ΧΡΙΣΤΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ

Ο Χρίστος Ζαφείρης είναι, δημοσιογράφος και συγγραφέας βιβλίων ιστορικής έρευνας για τη Θεσσαλονίκη, τον περιφερειακό ελληνισμό και ελληνικούς τόπους. Γεννήθηκε το 1945 στην Κρανιά Ελασσόνας και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, μέλος της Ένωσης Συντακτών Μακεδονίας Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ) και της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε στον Τύπο και το Ραδιόφωνο ως συντάκτης και διευθυντικό στέλεχος, στη Μέση Εκπαίδευση και τις Εκδόσεις.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ντοκιμαντέρ, ως ερευνητής και σεναριογράφος, για τη Θεσσαλονίκη και τον μείζονα ελληνισμό. Προετοίμασε ως ερευνητής και κειμενογράφος εκθέσεις για την ιστορία του Τόπου, που οργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΜ-Θ, και άλλες σε ιστορικά μουσεία (Αλεξανδρούπολης, Μούδρου Λήμνου, Χώρος Μνήμης για την αντιδικτατορική αντίσταση στη Θεσσαλονίκη κ.ά.). Τιμήθηκε με τα δημοσιογραφικά βραβεία του Ιδρύματος Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθ. Μπότση (2005) και του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΜ-Θ «Μαρκίδες Πούλιου» (2015).
Διατηρεί τον ιστότοπο www.thessmemory.gr

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, αναγκαιότητα της ελληνικής παιδείας, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1976.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΓΡΑΦΙΑ, α’ εκδ. Παρατηρητής 1990. β’ εκδ. συμπληρωμένη, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006.
Ο ΕΡΩΣ ΣΚΕΠΕΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, Ερωτική τοπογραφία Θεσσαλονίκης, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1993.
ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1900-1960, Κείμενα Χρίστος Ζαφείρης, Φωτογραφική συλλογή Άρης Παπατζήκας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1994.
ΤΟ ΞΕΝΑΧΩΜΑ, α’εκδ. Αίγειρος 1996, β’ εκδ. βελτιωμένη, Εξάντας, Αθήνα 2002.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ, Ιστορία, Πολιτισμός, Η πόλη σήμερα. Γεύσεις, Μουσεία, Μνημεία, Διαδρομές, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1997. Αγγλική έκδοση: The Thessaloniki Handbook. History, Culture, the City Today, Gastronomy, Museums, Monuments, Itineraries.
ΒΑΛΚΑΝΙΟΣ ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ, Οδοιπορία μνήμης σε ελληνικές κοινότητες και παροικίες, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1998.
ΟΛΥΜΠΟΣ, το μυθικό βουνό, κείμενα Χρίστος Ζαφείρης, φωτογραφίες Γιώργος και Γιάννης Ζαρζώνης, εκδ. Ζαρζώνη, Θεσσαλονίκη 1999.
ΕΜΕΙΣ ΤΟΥ ’60 ΟΙ ΕΚΔΡΟΜΕΙΣ, εκδ. Εξάντας-9,58 FM της ΕΡΤ3, Αθήνα 2000.
Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, η Θεσσαλονίκη τον 19ο και 20ο αιώνα, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2007.
ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ, μικρά κείμενα, χαρακτικά Ξενής Σαχίνης, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2007.
ΜΝΗΜΗΣ ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ, ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ, φωτογράφηση Γιώργος Πούπης, εκδ. Επίκεντρο 2008.
«ΑΝΤΕΘΝΙΚΟΣ ΔΡΩΝΤΕΣ…», 1971-1974. Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια της χούντας και η εξέγερση του Πολυτεχνείου της. Πρόλογος Δημήτρης Φατοΰρος, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΝΤΩΝ, Η κληρονομιά Ρωμαίων, Μουσουλμάνων, Εβραίων, Ντονμέδων, Φράγκων, Αρμενίων και Σλάβων, Πρόλογος Ι.Κ. Χασιώτης, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014.
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ, Ιστορία, Κοινωνία, Μνημεία, Το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2016. (έκδοση και στην αγγλική και γαλλική γλώσσα).
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ, Ιστορία, Κοινωνία, Μνημεία, Μουσεία, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2019.
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Αφηγήματα  Επίκεντρο 2021

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ, Ιστορία, Κοινωνία. Μνημεία, Μουσεία, Επίκεντρο, [υπό έκδοση]
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΖΑΦΕΙΡΗ, thessmemory.gr, Ιστότοπος

.

.

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (2021)

04
Νεανικά ποιήματα σε σχολικό περιοδικό

(Δυο αποσπάσματα)

Στο κατώφλι του 21ου αιώνα ένας παλιός συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο Ελασσόνας μου έστειλε κάποιες φωτοτυπίες ενός μαθητικού περιοδικού του 1961 που δεν είχα στο αρχείο μου, όπου δημοσιεύτηκαν ποιήματα της μαθητικής μου ζωής. Συγκινήθηκα και έγιναν αφορμή να θυμηθώ αρκετά ξεχασμένα ή απωθημένα στη λήθη γεγονότα από μια δύσκολη αλλά ωραία
εποχή, καθώς τα εμπόδια και ο ζοφερός περίγυρος υποχωρούσαν από την αισιοδοξία, το νεανικό βλέμμα και την ορμή της νιότης.
Στα 1961 ήμουν δεκαεξάρης, μαθητής στη ΣΤ’ τάξη του παλιού Γυμνασίου, που ισοδυναμεί με την σημερινή Α’ Λυκείου. Είχε περάσει μόλις μια δεκαετία από τη λήξη του Εμφυλίου, και η Ελασσόνα, όπου φοιτούσα, ένα θεσσαλικό κεντρικό κεφαλοχώρι του δυτικού Ολύμπου, διατηρούσε, όπως όλη η ελληνική ενδοχώρα, τις πληγές της αδερφοσφαγής, το μίζερο και σκληρό κοινωνικό κλίμα, και άθικτο το θεσμικό πλαίσιο των πολιτικών διώξεων και της αστυνόμευσης του φρονήματος που κληροδότησε η πολεμική δεκαετία. Υπήρχαν μαθητές στο σχολείο που ο πατέρας τους ήταν στο «παραπέτασμα» ή ήταν ορφανοί από αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού, πατέρα που δεν τον μνημόνευε κανείς ή όταν ακουγόταν καμιά φορά η περίπτωσή του, γινόταν επιτιμητικά και οι ομιλούντες έβρισκαν ευκαιρία να φορτώσουν όλα τα δεινά της χώρας στον απόντα. Αντίθετα, ορφανοί από πατέρα που χάθηκε στις τάξεις του Εθνικού Στρατού ήταν κάπως ευκατάστατοι με τη σύνταξη θύματος πολέμου και δέχονταν με κάθε ευκαιρία την ευγνωμοσύνη της κοινωνίας, γιατί οι γονείς τους θυσιάστηκαν «για να εκδιώξουν τα μιάσματα του συμμοριτοκομμουνισμού». Παρόλο που μετά το 1958 η ΕΔΑ, το αριστερό κόμμα της εποχής, έγινε αξιωματική αντιπολίτευση στη Βουλή, δεν άλλαξαν αισθητά τα πολιτικά πράγματα. Κάποιες αλλαγές άργησαν να φτάσουν στην επαρχία και η μετεμφυλιακή περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην κοινωνία σκίαζε ασφυκτικά και τις αίθουσες και την αυλή του σχολείου.

…/…

Δείγματος χάριν, παραθέτω τρία από τα ποιήματα που ανθολογήθηκαν στην παιδική ποιητική συλλογή Νοσταλγίες και δημοσιεύτηκαν στο Περιοδικό μας, το μαθητικό περιοδικό του Γυμνασίου Ελασσόνας. Ξεχειλίζουν από έναν άκρατο πεσιμισμό για την ηλικία μου, πέρα από ένα, και δεν εμπνέονταν από υπαρκτά δραματικά βιώματα ή οικογενειακές απώλειες. Ήταν περισσότερο αποτέλεσμα ποιητικής μίμησης από διαβάσματα ρομαντικών και πεσιμιστών ποιητών και ενσυναίσθησης σε πραγματικά τραγικά γεγονότα του κοινωνικού περίγυρου, που ήταν άσωτα και ενεργοποιούσαν την εφηβική ευαισθησία.

ΑΠΟΨΕ

Απόψε που τα σκότη έπεσαν πλατιά
και σκέπασαν του ήλιου τη λαμπράδα
ήρθα να σου χαρίσω μιας στιγμής χαρά
και να σου διώξω απ’ τα χείλη την πικράδα.

Ήρθα σε κόσμο ξένο αλλοτινό,
βουβοί σκόρπιοι τριγύρω τάφοι
καντήλια λειψοφώτιστα απ’ τον εσπερινό
κόσμος που έζησε, απέθανε κ’ ετάφη.

Έσκυψα απαλά στην πλάκα το κεφάλι
ένα τραγούδι θλιβερό είπα κάποιου καιρού
τραγούδι αλαργινό που μου θυμίζει πάλι
παιχνίδια, γλέντια και χαρές στη βρύση του χωριού.

Δεν δάκρυσαν τα μάτια από τον πόνο
ούτε η καρδιά μου ράγισε βαριά
γιατί το ξέρω πως θα πέσω κάποιον χρόνο
κοντά σου από της ζωής τον παγερό βοριά.

[Το ποίημά «Απόψε» είναι εμπνευσμένο από τον θάνατο του θείου μου, αδερφού του πατέρα μου, Δημήτρη Ζαφείρη, που πέθανε σε ηλικία 18 χρόνων από περιτονίτιδα ολομόναχος στα βουνά όπου έβοσκε το κοπάδι.]

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Σ’ ερημικό να ’μαι γερμένος ακρογιάλι
ονειροτάξιδα να πλάθω μακρινά
γαληνεμένη να ’ναι η θάλασσα σα λάδι
βάρκα να ροδοσκά πέρα στην αντηλιά.

Και να ’ρθη η νύχτα, ο ύπνος να με πάρει
της θάλασσας τα μυστικά το κύμα να μου λέει.
Ολόγιομο ψηλά να ν’ το φεγγάρι
κι ένα βιολί παράμερα θλιβά να σιγοκλαίει.

ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Εψές που σιγοσήμαινε το σήμαντρο στη ράχη
κι είχε ανάψει αόρατα η δύση
κι οι λυγερές γυρνούσαν απ’ τη βρύση
κάτι θυμήθηκα πόχει σβηστεί κι εχάθη.

Κάποια θλιβή ανάμνηση, βουβή λησμονημένη,
ανάμνηση που την ψυχή μου
-την παιδιάστικη, δόλια ζωή μου-
τη μαραζώνει ο καημός – καρδιά θλιμμένη!

