Η Χριστίνα Λιναρδάκη είναι πτυχιούχος αγγλικής φιλολογίας με μεταπτυχιακές σπουδές στη μετάφραση και την επικοινωνία.
Διατηρεί την αρχισυνταξία του ψηφιακού λογοτεχνικού περιοδικού στίγμαΛόγου (stigmalogou.gr) και αρθρογραφεί σε ποικίλα ακόμη. έντυπα και ηλεκτρονικά, περιοδικά. Βιοπορίζεται ως επιμελητεία κειμένων και μεταφράστρια. Από το 2009 έχει διαγνωστεί με ΣΚΠ.
Η ποιητική συλλογή ΣΚΠ (Εκδ. Ενάντια 2024) είναι το πρώτο της βιβλίο.
.
ΣΚΠ (2023)
ΟΥΛΕΣ
ΠΤΩΣΗ ΒΛΕΦΑΡΟΥ
Σε κάποιο πάρτι ή άλλη μάζωξη
το πρόσεξε ο Παναγιώτης
το ένα μάτι ήταν πιο κλειστό
το βλέφαρο πεσμένο
Ο οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στον νευρολόγο
κι ο νευρολόγος με κοίταξε ανήσυχος
Έτσι άρχισαν όλα
ΑΠ’ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Πήγαινα στο γραφείο όταν
το ένα πόδι έπαψε
ξαφνικά να λειτουργεί
μετατράπηκε σε
άσκοπη απόφυση που
απλά κρεμόταν
Χρειάστηκα είκοσι λεπτά
για μια απόσταση
εκατό μόλις μέτρων
Την ίδια ώρα
η καρδιά μου
είχε κάνει τον γύρο της Γης
χίλιες φορές περίπου
MEDITERRANEAN HOSPITAL
Μάτια σφιγμένα δυνατά
μέσα στον μαγνητικό τομογράφο
η φωνή του τεχνικού ραγισμένη
μετά από μια αιωνιότητα
«τελειώσαμε» ανήγγειλε
Λίγες μέρες μετά
η γνωμάτευση έγραφε
«απομυελωνιτικές εστίες»
ο νους μου άδειασε
η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί
στις περιστρεφόμενες πόρτες του Mediterranean
Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα
ΣΤΑΥΡΩΣΗ
Είναι θαρρώ η μνήμη
που παίρνει κάθε μέρα πηλό
και πλάθει μ’ αυτόν τη ζωή μου
τον απλώνει έπειτα σταυρωτά στον τροχό
και με μανία τα πλευρά του κεντάει
Η επιθυμία τού δίνει ύστερα να πιει
―διψά, δεν διψά― χολή και ξύδι
Μα κάθε βράδυ
τα όνειρα
βάζουν στις πληγές
μπόλικο ιώδιο
ώσπου στο τέλος
να μην ξεχωρίζει πια μορφή:
Μισός πληγή, μισός ιώδιο ο πηλός
Για πέταμα πάντα μοιάζει.
ΠΛΗΓΕΣ
Η ΠΕΡΟΥΚΑ
Ο οδηγός
φρέναρε απότομα
τρανταχτήκαμε όλοι
Εσένα
σου έφυγε η περούκα
κι αποκαλύφθηκε
ένα κρανίο γυμνό
καταντράπηκες
απελπίστηκες
εγώ τρόμαξα:
ήσουν στ’ αλήθεια εσύ;
Πού πήγαν
τα πυκνά μαλλιά σου;
Στο μεταξύ ο καρκίνος σου κάλπαζε
Ήμουν οκτώ
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Ο τόπος μού μιλά
βράζει απ’ τα δάκρυα
και τα όνειρα της μάνας
κυλά και στο δικό μου αίμα
με τα βράχια
την αίσθηση του αγριμιού
τη μοναξιά
τα δέντρα τα παντέρμα
τα φαράγγια του
καθετί απόκρημνο
κοντά μα μακριά
από κει που με βρόντο σκάει το κύμα
Ο τόπος
όπου μεγάλωσε η μάνα μου
υψώνεται μέσα μου
σαν μια άλλη εικόνα της
Τη μοναδική
που μπορώ πια να έχω
Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ
Κι εκεί που καθόμασταν
στην κουζίνα
το κεφάλι της γιαγιάς
έγειρε αφύσικα
Άλλο ένα εγκεφαλικό
Της έπιασα το χέρι
«ποντίκι μου», της είπα
έτσι την έλεγα γιατί
ήταν μικροσκοπική και μαυροφορεμένη
Την αγαπούσα πολύ
κι ας ήταν άνθρωπος ψυχρός
ούτε ένα χάδι ποτέ
Μόνο ένα μπιμπλό
σε κάποια γιορτή μου
δυο ποντικάκια και μια καρδιά
Το έχω ακόμη
στο κομοδίνο
μου λέει κάθε βράδυ καληνύχτα
πάνε σαράντα χρόνια
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΛΥΚΟΜΗΤΡΟΣ
https://booksitting.gr 11/10/2024
Η ποίηση του καθημερινού αγώνα για ζωή
Στην περίπτωση της ποιητικής συλλογής της Χριστίνας Λιναρδάκη «ΣΚΠ»[1]ισχύει αυτό που λέμε «η φήμη προηγείται της γυναικός». Πράγματι, έχουν γραφτεί πάρα πολλά γι’ αυτή τη συλλογή (όλα θετικά), οπότε όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου ήξερα αφενός τι να περιμένω, αφετέρου, όμως, αναρωτιόμουν αν όλος αυτός ο «θόρυβος» είναι δικαιολογημένος. Ξεκινώντας να διαβάζω σκόρπια ποιήματα μέσα στο μετρό, διαπίστωσα σχεδόν αμέσως γιατί αυτό το βιβλίο έχει συγκινήσει τόσο πολύ το αναγνωστικό κοινό.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το βιβλίο διαρθρώνεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη ενότητα τιτλοφορείται «Ουλές» και αφορά τη μάχη κατά της ΣΚΠ. Στα πρώτα ποιήματα της συλλογής («Πτώση βλεφάρου», «Απ’ τα πρώτα συμπτώματα», «Άλλα συμπτώματα), η ποιήτρια μας αποκαλύπτει πώς «άρχισαν όλα» και ποια ήταν τα πρώτα χτυπήματα της νόσου. Η καθημερινότητα αλλάζει από τη μία στιγμή στην άλλη και πράγματα που πριν ήταν αυτονόητα, όπως η μετάβαση στον χώρο εργασίας, γίνονται πλέον μία δοκιμασία.
Φτάνουμε, έτσι, στο ποίημα “Mediterranean Hospital”, όπου έχουμε την πρώτη ξεκάθαρη διάγνωση που προκύπτει μέσα από μαγνητική τομογραφία. Είναι η στιγμή που «η Γη σταμάτησε ξαφνικά» και «ο νους […] άδειασε». Όμως, «οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα». Με αυτούς τους στίχους, η ποιήτρια μας δείχνει πώς θρυμματίζεται μονομιάς ο κόσμος της, όπως τον ήξερε μέχρι τότε και πώς ξεκινά ένας κατά βάση μοναχικός αγώνας.
Καταλήγουμε, έτσι, στο ποίημα «Ηλεκτρομυογράφημα», όπου η Λιναρδάκη περιγράφει αυτή την πολύ δύσκολη εξέταση που επηρεάζει ακόμα και το πρόσωπο του/της ασθενούς («στο πρόσωπο όμως/δεν είναι μόνο ο πόνος/είναι η φρίκη/του ακούσιου σπασμού που/ξέρεις ότι σου τεμαχίζει/την όψη/σε μετατρέπει σε/σπασμένο είδωλο/αυτού που ήσουν πριν»).
Ακολουθούν ποιήματα που περιγράφουν την παραμονή της σε νευρολογική κλινική και την επαφή της με άλλα περιστατικά («Στον διάδρομο», «Στον θάλαμο»), η οποία επιτείνει το συναίσθημα της θλίψης και της αδικίας για τους συνανθρώπους μας που παλεύουν με τέτοιες «ανεξήγητες» ασθένειες.
Έπεται το συγκλονιστικό ποίημα «Εστίες», το οποίο με μόλις 7 στίχους αναδεικνύει τον τρόμο που προκαλεί η πιθανότητα εμφάνισης μίας «υποτροπής» ή «ώσης»[2]:
Ο μυελός μου
ένα πεδίο μάχης
διάστικτο από λευκούς κύκλους
πάνω στο μαύρο της μαγνητικής
νάρκες έτοιμες να εκραγούν
ανά πάσα στιγμή
οι απομυελινωτικές εστίες
Στη συνέχεια της συλλογής, η Λιναρδάκη μάς παρουσιάζει με τόλμη και ειλικρίνεια όψεις μίας τέτοιας υποτροπής («Επιτακτικότητα», «Ακράτεια»), ενώ αναφέρεται και στα φάρμακα και στις φρούδες ελπίδες που αυτά γεννούν («Ιατρικός ρομαντισμός»).
Φτάνουμε, έτσι, σε άλλο ένα σπουδαίο ποίημα με τίτλο «Στο αμαξίδιο», το οποίο αναδεικνύει το σώμα του ασθενούς ως φυλακή («Το σώμα μου είναι/ένα κουτί/που μέσα του ζω/φυλακισμένη») και ως σημείο εξάρτησης από τους άλλους.
Η πρώτη ενότητα της συλλογής ολοκληρώνεται με δύο ποιήματα («Θεωρία» και «Σταύρωση»). Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο ποίημα «Θεωρία», το οποίο περιγράφει με ακρίβεια τα συναισθήματα που νιώθουμε όλοι όσοι πάσχουμε από αυτοάνοσα νοσήματα:
Η θεωρία λέει πως
τα αυτοάνοσα προέρχονται
από ψυχολογικά τραύματα
και συναφείς πληγές
μια δύσκολη παιδική ηλικία
έναν δυσλειτουργικό γάμο
την κοινωνική καταπίεση
το στρες
Όλα μετατρέπουν
το σώμα
σε ρηγματώδη πλανήτη
μ’έναν πυρήνα συμπιεσμένο
γεμάτο μάγμα
Κάθε σταγόνα του που διαρρέει
γεμίζει
το σώμα
με βλάβες
Η Λιναρδάκη, αφού περιγράψει με 6 στίχους τις αιτίες των αυτοάνοσων νοσημάτων, μας παρουσιάζει με παραστατικό τρόπο το πώς λειτουργούν και πόση δύναμη έχουν.
Φτάνουμε, έτσι, στη δεύτερη ενότητα της συλλογής που τιτλοφορείται «Πληγές». Θα λέγαμε ότι σε αυτή την ενότητα η Λιναρδάκη πραγματεύεται όσα κατά καιρούς την πλήγωσαν, με κορυφαίο γεγονός τον πρόωρο χαμό της μητέρας της.
