Η Λία Σιώμου ( Λία Αντωνοπούλου ) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Χημικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετέπειτα ήλθε στο Michigan State University (MSU) για μεταπτυχιακές σπουδές, Μαster of Science στην Βιοχημεία.
Εργάσθηκε ως ερευνήτρια στο MSU και στο Northwestern University. Επίσης ως επιστήμων στο U.S Department of Energy στο Argonne National Laboratory.
Ποιήματα της έχουν μελοποιηθεί από τον συνθέτη Δρ. Αθανάσιο Ζέρβα, καθηγητή και κοσμήτορα στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, και έχουν παρουσιασθεί σε κονσέρτα στην Αμερική και Ελλάδα.
Πρόσφατα ( 2022), ο Δρ. Ζέρβας εξέδωσε CD με δέκα τραγούδια πάνω σε ποιήματα της Λίας Σιώμου. σε συνεργασία με την πολύ γνωστή μέσο σοπράνο Αγγελική Καθαρίου, τον σπουδαίο Ρώσσο πιανίστα Ιγκόρ Πέτριν, , και άλλους καθηγητές του Παν/μίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη.
To Hellenic Heartbeat Media (TVRadioWeb) έχει παρουσιάσει στην Τηλεόραση συνδιαλέξεις με τη Λία Σιώμου σχετικές με την ποίησή της. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και σε ανθολογίες.
Τον Φεβρουάριο του 2022 εκδώθηκε από τον οίκο Ελευθερουδάκη το συνολικό της έργο ῾Της Ζωής και της Αγάπης῾, Ποίηση 1995-2011
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ερωδιού η Κατοικία (2001), Δωδώνη
Αλκυονίδες (2001), Δωδώνη
Μαγιοστέφανο (2003), Γαβριηλίδης
Σπονδή ονείρου (2006), Γαβριηλίδης
Εν γη ερήμω (2007), Γαβριηλίδης
Attica (2014), Γαβριηλίδης
Εις Μνήμην Ουτοπίας (2014), Γαβριηλίδης
Της ζωής και της αγάπης (2022), Ελευθερουδάκης
.
.
ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ (2022)
ΣΠΟΝΔΗ ΟΝΕΙΡΟΥ
Εις συναυλίαν
ΣΠΟΝΔΗ ΟΝΕΙΡΟΥ
Εις συναυλίαν
ΣΠΟΝΔΗ ΟΝΕΙΡΟΥ
Στη σπονδή του ονείρου
τις μέρες μου χάρισα.
Και σε λύχνου νυχτέρι
Στου απείρου τους δρόμους
αστέρια και ήλιους
με οδύνη χάραξα.
Στης σελήνης τ’ ασήμι
τις σκιές μου σεργιάνισα.
Και μια λίγη χαρά μου
σε ουτοπίας λιβάδι έταξα.
Μη μου πάρει το κύμα
την πνοή τη στερνή
κάπως έτσι φαντάστηκα
δίχως κάποιο κοχύλι
δίχως κάποια ιαχή
στη στεριά των σειρήνων
την πλώρη να φέρω.
Στου ανέμου το διάβα
τα φτερά μου άνοιξα.
Και εκεί έστω λίγο
του ιβίσκου το χρώμα
και μυρσίνης το μύρο
στον αγέρα χάρισα.
Κάπως έτσι να πάει
σ’ άλλα μέρη τη χάρη
κάπου πέρα το δώρο μου.
Και στους κάμπους της γης
του πολέμου το χάος
την καρδιά μου πάγωσε.
Μήτε στάλα αυγή
στων νεκρών τη σιγή.
Ούτε ένα αστέρι
σε θριάμβων ερέβη
στην καρδιά μου βρήκα.
Των καιρών η σοφία
τον νου μου εζάλισε.
Και στον ίσκιο μιας λεύκας
σαν τα φύλλα θροΐζουν
τα συμβάντα του κόσμου
κάπως λίγο λησμόνησα.
Συντροφιά μου να θέλω
μια απλή αγνωσία.
Κάτι τέτοιο κατέληξα.
Δε θα δώσω ούτε λίγη
σημασία στο τίποτα
στη ζωή μου έταξα.
Και θε να βρω χαρά
στο απλό το τριφύλλι
σε πελάγου πνοή.
Κάπως έτσι το είπα.
14 Σεπτεμβρίου 2003
ΜΗ ΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
Με αγέρι νοτιά
Με μια θλίψη έσμιξα
Κι από κάποια σχισμή
Ονείρου ανταύγεια
Θαρρείς πως είδα
Και στο όνειρο διάβηκα
Και στο όνειρο έσβησα
Μη ρωτήσεις τον άνεμο
Για τ᾽ αχνάρια που πήρα
Μη και έμειν᾽ ανάμνηση
Από όλο το διάβα μου;
Μη και στέφανα δάφνης
Θριάμβων πορεία;
Κάπως έτσι η ανάσα μου
Έσμιξε κι έσβησε
Μ´ ένα κάποιο χαμόγελο
Σε θυσίας θητεία
Και μ᾽ ανέμου φιλιά
Σε μια λήθη έγειρα
Σ᾽ ουτοπίας ορόσημο
Φαντασίας ελπίδα.
Μη ρωτήσεις τον άνεμο
Για τ᾽ αχνάρια που πήρα
Βοριά οι ριπίδες
Σε κύμα αλμύρας
Και εκεί τη χαρά μου
Στο αγέρι έταξα
Κοχύλια της άμμου
Πελάγου αστερίες
Η ζωή μας είπα
Νησιά με την θύελλα
Την άγρια την θάλασσα
Κι εκεί ναυαγός
Μιας μέθης και βρήκα
Ειρήνη στην άμπωτη
Στο όνειρο άφεση
Γραφίδες της πάλης
Μια λίγη ευτυχία
Μη ρωτάς πια τον άνεμο
Για τ᾽ αχνάρια που πήρα
Εσπερινοί λόγοι
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΝΥΜΦΙΟΥ
Κρίνα κι αγγελικές στα μονοπάτια του ναίσκου
Εκεί, ανάλαφρη θωριά διάβηκες σαν αυγή
Κι έμοιαζε όνειρο η στιγμή με τ´ άσπρο φόρεμά σου
Λεμονανθοί κι υάκινθοι στολίζαν το κορμί
Σκιές οι μνήμες σεργιανούν στου δειλινού την ώρα
Με άνοιξης τις ευωδιές σμίγουνε στη σιγή
Και μαργαρίτες κάτασπρες και μύρο από μια βιόλα
Θυμίζουνε την όμορφη του γάμου τελετή
Ω, στα γλυκά τα μάτια σου οι θύμησες τρυγίσαν
Το μέλι το γλυκύτατο, νέκταρ για τη ζωή
Την όμορφή σου την μορφή μοίρες μη και φθονήσαν
Και έδεσαν τα στέφανα μ᾽ αγκάθινο κλαδί;
Κρίνο και η καρδούλα σου και στ᾽ όνειρο εδόθη
Κι ας μάδησαν οι άνεμοι την άδολη χαρά
Μ᾽ αγράμπελη λες έσμιξαν της νιότης σου οι πόθοι
Με δάκρυαπου κύλισαν μα φέραν λευτεριά
Στο εικονοστάσι τώρα προσφορά στεφάνια, ξεχασμένοι όρκοι
Τα χρόνια κύλισαν συρμό πίκρας και ερημιάς
Κισσός στις πέτρες του ναού και στη φτωχή την κόχη
Και παπαρούνες πορφυρές εχρίσαν την καρδιά.