Κι ήρθαν τ’ ασέληνα αστέρια της βραδιάς,
με μια κιθάρα πάσχισα θλιμμένη
νάρθ’ η χαρά η πεθαμένη
μα θάφτηκε στον τάφο τον χλωμό της λησμονιάς.

Η ποιητική σοδειά δεν συνεχίστηκε στα επόμενα χρόνια, όπως εύχονταν και προέβλεπαν φίλοι και συμμαθητές. Μπήκα στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ, όπου συνάντησα καλούς δασκάλους, διάβασα καλύτερα την ποίηση και γνώρισα διά ζώσης αρκετούς ποιητές της Θεσσαλονίκης που έγιναν φίλοι μου, αλλά τα λογοτεχνικά και συγγραφικά ενδιαφέροντα μετατοπίστηκαν σε άλλα είδη και συνάντησαν διάφορα εμπόδια που δεν τα άφησαν ν’ ανθίσουν.
Σ’ ένα ποιητικότροπο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε σε ώριμη ηλικία, το 2002, με τίτλο Επισκευαστής αναμνήσεων βάζω ως υπότιτλο μικρά κείμενα. Έτσι τα μόνα τυπωμένα πρωτόλεια ποιήματά μου είδαν το φως στο σχολικό Περιοδικό της Ελασσόνας, στο μακρινό 1961, και πυροδότησαν ζοφερές και νοσταλγικές μνήμες της άγουρης νιότης μας.

.

10
Μπλόκο στα ψηφιδωτά της Ολύνθου

(Δυο αποσπάσματα)

Η άνοιξη του 1968 ήταν μαύρη και δύσθυμη. Η χούντα στη δεύτερη χρονιά της ήταν ασύδοτη στις συλλήψεις αγωνιστών, τα στρατοδικεία ήταν στο φόρτε τους και το σύρε έλα στα αστυνομικά τμήματα δι’ υπόθεσίν μας είχε καταντήσει ρουτίνα. Όποιος έσκυβε το κεφάλι και δεν αντιδρούσε στο καθεστώς δεν κινδύνευε, για να μην πω ότι περνούσε καλύτερα από πριν.
Όσοι όμως πήγαιναν κόντρα στις αποφάσεις του κι έδειχναν έμπρακτα το ενδιαφέρον τους, έστω με λόγια και χάρτινα τρικάκια, για δημοκρατία και ελευθερία, τους περίμεναν περιπέτειες και βάσανα.
Κάποιοι φίλοι μου ήταν ήδη στα ξερονήσια και στις φυλακές, και τα νεανικά στέκια, στη Μελενίκου, στου Γκιγκιλίνη, στο Ντορέ, είχαν ερημώσει από τους παλιούς, στιγματισμένους από τα πολιτικά, θαμώνες τους. Στις ταβέρνες και τα καφενεία δεν ήξερες αν ο δήθεν χαρούμενος συνδαιτυμόνας ή ο σκεπτικός και λιγομίλητος στις διπλανές παρέες ήταν χαφιές. Αυτή η σκοτεινή και περίεργη κατάσταση σε οδηγούσε στην απομόνωση, στη φυγή, στο περιθώριο και την κατάθλιψη. Συνυπήρχε και η άλλη πλευρά, των ανεκτικών ή και φιλικών στους Απριλιανούς, των ανυποψίαστων και βολεμένων με τη νέα κατάσταση, που ήταν και η πλειονότητα στον φοιτητόκοσμο και την κοινωνία. Γέμιζαν ζητωκραυγάζοντας τους δρόμους όταν επισκεπτόταν την πόλη ο δικτάτορας, έσπευδαν στο Καυταντζόγλειο για τις κιτσάτες φιέστες του καθεστώτος, βρίζοντας δημόσια και ρίχνοντας κατάρες σε όσους τα έβαζαν με τους «σωτήρες» της πατρίδας.
Δεν πήγαινα καλά και στα μαθήματα στη Σχολή. Μετά την 21η Απριλίου του ’67 κάτι άλλαξε μέσα μου. Χάθηκε η ορμή για μάθηση που είχα ως φοιτητής στα πρώτα χρόνια και δεν είχα πια όρεξη για τις αρχαιολογικές σπουδές, όπως πρώτα. Διάβαζα βέβαια βιβλία, αλλά άσχετα με τα μαθήματα που έπρεπε να δώσω εξετάσεις. Ήμουν κι εγώ ευεργετηθείς από τα χουντικά ρουσφέτια της μεταφοράς μεταφερομένου κι έτσι είχαν μαζευτεί πολλά μαθήματα προηγούμενων ετών στα πτυχιακά. Έκοψα και τις επισκέψεις στο πανεπιστήμιο, καθώς οι καλοί καθηγητές, που με προσείλκυαν στις αίθουσες διδασκαλίας και τα σπουδαστήρια, είχαν απολυθεί από τη δικτατορία, ενώ το κυλικείο όπου συναντούσα φίλους και συμφοιτητές μου ήταν τόπος προς αποφυγήν, στέκι πια χαφιέδων της χούντας και του ανδρών του σπουδαστικού της Ασφάλειας με πολιτικά. Ενδόμυχα είχα κάνει μια μυστική συμφωνία: πρώτα να πέσει η χούντα κι ύστερα να πάρω το πτυχίο. Άλλωστε τι θα το έκανα, εφόσον συνεχιζόταν η δικτατορία – και εκείνη την άνοιξη φαινόταν πως είχε εδραιωθεί για τα καλά. Χωρίς καθαρό πιστοποιητικό φρονημάτων για διορισμό, θα ήταν άχρηστο και αχρείαστο. Θα ήταν μόνο για κορνιζάρισμα και για να χαμογελάσουν τα χείλια των γονιών μου, αισιόδοξο σήμα πως τελείωσαν οι αιματηρές οικονομικές στερήσεις τους.
Ευτυχώς που εκείνη την περίοδο άρχισα να δουλεύω στην τοπική Αρχαιολογική Υπηρεσία. 0 αγαπητός μου φίλος Αργυρής Κούντουρας από την Κοζάνη, άριστος σχεδιαστής αρχαιολογικών μνημείων και ευρημάτων, που
μου πρόσφερε φιλόξενη στέγη στο σπίτι του, μεσολάβησε στον έφορο κλασικών αρχαιοτήτων Φώτη Πέτσα κι έκανα κάποιες βοηθητικές δουλειές, κολλώντας μάλιστα και τα πρώτα ένσημα ασφάλισης στο ΙΚΑ. Έκανα επίβλεψη, κρατώντας το αρχαιολογικό ημερολόγιο, σε έκτακτες ανασκαφές στην πόλη, σε οικόπεδα όπου χτίζονταν οι άχαρες πολυκατοικίες, κι ήταν πολλά εκείνη την κρίσιμη δεκαετία της αντιπαροχής. Είχα σχετική εμπειρία από αρχαιολογικές ανασκαφές, καθώς στα προηγούμενα χρόνια ως φοιτητής συμμετείχα για δυο τρία καλοκαίρια στην πανεπιστημιακή ανασκαφή των Φιλίππων κοντά στον καθηγητή της Βυζαντινής Αρχαιολογίας Στυλιανό Πελεκανίδη, την εποχή που ωρίμαζε το όνειρό μου, να μπει η βυζαντινή αρχαιολογία σε επαγγελματική προτεραιότητα στη ζωή μου. Δούλεψα και σε αρχαιολογικούς χώρους έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπως στο νυμφαίο της Μίεζας, κοντά στη Νάουσα, όπου αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά οι εγκαταστάσεις της λεγάμενης σχολής του Αριστοτέλη, ένας περικαλλής χώρος με πηγαία νερά και βαθύσκια δέντρα, όπου ο μεγάλος δάσκαλος δίδασκε τον νεαρό διάδοχο του μακεδονικού βασιλείου Αλέξανδρο. Ήταν τόσο πυκνή η βλάστηση που είχε καλύψει σαν ζούγκλα τις αρχαιότητες, που οι εργάτες είχαν παρατήσει τα συνήθη σύνεργα της αρχαιολογικής ανασκαφής και χρησιμοποιούσαν αλυσοπρίονα και παντός είδους κοπίδια για να απαλλάξουν τα αρχαία κατάλοιπα από τον πνιγηρό φυτικό εναγκαλισμό τους.

Το καλοκαίρι του 1968 η Υπηρεσία με έστειλε στην Όλυνθο, την ονομαστή αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, για να επιβλέπω στην αποκάλυψη των περίφημων ψηφιδωτών της προκειμένου να γίνουν εργασίες συντήρησής
τους. Για μένα ήταν μια σωτήρια απομάκρυνση από τη Θεσσαλονίκη, ώστε να μη συναντώ φίλους που είχαν μπει στο στόχαστρο της χούντας και να μην επισκέπτομαι το σπίτι φίλων μου στην οδό Σπάρτης, που όπως αποδείχτηκε ήταν αντιδικτατορική γιάφκα, κάτι που έπεσε στην αντίληψή μου από τα ελλιπή μέτρα προφύλαξης των ενοίκων της.
Πήγαμε στην Όλυνθο ένα ζεστό πρωινό του Ιουλίου, με ένα παλιό υπηρεσιακό αυτοκίνητο, με τον τότε επιμελητή αρχαιοτήτων και αργότερα διαπρεπή καθηγητή Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ Γιώργο Δεσπίνη, που ήταν φίλος μου, ενδιαφερόταν για την πρόοδό μου στο πανεπιστήμιο και βοηθούσε με τον τρόπο του να μη διακόψω τις σπουδές μου. Με γνώρισε στον αρχαιοφύλακα της Ολύνθου, που είχε έτοιμο το συνεργείο με τους εργατοτεχνίτες της ανασκαφής, μου επισήμανε τους χώρους που θα σκάβαμε, έδωσε τις αναγκαίες οδηγίες πώς θα προχωρήσουμε στη δουλειά και με εμπιστεύτηκε ως «γενικό διευθυντή», όπως είπε χαριτολογώντας όταν έφυγε το απόγευμα.

