑ

OL νεκρές μάνες
δεν εμφανίζονται
ποτέ
στα όνειρα
μην πικραθούν
οι μνήμες.

Το γάλα που βυζάξαμε
ήτανε νάμα
μιας πηγής
που δεν γνωρίζουμε
κι όμως πιστεύουμε
στη χάρη της
αιώνια.

ΜΕ ΣΩΖΕΙ Η ΛΕΞΗ

Από το μάρμαρο της λήθης
με σώζει η λέξη,
η ετυμολογία της,
η διαχρονία της,
όπως κι οι ορίζοντές της,
ο λόγος και ο Λόγος.

2.3.2013

ΤΟ ΠΡΟΦΑΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ

Μιλούν όλοι
τόσο πολύ
και ταυτόχρονα,
ώστε δεν έχουν
καταλάβει
ότι βυθίστηκες
από καιρό
στη Σιωπή.
Μπορεί και να
αποχωρήσεις,
αν καταλάβεις
ότι χρειάζεται
να συμμετάσχεις.

ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ

Πάλι
δεν κοιμήθηκα απόψε.
Αναζήτησα τις λέξεις
και το παιγνίδι τους
με τα αισθήματα,
την καλήν αγγελία,
τον ιλασμό,
τον οικτιρμό,
την κάθαρση,
την αγκαλιά
της φωτεινής νεφέλης.
Πάλι δεν κοιμήθηκα
απόψε.

ΔΕΣΜΟΣ

Σε είδα
από μακριά.
Ήσουν κι εσύ
προσηλωμένη
στον σπασμό της χρυσαλίδας
σαν βγαίνει απ’ το κουκούλι
την άχρονη στιγμή.
Δεν συναντηθήκαμε μετά.
Μεταξωτή κλωστή
η σκέψη
μας δένει.
Ξέρω πως δεν
σ’ αφήνουν να κοιμηθείς
τα οδυνηρά της μνήμης,
όπως κι εμένα,
δεινά.

ΑΛΤ

Απαγορευμένη ζώνη.
Αλτ.
Μη φωτογραφίζετε.
Αλτ.
Αφαίμαξη αισθήσεων.
Αποστράγγιση μνήμης.
Αλτ.
Έτσι νομίζετε!

23,3,2013

.

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ (2008)

Ο ΧΟΡΟΣ

Ο Όνειρος έσερνε το χορό
μέσα στο άδειο σπίτι.
Από κοντά τ’ αδέλφια του
ο Ύπνος και ο Θάνατος.
Αχός δεν ακουγόταν.
Ο Δέντρος ριζωμένος αντιστύλι
χρόνια
ένιωθε τους κραδασμούς του εφιάλτη
κι΄ άντεχε
άντεχε.
Σαν τον σταυρό
ισορροπούσε…

29.4.2007

ΟΦΘΑΛΜΟΣ ΔΙΚΗΣ

Το σπίτι τόχουν μυρώσει
νήματα σαν εκκλησιά
οι περικοκλάδες, τ’ αναρριχητικά
τ’ αγριόχορτα.
Τόχουν μυρώσει
κυκλωτικά τα δέντρα,
ένοικοι οικείοι
συγγενείς
φίλοι κι’ αδελφοί
της φύσης.
Τα δέντρα ειρηνεύουν
τις ψυχές των ξεριζωμένων,
ψυχές-θεατές του σπιτιού
από τηλεσκοπίου,
τριάντα τόσα χρόνια
κρυμμένοι παρατηρητές
πίσω από τα εχθρικά φυλάκια
να παρακολουθούν
σαν φυσιολάτρες μυστικοί
σαν ένας πελώριος οφθαλμός δίκης
το χαμένο τους σπίτι.

29.4.2007

ΑΛΩΘΗΚΑΜΕ

Ένας δούρειος ίππος
περιμένει έξω απ’ την πόρτα.
Τον γνωρίζουμε καλά
από τα αναγνώσματά μας
της επικής εποχής.
Κοιτάζουμε καιρό
απ’ την κλειδαρότρυπα
επιφυλακτικοί.
Δεν του ανοίγουμε.
Αλλά ξαφνικά
εμείς βρισκόμαστε έξω
κι’ αυτός μέσα,
χωρίς αίματα και φωτιές.
Αλωθήκαμε
γιατί δεν είχαμε ολική θέα.
Η κλειδαρότρυπα μας ξεγέλασε.

8.4.2007

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Μαρτυρεί η Χαρίτα Μάντολες
για τον αιχμάλωτο και το δέντρο.

Κατέφυγε ο ξεριζωμένος
στην κουφάλα της ελιάς
να σωθεί.
Κι’ όταν οι οπλοφόροι
εισβολείς στο χώμα της γης του
τον εντόπισαν,
αγκάλιασε σφικτά τον κορμό
κι’ έδεσε με το φλοιό του.
Αδύνατο να τον αποσπάσουν
από το δέντρο.
Τον σκότωσαν έτσι,
δεμένο της ψυχής
της αφής
της εικόνας της.
Ένα με την ελιά
ο απελπισμένος
που βρήκε έρωτα θανάτου
πιο δυνατό απ’ τον εαυτό του.

Χαρίτα Μάντολες
σου φιλούμε το χέρι
γονατιστοί
για το ποίημα.

23.5.2007

ΣΑΝ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ

Θα κρατούμε το κεφάλι μας
κάτω απ’ τον ώμο.
Όχι, δεν είμαστε μάρτυρες
ούτε όσιοι.
Όχι, δεν είμαστε ξενιτεμένοι
ούτε μετανάστες.

Πρόσφυγες είμαστε
που επισκεπτόμαστε σαν τουρίστες
τα σπίτια μας
ακέφαλοι
ματαιωμένοι
χωρίς ταυτότητα.

Πριν γίνουμε στήλες άλατος
βρε αδερφέ,
έναν καφέ θα τον πιούμε…!

4.5.2007

.

ΤΟ ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (2003)

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
Η ΠΟΙΗΣΗ

Α’

Κι’ η ποίηση
ένα κουτί από φίλντισι
που καρτερεί
την Πανδώρα του

το χρώμα της ύπαρξης
απ’ την οξείδωση της θλίψης

ένα ταξίδι
στο λαβύρινθο της μνήμης

γράφει τη ζωή
αντίσταση στο θάνατό της
για να πληρώνει
αιώνων τίμημα
στις άγρυπνες ώρες.

Κι’ η ποίηση
η επιλογή της μνήμης
ν’ αναδύεται.

Κι’ η ποίηση
λιποτάκτης απ’ το εκκρεμές
του χρόνου, σύμμαχος του καιρού

ευεργεσία της στέρησης

περίσσευμα της αγωνίας

σύντροφος του ονείρου
η προσωπική
και οικουμενική μας αλήθεια.

ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΙΙ

Σε διάπλου ονείρου
ταξιδεύω
με καράβι αρχαίο
συναντώ βυζαντινά τρόπαια
σε ακτές μ’ αροδάφνες
έμβρυα σε πύθους προϊστορικούς
που δε γεννήθηκαν ακόμα
τειχιά κάθετα
κάστρων αναγεννησιακών
συμπλέω με δελφίνια
που θεοί τα ιππεύουν
ακολουθώ ταύρους και ζαρκάδια
που κολυμπούν
με καταγωγή Μικρασίας
απ’ Ανατολή σ’ Ανατολή
από Βορρά σε Βορρά

Ταξιδεύω πλοηγός
ανέμων που υπόσχονται
σε φορά μίσους
να μην ξεμπαρκάρουν
ξανά απ’ το ασκί

Πατριάρχες ευλογούν
με μανδύες σαν βουνών πλαγιές
τ’ ακρογιάλια που έφυγαν
τ’ ακρογιάλια που θάρθουν

Σε διάπλου ονείρου
ταξιδεύοντας χαρτογράφω
σαν νιογέννητος γεωγράφος
σαν αρχαίος Αναξίμανδρος
νοερές ευλογίες τυφλών ποιητών
σε σχήμα ιχθύος
σε σχήμα νησιού, του δικού μου νησιού

Τελετή το ταξίδι ευπλοίας
που ατέλειωτη μένει
σαν ξυπνώ
υμνωδία που χάνει τη φωνή
κι’ η λειτουργία μαρμαρώνει
σαν ξυπνώ
ο πλωτάρχης εγώ του ονείρου
ο φυγάς
ο φευγάτος
ο πρόσφυγας
στο νησί το μισό

ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ

Β’

Δεν είναι ο έρωτας σκαλί
ν’ ανηφορίσει η ψυχή σου
το βουνό.
Είναι σκαλί να κατεβεί
το σώμα μες στη θάλασσα
συντονισμένο της παλίρροιας
στου φεγγαριού τις όψεις
να σείσει το βουνό
και
σεισμός και βρυχηθμός και τρανταγμός
να αφυπνίσουν την ψυχή
σεισμός και βρυχηθμός και τρανταγμός
να δονήσουν την ψυχή
σεισμός και βρυχηθμός και τρανταγμός
να σώσουν την ψυχή
να μνημονεύουν την ψυχή
στον άλλο κόσμο.

ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ

Γ

Οι ποιητές
ταξιδεύουν
σαν τις μέλισσες.

Τα άνθη των ερώτων τους
σταθμοί ανεφοδιασμού
της μνήμης.

Οι ποιητές
ταξιδεύουν
μέσα στο δωμάτιό τους
με λέξεις οχήματα
τελούντα σε αγρυπνία
και σιωπηλή κίνηση.

Οι ταξιδιώτες ποιητές
έχουν την ποίηση τους
διαβατήριο.

ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ

Α’

Πρέπει να περιμένω το χρόνο
να κατηφορίσει ομαλά στην πεδιάδα
όσο απότομα και κραυγαλέα
κι’ αν ανέβηκε το βουνό.

Πρέπει να μάθω να ζω
με τον εαυτό μου χωρίς τείχη.
Διαφορετικά θα καθίσω και θ’ απελπιστώ.

