ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ 

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στην Μπραϊλα της Ρουμανίας και πέθανε στην ’Αθήνα το 1975. Το 1926-31 βρίσκεται στο Παρίσι όπου συνδέεται με τον Andre Breton και τους υπερρεαλιστές και αρχίζει την ψυχανάλυση με τον Rene Laforgue.
Το 1935 δίδει στην Αθήνα την περίφημη διάλεξη « Περί σουρεαλισμού » και εκδίδει την Υψικάμινο, το κατεξοχήν υπερρεαλιστικό κείμενο. Το 1945 κυκλοφορεί η Ενδοχώρα και ακολουθούν τα Γραπτά η Προσωπική Μυθολογία το I960 και η ’Αργώ η Πλους αεροστάτου το 1964-65 στο περ. Πάλι, με περικοπές. Μετά το θάνατό του, το 1980 κυκλοφορεί πλήρης η ’Αργώ, η συλλογή Οκτάνα καθώς και το θεατρικό έργο του Πικάσσο Τα τέσσερα κοριτσάκια σε μετάφραση του ποιητή. Το 1985 εκδίδεται το Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως Αύριο και ως Χθες και το Άρμαλα η Εισαγωγή σε μία πόλι (εισαγωγή σ’ ένα μυθιστόρημα που δεν γράφτηκε).
Τον Δεκέμβριο του 1990 άρχισε να εκδίδεται, σύμφωνα με τη θέληση του ποιητή, ο Μέγας Ανατολικός, το τεράστιο έργο ζωής του Ανδρέα Εμπειρικού που το επεξεργαζόταν επί 25 χρόνια. Άρχισε να γράφεται το 1945 και ολοκληρώνεται υστέρα από ενδιάμεσες φάσεις το 1970. Το μυθιστόρημα αποτελείται από 100 κεφάλαια, που συγκροτούν πέντε μέρη, και η έκδοσή του ολοκληρώθηκε το 1992 σε οκτώ τόμους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο μυθιστόρημα της ελληνικής γλώσσας.
Το 1995, για να τιμηθούν τα 20 χρόνια από το θάνατο του ποιητή,
εκδόθηκε μια πλακέτα με το ποίημά του ΕΣ-ΕΣ-ΕΣ-ΕΡ Ρωσία.
Το 1997 κυκλοφόρησε το ανέκδοτο πεζό του Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης, που ανήκει στην ενότητα Τα χαϊμαλιά του έρωτα, όπου ανήκει και η Αργώ.
Το 2000 κυκλοφόρησαν σε ανεξάρτητη έκδοση τα δύο εγκόσμια για
τον Ν. Εγγονόπουλο : Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το θαύμα του
Έλμπασάν και του Βοσπόρου και Διάλεξη 1963.
Ο Ανδρέας Εμπειρικός είναι από τους κύριους εισηγητές της επιστήμης της ψυχανάλυσης στην ‘Ελλάδα με τον Δ. Κουρέτα και τον Γ. Ζαβιτζιάνο, με τη συνεργασία και τη συνδρομή της Μαρίας Βοναπάρτη. Ο ίδιος άσκησε την ψυχαναλυτική πρακτική επί δεκαέξι έτη (1935-1951)
Τα περισσότερα έργα του κυκλοφορούν στις Εκδόσεις Άγρα.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ποιήματα και πεζά

ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ («Κασταλία» 1935, «Γαλαξίας» 1962, «Πλειάς» 1974, «Άγρα» 1980)
ΕΝΔΟΧΩΡΑ (1934-1937) («Το Τετράδιο» 1945, «Γαλαξίας» 1962, «Πλειάς» 1974, «Άγρα» 1980)
ΓΡΑΠΤΑ Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (1936-1946) («Δίφρος» 1960, «Πλειάς» 1974, «Άγρα» 1980)
ΟΚΤΑΝΑ («Ίκαρος» 1980· γράφεται μεταξύ 1958-1965)[69]
ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ Η Η ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΧΘΕΣ («Άγρα» 1984· συγκροτείται μεταξύ 1965-1971)
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ (πλήρης έκδοση σε οκτώ τόμους: «Άγρα» 1990-1992 και Ανθολόγιον: «Άγρα» 2011· η συγγραφή και επεξεργασία του έργου διήρκεσε από το 1945 μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής του Εμπειρίκου)
ΤΑ ΧΑΪΜΑΛΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΜΑΤΩΝ: Αργώ ή Πλους αεροστάτου («Ύψιλον» 1980), Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης («Άγρα» 1998), Βεατρίκη ή Ο έρωτας του Buffalo Bill («Άγρα» 2012 στη συγκεντρωτική έκδοση όλης της τριλογίας, η οποία γράφεται μεταξύ 1944-1945)

Μεταφράσεις

ΥΠΕΡΕΑΛΙΣΜΟΣ Α΄ («Γκοβόστης» 1938 και 1992) Μετάφραση των κειμένων του Μπρετόν από τον Α. Ε.
ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΙΝ ΥΠΟ ΤΗΣ Α. Β. Υ. Πριγκιπίσσης Μαρίας του Γεωργίου («Εκδόσεις Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Ομάδος» 1950)
PABLO PICASSO: Τα τρία κοριτσάκια («Άγρα» 1979)

Αυτοτελείς εκδόσεις

ΕΣ ΕΣ ΕΣ ΕΡ ΡΩΣΣΙΑ (Ανέκδοτο ποίημα, έκδοση για τα 20 χρόνια από το θάνατο του ποιητή· «Άγρα» 1995)
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΡΩΣΣΙΑ: Ημερολόγιο και φωτογραφίες (Δεκέμβριος 1962) («Άγρα» 2001)
ΦΩΤΟΦΡΑΚΤΗΣ: Οι φωτογραφίες του Ανδρέα Εμπειρίκου («Άγρα» 2001)
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ, ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ, ΜΙΑ ΔΗΛΩΣΗ (έκδοση εκτός εμπορίου, «Άγρα» 2001)
Η ΑΝΔΡΟΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ («Άγρα» 2004)
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ, ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΤΟΥ ΜΑΡΑΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ («Άγρα» 2009)
ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΤΟΥ ΜΠΟΓΙΑΤΙΟΥ ΩΣ ΚΙΝΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΠΙΟΥ (1933) (Από την ανέκδοτη συλλογή Προϊστορία ή Καταγωγή, έκδοση εκτός εμπορίου, «Άγρα» 2009)
Ο ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ ΤΟΥ Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ (1960) («Άγρα» και «Εστία» 2013)
1934· ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ («Άγρα» 2014· τα πρό της Υψικαμίνου ποιήματα)
ΟΙ ΚΥΚΛΟΙ ΤΟΥ ΖΩΔΙΑΚΟΥ («Άγρα» 2018· ανέκδοτα κείμενα από τη συλλογή Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία)

.

.

ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ  (1934)

ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΓΓΕΛΩΝ ΕΝΤΟΣ ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΗΣ

Όταν με την
βαρύτητα του ανέμου που συναρπάζει
τα φρόκαλα μέσ’ απ’ τα πόδια των
μανάδων εσάλπησε το πεφταστέρι τις
τελευταίες εντολές των θεανθρώπων
σηκώθηκε υπερήφανος ο φθόγγος και μ’
ευκαμψία τελείου μηχανικού
λεπτολογήματος παρέσυρε την ευτυχία
προς τα πελάγη μιας παμμεγίστης
παλιρροίας. Τότε συνέβη να
φτερνισθούν οι φυσητήρες και όλα τα
κήτη ανέστρεψαν την κοιλιά τους και
κατεποντίσθησαν αύτανδρα τα
περασμένα κουφάρια υπέρ της
αναγεννήσεως της ευτυχίας υπέρ της
εκπληρώσεως των
εσχατιών υπέρ της ειρήνης υπέρ της
αμαυρώσεως υπέρ της εκλάμψεως της
αληθείας υπέρ
της κατισχύσεως των ρόδων και
της
μαγικής αράχνης εν έτει χαράς
για τον
αιώνα των μεγάλων ολισθημάτων
των
κυμάτων επάνω στα στεκούμενα
καράβια.

ΕΛΥΤΡΟΝ

Διαυγείς αλλά με πληθυντική παρρησία δεχτήκαμε
στο στήθος μας την ανταύγεια ενός θυμού.
Περιορισμός δεν υπήρχε. Tο φιλί που δώσαμε μας το
πήρε το δρολάπι και ξερριζωμένοι κραυγάσαμε
μέσα στα χόρτα της νυκτός την ώρα του περιοδικού
φρουρού μας. H κλοπή του φιλήματος μας
προσέδωσε αναπάντεχη ζηλοτυπία αλλά η αλήθεια
απεδείχθη και απεδείχθη ιδική μας. Tώρα και το
δρολάπι το ίδιο κυκλοφορεί μέσα στην αλήθεια μας
με μύρα και με καρπούς και δροσίζει την πυκνότητα
των πουλιών του στήθους μας. Tα ποθητά
λουλούδια ποικίλλουν την γαλήνη των εκτάσεων
της καρδιάς μας και πληθαίνουν τα πιστά στίφη
των ενιαυτών που μας ανήκουν.

ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ

Της πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της.
Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνη.
Μα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια
εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Κανείς δεν μίλησε.
Κανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των
υπερποντίων καρχαριών
που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα
ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη.
Κ’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει
κάθε φορά που ξεχνιέται
από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.

ΘΡΥΛΙΚΟΝ ΑΝΑΚΛΙΝΤΡΟΝ

O ειρμός του ποταμού διεκόπη. H συνοχή όμως του
τοπείου είταν τόση που και ο ποταμός κυλούσε.
Mέσα από τα φύλλα των αγρών προς το γεφύρι που
χτυπούσε ο ήλιος τα σπαρτά τα λευκά στήθη τα
λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που
ακκουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβαν
γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να
χαϊδέψουν γενικά τα σώματά τους και τα σώματα
των ανθών. O περιφερειακός δρόμος του έγινε
δρόμος ολοκλήρου πόλεως και το ποτάμι που την
χωρίζει σε έξη μέρη αγκαλιάζει την ώρα που
συνελήφθη το τοπείο στα δάχτυλα του πεπρωμένου.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια.
Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν
την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους.
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη.
Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας.
Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας
Της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν
εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων.
Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας
της υπάρξεώς μας.

ΚΛΩΣΤΗΡΙΟΝ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ ΑΝΑΠΑΥΛΑΣ

Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας. Όταν
τραγουδάμε τραγουδάμε εμπρός στους εκφραστικούς
πίνακες των ζωγράφων όταν σκύβουμε εμπρός
στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως όταν
προσεταιριζόμεθα
την ψιχάλα του ρίγους είμεθα όλοι εντός του
μέλλοντός μας γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε
δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι
χωρίς το μέλλον του προορισμού μας
όπως μια γυναίκα δεν μπορεί να κάμη τίποτε χωρίς
την πυρκαγιά που κλείνει μέσα στη στάχτη
των ποδιών της.

Όσοι την είδαν δεν στάθηκαν να ενατενίσουν
ούτε τα συστρεφόμενα κηπάρια ούτε την ευωχία
των μαλλιών που λατρεύτηκαν ούτε τα σουραύλια
των εργαστηριακών μεταγγίσεων από μια χώρα
σε φλέβες κόλπου θερμού προστατευομένου από
τα εγκόσμια και τα μελτέμια της κυανής ανταύγειας
λιγυρών παρθένων.Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντος
μιας πολυσύνθετης σημαίας που κρατεί
τους εχθρικούς στόλους εμπρός στα τείχη της καρδιάς
μου κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις πιστοποιούντες
ενδιάμεσες παρακλητικές μεταρρυθμίσεις
χωρίς να νοηθή το αντικείμενον της πάλης.

Στιγμιότυπα μας απέδειξαν την ορθότητα της πορείας μας
προς τον προπονητήν του ιδίου φαντάσματος
της προελεύσεως των ονείρων και του καθενός
κατοίκου της καρδιάς μιας παμπαλαίας πόλης.
Όταν εξαντληθούν τα χρονικά μας θα φανούμε
γυμνότεροι και από την άφιξι της καταδίκης
παρομοίων πλοκαμιών και παστρικών βαρούλκων
γιατί όλοι μας είμεθα εντός της σιωπής
του κρημνιζομένου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα
του μέλλοντός μας.

.

ΕΝΔΟΧΩΡΑ (1934-1937)

ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ (1934)
ΩΣ ΕΡΓΟΝ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟ

Στον Mαράκη

H μέθη των κυμάτων είναι μήνυμα
Που πάει ο ποντοπόρος στην καλή του
Γαλήνια νύχτα το βελούδο της σιγής
Mέσα στ’ αστέρια που κυλούν στην πρύμη
Για το ταξείδι των ιστών για το ταξείδι των αρμάτων
Aρματωσιάς μιας σκούνας ηνιόχου
Tεθρίππου βαίνοντος προς την χαρά
καταυλισμών ατσίγγανων με κοριτσάκια
Πιο θελκτικά κι’ από τα μάτια τους
Όταν σκιρτούν στην πάχνη της πρωίας.

ΔΕΛΕΑΡ

Όταν χτυπούν τα κύματα τα φιλιστρίνια.
Του βαποριού που ταξιδεύει στις Ινδίες
Μένει σιωπηλή στη κουπαστή του
Κοιτάζοντας τα κύματα μια νέα
Ενώ θωπεύει τους μαστούς της ο μνηστήρ
Μελλοντικός εξηγητής της γλώσσας των νουφάρων
Στους μυστικούς διάδρομους της Σιγκαπούρης
Παρά τα δοκάνια των ντόπιων και τους θρύλους
Νυκτερινών πουλιών και πρωινών εφημερίδων.