…/…

Ένα πρωί άκουσα πως συνέλαβαν δυο μέλη παράνομης οργάνωσης, και ότι οι άνδρες της Ασφάλειας έκαναν έρευνες για ενοχοποιητικά στοιχεία σε διώροφη κατοικία της οδού Σπάρτης στη Θεσσαλονίκη, που χρησιμοποιούνταν
ως γιάφκα και κρύβονταν εκεί διωκόμενοι από τις αρχές. Με έζωσαν τα φίδια… Σκέφτηκα ότι δεν χωρούσαν πολλές γιάφκες σε ένα δρόμο, και το μυαλό μου καρφώθηκε στην παλιά κατοικία όπου έμενε ο φίλος μου Γιάννης
Κυριακίδης, ηθοποιός του ΚΘΒΕ και σκηνοθέτης του Φοιτητικού Ομίλου Θεάτρου και Κινηματογράφου, όπου και τον είχα γνωρίσει πριν από τη δικτατορία. Με τη χούντα, το σπίτι του έγινε στέκι μου, μαζί με άλλους φίλους αλλά και άγνωστους που συμμετείχαν στις παρέες, οι οποίες κατέληγαν συχνά τα βράδια στη μπουάτ «Βάτραχοι», το στέκι μας απέναντι από το Μακεδονία Παλάς, όπου ακούγαμε τραγούδια του νέου κύματος. 0 Γιάννης είχε πάντοτε κρασί και τσίπουρο για τον καημό μας, κάναμε κάποιες κουβέντες για καλλιτεχνικά και άλλα επίκαιρα θέματα, μας δάνειζε βιβλία που αγόραζε ή κατέληγαν στο σπίτι του. Ήταν ο πιο ευκατάστατος της παρέας, και το σπίτι ήταν ανοιχτό σε φίλους και όμορφα κορίτσια. Λίγο καιρό πριν φύγω για την Όλυνθο τον έβλεπα με αλλαγμένη συμπεριφορά, σκεπτικό και ολιγόλογο, και στις ερωτήσεις μας δικαιολογούνταν ότι αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα στο θέατρο. Είχε περιορίσει όμως τις επισκέψεις φίλων και γνωστών στο σπίτι του με διάφορες προφάσεις. Ένα απόγευμα, χτύπησα την πόρτα που τη βρήκα ξεκλείδωτη και με το θάρρος του φίλου μπήκα μέσα. Πάνω σε ένα τραπέζι είδα χαρακτικά εργαλεία κι ένα κομμάτι λινόλεουμ, όπου ήταν μισοχαραγμένο ένα αντιχουντικό σύνθημα. Την ίδια στιγμή άκουσα κι ένα θόρυβο στο ταβάνι που δεν έμοιαζε με σύρσιμο ποντικιού ή γάτας. Έφυγα κλείνοντας την πόρτα με περίσκεψη και με τον φόβο ότι βγαίνοντας κάποιος χαφιές θα με σταματούσε για έλεγχο στοιχείων ή για τα χειρότερα. Το φιλικό σπίτι έκρυβε κινδύνους κι έκοψα παρτίδες με τον Γιάννη, λέγοντάς του ότι θα είμαι για πολύ καιρό εκτός Θεσσαλονίκης για δουλειά.
Με τα νέα που άκουσα στην Όλυνθο έχασα τον ύπνο μου. Τα βράδια έπινα τσίπουρο και μπίρες για να καταπραΰνω το άγχος μου, κατάσταση που αντιλήφθηκαν οι συνεργάτες μου και με πείραζαν συχνά γιατί έχασα έτσι απότομα το κέφι και τη ζωντάνια μου.
Ύστερα από τέσσερις μέρες ο εφιάλτης εμφανίστηκε ζωντανός νυχτιάτικα στην Όλυνθο. Κοιμόμουν στο σπίτι του κυρ Γιώργου, σ’ ένα δροσερό δωμάτιο με ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στον ελαιώνα, σουρωμένος από το αλκοόλ που είχα καταναλώσει το βράδυ. Ξύπνησα από τον λήθαργο ακούγοντας μια άγρια κραυγή. «Εδώ είναι!», και βλέποντας στο σεληνόφωτο έναν οπλισμένο άνδρα να πηδά από το παράθυρο και να προτείνει το περίστροφό του στο πρόσωπό μου ουρλιάζοντας: «Ακίνητος!» Από το παράθυρο μπήκε ένας ακόμη άντρας και με διέταξαν με αγριοφωνάρες να ντυθώ γρήγορα. Από τη φασαρία ξύπνησε ο κυρ Γιώργος, η γυναίκα του και ο γιος τους, και πλησίασαν τρομαγμένοι στο δωμάτιο για να δουν τι συμβαίνει. Τους είπαν ξερά ότι είναι αστυνομία και τους συνέστησαν να πάνε στα κρεβάτια τους και να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. Καθώς μου έβαζαν χειροπέδες, ο κυρ Γιώργος, που στεκόταν σύξυλος κι απορημένος στην πόρτα, ξαναρώτησε, «Μα για ποιο λόγο, ο Χρίστος είναι καλός άνθρωπος και επιστήμονας».
Το όργανο (αστυνομικός ή στρατιωτικός, δεν κατάλαβα) με σαρκαστικό ύφος του απάντησε: «Αύριο, κύριε, θα ενημερωθείς και συ και η υπηρεσία σου τι λουλούδι είχατε στο σπίτι σας».
Με πέταξαν σαν μπόγο στην πίσω θέση ενός στρατιωτικού τζιπ, δεξιά και αριστερά κάθισαν αυτοί που με συνέλαβαν, χωρίς να με ενημερώσουν για τον λόγο της σύλληψής μου. Σε λίγα μέτρα μέσα στο αυτοκίνητο άρχισαν να με ρίχνουν κάτι ψιλές στο πρόσωπο και να πετούν κάποιες ανάκατες σπόντες. «Λέγε ρε, τι δουλειά είχες στη γιάφκα της οδού Σπάρτης; Ξέρασέ τα τώρα, πριν σε κάνουμε λιώμα, με ποιους είχες επαφές;», και «Ρε συ αλήτη, από πού περίμενες να έρθουν τα όπλα στις παραλίες που έτρεχες κάθε μέρα με το μηχανάκι και έκαψες και το αθώο παιδί του φύλακα;»
Εγώ δεν απαντούσα στις ερωτήσεις τους. Κάποια στιγμή πήρα το θάρρος και τους είπα: «Γιατί με ρωτάτε; Δεν ξέρω ποιοι είστε και για ποιο λόγο μου βάλατε χειροπέδες. Θέλω να ενημερωθώ πρώτα από τον δικηγόρο μου». Τα λόγια μου τους εξόργισαν και έπεσαν πάνω μου και οι δυο, χτυπώντας με δυνατά στο πρόσωπο, στο στήθος, στη μέση, στην κοιλιά. Σταμάτησαν μόνο όταν άρχισε να τρέχει ποτάμι το αίμα από τη μύτη μου. «Δες το κουμμούνι», σχολίασε ο δεξιός συνοδός μου, «θέλει και δικηγόρο. Κούνια που σε κούναγε…»
Αξημέρωτα το τζιπ πέρασε την πύλη του Γ’ Σώματος Στρατού και κατευθύνθηκε βόρεια. Μόλις πλησιάσαμε στο στρατόπεδο, μου έριξαν στο πρόσωπο το μπουφάν μου κι έτσι δεν είχα ικανοποιητική αντίληψη του χώρου.
Σε λίγα λεπτά το στρατιωτικό όχημα σταμάτησε μπροστά σε ένα κτήριο και με παρέδωσαν σε έναν φρουρό, ο οποίος με οδήγησε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς κρεβάτι και με κλειστά παράθυρα. Από συσχετίσεις, απ’ όσα άκουγα και ήξερα ως τότε, κατάλαβα ότι ήμουν έγκλειστος στο κτήριο της διαβόητης ΚΥΠ, που στεγαζόταν στο κτήριο του σημερινού Πολεμικού Μουσείου. Δηλαδή στο ίδιο κτήριο που πριν από δυο μήνες είχε πεθάνει από τα βασανιστήρια ο Γιώργης Τσαρουχάς, στέλεχος της αντιδικτατορικής οργάνωσης Πατριωτικό Μέτωπο και πρώην βουλευτής της ΕΔΑ. Οι χουντικοί διέδωσαν ότι πέθανε από την καρδιά του, από φυσιολογικά αίτια… Το δραματικό αυτό γεγονός, που κρατούσαν μυστικό, αλλά το είχα μάθει από φίλους, με γέμιζε άγχος. Μέσα στο σκοτάδι προσπαθούσα να κρατήσω την ψυχραιμία μου για να αντέξω σε όσα άσχημα έβαζα στο μυαλό μου ότι θα
ακολουθούσαν. Κάποια στιγμή, καθισμένο στο πάτωμα με πήρε ο ύπνος με ακουμπισμένο το κεφάλι μου στον τοίχο.

…/…

15
Μισός αιώνας φιλίας με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο

(Δυο αποσπάσματα)