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ
ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

A’

Φωνές της Μεσογείου
φιλημένες από το κύμα της αυγής
και δεν είναι όνειρο
πως μπορούν να σώσουν
τον άνθρωπο.
Αν αναλάβουν από μια στιγμή
να σώσουν απ’ το θάνατό της.
Κάθε στιγμή να γίνει ποιητική.
Να μην αφήσουν περιθώρια στο κενό.
Πώς να επιτρέψουν περιθώρια στο κενό
όταν ερωτεύονται τη στιγμή
όταν ερωτεύονται τον άνθρωπο
που ερωτεύεται τη στιγμή;
Όταν κάθε στιγμή γίνεται ποίημα;

ΦΙΛΙΑ
ΦΙΛΙΑ

Δ’

Έρχεται πριν από σένα
το προμήνυμα
η αύρα
ο μαγνητισμός
το προοίμιό σου
να με συναντήσει.
Πριν με συγκλονίσει ο σεισμός
αφουγκράζομαι το στεναγμό της γης.
Πριν ακούσω το τραγούδι
αφουγκράζομαι τις νότες
να συγχρονίζονται.
Πριν φανείς
μισοκλείνουν τα μάτια μου
στο όνειρο του ερχομού σου.
Ξέρω ότι η επόμενη στιγμή μας ανήκει
όπως ανήκει σε όλους
γεμάτη κραδασμούς.

Μπορούμε να είμαστε έτοιμοι.
Οι αισθήσεις είναι σεισμογενείς
και τις αποκοιμίζουμε αιώνες.
Τα αισθήματα είναι ηφαιστιογενή
και τα προσπερνούμε επίπεδοι.
Έρχεται προς εμάς η παλίρροια
μας προκαλεί η άμπωτις
οι πλανήτες αλλάζουν θέση
η σελήνη προσωπεία
κι’ εμείς δεν είμαστε έτοιμοι
για καμμιά αλλαγή
για κανένα συναπάντημα.

ΔΕΝΤΡΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
ΔΕΝΤΡΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ ΣΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ
ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ

Στο ακρωτήρι του πόνου και της νοσταλγίας
που μαχαιρώνουν τις στιγμές
πως έγιναν τα χρόνια
φύλλα του χειμώνα
που σμίγουν με τη γη
κι’ απολιθώνουν το θυμητικό της;

Πρόσεξε πως περπατάς.
Το χώμα ακούει
και θυμάται.
Το χώμα δέχεται τις λέξεις
λίθους πολύτιμους
με τον καιρό.
Το χώμα
από τις εποχές των δέντρων
δίνει νόημα
στη μνήμη του τοπίου.

Η ΔΩΡΕΑ
Η ΔΩΡΕΑ

Γ

Μέσα στην ανδρεία σου
να προσπεράσεις το νήμα της μοίρας
υπήρξες σεμνός αληθινός
φίλος του χρόνου.

Μέσα στη γνώση του απρόβλεπτου
η εγκράτεια σου
έβαλε την ψυχή
φύλακα του σώματος
κι’ υπήρξες γιατρός του χρόνου.

Μέσα στη συνείδηση της θνητής παρουσίας
οικονόμησες το χάρισμα
που καταργεί τη φθορά
πιστωτής του χρόνου.

Τώρα που το σώμα δεν έχει τα πρωτεία
μην το υποτιμήσεις.
Μην ακροβατείς στα μόρια του χρόνου.
Ισορρόπησε σ’ αυτά.

Μέσα σου οι αρτηρίες
δεν χρονομετρούν ωσάν κλεψύδρα
τη ζωή του σώματος.
Αίμοδοτούν
και της ψυχής το πρόσωπο.
Μην το ξεχνάς.

Ο ΦΟΒΟΣ
Ο ΦΟΒΟΣ

1. Ο φόβος
αυτού που καρφώνεται
στο πλέγμα
που δε σκαρφαλώνει
στον ιστό,
με κοντή ανάσα
με διχασμένους πνεύμονες
ακινητοποιημένος
στον καθημερινό χρόνο
που τον σέρνει
τέως και απονύχτερο
μες στο σκότος του φάρυγγά του
ο φόβος.

ΧΑΪ-ΚΑΪ

ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΕΡΑ ΧΑΪ-ΚΑΪ
ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Σαν κυκλάμινου
ανεπαίσθητη στιγμή
το ευ του έρωτα.

Πόθε αλύτρωτε
φλόγισε την άνοιξη
να δροσερέψεις.

Ροδιάς ευφορία
πορφυρώνει τον έρωτα
στήθος γυναίκας.

Σ’ αγαπώ στο φως
Σ’ αγαπώ και στο σκότος
Δέξου το φιλί.

Ερωτευμένος
μικρός ναύτης τραγουδά
και ξεμακραίνει.

Ξερό πιθάρι
που με δρόσιζες παλιά
σκοτεινή μνήμη.

Η άλλη μέρα
υπόσχεση ονείρου
η ελπίδα ζει.

Σαν κυκλάμινο
ανυποψίαστου βράχου
ανθός ο έρωτας.

ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Δίνει η κερασιά
στη μνήμη των χρωμάτων
κόκκινο φιλί.

Μυρίζει νύχτα
το γιασεμί στους δρόμους
άγιασε ο καιρός.

Κανέλα δυόσμος
γεύομαι μυρίζομαι
γοητευμένη.

Η φυλλωσιά
κλείνει στην αγκάλη της
δώρα μυστικά.

Κυριακή πρωί
και βγήκε στο σεργιάνι
ο ήλιος γελαστός.

Με συνεπαίρνει
κάθε φύλλου η κίνηση
άθροισμα ζωής.

.

ΚΑΤΟΠΤΡΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ (1997)

ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ
ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Σ’ έχουν καλέσει και σένα σε Αγρυπνία;
Κάθε πρωί
μου φέρνουν τη σφραγισμένη πρόσκληση
Δυο περιστέρια ακούω να φτερουγίζουν μακριά
Ώρα μία ως τρεις τα μεσάνυχτα
Αγρυπνία
υπέρ των αιχμαλώτων
υπέρ των προσφύγων
υπέρ των διωκομένων
των αγνοουμένων
των πληγέντων
Και αγρυπνώ
Στο γκέτο καρτερώντας το βήμα του δασκάλου
Στη φυλακή με τον απεργό πείνας
Στο τείχος του αίσχους
Στο συνοικισμό του πρόσφυγα
Στην πλατεία με το φοιτητή της ειρήνης
Στη νεκρή ζώνη
Στο δρόμο της επιστροφής

Στην αλύτρωτη γη
Απόψε, έλα κι’ εσύ
Ν’ αγρυπνήσουμε μαζί
Θα νικήσουμε τον ύπνο
υπέρ των αδικουμένων

ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ

Νησί που σε σκοτώνουν
οι χρωματισμοί
και τα ονόματα είν’ ανοιχτές πληγές σου

Κακοφορμίζει η ιστορία
‘Άπελπις δεν οδεύει τ’ άψήλου
Τα φτερά της χτυπούν στην πέτρα
κι’ ακούγεται ή κραυγή του τείχους
να ξενίζει τους ξενόφερτους
ανερμήνευτη
ανθρωποπούλι πού κλαίει
έναν καημό
για τα δέντρα
που δε γίνονται πια ποιήματα
για το χώμα πού διψά
για το λάδι που δε θρέφει το καντήλι

Νησί που σ’ ανασταίνουν οι χρωματισμοί
Ξέρεις, έχεις φωνή
φωνήεντα και σύμφωνα
κοχύλια αναδυόμενα βυθών αλλεπαλλήλων
Έχεις φωνή ποιητάρη στήθος μέταλλο
φωνήεντα και σύμφωνα οι στρατοί σου
διαπερνούν τα τείχη των αιώνων
φυτεύουν δέντρα
κι’ αναίμαχτα γιατρεύουν τον καιρό

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΟΣ ΙΜΕΡΟΣ

Στην έκπαιδευτικό Μελαξώ
που διετέλεσε εγκλωβισμένη
στη Βόρεια Κύπρο

Γνέθεις μετάξι
με το ρυθμό των ερώτων
τραγικό θανάτου σπασμό
των πάλλευκων πεταλούδων
που απεγκλωβίστηκαν
απ’ το κουβούκλι του άδολου χώρου
του δηλωμένου στ’ αλφαβητάρι τ’ Ομήρου
πνεύμα εσύ μελισσοφόρου κρανίου
φτερούγα ασωμάτου
ακοίμητη εναγώνια κι’ άγια

Γνέθεις εγκλωβισμένη
σε άγνωστη πορεία
και στις πορείες μυστική παρουσία
σε μια υπόγεια καταπαχτή
στο Βορρά 1974 και έξης

Ο λόγος σου πυξίδα Τεύκρου
εντός των πυλών της οδύνης
διδάσκει τους κλασσικούς και τους σύγχρονους

Ο λόγος σου κοινωνεί απ’ το καντήλι τ’ ανέσπερο
των βυζαντινών εικόνων
Ξεδιπλώνει το λάβαρο του Διονύσιου Σολωμού
στο μοιρασμένο αιθέρα

Θέλει την Αρετή του Κάλβου
και την Άνοιξη του Σικελιανού
και δεν καπηλεύτηκε
τα βουνά τα μοναστήρια τη θάλασσα
Γνέθεις μετάξι
σε μια πενταδάχτυλη κορυφογραμμή
απανταχού αόρατη στο μεταίχμιο
εστία παρηγορήτισσα
γιατί είσαι συ
βουνό και μοναστήρι και θάλασσα
Μελαξώ ίμερόεσσα
ποθεινή πατρίδα
Νόστιμον ήμαρ

ΤΑ ΔΩΜΑΤΙΑ
Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Γ’

Γαλάζιοι τοίχοι
βιταμίνη ασβεστίου
με τα πουλιά να μπαινοβγαίνουν
ψάλλοντας τις Εποχές

