ΛΙΑ ΣΙΩΜΟΥ

Η Λία Σιώμου ( Λία Αντωνοπούλου ) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Χημικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετέπειτα ήλθε στο Michigan State University (MSU) για μεταπτυχιακές σπουδές, Μαster of Science στην Βιοχημεία. 
Εργάσθηκε ως ερευνήτρια στο MSU και στο Northwestern University. Επίσης ως επιστήμων στο U.S Department of Energy στο Argonne National Laboratory.
Ποιήματα της έχουν μελοποιηθεί από τον συνθέτη Δρ. Αθανάσιο Ζέρβα, καθηγητή και κοσμήτορα στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, και έχουν παρουσιασθεί σε κονσέρτα στην Αμερική και Ελλάδα. 
Πρόσφατα ( 2022), ο Δρ. Ζέρβας εξέδωσε CD με δέκα τραγούδια πάνω σε ποιήματα της Λίας Σιώμου. σε συνεργασία με την πολύ γνωστή μέσο σοπράνο Αγγελική Καθαρίου, τον σπουδαίο Ρώσσο πιανίστα Ιγκόρ Πέτριν, , και άλλους καθηγητές του Παν/μίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη. 
To Hellenic Heartbeat Media (TVRadioWeb) έχει παρουσιάσει στην Τηλεόραση συνδιαλέξεις με τη Λία Σιώμου σχετικές με την ποίησή της. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και σε ανθολογίες.

Τον Φεβρουάριο του 2022 εκδώθηκε από τον οίκο Ελευθερουδάκη το συνολικό της έργο ῾Της Ζωής και της Αγάπης῾, Ποίηση 1995-2011

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ερωδιού η Κατοικία (2001), Δωδώνη
Αλκυονίδες (2001), Δωδώνη
Μαγιοστέφανο (2003), Γαβριηλίδης
Σπονδή ονείρου (2006), Γαβριηλίδης
Εν γη ερήμω (2007), Γαβριηλίδης
Attica (2014), Γαβριηλίδης
Εις Μνήμην Ουτοπίας (2014), Γαβριηλίδης
Της ζωής και της αγάπης (2022), Ελευθερουδάκης

.

 

.

ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ (2022)

ΣΠΟΝΔΗ ΟΝΕΙΡΟΥ

Εις συναυλίαν

ΣΠΟΝΔΗ ΟΝΕΙΡΟΥ

Εις συναυλίαν
ΣΠΟΝΔΗ ΟΝΕΙΡΟΥ

Στη σπονδή του ονείρου 
               τις μέρες μου χάρισα. 
Και σε λύχνου νυχτέρι 
          Στου απείρου τους δρόμους 
αστέρια και ήλιους 
                   με οδύνη χάραξα. 
Στης σελήνης τ’ ασήμι 
                   τις σκιές μου σεργιάνισα. 
Και μια λίγη χαρά μου 
                   σε ουτοπίας λιβάδι έταξα. 

Μη μου πάρει το κύμα 
                την πνοή τη στερνή
   κάπως έτσι φαντάστηκα
                 δίχως κάποιο κοχύλι
δίχως κάποια ιαχή 
          στη στεριά των σειρήνων 
την πλώρη να φέρω. 

Στου ανέμου το  διάβα
         τα φτερά μου άνοιξα. 
Και εκεί έστω λίγο    
         του ιβίσκου το χρώμα 
και μυρσίνης το μύρο        
        στον αγέρα χάρισα.     
Κάπως έτσι να πάει 
        σ’ άλλα μέρη τη χάρη
 κάπου πέρα το δώρο μου.

 Και στους κάμπους της  γης 
            του πολέμου το χάος 
την καρδιά μου πάγωσε. 
        Μήτε στάλα αυγή 
στων νεκρών τη σιγή. 
           Ούτε ένα αστέρι 
σε θριάμβων ερέβη 
        στην καρδιά μου βρήκα.

Των καιρών η σοφία 
           τον νου μου εζάλισε. 
Και στον ίσκιο μιας λεύκας 
            σαν τα φύλλα θροΐζουν 
τα συμβάντα του κόσμου 
             κάπως λίγο λησμόνησα. 
Συντροφιά μου να θέλω 
              μια απλή αγνωσία. 
Κάτι τέτοιο κατέληξα.

Δε θα δώσω ούτε λίγη 
              σημασία στο τίποτα 
στη ζωή μου έταξα. 
               Και θε να βρω χαρά 
στο απλό το τριφύλλι 
               σε πελάγου πνοή. 
Κάπως έτσι το είπα.

14 Σεπτεμβρίου 2003

ΜΗ ΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

Με αγέρι νοτιά 
            Με μια θλίψη έσμιξα 
Κι από κάποια σχισμή 
            Ονείρου ανταύγεια 
Θαρρείς πως είδα

Και στο όνειρο διάβηκα 
            Και στο όνειρο έσβησα 
Μη ρωτήσεις τον άνεμο 
            Για τ᾽ αχνάρια που πήρα

Μη και έμειν᾽ ανάμνηση 
            Από όλο το διάβα μου; 
Μη και στέφανα δάφνης 
            Θριάμβων πορεία; 

Κάπως έτσι η ανάσα μου 
            Έσμιξε κι έσβησε 
Μ´ ένα κάποιο χαμόγελο 
            Σε θυσίας θητεία

Και μ᾽ ανέμου φιλιά 
            Σε μια λήθη έγειρα 
Σ᾽ ουτοπίας ορόσημο 
            Φαντασίας ελπίδα. 
Μη ρωτήσεις τον άνεμο 
            Για τ᾽ αχνάρια που πήρα 

Βοριά οι ριπίδες 
            Σε κύμα αλμύρας 
Και εκεί τη χαρά μου 
            Στο αγέρι έταξα 
Κοχύλια της άμμου  
            Πελάγου αστερίες 
Η ζωή μας είπα

Νησιά με την θύελλα 
            Την άγρια την θάλασσα 
Κι  εκεί ναυαγός 
            Μιας μέθης και βρήκα 
Ειρήνη στην άμπωτη 
            Στο όνειρο άφεση 
Γραφίδες της πάλης 
            Μια λίγη ευτυχία

Μη ρωτάς πια τον άνεμο 
            Για τ᾽ αχνάρια που πήρα

 

Εσπερινοί λόγοι
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΝΥΜΦΙΟΥ

Κρίνα κι αγγελικές στα μονοπάτια του ναίσκου
Εκεί, ανάλαφρη θωριά διάβηκες σαν αυγή
Κι έμοιαζε όνειρο η στιγμή με τ´ άσπρο φόρεμά σου
Λεμονανθοί κι υάκινθοι στολίζαν το κορμί

Σκιές οι μνήμες σεργιανούν στου δειλινού την ώρα
Με άνοιξης τις ευωδιές σμίγουνε στη σιγή
Και μαργαρίτες κάτασπρες και μύρο από μια βιόλα
Θυμίζουνε την όμορφη του γάμου τελετή

Ω, στα γλυκά τα μάτια σου οι θύμησες τρυγίσαν
Το μέλι το γλυκύτατο, νέκταρ για τη ζωή
Την όμορφή σου την μορφή μοίρες μη και φθονήσαν
Και έδεσαν τα στέφανα μ᾽ αγκάθινο κλαδί;

Κρίνο και η καρδούλα σου και στ᾽ όνειρο εδόθη
Κι ας μάδησαν οι άνεμοι την άδολη χαρά
Μ᾽ αγράμπελη λες έσμιξαν της νιότης σου οι πόθοι
Με δάκρυαπου κύλισαν μα φέραν λευτεριά

Στο εικονοστάσι τώρα προσφορά στεφάνια, ξεχασμένοι όρκοι
Τα χρόνια κύλισαν συρμό πίκρας και ερημιάς
Κισσός στις πέτρες του ναού και στη φτωχή την κόχη
Και παπαρούνες πορφυρές εχρίσαν την καρδιά.

 

ΛΑΜΠΥΡΙΣΜΑΤΑ

Είδα το κύμα του γιαλού και σε θυμήθηκα
Λεύκας το θρόισμα και γύρισες στο νου
Πως και μια τόση ευτυχία την αρνήθηκα
Παράθυρο που έκλεισε στη ζέστη τ ουρανού

Και με τ᾽ ανέμου τα φτερά ήλθα σ᾽ αγκἀλιασα
Μια μεταμέλεια σ᾽ ερημική πικρή σιγή
Ω, να μπορούσα πάλι λίγο να᾽γερνα
Σ᾽ ονείρου κεφαλόσκαλο και ουτοπίας χλιδή

Σκιές απ ᾽όνειρα και λες και με τυλίξανε
Ιτιάς θαρρείς κλωνάρια θλιβερά, αποπνικτικά
Χρόνια οι ελπίδες σβήσανε ειρηνικά και σμίξανε
Λίμνης ανταύγειες από κάστρα μυθικά

Και παραμύθι, ουτοπίες, άστρα, κρίνανθα
Πλέξαν πολύχρωμο στεφάνι της ζωής
Πνοές καλοκαιριού πια το μαράνανε
Μα μένει πάντα μες᾽ στο νου
Στεφάνι ενός γλυκού Μαγιού

 

Της λίμνης
THE PIER

Ω, με το κύμα έλα μου
          Βάρκα των λογισμών μου
Εκεί να δέσεις τα όνειρα
          Στου μόλου την τριχιά
Μη και τ´ αγέρι του νοτιά
          μου πάρει τον καλό μου
μη και χαθεί η χαρά μου
          σε ξένη ακρολιμνιά

Μια πεταλούδα κι έγειρε
          στου νούφαρου το μίσχο
Κι ο γλάρος που ταξίδεψε
          στην άκρη τ´ουρανού
λες κι έσυρε τη σκέψη σου
          στον ελαφρύ του ίσκιο
κάτι λογάκια σου γλυκά
          στα τρίσβαθα του νου

Φύλλων σκιές, νανούρισμα
          τ´ ανάριο θρόισμά τους
Κι η βάρκα να λικνίζεται
          στα ήρεμα νερά
Παρέα με το άκληρο
          το μάταιο πέρασμά σου
Ίσκιοι και σούρουπα μαβιά
          η μόνη συντροφιά

Και με τα νούφαρα τα ροζ
          που κρύβουν τη θολούρα
Γκρίζου νερού λιμνάζοντος
          στην όχθη τη ρηχή
Εκεί η αγάπη μου η παλιά
          της λίμνης σημαδούρα
Τα ξωτικά και τα στοιχειά
          θα ζει να καρτερεί

20 Ιουνίου 2003

ΑΔΕΙΕΣ ΦΩΛΙΕΣ

Να ‘τανε Θε μου ν᾽ άνθιζε
          Στη γη μου ένα άνθος
Με πέταλα, δροσοσταλιές
          Και χρώμα ροδαλό
Ένα μικρό και ταπεινό
          Κάτι σαν ασφοδίλι
Να το κοιτώ και να θωρώ
          Όσα στη γη αγαπώ