Από καιρό ήθελα να γράψω για τις φιλικές και πνευματικές σχέσεις μου με τον αγαπητό ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, που ξεπερνούν τον μισό αιώνα. Τη γνωριμία μαζί του, την πνευματική «καθοδήγηση» που άσκησε πάνω μου, τις γκρίνιες και τις κόντρες. Το τελικό ισοζύγιο κρίνω πως ήταν προς όφελος μου: 0 Ντίνος, πέρα από τις κατά καιρούς παραξενιές του, στάθηκε ένας πολύ καλός φίλος μου και εγώ κέρδισα πολλά για τα λογοτεχνικά πράγματα και την πόλη μου από τη συναναστροφή μαζί του. Θα περιοριστώ αφηγούμενος κάποιους σταθμούς-συμβάντα της πενηνταπεντάχρονης συνοδοιπορίας μας.
Η πρώτη συνάντηση μαζί του έγινε τον Σεπτέμβρη του 1963. Όταν έφτασα από το χωριό μου, την Κρανιά Ελασσόνας, στη Θεσσαλονίκη για να φοιτήσω στη Φιλοσοφική σχολή, όπου είχα περάσει χωρίς φροντιστήριο, με τις γνώσεις μόνο που μου έδωσαν οι αείμνηστοι καθηγητές μου στο Γυμνάσιο Ελασσόνας. Έφτασα στη Θεσσαλονίκη μονάχος ανάμεσα σε άγνωστους, χωρίς οικονομικές δυνατότητες για τις σπουδές μου. Ένας καθηγητής μου θεολόγος στο Γυμνάσιο, Θεσσαλονικιός και φίλος του Ντίνου, με συνέστησε στον Χριστιανόπουλο, μήπως και βρεθεί κάποιος τρόπος βοήθειας, τουλάχιστο για στέγαση. Κάτι είχε στον νου του και δώσαμε τηλεφωνικά ραντεβού στην Πλατεία Ελευθερίας, για να πάρουμε το λεωφορείο για τον προσδοκώμενο προορισμό. Μαζί του ήταν και ο άλλος αγαπητός ποιητής της Θεσσαλονίκης, ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου. Τους συνάντησα διά ζώσης εκεί για πρώτη φορά. Χαιρετιστήκαμε εγκάρδια, σαν παλιοί φίλοι, πήραμε το λεωφορείο Πλατεία Ελευθερίας – Άγιοι Ανάργυροι για την Άνω Πόλη και στον δρόμο θα μου έλεγε ο Ντίνος τις σκέψεις του. Ως ποιητή τον γνώριζα καλά από το διάβασμα των συλλογών του, αλλά πρώτη φορά συναντηθήκαμε από κοντά. Ήταν τότε 32 χρόνων, λεπτός, συντηρητικός στο ντύσιμο, σαν «ζωικός», σκέφτηκα, γνωρίζοντας το ενδυματολογικό στιλ τους από το εκκλησιαστικό περιβάλλον που έζησα και τα κατηχητικά.
Στο λεωφορείο μού ξεφούρνισε τον σκοπό. «Θα πάμε», μου λέει, «στον Παγκράτιο, τον ηγούμενο της μονής Βλατάδων, που ψάχνει για ένα καλό παιδί ως βοηθό του». Εγώ δαγκώθηκα. «Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, αλλά μην κάνετε τίποτα», του είπα κοφτά. «Εγώ ξέκοψα οριστικά από τους άλλους ευεργέτες μου στην Ελασσόνα, δεν θέλω να συνεχίσω στο ίδιο κλίμα». Αναφερόμουν στο περιβάλλον του εκκλησιαστικού οικοτροφείου στη μονή Ολυμπιώτισσας, όπου έμεινα από βιοτική ανάγκη σε κάποιες τάξεις του Γυμνασίου. Χωρίς να έχω, προσωπικά, άσχημα βιώματα από την παραμονή μου εκεί, ήθελα να κόψω σχέσεις με τέτοια περιβάλλοντα, ν’ αλλάξω – και άλλαξα… Πόσο μάλλον για την περίπτωση του Παγκράτιου, που είχαν φτάσει στα αυτιά μου διάφορα… εξώλης και προώλης, που επιβεβαιώθηκαν χρόνια αργότερα με τη βίαιη δολοφονία του. Ξαφνιάστηκε από την ντόμπρα στάση μου και μείναμε αμίλητοι ως το τέλος της διαδρομής. Συμφωνήσαμε να επισκεφτούμε τον ηγούμενο, αλλά να μη γίνει καμιά αναφορά στον αρχικό σκοπό της επίσκεψής μας. Πράγματι, πήγαμε, ο ηλικιωμένος ηγούμενος μας υποδέχτηκε φιλόξενα, ήπιαμε καφέ, γευτήκαμε τα μοναστηριακά κεράσματα, μιλήσαμε για γνώριμα πρόσωπα, μου έκανε ερωτήσεις, πού θα μείνω και πώς θα τα βγάζω πέρα. Εγώ του απάντησα ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, έχω τον αδερφό μου στην πόλη, όλα θα πάνε κατ’ ευχήν. Όταν τον χειμώνα έβλεπα το «πνευματικό παιδί» που μπήκε στη θέση μου να κατεβαίνει με ένα πολυτελές Φίατ, από τα λίγα που κυκλοφορούσαν τότε στο πανεπιστήμιο, άνετος και ωραία ντυμένος, ενώ εγώ κακοπερνούσα, δεν ζήλεψα. Αυτή ήταν η επιλογή μου και ήμουν υπερήφανος για τη στάση μου.
Με τον Ντίνο όμως κράτησα τη γνωριμία. Τον επισκεπτόμουν πιο συχνά όταν άνοιξε το γραφείο του περιοδικού και της Πινακοθήκης Διαγώνιος, στη στοά Χρυσικοπούλου της οδού Τσιμισκή. Είδα κι έμαθα πολλά και γνώρισα κοντά του πολλούς ενδιαφέροντες φίλους του, ποιητές, πεζογράφους και καλλιτέχνες. Μου μιλούσε για άγνωστα πρόσωπα και πράγματα, για βιβλία και διαβάσματα. Του έδειξα και εγώ κάτι πρωτόλεια ποιήματα, τα οποία μόνο που δεν τα πέταξε στο πρόσωπό μου, μαζί με την απαξιωτική κριτική του. Έπαθα κι εγώ ό,τι έπαθαν και άλλοι νέοι μαθητευόμενοι ποιητές που του έδειξαν γραπτά τους! Δεν του κάκιωσα, αλλά είναι γεγονός ότι σταμάτησα να γράφω. Πάντως, εκείνη την πρώτη γνωριμία, την παρρησία μου και την άρνησή μου, την εκτίμησε, θα έλεγα καθ’ υπερβολήν, και έβλεπα ένα ενδιαφέρον, έναν σεβασμό στο πρόσωπό μου, που επικεντρωνόταν σε πατρικές συμβουλές για την πρόοδό μου και τις πνευματικές επιλογές μου. Όταν μάλιστα διέκοψα για
λίγο τις σπουδές, στα χρόνια της χούντας, και ασχολήθηκα με τη δημοσιογραφία, προσπάθησε να με μεταπείσει βρίζοντας με την χριστιανοπουλική γλώσσα συλλήβδην τους δημοσιογράφους ως άξεστους και τιποτένιους και το περιβάλλον των εφημερίδων ως αρρωστημένο. Πάντως, παρακολουθούσε τα γραφόμενά μου και ανταποκρινόταν σε επαγγελματικές συνεργασίες (συμμετοχή σε δημοσιογραφικές καμπάνιες για πνευματικά ζητήματα της πόλης, συνεντεύξεις κτλ.), παρότι «δεν γούσταρε τις φυλλάδες όπου δούλευα…» (εργάστηκα αρχικά στη Θεσσαλονίκη, αργότερα στον οργανισμό Λαμπράκη – Βήμα, Νέα και Ταχυδρόμο, και τελευταία στον Αγγελιοφόρο). Στα ρεπορτάζ μου έβγαλε καλές φωτογραφίες, που ο Χριστιανόπουλος τις αγαπούσε ιδιαίτερα και τις δημοσίευε στα βιβλία του, ο καλός φωτορεπόρτερ, φίλος και συνεργάτης μου, Γιώργος Γιακουμίδης. Πάντως, ό,τι βιβλίο ή και φυλλάδιο ακόμη έβγαζε, ως το τέλος της πνευματικής παραγωγής του, μου το έστελνε με θερμή αφιέρωση.

…/…

Όταν το 1990 έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο από τις εκδόσεις Παρατηρητής, με τίτλο Θεσσαλονίκης Τοπιογραφία, του ζήτησα να το προλογίσει. Δέχτηκε ευχαρίστως και μού έστειλε χειρόγραφα με τον ωραίο γραφικό χαρακτήρα του δυο «τυπογραφικές» σελίδες που δημοσιεύτηκαν ατόφιες ως εισαγωγή στο βιβλίο μου.
Το 1993 κυκλοφόρησε το βιβλίο μου Ο έρως σκέπει την πόλη από τον Εξάντα. Θεώρησα τον αγαπητό Ντίνο ως τον κατάλληλο άνθρωπο να το παρουσιάσει στη Θεσσαλονίκη. Η παρουσίαση έγινε στο πατάρι του Ιανού και συμπαρουσιαστής ήταν ο φίλος καθηγητής της Νομικής σχολής του ΑΠΘ και δόκιμος ερευνητής της ιστορίας της πόλης, Γιώργος Αναστασιάδης.
Όταν πήρε τον λόγο ο Ντίνος, με άφησε σύξυλο με τα λεγόμενά του, όπως και το έκπληκτο ακροατήριο της αίθουσας. Ενώ περίμενα έναν καλό λόγο για το βιβλίο, με γενναιόδωρα λόγια ως είθισται για έκδοση φίλου στις παρουσιάσεις, περιορίστηκε στην ομιλία του να υπερτονίσει κάποια λάθη και θεματογραφικές παραλείψεις. Στο τέλος βέβαια της πικρόχολης κριτικής, είπε και τον καλό λόγο, ότι είναι μια γλαφυρή καταγραφή για τον ερωτικό μύθο της Θεσσαλονίκης. Βέβαια, πέρα από τον δημόσιο λόγο του, μου είπε ιδιαιτέρως ότι το βιβλίο είναι καλό και πρωτότυπο. Κι όταν τον ρώτησα, «Γιατί το έθαψες δημόσια;», απάντησε: «Έτσι τα λέω εγώ». Τι να κάνουμε, αυτός ήταν ο Ντίνος, αυστηρός, ιδιόρρυθμος και μερικές φορές άδικος και σκληρός σε φίλους και δικούς του.
Το απροσδόκητο επεισόδιο στο βιβλιοπωλείο του Ιανού δεν σκίασε τις φιλικές μας σχέσεις. Συναντιόμασταν όμως σπανιότερα, καθώς λόγω έλλειψης χρόνου και διαφορετικών ενδιαφερόντων δεν διασταυρώνονταν πια οι δρόμοι μας. Του έστελνα σταθερά τα βιβλία μου και ανταποκρινόταν με ευγενικά σημειώματα ευαρέσκειας, που συνήθως συνοδεύονταν με διορθώσεις λαθών και επισημάνσεις θεματικών παραλείψεων.
Τον επισκέφτηκα τελευταία φορά στο σπίτι του στις Σαράντα Εκκλησιές μαζί με τον Γιώργο Γιακουμίδη, όταν ακόμη διατηρούσε το οικείο πρόσωπο και την πνευματική διαύγεια που ξέραμε, κι έτσι θέλω να τον κρατήσω στη μνήμη μου. Έκτοτε η διαταραγμένη υγεία του επιδεινώθηκε. Μεταφέρθηκε κάποια περίοδο σε ίδρυμα αποκατάστασης και ευγηρίας, απ’ όπου φίλοι που τον επισκέπτονταν μού μετέφεραν κακά μαντάτα, ενός ανθρώπου που δυσκολεύεται να αναγνωρίσει οικεία πρόσωπα, μια εικόνα που δεν είχε σχέση με τον φίλο που γνωρίζαμε.

…/….