Η πίστη η ελπίδα κι’ η αγάπη
τριάδα κάλλους
ζωγραφιά από ψηλά
να μου μηνά
– Σ’ εμάς προσηλώσου
τα παιδιά που θα γεννήσεις
θα μας μοιάζουν

Το θρανίο βιβλιομπάουλο με μυστικά
Στο μελανοδοχείο ο πεννοφόρος
λάβαρο για την παρέλαση του ονείρου

Και οι γιαγιάδες Δέσποινα και Φωτεινή
σε μαύρες φουστάνες διπλοπόδι στα κρεββάτια
ραψωδοί ενός έπους που αρχίνησε
στην άλλη ακτή
και δεν έχει τέλος ούτε
στη στωική κι’ αμάραντη
γενέθλια Κύπρο

Το παραμύθι τους
ο Ιστός της Πηνελόπης …

1.11.92

Η ΝΕΑΝΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Α’

Η έξοδος του ‘Αγίου Φωτός
Η Καλημέρα στον καθρέφτη κάθε ώρα
Το παραθύρι νύχτα μέρα ανοιχτό
να μπαινοβγαίνει ευωδιαστή η προσδοκία
Της Ανατολής το πλουμιστό χαλί
κτήμα ανθοκόμου ομηρικού
κηπουρού του γαλαξία
αληθινό καράβι πρόσφυγα
που άραξε
σε τούτο το σωτήριο νησί

Διαβάζαμε το Ρωμανό το Μελωδό
με τη γιαγιά
Ρωτόκριτο και Σολωμό
τα Ευαγγέλια, το Γεροστάθη, τη Μυθολογία
τον Μικρό ‘Ήρωα, το Βασίλη Μιχαηλίδη
την Κασσιανή και τη Γοργόνα την αδερφή
του Μεγαλέξαντρου
Υφαντής ονείρων ο χρόνος
ο ταχυδαχτυλουργός

‘Ύστερα μεσάνυχτα πιά
βάζαμε το σταυρό μας
“Πες Δόξα Σοι, πριν κοιμηθείς” ψιθύριζε
“για να ξυπνήσεις με την ευλογία
της ζωής”

1.11.92

Η ΩΡΙΜΗ ΗΛΙΚΙΑ

Χωρίς δωμάτιο
Χωρίς σκεπή και γη
και δίχως παραθύρι
Αρκεί το σώμα σου
να ενίσταται στις χρόνιες πορείες
στον εγκλωβισμό
στην ημικατοχή της πατρίδας
Αρκείς και επαρκείς
να ενοικείς στο ποίημα
που διεκδικεί
και απαιτεί το χώρο
των προγόνων σου και των παιδιών σου
το χώρο των αιώνων
όπου κατοίκησαν η α-λήθεια
τα οράματα
κι’ οι προσευχές μας

ΚΑΤΟΠΤΡΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ο ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΣ

Ένα βαθύ πηγάδι
ο Έρως
Σκύβω να καθρεφτιστώ

Ρίχνω μαντήλι
υγραίνεται στο δάκρυ του
Ρόδο του ρίχνω
ο ύπνος του ευωδιάζει

Σκύβω να καθρεφτιστώ

Πηγάδι ξεροπήγαδο
Πηγάδι αναβρυτάρι
Ποιος θε ν’ αντλήσει το νερό
Ποιος θε να σ’ εξαντλήσει
που όποιος το πιεί
δεν ξεδιψά.

Κι’ ο διψασμένος έρημος;

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΟΥ

Η παρουσία σου
αύρα
περιστέρι
κλωνίν ελιάς
άνθος λεβάντας
διαφανής
γλαυκή
μωβ

Η απουσία σου
βυθός
χωρίς διάθλαση
δίχως ήχο
Η απουσία σου
απουσία μου

Η παρουσία σου
Η παρουσία μου
ποίημα

Η ΑΓΚΑΛΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Η αγκάλη του έρωτα
σαν ρίζες δέντρου
που μ’ εγκλωβίζουν
και με τρομάζουν
και με δοξάζουν
Ο στεναγμός του
θρόισμα δάσους
που σημαδεύει την ακοή
Και το φιλί
η πλημμυρίδα της αφής

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΙΟΝΕΣ

Πέρασε απ’ την αυλή των πορτοκαλλιών
πρώτα
Μην ξεχάσεις το μονοπάτι της μυρτιάς
να γοητευτείς
να ερωτευτείς
να εξαγνιστείς
Σε περιμένει το δάσος με τους κίονες
Πάρε και τα πουλιά
μαζί με τους ανθούς
στον κόρφο ή τα μαλλιά σου
Σε περιμένει ο χορός της ψυχής
Σε περιμένει στο δάσος

ΚΑΘΕ ΔΕΝΤΡΟ

Κάθε δέντρο με διδάσκει
να ισορροπώ στον ορίζοντα

Κάθε δέντρο με διδάσκει
να ριζώνω στο θάνατο

για να ερωτεύομαι τη ζωή

ΤΟ ΔΑΣΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ

Το δάσος χοάνη του έρωτα
της γαλήνης ενδοχώρα
του πάθους αναστεναγμός
κλίμακα του φωτός

Το δάσος κλίνη πρωτεϊκή
θηκάρι μνήμης

Το δάσος που μετρά
το βάθος της περισυλλογής
την ήμερη έκπληξη της ζωής
που διαθλάται ολόγελη
πίσω απ’ τα δέντρα

Το δάσος θρέφει
μέσα του την ελπίδα

λευτερώνει των κλειδώσεων την ορμή
Το δάσος ο έρωτας το φως

Φλοιοί που επαναλαμβάνουν
τον κύκλο της μαγικής αλήθειας

τη νοσταλγία της ζωής
ενάντια στην πίκρα του θανάτου

ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΣΠΟΝΔΗ ΣΤΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ

II

ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΙΚΙΟ ΜΟΥ

Στο γλύπτη Θόδωρο Παπαγιάννη

Αυτό είναι το προικιό μου
η πέτρα
κι’ η αλήθεια της
το ενάντιο ρεύμα στην Αχερουσία της λησμοσύνης
που βαφτίζει
στην ευθανασία

Ο κόσμος του πηλού και της πνοής

Ο κόσμος που λειτουργεί
και σαν πρώτα και σαν πάντα
Μέτρο που μέτρα
την ένταση και την αγωνία της ζωής

Αφές υφασμάτων στο μάρμαρο
Ρίγη της πέτρας στις κοπές
’Απαύγασμα μετάλλων
Αυτό είναι το προικιό μου

Συναπτές οι εποχές εκατοίκησαν
σε μορφές που λυτρώνονται
και λυτρώνουν
που ακινητούν τα πεπερασμένα
τέμνουν τη γρηγορούσα σκέψη
-παφλάζοντας το συναίσθημα-

Παλίρροιες στις αισθήσεις
Αυτό είναι το προικιό μου
Έρωτας έρωτας έρωτας
η τέχνη
καθώς αναδύεται εκ βαθέων
ο άνθρωπος
καθώς αυτονομείται
μέσα της και διά μέσου της

Αυτό είναι το προικιό μου
αρχή δίχως τέλος
οδύνη κι’ ωραιότης

.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ (1994)

Χρήσι είνε νά φουμίσωμεν
τήν άγίαν νήσον καί όσον
την φουμίσω δεν θέλω πείν
ψέμματα
Λεόντιος Μαχαιράς. 1.30

Αφουγκράστηκα τον καβαλλάρη
συνοδό των σταυροφόρων
να ξαποσταίνει
στο δέντρο παλληκάρι
να ξεδιψά στη βρύση τοϋ κριαριού
και να καλπάζει
αόρατος μπροστάρης
στις όχθες των καλαμιών
πέρα στη χρυσαμμουδιά
μέχρι την εκτυφλωτική αλυκή

Να καταγράφει στον ορίζοντα
μικρήν ενθύμηση
τα όνειρα των παιδιών της νήσου
και να ψηλαφά τα βάσανα των ανθρώπων
Ολ’ η ψυχή του ένα φέουδο
ταμένο της γλυκείας χώρας Κύπρου

***

Καί λαλούν οί λάς ότι τούτον
τόν λίθον ένι λίθος τής ελευθερίας
Λεόντιος Μαχαιρας. 1.11

Πορεύτηκε ο Λεόντιος
όλβιος της Ιστορίας
με τη γραφίδα του
στη θήκη τοϋ σπαθιού του
κι’ ακόλουθος όντας έφιππος
της εφήμερης εξουσίας
ανέβηκε στο δικό του φρούριο
Εφόδιό του η λαλιά της πατρίδας του
που κατέγραψε
η λύπη και το κλάμα
που κατέγραψε
των άφεντών η διάβασις
που κατέγραψε ώσάν προφήτης τοϋ παρελθόντος
σε τούτο το λίθο
που είναι της ελευθερίας
και η άνάσα του αιώνες βαριά…

***

Θάνατος του ρε Τζένιου

Διότι οί Σαρακηνοί τό νησσίν
αίχμαλωτεύσαν το
Λεόντιος Μαχσ.ιρας. 5.702

Ούχί ή ψυχή πλεϊόν έστι τής τροφής
καί τό σώμα τού ενδύματος;
Κατά Ματθαίον, ς’, 27-28

Και δεν ξαναγέλασε ποτές του
Αυτός που χάλασε
διακόσιες χιλιάδες ψυχές
που και στη φυλακή
κουβάλησε
το μάγειρό του
Αύτός που εξανδραπόδισε ένα νησί
Οι μεγάλοι του πλήρωσαν
το θρόνο
τα πουκάμισα και τα βρακιά
του Ιανού
του ξένου
του ρήγα
του άπληστου

Και παρά την ολονυχτία
το μεσοπεντήκοστο

πως να ξαναγελάσει
που αγάπησε πιότερο κι’ απ’ τη ζωή του
αυτό που έχασε;

