ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ

Ο Νίκος Κυριακίδης γεννήθηκε το 1960 πίσω απ’ τα προσφυγικά του Αϊ-Σώστη, στην Αθήνα. Είναι μαθηματικός με μεταπτυχιακές σπουδές στην Επιχειρησιακή έρευνα στη Γαλλία. Ασχολείται από παλιά με την ποίηση,
αλλά πρωτοεμφανίστηκε στο διαδίκτυο το 2011.
Έργα του έχουν συμπεριληφθεί σε ομαδικές ανθολογίες. Έχει βραβευτεί με πρώτο βραβείο και επαίνους σε διαγωνισμούς ποίησης, με τελευταία του συμμετοχή το 2015 στον Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος της Κοβενταρείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης με θέμα «Πόλεμος και Ειρήνη», όπου έλαβε το πρώτο βραβείο του διαγωνισμού στο σκέλος
της ποίησης.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Ψευδή πορφύρα περιβάλλεται … (Ρώμη 2021)
Οι πικροί άνθρωποι   (‘Οστρια 2018)
Χρόνος (Σαιξπηρικόν 2017)
Γύμνασμα (Συμπαντικές Διαδρομές 2015)
Δρόμοι με ματωμένα γόνατα (Ars Poetica 2013)

ΘΕΑΤΡΙΚΟ
Η κέντα (Ρώμη 2021)

.

.

ΨΕΥΔΗ ΠΟΡΦΥΡΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΕΤΑΙ… (2021)

ΑΦΑΙΡΩ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Η απάτη συντελέστηκε
Μέχρι το μεδούλι.
Το βράδυ δε μ’ έπιανε ύπνος.
Ερχόταν αυτός
Και ζητούσε άλλοθι.
Εγώ συνέχεια απαντούσα:
«Αύριο αυτά».
Μετά το μπάνιο,
Ερχόταν η ταχυπαλμία της απολύμανσης.
Φυσικότατη άφιξη.
Η καρδιά δεν συνηθίζει ν’ ανήκει
Σε καθαρό περιβάλλον.
«Δεν έχω ρυθμό, κύριοι,
Τον πούλησα για μια σταλιά
Αλήθειας».
Χώρια ο έρωτας στον αιφνιδιασμό.
0 άναρχος αυτός ιερέας,
Ιερουργεί κυρίως
Σε κηδείες περιττών.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΑΜΕΙΟ

Ο θάνατος είχε κέφια τελευταία.
Παίζοντας μαζί μου,
Έπαιρνε κάθε φορά το πρόσωπο των κοριτσιών
Που ποτέ δεν τόλμησα να προσεγγίσω
Να τους μιλήσω
Να τα αγγίξω,
Αν και το ήθελα.
«Θα σε άγγιζαν» είναι σαν να μου λέει –
«θα ήταν κάμποσα τα βράδια, τα πρωινά, που θάσασταν μαζί.
Αλλά τότε με φοβόσουν
Με ξόρκιζες.
Τις έχανες πριν τις μυρίσεις.
Όλα σε πήγαιναν,
Δεν οδηγούσες».
Και μετά φεύγει για λίγο.
Σκασμένος στα γέλια, ο βλάκας.
«Αλλά πού το ξέρει ακριβώς το πόσο πολύ κάποιες
Μου άρεσαν ή θα μου άρεσαν, σαν μεγάλωναν;»
Το ξέρει μάλλον
Γιατί είναι ομιλητική πολύ
Η δειλία μου.
Γιατί δεν υπάρχει κάτι πιο διαφανές
Απ’ την ανεπάρκεια.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

Λάτρεψε τον βασανιστή της
Δεν αφέθηκε σε γλυκερές αγκαλιές
Πάντα έκλαιγε το βράδυ.
Ο βασανιστής της
Λάτρεψε αυτήν που τον βασάνιζε.
Άπλυτος πήγαινε μετά
Σε πιο βρώμικες συνουσίες.
Εφιαλτικά τα όνειρά του.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΛΤΟ ΣΑΧΤΟΥΡΗ

Ένα μαύρο σκυλί κούρσας
Με ψηλά αδύνατα πόδια
Είναι τελευταία το χαμόγελό μου.
Είναι ακριβά αυτά τα σκυλιά
Είναι πάμφθηνο οτιδήποτε υπάρχει πάνω μου.
Εάν με αγαπούσε η ζωή,
Θα μου έδινε ένα χαμόγελο
Κεραμιδόγατου, με μια δαγκωνιά πρόσφατης μάχης
Στο ένα μου μάτι.

ΠΑΡΤΑΚΙ

Κουβαλώ τη βεβαιότητα, του ψεύτη
Κάποιου που αλλάζει χρώματα και φωνές.
Επαίρομαι γι’ αυτό
Ή τουλάχιστον, χαίρομαι.
Αλλά στα όνειρά μου
Συνέχεια έχω χάσει κάτι:
Ένα πορτοφόλι
Ένα εισιτήριο επιστροφής
Μια ενδιάμεση τάξη στο σχολείο.
Και μετά η διαδρομή στο άδειο κτίριο:
«Οι ίδιες σκάλες
Μα ήμουν πάλι εδώ πριν λίγο…
Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο που συναντώ;
Με ακουμπάει ή το ακουμπάω;»
Εκεί δεν έχει καμία βεβαιότητα,
Ούτε καν ανάσα.
Προτιμώ ξύπνιος.