Να ᾽τανε στον κατάξερο
          Της ερημιάς μου κάμπο
Οι παπαρούνες ν᾽άνθιζαν
          Με στάχυα αγκαλιά
Και μαργαρίτες κάτασπρες
          Με κίτρινο τον κόρφο
Να τις ρωτώ αν μ᾽αγαπά
          Η έγνοια μου η παλιά

Να ᾽τανε στο παράθυρο
          Του φτωχικού σπιτιού μου
Μια μαντζουράνα να ᾽δινε
          Στον κόσμο ευωδιά
Και κόκκινα γαρίφαλα
          Βλέμματα του καλού μου
Να στόλιζαν την έρημη
          Την άδεια μου φωλιά

21 Ιουλίου 2004

 

ΕΝ ΓΗ ΕΡΗΜΩ

Και αβάτω
ΣΤΗΛΕΣ ΑΛΑΤΟΣ

Όντα ψυχρά κι αμίλητα και απλησίαστα.
Λες κι έπεσε πάνω τους η κατάρα της Δημιουργίας.
Τα εκαρίκευσε η απογοήτευση, τα εβαλσάμωσε η πίκρα
τα ακινητοποίησε η προσδοκία, τα εγκατέλειψε τ’ όνειρο.
Παστώθηκαν αλάτι ν’ αποφύγουν τη σαπίλα της ζωής.
Ουκ έχουν ώτα ακούειν και οφθαλμούς ιδείν.
Κι η αγάπη δεν τους αγγίζει, τους επρόδωσε κάποτε
και δεν της το συγχωρούν.
Ο Φρόιντ θα το απέδιδε σε σεξουαλικές στερήσεις.
Ο Ναζαρινός θα έλεγε ότι αγάπη δεν εγνώρισαν.

Γενάρης 2005

ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ

Τόσα πολλά τα είδη γύρω μου
τα παιδικά παιχνίδια, τα ενδύματα, τα κοσμήματα
στα τόσα και τόσα καταστήματα.
Λαβύρινθος η αναζήτηση του επιθυμητού
κατά ύψος και πλάτος, κατά διανοητικές διαστάσεις.
Και τόσος ο κόσμος που πάει κι έρχεται ολόγυρά μου.
Με ταλαιπωρούν θαρρείς όλ’ αυτά.
Και τ’ άστρα στο στερέωμα απείρως πολλά.
Και η απόσταση μεταξύ των αστέρων έτη φωτός.
Όση και η δική μου από τους συνανθρώπους μου.
Χαμένη νιώθω, μικρή
σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

 

Και ανύδρω
INCOGNITO

Incognito διαβήκαμε
          σ’ αυτόν το βίο.
Μασκαρεμένοι εμείς,
          μύωπες και οι γύρω
κανείς δεν μας κατάλαβε
          κι είναι στερνό το αντίο.

 

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ

Ρούχα πλυμένα, απλωμένα στο σχοινί
να στεγνώσουν στον άνεμο, στη ζέστη του ήλιου.
Και τ’ άπλυτα μου ποιήματα
εκδοθέντα στη γνώση του αδιάφορου κόσμου.
Για να τα σχολιάσουν γνωστοί και άγνωστοι.
Σε πολλούς μάλιστα τα χάρισα
με μια αφιέρωση αγάπης.
Για να μαδήσουν φτερό φτερό τις επωμίδες αίγλης
από τους δήθεν αδύναμους ώμους μου.

Φεβρουάριος, 2004

 

ΜΑΓΙΟΣΤΕΦΑΝΟ

Ένα όνειρο γράφει τον ύμνο
ΑΓΡΑΦΕΣ ΝΟΤΕΣ

Μουσική δεν χάρηκα σαν τότε και σαν πρώτα
μείναν σιντί και δίσκοι κρυμμένα στη σιωπή
κείνα τα χρόνια κύλησαν, τα χρόνια μας τα πρώτα
κύλησαν κι οι ελπίδες μας και τίποτα δεν ζει.

Ω μελωδίες άγνωρες της ρίμας και του πόθου
τραγούδια, νότες και βιολιά θαμμένα μες στον νου
να ταν να ‘ρχόσασταν ξανά μ’ ανάσα, γεύση όρκου
ειπωμένου μ’ ένα βούρκωμα σε φως εσπερινού.

Μείναν οι νότες άγραφες, τα λόγια γίναν έλη
μέσα σε βούρκο άχαρο μιας γκρίζας σιωπής
και μια σιγή απ’ τον βυθό, πνοή απ’ τα ερέβη
ετύλιξε τ’ ανείπωτο τραγούδι της ψυχής.

Ω, φέρε μ’ έναν άνεμο της λευτεριάς ανάσα
και γεύση απ’ το αιώνιο που καίει στην καρδιά
και έναν χείμαρρο βροχής στης ζήσης μου το διάβα
να πάρει με το ρεύμα του τη θλίψη απ’ τη ματιά.

3 Ιουλίου 2002

 

ΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Φέρε μου μ’ έναν άνεμο
          τις θύμησες του νου σου
και με την αύρα της αυγής
          φέρε μου τα τραγούδια
Κείνα τα χρόνια πέρασαν
          τα χρόνια μας τα λίγα.

Φέρε τις θύμησες σ’ εμέ
          μ’ αγγέλων τα χερουβικά
και με ανέμων τα φτερά
          φέρε μου τα τραγούδια!
Κείνα τα χρόνια πέρασαν
          Τα χρόνια μας τα λίγα.

Φέρε μου με τ’ απόβραδο
          τα μυστικά της μνήμης
σκέψεις παλιές φύλλων σκιές
          αγκάλιασμα ειρήνης.
Σαν φάντασμα μες στη σκιά
          και σαν του νου μπαλάντα,
τραγούδα μου τον έρωτα
          που ζει σ’ εμάς για πάντα.

 

Μαγιοστέφανο  
ΠΑΛΙΟΖΩΗ

Παλιοζωή, σαν το στεφάνι
του Μαγιού θα μαραθείς;
στον λίβα θε να σβήσεις
κάποιου θέρους;

Τα πέταλά σου, όλα,
σκόρπια μύρα της μικρής αυλής
ανάσα θε να γίνουνε
στης γης τους πέντε ανέμους;

 

ΘΕ ΝΑ ΄ΡΘΩ ΝΑ ΣΕ ΒΡΩ

Θε να ‘ρθω να σε βρω εκεί,
          στα κύματα σιμά
να σεργιανίσω τα όνειρά μας
          με τους γλάρους
στη χρυσωπή της θάλασσας
          την αμμουδιά
να αφεθώ γυρεύοντας
          σινιάλα από τους φάρους.

Μη και μ’ αγγίξει
          το όνειρο της γης ξανά
μη και τραγούδια
          του γλυκού Μαγιού
κάνουν για με
          του έρωτα καρτέρι
μη και οι θύμησες
          που σβήσανε παλιά
μη και γυρίσουνε
          να τυλιχθούν
με της ακτής
         το δροσερό τ’ αγέρι.

Μια ουτοπία
          η αγάπη στην καρδιά
μας κέρασε χαρά
          κι έμειν’ η πίκρα
Σαν τη γλυκιά
          της χαραυγής την πινελιά
που έσβησε
          σαν δειλινό τη νύχτα.

16 Ιανουαρίου 1999
Cocoa Beach Florida

Απόηχοι
ΟΜΙΧΛΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙ

Ομίχλη και πάλι στης γης τον ορίζοντα
μια πάχνη υγρή παγωμένη
καρτέρι μιας άνοιξης και κάποιας ανάστασης
τα κλώνια θαρρείς και προσμένει.

Ομίχλη στην άχραντη ήρεμη αφάνειά σου
τυλίγεις την πλάση, την κτίση
σαν λίκνο θαρρείς εωθινών αναμνήσεων
υγρής αγκαλιάς σου η φύση.

Ομίχλη στην άυλη γκρίζα νεφέλη σου
την άνοιξη λες νανουρίζεις.
Τα κρύα νεκρά των δέντρων κλαδιά
δροσούλα ζωής τα ποτίζεις.

Ομίχλη τη δόξα μιας άνοιξης
με πέπλα ονείρων σκεπάζεις
με ζέστη απ’ ανέμων ηπίων την άφιξη
μια γη παγωμένη αγκαλιάζεις.

Και λιώνουν οι πάγοι της λίμνης ανώδυνα
σ’ ανάσα μιας αύρας, γλυκιάς προφητείας
ονείρου το θρόισμα άσπιλο κι άχραντο
γεννιέται και παίρνει και πάλι ουσία.

 

ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΧΤΥΠΑΝΕ ΣΤΗ ΓΗ ΜΟΥ

Σε κάποια λημέρια παλιά μακρινά
μιας ζήσης χαμένης στον χρόνο
ανάμνηση μένει στου νου τα στενά
καμπάνας ο ήχος γλυκός της ο τόνος.

Στου όρθρου την ώρα καμπάνες ηχούν
του ύπνου τη γλύκα χαϊδεύουν
η πλάση, η ψυχή μου στη μέρα ξυπνούν
ονείρων υφές αγναντεύουν.

Σ’ εσπέρας το χρώμα, μοβιά αγκαλιά
τα ουράνια με κάμπους μπλεγμένα
στου ορίζοντα πέρα τη ροζ πινελιά
καμπάνες ηχούν στον αγέρα.

Ω ήχοι της ζήσης παλιοί, μακρινοί
την άμοιρη μνήμη γητεύουν
καμπάνες της γης μου με θεία πνοή
μπαλάντες παλιές ζωντανεύουν.

Μάιος 2001

 

ATTICA

Πέλοπος 21
ΑΤΤΙΚΗ

Να ταν τα όνειρα που σεργιανούσαν
          στις γειτονιές σου τότε Αττική;
Να ’ταν το μύρο απ’ τα θυμάρια σου
          π’ ανέπνεε γι’ αγέρα η ψυχή;

Να ’ταν οι παπαρούνες που ’διναν
          στους κάμπους της ψυχής το χρώμα;
Να ’ταν τα στάχυα των αγρών
          που πρασινίζαν στην καρδιά τα όνειρα
και στο φτωχό το χώμα;

Να ’ταν τα πεύκα σου και οι μυρτιές
          που γέμιζαν τον νου με ευωδιές;
Να ’ταν η αγάπη για τον ουρανό
          τον αίθριο τον γαλανό;
Να ’ταν το άρωμα μιας πασχαλιάς
          τα ανθάκια της τρελής της μυγδαλιάς
μιας κυκλαμιάς απλής των βράχων
          τα μικρά, μαβιά ανθούλια
που γέμιζαν τον νου με όνειρα
          κι ανθίζαν στην καρδιά τα γιούλια;

20 Νοεμβρίου 1996

 

ΜΙΑ ΘΛΙΨΗ

Υπάρχει μια θλίψη
          μια τύψη στη ζήση της
το όνειρο λες
          ματαιότης προσμένει
Χαράζει μαχαίρι
          το γέλιο που τόλμησε
χαρά στη ζωή της να φέρει.