Η δεύτερη αυτή ενότητα, όπως και η πρώτη, ρίχνει τον αναγνώστη/την αναγνώστρια κατευθείαν στα βαθιά με το ποίημα «Η περούκα» που περιγράφει την πρώτη αποκάλυψη του καρκίνου της μητέρας της. Βεβαίως, ως μικρό παιδί δεν μπορούσε να αντιληφθεί τη σημασία της εικόνας που αντίκρυσε («σου έφυγε η περούκα/κι αποκαλύφθηκε/ένα κρανίο γυμνό/[…]Πού πήγαν/τα πυκνά μαλλιά σου;). Ανακαλώντας, όμως, αυτή την ανάμνηση συνειδητοποιεί ότι αυτό ήταν το σημείο όπου κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά («Στο μεταξύ ο καρκίνος σου κάλπαζε»). Στα εννιά της, πλέον, χρόνια η Λιναρδάκη είχε χάσει τη μητέρα της και αυτή η απώλεια μου φέρνει στο νου την απώλεια του πατέρα της Sylvia Plath, την οποία η κορυφαία Αμερικανίδα ποιήτρια βίωσε σε ηλικία μόλις οκτώ ετών. Ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου σε τρυφερή ηλικία στοιχειώνει και τις δύο ποιήτριες και ίσως τις συνδέει νοητά, καθώς προσπαθούν και οι δύο μέσα από εξομολογητικά ποιήματα να αντιμετωπίσουν τη θλίψη που προκαλεί αυτό το γεγονός.
Κι ύστερα από τον θάνατο ακολουθεί κάτι πολύ χειρότερο: η λήθη. Η ανάμνηση των νεκρών τούς κρατά πάντα κοντά μας, η προσπάθεια, όμως, κάποιων να τους εξοβελίσουν στη λήθη κάνει τη διαχείριση της απώλειας ακόμα πιο δύσκολη. Γράφει η Λιναρδάκη στο ποίημα «Λήθη»:
[…]
Δεν ξέρω
αν η μαμά μου τάφηκε
στην κηδεία της
ή μετά
στο σπίτι
όταν όλοι
—ακόμη κι ο πατέρας μου—
δεν ξαναμίλησαν για κείνη
σαν να μην υπήρξε ποτέ
Στο ποίημα «Περίγελος» η Λιναρδάκη αναδεικνύει αυτό που με σημερινούς όρους θα ονομάζαμε bullying των παιδικών της χρόνων («Κάρβουνο καις;/Μια απ’ τις όχι σπάνιες φορές/που γινόμουν ο περίγελος/της οικογένειας/για τις σωματικές μου επιδόσεις/[…] κρυμμένη πίσω από ένα βιβλίο/πάσκιζα διαρκώς να κρύψω/πόσο ντρέπομαι»).
Ακολουθούν τρία ποιήματα («Εσύ», «Πυροβολισμός», «Ερείπιο») που αναφέρονται στη σχέση με το έτερον ήμισυ και στην απογοήτευση που προκύπτει ως απολογισμός («κι είδα απ’ το πρόσωπό σου το μισό/γελαστό, όμορφο, γενναίο/πόσο το ερωτεύτηκα!/Δεν ήξερα πως το άλλο μισό/ήταν κρυμμένο στο σκοτάδι»[3], «και με δυο λέξεις, πνιχτή φωνή/με πυροβόλησες στο στήθος»[4], «Έτσι κι ο γάμος μου/η installation ενός συνόλου που/λίγο λίγο μετατράπηκε/σε ερείπιο του εαυτού του»[5]).
Η συλλογή ολοκληρώνεται με δύο συγκινητικά ποιήματα που συμπυκνώνουν τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου. Πρόκειται για το ποίημα «Εγώ», όπου επιχειρείται μία αποτίμηση της προβληματικής σχέσης του υποκειμένου με τον εαυτό του («Δεν τον ευχαρίστησα ποτέ/γι’ αυτό που έγινα και είμαι»), καθώς και για το ποίημα “A beacon in the darkest hours”, όπου περιγράφονται συνοπτικά η διαδρομή και ο στόχος της ζωής του («Όλη μου η ζωή/ένα σκοτάδι πηχτό ήταν/κι εγώ/έβαζα πάντα τα δυνατά μου/να φτάσω/ένα φως αδύναμο/κάπου μακριά»).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συλλογή δεν περιλαμβάνει σχεδόν καθόλου σημεία στίξης. Η Λιναρδάκη καταθέτει την ψυχή της, διά στόματος του ποιητικού υποκειμένου, από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου χωρίς παύση. Πράγματι, η «ΣΚΠ» διαβάζεται απνευστί και, όταν τελειώνει, ο αναγνώστης/η αναγνώστρια μένει μ’ έναν κόμπο στο στομάχι. Είναι αδύνατον να διαβάσει κανείς αυτή τη συλλογή και να μείνει απαθής. Η «ΣΚΠ» καθιστά το αναγνωστικό κοινό κοινωνό της πραγματικότητας που βιώνει ο/η ασθενής και συνάμα ανοίγει την πόρτα στον ψυχισμό της δημιουργού της, η οποία δεν διστάζει να μοιραστεί με αυτό τις ουλές και τις πληγές της, ελπίζοντας ίσως σε μία διαδικασία λύτρωσης μέσω της Ποίησης.
.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
www.bookpress.gr 24/09/2024
Κλινική του πόνου, εκφραστική του ά-λεκτου
Η ποιητική συλλογή ΣΚΠ της μεταφράστριας και κριτικού λογοτεχνίας, Χριστίνας Λιναρδάκη, σημαδεύει μια σύμπτωση: την πρώτη της εμφάνιση στην ποίηση -με την οποία ασχολείται εδώ και δεκαετίες, όπως ομολογεί- και τη δημοσιοποίηση του γεγονότος ότι έχει διαγνωστεί με Σκλήρυνση Κατά Πλάκας (σημασία των αρχικών ΣΚΠ) ήδη από το 2009.
Τα δύο γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους: «η συλλογή γράφτηκε πολύ γρήγορα το προηγούμενο καλοκαίρι, μέσα σ’ έναν μήνα όλο κι όλο», είπε η ίδια στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου της τον Απρίλιο στον χώρο Alma Mater. «Όλα τα ποιήματα εκτός από ένα είναι καινούργια· είχα αρχίσει να νιώθω σαν κατσαρόλα που το νερό κόντευε να της πετάξει το καπάκι».
Όποιο κι αν είναι το στοιχείο που ενεργοποίησε το άλλο -δημόσια παραδοχή της νόσου, υιοθέτηση της ποίησης-, το αφηγηματικό αποτέλεσμα μοιάζει λυτρωτικό: είναι ήρεμο, ελλειπτικό, αβίαστο (σχεδόν αντιδραματικό).
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου της, με τίτλο «Ουλές», η συγγραφέας διατρέχει ένα προς ένα, με αφαιρετικό λόγο πάνω σε στιγμιότυπα πεζογραφικής ακρίβειας, τα πρώτα βήματα εμφάνισης και αισθητοποίησης της νόσου – από την «πτώση βλεφάρου» ως την απώλεια αφής κάτω από τη μέση, τη δυσλειτουργία του ενός ποδιού, έναν ακούσιο σπασμό που εμφανίζεται στο πρόσωπο, την αστοχία του οπτικού νεύρου, την ακράτεια ούρων. Ταυτόχρονα, πραγματολογικά δεδομένα όπως οι απομυελινωτικές εστίες και ο τρόπος που εμφανίζονται στη μαγνητική τομογραφία, οι ανοίκειες ονομασίες των φαρμάκων, τα αμαξίδια και οι πεταλούδες του ορού μεταπλάθονται σ’ ένα υπερρεαλιστικό, συνειρμικό σύμπαν.
Χωρίς να διαφοροποιείται η τάξη του λόγου, η ένταση αυξάνεται με την εναλλαγή των υποκειμένων του βλέμματος. Στο ποίημα «Mediterranean Hospital», μετά από την πρώτη της μαγνητική τομογραφία:
[…] η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί
στις περιστρεφόμενες πόρτες του Mediterranean
Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα.
(η συνθήκη της νόσου γίνεται εκκωφαντική από το ανυποψίαστο των υπόλοιπων, υποτιθέμενων «φορέων υγείας»).
Μέσα στο νοσοκομείο, το αναπόφευκτο βλέμμα προς τον πάσχοντα-Άλλο, αναδιπλασιάζει, υποσυνείδητα, και επιδεινώνει το βλέμμα στον εαυτό μας.
Ένας νεαρός
περπατά με πι
δεν μπορεί να ισιώσει την πλάτη του
μιλά για το τελευταίο χειρουργείο
και την αντλία κορτιζόνης
στην σπονδυλική του στήλη
είναι μόλις δεκάξι
Η γλωσσική διάθεση της μεταφοράς δεν λείπει στην περίπτωση των φλεβοκαθετήρων που, καθώς ονομάζονται «πεταλούδες»,
Θα ήταν ωραιότερες
κι απ’ το πιο ωραίο ηλιοβασίλεμα
ή του ορού με κορτιζόνη, που σαν
φωτιά
που κατακαίει τις φλέβες
[…]
στάζει αργά
την πολυπόθητη κανονικότητα
(κανονικότητα και μετα-Αποκαλυπτικό φλέγμα της φωτιάς)
Στο ποίημα «Θεωρία» έρχεται αναπόφευκτα η στιγμή να ασχοληθεί με τις κοινωνικές προβολές της νόσου.
Η θεωρία λέει πως
τα αυτοάνοσα προέρχονται
από ψυχολογικά τραύματα
και συναφείς πληγές
μια δύσκολη παιδική ηλικία
έναν δυσλειτουργικό γάμο
την κοινωνική καταπίεση
το στρες
[…]
Όπως έδειξε στο βιβλίο της Η νόσος ως μεταφορά η Susan Sontag, οι μεταφορικές ερμηνείες που προβάλλονται πάνω σε μια νόσο κυμαίνονται, ιστορικά, από θετικές («σε βλέπω υπερβολικά υγιή για ποιητή», έλεγε ο φυματικός Κητς στον επίσης φυματικό Σέλλεϋ), ως την ενοχικότητα στην περίπτωση του καρκίνου ή το στίγμα στην περίπτωση του AIDS.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου της με τίτλο «Πληγές», τα βιώματα ευαλωτότητας, νόσησης και πόνου επεκτείνονται πέραν της ΣΚΠ και πέραν του προσώπου της ποιήτριας, σε πρόσωπα και μνημονικά περιστατικά με σπειροειδή ανάπτυξη: ο καρκίνος και ο θάνατος της μητέρας της όταν ήταν μόλις εννέα ετών, η κρίση επιληψίας και το εγκεφαλικό της γιαγιάς της, μια κρίση άσθματος του παππού της, η σωματική αδεξιότητά της σαν παιδί αλλά και η κρίση επικοινωνίας και η διάλυση του γάμου της – με την ήρεμη, «κατασταλαγμένη» αποστασιοποίηση συμβάντων που μπορεί να αφορούν την ίδια ή μπορεί και όχι. Το μύχιο και ιδιωτικό της εμπειρίας γίνεται έτσι δημόσιο κτήμα, ενώνοντας την ποιήτρια με τους αναγνώστες της.
Το ποίημα «Εύθραυστον» συνοψίζει την ευαλωτότητα της γράφουσας:
Το παρελθόν μου
κρυστάλλινα αντικείμενα
τακτοποιημένα με τάξη
πάνω σ’ ένα ξύλινο τραπέζι
Μα η ζωή
τα έριξε όλα κάτω
γίναν’ θρύψαλα
κι έμεινε
το απόλυτο κενό
Στο επόμενο ποίημα, «Εγώ», ο εαυτός της αντιμετωπίζεται ως κάποιος που καταδικάστηκε σε μοναξιά, θλίψη και έλλειψη φροντίδας από την ίδια την ποιήτρια.