ΠΡΩΙΝΗ ΑΝΑΦΟΡΑ

Απών
Αδικαιολόγητα.
Πέθανε μετά από οικογενειακό γεύμα
Ανάμεσα σε ρέψιμο κι οχλαγωγία.
-Την επόμενη φορά
Θα γράψω για έναν άξιο θάνατο-
Μόνος!
Δάγκωσε έναν απ’ όσους ήθελε
Προσπάθησε να διαβάσει
Προσπάθησε να εκσπερματίσει
Προσπάθησε να κοινοποιήσει
Την αηδία του.
Παρών
Αδικαιολόγητα;
Κολυμπώντας όμως
Στο ηδύ.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΕΣ

Η παραλία ήταν χωματόδρομος
Με τα μάτια της τα κίτρινα
Έψαχνε ίχνη.
Δεν υπήρχε μυρωδιά ανθρώπου
Μια πικροδάφνη έστεκε
Στολισμένη γύρω-γύρω με τενεκεδάκια.
«Λουλούδια που επιμένουν», σκέφτηκε
«Πουθενά ένα ίχνος».
Έβαλε κι έναν αέρα
Σήκωνε το χώμα.
«Είμαι ένοχη,
Δεν θα με συλλάβουν όμως.
Θα με δικάσουν τα δάκρυα.
Ίσως θα φύγει τότε κι η πικροδάφνη
0 χωματόδρομος θ’ αδειάσει από κουτάκια
Θα μείνει μια υπόλευκη θάλασσα
Αρχή άνοιξης».
Μείναν ακίνητα
Τα κίτρινά της μάτια
Ορθάνοιχτα
-Ίσως για να φωτίζουν καλλίτερα-
Μετά ήπιε λίγο θαλασσινό νερό.
Κοίταξε τις φλέβες στα χέρια.
Ύστερα τις πέτρες στα λιβάδια του νερού.
Συνέχισε να περπατά,
0 ουρανός γινόταν πορτοκαλής πριν το καθαρό μοβ
Στην απέραντη αμμουδιά.

ΓΩΝΙΑΚΑ

Στάθηκε ακίνητη και με κοιτούσε
Τη λέγαν –
«Κάτι δάκρυα που ξεκινούν από κάπου».
Πήρα από τις μνήμες
Όσες είχαν αξιοπρέπεια τουλάχιστον
Κι έσκυψα λίγο.
Καμία απόκριση στα βήματα.
Πρέπει να με κοιτούσε ακόμη.
Το δειλινό ευτυχώς διαλύει, κάθε φυγή στο παρελθόν.
Πένθος για πολλούς, αυτό που θα ήταν μνήμη,
Άλλο ξεχωριστό, κάθε φορά.
«Αγάπη μου –
Με συνάντησα
Με τη μορφή μιας γριάς το απόγευμα.
Εσύ κάτι θα έδινες.
Εγώ έφυγα…
Ήταν σαν να βρέθηκα πάλι στην αυλή,
Να φοβάμαι τις κάμπιες και άρα τα παιχνίδια.
Ήταν μάλλον νηστική
Όπως εγώ, χωρίς αίμα.
Α! Για την εγχείρηση,
Να μην ξεχάσεις:
Θέλω να μην ευχηθεί
Κανείς».

ΕΞΟΔΟΣ

Όταν μέσα γίνεται φασαρία
Λες
«Εδώ έχει ζωή
Καλά, θάναι».
Έτσι είναι οι ταβέρνες
Ειδικά σαν παίζει και μουσική
Θυμάσαι;
Μέσα σου δεν αντάριαζε τίποτε
Δεν είχε μείνει πόνος κανείς.
Μόνο που
Κάπου κάπου δάκρυζες από αναμνήσεις,
Ακόμη μεγαλύτερης ευτυχίας.
Βουλιμία!
Με ησυχία χειρουργούμαστε
Σιωπηλά καθόμαστε στο θρανίο.
Λείπει ο ήχος
Έρχεται στο τέλος.
Καιρός πάει να φάμε σε ταβέρνα
Αλλά νάναι καλή η παρέα
Θυμάσαι;

Ο,ΤΙ ΕΡΧΕΤΑΙ

Όταν θα περπατήσει πολύ
Θα κάνει μια στάση
-Ένας λόγος και ένα όργιο-
Θα πετάξει τα σχισμένα, τα ιδρωμένα ρούχα
Θα μας πει κάτι που λάμπει.
Οι νεκροί μας, οι κατά λάθος ζωντανοί μας
Όλοι θα γελάσουν.
Γιατί θα γεννηθεί, αύριο.

ΕΙΚΟΝΕΣ

Φωτογραφίζεις, θα πει πυροβολείς.
Οι δρόμοι, οι σκάλες ματωμένες
Κρύβονται απ’ τα μάτια όσων μένουν ακίνητοι.
Θέλει ακόμη πολύ θάλασσα για να αλμυρίσεις.
Αθώοι είναι οι ηδονοβλεψίες.
Δακρυσμένα είναι τα τοπία σου.
Ας μη χάσουμε άλλες ευκαιρίες.
Θέλει ακόμη πολύ χρόνο ίσαμε,
Τη δολοφονία του Μαγιού.

ΕΠΟΧΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ

Στα θυμωμένα μικρά παιδιά

Κράτησαν χρόνια οι μάχες.
Κάποιοι πρόλαβαν και βάσταξαν σημειώσεις
Ένα πουλί πρόλαβε και φίλησε τη μάνα σου.
Ανταλλάξαμε τα παιχνίδια μας
Ανταλλάξαμε τις φωνές μας.
Στο τέλος τις γυναίκες μας
-Από τη μια ήταν τόσο ανοιχτές-
Φαίνονταν οι μπλε φλέβες, γίνονταν αόρατες
Έλεγες: «Μπορώ να τη θυμάμαι, χρόνια μετά»
—Από την άλλη ήταν τόσο πολύ σκούρες-
0 ήλιος έμπαινε συνέχεια μέσα τους, γίνονταν νύχτα
Έλεγες: «Θα ήθελα να με κοιμίζει, χρόνια μετά»
Ένιωθα σαν σύννεφο.
Τηλεφώνησες και είπες: «Δεν το περίμενα έτσι»
Μια μικρή με άσπρο φουστανάκι
Πέρασε από το καφενείο σοβαρή-σοβαρή:
«Δεν είστε συμπαθητικοί», είπε.

ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ

Ω! Της ανθρώπινης δυστυχίας
Το μαύρο πέπλο.
Τύλιξε με τη στοργή σου
Τις μεγάλες αυταπάτες,
Των μικρών αισιόδοξων.
Φανερώσου σαν τέφρα
Πραγμάτων που πόνεσαν.
Σφύριξε σαν αέρας
Σωμάτων που τα τρύπησαν.

.

ΧΡΟΝΟΣ (2017)

Πρόλογος:

…ήταν κάποτε κάποιος, που αγάπησε άξαφνα σε μια
μεσημεριανή του βόλτα. Άδραξε την αγαπημένη του, βρέθηκε
σπίτι και ξεκίνησαν να ιστορούν ρομαντικές εικόνες που
τους έρχονταν στο μυαλό.
Δεν ξέρετε βέβαια για τη γνωριμία τίποτε, ούτε καν
μονόστηλο δεν έγινε.
Για την ακρίβεια δεν άρχισαν αμέσως τις ιστορίες
Μετά δυο μέρες σιωπής, της έφερε ένα χυδαίο ματσάκι
κίτρινα τριαντάφυλλα κι αρχίνησαν να μιλούν.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ

«Κλέφτης! κούκλας ρούχων!»
Για να την πουλήσει
Μπορεί να την λατρέψει
Σιωπηλή
Από κάτω άφυλη
Άρα χωρίς απαιτήσεις
Ευθύνες.
«Πείτε μου αν τον είδατε στο πρόσωπο»
Είχε πόνο στα μάτια
Κι ήταν κόκκινα
Και λίγο τρόμο στα χέρια.
Στο χρώμα της στάχτης ο ουρανός.
Γαλακτώδης στο σκούρο της
Εκείνη.
Αυτός έχει πάντως πλέον
Αγκαλιά μια κούκλα
Στον ώμο οριζόντια
Σαν μετά δολοφονία.

Δεν μετριέται το πάθος
Μετριέται ο πόνος;
Αυτή μετριέται-
Είναι για νούμερα 38-43
Τρελός έρωτας
Πανηδονιστικό πάθος
Με διαστάσεις.

Ι

Όμορφο είναι το πυρωμένο μπετόν
Το περπατούν τόσοι
κι εσύ.
Βλέπεις, χαζεύεις, μα θυμάσαι πάντα:
«Εφτά»
«Ποιος να μιλάει πρώτος;»
Λένε, ο πιο φοβισμένος
«Ποιος τιμωριέται πιο σκληρά ;»
Ο πιο χτυπημένος
Αλλά είναι απέραντο το μπετόν
Ευθεία, πάνω απ’ το κεφάλι σου, πλάι σου
Παντού.
Τα δάχτυλά μου παχαίνουν και κονταίνουν
Κι αυτό σημαίνει πως αέρα θάχουμε
Όπως καθένας ξέρει.
Πιο όμορφο όνειρο απ την απουσία του
Δεν θα υπάρξει ποτέ
Έτσι έγινε και με τα φυτά που σκεπάστηκαν σε μνήμα
Ομορφύναν ευθύς.
Λες νάναι η πίσσα λίπασμα σαν χάδι;
Όπως ο σκύλος που δαγκώνει
Κι αμέσως τρελός πάει τρέχοντας
Για να πεθάνει.

Τι να λέω ένας ζαλισμένος ανέραστος δούλος
Χωρίς καν μια μήτρα να μ’ απαιτεί πίσω;
Εγώ ιδρώνω μονάχα
Ταπεινός, χωρίς να ζητάω
Κι οι τρελοί χοροί πίσω στο κρανίο μου
Φωνάζουν: «Γίναν αυτά!
Σε νύχτες χωρίς πυρ, μ’ ερωτιδείς ανθρώπους συντροφιά»
Πριν να συναντήσω τα καναρίνια που σε ζαλίζουν
Αχ αυτή, η σαν ήλιος, κιτρινίλα τους…
«Χους ει και εις χουν απελεύσει»
Μπα, ποιος ξέρει το πριν…
Από παραμυθίες μόνον
Ή και σκληρές ψευδαισθήσεις.
Το χώμα και τα άρβυλα και τα μάτια σου
Πιθανότατα κάποιες ταινίες στο σινεμά
Όλα αυτά με παρηγορούν.
Τα θυμάμαι και δεν χάνω τη σειρά
Πάντα χρειάζεται μια σειρά
Σαν ένας καφές πριν σηκωθείς
Αυταπάτες βοήθειας.

