ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα, κόρη του γυμνασιάρχη Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής το γένος Μαρκάτου. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Γύθειο, τα Φιλιατρά και την Καλαμάτα, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο και το 1916 δημοσίευσε το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ. Τον ίδιο χρόνο συγκέντρωσε ποιήματα στη συλλογή Μαργαρίτες, την οποία δεν εξέδωσε. Το 1918 διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Το 1920 πέθαναν και οι δυο γονείς της, πρώτα ο πατέρας της και σαράντα μέρες αργότερα η μητέρα της. Το 1922 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής. Είχε ήδη γραφτεί στη Νομική Σχολή. Τότε γνωρίστηκε με τον Κώστα Καρυωτάκη, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα, και δημοσίευσε στίχους στα περιοδικά Έσπερος (Σύρου), Ελληνική Επιθεώρησις, Πανδώρα, Παιδική Χαρά και Εύα. Το 1924 γνώρισε τον Αριστοτέλη Γεωργίου. Τον ίδιο χρόνο εγκατέλειψε τις σπουδές της και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουναλάκη. Το 1926 πήρε μέρος σε παράσταση του έργου του Νικοντέμι Το Κουρέλι και πήγε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή ραπτικής Pigier. Στο Παρίσι προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Charite. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και μπήκε στο σανατόριο Σωτηρία και αργότερα στην κλινική Χρηστομάνου, όπου πέθανε σε ηλικία εικοσιοχτώ χρόνων. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της πρόλαβε να εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Τρίλλιες που σβύνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929). Η Μαρία Πολυδούρη τοποθετείται στη γενιά των νεορομαντικών ή παρακμιακών ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, μαζί με ονόματα όπως του Τέλλου Άγρα, του Κώστα Καρυωτάκη, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του Κώστα Ουράνη. Στο πρώιμο ποιητικό της έργο (πριν το ταξίδι της στο Παρίσι) διακρίνονται έντονες νεορομαντικές τάσεις, επιρροές από το ρεύμα του συμβολισμού και βιωματικό ύφος, ενώ μετά την αρρώστια της, την επιστροφή στην Αθήνα και την αυτοκτονία του Καρυωτάκη το μελοδραματικό στοιχείο υποχωρεί και ο λόγος της γίνεται πιο επιμελημένος. Η γραφή της είναι έντονα φορτισμένη συναισθηματικά με θεματικό προσανατολισμό γύρω από τον έρωτα και το θάνατο. Έγραψε επίσης μια νουβέλα με τίτλο Μυθιστόρημα και κάποιες ποιητικές μεταφράσεις που περιλαμβάνονται στον τόμο των Απάντων της του 1982 με επιμέλεια του Τάκη Μενδράκου.
Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

.

ΤΡΙΛΛΙΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ (1928)

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Φίλε, του φθινοπώρου ήρθεν η Ώρα
Στην πόρτα μου έξω. Κίτρινο φορεί
στεφάνι από μυρτιά. Στα νικηφόρα
χέρια της μια κιθάρα θλιβερή,

Κιθάρα παλαιική που κλει πληθώρα
μέσα της ήχους και ήχους. Ιερή
κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα
που ήταν γλυκιά και γίνηκε πικρή,

Ήχος μέσ’ στην καρδιά της αποστάζει.
Φίλε, του φθινοπώρου η Ώρα εκεί
στην πόρτα μου ήρθε δίχως να διστάζη

Και το κιθάρισμά της πότε πότε
σα νάτανε η φωνή σου η μυστική
τους στίχους σου που μου τραγούδαες τότε.

(Κ’ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ…)

Κ’ ήταν μια νύχτα ωραία και στη ματιά σου
και στα τραγούδια σου. Ήτανε γλυκιά
μια νύχτα στα τραγούδια τα παληά σου
γεμάτη αστέρια, νύχτα ξωτικιά.

Η μόνη αγάπη μέσ’ στη μοναξιά σου,
τόσο όμορφη, τόσο υποβλητικιά,
έγινε πάθος μέσα στην καρδιά σου,
μέσ’ στην καρδιά σου την ερημικιά.

Αχ, τα παληά τραγούδια σου που κλαίγαν
Κ’ ήτανε τόσο ανείπωτα γλυκά
και τόκρυβαν σεμνά και δεν το λέγαν.

Αχ, τα παληά σου τα τραγούδια πούνε
θλιμμένα σαν αγάπης μυστικά,
σαν άνθη δακρυσμένα που σιωπούνε.

(ΗΡΘΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ…)

Ήρθα μια μέρα, οδηγημένη απ’ την ιερή σου
αγάπη, εμπρός στο κύμα το γλαυκό
και μ’ άφησες τότε να ιδώ τη φλογερή σου
πληγή στο στήθος σου το νεανικό.

Τότε μου μίλαες με την ήσυχη φωνή σου
για τη ζωή σου, ατέλειωτο κακό
κι’ ως ένοιωθες βαθιά πως φτάνω ως την ψυχή σου,
ανάβρυζε το δάκρι σου γλυκό.

Κ’ ήταν χαράς χαρά να κλαίμε τραγουδώντας
στην ίδια λύρα, μάντεμα πικρό
τη μοναξιά μας και σάμπως λήσμονώντας.

Με τι χαρά το πρόσωπό σου να ραντίσω
με τον πικρό της θάλασσας αφρό,
πέρα τα κύματα έτρεχα να προϋπαντήσω.

(Κ’ ΗΡΘΕ ΜΟΙΡΑΙΑ…)

Κ’ ήρθε μοιραία του φθινοπώρου η Ώρα
ανάμεσό μας στάθη σκυθρωπή,
μας άφησε τ’ ανταλλαγμένα δώρα
και το γιατί χωρίς να μας το πη

Μας έρριξε στο δρόμο προς τη χώρα
με γρήγορο το χέρι ως αστραπή.
Μαζί στον κόσμο μα μονάχοι τώρα,
μια μοναξιά σαν τάφου σιωπή.

Μόνο έφτανε ο αχός του τραγουδιού σου,
μια ανάστερη νυχτιά χωρίς πνοή.
– Αχ, πούνε η νύχτα εκείνη του παλιού σου

Του τραγουδιού, μια προσμονή κρυμμένη;
Μ’ έφτανε ο αχός… Δε σώνεται η ζωή
όταν του τάφου η πόρτα είνε ανοιγμένη.

(ΜΕ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΤΑ ΚΡΙΝΑ…)

Με της σιωπής τα κρίνα που λυγούνε
μέσα στα νικημένα μου τα χέρια
με τις σκέψεις που μάταια κυνηγούνε
η μια την άλλη πέρα από τ’ αστέρια,

Με τα μάτια που κάτι νοσταλγούνε,
κάτι που είναι αγνοημένο πλέρια,
σα να μη βλέπουν, σα να μην αλγούνε,
εξαϋλωμένα μάτια, μάτια αιθέρια,

Στέκω οραματισμένη και πιστεύω.
Δεν ξέρω τι πιστεύω. Ξεφυλλίζω
τα ποιήματά σου κι’ όλο μεσιτεύω.

Στη σκέψη σου και στη βουλή του απείρου.
Κι’ όπως ποτέ τα μάτια δε σφαλίζω
ξέρω πως πια δεν είνε απάτη ονείρου.

(ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Η ΩΡΑ…)

Του φθινοπώρου η Ώρα έχει καθήσει
στην πόρτα μου. Το βλέμμα της υγρό
γεμάτο από απόκοσμο μεθύσι,
πλανιέται σε ασφοδέλων τον αγρό.

Τι σκέψη στη ματιά της νάχη ανθίσει,
τι ονειροπόλημα λυπητερό;
Στην όψη της σκιές έχουν μαδήσει
Κ’ είνε το στόμα της τόσο πικρό…

Μα όταν κατέβη το γαλήνιο βράδι
θα με καλέση αμίλητα, γλυκά,
να την ακολουθήσω στο σκοτάδι.

Το βήμα της βουβό και βέβαιο θάναι,
μα η πίστη μου θερμή, πως μυστικά
τα βήματά μου σένα ακολουθάνε.

ΒΡΑΔΙ

Καλώς το, που ήρθε το άφωτο βραδάκι
έτσι απαλό, σα χάδι, να μ’ αγγίξη
και τη σκέψη μου αγάλια να τραβήξη
στο σκοτεινό, στο ατέλειωτο δρομάκι,

Κει που όλες οι χαρές μου καρτερούνε
το πέρασμά μου εκείθε σιωπηλές,
ωραίες, ελκυστικές κι’ άπιαστες, λες
του ονείρου τα χρυσά φτερά φορούνε.

Καλώς το, που ήρθε σαν τη καλωσύνη
το κουρασμένο βλέμμα μου να σβήση
και την ψυχή μου ελεύτερη ν’ αφήση
ν’ απλωθή ως πέρα στη γαλήνη.

ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

(ΓΙΑ ΔΕΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ…)

Για δες αγάπη μου μακριά, πόσο μακριά είναι οι κήποι
και κρίμα, δεν είναι ούτε αυγή και μόλις ξεκινάμε.
Θα μας ρημάξη η κακωσιά και θα μαράνη η λύπη
την ακριβή μας τη χαρά, πως ταιριασμένοι πάμε.

Στέρξε να μείνουμε σε μια του δρόμου μας γωνούλα,
κάτω στον ίσκιο μιας εληάς – ήσκιε μου εμπιστεμένε.
Και γω θα δης με των φιλιών τη δροσερή πηγούλα
θα σου γιομίσω την καρδιά λουλούδια, αγαπημένε!

ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΑ

Ωχρή πορφύρα! Και το δάκρι μαγικό
πετράδι έχει γενή στη φορεσιά σας.
Τι κι’ αν φοράτε διάδημα βασιλικό
στη μαύρη χειμωνιά την ομορφιά σας.

Του ξανθού Ηλιου το φιλί διαβατικό
κι’ αν παίξη στα χρυσόξανθα μαλλιά σας,
δε θάναι ελπίδα, ούτε όνειρο θάναι γλυκό,
μόνο πιο κρύα θα νοιώστε τη χιονιά σας.

Ωχρή πορφύρα! Και ο βορηάς που το «ωσαννά»
σας τραγουδάει μ’ όλα τα λουλούδια,
τα φύλλα σας μαδάει πριν μαραθούν

Κι’ όσα πετράδια η πάχνη αφήνει ταπεινά,
δοξαστικά όσα η θύελλα τραγούδια,
στην άχαρη καρδιά σας δάκρια ανθούν…

ΠΑΝΤΑ ΓΥΡΙΖΩ

Πάντα γυρίζω εκεί προς τα χαράματα
της όμορφης αγάπης μας. Μην τύχη,
φοβάμαι, το μοιραίο να συντύχη
και φύγουν για τ’ αγύριστα περάματα.

Θαρρώ ζωή της δίνω ανακαλώντας
τα πρωτινά φεγγοβολή ματά της,
το ανόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τα δώρα της περίσσια σπαταλώντας.

Κι’ αναζητώ το βλέμμα σου γεμάτο
μιαν αφοσίωση αστέρευτη, σαν έννοια,
σαν έλξη νάταν όλα μαγνητένια,
τόσο όμορφο ήταν, τόσο ήταν γεμάτο.

Αχ! ο κρυφός καημός που μου κρατάει
τη σκέψη σκλαβωμένη στο πρωτάνθι,
ενώ γύρω μας περισσεύουν τάνθη
που αμέριμνα η αγάπη μας σκορπάει.

ΔΕΙΛΙΝΑ

Περνάει εμπρός μου η μέρα
σημάδι φωτεινό.
Και πάντα έτσι με βρίσκει
απάντεχο από πέρα
βαρύ το δειλινό.

Το φως σου θα στερέψης
ελπίδα μου χρυσή,
θα σε σιμώσουν οι ήσκιοι
κ’ έτσι μοιραία θα γνέψης
στο δειλινό και συ.

ΕΙΚΟΝΑ

Στα μαλλιά κερδίζει πλατιά
η σκοτεινιά.
Και πιο κάτω μέσ’ στα μάτια
η τρικυμία.

Πέρα που στα χείλη ανάφτει
αχνό ένα φως,
μου έφυγε γοργά κ’ εθάφτη
ο στοχασμός!

ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Είμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι.
Δε με τυραννάει το άγριο κακοκαίρι, όπως τάλλα εμένα
και της χλωμιασμένης μου όψης δε μαδάνε ένα ένα τα φύλλα.
Οι καλές οι μοίρες κ’ οι κακές καρτέρι κι αν μώχουν στημένα,
σάμπως πεταλούδες να με τριγυρνάνε νοιώθω ανατριχίλα.

Είμαι το λουλούδι που σιγά το τρώει το κρυφό σαράκι.
Γέννημα και θρέμμα στην ψυχή μου μέσα το κακό φωλιάζει.
Και ζωή και χάρος είμαι, απ’ τη γελάστρα τύχη δεν προσμένω.
Αψηλό κι’ ωραίο στήνω το κορμί μου κι’ άλλο δε μου μοιάζει.
Όμως όταν δείξω τις πληγές μου στάστρα, θάμαι πεθαμένο.

ΧΑΜΕΝΑ

Προσμένω, είν’ η ψυχή μου ελπίδα,
στη νύχτα την τρισκοτεινή
τον ήλιο τέτοιον που πρωτοείδα
εκεί αντικρύ μου να φανή.

Προσμένω που σημαίνουν τώρα
στριγγές φωνές το χαλασμό,
προσμένω την γαλήνιαν ώρα,
το βραδυνό χαιρετισμό.

Στην ξερασιά τώρα το χιόνι
πώχει σα σάβανο απλωθή,
το μακρεμένο χελιδόνι
προσμένω πως θα ξαναρθή.

Ολα προσμένω τα χαμένα
κ’ η ελπίδα μάγισσα μια γρηά
μου λέει πως έρχονται ολοένα
οι σκιές που χάνονται μακριά.

ΣΑΝ ΠΕΘΑΝΩ

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ’ στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.

Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ’ αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
– φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ

Ι

Στον Άσπρο Πύργο,
στην πέρα χώρα,
κόσμος πουλάκια
κι’ άνθη πληθώρα.

Τι περιβόλια
δροσιά και μύρα.
Το περιγιάλι
φωτοπλημμύρα.

Στον Άσπρο Πύργο
λες έχει αφήσει
όλα τα χάδια της
γλυκιά μια φύση.

Η γαλανή
τ’ ουρανού γαλήνη
μέσα στο κύμα
τα μάγια λύνει.

Κ’ έχει στα μάτια
κάθε κοράσι
το μαγεμένο
το ακροθαλάσσι.

Οι νιες κει πέρα
πως περπατάνε
κ’ έχουνε κάτι
σα να σκιρτάνε.

Κ’ οι νιοι γλεντάνε
κ’ έχουν καμάρι
για τις ματιές τους
πούχουνε πάρει.

Κάθε ομορφάδα
γλυκιά και πλάνα
και μέσα σ’ όλες
κ’ η Μαριάννα.

Ω Μαριάννα
ποιος δε σε ξέρει;
Κάθε ματιά σου
κ’ ένα νυχτέρι.

Το πέρασμά σου
ποιος θα χορτάση;
Το καρδιοχτύπι
και το γιορτάσι.

Μα η Μαριάννα
έχει μια θλίψη
σα να της έχουν
τα πάντα λείψει.

Καημός αγάπης
χρόνια τη λυώνει
κι’ όλο θεριεύει
όσο παλιώνει.

II

Στον Άσπρο Πύργο
η αυγή προβάλλει
δεν την ξανάειδαν
με τέτια κάλλη.

Γλυκοξυπνούνε
τα μάτια ταίρια,
τώρα που σβήνουν
ψηλά τ’ αστέρια.

Βγήκε το αγέρι
να περπατήση
μέσα στους κήπους,
πριν να φωτίση.

Και θα κατέβη
στο ακροθαλάσσι
μ’ όλα τα μύρα
που θάχη μάσει.

Μονάχα ας έρθη
γλυκά κι’ αγάλι
πάνω στο κύμα,
στο προσκεφάλι

Που τη λικνίζει
σαν κοιμισμένη
την πιο ωραία,
την πιο θλιμμένη.

ΘΑΡΘΗΣ ΑΡΓΑ

Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθής και πάλι
σαν από χρόνους μακρινούς και ξένες χώρες πέρα;
Λιγόστεψε η ζωούλα μου και μέρα με τη μέρα,
ανήμπορη και τρυφερή, σβήνεται αγάλι αγάλι…

Άκου στα δέντρα πένθιμα πώς τρίζουνε τα φύλλα,
μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, τ’ ουρανού το χρώμα
το θόλωσαν τα σύννεφα… Μια κρύα ανατριχίλα
στα λουλουδάκια χύνεται… κι’ αργείς, αργείς ακόμα!