Στο ακροτελεύτιο ποίημα, με τον αγγλόφωνο τίτλο «A beacon in the darkest hours», αχνοφαίνεται μόνο ένα ισχνό, όλο κι όλο, φως ελπίδας:
[…]
Όλη μου η ζωή
ένα σκοτάδι πηχτό ήταν
κι εγώ
έβαζα πάντα τα δυνατά μου
να φτάσω
ένα φως αδύναμο
κάπου μακριά
Το σκοτάδι της αναφοράς της ποιήτριας φέρνει στο νου την έννοια της απελπισίας όπως την εξέφρασε ο Kirkegaard. Σύμφωνα με τον Δανό φιλόσοφο, η απελπισία, αντίθετα από την απογοήτευση, είναι από θρησκευτική άποψη «ασθένεια προς θάνατον». Η διάδοσή της είναι καθολική, με την έννοια ότι επεκτείνεται σε όλα τα πεδία του είναι (πέρα από το συγκεκριμένο συμβάν από το οποίο προκλήθηκε – όπως λ.χ. ένας θάνατος, μια ερωτική απογοήτευση, η απώλεια υγείας, κλπ.). Ταυτόχρονα όμως, είναι ένδειξη της βαθιάς κρυμμένης εσωτερικότητας που είναι ο εαυτός, της αέναα επαναλήψιμης επιστροφής προς αυτόν μέσω της οποίας ο εαυτός μας είναι. Σύμφωνα με τον σύγχρονο αναγνώστη του Kirkegaard, Michael Theunissen, η απελπισία είναι γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ο οδηγητικός μίτος που είναι δυνατόν να μας φέρει στην αποκάλυψη του αληθινού εαυτού.
Το λογοτεχνικό απαύγασμα της Χριστίνας Λιναρδάκη είναι πολύτιμο.
.
ΜΑΡΙΑ ΨΩΜΑ-ΠΕΤΡΙΔΟΥ
ΣΚΠ https://stigmalogou.gr 30/05/2024
Θα ήθελα να ξεκινήσω την παρουσίασή μου για την ποιητική συλλογή της Χριστίνας Λιναρδάκη με κάτι απλό αλλά όχι και αυτονόητο που είχε πει ο γνωστός Γάλλος σκηνοθέτης Robert Bresson:
«Η δημιουργία δεν συνίσταται στο να παραμορφώσει ή να εφεύρει κανείς πράγματα, αλλά στο να θέσει τα υπάρχοντα σε νέες σχέσεις μεταξύ τους».
Η Χριστίνα στο ΣΚΠ πραγματοποιεί ακριβώς αυτό. Με την ποιητική της δημιουργία θέτει σε νέα σχέση τον αναγνώστη με το αυτοάνοσο νόσημα της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας, ανοίγοντας παράθυρα στην καθημερινότητα ενός τέτοιου ασθενή, στις αγωνίες, στους φόβους και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, όπως και στα προϋπάρχοντα τραύματα των οποίων το άχθος συσσωρευτικά ενδέχεται να έχει προκαλέσει τη νόσο. Ποίημα στο ποίημα, οδηγεί τον αναγνώστη στην κατανόηση και την ενσυναίσθηση.
Έτσι όπως θα διαβάζετε τα ποιήματά της, στιγμή δεν θ’ αναρωτηθείτε το περίφημο «τι θέλει να πει η ποιήτρια;». Οι συνθέσεις της Λιναρδάκη με λέξεις σαφείς, λιτές και ευθύβολες, διεισδύουν απευθείας από το νου στο συναίσθημα και ενεργοποιούν την αίσθηση της συμπόρευσης στον αγώνα που δίνει η πάσχουσα και στην δύναμη που υπονοείται ότι χρειάζεται να εφεύρει προκειμένου να αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη κατάσταση, χωρίς ούτε στιγμή να προκαλεί και τον ελάχιστο έστω οίκτο.
Κάθε ποίημα είναι και μια σύντομη περιεκτική ιστορία για όσα επιμέρους βιώνει μια ασθενής με Σκλήρυνση κατά Πλάκας. Το κάθε ένα μια ψηφίδα που δένει ένα ολοκληρωμένο ψηφιδωτό το οποίο καλύπτει την κάθε έκφανση της ζωής της ασθενούς.
Μετά από μακρά περίοδο κυοφορίας, η Λιναρδάκη καταφέρνει να μεταπλάσει το προσωπικό της βίωμα σε στίχους και ενδεχομένως με αυτή της τη δημιουργία να συμφιλιώνεται κάπως μαζί του, ενώ ταυτόχρονα, επικοινωνώντας το σε εμάς τους αναγνώστες, επιφέρει μια ενωτική κατάσταση. Διαμέσου της ποιητικής έκφρασης, διαρρηγνύει τα τείχη της απομόνωσης και του φόβου που χτίζονται από την διαφορετικότητα που μοιραία επιφέρει η ασθένεια, εξέρχεται στο φως και καταρρίπτει τα δικά μας στερεότυπα και φόβους λόγω άγνοιας. Οι δυο πλευρές γίνονται μία με όχημα την ποίηση που συνεπικουρεί με τον συμπυκνωμένο λόγο της προς μια αμφοτερόπλευρη ωρίμανση.
Στις μέρες μας είναι πολλοί εκείνοι οι οποίοι διατείνονται ότι είναι ποιητές και ποιήτριες. Ωστόσο, στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα γραφόμενά τους μας μπερδεύουν με βερμπαλισμούς και ασύνδετες έννοιες, δυσκολεύοντας έτσι την αντίληψη και την κατανόησή μας και εντέλει μας καθιστούν αδιάφορους ως προς τις δημιουργίες τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να κατηγορούμε το σύνολο της σύγχρονης ποίησης ως δυσνόητο και ανεδαφικό και να την αποφεύγουμε, καίγοντας μαζί με τα ξερά και τα χλωρά.
Η Χριστίνα Λιναρδάκη βρίσκεται στην αντίπερα όχθη αυτού του κλίματος. Ανήκει στους λίγους και ξεχωριστούς. Μελετήτρια η ίδια της ποιητικής θεωρίας και των τρόπων δόμησης του ποιητικού λόγου, είναι εδώ και πολλά χρόνια σε συνεχή επαφή με την σύγχρονη παραγωγή, γράφει ακάματα για αυτήν και επίσης μεταφράζει ποίηση από άλλες γλώσσες. Η διαρκής αυτή τριβή φαίνεται πως την έχει επηρεάσει στο να προσεγγίσει και την δική της δημιουργία με την ανάλογη επιμέλεια και τον δέοντα σεβασμό προς την ποιητική έκφραση, τηρώντας ταυτόχρονα μια συγκινητική ταπεινότητα για το έργο της. Τα ποιήματά της μιλάνε περισσότερο με τη δύναμη της λιτότητας και της σιωπής τους. Τα γραφόμενά της δημιουργούν μια ποιητική κατάσταση στους άλλους, μεταβάλλουν δηλαδή τους αναγνώστες σε «εμπνευσμένους».
ΚΟΡΤΙΖΟΝΗ
Φωτιά
που κατακαίει τις φλέβες
ο ορός
στάζει αργά
την πολυπόθητη κανονικότητα
Ετούτο το ποίημα είναι ένα μόνο παράδειγμα του πώς με τα μέσα της έναρθρης γλώσσας αποτυπώνονται εν δυνάμει εκείνα τα πράγματα που σκοτεινά εκφράζουν οι κραυγές, τα δάκρυα, οι σιωπές, οι στεναγμοί και τόσα άλλα. Αυτή η έναρθρη απεικόνιση μας συμπεριλαμβάνει όλους είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα ποιήματα του δεύτερου μέρους της συλλογής που αφορούν στο τραύμα, κυρίως αυτού που προκλήθηκε στην παιδική ηλικία και που συσσωρεύει μια ολόκληρη ζωή ένα κρυφό στρες, το οποίο πιθανότατα κάνει κάποιον επιρρεπή σε μια ασθένεια. Τέτοια τραύματα κουβαλάμε οι περισσότεροι από εμάς και η Χριστίνα μας το επισημαίνει.
ΛΗΘΗ
Δεν ξέρω
αν η μαμά τάφηκε
στην κηδεία της
ή μετά
στο σπίτι
όταν όλοι
-ακόμη και ο πατέρας μου-
δεν ξαναμίλησαν για εκείνη
σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Εκκωφαντική η σιωπή της απώλειας! Ακούσατε το κενό;
Οι πιο πολλοί από εμάς ίσως έχουμε ανάλογες προσωπικές ιστορίες να διηγηθούμε. Όμως, λίγοι, πολλοί λίγοι, καταφέρνουν να μεταπλάσουν το ιδιωτικό σε συλλογικό, να μετατρέψουν ένα γραπτό έργο σε γη καλλιεργήσιμη για έναν αναγνώστη, γη η οποία του προσφέρει την δυνατότητα να την οικειοποιηθεί ανάλογα με τις ανάγκες του, τη φωνή του, την κατάστασή του.
Τέχνη είναι αυτή ακριβώς η μαγική διεργασία, όταν δηλαδή αισθανόμαστε πως το δημιούργημα του άλλου μας αφορά άμεσα.
Η ποίηση της Χριστίνας Λιναρδάκη, η γλώσσα και η σύνθεση των λέξεών της, δεν αποτελούν μόνον ένα μέσον επικοινωνίας της διάνοιας, αλλά συμβαίνει μέσα μας και μας δονεί.
Τι κι αν η ίδια δεν αποκαλεί τον εαυτό της ποιήτρια; Είναι! Και την ευχαριστώ βαθύτατα γι’ αυτό!
.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΛΙΑΚΟΥ
https://www.culturebook.gr 29/05/2024
ΣΚΠ: Πανοπτικό τραύματος – μία συναισθηματική εμπειρία
Το ΣΚΠ θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα ποιητικό-θεωρητικό πλαίσιο του τραύματος, όπου το τελευταίο μεθοδικά ανατέμνεται και μαζί ανακατασκευάζεται. Ένα πανοπτικό όπου η συγγραφέας με διαύγεια, ακρίβεια και γενναιότητα διανύει περιμετρικά το χρόνο, αντίστροφα – από το παρόν της νόσου-ουλής στο παρελθόν-πληγή και το τραύμα που επαναλαμβάνεται και εκτείνεται στο παρόν. Μαζί, όμως, μέσα από αυτή την έκθεση και την αναδρομή-ανατομή φαίνεται να αντιστέκεται, να διεκδικεί τον έλεγχο του τραύματος αυτού, τον έλεγχο του αφηγήματός του, της δικής της ιστορίας και ζωής. Αν δεν ήξερα ποια είναι λογοτεχνικά η Χριστίνα Λιναρδάκη, όλα αυτά θα μου έκαναν εντύπωση. Γνωρίζοντας όμως το μεγάλο (κριτικά και μεταφραστικά) έργο της, δεν εκπλήσσομαι. Πάμε, λοιπόν.
Ανατομή
Από το παρόν στο παρελθόν, από την παρούσα ουλή της ΣΚΠ στο τραύμα της απώλειας της μητέρας στην παιδική ηλικία, και την επανάληψη της απώλειας αυτής στα επόμενα στάδια της ζωής.