Σφραγίδα ο τάφος
          στου νου τον λαβύρινθο
Το στίγμα του χάρου
          με τύψη αγγίζει
την κάθε ελπίδα
          που άνομα τόλμησε
γλυκιά τη ζωή να θυμίζει.

Το βήμα της σέρνει
          συνάμα στον άνεμο
Νερό που κυλά
          στη φυγή δραπετεύει.
Τη μοίρα την άκληρη
          πέρα στη θάλασσα
εκεί το κρίμα να πνίξει γυρεύει.

Ένας πατέρας και μια κόρη
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Μια κάποια χειμωνιάτικη βραδιά
          Χριστούγεννα γιορτάσαμε μαζί
στο σπίτι σου στην Κηφισιά.
          Κι ήταν το δέντρο εκεί, μικρό
μες στο σαλόνι
          Είχε πολύχρωμες μπαλίτσες στα κλαδιά
τούφες βαμβάκι για το χιόνι.

Ήταν τα πρώτα μου Χριστούγεννα
          Το πρώτο δέντρο που θυμάμαι.
Κι ήταν να φύγω κι έκλαιγα
          και ζήταγα το δέντρο μου
μαζί μου να το πάρω
          στο σπίτι της μαμάς μου.

Εφύγαμε μες στη νυχτιά μαζί
          Και είχες στην αγκάλη σου
στο ένα χέρι εμένα τη μικρή
          και στ’ άλλο ολόκληρο το δέντρο.
Με τα στολίδια του και τη χαρά μου
          κρεμασμένα απ’ τα κλαδιά του.
Και έλαμπε η παιδική μου η ψυχή
          σαν το χρυσό αστέρι στην κορφή.

Μας είδαν οι διαβάτες οι περαστικοί
          στα σκοτεινά της γειτονιάς δρομάκια
Μας είδανε και μες στο αστικό λεωφορείο
          κάτι επιβάτες κουρασμένοι, νυσταλέοι
Έναν πατέρα να κρατάει στην αγκαλιά
          το παιδί του το μικρό στο ένα χέρι
και με τ’ άλλο να βαστάει τ’ αστέρι.

Χριστούγεννα 1995

ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΚΑΤΙ

Ήταν και κάτι όμορφα
          ζωάκια κρυσταλλένια
δώρα όλα από σένα
          παρέα να κρατάν σε μένα.

0 άσπρος ο κύκνος
          το μπεζ κουνελάκι
ο γκρίζος ελέφαντας
          το καφέ ελαφάκι.

Για χρόνια πολλά
          στου μπουφέ το δισκάκι
θυμίζαν εσένα, αγάπης δωράκια
          τα μόνα για μένα.

Τα άλλα η μητριά μου
          τα ‘χε όλα παρμένα
Από να παιδάκι εμένα.

 

Οι βιολέτες της Αγίας Ειρήνης

 

ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ

Μας ένωσε η ομορφιά της γης
          μας ένωσε το πνεύμα των αιώνων
μας άγγισε η δρόσος μιας αυγής
          μας τύλιξε η μαγεία των πρώτων χρόνων.

Σ’ αγνάντεψα στη δόξα μιας ανατολής
          σε πρωτοφίλησα στο φέγγος μιας σελήνης
των αστεριών η λάμψη μ’ έλουσε για σε
          των κάμπων οι πνοές σε τύλιξαν για με.

Και τα πουλιά τραγούδησαν για μας
          στων δέντρων τα φυλλώματα στα δάση
οι παπαρούνες του αγρού ανθίσανε για μας
          κρίνα κι αγράμπελη έγιναν
μαγιάτικο στεφάνι στα όνειρά μας.

Οκτώβριος 1995

 

ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ

Περίμενε του είπε καθώς εκείνος έφευγε
μ’ ανείπωτες πάντα τις σκέψεις, μυστικές
Μα εκείνος μάκραινε, χανότανε
στης νύχτας το σκοτάδι σιωπηλός
πικρά, ανείπωτα τα μυστικά του.

Περίμενε και πάλι ψέλλισε
και την αλήθεια θα ’θελα να μάθω
Κοίτα η λίμνη μας, το πέρασμα στην άλλη όχθη
είναι πικρό και γυρισμό δεν έχει
Μη βιάζεσαι, πες μου τα λόγια τα γνωστά
αυτά που χρόνια μου ψιθύριζες
στην ίδια, τη γνωστή σε μας ακρολιμνιά.

Κρύα τα ήρεμα νερά, πόσο μακριά σε παίρνουν
Και χάνεσαι! Αμίλητος, σιωπηλός για πάντα.

Θυμήσου ένα απόβραδο στη βάρκα μας
Λίκνιζες με το κύμα τους καημούς σου
Ανάλαφρη η δροσιά στους ώμους μας
Κανείς δεν ήξερε πού πάμε
Το βλέμμα σου που κάτι πάντα έκρυβε
Στοχαστικά το κύμα ακολουθούσε.
Κι ήταν ομίχλη, άφαντος ο ορίζοντας
μες στις σκιές χαμένος.

Περίμενε λες ψέλλιζε το είναι μου
Όλα τα χρόνια σε άχαρο βυθό πνιγμένα
Πριν φύγεις μίλα μου τον πόνο σου
Αβύσσου της ζωής σου τα συντρίμμια.

Ας περιμένει κι ο βαρκάρης στη σιωπή του
Τους χωρισμούς που είδε, και πόσους δεν είδε
Δεν τους πόνεσε. Ακίνητος και απαθής
Πάει, γυρνά απ’ όχθη σ’ όχθη
Ψυχρή κι η υγρασία του νερού τον σκέβρωσε
τα δάκρυα των θνητών τον πότισαν αφιόνι.

Αστροφεγγιά ο ουρανός και τη σελήνη κάλυψε
κιτρινισμένη λήθη
Ανέμου αργοσάλεμα τραβά μόνο την πλώρη
Τον άνεμο δεν τον ακούς πώς σέρνεται;
φύλλα πώς γυροφέρνει στη νυχτιά;
Σιμά σου κι όλο τριγυρνά, λόγια μη και σου πάρει.

Λες και πονά κι αυτός για με
ψάχνει, γυρίζει, δέρνεται
του νου σου λες και τριγυρνά
τα μονοπάτια τα θλιμμένα
τις σκέψεις σου μη βρει εκεί
στα μνήματα της λήθης που φωλιάσαν.

Μίλα στον άνεμο αν θες. Ξέρεις γιατί…
Θα ’ρθει μετά, αύρες θα δέσει, ψίθυρους
δίπλα σε με θα γείρει. Θα μου τα συζητήσει.

Ανείπωτη, ασήκωτη πικρία
Ρινίδες φεγγαριού στον ίσκιο σου
Κι εσύ διαβαίνεις μακριά και φεύγεις μόνος
Μόνος το βάρος μιας ζωής πώς το σηκώνεις;
Μόνος, αμίλητος, πικρός, κι εγώ δεν ξέρω
πού να στηριχτώ, δεν με κρατά η βαρύτης.

Το κοιμητήρι πέρα στην ακρολιμνιά
τώρα θαρρείς και φάνηκε.
Ψυχρές, αμίλητες κι οι γκρίζες πέτρες.
Με δέντρων τα θροΐσματα αγκαλιάστηκαν
Φεγγαρακτίνες στη νυχτιά τις έντυσαν ασήμι.

Και άφατη και νεκρική σιγή
στις πέτρες, στην καρδιά μου.

Κρυφός, απόκοσμος και χάνεσαι
στης χειμωνιάς το ξεροβόρι αφανισμένος.
Αμίλητος, το βήμα σιωπηλό
ήχος ανάλαφρος μες στις σκιές των δρόμων
εκεί που μόνη καρτερούσα για να ρθείς
τα μυστικά σου στην καρδιά μου ν’ αποθέσεις.

Μα στης ταφόπετρας τον ίσκιο έσμιξες
μ’ ακτίνες φεγγαριού της λήθης.

Οκτώβριος 2008

 

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

Παλιές Ατλαντίδες
ΜΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ

Μια μαργαρίτα μου ’πε πως με αγαπάς!
Λες να το πίστεψα; Δεν ξέρω.
Και να ναι αλήθεια, τι θα βγει;
Και πού θα καταλήξει;
Εγώ μακριά, μακριά κι εσύ.
Και η ζωή μας πάει να λήξει.

 

ΑΛΑΖΟΝΕΙΕΣ

Πέρασές δίπλα σαν σκιά
μ’ αγνόησες στο πλήθος.
Μήτε χαμόγελο ουδέ ματιά
χάθηκα πάλι ασήμαντη
μες στην πικρή μου μοναξιά.

Θε να ‘τανε πολύ να μ’ έβλεπες
και να χαμογελούσες;
Θε να ’τανε πολύ να γύριζες
να με γλυκοκοιτούσες;

 

Εσπερινοί λόγοι
ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

Σ’ αναζητώ ξανά
στην άσπρη ομίχλη της αυγής
φαντάζομαι πως θε να ρθείς
μέσ από σύννεφο θα βγεις
κρυφά να μ’ ανταμώσεις.

Βροχή κι ομίχλη ο αέρας γέμισε
ένα με την ανάσα σου έγινε
κι ήρθε κοντά μου, τους φόβους μου
να διώξει απ’ την καρδιά μου.

Η αγάπη σου με διατηρεί στη γη
το να σε βλέπω πού και πού μου φτάνει.
Με σένα συζητώ ψιθυριστά και διαλογίζομαι
τα βήματά σου ακούγονται σιμά
και λες σ’ αυτά στηρίζομαι.

 

ΛΗΣΜΟΝΙΑ

Στης θάλασσας την ήρεμη
την γκρίζα τη γαλήνη
στ’ αγέρα την ανεμελιά
τη δροσερή πνοή
εκοίμισα τις θύμησες
την πίκρα με ειρήνη
εμίλησα στον άνεμο
στης νύχτας τη σιγή.

 

Summer days
ΑΓΕΡΙΝΟ

Έλα κοντά μου γείρε απόψε
σαν άνεμος π αργοσαλεύει.
Μυρτιάς τα φύλλα με το χνούδι.
Ανάρια σκέψη η σκέψη σου με τύλιξε.
Έλα σιμά, σε θέλω, σε ζητάω.

Στο σούρουπο ψιθύρους δεν ακούς;
Σκιές που σμίγουν με γλυκόλογα
αγάπης δεν τις βλέπεις;

Πάρε με κάπως στα φτερά της τύχης σου
ίσκιος στο διάβα σου πιστά θ’ ακολουθάω.
Και μη σκιαχτείς, αθόρυβα θα χάνομαι
μες στης νυχτιάς τα νυσταλέα τα σοκάκια.

Καλοκαίρι 2010 

 

ΤΟΥ ΓΚΙΟΝΗ

Κύμα το κύμα κρύο νερό
νανούρισε μου του νου τον καημό.
Μη με ξεχάσεις πουλάκι μικρό
τραγούδησε μου χαράς τον συρμό.