ΟΜΒΡΟΣ

Φλοίσβος λεπτός σαν μια κλωστή βελόνας
Φιλεί τα δάχτυλα της οπτασίας
Ενός ανδρός που κατοικεί σε κήπο
Και δρέπει τα φιλιά και τα φυστίκια
Μιας προσφοράς ασύγκριτης
Μιας προσφοράς ερωτικής
Μιας προσφοράς δυό-τρεις φοράς και πάσα μέρα
Πριν φθάσει το κομπόδεμα του χρόνου.

ΟΡΘΡΟΣ

Εκτύπωση
Φρενήρης μα ευσταθής
O πώλος της ημέρας εισελαύνει
Στο στόμα της ανοίξεως και μέλπουν τα πουλιά
Με την αιθρία μέσα στη φωνή τους
Καθώς αυλοί που αντιλαλούνε σε χλωρίδα
Δρακός αγγέλων εν εκστάσει διατελούντων
Σαν ανεμώνες που προέρχονται
Από τα πέταλα της ηδονής.

ΚΡΗΠΙΔΩΜΑ

Η θυμωνιά στέκει στο σύθαμπο
Μέσα της συσσωρεύονται οι θρύλοι του τοπίου
Κοτσύφια της ευχής ενός πατέρα
Εξιστορούν τα πάθη της ημέρας
Κ’ οι θυγατέρες του φυλάττουν
Με προσοχή τους πίθους των ονείρων
Που ακόμη μεγαλώνουν και πληθαίνουν
Τους παλαιούς καημούς των δαναΐδων.

ΤΟ ΡΗΓΜΑ

Γδέρνονται πάλι τα γεράκια
Και στα πυκνά κλαριά του δάσους
Παραμιλούν οι άνεμοι και συνυφαίνονται
Με τα μαγνάδια της ερειπωμένης πόλεως
Με τα ρινίσματα του χάλυβος
Με τα παλιά φορέματα
Και με τους στεναγμούς των καρωτίδων
Μιας άγνωστης δρακός ανθρώπων που παλεύουν.

ΑΦΡΟΣ 

Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι
Λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους
Φωτοβολίδες των κραυγών της οικουμένης
Πυγολαμπίδες σε συρτάρια κορασίδων
Που κατοικούν σε ακρογιαλιές μέσα σ’ επαύλεις
Και τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους
Άλλες γυμνές άλλες ημίγυμνες κι’ άλλες φορώντας
Φορέματα με φραμπαλάδες και μποτίνια
Που στίλβουν την ημέρα και την νύχτα
Όπως τα στήθη τους την ώρα που βουτάνε
Μεσ’ στον αφρό της θάλασσας.

ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙ

Οι κύκλοι των ονείρων μεσ’ στους δρόμους
Και τα κινούμενα παιδιά στον ύπνο τους
’Αναζητούνε την ταγή των κοπαδιών
’Αναρριπίζουν την τρεχούμενη στιγμή
Και προσκομίζουν τα φτερά της ηδονής
Μέσα σε κάθε χτυποκάρδι κάθε φίλημα
Του κύματος που συνεχώς θωπεύει την φωλιά τους
Πίδακες όλοι πίδακες όλα πάντοτε πίδακες
Στην θερμουργό λευκότητα της παρουσίας.

ΤΟ ΡΗΜΑ ΑΓΝΑΝΤΕΥΩ

Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα
Είναι γαλάζιος πλους μιας κάτασπρης φρεγάδας
Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω
Και βλέπω τα θηράματα των λογισμών μου
Δελφίνια που αναδύονται κ’ εισδύουν μεσ’ στο κύμα
Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά
Και μια ξανθή νεάνιδα που στέκει στο πλευρό μου
Μεσ’ στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω
Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου.

ΔΥΟ

Η βασιλίς των κοσμικών παραρτημάτων
Περικαλής και πάντοτε λικνιζομένη
Στο φως της θαλεράς ημέρας
Ζητεί τον γιό της και τα ρούχα του
Που δεν φορέθηκαν σαν λέπια
Μα σαν τα φύλλα της γειτονικής μας εξοχής
Με τα πολύχρωμα κλωθογυρίσματα
Με τ’ ανοιχτά υφάσματα
Για την δροσιά που κυνηγούν όλοι μαζί
Όλοι καμένοι από την ζέστη πόλεως·
Που ψήνεται στον ήλιο και στο καύμα
Παρά τις ικεσίες των πτωχών και τους ψιθύρους
Δυο κοριτσιών που αναστενάζουνε στον ίσκιο.

ΠΟΝΤΟΗΡΑΚΛΕΙΑ

Οι δρόμοι είναι γιομάτοι πεταλούδες
Νιφάδες χιόνος του καλοκαιριού
Θερμές νιφάδες χνουδωτές που πλέχουν
Γύρω από τάνθη στων οποίων τ’ ανθογυάλια
Φαντάζουν τα μπουμπούκια σαν φιλιά
Που δίνει ο άνεμος στις ανεμώνες
Έτσι στην τύχη σαν διαβάτης που κοιτάζει
Όσα προφθάσουν ν’ αντικρύσουν οι οφθαλμοί του
Αίφνης μια βάρκα με πανί που πλαταγίζει
‘Η ένα στεφάνι σε κρεββάτι νυφικό
Με πέταλα πορτοκαλιάς που σφύζουν
Πρώτα λευκά κ’ ύστερα κόκκινα σαν αίμα.

ΚΑΙ ΤΑ ΚΛΑΡΙΑ ΤΩΝ ΟΦΕΩΝ

Κύμα υπερπηδήσεως των βράχων της εσπέρας
Τα θερινά ξενοδοχεία μας φωνάζουν
Καλούν τις κνήμες των παιδιών λευκά πουλιά
Και τα βυζιά των δεσποινίδων κύματα
Μ’ όλα τα χάδια των χειλιών και της παλάμης
Της ενοράσεως των διαρκών ερώτων
Απ’ τη στιγμή που πόντισε στην άκρη
Το πιο χαρούμενο καράβι του πελάγους
Σπέρνοντας ρύζι στις γλυκείες στιγμές
Σουρώνοντας την θάλασσα μεσ’ στο μαντήλι
Κάποιας κρυφής αγάπης στη σοφίτα
Του τελευταίου σπιτιού.

ΔΙΚΛΕΙΣ

Όταν μονάζουμε σκεπτόμενοι μελλοντικά τάξε ίδια
Ένα καράβι κάποτε πέρνα στην κάμαρά μας
Και γερνούμε ν αναπαυθούμε στο κατάστρωμα
Ως που να φθάσουν τα κλαριά των ενυπνίων
Και λυτρωθούμε από τους κόπους της ημέρας
Στην πρασιά της ανευρέσεως
Σιτοβολώνος που διαλέξανε δυο κορασίδες
Για νάρθουν να με συναντήσουν.

Η ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΑΣΤΩΝ (1934)
ΤΑ ΜΟΥΡΑ

Σημαδεμένη απ’ το πρωί θα περιμένει
Ορθή στη νύχτα κάθε ψηλαφήσεως
Αγαπητή σφαδάζουσα και μ’ έναν ήχο
Στο βάθος της σιγής που λιγοστεύει
Κ’ έπειτα αυξάνει την ψιχάλα των ωρών.

Το φέγγος σαν σουραύλι της αιθρίας
Γεμίζει με τα στάχυα του τα δαχτυλίδια
Που τα φορούν γυναίκες κρεμασμένα
Ανάμεσα στα στήθη τους κι’ ανάμεσα
Στα δροσερά φυλλώματα της ευτυχίας.

ΜΕΡΟΣ ΠΟΜΠΗΣ

Το ρίγος των ενιαυτών δεν είναι παραπέτασμα
Είναι τριαντάφυλλο με λεμονιές στα χείλη
Είναι κουμπί σε φόρεμα βελούδινο
Και βάσις των οικίσκων μιας πολίχνης.

Κάποτε πιάνουν τα ζαρκάδια τα παιδιά
Και γρήγορα τα παρατούν
Γιατί διασκεδάζουν περισσότερο
Να βλέπουν τα κουδούνια της ανοίξεως.

Το ρίγος των ενιαυτών σκορπά την ζάχαρη
Στα χείλη που φιλούν την οπτασία
Μια συναυλία στη ζωή και στα σοκάκια της
Κ’ έπειτα πάλι τα σφυρίγματα.

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΡΕΤΟΝ 

Ασύγκριτο πουλί της οικουμένης
Στέκεις σαν κρύσταλλο στην κορυφή των υψηλών Ιμαλαίων
με στιλβηδόνα και με σθένος και με πάθος
καταμεσής στον βράχο της σποριάς σου.

Ηρωικό πουλί της οικουμένης
Που μοιάζεις σαν αρχάγγελος και λέων
Δεν ταξινόμησες ποτέ καμιά φενάκη,
Μα την φωνή σου σήκωσες στην γαλανήν αιθρία.

Φανατικό πουλί της οικουμένης
Γερό στην πάλη και πολύκαρπο στην σημασία
Όρθιο μεσ’ στα φτερά σου ανοιγοκλείνεις
Πάντα με βεβαιότητα το μάτι.

ΤΟ ΧΕΡΙ

Στον Paul Eluard

Ψιλή κραυγή και συνεχώς αποψιλούται
Σαν μίσχος μιας νεάνιδος στον άνεμο
Φεύγουν τα πέταλά της ένα-ένα
Μεσ’ στην ανταύγεια του φουστανιού της.

Η ρώμη τέτοιου πάθους πια δεν χάνεται
Μένει δεμένη στις ψυχές των φορεμάτων
Μεσ’ στα γαλάζια βλέφαρα και την λευκή την μπλούζα
Που φάνταζε σαν κυανή πριν γίνει στεναγμός.

Η ΑΚΡΗ

Στον Δημήτρη Καραπάνο

Η λησμοσύνη απλώθηκε στην αμμουδιά
Κι’ όλα τα ψάρια θάρθουν να χαϊδέψουν
Τα ολόξανθα μαλλιά της και το στήθος
Μεσ στον γαλάζιο ψίθυρο των ντροπαλών κυμάτων.

Και να που σπάζουν τώρα τ’ αντιστύλια
Κι’ ανθούνε στις μαντήλιες τα φιλιά
Που δίνουν μεσ’ στο σκότος στα κορίτσια
Οι ταυρομάχοι με τις κίτρινες χλαμύδες.

ΣΤΕΑΡ

Στον Νίκο Εγγονόπουλο

H πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε
Κατά την ερμηνεία που της δίνουμε
Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια.

Και ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι
Αφού τα ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιας γυναικός
Μιας γυναικός γυμνής και κοιμωμένης
Κατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο.

Αυτή η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι
Είχε το θάρρος να περάσει μοναχή της
Γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα
Mια θάλασσα πλατιά και φουσκωμένη
Από τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων.

ΟΧΘΗ

Eίμεθα στη όχθη σαν προβλήτες
Τα χέρια μας απλώνονται στον ουρανό
Και κατεβάζουν τα πουλιά
Και τα κελεύσματα των οδοιπόρων.

Mία γυναίκα κάποτε μας σταματά
Αν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξει.

ΤΑ ΒΕΛΗ

Ένα κορίτσι σ’ ένα κήπο
Δύο γυναίκες σε μια γλάστρα
Τρία κορίτσια στην καρδιά μου
Άνευ ορίων άνευ όρων.

Μία παλάμη σ’ ένα τζάμι
Μία παλάμη σ’ ένα στήθος
Ένα κουμπί που ξεκουμπώνεται
Ένα βυζί που αποκαλύπτεται
Ενώ ο Τοξότης με τα βέλη
Λάμπει ψηλά στον ουρανό
Άνευ ορίων άνευ όρων.

ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΥΘΟΥ
1

Η κράσης της λυσίκομου παιδίσκης
Μεταβιβάζει την αιθρία
Στο πλήρωμα του ταξιδιού.

2

Το βλύσμα της ευχής
Το ράπισμα του περασμένου
Αλληλουχία ποδισμένων καραβιών
Μέσα σέ φωτεινές λεκάνες με ανεμώνες.

3

Τής φύσεως τα δόρατα
Μπροστά στην σάρκα των ιππέων
Κλώθουν κατάστηθα το μέγα
Βιβλίο της ακηλίδωτης μανίας.

4

Ή λήξης είναι μια εσπέρα
Στα χόρτα της το διάστημα στενεύει.

5

Μετά την ομορφιά της
Στέκει και παρατηρεί τούς θαυμαστάς.

6

Έμφυτη η κλίσις των γυμνών ανθρώπων
Η οπτασία της σιγής μοιάζει μέσ κάκτους
Που στέκουν εμπρός σε κύπελλο γιομάτο.

7

Χάρτης αμέριμνος
Και σπόγγος εορτής
Πηγαίνουν κ’ έρχονται με τεντωμένα τόξα.

8

Φεύγουν οι νουνεχείς δρομάδες
Τα βήματά τους είναι πολίχνες ανομβρίας.

9

Ο σπίνος που μας περιμένει
Είναι συνάμα τρυγητής.

ΙΟ

Θα πάρω μέσ’ στα δίχτυα μου τη βάρκα
Που θα με φέρει σήμερα κοντά σου.

11

Η θερμή λειτουργία
Τώρα εκπέμπει τολύπες.