***

Καί βάλλετε τό νησσίν τούτον
είς σκάνταλον καί άνοίγετε
τ’ αμματία του λαόν καί νά
ρεβελιάσουν

Λεόντιος Μαχαιράς, 1,45

Έδωσαν τα χέρια
για δέκα χρόνια
μήνες δέκα
μέρες δέκα
δέκα ώρες
συμφωνία ειρήνευσης
σε σχήμα κενό
σχήμα μάταιης δόξας
ν’ απειλεί την ιστορία
εμπαιγμός εαυτών και αλλήλων
εμπαιγμός της ειρήνης
χρόνια μήνες μέρες ώρες λεπτά
σκάνδαλο που γυρίζει σε καταιγίδα
καταιγίδα που οργίζει τ’ αγριοπερίστερα
και τα μάτια ξέρουν
αντίστροφη μέτρηση
ώσπου να βρεθεί ο καιρός
ο επιτήδειος του πολέμου
ξανά και ξανά

Ας βασιλεύει τουλάχιστον
μέχρι το έλα του χρόνου
η πρωτοτυπία του παιχνιδιού…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΝΥΧΤΟΦΥΛΑΚΑΣ
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.) 21/9/2023

Η κυρία Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου είναι μια πολυγραφότατη και αναγνωρισμένη ποιήτρια και συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1949 στην Λεμεσό από γονείς Μικρασιάτες που έφτασαν στην Κύπρο ως πρόσφυγες. Σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στην Κύπρο. Υπηρέτησε, πριν συνταξιοδοτηθεί, ως Συντονίστρια Διευθύντρια σχολείων πόλης και επαρχίας Λεμεσού, ενώ διετέλεσε γραμματέας του Κυπριακού κέντρου Συγγραφέων ΠΕΝ και πρόεδρος των Μικρασιατών Κύπρου. Έχει εκδώσει πολλές ποιητικές συλλογές, θεατρικά, διηγήματα, και άλλα, ενώ έργα της έχουν μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες. Συνολικά έχει συγγράψει 36 βιβλία. Η ανά χείρας ποιητική συλλογή, γραμμένη σε ελεύθερο στίχο, διαπνέεται από έναν νοσταλγικό, τρυφερό πόνο για το δράμα των προσφύγων της Μικρασίας. «Πώς να θεραπεύσω/επώδυνες μνήμες/μισό φεγγάρι/μισό πρόσωπο/ολόκληρη η θλίψη/ενός πρόσφυγα», μας λέει στο ποίημα «Το φάρμακο του χρόνου». Η ποίηση που περιέχει η συλλογή αυτή είναι γεμάτη από δυνατές μεταφορές και εικόνες. Όπως για παράδειγμα σε μια σειρά ποιημάτων με τίτλους του μνημείου, θρηνώντας τους νεκρούς, αναφωνεί «έπρεπε να βρούμε /νυχτοφύλακα/να παραφυλάει/το ολοκέντητο σεντόνι/του ύπνου των νεκρών». Με πόση ευαισθησία και λεπτότητα μας μεταφέρει η κυρία Σαββίδου τον πόνο του ξεριζωμένου λαού! Αν και για την ποιήτρια είναι «ένα σκοτεινό ιερό η μνήμη», δεν της λείπει η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, όταν για παράδειγμα στο ποίημα «Αντιπελάργηση» καταλήγει «… με την αντιπελάργηση/η είσοδος στον μέλλοντα αιώνα/με όπλο το φως/με λόγο το φως/απ’ την ρωγμή» και αλλού, «ήθελα να περάσω από άλλη πόρτα/που βγάζει κατάστηθα στο φως». Η ποιήτρια επιχειρεί να διατηρήσει, όχι μόνο στην μνήμη της αλλά και στην μνήμη της ιστορίας, ζωντανή την φρίκη της προσφυγιάς. Εξάλλου για την μνήμα γράφει: «Ναι, εμείς δεν σκοτώνουμε την μνήμη/εμείς ζούμε απ’ την μνήμη/εμείς κεντούμε στο σώμα μας την μνήμη/με μετάξι απ’ το σκουλίκι/το ακοίμητο/σκίζει την σάρκα το βελόνι/ ο πόνος βαθύς/πώς αλλιώς θα θυμόμαστε;». Τι άλλο να πει κανείς για την ανθρωπιά που διαπνέει αυτούς τους στίχους;

ΚΑΙ ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΝΑ ΜΟΥ ΓΡΑΦΕΙΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ

ΠΟΙΕΙΝ 7/5/2020

Άγιος νόστος και ψυχικη λύτρωση
στην ποίηση της Μόνας Σ. Θεοδούλου

Ο ποιητης Δημήτρης Παπαδίτσας, στις 17 Νοεμβρίου 1963, απο τη Λέρο όπου βρισκόταν, στέλνει στο αδελφικο-του φίλο Επαμεινώνδα Χ. Γονατα, μία μακροσκεληεπιστολη για να τον ευχαριστήσει, πρώτιστα, για κάποιο βιβλίο του R.Rolland που του απέστειλε και το οποίο αναφερόταν στον «ΑκραγαντινοΕμπεδοκλη», όπως απεκάλεσε τον αρχαίο Έλληνα πυθαγόρειο φιλόσοφο, το οποίο το διάβασε, το ευχαριστήθηκε και του ήλθε «σαν ουράνια δροσια που κατεβαίνει σ’ ένα μαύρο τέλμα». Γιατι το βιβλίο, όπως έγραφε στη συνέχεια, τον βρήκε «σε μία από τις τραγικότερες στιγμες» που περνούσε εκείνες τις μέρες, αποκαλύπτοντας στον φίλο-του πως βρέθηκε «στο κέντρο συνωμοσιων, δολοπλοκιων, φαρισαϊσμων, πλεκτανων».

Και συνέχιζε:

«Η ανθρώπινη ψυχη και το ανθρώπινο πνεύμα μόνο όταν δονούνται απο ποίηση (με την ευρύτερη έννοια) γίνονται άνθη». Σημείωνε, επίσης, πως «η βράβευση του Μίλτου (Σαχτούρη) μ’ έκανε ευτυχη». Και κατέληγε με το «Υ.Γ. – Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας».¹

Hφράση αυτη του Δημήτρη Παπαδίτσα, η γεμάτη αποομορφιααλλακαιαποτα συναισθήματα της φιλίας καιτης αγάπης, φαίνεται, πως εντυπωσίασε τη Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου, γιατι τροφοδότησε και ενεργοποίησε αμέσως τη σκέψη και τη έμπνευσή-της, όπου επιχείρησε να την αξιοποιήσει ποιητικα, πράγμα που οδήγησε στη δημιουργία της δικης-της φράσης «Και ταξιδεύοντας να μου γράφεις», που είναι, όπως βλέπουμε,ένα θραύσμα απο την φράση του Δ. Παπαδίτσα και που αποτέλεσε στη συνέχεια τον τίτλο της καινούργιας συλλογης-της. Με αυτο τον τρόπο όμως, αποδεικνύεται για άλλη μία φορα, η λειτουργικηδιακειμενικότητα, όταν και όπου χρειάζεται να υπάρχει, ανάμεσα σε εμπνευσμένα κείμενα, αλλα και η βαθια αλληλεγγύη που πρέπει να τα διακρίνει, όπως υπέδειξε και ο αξέχαστος Γιάννης Δάλλας².

Η αλληλεγγύη, εξάλλου, στην περίπτωση της εν λόγω συλλογης, εκδηλώνεται και μέσα απο τα πολλα παραθέματα που τοποθέτησε η Μ. Σαββίδου, ως μότο, στην αρχητου βιβλίου-της,καθως και στην αρχηαρκετων ποιημάτων-της, που είναι βέβαια, αυτα τα παραθέματα, το απόσταγμααπο τη σκέψη ήαποτον στοχασμο σπουδαίων ποιητων και κορυφαίων διανοούμενων, όπως του Αισχύλου, του Πινδάρου, του Ανδρέα Κάλβου, του Γιώργου Σεφέρη, του Τάκη Σινόπουλου, του Βασίλη Μιχαηλίδη, του Θεοδόση Νικολάου, του ΘεοδωρηΚαλλιφατίδη, του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου, του Ιτάλο Καλβίνο αλλαείναι και στίχοιαπο Μικρασιάτικα τραγούδια και Κρητικες μαντινάδες, τα οποία σίγουρα αποτέλεσαν τον σπινθήρα που πυρπόλησε τη σκέψη και τη έμπνευσή-της και που ενίσχυσαν τη δικη-της δημιουργία, ακριβωςόπως οπλίζουν οι σιδηροδοκοι τις σύγχρονες οικοδομες.

ΕΝΑ ΛΥΡΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

Η καινούργια συλλογη, λοιπον, της Μ. Σαββίδου, που κυκλοφόρησε το 2018, απο τις εκδόσεις Αρμίδα, με τα συνήθη εκδοτικα δεδομένα, θεωρείται πολυσέλιδο και μεγάλο βιβλίο. Συγκεκριμένα, αποτελείται απο 120 σελίδες και περιέχει 85 ποιήματα, ολιγόστιχα ή πολύστιχα, που αρχίζουν απο ένα στίχο και φθάνουν μέχρι τους 100 (δες ποίημα «Λεμεσος»). Τα πλείστα όμως, είναι ποιήματα που κυμαίνονται μεταξυ, τριων,τεσσάρων ή πέντε στίχων.

Ουσιαστικα όμως, η συλλογηαυτη, όπως διαφαίνεται και απο τους χρονικους και τοπικουςπροσδιορισμους που υπάρχουν στο τέλος των ποιημάτων που τη συγκροτουν, αλλα και απο το περιεχόμενό-τους, συνιστα ένα πολύχρον’οδοιπορικο, όμως με μορφηποιητικη, που οδηγει στην αυτογνωσία της ποιήτριας.