ΛΑΜΠΥΡΙΣΜΑΤΑ
Είδα το κύμα του γιαλού και σε θυμήθηκα
Λεύκας το θρόισμα και γύρισες στο νου
Πως και μια τόση ευτυχία την αρνήθηκα
Παράθυρο που έκλεισε στη ζέστη τ ουρανού
Και με τ᾽ ανέμου τα φτερά ήλθα σ᾽ αγκἀλιασα
Μια μεταμέλεια σ᾽ ερημική πικρή σιγή
Ω, να μπορούσα πάλι λίγο να᾽γερνα
Σ᾽ ονείρου κεφαλόσκαλο και ουτοπίας χλιδή
Σκιές απ ᾽όνειρα και λες και με τυλίξανε
Ιτιάς θαρρείς κλωνάρια θλιβερά, αποπνικτικά
Χρόνια οι ελπίδες σβήσανε ειρηνικά και σμίξανε
Λίμνης ανταύγειες από κάστρα μυθικά
Και παραμύθι, ουτοπίες, άστρα, κρίνανθα
Πλέξαν πολύχρωμο στεφάνι της ζωής
Πνοές καλοκαιριού πια το μαράνανε
Μα μένει πάντα μες᾽ στο νου
Στεφάνι ενός γλυκού Μαγιού
Της λίμνης
THE PIER
Ω, με το κύμα έλα μου
Βάρκα των λογισμών μου
Εκεί να δέσεις τα όνειρα
Στου μόλου την τριχιά
Μη και τ´ αγέρι του νοτιά
μου πάρει τον καλό μου
μη και χαθεί η χαρά μου
σε ξένη ακρολιμνιά
Μια πεταλούδα κι έγειρε
στου νούφαρου το μίσχο
Κι ο γλάρος που ταξίδεψε
στην άκρη τ´ουρανού
λες κι έσυρε τη σκέψη σου
στον ελαφρύ του ίσκιο
κάτι λογάκια σου γλυκά
στα τρίσβαθα του νου
Φύλλων σκιές, νανούρισμα
τ´ ανάριο θρόισμά τους
Κι η βάρκα να λικνίζεται
στα ήρεμα νερά
Παρέα με το άκληρο
το μάταιο πέρασμά σου
Ίσκιοι και σούρουπα μαβιά
η μόνη συντροφιά
Και με τα νούφαρα τα ροζ
που κρύβουν τη θολούρα
Γκρίζου νερού λιμνάζοντος
στην όχθη τη ρηχή
Εκεί η αγάπη μου η παλιά
της λίμνης σημαδούρα
Τα ξωτικά και τα στοιχειά
θα ζει να καρτερεί
20 Ιουνίου 2003
ΑΔΕΙΕΣ ΦΩΛΙΕΣ
Να ‘τανε Θε μου ν᾽ άνθιζε
Στη γη μου ένα άνθος
Με πέταλα, δροσοσταλιές
Και χρώμα ροδαλό
Ένα μικρό και ταπεινό
Κάτι σαν ασφοδίλι
Να το κοιτώ και να θωρώ
Όσα στη γη αγαπώ
Να ᾽τανε στον κατάξερο
Της ερημιάς μου κάμπο
Οι παπαρούνες ν᾽άνθιζαν
Με στάχυα αγκαλιά
Και μαργαρίτες κάτασπρες
Με κίτρινο τον κόρφο
Να τις ρωτώ αν μ᾽αγαπά
Η έγνοια μου η παλιά
Να ᾽τανε στο παράθυρο
Του φτωχικού σπιτιού μου
Μια μαντζουράνα να ᾽δινε
Στον κόσμο ευωδιά
Και κόκκινα γαρίφαλα
Βλέμματα του καλού μου
Να στόλιζαν την έρημη
Την άδεια μου φωλιά
21 Ιουλίου 2004
ΕΝ ΓΗ ΕΡΗΜΩ
Και αβάτω
ΣΤΗΛΕΣ ΑΛΑΤΟΣ
Όντα ψυχρά κι αμίλητα και απλησίαστα.
Λες κι έπεσε πάνω τους η κατάρα της Δημιουργίας.
Τα εκαρίκευσε η απογοήτευση, τα εβαλσάμωσε η πίκρα
τα ακινητοποίησε η προσδοκία, τα εγκατέλειψε τ’ όνειρο.
Παστώθηκαν αλάτι ν’ αποφύγουν τη σαπίλα της ζωής.
Ουκ έχουν ώτα ακούειν και οφθαλμούς ιδείν.
Κι η αγάπη δεν τους αγγίζει, τους επρόδωσε κάποτε
και δεν της το συγχωρούν.
Ο Φρόιντ θα το απέδιδε σε σεξουαλικές στερήσεις.
Ο Ναζαρινός θα έλεγε ότι αγάπη δεν εγνώρισαν.
Γενάρης 2005
ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ
Τόσα πολλά τα είδη γύρω μου
τα παιδικά παιχνίδια, τα ενδύματα, τα κοσμήματα
στα τόσα και τόσα καταστήματα.
Λαβύρινθος η αναζήτηση του επιθυμητού
κατά ύψος και πλάτος, κατά διανοητικές διαστάσεις.
Και τόσος ο κόσμος που πάει κι έρχεται ολόγυρά μου.
Με ταλαιπωρούν θαρρείς όλ’ αυτά.
Και τ’ άστρα στο στερέωμα απείρως πολλά.
Και η απόσταση μεταξύ των αστέρων έτη φωτός.
Όση και η δική μου από τους συνανθρώπους μου.
Χαμένη νιώθω, μικρή
σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.
Και ανύδρω
INCOGNITO
Incognito διαβήκαμε
σ’ αυτόν το βίο.
Μασκαρεμένοι εμείς,
μύωπες και οι γύρω
κανείς δεν μας κατάλαβε
κι είναι στερνό το αντίο.
ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
Ρούχα πλυμένα, απλωμένα στο σχοινί
να στεγνώσουν στον άνεμο, στη ζέστη του ήλιου.
Και τ’ άπλυτα μου ποιήματα
εκδοθέντα στη γνώση του αδιάφορου κόσμου.
Για να τα σχολιάσουν γνωστοί και άγνωστοι.
Σε πολλούς μάλιστα τα χάρισα
με μια αφιέρωση αγάπης.
