ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου γεννήθηκε στη Κύπρο το 1981 όπου και ζει.
Έχει σπουδές κι εμπειρία στη Δημοτική, Ειδική και Μη-Τυπική Εκπαίδευση και είναι εκπαιδευόμενος Συστημικός Ψυχοθεραπευτής. Είναι εκπαιδευτής ενηλίκων στα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Αντι-ρατσιστική Εκπαίδευση κι είναι εξειδικευμένος στη φιλοσοφία και μεθοδολογία του Θεάτρου των Καταπιεσμένων. Έχει διεξαγάγει εργαστήρια κοινωνικού θεάτρου σε δεκάδες φορείς.
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Οι πέντε εποχές (Μελάνι, 2012) για την οποία ήταν υποψήφιος για το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή από την Ελληνική Εταιρεία Συγγραφέων (Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη), Υπερκαινοφανής (Μελάνι, 2017) και Ανθρωπόκαινος (Ενύπνιο 2022) Το 2008 βραβεύτηκε από την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου με Α΄ Βραβείο Ποίησης σε διαγωνισμό της για νέους λογοτέχνες. Έχει συμμετάσχει σε φεστιβάλ λογοτεχνίας στην Κύπρο και το εξωτερικό, κατά τη διάρκεια των οποίων δραματοποίησε ποιήματά του: Έκθεση φωτογραφίας What’s the point of poetry? (Φεστιβάλ Ποίησης Βερολίνου, 2013), Σαρδάμ: η λογοτεχνία αλλιώς (aRttitude, 2013), Ποίηση σε απευθείας διάλογο (Ιδεόγραμμα, 2014), Γι’ αυτά που θα ’πρεπε να φέγγουν (Ακτίς, 2015), CROWD Omnibus Reading Tour (Σερβία και Βουλγαρία, 2016), BOOK ME (Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, 2016), 1st Cyprus Poetry Slam (Ιδεόγραμμα, 2017 – κατά τη διάρκεια του οποίου προκρίθηκε στον τελικό) κ.ά.

.

.

ΑΝΘΡΩΠΟΚΑΙΝΟΣ (2022)

Η Ανθρωπόκαινος Εποχή
Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ίσως το ανθρώπινο μυαλό να ‘ναι απειροελάχιστο
για να συλλάβει το παμμέγιστο χρονικό διάστημα
των 4,6 δισεκατομμυρίων χρόνων

4004 π.Χ., είπε ο επίσκοπος James Ussher
αυτό είναι το Anno Mundi
τι εκατομμύρια μου λέτε και κουραφέξαλα
έκανα τις προσθέσεις προσεκτικά
τα ‘χω υπολογίσει με βάση την Παλαιά Διαθήκη

Έφτασε η φωνή του μέχρι εδώ
σε ύψος 160 μέτρων πάνω από τη θάλασσα
στο νεκροταφείο απολιθωμάτων

Τ’ απολιθώματα θίχτηκαν
έβγαλαν ξανά λέπια, φολίδες, πλοκάμια
απαίτησαν να γίνει ραδιοχρονολόγηση
για επιστημονική εξακρίβωση της ηλικίας τους

Ύστερα κάποιος στην παρέα φώναξε Κοιτάξτε!
δείχνοντας στ’ ανοικτά
η ανάδυσή τους λίγο πριν τη δύση
μια αγέλη δελφινιών διέγραφαν τόξα πάνω απ’ τα νερά.

Κάβο Γκρέκο

ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙ

Εκτός από το να αναπνέουν
να φωτοσυνθέτουν, να αναπαράγονται
τα δέντρα κλαίνε

Αν πεις να χαϊδέψεις τα δάκρυα
που ρέουν πηκτά πάνω στον κορμό
τα δάκτυλα κολλάνε

Με λίγη υπομονή τα δάκρυα στερεύουν
μετά από εκατομμύρια χρόνια η ρητίνη έχει απολιθωθεί
γίνεται κεχριμπάρι

Αν είσαι τυχερός
μπορεί να βρεις στο κεχριμπάρι εγκλωβισμένα έντομα
βαλσαμωμένα μες στον πολύτιμο λίθο
σαβανωμένα μες στο παλαιοντολογικό σεντούκι.

Μονοπάτι «Κάμπος του λιβαδιού», Τρόοδος

ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ

Οι μετανάστες μαζεύονται τ’ απογεύματα
στο γήπεδο απέναντι
και παίζουν σα μικρά παιδιά

Δεν ξεχωρίζω το παιγνίδι τους
κρίκετ, ράγκμπι ή μπέιζμπολ;

Δεν ξεχωρίζω τη χώρα καταγωγής τους
Σρι Λάνκα, Μπαγκλαντές ή Ινδία;

Δεν ξεχωρίζω το καθεστώς παραμονής τους
οικονομικοί μετανάστες, άτυποι ή αιτούντες άσυλο;

Το μόνο σίγουρο είναι πως το παιγνίδι τους
σηματοδοτεί τον ερχομό της άνοιξης.

ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ

Κάτι έτρεχε μαζί του
από τότε που θυμόταν τον εαυτό του
δεν μπορούσε να φοράει το γένος του

Τόσα χρόνια να ‘χει κολλημένο πάνω του
ένα δέρμα που να μην Θέλει
και προπαντός να μην μπορεί να ξεφορτωθεί!
20 χρόνια επί 365 μέρες επί 24 ώρες!
(προσπάθησε μάταια κάποιες φορές να το κόψει
το αποτέλεσμα, μονάχα κάποιες χαρακιές)

Το Γένος του τον αφόρισε:
Κάναμε γιο, όχι κόρη!
(πάει καιρός τώρα
άρχισε να συνηθίζει την παιδοκτονία)

Όμως ας μην τα σκεφτόμαστε σήμερα αυτά
«Ήρθε η ώ-ρα» είπα με φωνή που έτρεμε
«Είσαι έτοιμη; Σε λίγο μπαίνεις μέσα.
Ήλθε επιτέλους η στιγμή της Γενοκτονίας».

ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Αμοληθήκαμε στον κάμπο
εκεί όπου μπλέκονται οι γραμμές:
πράσινη, γαλάζια, κόκκινη, νεκρή

Προσοχή Ναρκοπέδιο! έλεγε η ταμπέλα
ας βγάλουν επιτέλους τις νάρκες να τελειώνουμε

Χαρακώματα σκαμμένα παντού
βρίσκεις μέσα ό,τι φανταστείς
—μέχρι και μια σακαράκα—

Μπροστά μας το εγκαταλελειμμένο φυλάκιο
— Που πήγε ο σκοπός:
— Ποιος ο σκοπός αυτών όλων;

Ανεβήκαμε τον λόφο
ΑΛΤ ΠΡΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
εκείνη μάζεψε ό,τι μπόρεσε
λαψάνες, μολόχες, σπαράγγια
στο χέρι της μια πράσινη γραμμή.

VERBA VOLANT, SCRIPTA MANENT

I

Ήλθον, Είδον, Απήλθον
καυχιέσαι για τη νικηφόρο εκστρατεία σου
το ποιος στ’ αλήθεια νίκησε
δύσκολο να διαπιστωθεί

Εσύ που, τάχα, με κατατρόπωσες
ή εγώ που δεν σταμάτησα έκτοτε
να γράφω ποιήματα

Veni, Vidi, Scripsi.

II

Πέφτει η μέρα στη Λευκωσία
πού να φαντάζονταν οι Ενετοί
ότι Θα έπεφτε το απόρθητο οχυρό τους
η πόλη εάλω το 1571
το οχυρό όμως μένει

Πέφτει η μέρα στη Λευκωσία
οι άνθρωποι πάνε με γρήγορο βάδην στις δουλειές τους
σταματώ κάπου να γράψω αυτό
σίγουρα θ’ αργήσω να πάω στη δουλειά
τα γραπτά όμως μένουν.

ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΠOU ΛΕΙΠΕΙ

Δεν ξέρω αν η θέληση κινεί βουνά
σίγουρα όμως τα τεμαχίζει
έπειτα εκεί φυτρώνουν
δρόμοι, σιδηροτροχιές, φράγματα
κάπως έτσι η γεωγραφία
γίνεται ανθρωπογεωγραφία

Αν βρεθείς στη χαράδρα του βουνού
ακούγεται, λίγο πριν νυχτώσει, η κραυγή
είναι το κομμάτι που λείπει
όπως όταν χάσει κανείς το μέλος του
κι αυτό ακόμα πονάει
είναι ο μετα-πόνος του βουνού που το έκοψαν
ώστε να περάσουμε
ας γίνει αυτό το ποίημα παυσίπονο.

Παλαιχώρι

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΛΑΙΚΑ

Μέσα σ’ αυτή τη διαστημική κάψουλα εκτελείται το πείραμα
ταξιδεύει στο Σύμπαν με εισιτήριο χωρίς επιστροφή
η αδέσποτη Λάικα

Τι μυξοκλαίτε πάλι οι ζωόφιλοι;
Τι είναι η θυσία ενός ζώου μπροστά στην επικείμενη επιστημονική γνώση
θα μάθουμε αν μπορούμε οι άνθρωποι γύρω απ’ τη Γη να γυρίζουμε

Κόντεψε να σπάσει η καρδιά της στην εκτόξευση
έπειτα βασανιστική θερμοπληξία λόγω μηχανικής βλάβης
(όπως και να ‘χει, το ξέραμε ότι δε θα επέστρεφε
δεν ξέραμε πώς να τη φέρουμε πίσω)

Έκλαιγε τρεις ώρες ασταμάτητα
ήθελε μονάχα να επιστρέψει στη Γη
προτιμότερο να πέθαινε απ’ τον παγετό
στους δρόμους της Μόσχας.

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

Μετά από ένα σερί Brandy Sour
αδύνατου να εξακριβώσεις
αν είναι Πανσέληνος απόψε!

Κάποιοι στην παρέα βλέπουν Πανσέληνο
ορισμένοι παρατηρούν την απουσία ενός μηνίσκου αριστερά
άλλοι αναζητούν τον χαμένο μηνίσκο δεξιά

Τι σημασία έχει;
Η Σελήνη είναι πάντοτε Πανσέληνος!
Πάντοτε το ίδιο ουράνιο σώμα
οι θέσεις μας είναι που αλλάζουν

Είμαστε αεικίνητοι, ποτέ ακίνητοι
τόσο εμείς όσο κι εκείνη
φλερτάρουμε, χορεύουμε εσαεί
μέχρι που κάθε 28 μέρες μοιάζει πλήρης

Είναι οφθαλμαπάτη
όποτε βλέπεις μια μη-Πανσέληνο στον Ουρανό
είναι αυταπάτη
είναι πάντοτε Πανσέληνος
είσαι πάντοτε Πανσέληνος.

Η στρωματογραφία μου
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΤΙ

Γράφοντας έρχεται η έμπνευση
οι γενναιόδωρες λέξεις θα με ψηλαφήσουν

Δεν κρατάνε τίποτα κρυφό
κι ας χώνουν όλοι τη μύτη τους
ξέρουν το σωστό για μένα
μες στη φασαρία κάποτε αδυνατώ ν’ ακούσω
τι ψιθυρίζει η ποίηση στ’ ακουστικό

Σκασμός επιτέλους!
Αφήστε με ν’ ακούσω τον εαυτό μου!

Κι η ποίηση
το μαύρο κουτί
που θα καταγράψει τα πάντα
όπου κι αν πάω
όπου κι αν πάθω.

Bellagio

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Σάββατο απόγευμα
ήταν το πάρτι γενεθλίων του Αλέξη
γινόταν δέκα, εγώ στα δώδεκα

Ο Θείος και η Θεία έτρεξαν στο νοσοκομείο
μείναμε με τη Νόνη να φυλάμε τα παιδιά

Έπειτα κτύπησε το τηλέφωνο
(όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις)

Διώξαμε όλους τους καλεσμένους
έπειτα μπορέσαμε να κλάψουμε

Η τούρτα στο ψυγείο άθικτη
δεν έγινε ποτέ του δέκα
ο παππούς ποτέ εβδομήντα.

ΜΑΝΑ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ

Πέρασε ένας μήνας να βρεθούμε
είχαμε στη διάθεσή μας δύο ώρες
εγώ ένα μόνο στομάχι να χωρέσει όλο το φαγητό που ετοίμασε

Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων
Δεκαπενταύγουστος 1999

Στις 2:30 μ.μ. η σάλπιγγα του στρατοπέδου
σήμανε το τέλος του Εντευκτηρίου
εκείνη μούτρωσε που δεν της επέτρεψαν
να αφήσει όλα τα φαγητά που κουβάλησε

Ήταν πενήντα, εγώ δεκαοχτώ
χώνευε πάντοτε μονάχη ό,τι οδυνηρό.

ΑΝΑΒΟΛΗ

I

Είναι πολύ νωρίς για να γραφτεί το ποίημα
μόλις μια μέρα πέρασε

Η Μνήμη, η παραδουλεύτρα του Μυαλού
τι θα κρατήσει και τι θα πετάξει
στη χωματερή της Λήθης;

Το Νόημα, ο αυτοκράτορας του Νου
σε ποιες Λέξεις θα εδραιωθεί;

Ποια θα ‘ναι, τελοσπάντων
η Περίληψη της Καταστροφής;

Ακόμη δε γνωρίζω τίποτα
το Ποίημα αναβάλλεται.

II

Ένα ποίημα ακροβατεί μεταξύ
λογισμού και λήθης
τρεμοπαίζει αναποφάσιστο
ύστερα σβήνει

σκοτάδι.

ΤΟ ΕΞΗΜΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ

I

Σκοτεινή ύλη μα προπαντός σκοτεινή ενέργεια
διατείνεται η Αστροφυσική
πως αποτελούν ως επί το πλείστον το Σύμπαν

Σκοτεινές σκέψεις, μαύρες κατάμαυρες σκέψεις
αποτελούν ως επί το πλείστον τον Νου μου σήμερα.

II

Ολημερίς ο φόβος γυροφέρνει
πετώντας πάνω απ’ το κεφάλι μου
η απόχη τρύπια

Πρέπει να αλλάξω στρατηγική
αλλιώς ο φόβος θα γεννήσει χίλια αυγά πάνω στο κρεβάτι μου

Του βάζω να πιει νερό
καθόμαστε και τα λέμε
πείθεται πως δεν θέλω να τον διώξω.

20 ΙΟΥΛΙΟΥ

Ήταν στην ηλικία μου πάνω-κάτω
τρομερά βασανισμένη
είχα μαθήτρια την κόρη της
ο πατέρας χρήστης, μέσα-έξω στη φυλακή

Θέλω να τελειώσω το σχολείο!
μου ‘πε μια φορά
της τηλεφώνησα την επομένη
της έδωσα τον αριθμό του Εσπερινού Σχολείου
δεν πήρε ποτέ

Ήταν καλοκαίρι
ήμουν στην παραλία
κτύπησε το κινητό
Αυτοκτόνησε!
Τη βρήκαν στον Κουτραφά να κρέμεται από μια ελιά!

Η κηδεία στον Τρυπιώτη
—εκεί κηδεύονται οι αυτόχειρες—
της φόρεσαν κολάρο
να μη φαίνεται ο τραυματισμένος λαιμός της

Ιούλης! Καύσωνας!
Στην άλλη πλευρά παρέλαση
γιόρταζαν το “Peace Operation”

Το παιδί δεν ήρθε στην κηδεία
όλοι σκέφτονταν τι να κάνουν
Τι να της πούμε;

Εγώ σκεφτόμουν τη στιγμή που πέρασε τη θηλιά στον λαιμό της
—έφταιξαν τον ψυχίατρο—
επιλέγω να εμπιστευτώ την κρίση της
Freedom Operation.

ΑΓΝΟΥΜΕΝΟΙ

Τόσοι, μα τόσοι άνθρωποι
έχουν εξαφανιστεί απ’ τη ζωή μου
μα δεν τους δηλώνω πια εξαφανισμένους

Την πρώτη φορά μόνο
—αν θες από αφέλεια—
πήγα στο Τμήμα

Ο αστυνόμος με κοίταξε συμπονετικά
Νεαρέ, δεν λογίζεται εξαφάνιση η εγκατάλειψη
Έτερον εκάτερον.

ΛΙΘΟΚΟΠΟΙ

SOS! Είναι εδώ με άλλον!
έφτασε το SMS πέντε λεπτά
πριν αφιχθούμε στο παραλιακό μπαρ
ακατάσχετη δακρύρροια
μεταδοτική
έκλαψε μέχρι κι η φίλη
Εννά περάσει, Νινούκο μου

Μπήκαμε κακήν κακώς στο πρώτο στρίψιμο
ήταν ο αρχαιολογικός χώρος ΑμαΘούντας
κατεβήκαμε να περπατήσουμε
ντάλα μεσημέρι, λιοπύρι

— Πού στο καλό πήγαν οι πέτρες όλες;
— Τις πήραν οι Άγγλοι να φτιάξουν τη Διώρυγα του Σουέζ
μεταξύ Μεσογείου και Ερυθράς
— Πού στο καλό πήγαν οι πέτρες μου όλες;
— Τις πήραν οι πειρατές να φτιάξουν τη Διώρυγα
μεταξύ του Πριν και του Μετά τους.

ΤΕΛΟΣ

I

Επιτρέψτε μου να σας συστήσω
το ακροτελεύτιο ποίημα

Συνορεύει με την πεζότητα.

II

Δεν είναι απέραντη ούτε ατέρμονη η ζωή
είναι ένα σύνολο πεπερασμένο
αρχή και τέλος
δεν αποφασίζεις εσύ το πότε
απλώς διάγεις το ταξίδι
απ’ την πρώτη………………………………………στην τελευταία μέρα σου
την απόσταση ανάμεσα σε δύο αντικρινούς τοίχους.

IΙΙ

Ο παγετώνας με αμβλύνει
η βροχή με εκσκάπτει
ο άνεμος με αποξέει
το ποτάμι απάγει τα τρίμματά μου

Λάβε φάγε
φίλαυτε φαταούλα
Χρόνε.

.

ΥΠΕΡΚΑΙΝΟΦΑΝΗΣ (2017)

Φυλογένεση
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

Οι Θεοί ήταν ρητοί:
Μην κοιτάξεις πίσω
μέχρι ν’ ανέβουμε πάνω.
Αλλιώς θα το μετανιώσεις.
Είναι να μη μου απαγορεύσεις κάτι.
Τα είδα όλα.
Στην αρχή μέχρι τριάντα πέντε χρόνια πίσω.
Ύστερα ακόμα πιο πίσω.
Απείρως.
Ανατινάχτηκα μπροστά τους σαν υπερκαινοφανής αστέρας.
Κι όταν ήρθα στα ίσια μου,
μου ’λείπε η φωνή.
Αλλά περιέργως μπορώ να γράφω.

ΔΙΑΓΑΛΑΞΙΑΚΟ

Λίγο η διάνοια,
λίγο το συναίσθημα,
να σου και το απότοκο ποίημα.
Η Μεγάλη Άρκτος χρειάζεται ένα ποίημα.
Βρέθηκε κανείς να της το ταΐσει;
Το Σύμπαν ξέρει μόνο να διαστέλλεται
από τον καιρό της Μεγάλης Έκρηξης.
Κι έχω να δηλώσω πως δεν έτυχε ποτέ να συνωμοτήσει
ολόκληρο για να καταφέρω εγώ κάτι
(Όχι πως περίμενα κάτι τέτοιο).
Μ’ ακούει κανείς;
Αν δεν υπάρχει άλλος εκεί έξω,
τότε φοβάμαι πως πάει πολύς χώρος χαμένος.
Τόσοι γαλαξίες
να μην έχουν κανέναν να τους γράφει ποιήματα;

ERECTION

Μόλις τελείωσα
κοιμήθηκε ευτυχώς ο Homo Erectus
ξύπνησε όμως ο Homo Solitarius.

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ

Στο ψιλικατζίδικο δίπλα
πωλούνται ταμπέλες «Ενοικιάζεται».
Κατά πως φαίνεται
είναι σύνηθες να τίθενται πράγματα
σε καθεστώς ενοικίασης.
(Όπως κι εγώ εξάλλου,
δεν με πουλάω ξανά,
το πολύ πολύ να μ’ ενοικίαζα.)
Στο μουσείο οι μισές αίθουσες κλειστές.
Κρίση.
Στην Αίθουσα Αρχαιοτήτων Θήρας
έλυσα το αίνιγμα της μορφής μου:
Στη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της
καλύφθηκα πατόκορφα από τέφρα
κι απέμεινε στο τέλος μόνο τ’ αποτύπωμά μου.
Οι πονηροί αρχαιολόγοι έχυσαν γύψο
κι έφτιαξαν το εκμαγείο μου.
Λοιπόν, τώρα που βρήκα τ’ άκρα μου
κρέμασα επάνω μου μια απ’ αυτές τις ταμπέλες
μ’ εξέθεσα στην πλατεία μπροστά στο Μουσείο
κι ενοικιάζομαι.

           Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα

ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ

Τόσο πολύ σπέρμα,
τόσο παγκόσμιο σπέρμα,
να πηγαίνει χαμένο!
Τόσο που θ’ αρκούσε, διάολε,
να φτιάξει έναν δεύτερο Τίβερη.
Αυτά αναλογιζόταν ο Πάπας της Ρώμης.
Στο μεταξύ, εγώ πάσκιζα να το κρατήσω μέσα μου.
0παπάς ήταν κατηγορηματικός:
ο αυνανισμός συνιστά αμάρτημα!
Είχε έρθει στο γυμνάσιο να μας εξομολογήσει
υποχρεωτικά.
Τίτο ’θελα και του το ’πα;
Τριάντα τρεις φορές την προσευχή
«Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Θεού ελέησόν με»
κρατώντας το κομποσκοίνι
κι η πίστη θ’ απομακρύνει την καύλα θαυματουργά.
Μετά από χρονιά
ο Τίβερης πλημμύρισε και
γκρέμισε όλα τα φράγματά μου.

ΑΜΦΙΒΙΟΣ

0 γάμος κάποιου απ’ την παλιοπαρέα,
οροφή
Γλέντι στην ξενοδοχείου
κοντά στο λιμάνι.
Η πόλη ώσπου φτάνει το μάτι·
μόνο εμπόδιο ο ορίζοντας.
Τα πράγματα άλλαξαν, είπαν.
Καιρός να παραδεχτούμε πως δεν είμαστε οι ίδιοι.
Η ιστορία, δυστυχώς, δεν επαναλαμβάνεται…
Λίγο πριν το ξημέρωμα
οι θεόρατοι γερανοί στο λιμάνι
μεταμορφώθηκαν σε δαγκάνες αστακού
και μ’ ένα δάγκωμα τράβηξαν μακριά
το σκέπαστρο του παρελθόντος.
Έμεινε παρόν
μόνο το παρόν.
Ήμαστε τόσο ψηλά
αλλά η παλίρροια μας έφτασε.
Τι στο καλό! Νερό μέχρι τα γόνατα.
Άι στο διάολο για reunion.
Περίμενα πως θα τρομάξω
ή πως θα κλάψω
αλλά τίποτα.
Οι άνθρωποι καταγόμαστε απ’ το νερό.

       Θεσσαλονίκη

ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΣ

I

Ανέκαθεν με ταλαιπωρούσε ένα ποίημα
για τ’ Ολοκαύτωμα
αλλά δεν δεχόμουν να γράψω, γιατί
ποιος είμαι εγώ να γράψω κάτι γι’ αυτό;

II

Στο ξενοδοχείο
[μετά τον έρωτα]
μού διάβασες το ποίημα που έγραψες
για την οικογένειά σου που χάθηκε στο Άουσβιτς.
Ω να,
το ποίημα έρπει να εξέλθει, αλλά το καταπίνω.

III

Ήθελα να πω:
Εγώ πιστεύω πιο πολύ
στους Αρειανούς παρά στους Άριους.
Αλλά θα χανόταν το νόημα κάπου στη μετάφραση
και σώπασα.

IV

Έξαφνα το κλιματιστικό
άρχισε να βγάζει ατμούς.
Looks like a gas chamber this room!
Γέλασες δυνατά.
Us, Jews, we often do such humour.
Γέλασα κι εγώ.

V

Σκέφτηκα:
Ένα ποίημα για ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κάνει
την τελευταία του απόπειρα να γραφτεί, παράλληλα μ’
έναν έρωτα που καταβάλλει μια απέλπιδα προσπάθεια
να γεννηθεί. Αν δεν γράψω απόψε κάτι γι’ αυτό, δεν θα
γίνει ποτέ. Αν δεν ερωτευτούμε απόψε, δεν θα γίνει ποτέ.

VI

Ύστερα εσύ έφυγες, σου ’στειλα γράμμα,
εσύ δεν απάντησες, τα γνωστά.
Αν απαντούσες, θα σ’ το ’λεγα:
Σ’ ερωτεύτηκα,
χάρη σ’ εσένα μπόρεσα επιτέλους
ν’ απαλλαγώ απ’ την ανάγκη
να γράψω κάτι για τ’ Ολοκαύτωμα
μιας κι έγραψες εσύ εκείνο που ’θελα να πω.

VII

Αυτό είναι αρκετό.

LITTLE BOY

1945
Μήκος τρία μέτρα
και βάρος τέσσερις τόνοι.
Ένα μικρομέγαλο αγόρι.
Γραπώθηκα πάνω του.
Sir, you are just a little boy.
Besides, you are not born yet.
How could you stop us?
It is inevitable to happen,
είπε ο σμηναγός μην μπορώντας να κρύψει τον γέλωτά
Πάτησε το κουμπί.
Πέσαμε μαζί. Το δάγκωνα,
να εκραγεί τουλάχιστον στον αέρα.
Μάταια.
Παλεύαμε μέχρι τελικής πτώσης,
μαζί ακουμπήσαμε τη γη
κι εγώ εξαφανίστηκα μέσα στο μανιτάρι.
Από τότε είμαι αγνοούμενος.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Μιας και κουράστηκα να σε καλοπιάνω
Έχουμε και λέμε:
Εγώ είμαι αυτός που έβαλε πρώτος
το γαρίφαλο μέσα στην κάννη
στην Επανάσταση των Γαριφάλων.
Εγώ είμαι αυτός που στάθηκε άοπλος
μπροστά στην ορδή των τανκς
στην εξέγερση στην Τιέν Αν Μεν.
(Μου ‘χαν τελειώσει τα πυρομαχικά
μετά από αιώνες συγκρούσεων
και σκέφτηκα την επιλογή της μη-βίαιης αντίστασης).
Για πες τώρα, ποιητή, εσύ τι έκανες;
Εκτός από το να ποιείς,
πράττεις κιόλας;
Ή μήπως είν’ αρκετή η γραφή σου;

ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ

Καθίσαμε στις όχθες του Τσαρλς
απέναντι απ’ το Χάρβαρντ.
Στην επιφάνεια του ποταμού προβαλλόταν η ιστορία
της ζωής μου.
Κάπου κάπου η εικόνα χαλούσε επειδή ψάρια
πηδούσαν πάνω απ’ το νερό.
Από τη μια μεριά καθόταν η Ανν (η Σέξτον)
απ’ την άλλη η Σύλβια (η Πλαθ)
πίναμε μπίρες
και γελούσαμε υστερικά.
Σε κάποια φάση
μια γυναίκα θεάθηκε να περπατά στις παρυφές
του ποταμού
κρατώντας μεγάλες πέτρες.
«Βιρτζίνια!» αναφώνησαν οι κοπέλες (η Γουλφ).
Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξαν προς το μέρος της
και μέχρι να αποφασίσω τι θα ’κανα εγώ
εκείνες είχαν ήδη κατα-
βυθιστεί.
Δεν τις ακολούθησα.
Εξάλλου, δεν είν’ δικό μου το φταίξιμο.
Φταίει η Ποίηση.

Βοστώνη

ΚΟΥΚΟΥΛΙ

Κτύπησα την πόρτα·
άκουσα την 5η του Μπετόβεν.
Ανοικτή· εκείνος μέσα·
πίσω από παραπέτασμα ανθρώπινης κοπριάς
ξέρασα αλλά είπα «δεν φεύγω»
καλυμμένος από χοντρό στρώμα λίπους
κι η τηλεόραση ν’ ατμίζει απ’ την υπερχρήση
-πάνε έξι μήνες αφότου χώθηκε εκεί μέσα-
έκανε επαναλαμβανόμενη κίνηση
[θύμιζε κατανασκασμό]
έλεγε τραγουδιστά
Φτιά-χνω κου-κού-λι, να μπω μέ-σα,
κου-κου-λι με-τα-ξέ-νιο, ν’ απο-δη-μή-σω εντός του.

ΥΠΕΡΚΑΙΝΟΦΑΝΗΣ I

5400 π,Χ.
Αστερισμός του Ταύρου
Γαλακτώδης Οδός
Γεια, Γαία.
Παρόλο που απεβίωσα φέτος
Εσύ εκεί πέρα
θα το αντιληφθείς το 1054 μ. Χ.
(Δεν ευθύνεσαι εσύ,
παρά μόνο η ασύλληπτη απόσταση που μας χωρίζει.)
Πόση εμπιστοσύνη να σου έχω, γλυκιά μου,
όταν μεταδίδονται τόσο καθυστερημένα οι πληροφορίες!
Αυτό το γράμμα για παράδειγμα,
το ‘γραψα 6.500 χρόνια πριν από το δικό σου τώρα.
Κι αν γράψω το Μανιφέστο μου,
πόσο επίκαιρο θα ναι τότε;
Το 1731 μ. Χ. οι άνθρωποί σου θ’ ανακαλύψουν το
νεφέλωμά μου,
το 1968 μ.Χ. θ’ ανακαλύψουν το αστρικό πτώμα μου,
και πάει λέγοντας.
Τα αστεροσκοπεία τους θα με σκοπεύσουν
μα εγώ, να το ξέρεις,
δεν δέχομαι να στηθώ σε εκτελεστικό απόσπασμα.
Είμαι ελεύθερος ανεξαρτήτως χωροχρόνου.
Γαία,
χλωμή μπλε τελεία,
μόριο σκόνης που αιωρείται σε μια ηλιαχτίδα,
να προσέχεις.
Τα πράγματα θα γίνουν πιο δύσκολα.
Ο υπερκαινοφανής

ΦΥΛΟΓΕΝΕΣΗ

Αδύνατον να κοιμηθείς
με τόσες σκέψεις μπηγμένες
σ’ ένα τόσο μικρό κρανίο.
4:44 π. μ.
Μπήκαν όλοι μέσα.
Και ο Σάπιενς και ο Νεάντερταλ και ο Ερέκτους
και άλλοι πολλοί που δεν τους ξέρω.
Σταθήκαμε σε κύκλο.
Κοιταχτήκαμε.
Δεν βρήκαμε κοινή γλώσσα.
Πιάσαμε τα χέρια.
Ένιωσα τον παλμό τους
να κτυπά στο εσωτερικό όλων των παλαμών μου.
Μέχρι που συγχρονίστηκε.
4:44 π. μ.
Βγήκαν όλοι έξω.
Απέμεινα πάλι μόνος μου
Με την Οντογένεση.