12

Του φλοίσβου τα ψηλά βουνά
Κεχριμπαρένια αλόγατα
Στο βάθος μιας σακούλας.

13

Υπάρχουν άνθη που μοιάζουνε με χέρια
Τα δάχτυλά τους ψαύουν κ’ ευωδιάζουν.

14

Η θάλασσα κρυφομιλά και πλέχει
Καμιά φορά σηκώνεται κι’ ουρλιάζει
(Μα πάντοτε τα ύδατά της παραμένουν
Θάλασσα της θαλάσσης.

15

Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά
Που νύχτα-μέρα διασχίζουν τον αέρα.

16

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι’ αν τύχει
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.

ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ (1935)

Στον Andre Breton

ΚΑΡΠΟΣ ΕΛΑΙΟΥ

Επάνω από την δοσοληψία των μιασματικών υδάτων
μιας νόσου που κατεδικάσθη οριστικώς
H άχνα της υγείας μεσουρανεί και μέλπει
H πίστις της περιπέτειας δεν χαλαρώθηκε
Τα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μέσ’
στα νερά της νεότητος
Ένας νέος συναντά μια νέα και την φιλεί
Από τα χείλη τους αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες
Όλη η ζωή τους μοιάζει με λιβάδι
Επαύλεις εδώ κ’ εκεί κοσμούν την πρασιά του
Νεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου
Τα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί
σε χώρα πεδινή
Οι θρίαμβοι των καισάρων περνούν καμιά φορά απ’ αυτή
τη χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων
Οι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους
και τους παρακαλούν
Mια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη
Κάθε μαργαριτάρι είναι μια σταγών και κάθε σταγών
είναι ένας δράκος
Το κάστρο του κατέρρευσε και τώρα παίζουν τα
παιδάκια μέσ’ στους ίσκιους
Τα θρύψαλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι
κι’ αυτά πετράδια
Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλληκάρια.

ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΡΦΥΡΑΣ

Καμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο
Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά
H γειτνίασης του ποταμού τα προσελκύει
Το πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι
Είναι αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή
Όταν λειώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες
Τα νερά μας μεθούν
Οι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των
Άλλες ξανθές και άλλες μελαχρινές
Έχουν στην όψη τους την ανταύγεια των ελπίδων μας
Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας
K’ εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους
Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν
Οι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται
Τα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων χρόνων
Τα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας
Mέσ’ στις κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά
Καμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευρύνσεως
Καμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες
K’ οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα.

ΕΝΟΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΙΝΩΝ ΩΡΩΝ

Στον Yves Tanguy

Η φυσική ροπή
Το περιστέρι των παλμών την διαδίδει
Τρέχουν παντοτινά τα δάκρυα των ποταμών
Είναι τα δάκρυα της χαράς που δεν στεγάζεται
Είναι οι λίμνες που κατώκησαν πάλαι ποτέ λελέκια πάλλευκα
Κανείς γαρμπής δεν εμφωλεύει στα ζαχαροκάλαμα
Κι’ αν πέφτει κάποτε μια τουφέκια σηκώνονται τα σύννεφα
Και υψώνονται σε στρώματα αραιότερα ..
Έχει που απλώνουν τα πανιά τους οι κορβέττες
Κάτω στη γη μια σκιά γυρεύει το χαμένο σώμα της
Το κλίμα της κοιλάδος που της τοκλεψε
Πυκνώνει την ομίχλη που το κρύβει
01 θησαυροί της λίμνης ανησυχούν κι’ ανατριχιάζουν
Τα φύκια και τα στοιχειώδη πλάσματα τρέμουνε στον πυθμένα
Μια μέδουσα κλαίει την χθεσινή διαφάνεια της λίμνης
Που θα ξανάρθει με το πρώτο πυροφάνι
Πριν χειμωνιάσει ο καιρός
Πριν καν σκεφθεί κανείς ν’ ανάψει το φανάρι
Κάτω απ’ το όποιο σκέπτεται το μέλλον της μια κατάξανθή γυναίκα
Ο φαροφύλακας σκύβει στα χείλη της
Όπως φιλούν τις συμπληγάδες των οι ποντοπόροι

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ ΦYΤΩΝ

Πάντοτε μέσα στα φώτα της υψηλής εντάσεως
Πάντοτε μέσα στα χειμερινά λουλούδια της επαύλεως
Υποθρώσκουσα σαν βάμμα της αυγής
Έρχεσαι να καθίσεις στο τραπέζι της ελευθερίας
Χωρίς τα στενάχωρα τείχη των καταυλισμών
Μ’ ένα φιλί στο στόμα
Μ’ ένα διαμάντι στο λαιμό
Με μια σιταρήθρα ·στις πτυχές των ελπίδων σου που
είναι και δικές μου ελπίδες
Με το σουραύλι του μεγάλου μας ταξιδιού έκδηλο
Επάνω στο τραπέζι με τα λουλούδια της ανοίξεως
Ανοίγοντας την καρδιά σου για να πεις ό,τι με βεβαιότητα
προσμένω ν’ αντηχήσει
Μια μέρα σαν σήμερα στα σταυροδρόμια
Κύκλοι στην επιφάνεια των πόθων σου
Μέσα στους κύκλους των δικών μου πόθων
Παντοτινή διέλευσις κάτω από τα σύρματα του τηλεγράφου
Τα χελιδόνια που κάθονται στα σύρματα
Και τα δελφίνια που σκιρτούν στη χλόη του περάσματος μας
Είναι μέσα στη φύσι των πραγμάτων σαν τα όνειρα
Που βλέπουμε με ανοιγμένα η κλειστά τα μάτια μας
Μπροστά στη λίμνη που καθρεφτίζεται στα μάτια σου
Μπροστά στα μάτια σου που καθρεφτίζονται μεσ’ στα δικά μου. ,

Η ΣΤΙΛΒΗΔΩΝ

Η φωτεινή θρυαλλίς έγινε φάρος
Τα κρύσταλλά του μας μιλούν
Κάποτε μοιάζουμε με τις αχτίδες του
Κάποτε μοιάζουμε με την μακρινή φωνή του
Στεκόμαστε ορθοί μεσ’ στις αναλαμπές του
Το σώμα του μας κυβερνά
Το φως του μας δυναμώνει
Η καρδιά μας πάλλεται μαζί του
Οι λογισμοί που αντιπαρέρχονται είναι καράβια
Και η θάλασσα είναι στα πόδια μας
Κανείς από μας δεν στέκει ποτέ στα βήματά του
Καθένας πορεύεται και απομακρύνεται προς τα κρησφύγετα της οπτασίας του
Η γη που τα σκεπάζει είναι στα σπλάχνα μας
Οι πόθοι μας συναγελάζονται
Τα μαλλιά τους αναμιγνύονται
Τα στόματά τους φιλιούνται
Τα χέρια τους μας σφίγγουν
Και η σφίγξ μας συνθλίβει επί του στήθους της
Στην στίλβουσα σιωπή του φάρου.

ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΜΙΑΣ ΚΟΡΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΣ ΤΗΣ

Πριν πέσει η άγκυρα της ακταιωρού στην θάλασσα
Και σύρουν την επιτελίδα της τ’ άλογα των Καρχηδονίων
Τα δροσερά φανάρια των ακρωτηρίων
Δέχονται τον αφρό και τις φωνές των γλάρων
Δέχονται τα δώρα που προσφέρουνε στους μελλονύμφους
Τώρα που η σάλπιγξ αντηχεί και σκάνε τα σαλπίσματα σαν ρόδια
Γιατί το σκότος διερράγη
Και το ξημέρωμα στο κέντρο του νησιού
Θυμίζει τους ανέμους που σηκώνουν
Τους πέπλους μιας νύφης σε χώρα τροπική
Απαλά σαν κουνουπιέρες θερινού καταυλισμού
Απαλά σαν χείλη που υποθρώσκουν επί λευκής σαρκός
Απαλά σαν δάχτυλα που εμβαπτίζονται σε γάλα
Τέλος λύνει την κόμη της η νύφη
K’ οι λεμονιές μεθούν τ’ αηδόνια
Τα έντομα μαζεύουν τα πτερά τους
Τα καταρρίπτει επί του χώματος η ζέστη
H δόνησης των εκρήξεων ογκώδους ηφαιστείου
Διέρχεται δια των χειλέων της διώρυγος
Παρά τας ιαχάς δύο βουκόλων
Τώρα που παραμερίζονται τα κράσπεδα των βουνών από την λάβα
Ενώ η εγκαρτέρησης του ενός και η ανυπομονησία του άλλου
Πλαγιοδρομούν μπροστά στο σήκωμα της κεφαλής μιας άρκτου.

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ (1935-1936)
ΑΡΣΙΣ ΝΕΦΕΛΗΣ

Η φάτνη αποκοιμίζει τα θηρία
Που μετανάστεψαν και τώρα παραμένουν
Γαλήνιοι παγετώνες στη σιγή τους.

Στην κορυφή τους σκαρφαλώνουν κάθε μέρα
Ερευνηταί και κυνηγοί κρυστάλλων
Τα ρόδα της σπουδής των εκκολάπτονται
Καθώς υψώνονται και προσπαθούν να σπάσουν
Τον θόλο του στερεώματος
Με τα βαριά κτυπήματα των αξινών τους.

Και τίποτε σε αυτόν τον κόσμο
Δεν είναι πλέον χίμαιρα
Αλλά χειροπιαστή πραγματικότης
Σαν φόρμιγξ δονουμένη σε βουνό
Που στις πλαγιές του βόσκουν κορασίδες.

Ιδού ο βοσκός
Και ιδού που δέχεται την μάστιγα του ανέμου
Δαφνοστεφής ιχνηλατών τους θρόμβους
Και δρέπων τους γυμνούς καρπούς των κορασίδων
Πρώτος αυτός και πίσω του το πλήθος

Στην πιο φαεινή στην πιο καλή στιγμή
Που την ζυγίζουν με την στάθμη νέου κόσμου
Οι προεστοί την ώρα που αλαλάζουν
Τ’ άνθη των κήπων κ’ οι κραυγές των εορταζόντων.

ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΙΣ

Γραμματικέ με το χαρτί και με το καλαμάρι
Πότε θα στείλεις την ευχή της κόρης
Μ’ ένα παλμό του στήθους της μ’ ένα λουλούδι
Που το κρατούσε ανάμεσα στα χείλη
Πριν να το βάλει μεσ’ στο γράμμα της για να το στείλει
Στον άνδρα που την σκέπτεται στα ξένα.

Καιροί καλοί σαν μήλα του Σεπτέμβρη
Στους εραστάς πηγαίνουνε τα φρούτα
Των κήπων και των ασπασμών
Της ανδρικής και γυναικείας συσχετίσεως
Πάσης μορφής του έρωτος.

Τα χλιμιντρίσματα μεταβιβάζουν τις δονήσεις
Λεπτών χαδιών μέσα σε χρώματα ποικίλα
Πιο δυνατά κι’ από τ’ αρώματα
Πιο εκφραστικά κι’ από τα μύρα
Της μοίρας με τ’ απίστευτα στολίδια
Που λάμπουν καθώς λάμπουνε και τ’ άστρα
’Ενώ γλυκύ πλατάγισμα κυμάτων
Σπρώχνει την βάρκα της διαβάσεως μιας λίμνης
Πλήθος πλωτές καλύβες την καλύπτουν
Και μοιάζουν με πολίχνες των φιλιών
Που δίνουν στους περάτες οι μανάδες
Με τα κορίτσια τους κρυμμένα
Στο βελουδένιο φως της τρυφεράς σαρκός των.

ΤΟ ΓΑΛΑ TOΥ ΑΙΓΙΑΛΟΥ

Στον Γιώργο Κατσίμπαλη

Στην χώρα που ανθούν στις αμμουδιές οι κόρες
Τ’ άστρα ξυπνούν και φέγγουν άναυδα την νύχτα
Στιλπνά σαν μουσαμάδες των ψαράδων
Ενώ τ’ αστέρια της θαλάσσης πλησιάζουν
Πρώτα λευκά και σχεδόν άχρωμα
Έπειτα κόκκινα και ζωηρά
Με τα πλοκάμια των σφαδάζοντα
Για το εφήβαιον και για τα στήθη
Των νεανίδων.

Οι αμμουδιές είναι διάστικτες από κογχύλια
Μ’ ένα φιλί λησμονημένο μεσ’ στα βότσαλα
Μ’ ένα πουλί που κούρνιασε στα στήθη
Κόρης γλυκείας που του μιλάει και λέγει
Πουλί καλό πουλί χρυσό πουλί λαμπρό μαντάτο
Χαϊδεύοντάς το στα βυζιά της με λαχτάρα
Σαν χαϊμαλί της ηδονής η σαν αγόρι.

Ο ουρανός είναι διάστικτος από πετράδια
Βάρκες με δίχτυα και ψαράδες πλησιάζουν
Για να ψαρέψουν πριν ο ήλιος τους προφτάσει
Τις κόρες της ’Ανατολής και της Ευρώπης

Άσπρα κορίτσια η μελαψά
Κορίτσια έτοιμα για τα ταξίδια
Κορίτσια έτοιμα για τους λωτούς
Κορίτσια έτοιμα για τις παλάμες
Και για τα βέλη των ανδρών
Και για τα βέλη του ήλιου
Τώρα που αρχίζει κι ανατέλλει
Ροδίζοντας τα κορφοβούνια
Χρυσίζοντας τις αμμουδιές
Ενώ βουίζουν οι σπιλιάδες
Κ’ η θάλασσα βαθιά στενάζει
Και ψιθυρίζουνε τα φύλλα
Και τιτιβίζουν οι κορυδαλλοί
Ραμφίζοντας μαστούς και ρώγες
Τώρα που ο ήλιος ξεπροβάλλει
Και ντύνει τις κόρες με άσπρα ρίγη
Τώρα που αρχίζουν τα τζιτζίκια
Και γδύνονται οι λογισμοί
Και βάφονται όλα τα λουλούδια
Με πράσινο με κρεμεζί.

ΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΡΟΦΑΛΩΝ 

Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπιλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθείς απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε
Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς
Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλα σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τι θα πει φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη
Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Θαρρώ πως τα ταξίδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις
Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη
Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη
Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς
Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια
Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια
Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές
Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά
Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζί μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους
Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν
Οι στεριανές κοπέλες τα μαλλιά τους.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.

Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ  (1936 – 1937)
1

Τα κούμαρα βαριά σαν βλέφαρα ηδυπαθείας, στάζουν
το μέλι στη σιγή. Ο γδούπος διαρκεί, και από τα
μάτια σου στο στήθος και στο στόμα μου, η έλξις
απλώνει την παλίρροια.

2

Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο
σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μάς
αναγγέλλει την αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος τής
πρωίας.

3

Η ποίηση είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου.
Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί.
Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται
συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή
δεν έχει τέλος.

4

Μετέωρη στιγμή σαν το φλουρί που μια στιγμή
γυαλίζει πριν να πέσει. Νόστιμον είναι πως όταν
πέσει χάνεται. Μένουν όμως τα πουλιά, μένει η φωνή
τους, και οπού καθίσουν, σε γυμνά κλαριά η σε
ποτήρια γιομάτα μαργαρίτες, φυτρώνει ένα πούπουλο η
ένα πτερό με ρόδινη αιχμή, καθώς σπονδή στον άνεμο.

6

Η σιωπή λικνίζεται στην αμμουδιά. Τα πόδια
της πατούν στην κυανή, στην άνευ έρματος ακρογιαλιά
θαλάσσης που καθεύδει.

9

Ω δροσερό κοράσιον που κρύβεσαι μεσ’ στα
μπαμπάκια των χιονοστιβάδων! Τα κρύσταλλά τους
μέλπουν όπισθεν σου, και τα ταχύσκαπτα των κουναβιών
βαθαίνουν κι’ όλο πλησιάζουν το κύπελλο του
φουστανιού σου. Έτσι τ’ αστέρια τανύουν τις χορδές των.
’Έτσι διαχέεται στο νου σου ο γαλαξίας.

Βάμμα νυκτός στα χείλη της, δόσης φωτός στο
στήθος μου, και τα πανέρια της ανοίξεως ανοικτά, με
τα χρωματιστά χαρτιά των φρούτων κυμαινόμενα.

13

Των αποστάσεων η έλξις προσδιορίζει κάθε βημα.
Η ταξιδιώτης ξεκουμπώνει το παλτό της. Από
το στήθος της πετούν μικρά πουλιά προς την
πολίχνη. Στο υψηλό βουνό της ετοιμάζουν τον θερινό
κοιτώνα και τα μαλλιά της ήδη πρασινίζουν.

14

Βαθιά πληγή. Στον λόφο του κρατήρος κραδαίνεις
την ανάμνηση, και, έτσι, σιγά σαν σύθαμπο που
απορροφά μια μέρα που φθίνει, δίνεις, αγαπητή και
δήθεν ξεχασμένη, τον στρόβιλο της λησμονιάς στους
πέντε ανέμους – γιατί πάντοτε, και όταν σβουρίζει
η χλαλοή και καταβρέχεται η χλόη, ξεχνάς, και πάλι
αναμιμνήσκεσαι και χωρίς καμίαν υποχρέωση, κάποτε
θλίβεσαι και κάποτε αγαλλιάς. Είσαι θαρρώ,
φρεγάδα που περνά απ’ όλα τα λιμάνια, δίχως καλάθια
και με ωραίες λείες κουπαστές.

17

Αποσκιρτώ μεσ’ στα φυλλώματα. ’Από μακριά
διακρίνω την ελαφρά κοιλάδα. Η μέρα αυτή είναι
σαν πλημμυρίς φωτός. Στις φλέβες και στα φύλλα
της ρέει το αίμα που την ζωντανεύει και απομακρύνει
τις τυχάρπαστες σφενδόνες. Ο θόλος της είναι
τόσο διαυγής που σπάζει η στάμνα της γειτονικής
επαύλεως και σκάζουν προώρως τα ρόδια της
δενδροστοιχίας. Κάθε σπυρί τους είναι μια στιγμή που
πέφτει σε πηγάδι ηδυπαθείας.

20

Ράμφος εγώ. Εσύ, ολόκληρη μια νύχτα με αναπαλμούς
και φώσφορο μεδούσης. Έπειτα αποκοιμήθηκες
κι όταν πιά ξύπνησες, πάλι με κοίταξες, όπως
κοιτάζει ένα παιδί μια στήλη.

22

Οι άνθρωποι καμιά φορά, βαπτίζουνε τα χέρια
τους σε μπακιρένιες κολυμβήθρες. Σε τέτοιες
στιγμές τα βρέφη αγαλλιούν και παίζουν με ψάρια
κόκκινα πλευστότητος ελαφροτάτης.

23

Πράξεις των ελεφάντων. Πολύτιμα περίστροφα εξ
ελεφαντοστού. Μία γυναίκα ανάμεσα σε δυο θημωνιές
μαζεύει παπαρούνες. Τέλος κάποιος τραβά μια
πιστόλια και τρέπονται εις φυγήν τα ζώα. Το ποδοβολητό
τους προχωρεί σαν κύμα που περνά επάνω απ’ όλα.

25

Η παρόρμησης είναι μια συνοχή εαρινών βλυσμάτων.
Μακάριοι αυτοί που πίπτουν στα νερά της. Τα
στήθη της είναι τόσο ωραία που υπερνικούνε όλα τα
υφάσματα. Αν η παρόρμησης υπάρχει, τίποτε δεν
μπορεί να την αναχαιτίσει. Η χαίτη της όταν εφορμά
είναι δάσος φλεγόμενον με μύρα.

26

Η τρέλα μοιάζει με χαρά η με θλίψι. Όμως
δεν είναι πίθος δαναΐδων αλλά ομάς νεανίδων που
ορχούνται σε θέατρον του Ορχομενού. Καμιά φωνή δεν
συνεκλόνισε βαθύτερα τα πλήθη. Καμιά πηγή δεν
γέλασε πιο ιλαρά. Κανένα σούρουπο δεν άπλωσε μια
βαθυτέρα θλίψι. Ω κόρη υστερική! Το σκίρτημά σου
είναι οδός που οδηγεί στην γέφυρα της καταστάσεώς
σου και η κραυγή σου οξύ χλιμίντρισμα που
διαπερά το μάτι τ ουρανού.

27

Το αγρόκτημα το σκέπασε η λήθη. Μέσα στις
άδειες κάμαρες στάζουν οι σταλακτίται, και, στην σιγή,
μετρούν τις ώρες και τα χρόνια της ανεξήγητης
εγκαταλείψεως. Μπροστά στην πόρτα ένας ληστής κλαίει
πικρότατα. Μέσα στα φύλλα μιας συκιάς αλλάζει
χρώμα ο χαμαιλέων.

28

Τώρα που η πόλις μετανάστεψε, καθίζει η μνήμη
της πομπής και αναστενάζει εμπρός εις τους κενούς
και ηλιοκαείς τροχιοδρόμους

29

Το δράμα του παραλιακού ξενοδοχείου δεν κατεσβέσθη.
Ακόμη καταποντίζεται ο λυγμός και η φαλαινίς
μνήσκει λαχανιασμένη. A, πως κτυπούν τα
κύμβαλα οι ανηλεείς σκαφανδροφόροι! ’Α, πως
πονούν αυτοί που σέρπουνε στην άμμο!

31

Βρέφος εντός αβράς σιγής. Μόνον η αύρα μέλπει
και η τροφός ρεμβάζουσα προσφέρει το βυζί της στο
ευτυχισμένο βρέφος. Ώρα ηδονής και γάλακτος.
Ώρα του γαλαξίου.

32

Κατάρτια μπηγμένα σε γηλόφους άμμου, χαρές
παιδιών, χαρές ανδρών και γυναικών ενώ πλησιάζει
το βαπόρι, νέφη λευκά κι ανάλαφρα στον ουρανό, χίλια
αντικείμενα στιλπνά και πολυφίλητα σαν χείλη
αιμάσσοντα η δροσερά, η σαν μαστοί εν εγρηγόρσει,
κ’ αίφνης εσύ, ζεστή και δροσερή συνάμα, και ουδέποτε,
μα ουδέποτε μικρόνους, παρ’ όλον ότι έχεις πόδια
μικρά και μικρά χέρια. ’Ίσως γι’ αυτό σε αγαπώ
τόσο πολύ. Ίσως γι’ αυτό σε κράζω και στον ύπνο.

34

Στην βουνοκορφή δεσπόζουν τροχαλίαι. Στην πεδιάδα
περιστρέφονται ελαιοτριβεία και η διαρκής παραγωγή
των λατομείων, συγκρίνεται μ’ εκβραχισμούς
των σχιστόλιθων. Μεσ’ στο λιοπύρι περιίπτανται
κορυδαλλοί και όσοι κοιτούν τον χάλυβα να λιώνει,
μοιάζουν με Ιππείς που ξαφνικά πεζεύουν μπρος σε βρύση.

.

ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ Η’
Η ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΧΘΕΣ (1984)

Α’
1. ΝΕΦΕΛΗ

Η νεαρά κοσμόπολις και οι λεγεώνες της
Μετατοπίζουν την πληθυντική μας παρουσία
Και ταυτοχρόνως καταφθάνουν οι παρόμοιοι
Με δημογέροντες κιθαρωδοί και τα κορίτσια των
Σέ τόπον συγκεντρώσεως νεανίδων
Με εξαίσιες χώρες ηβικές και στήθη
Και ιδού πού τώρα ενώπιον όλων
Τις ρώγες όλων πιπιλίζουν
Οι ερασταί του πλήρους έρωτος
Οι ερασταί που καταφθάνουν
Υψιτενείς μεμουσωμένοι
Από τα βάθη του ιμέρου των
Και από τα δάση της ιεράς μανίας.

2. ΣΤΑΡΙ

Της εκτονώσεως το μαύρο κεχριμπάρι
Αντανακλάται στα λάμποντα κογχύλια
Σαν την ηχώ που αντιλαλεί πριν σπάση
Πομφόλυγες έν εγρηγόρσει και καψύλια
Μιας συστοιχίας φαινομένων που δεν μένουν
Μέσ’ στην αμφιταλάντευσιν των γενεών που επέρχονται
Μα στην όρθια εκτόξευση των ύβρεων
Πληθωρικής φωτοσκιάσεως του κόσμου
Των νέων αναμοχλεύσεων που τείνουν
Να γίνουν παραστάσεις
Στην ντροπαλή παράταση της σιωπής
Που έν τούτοις κάποτε θα σπάση.

3. ΘΑΜΝΟΙ ΤΗΣ ΕΠΩΑΣΕΩΣ

Θάμνοι της επωάσεως
Και καρδερίνες σε γυάλινα κλουβιά
Δεσπόζουν μέσ’ στ’ αρώματα θερμόαιμης ημέρας
Από τα ρίγη των πηδούν και πέφτουν φθόγγοι
Κ’ αίφνης ανοίγουν τα παράθυρα κι ανοίγουν οι πηγές
Και τρέχουν τα παιδιά για το ψωμί των
Από τα δάκτυλά των στάζουν σπίθες
Και γίνονται πουλιά τής μεταγγίσεως
Μιας ηυξημένης θαλπωρής από τον ήλιον
Εις τας ηπείρους και τα κύματα
Εις τα βουνά και τις σποράδες
Όπου τα πάντα σφύζοντα προσμένουν
Τούς οργασμούς του θέρους.

4. ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ ΚΕΛΕΥΣΜΑΤΑ

Ας πάμε εμπρός
Τα πρωινά κελεύσματα των τοξοτών
Καταλαμβάνουν το κέντρον της καρδιάς μας
Σπόρος ο λόγος των ποιητών
Και το τριφύλλι των παιδιών στο στήθος των μανάδων
Χαρμόσυνον σαν άφιξης λευκών ιστιοφόρων.

8. ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣ

Τα κεράσματα πού μας προσέφεραν
Η μαντική διάθεσης που μας χαρακτηρίζει
Το φως που έχουμε στα μάτια και στο μέτωπο
Η δύναμις που μεστώνει το σώμα μας και εμείς οι ίδιοι
Περιφερόμεθα στο ακρογιάλι των ερώτων μας
Χωρίς καμιάν υστεροβουλίαν χωρίς ιδιοτέλεια
Φροντίζοντας για τα μελλούμενα του κόσμου
Του κόσμου που θέλει να βρεθεί
Κοντά στα καρπερά λιβάδια
Της κόκκινης παπαρούνας που θ’ ανοίξει
Παραμερίζοντας τις μύγες και τα έντομα
Ευφραίνουσα τους ρώθωνες των παιδιών και των παρθένων
Όταν κυκλοφορούν μέσ’ στα πυκνά κοπάδια
Των ελεφάντων που περνούνε μια εβδομάδα
Στον κάμπο της ευφροσύνης των ματιών μας
Σμάρια κι αυτοί σαν τις γυμνές μας σκέψεις
Και προχωρούν ανέμποδα δίχως σχοινιά στα ποδιά
Ως ιεράρχαι μεγαλόπρεποι με σιγουράδα
Υπερπόντιου δράματος που μας μαγεύει.