Η συγγραφέας μας εισάγει στον κομματιασμένο τόπο της νόσου απαλά: ένα πεσμένο βλέφαρο, ένα πόδι που ξαφνικά παύει να λειτουργεί κι «’Έτσι άρχισαν όλα» (σ.13). Ακολουθούν οι εξετάσεις, η γνωμάτευση και άλλα, επόμενα συμπτώματα που αποσταθεροποιούν και εξαφανίζουν τον (πρότερο) εαυτό: ο σπασμός που «σου τεμαχίζει / την όψη / σε μετατρέπει σε / σπασμένο είδωλο / αυτού που ήσουν πριν» (σ.17). Παράλληλα, οι άλλοι ασθενείς που θετούν την προσωπική ασθένεια σε μία άλλη προοπτική και μαζί παρουσιάζουν το ευρύτερο παλίμψηστο πόνου που διακριτικά λειτουργεί γύρω μας, πίσω από κλειστές πόρτες και θαλάμους νοσοκομείων.
Στον παραμορφωμένο τόπο της ΣΚΠ, και πιθανά σε μία απόπειρά συμφιλίωσης με τη νόσο, τα φάρμακα είναι εξωτικά, οι πεταλούδες είναι μπλε και πράσινες, η κορτιζόνη φωτιά, και οι απομυελινωτικές εστίες «λευκοί νάνοι… λάμπουν / με το σκιαγραφικό / σαν δυσοίωνα άστρα / στον σκοτεινό ουρανό / της μαγνητικής μου» (σ. 23). Παράλληλα, οι εστίες αυτές είναι τα «κατάλοιπα παλιών πληγών» (σ. 23), κατευθύνοντας έτσι το βλέμμα της ποιήτριας (και το δικό μας που την ακολουθεί) στο παρελθόν.
Το παρελθόν: “There is a light that never goes out” μας λέει ο Morrissey, “There is a darkness that never goes out” θα μπορούσε να μας είχε πει ο Freud. Τραύμα που επαναλαμβάνεται και μας δια(παρα)μορφώνει. Εδώ ο πρόωρος θάνατος της μητέρας θα μπορούσε να ιδωθεί ως η αρχετυπική απώλεια, την οποία ακολουθούν άλλες πολλές: η λήθη και απουσία της από τη γλώσσα (ως δεύτερος θάνατος), η κλονισμένη υγεία της γιαγιάς και του παππού ως επαπειλούμενη αίσθηση της όποιας ασφάλειας έχει μείνει, η απώλεια της γιαγιάς, η προκρούστεια σκληρότητα του οικογενειακού βλέμματος, ο σύντροφος και η θρυμματισμένη συμβίωση. Η γλώσσα του τραύματος που διατρέχει το χρόνο δημιουργώντας τις συνθήκες της νέας απώλειας και της μετάστασής της στο σώμα.
Αντίσταση-Ανακατασκευή
Τα ποιήματα αυτά, ως σημείο εξόδου από τον εαυτό, λειτουργούν ως πράξη αντίστασης. Καταρχάς, αντιστέκονται στην απομόνωση και τη σιωπή που συχνά χαρακτηρίζει τη νόσο και το τραύμα. «η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί / στις περιστρεφόμενες πόρτες του Mediterranean / Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα» (σ. 16), μας λέει, δείχνοντας διακριτικά στο νέο, βουβό σημείο μηδέν.
Αντιστέκονται στη λήθη, «Πλέκω και ξεπλέκω / το νήμα των αναμνήσεων» (σ. 44), μας λέει η δημιουργός, αναζητώντας τη μητέρας της, για να τη βρει τελικά στον τόπο: «Ο τόπος / όπου μεγάλωσε η μάνα μου / υψώνεται μέσα μου / σαν μία άλλη εικόνα της / Τη μοναδική / που μπορώ πια να έχω» (σ. 47). Σε προσωπικό επίπεδο ομολογώ ότι νιώθω έντονα την αλήθεια των στίχων αυτών.
Αντιστέκονται στις μικρές πράξεις καθημερινής βίας που αναίμακτα μα τόσο ισχυρά και δεξιοτεχνικά μας αποδομούν και μετατρέπουν τη συμβίωση «σε ερείπιο του εαυτού του» (σ. 54). Αντιστέκονται, τελικά, στη θυματοποίηση και το «επώδυνο βλέμμα στο σημείο της τρωτότητας του σώματος» (Χ.Λ.), επανακτώντας τον έλεγχο του τραύματος, του αφηγήματός του και μαζί του εαυτού. Η δημιουργός αρνείται να οριστεί και να καθοριστεί από τη νόσο, αντιστρέφοντας την ισορροπία, με την ίδια τώρα να ορίζει ποιητικά την ταυτότητά της.
Τελικά
«Όλη μου η ζωή / ένα σκοτάδι πηχτό ήταν / κι εγώ / έβαζα πάντα τα δυνατά μου / να φτάσω / ένα φως αδύναμο / κάπου μακριά» (σ. 57). Ένα φως αδύναμο κάπου μακριά, μας λέει η Χ.Λ., αλλά η φωνή της στο ΣΚΠ κάθε άλλο από αδύναμη είναι: ανεξάρτητη, ανυποχώρητη, αμείλικτα διαυγής και ποιητικά άψογη, μας δίνει το δικό της γενναίο πανοπτικό του τραύματος και μαζί του ανυπότακτου, απελευθερωτικού αυτοπροσδιορισμού, γιατί «Εγώ δεν είμαι / το σώμα μου» (σ.30).
Γλώσσα προσβάσιμη, γλώσσα απτή, σύνολο σφιχτό. Ποίηση που επιχειρεί το απόλυτο παράδοξο – να εκφράσει αυτό που δε μπορεί να εκφραστεί. Και τα καταφέρνει.
.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ
https://stigmalogou.gr 23/05/2024
Με σκληρό ρεαλισμό και δωρική λιτότητα
Το άσπρο σκίζεται από την αιχμή του μαύρου στο εξώφυλλο του βιβλίου. Έτσι ξαφνικά και το δυσοίωνο εισβάλλει στη ζωή της ποιήτριας:
Σε κάποιο πάρτι ή άλλη μάζωξη
το πρόσεξε ο Παναγιώτης
το ένα μάτι ήταν πιο κλειστό
το βλέφαρο πεσμένο
Ο οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στον νευρολόγο
κι ο νευρολόγος με κοίταξε ανήσυχος
Έτσι άρχισαν όλα
Αφηγηματική η ποίηση του βιβλίου. Είναι η ιστορία μιας ασθένειας, με τις επενέργειές της στο υποκείμενο, δοσμένα με λυρικό τρόπο.
Κατά αυτή την έννοια έχει συμπαγή, καθορισμένο και πρωτότυπο θεματολογικό πυρήνα, όπως και τραγικό, καθώς η ύπαρξη αυτής της ασθένειας καθορίζει με απόλυτο τρόπο τη ζωή του υποκειμένου. Τα ποιήματα συνδέονται μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρώτη ύλη για ένα μυθιστόρημα ή μια νουβέλα, όμως εδώ ακολουθούν τη λιτότητα της ποιήσεως, καθώς αυτή είναι η αφηγηματική επιλογή της συγγραφέως.
Ρεαλιστικά σκληρή, με ειλικρινή αμεσότητα και καθάρια απλότητα είναι η συλλογή της Λιναρδάκη. Αντιγράφω σκόρπιους στίχους για να μεταδώσω το κλίμα και το σκεπτικό της: «Να μην έχεις καθόλου αφή» (σ.15), «Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα» (σ.16), «σπασμένο είδωλο» (σ.17), «Ένας επαναλαμβανόμενος αλγόριθμος/ […]/ τι άλλο μπορείς» (σ.19), «Ένας νεαρός/ περπατά με πι/ […]/ είναι μόλις δεκαέξι» (σ.20), «νάρκες έτοιμες να εκραγούν/ ανά πάσα στιγμή/ οι απομυελινωτικές εστίες» (σ.22), «Αυτή ήταν η πρώτη φορά» (σ.24), «Τρύπες στο σώμα» (σ.26), «Μπλε και πράσινες πεταλούδες/ […]/ που προορίζονται για ορούς» (σ.28), «πολυπόθητη κανονικότητα» (σ.29), «Το σώμα μου είναι/ ένα κουτί/ που μέσα του ζω/ φυλακισμένη» (σ.30), «κι η μάνα στο φέρετρο/ μια άγνωστη» (σ.45), «Δεν ξέρω/ αν η μαμά μου τάφηκε/ στην κηδεία της/ ή μετά/ στο σπίτι» (σ.46), «Οι ουρανοί, σαν χλωμιάσουν/ δύσκολα ξαναγίνονται μπλε» (σ.48), «όλα θα ξαναγίνουν εντάξει/ θα είμαστε ασφαλείς» (σ.50).
Τι θα αισθανθείτε αν ξαφνικά ανακαλύψετε ότι το ένα βλέφαρό σας είναι πεσμένο (σ.13), ή ότι το ένα σας πόδι δεν λειτουργεί (σ.14), ή ότι χάνετε την αφή από το στήθος και κάτω (σ.15), ή άλλα αναπάντεχα και ανεξήγητα συμπτώματα; Αν ο κόσμος σας αλλάζει σταδιακά από μια σοβαρή νόσο, χάνοντας αυτό που πολλές φορές το θεωρούμε δεδομένο, αλλά δεν είναι: την υγεία μας; Ψυχολογικό θα χαρακτήριζα το υπόβαθρο της συλλογής, καθώς περνάει διαμέσου της παρατήρησης στην ψυχολογία, και ξυπνά τους φόβους και τις ανασφάλειες. Αποφεύγει όμως να γίνεται λυγμική και εμμένει στο σκληρό ρεαλισμό, διαμέσου της άμεσης περιγραφής των γεγονότων και όχι των συναισθημάτων, τα οποία έρχονται από μόνα τους ως απόρροια αυτών. Αποδίδει αυτά που θέλει με δωρική λιτότητα, σε σχετικά σύντομα περιεκτικά ποιήματα. Σχήματα λόγου και περίτεχνες λεπτομέρειες αποφεύγονται. Τα καθέκαστα είναι από μόνα τους αφοπλιστικά.
Στην τελευταία ενότητα «Πληγές», το ποιητικό υποκείμενο αρχικά πραγματεύεται τον χαμό της μάνας του, όταν ήταν εννέα χρονών (σ.45). Ο υπαινιγμός που υπάρχει, ότι οι πληγές της παιδικής ηλικίας και των αργότερα παρεπόμενων συσσωρεύτηκαν μια ολόκληρη ζωή, ώστε την έκαναν επιρρεπή στην ΣΚΠ, όπως αυτός εκφράζεται στο απόσπασμα του Gabor Mate, το οποίο παραθέτει στην αρχή της ενότητας, είναι αυτός που τη συνδέει θεματικά με το υπόλοιπο της συλλογής, με οργανικό και ουσιαστικό τρόπο. Και τελικά, ο πόνος του χωρισμού από τον σύντροφο του ποιητικού υποκειμένου έρχεται να επισφραγίσει τον παρατεταμένο πόνο της ασθένειας και τη λυρικότητα της συλλογής. Τα ποιήματα γίνονται πιο αλληγορικά, πυροβολισμοί χωρίς αιτία (σ.53), «σκοτεινά πρόσωπα» (σ.52), απεικονίσεις ερειπίων σε μουσεία (σ.54) και άλλα. Ο τρόπος προσέγγισης της ποιήτριας μάς δείχνει ότι οι ψυχικές αυτές πληγές είναι δύσκολο να αγγιχτούν άμεσα και να εκφραστούν ευθέως, ίσως γιατί είναι ακόμα νωπές. Είναι αναγνωρίσιμες αλλά όχι απτές.