Οντογένεση
ΑΛΥΣΟΠΡΙΟΝΟ

Δεν ήταν
γκαπ γκουπ
ήταν
ντραμ ντρουμ.
Απ’ το πρωί
ξεκίνησε το ηλεκτρικό αλυσοπρίονο
να τα κλαδεύει
και ο κηπουρός
βάλθηκε να με πείσει
ότι είναι για το καλό τους.
Νταμπ ντουμπ
έκαναν
όταν έπεφταν κάτω
τεράστια τα κλαδιά
λες κι ήταν δέντρα.
(Όταν πριονιστούν όλα τα κλαδιά
και μείνει μόνο ο κορμός
πως λέγεται το δέντρο;
Ίσως απλώς στην πρώτη δημοτικού
όλα να σου φαίνονται μεγάλα.)
-Μικρέ μου, τώρα κάνε πιο πίσω μη βρω εγώ τον μπελά
μου. 0α φυτρώσουν πάλι πιο μεγάλα και θαλερά. Μη
στενοχωριέσαι. Θα ξανάρθω όταν θα ’σαι στη δευτέρα,
να δεις που τότε θα ’ναι ακόμα μεγαλύτερα. Άντε.
θυμώσω.
— Γιατί θα ξανάρθετε;
— Για να τα ξανακόψω.

ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΟΜΑΙ

Γνωρίζω ένα ρήμα
και ξέρω να το κλίνω
απέξω κι ανακατωτά
σε όλους τους χρόνους του.
Πάντοτε όμως σε πρώτο πρόσωπο
και κυρίως φωνή παθητική.
Το μόνο που αλλάζει
από καιρού εις καιρόν
είναι το ποιητικό αίτιο.
Άλλως γνωστό ως αίτιο της ποίησής μου

ΚΑΥΣΙΜΑ

Ι

Ποτέ δεν κατάλαβα αν όντως είχε καύσιμα
στην σκοπιά που την έλεγαν «Καύσιμα».
Χειρότερο νούμερο το δύο-τέσσερις.
Σκοτάδι όσο θες για να σκοτεινιάζεις,
Μια μέρα ο εφοδεύων μ’ έπιασε στα πράσα
|απ’ τα μπράτσα|.
Δεν τον πρόσεξα, παραδέχομαι.
Απόδειξη ότι δεν φυλάττω καλά το Έθνος.
λίγοτοσκοτάδιλίγοηνύσταλίγοηβουήτουδιαύλου
λίγοηηλικίαμουλίγοαπόλα.
Από ’κείνη τη μέρα βλέπω φαντάσματα.

ΙΙ

Στην ουσία
ράβουμε εσαεί το ίδιο ποίημα
ελπίζοντας μια μέρα το υφαντό του πόνου να τελειώσει
ώστε να το πετάξουμε στα σκουπίδια.
Μα τα καύσιμα στον πυθμένα μας είναι ανανεώσιμα.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Είχαμε μόνο:
Πολικό Αστέρα, Πυξίδα, Χάρτη.
Το αζιμούθιο του καταυλισμού:
5.000 χιλιοστόμετρα πυροβολικού.
Κανονίστε να επιστρέφετε πριν το πρώτο φως.
Αν χαθείτε, είστε άξιοι της μοίρας σας. Ξεκουμπιστείτε.
Το στρατιωτικό όχημα έβγαλε απ’ τον κώλο καπνούς
κι εξαφανίστηκε.
Πολικός Αστέρας.
Εκείνο το απομονωμένο αστέρι
δεξιά απ’ τη Μεγάλη Άρκτο
που πάντοτε, βρέξει, χιονίσει, δείχνει τον βορρά.
Άφησα τους άλλους να βγάλουν άκρη,
κι απέμεινα να τον κοιτάζω.
Εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια
κάθεται εκεί πέρα μονάχος
μα δεν νιώθει μοναξιά.
Εκτελεί ακούραστα το καθήκον του
που είναι να προβάλλει τον Βόρειο Ουράνιο Πόλο.
Κι αν κάποτε σβήσει, θα πει τουλάχιστον πως μας έδωσε
τη φωτιά.
Κάποια στιγμή
είδα τον λοχαγό ν’ ανεβαίνει πάνω του
χρησιμοποιώντας μια ανεμόσκαλα
κι έπειτα να τρώει τα σωθικά του.
Απ’ το στόμα του έτρεχε αντί αίματος
αστερόσκονη.
Δεν τον χρειάζεστε.
Να δούμε αν θα τα βρείτε χωρίς τούτον τον βλάκα.

ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Ατύχημα.
Στο φυλάκιο κάποιος έκοψε το χέρι του.

Μέχρι να ’ρθει τ’ ασθενοφόρο
του το ‘δεσα πάνω στον μηρό μου
ν’ απορροφάει η παραλλαγή όλο το αίμα
να μην το βλέπει εκείνος.

Σιγά σιγά η φαιοπράσινη στολή μου
βάφτηκε άλικη.

Ολόκληρη άλικη,
εγώ άλικος,
άλικο το δωμάτιο,
άδικο το φυλάκιο,
άλικη η τρομερή κόψη του σπαθιού που τον λάβωσε,
άδικη η όψη που με βια μετράει τη γη,
άλικα τα κόκαλα των ανθρώπων
όλου
του
κόσμου
αν-
εξαιρέτως.

Πράσινη Γραμμή

ΕΦΗΜΕΡΑ

Απάνω που νόμιζα
πως μ’ έχω χαρτογραφήσει
πετάγεται μπροστά μου
τούτος ο ξεροπόταμος.
Από πού κι ως πού;
Τόση ξηρασία δεν έχουν εμένα οι συντεταγμένες μου.
Απόψε είναι η νύχτα
που τα εφήμερα έντομα
έχουν την τελευταία τους έκδυση.
Μάλιστα, ένα είδος που γνώρισα εδώ στον ποταμό,
πρέπει μέσα σε πέντε λεπτά
να στεγνώσουν τα φτερά τους,
να πετάξουν,
να επιλέξουν σύντροφο
και να το κάνουν.
Έπειτα, πεθαίνουν ακαριαία.
Απάνω στο σεξ
όλα τελειώνουν.
Κι εγώ;
Τι στο καλό θέλω με τα εφημερόπτερα;
Σκοπός μου δεν είναι
ούτε η αναπαραγωγή ούτε η εκσπερμάτωση.
Εγώ γνωρίζω καλά το είδος μου
και
δεν θέλω να πεθαίνω κάθε που τελειώνω

ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ

Και που ξύπνησα σε μια πόλη-θαύμα
τι θα πει;
Εγώ είμαι ακόμα το ίδιο πλάσμα.
Και που μυρίζει μπαρούτι τι θα πει;
Και που φλέγομαι τι θα πει;
Και που κανείς δεν σταματά τι θα πει;
Απαιτείται πολύς κόπος
μέχρι να εξουδετερώσω
μία μία
και να περιμαζέψω
τις νάρκες
που άφησαν κάποιοι
φεύγοντας
απ’ το κορμί μου.
Αν δεν το κάνω
θα συνεχίσω
με κάθε παραπάτημα
να γίνομαι παρανάλωμα.
Χρειάζομαι, επειγόντως, μία σκαπάνη.

Νέα Υόρκη

ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ

Όταν γεννήθηκα ήμουν άγραφη πλάκα
αλλά το υλικό της ήταν φτιαγμένο από το
δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ μου.
Όσα έζησα καταγράφηκαν πάνω της.
(Κάποιοι απερίσκεπτοι έγραψαν με μαρκαδόρο ανεξίτηλο
κάποιοι έκαναν ασκήσεις χαρακτικής με μυτερό κόπτη
[εξού και οι ρυτίδες μου]
σε κάποια σημεία έχω λιώσει από μόνος μου γι’ άλλους.)
Ενίσταμαι.
Δεν είμαι θύμα αυτών που μ’ έχουν καθορίσει.
Αρκετά να ’μαι η συνισταμένη
της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος μου.
Έχω χαρτογραφήσει τα όρη και τις χαράδρες μου,
έχω απλώσει πάνω μου λευκό καμβά,
κρατάω στ’ αριστερό μου χέρι κάρβουνο,
κι είμαι και πάλιν άγραφος.
Tabula-ξανά-rasa.

ΥΠΕΡΚΑΙΝΟΦΑΝΗΣ II

Εντάξει, λοιπόν, θα το χάψω.
Θα το κάψω.
Έχω πολλά ακόμα στη ζωή μου να συντήξω.
Μέχρι που δεν θα ’χω άλλα να κάψω.
Θα ξεμείνω από καύσιμα.
Έπειτα, η βαρύτητά μου
θα με συνθλίψει.
[Ποιος δύναται να πάει κόντρα στους νόμους της φύσης;]
Προς στιγμήν
-αυτήν της έκρηξης—
θα ’μαι υπερκαινοφανής αστέρας.
Σε κάποιον πλανήτη θα μείνουν έκθαμβοι
με τη λαμπρότητα του κύκνειου άσματός μου.
Έπειτα,
Τ ί π ο τ α.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ

Το δωμάτιο πλέει ακυβέρνητο
μέσα στην κατάμαυρη νύκτα.
Μα έχω αστρολάβο τον λογισμό μου.
Γνωρίζω τη γωνία πρόσπτωσης του σεληνόφωτος
και τη γωνία ανάκλασης των απολεσθέντων.
Γνωρίζω τα ονόματα όλων των ουράνιων σωμάτων,
των πετούμενων, κι όσων έχω πετάζει.
Είμαι άριστος χειριστής τηλεσκοπίων
αλλά όχι τόσο ικανός με τα μικροσκόπια
(ο μικρόκοσμος των ανθρώπων έχει τρομακτικά προβλήματα.
τελοσπάντων.)
Ναυτιλλόμενος με διαφανή άγκυρα αυτό το ποίημα
κι ανεξερεύνητο ύφαλο να πέφτει μπροστά στα πόδια μου.
Ασφαλής πρόβλεψη:
Όπου να ’σαι,
όπου και να ’σαι,
θα Ξημερώσει.

.

ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΕΠΟΧΕΣ (2012)

άνοιξη

έτσι αρχίζει το παραμύθι
«Μια φορά κι έναν καιρό…»
μα αυτό είναι τώρα
Μια φορά μονάχα.

<>|<>

Σε νιώθω που είσαι πίσω απ’ τη βαριά πόρτα
-πέντε βήματα από μένα-
παλιρροϊκό κύμα έτοιμο να τη σπάσεις
άνεμος έτοιμος να τη ρίξεις
τέρας έτοιμο να τη φας
τίποτα δε σε κρατάει πια!
Έλα μέσα,
Έρωτα.

<>|<>

Τις νύχτες
εμείς οι δυο
ξεντυνόμαστε τις ενοχές
και τις ρίχνουμε τσαλακωμένες στο πάτωμα
γυμνοί
-παρότι στο σκοτάδι-
βλέπουμε επιτέλους την αλήθεια μας
ξημερώνει
μα εμείς ακόμα κοιτάζουμε
Ομολογώ
πως κάποια πρωινά δελεάστηκα
να κυκλοφορήσω στο δρόμο
φορώντας τον εαυτό μου
και τίποτε άλλο.

καλοκαίρι

Είναι πολύ παράξενο
εκεί που σ’ αγάπησα
ήταν στ’ αλήθεια το τέλος του κόσμου
οδηγώντας για ώρα πολλή
φτάναμε σ’ ένα σημείο
που ο δρόμος τελείωνε
και υψωνόταν ένα τεράστιο βουνό μπροστά μας
Το τέλος του κόσμου
Η αρχή της αγάπης.

<>|<>

Όταν έρθει η αγάπη η αληθινή
δε χρειάζεται
ούτε το μικρό δάχτυλο να κουνήσεις
καθόλου να μετακινηθείς
απ’ τον εαυτό σου
αν είναι η αγάπη η πραγματική.

<>|<>

Κάποιες φορές
έχω την εντύπωση
πως εσύ δημιούργησες το σύμπαν
Εσύ προκάλεσες τη Μεγάλη Έκρηξη
κι από τότε κρατάς τα νήματα
όλων των πλανητών και σωμάτων
κι ελέγχεις την εντελέχεια
Κι ακόμα δεν πιστεύω
με πόση μαεστρία και προσοχή
κρατάς αυτό το μικρό αστέρι
κι ολοένα του δίνεις πνοή για να μη σβήσει
Ολόκληρο σύμπαν
μα εσύ έχεις πιότερη έγνοια
αυτό το ασήμαντο αστέρι
Σαν ένα μικρό παιδάκι
το ταξιδεύεις ανάμεσα στα νεφελώματα
και το κρατάς σφιχτά να μην πέσει σε μαύρες τρύπες
Του δείχνεις το δρόμο
μέσα στο άπειρο.

<>|<>

Ζητούσα πάντα βοήθεια
μέσω λέξεων
που κάποιοι ονόμασαν ποιήματα
Όταν ξαφνικά
σταμάτησα να ελευθερώνω πόνο στο σύμπαν
Όχι πια αστροναύτης του πόνου
ούτε χαμένος στο διάστημα
Πήρα σπίτι σ’ ένα γειτονικό γαλαξία.

φθινόπωρο

Αυτή η λάμψη
που αδιάκοπα σε συνοδεύει
λες κι είναι αύρα σου
Δεν είναι δική σου.
Είναι η αντανάκλαση
του εαυτού μου πάνω σου.

<>|<>

Εγώ είμαι δοχείο
συγκοινωνούν μ’ εσένα
Έχει ανοίξει η στρόφιγγα
της αντοχής μου.
Προσοχή!
Αδειάζουμε!

<>|<>

Έτσι είχες κάποτε εσύ ονομάσει εμένα:
«Βροχή σε περίοδο ανομβρίας»
Κι εγώ ολόχαρος
έριξα όλα τα κυβικά νερού μου επάνω σου
Μα εσύ ήσουνα ξανά και ξανά
σε κατάσταση ξηρασίας.

<>|<>

Μπορείς στ’ αλήθεια
σε μια στιγμή να ζήσεις
όσα ζεις σε μια ολάκερη ζωή
μπορείς κιόλας
σε μια στιγμή
να χάσεις όλες τις στιγμές
που θα ’χες την ευκαιρία
να έρθει εκείνη η στιγμή.

<>|<>

Σήμερα είπα να παίξω
τα αισθήματά μου για σένα
Κορώνα Γράμματα
βρήκα ένα κέρμα
επάνω στο ράφι
κι έγραφε με ανάγλυφα γράμματα
Θυμός
το ’ριξα ψηλά
μέχρι να πέσει στο πάτωμα
και ν’ ακούσω το γδούπο του
ακόμα ήλπιζα
αλλά το μόνο που είδα
ήταν ζωγραφισμένη τη Λύπη μου
στην πίσω πλευρά του.

<>|<>

Είναι η αγάπη μας
μια πλάνη
κι η ζωή ακόμα πιο μεγάλη
Είναι η αγάπη μας
ένα όνειρο
μέσα σε όνειρο.

<>|<>

Συνήθως μετά τις δώδεκα η ώρα
όλοι έχουν φύγει
και μένω με τον εαυτό μου μονάχος
Θα προτιμούσα
να μη μέναμε οι δυο μας
γιατί όλο με ρωτάει πράγματα
«Γιατί έκανες τούτο;
Γιατί είπες τ’ άλλο;»
Φεύγοντας την επόμενη φορά πάρτε τον μαζί σας.

<>|<>

Μέρες τώρα
προσποιούμαι πως έχω πεθάνει
ελπίζοντας να με ψάξεις
ή έστω να με θάψεις.

χειμώνας

Οι μέρες περνούν
χωρίς τίποτα να συμβαίνει
εγώ συνεχίζω να πενθώ
ελπίζοντας πως κάποτε τη λύπη
θα ξορκίσω
Το ξόρκι είναι σκληρό:
«Τρεις φορές να φωνάξω πως εσύ δεν αξίζεις
και αμέσως η λύπη εμένα θ’ αφήσει»
Απ’ το πρωί είμαι εδώ
προσπαθώ να ξορκίσω τη θλίψη
αλλά μπερδεύω τα λόγια μου
κι ολοένα λέω «αξίζεις».

<>|<>

Πότε θα ’ρθει ο ύπνος
κι εμένα να πάρει;
δοκίμασα τα πάντα
ακόμα και στο μυαλό μου
να σε σκοτώσω
με μια χούφτα χάπια λήθης
αλλά συνεχίζω
όλο το βράδυ τους τοίχους να φυλάω
και ξανά την εικόνα σου να φιλάω.

<>|<>

Εδώ και λίγους μήνες
πονά ασταμάτητα το κεφάλι μου
Μια φίλη είπε τρομαγμένα:
«Να πας να κάνεις τομογραφία εγκεφάλου
να δούμε τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου»
Δε βαριέσαι.
Ξέρω από τώρα πως
η τομογραφία θα τυπώσει
τη φωτογραφία σου.

<>|<>

Κάποτε δέχομαι αναπάντεχες νυχτερινές επισκέψεις
από φαντάσματα
τρομάζω
μιας και δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή
Ευτυχώς με διαβεβαιώνουν
ότι έρχονται από το παρελθόν.

<>|<>

Ένα λεπτό πριν το ξημέρωμα
ορκίζομαι
πως δεν έχω ξαναδεί πιο σκοτεινό σκοτάδι
Μαύρη τρύπα
απειλεί να με ρουφήξει
μέσα απ’ όλα τα παράθυρα.

<>|<>

Το παρελθόν μου
κάθε μέρα μεγαλώνει
κι εγώ το κουβαλώ
πάνω στους ώμους μου
τουλάχιστον ο Σίσυφος
είχε συνεχώς την ίδια πέτρα να κουβαλάει
ενώ το δικό μου βάρος
μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.

<>|<>

Μέρες ολόκληρες
κάθομαι άπραγος
περιμένοντας να γεννήσω
αυτό το ποίημα
Αντί να σπάζουν τα νερά
νερά μπάζουν από παντού
και βυθίζομαι
Μέρα με τη μέρα
γνωρίζω καλύτερα το ποίημα αυτό
αλλά δεν τίκτεται
Κι ούτε τήκεται
Αναρωτιέμαι ποιος βιαστής
φύτεψε αυτό τον σπόρο μέσα μου
Ίσως στο τέλος να μη γεννήσω ένα ποίημα
αλλά εγώ ο ίδιος να εξαχνωθώ σε ποιητατμούς.

αγρανάπαυση

Πέρασαν μήνες
στέγνωσα από λέξεις και συναίσθημα
ποτέ δεν έγραψα
και δεν ξέρω αν ήταν που δεν έβρισκα τις
ή αν δεν ένιωθα τίποτα
Συγχώρεσέ με, Ποίηση
που μακριά σου είχα φτάσει
Ήταν στιγμές που φοβήθηκα
πως δε θα ξαναγράψω
ή μάλλον πως δε θα ξανανιώσω
τι τρομαχτικό!
Ξαφνικά όμως ένιωσα σήμερα κάτι
και σε σένα, Ποίηση, έχω πάλι στραφεί
ας είναι άγιο τ’ όνομά σου.

<>|<>

Δε θέλω να σε θάψω
σε σεντούκι
έξι πόδια κάτω από τη γη.
Θέλω να σε φυτέψω
στο φρέσκο χώμα της ψυχής μου.
Και πάνω σου να βλαστήσουν
όμορφα λουλούδια.
Έτσι θέλω να είναι
η ύστερη εποχή σου.
Μετά σου.
<>|<>
Έχω σπαταλήσει ώρες πολλές
να σκέφτομαι
πώς άραγε
νιώθουν οι άλλοι
Έχω φορέσει
τόσες πολλές φορές
ξένα παπούτσια
που πια έχει αλλάξει
το μέγεθος του ποδιού μου.

<>|<>

Όταν γεννιέται ένα παιδί
οι νεράιδες είναι παρούσες
και δίνουν τα δώρα τους
γνωρίσματα
που θα γλιτώσουν τον άνθρωπο
απ’ τον επικείμενο πόνο
Σ’ άλλους δίνουν θέληση
σ’ άλλους υπομονή
και σ’ άλλους δύναμη
δίνουν μέχρι κι αναλγησία
Εμένα μου ’δωσαν
την Ποίηση.

<>|<>

Η πέμπτη εποχή

Τελείωσαν όλες οι εποχές
έχω ζήσει τον κύκλο
που κάνει ο έρωτας
Το πρώτο λάκτισμα και τον τελευταίο σπασμό του έρωτα.
Έχω βάλει τα συναισθήματά μου σε βιτρίνα
και μπορώ, επιτέλους, να τα κοιτάζω
λες κι είναι αρχαιολογικά εκθέματα
ο χειμώνας τούτος ήταν βαρύς
επέζησα όμως
και ζω τώρα την παντοδυναμία της αυτοδυναμίας μου
Είμαι ο Ένας και ο Καθένας.
Διαισθάνομαι πως κάποτε θα ’ρθει ξανά άνοιξη
μα αυτή η εποχή, τώρα, είναι ιδιαίτερη
Όχι, ξεγελάστηκα.
Δεν είχαν τελειώσει όλες οι εποχές
Κάθισα
άπλωσα τα άκρα μου στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
κι αναπαύομαι·
μέσα μου ίσως σκιρτούν ακόμα ζιζάνια
αλλά, τι λύτρωση,
δεν χρειάζομαι τίποτα.
Δεν ήξερα πως υπάρχει εποχή πέμπτη!
Τώρα ξέρω
γιατί οι πάνσοφοι αγρότες
αφήνουν κάποτε τα χωράφια τους
σε αγρανάπαυση.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ανθρωπόκαινος
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 22/1/2024

Ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου έχει σταθερή παρουσία στα ποιητικά πράγματα της πατρίδας μας εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Σταδιακά κατακτά ολοένα και περισσότερο ένα προσωπικό ύφος, στιλιστικά και θεματικά, που τον καθιστά αναγνωρίσιμο ποιητή. Συνήθως, εντοπίζει ένα θεματικό άξονα, τον οποίο αξιοποιεί ως μεθοδολογικό εργαλείο, προκειμένου να αναπτύξει την ποιητική του, καλλιεργώντας νέες ποιητικές ιδέες.

Ο άξονας αυτός είναι πάντα εργαλείο, πάντα υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα δομηθούν νέα ποιητικά οικοδομήματα, με υλικά τις πανανθρώπινες αξίες, τις υπαρξιακές ανησυχίες, τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, τον πόνο, τη μοναξιά, τους έρωτες και τις ελπίδες του. Η μανιέρα του θεματικού άξονα είναι εξόχως δεσπόζουσα στις δυο τελευταίες προσπάθειες του Κ.Π., τη συλλογή «Καρτ ποστάλ που δεν έστειλα», στην οποία αναφέρθηκα από τη στήλη στον «Φ» στις 31 Οκτωβρίου 2023 και τη συλλογή «Ανθρωπόκαινος» που επιχειρώ να παρουσιάσω τώρα με αυτό το σημείωμα.
Σ’ αυτή τη συλλογή ο Κ.Π. μεταπλάθει αισθητικά την επιστήμη σε ποίηση, τη γεωλογία σε ποίηση, την αρχαιολογία σε ποίηση, την εξέλιξη των ειδών επίσης σε ποίηση. Όλα αυτά δεικνύουν όραμα, δεικνύουν ολοκληρωμένο και αποκρυσταλλωμένο σύστημα ποιητικού κώδικα. Ιδού ένα ενδεικτικό παράδειγμα: «Εκτός από το να αναπνέουν / να φωτοσυνθέτουν, να αναπαράγονται / τα δέντρα κλαίνε… / …Με λίγη υπομονή τα δάκρυα στερεύουν / μετά από εκατομμύρια χρόνια η ρητίνη έχει απολιθωθεί / γίνεται κεχριμπάρι». (σελ. 22)

Βέβαια, όλα αυτά, και οι θεματικοί άξονες και τα μεθοδολογικά εργαλεία, και οι υφολογικές προσεγγίσεις, θα ήταν απλά αισθητικά γυμνάσματα, εάν ο ποιητής δεν τα γείωνε ενσταλάζοντας μέσα τους τις αγωνίες και τον πόνο της σύγχρονης εποχής, αν η φωνή του δεν συνιστούσε κι ένα τσίγκλισμα κοινωνικής αφύπνισης: «Ο κοινός πρόγονος όλων / – οι μιτοχονδριακοί Αδάμ και Εύα – / εμφανίστηκαν στην Αφρική / πριν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια / Αποκεί εμείς, οι Αφρικανοί, μεταναστεύσαμε / περάσαμε λαθραία πάνω από όλα τα άγραφα σύνορα / φτάσαμε πριν 40.000 χρόνια στην Ευρώπη / αποικίσαμε, εποικίσαμε όλο τον πλανήτη / Πρώτον, είμαστε όλοι Αφρικανοί / Δεύτερον, ποιους αποκάλεσες λαθρομετανάστες, κυρά μου;». (σελ. 28)

Ο Κ.Π. μας έχει συνηθίσει στα ποιήματα με βαθύ αυτοβιογραφικό υπογάστριο, σε εξομολογητικά ερωτικά ποιήματα και σε καθάρια ποιήματα ποιητικής. Με αυτά θα ασχοληθώ στη συνέχεια, καθώς τα θεωρώ τα πιο σημαντικά και τα πιο στέρεα δομημένα, με λέξεις στιβαρές και εκφράσεις που πάλλουν από βεβαιότητα: «Χρειάζεται πάντα ένα μεταβατικό στάδιο / πρώτα να σιγήσεις, ύστερα να μιλήσεις / πρώτα να εκλείψεις, ύστερα να εκλάμψεις / πρώτα να πενθήσεις, ύστερα να ανθίσεις». (σελ. 19)

Η ποιητική του Κ.Π. είναι διάσπαρτη σε όλα τα ποιήματά του και αναβλύζει πότε εδώ και πότε εκεί με κάθε αιτία και αφορμή. Η ανάδειξή της κάποτε συνυφαίνεται και με άλλες στοχεύσεις, κάποτε προβάλλει αυτόνομα. Σ’ αυτό το βιβλίο ειδικά η ποιητική συντροφεύεται με την αρχαιολογία, την αρχαιολογική γνώση και σκαπάνη. Αυτό συμβαίνει στο ποίημα «Το ξεκίνημα» (σελ. 89) αλλά και αλλού όπου το συναπάντημα γίνεται με τη γεωλογία: «Γιατί τόση πολλή γύψος; / Επειδή εξατμίστηκε το νερό / έμειναν οι εβαπορίτες να μαρτυρούν / την πάλαι ποτέ θάλασσα. / Γιατί τόσα πολλά ποιήματα; / Επειδή εξατμίστηκε το κλάμα / Έμειναν οι λέξεις να μαρτυρούν / το πάλαι ποτέ σπάραγμα». (σελ. 59)

Γενικά, η επιγραμματικότητα, η λακωνικότητα, η συμπύκνωση, η αποφθεγματικότητα, κατά κανόνα, αποφέρουν καλύτερα αποτελέσματα στην ποίηση του Κ.Π.: «Η Ιστορία γράφεται με τόνους σκαμμένου χώματος / κι η Αρχαιολογία ειν’ τα δύο χέρια». (σελ.57) Ωστόσο, αρκετά ποιήματα στη συλλογή, κυρίως τα πιο μακροσκελή, διακρίνονται από έντονη περιγραφικότητα – αφηγηματικότητα. Αυτό θεωρώ πως σε κάποιες περιπτώσεις διαβρώνει το αισθητικό αποτέλεσμα. Εκεί όπου ο ποιητής λειτουργεί αφαιρετικά, ελλειπτικά, πιστεύω ότι πετυχαίνει καλύτερα αποτελέσματα.

Πολλά από τα ποιήματα στο βιβλίο έχουν διάφανα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Πιο εύστοχα και συγκινητικά βρίσκω τα ποιήματα που αντλούν ερεθίσματα από την παιδική ηλικία του δημιουργού τους. Εδώ η ζύμωση αφορά πολλά συναισθήματα, ένα κράμα συναισθημάτων όπου το τραύμα σμίγει με τη σεξουαλική αφύπνιση, με τον πόνο, με τον φόβο και άλλα πολλά. Από τις καλύτερες στιγμές στο βιβλίο θεωρώ το ποίημα «Εξαιρέσεις», που συνιστά μια πικρή ωδή υπεράσπισης της διαφορετικότητας: « ‘Κυρία, κυρία! Σας επισκέπτομαι από το μακρινό μέλλον χάριν μιας ψυχοθεραπευτικής άσκησης. Είδηση δεν πήρατε τι έγινε στο διάλειμμα; / Πώς και δεν είδατε που τον κοροϊδεύουν για τον τρόπο με τον οποίο μιλά, περπατά, γράφει, παίζει ποδόσφαιρο, αναπνέει, υπάρχει; Κοιτάξτε μια στιγμή έξω από τη γαλάζια γραμματική σας’.