9. Η ΑΝΟΔΟΣ

Οι λέξεις όταν πέφτουν στο σώμα της νυκτός
Μοιάζουν με καράβια που τις θάλασσες οργώνουν
Με άνδρες που σπέρνουν και γυναίκες που μιλούν
Μέσα στους ποππυσμούς των φιλημάτων
Σαύρες περνούν μέσα στα ρίγη των ακτών
Πελάγους που απλώνεται μέχρι την άμμο
Με πλαταγίσματα με παφλασμούς
Ολίγον πριν ο ήλιος ανατείλει
Ενώ ακούονται φωνές των ραψωδών της ύλης
Και αλαλαγμοί αλέκτορος όρθιου
Επί μιας στήλης άλατος χωρών μεσημβρινών
Όταν ογκούνται οι πόθοι στους αιγιαλούς
Μυριάδων πού πορεύονται μέσ’ στις ριπές του ανέμου
Μπροστά στα μάτια των ολβίων κορασίδων
Που κύπτουν με τα στήθη των εγγίζοντα το ύδωρ
Το καθαρό νερό των ρυακίων
Ώσπου να βρουν και να αισθανθούν στα σώματα και στας ψυχάς των
Άνευ ορίων άνευ όρων
Την κεκτημένην άνοδον της ηδονής.

12. Η ΠΛΑΚΑ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

Ο κοχλίας παραστέκει στο μικρό τρεχαντήρι
Κοντά στη θάλασσα παλεύει ο ταξιάρχης
Με ίλες ιππικού που επελαύνουν
Σαν μια τολύπη πράσινη
Χωρίς καμιά
(Ούτε την παραμικρή)
Δυσανασχέτηση.

13. ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΑΥΛΑΙΑ

Βοριάς εσκέπασε την νύκτα
Στην αρχή δεν ήταν άλλη φωνή
Έπειτα ογκόλιθοι κύλησαν στις πλαγιές
Στήθη ξεχύθηκαν από λευκά πουκάμισα
Με ρώγες αιχμήεσσες μέσα στην πλάση
Έπειτα σιγά
Και απαλά
Και ανεπαίσθητα
Παραμέρισε το παραπέτασμα
Για να φανεί το μελόδραμα επί σκηνής.

17. ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΟΤΑΝ ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΨΙΘΥΡΙΖΟΥΝ

Πολλές γυναίκες ομοιάζουν
Με παλαιών χορών στροβίλους
Εις τους οποίους λικνιζόμενες με φιλαρέσκειαν
Γυμνές έως την μέση στροβιλίζονται
Από την μνήμη των μέχρι την πρασιάν των κήπων
Το βράδυ όταν τα φύλλα ψιθυρίζουν
Κάτω απ’ τα φώτα που στα δένδρα λάμπουν
Και κοκκινίζουν τα παιδιά κοντά στις στέρνες
Με γεύση μαστίχας στα φιλιά των
Και με τα χέρια των βαλμένα
Στα στήθη των χορευτριών
Και στα μαλλιά των.

20. ΟΠΩΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΥΔΙΑ

Οι πόλοι υψώνονται στην γαλήνη
Της υπέρτατης καταλύσεως του φθόνου
Χωρίς την άμιλλα σπονδών τεκταινομένων
Εν είδει χάσματος κραυγών που αιμάσσουν
Γιατί ξυπνούν οι θρόμβοι ακαριαίως
Κάθε παλμού καρδιάς των εργατών
Σταθμού παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος
Προ των αρμονικών γλουτών φευγούσης κόρης
Παρά τα περιδέραια, παρά τα κεχριμπάρια
Που μας προσφέρουν οι ερμηνευταί των θόλων
Την ώρα που αναστενάζουσα βαθιά μια φίλη
Έρχεται να μου προτείνει συγκολύμβησιν
Και πέφτουμε στη θάλασσα με παφλασμούς ακαταμάχητους
Σαν βράχοι ενυπνίου μετεώρου
Κι έπειτα πλέχουμε στην ευφροσύνη μας
Μέσα στο φως τής πλήρους μεσημβρίας.

21. Η ΖΕΣΤΗ

Ένα άγαλμα ζωντάνεψε και κατεβαίνει
Από το βάθρο του και αντικρύζει
Μέσα στην άχνα του καλοκαιριού μια πόλι νέα
Με πολυώροφες οικοδομές στην είσοδο
Με κήπους ανεξιχνίαστους σε ορισμένες ώρες
Όπου εμφωλεύει το μυστήριον
Όπου φρικιούν τα άνθη
Όπου κάποιος πού κρύπτετε αισθάνεται την ανάγκη να φανερωθεί
και να αναπνεύσει
Ενώ στα πέριξ της πόλεως πανηγυρίζουν τα τζιτζίκια
Με υψίσυχνα και ακαταπόνητα τσιρίγματα
Που ανέρχονται ως πλημμυρίς και όλους τους χώρους κατακλύζουν
Κάθε παλμός κάθε τριγμός εντείνεται
Κάθε παλμός είναι τζιτζίκι
Κάθε τζιτζίκι είναι παλμός
Που αναπτύσσεται υψώνεται και κορυφούται
Ενώ ιδρώνουν τα σώματα και οι κορμοί των δένδρων
Και το ρετσίνι ξεχειλίζει στα δοχεία
Που οι περιποιούμενοι τα δένδρα προσκομίζουν
Για να περισυλλέξουν τις χονδρές σταγόνες
Ως ξεκολλούν και πέφτουν μία-μία
Σαν καραμέλες διάφανες που τις ποθούν και τις προσμένουν
Τα πλέον σύγχρονα παιδιά με ανοικτά τα στόματα
Και τις ψυχές των απλωμένες στον αέρα.

23. Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ

Η ανύψωσης του χεριού σου
Έχει τη χάρι ζαρκαδιού που τρέχει
Σε χλόη γαλάζια σαν τα φύλλα της καρδιάς σου
Το στεφάνι που έριξες στο λαιμό του αλόγου
Είναι από άνθη λεπτότερα και από πτερά εντόμων
Η συλλογή των λουλουδιών αυτών είναι πολύτιμη
Δεν είναι συλλογή κολεοπτέρων
Δεν είναι συλλογή αγαλμάτων εξ ελεφαντοστού
Είναι μια συλλογή ενθυμημάτων
Που η διαφάνειά των ξεπερνά τα πέρατα του κόσμου
Οι πληθυσμοί της οικουμένης σε λατρεύουν
Οι σκέψεις σου είναι διάφανες όπως εσύ η ίδια
Στην επιφάνεια των πλέουν χίλιες μικρές πομφόλυγες
Περιέχουν το πεντάσταγμα της απαλής καρδιάς σου
Κάθε παλμός της αυξάνει την ζωή μου
Κάθε παλμός της αυξάνει την ζωή μας
Είμαι στην άκρη του δάσους και συγκρατώ τους χθεσινούς ψιθύρους
Μπροστά μου το λιβάδι απλώνεται όπως χθες
Στην χλωρασιά του έφθασε το άλογο που αγάπησες
Όμως εσύ δεν ήλθες
τα βήματα τού άλογου είναι ο βηματισμός του ονείρου μας
Είναι οι θάλασσες πού διαβήκαμε
τα τρεχαντήρια πού χρωματίσαμε μαζί
Το άλογο αυτό κρατά στο στόμα του μια ημισέληνο
Χωρίς να την αφήσει χλιμιντρίζει
Το άλογο αυτό και εγώ μαζί του
Στεκόμαστε στην άκρη τού δάσους και σέ περιμένουμε
Το άλογο αυτό και εγώ
Είμεθα πλάσμα έν και αδιαίρετο
Είμεθα κένταυρος που σε αγαπά
Είμεθα κένταυρος που ξέρει
Ότι δεν είναι δυνατόν να μη ξανάρθεις.

Β’
ΝΕΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΥΘΟΥ
25. ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΑΜΑΖΟΝΙΟΥ
1.

Η πρωινή ατμάμαξα
Εντός της άχνας των ατμών
Του σύννεφου που μας καλεί
Και μετατρέπει τους ανθρώπους.

2.

Τα κρύσταλλα της νηνεμίας
Είναι κι αυτά λουλούδια
Με κύματα με χνούδια
Με αναλαμπές ακαταμάχητες σαν άστρα.

3.

Κυρτοί οι κλώνοι
Όρθιοι οι κορμοί
Οι τοποτηρηταί των οραμάτων στους χειμάρρους
Ρέουν ρευστοί μέσ’ στην ανταύγεια των κινητών χρωμάτων
Πότε με φως και πότε με σκιρτήματα λαγνείας.

4.

Παρομοιάζουν την σιγή με βράχο
Κι’ όμως ανθούν στην κορυφή της
Τα στίφη της ζωής και του θανάτου.

5.

Η βενζινάκατος που τρέχει
Είναι το ράμφος αετού
Ω τα σφυρίγματα της μοίρας

6.

Στην όχθη
Διαπερά την φάλαινα μια δόνησις
Και ανοίγουνε τα βλέφαρα και φεύγουν
Οι φθόγγοι της ήχους.

7.

Παιδί του γλάρου κέρκουρε
Και την καρένα σου κρατούν
Οι ατέρμονες βραχίονες
Του ωκεανού και του πελάγους.

8.

Σμίγουν τα χέρια και πέφτουνε τα φύλλα
Ολόκληρος ο ουρανός ψηλώνει
Και μοιάζει με τα μάτια μας
Όταν ενατενίζουμε.

9.

Τα βήματά σου αντηχούν
Μεσ’ στο φιλί που μου ‘δωσες και θα ‘ρθω
Να πάρω μεσ’ στα δίχτυα μου τη βάρκα
Που θα με φέρει σήμερα κοντά σου.

10.

Άπλετον πάθος
Άκλιτον γέρας
Εχθροί του γήρατος
Σπάγγος χρυσός
Στο μέτωπο των αθανάτων.

11.

Δεν είναι η δράσις σαν τα σπασμένα τζάμια
Τα φύλλα της δεν πέφτουν παρά τις δυσκολίες
Βλασταίνουν και αναπτύσσονται
Τ’ άνθη της μοιάζουν με τριαντάφυλλα
Που κόκκινα γίνονται στο φως κάθε πρωίας.

12.

Το βρέφος της αυγής στην αγκαλιά της μάνας του
Και η μάνα του στην αγκαλιά του δάσους.

13.

Οι αετοί που αρμενίζουν
Με ανοικτά τα ράμφη στον αέρα
Τρώνε σαν νάταν φύκια μιας θάλασσας των Σαργασσών
Την πυκνοτάτη ατμόσφαιρα
Χειμαζομένης εποχής
Χειμαζομένης πολιτείας.

14.

Η οπτασία στη σιγή
Ονείρων πηγή εν εγρηγόρσει.

15.

Κανείς δεν κατατρύχεται
Αν δεν κρατά στη τζέπη του μια πέτρα.

16.

Αύρα χυτή στην κόμη σου
Η χλαλοή του κόσμου μέσ’ στο νου σου
Κ’ είμαι κοντά σου σαν περιστέρι δυνατό
Πού όλο ραμφίζει τούς μαστούς σου.

17.

Στάζουν τα έλατα
Κορέννυμι στο ανάβρυσμα των ποιημάτων
Δροσιά του νάματος και των θαυμάτων
Πηγές και πράξεις υακίνθων.

18.

Ο πρόξενος της εορτής
Βλέπει ριγεί κι εν τέλει φωνάζει:
«Ώ η πηγή του χρόνου!»

Γ’
ΦΩΝΕΣ ΚΑΙ ΥΔΑΤΟΠΤΩΣΕΙΣ
26. ΠΑΡΑΣΤΗΜΑ

Η σπείρα του ανεβάσματος της κορδιλιέρας
Επάνω από τα πεδινά σαλπίσματα
Είναι το δέρας κερασφόρου τίγρεως
Που σκαρφαλώνει στα βουνά της λαγκαδιάς
Χωρίς φανάρια δίχως δένδρα
Μα με καλάμια και πλοκάμους
Που υψώνονται σαν τους κορμούς των σιωπηλών ανθρώπων
Εκεί που στέκονται βουβοί πριν να μιλήσουν.

Το ρόδον της αυγής τους περιμένει
Και περιμένουν οι βουβοί να πούνε
Την πρώτη λέξη που σημαίνει πάντοτε
Την έναρξη της κυκλικής αρθρώσεως
Μιας επικής η μη δημιουργίας
Με αστραφτερούς σπασμούς με πίδακες
Που μας γεμίζουν όλους και μας επεκτείνουν
Από το χρώμα της νυκτός στο χρώμα της ημέρας.

27. Η ΒΑΣΙΣ

Οι δίσκοι της φωνής δεν έχουν ώτα
Καλύτερα περνούν στο δρόμο τα κορίτσια
Παρά καθήμενα πλησίον των γονέων των
Καπίστρια του σπιτιού και παστρικές σφενδόνες
Συντρίβουν κάποτε —πάντα σχεδόν— την πλήρη σφρίγους
Ανερχομένη άνοδο των τρυφερών πλασμάτων.