…/…

ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟ

Ένα πέος ίπταται
Σε χαμηλό ύψος:
«Με θέλει κανείς;
Με θέλει κανείς;
Τζάμπα…
Τελείως τζάμπα»

Είναι δύσκολη η απόφαση για ένα κατοικίδιο
Να το δουν γιατροί, να εμβολιαστεί,
Να το μάθεις να ελέγχει τις ανάγκες του,
Να κοινωνικοποιηθεί
Μπορεί και να τρώει τον άμπακο.
Κι ύστερα αν αρχίσει τις ζημίες,
Είναι επιθετικός;
Καθένας διαλαλεί πως είναι «τζάμπα»
Βέβαια είναι ένα αδύναμο πλάσμα
Μόνο του
Πόσο θ αντέξει εκεί ψηλά;
Κάποια στιγμή θα πέσει
Θα γκρεμοτσακιστεί

«Με είδαν και χάρηκαν.
Αγόρι είπαν
Χαρά φαίνεται, φέρνω»
Ραγίζει η καρδιά μου…
Αλλά ειδικά
Ό,τι φέρνει χαρά,
Λύπη μεγάλη κουβαλάει πιο μετά

«Τζάμπα
Τελείως τζάμπα»

Μένει στην οδό Ανάνηψης 33
Περνάει το τοπικό λεωφορείο και γεμίζει καυσαέρια
Αυτή τον επισκέπτεται κάθε Παρασκευή βράδυ.
Πρόκειται για ένα τρελό πάθος
Που ασφυκτιά μέσα σ’ ένα βράδυ
Δεν προλαβαίνει καν να πεθάνει γι αυτήν
Και ξημερώνει Σάββατο.
Ποτέ ως τώρα δεν πέθανε γι αυτήν
…δηλαδή ίσως πέθανε κάποια φορά
Αλλά μετά δεν θυμάσαι τίποτε
Ένας πόνος έντονος, με χρονοκαθυστέρηση
Όλα έχουν χρονοκαθυστέρηση.
Πόσο καιρό θα κρατήσει αυτή η πόλη;
Μη φοβάσαι Ανδρέα Κάλβο
Δεν θα γενεί ποτέ η-των Ωδών σου- θλίψη:
«εχάθησαν οι πόλεις»
Ήταν να μη γεννηθούν, να μη χωριστούν με διαφορετικά
ονόματα
Μετά,
Το πολύ-πολύ μεταβαπτίσεις τους
Και χάνονται εκείνοι που είναι η πόλη
Αλλά καθώς γεννιούνται κιόλας,
Μεταναστεύουν,
Πάντα ζει αυτή.
Εμείς μονάχα
Θεατρικά ξεχνούμε, αποκουτιαίνουμε δήθεν
Γιατί ζηλεύουμε
Την αθανασία τους.

Κάθε μυθιστόρημα που σέβεται τον εαυτό του
Περιγράφει αναλυτικά εξωτερικούς
Κυρίως δε, εσωτερικούς χώρους.
Πρόκειται για την αποθέωση παράθεσης χρωμάτων και
σχεδίων
Και κυρίως -τα ρούχα
Πόσο αναλυτικά περιγράφονται!
Αυτό αποδεικνύει από μόνο του
Πως το ντεκόρ δεν είναι ένα φόντο
Πως όλα ρουφιούνται εντός του.
Το μυθιστόρημα επιμένει:

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Ξύπνησα αδειανά
Την κοίταξα απορημένα.
Ύστερα πήγα απ’ το εργοστάσιο
Ήταν ένα ψιλόβροχο σκιάς
Παρακάλεσα τον φύλακα
«Ό,τι χειρότερο για τέτοιαν ώρα»
Πείστηκε, είχε και χρόνια εκεί.
Αρχίσαμε μαζί να βγάζουμε σιγά-σιγά
Θυμήθηκα ένα υγρό καλοκαίρι
Έκλαιγα και αμάρτανα κάθε απόγευμα
Και βουητά δαγκώνανε επίμονα τ’ αφτιά μου
Θυμάμαι και την υπόσχεση:
«Θα ξανασυναντηθούμε»
Κανείς μας δεν την πίστευε.
Δεν ήσουν εσύ μπροστά
Και νάτη τώρα, η βεβαιότητα
Κλωστή-κλωστή άρχισα να τα παίρνω
Να τα μεταφέρω κλωστή-κλωστή.
Ψιλοβλαστήμαγε κι αυτός: «Καψόνι μεσημεριάτικα.
Τι σου ήτανε;»
«Συνομήλικος»
«Πως σε είπαμε;»
«Δεν θυμάμαι»

( κίτρινο 1 )

Κέρινε μου παππού
Πέρασες τόσο άσπρη ζωή
Ως και τα καλά σου παπούτσια
Τέτοια ήταν.
Παρά τη θέλησή σου
Όλες οι επιλογές
Τι λέξη!
Μικρές ανάσες ανθρώπινων υγρών
Μέσα στην ανθρώπινη απανθρωπία
Γνώρισες μόνο.
Λένε, πως κάποτε ζήτησες ένα δαχτυλίδι αρρεβώνων
Το έβαλες στο πάνω κρεβάτι της κουκέτας
Κι όλοι
Σκέφτηκαν πως συναντάς την τρέλα
Νομίζω πως συνάντησες ακολουθώντας τη μυρωδιά
Μιαν άλλη γυναίκα.
Τώρα τρέλα τη λέγαν, δεν τη λέγαν
Δε μας μέλει.
Κι εκεί, δόθηκες
Να μην πάνε όλα χαμένα.

( κίτρινο 3 )

Πήραν τα μάτια μου φως
Κανείς δεν θάρθει
Δεν έχω βαρίδια στις τσέπες
Στα πόδια έχω.
Περιμένω
Κίτρινα λουλούδια
Με τον θεό τους για γύρη
Και μια συγκατάβαση το πολύ,
Για κάποια μικρά
Για λίγο χρόνο.