Μια επί πλέον τεχνοτροπική παρατήρηση είναι ότι συχνά ο καταληκτικός στίχος αποσπάται σχηματίζοντας μια αυτόνομη στροφή, εντείνοντας έτσι την ένταση, με την οποία είναι έτσι και αλλιώς φορτισμένο το ποίημα: «Έτσι άρχισαν όλα» (σ.13), «Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα» (σ.16), «Το απόλυτο κενό» (σ.55).
Το βιβλίο είναι ένα χρονικό της ασθένειας που λέγεται σκλήρυνση κατά πλάκας, με όλες τις συνιστώσες της.
.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
http://www.staxtes.com 26/04/2024
Ένας πυρήνας συμπιεσμένος γεμάτος (ποιητικό) μάγμα
Με αφορμή τον τίτλο της συγκεκριμένης συλλογής της Χριστίνας Λιναρδάκη θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για την ιδιορρυθμία του, την πρωτοτυπία του ίσως. Προχωρώντας όμως στο εσώφυλλο συναντά τη σκληρή πραγματικότητα ενός αυτοάνοσου νοσήματος όπως η Σκλήρυνση Κατά Πλάκας η οποία δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις, ενώ αποδεικνύει την ευέλικτη λειτουργία της δημιουργικής αφορμής στην τέχνη. Εδώ, η δημιουργός καταθέτει έναν ρεαλισμό που συμπίπτει με τον βιωματικό χαρακτήρα του ποιητικά αφηγηματικού της σύμπαντος, ο οποίος αποτελεί και τη θεματική της. Το ποιητικό σύμπαν της Χ. Λιναρδάκη αποτελεί μια ευθεία απάντηση στην ερώτηση, αν η τέχνη αντιγράφει τη ζωή ή η ζωή την τέχνη, μα δεν μπορεί κανείς και να μην θαυμάσει τον τρόπο που η ποιήτρια μετουσιώνει τον πόνο ώστε να υποδεχτεί την ποίηση στις λέξεις της.
Στις («ΟΥΛΕΣ»), την πρώτη ενότητα της ποιητικής συλλογής, ο αφηγηματικός χαρακτήρας είναι κυρίαρχος, «…έτσι άρχισαν όλα» («Πτώση βλεφάρου»), ωστόσο ο ρυθμός είναι πάντα παρών σε λέξεις πάντα μετρημένες, σε ποιήματα συχνά ολιγόστιχα, μα τόσο συνοπτικά, ώστε να αποκαλύπτουν την τραγικότητα μιας κατάστασης, η οποία βαίνει επιδεινούμενη και απειλητική για τον άνθρωπο που την αφηγείται. Η διάγνωση, περιγράφεται σαν παύση της περιστροφής της Γης, «…η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί/στις περιστρεφόμενες πόρτες του Mediterranean//Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα» («Mediterranean Ηospital»), ενώ το δικό της σύμπαν μεταλλάσσεται για να μετατραπεί σε ποιητικό και ο πόνος στην επόμενη ποιητική σύνθεση ενώνει τον έσω με τον έξω κόσμο σε πέντε στίχους, «…ξέρεις ότι σου τεμαχίζει/την όψη/σε μετατρέπει σε//σπασμένο είδωλο/αυτού που ήσουν πριν». («Ηλεκτρομυογράφημα»). Με λογοτεχνική γενναιοδωρία επιστρέφει στο σημείο εκκίνησης της θεματικής της η ποιήτρια, αφού δεν ξεχνά από που την απέκλεισαν τα τείχη της ασθένειάς της. Δεν ξεχνά ότι έξω από τις πόρτες των διαγνωστικών ιατρείων, των νοσηλευτικών ιδρυμάτων η ζωή συνεχίζεται.
Η ποίηση της Χριστίνα Λιναρδάκη δεν έχει σημεία στίξης, καθόλου τελείες, σαν να θέλει να δηλώσει το συνεχές μιας επίπονης ανάβασης, αλλά και τη συνεχή πάλη, η οποία δηλώνεται μέσα από τη δύναμη των στίχων της. «Μα κάνεις κουράγιο/τι άλλο μπορείς». («Στη νευρολογική κλινική») Τίτλοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον, δηλωτικοί για την πορεία της νόσου και για τις επιπτώσεις της στο σώμα της, ωστόσο η ελπίδα καταφέρνει και βρίσκει ρωγμές για να φωτίσει τις δυναμικές αντιθέσεις που κατοικούν στο σκληρά ρεαλιστικό σύμπαν της ποιήτριας. Ακόμη, ο («Ιατρικός ρομαντισμός») της νευρολόγου της, «…πως στα φάρμακα/βρίσκεται η θεραπεία» βρίσκει τόπο στην ψυχή της, παρόλη τη δυσθυμία της, «Κατά βάθος/το πιστεύω κι εγώ μα/το αναπόδραστο/της κατάστασής μου/κάθε μέρα με διαπερνά και με συνθλίβει».
Το αφηγηματικό σύμπαν της Χριστίνας προοδευτικά διαστέλλεται για να χωρέσει υπερρεαλιστικές ψηφίδες, οι οποίες αναφέρονται σαφέστατα στις ψυχαναλυτικές τους επιρροές, καθώς στο τέλος της πρώτης ενότητας, δύο ποιήματά της, προετοιμάζουν τον αναγνώστη για την επόμενη, όπου επιχειρείται η σύνδεση της παιδικής ηλικίας, με όσα τραύματα αυτή επέσυρε, με την ίδια τη νόσο. «Όλα μετατρέπουν/το σώμα/σε ρηγματώδη πλανήτη/μ’ έναν πυρήνα συμπιεσμένο/γεμάτο μάγμα» («Θεωρία»). Το σώμα και το πνεύμα, δύο αλληλένδετες οντότητες που τροφοδοτούν η μία την άλλη.
Στις «ΠΛΗΓΕΣ», τη δεύτερη ενότητα της συλλογής, οι ανάδρομες αφηγήσεις επιχειρούν τη λύση, την αποφόρτιση, τη δραματική λύση, καθώς ο στίχος αποκτά πυκνότητα, ενώ δεν εγκαταλείπουν τα ρήματα κίνησης, σε μια προσπάθεια να ξορκιστεί το τραύμα, να συμφιλιωθεί με τον πόνο που προκάλεσε τη διαφυγή του μάγματος, να απελευθερωθεί από ό,τι απομένει κάτω από το δέρμα, «Πλέκω και ξεπλέκω/το νήμα των αναμνήσεων/η θύμησή σου κουβάρι, μαμά…»(«Νήμα»). Ένας απολογισμός η δεύτερη ενότητα όπου το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί να κλείσει τους λογαριασμούς του, καταλογίζοντας, ακόμα και στον εαυτό την σκληρότητα με την οποία τον αυτοδιαχειρίζεται και μια θεραπευτική συνειδητοποίηση, «…Δεν τον ευχαρίστησα ποτέ/γι’ αυτό που έγινα και είμαι» («Εγώ»).
Η τραγωδία αλληλένδετη με την κάθαρση, αφού ο Αριστοτέλης πολύ σωστά, αναλύοντας τη λειτουργία της, διασαφήνισε τον θεραπευτικό της ρόλο. Πίσω από κάθε μπόρα ζει ένα ουράνιο τόξο. Πίσω από το σκοτάδι κρύβεται το φως. Αυτό το φως αποτελεί πυξίδα και για τη Χριστίνα Λιναρδάκη. Αν και αδύναμο, φωτίζει έναν νέο δρόμο, όπου το φως δεν θα είναι τόσο μακριά, ούτε τόσο αδύναμο, αλλά λαμπρό και ελπιδοφόρο, γιατί αυτό που επιζητούμε, αυτό είναι που διαμορφώνει και την πραγματικότητά μας.
A beacon in the darkest hours
Τα μεσάνυχτα
με βρήκαν στο κατάστρωμα του πλοίου
πηχτό σκοτάδι γύρω
αδιαπέραστο μαύρο
μόνο κάπου μακριά
ένα φως αδύναμο
Συγκλονίστηκα
απ’ το προφανές
Όλη μου η ζωή
ένα σκοτάδι πηχτό ήταν
κι εγώ
έβαζα τα δυνατά μου
να φτάσω
ένα φως αδύναμο
κάπου μακριά._
.
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΟΦΟΡΟΣ
ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ 30/3/2024
ΣΚΠ: Γι’ αυτά τα πράγματα που (συνήθως) δεν μιλάμε
Η Χριστίνα Λιναρδάκη είναι αρχισυντάκτρια του ψηφιακού λογοτεχνικού περιοδικού στίγμα λόγου (stigmalogou.gr) και αρθρογραφεί σε ποικίλα ακόμη έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Βιοπορίζεται ως επιμελήτρια κειμένων και μεταφράστρια.
Κι εδώ θα τέλειωνε το σύντομο βιογραφικό, αν δεν υπήρχε η τελευταία πρόταση: «Από το 2009 έχει διαγνωστεί με ΣΚΠ.»
Και τι να είναι αυτό το «ΣΚΠ»; Ένας μικρός αστερίσκος πάνω από τη λέξη παραπέμπει στην υποσημείωση: «ΣΚΠ είναι ακρωνύμιο της Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας.»
Το ακρωνύμιο αυτό έδωσε τον τίτλο στη συλλογή ποιημάτων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενάντια.
Πτώση βλεφάρου
Σε κάποιο πάρτι ή άλλη μάζωξη
το πρόσεξε ο Παναγιώτης
το ένα μάτι ήταν πιο κλειστό
το βλέφαρο πεσμένο
Ο οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στον νευρολόγο
κι ο νευρολόγος με κοίταξε ανήσυχος
Έτσι άρχισαν όλα
Κι αυτό είναι το πρώτο ποίημα μιας συλλογής που δεν έχει καμία σχέση με ό,τι άλλο είχα διαβάσει. Η πορεία της ασθένειας γίνεται ποιητικός λόγος. Και για άλλη μια φορά εγώ δεν έχω λόγια, όταν η ίδια η ποιήτρια τα λέει όλα. Τι να σχολιάσω;
Απ’ τα πρώτα συμπτώματα
Πήγαινα στο γραφείο όταν
το ένα πόδι έπαψε
ξαφνικά να λειτουργεί
μετατράπηκε σε
άσκοπη απόφυση που
απλά κρεμόταν
Χρειάστηκα είκοσι λεπτά
για μια απόσταση
εκατό μόλις μέτρων
Την ίδια ώρα
η καρδιά μου
είχε κάνει τον γύρο της Γης
χίλιες φορές περίπου
Ποίημα το ποίημα ακολουθούμε την κάθοδο.
«Να μην έχεις καθόλου αφή/ απ’ το στήθος και κάτω», η Γη να σταματά στις πόρτες του νοσοκομείου όταν έρχεται η διάγνωση, ο κόσμος να μην ξέρει, να ακολουθούν οι ακούσιοι σπασμοί, το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα να μετατρέπεται σε «ξεκούρδιστη χορδή». Η νοσηλεία, οι αναδρομές στο παρελθόν. Πώς και γιατί δημιουργήθηκε το τραύμα. Πού βρίσκεται η αρχή; Πώς να πιάσεις το νήμα;
Ποίηση πραγματική, ως το βάθος της ψυχής, έτσι που να κατανοείς αυτά τα πράγματα για τα οποία συνήθως δεν μιλάμε. Να κάνεις στίχους την ασθένεια; Να πεις ακόμη και για την ακράτεια κι αυτό να γίνεται ένα έξοχο ποίημα;
Δεν ξέρω ποιος το έχει πει, αλλά το αλλάζω λίγο και γράφω: «Η ποίηση της Χριστίνας Λιναρδάκη μάς κάνει να δούμε εκεί που πριν ήμασταν τυφλοί.» Κι είναι ένα βιβλίο που ανοίγει δρόμους, καλλιεργεί την ενσυναίσθηση του αναγνώστη. Δεν μπορείς να το προσπεράσεις ως ένα ακόμη βιβλίο που διάβασες.