Το κήρυγμα της οπτασίας των θεμελιωμένων
Μέσα στο αίμα των γενναίων υπερμάχων
Αποτελεί εκπήδησιν και τίποτε δεν συγκρατεί
Τους θρύλους που γεννιούνται μέσ’ στα χόρτα
Της αυταρέσκειας των φιλήδονων κορασίδων
Γιατί δεν στέκονται μονάχες των
’Έχουν εμάς κοντά των
Όρθιους μπροστά των και στο αίμα των επί της ύλης
Όλου του πάθους των σφριγηλών σωμάτων τους
Και του ιδικού μου.

29. ΤΑ ΑΚΑΤΑΠΑΤΗΤΑ

Αντίρροπον του κάθε δράματος η τρυφερά ανεμώνη
Σημαίνει το φανέρωμα κάποιας δικαιοσύνης
Κ’ αίφνης η θλάσης των λεπτότερων μίσχων
Ακεραιότης γίνεται αποκατάστασης πληρότης
Κάτι σαν κίνησης ανοδική και ευθύς μετά καθοδική
Κούνιας της ευφροσύνης
Κόρης που παλινδρομικούς εις την αιώραν της κινείται
Και δεν μονάζει το πρωί μήτε το βράδυ
Σε τέλματα κακίας η μίσους.

Βάμμα χαράς στας παρειάς ροδίζει
Οι κώμοι του κόσμου τίποτε δεν σημαίνουν
“Ας λένε και ας βάζουν στοιχήματα
Εξαίσια θάναι πάντοτε των ίππων η ορμή
’Ιδίως προς το τέλος κάθε αγώνος
Και ας λέγει ας μανίζει το κοτσοπολιό
Τα κλήματα οπωσδήποτε θα κάνουν τα σταφύλια των
Και η χλόη πάντα θα ποτίζεται με σπέρμα.

31. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Χοντρές σταλαγματιές από αίμα στο τραπέζι
Προμηνούν τον όρθρο της επιούσης των εορτών
Χοντρές σταλαγματιές από αίμα κονδυλένιων δακτύλων
Από αίμα που αναβλύζει στον κρατήρα μιας πληγής
Πληγωμένης άλλα μη πεθαμένης γυναικός ωραίας
Που αγαπά τα όνειρα και όσα ονομάζουν άνομους έρωτας
Με άρχοντας των αγρών με άρχοντας των εργοστασίων
Με εργάτας, με προλεταρίους, με ιερωμένους
Με νοήμονες η με μωρούς ανθρώπους
Με συζύγους μελαψών συζύγων που έχουν παιδιά στη Βολιβία
Με γεννητικά όργανα ανδρικά ακμαία
Με ολίσβους εξ ελεφαντοστού ή από λάστιχο σκληρό και λείο
Με αδελφικά παιδάρια
Και ακόμη με κόρες σαν ανεμώνες όμορφες με μάτια γλαυκά ή μαύρα
Με αχθοφόρους των κρηπιδωμάτων
Με εραστάς των ινδαλμάτων
Με ηλιθίους και σοφούς
Χωρίς να είναι οι έρωτες παράνομοι η άνομοι
Γιατί δεν υπάρχουν έρωτες νόμιμοι η μη νόμιμοι
Υπάρχουν μόνον έρωτες χωρίς επίθετα
Όπως υπάρχει ο ουρανός η θάλασσα οι στεριές το λάδι
Το λάδι της ελιάς και το λάδι της μηχανής
Της μηχανής ενός καραβοκύρη
Που αγάπησε την θάλασσα την ίδια
Έτσι όπως καθότανε στο φιλιστρίνι της καμπίνας του
Και κοίταζε την απεραντοσύνη των υγρών εκτάσεων

Κεραυνοβόλος ο έρωτας και αμέσως πετάχθηκε ο καραβοκύρης
Πρώτα στα καταστρώματα και ευθύς μετά στη γέφυρα
Με τα μαλλιά του ανάστατα
Με την καρδιά του να κτυπά σαν μέγα ξυπνητήρι
Με ομηρικούς αιγιαλούς
Με ’Αχαιών στρατούς και στόλους στην ψυχή του
Τα πάντα προσφέροντας στη θάλασσα
’Αλλάζοντας γι’ αυτήν τελείως την ζωή του
Με σχέδια ενός νέου κατά της Τροίας πολέμου εις τον νου του
Όμως τα σχέδια αυτά δεν είναι λόγος αρκετός
Να αναβληθούν οι εορτασμοί της επιούσης
Για λίγες σταλαγματιές αίματος έστω και χονδρές
Των νέων γυναικών που έρχονται
Των νέων γυναικών που θα τις φέρουν.

34. ΤΑ ΠΑΡΚΑ

Τα κρύσταλλα των μαγαζιών θέλουν καθάρισμα
Με σπόγγους που αγοράσαμε προσφάτως
Από καΐκια σφουγγαράδικα ταχύπλοα
Από καΐκια με μηχανές δυτών σκαφανδροφόρων
Που μοιάζουν με μικρά μαγγανοπήγαδα
Αρδεύσεως περιβολιών με κιόσκια απίστευτα
Όπου κάθε πρωί πουλούν τσιγάρα
Κ’ εφημερίδες και άφθονα μικρά πουλιά.

Ω κόρη που στα κιόσκια αυτά πουλιά πουλάς
Μου αρέσεις —σου το λέγω αλήθεια— τόσο
Που πήρα την απόφαση να ψάξω πάλι να σε βρω
Μέσ’ στα κειμήλια χώρας αειθαλούς
Που μοιάζει με ορισμένες κομητείες
Στα νότια μέρη της Αγγλίας
Όπου κατώκησα χρόνια πολλά
(συγκεκριμένως στο Λονδίνο)
Ευχόμενος με γράμματα τηλεγραφήματα και κάρτες
Κάθε πρωτοχρονιά beyond the seas
Έτη πολλά σε όλους.

Τώρα δεν έχω πιά καιρό να χάνω στα ταχυδρομεία
Ούτε να συζητώ με καϊξήδες
Προτιμώ χίλιες φορές να παίζω μαζί σου ω ραπτομηχανή
Και έχοντας εσέ μαζί μου
Να συναντήσω κάποτε στο γύρισμα ενός δρόμου
Η σε μιαν έρημη ακρογιαλιά του Γέρο-Πόντου
Τον ωκεάνιο ποιητή Ισίδωρο Ducasse
Με την παλιάν ομπρέλλα του στον ώμο.

35. ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΧΡΗΣΙΝ ΥΔΡΑΝΤΛΙΑΣ

Τα πυρωμένα χείλη μιας φωτιάς
Ανοίγουν και εκπέμπουν τα φιλιά της
Ατόφια στέκει και βοά μέσα στο θάλπος
Μια γυναίκα που καλεί τα χελιδόνια
Στην αγκαλιά της.

’Αμέσως τότε ηχούν τραγούδια
Που αναβλύζουν ορμεμφύτως
Όπως το γλεύκος των τσαμπιών γλυκού μοσχάτου
Ώσπου τα κύπελλα να ξεχειλίσουν
Και άδεια να μείνουν με άσπρους πάτους.

Φεύγουν τα ίχνη της αιδούς
Τα διαδέχονται κραυγαί μανίας
Δάκτυλα ψαύουν τους μαστούς των νεανίδων
Και ιδού που νέοι και γέροι και παιδιά
Στάζουν όπως τα δένδρα υπό βροχήν
Η σαν εκτοξευταί πυροσβεστών
Μετά από χρήσιν υδραντλίας.

37. ΤΑ ΣΜΗΝΗ

Η πίστις μας διαπομπεύει την ηχώ
και φτερουγίζουν όλα τα πουλιά
Απ’ τα φτερά τους στάζουνε οι φθόγγοι
Καλών στιγμών στα όνειρά μας.
Κονιορτός δριμύς πίπτων πλαγίως στη σιγή
Σπρώχνει τα φρόκαλα και τα σκορπίζει
Γιατί γυμνά παιδιά ιχνηλατούν τ’ αστέρια
Πού πέφτουν μέσ’ στα πούπουλα της ύλης.
Η πύρινή μας έγνοια δεν κατρακυλά
Μέσ’ στα νερά που φωσφορίζουν
Σμήνη μικρών πουλιών υψώνονται
Προς τις σποράδες των νεφών που ασπρίζουν
Μπροστά στα μάτια τα ανοιγμένα υπέρμετρα
Αυτών που τα κοιτάζουν.

39. ΒΡΥΣΗ ΚΑΙ ΕΛΠΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ

Οι κύκλοι μας μοιάζουνε με μας
Έχουν τα μέτρα του προσώπου μας
’Έχουν την λάμψη των ματιών μας
Πορεύονται σαν φορτηγά βαγόνια
Φιλούν την άκρη των βυζιών των κορασίδων
Που ανεβαίνουν προς την ενηλικίωσίν των
‘Όπως στον ουρανό οι ατμοί μιας ατμαμάξης
Πριν χαμηλώσουν οι φωτιές
Κ’ ενώ θεριεύουνε στα στόκολα οι φλόγες
Καθώς κλαδεύουμε την ηδονή
Σκυμμένοι η ξαπλωμένοι σε σεντόνια
Κάτασπρα και φυλαγμένα με λεβάντα
Σε κάτι σεντούκια σκαλιστά πανάκριβα.

Χωρίς αυτά τα σπίτια μας θα κλείσουν
Θα μαραθούν στους κήπους τα λουλούδια
Αλλιώς πάντα μπροστά μας θάρχονται
Μοσχάρια με φωνές ανθρώπινες
Μοσχάρια δίχως βοσκούς προφητικά θεσπέσια
Με στόματα πολύ μεγάλα
Με μάτια βελούδινα τεράστια.

Οι λέξεις που ρέουν από τέτοια στόματα
Μοιάζουν με γάλα που εκτοξεύεται
Από σφικτά βυζιά που σφύζουν
Κάθε φορά που τα πιέζεις ή τ’ αρμέγεις
Από σφικτά βυζιά γιομάτα
Μιας γυναικός αυγερινής η μιας παιδός του αποσπερίτη
Με μάτια πράσινα παράξενα στιλπνά
Που επιθυμούν να ιδούν μέσ’ στην καρδιά του θέρους
Μια νύκτα γιομάτη θαύματα
Γιομάτη βεγγαλικά του παραδείσου.

41. Ο ΜΕΓΑΣ ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ

Η πέτρα λάμπει σαν αχάτης
Δυο λόγια φεύγουν ξεψυχάνε
Μπροστά στο μάτι που βλέπει κανείς στις εκκλησίες
Κύματα παίζουν με δελφίνια
Στης γης την άκρη νέας γης αποκαλυπτήρια
Προχώρησε και θα τα δεις.

Τον έσπερο με τα διαμάντια και τους ιριδισμούς
Μη τον πειράξεις
Μίλα του
Χάιδεψέ τον
Φερ’ τον να πιεί γάλα του κουτιού
Καμιά φορά τα μεσημέρια συγχωρεί κανείς
Πιο εύκολα παρά τα βράδια
Πολλές φορές ο πύργος Άιφελ ομοιάζει
Με σιντριβάνι χαραυγής
Ποθεί να παίξει
Να πιτσιλίσει
Και ας παρελαύνουν μπροστά του
Οι σχηματισμοί
Τα πυροβόλα
Και τ’ άρματα μάχης
Της «Ecole Militaire»
Της στρατιωτικής σχολής.

Μέγας διδάχος ο στρατός και ο στόλος
Στα μέτωπα και στους αφρούς της Αφροδίτης πρώτος
Η άσφαλτος των καμινευτών δεν του ταιριάζει
Η δόξα βαδίζει καλύτερα στη σκόνη των σκυροστρώτων λεωφόρων
Κάτω από σημαίες
Διάτρητες από σφαίρες των μαχών
Γι’ αυτό η άσφαλτος πρέπει να καταργηθεί
Λυπούμαι πολύ
Μα πρέπει.

Μέγας διδάχος ο στρατός και ο στόλος
Πάσης καταστροφής
Κι όμως στα μέτωπα, στην ύπαιθρο, στις πόλεις
Προσμένουν όλους
‘Η δόξα και οι αφροί της Αφροδίτης
Πολύ πιο πέρα απ’ τα βάθρα των μουσείων
Κατάστηθα στην καθημερινή ζωή
Η άσφαλτος των καμινευτών δεν της ταιριάζει
Η δόξα βαδίζει καλύτερα στη σκόνη των σκυροστρώτων λεωφόρων
Ουχί κάτω από διάτρητες σημαίες από σφαίρες
Μα κάτω από το φέγγος των ελευθέρων ουρανών
Γι’ αυτό πρέπει να καταργηθούν η άσφαλτος, οι πόλεμοι, οι μάχες
Λυπούμαι πολύ
Μα πρέπει.

43. ΑΡΜΟΝΙΑ

Δεκάχρονο αγόρι που συλλογιέσαι
Σε θάμπωσαν τα σμαράγδια των κολεοπτέρων
Σε πίκραναν οι σφήκες των προεστών
Που σε αγαπούν εν τούτοις
Όταν δεν κράζει ο πετεινός στο κόκκινο ξημέρωμα
Του αντικρινού σπιτιού των ρόδων.

Γι’ αυτό θα προτιμούσα να ‘σουν ορμαθός κλειδιών
Τα μυστικά να τα γνωρίζεις όταν κι όπως θέλεις
Δεν είναι γραφτό στο μέτωπο να πέφτουν ήρωες από ζυμάρι της αυγής.

Ποιος ξέρει
Ίσως μια μέρα να ονειρευθείς
Την τρισχαριτωμένη κόρη
Και μ’ ένα καράβι ατρόμητο
Να ξεκινήσετε μαζί για την μεγάλη περιπέτεια της ύλης.