Κάθε πρωί πάει στο σχολείο / ευχόμενος να μην τελείωνε σε -υ, να μην κατέληγε σε -ύζω / είναι μόλις δώδεκα ετών / το ημερολόγιο αναγράφει 1993 / που θα πει ότι είναι υπερβολικά νωρίς / για να υποστηριχθεί μια τέτοιου είδους εξαίρεση». (σελ. 99)

Ολοκληρώνω αυτή την παρουσίαση με το ποίημα στο οποίο οφείλεται ο τίτλος του βιβλίου. Ένα ποίημα προγραμματικό που δηλοί τη στάση ζωής του ποιητή απέναντι στην κοινωνία και τους ανθρώπους. Ένα ποίημα πάνω απ’ όλα ανθρωποκεντρικό και ενοραματικό: «Δεν επιθυμώ να απλώσω / αλεξάνθρωπο συρματόπλεγμα / από τη μια μου άκρη στην άλλη / δεν θέλω να ζω κενός ανθρώπων / μονάχα επιχειρώ να επιβιώνω στην Ανθρωπόκαινο». (σελ. 164)

ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ

OANAGNOSTIS.GR 25/8/2023

Η ποιητική εκδοχή της εποχής του Ανθρωπόκαινου

Υπερκαινοφανής δηλαδή Super Nova είναι ο τίτλος που επέλεξε ο Κύπριος ποιητής Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου για τη δεύτερη ποιητική του συλλογή το 2017. Πέντε χρόνια αργότερα ονομάζει Ανθρωπόκαινο την τρίτη δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση σε τιτλοφορήσεις από το χώρο των θετικών επιστημών και μάλιστα εκείνων που μελετούν είτε το Σύμπαν στο απέραντο και εν πολλοίς άγνωστο διάστημα είτε τη γεωλογική ιστορία και το ανθρώπινο αποτύπωμα στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν.

Τι σημαίνει όμως Ανθρωπόκαινος; Προκειμένου να λυθεί η απορία ο Παπαγεωργίου προτάσσει στην πρώτη ενότητα ποιημάτων με τίτλο «Η Ανθρωπόκαινος Εποχή» τον πίνακα «Οι Γεωλογικοί Αιώνες» με τις γεωλογικές περιόδους του πλανήτη μας. Είναι λοιπόν η Ανθρωπόκαινος η σύγχρονη γεωλογική περίοδος για την ιστορική απαρχή της οποίας δεν υπάρχει επιστημονική συμφωνία (αγροτική επανάσταση, βιομηχανική επανάσταση, χρήση της ατομικής βόμβας) αν και οι ειδικοί κλίνουν συμβατικά προς το 1950. Ο όρος, με έμφαση στο ον «άνθρωπος» περιγράφει μια εποχή κατά την οποία η δυναμική του ανθρώπινου παράγοντα στις περιβαλλοντικές αλλαγές επηρεάζει την γεωμορφολογία της Γης, γίνεται συντελεστής ισοδύναμος με αυτό που ονομάζουμε δύναμη της φύσης. Αυτό ισχυρίστηκαν οι εισηγητές του όρου (Eugene Stoermer, Paul Crutzen, 2000) για τα χαρακτηριστικά και την έκταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ο τίτλος-γεωλογικός προσδιορισμός ενισχύεται από το εξώφυλλο της συλλογής που προβάλλει την ανθρώπινη δραστηριότητα ως επίδραση στα μορφολογικά χαρακτηριστικά της γης.

Πώς δικαιολογείται και πώς στηρίζεται από τα 129 περιεχόμενα ποιήματα η επιλογή του τίτλου; Το ερώτημα αφορά στις βάσεις του ποιητικού σχεδίου του Παπαγεωργίου. Οικολογική ευαισθησία, περιβαλλοντική ανησυχία, διερεύνηση της πρωταρχικής ύπαρξης, πριν τη μόρφωση του ανθρώπινου όντος όπως το ξέρουμε τα τελευταία χιλιάδες έτη, συνείδηση της άπειρης χρονικότητας και της μηδαμινότητας του ατομικού;

Ένας μεγάλος αριθμός ποιημάτων φέρει ως τίτλους γεωλογικούς όρους ή λέξεις σχετικές με τη γεωλογία ενώ και η δεύτερη ενότητα τιτλοφορείται «Η στρωματογραφία μου» μεταφέροντας στο άτομο-ανθρώπινο ον-ποιητική φωνή μια γεωλογική έννοια, ταυτίζοντας την ατομική μικρο-ιστορία με την ανθρώπινη μακρο-ιστορία. Σε μεγάλο βαθμό, εξάλλου, αυτή η αρχή, θα την ονόμαζα ένα είδος αντικειμενικής συστοιχίας στηρίζει ολόκληρη τη συλλογή. Το ανθρώπινο ζώο αποτελεί μέρος αυτής της γεωμορφολογίας και στην ανθρωπόκαινο ρυθμιστής των μεταβολών της καθεμιά από τις οποίες αντανακλά στο ανθρώπινο ζώο γενικά και ειδικά σε αυτό που αυτοορίζεται στη συλλογή ως ποιητική φωνή. Το βιογεωδυναμικό σύστημα της γης διαρκώς σε μεταβολές αντανακλά στον εσώτερο εαυτό.

Ήδη η σύνδεση μάκρο- μικρο- γίνεται εμφανής από το πρώτο ποίημα «Η ηλικία του κόσμου» όπου η προσωποποίηση των απολιθωμάτων επαναφέρει την άμεση σύνδεση του ανθρώπινου όντος με το απώτερο παρελθόν του και η απειροελάχιστη ατομική ανθρώπινη στιγμή στο εδώ και τώρα συνάπτεται με την κοσμική ηλικία «το παμμέγιστο χρονικό διάστημα/των 4,6 δισεκατομμυρίων χρόνων/». Έτσι, γεωγραφία/γεωλογία και ανθρωπογεωγραφία/ανθρώπινη εμπειρία συμπλέκονται στη συλλογή του Παπαγεωργίου και η λογική του εκτίθεται ποιητικά στο «Το κομμάτι που λείπει»: «Δεν ξέρω αν η θέληση κινεί βουνά/σίγουρα όμως τα τεμαχίζει/έπειτα εκεί φυτρώνουν/δρόμοι, σιδηροτροχιές, φράγματα/κάπως έτσι η γεωγραφία/γίνεται ανθρωπογεωγραφία.». Δεν πρόκειται μόνο για προσωποποιήσεις ή μετωνυμίες αλλά για μια παραλληλία ανάμεσα στη ρημαγμένη φύση και τον πόνο του ανθρώπου ως μέρος αυτής της καθημαγής. Στο λόγο για την κοσμική δημιουργία, το απώτατο παρελθόν του πλανήτη και των όντων του, υπεισέρχεται απορητικά ο λόγος της ποίησης στο δεύτερο ποίημα: «Μεσοωκεάνια ράχη»: «Είναι η μακρύτερη οροσειρά της Γης/μήκος 40.000 χιλιόμετρα/[…]-Τάχα αυτό είναι ποίημα;/ -Ναι είναι ποίημα του πλανήτη μας.[…]-Όχι αυτό που γράφεις τώρα είναι ποίημα; Ισχυρίζεσαι ότι αυτό αποτελεί ποίηση;/».

Η αναδίφηση της γεωλογίας του πλανήτη μπορεί να διαστείλει τα όρια του ποιητικού λόγου για τον Παπαγεωργίου εάν υπάρξει η σύνδεση που παραπάνω ανέφερα και που προοδευτικά αρχίζει να γίνεται προφανής στο τρίτο ποίημα «Εκρηξιγενή πετρώματα» ενώ στην άκρη της πορείας βρίσκεται ο Homo sapiens στο ομώνυμο ποίημα και η ανάγκη να χαρτογραφηθεί ως παρουσία («Terra incognita»). Παράλληλα, ολοένα και περισσότερο η συλλογή από τη γεωλογική στρωματογραφία περνά στα ανθρώπινα όντα και στρέφεται προς την παν-ανθρώπινη εμπειρία. Εδώ προβάλλεται η έννοια της ισότητας μέσω του προσφυγικού και μεταναστευτικού. Στη βάση της ανθρωπινότητας που προκύπτει από την κοινή ρίζα όλων των ανθρώπινων ζώων τα ποιήματα «Δεκαπενταύγουστος» και «Θρησκειολογία» προβάλλουν ως εμπόδια της προσέγγισης ανάμεσα σε ανθρώπους θρησκείες και θεσμούς. Οι ομόκεντροι αυτοί κύκλοι καταλήγουν στο χώρο του ατομικού «Γενοκτονία», «φαΛΛός (Ι, ΙΙ)» όπου τίθεται η προβληματική του φύλου και της αρρενωπότητας όπως είναι κοινωνικά συγκροτημένη. Η αμφισβήτησή της συμπυκνώνεται στη σχέση με το Γένος (=βιολογικό φύλο) και κυρίως συμπυκνώνεται στο φαλλικό σύμβολο «εγκάθετη εξουσία». Η θεματική φύλου και σεξουαλικότητας επανέρχεται και σε επόμενα ποιήματα ενώ δεν απουσιάζει η κοινωνική κριτική ( «The bystander effect», «Νυχτερινό δελτίο ειδήσεων», ποιήματα που ωστόσο παρά την πρωτοτυπία της γραφηματικής οργάνωσης -το πρώτο με αλφαβητική ακροστιχίδα και το άλλο σε στήλες λέξεων- δεν αποφεύγουν την κοινοτοπία της θεματικής που η παράθεση την επιβαρύνει περισσότερο χωρίς να υπάρχει, έστω, η εύφλεκτη συνθηματολογία).

Πολλά από τα ποιήματα είναι συνδεδεμένα με την Κύπρο και οι συγκεκριμένες τοπικές αναφορές στο τέλος κάθε ποιήματος λειτουργούν ως τοπόσημα της ποιητικής απαρχής, ως μνήμες και ως νήμα σύνδεσης του ατόμου με τον τόπο/χώρα/πατρίδα του. Η πατρίδα αυτή ανιχνεύεται αρχικά ως έδαφος με την ιδιαίτερη μορφολογία του αλλά γρήγορα αναδύεται ο συναισθηματικός δεσμός. Η υψηλής θερμοκρασίας συγκίνηση στα ποιήματα «Εξαφάνιση», «Πράσινη Γραμμή», «Πρωταπριλιάτικο ψέμα», «Κύκνοι» κ.ά. οφείλεται στη στροφή προς το κυπριακό τραύμα «της τελευταίας μοιρα||σμένης πρωτεύουσας της Ευρώπης». Η ντοπιολαλιά που εντίθεται σε ποιήματα με διαλογικό χαρακτήρα δεν ξενίζει και επιτείνει τη συγκίνηση από την έκθεση του τραύματος.

Στο ποίημα «Σκωρία» συναιρούνται σχεδόν όλα τα παραπάνω: «Ένα βουνό μετακινείται/ κατά τις επιταγές της σύγχρονης μεταλλουργίας//Έντζε σκάφκουσιν γαλαρίες πιον/ταράσσει ο εκσκαφέας το βουνόν/για να ‘ρουσιν το μέταλλον. Μου’πε ένας γέροντας στον λόφο του Προφήτη Ηλία απέναντι//Είμαι κιόλας σαράντα/πού κείτεται η αρχαία σκουριά μου να την κοιτάξω/χωρίς φόβο, χωρίς ενοχή;/»

Η δεύτερη ενότητα «Η στρωματογραφία μου» στρέφεται πλέον στη διερεύνηση του παρελθόντος και του εαυτού, τον ορυκτό πλούτο του ατόμου με παρόντα τα ίδια υλικά της πρώτης ενότητας και μάλιστα με εντονότερη προβολή του ρόλου της ποίησης. Ο εξομολογητικός χαρακτήρας χωρίς μελοδραματισμούς αλλά με την απόσταση του χρόνου περιλαμβάνει ποιήματα αφήγησης τραύματος: ο χλευασμός και η κακοποίηση στα σχολικά χρόνια (bullying) λόγω διαφορετικότητας, συνειδητοποίηση της σεξουαλικότητας («Χαλαζίας», «Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση»), η οικογενειακή ιστορία, ο εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και η αποτυχία, όλη η στρωματογραφία που καταλήγουν στη διαμόρφωση του έμφυλου εαυτού.

Η κατανομή των ποιημάτων, ιδίως στην πρώτη ενότητα ενώ βαδίζει, όπως ειπώθηκε, προς την εσωτερική διαστρωμάτωση του εαυτού μέσα από την ερωτική εμπειρία («Μέδουσα», «Ο έφηβος των Αντικυθήρων» αίφνης επιστρέφει με γεωλογική εικονοποιΐα σε διαφορετικές θεματικές π.χ. στη σχέση με την ποίηση («Διεργασίες», «Αράχνη») ή με τον τόπο διασπώντας τη ροή και καταδεικνύοντας ότι πρόκειται περισσότερο για αυτόνομα ποιήματα-στιγμές και λιγότερο για σύνθεση, παρά το κοινό νήμα και παρά το παγιωμένο ως το τέλος σχέδιο. Η δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται πιο δεμένη και περισσότερο επεξεργασμένη κυρίως θεματικά και τροπικά. Θα έλεγα μάλιστα ότι εδώ βρίσκεται η καρδιά του βιβλίου.

Πίνακες, διαχωριστικές γραμμές και στις δύο ενότητες επιδιώκουν να έχουν έναν δυναμικό ρόλο αλλά δεν είμαι σίγουρη για τη λειτουργικότητά της σχηματικής παρουσίας τους.

Μερικά ποιήματα με αφηγηματικό στοιχείο, αποκαλυπτικά του εαυτού της ποιητικής φωνής, ή και της σχέσης της με την ποίηση αποτελούν μια σχεδόν επίπεδη παρουσίασή του π.χ. το κάπως φλύαρο «Οργανική χημεία»: Ή το μάλλον κοινότοπο «Μαύρο κουτί»: «Σκασμός επιτέλους! /Αφήστε με ν’ ακούσω τον εαυτό μου!//Κι η ποίηση/το μαύρο κουτί/που θα καταγράψει τα πάντα/όπου κι αν πάω/όπου κι αν πάθω./». Ή το βιωματικό μεν αβαθές δε «Ποιος θα με σηκώσει πρώτος απ’ το κρεβάτι». Όσο κι αν αυτό γίνεται εμπρόθετα προς αποφυγή του έντονου συναισθηματισμού δεν είναι πάντοτε επιτυχημένα επεξεργασμένο και καταλήγει απλή έκθεση, ένας αφηγηματικός πυρήνας απογυμνωμένος από τη δόνηση της ανάμνησης π.χ. «Σημειώσεις μετά από μια κηδεία», ο έντονα αφηγηματικός χαρακτήρας ου «Εξαιρέσεις» ή το «Βιβλιοθήκη»: «Είχε στάση έξω απ’ το σπίτι της θείας Φάνης/πάιρναμε το λεωφορείο με τη Νόνη/10 σεντ της λίρας ο καθένας/φτάναμε στο κέντρο/μόνο και μόνο για να πάμε εκεί/ -Πού;/-Στην κρατική βιβλιοθήκη./-Γιατί;/-Να δανειστούμε βιβλία./-Αυτά τα φλώρικα έκανες όταν ήσουν παιδί;// Ήταν παράθυρα στον κόσμο Ήταν καθρέφτης του εαυτού.» Ο διαλογικός χαρακτήρας και ο κοινότοπος χαρακτηρισμός των βιβλίων μειώνει τη δύναμη της ανάμνησης πράγμα που αντιστοιχεί στην περιορισμένη θυμική ανταπόκριση:

Μερικά άλλα ποιήματα εντούτοις χαρακτηρίζονται από υψηλού βαθμού συγκινησιακό φορτίο συχνά συνδυασμένα με ιδιαίτερη επεξεργασία. Κυρίως τέτοια είναι όσα θεματοποιούν τη διαπραγματεύσιμη και ρευστή ανδρική ταυτότητα την οποία ανατέμνει ο Παπαγεωργίου εξετάζοντας τη δική του αρρενωπότητα και τους όρους συγκρότησής της (οικογένεια, σχολείο, στρατός): «Ανδρική γραφή» (η σφυρηλάτηση του ανρισμού συνδυαστικά με το έθνος στο στρατό), «Αναπαραγωγή» (η πατρότητα του ποιήματος σε αντίθεση με την πιθανή στειρότητα τεκνογονίας). «Κούκλες Ι, ΙΙ»: «Μου την έδωσε ανά χείρας/εγώ την άγγιξα/τρομαγμένος, τρεμάμενος/λες και ακουμπούσα ένα ηλεκτροφόρο/ή κάτι μολυσματικό/μα ήταν απλώς μια κούκλα/μια πλαστική κούκλα με ξανθά μαλλιά/εγώ απλώς ένα παιδί/παρ’ όλα αυτά αγόρι/αυτή ήταν η ξαδέρφη/παρ’ όλα αυτά αδερφή/παίζαμε μαζί τους κρυφά/μην με πει κανείς αδερφή./»

Παρά τον κάπως άνισο χαρακτήρα της και τις θεματικές και τροπικές επαναλήψεις που θα μπορούσαν να αποφευχθούν (ίσως και με περιορισμό της έκτασης του βιβλίου και περικοπή ορισμένων από τα 129 ποιήματα, ιδίως από την πρώτη ενότητα) η συλλογή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις συνάψεις της, για το είδος αυτό της συστοιχίας που περιγράφηκε παραπάνω, για την αναγωγή της στην Ανθρωπόκαινο ως οικουμενική αλλά και προσωπική εποχή, στοιχεία οου αν έλειπαν θα είχαμε μια ποίηση εξομολογητική και λιγότερο εικονοπλαστική, ακόμη και στις περιπτώσεις που η σεξουαλικότητα και το φύλο αποτελούν άξονα ποιημάτων, ακόμη και στην προσωπική έκθεση του κυπριακού τραύματος.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ

Η ΑΥΓΗ 8/10/2023

Η ανθρώπινη κλίμακα

Την Ανθρωπόκαινο του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου δεν αφορά, κατ’ αρχάς, το πρόβλημα που χαρακτηρίζει, σε αρκετές περιπτώσεις, την πρώτη ή τις πρώτες συλλογές νέων ποιητών: ο μικρός αριθμός των περιλαμβανόμενων ποιημάτων, ο οποίος έχει ως συνέπεια να μην παρέχεται επαρκές δείγμα για αξιολόγηση και να καθίσταται δύσκολο να προεικάσει κάποιος την εξέλιξη του αισθητικού εγχειρήματος. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Δεν είναι μόνο το δείγμα επαρκέστατο αλλά και προφανής η συνθετική συνείδηση, βάσει της οποίας διατάσσονται τα εξήντα τέσσερα και εξήντα τέσσερα ποιήματα των δύο μερών της συλλογής. Στην ουσία, εφαρμόζεται, σε ολόκληρη την έκταση αυτού του βιβλίου, ένα πρόγραμμα το οποίο απορρέει από τη σύνδεση της οικολογίας με τη λογοτεχνία, σύνδεση η οποία παγιώθηκε τη δεκαετία του ’90 με την εμφάνιση των Ecocritical Studies, στον αγγλοαμερικανικό ακαδημαϊκό χώρο, και της Kulturökologie, στον αντίστοιχο γερμανικό.
Οι συμμετοχές σε λογοτεχνικές performance και σε poetry slam έχουν παίξει τον ρόλο τους, ώστε ο Παπαγεωργίου να διαμορφώσει ένα ύφος γραφής σταράτο, προκλητικό, ακόμη και επιθετικό. Χρησιμοποιεί συχνά το χιούμορ και εκμεταλλεύεται, όπου πρέπει, την ελλειπτικότητα. Πρόκειται για μια δυνατή ποίηση. Στις καλύτερες στιγμές της, καταφέρνει, ακόμη και σε μια μικρή έκταση, να ξεκινήσει ένα παιχνίδι διπλής μετατροπής: των εννοιών σε εικόνες που απευθύνονται σε όλες τις αισθήσεις, και το αντίστροφο. Για παράδειγμα, στο ακόλουθο ποίημα:
Το Χθες καβαλικεύοντας τον Χρόνο / γκρεμοτσακίστηκε σε μια Χαράδρα // Επιτέλους το Φως χίμηξε μέσα απ’ τις γρίλιες / κουβαλώντας στα φωτόνια το «Σήμερα» // Ρέει στο σώμα μου / σαν αντισηπτικό που απολυμαίνει μια πληγή / ή σαν κύμα που λιώνει έναν βράχο. («Το εξημέρωμα του φόβου, IV»)

Στη συγκεκριμένη συλλογή, λοιπόν, όλα προσεγγίζονται sub specie Terrae. Η στροφή του ενδιαφέροντος προς τον ίδιο τον πλανήτη σημασιοδοτεί με διπλό τρόπο την έννοια του ανθρώπου: Εάν ο homo παραπέμπει σε ένα σύνολο το οποίο απαρτίζεται από ξεχωριστά πολιτικά υποκείμενα, ο όρος «άνθρωπος» αναφέρεται στη συλλογική μορφή της ύπαρξής μας και την τεράστια, πλέον, δύναμή της, η οποία επιφέρει στη Γη συσσωρευτικά αποτελέσματα. Η Ανθρωπόκαινος αντιπροσωπεύει, επομένως, την εποχή κατά την οποία η ανθρωπότητα συνιστά τον κατεξοχήν γεωλογικό παράγοντα. Υπό τούτο το πρίσμα, η αντίθεση Φύση – Πολιτισμός αίρεται και το κειμενικό περιβάλλον (texte général) ενσωματώνεται στη φυσική υλικότητα. Όπως, δηλαδή, το χτίσιμο των εργοστασίων, έτσι και η δημιουργία των ποιημάτων, των θεατρικών έργων, των διηγημάτων αποτελεί μέρος της επίδρασης την οποία ασκεί ο άνθρωπος στη γήινη σφαίρα. Αφού η τελευταία κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τα χωρικά και τα χρονικά όρια, τα προσαρμοσμένα στο ανθρώπινο φάσμα, εγκαταλείπονται. Ισχύουν οι πλανητικές σχέσεις και παράμετροι. O Παπαγεωργίου, εντασσόμενος στο πλαίσιο της Ecopoetry, συνδυάζει την ποίηση με τη Γεωλογία και καταθέτει τον δικό του λόγο σε μια πολύ σύγχρονη συζήτηση. Συγχρόνως, πραγματεύεται ένα εξίσου επίκαιρο τρίπτυχο ζητημάτων: τη φυλή, την τάξη, το φύλο.

Η θεωρία όμως περί της Ανθρωποκαίνου Εποχής αρχίζει να ανάγεται σε ιδεολογία, γεγονός το οποίο ενέχει τον κίνδυνο της μεταφυσικής: Η προσέγγιση των πραγμάτων βάσει της πλανητικής κλίμακας μπορεί να οδηγήσει στον υποβιβασμό του ανθρώπου και στην πριμοδότηση μιας υπερβατικής ανθρώπινης και μη ανθρώπινης οντότητας. Το σφάλμα το οποίο συντελείται το καταδεικνύει, με τρόπο εξαιρετικό, ο Νίκος Καρούζος, σε ένα απόσπασμα –σχετικά με άλλο θέμα– της συνέντευξής του στον Γιάννη Ζουγανέλη, στο βιβλίο Δημητρίου Σούτσου 36: «όταν πεθαίνει κανείς παίρνει όλο το σύμπαν μαζί του – κι ωστόσο το αφήνει» (σελ. 58). Αυτό το «όταν πεθαίνει κανείς παίρνει όλο το σύμπαν μαζί του» προβάλλει το σπουδαίο και το αναντικατάστατο του καθενός μας, έστω και αν είμαστε αμελητέοι σε σύγκριση με τη Γη. Το σπουδαίο και το αναντικατάστατο, τα οποία αποκτούν τραγική διάσταση μπροστά στον θάνατο, με συνέπεια να απαλείφεται η οποιαδήποτε μεταφυσική. Ο Παπαγεωργίου διαβλέπει τον προηγούμενο κίνδυνο και τον ξεπερνά αντικαθιστώντας, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, την παρατήρηση της γεωλογίας των τοπίων με την εξέταση της προσωπικής ιστορίας του ενδοκειμενικού ποιητή. Έτσι, επαναφέρει τον άνθρωπο στο προσκήνιο, με μια, μάλιστα, ορισμένη ταυτότητα, η οποία τον καθιστά πιο πραγματικό. Κάτι επιπλέον: Ο ποιητής παρακολουθεί, γραμμικά, την πορεία της ζωής του, από τη γέννηση και εξής, με μια μέθοδο που μιμείται αυτή της στρωματογραφίας. Την παρακολουθεί, δηλαδή, ως να πρόκειται για γεωλογικό φαινόμενο. Αυτή η στρατηγική εξισώνει τη ζωή κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου με την ιστορία της γήινης σφαίρας. Οι εντελώς άνισες κλίμακες, η δική μας και η πλανητική, στην Ανθρωπόκαινο, καταλήγουν στην ταύτιση.

ΑΝΤΩΝΗΣ Κ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ

FREAR 2/2/2023

Η Ανθρωπόκαινος στην ποιητική διαδρομή του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου

Η Ανθρωπόκαινος, η τρίτη ποιητική συλλογή του Ελληνοκύπριου ποιητή Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου (1982-),[1] εκδίδεται πέντε χρόνια μετά τον Υπερκαινοφανή (2017) και δέκα μετά τις Πέντε εποχές (2012). Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δύο, που κυκλοφορήθηκαν από τις εκδόσεις Μελάνι, η Ανθρωπόκαινος φιλοξενείται από το Ενύπνιο.

Ο ρυθμός με τον οποίο ο Παπαγεωργίου βγάζει ποιητικά βιβλία, ένα κάθε περίπου πέντε χρόνια, ενδεικνύει και τη στάση του απέναντι στην τέχνη που θεραπεύει: για τον Κύπριο ποιητή η ποίηση είναι βαριά καλογερική, άσκηση και παίδεμα με τις λέξεις, θεωρητικός στοχασμός, κοπιώδης πλην αδιάκοπη εκλέπτυνση της γραφής—εξ ου και τα πλείστα ποιήματα ποιητικής και στα τρία βιβλία του. Αντιστοίχως, οι συλλογές στην τελική τους μορφή είναι αυστηρά γεωμετρημένες δομές, όχι τυχαίες διατάξεις φράσεων και συναισθημάτων. Υπάρχει πολύς μόχθος πίσω από τη φαινομενική απλότητα των ποιημάτων του Παπαγεωργίου: μόχθος ψυχικός, καθώς η πρώτη συναισθηματική λάβα πήζει σε έλλογες φράσεις και αποκρυσταλλωμένα αισθήματα (για να χρησιμοποιήσω εικόνες από την Ανθρωπόκαινο),[2] αλλά και μόχθος διανοητικός, ώστε τα πλείστα διαβάσματα του ποιητή, ο ευρύς διακειμενικός ορίζοντας των βιβλίων του, το επιστημονικό του υπόβαθρο, η παιδαγωγική και κοινωνική του δράση να υποταγούν, όπως και γίνεται, στο ποιητικό όραμα.

Με την Ανθρωπόκαινο, τα βιβλία του Παπαγεωργίου αλλάζουν, όπως είπα, εκδότη αλλά όχι στίγμα. Ώριμος, στα 40 του χρόνια πια, ο ποιητής συνεχίζει την πρακτική που αναγνωρίζεται πλέον ως το σήμα κατατεθέν του: πολυσέλιδες συλλογές, με αφηγηματική διάταξη, που παρακολουθούν την εξέλιξη μιας ιστορίας· ποιητικά (μυθ)ιστορήματα τρόπον τινά με κεντρικό χαρακτήρα ένα ποιητικό Εγώ, που διακτινώνεται (κυριολεκτικά) στα μήκη και τα πλάτη του σύμπαντος—τα χωρικά, από τη Γη μέχρι τους πιο μακρινούς γαλαξίες, και τα χρονικά, από το σήμερα μέχρι πίσω στη Μεγάλη Έκρηξη, 4.6 δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Οι φερέτιτλες «πέντε εποχές» στην πρώτη (αλλά ουδόλως πρωτόλεια) συλλογή είναι τα πέντε στάδια της περιπέτειας του έρωτα, που εξελίσσεται, όπως και ο ενιαυτός, κυκλοτερώς. Ο Υπερκαινοφανής και η Ανθρωπόκαινος με τη σειρά τους διατέμνουν τη μακροϊστορία του σύμπαντος με τη μικροϊστορία του ποιητικού εγώ.

Υπερκαινοφανής και Ανθρωπόκαινος είναι ποιητικά αδέλφια. Ακριβέστερα, η Ανθρωπόκαινος μοιάζει να είναι μια ωριμότερη παραλλαγή του Υπερκαινοφανούς. Τις δύο συλλογές συνδέουν πολλά: η επιμονή στην τεχνική επιστημονική γλώσσα, στην οποία θα αναφερθώ εκτενώς παρακάτω, επανερχόμενες λέξεις και φράσεις, κοινοί τίτλοι ποιημάτων, αλλά πρωτίστως οι κυρίαρχες μεταφορές της αστρονομίας, της κοσμολογίας και της γεωλογικής ιστορίας της γης, που εισάγονται στον Υπερκαινοφανή και συνεχίζουν να δεσπόζουν στην Ανθρωπόκαινο πιο μεστές και εμπλουτισμένες με μια επιπλέον εξέχουσα πηγή μεταφορικών συνάψεων, την αρχαιολογία (το «σκάψιμο» στα ενδότερα του χρόνου—και της ψυχής).[3] Το κοσμολογικό θέμα, που πρωτοεισάγεται στον Υπερκαινοφανή, βαθαίνει επίσης στην Ανθρωπόκαινο, με αναφορές στην οικολογία, το μεταναστευτικό, τις κάθε λογής διακρίσεις (φυλετικές, έμφυλες, κοινωνικές, ταξικές κ.ά.), το Κυπριακό (στην ιστορική του διάσταση και τον σύγχρονό του παραλογισμό) και λογής άλλα θέματα. Το θέμα της γεωλογίας καθίσταται κι αυτό με τη σειρά του ακόμη πιο κρουστό. Κυλιόμενες μεταφορές από το επιστημονικό αυτό πεδίο συνδέουν το συμπαντικό με το ατομικό και το υλικό με το ψυχικό. Πιο χαρακτηριστικές από αυτές είναι τα απολιθώματα, το σκάψιμο (στο χώμα και το σώμα, στην υλική, την πνευματική και την ψυχική του διάσταση), η έκρηξη του ηφαιστείου, οι τεκτονικές μετακινήσεις των πλακών και η ίδια η κοσμική έκρηξη, είτε ενός υπερκαινοφανούς (σουπερνόβα) είτε ενός Κόκκινου Γίγαντα, που σημαίνει την απαρχή ή το τέλος του κόσμου. Με μια τέτοια έκρηξη τελειώνει η πρώτη ενότητα της Ανθρωποκαίνου.