Θαρθής αργά, με τη νυχτιά και με τον κρύο χειμώνα,
με το χιονοσαβάνωμα, με του βοριά το θρήνο
και δε θα βρης ούτ’ ένα ρόδο, ούτ’ ένα αθώο κρίνο
να μου χαρίσης… ούτε καν μια πένθιμη ανεμώνα.

ΔΕ ΘΑ ΤΟ ΠΟΥΝ…

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως άνθισε
παρά τα λυπημένα μου τραγούδια.
Σαν πεταλούδες οι χαρές με σίμωναν
γιατί ήμουν δροσερή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως μέστωσε
παρά τα πικραμένα μου τραγούδια.
Οι έρωτες, αηδόνια μού τραγούδαγαν
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, πως γιγαντώθη ο πόνος μου
παρά τα σπαραγμένα μου τραγούδια.
Οι χαροκόποι ανύποπτα με σίμωναν
γιατί ήμουν σιωπηλή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως πέθανε
παρά τα σιωπή μένα μου τραγούδια
και θα περνά η ζωή πάνω μου ξένοιαστη
πως έσβησα γλυκά σαν τα λουλούδια.

ΖΩΗ

Ξεχωριστά μέσ’ στάλλα
δέντρα, δέντρα ολόισια,
βουβά τα κυπαρίσσια
στο μεσημέρι ντάλα.

Τρελλές, ξελογιασμένες
λεύκες, τ’ ωραίο σας γέλιο
είνε σαν περιγέλιο
στις νύχτες τις θλιμμένες.

Πεύκα, κρυφή κατάρα
θρηνεί μέσ’ τα κλαδιά σας
κι’ αγγίζει στην καρδιά σας
του ηλίου το φως λαχτάρα

Χλωρή στρωμνή στον ήλιο
οι καρυδιές που δίνουν,
οι σκιές στις ρίζες στήνουν
το μαύρο τους βασίλειο.

Οι παπαρούνες λαύρα,
φανταχτερό λουλούδι.
Φεύγει η ζωή τους σαν χνούδι
στην παιχνιδιάραν αύρα.

ΤΑ ΣΟΝΕΤΤΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ 

Ένα μεγάλο, θαλερό Δάσος και με η ψυχή μου.
Λίγος ο δρόμος ως εκεί, καθώς έχεις σιμώσει.
Μονάχα μην αργοπορής μην τύχει και νυχτώσει
και δε σε ιδούν τα μάτια μου και μείνω μοναχή μου.

Εκεί τα δέντρα είναι ψηλά καθώς οι στοχασμοί μου.
Η χλόη πάνω στις πίκρες μου γλυκιά ’πο χάδια στρώση
κ’ ένα λουλούδι φλογερό μονάχα ανθίζει, η ευχή μου
νάρθης εκεί με όλη σου την κυνηγήτρα γνώση.

Θα σε μεθύση η μυρωδιά και δε θ’ ακούς τι ψάλλουν
κρυφά, καθώς ερωτικά τρυγόνια τα όνειρά μου,
μα πληγωμένα και νεκρά μπροστά σου σαν προβάλλουν,

Θα ειπής βαθιά σου ψάχνοντας τότε, πούνε η χαρά μου;
Κι’ όπως θα βλέπης γύρω σου, βουβά και λυπημένα
θα γίνης όνειρο, καημός, τραγούδι εσύ για μένα.

—————————————————

Γιατί να ξανοιχτής μακριά στο ανήμερο το Δάσο;
Μία αυγή σιμά μου πέρασες με τ’ όπλο στο πλευρό
γίγαντας. Σε καμάρωσα και δε θα το ξεχάσω
καθώς όλα χαιρέτιζε το βλέμμα σου το ιλαρό.

Γιατί να ξανοιχτής μακριά στο ανήμερο το Δάσο;
Χίλιες κορφές σου νεύανε γλυκά οι φραγές χορό
στέναν ολάνθιστες για ν’ αντικόψουν – «Θα περάσω!»
τρύπαε η ματιά σου πύρινη και πέφτανε σωρό.

Ποια ρεματιά σε δέχτηκε στη βλαστερή αγκαλιά της
ωραίο πουλάκι αμέριμνο κι’ αδικοσκοτωμένο;
Ποια την πληγή σου δρόσισε με τη δροσοσταλιά της

Φτωχή πηγούλα; Ποιο δέντρο σου γίνη εμπιστεμένο
κι’ άκουσε τις στερνές στιγμές γερτό προς τη ματιά σου
την εκατομαντάλωτη ν’ ανοίγης πια καρδιά σου;

——————————————————

Οι παπαρούνες άνθισαν ξανά. Στα ίδια μέρη
τις έκοψα γεμίζοντας, ως τότε, την αγκάλη.
Μονάχα τώρα θλιβερό κι’ αν έστηνα καρτέρι
δε σ’ είδα ξάφνου πλάι μου να προσπερνάς και πάλι.

Το Δάσος σιγαλότατο στο λαύρο μεσημέρι,
τις λεύκες τις γλυκόλογες με τα γιγάντια κάλλη,
μ’ απ’ όλα το σπιτάκι σου – καημό που μούχει φέρει,
το βρήκα δίχως σένανε και δίχως ελπίδα άλλη

Να σε ξανάβρω – θάσωνα να καρτεράω χρόνια.
Κ’ έκλαψα. μα θυμήθηκα στερνά που ξεκινούσες
με συνοδεία μουσική τα δέντρα και ταηδόνια

Με τη ματιά νοσταλγικιά στα γύρω που σκορπούσες
και στην καρδιά μου σ’ έκλεισα, με σε να χαιρετήσω
όλα που μ’ έκανες εσύ να ιδώ και ν’ αγαπήσω.

———————————————–

Πως να σας πω; Σας θέλω ανθούς δροσάτα παληκάρια,
τώρα καθώς απλώνεται η απαλή
λίμνη η καρδιά μου ανήσκιωτη, διάφανη και καθάρια
καθρεφτισμένες μέσα της τις όψεις σας να κλη.

Ωραία χαρά σα γέρνετε καθένα το κεφάλι
προς την καρδιά μου ανύποπτα, καθώς
σας λούζει με τα ξωτικά, μ’ όλα τα πλάνα κάλλη
του ονείρου μου το μυστικό και το γαλήνιο φως.

ΒΑΡΙΑ ΚΑΡΔΙΑ

Πως με κυττάς έτσι γλυκά, νέο μου ανθάκι χαρωπό!
Δείχνεις όλες τις χάρες σου σε με και δε φοβάσαι;
Αχ! έχω την καρδιά βαριά… μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο κι’ ευτυχισμένο νάσαι.

Πως με κυττάς έτσι γλυκά… συ, τόσο νέο και χαρωπό;
Τρέμει η καρδιά μου μια στιγμή σαν κάτι να προσμένω…
Αλλοι! έχω βάρος στην καρδιά. Μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο νάσαι κ’ ευτυχισμένο.

Με τρώει η έγνοια να σταθώ κοντά σου μια στιγμούλα
και την καρδιά μου στη γλυκιά σου μελωδία να λούσω.
Με καίει ο πόθος, σκύβοντας πάνω σου σα βεργούλα
του φράχτη, τον τρελλό παλμό της νειας σου ζωής ν’ ακούσω.

Τολμώ τ’ άσωτα χέρια μου κάποια στιγμή ν’ απλώσω
τα θελκτικά σου χρώματα στην όψη σου ν’ αγγίσω
μα κάτι, σα να μη μπορώ κει που είσαι να σε σώσω
κάνει βαριά τα χέρια μου κάτω να πέφτουν πίσω…

ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ

Δύναμη ανώφελη σε φέρνει ενάντια
του χαραγμένου δρόμου των κυμάτων.
Κι’ αν τους μικρούς κουρσάρους σου απ’ αγνάντια
δένη η φρίκη των άφαντων μηνμάτων,

Να, της ορμής σου η θλιβερή κατάντια:
σ’ ερωτιάρικο εν άσμα των ασμάτων
και της λύσσας του αφρού σου, σε διαμάντια,
χαρές υποταγής στο πέρασμά των

Των δυνατών να σε πατούν! Μεγάλη
η μοίρα σου κι’ ανίκητη είνε! Φτάνει.
Σκύψε κάλλιο μπροστά της το κεφάλι.

Η δύναμή σου, ανθοί για να κοσμούνε
των νικητών σου το άδικό στεφάνι
που είνε απ’ τη μοίρα, εκείνοι να νικούνε.

ΚΑΛΛΟΝΗ

Γι’ αυτή τη χάρη, νάσαι γεννημένη
απ’ τα χέρια της αρμονίας, παίρνεις
στο βασίλειο του ηλίου μια διαλεγμένη
θέση. Κι’ όμως ανάξια δε τη φέρνεις.

Αν φέγγουνε πυροί και χρυσωμένοι
της γνώσης οι καρποί, μη δε τους φέρνεις
εσύ στο φως; ψυχή αιθεροπλασμένη,
σπάνιο λουλούδι στη δροσιά που γέρνεις

Της ζωής ταπεινά κι’ όμως ωραία;
Η θεότη στα χέρια σου έχει αφήσει
με πίστη το γεμάτον αμφορέα.

Κάνε γλυκά στη δίψα μας να γύρη
τόσο μονάχα, όσο για να μας χύση
χρυσό καπνό, μεθυστικό σα γύρη.

ΑΝΟΙΞΗ

Φούντωσε η Άνοιξη και δω σε κάθε δέντρου κλώνο.
Τα πάρκα λουλουδίσανε και κείνα.
Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους, παρά μόνο
πως λείπω μακριά ’πο σέν’ Αθήνα.

Έρχεται ακάλεστη, βουβή, μέσ’ στου ηλίου το θάμπος
βροχούλα που κανείς δεν υποπτέφτη
και νοιώθω, η νοσταλγία σου καθώς μ’ ανάφτει, σάμπως
ξεχωριστά για μένανε να πέφτη.

Παρίσι. Άνοιξη 1927

ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΔΩ…

Ούτε και δω στην ξενητιά που μ’ έχει ρίξει,
καθώς με συγκυλά, της δυστυχίας το κύμα,
βρήκα την ταφική του ναυαγίου γαλήνη.
Τα σωθικά μου αν τάχη η μαύρη δίψα φρίξει
κι’ αν η φωνή μου απ’ την κραυγή του πόνου σβήνη,
μα πάντα θάμαι του ονείρου ταστείο θύμα.
Καθώς φώτιζαν πάνω μου τα δυο σου μάτια,
των λογισμών μου σκίζοντας το μαύρο βύθος,
το δρόμο προς τα χείλη σου βρήκα άθελά μου.
Κοίτομαι εμπρός σου κι’ ονειρεύομαι παλάτια
νεραϊδικά, σαν απ’ αυτά που θέλει ο μύθος
και δεν κυττάζω πως θεός στη ζωή μπαίνεις
Εσύ, και μένα πόσο ανάξιο το ένδυμά μου…

ΣΤΡΟΦΕΣ

Στο πλαίσιο του παραθύρου προβάλλει
το πάρκο πρωινό δε φέγγει ακόμα.
Αχ, πόσες υποσχέσεις δε μοιράζει
της εαρινής αυτής αυγής το στόμα
που σ’ ένα απλό χαμόγελο χαράζει.

Και κατοικεί στο πάρκο όλη η γαλήνη
όσων πιστεύουν στην καλή τους μοίρα.
Βλέπω με τι σοφία που ετοιμάζει
και τι σιγά την πράσινη πλημμύρα.
– Μα εμέ που δεν πιστεύω με τρομάζει.

Στα στήθη μου βαθιά η πληγή ματώνει
σα νέο λουλούδι, νοιώθω την ορμή της
που μου ρουφά τα νειάτα και με λύνει.
Το είναι όλο τώρα η δύναμή της
και θα δουλεύη ανύποπτα για κείνη.

Παρίσι. Νοσοκομείο “Charité”

ΠΑΡΙΣΙ

Παρίσι, ήταν καιρός τα ονείρατά μου
στο σκοτεινό πρωί σου να σκορπίσω
και να σ’ αφήσω παίρνοντας κοντά μου
τη θλιβερή χαρά να σ’ αγαπήσω.

Τώρα η Μεσόγειος λυγερή σειρήνα
που στο πλοίο μας γύρω αφροκοπάει
κι’ όλα του αφρού της τα κατάσπρα κρίνα
ένας σκοπός: μακριά σου να με πάη.

Κ’ ύστερα σα σιμώσουμε κει πέρα,
θάρθη προσταχτικό το φως ν’ ανοίξη
τα μάτια μου στην τρισγαλάζια μέρα
και την ενθύμησή σου να μου πνίξη.

Κ’ ύστερα τα νησιά της θα χυμήσουν.
Κ’ η Αθήνα, ξέρω, δε θ’ αργοπορήση.
Θε να στηθούνε να μου πολεμήσουν
της αμαρτίας τον έρωτα, Παρίσι!

Και θα θελήσουν να ξεχάσω πόσο
σου δόθηκεν αμέσως η ψυχή μου.
Καθώς χωρίς την έγνοια ν’ ανταμώσω
γύριζα μέσ’ στους δρόμους μοναχή μου.

Όμως παντού έπιανα εύκολα φιλίες
γιατί σα να με ξέραν μου γελούσαν
παντού, σπίτια και πάρκα κ’ εκκλησίες
κι’ όταν ξαναπερνούσα μου μιλούσαν.

Και θα θελήσουν να ξεχάσω, πόση
καινούργια νειότη συ μούχες χαρίσει,
πως τη μοίρα μου ακόμα έχω ανταμώσει
γυρίζοντας στους δρόμους σου, Παρίσι.

ΣΕ ΜΙΑ ΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Χτες ήτανε μπουμπούκια
σεμνά, δίχως καμάρι κι’ υποσχέσεις.
Σήμερα τόσο ωραία
πρωί-πρωί όπως τάειδα, ταράχτηκα…
Μέσ’ στο άνοιγμά τους βόσκει
μια βίαιη δύναμη πούνε σαν τη νειότη.
Κ’ η νειότη αυτή που τρέχει,
τεντώνει τα σαρκώδη φύλλα ως τόξα
Κι’ ως τη ρίζα τ’ ανοίγει
και ξεχύνει της πρόκλησης το μύρο,
μόλις μ’ ένα φυλλάκι διπλωμένο
την παρθένα ομορφιά τους κρύβει.
Η πεταλούδα θάρθη.
– τ’ όνειρο μέσ’ στη μέθη τους περνάει.
Το ριγηλό θε να σηκώση φύλλο
και την καρδιά τους θάβρη.
Μα ω της κάμαράς μου
ωραίοι εξόριστοι θα σας παιδέψη
του ονείρου σας η πλάνη.
Το λίγωμά σας μάταιο θα περάση.
Τα μάτια μου ακλουθάνε
της σάρκας σας το αόρατο ανατρίχιασμα
κ’ η ερωτική σας νάρκη
με το μύρο περνάει μέσ’ στην καρδιά μου…
Η πεταλούδ’ αν είμαι
που σας λείπει, ανοιχτέ στων χειλιών μου
τη λαύρα, τη μισόκλειστη καρδιά σας.
Ή αν θέλετε, θα βιάσω
με μι’ άγνωστη λαχτάρα στη γενιά σας
το ανθένιο μυστικό σας,
τη λατρευτή που σας ορθώνει νειότη…
Η ανάσα μου, η πνοή σας
δεν ξέρω τι σας έγυρε τα φύλλα…
τι μούσβησε το φως μέσα στα μάτια…

ΦΥΓΕ

Ω, φύγε μακριά μου
μακριά όσο μπορεί
κι’ αν σ’ αναζητήση θλιμμένη η ματιά μου
ονείρου που εσβήστη τα χνάρια να βρη.

Στιγμή πια σιμά μου
μη μένεις. Ωιμέ
ούτ’ ένα λουλούδι χλωρό στην καρδιά μου
κι’ αν συ πλανευτής θα πλανέψης κ’ εμέ.

Και πιότερο εμένα
τρελλή ’ναι η καρδιά.
Μου το ’παν τα μάτια σου τα φοβισμένα
θυμάμαι, την πρώτη στον κήπο βραδιά.