Και μπορούμε, κάνοντας το ταξίδι, σελίδα τη σελίδα, στίχο τον στίχο να καταλάβουμε στο τέλος τι ήταν αυτό που ζήσαμε μαζί της, με το τελευταίο ποίημα της συλλογής:
A beacon in the darkest hours
Τα μεσάνυχτα
με βρήκαν στο κατάστρωμα του πλοίου
πηχτό σκοτάδι γύρω
αδιαπέραστο μαύρο
μόνο κάπου μακριά
ένα φως αδύναμο
Συγκλονίστηκα
απ’ το προφανές
Όλη μου η ζωή
ένα σκοτάδι πηχτό ήταν
κι εγώ
έβαζα τα δυνατά μου
να φτάσω
ένα φως αδύναμο
κάπου μακριά
ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ
CULTURENOW.GR 29/3/2024
ΣΚΠ: Το βιωματικό τραύμα στην ποίηση
Σε κάποιο πάρτι ή άλλη μάζωξη
το πρόσεξε ο Παναγιώτης
το ένα μάτι ήταν πιο κλειστό
το βλέφαρο πεσμένο
Ο οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στον νευρολόγο
κι ο νευρολόγος με κοίταξε ανήσυχος
Έτσι άρχισαν όλα»
Με αυτούς τους πρώτους στίχους του ποιήματος με τον τίτλο Πτώση βλεφάρου η Χριστίνα Λιναρδάκη εισχωρεί βαθιά στο προσωπικό της βίωμα και βάζει το αφηγηματικό της μαχαίρι στην καρδιά της ασθένειας αλλά και της ψυχής της, για να καταγράψει ένα οδοιπορικό προς τη νόσο και παράλληλα να το μετατρέψει σε ποιητική ευαισθησία, απαλλαγμένη από κάθε μελό διάθεση στοχεύοντας πρωτίστως στη γνώση, στη γνωριμία της κοινωνίας με το πρόβλημα και επομένως στην ευαισθητοποίησή της.
Εκκινώντας από τα πρώτα συμπτώματα η Λιναρδάκη καταγράφει τη δραματική εξελικτική πορεία της Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας, της νόσου που την ταλαιπωρεί, τις εμπειρίες κατά τη θεραπεία, τις επιθέσεις της, τις στιγμές που το θάρρος χάνεται, τις στιγμές που η ψυχή μοιάζει να λυγίζει αλλά συνειδητά προχωρά προς μια επώδυνη, κάθε φορά, διαδικασία επούλωσης. Με αυτό το σκεπτικό έχει χωρίσει την ποιητική συλλογή σε δύο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα με τον τίτλο Ουλές που περιλαμβάνει είκοσι ποιήματα, η Λιναρδάκη κάνει λόγο για τις ουλές που αφήνει η αποκατάσταση περιγράφοντας από την αρχή την πορεία μιας νόσου που ταλανίζει πολύ κόσμο. Από την εμφάνισή της μέχρι και τα συναισθήματα που δημιουργεί, από το πώς άρχισαν όλα στο πού κατέληξαν. Τα πρώτα συμπτώματα, οι πρώτες αγωνίες, η απώλεια της αφής και της αίσθησης των άκρων, ο τρόπος που επηρεάστηκε η βάδιση, η ακράτεια, τα προβλήματα που την έκανε να αντιμετωπίσει.
Γράφοντας με ειλικρίνεια για όλα αυτά η Λιναρδάκη συγκινεί χωρίς, ωστόσο, να είναι αυτή η πρόθεσή της. Δεν την ενδιαφέρει να εκβιάσει τη συμπάθεια του αναγνώστη της όσο να τον πληροφορήσει για τη σκλήρυνση κατά πλάκας, τις νευρολογικές εξετάσεις που απαιτούνται κατά τη διάγνωση, τη νοσηλεία, την ιατροφαρμακευτική αγωγή, τα κοινωνικά θέματα που εγείρει. Έτσι λοιπόν με άμεσο και φιλικό τόνο αλλά και με μια δυναμική εκφραστική στήνει το σκηνικό που δημιουργεί η διάγνωση και δείχνει το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο ασθενής μετά από αυτή τονίζοντας πόσο μεγάλη σημασία έχει για την καταπολέμησή της η αποφασιστικότητα, η γενναιότητα και η δύναμη που απαιτούνται για να ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό αυτή η νόσος που «διαπερνά και συνθλίβει» τον άνθρωπο.
Στη δεύτερη ενότητα που έχει τον τίτλο Πληγές και αποτελείται από δεκαπέντε ποιήματα, η Λιναρδάκη αναμετράται με το τραύμα της παιδικής της ηλικίας, την απώλεια της μητέρας της όταν εκείνη ήταν εννέα ετών. Αναζητά τα πιθανά αίτια που την οδήγησαν στην ψυχοσωματική αυτή αντίδραση, καταβυθίζεται στον παιδικό συγκλονισμό που υπέστη όταν ανακάλυψε τυχαία ότι η μητέρα της πάσχει από καρκίνο, τον σπαραγμό της ορφάνιας και της απώλειας, την έλλειψη της μητρικής αγάπης μετά τον θάνατο, αφετηρία σε μια νέα ζωή και αίτιο της οικογενειακής παθογένειας.
Το σύνολο της ποιητικής αυτής συλλογής μοιάζει με ένα σπονδυλωτό αφήγημα που διαπερνά τα αίτια και τα αιτιατά της νόσου, τη μνήμη του παρελθόντος αλλά και τους ανθρώπους που κυριαρχούν σε αυτή, τον σπαραγμό της συνείδησης που φέρει μαζί με τον πόνο και τις άκρατες επιθέσεις η νόσος, ακόμα και τον ιατρικό ρομαντισμό που επιλέγει να «πιστεύει στο όραμα/ της επιστήμης που σώζει». Η Λιναρδάκη μοιάζει να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να συνομιλεί με τον εαυτό της—ή μήπως με την ίδια τη νόσο—παρατηρεί τους συνασθενείς της, τη φυλακή σε ένα σώμα-κουτί που μετατρέπεται σε δεσμά, τη σταύρωση και την αποκαθήλωση που βιώνεται στα όνειρα, τη θεωρία για το στρες και τα αυτοάνοσα, όλα όσα «μετατρέπουν/ το σώμα/ σε ρηγματώδη πλανήτη/ μ’ έναν πυρήνα συμπιεσμένο/ γεμάτο μάγμα».
Η Λιναρδάκη αναζητά στους στίχους την προσωπική της ίαση τελικά. Μοιάζει να θέλει με παρρησία να αφοπλίσει τη νόσο εξηγώντας της ότι γνωρίζει τα πάντα, όλα όσα την πόνεσαν, τη σημάδεψαν, προκάλεσαν το αυτοάνοσο, τα συμπτώματα που αντιμετώπισε, την αγωγή που πήρε, όλα όσα της προκάλεσε. Και με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνει τις βλάβες, καθιστά ορατό τον πόλεμο που έχει αποφασίσει ενάντια σε μια νόσο «εξωτική» και εφορμά να ξαναβρεί τον εαυτό της ακόμα και όταν «το αναπόδραστο της κατάστασής μου κάθε μέρα με διαπερνά και με συνθλίβει».
Η Λιναρδάκη καταθέτει την αλήθεια της χωρίς καμιά πρόθεση εντυπωσιασμού, πρόκλησης συμπάθειας ή αφορισμού. Απέναντί της στέκεται η βιωμένη φθαρτότητα που αντιμετωπίζει σθεναρά, ο αδυσώπητος πόνος που γίνεται σύμβολο ελπίδας, το σκοτάδι που αν και υπάρχει εκείνη επιλέγει να δει στο βάθος του το φως. Και τα μεταβολίζει όλα αυτά σε λυρισμό, ικανό να κινητοποιήσει τις δυνάμεις που απαιτούνται για να αντιμετωπίσει και η ίδια τη νόσο της. Επιλέγοντας μια γλωσσική αισθητική άκρως ισορροπημένη, ενίοτε σαρκαστική αλλά πάντα με μια μελαγχολική υφή, εισέρχεται στην ιδιωτική καταφυγή της γραφής και ανασυνθέτει τον ίδιο της τον εαυτό καθιστώντας ορατό το πρόβλημα αλλά και διαυγή τη δική της απόφαση να μιλήσει γι’ αυτό, ώστε να το καταστήσει αδύναμο. Άλλωστε, με αυτή την απόφαση επιλέγει να κλείσει την ποιητική αυτή συλλογή, γράφοντας χαρακτηριστικά:
«[…] Όλη μου η ζωή
ένα σκοτάδι πηχτό ήταν
κι εγώ
έβαζα πάντα τα δυνατά μου
να φτάσω
ένα φως αδύναμο
κάπου μακριά».
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ
LITERATURE.GR 10/3/2024
Μια προσπάθεια μετουσίωσης του πόνου σε λόγο, της οδύνης σε λέξεις
Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Χριστίνας Λιναρδάκη, ΣΚΠ, μπορεί να λειτουργήσει ως μια πολύ καλή αφορμή για να τεθεί, εκ νέου, το ζήτημα και το ζητούμενο της δημιουργικής αφορμής στην ποιητική τέχνη. Πρόκειται για αυτό που θα προσδιόριζε κανείς ως θέμα ή πυρήνα ή εκκίνηση του ποιητή από μια συγκεκριμένη αφετηρία και, πολύ περισσότερο, η ευθεία και ευθύβολη δήλωσή της ως (απ)αρχής της δημιουργίας. Η Λιναρδάκη, εν προκειμένω, τοποθετείται ευθύς και αρχής σε μια θεματική περιοχή και, μαζί, τοποθετεί τον αναγνώστη της έτσι που αυτός να εισέρχεται σε μια συγκεκριμένη τροχιά, σε έναν χώρο με, λίγο πολύ, γνωστά και ορατά τα σύνορά του. Είναι η σκλήρυνση κατά πλάκας, συγκεκριμένα, που αποτελεί εδώ την αρχή της ποιητικής περιπλάνησης της δημιουργού την ίδια στιγμή που, κατά τρόπο παράδοξο και αντιφατικό, η ζωή μοιάζει να αγγίζει ένα οριακό, κρίσιμο σημείο. Μπορεί, λοιπόν, να αντιληφθεί κανείς εδώ τον τρόπο με τον οποίο η ζωή και η τέχνη αποτελούν μια συνέχεια ή, το ακόμη πιο συναρπαστικό, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο η τέχνη έρχεται για να υποκαταστήσει τη ζωή, να αποτελέσει το δοχείο και το πεδίο της, την εξέλιξη και τη δικαίωσή της.