Οι δύο συλλογές επικοινωνούν και ως προς την κοινή διμερή τους δομή. «Δύο βιβλία σε ένα» χαρακτήρισε ο ποιητής την Ανθρωπόκαινο σε ιδιωτική επικοινωνία μας—μάλλον ειρωνικά, αφού στην πραγματικότητα, τόσο η Ανθρωπόκαινος όσο και ο Υπερκαινοφανής είναι «διπλά βιβλία»: αμφότερα χαρτογραφούν μια σφιχτή, ενιαία πορεία, ένα «ζουμάρισμα» από το συμπαντικό στο ατομικό, από τη στρωματογραφία του πλανήτη στη στρωματογραφία του εαυτού. Ο Υπερκαινοφανής διαιρείται στις ενότητες «Φυλογένεση» (ιστορία της εξέλιξης ενός είδους) και «Οντογένεση» (ιστορία της εξέλιξης ενός μεμονωμένου οργανισμού). Παρομοίως, η Ανθρωπόκαινος ξεκινά με την «Ανθρωπόκαινο Εποχή», που μελετά την πορεία του σύμπαντος και του ανθρώπου από την πρώτη έκρηξη της δημιουργίας μέχρι τη μοιραία στιγμή που ο άνθρωπος «καθίσταται γεωλογικός παράγοντας» ανατρέποντας έτσι με την επιθετικότητά του τη φυσική επιλογή (περισσότερα γι᾽ αυτό πιο κάτω). Η Ανθρωπόκαινος κλείνει με την ενότητα «Η στρωματογραφία μου», μια καταβύθιση στην προσωπική ιστορία—και «γεωλογία»—του ποιητικού εγώ.

Η πολυετής βάσανος του κειμένου και στο επίπεδο της δομής είναι ακόμη πιο εμφανής στην ωριμότερη Ανθρωπόκαινο από ό,τι στον Υπερκαινοφανή: με μια μέριμνα για τη συμμετρία που δεν συναντάται πια παρά σπανίως, κάθε ενότητα του πιο πρόσφατου βιβλίου περιλαμβάνει ίσο αριθμό ποιημάτων (63+1 η καθεμιά), τα οποία, με λίγη φαντασία (δεν χωρίζει ο ίδιος ο ποιητής τα μέρη σε υποενότητες), μπορούν να κατανεμηθούν σε ίσο αριθμό θεματικών υποενοτήτων (14 κάθε φορά, συν ένα ακροτελεύτιο, καταληκτήριο ποίημα).

Ο κατεξοχήν «επιστήμων ποιητής» της κυπριακής λογοτεχνίας

Αναφέρθηκα πιο πάνω στην επιμονή του Παπαγεωργίου στην τεχνική επιστημονική γλώσσα. Τι θέση έχει κάτι τέτοιο σε ένα ποιητικό βιβλίο; Η απάντηση είναι: κεντρική και κομβική. Ο Παπαγεωργίου είναι ο κατεξοχήν «επιστήμων ποιητής» της κυπριακής λογοτεχνίας. Όπως και στις δύο πρώτες συλλογές του, έτσι και στην Ανθρωπόκαινο, εκδηλώνεται ένας διαρκής παραλληλισμός ανάμεσα στα φυσικά και τα ψυχικά φαινόμενα. Η «αντικειμενική» εικόνα του φυσικού κόσμου προβάλλει παραδόξως ως φαινόμενο παράλληλο και αντίστοιχο με τον «υποκειμενικό» και δυσεξακρίβωτο κόσμο του εσώτερου είναι. Λέω «παραδόξως», διότι ο παραλληλισμός είναι σαφώς ειρωνικός: οι «ακριβείς» φυσικές επιστήμες, που μελετούν καθολικά, πειραματικώς επαληθεύσιμα φαινόμενα εξάγοντας διαχρονικούς και διατοπικούς νόμους, λειτουργούν ως κάτοπτρο για τα μη «ακριβή», μη μετρήσιμα, μη καθολικά, αμιγώς προσωπικά φαινόμενα του ψυχικού κόσμου—ενός σύμπαντος, και πάλι παραδόξως, εξίσου απέραντου και σκοτεινού όσο κι ο κόσμος.

Ο Παπαγεωργίου συλλαμβάνει τη σχέση Σύμπαντος και Εγώ ως ένα νέο είδος «αντικειμενικής συστοιχίας». Με άλλα λόγια, κατ᾽ αναλογία με τους ποιητές που καταφεύγουν στον μύθο και τη «μυθική μέθοδο» για τη δημιουργία συστοιχιών ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι ο Παπαγεωργίου συνθέτει μια δική του (ειρωνική, επαναλαμβάνω) «επιστημονική μέθοδο», που θέτει σε διαρκή επικοινωνία τη μαθηματική ακρίβεια του φυσικού κόσμου με την εξ ορισμού χαώδη και δυσμέτρητη «στρωματογραφία» της ανθρώπινης ψυχής. Στην Ανθρωπόκαινο, φυσικά φαινόμενα όπως η ηφαιστειακή έκρηξη και η κινητικότητα των τεκτονικών πλακών συνιστούν την κοσμολογική αντανάκλαση των εκρήξεων του έρωτα και της σεξουαλικότητας—των σεισμών της ανθρώπινης ψυχής κατά κάποιο τρόπο, που ανοίγουν και αυτές ψυχικές ρωγμές, ώστε να διεκπεραιωθεί και εκεί, για καλό ή για κακό, η εξέλιξη.

Η οργανωτική αρχή της Ανθρωποκαίνου

Το γενικό κλειδί για την ανάγνωση της Ανθρωποκαίνου παρέχεται στη σελίδα 11 του βιβλίου: χαρακτηριστικά, είναι ένας πίνακας από επιστημονικό βιβλίο, το Ταξιδεύοντας στην εποχή του ανθρώπου: Η ζωή στην Ανθρωπόκαινο του Ζαχαρία Σκούρα (2019). Οι γεωλογικές εποχές που περιγράφει ο Σκούρας στον πίνακα αυτόν αντιστοιχούν, έστω αδρά, με την αρχιτεκτονική του πρώτου μέρους της Ανθρωποκαίνου, το οποίο, όπως προσημείωσα, φέρει τον τίτλο «Η ανθρωπόκαινος εποχή». Η ίδια δομή ανακλάται και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου («Η στρωματογραφία μου»). Και στα δύο μέρη, μια γραμμική (ή γραμμικοφανής) εξέλιξη οδηγεί από τις απαρχές (του κόσμου ή του εαυτού) μέχρι το παρόν ή ένα προσδοκώμενο μέλλον. Στην περίπτωση του Σύμπαντος, η πορεία είναι από τον απώτατο σχηματισμό της γης πριν από 4.6 δισεκατομμύρια χρόνια μέχρι την τρέχουσα γεωλογική φάση, την Ανθρωπόκαινο Εποχή, όπου ο άνθρωπος λειτουργεί πια ως «γεωλογικός παράγοντας» αφήνοντας «τα αποτυπώματά του» στο πλανητικό σώμα—«ατομική βόμβα, υπερεξορύξεις, βιομηχανία, τσιμέντο, πλαστικά κ.ά» (φράσεις του Σκούρα, που ο ποιητής αναπαράγει). Στην περίπτωση του Εγώ, η διαδρομή αφορμάται από την οργασμική σύλληψη και οδηγείται σταδιακά προς τη φθορά μέσα από μια διαδοχή κερδών και απωλειών· είναι μια επώδυνη διαδικασία εξέλιξης του σώματος και της ψυχής (επιμένω στον όρο «εξέλιξη», με το επιστημονικό του εκτόπισμα). Σώμα και ψυχή, όπως κατ᾽ επανάληψη υποβάλλεται σε διάφορα ποιήματα, ανεβαίνουν πονώντας και πονάνε ανεβαίνοντας.

Πρώτη ενότητα: «Η Ανθρωπόκαινος εποχή»

Ο τρόπος με τον οποίο ο πίνακας από το βιβλίο του Σκούρα λειτουργεί ως οδηγός φαίνεται ευκρινέστερα στο πρώτο μέρος της συλλογής του Παπαγεωργίου. Το μέρος αυτό ξεκινά με τέσσερις ενότητες, που αντιστοιχούν με τη στρωματογραφική ιστορία του πλανήτη Γη—από τον Προκάμβριο Χρόνο, την παλαιότερη γεωλογική εποχή, μέχρι την Ανθρωπόκαινο, τη νεώτερη και τρέχουσα («τρέχουσα» για πόσο ακόμη; δείχνει να διερωτάται ο ποιητής κλείνοντας και τα δύο μέρη της συλλογής του με ποιήματα που οραματίζονται το «Τέλος»). Ήδη στο πρώτο, προγραμματικό ποίημα («Η ηλικία του κόσμου», σ. 13), που αφηγείται τη Μεγάλη Έκρηξη, οι ανταγωνιστικές εκδοχές της κοσμογονίας, η επιστημονική και η θρησκευτική— αμφότερες «απολιθωμένες», ξερές και εν τέλει ακατάληπτες—δείχνουν να καθίστανται ανούσιες μπροστά στην ορμή της ζωής, που συμβολίζει η αγέλη των δελφινιών. Και τα δύο αυτά στοιχεία προαναγγέλλουν ισάριθμες βασικές κινήσεις της συλλογής: αφενός, την άρνηση της θρησκευτικής και όποιας άλλης προκατάληψης (και των διακρίσεων που προκύπτουν στη βάση των διακρίσεων αυτών), αλλά επιπρόσθετα, κόντρα στις προσδοκίες, και ένα είδος σκεπτικισμού απέναντι στην ίδια την επιστήμη ως κάτι ψυχρό και εν δυνάμει παραπειστικό, που ανατέμνει με ακρίβεια, αλλά αδυνατεί να συλλάβει κατ᾽ ουσίαν τη ζωική ορμή, η οποία γίνεται αντιληπτή μόνο μέσω της ποίησης.[4]

Στα ποιήματα των τεσσάρων πρώτων ενοτήτων του βιβλίου, η σταδιακή ανάδυση του ανθρώπου προβάλλει ως διαδικασία παράλληλη με την εξελικτική πορεία του σύμπαντος—ένα είδος «πτώσης», με τη βιβλική έννοια, παρακμής και αλλοίωσης των αγνών αρχέγονών του υλικών. Η εξέλιξη ως πόνος είναι επανερχόμενο μοτίβο στην Ανθρωπόκαινο· το σύμπαν και ο άνθρωπος μεγαλώνουν και μεγαλώνοντας φθείρονται και πονούν:

Αφουγκράστηκα πόσο πονά η λάβα όταν ψύχεται
πόσο πενθεί όταν λιθοποιείται

Είμαι απότοκος ενός εκρηξιγενούς τοκετού
μια μέρα, ναι, θα ξαναγίνω λάβα».[5]

Οι υπόλοιπες δέκα ενότητες του πρώτου μέρους εξερευνούν διάφορες πτυχές της Ανθρωποκαίνου, δηλαδή της αλλοιωτικής, φθαρτικής παρέμβασης του ανθρώπου στη φυσική τάξη. Τέσσερα ποιήματα («Λαθρομετανάστες», «Σ᾽ έναν συνοριακό σταθμό», «Προσφυγικό», «Χελιδόνια», σσ. 28-31) έχουν ως θέμα το προσφυγικό καταδεικνύοντας πόσο γελοία ελέγχεται η έννοια του «λαθραίου», ακόμη και κάθε λογής γεωγραφική, πολιτική ή άλλη διαίρεση της Γης, ιδωμένη από την προοπτική του σύμπαντος.[6] Τα «Χελιδόνια», που θεματοποιούν το νέο σφρίγος με το οποίο οι μετανάστες εμποτίζουν τις γερασμένες κοινωνίες της Δύσης, είναι, κατά την κρίση μου, μακράν το ωραιότερο ποίημα της συλλογής:

Οι μετανάστες μαζεύονται τ’ απογεύματα
στο γήπεδο απέναντι
και παίζουν σα μικρά παιδιά

Δεν ξεχωρίζω το παιγνίδι τους
κρίκετ, ράγκμπι ή μπέιζμπολ;

Δεν ξεχωρίζω τη χώρα καταγωγής τους
Σρι Λάνκα, Μπαγκλαντές ή Ινδία;

Δεν ξεχωρίζω το καθεστώς παραμονής τους
οικονομικοί μετανάστες, άτυποι ή αιτούντες άσυλο;

Το μόνο σίγουρο είναι πως το παιγνίδι τους
σηματοδοτεί τον ερχομό της άνοιξης.

Ακολουθούν πέντε ποιήματα με θέμα τη γελοιότητα της θρησκείας και των θρησκευτικών διακρίσεων («Εν τούτω νίκα», «Μεγάλη Παρασκευή», «Δεκαπενταύγουστος», «Θρησκειολογία», «Παράδεισος», σσ. 32-6) και άλλα δύο για τους ΛΟΑΤΚΙ, τις έμφυλες διακρίσεις και την αμαρτωλή σύνδεση πατριαρχίας και φαλλ(ογ)οκρατίας («Γενοκτονία», «φαΛΛός», σσ. 37-8). Στην υποκριτική στάση των θρησκειών έναντι της ομοφυλοφιλίας είχε αναφερθεί υπαινικτικά και το σπαρακτικό ποίημα «Θρησκειολογία» της προηγούμενης ενότητας (σ. 35). Τέτοιου είδους γέφυρες εντείνουν τη δομική συνοχή της Ανθρωποκαίνου:

Ο Amir είναι πρόσφυγας
δεν μπορεί να επιστρέψει στο Ιράν
επειδή εκεί σκοτώνουν ό,τι απαγορεύει το Κοράνι
όταν ήρθε εδώ μπόρεσε να αλλαξοπιστήσει
αλλά η σφραγίδα στο πέος του αμετάκλητη |

Amir, Amor, Amen! του είπε
γέλασαν με την ψυχή τους ύστερα έκαναν έρωτα

Ο Μωάμεθ έβλεπε με αποτροπιασμό
οι 12 Απόστολοι παρομοίως
μα πιο πολύ απ’ όλους ο Απόστολος Παύλος.

Δύο ποιήματα αμέσως πιο κάτω («The bystander effect», «Νυχτερινό δελτίο ειδήσεων», σσ. 40-1) αναφέρονται στις λογής σύγχρονες τραγωδίες διεκτραγωδώντας την απάθεια του ανθρώπου—που συνιστά αφεαυτής τραγωδία εξίσου μεγάλη. Η παρακολούθηση του δελτίου ειδήσεων είναι και αυτή μια εκδοχή του bystander effect—ίσως και πιο ποταπή, αφού ο πόνος του άλλου γίνεται κυριολεκτικά πια θέαμα.

Στα τρία επόμενα ποιήματα («Damnatio memoriae (Α)», «Εξαφάνιση», «Χρονορραφία», σσ. 42-4) επιχειρείται στρατηγική στροφή από τη γεωλογία και την παλαιοντολογία, επιστήμες που δίνουν έμφαση στην ιστορία του πλανήτη και των έμβιων όντων πλην του ανθρώπου, στην αρχαιολογία, την επιστήμη που μελετά τη «στρωματογραφία» του ανθρώπινου πια παρελθόντος: ο φακός ξεκινά πια να ζουμάρει από το Σύμπαν στο Εγώ. Από τα παλαιοντολογικά όστρακα περνάμε πια στα όστρακα ως θρύψαλα αγγείων, ενώ η αρχαιολογία συνδέεται και με το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου—ή, ακριβέστερα ίσως, με την Κύπρο ως πολιτικό πρόβλημα (θέμα που προκύπτει ρητά στα ποιήματα της επόμενης ενότητας και ειδικά στο «Πρωταπριλιάτικο ψέμα» (σ. 46). Στο ποίημα «Χρονορραφία» (σ. 44), η μνήμη (και η αρχαιολογία) συρράπτουν τις εποχές και αποκαθιστούν τη στρωματογραφία της ιστορίας. Πρόκειται, όμως, για ψευδαίσθηση, αφού ο χρόνος διαγράφει την παρουσία των ανθρώπων.

Της «Χρονορραφίας» έπεται μια συστάδα τριών ενοτήτων με ποιήματα που στρέφονται πια από την αρχαία στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου («Πράσινη Γραμμή», «Πρωταπριλιάτικο ψέμα», «Κύκνοι», σσ. 45-7) και από τη συλλογική στην ατομική ιστορία και δη την ιστορία της ερωτικής αστοχίας. Φυσικά φαινόμενα, όπως ο σεισμός και οι ηφαιστειακές εκρήξεις («Σεισμός», «Βεζούβιος», «Μέδουσα», σσ. 48-50), η ιστορία της τέχνης, η μυθολογία και η αστρονομία («Ο έφηβος των Αντικυθήρων», «Ο δίσκος της Φαιστού», «Ο εκτροχιασμός του Γανυμήδη», «Η έκλειψη του Κρόνου», «Verba volant, scripta manent», σσ. 51-55, σσ. 56-61), παραλληλίζονται με την ερωτική εμπειρία και καταλήγουν σε μια σειρά ποιημάτων ποιητικής («Κλοπή», «Τέχνη», «Γύψος», «Διεργασίες», «Αράχνη»). Κοινή συνισταμένη των ποιημάτων αυτών είναι ο έρωτας ως «γεωλογία του σώματος»,[7] η ερωτική απώλεια, αλλά και η γραφή, η ποίηση, ως κέρδος που αντισταθμίζει την ερωτική ήττα.

Το εκτενέστερο τμήμα της «Ανθρωποκαίνου εποχής» (σ. 62 κ.ε.) περιλαμβάνει ποιήματα που εμφαίνουν τον σκοτεινό ρόλο του ανθρώπου ως «γεωλογικού παράγοντα» και τις ποικίλες όψεις της βλαβερής «ανθρωπογεωγραφίας».[8] Το μεταλλείο και το λατομείο προβάλλει ως θεμελιακό σύμβολο της «ανθρωπογεωγραφίας», άμεσα συναρτημένο με το γεωλογικό μεγάθεμα της συλλογής («Το κομμάτι που λείπει», «Σκωρία», «Γεωτρύπανο», «Λατομείο», «Κρατήρας», «Ορύγματα», «Χρωμίτης», σσ. 62-8). Μια εικόνα από λατομείο κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου. Η λατόμευση και η εκμετάλλευση, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική σημασία της λέξης, καταφέρουν «τραύμα θανάσιμο» στα «σωθικά» της γης («Λατομείο», «Κρατήρας», σσ. 65-6).

Πέραν αυτών, όμως, στηλιτεύονται και άλλες μορφές «ανθρωπογεωγραφίας»: η ωμότητα του ανθρώπου προς τα ζώα και τη φύση, όπως φαίνεται από το κυνήγι, δηλαδή τον φόνο ως σπορ («Μόλυβδος», σ. 69), τους εμπρησμούς των δασών («Νεκρόπολη», σ. 70), την αναισθησία για το ζώο που το πάτησαν τα αμάξια («Ο τελευταίος σπασμός», σ. 72) ή τον κυνισμό με τον οποίο «θυσιάστηκε» η σκυλίτσα Λάικα στον βωμό της κατάκτησης του διαστήματος («Το μοιρολόι της Λάικα», σ. 71—ξανά, η «ειδική» περίπτωση συνδέεται με το συμπαντικό μεγάθεμα).

Στα ποιήματα περί «ανθρωπογεωγραφίας», ο έρωτας επιμένει στο υπόβαθρο: η ερωτική εμπειρία είναι οι χαρακιές του ανθρώπου στον άνθρωπο, όπως η «ανθρωπογεωγραφία», δηλαδή οι παρεμβάσεις στο περιβάλλον, είναι οι χαρακιές του ανθρώπου στη γη. Μόνο παυσίπονο, το ποίημα. Στο πιο εντυπωσιακό ποίημα της ενότητας («Ορύγματα», σ. 67), το θέμα του μεταλλείου, της εκμετάλλευσης (και ειδικά του κινδύνου από την εκ-μεταλλευτική δραστηριότητα) και της υποταγής σε μια άφευκτη αναγκαιότητα συνδέεται τραγικά με το θέμα των επτά θυμάτων του κατά συρροή δολοφόνου «Ορέστη», τις επτά γυναίκες που «θάφτηκαν» στο φρεάτιο του μεταλλείου στο χωριό Μιτσερό.

Η φύση πάντως ενίοτε εκδικείται τον άνθρωπο—και ο κορωνοϊός είναι ίσως μια εκδοχή αυτής της εκδίκησης («Ιός», «Κυριακή των Βαΐων», σσ. 73-4), όπως πιο πάνω, στο ποίημα «Χρωμίτης» (σ. 68), η κατολίσθηση έδιωξε τα «ξενικά όντα», τους ανθρώπους, από το εγκαταλελειμμένο μεταλλείο, που τώρα λειτουργεί ως καταφύγιο για νυχτερίδες.

Η «Ανθρωπόκαινος εποχή», το πρώτο μέρος της συλλογής, κλείνει με τέσσερα ποιήματα που έχουν ως θέμα το ταξίδι—του ανθρώπου ή των ουρανίων σωμάτων («Οδυσσέας», «Καρουζέλ», «Πανσέληνος», «Η ιστορία της Γης σε 10 λεπτά», σσ. 76-83) και ένα καταληκτικό κομμάτι με τίτλο «Ολοκαύτωμα» (σ. 84), που κλείνει τον κύκλο του συμπαντικού βίου: μια Μεγάλη Έκρηξη γέννησε το σύμπαν, μια άλλη έκρηξη, ενός Κόκκινου Γίγαντα, προβλέπεται να το τελειώσει. Στα εν λόγω ποιήματα ανακεφαλαιώνονται τα μεγάλα θέματα του πρώτου και δημιουργούνται γέφυρες με το δεύτερο μέρος. Στην «Ιστορία της γης σε δέκα λεπτά» (σσ. 82-3), εναλλάσσονται στροφές με κανονικά και έντονα γράμματα: οι τελευταίες ανακαλούν τον πίνακα από το βιβλίο του Σκούρα, υπογραμμίζοντας, αν δεν το έχουμε μέχρι τώρα αντιληφθεί, ότι αποτελεί την οργανωτική αρχή στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Στον χαρακτηριστικό «Οδυσσέα», το εκτενέστερο ποίημα του βιβλίου (σσ. 76-8), υφέρπει ειρωνικά το θέμα του προσφυγικού, που συνάπτεται με το αίσθημα του μη ανήκειν, το οποίο διατρέχει και το δεύτερο μέρος της Ανθρωποκαίνου, καθώς και της ποίησης ως της μοναδικής γνήσιας πατρίδας. Ο ποιητής σαν άλλος Οδυσσέας περιπλανιέται αδυνατώντας «να βρει την πατρίδα», όποια κι αν είναι αυτή (χώρα, θρησκεία, ομάδα), όπως στο δεύτερο μέρος θα παλεύει ματαίως να ενταχθεί. Σημειωτέον ότι ο «Οδυσσέας» είναι το ένα από τα δύο μυθολογικά ποιήματα του βιβλίου. Το δεύτερο, ο «Ήφαιστος», τοποθετείται στην ακριβώς αντίστοιχη θέση προς το τέλος της δεύτερης ενότητας. Η μέριμνα του Παπαγεωργίου για τη συμμετρία είναι, ξανατονίζω, εντυπωσιακή.

Δεύτερη ενότητα: «Η στρωματογραφία μου»

Η δεύτερη ενότητα της Ανθρωποκαίνου, «Η στρωματογραφία μου», στην οποία θα αναφερθώ πιο συνοπτικά, δεν είναι παρά η αντανάκλαση, στο επίπεδο πια του μερικού και του ατομικού, της μεγάλης εικόνας του πρώτου μέρους: μια καταβύθιση του ποιητικού εγώ στην προσωπική του ιστορία—στη γεωλογία του Εαυτού. Και εδώ η καταγραφή είναι χρονολογική, από τη γέννηση (κατ᾽ ακρίβεια, τη σύλληψη) μέχρι τη σημερινή κατάσταση του ενήλικα. Όπως και στην περίπτωση του Σύμπαντος, η πορεία εκλαμβάνεται ως βιβλική Πτώση.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπως και το πρώτο, ξεκινά και τελειώνει με ποιήματα ποιητικής. Ανάμεσά τους χαρτογραφείται η πορεία του Εγώ από τη δική του «προκάμβριο», «κρυπτοζωική» φάση (όταν δεν ήταν παρά έμβρυο) στην πρώτη παιδική ηλικία (τον «παλαιοζωικό» του αιώνα», από την εφηβεία στην πρώτη ενηλικίωση, τον στρατό και τις σπουδές (τη «μεσοζωική» του φάση), και τέλος στη δική του «ανθρωπόκαινο», την επώδυνη πλοήγηση στα κύματα της (υποτίθεται) «έμφρονος» ζωής: από τις παρθενικές ερωτικές εμπειρίες στην επαναλαμβανόμενη ερωτική αστοχία· από τις αμφιβολίες, τις ανασφάλειες, τον φόβο και την αγχώδη διαταραχή, που συνοδεύουν τον αγώνα του ποιητικού Εγώ καθώς αγωνίζεται «να ορίσει τον εαυτό του», μέχρι τη σωρεία των απωλειών (οικογενειακών και προσωπικών)· και από τις αντιδράσεις στις απώλειες αυτές, τις περισσότερο ή λιγότερο υγιείς, ξανά στα σωτήρια παυσίλυπα: τη φιλία (των ανθρώπων, αλλά πολύ περισσότερο των σκύλων και φυσικά την ποίηση. Το ποίημα «Ερημοποίηση» (σ. 162), αφιερωμένο στον σκυλάκο του ποιητή, είναι ανατριχιαστικά όμορφο:

Ερημοποίηση

Στον Chris

Ολόκληρος πλανήτης η αφεντιά μου
έχω, βλέπεις, κι εγώ δορυφόρο
περιφέρεται πάντοτε σε ακτίνα λίγων μέτρων από ’μένα
η σελήνη μου είναι πάντοτε πανσέληνος
για να ’χω άπλετο φεγγαρόφωτο εγώ, το ετερόφωτο πλάσμα

Όταν φύγω απ’ το σπίτι
μας έλκει βαρύτητα αμφίδρομα
όταν επιστρέφω, τρέχει να πιει νερό
ο τρόπος του να πει πως έχει λειψυδρία μακριά μου

Θυμώνω, του λέω
«Όλη μέρα ήταν εκεί το νερό, στο μπολάκι
δεν συνιστά ξηρασία η απουσία μου, κατάλαβέ το»

Αυτός απαντά
Για κάποιο λόγο όταν φεύγεις
γινόμαστε εδώ μέσα έρημος.

Το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής («Τέλος», σ. 165) είναι ένας στοχασμός για τη ζωή, το ταξίδι, τον χρόνο, τα στοιχεία της φύσης και της γεωγραφίας, τη διαφορά ανάμεσα στην ποίηση και την πεζότητα. Όσο κι αν προσπάθησε να χωρέσει στα κοινωνικά καλούπια (ή προσπάθησαν άλλοι εκ μέρους του να τον χωρέσουν), ο ποιητής, θέλουν δεν θέλουν, δεν είναι ένας «συνηθισμένος ταύρος», που αδυνατεί να παίξει τον ρόλο που αναμένει για αυτόν η κοινωνία. Τούτος ο μη «συνηθισμένος ταύρος» είναι προορισμένος να γράφει ποιήματα («Ταύρος», σ. 163). Κι αυτό, τελικά, μέσα στη ματαίωση, τον φρικτό πόνο της ερωτικής προδοσίας, την κατάθλιψη, είναι το μόνο γνήσιο βίωμα ελευθερίας. Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής («Ανθρωπόκενος») ήταν ήδη ένα σάλπισμα αντίστασης· η ανθρωπόκαινος δημιουργεί «ανθρωπόκενους», ο ποιητής όμως δεν παρασύρεται:

Δεν επιθυμώ να απλώσω
αλεξάνθρωπο συρματόπλεγμα
από τη μια μου άκρη στην άλλη
δεν θέλω να ζω κενός ανθρώπων
μονάχα επιχειρώ να επιβιώνω στην Ανθρωπόκαινο.

Επιβιώνει μέσω της ποίησης—χάρη στην ποίηση.