Είναι, για την ακρίβεια, ένα ταξιδιωτικο ημερολόγιο, δοσμένο μέσα απο μίασειρα ποιημάτων, στα οποία εγκιβώτισε επεξεργασμένο, με ευαισθησία και τεχνικη αρτιότητα, όλο τοπρωτογενεςυλικοπου συνέλεξεαπο τις πολλες και διάφορες επισκέψεις-της σε ωραίες πόλεις, με μεγάλη πολιτισμικη παράδοση, αλλα και σε γνωστουςαρχαιολογικους χώρους, με μεγάλο αποθεματικουλικο και επιστημονικο ενδιαφέρον, καθως και σε χώρους ιστορικους, που θυμίζουν χαμένες πατρίδες και αλύτρωτα ελληνικα εδάφη. Είναι, στην πλειονότητά-τους,πανάρχαιοι ελληνικοι χώροι, «φορτωμένοι μνημεία και μνήμες», κατα την έκφραση του Ερατωσθένη Καψωμένου, που δίνουν στην ποιήτρια-ταξιδεύτρια τα ερείσματα για«να εξακτινώνειδιαρκως τον ποιητικο λόγο-της απο τη γεωγραφικη στην ιστορικη και πολιτισμικη διάσταση του χώρου»³.

Με αυτο τον τρόπο όμως,αποδεικνύεται, όπως και στην περίπτωση του Γ. Σεφέρη,πως τα ποιήματά-της είναι «στενα δεμένα με τα πράγματα» που είδε και έζησε. Φράσηασφαλωςτου Γ. Σεφέρη, που αλίευσεαπο γράμμα-του προς τον Ανδρέα Καραντώνη,την οποία αξιοποίησεκαι ως μότο στο ποίημά-της που τιτλοφορείται «Επίσκεψη στο αρχαίο Ιδάλιον», στη σελίδα 85, του βιβλίου-της.Κοντολογις, η Μ. Σαββίδου, σε αυτοειδικα το βιβλίο-της, αντλει το υλικο-της απο εμπειρίες της ζωης και της πολύπλοκης δράσης-της.

Στο καταγεγραμμένο, λοιπον,λυρικοοδοιπορικο-της, που η αφετηρία-του ανάγεται στις 11.8.2003 και η λήξη-του στις 5.4.2018, απο μία πρώτη ματια, πληροφορούμαστε πως η Μ. Σαββίδου επισκέφθηκε 20χωρια και πόλεις, αρχαίες ή σύχρονες, νεκρες ή ζωντανες, και 20 χώρες ή γεωγραφικουςπροορισμους. Οι επισκέψεις αυτες, πέραν απο τις εντόπιες, αφορούσαν στην πλειοψηφία-τους ταξίδια σε χώρες της Ευρώπης – νότιας, κεντρικης και βόρειας.

Έτσι, έχει σχηματισθει έναςμακροσκελης κατάλογος που περιλαμβάνει χωρια και πόλεις όπως: Καλαβασος, Αλλάγια, Μύρα, Αττάλεια, Άσπενδος, Θήβες, Θεσσαλονίκη, Ντουμπρόβνικ, Τσεστοχόβα, Άουσβιτς, Ζακοπάνε, Βαρσοβία, Αθήνα, Λεύκαρα, Φλώρινα, Καστορια, Λονδίνο, Πάφος, Λευκωσία καιΔάλι.

Περιλαμβάνει και χώρες ήγεωγραφικουςπροορισμους όπως: Μικρα Ασία, Αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, Αρχαιολογικο Μουσείων Θηβων, Σαγμάτιο όρος, Κοιλάδα των Μουσων (Θήβες), Ρουμανία, Σαντορίνη, Ακρωτήρι, Κεφαλλονια, Ζάκυνθος, Βοσνία, Κρακοβία, Μακεδονία, Σπηλια του Δράκου (Καστορια), Αγγλία, Σκωτία, Κροατία, Πολωνία, Φαράγγι του Νερέτβα και Ελλάδα.

Εντος των ποιημάτων όμως, σε αρκετους στίχους-τους, μνημονεύονται και διάφοροι άλλοι γεωγραφικοι τόποι.

Ενδεικτικο της όλης ταξιδιωτικης ατμόσφαιρας που επικρατει στην καινούργια συλλογη-της είναι και τογεγονος πωςαρκετααπο τα ποιήματά-της, τα εμπνέεται και τα γράφει εν πτήσει ή εν πλω, άλλοτε μέσα στο αεροπλάνο, δηλαδη στον αέρα, και άλλοτε πάνω στο πλοίο, δηλαδη στη θάλασσα.

Ηκαλπάζουσα σκέψη-της, σε αυτες τις πολύωρες περιπλανήσεις-της, λειτουργεικάποτε και σαν σκαπάνη πουκρατάει στα χέρια-του ο ευαίσθητος αρχαιολόγος, που την κτυπάει με προσοχη πάνω στοσκληρο χώμα και αμέσως έρχονται στην επιφάνεια αρχαία πολύτιμα ευρήματα. Για τη Μ. Σαββίδου όμως, η αρχαιολογικηαυτη«σκαπάνη», όταν την χρησιμοποιει, φέρνει στην επιφάνεια της σκέψης-τηςολόκληρες ξεχασμένες σελίδες απο την Αρχαιογνωσία, την Ιστορία, τους θρύλους και τις παραδόσεις-μας. Βέβαια, αν σωστα καταλαβαίνω, η Αρχαιολογία ως επιστήμη, είναι το κρυφοαπωθημένο-της και οι διάφοροι δημοφιλειςαρχαιολογικοι χώροι θα μπορούσαν να ήταν το δεύτερο σπίτι-της. Στο ποιήμα«Ούτε», που περιγράφειμία τέτοια επίσκεψή-της στην ιστορικη πόλη της Θήβας, θα γράψει:

«Οι αισθήσεις πλανεμένες. / Μπήκαμε στην πόλη / και το όνομα / δεν το φοράει κανεις. / Παλια σημάδια μας κρυφοκοιτάζουν. / Ακόμη και το ξενοδοχείο-μας / το λένε «Διονύσιον». / Η δοκιμη γευσιγνωσίας / ξεστράτισε τον νου. / Μάς διέφυγε, μάς διέφυγε / πως εδώ άφησαν άκλαυτο / κι άθαφτο / για τα σκυλια / τον Πολυνείκη».

Σελ. 29

Σε αυτο το προμελετημένο καικαλα σχεδιασμένο οδοιπορικο-της, πραγματικο και συνάμαποιητικο, όπως αφήνει ν’ αντιληφθούμε, δεν βαδίζει μόνη-της η Μ. Σαββίδου. Την συνοδεύουν και τη συμπαραστέκονται, έστω και νοερα, σημαντικες, και υποθέτω αγαπημένες-της,μορφες, απο τον χώρο της Ιστορίας, της Λογοτεχνίας, της Τέχνης αλλα και της Θρησκείας και της Πολιτικης. Τη συνοδεύουν διάσημοι ήρωες και πολιτικοι, συγγραφεις και ποιητες, αρχάγγελοι και άγιοι.Ακριβωςόπως τα εκθέτει στο ποίημα που τιτλοφορείται «Παράλληλα», και το οποίο εμπνεύσθηκε στη Ρουμανία :

Παράλληλα με τον ποταμο / και το τραίνο. / Παράλληλα με τα δέντρα / ανεβαίνουμε./

Μαζι-μας ο Μιχαήλ Κατακουζηνος/ ο Δημήτριος Καρατζας / ο Ρήγας Φεραίος, / ο ΓιαννούληςΧαλεπας / ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.

Σελ. 35

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ-ΤΗΣ

Οι πηγες της έμπνευσής-της όμως, δεν προέρχονται μόνο αποαυτα τα πανάρχαια ερείπια, που τα επισκέπτεται σε τακταχρονικα διαστήματα. Απεναντίας, είναι πολλες και διάφορες οι πηγες της έμπνευσής-της. Και το σπουδαιότερα: είναι αστείρευτες! Τέτοιες πηγες είναι η φύση – με τα βουνα, τα δάση, τα ποτάμια και τις θάλασσές-της, το αρχαίο και το σύγχρονο τοπίο, το αίνιγμα της ύπαρξης και γενικα της ζωης, τα αιώνια προβλήματα του έρωτα και του θανάτου αλλα και τα εγγόνια-της, οι πρόσφυγες, ο νόστος και η νοσταλγία, η ανθρώπινη απώλεια και οι αγαπημένοι-της νεκροι, μαζιφυσικακαι ο ανθρώπινος πόνος. Γράφει στο ποίημα «Άλλοι ουρανοι»:

Πρέπει να υπάρχει / ένας Γαλαξίας / μέσα στο σύμπαν / στον οποίο / να έχουν μετοικήσει / οι ψυχες / των νεκρων / αγαπημένων-μας.

Αυτη είναι η υπάρξη / ζωης / σε άλλους πλανήτες / και με συνταράσσει.

Σελ. 47

Ο νόστος και η νοσταλγία όμως – φυσικη και μεταφυσικη, είναι εκείνες οι δύοκεντρικεςπηγες που αρδεύουν συνεχως την έμπνευση και την ποίησή-της. Νόστος ασίγαστος για τις χαμένες πατρίδες και τις πατρογονικες εστίες που, όσο αργει να φθάσει η ευλογημένη μέρα της επιστροφης, δηλαδητο πολυπόθητο «νόστιμονήμαρ», για το οποίο αρνήθηκε την αθανασία ο Οδυσσέας, ολοένα και φουντώνειαυτος ο νόστος, ολοένα και την παιδεύει, με αποτέλεσμα να παίρνει ιερες και άγιες, αλλα και καταλυτικες, διαστάσεις μέσα στην αγαλήνευτη ψυχη-της.