Για να μαδήσουν φτερό φτερό τις επωμίδες αίγλης
από τους δήθεν αδύναμους ώμους μου.
Φεβρουάριος, 2004
ΜΑΓΙΟΣΤΕΦΑΝΟ
Ένα όνειρο γράφει τον ύμνο
ΑΓΡΑΦΕΣ ΝΟΤΕΣ
Μουσική δεν χάρηκα σαν τότε και σαν πρώτα
μείναν σιντί και δίσκοι κρυμμένα στη σιωπή
κείνα τα χρόνια κύλησαν, τα χρόνια μας τα πρώτα
κύλησαν κι οι ελπίδες μας και τίποτα δεν ζει.
Ω μελωδίες άγνωρες της ρίμας και του πόθου
τραγούδια, νότες και βιολιά θαμμένα μες στον νου
να ταν να ‘ρχόσασταν ξανά μ’ ανάσα, γεύση όρκου
ειπωμένου μ’ ένα βούρκωμα σε φως εσπερινού.
Μείναν οι νότες άγραφες, τα λόγια γίναν έλη
μέσα σε βούρκο άχαρο μιας γκρίζας σιωπής
και μια σιγή απ’ τον βυθό, πνοή απ’ τα ερέβη
ετύλιξε τ’ ανείπωτο τραγούδι της ψυχής.
Ω, φέρε μ’ έναν άνεμο της λευτεριάς ανάσα
και γεύση απ’ το αιώνιο που καίει στην καρδιά
και έναν χείμαρρο βροχής στης ζήσης μου το διάβα
να πάρει με το ρεύμα του τη θλίψη απ’ τη ματιά.
3 Ιουλίου 2002
ΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Φέρε μου μ’ έναν άνεμο
τις θύμησες του νου σου
και με την αύρα της αυγής
φέρε μου τα τραγούδια
Κείνα τα χρόνια πέρασαν
τα χρόνια μας τα λίγα.
Φέρε τις θύμησες σ’ εμέ
μ’ αγγέλων τα χερουβικά
και με ανέμων τα φτερά
φέρε μου τα τραγούδια!
Κείνα τα χρόνια πέρασαν
Τα χρόνια μας τα λίγα.
Φέρε μου με τ’ απόβραδο
τα μυστικά της μνήμης
σκέψεις παλιές φύλλων σκιές
αγκάλιασμα ειρήνης.
Σαν φάντασμα μες στη σκιά
και σαν του νου μπαλάντα,
τραγούδα μου τον έρωτα
που ζει σ’ εμάς για πάντα.
Μαγιοστέφανο
ΠΑΛΙΟΖΩΗ
Παλιοζωή, σαν το στεφάνι
του Μαγιού θα μαραθείς;
στον λίβα θε να σβήσεις
κάποιου θέρους;
Τα πέταλά σου, όλα,
σκόρπια μύρα της μικρής αυλής
ανάσα θε να γίνουνε
στης γης τους πέντε ανέμους;
ΘΕ ΝΑ ΄ΡΘΩ ΝΑ ΣΕ ΒΡΩ
Θε να ‘ρθω να σε βρω εκεί,
στα κύματα σιμά
να σεργιανίσω τα όνειρά μας
με τους γλάρους
στη χρυσωπή της θάλασσας
την αμμουδιά
να αφεθώ γυρεύοντας
σινιάλα από τους φάρους.
Μη και μ’ αγγίξει
το όνειρο της γης ξανά
μη και τραγούδια
του γλυκού Μαγιού
κάνουν για με
του έρωτα καρτέρι
μη και οι θύμησες
που σβήσανε παλιά
μη και γυρίσουνε
να τυλιχθούν
με της ακτής
το δροσερό τ’ αγέρι.
Μια ουτοπία
η αγάπη στην καρδιά
μας κέρασε χαρά
κι έμειν’ η πίκρα
Σαν τη γλυκιά
της χαραυγής την πινελιά
που έσβησε
σαν δειλινό τη νύχτα.
16 Ιανουαρίου 1999
Cocoa Beach Florida
Απόηχοι
ΟΜΙΧΛΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Ομίχλη και πάλι στης γης τον ορίζοντα
μια πάχνη υγρή παγωμένη
καρτέρι μιας άνοιξης και κάποιας ανάστασης
τα κλώνια θαρρείς και προσμένει.
Ομίχλη στην άχραντη ήρεμη αφάνειά σου
τυλίγεις την πλάση, την κτίση
σαν λίκνο θαρρείς εωθινών αναμνήσεων
υγρής αγκαλιάς σου η φύση.
Ομίχλη στην άυλη γκρίζα νεφέλη σου
την άνοιξη λες νανουρίζεις.
Τα κρύα νεκρά των δέντρων κλαδιά
δροσούλα ζωής τα ποτίζεις.
Ομίχλη τη δόξα μιας άνοιξης
με πέπλα ονείρων σκεπάζεις
με ζέστη απ’ ανέμων ηπίων την άφιξη
μια γη παγωμένη αγκαλιάζεις.
Και λιώνουν οι πάγοι της λίμνης ανώδυνα
σ’ ανάσα μιας αύρας, γλυκιάς προφητείας
ονείρου το θρόισμα άσπιλο κι άχραντο
γεννιέται και παίρνει και πάλι ουσία.
ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΧΤΥΠΑΝΕ ΣΤΗ ΓΗ ΜΟΥ
Σε κάποια λημέρια παλιά μακρινά
μιας ζήσης χαμένης στον χρόνο
ανάμνηση μένει στου νου τα στενά
καμπάνας ο ήχος γλυκός της ο τόνος.
Στου όρθρου την ώρα καμπάνες ηχούν
του ύπνου τη γλύκα χαϊδεύουν
η πλάση, η ψυχή μου στη μέρα ξυπνούν
ονείρων υφές αγναντεύουν.
Σ’ εσπέρας το χρώμα, μοβιά αγκαλιά
τα ουράνια με κάμπους μπλεγμένα
στου ορίζοντα πέρα τη ροζ πινελιά
καμπάνες ηχούν στον αγέρα.
Ω ήχοι της ζήσης παλιοί, μακρινοί
την άμοιρη μνήμη γητεύουν
καμπάνες της γης μου με θεία πνοή
μπαλάντες παλιές ζωντανεύουν.