(Μ’ έναν παλμό βαρύ…)

Μ’ έναν παλμό βαρύ – σεισμός μου συγκλονεί τα στήθια,
όταν προβάλλης, Άνοιξη, πάντα σε χαιρετίζω.
Είναι και θλίψη και χαρά γιατί από σένα αλήθεια
ό,τι καλό, κακό κι’ αν κλη η ζωή μου το γνωρίζω.

Το ίδιο ποτήρι μου κερνά την πίκρα και την ηδονή.
Όταν τη μια συναπαντώ κ’ η άλλη δεν απολείπει.
Όμοιος βαρύς ένας παλμός βαθιά τα στήθη μου δονεί
κ’ έφτασε να μην ξέρω πια τι ’ναι χαρά, τι λύπη…

ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

Μητέρα μου παιδί σου εμέ πιστό
με αφήνει η κάθε μέρα που διαβαίνει.
Σε με το πρόσωπό σου εικονιστό
και μέσα μου η ψυχή σου φωληασμένη.

Δε σ’ ένοιωσα πριν να σε χωριστώ
μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει,
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη.

Πιστό παιδί σου. Τη μαρτυρική
ζωή σου στη ζωή μου να τη νοιώσω
Μητέρα μου καλή, πονετική.

Και στον κρυφό καημό σου, να μην δουν
τον πόνο σου όσοι αγάπαγες, να δώσω
και γω τα σπλάχνα μου – άνθη να μαδούν…

ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Ήρθες! ήρθες! πλημμύρισε η χαρά μου
κ’ η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξη.
Ήρθες, όσο κι’ αν μάκρυνεν ο χρόνος,
ο ίδιος χρόνος την πόρτα σούχει ανοίξει.

Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κυττάς το μαρασμό που μ’ έχει ντύσει
σαν την ομίχλη τη δειλινή ώρα;
Θες να σου πω το πως μ’ έχει απαντήσει;

Μα τι σημαίνει. Φαίδρυνε τα χείλη
στης πάναγνης χαράς μου το μεθύσι.
Τι σημαίνει πως ο χειμώνας ήρθε
πριν τίποτε για μένανε ν’ ανθίση.

Τώρα πια, όπως άλλοτε, δε θέλω
εύοσμα άνθη απ’ τα νεανικά σου χέρια.
Είμαι σεμνή. Με κάθαρεν η αγάπη
απ’ τα στολίδια, δες, μ’ έγδυσε πλέρια.

Κύττα πως αγωνίζεται η ψυχή μου
τα στέρεα της ζωής δεσμά να λύση
ανέσπερον αστέρι να προφτάση
το αργυρό μέτωπό σου να φιλήση.

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Χλωμή αδελφούλα
η μέρα φτάνει
και στα ματάκια σου
ύπνος δε φάνη.

Τι σε παιδεύει
κ’ έχεις την όψη
σκληρή; σαν ανθός
που τώχουν κόψει;

Βλέπω η ματιά σου
που δε λυγάει.
Τι σκέψη τάχα
να κυνηγάη;

Χλωμή αδελφούλα
– μη με μαλώσης.
Δε θες τα χέρια
σε με ν’ απλώσης;

Άλλοτε – αχ, πόσο
δεν το ξεχάνω,
δω, στη μικρούλα
καρδιά μου πάνω

Το μέτωπό σου
μου εμπιστευόσουν
κ’ ήσουν γαλήνια
σα να κοιμώσουν

Κι’ άλλοτε… αχ, τότε
μ’ είχες ξεχάσει.
Έκλαιες σα νάχες
τα πάντα χάσει

Μα της χλωμάδας
η αρρώστεια φάνη
το μετωπάκι σου
σα στεφάνι

Σφίγγει ολοένα.
Πια δε θυμάσαι.
– Χλωμή αδελφούλα
πες μου, κοιμάσαι;

Για την αρρώστεια σου
λέω. Θαρρούσα
να την νικήσω
πως θα μπορούσα.

Ξέρω τι αγάπες
κλείνεις στα στήθια.
Θέλεις λουλούδια
και παραμύθια.

Κάποτε μούπες
θαρρώ, θλιμμένη,
για μια ψυχουλα
πώχεις χαμένη.

Κι’ αυτό θα σ’ έχει
πολύ απελπίσει.
Την είχες πιότερο
από με αγαπήσει;

Χλωμή αδελφούλα
πια τι με νοιάζει…
Αχ, η ματιά σου
πως σκοτεινιάζει.

Τα παγωμένα
χέρια σου, Θέ μου…
Δε σ’ είδα τόσο
χλωμή ποτέ μου…

Σήμερα κιόλα,
πριν βασιλέψη
θα πάω στον κήπο
πούχες φυτέψει.

Όλα για μένα
θα ξανανθίσουν.
Θάμαι θλιμμένη,
θα μ’ αγαπήσουν.

Και θα μου δώσουν
κάτι δικό τους.
Τη δροσοχάρη,
το μυστικό τους.

Και μια ιστορία
θάχη καθένα.
Θα την μιλήσουν
σιγά σε μένα.

Για μια ψυχούλα,
για το αγεράκι,
το κρύο σύννεφο
κακό γεράκι.

Και θα στα φέρω
μ’ ακούς; Νυστάζεις;
Σα να κοιμάσαι
κι’ όμως κυττάζεις

Κάπου. Κοιμήσου.
Το φως σιμώνει.
Χλωμή αδελφούλα
δεν είσαι μόνη.

Είμαι κοντά σου,
σε νανουρίζω.
Τα βασανά σου
πικρά γνωρίζω.

Μονάχα ο ύπνος
δε λέει «θυμήσου».
Χλωμή αδελφούλα
Φέγγει… κοιμήσου…

ΝΑΝΑΙ ΑΥΤΗ…

Κάποια μέρα που εγείροταν περήφανα
της ψεύτικης ζωής το πανηγύρι
κ’ ένα σκληρό φως, άκαρπο βασίλευε
που αλλοιώνει τα πάντα και διεγείρει
μονάχα στη ζωή την πιο κοινή,

Το αναπάντητο ρώτημα με γέμισε
κ’ είδα με αμφιβολία και την ψυχή μου.
Τότε άνοιξε μιαν άβυσσο και κρύφτηκε
κ’ έμεινα, δίχως θλίψη, μοναχή μου
στην άσκοπη ζωή που δεν πονεί.

Και πέρασα έτσι. Τώρα που όλα κώπασαν
και του άλλου κόσμου το άγιο φως πλανιέται,
νοιώθω κάποια πνοή που έρχεται απόκοσμη
και δε μου κλαίει και δεν παραπονιέται
μόνο κρυφό σαν κάτι να κρατή.

Μου δείχνει το βραδάκι που όλο κ’ έρχεται
σα νάναι μια υπέρτατη καλωσύνη
και κάτι θέλει να μου πη, μα στέκεται
λες κρύβει μια λαχτάρα, μια βιασύνη
σε κάποιο χαμογέλιο… νάναι αυτή;

ΘΥΣΙΑ

Στον κ. Γιάννη Ρίτσο

Καρδιά μου, τούτη η ώρα εδώ που εστάθη
με μια δεσποτικιά γαλήνη, κάτι
έχει βαρύ, μ’ αγγίζει σαν το μάτι
του άγριου μοιραίου που λάθεψα πως χάθη.

Ο λογισμός μου τώρα αδυνατίζει
και σκύβει σαν ο ένοχος μπροστά σου.
Καμμιά φωνή να μου φωνάζη, στάσου.
Ούτε μια ελπίδα, εντός μου να φωτίζη.

Και δεν αντέχω, θα τ’ακούσης όλα,
τίποτα δεν εσκέπασεν η λήθη.
Θα σου τα πω σαν ένα παραμύθι
καρδιά μου ερημική κι’ ονειροπόλα.

Κύτταξε το βραδάκι αυτό που κλείνει
τόση γαλήνη κι’ όταν αντικρύζη
τον κάμπο είνε σα χάδι, δε δροσίζει
όμως, μια νοσταλγία μέσα μας χύνει…

Μαντεύω απ’ τη γαλήνη σου τι θλίψη
πικρή σε τρώει φτωχή καρδιά μου κ’ έρμη.
Της ύπαρξής σου σούκλεψαν τη θέρμη
κ’ η δρόσο του καημού σούχει απολείψει.

Λουλούδι που το φως σ’ είχε αγαπήσει
έμεινες μοναχά με τη λαχτάρα,
που αργά γίνηκε φλόγα και κατάρα
τίποτα πια ’πο σε να μην αφήση.

Είδα το φως αυτό να λιγοστεύη
τότε και σένα αγάλια να χλωμαίνης.
Σούειπα, θυμάσαι; Πρέπει να υπομένης
και σούδειξα τη σκέψη που πιστεύει.

Ήταν ωραία κάποτε, θυμάσαι;
την εκαμάρωσες και συ καρδιά μου.
Αχ, η αρμονία πως ώρμησε βαθιά μου
τότε. Μα σε είδα πάλι να λυπάσαι…

Τώρα, για σένα είνε όλα τελειωμένα.
Και τη στερνή πνοούλα έχεις αφήσει.
Η σκέψη μου που μάταια έχει ανθίσει
Μαδάει σε νεκράνθια σπαραγμένα.

ΤΑΠΕΙΝΩΣΥΝΗ

Φιλάρεσκα αρωματισμένη η νύχτα πάλι
ήρθε κι’ ως τη φτωχή την κάμαρά μου,
μου ζήτησε ένα γέλιο, τη χαρά μου
και στο προκηρυγμένο μου έσκυψε κεφάλι.

Γιατί τη φιλαρέσκεια ακόμα αυτή σε μένα;
Ακόμα μια βρισιά στα αισθήματά μου.
Ξέρει καλά την ταπεινότητά μου
το μέγα Σύμπαν κ’ η ράβδος του Ποιμένα.

Ξέρει καλά πως κι’ αν τα χείλη στην πληγή μου
με ροδοκλώνια, παίζοντας, ανοίγει,
μια περηφάνια πάντοτε θα πνίγη
και τη βλαστήμια ακόμα στη σιγή μου.

(ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΧΩ ΔΑΚΡΙΑ…)

Όχι, δεν έχω δάκρια πια για σένα
ψεύτρα Νυχτιά, με τα διαμαντικά
και με τα μάτια σου τα ηλεκτρισμένα.

Στο κάλεσμά σου είμαι άφωνη σα μνήμα.
Και τα τραγούδια τα νοσταλγικά
κ’ οι έρωτες μου σαν το κομμένο νήμα.

Άλλοτε πίστευα στην ομορφιά σου
κι’ όλη καρδιά γινόμουν να πονή.
Κι’ απ’ τις αγάπες σου κι’ απ’ τα καρφιά σου.

Τώρα βλέπω με φρίκη να σιμώνης.
Με με χαϊδεύεις έτσι ταπεινή,
το μίσος μου μονάχα δυναμώνεις.

ΠΑΘΟΣ

Κυττάξτε με στοιχεία της Φύσης
ψυχρά στοιχεία χωρίς ψτχή.
Ωραίε Υμηττέ συ θα με αφήσης
ή εγώ θα φύγω μοναχή;

Κυττάξτε με, έχω ένα τρυπάνι
μέσ’ στο κεφάλι μου βαθιά.
Τίποτα τούτο δε σας κάνει;
Στοιχεία χωρίς σταλιά καρδιά.

Είχα ζήσει να μαντέψω
το μυστικό σας μια εποχή.
Τη θλίψη σας να γαληνέψω
σεις δυνατά και γω φτωχή.

Είχε η καρδιά μου κ’ ένα δάκρι
για κάθε σας κρυφό χαμό.
Χωρίς εσάς, σε καμμιάν άκρη,
ποτέ δεν είχα αναπαμό.

Εδώ οι κροτάφοι μου που ισκιώνουν
γέμιζαν σκέψη τρυφερή
τότε για σας. Μα τώρα λυώνουν
κ’ η σκέψη είναι ζοφερή.

Κυττάξτε το τρυπάνι που έχω,
πονώ φριχτά στην κεφαλή
και να σας στείλω δεν αντέχω
το τελευταίο μου φιλί.

Αγάλια θα συρθώ ως τα πόδια
εκεί του αντικρυνού βουνού
κι’ απ’ τα στερνά μου ακόμα εφόδια
θα σας μοιράσω καθενού.

Έπειτα στο αίμα βουτηγμένη
του πληγωμένου κεφαλιού,
θ’ αφήσω μια κραυγή πνιγμένη
σας κρώξιμο άγριου πουλιού.

ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
– μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

ΣΕΜΝΟΤΗΣ

Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς δεν θέλω να τη νοιώση.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε
χωρίς γι’ αυτό να τη πληγώση.

Έχω ένα κρίνο, κρίνο ολάνοιχτο
χωρίς καμμιά σκιά στην όψη.
Καμμιά ηδονή δεν επεθύμησε
να το φιλήση, να το κόψη.

Έχω ένα ρόδο που ζυγιάζεται
πάνω στην ίδια του τη φλόγα
κ’ είναι σα νάγινε ολοκαύτωμα
και να σιωπούσε και να ευλόγα.

Μια μαργαρίτα πούνε αμφίβολη
μ’ όλο το ναι που λέει η καρδιά της.
Μόνον αφήνει να λικνίζεται
παθητικά την ομορφιά της.

Κι’ άλλα λουλούδια πούνε σύμβολα
κι’ άλλα μονάχα που μεθούνε,
μα τόσο είνε όλα λεπτοκάμωτα,
φανταστικά μόνον ανθούνε.

Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς ποτέ δε θα τη νοιώση.
Κι’ αν την πληγώση θάναι ανίδεος
κι’ ούτε γι’ αυτό θα μετανοιώση.

ΑΧ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ…

Αχ, η καρδιά μου νοσταλγεί,
τώρα που φεύγει η μέρα,
το ροδινό ξημέρωμα,
τον ήλιο, τον αιθέρα.

Τα παιδικά χαμόγελα,
το κύμα που απαντούσε
στο φλοίσβημα της πρόσχαρης
φωνούλας μας που αχούσε.

Τη βάρκα που λικνιζόταν
στη μέθη μας του ονείρου,
το αβρό τραγούδι που έσμιγε
τη σιγαλιά του απείρου.

Τη χαραυγή που ρόδιζε
τα σεντεφένια πλάτια,
την πεθυμιά την άχραντη
στ’ αγγελικά μας μάτια.

Αχ, η καρδιά μου νοσταλγεί,
τώρα που η μέρα σβήνει,
της ομορφιάς το πέρασμα,
τη νειότη που μ’ αφήνει.

ΕΛΑ ΓΛΥΚΕ…

Έλα γλυκέ, κι’ αν φτάνη η νύχτα
και το σκοτάδι δε σ’ αρέση,
αστέρινο θαμπό στεφάνι
η αγάπη μου θα σου φορέση.

Στο ταραγμένο μέτωπό σου
αργά τα δάχτυλα θα σύρω
κι’ ό,τι είνε πάθος στην καρδιά σου
θ’ ανθίση δάκρια και μύρο.

Θα σου καρφώσω ένα λουλούδι
τ’ όνειρο πάνω στην καρδιά σου,
θα πλέξω τα ξερά τα φύλλα
με τα κατάχλωρα μαλλιά σου.

Το δέσμιο πόθο μου θ’ αφήσω,
μια πεταλούδα ναρκωμένη,
κ’ έτσι στα χείλη σου θα νοιώσης
κάτι σα γύρη να σου μένη.

Έλα γλυκέ κι’ ας φτάση η νύχτα.
Θα φέγγη η νειότη σου με θλίψη
το σκοτεινό να υφαίνω πέπλο
που ηδονικά θα με καλύψη.

ΟΝΕΙΡΟ

Δε μ’ έφτανε ούτε καν αχός
μέσ’ στη ζωή που ζούσα.
Κ’ η θύμηση λιγόθυμη
των όσων αγαπούσα.

Κ’ ήρθε η ματιά σου γελαστή
εαρινή ελπίδα
και για τα που μου λείψανε
μου μίλησε μ’ ελπίδα.

Μα είνε οι χαρές μας φτερωτές
και το φθινόπωρο είνε
μέσα στην ίδια μου φωνή
που σου φωνάζει: μείνε.

Και της ματιάς σου ο γελαστός
ήλιος θα βασιλέψη
και τ’ όνειρο θα ξεχαστή
προτού καν αληθέψη.

ΓΙΑΤΙ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ

Γιατί δε θέλει η αυγή να μου γελάση
κι’ απόκρυψε τη ρόδινη μορφή;
Γλυκό τ’ όνειρο σήμερα έχω πλάσει
κει που έχει άνανθο τ’ όνειρο ταφή.