Μην συλλογιέσαι λοιπόν μαύρα η άσπρα η γαλάζια
Της μοίρας τα γραφτά τα τρώνε τα ποντίκια
Κόκκινα και πράσινα θα σε δεχθεί η μέρα
Και λαμπρά στολίδια μεσημέρια και πορφύρες
Θα σου προσφέρουν οι γυναίκες με τα φλεγόμενα μαλλιά
Τα στήθη τους θα σου προσφέρουν σαν λαστιχένιες κούπες
Για να πιείς το γάλα της ηδονής και της χαράς.

45. ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ

Κονιορτός
Έπειτα βράχοι δίχως κεφαλή
Έπειτα δράκοι δίχως μάτια
Και μίσχοι των νωπών λωτών
Στα στόματα των δράκων.

Καλή στιγμή
Περιφορά των εναυσμάτων
Για την γαλήνη των πτωχών
Των άνευ δέρματος και άνευ πάθους
Κορυδαλλών.

Μείνε γυμνή
Τα ρούχα της ημέρας
Είναι βαρύτερα και από τις φωλιές του πεπρωμένου.

Μείνε μαζί μας
Στ’ ανοίγματα τα πρωινά
Θα σβήσουν οι φόνοι της νυκτός
Στους ήχους των διαλαλητάδων
Θα σύρουν βάρκες οι ανεμότρατες
Και ναύτες θα σου πλέξουν την λεπτότατη
Την άνευ υφάσματος παροδική σου παροιμία.

48. TIERRA DEL FUEGO

Στον Νίκο Στάγκο

Ω ποτισμένες περιοχές απ’ τους χυμούς της νεότητος
Δεν σταματούν οι κάμποι τα τρυγόνια
Γωνιές της γης και γίγαντες μέσα στα φύλλα
Της πιο μεγάλης περιοχής νωπών στρωμάτων
Της γης που την τρυπούν από καιρού εις καιρόν
Οι γεωργοί με τ’ άροτρά των
Με τα ρολόγια των σταματημένα
Μέσα στ’ αγιάζι της αυγής
Για να παραταθεί η δροσιά της
Μέσα στ’ αγιάζι χειμαρρώδους εκκινήσεως
Αγέλης ίππων της νοτίου πάμπας
Της γης κάθε καλής συγκομιδής
’Ενώ σιγά-σιγά ξυπνούν οι ώρες
Με πεκαρί μέσ’ στα παρθένα δάση
Με ποταμούς που διασχίζουν τις πραιρίες.

Ω ποτισμένες περιοχές απ’ τα νερά της νεότητος
Τώρα χρειάζονται σχεδίες
Για να διαβούμε τα ποτάμια
Για να περάσουμε στις άλλες όχθες
Για να μετρήσουμε κάτω απ’ την λάμψη του Σταυρού του Νότου
Των άστρων τις αμέτρητες λεγεώνες
’Ερχόμενοι σαν τις σταγόνες της βροχής
Για να ξυπνήσουμε γυμνώνοντας τα στήθη των
Τις βελουδένιες της Παταγονίας κόρες
Ν’ ανοίξουν έκθαμβες τις κόρες των ματιών των
Στους ιριδίζοντας ατμούς αυτής της χώρας

Που δεν την ξέρουν παρά λίγοι μόνον
Απόστολοι εμείς στο βάθος κάθε αποστολής
Ώσπου να φθάσουμε στην άκρη αυτής της γης
Σέρνοντας πίσω μας τις ξυπνημένες κόρες
Και σφίγγοντας στις παλάμες μας τα τρυφερά των στήθη
Σταθούμε εμείς οι του Βορρά μαντατοφόροι
Κραυγάζοντας κάτω από τους νότιους ουρανούς
Την ώρα της ανατολής την ώρα της πορφύρας
Tierra del Fuego χαίρε!

49. ΙΩΒΗΛΑΙΟΝ

Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι
Με καταστρώματα και βάρκες νοσταλγίας
Με ξέπλεκα πανιά και μούδες.

Του καπετάνιου η γυναίκα στη στεριά
Και ο καπετάνιος στο καράβι
Ποτέ δεν απαρνήθηκαν την θάλασσα
Την Θάλασσα την κόρη τους
Με τα μακριά μαλλιά και με τα φύκια.

Τώρα θα ταξιδέψουν για χατίρι της
Και το ταχυδρομείο θα μοιράσει
Ρόδα τρεμάμενα από συγκίνηση
Στην συνοικία που σκοτώθηκε ο μνηστήρ της
Και με σφιγμένη την καρδιά θ’ ακούσει
‘Η γειτονιά την περιπέτεια
Του καπετάνιου και της κόρης του
Διότι πάντοτε τα παραμύθια έχουν αλήθεια
’Ιδίως αυτά που είναι πλεγμένα με κογχύλια
Και γοητεύουν τα παιδιά τους νέους και τους γέρους
Που έχουν ευαίσθητες ψυχές και ατσαλένια μπράτσα.

Χαριτωμένη κόρη
‘Ο πύργος που σε περιμένει
Έχει ετοιμάσει δυο κάμαρες για σένα
Με σιντριβάνι από χρυσές κλωστές και ασημένιες χάντρες
Για να λουσθείς όταν θα φθάσεις
Μη το ξεχάσεις μη το ξεχάσεις
Εκατό χρονιά πέρασαν και ένα καράβι
Για να γιορτάσεις.

Δ’
Η ΑΙΓΛΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΩΝ
50. Η ΑΙΓΛΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΩΝ
I.

Καθυστερούν οι νέοι στους αγρούς
’Αργά συμπίπτουν των προβάτων τα κουδούνια
Εν τέλει, γίνονται καμπάνες
Κρουστοί και λαγαροί παιάνες
Σαν γάμοι με νύμφες μελαψές
Στη γη της Γαλιλαίας.

ΙΙ.

Πούπουλα πέσανε στη γη
Σμήνους περιστερών που απέπτη
Μία στιγμή δύο στιγμές σιωπή
Κ’ έπειτα μέσ’ στο γαλάζιο φως βοή
Πτερά λευκά των αρχαγγέλων.

III.

Είναι το μάτι του φωτός
Του παντοκράτορος το μάτι
Και η πλάσης είναι σύμπασα
Των ουρανών η πλατυτέρα.

IV.

Όσοι από μας προέρχονται απ’ την σποριά του ήλιου
Ποτέ δεν θα περιφρονήσουμε τις πιο βαθιές σκιές
Όσοι από μας γεννήθηκαν έξω απ’ τα κύτταρα του μίσους
Ζούμε την καλοσύνη μας
Σαν αγιοσύνη πανεύοσμης πρωτομαγιάς.

V.

Όταν ανοίγουν τα πέταλα της ανεμώνης
Ιβίσκων στήμονες ακαριαίως ξεπετιούνται
Ξέφωτο ή λόχμη γίνεται με πίδακες
Και τα τζιτζίκια πάλλονται άνευ τέλους
Στις πιο βαθειές πτυχές της πανσπερμίας.

VI.

Λόγια πού αστράφτουν σαν πετράδια
Πλάθουνε πράγματα και από τα σίδερα πιο στερεά
Και αν στις υγρές των δένδρων ρίζες
Οι μύκητες ζουν και πεθαίνουν
Δεν τούς φοβούμεθα δεν μάς πειράζει.

VII.

Κορμοί της ανυψώσεως
Δένδρα υψηλά και αιχμήεντα
Εις το γλαυκόν διάστημα
Υψώνονται και σφύζουν
Πόθοι της γης παφλάζοντες
(Σεγκόγιες
Ουελλιγκτώνιες)
Τον ουρανό με περιπάθειαν
Λογχίζοντας.

VIIΙ.

Η βεβαιότης των πιστών
Και η ταχύτης των σωστών ανθρώπων
Υπερπηδούν τα φράγματα διδασκαλιών κακών
Και τρέχουν όλοι προς τας δροσεράς πηγάς
Όπου εξαίσια μικρά κορίτσια
Δείχνουν της ήβης των τα ροδαλά βερίκοκα
Δείχνουν τα ροδαλά αιδοία των
Στους φλεγομένους θαυμαστάς.

ΙΧ.

Φλόγα σαν σπιθαμή τριπλή
Κεράσι που γοητεύει των πουλιών το σμάρι
Έμφυτη η κλίσης των γυμνών ανθρώπων
Η αγαλλίασης των πάει να ξεχειλίσει
Σαν γάλα ζεστό μέσ’ από κύπελλο γεμάτο.

Χ.

Κάτι παράδοξον συνέβαινε μπροστά μου
Κάτι απ’ αυτά που εύκολα δεν ημπορείς να τα ονομάσεις
Κ’ αίφνης εστάθηκα και είπα:
«Δύστηνη μοίρα των τυφλών
Και των χαμοσερνάμενων ανθρώπων».

ΧΙ

Μπροστά στην πρωινή συκιά
Που γάλα στάζει
Τον ήλιο βλέποντας να ξεπροβάλλει
Τo στόμα άνοιξα και φώναξα άθελά μου: «
« Ήρθε ο καιρός να πω και εγώ
Πτερόεν άρμα!».

XII.

Ω Λαπωνία δεκτική με ποταμούς ταράνδων
Ω διακεκαυμένη ζώνη των τροπικών χωρών
Ω Χώραι αδελφαί της ακροτάτης νοσταλγίας!

Ε’
ΦΩΝΕΣ ΚΑΙ ΥΔΑΤΟΠΤΩΣΕΙΣ
52. «ΜΙΑ ΡΙΞΙΑ ΖΑΡΙΩΝ ΔΕΝ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΤΥΧΗ»

Όχι
Δεν είναι το «art pour l’art»
Η ανωτέρα εκδήλωσις των ποιητών και των ανθρώπων
Ούτε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός που είναι απλώς πολιτική
Ούτε η τέρψης τάξεων προνομιούχων
Δεν είναι αυτά ο προορισμός των ποιητών
Γιατί δεν είναι δυνατόν
Με την αφηρημένη μόνον ομορφιά
Ή με την συμβατικώς παραστατική
Ή με το «όπερ έξει δείξαι» μόνον η το «γαρ»
Να αντικατασταθούν ή να πνιγούν των ενορμήσεων οι ώσεις
Αφού ο λόγος δεν είναι λογική
Αφού το κάλλος δεν είναι αισθητική
Και το καλόν δεν είναι ηθική
Αφού «un coup de des jamais n’abolira le hasard»
Αφού εν σπερματόζωον μονάχα αρκεί
Να γονιμοποιηθεί το ωάριον της γυναικός ή ο λόγος
Αφού μόνον ο έρωτας τον θάνατον νίκα
θάναι η ποίησης σπερματική
Απόλυτα ερωτική
Ή δεν θα υπάρχει.

53. ΓΗ

Με ηδονή αναμοχλεύουμε τα χώματά μας
Σπέρνοντας στις γυναίκες και στη γη
Λέγοντας: Γη γη γηγενής, γη μάνα γη
Γη γη πατρίδα μας παντού στην οικουμένη
Γη της καρδιάς μας
Γη του πέους μας
Γη της ψυχής μας
’Άνευ ολέθρων, δίχως μιάσματα και δίχως ζήλεια γη
Γη άνευ όφεων εδεμική
Γη αθωότητος και γη ευδαιμονίας
Γη γηγενής στο αίμα μας (δικαιοσύνη)
Άνευ ορίων άνευ όρων γη
Σφύζουσα γη του γίγνεσθαι (μεγαλοσύνη)
Γη γη του μέλλοντος υπάρχεις ήδη
Στο αίμα μας
Στο σπέρμα μας
Και στ’ άσματά μας.

56. ΔΕΝ ΛΗΣΜΟΝΩ ΠΟΤΕ ΤΟΝ ΛΕΟΝΤΑ ΤΟΛΣΤΟΙ
ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΔΑΣΚΑΛΟ ΜΟΥ

Επάνω από τα κύματα των επελάσεων
Μέσα στα θρύψαλα της καθημερινής ζωής
Και στις ανατινάξεις των οπτασιών και των ονείρων
Μέσα στο άγχος των πολέμων —ευτυχώς—
Των αρχαγγέλων ο εσμός.

Ειρήνη ειρήνη και πυκνά πλεμάτια
Κατά του στίφους των ακρίδων
Κατά του πλήθους των σκορπιών και των ερίδων
Ε χαίτη της καθεμιάς βουίζει
Και δάσος πλήρες από έντομα γιγάντια
Κ’ αίφνης οι πίδακες των ιδικών μας απαντήσεων
Με την ευχή της μάνας μας
Ενάντια στα μαχαίρια των πογκρόμ
’Ενάντια στα κνούτα της Οχράνα
Με τις κραυγές που απ’ τις ψυχές μας ξεπετιούνται
Για την κλοπή των ινδαλμάτων
Για την καταβαράθρωση των οραμάτων
Για εκείνο το χνούδι των παιδιών που σαν ψιμύθιον διεσκορπίσθει
Με όλα τ’ αρώματα και την χρυσή βροχή του σίτου
Μπρος στα χαντάκια των φρουρών και των δημίων
Μπρος στα καλάθια που άδεια απόμειναν στον ήλιο.