Μάιος 2001
ATTICA
Πέλοπος 21
ΑΤΤΙΚΗ
Να ταν τα όνειρα που σεργιανούσαν
στις γειτονιές σου τότε Αττική;
Να ’ταν το μύρο απ’ τα θυμάρια σου
π’ ανέπνεε γι’ αγέρα η ψυχή;
Να ’ταν οι παπαρούνες που ’διναν
στους κάμπους της ψυχής το χρώμα;
Να ’ταν τα στάχυα των αγρών
που πρασινίζαν στην καρδιά τα όνειρα
και στο φτωχό το χώμα;
Να ’ταν τα πεύκα σου και οι μυρτιές
που γέμιζαν τον νου με ευωδιές;
Να ’ταν η αγάπη για τον ουρανό
τον αίθριο τον γαλανό;
Να ’ταν το άρωμα μιας πασχαλιάς
τα ανθάκια της τρελής της μυγδαλιάς
μιας κυκλαμιάς απλής των βράχων
τα μικρά, μαβιά ανθούλια
που γέμιζαν τον νου με όνειρα
κι ανθίζαν στην καρδιά τα γιούλια;
20 Νοεμβρίου 1996
ΜΙΑ ΘΛΙΨΗ
Υπάρχει μια θλίψη
μια τύψη στη ζήση της
το όνειρο λες
ματαιότης προσμένει
Χαράζει μαχαίρι
το γέλιο που τόλμησε
χαρά στη ζωή της να φέρει.
Σφραγίδα ο τάφος
στου νου τον λαβύρινθο
Το στίγμα του χάρου
με τύψη αγγίζει
την κάθε ελπίδα
που άνομα τόλμησε
γλυκιά τη ζωή να θυμίζει.
Το βήμα της σέρνει
συνάμα στον άνεμο
Νερό που κυλά
στη φυγή δραπετεύει.
Τη μοίρα την άκληρη
πέρα στη θάλασσα
εκεί το κρίμα να πνίξει γυρεύει.
Ένας πατέρας και μια κόρη
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
Μια κάποια χειμωνιάτικη βραδιά
Χριστούγεννα γιορτάσαμε μαζί
στο σπίτι σου στην Κηφισιά.
Κι ήταν το δέντρο εκεί, μικρό
μες στο σαλόνι
Είχε πολύχρωμες μπαλίτσες στα κλαδιά
τούφες βαμβάκι για το χιόνι.
Ήταν τα πρώτα μου Χριστούγεννα
Το πρώτο δέντρο που θυμάμαι.
Κι ήταν να φύγω κι έκλαιγα
και ζήταγα το δέντρο μου
μαζί μου να το πάρω
στο σπίτι της μαμάς μου.
Εφύγαμε μες στη νυχτιά μαζί
Και είχες στην αγκάλη σου
στο ένα χέρι εμένα τη μικρή
και στ’ άλλο ολόκληρο το δέντρο.
Με τα στολίδια του και τη χαρά μου
κρεμασμένα απ’ τα κλαδιά του.
Και έλαμπε η παιδική μου η ψυχή
σαν το χρυσό αστέρι στην κορφή.
Μας είδαν οι διαβάτες οι περαστικοί
στα σκοτεινά της γειτονιάς δρομάκια
Μας είδανε και μες στο αστικό λεωφορείο
κάτι επιβάτες κουρασμένοι, νυσταλέοι
Έναν πατέρα να κρατάει στην αγκαλιά
το παιδί του το μικρό στο ένα χέρι
και με τ’ άλλο να βαστάει τ’ αστέρι.
Χριστούγεννα 1995
ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΚΑΤΙ
Ήταν και κάτι όμορφα
ζωάκια κρυσταλλένια
δώρα όλα από σένα
παρέα να κρατάν σε μένα.
0 άσπρος ο κύκνος
το μπεζ κουνελάκι
ο γκρίζος ελέφαντας
το καφέ ελαφάκι.
Για χρόνια πολλά
στου μπουφέ το δισκάκι
θυμίζαν εσένα, αγάπης δωράκια
τα μόνα για μένα.
Τα άλλα η μητριά μου
τα ‘χε όλα παρμένα
Από να παιδάκι εμένα.
Οι βιολέτες της Αγίας Ειρήνης
ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ
Μας ένωσε η ομορφιά της γης
μας ένωσε το πνεύμα των αιώνων
μας άγγισε η δρόσος μιας αυγής
μας τύλιξε η μαγεία των πρώτων χρόνων.
Σ’ αγνάντεψα στη δόξα μιας ανατολής
σε πρωτοφίλησα στο φέγγος μιας σελήνης
των αστεριών η λάμψη μ’ έλουσε για σε
των κάμπων οι πνοές σε τύλιξαν για με.
Και τα πουλιά τραγούδησαν για μας
στων δέντρων τα φυλλώματα στα δάση
οι παπαρούνες του αγρού ανθίσανε για μας
κρίνα κι αγράμπελη έγιναν
μαγιάτικο στεφάνι στα όνειρά μας.
Οκτώβριος 1995
ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ
Περίμενε του είπε καθώς εκείνος έφευγε
μ’ ανείπωτες πάντα τις σκέψεις, μυστικές
Μα εκείνος μάκραινε, χανότανε
στης νύχτας το σκοτάδι σιωπηλός
πικρά, ανείπωτα τα μυστικά του.
Περίμενε και πάλι ψέλλισε
και την αλήθεια θα ’θελα να μάθω
Κοίτα η λίμνη μας, το πέρασμα στην άλλη όχθη
είναι πικρό και γυρισμό δεν έχει
Μη βιάζεσαι, πες μου τα λόγια τα γνωστά
αυτά που χρόνια μου ψιθύριζες
στην ίδια, τη γνωστή σε μας ακρολιμνιά.
Κρύα τα ήρεμα νερά, πόσο μακριά σε παίρνουν
Και χάνεσαι! Αμίλητος, σιωπηλός για πάντα.
Θυμήσου ένα απόβραδο στη βάρκα μας
Λίκνιζες με το κύμα τους καημούς σου
Ανάλαφρη η δροσιά στους ώμους μας
Κανείς δεν ήξερε πού πάμε
Το βλέμμα σου που κάτι πάντα έκρυβε
Στοχαστικά το κύμα ακολουθούσε.
Κι ήταν ομίχλη, άφαντος ο ορίζοντας
μες στις σκιές χαμένος.
Περίμενε λες ψέλλιζε το είναι μου
Όλα τα χρόνια σε άχαρο βυθό πνιγμένα
Πριν φύγεις μίλα μου τον πόνο σου
Αβύσσου της ζωής σου τα συντρίμμια.
Ας περιμένει κι ο βαρκάρης στη σιωπή του
Τους χωρισμούς που είδε, και πόσους δεν είδε
Δεν τους πόνεσε. Ακίνητος και απαθής
Πάει, γυρνά απ’ όχθη σ’ όχθη
Ψυχρή κι η υγρασία του νερού τον σκέβρωσε
τα δάκρυα των θνητών τον πότισαν αφιόνι.
Αστροφεγγιά ο ουρανός και τη σελήνη κάλυψε
κιτρινισμένη λήθη
Ανέμου αργοσάλεμα τραβά μόνο την πλώρη
Τον άνεμο δεν τον ακούς πώς σέρνεται;
φύλλα πώς γυροφέρνει στη νυχτιά;
Σιμά σου κι όλο τριγυρνά, λόγια μη και σου πάρει.