(κίτρινο 4)

Έχω στο μυαλό ένα ξεκούρδιστο καναρίνι
Δεν μπορεί ούτε να φοβάται, πια
Μόνο σιωπά κρυώνοντας
Μόνον κρυώνει μ’ αξιοπρέπεια.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΨΕΥΔΗ ΠΟΡΦΥΡΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΕΤΑΙ…
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 9/4/2022

«Ψευδή πορφύρα περιβάλλεται ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις». Η φράση αναφέρεται στην υμνογραφία του επιτάφιου θρήνου που ψάλλεται την Αγία Παρασκευή.
Ψευδή πορφύρα περιβάλλεται… είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Νίκου Κυριακίδη, εκδόσεις Ρώμη, 2022.
Ποιος όμως είναι αυτός που περιβάλλεται με βασιλικό ένδυμα, με μία πορφύρα ψεύτικη με σκοπό να συγκαλύψει ή να συγκαλυφτεί; Τις περισσότερες φορές χωρίς ο ίδιος συνειδητά να το γνωρίζει;
«Μεταμφιεσμένες στο χαρτί αποτυπώνει ο συγγραφέας τις ανικανοποίητες επιθυμίες, τους φόβους και τις προσδοκίες του,» γράφει ο Φρόυντ στο δοκίμιό του «Δημιουργική γραφή και ονειροπόληση». Μα ποιος είναι αυτός που το σώμα και το αίμα του γίνεται βορά, που εκτίθεται με όλα του τα τραύματα και τις πληγές ώστε να καταβροχθίσουν το κορμί της ποίησής του οι πεινασμένοι αναγνώστες;
Ποιος άλλος από τον ποιητή, τον κάθε ποιητή.
Η συλλογή ξεκινά με ένα τρένο που κατευθύνεται σε κάποιο μέρος της Βόρειας Ευρώπης όπου χαρωποί χασάπηδες όπως αναφέρει ο ποιητής σφάζουν γουρουνάκια και ανθρωπάκια, ωμή καταναλώσιμη σάρκα. Αναφορά φυσικά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί και σε όλα τα φασιστικά καθεστώτα πριν και μετά. Αναφορά όμως και στη κανιβαλική διάσταση της γραφής αφού τελικά ο ποιητής θα σφαγιαστεί και θα φαγωθεί στο τέλος του προορισμού.
Σύμφωνα με τον Κυριακίδη μέσα στην ποιητική συλλογή αυτή έχει συντελεστεί μία απάτη. Είναι μία απάτη που συντελείται σε όλες όμως τις ποιητικές συλλογές. Ο ποιητής από ποίημα σε ποίημα φορά κάθε φορά άλλο προσωπείο, γίνεται ο άντρας που θα σφαγιαστεί, γίνεται αυτός που ερωτεύεται και κάθε φορά απογοητεύεται οικτρά, αυτός που χάνει και αυτός που βρίσκει, αυτός που χάνεται μέσα στο άγνωστο τρένο του ασυνειδήτου που βαδίζει προς άγνωστη κατεύθυνση και αυτός που υπάρχει γνήσιος και αυθεντικός σε κάποιους στίχους, όπως στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΑΜΕΙΟ (σελ.22) : «Γιατί είναι ομιλητική πολύ/ Η δειλία μου./Γιατί δεν υπάρχει κάτι πιο διαφανές /Απ’ την ανεπάρκεια».
Ο ποιητής σύμφωνα με τον Κυριακίδη, όπως άλλωστε το έχουν πει και άλλοι πριν από αυτόν, (ο Ρεμπώ –je suis un autre ή ο Φερνάντο Πεσσόα με τα τόσα διαφορετικά προσωπεία,) είναι ένας Άλλος. Είναι ένας άγνωστος που κυκλοφορεί σε ένα τρένο και δεν θυμάται πότε επιβιβάστηκε ή πότε αποχαιρέτισε τα αγαπημένα του πρόσωπα. Ένας άγνωστος που περιδιαβαίνει στους στίχους και ούτε η ίδια του η μητέρα δεν τον αναγνωρίζει.
Σελ.18 οι τελευταίοι τρεις στίχοι από το ποίημα με τίτλο ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ
Μέχρι κι η μάνα του στα τελευταία της του είπε:/ «Ποιος είσαι εσύ;»/Εγώ τον ονειρεύτηκα, για να πεθάνω εν ειρήνη».
Όμως με ψευδή πορφύρα μπορεί να ντυνόμαστε όλοι, όλοι εμείς που ζούμε μέσα σε συμβάσεις μία ζωή αυτόματη και μηχανική. Ο ποιητής προτείνει την ουσιαστική, αληθινή ζωή έξω από μηχανισμούς άμυνας, ωραιοποιήσεις και μεθοδεύσεις.
Ο ιππότης για παράδειγμα στο αλληγορικό ποίημα ΤΡΙΣΑΘΛΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ στη σελίδα 38 του ποιήματος που επαναλαμβάνει συνεχώς τη φράση «αυτόματα, μηχανικά» θα έχει έναν επώδυνο, αργό θάνατο αφού ο Κυριακίδης αποδομεί και ανατρέπει τον μύθο του. Το ιερό δισκοπότηρο αυτού αλλά και κάθε ιππότη είναι το ουσιαστικό, το αληθινό, ο πυρήνας της ύπαρξης όταν κάθε πορφύρα που φοράμε γίνει στάχτη.
Όμως συστηματικά ο ποιητής αποδομεί και ανατρέπει όλους τους μύθους και τις δικαιολογίες που χρησιμοποιούμε και με τους οποίους κατασκευάζουμε τη ζωή μας ώστε να γίνει μία «ξένη φορτική».
Από το ποίημα ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΝΕΚΡΟΙ, Ο ΕΥΡΩΝ ΑΜΕΙΦΘΗΣΕΤΑΙ
Πήρατε τα συνηθισμένα σας αντικαταθλιπτικά;
Αγαπήσατε εθιμοτυπικά και σήμερα τα ταίρια σας;
Μήπως και θυμηθήκατε την πρώτη σας ανατριχίλα από φόβο;
Σκουπίσατε καλά τα αίματα κάτω απ’ το κρεβάτι;