Παίξε κιθάρας θεία χορδή
έλα σαν όνειρο τη χαραυγή.
Τι δεν αντέχω τη μοναξιά
μήτε του γκιόνη την ερημιά.

 

ΕΡΩΔΙΟΥ Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ

 

In Limbo
ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ

Εκεί που μ’ έσπειρε ο βοριάς
εκεί που φύτρωσα στης γης κάποιο φτωχό λημέρι,
εκεί που άνθησα μικρό λουλούδι μιας χαράς
εκεί που συναπάντησα της μοίρας μου το χέρι
εκεί σας γνώρισα κι εσάς,
συνοδοιπόρους στα δρομάκια της μικρής μου γειτονιάς,
αγκάθια άχαρα και βλοσυρά, ή ανθάκια όμορφα
και δροσερά και τρισχαριτωμένα.
Εκεί σας γνώρισα πολύχρωμα σπαρτάρια της ζωής.
Και μου κρατήσατε γλυκιά παρέα, εφήμερη η τραχιά.
Κι ανθίζατε: μαζί μ’ εμέ στης γης εκείνης τα σοκάκια.
Τα χαραγμένα μες τον νου με κλάματα, με γέλια.
Με πανηγύρια, με τραγούδια
μ’ ευωδιαστά Μαγιού λουλούδια.

26 Νοεμβρίου 1995

 

ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ

Συνοδοιπόροι της ζωής
περνούν σιμά και μετά χάνονται.
Μας φέρνουν γέλια, κλάματα
γλυκά τραγούδια η πικρά οράματα.
Τους βλέπω να γελούνε η να κλαίνε.
Αλήθεια ποτέ τα χείλη τους δεν λένε.

Τι πανηγύρι η ζωή, τι γιορτινό μεθύσι.
Παλιάτσοι, γύφτοι, αρλεκίνοι
Κάποιας σκηνής μασκαρεμένοι θεατρίνοι.
Μες της καρδιάς τους τα κρυφά τα μύχια
Την κρύβουνε και τη φυλάνε, κάθε
πικρή της ζήσης τους αλήθεια

1 Μαρτίου 1996

 

Μιλήματα του νερού
ΜΙΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

Την αγάπη μου έπνιξα θάλασσα
σ’ αμμουδιές, σε βαθιά ακρογιάλια.
Τα όνειρά μου τα έπνιξα θάλασσα
κουρασμένη η καρδιά μου για άλλα.

Μυστικά σου ψιθύρισα θάλασσα
και οι γλάροι τα πήραν μακριά μου.
Στον αφρό την πικρία ελίκνισα
ανεμώνες νερού τα όνειρά μου.

Στα βαθιά, τα ανήλια τα πλάτη σου
τη χαρά μου τα φύκια την κρύψαν.
Η αλμύρα σου λες κι αποστείρωσε
την πληγή που ‘χε μείνει στα στήθια

Την αγάπη μου κοίμισα θάλασσα
με τραγούδια πουλιών και με ρείκια.
Την αγάπη μου σου ‘δωσα θάλασσα
τις ελπίδες, τη θλίψη, την πίκρα.

Τέλη Ιουλίου 1997
Oregon Coast 

 

ΝΑ ΝΑΙ Η ΖΩΗ;

Να ναι η ζωή το θαύμα που θωρώ
Στου νου τα φωτεινά τα καλντερίμια
Να ναι η αγάπα] σου που τη ζητώ
Ν’ ανθίσουν στην καρδιά τα κρίνα;

Να ναι ο πόνος και το μύρο του
Που μας γεμίζει πλούτο και σοφία
Να ναι οι ώρες που φιλοσοφώ
Και προσπαθώ να διώξω κάποια ανία;

Να ναι τα δάκρυα κι η θλίψη μας
Που γίνονται του νου λουλούδια
Κι αγκάλιασαν και τύλιξαν
Τα όνειρά μας με τραγούδια;

Να ναι η ζωή μια Πασχαλιά
και μια Ανάσταση της φύσης;
Να ναι η ζωή στον τάφο της
Το όνειρο τ’ απατηλό της ζήσης;

14 Απριλίου 1996

 

ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ

Σαν τα πουλιά
ΑΝΑΜΟΝΗΣ ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ

Ω, το αφτέρωτο πουλί
που ζει στα σωθικά μου
αναμονής το κάλεσμα
που ηχεί στα έγκατά μου!

Ω, η γλυκιά ανατολή
που φέγγει τα σκοτάδια
και της καρδιάς η προσμονή
τι ζεστασιά τα βράδια.

1997

 

ΣΑΣ ΑΚΟΥΩ ΜΙΚΡΑ ΜΟΥ

Σας ακούω μικρά μου πουλιά εωθινά
να μιλάτε στα κλώνια της ζωής τη χαρά
σας θωρώ να πετάτε τη χαραυγή
της καρδιάς μια ελπίδα λες τραβάτε μαζί.

Τιτιβίσματα τόσα στις κρυφές φυλλωσιές
λες μιλήματα αγάπης μες στις φωλιές.
Ερημιά τώρα μόνο στην δική μου καρδιά
με τον κούκο, τον γκιώνη θα κρατώ συντροφιά.

Σεπτέμβρης, 1998

 

Αλκυονίδες μέρες
ΠΑΡΕ Μ’ ΑΓΕΡΙ

Ξύπνα ψυχή μου κι άνοιξε
της ζήσης σου το παραθύρι
γιατί είναι ο άνεμος γερός
και θα ξυπνήσει τα όνειρά σου.

Βουίζουνε και σκούζουνε
της φύσης τα στοιχεία
π να τα μάρανε κι αφρίσανε
και κυνηγούν τα δέντρα.

Τα αγκαλιάζουν τα φιλούνε
τη γη ολόκληρη
να τη γυρίσουνε
ανάποδα ποθούνε.

Πάρε μ’ αγέρι πάρε με
και διώξε τον καημό μου.

 

ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ ΜΝΗΜΗ

Αλκυονίδα η μνήμη στα βράχια
μια νηνεμία κρατά τα πανιά
μια ηρεμία τ’ αγέρι λικνίζει
δεν την φεγγίζει η χαρά τη θωριά.

Μια χαραμάδα φωτός στο σκοτάδι
ήλθε σαν μύρο ονείρου η αυγή
σαν γλάρου πέταμα, εστίας αιθάλη
πόθοι κι αγάπες που σβήσαν στη γη.

Από μιαν όχθη της λήθης λημέρι
μια πέτρα ρίχνω στα κρύα νερά.
Ω, τις ελπίδες η πίκρα εκαρτέρει
σαν τα όνειρά μας γευθήκαν φθορά.

25 Ιανουαρίου 2000

 

Ηλιοτρόπιο
ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ

Σαν ηλιοτρόπιο έστρεφα
ΤΟ βλέμμα μου σε σένα
μήνες και χρόνια
και μέρες κι αιώνες.

Σαν ηλιοτρόπιο έψαχνα
για ζεστασιά κι αγάπη
για νηνεμία και σιγή
στης γης τους κυκεώνες.

17 Αυγούστου 1996

 

ΜΙΑ ΜΠΑΛΑΝΤΑ

Ένα πέταμα γλάρου στα νέφη
μια θολή του χειμώνα αυγή
Μια μπαλάντα που γέννησε έπη
σε τραγούδια δοσμένη πνοή.

Σεπτέμβρης 1996

 

Τα μιλήματα του γλάρου
ΘΕ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ

Θε να σου πω για τα λουλούδια
που ανθίζουν στην καρδιά μου.
Θε να σου ψάλλω τα τραγούδια
που αντιλαλούν στα όνειρά μου.

Για την φωτιά που μου ζεσταίνει
την καρδιά τα κρύα βράδια
και για τη νοσταλγία που γλυκαίνει
τα πικρά της ζήσης μου σκοτάδια.

Για κάποια ανοιξιάτικη δροσιά αυγής
για τα δικά σου τα μηνύματα της σιωπής
για κάποιου γλάρου πέταμα
στης θάλασσας την άκρη
για τα κοχύλια τα κοράλλια της
στ’ ανήλια και απρόσιτα της βάθη.

Θε να σου ψάλλω κάποιο άσμα κύκνειο
για να σε νανουρίζει τα γλυκά τα βράδια
να σου ξυπνά οράματα και θύμησες
και να γεμίζει τα όνειρά σου μάγια.

16 Απριλίου 1996

 

Νοσταλγία
ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΣ

Του Σεπτέμβρη μια θλίψη
μια σιγή στο νερό
μια γαλήνη στην τύψη
μιαν ευχή στον αφρό.

Του αγέρα δροσούλα
σαν φιλί στην ψυχή
των ματιών σου η γλύκα
ορθρινή προσευχή.

Της χαράς μου το ταίρι
Ω, γλυκιά προσμονή
Σαν πουλιά στον αγέρα
σαν το φως την αυγή.

Και γυρίζεις σιμά μου
και ας είσαι μακριά
Και σε νιώθω στα μύχια
σαν εστίας φωτιά.

Μίλησε μου για τότε
για καιρούς μακρινούς
θύμισε μου τα νιάτα
με γλυκούς στοχασμούς.

2 Σεπτέμβρη 1996

 

ΣΤΟ ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ

Ω! ναι, θα ξανάρθεις
          Απ᾽ την θάλασσα πέρα
Σελήνης ασήμι
          Πνοή απ᾽αγέρα
Φωτιά απ᾽ την άμμο
          Που ήπιε τον ήλιο
Ανέμου δροσούλα
          Απ᾽ ορέων σκιά

Ω! ναι, θα ξανάρθεις
          Φωνή του πελάγου
Γραμμή επουράνια
          Σαν πέταμα γλάρου
Ανέμων φιλιά
          Σε βράχου σχισμή
Του ήλιου σφραγίδα
          Στην όμορφη γη

Ω!, ναι θα ξανάρθεις
          Αετός στην φωλιά του
Και γεύση απ ᾽ ελπίδα
          Θεός στα όνειρά του
Ω ναι, σαν το στάχυ
          Ειρήνη του κάμπου
Ναι σαν το γιούλι
          Γαλήνη του νου

 

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

 

.

ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

 

ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ

 

ΜΕΤΑ ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

 

ΜΙΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

 

ΝΑ ‘ΝΑΙ ΔΙΚΑ ΜΟΥ

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Της ζωής και της αγάπης
ΔΗΜΗΤΡΑ Γ. ΜΠΕΧΛΙΚΟΥΔΗ

FRACTAL 6/2/2024


Η Λία Σιώμου συγκέντρωσε σε έναν πολυσέλιδο τόμο τα ποιήματά της που έγραψε ανάμεσα στα 1995-2011. Έχει δημοσιεύσει επτά ποιητικές συλλογές, οι οποίες εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Δωδώνη και Γαβριηλίδης και τις ενσωματώνει στην παρούσα έκδοση υπό τον γενικό τίτλο Της ζωής και της αγάπης. Η ποιήτρια, γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα τα μεταπολεμικά χρόνια, με σπουδές στη Χημεία θα μεταβεί στις Η.Π.Α., όπου θα πραγματοποιήσει τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Mishigan State University και θα εργαστεί πάνω στην επιστήμη της σε διάφορα σημαντικά ερευνητικά κέντρα της νέας της πατρίδας. Σ’ αυτή τη νέα της πατρίδα, όπως η ίδια σημειώνει στον πρόλογό της… δεν μπορούσε ποτέ να εκφρασθεί όπως θα ήθελε… αυτή είναι η σοβαρότερη πληγή του απόδημου και η μοίρα του ξενιτεμένου. Η καταφυγή της στον ποιητικό λόγο, συνεπώς, είναι ένας τρόπος να εξωτερικεύσει όσα δονούν την ψυχή της ανοίγοντας συγχρόνως έναν δρόμο επικοινωνίας με τον συνάνθρωπο.