Λες και πονά κι αυτός για με
ψάχνει, γυρίζει, δέρνεται
του νου σου λες και τριγυρνά
τα μονοπάτια τα θλιμμένα
τις σκέψεις σου μη βρει εκεί
στα μνήματα της λήθης που φωλιάσαν.
Μίλα στον άνεμο αν θες. Ξέρεις γιατί…
Θα ’ρθει μετά, αύρες θα δέσει, ψίθυρους
δίπλα σε με θα γείρει. Θα μου τα συζητήσει.
Ανείπωτη, ασήκωτη πικρία
Ρινίδες φεγγαριού στον ίσκιο σου
Κι εσύ διαβαίνεις μακριά και φεύγεις μόνος
Μόνος το βάρος μιας ζωής πώς το σηκώνεις;
Μόνος, αμίλητος, πικρός, κι εγώ δεν ξέρω
πού να στηριχτώ, δεν με κρατά η βαρύτης.
Το κοιμητήρι πέρα στην ακρολιμνιά
τώρα θαρρείς και φάνηκε.
Ψυχρές, αμίλητες κι οι γκρίζες πέτρες.
Με δέντρων τα θροΐσματα αγκαλιάστηκαν
Φεγγαρακτίνες στη νυχτιά τις έντυσαν ασήμι.
Και άφατη και νεκρική σιγή
στις πέτρες, στην καρδιά μου.
Κρυφός, απόκοσμος και χάνεσαι
στης χειμωνιάς το ξεροβόρι αφανισμένος.
Αμίλητος, το βήμα σιωπηλό
ήχος ανάλαφρος μες στις σκιές των δρόμων
εκεί που μόνη καρτερούσα για να ρθείς
τα μυστικά σου στην καρδιά μου ν’ αποθέσεις.
Μα στης ταφόπετρας τον ίσκιο έσμιξες
μ’ ακτίνες φεγγαριού της λήθης.
Οκτώβριος 2008
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑΣ
Παλιές Ατλαντίδες
ΜΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Μια μαργαρίτα μου ’πε πως με αγαπάς!
Λες να το πίστεψα; Δεν ξέρω.
Και να ναι αλήθεια, τι θα βγει;
Και πού θα καταλήξει;
Εγώ μακριά, μακριά κι εσύ.
Και η ζωή μας πάει να λήξει.
ΑΛΑΖΟΝΕΙΕΣ
Πέρασές δίπλα σαν σκιά
μ’ αγνόησες στο πλήθος.
Μήτε χαμόγελο ουδέ ματιά
χάθηκα πάλι ασήμαντη
μες στην πικρή μου μοναξιά.
Θε να ‘τανε πολύ να μ’ έβλεπες
και να χαμογελούσες;
Θε να ’τανε πολύ να γύριζες
να με γλυκοκοιτούσες;
Εσπερινοί λόγοι
ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
Σ’ αναζητώ ξανά
στην άσπρη ομίχλη της αυγής
φαντάζομαι πως θε να ρθείς
μέσ από σύννεφο θα βγεις
κρυφά να μ’ ανταμώσεις.
Βροχή κι ομίχλη ο αέρας γέμισε
ένα με την ανάσα σου έγινε
κι ήρθε κοντά μου, τους φόβους μου
να διώξει απ’ την καρδιά μου.
Η αγάπη σου με διατηρεί στη γη
το να σε βλέπω πού και πού μου φτάνει.
Με σένα συζητώ ψιθυριστά και διαλογίζομαι
τα βήματά σου ακούγονται σιμά
και λες σ’ αυτά στηρίζομαι.
ΛΗΣΜΟΝΙΑ
Στης θάλασσας την ήρεμη
την γκρίζα τη γαλήνη
στ’ αγέρα την ανεμελιά
τη δροσερή πνοή
εκοίμισα τις θύμησες
την πίκρα με ειρήνη
εμίλησα στον άνεμο
στης νύχτας τη σιγή.
Summer days
ΑΓΕΡΙΝΟ
Έλα κοντά μου γείρε απόψε
σαν άνεμος π αργοσαλεύει.
Μυρτιάς τα φύλλα με το χνούδι.
Ανάρια σκέψη η σκέψη σου με τύλιξε.
Έλα σιμά, σε θέλω, σε ζητάω.
Στο σούρουπο ψιθύρους δεν ακούς;
Σκιές που σμίγουν με γλυκόλογα
αγάπης δεν τις βλέπεις;
Πάρε με κάπως στα φτερά της τύχης σου
ίσκιος στο διάβα σου πιστά θ’ ακολουθάω.
Και μη σκιαχτείς, αθόρυβα θα χάνομαι
μες στης νυχτιάς τα νυσταλέα τα σοκάκια.
Καλοκαίρι 2010
ΤΟΥ ΓΚΙΟΝΗ
Κύμα το κύμα κρύο νερό
νανούρισε μου του νου τον καημό.
Μη με ξεχάσεις πουλάκι μικρό
τραγούδησε μου χαράς τον συρμό.
Παίξε κιθάρας θεία χορδή
έλα σαν όνειρο τη χαραυγή.
Τι δεν αντέχω τη μοναξιά
μήτε του γκιόνη την ερημιά.
ΕΡΩΔΙΟΥ Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ
In Limbo
ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ
Εκεί που μ’ έσπειρε ο βοριάς
εκεί που φύτρωσα στης γης κάποιο φτωχό λημέρι,
εκεί που άνθησα μικρό λουλούδι μιας χαράς
εκεί που συναπάντησα της μοίρας μου το χέρι
εκεί σας γνώρισα κι εσάς,
συνοδοιπόρους στα δρομάκια της μικρής μου γειτονιάς,
αγκάθια άχαρα και βλοσυρά, ή ανθάκια όμορφα
και δροσερά και τρισχαριτωμένα.
Εκεί σας γνώρισα πολύχρωμα σπαρτάρια της ζωής.
Και μου κρατήσατε γλυκιά παρέα, εφήμερη η τραχιά.
Κι ανθίζατε: μαζί μ’ εμέ στης γης εκείνης τα σοκάκια.
Τα χαραγμένα μες τον νου με κλάματα, με γέλια.
Με πανηγύρια, με τραγούδια
μ’ ευωδιαστά Μαγιού λουλούδια.
26 Νοεμβρίου 1995
ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ
Συνοδοιπόροι της ζωής
περνούν σιμά και μετά χάνονται.
Μας φέρνουν γέλια, κλάματα
γλυκά τραγούδια η πικρά οράματα.
Τους βλέπω να γελούνε η να κλαίνε.
Αλήθεια ποτέ τα χείλη τους δεν λένε.
Τι πανηγύρι η ζωή, τι γιορτινό μεθύσι.
Παλιάτσοι, γύφτοι, αρλεκίνοι
Κάποιας σκηνής μασκαρεμένοι θεατρίνοι.