Σίγουρα, η νοσταλγία,δηλαδη ο αγιάτρευτος ψυχικος πόνος (το γνωστο άλγος), που γεννάει η προσμονη και που το δυναμώνει η λαχτάρα της επιστροφης στην πατρίδα, έτσι όπως τώρααναδύεται μέσα απο την ποίηση της Μ. Σαββίδου, ίσως να είναι το πιο δυνατο,αλλαψυχοφθόρο, συναίσθημα που βασανίζει την ποιήτρια, την οποία αισθάνεται, (και μαζι-της την αισθάνονται και όλοι οι αναγνώστες-της), σαν μία θηλιααπο συρματόσχοινο που σφίγγει ολοένα και περισσότερο τον λαιμο-της.

Είναιακριβως η ίδια, άσβηστη νοσταλγία, που κυριεύεισχεδον όλους τους απογόνους εκείνων που ξεριζώθηκαν βίαια, πριν από πολλα χρόνια, αποτις εστίες-τους και που τώρασαν πυρακτωμένη λάμα κατεβαίνει βαθια στα σπλάχνα-τους. Νιώθει, για την ακρίβεια,σαν «μια απόγονος ενός ατελεύτητου καημου, μια κληρονόμος της απτης ιστορίας», όπως αναφέρει στο διήγημά-της «Διπλεςζαριες»⁴.

Ας δούμε τώρα, πως η ποιήτρια, που τυγχάνει να είναι πρόσφυγας δεύτερης γενιαςαπο τη Μικρα Ασία, περιγράφει στην ποίησή-της αυτο το ψυχικο μαρτύριο-της, όταν σε μία ξενάγησή-τους στην Αλλάγια, αντίκρισεμαζι με άλλους επισκέπτες, για πρώτη φορα τις καρτερικεςπατρογονικες εστίες-τους:

«Ταξιδέψαμε / σε τρεις ουρανους / για να φθάσουμε. / Ήταν ο Μέγας Εσπερινος. / Και εμειςεκει. / Ύστερα απο ενενήντα τρία χρόνια / ξεριζωμου των γονιων-μας. / Ύστερα απο ενενήντα τρία χρόνια / αδιέξοδης οδου / Θυρανοίξεια. / Στην Παμφυλία. / Απόγονοι του κτήτορα / της εκκλησίας…».

Σελ. 13

Όλα αυταβέβαια,είναι θλιβερα και πικρασυναισθήματα που, όσο παράξενο και οξύμωρο κι αν ακούγεται, κάποιες φορες, λιπαίνουν, τις ρίζες της ποίησης, της κάθε ποίησης, για να πετάξει κλώνους και κλαδια. Για να γεμίσει χυμους και στην κατάλληλη ώρα να δώσει τους ώριμους καρπους-της. Και όπως χαρακτηριστικα έλεγε ο Μίλτος Σαχτούρης, «χωρις πόνο δεν γράφεται ωραία ποίηση».

Επιπλέον, η Μ. Σαββίδου, όπως διαπιστώνω, εμπνέεται και απο ένα ωραίο ξένο στίχο, απο ένα γλυπτο ή ένα άλλο έργο Τέχνης, απο ένα καθημερινο στιγμιότυπο στο δρόμο, απο τη βροχη, τα έθιμα και τις παραδόσεις-μας, απο την ανθρώπινη βία, απο τα στρατόπεδα μαζικης εξόντωσης ανθρώπων που δημιούργησαν οι Ναζι, αλλα και απο τα ανελέητα γηρατεια.

Σε αυτο το κλίμα, δηλαδητης εγκατάλειψης της τρίτης ηλικίας, μάς μεταφέρει το ποίημα που τιτλοφορείται «Έως πότε;»:

Ευκινησία / με εγκατέλειψες. / Τι να σου προσάψω; / Προδοσία; /Ημερομηνία λήξεως; / Τιμωρία; / Με προβληματίζει / αυτη η τύχη / ως τρίτης ηλικίας ένοικο / που φαίνεται /αλλα δεν είμαι. / Μ’ άλλα η ψυχη-μου / ασχολείται / κι επιμένει.

Αλλα οι βάρβαροι ήρθαν / και κτυπουν την πόρτα. / Θα ανοίξει, δεν θα ανοίξει; / Έως πότε;

Σελ. 83

Είναι ένα ολοκληρωμένο, περίτεχνο,ποίημα, γεμάτο όμως με αβάστακτη θλίψη, στο οποίο ο ακροατης ή ο αναγνώστης αφουγκράζεταικαι κάποιους απόηχους, όμωςκαλα αφομοιωμένους,απο την ποίηση της αξέχαστης ΚικηςΔημουλα.

Ίχνη, ασφαλως,απο τη σκέψη ή τον στοχασμο άλλων πνευματικων ανθρώπων συναντάμε και σε άλλους στίχους-της, όπως π.χ. οι στίχοι«Αρχίζει το ποίημα / με τη λέξη αλλα. / Ο στοχασμος / που προηγήθηκε / πλεονάζει / όπως το όνειρο / που σε πήρε / κάτω απ’ τη γη / να περπατας σε ρίζες δέντρων», απο το ποίημα που τιτλοφορείται «Αλλα», που παραπέμπουν, εμμέσως πλην σαφως, στη φράση του Στ.Μαλλαρμε «η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες, αλλα με λέξεις».

ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ-ΤΗΣ

Με αυτό το χωροχρονικο πλαίσιο, πουαδρομερωςέχω περιγράψει πιο πάνω, είναι φανερο πλέον πως η Μ. Σαββίδου δημιούργησε, με σπουδη και τέχνη, ένα απέραντο ουρανο. Δημιούργησε όμως και τα φτερα-της για να πετάξει μέσα σ’ αυτό το ολοφώτεινο ουρανο.

Δημιούργησε, με άλλα λόγια, το σκηνικο χώρο-της ή, πιο σωστα, το ποιητικο σύμπαν-της, όπου εκει βιώνει όλα τα ανθρώπινα, μικρα ή μεγάλα. Βιώνει όμως και τα θεία, τα φυσικα και τα μεταφυσικα. Θέλει και επιδιώκει όμως, να φθάσει και σε άλλους Γαλαξίες, σε άλλα σύμπαντα, αδιερεύνητα και εν πολλοις απλησίαστα απο την ανθρώπινη σκέψη και σοφία. Πρώτιστα όμως, βιώνει και εκφράζει την υπαρξιακη αγωνία-της στα έσχατα όρια της προσωπικης-της ελευθερίας, εστιασμένη πάντοτε στη ματαιότητα όλων των ανθρωπίνων.

Ας μην ξεχνάμε πως το ποίημα είναι η πιο αυθεντικη απεικόνιση του ΄΄εγω΄΄ του ποιητη. Είναι, δηλαδη, η ανάγλυφη απεικόνιση τού μέσα και τού έξω κόσμου-του. Μέσα σε αυτοτο ποιητικο σύμπαν, επομένως, η Μ. Σαββίδου φτερουγίζει σαν αρχάγγελος, μέρα νύχτα, και έμπλεηαποενθουσιασμο και μέθη, παράγει αδιάκοπα την μαλαματένια ποίησή-της, που απλόχερα τώρα μάς προσφέρει ή δωρίζει.

Φρονω πως όλος ο φιλοσοφικοςστοχασμος-της, πάνω στις ράγες του οποίουτροχοδρομει την ιδιοσυστασία-της, καθως και την αποκρυσταλλωμένη και ώριμη πλέον κοσμοθεωρία-της, αντανακλάται ξεκάθαρα μέσα αποτην φράση «ανάμεσα στον πάνω και στον κάτω κόσμο» – φράση που ανήκει στον κορυφαίο πνευματικο άνθρωπο Νίκο Τριανταφυλλόπουλο, την οποία παραθέτει ως μότο στην αρχη της συλλογης-της.

Αυτα τ’ αστραφτερα αποσπάσματα,εξάλλου, τα γεμάτα με στοχαστικη ενέργεια, τ’ οποία τοποθέτησε μέσα στην συλλογη-της, τα εκλαμβάνωκαι σαν τους οδοδείκτες, που κατευθύνουν σωστα την ψυχη-της όταν φτεροκοπαασταμάτητα μέσα σε αυτο το ποιητικο σύμπαν, που στωϊκα έχει δημιουργήσει και που μας καλει τώρα να το επισκεφτούμε.

Γιατι, διερωτώμαι, εκτοςαπολαμπεροςοδοδείχτης,τι άλλο μπορεινα είναι το απόσπασμα του Ιτάλο Καλβίνο, που παραθέτει δίκην μότο, στην αρχη του βιβλίου-της, και στο οποίο ο σπουδαίοςΙταλος συγγραφέας διερωτάται αν «ταξιδεύεις για να ξαναζήσεις το παρελθον-σου ή ταξιδεύεις για να ξαναβρεις το μέλλον-σου;». Βέβαια, στην περίπτωση της Μ. Σαββίδου, στηζυγαρια της σκέψη-της αντιλαμβάνομαι πως βαραίνει περισσότερο το πρώτο σκέλος της φράσης του Ι. Καλβίνο.

ΠΟΙΗΣΗ: Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Είναι γενικη διαπίστωσηπως η ποίηση που παράγεται σήμερα, σε τοπικο και διεθνες επίπεδο, στο μεγαλύτερο μέρος-της, είναι άγρια, θολη, ακόμησκοτεινηκαι ακατάλυπτη, αλλα και τρικυμισμένη, όπως είναι και η εποχη-μας. Γνωρίζουμε όμως, αρκετακαλα, πως η ποίηση είναι και ο καθρέπτης μέσα στον οποίο αντικαθρεπτίζεται απαράλλαχτη μία κοινωνία ή μία εποχη, ήσυχη ή ταραγμένη, με όλες τις ομορφιες και με όλα τα ψεγάδια-της.

Στην ποίηση της Μ. Σαββίδουόμως συμβαίνει εντελωςτο αντίθετο. Γιατι είναι μία ποίηση βελούδινη, στοχαστικη, που διακρίνεται για την απλότητα, τη ηρεμία, τη γαλήνη και τον απαλοβηματισμο-της, άσχετα αν είναι πλημυρισμένη με αφόρητο πόνο, πίκρα αλλα και με ατελεύτητη νοσταλγία.