Ένα ποιητικό χρονικό συντάσσει εδώ η Λιναρδάκη, ένα οδοιπορικό με βασικούς σταθμούς τα στάδια στην εξέλιξη της αρρώστιας, αρχής γενομένης από το πρώτο σημάδι, την πρώτη ένδειξη μέχρι τη στιγμή εκείνη που η ποιήτρια συνειδητοποιεί ότι η ασθένεια είναι πια μια πραγματικότητα και μια αλήθεια την οποία οφείλει να κοιτάξει κατά πρόσωπο για να αναμετρηθεί μαζί της: Στο πόδι ή αλλού στο σώμα/ δεν ενοχλεί/ στο πρόσωπο όμως/ δεν είναι μόνο ο πόνος/ είναι η φρίκη του ακούσιου σπασμού που/ ξέρεις ότι σου τεμαχίζει/ την όψη/ σε μετατρέπει σε// σπασμένο είδωλο/ αυτού που ήσουν πριν («Ηλεκτρομυογράφημα») Η αναμέτρηση, μάλιστα, αυτή περιλαμβάνει και εκτυλίσσεται σε δύο στάδια. Προηγείται η φάση της περιγραφής, της παρουσίασης, της έκθεσης –αυτό που με όρους πεζογραφικούς θα ονόμαζε κανείς «δέση»- για να ακολουθήσει το στάδιο του απολογισμού και της αποφόρτισης η οποία έρχεται σαν επιστέγασμα αλλά και σαν κορύφωση μαζί που λειτουργεί εκτονωτικά και διεγερτικά. Πρόκειται για μια αποτύπωση των όρων λειτουργίας του καλλιτεχνικού έργου που προκρίνει την ιδέα της σταδιακής εξόδου από την επικράτεια της ζωής και της εισόδου στην επικράτεια της τέχνης, εκεί που η συγκίνηση έχει τον πρώτο λόγο. Αυτή ακριβώς η παρατήρηση έχει ιδιαίτερη αξία και σημασία. Γιατί προσδίδει στη συγκίνηση μια έλλογη διάσταση, την κάνει να εκδιπλώνεται σαν βίωμα του νου και της ψυχής και όχι σαν λύγισμα, σαν στεναγμός ή πάθος. Δεν πρόκειται ακριβώς για εκλογίκευση της συνθήκης που με τόσο πόνο –έναν πόνο πρωτόγνωρο αφού εξίσου με το σώμα αφορά και την ψυχή της ποιήτριας– έχει ποτίσει τη συνείδηση. Πρόκειται για μια προσπάθεια μετουσίωσης του πόνου σε λόγο, της οδύνης σε λέξεις, του ασχημάτιστου και αδιαμόρφωτου υλικού που έχει έδρα του το θυμικό σε μια δημιουργία που έχει ή καλύτερα προσφέρει τη δυνατότητα της επικοινωνίας με τον άλλο άνθρωπο, τη μετάγγιση ή μετάδοση της εμπειρίας, το μοίρασμα και τη λύτρωση.
Η Λιναρδάκη προτιμά να γράψει απλά. Ίσως γιατί θέλει να αντιπαλέψει τη συνθετότητα της κατάστασής της, τη συντριβή και τον σπαραγμό που της γεννά και που μοιάζει τόσο περίπλοκος ώστε να χρειάζεται μια γλώσσα απλή –όχι απλοϊκή– που θα λειτουργήσει εξισορροπητικά. Ίσως πάλι να επιζητά την ενατένιση της τραγικότητας της ζωής, των απρόοπτων που αυτή φέρνει μέσα από ένα πρίσμα που έχει στο κέντρο του την αποδοχή και τη συμφιλίωση. Μέσα από μια οπτική που βλέπει τον άνθρωπο σαν δέκτη των πλέον απρόβλεπτων εξελίξεων, έτσι όπως πρώτη αποτύπωσε την πραγματικότητα αυτή η αρχαία ελληνική τραγωδία. Η συλλογή αυτή, λοιπόν, δεδομένης και της πυρηνικότητάς της, της έλξης προς ένα συγκεκριμένο κέντρο, υιοθετεί και συντίθεται πάνω στη λογική του απρόβλεπτου των ανθρωπίνων, της εξέλιξής τους σε δρόμους που ο άνθρωπος δεν υποψιαζόταν, ούτε μπορούσε να φανταστεί. Συντίθεται όμως και πάνω στον μονόδρομο τελικά που αποτελεί η παραδοχή της νέας κατάστασης, η μύηση του ανθρώπου στη νέα συνθήκη ακόμα κι αν αυτή δομείται πάνω στην αβεβαιότητα, την αστάθεια και έναν αγώνα καθημερινό για να γίνει συνήθεια και έθος η νέα πραγματικότητα: Φωτιά/ που κατακαίει τις φλέβες/ ο ορός/ στάζει αργά/ την πολυπόθητη κανονικότητα. («Κορτιζόνη») Πρόκειται ουσιαστικά για μια μοναχική πορεία αναζήτησης και ανασύνθεσης του εαυτού, για μια διαδικασία επανένωσής του από τα κομμάτια στα οποία τον έχει εξαναγκάσει η ασθένεια. Και τα κομμάτια αυτά γίνονται τα ίδια τα ποιήματα που έρχονται για να αποτελέσουν τη νέα ύπαρξη και μαζί μια νέα δημιουργία, ένα νέο ποιητικό βιβλίο που συνιστά τελικά όχι μόνο τη μετάβαση από τη ζωή στην τέχνη, αλλά από τη ζωή στη ζωή, από την παλιά στη νέα συνθήκη.
Ποιος δεν μπορεί να δει και να διαπιστώσει εδώ μια υψηλή αντίληψη για τη φύση και τη λειτουργία της τέχνης που επιδρά σαν φάρμακο αλλά και σαν καταφύγιο του ανθρώπου που ανακαλύπτει ότι μέσα της μπορεί να οικοδομήσει τη νέα (του) ζωή; Αλλά και ποιος δεν μπορεί να δει το έδαφος που ανοίγεται για να εναποθέσει τους σπόρους της σκέψης του και να τους δει να βλασταίνουν παίρνοντας τη μορφή ποιημάτων; Δεν είναι τυχαίο ότι, στο συγκεκριμένο βιβλίο, η Λιναρδάκη επιλέγει να κλείσει με μια σειρά ποιημάτων που απομακρύνονται από το κεντρικό θέμα της ασθένειας και προσεγγίζουν τα πρώτα χρόνια της ζωής της, τότε που ήταν παιδί ή μικρή κοπέλα και βίωσε τον πόνο, την απώλεια, την αίσθηση ότι εκδιώκεται στο περιθώριο της ζωής. Έτσι το βιβλίο αποκτά μια ιδιότυπη δομή. Ξεκινά από ένα παρόν που μοιάζει ακινητοποιημένο και, πραγματοποιώντας ένα μεγάλο άλμα, καταλήγει στο παρελθόν που μοιάζει επίσης σταματημένο. Κι όμως, αυτή το άλμα είναι που προσδίδει στο βιβλίο μια κίνηση σχεδόν κινηματογραφική αφού το δεύτερο μέρος, αυτό της παιδικής ηλικίας, προβάλλει σαν φλας μπακ που έρχεται για να εξηγήσει και να φωτίσει το παρόν, να το παρουσιάσει σαν μια αναπόδραστη συνέχεια, σαν μια αναπόφευκτη συνέχεια. Μια συνέχεια, όμως, που παρά τα φαινόμενα ή την αρχική εντύπωση ότι αποτυπώνει την καθήλωση και την παύση, έρχεται για να κινητοποιήσει την ποιήτρια, να τη βγάλει από τη θέση του παρατηρητή της ζωής της και να την βάλει στη θέση του δημιουργού της.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΣΙΤΣΕΚΛΗ
ΠΕΡΙ ΟΥ 9/3/2024
Πληγές και ιώδιο
Η καλλιτεχνική δημιουργία πυροδοτείται μετά από μια έντονη συγκίνηση που νιώθει ο δημιουργός όταν έρχεται αντιμέτωπος με γεγονότα που χαράζουν τη ζωή του και αλλάζουν τη ματιά που ρίχνει στον κόσμο. Η ποίηση είναι η γλώσσα της ψυχής, οι λέξεις που αναβλύζουν κατευθείαν από μέσα της νιώθουν την επιτακτική ανάγκη να δουν το φως γιατί μιλούν για το ουσιώδες, το γεγονός εκείνο που την έχει συνταράξει. Στην περίπτωση της Χριστίνας Λιναρδάκη, το γεγονός αυτό είναι η αποκάλυψη μιας ασθένειας που συγκλονίζει τη ζωή της και αλλάζει τα δεδομένα της. Το ΣΚΠ είναι το ακρωνύμιο της σκλήρυνσης κατά πλάκας που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή. Πρόκειται για ένα αυτοάνοσο νόσημα που εκδηλώνεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα στρέφεται λανθασμένα κατά του κεντρικού νευρικού συστήματος, προξενώντας μια ποικιλία συμπτωμάτων σε βασικές κινητικές λειτουργίες. Σήμερα, ευτυχώς, υπάρχουν πολλές θεραπείες για την επιβράδυνση της νόσου, χωρίς ακόμα να οδηγούν στην πλήρη ίασή της.
Η ποίησή της στέκεται σε αυτή τη μετέωρη στιγμή που συμβαίνει το γεγονός που τη συντάραξε που δεν είναι άλλη από τη στιγμή της αποκάλυψης της ασθένειας και παραμένει εκεί, εξερευνώντας το παράξενο σύμπαν της που εν δυνάμει απειλεί να γκρεμίσει όλες τις βεβαιότητές της, όλα όσα έχει κτίσει στη ζωή της ως τώρα. Μιλάει για τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που κατακλύζουν την ψυχή της, την ανασφάλεια και το φόβο που της δημιουργεί και τίποτα πια δεν φαίνεται ίδιο. Όλα όσα γνώριζε, όλα όσα πίστευε πως είχε ως δεδομένα, αποκτούν μια επικίνδυνη ευθραυστότητα.
Πτώση βλεφάρου
Σε κάποιο πάρτι ή άλλη μάζωξη
το πρόσεξε ο Παναγιώτης
το ένα μάτι ήταν πιο κλειστό
το βλέφαρο πεσμένο
Ο οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στον νευρολόγο
Κι ο νευρολόγος με κοίταξε ανήσυχος
‘Ετσι άρχισαν όλα
Η μοίρα κάθε ανθρώπου είναι συνυφασμένη με τη φθορά και το θάνατο. Ωστόσο, η στιγμή που επιλέγει η ασθένεια να κάνει την εμφάνισή της σε έναν νέο άνθρωπο, καθώς διασκεδάζει ανέμελα με φίλους σε ένα πάρτι, έχει κάτι το ειρωνικό. Μοιάζει σαν κακή έκπληξη που φέρνει ένας απρόσκλητος επισκέπτης και τα χαλάει όλα, όπως άλλωστε και κάθε άσχημο γεγονός που συμβαίνει στη ζωή. Ιδίως όταν πρόκειται για μια νέα γυναίκα στην πιο ευτυχισμένη και δημιουργική περίοδο της ζωής της.
Το ποιητικό υποκείμενο στερείται από τη μια στιγμή στην άλλη την κανονικότητά του και η ψυχή του γεμίζει ανασφάλεια για το μέλλον.
«Το τι μας βρίσκει δεν είναι κάτι που επιλέγουμε. Είναι κάτι που υπομένουμε στωικά», γράφει η ποιήτρια στην εισαγωγή του βιβλίου της.
Η Χ. Λ. κοιτάει την ασθένειά της από απόσταση, φιλμάρει θαρρείς κινηματογραφικά την πορεία της, τη μελετά σε όλες της τις εκφάνσεις, μοιράζεται μαζί μας την αγωνία και το φόβο που της προξενεί από τη στιγμή της διάγνωσής της. Τα συμπτώματα παράξενα και διαφορετικά, αλλά ευτυχώς όχι μόνιμα, κάνουν κάθε φορά το ποιητικό υποκείμενο να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, την καρδιά της να κάνει χίλιες φορές το γύρο της Γης.