Μες της καρδιάς τους τα κρυφά τα μύχια
Την κρύβουνε και τη φυλάνε, κάθε
πικρή της ζήσης τους αλήθεια
1 Μαρτίου 1996
Μιλήματα του νερού
ΜΙΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Την αγάπη μου έπνιξα θάλασσα
σ’ αμμουδιές, σε βαθιά ακρογιάλια.
Τα όνειρά μου τα έπνιξα θάλασσα
κουρασμένη η καρδιά μου για άλλα.
Μυστικά σου ψιθύρισα θάλασσα
και οι γλάροι τα πήραν μακριά μου.
Στον αφρό την πικρία ελίκνισα
ανεμώνες νερού τα όνειρά μου.
Στα βαθιά, τα ανήλια τα πλάτη σου
τη χαρά μου τα φύκια την κρύψαν.
Η αλμύρα σου λες κι αποστείρωσε
την πληγή που ‘χε μείνει στα στήθια
Την αγάπη μου κοίμισα θάλασσα
με τραγούδια πουλιών και με ρείκια.
Την αγάπη μου σου ‘δωσα θάλασσα
τις ελπίδες, τη θλίψη, την πίκρα.
Τέλη Ιουλίου 1997
Oregon Coast
ΝΑ ΝΑΙ Η ΖΩΗ;
Να ναι η ζωή το θαύμα που θωρώ
Στου νου τα φωτεινά τα καλντερίμια
Να ναι η αγάπα] σου που τη ζητώ
Ν’ ανθίσουν στην καρδιά τα κρίνα;
Να ναι ο πόνος και το μύρο του
Που μας γεμίζει πλούτο και σοφία
Να ναι οι ώρες που φιλοσοφώ
Και προσπαθώ να διώξω κάποια ανία;
Να ναι τα δάκρυα κι η θλίψη μας
Που γίνονται του νου λουλούδια
Κι αγκάλιασαν και τύλιξαν
Τα όνειρά μας με τραγούδια;
Να ναι η ζωή μια Πασχαλιά
και μια Ανάσταση της φύσης;
Να ναι η ζωή στον τάφο της
Το όνειρο τ’ απατηλό της ζήσης;
14 Απριλίου 1996
ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ
Σαν τα πουλιά
ΑΝΑΜΟΝΗΣ ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ
Ω, το αφτέρωτο πουλί
που ζει στα σωθικά μου
αναμονής το κάλεσμα
που ηχεί στα έγκατά μου!
Ω, η γλυκιά ανατολή
που φέγγει τα σκοτάδια
και της καρδιάς η προσμονή
τι ζεστασιά τα βράδια.
1997
ΣΑΣ ΑΚΟΥΩ ΜΙΚΡΑ ΜΟΥ
Σας ακούω μικρά μου πουλιά εωθινά
να μιλάτε στα κλώνια της ζωής τη χαρά
σας θωρώ να πετάτε τη χαραυγή
της καρδιάς μια ελπίδα λες τραβάτε μαζί.
Τιτιβίσματα τόσα στις κρυφές φυλλωσιές
λες μιλήματα αγάπης μες στις φωλιές.
Ερημιά τώρα μόνο στην δική μου καρδιά
με τον κούκο, τον γκιώνη θα κρατώ συντροφιά.
Σεπτέμβρης, 1998
Αλκυονίδες μέρες
ΠΑΡΕ Μ’ ΑΓΕΡΙ
Ξύπνα ψυχή μου κι άνοιξε
της ζήσης σου το παραθύρι
γιατί είναι ο άνεμος γερός
και θα ξυπνήσει τα όνειρά σου.
Βουίζουνε και σκούζουνε
της φύσης τα στοιχεία
π να τα μάρανε κι αφρίσανε
και κυνηγούν τα δέντρα.
Τα αγκαλιάζουν τα φιλούνε
τη γη ολόκληρη
να τη γυρίσουνε
ανάποδα ποθούνε.
Πάρε μ’ αγέρι πάρε με
και διώξε τον καημό μου.
ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ ΜΝΗΜΗ
Αλκυονίδα η μνήμη στα βράχια
μια νηνεμία κρατά τα πανιά
μια ηρεμία τ’ αγέρι λικνίζει
δεν την φεγγίζει η χαρά τη θωριά.
Μια χαραμάδα φωτός στο σκοτάδι
ήλθε σαν μύρο ονείρου η αυγή
σαν γλάρου πέταμα, εστίας αιθάλη
πόθοι κι αγάπες που σβήσαν στη γη.
Από μιαν όχθη της λήθης λημέρι
μια πέτρα ρίχνω στα κρύα νερά.
Ω, τις ελπίδες η πίκρα εκαρτέρει
σαν τα όνειρά μας γευθήκαν φθορά.
25 Ιανουαρίου 2000
Ηλιοτρόπιο
ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ
Σαν ηλιοτρόπιο έστρεφα
ΤΟ βλέμμα μου σε σένα
μήνες και χρόνια
και μέρες κι αιώνες.
Σαν ηλιοτρόπιο έψαχνα
για ζεστασιά κι αγάπη
για νηνεμία και σιγή
στης γης τους κυκεώνες.
17 Αυγούστου 1996
ΜΙΑ ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Ένα πέταμα γλάρου στα νέφη
μια θολή του χειμώνα αυγή
Μια μπαλάντα που γέννησε έπη
σε τραγούδια δοσμένη πνοή.
Σεπτέμβρης 1996
Τα μιλήματα του γλάρου
ΘΕ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ
Θε να σου πω για τα λουλούδια
που ανθίζουν στην καρδιά μου.
Θε να σου ψάλλω τα τραγούδια
που αντιλαλούν στα όνειρά μου.
Για την φωτιά που μου ζεσταίνει
την καρδιά τα κρύα βράδια
και για τη νοσταλγία που γλυκαίνει
τα πικρά της ζήσης μου σκοτάδια.
Για κάποια ανοιξιάτικη δροσιά αυγής
για τα δικά σου τα μηνύματα της σιωπής
για κάποιου γλάρου πέταμα
στης θάλασσας την άκρη
για τα κοχύλια τα κοράλλια της
στ’ ανήλια και απρόσιτα της βάθη.
Θε να σου ψάλλω κάποιο άσμα κύκνειο
για να σε νανουρίζει τα γλυκά τα βράδια
να σου ξυπνά οράματα και θύμησες
και να γεμίζει τα όνειρά σου μάγια.
16 Απριλίου 1996
Νοσταλγία
ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΣ
Του Σεπτέμβρη μια θλίψη
μια σιγή στο νερό
μια γαλήνη στην τύψη
μιαν ευχή στον αφρό.
Του αγέρα δροσούλα
σαν φιλί στην ψυχή
των ματιών σου η γλύκα
ορθρινή προσευχή.
Της χαράς μου το ταίρι
Ω, γλυκιά προσμονή
Σαν πουλιά στον αγέρα
σαν το φως την αυγή.
Και γυρίζεις σιμά μου
και ας είσαι μακριά
Και σε νιώθω στα μύχια
σαν εστίας φωτιά.