Όμως καμμιά δε θα μου δώση ελπίδα
και μένει με το πένθος στη στολή,
με μια μαβιά στην όψη της αχτίδα
που πνίγεται στα δάκρια θολή.

Ω, νάχε θυμηθή πως κάποια μέρα
στον άνεμο το φθινοπωρινό
είχα ποθήσει το γαλάζιο αιθέρα
του ονείρου, πριν σημάνη εσπερινό.

Και νάρθη εκεί στερνά που θάχη γύρει
πικρή η ζωή μου κι’ άνανθη, γλυκά
να μου χαμογελάση και να σπείρη
τα ρόδινα του ανθού της μυστικά.

ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ…

Μέσ’ στο σπιτάκι μου ήταν μια φορά
της ξεγνοιασιάς το μύρο.
Και γω ήμουν το τραγούδι με φτερά
που ξεπετιόταν γύρω.

Μα λίγο λίγο πίκραινε ο σκοπός
στα παιδικά μου χείλη
και σάμπως ένας χρόνος αγριωπός
νάχε άξαφνα ανατείλει.

Λυγιστή του πατέρα μου η βουλή
στα θαλασσιά του μάτια
κ’ έκλεισαν σα να βάρυναν πολύ.
Μέσ’ στ’ άφωνα δωμάτια,

Περήφανη η μητέρα μου κι’ ορθή
στα πλουμιστά σαντάλια,
λες άφησε η ψυχή της να παρθή
στοχαστική σαν ντάλια.

Και τα παιδιά της πίκρας το γραφτό
να ζουν και να σωπάνε
και φύλλα απώνα ανώφελο φυτό
σκορπίστηκαν και πάνε.

ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ

Κρυφά, βουβά τα δάκρυα του καημού
στέγνωσαν στα χλωμά τα μάγουλά μου
και στάθηκα το νόημα του χαμού
ζητώντας άθελά μου.

Και στάθηκα ρωτώντας το γιατί
στα πλούσια, στα περήφανα στολίδια
κ’ είπα, νάταν η αγάπη τάχα αυτή;
η ζωή μην ήταν η ίδια;

Και στάθηκα ρωτώντας το γιατί
εκεί που άλλοτε η νειότη μου ευωδούσε
κι’ άκουσα μια φωνή, μια βαρετή
φωνή που προβοδούσε.

Κ’ έμεινα εκεί στημένη, ως που σιγά
το ρώτημα σε γέλιο απολιθώθη
και το βαθύ σκοτάδι που σιγά
στα μάτια μου καρφώθη.

Καμμιά φωνή δε φτάνει απ’ τα πολλά
τα δυνατά πριν ’πο μένα πήγαν.
Οι γνωστικοί με κύτταξαν καλά
κ’ είπαν πως είμαι φάντασμα και φύγαν.

ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΖΑΠΠΕΙΟΥ

Ποια μοίρα να μου ετοίμασε το πέρασμα,
ποιο πνεύμα μ’ έχει πάρει,
τη νύχτα απόψε τη φθινοπωριάτικη
μ’ ένα μεγάλο θλιβερό φεγγάρι.

Στον κήπο του Ζαππείου, φωλιά του έρωτα;
Εγώ μια σκιά που σέρνεται στο χώμα,
ένα φύλλο που πια τη ρίζα του έχασε
και που το παίρνει ο άνεμος ακόμα.

Έρημα τα δρομάκια, έρημοι οι πάγκοι του.
Το σπάνιο φύλλωμα σωπαίνει
αμφίβολα. Προ μιας στιγμής εφύγανε
οι ερωτευμένοι.

Εδώ ένας νέος σκυθρωπός ετοίμαζε
κάποια χαρά στην παθιασμένη ζωή του.
Φιλούσε ενός μικρού χεριού τα δάχτυλα
μεθούσεν η συλλοή του.

Εκεί, κάποιος ποτέ που δεν επίστεψε
ζητά απ’ τα ωραία χείλη
το μάταιον όρκο. Πόσο πιο καλλίτερα
νάτανε σιωπηλά και να τα εφίλει.

Εδώ, πάνω σ’ αυτό το αρχαίο μάρμαρο
είχε καθήσει η κόρη
κ’ ένας άντρας ξανθός σαν ήλιος, το είδωλο
της αγάπης εθώρει.

Κάποιος, μέσ’ στις σκιές που όλο βαθαίνουνε,
ένας θεός που εξιλασμό ζητούσε,
μιας παρθένας το σώμα ξέσκεπο άπλωσε
και της νύχτας τα πνεύματα καλούσε.

Στον πάγγο που το βάρος τον γονάτισε
τον έδειρε μια τρικυμία,
κλαίγανε, κλαίγαν δυο ψυχές που αρρώστησαν
και δεν τους δίνει η αγάπη τους χαρά καμμία.

Τόσα φιλιά και κρυφοαναστανέγματα
σε μια στιγμή πως σβήσαν!
Το αγέρι του φθινόπωρου δυνάμωσε
κ’ οι ερωτευμένοι φύγαν και μ’ αφήσαν.

Να, μόλις φύγαν. Μένει ακόμα το άρωμα
τριγύρω εδώ χυμένο.
– Και γω μια σκιά που δε θα με υποψιάζονταν
κανείς, τι θέλω εδώ, τι μένω;

“ΣΩΤΗΡΙΑ”

Ας περάσει πια η μέρα με το φως της.
Η νύχτα γιατί τόσο αργοπορεί;
Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα
με καρτερεί.

Των θαλάμων θα σβήσουνε τα φώτα
κι’ ο ύπνος θάρθη σα λιγοθυμιά.
Ένα αδειανό κρεββάτι, εδώ δίνει
εντύπωση καμμιά.

Θα με διπλώση το σκοτάδι κι’ όπως
μέσ’ στις βαθιές σκέψεις θα μπερδεφτώ,
πως είμαι θα πιστέψω πάλι κάτι
από τον κόσμο αυτό.

Μέσα στο φόβο θα βαθαίνη η νύχτα
όταν ο άνεμος θάρθη ξαφνικά.
Ο ευκάλυπτος τα μαλλιά του θα τινάξη
και των ονείρων μαζί τα μυστικά.

Το μυστικόν αγώνα θα γροικάω
του φθινοπώρου, ανίκητος εχθρός.
Θα με λικνίζη χαρωπό τραγούδι
ο απελπισμένος θρος.

Κι’ αν δεν την καρτερώ, ξέρω πως θάρθη
η γάτα αυτή που νυχτοπερπατεί,
μια γάτα που δεν ξέρει τι είνε χάδι
και δεν το δίνει και δεν το ζητεί.

Στα πόδια μου κοντά κάθεται μόνο,
αδιάφορη στο κρύο το παγερό,
διακριτικά το βλέμμα μου αποφεύγει
κ’ είνε σα να με ξέρη από καιρό.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Στην ακοίμητη Σκιά του Ιωσήφ Ραφτόπουλου

Του φθινοπώρου η πνοή περνάει
στα δέντρα που δεν τα φοβίζει
καταστροφή.
Ο ευκάλυπτος την κυβερνάει,
μιλούν σα φίλοι και λυγίζει
τη νέα κορφή.

Ο πεύκος άκουε μεθυσμένος
κάποιονε θρύλο που θρηνούσε
μέσ’ στα κλαδιά.
Θυμάται που συλλογισμένος
ο ερωτικός ποιητής περνούσε,
όλος καρδιά.

Τα μάτια του γέμιζε ο πόνος.
Στα σφραγισμένα χείλη ανθούσε
το χλωμό φως.
Ο ποιητής περνούσε μόνος.
Του τραγουδιού του ακόμη αχούσε
ο στεναγμός.

Μα τώρα σιώπησε η καρδιά του
Και μόνον ο έρωτάς του μένει
και περπατεί.
Και όλοι μας λέμε είναι η σκιά του
που τριγυρίζει είναι η θλιμμένη
σκιά του ποιητή.

ΓΛΕΝΤΙ

Σ’ ένα γλέντι με κάλεσαν οι σύντροφοι.
Δε θ’ αρνηθώ. Θα πάω να λησμονήσω!
Θα φορέσω το κόκκινο μου φόρεμα
και την ίδια ομορφιά μου θα φθονήσω.

Το νεκρό πώχω μέσα μου περήφανα
και στοργικά μαζί μου θα τον πάρω.
Θάμαι χαρωπή, σα μυστικοπαθή
θάμαι μια αποσταλμένη από το Χάρο.

Οι μελλοθάνατοι σύντροφοι στο γλέντι τους
κι’ αν πίνουνε κρασί δε θα μεθούνε.
Μια κατάρα θα στέκεται στο πλάι τους
μα θάμαι ωραία και δε θα υποψιασθούνε.

Έπειτα ένα τραγούδι θα ζητήσουνε
μήπως σε μια χλωμή χαρά ελπίσουν,
μα τόσο αληθινό θαν’ το τραγούδι μου
που σαστισμένοι θα σωπήσουν.

 

.

ΗΧΩ ΣΤΟ ΧΑΟΣ (1929)

(Ζωή, πως με παράδωσες…)

Ζωή, πως με παράδωσες μ’ ένα φιλί στους δήμιους
και τώρα ακούω το γέλιο σου παντού σαρκαστικό
για μένα, που αποτόλμησα ψευτοευγενείς και τίμιους
μέσ’ στη γενιά σου, να τους δω σαν υποστατικό.

Εγώ ήμουν ένας γνήσιος κι’ άγνωστος της γενιάς σου
κ’ ήρθα χωρίς απαίτηση μ’ όλους μαζί και γω
κι’ ούτε ποτέ σου ζήτησα δείγμα της συμπονιάς σου,
απ’ τα περισσιά χρέη μου δίκαια ν’ απαλλαγώ.

Μα καθώς ήμουν κύριος άμαθος να δουλεύω
και παιδική γαλήνευεν η δίκαιή μου ψυχή,
εκέρδισα το μίσος σου, Ζωή, και το πιστεύω
τώρα που η δυστυχία μου στο γέλιο σου αντηχεί.

(Ξεκίνησα ένα πρωινό…)

Ξεκίνησα ένα πρωινό
κάτω από διάφανο ουρανό
με ρυθμικό το βήμα.
Μια δίψα η ξάστερη ματιά.
Φεύγαν οι ορίζοντες μακριά
καπνός που ελιγοθύμα.

Κ’ ενώ η ψυχή κυματισμός
κ’ η ευτυχία σα χρησμός
ευνοϊκός γυρνούσε,
στάθηκα κάπου ξαφνικά
κοιτάζοντας φρικιαστικά
που ο θάνατος περνούσε.

Άλλαξε χρώμα ο ουρανός.
Ο ορίζοντας πιο κοντινός.
Το βήμα τι ωφελούσε;
Έσκυψα προς τη γη σεμνά
κ’ είδα ένα ανθάκι ταπεινά
που μου χαμογελούσε.

Και τόσο γλύκανε η καρδιά
πούχα ξεχάσει κιόλα πια
τον αρχισμένο δρόμο.
Εύκολη η πίστη στη χαρά
μούδενε γάλανα φτερά
στον άσκυφτο τον ώμο.

Μα δεν εβράδυνε η πικρή
Γνώση φιλίαν ιερή
νάρθη να μου χαρίση
κι’ ανύποπτα, προδοτικά
από της ζωής τα μυστικά
σκληρά να με χωρίση.

Τώρα δεν έχω κάπου πια
να στρέψω τη θολή ματιά.
Τίποτα δεν προσμένω.
Μόνο το Θάνατο ξανά
είδα εδώ κάπου να γυρνά
για κάτι υποσχεμένο.

(Άλλοτε, ήμουν περήφανη…)

Άλλοτε, ήμουν περήφανη Αγάπη και μπροστά σου.
Ήσουν καλή’ κι’ αν ήσουνα δύστροπη, περνούσα
κρατώντας μόνο το άφωνο και τρομαγμένο «στάσου».

Κ’ ήμουν περήφανη για σένα, Αγάπη, κι’ ας περνούσα.
Γιατί δεν ήταν βολετό ποτέ να σταματήσω,
της έγνιας σου κι’ ας έμοιαζεν ο πόνος που πονούσα.

Τώρα που όλα μ’ αφήσανε κι’ όλα με ξεγελούνε,
ακόμα εσύ λυπητερή περνάς, γλυκοθωρούσα,
Αγάπη με τα μάτια σου που λατρευτά μιλούνε.

Μα εδώ που εγώ σταμάτησα κι’ ο ουρανός μου λείπει
κι’ αν ούτε την καρδιά μου πια δεν έχω να χαρίσω,
Αγάπη, εσύ το θέλησες να τη μαράνη η λύπη.

(Μια κρύα πνοή…)

Μια κρύα μορφή μαρμάρωσε
στην όψη μου την άνθηση της νειότης.
Και τ’ απαλά της χρώματα
και της χαράς της πρώτης
τη μέθη και ταρώματα
τα σφάλισεν η μνήμη στη ματιά μου.

Στο σκοτεινό φυλάκιο
την περιέργεια ο θησαυρός τραβάει,
που σιωπηλά ιστορεί
κι’ ανίδεα που πλανάει.
Ποιος να το πει μπορεί
πως έχω μια νεκρή καρδιά βαθιά μου!

Χθες η βραδιά ήταν άγγιγμα
στου Απρίλη την καρδιά, πούχε μαντέψει
γλυκά το μυστικό.
Ήταν μια ωραία σκέψη,
ήταν ερωτικό
βλέμμα που διαπερνά και μαγνητίζει.

Πως ήμουνα έτσι ανάρμοστα
βαλμένη εγώ στην πλάση σα ριγμένη.
Να μου μιλή ένας νέος μ’ έρωτα
και το φεγγάρι ν’ ανεβαίνη
απ’ τάδυτα κι’ απ’ ταφανέρωτα,
πως μπόρειε το μηδέν να με κερδίζη!

(Τι θέλει τούτη η Άνοιξη…)

Τι θέλει τούτη η Άνοιξη…
Σαλεύουν
αόρατα, πανάλαφρα
των δέντρων τα κλαδιά.
Τι θέλει η μυρωδιά
που μας χτυπά απαλότατα
με αμυγδαλιάς ανθόκλωνο
την καρδιά…

(Μια νέα περνά ζυγίζοντας
στα δάχτυλα
ένα κορμί, φτερό.
Κι’ όπως σιεί ρυθμικά
μια κατάλευκη ομπρέλλα,
είναι πουλί.
Ένας νέος αράθυμος
συλλογιέται γλυκά,
σα να πέρασε πλάι του
πεταλούδα μυρόβολη,
το φιλί).

(Τρέμει κάτι το αδύναμο
κι’ όλο μένει
σαν κουτσό… κοντοφτέρουγο…)
Λυπημένη
τη μάτια μας ρουφά
το ανοιξιάτικο απόγευμα
και χλωμαίνει.
Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα
στη γαλήνη
και σα λυγμός παράφορος.

Ένα πιάνο ξεσπά
το δικό μας εναντίωμα
με κλειστό στόμα.

Τι θέλει πάλιν η Άνοιξη…
Τι να μας φέρει ακόμα…

(Αχ, με πονεί η καρδιά μου…)
Αχ, με πονεί η καρδιά μου. Ούτε η ματιά σου,
Φύση, που μου ήσουν μια παρηγοριά.
Μάταια το Δάσος μ’ όλα τα κλαριά
νεύει και μου φωνάζει η ομορφιά σου.

Ούτε η ματιά σου, Αγάπη λυπημένη,
Αγάπη σιωπηλή, δε με πλανά.
Η σκέψη μου όχι πως σε λησμονά,
μα είνε η καρδιά μου τόσο αρρωστημένη,

πονεί… Τίποτε πια δε με γλυτώνει.
Κάθε στιγμή πληγή, κάθε ματιά.
Κι’ όλα μέσ’ στην πληγή μου μια φωτιά
που τυραννεί και που σκοτώνει…

(Όλα είναι ωραία…)
Όλα είναι ωραία
όλα είνε αγάπη κι’ αγάπης πόθος
τα ξεφυλλά.
Τόσο είνε ωραία καθώς πεθαίνουν
τόσο μοιραία
και σιωπηλά.

Έχω μια χάρη.
Στην άνθησή μου φορώ στεφάνι
το μαρασμό.
Έχω μια χάρη. Τι μούχουν δώσει
και μούχουν πάρει
το γιορτασμό;

Γιατί πεθαίνω
γίνομαι ωραία, γίνομαι η αγάπη
που την ποθούν.
Κι’ όλο πεθαίνω. Γύρω μου τάνθη
να τα πληθαίνω
να μαραθούν!