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

(Απόσπασμα)

Τα περισσότερα κείμενα του βιβλίου Ο καιρός του χρόνου γράφτηκαν σποραδικά και ξεκάρφωτα, ως παιχνιδιάρικη και αντικαταθλιπτική ενασχόληση του νου και του πληκτρολογίου στις άσωτες και ζοφερές μέρες της καραντίνας, εξαιτίας της μάστιγας του κορονοϊού. Τα έγραφα και τα έστελνα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σε φίλους ως χαιρετίσματα και σήματα παρουσίας, ευψυχίας και ζωής. Έτσι βγήκαν από τα πακτωμένα πηγάδια της ψυχής μνήμες, εμπειρίες και βιώματα από τα παιδικά χρόνια, το χωριό, το σχολείο, τον στρατό, το πανεπιστήμιο, τη δικτατορία, τη δημοσιογραφία, τη συγγραφή, τις περιπέτειες της ζωής. Κάποια, σε πρώτη γραφή, είδαν το φως της δημοσιότητας στον ιστότοπό μου και σε άλλους φιλόξενους χώρους. Ξαναδουλεύτηκαν όμως και συμπληρώθηκαν με ξεχασμένες ψηφίδες και απωθημένα στη λήθη γεγονότα.
Το σώμα τους δεν συνιστά αυτοβιογραφία, αλλά σκόρπια σπαράγματα και σπαραγμούς της ξοδεμένης ζωής. Θεωρώ πως τα κείμενα αυτά δεν περιορίζονται μόνο σε προσωπικά και αδιάφορα για τον πολύ κόσμο βιογραφικά στοιχεία, αλλά καταγράφουν εν πολλοίς μέσα από το προσωπικό βλέμμα και βίωμα τον κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο της εποχής, που συνοδοιπορεί με το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Οι άνθρωποί μου τα βρήκαν ενδιαφέροντα και με ενθάρρυναν, αυτό το ιδιωτικό απόθεμα να εκτεθεί και σε δημόσια θέα, να γίνει βιβλίο.
Θεωρώ χρήσιμο να κάνω μια σύντομη αναφορά στον παράδοξο τίτλο του βιβλίου, Ο καιρός του χρόνου, την ιστορία του, τη γλωσσική παράδοση που μεταφέρει και τη σημασία του. Είναι επιγραφή μιας αλληγορικής τοιχογραφίας για τη μοίρα του ανθρώπου, που σώζεται σε καλή κατάσταση στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης Ελασσόνας. Η παράσταση είναι μέρος του λαμπρού ζωγραφικού διάκοσμου της εκκλησίας, που έγινε σε δύο φάσεις, τον 17ο και 18ο αιώνα. Ο καιρός του χρόνου φιλοτεχνήθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα (1753 σύμφωνα με την επιγραφή) από Γιαννιώτες ζωγράφους.
Αποτελείται από τρεις ομόκεντρους κύκλους με κέντρο τον ήλιο, του οποίου οι ακτίνες χωρίζουν τον δεύτερο κύκλο στις τέσσερις εποχές, καθεμιά με το σύμβολό της. Στην εξωτερική ζώνη εικονίζεται ο τροχός της ανθρώπινης ζωής. Οι έντεκα ακτίνες του τροχού χωρίζουν τον κύκλο σε τμήματα που αντιπροσωπεύουν τις ηλικίες του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ανεβαίνει με νεανικές μορφές, που πιάνονται από τις δοκούς του τροχού, και φτάνει στα σαράντα του χρόνια στην κορυφή του κύκλου, όπου τον περιμένει η προσωποποίηση του Κόσμου ή του Μάταιου Βίου, που κάθεται σε θρόνο σαν βασιλιάς με στέμμα και σκήπτρο. Μετά, δεξιόστροφα, παίρνει τον κατήφορο με διαδοχικές ηλικιακές γεροντικές μορφές και φτάνει στον φοβερό Βύθιο Δράκοντα, το στόμα του Άδη, που τον καταπίνει. Έτσι, ο κύκλος της ζωής του φτάνει στο αναπότρεπτο τέλος, στον θάνατο. Διδακτικά είναι τα λόγια του ανθρώπου, όπως αποτυπώνονται στην επιγραφή, ο οποίος βυθίζεται στο στόμα του δράκου: «ούτε ήμουν ούτε εφάνηκα», δηλώνουν τη ματαιότητα του βίου.
Η χριστιανική παράσταση της εκκλησίας της Τσαριτσάνης, προσαρμοσμένη ιδεολογικά και τεχνοτροπικά στη σωτηριολογική διδασκαλία του χριστιανισμού, αναπλάθει πρότυπα του αρχαίου κόσμου για την έννοια του χρόνου και την επιλογή των ευκαιριών για τη σωτηρία των πιστών. Στην αρχαία μυθολογία ο Καιρός ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την κατάλληλη στιγμή, την ευκαιρία, και ως ευμετάβλητος και ασταθής λογιζόταν συγγενής προς την Τύχη και τη Νέμεση. Σύμφωνα με τον αρχαίο συγγραφέα Παυσανία, υπήρχε βωμός του Καιρού στην είσοδο του σταδίου στην Ολυμπία, δίπλα στον βωμό του Ερμή, που ήταν ο προστάτης των αγώνων. Η μορφή του Καιρού δίνεται σε ένα επίγραμμα του επιγραμματοποιού Ποσείδιππου από την Πέλλα της Μακεδονίας (270 π.Χ.): κινείται διαρκώς, περιστρέφεται και πετά με τα φτερά του στον άνεμο, κρατάει κοφτερό ξυράφι, σημάδι της οξύτητάς του. Αυτό υποδηλώνει και το αρχαίο γνωμικό ο καιρός οξύς, ο χρόνος βραχύς. Με λίγες λέξεις, ο αρχαίος Καιρός είναι γρήγορος, κοφτερός, φτερωτός, ασύλληπτος, ανισόρροπος, αινιγματικός, αλλά και όμορφος, δημιουργός του πρόσκαιρου κάλλους. Ο Καιρός ενσαρκώνει το ευμετάβλητο της ευκαιρίας, αλλά και την κατάλληλη στιγμή που κάθε άνθρωπος επιχειρεί να αξιοποιήσει όσο γίνεται καλύτερα για τον εαυτό του.
Στην αρχαιότητα, πέρα από τα σωζόμενα κείμενα, ο Καιρός εικονιζόταν και στην τέχνη με διάφορες υλικές μορφές. Ο διάσημος γλύπτης της αρχαιότητας Λύσιππος (4ος αι. π.Χ.) φιλοτέχνησε ένα χάλκινο άγαλμα του Καιρού, εκφράζοντας τις αγωνίες μιας ολόκληρης εποχής που αναζητούσε την ευκαιρία για να πάρει πρωτοβουλίες. Το έργο του, που διατηρήθηκε ως τον 5ο μ.Χ. αι. στην Κωνσταντινούπολη, όπου μεταφέρθηκε στα ρωμαϊκά χρόνια, δεν σώθηκε. Σώθηκαν όμως αρκετά ρωμαϊκά αντίγραφα, όπως ο ανάγλυφος Καιρός στο μουσείο του Τορίνο στην Ιταλία, που είναι φτερωτός και κρατάει στα χέρια του ζυγαριά και ξυράφι.
Στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο ο Καιρός μετονομάζεται σε Βίο, που ταυτίζεται με την υλική φθαρτή ανθρώπινη σάρκα, και αργότερα σε Χρόνο, διατηρώντας όμως τα διαχρονικά του γνωρίσματα του πολύτροπου, μεταβλητού, απατηλού και ασύλληπτου. Η παράσταση του τροχού της ζωής εμφανίζεται σε αρκετές εκκλησίες στα μέσα του 18ου αιώνα, σύμφωνα με την ολοκληρωμένη σχεδιαστική πρόταση του ιερομονάχου ζωγράφου Διονυσίου του εκ Φουρνά (18ος αιώνας) στο βιβλίο του Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, βασικό εγκόλπιο των αγιογράφων. Στην παράσταση της Τσαριτσάνης ο Καιρός του Χρόνου δεν εμφανίζεται ως εικονογραφικό πορτρέτο, αλλά εμφιλοχωρεί ως σχεδίασμα και έννοια στην ψυχή του πιστού, ο οποίος παρατηρεί νοερά τον σύντομο εγκόσμιο κύκλο του βίου και περιμένει την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, που πρέπει να αδράξει για να οδηγηθεί στον χριστιανικό παράδεισο.
Γλωσσικά ο καιρός έχει ποικίλες ερμηνείες. Στην αρχαιότητα η λέξη σήμαινε τον κρίσιμο χρόνο για την επιλογή μιας ευκαιρίας, την αποφασιστική στιγμή, την ορθή αναλογία. Εξελικτικά σημαίνει τον χρόνο, τη ροή των γεγονότων και τις εποχές. Στην εποχή μας ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετεωρολογία ως προσδιοριστική έννοια των μετεωρολογικών φαινομένων και συνθηκών (τι καιρό έχουμε σήμερα;). Ωστόσο, πολλές συνώνυμες, παραγωγές και σύνθετες λέξεις με την αρχαία ερμηνεία του καιρού χρησιμοποιούνται στη σημερινή ομιλούμενη νεοελληνική γλώσσα (καίριος, επίκαιρος, ευκαιρία, καιροσκόπος, καιροφυλακτώ κ.ά.).
Σπαράγματα με γεγονότα, μνήμες και βιώματα από τον δικό μου χρονοτροχό της ζωής περιλαμβάνουν τα 18 αφηγήματα της συλλογής Ο καιρός του χρόνου. Δεν ξεκαθάρισα όμως τελικά, παρόλο που βρίσκομαι πλησίστιος στο στόμα του Βύθιου Δράκοντα, αν βρήκα τον Καιρό, τον κατάλληλο χρόνο και την αποφασιστική στιγμή για να αδράξω τις ευκαιρίες που μου προσφέρθηκαν
στη ζωή μου.

…/…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΠΥΡΑΚΗΣ

DIASTIXO.GR 1/6/2022

Η Θεσσαλονίκη είναι το σημείο αναφοράς των κειμένων του Χρίστου Ζαφείρη. Η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’60 με τα παλιά σπίτια που είχαν γλιτώσει από την πυρκαγιά του 1917, η Θεσσαλονίκη του μανιασμένου Βαρδάρη που παγώνει τα στενά, η Θεσσαλονίκη των εκκλησιαστικών οικοτροφείων που σφράγιζαν τις πόρτες τους στις 8 το βράδυ, η Θεσσαλονίκη των νεολαιίστικων κινημάτων που κυνήγησε αμείλικτα η Χούντα, η δημοσιογραφική Θεσσαλονίκη που ζωντάνευε τα μεσάνυχτα και τελείωνε τη δουλειά της με το πρώτο φως της μέρας, η Θεσσαλονίκη των τεράστιων προεκλογικών συγκεντρώσεων της πλατείας Αριστοτέλους και του παραλιακού μετώπου, η Θεσσαλονίκη των ψηφιδωτών στον θόλο της Αγίας Σοφίας, η Θεσσαλονίκη του σεισμού που ράγισε την καρδιά της.

Πέρα όμως από τη Θεσσαλονίκη, η μακεδονική και η ηπειρώτικη επαρχία σφράγισαν την πορεία του Χρίστου Ζαφείρη και τις απαθανάτισε στα κείμενα και στα ρεπορτάζ των εφημερίδων και της τηλεόρασης, τα οποία επιμελήθηκε στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Τα κείμενα του Καιρού του χρόνου που αφορούν την ελληνική επαρχία, ειδικά αυτά που αναφέρονται στα χρόνια της παιδικής του ηλικίας στα χωριά και τις κωμοπόλεις της δυτικής πλευράς του Ολύμπου, είναι εξαιρετικά δυνατά και φέρνουν στην επιφάνεια εικόνες που χαράχτηκαν για πάντα στη μνήμη του: το πατρικό του σπίτι με τη μεγάλη δρύινη πόρτα και τη στέγη από πλακόπετρες, κατά το συνήθειο των ντόπιων μαστόρων, τα αμπάρια με τη βρίζα, το καλαμπόκι και το λιγοστό σιτάρι, το ντουμάνι από τη φωτιά του τζακιού που έπνιγε τα δωμάτια τον χειμώνα, ο παγωμένος ελατίσιος άνεμος που φύσαγε σταθερά από τις κορυφές του Ολύμπου, τα χρωματιστά παπούτσια, απομεινάρια της αμερικάνικης βοήθειας της ΟΥΝΡΑ, που είχε σταλεί στη διαλυμένη Ελλάδα μετά το τέλος του Εμφυλίου, οι τρομερές χιονοθύελλες που έθαβαν κυριολεκτικά τους άτυχους βοσκούς και τα ζώα τους.