Μίλησε μου για τότε
για καιρούς μακρινούς
θύμισε μου τα νιάτα
με γλυκούς στοχασμούς.
2 Σεπτέμβρη 1996
ΣΤΟ ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ
Ω! ναι, θα ξανάρθεις
Απ᾽ την θάλασσα πέρα
Σελήνης ασήμι
Πνοή απ᾽αγέρα
Φωτιά απ᾽ την άμμο
Που ήπιε τον ήλιο
Ανέμου δροσούλα
Απ᾽ ορέων σκιά
Ω! ναι, θα ξανάρθεις
Φωνή του πελάγου
Γραμμή επουράνια
Σαν πέταμα γλάρου
Ανέμων φιλιά
Σε βράχου σχισμή
Του ήλιου σφραγίδα
Στην όμορφη γη
Ω!, ναι θα ξανάρθεις
Αετός στην φωλιά του
Και γεύση απ ᾽ ελπίδα
Θεός στα όνειρά του
Ω ναι, σαν το στάχυ
Ειρήνη του κάμπου
Ναι σαν το γιούλι
Γαλήνη του νου
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
.
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ
ΜΕΤΑ ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΜΙΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
ΝΑ ‘ΝΑΙ ΔΙΚΑ ΜΟΥ
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
ΠΕΡΙ ΟΥ 19/3/2022
Λία Σιώμου, Της ζωής και της αγάπης, Ποίηση 1995-2011,
Ω, κόρη με τον άνεμο
που σεργιανάς μπαλάντες
στα περιγιάλια του νοτιά
στα μύρα της βροχής
σύρε χορό τις θύμησες
και μέθα με τις χάρες
στο μάγεμα της μουσικής
η ανάσα της ψυχής
Έτσι σαν του αρχαίους ποιητές επικαλείται τη Μούσα η Ποιήτρια, παίρνει τα σύνεργα και τα φτερά της και γράφει. Είναι η Λία Σιώμου∙ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, έγινε χημικός και μετά συνέχισε στην Αμερική σπουδές ανώτατες κι άλλες κι άλλες. Εργάστηκε σε πολλά πανεπιστήμια. Τι θα σπούδαζε αν ξαναγεννιόταν; Φιλολογία! Γιατί; Γιατί αγαπάει την Αττική, την Ελλάδα όλη, αλλά την Αττική πιο πολύ για τον ήλιο, τη θάλασσα και το φως. Για την τέχνη και τον πολιτισμό που η αττική γη γέννησε. Για τα μυριστικά της χόρτα, τις ρήγανες και τα θυμάρια που σου θυμίζουν πως η αγάπη για τη ζωή και την τέχνη γεννήθηκε εδώ.
Με τη σκέψη αυτή, με τις λύπες και τις χαρές που της έτυχαν, η Σιώμου έγραψε και εξακολουθεί να γράφει. Επτά ποιητικές συλλογές της δείχνουν την αδιάσπαστη συνέχεια της παραγωγής της, αποτέλεσμα της βαθιάς αγάπης της για ποιητική έκφραση. Επιφανείς του χώρου έχουν εκφραστεί θετικά, επαινετικά, ενθουσιαστικά για την ποίησή της, η οποία ξεχειλίζει από συναισθήματα. Επαίνους εκφράζουν ο Αθανάσιος Ζέρβας, ο Θανάσης Νιάρχος, ο Γιώργος Βέης, ο Σαράντος Καργάκος, ο Κυριάκος Ντελόπουλος.
Η Σιώμου είναι μία λυρική ποιήτρια, η οποία δεν στέκεται στις ταμπέλες και δεν παρακολουθεί τα ποιητικά ρεύματα πώς πάνε κι έρχονται, τα κινήματα πως έρχονται και παρέρχονται και εκείνα που παρέρχονται πάλι επανέρχονται. Ερήμην όλων και όποιων ανανεώσεων η Σιώμου γράφει με την καρδιά της, στον ρυθμό που εκείνη της υπαγορεύει∙ γράφει έτσι όπως νιώθει. Είναι πηγαία ποιήτρια και πριν από την όποια τεχνική –απέκτησε ή όχι- έχει ποιητική διάθεση. Έχει διαβάσει ποιητές και έχει συγκινηθεί.
Όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης Να ’χεις ή όχι γράψει ποιήματα δεν έχει τόσο σημασία όσο να ’χεις παθιαστεί, σκιρτήσει γι’ αυτά που, έτσι κι αλλιώς, οδηγούν στην ποίηση∙ και η Σιώμου ζει για να μεταγράφει σε ποίηση όλα εκείνα για τα οποία σκιρτά και παθιάζεται.
Ο ογκώδης τόμος περιλαμβάνει τις ενότητες: Σπονδή Ονείρου, Εν Γη Ερήμω, Μαγιοστέφανο, Attica, Εις Μνήμην Ουτοπίας, Ερωδιού η Κατοικία, Αλκυονίδες. Κάθε μία από αυτές τις ενότητες ή, καλύτερα, παλαιότερες συλλογές, που σ’ αυτόν τον τόμο επανέρχονται, χωρίζεται σε άλλες μικρότερες, τακτοποιημένες καλλιγραφημένες, συναισθηματικά φορτισμένες.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής η ποιήτρια μας ενημερώνει για τις ενέργειες που έκανε και τι μέλλει να κάνει. Το χρέος της στην αγάπη∙ αυτό θα κάνει. Με μία ελυτική επίδραση – «με του λύχνου νυχτέρι» κατά το «με το λύχνο του άστρου τους ουρανούς επήρα» προβαίνει στις προγραμματικές της δηλώσεις:
«Δε θα δώσω ούτε λίγη/ σημασία στο τίποτα/ στη ζωή μου έταξα/ Και θε να βρω χαρά στο απλό το τριφύλλι/ σε πελάγου πνοή» Κάπως έτσι και η αρχή έγινε.
Η μακρά ονειροδρόμος εξομολόγηση θα τελειώσει με θλίψη. Δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και η ποιήτρια εκεί θα νιώσει την πρώτη της πληγή:
Κυλάνε τα χρόνια κι η ζήση μας χάνεται
και μόνο στη σκέψη το όραμα ζει.
Τραγούδι του γκιώνη το κλάμα στο λιόγερμα
και μητ’ ένα αηδόνι για μας τραγουδεί.
Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το ποίημα «Φεγγαρόσκονη» με τη νοσταλγική περιπλάνηση σ’ έναν κόσμο που δεν ανταποκρίθηκε. Δεν απέχει πολύ από την Σαπφώ που και εκείνη ξαγρυπνά μόνη, κοιτώντας τον ουρανό και το φεγγάρι:
Δε με σεργιάνισες απόψε στο φεγγάρι.
Κι ήταν ολόγιομο κι είχε μια τόση χάρη.
Δε μου τραγούδησες απόψε την μπαλάντα.