Χάρμα κι’ ο πόνος.
Στο βλέφαρό μου λάμπει το δάκρι
του σπαραγμού.
Χάρμα κι’ ο πόνος κι’ ας αξιώθη
να γίνει θρόνος,
του στοχασμού.

Έχω μια φλόγα
και πλάι η καρδιά σου, βουβή ικεσία,
μου τη ζητά.
Έχω μια φλόγα και δε μου ανήκει.
– Τη μοίρα ευλάγα,
δεν απατά.

Αυτή είνε η μοίρα
που μ’ ομορφαίνει, αυτή είνε η φλόγα
του εξιλασμού.
Αυτή είναι η μοίρα μου’ μη μ’ αγγίζεις.
Φορώ τα μύρα
του χωρισμού.

Όλα είνε ωραία
όλα είναι αγάπη κι’ αγάπης πόθος
τα ξεφυλλά.
Τόσο είνε ωραία καθώς πεθαίνουν
τόσο μοιραία
και σιωπηλά.

(Σήμερα πριν καλά το φως…)

Σήμερα πριν καλά το φως τον ουρανό γεμίση,
καμπάνες άκουσα μακριά στην πολιτεία που ηχούσαν.
Καμπάνες… γιατί πρόσεξα; Σα να σκορπούσαν μίση
τα τελευταία σκοτάδια αργά και σκυθρωπά κινούσαν.

Που νάχω αφήσει τη γλυκιά, παιδιάτικη ψυχή μου,
σε ποιο καιρό, με ποιας καμπάνας το σκοπό δεμένη;
Σε ποιο καιρό… και σήμερα να πω την προσευχή μου
στα λυγισμένα γόνατα στηρίχτηκα θλιμμένη.

Μια προσευχή στην ομορφιά, την ξεχασμένη μάννα,
στην άγνοια, στο χαμόγελο, στου ονείρου τη φωνή,
ακούοντας του σπαραγμού τη σημερινή καμπάνα
που σήμαινε λυπητερά την άκαιρη θανή.

(Τότε που αφρόντιστα γεμίζαν…)

Τότε που αφρόντιστα γέμιζαν
οι ώρες μου, ακάλεστος ο Ύπνος,
σκληρός ερχόταν να με πάρη.
Νέες υποσχέσεις με χώριζαν,
σε μαγικές κιθάρες όταν,
τονιζόταν το θείο τροπάρι.

Ίλιγγος οι χρωματιστές μου
χαρές κ’ οι γνώριμες φωνούλες.
Της κούκλας μου το σπιτικό
σαν καραβάκν κ’ οι κλωστές μου
το δέναν κόκκινες αχτίδες
και το πήγαιναν μαγικό.

Ύστερα κ’ οι χαλκομανίες
ζωντανεμένες εκινιόνταν.
Οι βοσκοπούλες καιταρνάκια
με πλουμιστούς λεπτούς μανδύες
σαν πεταλούδες, πλαταγίζαν
τα πρωτοτάξιδα φτεράκια.

Κι’ ολοένα πήγαιναν και σβήναν
σε μια άχνα γαλανή πνιγμένα…
Τότε πνοές μυρωδικές
στο ευτυχισμένο στόμα στήναν
τον αερένιο το χορό τους,
ολοένα πιο μεθυστικές.

Και σ’ ένα στρώμα με βύθιζαν
απ’ άνθη ή πούπουλα δεν ξέρω.
Κοντά μου έν’ Άγγελο να μένη
ένοιωθα, με φτερά που ασπρίζαν,
έν’ Άγγελο με της μαμάς μου
την όψη την αγαπημένη.

(Η Νίνα τότε…)

Η Νίνα τότε μόλις θάταν νέα
κ’ είχε ένα μαύρο πλαίσιο για μαλλιά.
Στα μάτια της πλανιόταν μια αντηλιά
καθώς κοίταζαν, κάπως φευγαλέα.

Θέ μου ήταν τόσο ωραία, καθώς θυμάμαι.
Παιδούλα εγώ με ανύποπτη ψυχή,
πόσες φορές ρωτιόμουν μοναχή
αν έτσι ωραία και γω κάποτε θάμαι.

Μα μέσ’ στα μάτια μου, είδα στον καθρέφτη,
ένα σκληρό φως τότε να ξυπνά.
Στα χείλη μου, που ακόμα ήταν στιλπνά,
κάποιας πικρίας αχνή η σκιά να πέφτη.

Και μούμελλε να βλέπω λυπημένα
της Νίνας την ασκίαστη ομορφιά,
σαν τη Χαρά την πλάνα, την ξωθιά,
που απόμεινεν αφίλιωτη με μένα.

(Η Νίνα είχε…)

Η Νίνα είχε ένα φόρεμα σαν άχνα
κείνης της Κυριακής το πρωινό
και μια ρόδινη ομπρέλλα. Ήταν εξαίσια,
ήταν ένα λουλούδι αληθινό.

Η γνώση που περσότερο ομορφαίνει
τη λίκνιζε στο βήμα τ’ απαλό.
Πλάι της το βουνό μυροβολούσε,
κάτω το κύμα εχαίροταν τρελλό.

Κ’ η Νίνα μιας πνοής μορφή, σαν άχνα,
σα ρόδινο όραμα, έφυγε για που;
Στ’ ωραίο πρωί της Κυριακής εκείνης
καθώς περνούσε, πλάνεμα του νου.

(Τι νάχης γίνει…)

Τι νάχης γίνει ολόδροσε βαρκάρη
του παράλιου χωριού, που με είχαν φέρει
ένα πένθος βαρύ να διασκεδάσω;
Τι νάχης γίνει ωραίο παληκάρι
με τα στριφτά ξανθά σου δαχτυλίδια,
πως έχει γίνει να μη σε ξεχάσω;

Νάναι την ομορφιά σου που θυμάμαι,
το σιωπηλό σου στόμα το σφιγμένο,
παράξενη ομορφιά σ’ ένα βαρκάρη,
ή γιατί διαλεχτή σου έτυχε νάμαι,
μια θλιβερή με πένθιμο φουστάνι,
στη βάρκα σου μια αυγή που μ’ είχες πάρει;

Μέσα σε τόσα ωραία κορίτσια – θάμα
χαράς τα προσωπάκια τους – με πήρες
και μέ στη γαλανή σου τη βαρκούλα.
Ένα πρωινό περίπατο, ένα τάμα
στην πιο όμορφη είχες κάνει της παρέας
και κάλεσες και μέ τη μοναχούλα,
που έβλεπες κάθε δειλινό στο μώλο
συλλογισμένη, με απλανή τα μάτια
σ’ ένα βιβλίο με στίχους να κοιτάη.
Ήρθες πιο ωραίος κ’ είδα, καθώς μ’ όλο
τον άλλο κόσμο πήδησες στη βάρκα,
το χέρι σου ένα ρόδο να κρατάη.

Κι’ ως να μην είχε κάπου να το βάλη
το ρόδο αυτό, σε μέ την τελευταία
το πέταξεν απλά, με κάποια βιάση…
Οι κρόταφοί σου εβάφονταν αγάλι
και χάνοταν στη θάλασσα η ματιά σου…
Μα τώρα, πως δε σ’ έχω πια ξεχάσει;

(Όχι με πλοίο…)

Όχι με πλοίο, καράβι θέλω
μέσ’ στο βαθύ σου κόλπο να πετάξω,
στο λιμανάκι σου ήσυχα ν’ αράξω,
φιλήματα πολλή ώρα να σου στέλλω,

μικρούλα πόλη, λευκή χαρά μου.
Κι’ οπόταν η καρδιά μου πια αλαφρώση,
η αύρα σου τα πανιά μου να φτερώση,
τα σκλαβωμένα αδύναμα φτερά μου,

να φύγω πάλι χωρίς εμπόδιο.
Νάμαι αλαφριά στον αναλογισμό σου
κι’ όλα μαζί, μαζί κι’ ο χωρισμός σου
γλυκύτατο να μου είνε κατευόδιο.

(Νησάκι ερημικό…)

Νησάκι ερημικό, στης μοναξιάς σου
τους τόπους τριγυρίζω.
Μέσ’ στη βαθιά μου νύχτα αναγνωρίζω
το φάρο της ματιάς σου.

Όπου στους κούφιους βράχους σου έχω κρύψει
παιχνίδια και χαρές μου,
φτάνουν προσκυνητές οι θλιβερές μου
σκέψεις και η μάταιη τύψη.

Με κυκλαμιές, με κάπαρης λουλούδια,
με αγριοβιγκόνιες πάλι,
το νεανικό μου στόλισα κεφάλι
και σου μιλώ τραγούδια.

Μα να, στον παληό Πύργο σου έχω φτάσει,
που εθρήνα η κουκουβάγια
και νοιώθω, πλάι στα γκρέμια του μουράγια,
πως έχω πια αποστάσει.

(Μέσ’ στην καρδιά μου…)

Μέσ’ στην καρδιά μου τη βουβή, καιρό πια ρημασμένη,
επέρασεν η αγάπη σου σαν άνοιξης πνοούλα.
Και το αηδονάκι του καημού στάθη στην ανθισμένη
χαρά μου και τραγούδησε – λαχτάρα και τρεμούλα.

Γιατί θυμάσαι το βουβό, το ρημασμένο κάστρο
που στα συντρίμμια του άνθισε μια δάφνη ροδαλή;
Βλέπω στο σκυθρωπό ουρανό που ξεπροβάλλει ένα άστρο.
Ίσως θα μούπρεπε και μένα ένα στερνό φιλί.

Περίπατος με τη σελήνη στο περιγιάλι της
πατρίδας μου

Ρεμβαστική παλιά μου φίλη
ήρθε η Σελήνη να με πάρη.
Για το λαμπρόν ορίζοντά σου
η νοσταλγία σου θ’ απάρη.

Δυο πλανεμένες μέσ’ στη νύχτα
πάνω σου σκιές θ’ αργοπερνούνε.
Θ’ αναθυμούνται, θα σωπαίνουν,
καθώς σωπαίνουν που ξεχνούνε.

Με μαγικά πετράδια θάχης
στρωμένη την πλατιά σου αγκάλη,
ως την αυγή να μας πλανέψης
να μείνουμε κοντά σου πάλι.

Θα γίνη ατλάζινο το κύμα
και θα ρουφάμε τη δροσιά σου,
χλωμές κ’ οι δυο μας νοσταλγίες,
ενάντιωμα στην αρνησιά σου.

Ώρες θα μείνουμε σαν πρώτα,
μάτια στα μάτια καρφωμένα,
να πίνω θλίψη εγώ από κείνη
και κείνη τη σιωπή από μένα.

Και θα μας εύρη η αυγή γερμένες
σ’ ένα ναυαγισμένο καΐκι,
στους κόλπους σου αποτραβηγμένο
κι’ απ’ τον αγώνα κι’ απ’ τη νίκη,

σα ναυαγούς και μας κοντά σου
με τη γαλήνη σου δεμένες
τη μια χλωμότερη απ’ την άλλη
να σβήνουμε συλλογισμένες…

Φαντασία στο τραγούδι μιας νυχτερινής κιθάρας

Ο Απρίλης κ’ η Σελήνη μέσα στο άλσος
σμίξαν. Το μεσονύχτι μεθυσμένοι
πέρασαν μ’ ευθυμία.
Και τώρα στη γαλήνη είνε απλωμένη
ρεμβαστική ματιά, η μελαγχολία.

Δυο δέντρα αναπολούνε
μια νύχτα καταιγίδας, που οι κορφές τους
ερωτικά μπλεχτήκαν
και στη ανάμνησή τους ξεπετιέται
λυγμός από χορδές που δονηθήκαν.

– Στον ύπνο σου κόρη γλυκειά…

Έν’ ανοιχτό παράθυρο
στο αγιόκλημα πνιγμένο
κ’ η κόρη κρίνο, με το φως
του φεγγαριού ντυμένο.

-Του τραγουδιού μου η φωνή…

Κι’ αγγίζει στον αμύριστο
κάλυκα της καρδιάς της
σαν όνειρον αθώας χαράς
ο πρώτος έρωτάς της.

Και λίγο λίγο σκοτεινιάζει το άλσος.
Στο κυπαρίσσι στάθηκε η Σελήνη
βαθιά συλλογισμένη.
Ο Απρίλης βαρέθηκε πια να δίνη
φιλιά. Φεύγει κ’ η Νύχτα κουρασμένη.
Όλα σίγησαν μόνο για να μείνη
το φλογερό παράπονο:

– Γιατί μ’ έχεις σ’ αιώνια τυραννία…

το κλάμα της κιθάρας που ανεβαίνει
προς τη χλωμή Σελήνη, προς τα ουράνια…

(Συντρόφισσα ήμουν κάποτε…)

Συντρόφισσα ήμουν κάποτε σ’ ό,τι γλυκό στην Πλάση,
σ’ ό,τι τερπνό κι’ ωραίο αγαπητή.
Μου χαμογέλαε η θάλασσα, με κλέβανε τα δάση
κ’ ήμουν μαζί τους μόνο θαρρετή.

Κάποτε να χαμογελώ σ’ ένα άβγαλτο λουλούδι
με βρήκε κάποιος νέος περαστικός.
«Πάμε μαζί;» μούπε γλυκιά η φωνή του σαν τραγούδι
και μου άπλωσε το χέρι σα δικός.

Δε πρόφτασεν η υπόσχεση να λάμψη στη ματιά μου
και τα νερά μου πήραν τη φωνή,
όλα τα μύρα ξαφνικά κοίμισαν την καρδιά μου
κ’ έφυγε αυτός και πια δε θα φανή.

Μα φύγαν κι’ όλοι οι σύντροφοι, που τόσο μ’ αγαπήσαν.
Όλα τα ωραία της Πλάσης, τα τερπνά,
τα όνειρα που τους χάρισα στη Νύχτα τα σκόρπισαν
και το άβγαλτο άνθος πια δε μου μηνά.

(Κάποτε ο έρως…)

Κάποτε ο Έρως ξαφνικά κρύφτηκε στην καρδιά μου
κ’ η ομορφιά του μυστικά τρέμισε στη ματιά μου.
Ανίδεη μιαν υψηλή φιλοξενία πως δίνω,
σ’ ό,τι μικρό, σ’ ό,τι γλυκό σ’ ό,τι άσκοπο θα μείνω,
να παίζω με τα πλούσια δώρα και τα στολίδια
που στη γιορτή του μούφερε, με τη γιορτή την ίδια.
Πόσους και πόσους μηνυτές γλυκούς δε μούχε στείλει!
Και γω η φτωχούλα αρκέστηκα μόνο στα ωραία τους χείλη
και πέρασε σα σε όνειρο το μήνυμα στ’ αυτιά μου.
(Όνειρο, ξένη υπόσχεση κι’ η φλογερή ματιά μου!)
Τι μηνυτής το αστροφεγγο, η αγρυπνιά μου. Το δάκρι
διαμάντι στου χλωμόθωρου προσώπου μου την άκρη.
Ο στεναγμός ανάσα ανθών και τάνθη φιλημάτων
σχήματα. Η αύρα ψίθυρος ερωτικών στομάτων.
Και των κλαδιών η ανάταση, χέρια που θ’ αγκαλιάσουν.
Οι πόθοι, ανήσυχα πουλιά, δε θέλαν να φωλιάσουν.

Έπειτα στην απόχρωση της βραδινής γαλήνης,
εσύ σκιά που την ψυχή γλυκά θα μου απαλύνης
και θα μου πάρης τρυφερά να την αποκοιμίσης
την έγνια μου μεσ’ στους λωτούς και κει θα την αφήσης.
Το γέλιο που δε φαίνεται, ο πόθος που λικνίζει,
σα μια πνοή, φύλλα, νερά και γέννηση οιωνίζει.
Το άπλωμα του λαχταριστού χεριού πάντα να δώση,
να δώση· κ’ είνε ανύποπτο για μα δύναμη τόση.
Σπάταλο κίνημα παντού και σ’ ό,τι δεν αξίζει.
– Καθώς ο χρόνος κι’ ο καιρός περνά και δε γυρίζει.
Κι’ ο ύπνος που με τόνειρο μούκλεβε εμπιστοσύνη.
Ανάσταση το ξύπνημα και το πρωί αγιοσύνη.
Και λίγο λίγο τα μικρά και τα γλυκά που φτάναν,
μ’ έπαιρναν πάλι ξένιαστη και σκλάβα τους με κάναν.
Αχ, πως μπερδέφτηκα, κουτή, χωρίς φιλοδοξία,
μ’ αυτά τα λίγα μ’ έδεσε η χαρά τους προδοσία
και μοναχά κατάλαβα τι μούλειψε στ’ αλήθεια,
όταν τον είδα επίσημα να φεύγει με τα πλήθια
των δώρων του, πιστότατην ακολουθία. Χαθήκαν
περήφανα, ανεπίστροφα, σαν που να πλανηθήκαν.
Τώρα μ’ αυτό που μ’ άφησε μένω τ’ ομοίωμά του,
(αφήνει κάποτε ίχνη του σε κάποιο πέρασμά του)
κι’ εμπρός σ’ αυτό το ομοίωμα – ω πλάνη αυτού του κόσμου!
Μαδώ πικρά κι αχρείαστα τα ρόδα του αίματος μου.