Μάθατε τεχνικές να κάνετε γλυκά, κρεατικά, σεξ όπως ποτέ άλλοτε;

Πεθαίνουμε ζωντανοί λέει ο Νίκος Κυριακίδης, πεθαίνουμε όταν αποστραγγιζόμαστε από τα συναισθήματά μας, όταν η ζωή μας γίνεται ένα άδειο καύκαλο, όταν δεν αγαπάμε με όλη μας τη ψυχή, όταν δεν αγωνιζόμαστε με όλη μας τη ψυχή για τα ιδανικά μας, όταν πλέον έχουμε γίνει αναλώσιμες μηχανές στους κρατικούς μηχανισμούς.
Σταχυολογώ στίχους από διαφορετικά ποιήματα της συλλογής:
Η γιαγιά είναι υδροπλάνο, άλλοτε κολυμπά, άλλοτε πετά και μερικές φορές είναι καναρίνι. Ή γεωτρύπανο που ψάχνει να βρει στο βάθος ενός κήπου τον παράδεισό της. Οι μητέρες τελείωσαν. Καλή διατροφή σημαίνει να μην τρως αυγό, δηλαδή έμβρυο. Το κομμένο αξιοπρεπές κεφάλι της κότας σώζει από τον εφιάλτη της αθανασίας. Μαύρο σκυλί κούρσας με ψηλά αδύνατα πόδια είναι το χαμόγελό μου.
Ο Νίκος Κυριακίδης συχνά ακροβατεί στη ζώνη του υπερρεαλισμού, κατορθώνει όμως να τον αφομοιώσει θαυμάσια μέσα στα ποιήματά του. Οι όποιες Σαχτουρικές επιρροές έχουν πλήρως ενσωματωθεί στην ιδιόμορφη, χαρακτηριστική και μοναδική προσωπική γραφή του.
Οι λέξεις του Κυριακίδη είναι απλές και καθημερινές, λιτές και οικείες στον αναγνώστη. Δεν τις ντύνει με ψεύτικη πορφύρα, δεν είναι πομπώδεις και φανταχτερές, ούτε τα ποιήματά του είναι δυσνόητα, όλα όμως κρύβουν και ένα άλλο επίπεδο, είναι αλληγορικά και βαθιά.
Τα περισσότερα ποιήματα του Νίκου Κυριακίδη έχουν μία κοινωνική διάσταση, η ματιά του είναι οξεία και πολιτική. Αναφορές στον ταξικό και στον φυλετικό ρατσισμό, στον σεξισμό, στα οράματα μίας επανάστασης που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, στην πίκρα των διαψευσμένων ονείρων.
Αυτοσαρκάζεται, συνδιαλέγεται σκληρά με τον εαυτό του, εκτίθεται και εκθέτει χωρίς αναστολές με απόλυτη ειλικρίνεια όλη την αλήθειά του.
Στο ποίημα όπως αυτό της σελίδας 23 με τίτλο ΩΣ ΙΠΠΟΤΗΣ γράφει:
Όταν σέβομαι κάποιον που πονάει/Σταματάω τους δικούς μου πόνους./Ξαναφυτρώνει το πόδι μου./Επαναλειτουργεί η καρδιά μου./Λέω αστειάκια με τις αποστροφές μου./
Αυτός ο ιππότης που ακόμα ψάχνει ανεμόμυλους, που ακόμα συντρίβεται κάθε φορά που δεν τους βρίσκει, που ακάματα και με ματωμένα δάχτυλα παραμερίζει το χώμα για να βρει τον κρυμμένο θησαυρό, που πολεμά για τους άλλους και ενάντια σε κάθε μορφή κοινωνικής αδικίας, που πετά την ψεύτικη πορφύρα όχι μόνο την δική του αλλά και των άλλων σε μία αγωνιώδη αναζήτηση της γυμνής αλήθειας, είναι ο ποιητής Νίκος Κυριακίδης.
Και μέσα από τον σαρκασμό, τη σκληρή πανοπλία, το ματωμένο σπαθί ξεπροβάλλει η γραφή του, αστραφτερή και γνήσια, όπως ένα ευαίσθητο και ρευστό ακριβό μέταλλο.

.

ΧΡΟΝΟΣ 
ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

BOOKPRESS 24/6/2018

«Έχω στο μυαλό ένα ξεκούρδιστο καναρίνι»

Το σήμερα μας φάνηκε αβάσταχτο / Ποτέ δεν βρέχει / Μόνο μια υγρασία χαμηλή και κίτρινη / Να επιμένει. / Ο ήλιος κάνει τη δουλειά του / Και κοιμάται ύστερα.