κι ήταν η νύχτα μαγική, ήταν γεμάτη άστρα.
Η Σιώμου ενώ πατάει γερά στη γη, πετάει στους ουρανούς κι από εκεί ψηλά επισκοπεί τα ανθρώπινα. Η ποίησή της είναι γεμάτη από χριστιανική αγάπη, αλλά και θλίψη, έστω και αν μεταπλάθει δημιουργικά τον θρησκευτικό μύθο, όπως συμβαίνει στα ποιήματα «Του παραλυτικού», «Πού έδυ σου το κάλλος;» και σε άλλα. Θα ήθελε αλλά δεν μπορεί να διορθώσει τα λάθη. Να τα επισημάνει μόνο μπορεί
Η Σιώμου εναλλάσσει ποιήματα με πεζά, αλλάζοντας ρυθμούς αφήγησης, ρυθμούς αναπνοής, για να δώσει στο επιφώνημα της ψυχής το ανάπτυγμα το ικανό να αποδώσει κάθε απόχρωση συναισθηματική, κάθε πικρή σκέψη και γεύση, όπου πάσα φενάκη απέπτη, όπως έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος:
Περί ποιήσεως, λοιπόν
Ρούχα πλυμένα απλωμένα στο σχοινί
να στεγνώσουν στον άνεμο, στη ζέστη του ήλιου.
Και τ’ άπλυτά μου ποιήματα
εκδοθέντα στη γνώση του αδιάφορου κόσμου.
Για να τα σχολιάσουν γνωστοί και άγνωστοι.
……………………………..
Για να μαδήσουν φτερό φτερό τις επωμίδες αίγλης
από τους δήθεν αδύναμους ώμους μου.
Είναι φανερή η πικρία για κείνο που με τόσο κόπο γέννησες και τόση ευκολία οι άλλοι διαβάζουν ή δεν διαβάζουν ή λένε πως διαβάζουν.
Άλλοτε είναι αναλυτική, δίνει χώρο στις σκέψεις να αναπτυχθούν, άλλοτε γίνεται συνοπτική, επιγραμματική, η ορθολογιστική σκέψη κερδίζει μέσα από την υπόθεση όπως στη στερεομετρία, έστω σημείο χι στο κενό π.χ. ή με τα λόγια της ποιήτριας:
Εξ ορισμού η ουτοπία δεν έχει τόπο να σταθεί.
Απλώς, οι άνθρωποι στηρίζονται πάνω της.
Γιατί, όπως και να το κάνουμε είναι καλύτερα να ζούμε με την αυταπάτη πως υπάρχει κάτι που δεν υπάρχει, παρά με τη σιγουριά της ανυπαρξίας.
Από στερεομετρία ξέρει καλά ο ποιητής: Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από τη Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της. και η Σιώμου φαίνεται πως καλά τον έχει καθίσει βαθιά στην καρδιά της. ποιον Όλους:
και ιδού άλλο παράδειγμα
Μια πεταλούδα έγειρε /στου νούφαρου το μίσκο
κι ο γλάρος που ταξίδεψε/ στην άκρη τ’ ουρανού
λες κι έσυρε τη σκέψη σου/ στον ελαφρύ του ίσκιο
κάτι λογάκια σου γλυκά / στα τρίσβαθα του νου
Και ποιος δεν ένιωσε εδώ, σ’ αυτούς τους στίχους, το σκούντημα του Διονυσίου Σολωμού;
και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο…
Κορφολογώντας από τον μέγα θησαυρό, το όνειρο που γράφει ύμνους, το άπειρο και την υπόστασή του, και από εκεί, από το άπειρο, πάλι στο εδώ της Αττικής και της γειτονιάς, στην «Πέλοπος 21», με τα χορτάρια τα απλά «τα μέρη τα παλιά τα χιλιοπατημένα», τα θυμάρια, τις παπαρούνες, τα στάχυα των αγρών, «το κουλούρι το σουσαμωτό φρέσκο απ’ το φούρνο και ζεστό». Η Σιώμου σε όλα τα ποιήματα της υμνεί τη ζωή και τα αγαθά της, τα απλά και καθημερινά και σ’ αυτό μας θυμίζει τον Γιάννη Ρίτσο στην Ποίηση του οποίου και τα πιο ασήμαντα πράγματα εξαγιάζονται. Είναι οι φορείς μιας παράδοσης και αυτήν την παράδοση η ποιήτρια την συνεχίζει.
Τα ποιήματα έχουν τοπόσημο συχνά αμερικανικό: Long Island, York River,Chesapeake, Singer Island, Palme Beach Florida και ημερομηνία σύνθεσης. Με άλλα λόγια γράφει ποίημα, του δίνει όνομα, τόπο και τον χρόνο, κάνει αυτό που συμβουλεύει ο Γιώργος Σεφέρης:
Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο τη μέρα τ᾿ όνομα τον τόπο και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.
Πού; Στην αγκαλιά της θάλασσας της πανδέγμονος, όπως λέει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αυτής που δέχεται τα πάντα. «Μποτίλια στο πέλαγο» θεωρεί ο Σεφέρης το ποίημα, αυτό που η Σιώμου αναλύει: στους φίλους που το δίνεις με αφιέρωση κι αυτοί δεν το διαβάζουν. Εκείνη όμως δεν το βάζει κάτω:
Τράβα κι εσύ καρδιά κουπί/ στου ονείρου τη χρυσοπηγή./ τράβα κουπί στο ποθητό/ της μοίρας σου ήτανε γραφτό.
Η Λία Σιώμου σπούδασε μια ορθολογιστική επιστήμη, μας το είπε στο αφτί του βιβλίου της. Μέσα της είχε ένα ηφαίστειο που κόχλαζε και εκτίναξε τη λάβα σε ποιήματα.
Όπως είπα και στην αρχή, δεν ακολουθεί θεωρίες και σχολές. Ακολουθεί την καρδιά της, φέρνοντας τη λυρική ποίηση στη πρώτη αρχή της, στα πράγματα που αγγίζει και νιώθει και στα συναισθήματα της που είναι ποταμός ορμητικός.
Το βιβλίο της, τόμος συγκεντρωτικός, υποθέτω, κοσμείται από πολύ ωραίες εικόνες. Ακόμα και η γραμματοσειρά είναι και αυτή «λυρική», οπτική έκφραση της ψυχής της. Δεν θα σταματήσει να δημιουργεί. Γεννήθηκε για αυτό. Την συγχαίρω από καρδιάς και τελειώνω με το παρακάτω τετράστιχο, που ταιριάζει της Αθήνας αλλά και κάθε τόπου:
Πες το τραγούδι που μια κιθάρα
γλυκοτραγούδαγε τις βραδιές
μη και σιγάσει του νου η αντάρα
μη και στερέψουνε πια οι πηγές
Προβλέπω πως οι πηγές δεν θα στερέψουν και θα έχουμε κι άλλους εύχυμους καρπούς.
.
.