Πίνακας 2: «Η στρωματογραφία μου», το δεύτερο μέρος της Ανθρωποκαίνου

Καταληκτικά

Από την τελευταία μου αναφορά στα «ποιήματα αντίστασης» καταφαίνεται και ο τόνος της Ανθρωποκαίνου—ένα μείγμα συναισθημάτων και στάσεων. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο μέρος της συλλογής, είναι, όπως είπαμε, μια πορεία «πτώσης», καθώς ο χρόνος εκτυλίσσεται από το παρελθόν στο παρόν. Παρά το βιβλικό αυτό υπόστρωμα, όμως, η άφιξη στο παρόν είναι μάλλον αμφίθυμη παρά κατατονική. Από τη μια, πλανήτης (και σώμα) φέρουν τα σημάδια (τις ουλές) της γεωλογικής τους εξέλιξης· η πορεία από το άλλοτε στο τώρα είναι επίπονη και επώδυνη, μεστή τραυμάτων, ακυρώσεων και ματαιώσεων. Από την άλλη, όμως, και ο πλανήτης και το σώμα συνεχίζουν να υπάρχουν, παραμένουν ζωντανοί και ενεργοί—δεν έχουν αποτεφρωθεί ακόμη από την έκρηξη κάποιου κυριολεκτικού ή μεταφορικού Υπερκαινοφανούς ή Κόκκινου Γίγαντα. Η εξέλιξη είναι επώδυνη διαδικασία, αλλά ο πόνος είναι και γέφυρα προς τη χαρά («Θεωρία της εξέλιξης των ειδών»). Η «ανθρωπόκαινος εποχή» είναι, επαναλαμβάνουμε, κατά τον Σκούρα, η εποχή που «ο άνθρωπος καθίσταται γεωλογικός παράγοντας», δηλαδή παρεμβαίνει αλλοιωτικά στο περιβάλλον (ή στη «γεωλογία» των άλλων ανθρώπων). Η «εμφροσύνη», όμως, του «έμφρονος ανθρώπου», του Homo sapiens, τον καθιστά ικανό όχι μόνο να καταστρέφει, αλλά και να δημιουργεί (ποιητική) ομορφιά. Leitmotiv της Ανθρωποκαίνου είναι η λειτουργία της ποίησης όχι μόνο ως ψυχικού καταφυγίου, αλλά και ως κατεξοχήν «ανθρωπογενετικού» παράγοντα. Η ποίηση, όχι οποιαδήποτε άλλη κατάκτησης της τεχνολογίας, είναι το στοιχείο που διαχωρίζει τον Homo sapiens από τους προγόνους του («Homo Sapiens», σ. 25).

Η Ανθρωπόκαινος είναι συλλογή με ξεκάθαρη κυπριακή ταυτότητα. Ο ποιητής ικανοποιεί έτσι και το παράπονο ενός επικριτή της προηγούμενης συλλογής του[9] ότι ο Υπερκαινοφανής ακροβατούσε στο διάστημα ξεχνώντας την ιδιαίτερή του καταγωγή. Τα πλείστα ποιήματα στο πρώτο μέρος της Ανθρωποκαίνου κλείνουν προσδιορίζοντας το μέρος όπου συνελήφθησαν. Οι τόποι της Ανθρωποκαίνου είναι χαρακτηριστικοί: φυσικά τοπία της Κύπρου, από τα πιο παρθένα και αρχέγονα. Επίσης, τεχνητοί χώροι συντήρησης (ή κατασκευής) της μνήμης, όπως το μουσείο και ο αρχαιολογικός χώρος, κατά κανόνα στην Κύπρο. Η ίδια η Κύπρος προτάσσεται ως ζωντανό μουσείο απολιθωμάτων, γεωλογικών και ψυχολογικών—προνομιακός χώρος εξερεύνησης των θεμάτων της συλλογής: το νησί είναι άλλωστε παράγωγο ηφαιστειακών εκρήξεων και τεκτονικών μετακινήσεων (δηλαδή γεωλογικών φαινομένων), αλλά και θύμα της ανθρωποκαίνου εποχής: στην Κύπρο, η παρέμβαση του ανθρώπου ως γεωλογικού παράγοντα δεν αλλοίωσε μόνο το φυσικό περιβάλλον, όπως αλλού στον πλανήτη, αλλά δημιούργησε και μια ιδιάζουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση, η παράνοια της οποίας ξεμπροστιάζεται κατ᾽ επανάληψη στη συλλογή. Και η πορεία της Κύπρου της ίδιας, δείχνει να υπαινίσσεται ο ποιητής, είναι, δυστυχώς, πορεία πτώσης. Και σ᾽ αυτό μπορεί να βοηθήσει πια μόνο η ποίηση. Ποιήματα σαν το «Θερινό ηλιοστάσιο» (σ. 75), που κλείνει την ενότητα της ανθρωπογεωγραφίας στο πρώτο μέρος, ρίχνουν αγαπητικές ματιές στο κυπριακό τοπίο. Όλη η Ανθρωπόκαινος είναι αγαπητική ματιά προς τον πλανήτη και το σύμπαν που τον περιβάλλει, ακόμη και στην αλλοιωμένη, πεπτωκυία εκδοχή της ανθρωποκαίνου εποχής.

Με την Ανθρωπόκαινο ο Παπαγεωργίου κατακτά οριστικά το ποιητικό του εργαλείο και αναπτύσσει έναν ταχύτατο ποιητικό βηματισμό, που θα οδηγήσει, ίσως όχι γρήγορα, αφού ο ποιητής αυτός δεν βιάζεται να δημοσιεύει, σε ακόμη πιο αξέχαστους προορισμούς.

Υπερκαινοφανής
ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ

OANAGNOSTIS.GR 25/8/2023

Η ποιητική εκδοχή της εποχής του Ανθρωπόκαινου

Υπερκαινοφανής δηλαδή Super Nova είναι ο τίτλος που επέλεξε ο Κύπριος ποιητής Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου για τη δεύτερη ποιητική του συλλογή το 2017. Πέντε χρόνια αργότερα ονομάζει Ανθρωπόκαινο την τρίτη δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση σε τιτλοφορήσεις από το χώρο των θετικών επιστημών και μάλιστα εκείνων που μελετούν είτε το Σύμπαν στο απέραντο και εν πολλοίς άγνωστο διάστημα είτε τη γεωλογική ιστορία και το ανθρώπινο αποτύπωμα στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν.

Τι σημαίνει όμως Ανθρωπόκαινος; Προκειμένου να λυθεί η απορία ο Παπαγεωργίου προτάσσει στην πρώτη ενότητα ποιημάτων με τίτλο «Η Ανθρωπόκαινος Εποχή» τον πίνακα «Οι Γεωλογικοί Αιώνες» με τις γεωλογικές περιόδους του πλανήτη μας. Είναι λοιπόν η Ανθρωπόκαινος η σύγχρονη γεωλογική περίοδος για την ιστορική απαρχή της οποίας δεν υπάρχει επιστημονική συμφωνία (αγροτική επανάσταση, βιομηχανική επανάσταση, χρήση της ατομικής βόμβας) αν και οι ειδικοί κλίνουν συμβατικά προς το 1950. Ο όρος, με έμφαση στο ον «άνθρωπος» περιγράφει μια εποχή κατά την οποία η δυναμική του ανθρώπινου παράγοντα στις περιβαλλοντικές αλλαγές επηρεάζει την γεωμορφολογία της Γης, γίνεται συντελεστής ισοδύναμος με αυτό που ονομάζουμε δύναμη της φύσης. Αυτό ισχυρίστηκαν οι εισηγητές του όρου (Eugene Stoermer, Paul Crutzen, 2000) για τα χαρακτηριστικά και την έκταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ο τίτλος-γεωλογικός προσδιορισμός ενισχύεται από το εξώφυλλο της συλλογής που προβάλλει την ανθρώπινη δραστηριότητα ως επίδραση στα μορφολογικά χαρακτηριστικά της γης.

Πώς δικαιολογείται και πώς στηρίζεται από τα 129 περιεχόμενα ποιήματα η επιλογή του τίτλου; Το ερώτημα αφορά στις βάσεις του ποιητικού σχεδίου του Παπαγεωργίου. Οικολογική ευαισθησία, περιβαλλοντική ανησυχία, διερεύνηση της πρωταρχικής ύπαρξης, πριν τη μόρφωση του ανθρώπινου όντος όπως το ξέρουμε τα τελευταία χιλιάδες έτη, συνείδηση της άπειρης χρονικότητας και της μηδαμινότητας του ατομικού;

Ένας μεγάλος αριθμός ποιημάτων φέρει ως τίτλους γεωλογικούς όρους ή λέξεις σχετικές με τη γεωλογία ενώ και η δεύτερη ενότητα τιτλοφορείται «Η στρωματογραφία μου» μεταφέροντας στο άτομο-ανθρώπινο ον-ποιητική φωνή μια γεωλογική έννοια, ταυτίζοντας την ατομική μικρο-ιστορία με την ανθρώπινη μακρο-ιστορία. Σε μεγάλο βαθμό, εξάλλου, αυτή η αρχή, θα την ονόμαζα ένα είδος αντικειμενικής συστοιχίας στηρίζει ολόκληρη τη συλλογή. Το ανθρώπινο ζώο αποτελεί μέρος αυτής της γεωμορφολογίας και στην ανθρωπόκαινο ρυθμιστής των μεταβολών της καθεμιά από τις οποίες αντανακλά στο ανθρώπινο ζώο γενικά και ειδικά σε αυτό που αυτοορίζεται στη συλλογή ως ποιητική φωνή. Το βιογεωδυναμικό σύστημα της γης διαρκώς σε μεταβολές αντανακλά στον εσώτερο εαυτό.

Ήδη η σύνδεση μάκρο- μικρο- γίνεται εμφανής από το πρώτο ποίημα «Η ηλικία του κόσμου» όπου η προσωποποίηση των απολιθωμάτων επαναφέρει την άμεση σύνδεση του ανθρώπινου όντος με το απώτερο παρελθόν του και η απειροελάχιστη ατομική ανθρώπινη στιγμή στο εδώ και τώρα συνάπτεται με την κοσμική ηλικία «το παμμέγιστο χρονικό διάστημα/των 4,6 δισεκατομμυρίων χρόνων/». Έτσι, γεωγραφία/γεωλογία και ανθρωπογεωγραφία/ανθρώπινη εμπειρία συμπλέκονται στη συλλογή του Παπαγεωργίου και η λογική του εκτίθεται ποιητικά στο «Το κομμάτι που λείπει»: «Δεν ξέρω αν η θέληση κινεί βουνά/σίγουρα όμως τα τεμαχίζει/έπειτα εκεί φυτρώνουν/δρόμοι, σιδηροτροχιές, φράγματα/κάπως έτσι η γεωγραφία/γίνεται ανθρωπογεωγραφία.». Δεν πρόκειται μόνο για προσωποποιήσεις ή μετωνυμίες αλλά για μια παραλληλία ανάμεσα στη ρημαγμένη φύση και τον πόνο του ανθρώπου ως μέρος αυτής της καθημαγής. Στο λόγο για την κοσμική δημιουργία, το απώτατο παρελθόν του πλανήτη και των όντων του, υπεισέρχεται απορητικά ο λόγος της ποίησης στο δεύτερο ποίημα: «Μεσοωκεάνια ράχη»: «Είναι η μακρύτερη οροσειρά της Γης/μήκος 40.000 χιλιόμετρα/[…]-Τάχα αυτό είναι ποίημα;/ -Ναι είναι ποίημα του πλανήτη μας.[…]-Όχι αυτό που γράφεις τώρα είναι ποίημα; Ισχυρίζεσαι ότι αυτό αποτελεί ποίηση;/».

Η αναδίφηση της γεωλογίας του πλανήτη μπορεί να διαστείλει τα όρια του ποιητικού λόγου για τον Παπαγεωργίου εάν υπάρξει η σύνδεση που παραπάνω ανέφερα και που προοδευτικά αρχίζει να γίνεται προφανής στο τρίτο ποίημα «Εκρηξιγενή πετρώματα» ενώ στην άκρη της πορείας βρίσκεται ο Homo sapiens στο ομώνυμο ποίημα και η ανάγκη να χαρτογραφηθεί ως παρουσία («Terra incognita»). Παράλληλα, ολοένα και περισσότερο η συλλογή από τη γεωλογική στρωματογραφία περνά στα ανθρώπινα όντα και στρέφεται προς την παν-ανθρώπινη εμπειρία. Εδώ προβάλλεται η έννοια της ισότητας μέσω του προσφυγικού και μεταναστευτικού. Στη βάση της ανθρωπινότητας που προκύπτει από την κοινή ρίζα όλων των ανθρώπινων ζώων τα ποιήματα «Δεκαπενταύγουστος» και «Θρησκειολογία» προβάλλουν ως εμπόδια της προσέγγισης ανάμεσα σε ανθρώπους θρησκείες και θεσμούς. Οι ομόκεντροι αυτοί κύκλοι καταλήγουν στο χώρο του ατομικού «Γενοκτονία», «φαΛΛός (Ι, ΙΙ)» όπου τίθεται η προβληματική του φύλου και της αρρενωπότητας όπως είναι κοινωνικά συγκροτημένη. Η αμφισβήτησή της συμπυκνώνεται στη σχέση με το Γένος (=βιολογικό φύλο) και κυρίως συμπυκνώνεται στο φαλλικό σύμβολο «εγκάθετη εξουσία». Η θεματική φύλου και σεξουαλικότητας επανέρχεται και σε επόμενα ποιήματα ενώ δεν απουσιάζει η κοινωνική κριτική ( «The bystander effect», «Νυχτερινό δελτίο ειδήσεων», ποιήματα που ωστόσο παρά την πρωτοτυπία της γραφηματικής οργάνωσης -το πρώτο με αλφαβητική ακροστιχίδα και το άλλο σε στήλες λέξεων- δεν αποφεύγουν την κοινοτοπία της θεματικής που η παράθεση την επιβαρύνει περισσότερο χωρίς να υπάρχει, έστω, η εύφλεκτη συνθηματολογία).

Πολλά από τα ποιήματα είναι συνδεδεμένα με την Κύπρο και οι συγκεκριμένες τοπικές αναφορές στο τέλος κάθε ποιήματος λειτουργούν ως τοπόσημα της ποιητικής απαρχής, ως μνήμες και ως νήμα σύνδεσης του ατόμου με τον τόπο/χώρα/πατρίδα του. Η πατρίδα αυτή ανιχνεύεται αρχικά ως έδαφος με την ιδιαίτερη μορφολογία του αλλά γρήγορα αναδύεται ο συναισθηματικός δεσμός. Η υψηλής θερμοκρασίας συγκίνηση στα ποιήματα «Εξαφάνιση», «Πράσινη Γραμμή», «Πρωταπριλιάτικο ψέμα», «Κύκνοι» κ.ά. οφείλεται στη στροφή προς το κυπριακό τραύμα «της τελευταίας μοιρα||σμένης πρωτεύουσας της Ευρώπης». Η ντοπιολαλιά που εντίθεται σε ποιήματα με διαλογικό χαρακτήρα δεν ξενίζει και επιτείνει τη συγκίνηση από την έκθεση του τραύματος.

Στο ποίημα «Σκωρία» συναιρούνται σχεδόν όλα τα παραπάνω: «Ένα βουνό μετακινείται/ κατά τις επιταγές της σύγχρονης μεταλλουργίας//Έντζε σκάφκουσιν γαλαρίες πιον/ταράσσει ο εκσκαφέας το βουνόν/για να ‘ρουσιν το μέταλλον. Μου’πε ένας γέροντας στον λόφο του Προφήτη Ηλία απέναντι//Είμαι κιόλας σαράντα/πού κείτεται η αρχαία σκουριά μου να την κοιτάξω/χωρίς φόβο, χωρίς ενοχή;/»

Η δεύτερη ενότητα «Η στρωματογραφία μου» στρέφεται πλέον στη διερεύνηση του παρελθόντος και του εαυτού, τον ορυκτό πλούτο του ατόμου με παρόντα τα ίδια υλικά της πρώτης ενότητας και μάλιστα με εντονότερη προβολή του ρόλου της ποίησης. Ο εξομολογητικός χαρακτήρας χωρίς μελοδραματισμούς αλλά με την απόσταση του χρόνου περιλαμβάνει ποιήματα αφήγησης τραύματος: ο χλευασμός και η κακοποίηση στα σχολικά χρόνια (bullying) λόγω διαφορετικότητας, συνειδητοποίηση της σεξουαλικότητας («Χαλαζίας», «Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση»), η οικογενειακή ιστορία, ο εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και η αποτυχία, όλη η στρωματογραφία που καταλήγουν στη διαμόρφωση του έμφυλου εαυτού.

Η κατανομή των ποιημάτων, ιδίως στην πρώτη ενότητα ενώ βαδίζει, όπως ειπώθηκε, προς την εσωτερική διαστρωμάτωση του εαυτού μέσα από την ερωτική εμπειρία («Μέδουσα», «Ο έφηβος των Αντικυθήρων» αίφνης επιστρέφει με γεωλογική εικονοποιΐα σε διαφορετικές θεματικές π.χ. στη σχέση με την ποίηση («Διεργασίες», «Αράχνη») ή με τον τόπο διασπώντας τη ροή και καταδεικνύοντας ότι πρόκειται περισσότερο για αυτόνομα ποιήματα-στιγμές και λιγότερο για σύνθεση, παρά το κοινό νήμα και παρά το παγιωμένο ως το τέλος σχέδιο. Η δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται πιο δεμένη και περισσότερο επεξεργασμένη κυρίως θεματικά και τροπικά. Θα έλεγα μάλιστα ότι εδώ βρίσκεται η καρδιά του βιβλίου.

Πίνακες, διαχωριστικές γραμμές και στις δύο ενότητες επιδιώκουν να έχουν έναν δυναμικό ρόλο αλλά δεν είμαι σίγουρη για τη λειτουργικότητά της σχηματικής παρουσίας τους.

Μερικά ποιήματα με αφηγηματικό στοιχείο, αποκαλυπτικά του εαυτού της ποιητικής φωνής, ή και της σχέσης της με την ποίηση αποτελούν μια σχεδόν επίπεδη παρουσίασή του π.χ. το κάπως φλύαρο «Οργανική χημεία»: Ή το μάλλον κοινότοπο «Μαύρο κουτί»: «Σκασμός επιτέλους! /Αφήστε με ν’ ακούσω τον εαυτό μου!//Κι η ποίηση/το μαύρο κουτί/που θα καταγράψει τα πάντα/όπου κι αν πάω/όπου κι αν πάθω./». Ή το βιωματικό μεν αβαθές δε «Ποιος θα με σηκώσει πρώτος απ’ το κρεβάτι». Όσο κι αν αυτό γίνεται εμπρόθετα προς αποφυγή του έντονου συναισθηματισμού δεν είναι πάντοτε επιτυχημένα επεξεργασμένο και καταλήγει απλή έκθεση, ένας αφηγηματικός πυρήνας απογυμνωμένος από τη δόνηση της ανάμνησης π.χ. «Σημειώσεις μετά από μια κηδεία», ο έντονα αφηγηματικός χαρακτήρας ου «Εξαιρέσεις» ή το «Βιβλιοθήκη»: «Είχε στάση έξω απ’ το σπίτι της θείας Φάνης/πάιρναμε το λεωφορείο με τη Νόνη/10 σεντ της λίρας ο καθένας/φτάναμε στο κέντρο/μόνο και μόνο για να πάμε εκεί/ -Πού;/-Στην κρατική βιβλιοθήκη./-Γιατί;/-Να δανειστούμε βιβλία./-Αυτά τα φλώρικα έκανες όταν ήσουν παιδί;// Ήταν παράθυρα στον κόσμο Ήταν καθρέφτης του εαυτού.» Ο διαλογικός χαρακτήρας και ο κοινότοπος χαρακτηρισμός των βιβλίων μειώνει τη δύναμη της ανάμνησης πράγμα που αντιστοιχεί στην περιορισμένη θυμική ανταπόκριση:

Μερικά άλλα ποιήματα εντούτοις χαρακτηρίζονται από υψηλού βαθμού συγκινησιακό φορτίο συχνά συνδυασμένα με ιδιαίτερη επεξεργασία. Κυρίως τέτοια είναι όσα θεματοποιούν τη διαπραγματεύσιμη και ρευστή ανδρική ταυτότητα την οποία ανατέμνει ο Παπαγεωργίου εξετάζοντας τη δική του αρρενωπότητα και τους όρους συγκρότησής της (οικογένεια, σχολείο, στρατός): «Ανδρική γραφή» (η σφυρηλάτηση του ανρισμού συνδυαστικά με το έθνος στο στρατό), «Αναπαραγωγή» (η πατρότητα του ποιήματος σε αντίθεση με την πιθανή στειρότητα τεκνογονίας). «Κούκλες Ι, ΙΙ»: «Μου την έδωσε ανά χείρας/εγώ την άγγιξα/τρομαγμένος, τρεμάμενος/λες και ακουμπούσα ένα ηλεκτροφόρο/ή κάτι μολυσματικό/μα ήταν απλώς μια κούκλα/μια πλαστική κούκλα με ξανθά μαλλιά/εγώ απλώς ένα παιδί/παρ’ όλα αυτά αγόρι/αυτή ήταν η ξαδέρφη/παρ’ όλα αυτά αδερφή/παίζαμε μαζί τους κρυφά/μην με πει κανείς αδερφή./»

Παρά τον κάπως άνισο χαρακτήρα της και τις θεματικές και τροπικές επαναλήψεις που θα μπορούσαν να αποφευχθούν (ίσως και με περιορισμό της έκτασης του βιβλίου και περικοπή ορισμένων από τα 129 ποιήματα, ιδίως από την πρώτη ενότητα) η συλλογή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις συνάψεις της, για το είδος αυτό της συστοιχίας που περιγράφηκε παραπάνω, για την αναγωγή της στην Ανθρωπόκαινο ως οικουμενική αλλά και προσωπική εποχή, στοιχεία οου αν έλειπαν θα είχαμε μια ποίηση εξομολογητική και λιγότερο εικονοπλαστική, ακόμη και στις περιπτώσεις που η σεξουαλικότητα και το φύλο αποτελούν άξονα ποιημάτων, ακόμη και στην προσωπική έκθεση του κυπριακού τραύματος.