Ο καιρός του χρόνου γράφτηκε την περίοδο της πανδημίας «ως παιχνιδιάρικη και αντικαταθλιπτική ενασχόληση του νου και του πληκτρολογίου στις άσωτες και ζοφερές μέρες της καραντίνας» και καταγράφει «εν πολλοίς μέσα από το προσωπικό βλέμμα και βίωμα τον κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο της εποχής, που συνοδοιπορεί με το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα». Τούτη η περίοδος αναγκαστικής ενδοσκόπησης έδωσε την ευκαιρία στον συγγραφέα να ξαναθυμηθεί γεγονότα που είχαν απωθηθεί στον βυθό της μνήμης, τη δύσκολη επιβίωση στη συμπρωτεύουσα, όπου έπρεπε ν’ αλλάζει σπίτια όλη την ώρα κουβαλώντας τον φτωχό του εξοπλισμό (δυο κουβέρτες, ένα κρεβάτι εκστρατείας, δυο λεξικά), αλλά και την ολιγόχρονη διαμονή στην τραχιά δυτική Μακεδονία, όπου κυριαρχούσε η καταθλιπτική φυσιογνωμία του σκοταδιστή μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη.

Και βέβαια δε θα μπορούσαν να λείψουν από το βιβλίο του οι αναφορές στα «ρεπορτάζ ζωής και πατριδογνωσίας», όπως τα περιγράφει, ρεπορτάζ που του έδωσαν τη δυνατότητα να ζήσει στιγμές μοναδικές, «το κλάμα μιας εγκύου αρχαιολόγου όταν άνοιξε τον τάφο μικρού παιδιού και είδε τα παιδικά παιχνίδια στην αγκαλιά του… τα φίδια που κουλουριάστηκαν πάνω στις λεύκες και τις αλεπούδες που ανέβηκαν στις στέγες των σπιτιών για να σωθούν από τον κατακλυσμό στον πλημυρισμένο κάμπο της Πέλλας… την αμίλητη χαρά της Πόντιας μάνας της Βούλας Πατουλίδου, όταν η αθλήτρια πήρε το χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες, και μοιράστηκα τη συγκίνησή της λίγες ώρες μετά τον αγώνα σε χωριό της Φλώρινας όπου ζούσε».

Ο καιρός του χρόνου είναι ένας τίτλος που ο Χρίστος Ζαφείρης εμπνεύστηκε από μια αλληγορική τοιχογραφία στον ναό του Αγίου Νικολάου Τσαρίτσανης Ελασσόνας, η οποία φιλοτεχνήθηκε το 1753 από Γιαννιώτες ζωγράφους. Η τοιχογραφία παρουσιάζει την πορεία του ανθρώπου μέσα στον χρόνο τονίζοντας τη ματαιότητα της ύπαρξης, καθώς όπως έλεγαν οι αρχαίοι ο καιρός «κινείται διαρκώς, περιστρέφεται και πετά με τα φτερά του στον άνεμο, κρατάει chr zafiris22κοφτερό ξυράφι, σημάδι της οξύτητάς του… είναι γρήγορος, κοφτερός, φτερωτός, ασύλληπτος, αινιγματικός αλλά και όμορφος, δημιουργός του πρόσκαιρου κάλλους». Τα ίχνη τούτου του κοφτερού καιρού διασώζονται εδώ σαν «ρεπορτάζ γεγονότων, τόπων και ανθρώπινων δράσεων που συνωθούνται εντός μου ως θαμπά ανθρώπινα πορτρέτα, μονολεκτικά τοκόσημα, βλέμματα, χρώματα και μορφασμοί προσώπων, ραγισμένες εικόνες

ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

ATHENS VOICE 13/1/2022

Χρίστος Ζαφείρης: Αφηγήματα ζωής, πολιτικής και Θεσσαλονίκης

Χρίστος Ζαφείρης είναι για τη Θεσσαλονίκη, ένας άνθρωπος της σύγχρονης πνευματικής ψυχής της. Η δε έκκεντρη ματιά του στο νέο αυτοβιογραφικό έργο του «Ο Καιρός του Χρόνου», από τις εκδόσεις Επίκεντρο μια ευαίσθητη ανατομή των τελευταίων 50 ετών της πόλης, μέσα από επιλεγμένα ελλειπτικά στιγμιότυπα. Δημοσιογράφος, συγγραφέας, διανοούμενος ο Χρίστος Ζαφείρης, γεννημένος το 1945, φωτίζει τα εμβληματικά κεφάλαια της ζωής του, και ταυτόχρονα καταφέρνει να ιχνηλατήσει την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας σε κρίσιμες καμπές, μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά. Η εξιστόρηση δεν είναι γραμμική, είναι ενθέσεις των όσων χαράζονται ισχυρά στη συνείδησή του.

Ο τίτλος του βιβλίου «Ο Καιρός του χρόνου» είναι δανεισμένος από μια επιγραφή αλληγορικής σημασίας του 18 αιώνα που σώζεται στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Ελασσόνας, όπως μας λέει από τις πρώτες σειρές ο συγγραφέας. Μια τοιχογραφία που απεικονίζει την δύναμη αλλά και την τραγικότητα της ανθρώπινης ζωής, μια σπονδή στην νεότητα αλλά και την ματαιότητα του βίου. Εκεί στην Ελασσόνα και στα τριγύρω χωριά, είναι και η γενέτειρα πατρίδα του συγγραφέα. Εκεί μας ξεναγεί από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου στα φτωχικά παιδικά χρόνια, γεμάτα στερήσεις, και στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 που προσπαθεί να επουλώσει τα κατοχικά και μετεμφυλιακά τραύματα, να βρει το δρόμο της στον μετανεωτερικό κόσμο. Συγκινητικές εικόνες, γλαφυρή και ευαίσθητη γραφή όπως αναπλάθει τις παιδικές μνήμες στο γνωστό τραχύ σκηνικό της ελληνικής επαρχίας, της εποχής. Δυνατές και κοφτές περιγραφές με λογοτεχνική μαεστρία. Τα σπίτια, το σχολείο, οι δάσκαλοι. Ο συγγραφέας ξέρει ότι τα παιδικά χρόνια είναι η πατρίδα του καθενός μας και έτσι δίνει την έμφαση των μισών σχεδόν κεφαλαίων του βιβλίου σε αυτή την περίοδο. Γνωρίζει ότι, χαρτογραφώντας βαθιά τις πρώτες νεανικές εμπειρίες της ζωής, θα εξηγήσει και θα θεμελιώσει καλύτερα τις μετέπειτα στάσεις, τις συμπεριφορές, την κοσμοθεώρηση της ωριμότητας. Στην πραγματικότητα το βιβλίο, γραμμένο μέσα στην δύσκολη διετία του COVID, λειτουργεί για τον ίδιο και ως μία αυτοψυχαναλυτική αυτοθεώρηση, μία δοκιμασία αναστοχασμού και ίσως μιας κάποιας επανερμηνευτικής αναψηλάφισης, από το ύψος πια της εμπειρίας και της ωριμότητας, αλλά και της δυστοπίας της πανδημίας.

Ο νεαρός Χρίστος Ζαφείρης ξεκινάει τη ζωή της μεγάλης πόλης το 1963, ως φοιτητής της Ιστορίας – Αρχαιολογίας. Φαίνεται πως το αντικείμενο σπουδών και ο κοσμοπολιτισμός της Θεσσαλονίκης είναι καθοριστικά της μελλοντικής διαδρομής του. Στο Πανεπιστήμιο σμιλεύει την προσωπικότητα. Γνωρίζει νέους ανθρώπους. Συνδέεται πρώιμα με τους μεγάλους πνευματικούς ανθρώπους της πόλης . Δίπλα στην ενυπάρχουσα ήδη μαθητική φιλομάθεια, αναπτύσσει στέρεα ένα ώριμο πολιτικό και πολιτιστικό κριτήριο που θα σημαδέψουν τη μετέπειτα πορεία του τόσο στη δημοσιογραφία όσο και στην αέναη τάση επαφής και διαλεκτικής σχέσης με τον πολιτισμό σε όλες τις εκφάνσεις του.

Είναι αναμφίβολο πως το πρώτο κρίσιμο μεταίχμιο της ζωής είναι τα χρόνια της χούντας, τα οποία ο συγγραφέας ζει απο κοντά και για τα καλά. Τα εξιστορεί μέσα από το ήρεμο προσωπικό περισκόπιο. Είναι στωικός, οχι διαπρύσιος. Αριστερός της ανανεωτικής αριστεράς, σε στενή επαφή με την φοιτητική πρωτοπορία της εποχής, αλλά οχι προκλητικός στη δράση του, κρατείται δύο φορές απο το καθεστώς. Μεταφέρει με πιστότητα το ζοφερό κλίμα της εποχής. Τις αγωνίες, τις δυσκολίες τα ψυχολογικά αδιέξοδα . Και αργότερα το 1973 ως δημοσιογραφος της θρυλικής ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ πια πληρώνει το τίμημα των γραπτών του, με μια κατευθυνόμενη, απο τη χούντα, απόλυση. Ο Χριστος Ζαφείρης μεταφέρει την ατμόσφαιρα ψύχραιμα, κινηματογραφικά, σεμνά αλλά χωρίς καμία διάθεση αυτοηρωοποίησης. Η αλήθεια του έτσι κερδίζει. Το ηθικό πλεονέκτημα του αφηγητή – πρωταγωνιστή ξεχωρίζει. Η εμπειρία της επταετίας, η στρατιωτική θητεία, η γνωριμία με τη δυτική Ελλάδα, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα η Θεσσαλονίκη είναι το κεντρικό κάδρο, της αρθρωτής αφήγησης.