(Με κάλεσε κάποια φωνή…)

Με κάλεσε κάποια φωνή
την αγάπη να δώσω.
Ήταν καιρός. Σημείο είχε φανή
η αγωνία, τα πλούτη μου να σώσω.

Η αγάπη μου μια προσφορά’
ανάλωμα σε μύρο.
Ήταν να δώση τούτη τη φορά
αντίφεγγε η χαρά της σ’ όλα γύρω.

Κ’ ήρθες στην πλούσια μου γιορτή
με χέρια σταυρωμένα.
Και σα να μην κατάλαβα γιατί,
τα μάτια σου χαιρόμουν τα θλιμμένα.

Εσύ! Για σένα! Όχι για με,
ω, τίποτε για μένα.
Και καθώς ήρθες, έφυγες Καλέ,
έφυγες με τα χέρια σταυρωμένα.

Έφυγες κ’ έμεινα πικρή,
ανώφελη για σένα.
Κι’ ουδ’ όσο ενός φιλιού η χαρά μπορεί
δεν ήταν όσα σούχα συναγμένα.

Αγάπη, μήτε μια κοινή
δύναμη δε μου εστάθης
μεσ’ στη ζωή μια ιδέα φωτεινή,
μια πρόφαση πως βρίσκουν να με μάθης.

(Εκείνη που είναι λησμονημένη…)

Εκείνη που είνε λησμονημένη
εκείνη που ήρθε περαστικά
κ’ έφυγε αγνώριστη κ’ έφυγε ξένη,
τόσο θλιμμένη καρτερικά,

είχε στο βλέμμα κλείσει ένα αστέρι
που όλο ζητούσε τον ουρανό,
που σαν τον έρημο ήταν φανό
μέσα σε νύχτα και σ’ άγρια μέρη.

Αγρίων ανέμων μάχη τιτάνεια,
η μαύρη θύελλα, η τρικυμία
και στου μετώπου της η ηρεμία
την ασημένια την επιφάνεια!

Στ’ ωραίο στόμα η γραμμή γυρνούσε
σαν ένα φίλημα ερωτικό,
μα της σιωπής του δεν ξεπερνούσε
το πικραμένο το μυστικό.

Ανάμεσό μας στάθη θλιμμένη.
Κάτι ζητούσε, ποιος ξέρει τι;
Πως ήρθε; Κ’ είνε λησμονημένη;
Τι του ζητούσεν η ξένη αυτή;

(Νέε…)

Νέε, με την άχρωμη ματιά, με το σφιγμένο στόμα,
η θλίψη σου έκαμε ν’ ανθίση η σκοτεινή καρδιά μου.
Μα δεν εθάρρεψα ποτέ κι’ ούτε και τώρα ακόμα
και τράβηξα στο γνώριμο στρατί προς τη νυχτιά μου.

Άλλες ελπίδες γύρω σου χαρούμενες γυρίζουν
έχεις ένα χαμόγελο γλυκά υποσχετικό.
Και γω όλο απομακρύνομαι, που να μην ξεχωρίζουν
στα προδωμένα μάτια μου το μάταιο μυστικό.

Κι’ αν δε με πήρε ούτε στιγμή στ’ ανάλαφρα φτερά της
η πίστη της χαράς εμέ, και γω να ονειρευτώ,
μα πως εσύ χαμογελάς γλυκά στο κάλεσμά της
ας μη μου τύχαινε ποτέ νάναι μια πλάνη αυτό.

Τη θλίψη σου που αγάπησα, να μην ιδώ ποτέ μου
ενάντιά σου να εγείρεται μοιραία καταστροφή,
και ανώφελη η αγάπη μου, πάλι χαρά του ανέμου
νάναι και μιας ασίγαστης μανίας η τροφή.

(Απόψε πως σιγούν…)

Απόψε πως σιγούν όλα παράξενα
στη μοναξιά δομένα.
Έχει η γαλήνη κάτι από τα σύννεφα
τα πλανεμένα.

Το σύμπαν κυματίζει έτσι απαλότατα.
Κάποια υμνωδία πλενιέται.
Μέσ’ στην ψυχή μου μια γλυκιά κατάνοιξη
σα ναφυπνιέται.

Δεν ξέρω πια τι νάναι, τίνος μήνυμα,
τι νοσταλγία πάλι.
(Τα ξέχασα όλα, πρώτη εγώ εγκατάλειψα
τη μάταιη πάλη).

Απόψε, όπως σιγούν όλα παράξενα
μια προσδοκία με πνίγει.
Αχ, ας μη μάθω τίνος είνε μήνυμα
κι’ ως ήρθε, ας φύγει.

(… Κι’ ανάμεσό σας…)

… Κι ανάμεσό σας είμαι εγώ το άσκοπο, το αφημένο,
το αδύναμο. Με πλάνεψαν και μούκλεψαν ακόμα
τη σκέψη μου και τραγουδώ τα πάθια μου και μένω
με τ’ όραμα στα μάτια μου, την πεθυμιά στο στόμα.

Ερωτευμένη, στη μικρή καρδιά μου ξεχειλίζει
το φίλτρο που με πότισαν στον ύπνο μου μικρούλα.
Και την ανάμνηση τη ζω κ’ ένας νεκρός γεμίζει
με φιλαρέσκεια της φτωχής ζωής μου την ακρούλα.

(Πριν φύγω…)

Πριν φύγω για το μακρινό ταξίδι, θα περάσω,
διασχίζοντας αδιάφορα των δρόμων τη βοή,
από τον κήπο που άλλοτε, κάποια απροσδόκητη ώρα
τα μάτια σου μου μίλησαν για μιαν ωραία ζωή.

Και λησμονώντας πως κ’ οι δυο βγήκαμε γελασμένοι
κ’ έγινε τόνειρο φωτιά μεσ’ στην ανατολή,
θα ιδώ τάνθη ν’ ανοίγονται στο φως και να προσφέρουν
την εύοσμη ψυχούλα τους στης αύρας το φιλί.

Θα ιδώ τα δέντρα στη βαριά πρασιά ντυμένα πάλι.
Περιπλοκάδες να ρουφούν ζωή στα ταπεινά,
χωρίς νάναι λιγότερο χαρούμενες για τούτο
και τάνθη τους λιγότερο περήφανα κι’ αγνά.

Και σαν από ένα μάταιο πείσμα και εγώ να ζήσω
όσα μούπαν τα μάτια σου στ’ ωραίο βραδινό,
θα ιδώ να γέρνης πάνω μου και θάναι τόσο λαύρο,
τόσο μεγάλο το φιλί σαν πρώτο, σα στερνό.

(Καλέ μου…)

Καλέ μου, η Άνοιξη έφτασε. Τα βράδια με πλανά
πως παίζει στο παράθυρο τη φωτεινή της σάρπα.
Μα τα μεσάνυχτα γροικώ πως φευγαλέα περνά
το θλιβερό τραγούδι σου στη νυμφική τους άρπα.

Καλέ μου, όλα γυρεύουνε γλυκά να με κοιμίσουν
και να μου πουν πως έσβησες για πάντα από τη γη.
Μα όλα, χωρίς να θέλουνε, σένα θα μου θυμίσουν
κι’ ανίδεα θα μου κάνουνε τη νοσταλγία πληγή.

Καλέ μου, πως απόσβησε παντοτινά η ματιά σου
από τον Ήλιο που άλλοτε μ’ αγάπη μούχες δείξει;
Πως έγινε έτσι, να βρεθώ τόσο πολύ μακριά σου
κι’ ο ήλιος σου εχθρός να μου γενή, σκοτάδι να με πνίξη;

Πριν από σένα πέθαναν όσα μούχες ταμένα
κι’ ύστερα χάθηκες και συ μαζί τους, το πιο ωραίο
Ένας κυκλώνας γύρω μου τα πάντα έχει θαμμένα
και μ’ έχει αφήσει ζωντανή μόνον για να σε κλαίω

(Ω, μη με βλέπετε που κλαίω…)

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κ’ είμαι μοναχή μου.

Είνε η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι’ αν τη ματιά δε μούχουν πάρει,
ο λογισμός μου πάντα λείπει.

Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νοιώθω πυκνό να πέφτη χιόνι.

Τίποτε εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτε εκεί δε μ’ οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
κάποια παλιά συνήθεια θάναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.

(Έλα μαζί μου…)

Έλα μαζί μου, αφού ήθελες ν’ αναίβης
σε τούτη την απόκοσμη κορφή.
Μονάχα μη θελήσεις να κατέβης,
δεν είνε πουθενά μια επιστροφή.

Την πλάνα ανησυχία σου θα πληρώσης
όχι, σαν άλλοτε, με χαλασμό.
Τώρα πρώτη φορά θα παραδώσης
και το στερνό σου ακόμα στοχασμό.

Και τότε πια, τα μάγια θα λυθούνε.
Θα μείνουμε μονάχοι στην ερμιά.
Τα γύρω σ’ ένα γύρο θα χαθούνε
και θάμαστε σαν κρεμαστά κορμιά.

Τα χέρια μας μονάχα τα μαλλιά μας
θ’ αγγίζουνε στο φοβερό κενό.
Σαν άνεμος θα πέρνη τη μιλιά μας
και θάναι τάχα εμπόδιο κοινό,

ενώ μέσα στα λόγια μας θα πνέη
της ίδιας της ψυχής μας ο χαμός.
(Και μ’ όλα αυτά να μοιάζουμε σα νέοι
κι’ ούτε κι’ αυτός να λείπη ο στολισμός!)

(Τίποτε…)

Τίποτε. Θάχα κάποια που δεν ξέρω
στη ζωήν αποστολή.
Γιατί τόση φθορά παντού να φέρω,
σα μια ασυνείδητη βουλή.

Το σύνθημα, όπου εβράδυνα το βήμα
και τη ματιά, θα πη
«καταστροφή!» Κρατούσα εγώ το νήμα
ως τη στιγμή του να κοπή.

Ο θάλαμος της σκοτεινής ζωής μου
γέμισε από νεκρούς.
Κι’ ούτε το χώρο βρίσκω της δικής μου
θέσης, ανάμεσα σ’ αυτούς.

Τις νύχτες με τη σκέψη φωτισμένη
κει μέσα περπατώ,
ως κι’ απ’ αυτούς που αγάπησα διωγμένη
θέση κοντά τους να ζητώ.

(Στάσου μπροστά μου…)

Στάσου μπροστά μου, μήπως καμμιά αχτίδα
του ήλιου με φτάση.
Πάνω στην αδυσώπητη θωριά σου
θα χτυπήση, θα σπάση.

Στα ξέσαρκα, κατάχλωμά σου χέρια
με πίστη κράτει
τη γραφτή καταδίκη μου με εικόνες
μαρτυριών γεμάτη.

Σε αναγνωρίζω, Δήμιε της ζωής μου
φριχτά κάθε ώρα.
Και πιο πολύ το ανώφελο κορμί μου
που παραστέκεις τώρα.

Μα έτσι θα γίνη. Δε θα πολεμήσω
συ θ’ αληθέψης.
Κι’ ύστερα τρόπαιο στη νεκρή καρδιά μου
το σκήπτρο σου θα φυτέψης.

(Το τελευταίο τραγούδι μου…)

Το τελευταίο τραγούδι μου
το άγραφο, θ’ ανατείλη
απ’ των ματιών τη δύση.
Το τελευταίο τραγούδι μου
παρθένο θ’ αναβρύση
στα πέτρινα μου χείλη.

Ακόμα έχω το ρόδισμα
του πυρετού στην όψη,
φίλοι και σας πλανεύει.
Ακόμα ένα άνθος τόνειρο
το μύρο του ασωτεύει.
(Και τάνθος τώχουν κόψει)
.
Ακόμα σ’ ένα φίλημα
σ’ ερωτικό μεθύσι
τα χείλη μου προσφέρω.
Μα δε βλέπετε τ’ Όραμα
και μόνο εγώ το ξέρω
πως μ’ έχει πια κερδίσει.

Κεντήστε με ροδάγκαθα
τη νεανική καρδιά μου,
μήπως και την ξυπνήστε.
Νερό κ’ αίμα αν θ’ ανάβρυζε,
το τέλος λησμονήστε.
Ακόμα είναι μακριά μου!

Το τελευταίο τραγούδι μου
θάρθη να σας ξαφνίση
στο δειλινό το λαύρο,
σαν ένα κακό μήνυμα
που στη σιωπή το μαύρο
φτερό του θα τανύση.

(Λοιπόν…)

Λοιπόν κι’ αυτό δε μούπρεπε το τελευταίο λουλούδι.
Και πέρασε η ζωούλα του πνοή.
Ένα άξαφνο φωσφόρισμα, ένα πικρό τραγούδι,
ένας νεκρός ακόμα στη ζωή.

Μιλώ για την αγάπη σου. (Μιλώ συλλογισμένη.
Είνε σιωπή και πένθος στην καρδιά).
Λέω μόνο, πως μπορεί ποτέ, πως πια να μη της μένη
ούτε η γλυκιά που αλλάξαμε ματιά.

(Ας ήμουν…)

Ας ήμουν μια γερόντισσα, με μόνη
των αναμνήσεων την πηγή στα στήθια.
(Αναιμική κ’ εφήμερη ανεμώνη
τώρα με καίει και τόνειρο κ’ η αλήθεια).

Ας ήμουν μια γερόντισσα ασημένια
μια ζωγραφιά παλιά μισοσβησμένη.
(Το μνήμα μου ένα βήμα, κι’ όμως ένια
γίνεται κ’ η στιγμή μου η μετρημένη).

Να γέρνω μ’ εγκαρτέρηση, με γλύκα,
πάνω απ’ τη λάβα που έσβησε μια μέρα
για πάντα, να διηγιέμαι πως τη βρήκα
την ευτυχία στου βίου την εσπέρα.

Και πλάθοντας γλυκά το παραμύθι,
τα διάφανα ν’ απλώνω δάχτυλά μου
σε γνώριμες σκιές που με τη λήθη
χειροπιαστές θα χάνονται μακριά μου.

Οράματα να γίνονται στα βάθη,
προς την ανατολή, και να μου γνέφουν
όσα τη ζωή μου λεηλατήσαν πάθη.
Με φως οι απελπισίες να με στέφουν.

Λοιπόν αφού το φως της μέρας σβήνει
και κόντηνε η ματιά μου τόσο πια,
ας ήμουν μια γερόντισσα που ντύνει
με παραμύθια μια νεκρή καρδιά.

(Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!…)

Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάη

κι’ αν του ανακόβεται η στιγμή
ναρθή, που τον προσμένω.
Έχω στο στόμα την ψυχή
μου παρατήσαν οι λυγμοί
το στήθος κουρασμένο.

Πάρτε το φως! Είνε καιρός
να μείνω πια μονάχη.
Φτάνει η απάτη μιας ζωής.
Κάθε προσπάθεια ένας εχθρός
για τη στερνή μου μάχη.

Ας παύσουν πλέον οι σπαραγμοί.
Ας μου απομείνει κάτι
για να πλανέψω τη νυχτιά
να σκύψη κάπως πιο θερμή
στο ανήσυχο μου μάτι.

Πάρτε το φως! Είνε η στιγμή!
Τη θέλω όλη δική μου.
Είνε η στιγμή να κοιμηθώ.
Πάρτε το φως! Με τυραννεί…
μου αρνιέται την ψυχή μου…

(Πόνος… Πόνος…)

Πόνος… Πόνος… Δε φτάνει πια το δάκρι
κι’ ο στεναγμός’ δε φτάνει, δεν ξεσπά.
Αλλόφρονο πουλί πετιέται η σκέψη
και δέρνει τα φτερά του και τα σπα.