Εκείνο όμως, που εντυπωσιάζει περισσότερο,σε αυτη την ποίηση,είναι ένα είδος ουράνιας μουσικης πουδιαχέεταιμέσ’απο τους στίχους-της. Μιαυποβλητικηαλλαασύληπτημουσικη, που μόνο οι επαρκεις αναγνώστες, οι καλα μυημένοι στο μυστήριο της ποίησης, μπορουν να τη νιώσουν αλλα, όπως με κατευθύνει η διαίσθησή-μου, και οι κωφάλαλοι.

Θέλω να τονίσω, γενικα μιλώντας, πως υπάρχουνποιήματα ή στίχοι που δεν εξηγούνται μεαισθητικα κριτήρια ή με τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμα. Το ίδιο συμβαίνεικαι με κάποια ποιήματα της Μ. Σαββίδου. Επομένως, είναι καλύτερα, νομίζω, να τα αφήνουμε ατάραχααυτατα ποιήματα, στηνιερηησυχία-τους. Γιατι, όπως έλεγε και ο Γ. Σεφέρης, η ποίηση δεν ερμηνεύεται. Είναι καλύτερα να την απολαμβάνεις, διαβάζοντας ή ακούοντάς-τη.

Πρέπει, κάποτε, να πιστέψουμεπως η αληθινη ποίηση είναι έναμυστικοκαλα κρυμμένο σ’ εφτασφράγιστοκουτι. Και αυτο το κουτι δεν ανοίγει με κανένα κλειδι. Μόνο με τη ευαισθησία και την αγάπη-μας μπορειν΄ανοίξει. Και σύμφωνα με τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, τον ευγενη και υπέροχο αυτοΘεσσαλονικιοποιητη, «όπως κάθε μυστικο», έτσι και η ποίηση, «θα έχανε τη μαγεία-του αν εξηγότανλογικα».

Η ποίηση και η μαγεία-της, όπως σωστα υποδεικνύεικαι ο κριτικος Δημήτρης Νικορέτζος, είναι όπως τα πουλια και το κελάηδημά-τους. «Με τα ξόβεργα μπορεις να πιάσεις τα πουλια, δεν μπορεις να πιάσεις ποτε το κελαήδημά-τους».

Επομένως, διερωτώμαι, με ποια λογικη ή ποια ασφαληαισθητικα κριτήρια μπορει κάποιος να ερμηνεύσει ή να ζωγραφίσει τη μαγεία που μεταφέρουν τ’ ακόλουθα δύο ποιήματα της Μ. Σαββίδου;

Ευχή

Η θλίψη ας είναι / δάκρυ του σταλαγμίτη / που θέλει αιώνες να πετρώσει.

και

Συγχώρεση

Της έστειλε ένα κοφίνι / αναμμένα κάρβουνα. / Κι εκείνη σε απάντηση / ένα κοφίνι νερο. / Τα λόγια περιττεύουν.

Τα μικρααυτα ποιήματα είμαι βέβαιος πως δεν εμπίπτουν σε κανένα ερμηνευτικο πλαίσιο. Επομένως, δεν επιδέχονται καμία ερμηνεία. Όμως, είναι αδύνατον που να μην σε σαγηνέψουν και να σε καθηλώσουν με την ανεξάντλητη μαγεία και το μυστήριο που περιέχουν!

Μόνο ότανο αναγνώστης λειτουργει, πιστεύω, με όλες τις αισθήσεις-του (όραση, ακοη, γεύση, όσφρηση, αφη), μπορει να νιώσει, σε μεγάλο βαθμο, την ποίηση της Μ.Σαββίδου,ειδικα τη μαγεία και το μυστήριο που εκπέμπει αυτή η ποίηση, στην επιθυμίαασφαλωςτου αναγνώστη να τη διαγνώσει σωστα και να την απολαύσειικανοποιητικα, αφουπρώτα εννοήσει πως πρέπει να την πλησιάσει με απέραντη αγάπη και σεβασμο. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως ανάφερα, ας παραμείνει μόνο στοστάδιο της απόλαυσης, που έχει να του προσφέρει αυτη η ποίηση.

Ας μην μάς διαφεύγει πωςστην ποίηση της Μ. Σαββίδου, δεν υπάρχουν μόνο οι ήχοι. Υπάρχουν και λειτουργουνκαι τα χρώματα, οι μυρωδιες, οι γεύσεις αλλακαι τα χάδια, ανθρώπινα ή θεϊκα!

Προσωπικα, αυτη τη τελετουργία των αισθήσεων την αισθάνθηκα στο ποίημα «Παράκληση», το οποίο και παραθέτω:

Ανάμεσα στα βουνα, / στα κυπαρίσσια / των βουνων, / στα ποτάμια / των βουνων, / στους αμπελώνες / των βουνων, / ένας άνθρωπος / μόνος / παρακαλει / τον εαυτο-του / να τον σώσει / απο την οργη, / τη θλίψη και / την ανάγκη / αναζητώντας / το χέρι του Θεου.

Σελ. 55

Εδω, σε αυτο το ωραίο ποίημα, είναι αδύνατον που να μην δεις,τόσο με τα πραγματικα μάτια-σου, όσο και μεαυτα της ψυχης-σου, τα χρώματα των βουνων και των κυπαρισσιων. Είναι αδύνατον που να μην ακούσεις τους ήχους των νερων που κυλάνε στα ποτάμια, που να μην γευθεις τους χυμουςαπο τις ρόγες του μαύρου σταφυλιου που συνθλίβονται μέσα στο στόμα-σου, που να μην νιώσεις το ζεστοχάδι του Θεου πάνω στο κεφάλι-σου.Εδω, σε αυτο το ποίημα, ο μοναξιασμένοςανθρωπος «που παρακαλει / τον εαυτο-του», να τον σώσει απο τα πάθη-του, μπορει να είμαι εγω ή, όλοι εσεις που θα διαβάσετε το ποίημα.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Στη νέα συλλογη της Μ. Σαββίδου υπάρχει και ένας σεβαστοςαριθμοςαπο ποιήματα ποιητικης, όπως έχει καθιερωθει να λέγονται. Δηλαδη είναι ποιήματα που αναφέρονται στην τέχνη και την τεχνικη, και γενικα στη διαμόρφωση του ίδιου του ποιήματος. Υπάρχουν, επίσης, ποιήματα για τις λέξεις και τη επενέργειά-τους μέσα στο ποίημα, που μαρτυρουν, στην ουσία, ένα διάλογο της ποιήτριας με αυτα τα ποιήματά-τηςκαθωςκαι με τις λέξεις που τα οικοδομουν. Είναι, για την ακρίβεια, ο βαθυςπροβληματισμος-της για τη σωστη συγκρότηση των ποιημάτων-της, τόσο απο την πλευρατου περιεχομένου όσο και αποτην πλευρα τηςμορφης, καθως και η μεγάλη αγωνία-της για τη λειτουργία και την αποδοχη που θα τύχουν τα ποιηματα-τηςαπο το πλατυκοινο, όταν θα αφεθουν στην αδέκαστη κρίση-του.

«Το ποίημα / ένα παιγνίδι / που μάς χάρισαν παιδια / να ξεχνούμε τον χρόνο και τον πόνο, / οι άγγελοι του σύμπαντος», γράφει η Μ. Σαββίδου στο ποίημα «Συνάντηση», (σελ. 46), για να μάς ουρανοδρομήσει σε μεγάλο βάθοςκαι στη συνέχεια να μάς προσγειώσει ανώμαλα μέσα στα λειβάδια της παιδικης αθωότητά-μας, τότε που λειτουργούσαμε με την αγνηψυχη του ποιητη, πλημυρισμένη απο αγάπη για το κάθε τι που υπάρχει γύρω-μας. Και αλήθεια, πόσο δίκαιο είχε ο μεγάλος Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα όταν, πριν απο χρόνια, αποφάνθηκε πως «μένοντας παιδι, γίνεσαι ποιητης».

Βέβαια, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουνοι λέξεις στην ποίηση της Μ. Σαββίδου. Εννοω τις λέξεις που επιλέγει για να τις τοποθετήσει μαστορικα και αρμονικαμέσα στα ποιήματά-της. Τις δικες-της, δραστικες, λέξεις που οδηγουν στην απόλυτη εκφραστικη ακρίβεια. Ο ποιητικος-της λόγος όμως συγκεντρώνει όλη την ενέργειά-του στο ρήμα, εκφρασμένο σε χρόνο παρελθοντικο, Αόριστο ή Παθητικο Αόριστο, όπως π.χ.οι λέξεις ταξιδέψαμε, βρεθήκαμε, ήρθαμε, περάσαμε.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρονόμως, παρουσιάζει ο τρόπος που αισθάνεται τη λειτουργία αυτων των επιλεγμένων λέξεων μέσα στα ποιήματά-της, που άλλοτε τις βλέπει να πετάνε στον αέρα σαν πράσινα φύλλα ή σαν ανοιξιάτικα χελιδόνια στον ουρανο, και άλλοτε σαν ακριβα πετράδια ή ζάρια στα χέρια-μας, προσδίδοντάς-τους κάποτεδιατροφικες ήιαματικεςιδιότητες και κάποτεψυχαγωγικες. Τρία τέτοια, πολυμικρα, ποιήματα, είναι αυτα που ακολουθουν:

Δύσπνοια

Νομίζω ότι δεν αναπνέω / Ορμω στις λέξεις / και αρχίζω να διαβάζω / και θεραπεύομαι.

Σελ. 32

Οι λέξεις

Θα έρθουν οι μέρες, / θα περάσουν. /

Τα φύλλα διψουν,/ η ματιαδιψα. /

Πίνεις το νερο / με κλειστα βλέφαρα / και ψυθυρίζεις / από το σημείο μηδεν: /

Οι λέξεις με ξεδιψουν.