ΝΕΝΑ ΦΙΛΟΥΣΗ

Διόραμα τεύχος 19 (Περιοδικό Τεχνών και Πολιτισμού  10/2018)
Το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2017 από τις εκδόσεις Μελάνι, ήρθε πέντε χρόνια μετά το πρώτο, Πέντε Εποχές (Μελάνι 2012) να επιβεβαιώσει την ποιητική του ταυτότητα, εξασφαλίζοντάς του έτσι μια θέση από όπου η νέα φωνή του καταθέτει τη δική της μαρτυρία για την εποχή του.
Το βιβλίο, αποτελείται από δύο διακριτές ενότητες, που τιτλοφορούνται αντίστοιχα, Φυλογένεση και Οντογένεση. Ο ίδιος στις Σημειώσεις του εξηγεί για τη φυλογένεση: η μελέτη της ιστορίας της βιολογικής εξέλιξης ενός είδους, ενώ για την οντογένεση: η μελέτη της ιστορίας και ζωής ενός μεμονωμένου οργανισμού. Σκόπιμη και ευφυής επιλογή για τις δύο ενότητες δεδομένου του περιεχομένου τους αλλά και ό,τι αυτό σημαίνει για τη συλλογή των 48 και 50 ποιημάτων αντίστοιχα. Διατηρούμε ωστόσο το δικαίωμα να συνδέσουμε τους δύο υπότιτλους με περεταίρω σημάνσεις, καθώς έχουμε να κάνουμε με ποίηση και οι ποιητές έχουν εκ φύσεως μέθη και παρά- νοια. Ο Καραγιάννης υποστηρίζει ότι οι βιολογικές αυτές έννοιες καθιστούν τα ποιήματα καθόλα πολιτικές δηλώσεις (Cadences, 13o τεύχος). Συμφωνώ και προσθέτω ότι ως πολιτικό ον, ο σκεπτόμενος ποιητής αδυνατεί να εκδυθεί την καθολική αγωνία της ανθρωπότητας. Εξάλλου, η αυτοενοχοποίησή αποτελεί αυτόβουλη στάση του να σηκώσει πάνω του όλη την αθλιότητα του άκοσμου κόσμου μας που αφήνει παιδιά να πεθαίνουν, σκοτώνει ανθρώπους σαν να ήταν αναλώσιμο είδος, καταστέλλει επαναστάσεις και καταπατεί ανθρώπινα δικαιώματα.
Για να είσαι σε θέση να μιλήσεις για ένα έργο, χρειάζονται πολλές αναγνώσεις. Ο Υπερκαινοφανής, δεν χαρίζεται στον αναγνώστη. Κάθε φορά, ο δεύτερος, ανακαλύπτει νέους τόπους και οδούς για να συν- κινηθεί ή να συλλογιστεί ή να αυτοανατραπεί. Ο λόγος για τον λόγο του Άλλου, επισύρει μια ιδιότροπη ευθύνη και μια διαδικασία όχι απλώς ερμηνείας, αλλά κυρίως δημιουργίας μιας διαδρομής μέσα από την οποία ως αναγνώστες θα εισέλθουμε στα ενδότερα της διανόησης και της ποιητικής του γλώσσας. Ουδόλως εύκολη υπόθεση. Σημειώστε και την αναγκαιότητα να έχουμε πρώτα καθαρθεί από κάθε προηγούμενη υποψία και πάθος παλεύοντας για την αθωότητα του αναγνώστη που η ποίηση (αν είναι όντως ποίηση) θα του αναδεύσει τα σωθικά ή θα τον ακινητοποιήσει χρονικά για όσο αντέχει.
Με την πρόθεση να μιλήσω για το βιβλίο, χρειάστηκε να επιλέξω έναν άξονα. Η αλήθεια όμως είναι ότι η συλλογή αυτή, προσφέρει πολλά θέματα για συζήτηση: η συμπαντική διάσταση του κόσμου και του προσώπου, ο χρόνος και ενίοτε η κατάργησή του ή η καθολικότητά του, η ιστορικότητα, η μνήμη, τα ταξίδια του ποιητικού ήρωα, η συγκρότηση της ταυτότητας του εγώ και η προσωπική περιπέτεια, η σχέση με το νερό και τις ιδιότητές του, η ενοχή και η ενοχοποίηση, η καταβαράθρωση κάθε παγιωμένης βεβαιότητας, η αμφισβήτηση της κατασκευασμένης τάξης, οι άπειρες ετερωνυμίες μέσα από εκμαγεία, αποτυπώματα, γλυπτά, αγάλματα, προσωπεία. Ακόμα και η αισθητική απόδοση κάποιων στίχων (μείξη πεζών – κεφαλαίων γραμμάτων, σχέδια, επιμελώς διαταραγμένη σειρά λέξεων). Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι διαφορετικά πεδία συνδέονται με την αναζήτηση ερμηνευτικών προτάσεων και προσφέρουν γενναιόδωρα τα εργαλεία τους.
Η Φυλογένεση σε ζαλίζει, σε τσιγκλά, σε περιστρέφει γύρω από την κοινή μοίρα των ανθρώπων άλογα και μεταπραγματικά (sic) αφού οι χρονικές συμβάσεις αναπτύσσονται γύρω από ιστορικά ή μυθολογικά γεγονότα: πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, Άουσβιτς, Χιροσίμα, αποίκιση Αμερικής από ασιατικές φυλές, Μινωική έκρηξη, Κίνα 200 π.Χ. , σεισμός 18ου αι. στη Λισαβόνα, επανάσταση των Γαριφάλων και της Ουράνιας Γαλήνης, ανεύρεση φυσικής ανθρώπινης μούμιας του 3300 π.Χ. , Ορφέας και Ευρυδίκη, η στήλη της Ροζέτας, Ολυμπιακοί του ’68, κομήτες, περσίδες, πύραυλοι, βόμβες, υπερκαινοφανείς αστέρες, το άδικο που επαναλαμβάνεται διαρκώς μέσα στην ιστορία, ο θάνατος. Πάντα, μέσα από τα μάτια του ποιητή που στέκεται κριτικά, ενίοτε ειρωνικά απέναντι στη χρονική απόσταση, απέναντι στις αποστάσεις γενικώς.
Επιλέγω τρία αποσπάσματα :
Μέχρι χθες ακόμη/ μπηγμένοι στα χαρακώματα/ βλέπαμε τα χρόνια να περνούν / και τους φίλους να πεθαίνουν στα χέρια μας. (Δεν είμαστε οι τελευταίοι, Στις πεδιάδες της Φλάνδρας, σ. 40)
Δεν ξέρω αν η θλίψη σας είναι /που τόσα χρόνια δεν σας έβρισκαν/ ή που τελικά δεν έγινε ο πόλεμος /για τον οποίο έχετε φτιαχτεί. (Πήλινος Στρατός, σ. 27)
Και
Το σύμπαν ξέρει μόνο να διαστέλλεται/ από τον καιρό της Μεγάλης Έκρηξης./ Κι έχω να δηλώσω πως δεν έτυχε ποτέ να συνωμοτήσει ολόκληρο για να καταφέρω εγώ κάτι. (Διαγαλαξιακό, σ.16)
Σε δέκα ποιήματα της συλλογής ορίζεται ως αφετηρία το σύμπαν, ο αστρικός κόσμος, η αστρονομία εν γένει, με την οπτική βεβαίως του ποιητή, ο οποίος χειρίζεται επιδέξια την επιστημονική πληροφορία κατά τη μετάπλασή της σε ποιητικό λόγο. Εδώ, ο αστρικός κόσμος θεωρώ ότι συνιστά ετερωνυμία της ανθρωπότητας και όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια, ερμηνεύεται με απολύτως ερωτικούς όρους: Τόσοι γαλαξίες / να μην έχουν κανέναν να τους γράφει ποιήματα; (σ.16) Πιστεύω πως κάτω από τη science fiction προσέγγιση και τις ιστορικές αναφορές βγαίνει μια φωνή σπαρακτική, (η φωνή που στο intro ποίημα της συλλογής δηλώνει ότι του λείπει) μια individual οντότητα η οποία ποθεί να ενωθεί με κάτι άλλο, που υπερβαίνει τις φυσικές δυνάμεις, το εδώ και τώρα, τη σύμβαση (συγκυρία ή τύχη;) να έχει γεννηθεί σε συγκεκριμένο τόπο, να μιλά συγκεκριμένη γλώσσα, να ζει με τον τρόπο που ζει. Μια φωνή καθόλα δραματική, αφού αποδίδει και «δείχνει» σαν δρώμενο, με αείζωον πάθος ακόμα και σκοτεινές γωνίες του ασυνείδητου, δημιουργώντας έτσι μια νέα κοσμιότητα, πιο κοντά στη δικαιοσύνη. Έτσι λοιπόν, ο ποιητής ταυτίζεται με το αχανές του κόσμου και του χρόνου, γνωρίζοντας ότι τα μεγάλα λόγια και οι μεγάλες βλέψεις οδηγούν στο τέλος, στην πτώση. Ενδεικτικό παράδειγμα το ποίημα Κομήτης ISON: (σ. 15). Αστροφυσικές ατάκες αιωρούνται ελεύθερα και οι συμπαντικές ενέργειες ονοματίζονται με όρους αρχαίας τραγωδίας. Η άνοδος και η πτώση. Η ύβρις και η νέμεση, η ίσις και η άτη, για να καταλήξει στο αναπόφευκτο και κομματιασμένο : «Κατακερματίστηκα», όπου η μορφή της λέξης σημασιοδοτεί το περιεχόμενό της.
Όσοι έχουν γράψει ή μιλήσει για τον Υπερκαινοφανή ή και ειδικότερα για τη Φυλογένεση (π.χ. Παπαλεοντίου στο 64ο τεύχος του ΑΝΕΥ, Τσιάρτας στο fractalart, Μολέσκης, Γαλανού και Μιχαηλίδου στις παρουσιάσεις του βιβλίου, Διώνη Δημητριάδου στο meanoihtavivlia.blogspot.com.cy κ.α.) εντοπίζουν την κοσμολογική θεματολογία της και τη συνομιλία του ποιητικού υποκειμένου με τα συμπαντικά φαινόμενα και την ανθρώπινη ιστορία. Ωστόσο, μόνο δέκα ποιήματα αφορούν στον κόσμο του σύμπαντος (προσέξτε το κλάσμα 10/98 του βιβλίου ή αν θέλετε 10/48 της Φυλογένεσης). Ερευνώντας για τους υπερκαινοφανείς αστέρες ή supernovae μαθαίνουμε ότι:
«Ο όρος αναφέρεται σε διάφορους τύπους εκρήξεων που συμβαίνουν στο τέλος της ζωής των αστέρων κατά τις οποίες παράγουν εξαιρετικά φωτεινά αντικείμενα, αποτελούμενα από πλάσμα, (ιονισμένη ύλη) και των οποίων η αρχική φωτεινότητά τους στη συνέχεια αδυνατίζει μέχρι του σημείου της αφάνειας μέσα σε λίγους μήνες. Η θερμοπυρηνική έκρηξη παράγει λάμψη κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή ολόκληρου του γαλαξία. Οι εκρήξεις σουπερνόβα είναι η κύρια πηγή πολλών σημαντικών στοιχείων. Για παράδειγμα, όλο το ασβέστιο στα οστά μας και όλος ο σίδηρος του οργανισμού μας έχουν παραχθεί σε κάποια έκρηξη υπερκαινοφανούς, εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια. Η έκρηξη μεταφέρει αυτά τα βαρέα στοιχεία στον μεσοαστρικό χώρο, εμπλουτίζοντας τα μοριακά νέφη (αστρική σκόνη ή αστρόσκονη) που αποτελούν την πρώτη ύλη για τον σχηματισμό των αστέρων και των πλανητών. Κάθε άτομο του σώματός μας, κάθε μόριο του αέρα που αναπνέουμε, δημιουργήθηκαν σε ένα άστρο και έφτασαν ως εδώ με μια έκρηξη υπερκαινοφανούς. Κατά μία έννοια, είμαστε κυριολεκτικά παιδιά των αστεριών.»
Και λέω κι εγώ με το φτωχό μου το μυαλό, ώπα, τι έχουμε εδώ; Θυσία! Και οι θυσίες εξ ορισμού συνιστούν ερωτική διάθεση και προσφορά. Σαν ορθόδοξη αρτοκλασία, σαν μυστικιστικό καννιβαλιστικό δρώμενο, σαν να λέμε «και διεμερίσαντο το φως αυτού, έλαβον λάμψη». «Η γραφή είναι ό,τι μένει από την «έκρηξη» του ποιητή, που τεμαχίζεται στα ποιήματά του», κατά τον Παπαλεοντίου . Αφήνοντας τεράστια λάμψη και δημιουργώντας νέα αστέρια – ποιήματα προσθέτω. Η αστρόσκονη του Παπαγεωργίου, σαν άλλη φθορά καθίσταται γενεσιουργός παράγοντας και κατακάθεται σε κάθε τι που ξαναγεννιέται για να θυμηθούμε και τον Ελύτη «ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα, ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα» (Ήλιος ο Πρώτος ΙΙΙ). Κι έτσι, ενώ τα ποιητολογικά του ποιήματα είναι ενδεχομένως πιο ολοκληρωμένα εντούτοις τα κοσμολογικά εντυπώνονται στον αναγνώστη περισσότερο.
Ως λογικό επακόλουθο λοιπόν, τα απολιθώματα και η φθορά του ανθρώπινου σώματος που συναντάμε σε κάποιους στίχους δεν αναχαιτίζουν την ανάγκη που εκφράζεται για διεμβόλιση του χρόνου, τη βαθύτερη επιθυμία του ανθρώπου για αθανασία: Κι αν η γη έχει στ’ αλήθεια ηλικία 4,55 δισεκατομμύρια χρόνια / ψάχνω μία ρωγμή στον αχανή χ χρόνο /να χωρέσω μέσα. (Απολίθωμα, σ.17) και του ποιητή για υστεροφημία : εύχομαι αυτό το ποίημα να φτάσει σ’ εκείνη την εποχή, τουλάχιστον, ως απολίθωμα. (στο ίδιο). Ο ποιητής εστιάζει σε όλα με δισυπόστατη γλώσσα υλική και συμβολική: Τα είδα όλα. / Στην αρχή μέχρι τριάντα πέντε χρόνια πίσω. / Ύστερα ακόμα πιο πίσω./Απείρως. (Ξεκίνημα, σ. 11). Ποια όλα; Η έπαρση της νιότης; Ορμή για ζωή και γνώση; Ποιος χρόνος; Της αφήγησης; Της εμπειρίας; Της ποιητικής έμπνευσης; Λέξεις όπως τότε, σήμερα, χρόνια, κάποτε, προτού και άλλοι χρονικοί προσδιορισμοί παντού, σχεδόν σε κάθε ποίημα. Επίσης, η ταύτιση του εγώ με τον χρόνο, με το τέλος, με τα περασμένα αλλά και τα μελλούμενα : Κλειστήκαμε σ’ ένα δωμάτιο/ εγώ και οι άλλοι τρεις εαυτοί μου. Ο συντελεσμένος/ Ο επιτελεσμένος/ Ο τετελεσμένος. Προσέξτε την επιλογή του β συνθετικού τέλος που σημαίνει σκοπός ή προορισμός (Μουσική δωματίου σ. 102). Κι ακόμα, στο καταληκτικό και ομότιτλο ποίημα της Φυλογένεσης, ολόκληρη η ανθρωπότητα από καταβολής κόσμου, συνυπάρχει και συγχρονίζεται στην ατομική αγωνία: 4:44 π.μ. /Μπήκαν όλοι μέσα. /Και ο Σάπιενς και ο Νεάντερταλ και ο Ερέκτους/ και άλλοι πολλοί που δεν τους ξέρω.[ …] 4:44 π.μ. /Βγήκαν όλοι έξω./ Απέμεινα πάλι μόνος μου/ με την Οντογένεση. (σ.67). Έτσι, κάποτε το κοινό κοινωνικό γίνεται ιδιωτικό, κυρίως στη Φυλογένεση όπως επί παραδείγματι στο ποίημα Ενοικιάζεται (σ. 23) ή το Κομήτης CP 820692 (σ.64) και άλλοτε το προσωπικό βίωμα ανάγεται σε πανανθρώπινη εμπειρία ή επιθυμία, αναγωγή που χαρακτηρίζει περισσότερο την Οντογένεση, βλ. ποίημα Εφήμερα (σ.86 )ή Δυσεπίλυτη άλγεβρα (σ.103) ή Αλγαισθησία (σ.93).
Για την ταύτιση του συλλογικού με το ατομικό γίγνεσθαι αλλά και την ευφυή χρήση λογοπαιγνίων, διαβάζω το ολιγόστιχο ποίημα Erection (=ανόρθωση, στύση) (σ.21)
Μόλις τελείωσα / κοιμήθηκε ευτυχώς ο Homo Erectus/ ξύπνησε όμως ο Homo Solitarius (από το solitus (=μόνος)
Η οντολογική κινητικότητα του ποιητικού αυτού corpus με τις αναρίθμητες υπονομεύσεις της επιστημονικής γνώσης μέσα από κατ’ επίφαση ρεαλιστικές εικόνες και αλλοτριωμένες σημασίες δηλώνεται κάποτε ρητά ή συνήθως υπόρρητα σε ό,τι αφορά στο σύνολο, στην πραγματικότητα των Άλλων. Ενώ δηλαδή ο χωροχρόνος δηλώνεται, εντούτοις είναι εμφανής και έντονη η προσπάθεια του ποιητικού εγώ είτε να τον καταργήσει, ειδικά όταν αφορά στο όλον, (παρατηρείται έντονα στη Φυλογένεση), είτε να τον θωπεύσει όταν αφορά στο προσωπικό πένθος, (ειδικά στην Οντογένεση, βλ. ποίημα Ημέρα μνήμης απολεσθέντων, σ.84). Σ’ αυτό συμβάλλει και η ταξιδιάρικη ψυχή του ποιητή. Τοπία υπαρκτά αναφέρονται σε ποιήματα ή σημειώνονται ως γενέτειρα του ποιήματος με σκηνοθετική επιμέλεια: Φλωρεντία, Κίνα, Σαντορίνη, Λονδίνο, Βουλγαρία, Στρασβούργο, Νιζ, Βερολίνο, Μετέωρα, Αθήνα, Λισαβόνα, Καλαβασός, Πράσινη Γραμμή, Ψηλορείτης, Βοστώνη, Κακοπετριά, Νέα Υόρκη. Και παράλληλα, ποτάμια , λίμνες, θάλασσες γιατί «καταγόμαστε από το νερό». Παρόλα αυτά, ο ποιητής καταφέρνει εντέλει να αποδράσει απ’ όλα δηλώνοντας: Είμαι ελεύθερος ανεξαρτήτως χωροχρόνου. (Υπερκαινοφανής Ι, σ.65)
Στην Οντογένεση, συναντούμε πιο προσωπικά ποιήματα, στα οποία άλλοτε το εγώ ταυτίζεται με την ποίηση ή το ποίημα, ή με τον τόπο μας (Ορυχείο σ.92) ή την οικουμένη (Εθνικός ύμνος σ. 83), άλλοτε είναι ο ίδιος ο ποιητής που εκτίθεται σε προσωπικές εξομολογήσεις μέσα από μετωνυμίες alter ego (Η εξομολόγηση μιας πεταλούδας σ. 104) και υπαινικτικές ετεροπροσωπίες (Πρόσωπα σ.112), μικρές ποιητικές αυτοβιογραφίες, τοποθετημένες σχεδόν σε χρονολογική σειρά. Παιδικές μνήμες – τραύματα, εφηβική διαπίστωση για την αστοχία της εκπαίδευσης, πέντε ποιήματα με αφετηρία τη στρατιωτική θητεία και τη φοίτηση στη σχολή εφέδρων αξιωματικών, ταξίδια, ερωτικά στιγμιότυπα ή επιθυμίες, απώλειες, η οδυνηρή περιπέτεια με την ποίηση. Κι εδώ θα ήθελα να σταθώ στα ποιήματα ποιητικής του βιβλίου. Στις «Αυτόχειρες ποιήτριες» δραματοποιείται μια συνάντηση του ποιητή με την Ανν Σέξτον, τη Σύλβια Πλαθ και τη Βιρτζίνια Γουλφ. Το ποίημα, με τον τίτλο «Ποιητική», αποτελεί κριτική στην ποιητική ταυτότητα, και άρα και αυτοκριτική: «Για πες τώρα, ποιητή, εσύ, τί έκανες; / Εκτός από το να ποιείς, / πράττεις κιόλας; / Ή μήπως είν’ αρκετή η γραφή σου;» (σ.51) κι αλλού για τον αναμενόμενο θάνατο ενός μικρού παιδιού, γράφει ειρωνικά: «εγώ όντας ποιητής περιμένω το συμβάν να συμβεί για να γράψω ποίημα» (σ.48). Επίσης στο Γιώτα της Ποίησης (σ.106) και στο Ανθεκτικότητα (σ.107) καταθέτει τον εγκλωβισμό του στην οδύνη και την ηδονή της ποίησης. Τέλος, σε άλλα δύο ποιήματα Ημέρα μνήμης απολεσθέντων (σ.84) και The poetics of now (σ.89) υπονομεύεται η εν δυνάμει θέση του ποιητή μπροστά στη φρίκη του πολέμου ή την απώλεια του προορισμού ως τόπου του επιθυμητού.
Εν τέλει, μέσα από κοσμολογικά ή προσωπικά – ετερωνυμικά ποιήματα ο Παπαγεωργίου διασώζει την αναρχία του κόσμου με όρους ερωτικούς ενώ ταυτόχρονα η ευκοσμία του σύμπαντος ή του προσωπικού μικρόκοσμου υπονομεύεται από την ποιητική ειρωνεία και την γνήσια ποιητική του θέαση καταφέρνοντας να αντικρίσει τη ζωή μέσα από τα μάτια του sapiens, περισσότερο ως solitarius και, το σημαντικότερο, ως poieticus άνθρωπος που δηλώνει τη φωνή και τον λόγο του. Εύχομαι το μικροσύμπαν των λέξεων και των παύσεων του αλλά και το μακροσύμπαν των συλλογισμών του και των τραυμάτων ατομικών ή συλλογικών, να συνεχίσουν να συναντώνται ερωτικά και παραγωγικά. Εύχομαι στον Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου να εκρήγνυται ακατάπαυστα και να λάμπει αδιαλείπτως μέσα από τους στίχους του.

ΜΑΡΙΑ ΠΥΛΙΩΤΟΥ

εφημερίδα Αλήθεια 19/7/2018
Ο νέος ποιητής Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου ξεχώρισε κιόλας από την πρώτη ποιητική συλλογή του (Οι Πέντε Εποχές, 2012), ένα ποιητικό βιβλίο που η ανάγνωσή του μας είχε προδιαθέσει θετικά για τη μελλοντική εξέλιξη του ποιητή και τη σοβαρότητα που αντιμετώπιζε ο ίδιος το θέμα ποίηση. Είχαμε γράψει τότε: «ο ποιητής δεν αφήνει τίποτα στην τύχη και αυτή η υπευθυνότητα είναι σίγουρο πως θα συνεχιστεί». Και συνεχίστηκε κι έχουμε τώρα μπροστά μας τη νέα, τόσο ενδιαφέρουσα, δουλειά του «Υπερκαινοφανής». Στις «Σημειώσεις» του ο ίδιος ο ποιητής επεξηγεί πως «υπερκαινοφανής» αστέρας είναι ένας αστέρας που πεθαίνει σταδιακά και καταστροφικά, με αποτέλεσμα μια τιτάνια έκρηξη… Λέει κι άλλα για τον αστέρα αυτό, λέει παρακάτω και για καμιά πενηνταριά άλλες λέξεις, λέξεις και έννοιες βέβαια που τον ενέπνευσαν να γράψει αυτή τη νέα του συλλογή. Πρωτότυπα ποιήματα που σε ξαφνιάζουν με την τολμηρή σύλληψή τους και από τα οποία, βέβαια, δεν λείπει η υπαρξιακή αγωνία, η έκπληξη, ο αυτοσαρκασμός, η ειρωνεία. Τόσο νέος και στη νέα του δουλειά ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου ασχολείται με το θέμα του θανάτου (Ο πρώτος θάνατος, Η φυσική απιθανότητα του θανάτου στο μυαλό ενός ζωντανού κ.α.).
Είναι ποιήματα του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου που νιώθεις να μοιάζουν με συμπυκνωμένα μυθιστορήματα, με τις απορίες και τα κενά που εσκεμμένα αφήνει για να τα συμπληρώσει ο αναγνώστης με τη δική του φαντασία. Και προχωρείς, κι όσο προχωρείς νέες εκπλήξεις αυτοσαρκασμού, αυτοσάτιρας, αυτοειρωνείας (Ενοικιάζεται, σελ. 23) σε περιμένουν. Και ξαφνικά η ποίηση πάει να γίνει εικονογραφική (Ο Otzi, σελ. 26), πάει να γίνει ξανά συμπυκνωμένος μύθος (Ποίηση μετά το Άουσβιτς, σελ. 42-43). Η εικόνα εναλλάσσεται με το μύθο (Ο γύπας και το κοριτσάκι, σελ.48-49). Παρομοιώσεις ή μεταφορές που ξαφνιάζουν: «Γαία / χλωμή μπλε τελεία / μόριο σκόνης που αιωρείται σε μια ηλιαχτίδα / να προσέχεις. / Τα πράγματα θα γίνουν πιο δύσκολα». (σελ. 66). Μια ποίηση, το ξαναλέμε, που ξαφνιάζει με την ευρηματικότητά της. Μια ποίηση, ζωγραφική, γεωμετρία, χημεία, ό,τι φανταστείς. Ενδιαφέρουσα, μοναδική.

Λευτέρης Παπαλεοντίου

ΑΝΕΥ, 64ο τεύχος.
Ήδη με την πρώτη συλλογή του (Οι πέντε εποχές, 2012), που προσέχθηκε και στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου (Κύπρος 1981) εμφανίστηκε στον χώρο της ποίησης με αρκετές αξιώσεις και με περισσότερες υποσχέσεις. Η πρόσφατη, ογκώδης συλλογή του, με τον τίτλο Υπερκαινοφανής (ο όρος παραπέμπει σε ένα νέο αστέρι που εκρήγνυται σε μικρό χρονικό διάστημα αφήνοντας καταστροφικά αποτελέσματα), φαίνεται αρκετά φιλόδοξη: Δομείται σε δύο ενότητες (με τους τίτλους Φυλογένεση και Οντογένεση, αντίστοιχα) και ξανοίγεται σε ποικίλα θέματα. Μάλιστα ο ποιητής κρίνει σκόπιμο να παραθέσει δέκα σελίδες με σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, για να εξηγήσει όρους, ιστορικές και άλλες αναφορές που περνούν στα κείμενά του.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής («Το ξεκίνημα»), ένα ποίημα ποιητικής, θα μπορούσε να θεωρηθεί προγραμματικό: Ο ποιητής, παραβλέποντας τις εντολές των θεών, κοιτάζει πίσω για να δει το παρελθόν του, όπως ο Ορφέας θέλησε να δει την Ευρυδίκη. Έτσι, ο ποιητής καλείται να πληρώσει το τίμημα της ύβρεως: «Ανατινάχτηκα μπροστά τους σαν υπερκαινοφανής αστέρας. / Κι όταν ήρθα στα ίσια μου, / μου ’λειπε η φωνή. / Αλλά περιέργως μπορώ να γράφω». Η γραφή είναι ό,τι μένει από την «έκρηξη» του ποιητή, που τεμαχίζεται στα ποιήματά του.
Και σε άλλα κείμενα της πρώτης ενότητας ο Κ. Παπαγεωργίου ασχολείται με θέματα που συνδέονται με το σύμπαν και την κοσμολογία (γαλαξίες, αστερισμούς, κομήτες, μετεωρίτες), με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, ιστορικές περιόδους, μνημεία, πρόσωπα και περιστατικά. Συνήθως προσθέτει τη δική του πινελιά στην εξέλιξη των πραγμάτων, προσεγγίζοντάς τα με λοξή ματιά: «Μόλις τελείωσα. / κοιμήθηκε ευτυχώς ο Homo Erectus / ξύπνησε όμως ο Homo Solitarius» (“Erection”).
Από την πρώτη ενότητα μας σταματούν άλλα δύο κείμενα με ποιητολογικό χαρακτήρα: Στις «Αυτόχειρες ποιήτριες» παρακολουθούμε μια φανταστική συνάντηση του ποιητή/ομιλητή με τρεις ποιήτριες, την Ανν Σέξτον, τη Σύλβια Πλαθ και τη Βιρτζίνια Γουλφ, που αυτοκτόνησαν. Ο ποιητής παρακολουθεί τον πνιγμό τους στον ποταμό, καταλήγοντας με τους στίχους: «Εξάλλου δεν είν’ δικό μου το φταίξιμο. / Φταίει η ποίηση». Το δεύτερο ποίημα, με τον τίτλο «Ποιητική», αποτελεί κριτική στο σινάφι των ποιητών, αλλά λειτουργεί και ως αυτοκριτική: «Γιά πες τώρα, ποιητή, εσύ, τί έκανες; / Εκτός από το να ποιείς, / πράττεις κιόλας; / Ή μήπως είν’ αρκετή η γραφή σου;».
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου συναντάμε πιο προσωπικά και ίσως πιο ολοκληρωμένα ποιήματα, όπως τα «Απογοητεύομαι», «Καύσιμα» (ειδικά το ΙΙ: «Στην ουσία / ράβουμε εσαεί το ίδιο ποίημα / ελπίζοντας μια μέρα το υφαντό του πόνου να τελειώσει / ώστε να το πετάξουμε στα σκουπίδια. / Μα τα καύσιμα στον πυθμένα μας είναι ανανεώσιμα»), «Εφήμερα», «Καιόμενος», «Αυτοδιάθεση» κτλ. Από τις πιο αξιοσημείωτες αρετές στο γράψιμο του Κ. Παπαγεωργίου είναι η λιτότητα και η συμπύκνωση, η απροσποίητη, αντικομφορμιστική έκφραση. Βέβαια χρειάζεται ακόμη αρκετή δουλειά, ώστε να κατακτήσει ο ποιητής τα εκφραστικά του μέσα και να μεταποιήσει το πρωτογενές θεματικό υλικό του σε ολοκληρωμένα ποιήματα.

Δρ. Σταύρος Καραγιάννη

“Cadences: A journal of literature and the arts in Cyprus” (13ο τεύχος)
Πρωτογνώρισα τον Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου όταν δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή “Οι Πέντε Εποχές”. Εντυπωσιάστηκα με τον τρόπο σκέψης του νεαρού αυτού ποιητή, αλλά και με τον τρόπο που αντιλαμβανόταν την μετάφραση της εμπειρίας σε γλώσσα. Μου έδωσε την εντύπωση ενός πολύπλευρου και βαθύτατου στοχαστή, ο οποίος σκηνοθετεί εικόνες και γλώσσα για να μεταδώσει νοήματα άκρως πολιτικοποιημένα. Η καινούργια αυτή συλλογή ποιημάτων “Υπερκαινοφανής” έχει πολλές διαφορές από την πρώτη, και σηματοδοτεί μια καινούργια τροχιά στις καλλιτεχνικές ανησυχίες του ποιητή. Απλώνει τις συντεταγμένες της πολύ πλατιά εκφράζοντας σκέψεις και ιδέες οι οποίες δίνουν στο έργο ένα διαπολιτισμικό, διεθνιστικό, οικουμενικό, ακόμη και γαλακτικό, χαρακτήρα. Το κεντρικό θέμα επιστρατεύει μια ιστορία ξεχασμένη ή παραμελημένη, ούτως ώστε να δώσει στην σημερινή μας πραγματικότητα μια διάσταση που είναι αόρατη στους πιο πολλούς από εμάς. Μας προσφέρει έναν τρόπο να φανταστούμε στιγμές της καθημερινότητας μας, αναμνήσεις, συναισθήματα, μέσα σε ένα πλαίσιο που μπορεί να χαρακτηριστεί άπειρο αφού καθορίζεται από το ακαθόριστο διάστημα και μια ιστορία ύπαρξης που δύσκολα συλλαμβάνεται.
Πολλές φορές οι κριτικοί ποίησης βιάζονται να δηλώσουν ότι πρόθεση τους δεν είναι να θεωρητικολογήσουν γιατί τάχατες η θεωρία είναι γενική και αόριστη. Εμένα πρόθεση μου είναι ακριβώς να θεωρητικολογήσω επειδή η θεωρία μάς προσφέρει προοπτική αλλά και βοηθά στην κατανόηση φαινομένων της καθημερινότητας. Η ποίηση του Παπαγεωργίου αντλεί τα θέματα της από την καθημερινότητα και από απλά συναισθήματα για να φτιάξει εικόνες και να επέμβει με δημιουργικό λόγο πάνω σε ζητήματα πολιτικής του ατόμου μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Κάποιες φορές αυτό το κοινωνικό πλαίσιο παρουσιάζεται ως αμείλικτο, άλλες φορές ως επιθυμητό και άλλες φορές ως καταστροφικό. Από τη συλλογή αυτή αναδύονται επείγοντα ερωτήματα για την μοναξιά, την καταπίεση, τον έρωτα, την αγάπη, αλλά και την ιστορικότητα της ανάμνησης και την ανάμνηση της ιστορικότητας.
Ομολογώ ότι χρειάστηκε μια μικρή έρευνα για να αντιληφθώ τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «υπερκαινοφανείς αστέρες» ή supernova, ούτως ώστε να μπορέσω να συλλάβω τα νοήματα που βρίσκονταν στην σύνταξη αυτής της ποιητικής συλλογής. Ο όρος λοιπόν αναφέρεται σε διάφορους τύπους εκρήξεων που συμβαίνουν στο τέλος της ζωής των αστέρων κατά τις οποίες παράγουν εξαιρετικά φωτεινά αντικείμενα, αποτελούμενα από πλάσμα, (ιονισμένη ύλη) και των οποίων η αρχική φωτεινότητά τους στη συνέχεια αδυνατίζει μέχρι του σημείου της αφάνειας μέσα σε λίγους μήνες (http://www.eoellas.org/ 2016/07/11/yperkainofaneis-asteres/).
Η θερμοπυρηνική έκρηξη παράγει λάμψη που είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή ολόκληρου του γαλαξία. Οι εκρήξεις σουπερνόβα είναι η κύρια πηγή πολλών σημαντικών στοιχείων. Για παράδειγμα, όλο το ασβέστιο στα οστά μας και όλος ο σίδηρος του οργανισμού μας έχουν παραχθεί σε κάποια έκρηξη υπερκαινοφανούς, εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια. Η έκρηξη μεταφέρει αυτά τα βαρέα στοιχεία στο μεσοαστρικό χώρο, εμπλουτίζοντας τα μοριακά νέφη (αστρική σκόνη ή αστρόσκονη) που αποτελούν την πρώτη ύλη για τον σχηματισμό των αστέρων και των πλανητών (Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, http://aktines.blogspot.com.cy/2014/06/supernova.html). Κάθε άτομο του σώματός μας, κάθε μόριο του αέρα που αναπνέουμε, δημιουργήθηκαν σε ένα άστρο και έφτασαν ως εδώ με μια έκρηξη υπερκαινοφανούς. Κατά μία έννοια, είμαστε κυριολεκτικά «παιδιά των αστεριών.»
Ένας υπερκαινοφανής αστέρας, λοιπόν, δίνει το πιο λαμπρό και φαντασμαγορικό του φως την ώρα που εκρήγνυται! Αυτή η έκσταση του φωτός είναι που κάνει την υπόσχεση πράξη και μας χαρίζει δυνατότητες ανάπλασης ακριβώς την στιγμή του χαμού. Ταυτόχρονα, αυτό το άπειρο τέμνεται από την εμπειρία μιας καθημερινότητας στην οποία οι πολλαπλές σχέσεις εξουσίας ασκούν την επίδραση τους πάνω στο άτομο.
Η ποιητική συλλογή αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος έχει τον τίτλο «Φυλογένεση» ένας βιολογικός όρος που αναφέρεται στην έρευνα της συγγένειας τών ζωντανών πλασμάτων του πλανήτη που ζούμε. Αυτή η συγγένεια σχετίζεται, ή και καθορίζεται από την ιστορία της συνεχόμενης εξέλιξης τους. Μέσα στα ερευνητικά πλαίσια της φυλογένεσης αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα είδη και την εξέλιξη τους. Παρέχει επίσης ένα θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο οφείλεται και η κινητικότητα της αντίληψης αυτής. Το δεύτερο μέρος έχει τον τίτλο «Οντογένεση» που αναφέρεται στην ιδιωτική ιστορία μιας ζωής από την στιγμή της δημιουργίας της μέχρι που παύει να υπάρχει. Οντογένεση είναι η συγκεκριμένη ιστορία του ατόμου ενώ φυλογένεση είναι τα στάδια της πορείας του είδους στο οποίο ανήκει το άτομο μέχρι να φτάσει στην τωρινή του μορφή.
Στην ποίηση του Παπαγεωργίου, οι όροι αυτοί τυγχάνουν μιας δημιουργικής επεξεργασίας όπου οι βιολογικές αυτές έννοιες που υποδηλώνουν αναπόσπαστες διαδικασίες στην εξέλιξη και συνέχιση της ζωής στον πλανήτη αποτελούν το πλαίσιο των ποιημάτων και τα καθιστούν καθόλα πολιτικές δηλώσεις. Η φυλογένεση π.χ. έχει σαν ένα από τα αποτελέσματα της την βόμβα της Χιροσίμα στο ποίημα “Little Boy.”
Κάποια από τα ποιήματα της συλλογής μαρτυρούν μια πολύ μακρά και λεπτομερή διαδικασία κύησης. Η φωνή που αρθρώνει τους στίχους δεν ανήκει πάντα στον ποιητή. Ενδύεται διάφορες μορφές με στόχο να μας χαρίσει μια σειρά χαρακτήρων στους οποίους εμείς αναγνωρίζουμε κομμάτια του εαυτού μας, ή και ανθρώπους του περίγυρου μας. Πολλές φορές όμως οι χαρακτήρες μας είναι ολότελα ξένοι, και το ενδιαφέρον μας διεγείρεται ακριβώς από την ικανότητα του ποιητή να κάνει το ξένο οικείο και το οικείο τέχνη του λόγου, ούτως ώστε η κατανόηση της καθημερινότητας να εμπλουτίζεται με την διορατικότητα που μας χαρίζουν οι ποιητικές εικόνες.
Η ποιητική του δομή χαρακτηρίζεται από έντονα μεταμοντέρνα στοιχεία, και αντλεί έναυσμα από την τάση του ποιητή να σκηνοθετεί τον λόγο με συγκεκριμένα σχήματα νοήματος αλλά και εικόνας. Οι ρυθμοί των στίχων και η ένταση των λέξεων χαρίζουν την δυνατότητα μεταμόρφωσης η οποία όντας απαραίτητη στην ποιητική μετάπλαση απουσιάζει από τον συνηθισμένο συμβατό λόγο. Μάλιστα, σε κάποιες στιγμές τα ποιήματα υποδηλώνουν τις δυνατότητες που υπάρχουν στο αναπάντεχο συναπάντημα με το υπερβατικό. Λόγου χάριν, στο ποίημα «Προμηθέας» η προσωποποίηση του Πολικού Αστέρα δημιουργεί την αίσθηση ενός σώματος ουράνιου αλλά ταυτόχρονα με μια υπόσταση γήινη – συνδυάζει ο Προμηθέας δύο φύσεις. Βρίσκω καταπληκτικό τον τρόπο που το ποίημα ζωντανεύει το θείο μέσα από ένα βλέμμα πόθου, το βλέμμα του αφηγητή του ποιήματος. Το θείο είναι αυτό που έχει την δυνατότητα να εμπνεύσει και να θρέψει την φαντασία με την δημιουργική φλόγα. Αυτή είναι που καθιστά δυνατή την τέχνη και την πνευματική επιβίωση που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από το κτήνος. Και όμως, στο ποίημα υπάρχει το κτήνος και είναι ο λοχαγός ο οποίος σε μια συμβολική πράξη, σαν γύπας τρώει τα σωθικά του Προμηθέα θέλοντας να σβήσει τις δυνατότητες: «Δεν τον χρειάζεστε. / Να δούμε αν θα τα βρείτε χωρίς τούτον τον βλάκα» (82). Και ενώ καταβροχθίζει τα σωθικά του Προμηθέα από το στόμα του τρέχει όχι αίμα αλλά αστερόσκονη. Σε μια κανιβαλική πράξη, λοιπόν, καταβροχθίζουμε αυτό ακριβώς που μας φωτίζει την ανθρώπινη μας πορεία δίνοντας μας την αίσθηση προσανατολισμού.
Και κλείνω με την εξής σκέψη: η ωριμότητα είναι σημαντικό επίτευγμα στην τέχνη αλλά και το αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς. Και θαυμάζω το ταλέντο του Κωνσταντίνου αλλά και την επένδυση αγάπης στη δουλειά του – βασικό συστατικό που ευθύνεται για αισθητική στάθμη, συναισθηματική επίκληση και πολυεπίπεδη ερμηνευτική δυναμική. Αντιλαμβάνομαι την ποίηση όχι ως την αισθητοποίηση μιας στιγμιαίας εντύπωσης αλλά ως σύνθεση η οποία αναπτύσσει σε διάφορα δομικά και σημασιολογικά επίπεδα ένα θεματικό ή θυμικό πυρήνα. Με τέτοια κριτήρια λοιπόν υπ΄όψιν, η συλλογή του Κωνστανίνου Παπαγεωργίου αντιπροσωπεύει μια σπουδαία και σημαντική κατάθεση στην Κυπριακή ποίηση.