Χωρίς αμφιβολία, αυτή η γραφή που έρχεται από τόσο μακριά εμποτισμένη με εικόνες της Ελλάδας, με μια λεπταίσθητη νοσταλγία επιτυγχάνοντας με τη λυρική πνοή της ώστε- όπως σημειώνει ο Θανάσης Νιάρχος- τα ανείπωτα τρυφερά, τα μακρινά λησμονημένα, τα παντοτινά θλιβερά, να τα μεταβάλλει σε έναν λυτρωτικό αναστεναγμό, όπως μόνον η ποίηση σε βοηθάει να τον εκβάλεις. Στην παρούσα έκδοση περιλαμβάνονται οι συλλογές Σπονδή ονείρου (Γαβριηλίδης 2006), Εν γη ερήμω (Γαβριηλίδης 2007), Μαγιοστέφανο (Γαβριηλίδης 2003), Attica, (Γαβριηλίδης 2014), Ερωδιού η κατοικία, (Δωδώνη 2000), Αλκυονίδες (Δωδώνη 2000). Με ελάχιστες εξαιρέσεις σκέψεων διατυπωμένων σε πεζό λόγο, τα ποιήματα είναι γραμμένα με μέτρο και ομοιοκαταληξία παραπέμποντας τον αναγνώστη στις μνήμες παλαιότερων αναγνώσεών του, τότε που αυτό το είδος ποιητικής γραφής ήταν κυρίαρχο και δοξάστηκε από τους μεγάλους ποιητές μας αλλά και από τους μινόρες που μας κληροδότησαν πολλές φορές ποιήματα, αληθινά κοσμήματα λόγου και ευαισθησίας.

Πολλά από τα ποιήματα της Λίας Σιώμου ανακινούν μνήμες που συγκινούν και αντιμάχεται με τη γραφή της έναν ψεύτικο κόσμο καταδυόμενη στα μύχια της ψυχής της. Η μνήμη ενεργοποιεί εικόνες και αισθήσεις με αφετηρία τη φύση, τους μύθους, τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, όλα όσα αποκόμισε η ποιήτρια από τον γενέθλιο τόπο και με κάθε ευκαιρία χαρτογραφούνται στον ποιητικό της λόγο. Το όνειρο πάντα παρόν, σπονδή σε όλα όσα φέρει δένοντάς τα με τους κραδασμούς της ψυχής. Τ’ αστέρια και οι ήλιοι, της σελήνης τ’ ασήμι, το φως και οι σκιές, η πραγματικότητα και η ουτοπία, το κύμα και το κοχύλι, το άρωμα της μυρσίνης, το χάδι του αέρα, το τραγούδι των σειρήνων, το θρόισμα των φύλλων μιας λεύκας αποφορτίζουν την ψυχή από όποιο βάρος φέρει και την οδηγούν να αντλήσει τη χαρά

στο απλό τριφύλλι και σε πελάγου πνοή.

Με αγέρι νοτιά σμίγει τη θλίψη της. Ο άνεμος, τα νησιά με τη θύελλα, τα κοχύλια και οι αστερίες άλλοτε στεγάζουν την ανάσα μιας μικρής ευτυχίας. Ο προσωπικός πόνος εκφράζεται σαν ένα παράπονο …και στο άκληρο διάβα/ μιαν αγάπη δε βρήκα μα γρήγορα έρχεται η επίκληση της ελπίδας και του ανέλπιδου ονείρου, όσο κι αν συχνά ακυρώνεται σαν …χέρσα ουτοπία η αναμέτρηση με την πεζή πραγματικότητα.

Και μέσα σε ένα ονειρικό πλαίσιο τίθενται επίσης υπαρξιακά ζητήματα καθώς το ποιητικό υποκείμενο αυτοκαλείται να προδιαγράψει τον προορισμό του και ένα πιθανό πέρας του βίου: Με κοχύλια συνάμα/ σε μιαν έρημη ακτή/ κάπως έτσι με άμμο/

θαλάσσης να σμίξω./Και μ’ αγέρι αντάμα/ η στερνή μου πνοή/ στων αιώνων το διάβα/

μια μνήμη ας μείνω. Η θέαση του επέκεινα άλλοτε έρχεται ως φιλοσοφικός στοχασμός, απόλογος του αναπότρεπτου τέλους της ανθρώπινης ζωής, όταν ο ανηφορικός και πολυκύμαντος δρόμος της διακόπτεται από την έλευση του θανάτου,

όταν όνειρα και τραγούδια και νιάτα και ομορφιά σβήνουν. Πάντα μια πίκρα συνοδεύει το βίωμα αυτό της απώλειας: …Ζωές που δεν στερήθηκαν μη κλάμα μη και γέλιο,/αγάπησαν, τραγούδησαν μια μάταιη ωδή,/ έσμιξαν μ’ ακατάληπτη, χρυσή τροχιά αστέρων/ εχάθηκαν στο Requiem, στης ζήσης την πομπή.

Η μνήμη της πατρίδας διαρκώς παρούσα. Η ανάκληση εικόνων της φύσης πλαισιώνει τις σκέψεις και την έκφραση των συναισθημάτων. Η θάλασσα, η ανάσα του κύματος, η αίσθηση της αλμύρας …η μνήμη του πελάγου στα όνειρά της, …η προσμονή γι’ απόμακρο και στεριανό ακρωτήρι κι άλλοτε κύμα και όνειρο συμφύρονται στην επίκληση: Φέρε μου κύμα τ’ όνειρο/πάνω σε νερανθό/να το θωρώ να χαίρομαι/όσα στη γη αγαπώ. Η αίσθηση της μοναξιάς, η συνάντηση με τον αγαπημένο που ματαιώθηκε, η νοσταλγία μιας εξιδανικευμένης αγάπης που χάθηκε στην τύρβη των καιρών και έρχεται ως θύμηση – …άυλη πάχνη σύρθηκε /στης λίμνης τον καθρέφτη/τ’ αστέρια έκρυψε ο ουρανός/ στην άχνη του νερού/ η αγαπημένη σου μορφή/ τυλίχτηκε σε νέφη/ σ’ απατηλό ταξίδεμα/ στο φέγγος τ’ ουρανού- όλα αυτά διαχέουν μια γλυκιά θλίψη. Η αποτύπωση σκηνών από μνήμες της παιδικής ηλικίας, εικόνες του αττικού τοπίου, στιγμές αμεριμνησίας και χαράς από τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων, παιχνίδια στις γειτονιές τα καλοκαιρινά βράδια, αλλά και πρώιμες απώλειες, τα πρόσωπα της οικογένειας που χαμένα πια ανασύρονται φέρνοντας μαζί όλα τα δώρα που είναι δεμένα με την ύπαρξή τους, …κόσμος σιγής… κόσμος παλιών ονείρων,… ίσκιοι περαστικοί και γενικότερα όλα όσα συσσωρεύονται και συνθέτουν το εσωτερικό “τοπίο” από όπου εκπορεύονται.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία της φύσης που φέρουν οι στίχοι της Σιώμου είτε πρόκειται για μεγάλα πλάνα είτε για μεμονωμένα και ταπεινά κομμάτια του φυσικού βασιλείου δημιουργούν στον αναγνώστη ευφορία ψυχής, τη γαλήνη και την εσωτερική πληρότητα που προσφέρει αφειδώλευτα η επαφή με τη φύση, πολύ περισσότερο σε μια εποχή που η έλλειψη αυτής της επαφής και η απειλή της απώλειας καθίσταται οδυνηρή. Έτσι, οι κάμποι με τις παπαρούνες, τα ανθάκια της αμυγδαλιάς και της πασχαλιάς το άρωμα, ο μικρός σαλίγκαρος και η σιγανή βροχή, η πεταλούδα και τα αγριόχορτα, οι ελιές κι οι πικροδάφνες, τ’ αγιόκλημα και οι πευκοβελόνες η απεραντοσύνη της θάλασσας αφυπνίζουν ακόμη και την οσφρητική μνήμη και ζωντανεύουν τη βιωμένη ανάμνηση της ομορφιάς που σαγηνεύει. Οι εικόνες της φύσης δεμένες αρμονικά με σκέψεις και συναισθήματα στην ποίησή της απαλύνουν ακόμη και τον πόνο του τραύματος, όταν αναφέρονται σε θλιβερά γεγονότα ή εναρμονίζονται εύστοχα με το περιεχόμενο. Μια άλλη διάσταση της ποιητικής της εμπλουτίζεται από την παρουσία ενός πλατωνικού έρωτα, στην ουσία μιας ουτοπίας που ακολουθεί την πορεία της ζωής της. Πολλά από τα ποιήματά της, ποιήματα αγάπης, αποτυπώνουν την απόφασή της να θυσιάσει ένα όνειρο ζωής για να το κρατήσει ακέραιο στη σφαίρα του απραγματοποίητου, διατηρώντας την ομορφιά και την αλήθεια του συναισθήματος. Ακόμα κι όταν έχουν όλα χαθεί, η αγάπη τρεμοπαίζει σαν τον ίσκιο από το πέταγμα της πεταλούδας.

Σε ένα τέτοιο κλίμα κινείται η ποιητική γραφή της αφήνοντας στην κοιτίδα του χρόνου τα ίχνη των βημάτων της, την πορεία της εσωτερικής της περιπλάνησης, μια κατάθεση ψυχής άλλοτε δοσμένη με τον ήχο της σιωπής και άλλοτε στο ρυθμό της ροής του νερού στο ρυάκι. Ήχοι που φθάνουν, θαρρείς, από έναν σχεδόν λησμονημένο κόσμο, κόσμο που ωστόσο εξακολουθεί να συγκινεί με την αλήθεια και την τρυφερότητα που αποπνέει.