Μια πρώτη γεύση από τη νέα συλλογή του Νίκου Κυριακίδη: το αβάσταχτο σήμερα, ο ήλιος που έρχεται και φεύγει (χρόνος που περνάει) και μια υγρασία κρεμασμένη πάνω από τις ζωές των ανθρώπων, χαμηλή και κίτρινη, να τους πιέζει. Το κίτρινο χρώμα εμφανίζεται από την πρώτη σελίδα του βιβλίου. Αλλά δεν είναι ένα κίτρινο δυνατό και αισιόδοξο, είναι κίτρινο άτονο ή ομιχλώδες.

Τα κίτρινα μοιραία τριαντάφυλλα
Με την κιτρινίλα του ήλιου
Ο κέρινος παππούς
Το ξεκούρδιστο καναρίνι που κρυώνει, με αξιοπρέπεια βέβαια

Υπάρχει ολόκληρη ενότητα με όνομα «Κίτρινο». Ίσως το χρώμα να σηματοδοτεί την ατμόσφαιρα όλης της συλλογής, αυτό το απροσδιόριστο ανάμεσα στο όνειρο και στο ξυπνητό, ανάμεσα στην αλήθεια και στη φαντασία, στην πραγματικότητα και στην παραίσθηση. Το κίτρινο μιας άρρωστης πραγματικότητας. Όλα αρχίζουν με τη συνάντηση μιας γυναίκας και ενός άντρα, σ’ αυτή την ποιητική σύνθεση του Νίκου Κυριακίδη, που έχει τον τίτλο Χρόνος και υπότιτλο τραγούδι για πουλιά. Ωστόσο, αφηγείται κάποιος τρίτος αφηγητής, κάποτε παρεμβάλλονται φωνές. Συνειρμοί απρόβλεπτοι, και γι’ αυτό γενναίοι, σε μεταφέρουν σε πολλά πεδία, με άλλες εικόνες. Εικόνες με τόλμη, επειδή ακριβώς δεν είναι αυτές που ξέρουμε, τα περιγραφόμενα ανασηματοδοτούνται.

Η σύνθεση, μετά τον Πρόλογο, χωρίζεται σε έξι μέρη, που ακολουθούν ένα ποίημα με τίτλο κάθε φορά, στο οποίο φαίνεται να εντάσσονται, όσον αφορά το κλίμα, τις θεματικές συντεταγμένες, τη χρονική στιγμή: «Μοναστηράκι», Ι, ΙΙ, «Κατοικίδιο», ΙΙΙ, IV, Φθινόπωρο, V, «Ξύλινα σκαλισμένα λόγια», VI. Μέσα από την οργάνωση αυτή ο αναγνώστης πρέπει να ανιχνεύσει την πορεία του χρόνου. Στο μέρος Ι κυριαρχεί η έννοια του μπετόν, το πυρωμένο μπετόν, το μπετόν που είναι «φρικτός μορφασμός». Σαν το βάρος και την ακαμψία του χρόνου. Μυρωδιά υγρασίας και σήψης, καθώς κυριαρχεί η όσφρηση. Κάτω από το μπετόν ασφυκτιούν οι ρίζες των δέντρων κι όσοι είναι θαμμένοι ακόμα πιο βαθιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά – ζωντανοί νεκροί απασχολούν τον Κυριακίδη σταθερά. Λιώνει κάποτε η πίσσα. Όπως κι η μνήμη. Που χάνεται ή πετρώνει και αυτή. Στο μέρος ΙΙ μια σύντομη πληροφορία για τη σχέση των δύο ατόμων, κι ύστερα πάλι ιστορίες. Και ύστερα η έμφαση στην πόλη, που αλλάζει αλλά δεν χάνεται, στην χρονοκαθυστέρηση, που σημαίνει παράταση μιας κατάστασης μη υποφερτής. Εμφανίζεται η αναφορά στη γραφή, στην περιγραφή και σε στοιχεία ενός μυθιστορήματος – ο χρόνος παίζει ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό. Το μέρος ΙΙΙ της σύνθεσης είναι το πιο δύσκολο και «σκοτεινό» κομμάτι, όπου τέμνεται το όνειρο-εφιάλτης με τη φαιή πραγματικότητα. Και η ελεγεία για την απώλεια στο IV.

Ας μην ψάξει ο αναγνώστης να αναγνωρίσει κάθε φορά τον αφηγητή. Κάποιος αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο δίνει στοιχεία για μια επώδυνη πορεία στον χρόνο. Για τη δύσκολη πραγματικότητα, το γήρας, την ασθένεια, την άνοια, τον θάνατο. Πιο πολύ σαν μουσική σύνθεση, όπου σε ρυθμό λίγο διαφορετικό κάθε φορά, αλλά πάντα μελαγχολικό, κυλά η ανθρώπινη παρουσία σαν τραγική φάρσα.

Αναφέρθηκα ήδη στο κίτρινο χρώμα και στη σημασία του για τη συλλογή. Παραθέτω τους στίχους από το μέρος Ι:

Πριν να συναντήσω τα καναρίνια που σε ζαλίζουν / Αχ αυτή, η σαν ήλιος, κιτρινίλα τους…

Στην ενότητα «Φθινόπωρο», ενταγμένη στο μέρος ΙV, υπάρχει μια σειρά ποιημάτων, από «κίτρινο 1», ως «κίτρινο 7».

Το πρώτο ποίημα της ενότητας μιλά για τον «κέρινο παππού»:

Κέρινέ μου παππού / Πέρασες τόσο άσπρη ζωή / Ως και τα καλά σου παπούτσια / Τέτοια ήταν. («κίτρινο 1»)

Μετά,

Περιμένω / κίτρινα λουλούδια / Με τον θεό τους για γύρη («κίτρινο 3»)

Το πολύ χαρακτηριστικό ολιγόστιχο «κίτρινο 4», που το θεωρώ ένα από τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής:

Έχω στο μυαλό ένα ξεκούρδιστο καναρίνι / Δεν μπορεί να φοβάται, πια / Μόνο σιωπά κρυώνοντας / Μόνο κρυώνει μ’ αξιοπρέπεια.