Άριστος Τσιάρτας

www.fractalart.gr 8/11/17
Βουβές και ανείσπραχτες εκρήξεις
–Μαμά τι’ναι αυτό που κλαίει μέσα στο σπίτι μας;/–Τίποτα μικρό μου, μάλλον η φάκα θα’ πιασε κανένα ποντίκι/Ψέματα. Όλα ψέματα./ Η ποντικοπαγίδα άδεια πάλι./Η κραυγή όμως εκεί. Για χρόνια./Μόνο εγώ την άκουσα.
Μια βουβή κραυγή βγαίνει από τους στίχους του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου στη νέα του ποιητική συλλογή με τίτλο «Υπερκαινοφανής» . Πρόκειται για μια κραυγή που ανατρέπει τα επιφαινόμενα σχήματα και τις καθηλωτικές ψευδαισθήσεις με τα οποία ο άνθρωπος ορίζει και αντέχει τον κόσμο.
Ο ποιητικός λόγος θεματοποιεί όψεις συμπαντικών φαινομένων, της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους αλλά και ιστορικών ή κοινωνικών γεγονότων, προκαλώντας συγκίνηση όχι μέσα από μια άκριτη αισθηματολογία ή ανυπόμονη παρόρμηση αλλά μέσα από ένα διακριτά ελεγχόμενο και ανεπιτήδευτο λυρισμό.
Στην ποίηση του Παπαγεωργίου δεν υπάρχουν αρραγή σχήματα. Τα πάντα είναι θραυσμένα: η αφήγηση, η καθημερινότητα, ακόμα και τα στοιχεία των άκαμπτων στρατιωτικών κανόνων. Στη συνέχεια, με ποικίλλουσα κάθε φορά αντοχή και διάθεση, ο ποιητής, αποπειράται να ανασυγκολλήσει τον κόσμο του και τον τραυματικά κατακερματισμένο εαυτό (έχω γίνει ολόκληρος/ το άθροισμα των μπαλωμάτων μου.)
Με στίχους που χαρακτηρίζονται από δραματική ένταση, ο ποιητής εκφράζει υπαρξιακές αναζητήσεις και ένα εσωτερικό σπαραγμό. Ταυτόχρονα, η τραυματική και αδιέξοδη πορεία της ανθρωπότητας δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Έτσι, ο ποιητής αναμετριέται επίμονα με τη φρίκη του Άουσβιτς προσπαθώντας να απωθήσει την ηχώ του τρόμου, να την υποτάξει και να την ξορκίσει. Μάταια, όμως. ( Ώ να, το ποίημα έρπει να εξέλθει/αλλά το καταπίνω). Έπειτα, προτείνει το αρχετυπικό μοτίβο της καρτερικότητας, με την οποία ο προμηθεικός ήρωας υπομένει το μέσα και τη μοίρα του, ως μέρος του ποιητικού γίγνεσθαι. (Εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια/κάθεται εκεί πέρα μονάχος/ μα δε νιώθει μοναξιά…./Kι αν κάποτε σβήσει, θα πει τουλάχιστον πως μας έδωσε τη φωτιά.)
Εκείνο που είναι διάχυτο στην ποίηση του Παπαγεωργίου, δεν είναι τόσο η άρνηση της χαράς όσο τα κενά που την παράγουν: το καταλυτικό βάρος της μοναξιάς, η απογοήτευση, η ματαίωση αλλά και οι χαίνουσες ή κρυφές πληγές που ενεργοποιούν τη συνείδηση, τη μνήμη και την έμπνευση. (Αφέθηκα αφελώς/ στην απληστία μεταλλωρύχων/ και εξήγαγα όλο το δυνητικό μου.)
Άλλοτε με τρόπο ρητό και άλλοτε με πλάγιες ματιές αντιμετωπίζει στοχαστικά και με διάθεση ειρωνικής αμφισβήτησης εδραιωμένα στερεότυπα, στρεβλές και άδικες πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας. Και το επιτυγχάνει με στίχους που μέσα στη σκωπτικότητα τους θαρρείς και διαρρηγνύουν το κέλυφος της περιχαράκωσης σε κενά περιεχομένου σχήματα. Είναι, μάλιστα, φορές που οι στίχοι υπονομεύουν ειρωνικά το επιδεικτικά προσποιητό άνοιγμα στη διαφορετικότητα, η οποία δύσκολα γίνεται αποδεκτή επειδή στην απόρριψη της στερεώνονται εύθραυστες υπεροχές ή βεβαιότητες. (Δεν είμαι ρατσιστής/ αλλά αυτά να βλέπουν τα παιδιά μας;/Το παίζουν τώρα τελευταία οι μαύροι/ίσοι και όμοιοι μας.)
Η ποίηση του Παπαγεωργίου αποτελεί ένα χώρο στον οποίο τα αλλοτινά σφριγηλά όνειρα και οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες κληροδοτούν πίκρα και ενοχή. Ο ποιητής ψηλαφεί τις διαψεύσεις και τους στόχους που υπηρέτησε, δεν νοσταλγεί, όμως, χαμένες αθωότητες. Χλευάζει τη ματαιοδοξία και την αυταπάτη, κλείνει σ’ ένα άλμπουμ αναλλοίωτες τις εικόνες, πενθεί για να πάψει να μοιρολογά, να ημερέψει και να υπερβεί το μάταιο. (Μ’ όλες τις ζωές που δεν έζησα/ κι όλες τις φάλαινες που εντέλει δεν είδα/έχω φτιάξει φωτογραφικό άλμπουμ./Φταίω εγώ που’ναι πιο χοντρό/ απ’το άλμπουμ της ζωής μου;)
Πρώιμα, αβίαστα ωστόσο και πειστικά, ο ποιητής στη δεύτερη, μόλις, συλλογή του τολμά και πετυχαίνει, να πειραματιστεί και να ενσωματώσει στην ποίηση του νέες τεχνοτροπικές αναζητήσεις. Αντλεί έμπνευση από τη συλλογική και ατομική μνήμη. Αποστάζει την ποίηση του φωτίζοντας τα μικρά, τα καθημερινά και τα παραμελημένα. Με τρόπο, όμως, που σηματοδοτεί τον ιδιαίτερο και παραμυθητικό χαρακτήρα της ποίησης του.

Γιώργος Μολέσκης

παρουσίαση βιβλίου στο Σκαλί Αγλαντζιάς (31/5/17)
Το 2017 κυκλοφόρησε, από τις αθηναϊκές Εκδόσεις Μελάνι, το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου με τον τίτλο «Υπερκαινοφανής». Με το νέο του αυτό έργο ο ποιητής συνεχίζει με συνέπεια και με πάθος τον δρόμο που χάραξε με το πρώτο βιβλίο, «Οι πέντε εποχές», Εκδόσεις Μελάνι, 2012, επιβεβαιώνοντας ακόμη μια φορά ότι είναι ένας ποιητής που γράφει γιατί έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Όπως και το πρώτο του βιβλίο, καλύπτει και αυτό έναν αξιοπρόσεκτο για ποιητική συλλογή αριθμό σελίδων, εκατόν σαράντα πέντε. Το πρώτο αποτελείτο από πέντε μέρη, τα πρώτα τέσσερα με το όνομα των εποχών του χρόνου και το πέμπτο την Αγρανάπαυση, αυτό χωρίζεται σε δυο μέρη, τη Φυλογένεση και την Οντογένεση. Οι διαχωρισμοί αυτοί είναι, πιστεύω, ουσιαστικοί για την κατανόηση του περιεχομένου και των μηνυμάτων των βιβλίων, που ακόμη κι αν δεν έχουν εξαρχής συλληφθεί ως ενότητες, όσον αφορά στις αναζητήσεις και τους φιλοσοφικούς και υπαρξιακούς προβληματισμούς τους, διαβάζονται και λειτουργούν ως τέτοιες με τον τη σειρά που τοποθετούνται στα βιβλία και κατ’ επέκταση στην πρόσληψη του αναγνώστη.
Πέρα από αυτά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, υπάρχουν και άλλα, εσωτερικά, που συνδέουν ουσιαστικά τα δυο βιβλία. Όπως σημείωνα μιλώντας στην παρουσίαση του πρώτου βιβλίου, ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου παρουσιάζεται ως ένας ώριμος ποιητής, με τη δική του φωνή και το δικό του ύφος, τη δική του ποιητική γλώσσα και τρόπο έκφρασης. Κατά κανόνα είναι επιγραμματικός, τα ποιήματα του ολιγόστιχα. Το κάθε ποίημα ολοκληρώνεται με μια ποιητική σκέψη, με την κατάθεση ενός συναισθήματος και κλείνει με κάποιους ανατρεπτικούς και συνάμα αυτοεξομολογητικούς στίχους, που οδηγούν βαθύτερα σ’ ένα χώρο αναζήτησης της αυτογνωσίας και του νοήματος της ύπαρξης. Παράλληλα, τοποθετημένα στο βιβλίο, με βάση και τη θεματική και τις αναζητήσεις του ποιητή, τα ποιήματα συνδέονται μεταξύ τους, διαβάζονται ως συνθετικά μέρη μιας ενότητας, ως μικροί σταθμοί στην εξέλιξη του βασικού θέματος.
Μέσα από τις πέντε ενότητες του πρώτου του βιβλίου, «Οι πέντε εποχές», ο ποιητής πραγματεύεται την εσωτερική πορεία του ήρωά του προς την αυτογνωσία, η οποία έρχεται ως αποτέλεσμα μιας εκθαμβωτικής ερωτικής έξαρσης και της ματαίωσής του έρωτα. Αυτό οδηγεί και σε μια παράλληλη ανάπτυξη του αισθήματος της αυτογνωσίας, που με τη σειρά του οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι μια νέα κατάσταση είναι έτοιμη να γεννηθεί μέσα από όλα αυτά. Έτσι, το ερωτικό θέμα του βιβλίου μπορεί κανείς να το δει και ως ένα συμβολισμό άλλων καταστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης και της ζωής της ίδιας.
Στην πρώτη ενότητα του νέου του βιβλίου «Υπερκαινοφανής», τη Φυλογένεση, ο ποιητικός ήρωας του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου συνομιλεί με τον κόσμο του σύμπαντος, αλλά και διαχρονικά με την ιστορία του ανθρώπου πάνω στη γη, σε μια διαρκή πορεία αναζήτησης του νοήματος της ζωής. Παίρνοντας ερεθίσματα από τον χώρο της επιστήμης, μιλά για το σύμπαν, τον χρόνο, τ’ αστέρια, τους κομήτες, τους υπερκαινοφανής αστέρες, που εξαντλώντας την ενέργειά τους πεθαίνουν στο σύμπαν αφήνοντας να ταξιδεύει για έτη φωτός η λάμψη του θανάτου τους. Εμπνεύσεις αντλεί και από την ίδια τη γη, την ιστορία, τη γεωλογία, τα ηφαίστεια, τις μεταβολές και τις ανατροπές που γνωρίζει μέσα στο χρόνο, αλλά και από τη διαχρονική ιστορία του ανθρώπου, την πορεία του πάνω στη γη και τα έργα του. Μέσα από όλα αυτά ο ποιητικός ήρωας διαλογίζεται πάνω στην ιδέα του θανάτου και της διάρκειας, βιώνει τους υπαρξιακούς προβληματισμούς και προσπαθεί να υπερβεί τα αδιέξοδά του.
Μέσα από τα ποιήματα της δεύτερης ενότητας, Οντογένεση, με αναφορές σε αυτοβιογραφικά γεγονότα, αλλά και γεγονότα από την ιστορία του ανθρώπου στη διαχρονική του πορεία πάνω στη γη, ο ποιητής, επισημαίνοντας αντιφάσεις και ανατροπές, αναζητά το νόημα της ζωής και την ουσία της ύπαρξης.
Στα ποιήματα του βιβλίου συναντούμε πλήθος αναφορών σε γεγονότα από τη διαχρονική ιστορία του ανθρώπου, τα οποία λειτουργούν ως δημιουργικές εμπνεύσεις, οι οποίες μετουσιώνονται ποιητικά. Οι αναφορές αυτές συνδυάζονται με διάφορα αυτοβιογραφικά στοιχεία και δίδονται συχνά με μια ανατρεπτική ποιητική, μέσα από την οποία διαγράφεται ένας ποιητικός ήρωας, που τον χαρακτηρίζει πάθος και προβληματισμός. Όλα αυτά κάνουν την ανάγνωση του βιβλίου ενδιαφέρουσα, προκαλώντας την ενεργό διανοητική και συναισθηματική συμμετοχή του αναγνώστη.

Αλεξάνδρα Γαλανού

παρουσίαση βιβλίου στο Σκαλί Αγλαντζιάς (31/5/17)
Θα αρχίσω με μια προσωπική νότα για να πω ότι πριν τέσσερα τόσα χρόνια , ήταν Μάρτης του 2013 νομίζω, σε μια ποιητική συνάντηση στο Σολώνειον που διοργάνωσε ο φίλος ποιητής Βάκης Λοιζίδης, διάβασε κι ένας νέος ποιητής ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου , η ποίηση του μου κίνησε το ενδιαφέρον να διαβάσω τη πρώτη του ποιητική συλλογή «Οι Πέντε Εποχές» κι από τότε παρακολουθώ την ποιητική του διαδρομή που αφού πέρασε και την πέμπτη εποχή, έχει πια εκτοξευθεί στο διάστημα για να εκραγεί ως υπερκαινοφανής αστέρας και να μοιραστεί μαζί μας τα κατάλοιπα μιας ποιητικής έκρηξης πρωτότυπης, καινοφανούς, ενδιαφέρουσας και εκπληκτικής !
Ο Κωνσταντίνος ταξιδεύει στη Λισαβόνα, Θεσσαλονίκη, Φλωρεντία, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Βελιγράδι , Στρασβούργο και δεν θυμάμαι που αλλού, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι με φωτογραφίες του μυαλού γράφει ποίηση γεμάτη αναζητήσεις , ερωτήματα , προβληματισμούς αλλά και ομορφιά, ερωτισμό και υποδόρια ειρωνεία καμιά φορά.
Τον απασχολεί η σύγχρονη εποχή , η επικαιρότητα αλλά και η ιστορία. Έχει μια εμμονή με συμπαντικά φαινόμενα , με την εξέλιξη του ανθρώπου ή του είδους αυτού που λέγεται άνθρωπος. Είναι ένας κάτοικος της «χλωμής γαλάζιας κουκίδας» έτσι όπως φαίνεται η γη από το διάστημα . Μας θυμίζει την ασημαντότητα της ύπαρξης μας αναζητώντας συγχρόνως τα σημαντικά της ζωής μας.
Για τον Κωνσταντίνο, όπως μας λέει και ο ίδιος , η ποίηση ξεκινά μέσα σου, στο σημείο όπου τέμνονται η νόηση, το συναίσθημα και το ένστικτο. Έτσι στη δεύτερη ενότητα της συλλογής την «Οντογένεση» τα ποιήματα γίνονται πιο εσωστρεφή . Τον απασχολεί το εφήμερο της ύπαρξης, το ανεκπλήρωτο, η απώλεια και τα τραύματα της . Έτσι γράφονται τα ποιήματα που είναι «το υπόλοιπο της ζωής μας».
Ο ποιητής ως αναζητητής του εαυτού του αλλά και ως μελετητής του ψυχισμού του ψάχνει και ψάχνεται και μέσα σε αυτό το ταξίδι βρίσκουμε κι εμείς κομμάτια του εαυτού μας . Δεν είναι αυτό η Ποίηση;
Ένα ανήσυχο πνεύμα που συνέχεια ερευνά ,θέλει να μαθαίνει… ένας αδηφάγος αναγνώστης… μελετητής του αχανούς και του άπειρου …

Διώνη Δημητριάδου

https://meanoihtavivlia.blogspot.com.cy/, 28/12/17
“Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Κύπριου ποιητή, που έχει κάνει αίσθηση ήδη από την πρώτη του εμφάνιση. Μια ποιητική περιήγηση στο σύμπαν, στον μεταφυσικό προβληματισμό, στις πιθανότητες και απιθανότητες της ζωής. Η αναμέτρηση της ποίησης με όσα ισορροπούν ανάμεσα στη λογική και στην υπέρβασή της.”
7. Λίλη Μιχαηλίδου, παρουσίαση του βιβλίου στο μουσείο «Το πλουμιστό ψωμί» (6/6/17)
Ξεκίνησα να περπατώ ανάμεσα στους στίχους της νέας ποιητικής συλλογής του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου. δεν υπάκουσα στην απαγόρευση των Θεών, ούτε φυσικά και στην προτροπή του Κωνσταντίνου, με αποτέλεσμα μια ανεμοζάλη να κατακυριεύσει τις σκέψεις μου και να τις ξετινάξει μακριά, πολύ μακριά από τη χαλάρωση της αναπαυτικής μου.
Βρέθηκα να ταλαντεύομαι στο αστρικό σύμπαν, ανάμεσα σε αστέρες, νεφελώματα, κομήτες, ένιωσα να πέφτω σε κενά αέρος και δεν το κρύβω έχω κι εγώ υψοφοβία. Με αιφνιδίασαν συστήνοντας μου το πρόσωπο του θανάτου. με ταξίδεψαν στις πεδιάδες, στα υψώματα και στις κατακόμβες της ύπαρξής του ποιητή… Για να μπορέσω να ξαναβρώ την ηρεμία μου, να καταλάβω και να πω δυο λόγια που να αντιπροσωπεύουν αυτή τη σημαντική ποιητική συλλογή, μπήκα ξανά και ξανά στα ποιήματα, δυο και τρεις και τέσσερις, σε μερικά και πέντε φορές!
Διαβάζοντας λοιπόν τη νέα πολυπρόσωπη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, νιώθει κανείς πως διαβαίνει από ένα γαλαξία, διαπερνά τα σύννεφα, κατεβαίνει στη γη και περιπλανάται στις απέραντες εκτάσεις της. Η μικρή Κύπρος η βάση, ο Ποιητής επίσης η βάση. αφήνει όμως ελεύθερη τη γραφή του κι εξακοντίζεται στη Νέα Υόρκη, στο Νησί του Πάσχα, διασχίζει μαζί με τους πρώτους περιπατητές τη Βερίγγεια Γέφυρα, ανεβαίνει στις Άλπεις, κατεβαίνει στις πεδιάδες της Φλάνδρας, πάει στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Βερολίνο, στο Βελιγράδι, στην Μπουρκάς, απλώνει τα πόδια του στα παράλια της μαύρης θάλασσας…
Μέσα σ’ αυτό το σύμπαν συμβαίνουν ενδιαφέροντα αλλά και ανατρεπτικά πράγματα. Ο ποιητής γράφει συνέχεια. Γράφει για να μπορεί να αναχθεί σε παίκτη ικανό ώστε να κερδίσει το στοίχημα που έχει βάλει με τη ζωή του. Γράφει για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και να κατανοήσει το αίνιγμα και το άνοιγμα του κόσμου, όπως το ονομάζει ο Λέοναρτ Κοέν. Γράφει για να περάσει στη γνώση ακολουθώντας τα βήματα που μόνο ένας ποιητής μπορεί και γνωρίζει.
Συνδιαλλάττεται με αστέρες, με την ιστορία τους, με φυσικά φαινόμενα, τις επιπτώσεις τους, με το θάνατο, με τον πρώτο άνθρωπο, με το δεύτερο άνθρωπο, με τους απογόνους τους… μέχρι τις μέρες μας.
Αντιμετωπίζει τις ανασφάλειες, τις ενοχές, τις φοβίες, τις απογοητεύσεις, τις εξομολογήσεις, τις ανακαλύψεις, τους σεισμούς, τα εφήμερα, τις τελετουργίες, την εγκατάλειψη, τις υπερβολές της στρατιωτικής εκπαίδευσης, τα λάθη, την καταπίεση, μπορώ να πω, με θάρρος και πείσμα, γιατί θέλει να σωθεί, να επιβιώσει.
Όχι απλά να επιβιώσει, αλλά να βιώσει έναν κόσμο καινούργιο και φωτεινό. «όπου να’ σαι θα ξημερώσει» μας λέει. Και το εννοεί, γιατί όλο αυτό το μακρύ ταξίδι, η σαγηνευτική περιπέτεια, δεν είναι λίγο. Είναι ένα ταξίδι έξω από το συμβατικό τρόπο σκέψης, μέσα από πολλές συμπληγάδες, εκρήξεις, αντιπαραθέσεις, μέσα από σκοτεινές, νεφελώδεις, άγνωστες και πρωτόγνωρες διαδρομές, μέχρι να φτάσει στο φως.
Και έχει αληθινά ξημερώσει για τον Κωνσταντίνο, και είναι μια μέρα με άπλετο φως και άπλετη αγάπη… απαραίτητα εφόδια για τις επόμενες «μάχες» της ζωής του.
8. Πέννυ Τομπρή, «Υλικό ονείρων» 9,58fm (ΕΡΤ3), 27/9/17
http://webradio.ert.gr/958fm/27sep2017-yliko-oniron-konstantinos-papageorgiou/
Μια πολύ ενδιαφέρουσα ποιητική συλλογή θα γίνει η αφορμή για τα σημερινά μας ραδιοφωνικά όνειρα. Έχει τον τίτλο «Υπερκαινοφανής» και την υπογράφει ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου ο οποίος γεννήθηκε και ζει στην Κύπρο και είναι μόλις 36 ετών. Γραφή σαφώς ιδιαίτερη, δομημένη με λέξεις καθημερινές, που πασχίζουν ωστόσο να αποκαλύψουν όσα δε λέγονται ποτέ, όσα επιμένουμε να αρνούμαστε, εκτός και αν καταφύγουμε στην οδυνηρή όσο και λυτρωτική αλήθεια των ποιημάτων. Αυτών που όπως λέει ο ίδιος ο ποιητής σε ένα του στίχο είναι «το υπόλοιπο της ζωής μας». … Όλοι τούτοι οι στίχοι που περιλαμβάνονται στις σελίδες, συνθέτουν μια κραυγή.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ  9/7/2018
Απλότητα, χιούμορ και αυτοσαρκασμός
Οι δεσπόζοντες προβληματισμοί στην τελευταία ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου έχουν να κάμουν με τις υπαρξιακές αναζητήσεις του συγγραφέα, με τις σκέψεις του για τη ζωή και τον θάνατο. Ο Κ.Π. πραγματεύεται τη συγκεκριμένη θεματική – και όχι μόνον αυτή βέβαια – με φαντασία και απλότητα, κύριες αρετές της ποίησής του όπως τις γνωρίσαμε και στην πρώτη του συλλογή «Οι πέντε εποχές», εκδόσεις Μελάνι, 2012. Ο συγγραφέας θέτει, κατά κανόνα, καίρια ερωτήματα. Μόνο που επιλέγει άλλοτε να τα απαντά και άλλοτε να τα αφήνει να αιωρούνται.
Το αισθητικό αποτέλεσμα, στα πλείστα ποιητικά εγχειρήματα του Κ.Π., πέρα από τη φαντασία και την απλότητα, συνεπικουρείται και από το χιούμορ, που είναι εξίσου απλό και λιτό, και συχνά αυτοσαρκαστικό: «Μ’ ακούει κανείς; / Αν δεν υπάρχει άλλος εκεί έξω, / τότε φοβάμαι πως πάει πολύς χώρος χαμένος. / Τόσοι γαλαξίες / να μην έχουν κανέναν να τους γράφει ποιήματα;». (σελ. 16)
Τα ποιήματα του Κ.Π. πρωτίστως καταγράφουν καταστάσεις και δευτερευόντως συναισθήματα που απορρέουν από αυτές. Και όχι αντιστρόφως. Έτσι ο ποιητής αποφεύγει τους πλεονασματικούς συναισθηματισμούς και δημιουργεί αξιοσημείωτη ατμοσφαιρικότητα.
Ο Κ.Π. στα ποιήματά του, κατά βάση, διηγείται επεισόδια, περιστατικά, συμβάντα, ενσταντανέ. Και το πράττει με μπρίο, με ρυθμό, με χιούμορ και περιπαιχτική διάθεση. Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα που αναφέρονται στη στρατιωτική του εκπαίδευση στην Κρήτη ή γενικά στη στρατιωτική του θητεία.
Ο Κ.Π. είναι ακομπλεξάριστος, αυτοσαρκαστικός, με χιούμορ που τσακίζει κόκαλα. Ο ποιητής απολαμβάνει αυτό που κάνει γι’ αυτό και καθίσταται και ο ίδιος απολαυστικός. Πχ στο απολαυστικά ευτράπελο ποίημα του «Καταπίεση» (σελ. 31) διακωμωδεί την εφηβική περιπέτεια του με τον αυνανισμό και πόσο απελευθερωτικά αυτή έληξε.
Την ίδια ώρα ο Κ.Π. είναι λιτός, βατός, κατανοητός, με ροή λόγου και αφηγηματικότητα που δεν κουράζει. Ούτε και μαστίζεται από πόζες ή πεζολογικά ειδολογικά χαρακτηριστικά. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι κάποια ποιήματα του θα μπορούσαν να είναι μικρά αφηγήματα, μινιατιουρίστικα χρονογραφήματα, ευσύνοπτα διηγήματα. Αφού πρόκειται για ποιήματα που εμπεριέχουν μύθο ο οποίος εξελίσσεται, με αρχή, κορύφωση και τέλος. Αυτό συμβαίνει πχ με το ποίημα «Ποίηση μετά το Άουσβιτς». (σελ. 42-43)
Ο Κ.Π. αξιοποιεί τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες με πολύ δημιουργικό τρόπο, με φαντασία, ευαισθησία, ευρηματικότητα, περιπαικτική αλλά και υπερβατική διάθεση. Αυτό συμβαίνει πχ στο ποίημα «Δαβίδ» (σελ. 29) που διαδραματίζεται στη Φλωρεντία, στο ποίημα «Προσευχή Ι» (σελ. 35) που διαδραματίζεται στη Λισαβόνα και ούτω καθεξής.
Στο βιβλίο του Κ.Π. εντοπίζουμε και αρκετά διακείμενα, απόρροια των μελετημάτων του ποιητή. Πχ όταν λέει: «Για πες τώρα, ποιητή, εσύ τι έκανες; / Εκτός από το να ποιείς, / πράττεις κιόλας; / Ή μήπως ειν’ αρκετή η γραφή σου;». (σελ. 51) μοιάζει να συνομιλεί με τους στίχους του Τίτου Πατρίκιου: «…κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα / κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες…». Εδώ ο κοινός ψόγος έχει ασφαλώς να κάμει με την ματαιότητα του κοινωνικού ρόλου της ποίησης, υπό μια άκρως κριτική και ταυτόχρονα πεσιμιστική ματιά.
Συχνά η ποίηση του Κ.Π. είναι μια συνεχής μετάβαση από τον εξωτερικό κόσμο στον εσωτερικό κόσμο και τανάπαλιν. Κάποτε μάλιστα δεν είναι καν μετάβαση από τον ένα κόσμο στον άλλο, αλλά μια μετεώριση μεταξύ των δύο.
Στα ποιήματα «Απογοητεύομαι» (σελ. 75) και «Καύσιμα» (σελ. 77) ο Κ.Π. πραγματεύεται τη γενεσιουργό αιτία της ποίησης. Και εξηγεί, ιδιαίτερα παραστατικά και ευφάνταστα, πως η πίκρα, η θλίψη, η συντριβή, ο πόνος, αποτελούν τα πιο ουσιαστικά ελατήρια για να γραφτεί ποίηση, καλή ποίηση: «Στην ουσία / ράβουμε εσαεί το ίδιο ποίημα / ελπίζοντας μια μέρα το υφαντό του πόνου να τελειώσει / ώστε να το πετάξουμε στα σκουπίδια». (σελ. 77)
Εξ ου και ο Κ.Π. έχει μιαν έφεση στην ανάλυση τραυμάτων, τραυματικών ή μετατραυματικών καταστάσεων. Λέει: «Δεν λιμάρονται τα τραύματα». (σελ. 98) Κι αμέσως λίγο παρακάτω, σε στίχους ενδοσκοπικούς, ψυχογραφικούς, ψυχαναλυτικούς, αποφαίνεται: «Απαιτείται πολύς κόπος / μέχρι να εξουδετερώσω / μία μία / και να περιμαζέψω / τις νάρκες / που άφησαν κάποιοι / φεύγοντας / απ’ το κορμί μου». (σελ. 99)
Μέσα από την ποίηση του ο Κ.Π. κάνει τον εαυτό του χίλια κομμάτια. Τον ξεγυμνώνει, τον τεμαχίζει, τον ανασυνθέτει, τον αναλύει, τον αποκαλύπτει, τον λοιδορεί, τον εκθέτει, τον διαπομπεύει, τον ειρωνεύεται, τον σαρκάζει, τον διασύρει και τον αποδημεί. Γι’ αυτό και το πνεύμα του παραμένει συνεχώς φλογίζον, ανήσυχο, γρηγορόν. Αφού ποίηση σημαίνει και εγρήγορση, αναβρασμός, αφύπνιση: «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου / μαίνεται μέσα μου η φωτιά. / Πώς να σβήσει όταν γράφεις ποιήματα». (σελ. 105)

Οι Πέντε Εποχές
Γιώργος Μύαρης

www.poiein.gr (9/10/2014)
Ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου γεννήθηκε το 1981 στην Κύπρο. Εργάζεται στην εκπαίδευση. Βραβεύτηκε στο διαγωνισμό για νέους λογοτέχνες της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου (2008). Το 2012 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι πέντε εποχές» στις εκδόσεις «Μελάνι» (έφτασε στη βραχεία λίστα του βραβείου ποίησης «Γιάννη Βαρβέρη» που θέσπισε η Εταιρεία Συγγραφέων της Ελλάδας για πρωτοεμφανιζόμενους λογοτέχνες). Στην πρώτη συλλογή του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου η λυρική διαύγαση του ερωτικού στοιχείου επιτρέπει στον άνθρωπο να νιώσει τα πιο ισχυρά συναισθήματα της ύπαρξης και να ταξιδέψει διαμέσου πέντε περιόδων της ζωής του προς την ανακάλυψη του εαυτού του. Οι τέσσερις εποχές (Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας) διαπερνώνται από την ένταση των συλλογισμών για τη δημιουργία και την ποίηση, τον έρωτα και την καθημερινότητα. Έπεται η «Αγρανάπαυση» με την επέλαση του αδηφάγου πένθους και «Η πέμπτη εποχή» που δίνει την ευκαιρία για αναστοχασμό· εξομολόγηση για όσα βιώνει ο ερωτευμένος· σπουδή ποιητική για το τραύμα του ανεκπλήρωτου έρωτα· στοχαστική προσέγγιση μιας «μετα-τραυματικής άνθισης που ενδεχομένως ακολουθεί».