Σελ. 34

Οι λέξεις-μας

Έλα να παίξουμε / Έλα να τρέξουμε / Έλα ν’ ανταμωθούμε. / Οι λέξεις-μας / πεντάπετρα και ζαρια.

Σελ. 63

Ιατρικα(και παραστατικα) μιλώντας, αυτεςοι λέξεις που επιλέγει η Μ. Σαββίδου, θα έλεγα πως είναι σαν τα αιμοφόρα αγγεία που χαρίζουν ευρωστία και απρόσκοπτη ζωη στον ανθρώπινο οργανισμο. Είναι, με άλλα λόγια, αυτες οι πανάκριβες λέξεις, το ιερο αίμα-της. Γιατι, το ποίημα, όπως έλεγε και ο ευφυέστατος Τάκης Βαρβιτσιώτης, «είναι το αίμα-σου που αστράφτει συμπυκνωμένο σε μία λέξη».Για τη Μ. Σαββίδου όμως, οι λέξεις είναι και χελιδόνια, όπως ακριβως λέει στο ποίημα που τιτλοφορείται «Χελιδόνια οι λέξεις»:

Οι λέξεις / δεν είναι αποδημητικαπουλια. / Χρειάζονται βέβαια / εύκρατο κλίμα / για να επιβιώσουν, / να μη χαθουν / στα ξένα. /

Είναι χελιδόνια / οι λέξεις / που κάθονται / στο ηλεκτροφόρο / σύρμα περιμένοντας / την Άνοιξη. /

Θέλουν τη φωλια-τους / οι λέξεις / ν’ αυγατίσουν τη ζωη.

Σελ. 56

Αλλα και σ’ ένα άλλο, μεμονωμένο, στιχάκι-της, λέει η Μ. Σαββίδου: «Ποίηση / Μάννα στην έρημο». Όπως και στο προηγούμενο ποίημα, και εδω αποκαλύπτεται, σαν ήλιος πελώριοςλαμπερος, όλη η πεμπτουσία της ποίησής-της. Γιατι βλέπεις αμέσως, έστω και νοερα, τη δημιουργο και την ποίησή-της, να υποκλίνονται βαθια, με σεβασμο και με δέος,μπροστα στο ανεκτίμητο θαύμα που λέγεται ανθρώπινηζωη.

ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Μ’ ΕΝΑ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ

Ολοκληρώνοντας αυτη την εν προόδω παρουσίαση, θέλω να εκμυστηρευθω πως, όταν διάβαζα το βιβλίο της Μ. Σαββίδου με τα καινούργια ποιήματά-της,μπροστα στα έκπληκτα μάτια-μου, αποκαλυπτόταν σταδιακα, όλη η έκταση μίας τεράστιας στέρνας που ήταν γεμάτη με ζεστο δάκρυ, πόνο και πίκρα ενω, ταυτόχρονα, βίωνα, στιγμη τη στιγμη, τα δρώμενα μίας σύγχρονης τραγωδίας, με διακριτα τα καταποσον μέρη-της, δηλαδηΠρόλογος-Πάροδος (Χορικα)-Επεισόδιο-Στάσιμον-Έξοδος- Κομμος, αλλα μ’ ένα μόνο πρωταγωνιστη.

Διάβαζα την προσωπικητραγωδια της Μ. Σαββίδου όπου, μέσα αποαυτο το αρκετακαλα δομημένο βιβλίο, που συνιστα την ποιητικη χαρτογραφία-της, η ποιήτρια επεδίωξε τη λύτρωση και την ψυχικη-της κάθαρση. Και στις μέρες-μας, μόνο η αληθινη και πανανθρώπινη ποίηση, πιστεύω, μπορει να προσφέρει στον άνθρωπο αποτελεσματικη κάθαρση και λύτρωση, ψυχικη και σωματικη, άσχετα αν αυτη όλη η διαδικασία μερικεςφορεςμπορει να οδηγήσει στη συντριβη του δημιουργου. Γράφει στο ποίημα «Ξενάγηση ΙΙ» (στην Αλλάγια):

«Συντριβη. / Κι όμως είχαν συναχτει / όλοι οι άγιοι γύρω-μας / απο την Πέργη, τη Σίδη, την Αττάλεια / για να θυμηθούμε μέρες αρχαίες, / άγιοι με φωτοστέφανα / άφθορα / να ευλογήσουν τον ερχομο-μας, / να μας συνοδεύουν / στα βυζαντινα τείχη / στα χιλιόμετρα της μεσογειακηςακτης, / στο οχυρο του Ιουστινιανου, / στην Πύλη του Ανδριανου, / να βαφτίσουν το βλέμμα-μας στο ποτάμι, / στον καιρο της φωτιας και της φυγης.

Ήρθαμε συντριμμένοι ικέτες…».

Σελ. 16

«Κύριε, βοήθα να θυμούμαστε πως έγινε τούτο το φονικο», ικέτευε ένας άλλος Μικρασιάτης πρόσφυγας, ο Γιώργος Σεφέρης. Μαζι με τις δικες-του ικεσίες, ας προσθέσουμε τώρα και τις δικες-μας.

MARGINALIA

Εταιρεία Λογοτεχνών Λεμεσού “Βασίλης Μιχαηλίδης”

MARGINALIA ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΤΟΥΜΑΖΗ ΡΕΜΠΕΛΙΝΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡΑ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ

Slider 13/07/2016

……..

Από την άλλη, η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου, μέσα από ένα δικό της προσωπικό ύφος, ακολουθεί ένα διαφορετικό δρόμο, μια «μυστική οδό», μέσα από την «απόκρυψη του εαυτού» (σελ. 51), μέσα από την «υπέρβαση του εαυτού» (σελ. 75). Αποστασιοποιείται όσο μπορεί από την ύλη και επιχειρεί να ανασκάψει το πνευματικό, το άυλο, για να βρει «την μετανάστευση της θλίψης» (σελ. 73), το δικό της φως, για «να βρει τον ουρανό» (σελ. 57). Χρησιμοποιεί διαφορετικά στιχουργικά μέσα, ποιητικά υλικά, εφορμάται από διαφορετικά ποιητικά εναύσματα για να ακολουθήσει μια άλλη ιδιοπρόσωπη ενδοσκόπηση. Εντοπίζει τις «αόρατες παρουσίες» (σελ. 61), ανοίγει τα παράθυρα για να την κατοικήσουν οι αναμνήσεις «των ανθρώπων, των αγαλμάτων, των πόλεων» (σελ. 65). Βυθοσκοπεί την ιστορία και «κάνει τους πόθους παραμύθι» (σελ. 67). Ετυμολογεί, διαχρονίζει, αρμενίζει στους ορίζοντες των λέξεων, για να διασωθεί από τις λέξεις και από το «μάρμαρο της λήθης» (σελ. 69). Αναγνωρίζει τις δωρεές από τον «ποιητή των θαυμάτων» (σελ. 71), αναγνωρίζει ότι «οι λέξεις δεν είναι μόνο λέξεις» (σελ. 73) αλλά φωνές που αντηχούν στις «στοές του σώματος» (σελ. 73). Αγρυπνά τα βράδια και βλέπει «ένα πολύφωτο στον ουρανό» (σελ. 79). Αγρυπνά τα βράδια αναζητώντας «τον ιλασμό, τον οικτιρμό, την κάθαρση, την αγκαλιά της φωτεινής νεφέλης» (σελ. 85) από τα «πελώρια κύματα» που δημιουργούνται στο «βάθος του νου» της (σελ. 87). Η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου «βγαίνει στην αγορά, γεμίζει το καλάθι της με λέξεις, τις καρφώνει στο πέτο κι επιστρέφει». Κι όταν πάρει στα χέρια της το μολύβι «γεμίζει το σπίτι πεταλούδες» (σελ. 91). Θέλει να δοξάσει το θαύμα «πίσω από κάθε επιφώνημα, μπροστά από κάθε θαυμαστικό» (σελ. 101) εις πείσμα κάθε «απαγορευμένης ζώνης», εις πείσμα κάθε «αφαίμαξης αισθήσεων», εις πείσμα «κάθε αποστράγγισης της μνήμης» (σελ. 103).

Η Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου γράφει για την προσφυγιά «που κρύβεται πίσω από κάθε ποίημα» (σελ. 15), για «τον χειμώνα της περαστικής ζωής» (σελ. 17), για «τον λυγμό της λύπης» (σελ. 19), για τη «γαλήνη της αγάπης» (σελ. 25).

Και μας συμβουλεύει:

Να μεστώσει ο χρόνος
με την ποίηση
Όχι να κυλήσει.
Να τον αφήσουμε
να παίζει μέσα στα φύλλα
της φοινικιάς με τον ήλιο
αγαπώντας τον εαυτό του,
όπως η ώριμη γυναίκα
τη θηλυκότητά της.

(σελ. 21, Το παιγνίδι).

Οι μοναδικές μας ποιήτριες αναλύονται σε φως, μεταμορφώνονται, γίνονται ρήματα για να προσφέρουν την ιδιοπρόσωπη, για κάθε μια, ποιητική γραφή τους, ως απόσταγμα μεστωμένης ποίησης και διάπυρης βιωματικής γραφής. Δεν τις αφήνουν να κοιμηθούν τα «οδυνηρά της μνήμης» (σελ. 93) και ως ερευνήτριες του φωτός, αναζητούν τη μια λέξη, τον ένα στίχο, το ένα ποίημα που θα τις διασώσει από το «χαώδες κενό» (σελ. 83). Γνωρίζουν πολύ καλά πως «η τραγωδία δεν φορά μάσκα». Γνωρίζουν πολύ καλά πως «δεν μεταμφιέζεται η τραγωδία» (σελ. 105). Η τραγωδία είναι ζωντανή και το μόνο που μας διασώζει είναι η Άνοιξη, η ανθοφορία των λέξεων, το μόνο που μας διασώζει είναι η ποίηση.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.