Και το δεύτερο ορόσημο είναι οπωσδήποτε η δημοσιογραφία, αλλά κυρίως η συγγραφική παραγωγή. Επανασυνοψίζει γλαφυρά αυτές τις πνευματικές καμπές, που καθόρισαν τη διαδρομή του. Τις θέτει στο κλίμα της εποχής, τις κλειδώνει με την αγωνίες του, και την κρίση των συνοδοιπόρων πνευματικών ανθρώπων της πόλης. Κορυφαία θέση κατέχει στη συνείδησή του η μεντορική σχέση του με τον μεγάλο ποιητή Ντίνο Χριστιανοπουλο. Σχέση θαυμασμού και εκτίμησης, που προσκρούει ενίοτε στην ιδιορρυθμία του μεγάλου Θεσσαλονικιού ποιητή. Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης υπηρέτησε τη δημοσιογραφία στη Θεσσαλονίκη, στα ΝΕΑ και το ΒΗΜΑ, καθώς και τον Αγγελιοφόρο απο επιτελικές θέσεις, στο ραδιόφωνο , και πρόσφερε στη δημόσια σφαίρα πολλά δοκιμιακά, λογοτεχνικά και ιστορικά έργα όπου αντανακλάται συνεχώς το μεγάλο ενδιαφέρον για την πόλη, η πρωτότυπη ανάδειξη της θεματολογίας, η λογιότητα αλλά και ερευνητικό ταλέντο.

ΓΙΩΤΑ ΜΥΡΤΣΙΩΤΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ “Τέχνες και Γράμματα” 14/11/2021

Από τον λαβύρινθο της μνήμης

«Πηγαίναμε σχολείο όταν ακούγαμε την καμπάνα του χωριού. Η χειμωνιάτικη ενδυμασία ήταν το “παλτό” –έτσι λέγαμε το σακάκι–, πουκάμισο χωρίς γιακά, κατασάρι –μάλλινο εσώρουχο– κοντό παντελόνι, κάλτσες ως το γόνατο, παπούτσια “Αλυσίδες” (…) σταυρωτά κρεμασμένη με τριχιά η μικρή πάνινη σάκα που ύφαινε η γιαγιά στον αργαλειό. Ισα-ισα χωρούσε το αναγνωστικό, την πλάκα με το πλακοκόντυλο, ένα κομμάτι μολύβι που κοβόταν στη μέση».

Λιγοστεύουν σταδιακά οι βιωματικές καταθέσεις όπως αυτές που ανέσυρε από τον λαβύρινθο της μνήμης και από τα τεκμήρια του προσωπικού του αρχείου ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Χρίστος Ζαφείρης. Το σύντομο «ταμείο ζωής», με ψηφίδες του 76χρονου βίου του άρχισε την περίοδο του εγκλεισμού ως «παιχνιδιάρικη και αντικαταθλιπτική ενασχόληση του νου στις άσωτες και ζοφερές μέρες» και πριν τις σκορπίσει ο αέρας της λησμονιάς έγιναν αυτοτελείς ιστορίες.

Τα 18 αφηγήματα της καραντίνας, συγκεντρωμένα πλέον στο νέο του βιβλίο «Ο καιρός του χρόνου» (εκδόσεις Επίκεντρο) αρμολογούν μια ζώσα μαρτυρία του περασμένου αιώνα με τον οποίο συμπορεύτηκε ο Χρίστος Ζαφείρης. Οι βιογραφικές του καταθέσεις, συναισθηματικά φορτισμένες, σκιαγραφούν μια γενιά που βίωσε ραγδαίες κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές: την αγροτική Ελλάδα του ’40, τον εμφύλιο σπαραγμό στην παιδική ηλικία, τη μεταπολεμική Ελλάδα στην εφηβεία, τη δικτατορία στο πανεπιστήμιο, τη θαυμαστή εξέλιξη των ΜΜΕ. Μαζί «τους αγώνες της δημοκρατίας, τα οράματα και την προσδοκία της κοινωνικής αλλαγής αλλά και σχεδόν όλες τις πολιτικές διαψεύσεις του υπαρκτού σοσιαλισμού, του εκφυλισμού της αριστερής διακυβέρνησης». Οι μικροϊστορίες του δεν συνιστούν ιστοριογραφία, ούτε αυτοβιογραφία αλλά «σκόρπια σπαράγματα και σπαραγμούς της ξοδεμένης ζωής», διευκρινίζει ο συγγραφέας. Ερμηνεύσιμος επομένως ο τίτλος «Ο καιρός του χρόνου» από την ομότιτλη αλληγορική τοιχογραφία (1753) του Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης Ελασσόνας που εικονίζει την έννοια του χρόνου και τη μοίρα του ανθρώπου. Από αυτόν τον τόπο ξεκινάει ο χρονοτροχός του. Γεννημένος την παγωμένη Πρωτοχρονιά του 1945 σε μια στάνη στα βουνά της Κρανιάς Ελασσόνας, ήταν το τέταρτο από τα εφτά παιδιά της κτηνοτροφικής οικογένειας.

Στο πρώτο πλάνο της μνήμης ανεξίτηλα παραμένουν τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, «το πέτρινο σπίτι», «οι δύσκολες μέρες του χειμώνα αποκλεισμένοι από τον χιονιά», «γκαζόλαμπες με λαμπογυάλι για τον φωτισμό», «ύπνος σε στρωματσάδα σκεπασμένοι με βαριές μάλλινες βελέντζες», η «τουαλέτα στον κήπο σε επιπόλαιο ανοιχτό βόθρο», μια παραμονή Χριστουγέννων «χρωματισμένη με το άλικο αίμα του οικόσιτου γουρουνιού [το χριστουγεννιάτικο σφαχτάρι] πάνω στο παχύ χιόνι» μπροστά στα έντρομα παιδικά μάτια από το «μακάβριο έθιμο». Οι εικόνες από τα αφηγήματά του υπάρχουν πλέον μόνο σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες: «…σειρές παιδιών με τα κατσαρολάκια ή τενεκεδάκια από κουτιά κονσέρβας στο παγωμένο υπαίθριο στρατιωτικό συσσίτιο», και αργότερα στα γυμνασιακά χρόνια μόνος με στερήσεις, χωρίς τα φτερά της οικογένειας αλλά με αισιοδοξία και αξέχαστες αναλαμπές («ποίηση σε σχολικό περιοδικό», λογοτεχνία στα «σκιαθίτικα μονοπάτια του Παπαδιαμάντη»). Η περιπλάνηση στα φθηνά «φοιτητικά δωμάτια του εξήντα» εξαιτίας της ανέχειας παιδιών της επαρχίας, αποτελούν μια τοιχογραφία της Θεσσαλονίκης πριν η αντιπαροχή σαρώσει την αρχιτεκτονική της ταυτότητα. Σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στον ακάλυπτο μιας πολυκατοικίας βίωσε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967. Το αφήγημα «Μπλόκο στα ψηφιδωτά της Ολύνθου» της σύλληψή του (1968) για πιθανή συμμετοχή σε παράνομη οργάνωση είναι κινηματογραφικό.

Με βαρύ φάκελο «δι’ αντεθνικήν δράσιν» πορεύτηκε στον στρατό, στη δημοσιογραφία, στην εκπαίδευση που του στοίχισαν δύο απολύσεις: από τη «Θεσσαλονίκη» (1973) γιατί «ενοχλούσαν τη χούντα τα ρεπορτάζ μου» και ως καθηγητή φιλόλογο από τη μικρή θητεία σε ιδιωτικό γυμνάσιο της Πτολεμαΐδας «λόγω ανακηρύξεώς του ως υποψηφίου για τις βουλευτικές εκλογές του 1977».

Ενα από τα τελευταία αφηγήματα έμελλε να γραφτεί το 1989 στην υψικάμινο της Σιδενόρ με μια επεισοδιακή ακτιβιστική δράση, πριν ριχτεί στην πυρά «το φακελωμένο τραυματικό και διχαστικό παρελθόν του Εμφυλίου» (17.000.000 φάκελοι της χώρας) έπειτα από ομόφωνη ψήφιση της οικουμενικής κυβέρνησης Τζαννετάκη. «Οχι στο κάψιμο της Ιστορίας και της εθνικής μνήμης!» έγραφε το πανό που άνοιξε ο συγγραφέας σκαρφαλωμένος σε χιλιάδες ατομικούς φακέλους κοινωνικών φρονημάτων από τη Μακεδονία. Ηταν ένας από τους διαμαρτυρόμενους της φακελωμένης γενιάς. Πίστευε ότι «το πολύτιμο υλικό έπρεπε να δοθεί προς μελέτη αποκλειστικά στους ερευνητές της Ιστορίας».

.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

diastixo.gr 26/1/2022

Ο Χρίστος Ζαφείρης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας δώδεκα βιβλίων ιστορικής έρευνας για τη Θεσσαλονίκη, τον περιφερειακό ελληνισμό και ελληνικούς τόπους. Γεννήθηκε στην Κρανιά Ελασσόνας το 1945 και είναι πτυχιούχος του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορίας του Α.Π.Θ. Εργάστηκε στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον Τύπο ως συντάκτης και διευθυντικό στέλεχος. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ντοκιμαντέρ, ως ερευνητής και σεναριογράφος, σε θέματα για τη Θεσσαλονίκη και τον μείζονα ελληνισμό. Το 2005 πήρε το βραβείο του Ιδρύματος Μπότση, κορυφαίο δημοσιογραφικό βραβείο της χώρας, και διατέλεσε μέλος διοικητικών συμβουλίων του δημοσιογραφικού κλάδου και κοινωνικών φορέων της Θεσσαλονίκης. Το τελευταίο του βιβλίο, Ο καιρός του χρόνου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Ο καιρός του χρόνου;

Στον δύσκολο καιρό της μάστιγας και της κλεισούρας, για να απασχολώ τα χέρια και το μυαλό μου, βρήκα καταφύγιο στη μνήμη και τον αναστοχασμό. Έτσι βγήκαν καταχωνιασμένα βιώματα και ιστορίες της ζωής μου, που τις κατέγραφα και τις έστελνα ηλεκτρονικά σε φίλους μου, ως σήματα παρουσίας και ευψυχίας. Τους άρεσαν και με παρότρυναν να συνεχίσω. Έτσι βγήκαν τα 18 αφηγήματα του Καιρού του χρόνου.

Ο τίτλος είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;

Είναι συμβολικός και κυριολεκτικός. Είναι τίτλος μιας τοιχογραφίας του 18ου αιώνα από εκκλησία της Τσαριτσάνης, μιας ιστορικής κωμόπολης στα νότια προβούνια του Ολύμπου. Απεικονίζει τον τροχό της ανθρώπινης ζωής από τη γέννηση του ανθρώπου ως τον θάνατό του. Στην παράσταση, ο άνθρωπος ανεβαίνει με νεανικές μορφές ως τα σαράντα του και παίρνει τον κατήφορο γέροντας πια, ώσπου να τον καταπιεί ο βύθιος δράκοντας. Η λέξη «καιρός» στα αρχαία και βυζαντινά χρόνια σήμαινε την ευκαιρία, την κατάλληλη στιγμή που είχε ο άνθρωπος για να αξιοποιήσει όσο γίνεται καλύτερα τον χρόνο για τον εαυτό του. Έτσι, όλες οι παράμετροι και οι σημασίες του τίτλου ταιριάζουν και στα δικά μου μέτρα, στον δικό μου χρονοτροχό. Πώς έζησα και τι ευκαιρίες άδραξα. Αυτή είναι και η δομή του βιβλίου μου.