Αιμίλιος Σολωμού

ΑΝΕΥ, τεύχος 48
Οι πέντε εποχές» είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου. Πρόκειται για μια ογκώδη ποιητική συλλογή 144 σελίδων. Χωρίζεται σε πέντε μέρη: Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας, Αγρανάπαυση. Πρόκειται εν πολλοίς για ολιγόστιχα και άτιτλα ποιήματα που πραγματεύονται εξελικτικά και κλιμακωτά τον κύκλο του έρωτα από την αρχή (άνοιξη) μέχρι τη φθορά του (χειμώνας) και τη μετέπειτα ανασκόπηση και απολύτρωση, η οποία ονομάζεται αγρανάπαυση (η πέμπτη εποχή).
Τα πλείστα των ποιημάτων αναπτύσσονται διαλογικά. Ο ποιητής συνομιλεί με το υποκείμενο του έρωτά του, ένα πρόσωπο συγκεκριμένο και ταυτόχρονα αδιευκρίνιστο, αόριστο, ή ακόμα και με τον ίδιο τον εαυτό του. Πολλές φορές η οικονομία του στίχου δίνει την εντύπωση της παράθεσης σκέψεων εν είδει στοχαστικών ρήσεων, αποστροφών και αποφθεγμάτων ή παράθεσης στιγμών, εμπειριών, στοχασμών σαν να πρόκειται για ημερολόγιο. Τη συλλογή διατρέχει έντονα η διάθεση για λογοπαίγνιο. Συχνά κυριαρχούν τα συναισθήματα της εξιδανίκευσης, της πληρότητας, της μοναξιάς, της νοσταλγίας, του ψυχικού, ερωτικού πόνου, της ματαίωσης, της μελαγχολίας, του εγωισμού, της διάθεσης για αντιπαλότητα, της πλάνης, της ψευδαίσθησης, του θυμού, του κυνισμού ή και του μίσους. Ιδιαίτερα εξελικτικά, τα συναισθήματα εναλλάσσονται προς το οδυνηρότερο και αρνητικότερο όσο η συλλογή προχωρεί από την άνοιξη στο χειμώνα, μέχρι τη λύτρωση της πέμπτης εποχής, στην αγρανάπαυση. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα είναι οι σκέψεις ή αναμνήσεις που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια μιας οδήγησης ή της νυχτερινής ανασκόπησης, π.χ τα μεσάνυχτα, στο μεταίχμιο της προηγούμενης και της επόμενης μέρας. Πάντως, αν και η συλλογή έχει ως κεντρικό θέμα της από την αρχή μέχρι το τέλος τον έρωτα, οι στίχοι απλώνονται και σε άλλες θεματικές, υπαρξιακές και φιλοσοφικές ενατενίσεις και χαρακτηρίζεται από μια βαθύτερη σκέψη. Ιδιαίτερα εκεί που κυριαρχεί η λιτότητα και η απλότητα (όχι κατ’ ανάγκην αποκλειστικά στα ολιγόστιχα ποιήματα), η ποίηση του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου είναι στις καλύτερες στιγμές της. Είναι αλήθεια, ότι ενυπήρχε ο κίνδυνος (λόγω και της έκτασης της), η συλλογή να περιοριστεί σε μια μονότροπη και επιφανειακή θεαματική, κλειστή και προσωπική, αλλά ο ποιητής κατάφερε και διέσωσε την ποιότητα της ποίησής του, καθώς σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό έχει κατακτήσει τους τρόπους έκφρασης και έχει διαμορφώσει μια δική του ποιητική φωνή. Μια άλλη θεματική που αναπτύσσεται στη συλλογή είναι τα ποιήματα ποιητικής, σε σχέση με το κυρίαρχο ζήτημα, τον έρωτα. Μόνο που η ποίηση εδώ λειτουργεί εξαγνιστικά, λυτρωτικά, ως ένα σωσίβιο για εκτόνωση και επούλωση των ερωτικών πληγών: Ξαφνικά όμως ένιωσα σήμερα κάτι/και σε σένα, Ποίηση, έχω πάλι στραφεί/ας είναι άγιο τ’ όνομά σου.
Από την εποχή καλοκαίρι:
Είναι πολύ παράξενο/εκεί που σ’ αγάπησα/ήταν στ’ αλήθεια το τέλος του κόσμου/οδηγώντας για ώρα πολλή/φτάναμε σ’ ένα σημείο/που ο δρόμος τελείωνε/και υψωνόταν ένα τεράστιο βουνό μπροστά μας/Το τέλος του κόσμου/Η αρχή της αγάπης.

Αντρέας Κούνιος

Αλήθεια (24/8/12)
Δεν μαθαίνεις, τελικά, εάν τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου είναι πληγές ή βάλσαμα αλλά, φαντάζομαι, ή μάλλον είμαι βέβαιος πως, αυτή είναι η βαθιά, η ουσιώδης, η σπαρακτική αξία της ποίησης. Έπειτα, εάν σκεφτούμε σε τι κόσμο ζούμε και πόσα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα χαρακτηρίζουν το σύντομο, και ενίοτε τραγικό, βίο μας επί της Γης, τότε ίσως καταλήξουμε στο εύθραυστο μεν, λογικό δε, συμπέρασμα πως πληγές και βάλσαμα είναι το ίδιο και το αυτό.
Η ποιητική συλλογή, πάντως, που διάβασα χτες το απόγευμα, κάτω από το λατρεμένο μου ήχο της σιωπής, με ταξίδεψε σε πέντε εμπνευσμένες εποχές όπου, φυσικά, οι συμβολισμοί τρέχουν πέρα-δώθε. Οι στίχοι του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, πέρα από τη μουσικότητά τους, ξεχωρίζουν για τον εσωτερικό τους πλούτο, για τον κομψό λυρισμό τους, για την ανήσυχη φύση του ίδιου του ποιητή ο οποίος καταφέρνει και σκιαγραφεί, άλλοτε πιστός στο ρεαλισμό και άλλοτε πιστός στη φαντασία, την αχανή μοναξιά των ανθρώπων, ακόμα και όταν πλάι τους, δίπλα τους, απέναντί τους υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, και δη αγαπημένοι.
Οι καταβυθίσεις του στη θάλασσα των ερώτων, μα και των απωλειών, στη θάλασσα της παρουσίας που μοιάζει με απουσία και της απουσίας που μοιάζει με παρουσία, έχοντας φορέσει το σκάφανδρο της ποίησης, ή μάλλον τη φιάλη της ποίησης, καθιστούν τον αναγνώστη όμηρο των σκέψεών του. Και, φυσικά, οι εποχές υπόκεινται στο νόμο της υποκειμενικότητας. Ένας ποιητής μπορεί να διακρίνει καύσωνες στο καταχείμωνο, ή καταιγίδες στο κατακαλόκαιρο, ή να φυτέψει αμυγδαλιές στην καρδιά του φθινοπώρου, ή να χαρίσει τον Οκτώβριο στην άνοιξη. Ένας ποιητής δικαιούται απόλυτα να μπερδεύει το χρόνο, να μετακινεί λεπτοδείκτες, να αλλάζει χρονολογίες παρακινούμενος, εννοείται, από την αστείρευτη περιέργειά του.
Δεν μπορώ να πω, με βεβαιότητα, εάν «Οι πέντε εποχές» ανήκουν στην αισιόδοξη ή στην απαισιόδοξη πλευρά της τέχνης του λόγου. Μπορώ, όμως, να πω με βεβαιότητα ότι η ποίηση του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου ξεχειλίζει από τρυφερότητα, μολονότι δεν υστερεί σε οργή, και από αγάπη, παρόλο που συναντάμε, στις φυλλωσιές της, και ψήγματα φθόνου – θεωρητικού έστω. Όσο για την κουραστική δομή των ημερολογίων, εγώ τη διέγραψα προ πολλού. Ακολουθώ και εμπιστεύομαι τους ποιητές, προπάντων όταν οι ιδέες τους αστράφτουν σαν βότσαλα στον ήλιο: «Λένε πως ο Θεός/δίνει μόνο/όσο μπορεί κάποιος/ν’ αντέξει/τάχα/πως ποτέ/δεν του ξεφεύγει/στο μέτρημα ο πόνος/πως είναι αλάνθαστος/άφθαστος/άκακος/και καθόλου άπονος/εγώ διαφωνώ/αλλά Του το αναγνωρίζω/πως αν κάποτε πέσει/πιο πολύς πόνος/στέλνει έναν άγγελο/να τον μαζέψει». Το ωραιότερο ποίημα της συλλογής.

Λίλη Μιχαηλίδου

παρουσιάσεις του βιβλίου στο Σκαλί Αγλαντζιάς και Art Studio 55
… σε νιώθω που είσαι πίσω από τη βαριά πόρτα /
τίποτα δε σε κρατάει πια / έλα μέσα / έρωτα!
και μπήκε μέσα ο έρωτας, εκείνη ακριβώς την στιγμή που όλα συνέκλιναν, στην άνοιξη του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου.
Κι ένα ταξίδι αρχίζει. Στην αρχή, χωρίς να μιλάει, ίσως λόγω της έκπληξης του καινούργιου, του ανέλπιστου. Mα αργότερα οι λέξεις και η πένα του, μέρα και νύχτα συνεργάζονται, σμιλεύουν, καταγράφουν ακατάπαυτα.
Θέλει να νιώσει την απώτερη αίσθηση, να ακολουθήσει την ηχώ της φωνής του, και διερωτάται: ποιά πόρτα να χρησιμοποιήσω/ του σώματος ή της ψυχής?
Άνοιξε και τις δυο ταυτόχρονα και τον είδε κατάματα.
στο όνειρό μου θα σε δω / θα ‘σαι εδώ.
Με τις εννιά αυτές λέξεις ο Κωνσταντίνος δίνει τον ορισμό του ερωτευμένου. Ενός ερωτευμένου ποιητή, που έχει την ικανότητα να είναι την ίδια στιγμή μέσα σ’ ένα τέλος που δεν είναι τέλος, μα η αρχή ενός πρωτόγνωρου και μοναδικού. Κι’ όταν η αγάπη είναι αληθινή /δεν χρειάζεται ούτε το μικρό δαχτυλάκι να κουνήσει/ καθόλου να μετακινηθεί από τον εαυτό του
Και αφήνει τον Θείο χρόνο να κυλήσει απάνω του. Έναν εκτεταμένο χρόνο πέρα από τον συμβατό, και πεινάει, αδειάζει, βραχυκυκλώνεται, απελευθερώνει την αγάπη σε μορφή δακρύων, παίζει τα αισθήματά του κορώνα γράμματα, μα είναι βέβαιος πως η αγάπη δεν χάνεται /αλλά παίρνει μορφή άλλη
Αυτό που βιώνουμε, αγαπητοί φίλοι, διασχίζοντας τις σελίδες του βιβλίου, είναι μια κατάθεση. Η κατάθεση του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου για τις πέντε εποχές που τόλμησε να ζήσει, πέρα από τα τετριμμένα και τα καθημερινά, με τη δύναμη ενός ποιητή που ξέρει να μπερδεύει το λόγο, τους στίχους και τις λέξεις του με την πραγματικότητα και το όνειρο, να ξαναφέρει στο προσκήνιο ρινίσματα του χτες, να τα αναμειγνύει με το σήμερα, να τα μεταφέρει στο μέλλον…
Μπαίνει στο καλοκαίρι κι κόσμος του γεμίζει ευφορία. παίρνει σπίτι σ’ ένα γειτονικό γαλαξία / μεσουρανεί στο σύμπαν με την πνοή του έρωτα, πλάθεται στα χέρια του
Ένα φθινοπωρινό απόγεμα… τον βλέπουμε να κάθεται στην άκρη της λίμνης και να αναρωτιέται τι ώρα πεθαίνουν: τα όνειρα? και είναι ώρες που εύχεται να μπορούσε να προσεύχεται, γιατί ξέρει πως όλα υπόκεινται στη νομοτέλεια της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων, και η ζωή είναι πηλός / που στεγνώνει απότομα…
Κι αναπάντεχα δέχεται τις νυχτερινές επισκέψεις του χειμώνα κι ο ποιητής πενθεί / ελπίζοντας πως κάποτε θα ξορκίσει τη λύπη και τρομάζει, μιας και δεν πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή.
Μέσα του μαίνεται το κενό / σαν ταραγμένη θάλασσα και εκπαιδεύεται ν’ ακροβατεί, ενώ έξω απλώνεται σκοτάδι ολόμαυρο…
Όμως, κάπου στο βάθος, ο χρόνος συγκρατεί την ουσία και συλλογιέται πως, αυτό που βιώνει είναι ένα μικρό λιθαράκι. Ένα μικρό λιθαράκι του αρχέγονου / αρχέτυπου πόνου που, αφού ξεκαθαρίσει θα ζιζάνια γύρω του, θα τον βάλει στην άκρη, και θα κάνει κατάδυση σε καινούργια νερά… να γεννήσει νέα ποιήματα και έχοντας ο ίδιος βιώσει την εμπειρία, δηλώνει πως, αν κάποτε πέσει πιο πολύς πόνος / ο Θεός θα στείλει έναν άγγελο να τον μαζέψει…
Πέρασαν οι μήνες, στέγνωσαν οι λέξεις και τα συναισθήματα του, κι ο φόβος της εγκατάλειψης γυρόφερνε στο μυαλό του. Μα ένα φτερό τον παροτρύνει να πετάξει και να ξεχάσει τα πάντα, να μην τον νοιάζει για τίποτα… κι ας είναι άγιο το όνομα της ποίησης που για τον ίδιο, είναι απαραίτητο συστατικό της ευτυχίας
είναι αργά – αν μετράς από ψες
είναι νωρίς – αν μετράς από σήμερα
και μαζεύει τα κομμάτια του / σαν ένα παιδί που συλλέγει κογχύλια
και βυθίζεται ολοένα βαθύτερα στη λύτρωση…
Όλα τα πιο πάνω, αγαπητοί φίλοι, δεν είναι λόγια δικά μου.
Είναι στίχοι του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, μέσα από την ποιητική του συλλογή «Οι Πέντε Εποχές». Στίχοι, που με οδήγησαν σ’ έναν κάμπο συναισθημάτων, που φύτρωσαν, άνθισαν, κάρπισαν, ωρίμασαν, τρυγήθηκαν και τώρα, αναπαύονται στις σελίδες της μνήμης ή, για να χρησιμοποιήσω την ετυμολογία της πέμπτης εποχής, αγραναπαύονται…
Στην καλαίσθητη εκτύπωση των Εκδόσεων Μελάνι, έκλεισε τον κύκλο της εξομολόγησης του έρωτά του / το πρώτο λάκτισμα / και τον τελευταίο σπασμό του / το τραύμα αλλά και την μετα-τραυματική άνθηση
Όλοι μας, λίγο ή πολύ, έχουμε περάσει μέσα από τις τέσσερις εποχές του έρωτα, βιώνοντας τη μάχη ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία ‘του άλλου’. Μια μάχη στην οποία άλλοτε βουλιάζουμε κι άλλοτε επιπλέουμε. Κι όλα γυρίζουν πάνω σ’ έναν κρυφό άξονα μιας πέμπτης εποχής που λίγοι έχουν την ικανότητα να βιώσουν και που, όπως την περιγράφει ο ποιητής, είναι καθοριστική, γιατί εδώ ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας
Τώρα, οι μέρες του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, γεμίζουν με ποίηση. Ποίηση ταυτόχρονα καθρέφτης και αντανάκλαση της ψυχής του, μια λάμψη που αδιάκοπα θα τον συνοδεύει.
Τα μύρια θρύψαλα έχουν συναρμολογηθεί κι η ξηρασία χρειάστηκε μόνο μερικά κυβικά μέτρα νερού, και ξαναζωντάνεψε…
Σ’ ευχαριστώ Κωνσταντίνε,
για την αποκάλυψη αυτού του ταξιδιού….

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο Φιλελεύθερος 2/9/2012
Με τον έρωτα κυρίαρχο θεματικό μοτίβο, στην ακμή ή παρακμή του
Η πολυσέλιδη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου. που φέρει τίτλο «Οι πέντε εποχές» κυκλοφόρησε το 2012 από τις έκδοσης «Μελάνι· και πρόκειται για την πρώτη εκδομένη δουλειά ενός νέου δημιουργού Το γεγονός ότι ο Κ.Π. από αυτή την πρωτόλεια δουλειά κατόρθωσε κιόλας ν’ αποκτήσει ένα προσωπικό ύφος, το οποίο μάλιστα ξεδιπλώνεται πάνω στον καμβά μιας ομαλής θεματικής με ομοιογένεια και ειρμό, πρέπει να καταλογιστεί στα υπέρ του νέου ποιητή. Το κυρίαρχο θεματικό μοτίβο είναι φυσικά ο έρωτας στην ακμή η την παρακμή του, στην παρουσία η την απουσία του.
   Θεωρώ εύστοχα τα πλείστα ευσύνοπτα ερωτικής θεματικής ποιήματα της συλλογής, τα οποία παρατίθενται με τρόπο αποφθεγματικό, αλλά απολύτως ευκρινή. Όπως το άτιτλο ποίημα της σελ. 28 «Πάρα πολλά / γύρω μου / περιέχουν/ μια υποψία σου / Τα υπόλοιπα / είσαι εσύ» Ο έρωτας, φυσικά, δεν είναι ανθόσπαρτη και ψυχαγωγημένη λεωφόρος Το συχνά επώδυνο του πράγματος σκιαγραφεί με αφοπλιστική απλότητα ο Κ .Π. «Ένα αθέατο ράγισμα μου /-δικό σου δημιούργημα -/μ’ έκανε τελικά μύρια θρύψαλα /κι έπειτα κόπηκε / απ τα κομμάτια μου / θαυμαστά το έργα σου»· (σελ 42)
Όταν ο νεαρός ποιητής (γεννημένος το 1981) δεν σαγηνεύεται υπέρμετρα από το εύηχο ή το εύσχημο των λέξεων στον δεν αφήνεται πολύ σε έξυπνα έως εξυπνακίστικα λογοπαίγνια όταν αξιοποιεί, λειτουργικά και παραστατικά, μεταφορές και παρομοιώσεις, όταν μεταπλάθει ποιητικά εικόνες της καθημερινότητας προσδίδοντας τους άλλες διαστάσεις, το αποτέλεσμα είναι ουδόλως ευκαταφρόνητο. π.χ. στο άτιτλο ποίημα της σελ 57 λέει: «Μήνες τώρα / η σχέση μας κείτεται / σε κώμα / Ο γιατρός θύμωσε: / Πρέπει επιτελούς ν’ αποφασίσετε / Να σώζατε έστω το ζωτικά όργανα /να τα με τα μοσχεύατε στη μετέπειτα ζωή σας.
Εκεί οπού λειτουργεί ο σαρκασμός και κυρίως ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ, η ποιητική ιδέα διασώζεται και ευδοκιμεί. Π.χ. στη σελ. 70: Μέρες τώρα / προσποιούμαι πως εχω πεθάνει /ελπίζοντας να με ψάξεις / ή έστω να με θάψεις».
Όπως πραγματεύεται τις ερωτικές σχέσεις, ο Κ.Π πραγματεύεται και τις μετα-ερωτικές. Με την ίδια ένταση και ζέση, με την ίδια ανεπιτήδευτη απλότητα: «Δεν θέλω να σε θάψω / σε σεντούκι / έξη ποδιά κάτω από τη γη / θέλω να σε φυτέψω / στο φρέσκο χώμα της ψυχής μου. / Και πάνω σου να βλαστήσουν / όμορφα λουλούδια /Έτσι θέλω να είναι / η ύστερη εποχή σου. / Μετά σου· (σελ 124)
   Πέρα από την ερωτική θεματική, που ούτως ή άλλως είναι παρούσα σε όλα τα ποιήματα της συλλογής, ο Κ.Π καταπιάνεται και με μεγάλες φιλοσοφικές έννοιες, όπως ο χρόνος και ο πόνος. Και συχνά πετυχαίνει επαρκή αποτελέσματα Κυρίως όταν οι λέξεις συνεπικουρούνται και από εικόνες όπως π.χ στο «Θεέ χρόνε· (σελ 105): «Σ’ αφήνω να κυλήσεις / επάνω μου / άσε μου αν θες / σημάδια / αλλά κλείσε την ψυχή μου / να μην μπάζει / ο αδελφός Σου / ο Πόνος / Αμήν»
   Θέλω όμως να σταθώ και στα ποιήματα ποιητικής που περιλαμβάνει η συλλογή. Τέτοιο είναι το προγραμματικό, παραστατικό και ευθύβολο: «Καταδύσεις· (σελ.111) όπου μέσα από ένα αναλυτικό παραλληλισμό, ο Κ. Π σημασιολογεί με επάρκεια τη θέση της ποίησης στη ζωή του. Το παραθέτω ολόκληρο «Θα μπορούσα / να μην κατέδυα κάτω απ’ της επιφάνειας μου την τσίπα/ να μη ρίσκαρα τη ζωή μου φτάνοντας τόσο βαθιά / θα μπορούσα / να μην κινδύνευα απ την ασθένεια των ποιητών / θα μπορούσα να μη φέρω πάντοτε φιάλη ποίησης» Γενικά, βρίσκω ιδιαιτέρως θετικό το γεγονός ότι τα θέματα ποιητικής απασχολούν πολύ συχνά τον Κ.Π. Αυτή η ενασχόληση προσφέρει έναν μπούσουλα. που διαρκώς τον επαναφέρει σε τάξη όποτε διαφανεί ο ελλοχεύων κίνδυνος του ξεστρατίσματος Και η ποίηση, όπως κι όλα τα μεγάλο πράγματα στον κόσμο, πρέπει να έχει στρατηγικές στοχεύσεις Ορθά λοιπόν: «Τα ποιήματα είναι φλέβες / που μ’ ενώνουν με κάθε τι που βρίσκεται γύρω μου / εγώ είμαι η καρδιά. (σελ.142 ).
   Ως νέος ποιητής. παρορμητικός και αυθόρμητός. ο Κ.Π . νομοτελειακά θα έλεγα, έχει μια σχέση με τη δουλειά του. που δεν του επιτρέπει την απόρριψη, τη διαγραφή, το σκίσιμο στίχων. Αυτό συμβαίνει με όλους τους νέους ποιητές, είναι ερωτευμένοι με τη δουλειά τους Κατά τη γνώμη μου. η συλλογή του Κ.Π. θα ήταν αισθητικά επαρκέστερη αν έλειπαν από μέσα γύρω στο 10% των στίχων που περιλήφθησαν σε αυτή. Με τον καιρό, με την ωριμότητα που επιφέρει ο χρόνος και η διαρκής ενασχόληση με την ποίηση είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσει και ο Κ.Π. ν’ αρχίσει ν’ απορρίπτει και να ξεδιαλέγει στίχους του. με μεγαλύτερη αυστηρότητα απ’ όση το πράττει τώρα.
   Επίσης, σταδιακά. ο νέος αυτός ποιητής θα διευρύνει και τους θεματικούς του ορίζοντες, πέρα από τον έρωτα και τον εσωτερικό του κόσμο, πέρα και από τα θέματα ποιητικής. Φιλική συμβουλή και παραίνεση μου. να ενδιατρίψει π.χ. στο έργο του μεγάλου Ρώσου ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι τροβαδούρου του έρωτα και της επανάστασης. Μέσα από αυτό το έργο θα βρει πολλές απαντήσεις για τη θέση του «εγώ» και του «εμείς· στην ποίηση και την κοινωνία. Μέσα από αυτό το έργο θα γίνει κοινωνός και των συλλογικών. μαζικών, κοινωνικών διεργασιών, που παρέχουν πλέρια ερεθίσματα για ποιητικές μεταπλαστή η από μονές τους συντελούν κι αποτελούν ποίηση.

ΧΡΥΣΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Τα Ποιητικά, Τεύχος 9
Ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου ετοίμαζε δεκατρία χρόνια την ανά χείρας συλλογή, η οποία περιλαμβάνει τις τέσσερις εποχές, με την αγρανάπαυση να ακολουθεί, ενώ στο τέλος επανέρχεται η άνοιξη μόνο ως τίτλος, για να συνεχιστεί νοερά ο κύκλος των εποχών και της ζωής στο διηνεκές, θα μπορούσε να εκληφθεί η απλή αναφορά στην άνοιξη ως μια νότα αισιοδοξίας ή μια υπόμνηση του αναπότρεπτου κενού. Πιο απαιτητικά και επιτυχημένα είναι τα μακροσκελή ποιήματα, μιας και τα λακωνικά και κοφτά. για να διαθέτουν δύναμη, χρειάζονται ποιητική εξάσκηση και τριβή με την καθημερινότητα. Παρ’ όλ’ αυτά, οι «διάλογοι» για το θέμα της δημιουργίας και της ποίησης, τον έρωτα, το εφήμερο διαθέτουν εσωτερικότητα, πυκνότητα πολλές φορές, καθώς και εικόνες που δεν δημιουργήθηκαν τυχαία, αλλά προβάλλουν ιδέες και στοχαστική διάθεση, μολονότι δεν αποφεύγεται ένα είδος ναρκισσιστικής στάσης: «σαν να ‘μαι γλύπτης/ λες κι είσαι μάρμαρο/ όπως ακριβώς σε θέλω/ σε φτιάχνω/ κι έπειτα/ δειλά/κρυφά/ κάθομαι και σε θαυμάζω/ Ζωή μου.»
ΠΥΛΙΩΤΟΥ
ΞΕΝΟΥ

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.