 

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

ΠΕΡΙ ΟΥ 19/3/2022

Λία Σιώμου, Της ζωής και της αγάπης, Ποίηση 1995-2011,

Ω, κόρη με τον άνεμο
που σεργιανάς μπαλάντες
στα περιγιάλια του νοτιά
στα μύρα της βροχής
σύρε χορό τις θύμησες
και μέθα με τις χάρες
στο μάγεμα της μουσικής
η ανάσα της ψυχής

Έτσι σαν του αρχαίους ποιητές επικαλείται τη Μούσα η Ποιήτρια, παίρνει τα σύνεργα και τα φτερά της και γράφει. Είναι η Λία Σιώμου∙ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, έγινε χημικός και μετά συνέχισε στην Αμερική σπουδές ανώτατες κι άλλες κι άλλες. Εργάστηκε σε πολλά πανεπιστήμια. Τι θα σπούδαζε αν ξαναγεννιόταν; Φιλολογία! Γιατί; Γιατί αγαπάει την Αττική, την Ελλάδα όλη, αλλά την Αττική πιο πολύ για τον ήλιο, τη θάλασσα και το φως. Για την τέχνη και τον πολιτισμό που η αττική γη γέννησε. Για τα μυριστικά της χόρτα, τις ρήγανες και τα θυμάρια που σου θυμίζουν πως η αγάπη για τη ζωή και την τέχνη γεννήθηκε εδώ.
Με τη σκέψη αυτή, με τις λύπες και τις χαρές που της έτυχαν, η Σιώμου έγραψε και εξακολουθεί να γράφει. Επτά ποιητικές συλλογές της δείχνουν την αδιάσπαστη συνέχεια της παραγωγής της, αποτέλεσμα της βαθιάς αγάπης της για ποιητική έκφραση. Επιφανείς του χώρου έχουν εκφραστεί θετικά, επαινετικά, ενθουσιαστικά για την ποίησή της, η οποία ξεχειλίζει από συναισθήματα. Επαίνους εκφράζουν ο Αθανάσιος Ζέρβας, ο Θανάσης Νιάρχος, ο Γιώργος Βέης, ο Σαράντος Καργάκος, ο Κυριάκος Ντελόπουλος.
Η Σιώμου είναι μία λυρική ποιήτρια, η οποία δεν στέκεται στις ταμπέλες και δεν παρακολουθεί τα ποιητικά ρεύματα πώς πάνε κι έρχονται, τα κινήματα πως έρχονται και παρέρχονται και εκείνα που παρέρχονται πάλι επανέρχονται. Ερήμην όλων και όποιων ανανεώσεων η Σιώμου γράφει με την καρδιά της, στον ρυθμό που εκείνη της υπαγορεύει∙ γράφει έτσι όπως νιώθει. Είναι πηγαία ποιήτρια και πριν από την όποια τεχνική –απέκτησε ή όχι- έχει ποιητική διάθεση. Έχει διαβάσει ποιητές και έχει συγκινηθεί.

Όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης Να ’χεις ή όχι γράψει ποιήματα δεν έχει τόσο σημασία όσο να ’χεις παθιαστεί, σκιρτήσει γι’ αυτά που, έτσι κι αλλιώς, οδηγούν στην ποίηση∙ και η Σιώμου ζει για να μεταγράφει σε ποίηση όλα εκείνα για τα οποία σκιρτά και παθιάζεται.
Ο ογκώδης τόμος περιλαμβάνει τις ενότητες: Σπονδή Ονείρου, Εν Γη Ερήμω, Μαγιοστέφανο, Attica, Εις Μνήμην Ουτοπίας, Ερωδιού η Κατοικία, Αλκυονίδες. Κάθε μία από αυτές τις ενότητες ή, καλύτερα, παλαιότερες συλλογές, που σ’ αυτόν τον τόμο επανέρχονται, χωρίζεται σε άλλες μικρότερες, τακτοποιημένες καλλιγραφημένες, συναισθηματικά φορτισμένες.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής η ποιήτρια μας ενημερώνει για τις ενέργειες που έκανε και τι μέλλει να κάνει. Το χρέος της στην αγάπη∙ αυτό θα κάνει. Με μία ελυτική επίδραση – «με του λύχνου νυχτέρι» κατά το «με το λύχνο του άστρου τους ουρανούς επήρα» προβαίνει στις προγραμματικές της δηλώσεις:
«Δε θα δώσω ούτε λίγη/ σημασία στο τίποτα/ στη ζωή μου έταξα/ Και θε να βρω χαρά στο απλό το τριφύλλι/ σε πελάγου πνοή» Κάπως έτσι και η αρχή έγινε.
Η μακρά ονειροδρόμος εξομολόγηση θα τελειώσει με θλίψη. Δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και η ποιήτρια εκεί θα νιώσει την πρώτη της πληγή:
Κυλάνε τα χρόνια κι η ζήση μας χάνεται
και μόνο στη σκέψη το όραμα ζει.
Τραγούδι του γκιώνη το κλάμα στο λιόγερμα
και μητ’ ένα αηδόνι για μας τραγουδεί.

Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το ποίημα «Φεγγαρόσκονη» με τη νοσταλγική περιπλάνηση σ’ έναν κόσμο που δεν ανταποκρίθηκε. Δεν απέχει πολύ από την Σαπφώ που και εκείνη ξαγρυπνά μόνη, κοιτώντας τον ουρανό και το φεγγάρι:

Δε με σεργιάνισες απόψε στο φεγγάρι.
Κι ήταν ολόγιομο κι είχε μια τόση χάρη.
Δε μου τραγούδησες απόψε την μπαλάντα.
κι ήταν η νύχτα μαγική, ήταν γεμάτη άστρα.

Η Σιώμου ενώ πατάει γερά στη γη, πετάει στους ουρανούς κι από εκεί ψηλά επισκοπεί τα ανθρώπινα. Η ποίησή της είναι γεμάτη από χριστιανική αγάπη, αλλά και θλίψη, έστω και αν μεταπλάθει δημιουργικά τον θρησκευτικό μύθο, όπως συμβαίνει στα ποιήματα «Του παραλυτικού», «Πού έδυ σου το κάλλος;» και σε άλλα. Θα ήθελε αλλά δεν μπορεί να διορθώσει τα λάθη. Να τα επισημάνει μόνο μπορεί
Η Σιώμου εναλλάσσει ποιήματα με πεζά, αλλάζοντας ρυθμούς αφήγησης, ρυθμούς αναπνοής, για να δώσει στο επιφώνημα της ψυχής το ανάπτυγμα το ικανό να αποδώσει κάθε απόχρωση συναισθηματική, κάθε πικρή σκέψη και γεύση, όπου πάσα φενάκη απέπτη, όπως έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος:

Περί ποιήσεως, λοιπόν

Ρούχα πλυμένα απλωμένα στο σχοινί
να στεγνώσουν στον άνεμο, στη ζέστη του ήλιου.
Και τ’ άπλυτά μου ποιήματα
εκδοθέντα στη γνώση του αδιάφορου κόσμου.
Για να τα σχολιάσουν γνωστοί και άγνωστοι.
……………………………..
Για να μαδήσουν φτερό φτερό τις επωμίδες αίγλης
από τους δήθεν αδύναμους ώμους μου.

Είναι φανερή η πικρία για κείνο που με τόσο κόπο γέννησες και τόση ευκολία οι άλλοι διαβάζουν ή δεν διαβάζουν ή λένε πως διαβάζουν.

Άλλοτε είναι αναλυτική, δίνει χώρο στις σκέψεις να αναπτυχθούν, άλλοτε γίνεται συνοπτική, επιγραμματική, η ορθολογιστική σκέψη κερδίζει μέσα από την υπόθεση όπως στη στερεομετρία, έστω σημείο χι στο κενό π.χ. ή με τα λόγια της ποιήτριας:
Εξ ορισμού η ουτοπία δεν έχει τόπο να σταθεί.
Απλώς, οι άνθρωποι στηρίζονται πάνω της.

Γιατί, όπως και να το κάνουμε είναι καλύτερα να ζούμε με την αυταπάτη πως υπάρχει κάτι που δεν υπάρχει, παρά με τη σιγουριά της ανυπαρξίας.
Από στερεομετρία ξέρει καλά ο ποιητής: Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από τη Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της. και η Σιώμου φαίνεται πως καλά τον έχει καθίσει βαθιά στην καρδιά της. ποιον Όλους:
και ιδού άλλο παράδειγμα
Μια πεταλούδα έγειρε /στου νούφαρου το μίσκο
κι ο γλάρος που ταξίδεψε/ στην άκρη τ’ ουρανού
λες κι έσυρε τη σκέψη σου/ στον ελαφρύ του ίσκιο
κάτι λογάκια σου γλυκά / στα τρίσβαθα του νου

Και ποιος δεν ένιωσε εδώ, σ’ αυτούς τους στίχους, το σκούντημα του Διονυσίου Σολωμού;
και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο…

Κορφολογώντας από τον μέγα θησαυρό, το όνειρο που γράφει ύμνους, το άπειρο και την υπόστασή του, και από εκεί, από το άπειρο, πάλι στο εδώ της Αττικής και της γειτονιάς, στην «Πέλοπος 21», με τα χορτάρια τα απλά «τα μέρη τα παλιά τα χιλιοπατημένα», τα θυμάρια, τις παπαρούνες, τα στάχυα των αγρών, «το κουλούρι το σουσαμωτό φρέσκο απ’ το φούρνο και ζεστό». Η Σιώμου σε όλα τα ποιήματα της υμνεί τη ζωή και τα αγαθά της, τα απλά και καθημερινά και σ’ αυτό μας θυμίζει τον Γιάννη Ρίτσο στην Ποίηση του οποίου και τα πιο ασήμαντα πράγματα εξαγιάζονται. Είναι οι φορείς μιας παράδοσης και αυτήν την παράδοση η ποιήτρια την συνεχίζει.
Τα ποιήματα έχουν τοπόσημο συχνά αμερικανικό: Long Island, York River,Chesapeake, Singer Island, Palme Beach Florida και ημερομηνία σύνθεσης. Με άλλα λόγια γράφει ποίημα, του δίνει όνομα, τόπο και τον χρόνο, κάνει αυτό που συμβουλεύει ο Γιώργος Σεφέρης:
Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο τη μέρα τ᾿ όνομα τον τόπο και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.
Πού; Στην αγκαλιά της θάλασσας της πανδέγμονος, όπως λέει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αυτής που δέχεται τα πάντα. «Μποτίλια στο πέλαγο» θεωρεί ο Σεφέρης το ποίημα, αυτό που η Σιώμου αναλύει: στους φίλους που το δίνεις με αφιέρωση κι αυτοί δεν το διαβάζουν. Εκείνη όμως δεν το βάζει κάτω:
Τράβα κι εσύ καρδιά κουπί/ στου ονείρου τη χρυσοπηγή./ τράβα κουπί στο ποθητό/ της μοίρας σου ήτανε γραφτό.
Η Λία Σιώμου σπούδασε μια ορθολογιστική επιστήμη, μας το είπε στο αφτί του βιβλίου της. Μέσα της είχε ένα ηφαίστειο που κόχλαζε και εκτίναξε τη λάβα σε ποιήματα.
Όπως είπα και στην αρχή, δεν ακολουθεί θεωρίες και σχολές. Ακολουθεί την καρδιά της, φέρνοντας τη λυρική ποίηση στη πρώτη αρχή της, στα πράγματα που αγγίζει και νιώθει και στα συναισθήματα της που είναι ποταμός ορμητικός.
Το βιβλίο της, τόμος συγκεντρωτικός, υποθέτω, κοσμείται από πολύ ωραίες εικόνες. Ακόμα και η γραμματοσειρά είναι και αυτή «λυρική», οπτική έκφραση της ψυχής της. Δεν θα σταματήσει να δημιουργεί. Γεννήθηκε για αυτό. Την συγχαίρω από καρδιάς και τελειώνω με το παρακάτω τετράστιχο, που ταιριάζει της Αθήνας αλλά και κάθε τόπου:

Πες το τραγούδι που μια κιθάρα
γλυκοτραγούδαγε τις βραδιές
μη και σιγάσει του νου η αντάρα
μη και στερέψουνε πια οι πηγές

Προβλέπω πως οι πηγές δεν θα στερέψουν και θα έχουμε κι άλλους εύχυμους καρπούς.