Αίμα ο ίδρως της αγωνίας. Βάφηκαν
οι κρόταφοι σε ρόδα τραγικά.
Φαρμάκι μεσ’ στις φλέβες τριγυρνούνε
μιας δυνατής ζωής τα μυστικά.

Του μαρτυρίου η σιδερένια ρόδα
γυρίζει τη στροφή της τη στερνή.
Η Γνώση παραστέκει νικημένη.
Η Αγάπη απαρηγόρητα θρηνεί.

(Σκύψε Νυχτιά…)

Σκύψε Νυχτιά παρήγορη, περίχυσέ την μύρα,
στο κάτασπρο κλινάρι της ιερά παρθενικό
και γίνου μεσ’ στον ύπνο της η παραστάτις μοίρα
κ’ εμπόδισέ της τόνειρο, το ανύποπτο κακό.

Να γίνης τόσο ανάλαφρη, καθώς μητέρας χάδι
πάνω στην άγρυπνη καρδιά κι’ αυτή να κοιμηθη,
μήπως και το μεθυστικό ξανασιμώση βράδι
και νοιώση το άνθος του παλιού καημού να ξανανθή.

Νάναι γυμνή και ταπεινή στη μητρική αγκαλιά σου
κι’ όταν μέσα στα μύρα σου λησμονηθή βαθιά,
τότε το θρήνο σου άφησε και λύσε τα μαλλιά σου,
σημείο πως αξιώθηκε να μην ακούει πια.

(Μητέρα μου…)

Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει
η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος.
Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος
γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.

Εμένα, που δέχτηκα ευλογία
κ’ έγινα το θαυμάσιο ομοίωμά σου,
ας με δεχτή σα νάμαι αμάρτημά σου
η μνήμη σου, μαρτυρική κι’ αγία.

Στη μοίρα σου, που γνώρισα σε μένα,
τη σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μα στην καρδιά μου μόνο εγώ θα ξέρω
πόσους μετρούν νεκρούς ταγαπημένα.

Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνη
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει…
Αχ, πως μου λείπεις σε μια τέτιαν ώρα.

(Όλα θα σβήσουν…)

Όλα θα σβήσουν και του ήλιου η πλανεμένη αχτίδα
είνε η στιγμή να φύγη.
Πάλι η βουβή μας κάμαρα χωρίς καμμιάν ελπίδα
τάδεια μας μάτια σμίγει.

Κι’ απόψε η νύχτα θα διαβή με την τρελλή μου σκέψη,
όλη φιλιά και δάκρι
και θα μας εύρη η αυγή, νεκρούς που θάχουν επιστρέψει
σε μιας ζωής στην άκρη.

Ό,τι μάταιο στις μέρες μου μπαίνει πιο μάταιες πούνε
με φόβο το κοιτάζεις.
Εξώ στον κήπο από χαρά τάνθη λιγοθυμούνε.
Σαν τι χαρά μου τάζεις

κι’ όλο γυρίζω τη ματιά στην άψυχή σου εικόνα;
Διάδημα απ’ άσπρο φως
σου γίνεται του βάζου μου η εαρινή κορώνα,
της μυγδαλιάς ο ανθός.

Κ’ έτσι γλυκαίνει σου η μορφή και στο άρωμα η καρδιά μου,
που να σε καρτερώ
να σε λυγίσουν τα βαριά μύρα ναρθής κοντά μου,
ναρθής με τον καιρό.

Είμαι τρελλή να σ’ αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
να λυώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νοιώθω τώρα πως αυτό που μούδωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.

Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό
κ’ έτσι να δέρνωμαι μ’ αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλλα να ρουφώ.

Τι θ’ απογίνω, αγαπημένε, που θα σε ζητήσω;
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,
με τόνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές.

Που νάσαι; Τι ναπόμεινε από σε να το ζητήσω;
Που νάναι το στερνό μου αυτό αγαθό;
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι’ αυτό να ζήσω
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.

Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού και σαγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κ’ υποψιάζομαι, ζηλεύω, δεν σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.

Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει
μια υπόσχεση που αργεί πολύ ναρθή.
Τ’ ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.

Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι’ ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελλαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν.

Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, ’πε μου,
τι θα ωφελήση, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί καλέ μου,
να σβήση πια η αγάπη μου; Και να μη σ’ αγαπώ,

ενώ θάναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλήται τον αιώνιο έρωτα και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.

Ω, δε μου δίνει ο θάνατος καμμιά καμμιάν ελπίδα
και μου τις έσβησε η ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.

(Το λίγο που σου απόμεινε…)

Το λίγο που σου απόμενε, την υστερνή ζωή σου
σε αγάπη τη μετάβαλες και μου την είχες δώσει.
Εγώ κι’ αν όλη τη ζωή μου ονόμασα δική σου
τι σούχα δώσει να χαρής από μια αγάπη τόση!
Και νόμιζα πως έδινα, περήφανη να κρύβω
το θησαυρό που γέμιζε μέσα μου και χανόταν.
Α, τώρα κάτω απ’ τη φριχτή τύψην αυτή θα σκύβω
πως ούτε πήρα το άξιο σου δώρο που μου δινόταν.
Ω, στη ζωή την άδικη είνε η ευτυχία γνώση
κ’ η γνώση αυτή πόσον αργά χαρίστηκε σε μένα!
Ήρθε την περηφάνεια μου μόνο να ταπεινώση,
τα πλούτη μου όλα δείχνοντας στον άνεμο δομένα.

(Όσον η αγάπη…)

Όσον η αγάπη αβάσταχτα μεγάλωνε και τόσο
τη μόνωση της όριζα και το κρυφό μαρτύριο.
(Κι’ ο ίσκιος της θα εβάραινε, πως να στη φανερώσω;)
Μα τάχα μην απόκλινε μοιρία προς το μυστήριο;
Του μυστηρίου γέννημα μην ήταν και μαζί του
αξιώνοταν περήφανα το φως ν’ απαρνηθή,
το λίγο φως που μούδινες, ξεγέλασμα του αδύτου
που όρισε προς το δρόμο σου το βήμα μου να ’ρθη;
Δεν ξέρω τίποτε να πω στη σκέψη που με δέρνει
τις νύχτες και τις μέρες μου, πιο νύχτες πιο θλιμμένες.
Στην τύψη μου που απ’ το θάνατο προδοτικά με παίρνει,
ω, τι να πουν οι πίκρες μου σε δάκρια χυμένες.

(Όλη η ζωή μου…)

Όλη η ζωή μου ένας καημός, μια φλόγα, μια θυσία
και το φτωχό το δώρο σου δε θα το εξαγοράση.
Θα μείνω ανεξιλέωτη και τα κακά στοιχεία
πάλι νεκρή, θα με δεχτούν στη μητρυιά την Πλάση.
Εσύ το φωτοστέφανο του εξιλασμού το πήρες
με τα ίδια χέρια σου τα ιερά, το φόρεσες μονάχος.
Σε μένα τώρα κλείστηκαν μπροστά μου όλες οι θύρες
και πίσω τους της τύψης μου κυλίστηκεν ο βράχος.
Ω, τίποτε το κρίμα μου δε θα μου το αλαφρώση
να μην την κάμω τη ζωή μου – όλη μια ζωή δοτή
για σένα – ένα χαμόγελο μονάχα, να ιλαρώση
τη θλίψη, που δεν ήμουνα ένοχη εγώ γι’ αυτή.

(Δεν καρτερώ το θάνατο…)

Δεν καρτερώ το θάνατο, είνε βαριά η ψυχή μου.
Δε μου ταιριάζει αγέροχα να σβήσω, ξαφνικά.
Μ’ έδεσε η μνήμη στο άρμα της και με την ταραχή μου
ξυπνούν όλα που νόμιζα πως πέθαναν γλυκά.
Ξυπνούνε τόσο αγνώριστα στου μαρτυρίου την ώρα.
Κ’ η παιδική μου αγνότητα, που έσκυβα στόνειρό της
νοσταλγική και τρυφερή, με παραστέκει τώρα
εφιαλτική σα νάφταιξα κάποτε στον καιρόν της.
Με σέρνει η μνήμη μου παντού και δεν αναγνωρίζω
το ό,τι έζησα η κατάρα μου το ερείπωσε. Περνώ
και δεν τολμώ τα χέρια μου να υψώσω, μα δακρίζω
και κρύβω και το δάκρι μου, μάταιο και ταπεινό.
Θαρθή κάποτε ο θάνατος, όταν φριχτά η ψυχή μου
θα λοιώση όλο το σώμα μου στον ίδιο της καημό,
θαρθή τότε την πρόσκαιρη ν’ αλλάξη φυλακή μου
σ’ άλλο μαρτύριο αιώνιο και σ’ άλλο παιδεμό.

(Ω, τότε, αγαπημένε μου…)

Ω, τότε αγαπημένε μου, κοντά στο Θεό που μένεις
θυμήσου στα παρθενικά μάτια μου πόσα πήρες
λουλούδια τα πρώτα όνειρα, όλης μου της θλιμμένης
αγάπης το φτωχό δόσιμο, κρυμμένο από τις μοίρες,
και φέρτα δώρα στο Θεό, ζητώντας να επιτύχης
το τέλειό μου εξαφάνισμα στο χάος των αιώνων.
Δε θέλω πλέον. Απόκαμα, πάρε με από της τύχης
τα νύχια εσύ… Συχώραμε… Το βάσανο των πόνων
ήταν χειρότερο για με. Συχώραμε να σβήσω.
Όταν περάσω, παίρνοντας του λυτρωμού το δρόμο
απλή σκιά, τα μάτια μου σεμνά θα τα σφαλίσω,
και θα πηγαίνω αλύγιστη και με γυμνό τον ώμο.
Θα με γνωρίση τότε αυτός γερμένος από τα ύψη.
Θάχω στον ώμο μια βαριάν υδρία. Θα με γνωρίση
ακόμα από το βάδισμα σαν τότε, από τη θλίψη,
απ’ την υδρία των δακρύων που μούχε αυτός χαρίσει.

Της αδελφής μου

Καλή μου, θάπρεπε να πω στον ώμο σου γερμένη
λόγια που να ξαλάφρωναν την έγνια σου για μένα.
Μα είμαι κι’ απόψε αδιάλλαχτη, βαριά συννεφιασμένη
κ’ είνε η καρδιά μου αδιάφορη σ’ όλα τα συναγμένα
με των χεριών σου τη στοργή στον κήπο της ζωής.
Πάλι η πικρία της μάταιής σου φροντίδας θα σφαλίση
μεσ’ την καρδιά το δάκρι σου, πάλι θα μου φανής
σαν τη μοιραία θλίψη μου που έχει τα μάτια κλείσει.
Θάπρεπε να σε λέω συχνά με τόνομα «αδερφή μου»
σιγά μήπως μ’ ακούσουνε τα πονηρά στοιχεία,
για να σκορπίσω την ιδέα πως είμαι μοναχή μου
και πως μου αξίζει η έσχατη που μ’ ηύρε δυστυχία.
Ημερωμένη να σου πω τότε για τόνειρό μου
(δεν ήρθε κάτι πιο γλυκό στο δρόμο μου από κείνο),
που με ακολούθησε παντού κι’ άπιστο και δικό μου
κ’ εναντιωμένο και πιστό, να παίρνη και να δίνω.
Είχε στιγμές μιας ομορφιάς εξαίσιας, μη γυρεύεις,
μη συλλογιέσαι για χαρές και για ευτυχίες, ή σαν
ξεχωριστές, τυρρανικά γλυκά και με της χλεύης
ακόμα την πικρία γλυκές, μα γρήγορα μ’ αφή σαν.
Και τόσο απομακρύνθηκαν που πια δεν τις θυμάμαι.
Όμως αυτές θα μου άφησαν κάτι γλυκό να πω.
Αν μούδινες το χέρι σου στο παρελθόν να πάμε,
φοβάμαι θα σε βάραινα πολύ στο γυρισμό.
Κι’ απόψε είμαι έτσι αφίλιωτη, τόσο μηδενισμένη
σα νάναι μια κληρονομιά κι’ ο πόνος ο δικός μου.
Δε θα φιλώ τα χέρια σου, δε θάμαι δακρισμένη,
έχω ένα βάρος μέσα μου σαν νάναι όλου του κόσμου.
Τι θ’ απαντήσης, αδερφή, στη μαύρη μου βλαστήμια
που θ’ αντηχήση στο άδειο μου το στήθος; Τι θα πης;
Θα με αδικήσης; Θα με ιδείς δίκαια μεσ’ στα συντρίμμια;
Πως έχασα την ψυχή και τάχα θα φοβηθείς;
Ω, ησύχασε. Στις όμορφες στιγμές μοιάζουν του ονείρου
αυτές οι δύσκολες στιγμές κι’ όμοια κι’ αυτές θα φύγουν.
Είμαι σαν ένα σύννεφο στη βασιλεία του απείρου
που τις μορφές του οι άνεμοι τις πλάθουν και τις πνίγουν.
Ω, μη φοβάσαι, δέξου με σα μια φτωχή στη θύρα
που ό,τι κι’ αν πάρη «ευχαριστώ» θα πη συλλογισμένη,
γιατί είνε τόσο δύστυχη, κ’ είνε ορφανή και χήρα,
τόσο άχαρη, που μόνο αυτό το «ευχαριστώ» της μένει.

Λίλης Π…

Στην άφεγγη ψυχή μου
λάμπουν χρυσά αστεράκια
οι παιδικές σου χάρες
τα θαυμαστά λογάκια.

Σαν κρίνο φωτοβόλο
το προσωπάκν κάτι
σάλευε, χάδι ονείρου,
το τρυφερό σου μάτι.

Και τα χεράκια πλάνες
στη θλίψη της μορφής μου.
Το χαμόγελό σου, άνθι
της έρημης ψυχής μου.

Μα πιο πολύ, το μύρο
της ύπαρξής σου – θάμα,
τα πρώιμά σου λογάκια,
της σκέψης μου άγιο νάμα.

Ανίδεα σεις λογάκια
– καημός και προφητεία –
ποια μοίρα να μιλούσε
στην πλάνα σας γοητεία;

Τώρα τη γλυκιά σου όψη
σκύβεις συλλογισμένη
στα σοβαρά βιβλία
και μ’ έχεις ξεχασμένη.

Δε θα ιδώ να χαράζη
το ανάγλυφό της χάδι
στο χλωμό μετωπάκι
τη σκέψη κάποιο βράδι.

Στης ζωής το εντευκτήριο
με βιαστικό το βήμα
θάρχεσαι εσύ, θα φεύγω
εγώ βουβά σαν κύμα.

Θα φέυγω κ’ η ματιά σου
ποτέ δε θα με φτάνη.
Μα θάχω τα θαυμάσια
λογάκια σου στεφάνι.

Σ’ ένα φίλο

Θαρθώ ένα βράδι, στρέφοντας στο δρόμο που με παίρνει,
θαρθώ να σ’ εύρω μοναχόν με το παλιό όνειρό σου.
Η Εσπέρα τις λεπτές σκιές νωχελικά θα σέρνη,
περνώντας στο μοναχικό μπροστά παράθυρό σου.

Στη σιωπηλή σου κάμαρα θα με δεχτής και θάναι
βιβλία τριγύρω σε σιωπή βαθιά εγκαταλειμμένα.
Πλάι πλάι θα καθήσουμε. Θα πούμε για όσα πάνε,
για όσα προτού τα χάσουμε μας είνε πεθαμένα,

για την πικρία της άχαρης ζωής, για την ανία,
για το που δεν προσμένουμε τίποτε ν’ αληθέψη,
για τη φθορά, και σιγαλά στη σκοτεινή ησυχία
θα σβήση κ’ η ομιλία μας κ’ η τελευταία μας σκέψη.

Μα η νύχτα στο παράθυρο θαρθή να σταματήση.
Μύρα κι’ ανταύγειες αστεριών κι’ αύρες θ’ ανακατέψη
με το μεγάλο κάλεσμα που θ’ αποπνέη η Φύση,
με την καρδιά σου που η σιωπή δε θα την προστατέψη.

Στους φίλους που με συντροφεύουν

Την κάμαρά μου γέμισαν τα φωτεινά σας μάτια.
Ένα άνθος επιτάφιον η αγάπη σας που πήρα,
λυπητερά λικνίζεται στη λιγοστή πνοή.
Πόση ευτυχία στη θλίψη σας για τη βαριά μου μοίρα,
πόση χαρά που απόμεινε στην ύστερη ζωή!