Το πικρό ποίημα για τις «μεγαλύτερες γυναίκες» και την περίεργη, κατά το ποιητικό υποκείμενο, καθημερινότητά τους:

Οι μεγαλύτερες γυναίκες προσπαθούν / Να γίνουν παγίδες καναρινιών.

(«κίτρινο 6»)

Η ενότητα κλείνει με το «κίτρινο 7», που επιτείνει την εικόνα της σκοτεινιάς, της ακινησίας, του θανάτου:

Κάθομαι σ’ ένα κλαδί με νεκρά πουλιά / Το χώμα είναι σκοτεινό απ’ τον ήλιο / Τη νύχτα γίνεται δροσερό και φέγγει / Τα πουλιά δεν φεύγουν.

Να θυμίσω εδώ τον υπότιτλο «τραγούδι για πουλιά». Στη μουσική-τραγούδι αναφέρθηκα ήδη. Να επισημάνω τώρα πόσο δένεται το κίτρινο χρώμα και οι συνδηλώσεις του με τα πουλιά και τον τρόπο που λειτουργούν στα ποιήματα της συλλογής. Η αλληλεπίδρασή τους με τους ανθρώπους. Η τρυφερότητα ή η περίσκεψη με την οποία αντιμετωπίζονται από τα ποιητικά υποκείμενα.

Δεν θα ήθελα να παραλείψω το πολύ ενδιαφέρον σχήμα με το οποίο κλείνει το μέρος VI και η συλλογή. Ύστερα από μια έντονη αναφορά στους νέους που χάνεται η ζωή τους αναίτια και κυνικά –ο αφηγητής σε κατάσταση παραμιλητού μέσα από τη βίωση αυτής της πραγματικότητας– έχουμε τον κύκλο. Δηλαδή, η σπασμένη κούκλα βιτρίνας με την οποία ανοίγει η σύνθεση, επανέρχεται ως σπασμένη-νεκρή νέα κοπέλα. Όμορφη, που:

δεν αρρώστησε πριν νεκρωθεί, Χόρεψε, ονειρεύτηκε, ζαλίστηκε και πήγε μόνη να βρει τα χάδια της / Εκεί που ήξερε πως είναι.

Ένας πολύ δυνατός επίλογος για τον αμείλικτο χρόνο, όπως όμως διαμορφώνεται και από τη στάση των ανθρώπων απέναντι στη ζωή και στους συνανθρώπους τους.

Όπως στη μουσική, έτσι και στην ποίηση υπάρχουν τα ιντερμέδια, τα «διαλείμματα», όπου μια εικόνα, μια περιγραφή, αυτονομούνται. Στην αρχαία τραγωδία ήταν, κατά κάποιον τρόπο, τα χορικά, που έδιναν μια ανάσα στη δράση. Στην ποίηση, στις ποιητικές συνθέσεις, τα διαλείμματα σπάζουν την αφήγηση και ίσως το θέμα της, εστιάζουν στη λεπτομέρεια και δίνουν μικρότερης έκτασης ποιήματα, αυτόνομα και συχνά εξαιρετικά γοητευτικά.

Τα μικρά πολύχρωμα καλτσάκια. / Σαν να ’ναι τα νεκρά της παιδιά / Να μην αντέχει πια «δίπλα» τους / Σαν να ’ναι η ίδια μια άλλη πραμάτεια / Όχι πολύχρωμη, όχι με οριζόντιες ρίζες / Σκούρα και με κόπο, μα κάθετη ακόμη / Σε βάζει να διαλέξεις.

Η γλώσσα αποτελεί δυνατό σημείο στην ποιητική γραφή του Κυριακίδη από την πρώτη συλλογή του. Μαζί με τα θέματά του, φυσικά. Γιατί δεν γίνεται να διαχωρίσεις το τι από το πώς, είναι αλληλένδετα. Αγγίζοντας, λοιπόν, θέματα που είναι στις παρυφές, θα λέγαμε, της τρέχουσας πραγματικότητας, χρησιμοποιεί λέξεις απλές, καθόλου εξεζητημένες, καθόλου προκλητικές. Χρησιμοποιεί λέξεις σεμνές και προσεγμένες για καταστάσεις που βρίσκονται στο όριο ή έχουν ξεφύγει από τα δεδομένα μια συμβατικής καθημερινότητας. Κάποιες φορές παρεισφρέουν λέξεις περισσότερο προφορικές, μιας αργκό, κατάλληλες για τα γραφόμενα:

Οτιδήποτε μας αγγίξει / Τελειώνει. / Το διαχειριζόμαστε μπάνικα: / «κάτι που το ξέρω απ’ έξω, δεν με τρομάζει πια» / Αγάπες χυμένες στο δρόμο / ερήμην και φλύαρες

(«Κατοικίδιο»)

Άνθρωποι με αιχμηρά προβλήματα παλεύουν με τον εαυτό τους και με το περιβάλλον, και τις περισσότερες φορές δεν βρίσκουν δικαίωση. Ο χρόνος αμείλικτος κινεί τα νήματα και τα πάσχοντα άτομα διαλύονται μέσα στο πέρασμά του, αναζητώντας απεγνωσμένα λίγη αγάπη. Κερδίζουν σίγουρα τη ζωή και τη δικαίωση μιας ποιητικής γραφής.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.