.

 

ΑΣΠΑΣΙΑ ΓΚΙΟΚΑ

Περι ου 2/12/2023

Η Λία Σιώμου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Χημικό τμήμα του πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ έκανε μεταπτυχιακό στη Βιοχημεία στο Πανεπιστήμιο του Michigan (Michigan State University). Όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή του βιβλίου, η ποιήτρια μετανάστευσε σε νεαρή ηλικία στην Αμερική και φαίνεται ότι το γεγονός αυτό άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στον ψυχισμό της αλλά και στην ποίησή της.

Έχει δημοσιεύσει μέχρι τώρα επτά ποιητικές συλλογές, ενώ ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί και παρουσιαστεί στην Ελλάδα και την Αμερική, όπου είναι και η μόνιμη κατοικία της.

Το παρόν βιβλίο σε έκδοση Ελευθερουδάκη, περιέχει ποιήματα γραμμένα από το 1995 ως το 2011. Στην ουσία είναι ένας συγκεντρωτικός τόμος που απαρτίζεται από όλες τις προηγούμενες συλλογές της ποιήτριας: Ερωδιού η κατοικία / Αλκυονίδες, 2000 (Εκδόσεις Δωδώνη) και Μαγιοστέφανο, 2003 / Σπονδή ονείρου, 2006, / Εν γη ερήμω, 2007 / Attica, 2014 / Εις μνήμην ουτοπίας, 2014 (Εκδόσεις Γαβριηλίδης). Είναι ένα αρκετά μεγάλο βιβλίο που αποτελείται από 445 σελίδες και όπου έχουν αναπαραχθεί με ωραία χρώματα και σχέδια τα εξώφυλλα των προηγούμενων συλλογών.

Ο τόμος αποτελείται κυρίως από ποιήματα, όμως παρεμβάλλονται και λίγα πεζά. Κάποια από τα ποιήματα είναι έμμετρα, άλλα με σποραδικές ομοιοκαταληξίες, τα περισσότερα φέρουν ένδειξη χρονολογίας ή και τόπου γραφής.

Ήδη από την αρχή, θα διαπιστώσουμε ότι η ποιητική γλώσσα όχι μόνον ως γραφή, αλλά και, κυρίως, ως ήχος ρέει απρόσκοπτα δροσερή και λαγαρή προκαλώντας ευχάριστη έκπληξη στον αναγνώστη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολλά ποιήματα της Σιώμου έχουν μελοποιηθεί.

Σε μια πρώτη ματιά και κρίνοντας από τους τίτλους των ποιημάτων βλέπουμε ότι ακούγονται με μεγάλη ευκρίνεια οι ήχοι, φυσικοί ή μουσικοί, αυθεντικοί ή έντεχνοι με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται το άκουσμα ως το κυρίαρχο στοιχείο των ποιημάτων. Οι λέξεις που αναπνέουν αβίαστα και ο στίχος που αυτονομείται στις περισσότερες περιπτώσεις προκαλούν τον αναγνώστη σε μια συνεχή και ενδιαφέρουσα συνομιλία. Είναι σαν να συνδεόμαστε με όλο το βάθος της αρχέγονης λαλιάς, ενώ μας έρχεται στο νου αυτό που είπε ο Σεφέρης στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Nόμπελ (τον Δεκέμβριο του 1963), μιλώντας για την αρχή της ποίησης:

«Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης».

Είναι αλήθεια ότι τα ποιήματα της Σιώμου κάθε στιγμή μας καλούν σε μια επικοινωνία με αυτή την ανάσα, αλλά και σε μια άσκηση της εμπιστοσύνης μας.

Η κυριαρχία του ηχητικού στοιχείου και η μουσικότητα της γραφής έχει ως αποτέλεσμα την εγγύτητα των ποιημάτων με τη μουσική. Το γεγονός, εκτός από τη δραστική επενέργεια που επιφέρει στο ηχόχρωμα του στίχου, επιδρά και στην ενίσχυση της ελληνικότητάς του, αφού ενσωματώνονται εκεί ποικίλα ελληνικά ακούσματα. Ανακαλείται κυρίως η μελωδία της ορθόδοξης εκκλησιαστικής μουσικής, αυτής που αντηχεί στις ελληνικές εκκλησίες όλες τις μεγάλες γιορτές της Ορθοδοξίας. Χαρακτηριστικά είναι ποιήματα με τίτλους, όπως:

«Ακολουθία νυμφίου», σ. 32, «Που έδυ σου το κάλλος», σ. 64, «Λιτανεία», σ.256,

«Ολονυκτίες», σ. 265.

Ακόμη και η σπάνια μέσα στο ποίημα αναφορά ονόματος ανθρώπου αφορά την εκκλησιαστική μουσική, όπως π. χ. αυτή που σχετίζεται με τον γνωστό ιεροψάλτη Καψάσκη, ο οποίος έψελνε για πολλά χρόνια στην εκκλησία της αγίας Ειρήνης στην Αθήνα, εκκλησία που συνδέει την ποιήτρια με το παρελθόν της στη γενέθλια γη.

Να ’τανε του Καψάσκη η αξέχαστη φωνή
που ύμνους γέμιζαν μ’ αυτήν

οι γαλανοί Αττικοί ουρανοί; «Ειρήνη ευλογημένη», σ. 205.

Τα ελληνικά έθιμα, οι γιορτές και οι τελετές της ορθοδοξίας, όπως το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, ο Ευαγγελισμός και άλλες μικρότερες που σηματοδοτούν την ελληνική παράδοση περιγράφονται με τη βοήθεια μιας μνήμης που ωραιοποιεί και εξιδανικεύει. Για τον σκοπό αυτό αξιοποιούνται στίγματα γεωγραφικά που εντάσσουν τα ποιήματα σε ένα περιβάλλον ελληνικό.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συλλογή με τίτλο Attica, όπου η νοσταλγία της ποιήτριας συνδέει το παρόν με το παρελθόν και με αυτόν τον τρόπο αναδύονται γλυκές αναμνήσεις και νότες νοσταλγικές.

Είναι φανερό επίσης ότι εδώ η ελληνική φύση πρωταγωνιστεί βοηθώντας με τον τρόπο της στην δια της μνήμης αναπαράσταση της γενέθλιας γης. Πάμπολλα άνθη από την ελληνική γη, όμορφα και περήφανα, ή ταπεινά και συνηθισμένα έχουν την τιμητική τους θέση στις ποιητικές συνθέσεις δίνοντας έναν τόνο γνήσιας ελληνικότητας.

Χαρακτηριστικό το ποίημα «Οι βιολέτες της αγίας Ειρήνης», όπου οι μνήμες από τα εγκώμια που ψάλλονται την Μεγάλη Παρασκευή, το αθηναϊκό τοπίο, τα άνθη της βιολέτας που στολίζουν τον επιτάφιο και όλες οι μυρωδιές της ελληνικής άνοιξης, συνθέτουν έναν ωραίο πίνακα. Είναι ένας πίνακας που διεγείρει όλες τις αισθήσεις, ώστε μέσα από μαγικές εικόνες συναισθησίας, όπως τις ζωντανές περιγραφές, τα νοσταλγικά αρώματα και τους ήχους της μουσικής, η ποιήτρια αναζητά και τελικά πετυχαίνει να αναπαραγάγει με επιτυχία ένα βιωμένο παρελθόν:

Κάτι βιολέτες δροσερές
και μυρωμένες τότε
στα χέρια μας τ’ αγκαλιασμένα
μαραθήκαν.
Τα μύρα τους μια Πασχαλιά
μέθη το είναι μας ποτίσαν
κι εκεί τ’ ανθάκια σβήσαν.

Και ήσανε Επιταφίου άνθη
μιας Πασχαλιάς στολίδια μυροβόλα
Μ’ εγκώμια τραγουδισμένες ήσαν βιόλες
στης Πλάκας τα στενά σοκάκια

στης εκκλησιάς μου γύρω τα δρομάκια. «Οι βιολέτες της Αγίας Ειρήνης», σ. 204.

Οι αναφορές, άμεσες ή έμμεσες στην εκκλησιαστική γραφή πάντα εμπλέκονται και προσδιορίζουν σκέψεις, κυρίως για το παρελθόν καθώς η μνήμη ταξιδεύει στην παιδική ηλικία, στους νεανικούς έρωτες, ή σε όμορφα βιωμένες στιγμές. Αναδεικνύονται έτσι οι χριστιανικές παραδόσεις με τις οποίες είναι εμποτισμένος ο ελληνικός τρόπος ζωής, αλλά και φράσεις από τη γραφή που έχουν πια αποκτήσει μια δική τους επιτελεστική σημασία στο ελληνικό λεξιλόγιο. Είναι ενδεικτικοί οι παρακάτω τίτλοι:

«Του παραλυτικού», σ. 61
«Που έδυ σου το κάλλος», σ. 64
«Ισκαριώτης», σ. 82
«Πρόβατα και ερίφια», σ. 84.
«Προσδοκώ ανάσταση νεκρών», σ. 233
«Λιτανεία», σ. 256
«Ους ο θεός», σ. 257
«Ολονυκτίες», σ. 265
«Οστέα τεταπεινωμένα», σ. 354 κ.ά.

Άλλα ποιήματα με τους τίτλους αλλά και κάποιους στίχους τους απηχούν ή θυμίζουν ελληνικά τραγούδια, λαϊκά ή έντεχνα, μοντέρνα, ή μιας άλλης εποχής. Έτσι, το ποίημα «Παίξε τσιγγάνε», σ. 30, μας παραπέμπει στο «Τρελέ τσιγγάνε», τραγούδι του 1947 που τραγούδησε η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, το ποίημα «Ήλθες κι απόψε», σ. 428 μας θυμίζει το τραγούδι «Ήρθα κι απόψε» του 1961, ενώ το ποίημα «Κι αν παρήλθον», σ. 248, συνομιλεί με την πασίγνωστη αθηναϊκή καντάδα του 1934 «Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι» που σε στίχους Γεωργίου Δροσίνη τραγουδιόταν για πολλές δεκαετίες στης Πλάκας τα στενά. Με τα τραγούδια αυτά μεταφέρεται στην ποίηση της Σιώμου η συλλογική αίσθηση του ερωτικού καημού, της μοναξιάς και του χωρισμού, ενώ ταυτόχρονα αναδύονται αναγνωρίσιμα σήματα ελληνικότητας.