Κ’ η μουσική των στίχων σας τι θα μου φέρη ακόμη;
Πόση καρδιά θα μούπρεπε να σας δεχτώ σα χάρη
χειμωνικά χαμόγελα και ρόδα εσπερινά.
Ω, ας έρθη στο σκοτάδι του ο Χάρος να με πάρη,
ενώ θάναι τα μάτια σας κοντά μου φωτεινά.

Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε

Αυτόν τον καταδίωκε ένα πνεύμα
στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής του.
Οι ασχολίες του, οι χαρές του, σ’ ένα νεύμα
προσχήματα γίνονταν της ορμής του.

Τα ωραία βιβλία, η σκέψη, ένα ορμητήριο
λίγες στιγμές· βίαιος στον έρωτά του.
Ύστερα γέμιζε η όψη του μυστήριο
και τίποτε δεν ταίριαζε κοντά του.

Ένας περίεργος ξένος επλανιόταν
αναμεσόμας, μ’ όψη αλλοιωμένη.
Την υποψία μας δε μας την αρνιόταν
πως κάτι φοβερό τον περιμένει.

Ήταν ωραίος παράξενα, σαν κείνους
που ο Θάνατος τους έχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στους φριχτότερους κινδύνους
σαν κάτι να τον είχε εξασφαλίσει.

Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλος σα μια νίκη,
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.

Είχε μια τέτοια απλότη και γαλήνη,
μια γελαστή μορφή ζωντανεμένη!
Όλος μια ευχαριστία σα νάχε γίνει.
Κ’ η αιτία του κακού σημαδεμένη.

Για τον «Αλφρέδο μου» τον υπέροχο σκοινοβάτη

Την ψυχρή σου γούνα αναπαύεις
στις στοίβες των παλιών βιβλίων τώρα,
καημένε μου, κι’ αναθυμάσαι
τα χάδια που σου λείψαν και τα δώρα.

Στην περιφρόνηση εσύ αντέχεις
όμως κι’ όλο και πιο ψηλά στυλώνεις
φλεγματικά πελώρια μάτια,
την τραγική σου τύχη να λυτρώνης.

Παράξενα άσχημο εσύ πλάσμα
χωρίς ψυχή, μιλάς με την ψυχή μου
για την συμπάθεια, για την τύψη
και κάποτε μια δύναμη είσαι εχθρή μου.

Και σε αποφεύγω σαν την τύψη,
πλάσμα από γούνα, σε φοβάμαι τόσο!
Φοβάμαι αστείε σκοινοβάτη
μήπως και με τη σκέψη σ’ ανταμώσω.

Ποια μοίρα σ’ έστειλε σε μένα!
Νερομπογιά το μάτι σου και βάφει
τυπώματα μέσ’ στην ψυχή μου.
Λησμονημένοι ανοίγουν τάφοι.

Εξόριστε, πούχα γελάσει
μαζί σου παίζοντας, στ’ αλήθεια
η ασκήμια σου μ’ έχει νικήσει,
το γέλιο μου μού βάρυνε τα στήθια.

Αφιέρωση

Γατούλα, με της ράτσας σου χαμένα τα σημάδια,
αδιάφορη, παράξενα ψυχρή
και κάποτε που μοιάζεις θλιβερή,
τι τριγυρνάς σα φάντασμα στην πλάση μας την άδεια;

Είνε γιατί δε βρέθηκες σε κύριο κανένα,
να παίρνης από χέρι την τροφή
και σούλειψε έτσι εκείνη σου η κρυφή
χαρά, πως κάποιος νιάζεται φτωχούλα μου για σένα;

Ή μήπως τάχα γνώρισες δω μέσα το μοιραίο
και τη φιλοσοφία την πικρή;
Μαντεύω πως ακόμα είσαι μικρή
και θα μπορούσες εύκολα νάσουνα κάτι ωραίο.

Κι’ όμως σε βλέπω αδιάφορη στον έρωτα κι’ ακόμα
και στα τυχαία παιδιά σου βαρετή.
Πως να το μάθω το άδικο «γιατί»
που έπνιξε τη φωνίτσα σου μέσ’ στο κλειστό σου στόμα;

Σε διώχνει και το χάδι μου κ’ η φιλική μιλιά μου.
Είσαι όλη τόλμη κι’ όλη δισταγμό.
Το νοιώθω, καθώς μπαίνεις, και κρεμώ
ευγενική κι’ αδιάφορη στους τοίχους τη ματιά μου.

Έρχεσαι σαν υπόσχεση, πάντα την ίδια ώρα
και κάθεσαι με μιαν ιερή σιγή.
Αν σηκωθείς, «για τίποτε στη γη»
δε σε κρατώ’ σα να κινάς για των νεκρών τη χώρα.

(Χαίρε, Ρυθμέ και Ρίμα…)

Χαίρε, Ρυθμέ και Ρίμα.
Σας χαιρετίζω,
πια δεν ορίζω
τη φωνή μου.
Ξεφεύγει παραλήρημα.
Σας σμίγω μα η πνοή μου
δε φτάνει, σπα.

Σκοπέ, σ’ αφήνω. Ήχε, Τραγούδι
μ’ αφήνετε. Τη μονάχη
χορδή μάταια κρούω στη λύρα μου.
Νάχη μόνο ένα «χαίρε»,
νάναι μονάχη του «χαίρε» η χορδή
στην καρδιά μου!

Πάνε τα ωραία, τ’ αγνά, η ζωή.
Αδιαφορία στης αγάπης τα μάτια.
Κακίας μεθύσι στο χαλασμό
του ό,τι απομένει,
στο μαρασμό που έχει ανθίσει
μέσα μου κ’ εξω – κισσού πλημμύρα,
σημαία αποκλεισμού!

Πάνε τα ωραία, τ’ αγνά, η ζωή.
Γλυκέ Σκοπέ, δε μου αντέχει
η φωνή.

Να τραγουδώ
το θάνατο τη δυστυχία,
να λησμονώ
της χαράς την αγάπη,
δε θέλω. Ας σβήσω
σφιχταγκαλιάζοντας τη χορδή που μου μένει
να μη σημαίνη
γλυκά στο Θάνατο κι’ αυτός αργεί
με ιδιοτροπία ερωμένου!

Σας χαιρετίζω.
Σκοποί όπου πάτε, μη με ξεχνάτε.

(Κλείστε ερμητικά τις θύρες…)

Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν
όλα. Να φύγουν κι’ οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου.
Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι’ όλα μου λείψαν
κ’ έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.

Να φύγουν όλοι! Ακάλεστοι κι’ ας ήρθανε με δώρα.
Τίποτα δεν εταίριασε στην εξαίσια γυμνότη
που με τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
που εμπρός τους με ταπείνωσαν ικέτη και δεσμώτη.

Τώρα προφητικά σημαίνει η μυστική καμπάνα
του «Δείπνου». Ο Μέγας Φίλος μου μηνά τη θέλησή του
ναρθή. Κι’ αν πάντοτε έλειπεν, όμως μεσ’ στην καρδιά του
άξια της πίστης μου έφεγγε τρισάξια η θύμησή του.

Για τη μεγάλη αναμονήν ετοιμασία θ’ αρχίσω.
Ζωντάνεψε στις φλέβες μου η ευγενική γενιά μου.
Τα χέρια μου της προσευχής, έτοιμα να συντρίψουν.
Φραγγέλιο η ασυμβίβαστη, περήφανη απονιά μου.

Κ’ έτσι θα νοιώσω, με σεμνά χαμηλωμένα μάτια,
να πέφτη από το βάθρο του κ’ ένας θεός ωραίος
που εύκολα με ψαλμούς λατρειάς βασίλεψε και μένει
ακόμα λαμπροστέφανος κι’ ανύποπτα μοιραίος.

Έρχεται! Ακούω που χτυπά πιο βιαστικά η καμπάνα.
Είμαι έτοιμη. Μονάχη της το τέλος αντικρύζει
πιο γρήγορο, στον πόθο της η τραγική ψυχή μου,
αμφίβολη αν τη πίστεψεν Αυτός που τη γνωρίζει.

.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ

ΣΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ

Όλα τα άνθη τ’ αγαπώ
μεθώ στο άρωμά των
το βλέμμα να βυθίζεται
ποθώ στα χρώματά των.
Υπάρχει όμως έν λεπτόν
πολύ ευώδες άνθος
που δεν μαραίνεται ποτέ
και τ’ αγαπώ με πάθος.
Αυτό δε θάλλει στους αγρούς
στους κήπους δεν υπάρχει
και τα αβρά του πέταλα
ο ήλιος δεν θάλπει.
Έδαφος έχει δι’ αυτό η τρυφερά καρδία
με θέρμη απαράμιλλον και λέγεται Φιλία!

ΛΗΣΜΟΝΙΑ

Μ’ ερωτευμένη την καρδιά σε γνώρισα άγριο Δάσο.
Έπινα στο αεροφίλημα τη μυστική ευωδιά σου.
Πρόσμενα με το ξάστερο σκοτάδι να περάσω,
όταν τ’ αερινό στοιχιό περνούσε στα κλαδιά σου.
Σε γνώρισα σ’ ερωτικές νύχτες ρυτιδωμένη
θάλασσα σαν το μέτωπο της συλλογής, περνούσε
πάνω σου χάδι η σκέψη μου και πάντα η ανθισμένη
άκρη σου με τα ευωδιαστά φύκια με προσκαλούσε.
Σας γνώρισαν οι ερωτικές νύχτες μου ωραία λουλούδια,
διάφανα, αχνά, πολύχρωμα, σα φωτεινά σημάδια.
Βαριά η δροσιά σα φίλημα και ξεχύνονταν χνούδια
χρυσά ’πό τα σμιγμένα σας βλέφαρα στα σκοτάδια.
Τώρα στο φως της αρνησιάς δομένα, έτσι αλλαγμένα
μού δείχνεσθε, στη συλλογή το νου μου πάω να χάσω.
Τάχα είστε σεις που γνώρισα; Σεις είστε αγαπημένα
λουλούδια, θάλασσα αργυρή, πυκνό των πεύκων Δάσο;

1923

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ

Ακούω τη γλώσσα που λαλούν τα δυο σου χέρια -ω χέρια!
καθώς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στον Πύργο της απελπισίας κρυμμένα περιστέρια
από μακριά τα ξαγναντώ, σύμβολα ειρηνικά.
Μιλούνε, δε μιλούν; Αχεί βαθιά μέσ’ στην καρδιά μου
χαιρέτισμα ενός ρόδου στους γκρεμούς.
Λάμπουν, δε λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τη ματιά μου,
ανατολή του αυγερινού στους σκοτεινούς χαμούς.
Ξανοίγω την αγνώριστην αγάπη μου κλεισμένη
στο κρίνο των μπλεγμένων σου χεριών
και πλέκω τόνειρο γλυκό. Μη με κοιτάς, πληθαίνει
στη σκοτεινιά το χρυσοφώς των πλάνων αστεριών.

1923

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟY ΠΟΙΗΤΗ

Μ’ απάντησες στο δρόμο σου, Ποιητή.
Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη.
Η δίψα της αγάπης που ζητεί
σου φλόγιζε τη σκέψη και τα χείλη.
Ήμουν το πρωτολούλουδο. Κλειστή
τότε η πηγή των στοχασμών μου, εμίλει
μόνο η καρδιά μου αθώα και λατρευτή,
όταν το πρώτο βλέμμα μου είχες στείλει.
Με τον καιρό, τον πόθο σου σ’ εμέ
να φανερώσης σίμωσες. Ωιμέ,
είμασταν μιας γενιάς παιδιά. Η καρδιά μας
Αγάπαε με το πάθος που ζητά
να πάρει, το αισθανθήκαμε φριχτά
και πήραμεν αλλούθε τη ματιά μας.

1923

Σ’ ΑΝΑΜΟΝΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

Δεν είναι να χαρώ στον κόσμο άλλο
τίποτα πια. Τα χέρια σου βαριά
γεμάτα και μου τάδιασες Ζωή.
Τα δέχτηκα, δε διάλεξα μεγάλο,
μικρό, ήταν χώρια, ήταν μαζί.
Μα κάτι που κρυφά μου τώχες τάξει
κάποτε σπλαχνική, πονετικιά
σε μένα, τη μια ωραία και χωριστή
στράτα για να με βρη πούχες χαράξει
σ’ αυτό μόνο δε φάνηκες πιστή.
Ω, δεν μπορεί, κι’ αυτό θα μου το δώσης
μον’ το κρατάς ως που να ξεγνοιαστώ
και να με βρει σαν άξαφνη χαρά.
-Τη περηφάνεια μου μην ταπεινώσης
κύττα, μη μου λερώσης τα φτερά.

(ημιτελές)

ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

Ψυχή μου, του άσωτου καημού παιδί, σαν ποια προσμένεις
γαλανή μέρα να διαβή, μαζί της να σε πάρη;
Κάτω απ’ το φως δε θα μπορής τα όνειρα ν’ ανασταίνης,
θα σβήση η ωραία φλόγα σου και θα σου μείνη η χάρη,
μέσα σε θρόνο ολόχρυσο καρτερικά να μένης
σα σ’ ένα πλούσιο κόσμημα χλωμό μαργαριτάρι.
Της Νύχτας, σα μυστήριο του Άδη σκοτεινιασμένης
περνάει το φάσμα, κοίταξε, με θριαμβικό καμάρι.
Σήκωσε τα περήφανα χέρια σου και δεήσου
να γίνης ένα απ’ τα πολλά τα μαύρα μυστικά της,
να μη σ’ αγγίζη η ελπίδα, όπως τ’ ανήλια της αβύσσου
η αχτίδα, για τα πρόσχαρα πούνε για σένα ξένα.
Και μόνο η σκέψη κάποτε στο άσκοπο πέταμά της
να βρίσκης όλα που πόθησες, τα ωραία στερημένα.

1923

ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥΤΗ…

Την ώρα τούτη, όσο ποτέ, σε συλλογιέμαι
ερημική ψυχή, ξένε διαβάτη.
Φίλοι κι’ αγάπες ήταν γύρω σου! (Πλανιέμαι
ή αλήθεια λυπημένο είχες το μάτι;)
Ούτε μια αγάπη, ούτε ένας φίλος τόσο
που σε μιαν ώρα σαν αυτή,
το χέρι να σου σφίξη. (Θα γλυτώσω
τη φήμη σου απ’ την ψεύτικη γιορτή).
Δεν εστεκόταν, ναι, κανείς τόσο κοντά σου
και κάποτε όποιον «φίλον» ονομάζεις
στη μοίρα σου είνε πρόκληση, ξεφώνημά σου
στην ερημιά που η σιωπή της σε τρομάζει.
Μονωμένος φριχτά, με ξεσκισμένη
ελεεινά την πορφύρα σου του ονείρου,
τράβηξες για μια χώρα ξακουσμένη
κι’ άφαντη, στη βαθιά καρδιά του απείρου.

1929

ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

«Οι νέοι που φτάσανε μαζί στο έρμο νησί» με σένα
κάποια βραδιά μετρήθηκαν κ’ ηύραν εσύ να λείπεις.
Τα μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρίς κανένα
ρώτημα, μόνο εκίνησαν τις κεφαλές της λύπης.
Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, από τη μόνωσή σου
ένα σημείο από φωτιά τούς έστελνες· γνώριζαν
το θλιβερό χαιρέτισμα που φώταε της αβύσσου
τους δρόμους κι’ όλοι απόμεναν στον τόπο τους που ορίζαν.
Απόμεναν στην ίδια τους πικρία, κρεμασμένοι
έτσι μοιραία και θλιβερά στο «βράχο» του κινδύνου.
Κι’ όταν πια τους χαιρέτισες, οι αιώνια απελπισμένοι
ψάλαν μαζί κάποια στροφή καθιερωμένου θρήνου.
Μα φτάνουν πάντα στο «νησί» τα νέα παιδιά ολοένα.
Στην άδεια θέση σου ζητούν της ζωής το ελεγείο.
Σου φέρνουνε στα μάτια τους δυο δάκρυα παρθένα
και της καινούριας σου Εποχής το πλαστικό εκμαγείο.

1929

*Το ποίημα γράφτηκε ενάμιση χρόνο μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη.
Θεωρείται απάντηση στο ποίημα «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…»
με αρχικό τίτλο «Spleen». Της το πήγε ένα χειμωνιάτικο βράδυ το 1923
ο ίδιος ο Καρυωτάκης στο σπίτι της.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.