Τα πρώτα κείμενα αναφέρονται στον τόπο καταγωγής σας. Για ποιο λόγο;

Είναι εύλογο γιατί καταπιάστηκα με τον γενέθλιο τόπο. Το πρώτο και μεγάλο τμήμα της μνήμης είναι η παιδική ηλικία και ο τόπος όπου είδα το φως της ζωής. Από την πρώτη στιγμή της συγγραφής με πολιόρκησαν οι παιδικές μνήμες, τα δραματικά βιώματα μιας δύσκολης εποχής, της μετεμφυλιακής περιόδου, που συμπίπτει με τη μαθητική μου ζωή. Δεν έχουν νοσταλγική χροιά, είναι μια ρεαλιστική κατάθεση της επιλεκτικής μνήμης.

Ποια είναι η σχέση του γενέθλιου τόπου με το έργο του συγγραφέα;

Συνεχώς παρούσα και τραυματική. Μνήμες και βιώματα του τόπου μου έχουν αποτυπωθεί στο αυτοτελές αφήγημά μου Το Ξενάχωμα, που κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση από τον Εξάντα το 2002. Αρκετά αφηγήματα του αυτοβιογραφικού Καιρού… επισκέπτονται το χωριό μου, την Κρανιά Ελασσόνας, και πολλές μνήμες είναι παρούσες ως σήμερα και με συγκινούν. Όμως μετά τη φυγή των γονιών μου, το σπίτι στο χωριό μένει έρημο, ερειπώνεται και δεν το επισκέπτομαι πια. Ο γενέθλιος τόπος διατηρείται μεν μέσα μου ζωντανός, αλλά κάποιος αφανής δαίμονας με απωθεί μακριά του…

Συγκινητική είναι η ιστορία που γράφετε για τον συγγενή σας μοναχό στο Άγιο Όρος. Σε τι σας βοήθησε η αγάπη και η στήριξή του στην παιδική και εφηβική σας εξέλιξη;

Ο παπα-Γρηγόρης, αδερφός του παππού μου, είναι ο παιδικός ευεργέτης μου. Ενδιαφέρθηκε για τις βιοτικές ανάγκες μου και τη μόρφωσή μου με διάφορους τρόπους, με αγάπη, ανοιχτό μυαλό και χωρίς πειθαναγκασμό, που ίσως περίμενε κανείς από έναν καλόγερο. Κοντολογίς, η συμβολή του ήταν σημαντική στα μαθητικά μου χρόνια. Όπως έμαθα αργότερα, είχε ανοίξει και τραπεζικό βιβλιάριο για τις πανεπιστημιακές σπουδές μου, αλλά μετά τον θάνατό του περιήλθε στο μοναστήρι, γιατί δεν πρόβλεψε να κάνει διαθήκη… Η φωτογραφία του είναι κρεμασμένη στο γραφείο μου δίπλα στους γονείς μου. Είναι η τριάδα των προσώπων που τα κρατώ μέσα μου με ευγνωμοσύνη και συγκίνηση.

Αν και τα παιδιά της ηλικίας σας γνώριζαν μεγάλες δυσκολίες, επιβίωσαν και σπούδασαν. Πού έβρισκαν το θάρρος να επιβιώνουν στις δύσκολες συνθήκες;

Στην ίδια τη ζωή τους. Η φτώχεια και η προοπτική ότι μόνο με τις σπουδές θα άλλαζε η μοίρα τους, ήταν τα επίμονα κίνητρα που τους έσπρωχναν να επιμένουν στον στόχο τους. Βέβαια, υπήρχε και η προσωπική βούληση να μορφωθούν, να αγωνίζονται καθημερινά για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες επιβίωσης, που πολλές φορές ήταν αφόρητες και αξεπέραστες. Το διάβασμα και οι σπουδές ήταν μονόδρομος για τους περισσότερους, ο άλλος δρόμος ήταν η μετανάστευση και η μιζέρια στην επαρχία.

Από πότε αρχίζετε να διαβάζετε βιβλία; Ποια είναι τα πρώτα σας αναγνώσματα;

Συστηματικά άρχισα το διάβασμα λογοτεχνικών κειμένων από την πρώτη τάξη του Γυμνασίου. Όμως από το Δημοτικό είχα κλίση στο διάβασμα και ροφούσα ό,τι έβρισκα. Δεν υπήρχαν όμως διαθέσιμα και κατάλληλα βιβλία στο αγροτόσπιτο της οικογένειας και το χωριό μου. Το πρώτο μου βιβλίο εκεί ήταν ένας ποντικοφαγωμένος τόμος των Αθλίων του Ουγκό και κάποια βιβλία παρεκκλησιαστικών οργανώσεων. Από την πρώτη όμως τάξη Γυμνασίου στην Ελασσόνα, όταν βρέθηκα κοντά σε βιβλιοθήκη, άρχισα με μανία να διαβάζω μυθιστορήματα κλασικών, Ελλήνων και ξένων, και ελληνική ποίηση.

Η λέξη «καιρός» στα αρχαία και βυζαντινά χρόνια σήμαινε την ευκαιρία, την κατάλληλη στιγμή που είχε ο άνθρωπος για να αξιοποιήσει όσο γίνεται καλύτερα τον χρόνο για τον εαυτό του.

Σε τι σας βοήθησαν αυτές οι αναγνώσεις;

Με έκαναν να ανοίξω διάπλατα τις πνευματικές φτερούγες μου και να ονειρεύομαι έναν άλλο κόσμο, μακριά από τη ζοφερή πραγματικότητα που ζούσα.

Με μελανά χρώματα γράφετε για τη Χούντα. Γιατί σας έχει μείνει στη μνήμη αυτή η δύσκολη περίοδος;

Για τη σκληρότητα του καθεστώτος, για τη φίμωση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ατομικής αξιοπρέπειας, αλλά και την αντίσταση των ελάχιστων θαρραλέων κατά του τυραννικού καθεστώτος. Είχα προσωπική εμπλοκή την περίοδο της χούντας και τα τραυματικά βιώματα παραμένουν ανεξίτηλα.

Αν και δουλέψατε ως εκπαιδευτικός, δεν μείνατε στην εκπαίδευση για πολλά χρόνια. Τι σας ώθησε μακριά από την εκπαίδευση;

Από τα φοιτητικά μου χρόνια με είχε κερδίσει η δημοσιογραφία, που την υπηρέτησα με πάθος και συνέπεια κοντά στα σαράντα χρόνια. Το δασκαλίκι, αν και το έκανα κι αυτό με προσήλωση στη μάθηση και τον μαθητή, ήταν ένα διάλειμμα σε περίοδο ανεργίας από την κύρια δουλειά μου.

Δουλέψατε σε εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Τι σας ενέπνεε στη δουλειά του δημοσιογράφου;

Η αναζήτηση της αλήθειας στο ρεπορτάζ, στα δημοσιογραφικά κείμενα. Αυτό το ζητούμενο, η τεκμηρίωση της είδησης, ήταν το πρόταγμα του μάχιμου δημοσιογράφου.

Γνωρίσατε πολλούς ανθρώπους της τέχνης και της συγγραφής. Σε τι βοηθά τους νέους η επαφή με τον πνευματικό κόσμο;

Η πρόσκαιρη επαγγελματική επαφή με ανθρώπους του πνεύματος μπορεί να γίνει το έναυσμα για μια πιο ουσιαστική σχέση και ενασχόληση με την τέχνη και τη λογοτεχνία, με τις ζείδωρες αξίες και απολαύσεις που εμπεριέχουν. Αρκεί ο δημοσιογράφος, στην προκείμενη περίπτωση, να καλλιεργήσει θετικά αυτή την ευλογημένη σχέση.

Σε ένα κεφάλαιο αναφέρετε τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο. Πώς καταφέρατε να γίνετε πολύ καλός φίλος του;

Άρχισε από μια εθελοντική συνδρομή του για βιοτική μου εξυπηρέτηση, όταν έφτασα στη Θεσσαλονίκη ως πρωτοετής φοιτητής, και εξελίχτηκε σε ισόβια φιλία με αμοιβαία εκτίμηση. Ο Ντίνος, παρά τη σκληρή κάποιες φορές κριτική του σε λογοτεχνικές παραγωγές νέων, ήταν γενναιόδωρος και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μόρφωσή μας με την απίθανη γνώση για λογοτεχνικά, καλλιτεχνικά και ιστορικά θέματα της Θεσσαλονίκης. Θέλω να προσθέσω πως τον χαρακτήριζε μια διακριτικότητα με τους φίλους του, σχετικά με τις ερωτικές επιλογές του, που δυνάμωνε τη φιλία μας.

Είστε δημοσιογράφος ή λογοτέχνης;

Παραμένω ισόβιος δημοσιογράφος με παράλληλο στόχο την τελειοποίηση της γλώσσας μου. Αν και ο Χριστιανόπουλος έγραψε ότι κάποια βιβλία μου «αποτελούν ένα είδος δημοσιογραφικής λογοτεχνίας», δεν θεωρώ ότι μετέχω του λογοτεχνικού σιναφιού. Το γεγονός ότι είμαι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης δεν με προσδίδει αυτοδικαίως αυτήν την ιδιότητα.

Αν και είστε Θεσσαλός, αγαπήσατε τη Θεσσαλονίκη. Τι σας γοήτευσε περισσότερο σε αυτή;

Η Θεσσαλονίκη, από την πρώτη μέρα, το 1963, που ήρθα από την επαρχία για να σπουδάσω στη Φιλοσοφική Σχολή, με κέρδισε με τη γοητευτική τοπογραφία της, την ιστορική της μνήμη, τη ζωντανή παράδοσή της, την πολυεθνική διαστρωμάτωση των πολιτισμών της, το ακατάβλητο πείσμα της για ανανέωση. «Άπαξ και δεχτεί κανείς την κρυφή ακτινοβολία αυτής της πόλης», σύμφωνα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, «δεν μπορεί πλέον να γράφει για άλλα πράγματα».

Ποια είναι τα εκδοτικά σας σχέδια για το προσεχές μέλλον;

Συμπληρώνοντας την προηγούμενη απάντηση, θα συνεχίσω να γράφω εκλαϊκευμένα κείμενα για την αγαπημένη μου πόλη. Το επόμενο διάστημα θα εκδοθεί ο τρίτος θεματικός ιστορικός και περιηγητικός οδηγός της πόλης, Η Θεσσαλονίκη των Βυζαντινών, κι έπεται η συνέχεια όσο έχουμε την υγειά μας.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.