Ειρήνη ειρήνη το φιορίνι ας χαθεί
Κρωγμοί γυπών να μην ακούονται πλέον
Στους κήπους τα μικρά παιδιά να παίζουν
Αμέριμνα πασίχαρα δοσμένα
Στους θρύλους των καλών καιρών που φέρνουν
Των ενορμήσεων την ευλογίαν
Σε ξέσπασμα αγαλλιάσεως που σημαίνει
Ειρήνη ειρήνη με τον φλόκο της Ειρήνης
Μέσα σε φως απίστευτο να πλαταγίζει
Με την οκτάπηχη την λόγχη μας μπηγμένη
Κατάστηθα στο στήθος των πολέμων
Αγάπη αγάπη θρόισμα βαθύφυλλο του Πάνα
Λέων Τολστόι βελανιδιά τετράψηλη προφητική
Στη Γιάσναγια Πολιάνα.

61. Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ Ή ΑΓΑΠΗ ΔΙΧΩΣ ΜΙΣΟΣ

Χαριτωμένη κόρη που καταφθάνεις πνευστιώσα
Στα σκυροστρώματα των σιδηροτροχιών
Την ώρα που ξεκινούν τα τραίνα
Για χώρες της ’Ανατολής
Για χώρες της ’Ασίας
Γλυκεία κοπέλα να λουσθής στον Ιορδάνη
Σε φως που εκπορεύεται από ινδάλματα
Μέσα στα νάματα των βαπτιστών
Κάτω από ιριδίζοντα ουράνια τόξα.

Πρόσεχε όμως
Μη ξεπεράσεις τα συρματοπλέγματα
Που σε χωρίζουν απ’ τις πληγές των Φαραώ
Πολλά συμβαίνουν πέραν της διαχωριστικής αυτής γραμμής
Υπάρχουν Ναβουχοδονόσορες
Υπάρχουν σοφισταί και Δον Κιχώται
Υπάρχουν τέλματα
Υπάρχουν σκορπιοί και δράκαινες
Πρόσεχε πρόσεχε λοιπόν
Τον ’Ιορδάνη ποταμόν κάνε τον ποταμό σου
Κι αν κάποτε με θάνατον σε φοβερίσουν
Φώναξε ω κόρη στους δημίους σου
Ότι πάντα στον ίσκιο των μαρτυρικών θανάτων
Ροδίζει χαρμόσυνα για τους πιστούς νέα ζωή
Και γνώριζε γνώριζε ω κόρη
Ότι ποτέ δεν πέφτουν κατακέφαλα τα ινδάλματα
Στη γέενα των «πεπρωμένων».

Χαριτωμένη κόρη
Οι βαπτισταί σε περιμένουν πως και πως
’Έχε λοιπόν πεποίθησιν στον Ίμερον και πίστευε
Στην φλεγομένη άλλα μη καιομένη βάτο σου
Στην βάτο την ερωτική
Και πίστευε στον ίμερο των βαπτιστών ω κόρη
Σε αυτά και μόνον πίστευε.

64. Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΙΣ ΤΩΝ ΥΨΙΣΥΧΝΩΝ

(Εύρασία)

Καρρότσες τέθριππες και αυτοκίνητα σαράντα ίππων
Διασχίζουν τας πόλεις και τις στέππες της Ασίας
Εις τα παράθυρα των λαϊκών συνοικιών
Γυναίκες και νεάνιδες της Γεδρωσίας
Δείχνουν τα στήθη των ακάλυπτα
Στους διερχομένους άνδρας της δυτικής Ευρώπης και
Την ίδια ώρα
Εν μέσω ελαφρών νεφών
Μπαλόνια υψώνονται στον ουρανό
Και πλέχουν στον αέρα της αθανασίας.

Όλοι παρατηρούν και ενατενίζουν
Τις σφαίρες των ελαστικών μαστών
Και τ’ αερόστατα που ταλαντεύονται εις τον αέρα
Και ιδού
Συγχρόνως
Από τα άνθη των αγρών και τις δροσοσταλίδες
Γεννιούνται τέλεια μικρά παιδιά και ξεπετιούνται
(’Αμέσως τείνοντα μανιωδώς προς τους μαστούς)
Είναι οι φωνές τους ξαφνικές σαν αστραπές
Κόκκινες κίτρινες μαβιές
Και μοιάζουνε με ήχων χρυσαλλίδες.

66. ΟΙ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΙ

Τί και αν φεύγει η Αλεξάνδρεια — μη κλαίτε
Με απλωμένα τα πανιά των έρχονται
Κάθε φορά που τις καρδιές φουσκώνουν οι πνοές του πόντου
Και οι θάλασσες εν ηδονή ασπαίρουν
Άσπροι αρχάγγελοι έρχονται
Με διάπλατα ανοιγμένα τα πτερά των
Με σάλπιγγες και φωτεινές ανταύγειες καταφθάνουν
Με «βίρα» και «μάινα» με απίστευτες ιαχές
Με πεταγμένες έξω τις φλέβες στα λαιμά των
Με τις ψυχές πλησίστιες
Τριζοβολώντας στους αρμούς και στα σχοινιά των
Στις πιο πικρές ακόμη των καιρών αρμύρες
Θαλάσσιοι ταξιάρχαι έρχονται
Σαν το «Χριστός νικά»
Ή όπως το σπέρμα που ακατασχέτως αναβλύζει
Θαλάσσιοι αρχάγγελοι έρχονται την αγαλλίασιν κομίζοντες
Κάθε φορά που τις ψυχές τραντάζουν τα ραγάνια
Θαλάσσιοι ταξιάρχαι έρχονται
Έρχονται πάντα τα καράβια.

68. ΔΙΕΘΝΕΣ

Δεν λέγω λόγια σπέρνω στο χαρτί
Δεν ασχολούμαι με την μοίρα η την λίρα
Και βλέπω πάντα στα μάτια την ζωή
Σαν να ‘ταν όμορφη παρθένα η ζωντοχήρα.

Καμιά φορά στον δρόμο σταματώ
Στραγάλια ν’ αγοράσω η φουντούκια
Και λέγω καμιά φορά έναν σκοπό
Που τραγουδιέται —δόξα τω Θεώ—-
Χωρίς μπουζούκια.

Και όταν το βράδυ πέφτει η σιγαλιά
Πηγαίνω τ’ άλογά μου να ποτίσω
Και ως κατουράν η πίνουνε νερό
Τα ραδιόφωνα τριγύρω μου σκορπούν
Πότε του Χαίντελ το «’Αλληλούια»
Πότε μιαν άρια από την «Κάρμεν» ή την «Τόσκα»
Κ’ αίφνης —σε άλλες στιγμές—
Σαν ξέσπασμα μιας προσευχής
Ακούω τον ύμνο της Διεθνούς από την Μόσχα.

ΣΤ’
ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΓΙΟ ΜΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ
ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ
70. Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ ΝΩΕ

Ήταν ανάγκη ως φαίνεται να έρθουν τα νερά
Έτσι εμάζεψε ο Νώε τα παιδιά του
Και όλα τα ζώα της πλάσεως όλα τα πετεινά
Και όλα τάβαλε στην αγκαλιά του
Όμως απ’ όλα πρώτον έβαλε μεσ’ στην καρδιά του την αγάπη
Κ’ έτσι εφάνη το Αραράτ και το κλαρί που εκόμισε το περιστέρι
Δόξα λοιπόν στα χέρια του
Δόξα στα γένια του
Και δόξα μεγάλη στην καρδιά του.

71. ΤΟ ΙΠΠΙΚΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Ή
ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΑΚΟΜΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΑΜΟΥΣ

Πώλοι σκιρτούν στο βάθος της νυκτός
Και συνεχώς στις πόλεις πλησιάζουν
Είναι λευκοί και λάμπουν στο σκοτάδι
Πώλοι οπάλινοι στο βάθος της νυκτός
Σαν άσπρες πέρλες σε μαύρες κασετίνες
Κινούμενο φίλντισι στο βάθος της νυκτός
Και ο κάμπος με τις μυρωδιές απλώνεται μπροστά
Πώλοι θερμόαιμοι σκιρτούν
Κάπου κοντά στα Εκβάτανα στα Σούσα
Και της Ρωξάνης η καρδιά αναγαλλιάζει
’Από τα χλιμιντρίσματα και από τον ήχο
Του καλπασμού των πουλαριών στον κάμπο
Γρύλλοι ακούονται πολλοί και άστρα πολλά σπιθίζουν
Και ως αντηχεί το ποδοβολητό των ίππων
Γράφουν τ’ αστέρια στο στερέωμα εν όνομα
Σε σχήμα εκθαμβωτικού φωτοστεφάνου
ΑΜΜΩΝΟΣ ΔΙΟΣ ΥΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.

73. Ο ΥΠΕΡΣΙΒΗΡΙΚΟΣ

Υπάρχουν πολλές φορές διαβατήρια
Υπάρχουν πολλές φορές θεωρήσεις
Μα πάντα με σφύζοντα τα τούμπα των
Θα φεύγουνε τα τραίνα
Παρίσι Λυών Μεσόγειος
Λονδίνο Εδιμβούργο
Και πρώτο απ’ όλα
Στην στιλβηδόνα της σιδηροτροχιάς
Μόσχα – Ιρκούτσκ – Βλαδιβοστόκ
Στην στέπα και στις πόλεις
(Άσπρες τολύπες θριαμβευτικός καπνός)
Βαρύγδουπος Μεσσίας
Και σαν γαμπρός λαμπρός
Απ’ την Ευρώπη στην Ασία
Γοργός αρχάγγελος διασυρίζων
Ο Υπερσιβηρικός.

Ζ’
(ΠΡΟΣΘΗΚΑΙ)
74. Η ΑΦΙΞΙΣ

Απέναντι μου ο αιγιαλός
Πίσω μου οι ώρες και τα σπίτια
Ο δρόμος άσπρη κιμωλία
Οι ανεμόμυλοι τα μπράτσα των τεντώνουν
Η κάθετη ώρα είναι μεσημβρία.

Αχνίζει στον ήλιο η πολιτεία
Η θάλασσα ανεμίζει τον αφρό
Αιφνίδια περιστέρια γλάροι
Και χελιδόνια εδώ
Την ώρα που ακουμπώ στην κουπαστή και βλέπω
Από μακριά να πλησιάζουν σαν καράβια
Σκέψεις τρικάταρτες και αναμνήσεις.

Ένα κογχύλι, ένας φίλος, δύο βότσαλα
Και ανάμεσα λευκές φωνές-σπονδές
Μιας άψογης ευθείας ή καμπύλης
Όταν μέσα από χνούδι αναπηδά και φανερώνεται
Της ποθητής στιγμής η παρουσία.

Πλευρίζει η βάρκα σε εποχήν ατόφια
Η πόρπη λύνεται
Και μέσα απ’ το νέφος που σκορπιέται
Προβάλλει η πλώρη και η γοργόνα της
Λαχανιασμένη με στήθη ξέστηθη
Ποντίζοντας την άγκυρά της στο λιμάνι.

Είναι ελαφρά τα φτερουγίσματα
Σαν τα τρεξίματα παιδιών που παίζουν
Είναι βαριά τα παλαμάρια
Μία μπαρούμα πέφτει στα νερά
Και αναταράζει την άμμο του πυθμένος.

Όμως πριν διαλυθεί η θαμπάδα του πυθμένος
Τεντώνεται πολύ
Και το χονδρό σχοινί
Δένεται χορδή που πάλλεται
Από τα κρηπιδώματα
Έως μέσα-μέσα στο ηλιακόν μου πλέγμα.

Κόρθι, 19-5-1955

77. ΚΛΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Όσοι βαδίζουν επί πετάλων ρόδων
Γνωρίζουν το πούπουλο και το πουλί
Είναι ανοιγμένα τα πτερά του κ’ αίφνης τα διπλώνει
Για να τ’ άνοιξει πάλι καθώς ψηλά πλανιέται
Επάνω από τα σύννεφα σε χώρους αστρικούς
Προς την Παράδεισο η τον Παράδεισο πηγαίνοντας του κόσμου.

Και το πουλί επιστρέφει πάλι
Ξαναγυρίζει
Σε δένδρα όπου τυλίσσονται αθώοι όφεις
Ουδείς ποντίφηξ της κολάσεως τους ορίζει
Κανένας δαίμονας δεν τους προστάζει
Ούτε επενδύεται κανείς με τα παλιά των λέπια
Και το πουλί στης γης τα δένδρα επιστρέφοντας
Τα κάνει δένδρα της Εδέμ
Και γίνεται πουλί της Παραδείσου
Πλάσμα αθώο και αγνόν όσον το γάλα
Της πλατυτέρας Μυριάμ ή Αφροδίτης.

Και το πουλί;
Να το πουλί
Πάνω απ’ τα στάχυα των αγρών
Τώρα πλανιέται
Από τα στάχυα που δεν φαντάσθηκαν ποτέ τα μηχανήματα
(McCormick Ferguson η Chase)
Ότι θα ήτο δυνατόν να τα θερίσουν
Και ούτε το θέλησαν ποτέ να πατήσουν
Μα πέρασαν δίπλα των και τ’ άφησαν απάτητα
156
Τα ίδια τούτα μηχανήματα
(McCormick Ferguson και Chase)
Αφού η ευλογία πάντοτε αχρηστεύει
Πάσαν ανάγκην πονηρών ή μη μηχανημάτων
Δολίων εξαρτημάτων όπως το δίκτυ ή το σχοινί
Όπως ο βρόχος αυτού που πάει να κρεμασθεί
Σε ανήλιαγα κατώγια ή σε δάση
Όπως εκείνος ο παράνομος Ιούδας που εκρεμάσθη
Σε κάποιο δένδρον άθλιον μακράν της Παραδείσου.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.