Σε άλλα ποιήματα οι πηγές ήχου που καταγράφονται, εκτός από το ότι δίνουν κυριολεκτικά το στίγμα της μουσικής, συντελούν με τον τρόπο τους στην ενίσχυση της μουσικότητας, όπως φανερώνουν οι καθαρά ειδολογικοί τίτλοι τους, όπως, «Το ραδιόφωνο», σ. 138, «Το τραγούδι», σ. 140, «Το ντέφι», σ. 292, «Το τραγούδι του κύκνου», σ. 335, «Μ’ ένα τραγούδι», σ. 333, «Τα τραγούδια μου», σ. 401 κ. ά.

Και ενώ κυριαρχούν τα αστικά τραγούδια, αφού εξ άλλου περιγράφεται μία ζωή μέσα στο άστυ, ή σε μέρη όπου οι άνθρωποι των πόλεων καταφεύγουν για διακοπές και ταξίδια αναψυχής, όμως γίνονται αισθητές, έστω και σπάνιες, απηχήσεις και από στίχους δημοτικών τραγουδιών, όπως π.χ.

Δέντρα πανώρια του βουνού
στον ίσκιο σας να γείρω θέλω, «Δέντρα και φύλλα», σ. 216.

Να επισημάνουμε ότι σε πολλά ποιήματα μπορούμε να αναγνωρίσουμε στοιχεία όπου η ελληνική ταυτότητα αναδεικνύεται μέσα από στίχους Ελλήνων ποιητών· η παράθεση αυτών των στίχων, συνειδητή ή όχι, προσδίδει στην ποίηση της Σιώμου την αρμονία του ελληνικού ήχου μέσα από τη διακειμενική αυθεντία της ελληνικής ποίησης.

Έχει ενδιαφέρον να εντοπίσει κανείς σημεία που φανερώνουν αυτήν την ουσιαστική συνομιλία ανάμεσα στη σύγχρονη ποιήτρια και τους μεγάλους πατέρες της ελληνικής ποιητικής παράδοσης. Ας αναφέρουμε το παράδειγμα του Διονυσίου Σολωμού, όπου π.χ. ο στίχος «του κόσμου την ανεμοζάλη» από το ποίημα «Νυχτολούλουδο», σ. 245, παραπέμπει στο ποίημα «Εις μοναχήν» του εθνικού ποιητή. Το ποίημα «Η φοινικιά», σ. 154 μας θυμίζει τον Κωστή Παλαμά και το ομώνυμο εμβληματικό του ποίημα, ακόμη και ίχνη του Σεφέρη αναγνωρίζουμε, αφού στο ποίημα «Θαλασσινό», σ. 343, ακούγεται η φωνή από το ποίημα «Ερωτικός λόγος» του νομπελίστα ποιητή:

Τα μυστικά της θάλασσας τα ’ζησα στην καρδιά μου
Η αγριάδα του βοριά μου ’σβησε τη χαρά

Ποιήματα εξομολογητικά, τα περισσότερα σε α ΄πρόσωπο, όπου γίνεται αναπόληση στιγμών ωραίων από ένα μακρινό παρελθόν, που αντιπαρατίθεται σε ένα αμήχανο, μίζερο και δυστυχισμένο παρόν. Κάποιες φορές σε αντίστιξη, ενσωματώνεται και η αποστροφή σε κάποιο άλλο πρόσωπο, με το οποίο συνήθως συνομιλεί το ποιητικό υποκείμενο.

Τα περισσότερα ποιήματα αποπνέουν αισθήματα νόστου, ο οποίος όμως είναι εσωτερικός και δεν εξωτερικεύεται με τρόπο κραυγαλέο.

Γράφει η Σιώμου στην εισαγωγή του βιβλίου:

«Στης ζωής τις ανεξιχνίαστες εξελίξεις, στη μακροχρόνια αποδήμηση στην Αμερική, στα σκαμπανεβάσματα της τύχης, στις χαρές και στις λύπες, στις αναζητήσεις, έμεινα πάντα η Ελληνίδα, ο άνθρωπος ο μαγεμένος απ’ την ομορφιά της πατρίδας μου, ο άνθρωπος που συνέχισε να εκφράζεται με τις λέξεις που ’μαθε εκεί, στην κοιτίδα της τέχνης και της επιστήμης, στην κοιτίδα που μου έγινε λίκνο και όνειρο και πνοή αιωνιότητας». Στην εξομολόγησή της αυτή εκφράζει την αμέριστη ευγνωμοσύνη της προς τα όσα της κληρονόμησε η γη της πατρίδας της και τα οποία με αίσθημα ευγνωμοσύνης προσφέρονται πίσω ως ανταπόδοση στον Έλληνα αναγνώστη.

Γιατί, πράγματι, η Ελλάδα είναι παντού, έτσι που αν δεν γνωρίζαμε κάποια βιογραφικά στοιχεία της ποιήτριας, δεν θα πιστεύαμε ότι διαβιεί μακριά από την πατρική γη.

Υπάρχουν στιγμές που ακόμη και αν συγκεκριμένα τοπόσημα φανερώνουν ότι τα ποιήματα γράφτηκαν σε ξένο τόπο, όμως τα ποιήματα ξεχειλίζουν από ελληνικότητα. Ας δούμε μια στροφή από το ποίημα με τίτλο, «Long island memories», σ. 167 από τη συλλογή Attica, όπου είναι εμφανές ότι τα τοπία της ξενιτιάς ανακαλούν αγαπημένα ελληνικά μέρη με τα οποία η ποιήτρια βρίσκει αναλογίες και της δίνουν αφορμή να περιγράψει την ελληνική φύση με μια γνήσια αισθαντικότητα:

Θυμήθηκα τα κύματα
τα γαλανά της Aττικής
τους κάμπους της με τις ελιές
τα στάχυα και τα σκίνα
τα βράχια της π’ ανθίζανε
μικρές, μαβιές οι κυκλαμιές
τους λόφους της π’ ευώδιαζαν
πεύκα, θυμάρια και μυρτιές.

Η θάλασσα, ή οι λίμνες με τα κρύα νερά από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου αποτελούν όχι μόνο ένα γραφικό σκηνικό σε πολλά ποιήματα, αλλά αποκαλύπτουν στοιχεία μιας βαθιάς-γενετικής σχέσης.
Η θάλασσα που πάντα δίνει μια υπόσχεση φυγής και ελπίδας συνήθως αποτελεί το καταφύγιο του ποιητικού υποκειμένου· συνδέεται κι αυτή εξ άλλου με τον νόστο γιατί τις περισσότερες φορές είναι η θάλασσα της πατρίδας.

Η επιστροφή στη θάλασσα που πάντα συμβολίζει την επιστροφή στη μάνα, αλλά και στον θάνατο, είναι η αρχή και το τέλος όλων των πραγμάτων πάνω στη γη, είναι αυτή που θα κλείσει στην αγκαλιά της όλη την ανθρωπότητα, είναι η «Θάλασσα μάγισσα», αλλά και η «Αχερουσία»:

Θάλασσα, μάγισσα εσύ
και πήρες τη χαρά μου.
Θάλασσα, φάροι, στεναγμοί

και τα πικρά όνειρά μου. «Θάλασσα μάγισσα», σ. 44.

Κοίτα η λίμνη μας, το πέρασμα στην άλλη όχθη
Είναι πικρό και γυρισμό δεν έχει. «Αχερουσία», σ. 230.

Σαν το κοχύλι έζησα στης θάλασσας μιαν άκρη
Σαν το κοχύλι γεύθηκα κύματος την ορμή
Με φίλησε η θάλασσα, με πότισε το δάκρυ
Ίσκιο ενός γλάρου χάρηκα σε ουράνια φυγή. «Θαλασσινό», σ. 343.

Θα τελειώσουμε με την παράθεση κάποιων ποιημάτων που φανερώνουν συλλήψεις ρομαντικής πνοής, όπου ο εξομολογητικός τόνος και τα απαισιόδοξα αισθήματα μπροστά στην αδιαφορία του κόσμου προκαλούν τη μελαγχολία αλλά και την αποκάλυψη μιας εσωτερικής δύναμης εκ μέρους του ποιητικού υποκειμένου που θα καταλήξει στην ποιητική δημιουργία μέσα από την ενσυναίσθηση και την αγάπη προς τους ανθρώπους:

«Νυχτολούλουδο», σ. 245

Σαν ένα νυχτολούλουδο
που κλείνει κάθε βράδυ
και την αυγή δειλά δειλά
την ομορφιά του ξετυλίγει
στου κόσμου την ανεμοζάλη.
Έτσι κι εγώ κρυμμένη
μιαν αγάπη φύλαξα
μη τη μολύνει ο νους
του κόσμου γύρω
Μα σαν με βλέπεις
στη ματιά μου φαίνεται
αγάπης μια χαρά
που δεν μαραίνεται.

«Περί ποιήσεως», σ. 78

Ρούχα πλυμένα, απλωμένα στο σχοινί
να στεγνώσουν στον άνεμο, στη ζέστη του ήλιου.
Και τ΄ άπλυτά μου ποιήματα
εκδοθέντα στη γνώση του αδιάφορου κόσμου.
Για να τα σχολιάσουν γνωστοί και άγνωστοι.
Σε πολλούς μάλιστα τα χάρισα
με μια αφιέρωση αγάπης.
Για να μαδήσουν φτερό φτερό τις επωμίδες αίγλης
από τους δήθεν αδύναμους ώμους μου.

«Στήλες άλατος», σ. 66

Όντα ψυχρά κι αμίλητα και απλησίαστα.
Λες κι έπεσε πάνω τους η κατάρα της δημιουργίας.
Τα εκαρίκευσε η απογοήτευση, τα εβαλσάμωσε η πίκρα
τα ακινητοποίησε η προσδοκία, τα εγκατέλειψε τ’ όνειρο.
Παστώθηκαν αλάτι ν’ αποφύγουν τη σαπίλα της ζωής.
Ουκ έχουν ώτα ακούειν και οφθαλμούς ιδείν.
Κι η αγάπη δεν τους αγγίζει, τους επρόδωσε κάποτε
και δεν της το συγχωρούν.
Ο Φρόιντ θα το απέδιδε σε σεξουαλικές στερήσεις.
Ο Ναζαρηνός θα έλεγε ότι αγάπη δεν εγνώρισαν.

Η Σιώμου, γνώρισε την αγάπη, αφού με υλικό από αυτήν δημιούργησε τα ωραία ποιήματά της, όμως και από την πίκρα και την απογοήτευση έλαβε μεγάλο μερίδιο στη ζωή της. Όλα αυτά τα αισθήματα τα ύφανε με ειλικρίνεια, καλοσύνη και γνήσια κατανόηση μέσα από το στημόνι της νοσταλγίας για να τα παραδώσει ως πολύτιμο δώρο ψυχής στους αναγνώστες της.

 

.

.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.