Τα ποιήματά της συλλαμβάνουν σε διαδοχικές σκηνές τα συμπτώματά της που ποικίλλουν κάθε φορά, όπως βλεφαρόπτωση, παράλυση του ενός ποδιού, απώλεια της αίσθησης, ακράτεια… Mας μυούν σταδιακά στο παράξενο σύμπαν της ΣΚΠ που δεν είναι άλλο και από αυτό του νοσοκομείου, όπου όλα ηχούν παράλογα, κακόηχα, λάθος. Η ποίησή της κρύβεται στις σιωπές, αφήνει τη φαντασία μας να συμπληρώσει τα κενά ανάμεσα στις λέξεις, μας επιτρέπει να νιώσουμε εμείς την αγωνία, τη θλίψη, τον σωματικό και ψυχικό πόνο που βιώνει σε αυτές τις καταστάσεις το άτομο.
ΚΝΣ*
Τ΄άρρωστα, κιθάρα, τα παιδιά σου,
λόγια και σκοποί· τι κακό τα τρώει
Κωστής Παλαμάς, «Η κιθάρα»,
Οι καημοί της λιμνοθάλασσας
Χορδή ξεκούρδιστη
που κάνει κοιλιά
στο σκάφος της κιθάρας
στην κόγχη του ματιού
το οπτικό μου νεύρο
*ΚΝΣ είναι το ακρωνύμιο του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, τμήμα του οποίου αποτελούν τα οπτικά νεύρα.
Η Χ. Λ. μιλάει για το αδιόρατο παραπέτασμα που χωρίζει τους αρρώστους από την αληθινή ζωή και τους κάνει να ζουν σε ένα παράλληλο κόσμο, όπου όλα περιστρέφονται γύρω από την ασθένεια, τη λαχτάρα για την πολύτιμη κανονικότητα. Το νοσοκομείο μεταβάλλεται στο παράλογο εκείνο μπεκετικό σύμπαν, μέσα στο οποίο ο ασθενής είναι υποχρεωμένος να παραμείνει μέχρι να υποχωρήσουν τα συμπτώματα της ασθένειας. Ένα σύμπαν όπου οι πράσινες και οι γαλάζιες πεταλούδες του θα ήταν υπέροχες, αν δεν ήταν πλαστικές και δεν προορίζονταν για ορούς, ενώ τα λαμπερά άστρα που εμφανίζονται στο μαύρο φόντο της μαγνητικής τομογραφίας δεν είναι παρά τα σημάδια που άφησε η νόσος όταν ήταν ενεργή στη σπονδυλική της στήλη και τα παρομοιάζει με λευκούς νάνους σε ένα δυσοίωνο σύμπαν.
Πεταλούδες
Μπλε και πράσινες πεταλούδες
χύμα
μέσα σε άσπρα κουτιά
στα ράφια του εγχυτηρίου
Θα ήταν πιο ωραιότερες
κι απ΄ το πιο ωραίο ηλιοβασίλεμα
αν δεν ήταν από εκείνες
που προορίζονται για ορούς
Η ποιήτρια μάς κάνει συμμέτοχους στη δική της επώδυνη εμπειρία που άλλαξε τη ματιά της στον κόσμο και τη μοιράζεται μαζί μας. Μας ξεναγεί στους θαλάμους και τους διαδρόμους του νοσοκομείου και μας κερνάει κάτι από τη θλίψη, την απελπισία, το φόβο, τη σκοτεινή πλευρά της ζωής. Το φάσμα της αρρώστιας περνά μπροστά από τα μάτια μας και κατακάθεται σαν πάχνη στην ψυχή μας σαν κάτι που όλους μάς αφορά. Η Χ. Λ. αφήνει με θάρρος τις λέξεις να περιγράψουν σκληρά, χωρίς στολίδια, το παράλογο της ασθένειας, το ρυθμό της αγωνίας που μεγεθύνεται, τον περιορισμό στη φυλακή του νοσοκομείου, τον αποκλεισμό από τον έξω κόσμο, τα όνειρα που πετρώνουν γύρω της και γίνονται πλαστικές πεταλούδες. Αποκαλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο που υποφέρει σιωπηλά δίπλα μας και του δίνει φωνή. Μιλάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για το πένθος που πηγάζει από την απώλεια ξαφνικά της πολύτιμης κανονικότητας, για τη συνεχή απειλή που νιώθει ο άνθρωπος σαν δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι του και σκοτεινιάζει το μέλλον.
Το να μοιράζεσαι την ιστορία της ασθένειάς σου με τους άλλους ανθρώπους έχει κάτι το λυτρωτικό και συνάμα θεραπευτικό για τον ίδιο τον ασθενή και δρα απελευθερωτικά όσον αφορά κάποια στερεότυπα που θεωρούν την ασθένεια μια προσωπική υπόθεση που πρέπει να μένει μακριά από τα μάτια του κόσμου. Γι΄αυτό και η παραδοχή της ασθένειάς της έχει και μια κοινωνική παράμετρο: επιχειρεί να αλλάξει το βλέμμα των ανθρώπων.
Το ποίημα «Σταύρωση» ρίχνει φως στη διάσταση μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας, όταν το σώμα πάσχει και στέκεται εμπόδιο στην ανάγκη για ζωή και δράση. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι έργο του θεού και η ποιήτρια τον ειρωνεύεται εδώ, όχι χωρίς πικρία, καθώς θεωρεί το δημιούργημά του αποτυχημένο. Οι λέξεις της γίνονται μια ελεγεία της εύθραυστης ανθρώπινης φύσης μας.
Σταύρωση
Είναι θαρρώ η μνήμη
που παίρνει κάθε μέρα πηλό
και πλάθει μ’ αυτόν τη ζωή μου
τον απλώνει έπειτα σταυρωτά στον τροχό
και με μανία τα πλευρά του κεντάει
Η επιθυμία τού δίνει ύστερα να πιει
―διψά, δεν διψά― χολή και ξύδι
Μα κάθε βράδυ
τα όνειρα
βάζουν στις πληγές
μπόλικο ιώδιο
ώσπου στο τέλος
να μην ξεχωρίζει πια μορφή:
Μισός πληγή, μισός ιώδιο ο πηλός
Για πέταμα πάντα μοιάζει.
Η συνειδητοποίηση αυτής της φθαρτότητας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το αθάνατο κομμάτι της ψυχής που κατοικεί μέσα μας και την επιθυμία μας να νιώσουμε τον κόσμο. Η ψηλάφιση αυτής της αντίφασης, η διάσταση μεταξύ πραγματικότητας και επιθυμίας είναι σε ένα δεύτερο επίπεδο αυτό που πραγματεύεται η ποίησή της και γίνεται ορατή μέσα στους στίχους της.
Στο αμαξίδιο
Εγώ δεν είμαι
το σώμα μου
Το σώμα μου είναι
ένα κουτί
που μέσα του ζω φυλακισμένη
ένα κουτί
που έχει ανάγκες
να τραφεί
να το αγαπήσουν
σαν κάθε άλλου
Όμως
το δικό μου κουτί
είναι τα δεσμά μου
είναι το σημείο
της εξάρτησής μου
από τους άλλους
είναι ένα παράθυρο
ερμητικά κλειστό
που δεν μου επιτρέπει
να νιώσω τον κόσμο.
Διαβάζοντας τη συλλογή η ματιά μου πέφτει στις λέξεις «ουλές» και «πληγές» που τη χωρίζουν σε δύο ενότητες, όπως και η ζωή καμιά φορά χωρίζεται σε δυο κομμάτια από το γεγονός που τη σημάδεψε. Ουλές που δεν έχουν επουλωθεί και ανοίγουν πάλι, ουλές που έχουν προξενηθεί από βαθιά τραύματα απωθημένα που κανείς πιστεύει ότι έχει ξεπεράσει γιατί αφορούν τη μακρινή εποχή της παιδικής ηλικίας, μια περίοδο της ζωής που όφειλε να είναι η πιο ευτυχισμένη.
Στην εισαγωγή της δεύτερης ενότητας, εμφανίζονται οι λόγοι που κάνουν κάποιους ανθρώπους επιρρεπείς στην ασθένεια. «Στα περισσότερα περιστατικά το στρες είναι κρυφό και χρόνιο. Έχει προκύψει από εμπειρίες κατά την παιδική ηλικία, από το συναισθηματικό προγραμματισμό στη διάρκειά της και από ασυνείδητα παγιωμένα μοτίβα διαχείρισης δυσκολιών. Συσσωρεύεται μια ολόκληρη ζωή για να κάνει κάποιον πιο επιρρεπή σε μια ασθένεια (Gabor Maté, «Όταν το σώμα λέει όχι»).
Στις «πληγές», τα ποιήματά της, φτιαγμένα από το υλικό της ανάμνησης, εμφανίζονται, θαρρείς, μπροστά μας σαν αέρινες installations που αίφνης καταρρέουν με τον τελευταίο στίχο και περιγράφουν την αρρώστια της αγαπημένης της μητέρας και τη δραματική αποκάλυψή της στα οκτώ της χρόνια από ένα τυχαίο περιστατικό· το τεράστιο κενό και το διαρκές πένθος που άφησε στην καρδιά της ο θάνατός της, μόλις ένα χρόνο αργότερα.
Νήμα
Πλέκω και ξεπλέκω
το νήμα των αναμνήσεων
η θύμησή σου κουβάρι, μαμά
Να το κάνω κασκόλ
να το φορώ στο λαιμό μου
σαν βρόχο
Να το κάνω μίτο
να μου δείχνει τον δρόμο
στους λαβυρίνθους της ζωής
κι ας ξέρω πως δεν θα σε βρω ποτέ πια
πως αντί για σένα θα συναντώ
παντού τον Μινώταυρο
Η συγκατοίκησή της με τον παππού και τη γιαγιά που είχαν και εκείνοι, λόγω της ηλικίας τους, πολλά προβλήματα υγείας, της δημιουργεί ένα διαρκές συναίσθημα ανασφάλειας που την ακολουθεί παντού σαν σκύλος πιστός και δεν την αφήνει να απολαύσει τις χαρές της παιδικής ηλικίας, όπως τα άλλα παιδιά.
Κρίσεις
Ανάμεσα σε
μια κρίση επιληψίας της γιαγιάς και
μια κρίση άσθματος του παππού
έπιανα τον εαυτό μου
να προσπαθεί
να με πείσει
πως όλα θα ξαναγίνουν εντάξει
θα είμαστε ασφαλείς
Ακόμη και τώρα
στενοχωριέμαι
σαν τα σκέφτομαι
Οι πληγές αφήνουν ουλές
―αν κλείσουν
Οι λέξεις που αναβλύζουν από τα βάθη της ψυχής της πέφτουν ανάλαφρα στο χαρτί και σχηματίζουν εικόνες παράξενες που, αν τις μελετήσεις προσεκτικά, σκιαγραφούν ανομολόγητους φόβους και τραύματα που έχει απωθήσει η λογική και η αποκάλυψή τους ελαφραίνει τον άνθρωπο από το βάρος τους. Η επιστροφή της ποιήτριας στις αναμνήσεις της και η αποτύπωσή τους σε ποίηση έχει μια χροιά θεραπευτική. Συνειδητοποιεί ότι το συναίσθημα της ανασφάλειας την ακολουθούσε σε όλη της ζωή και εκείνη πάντα έψαχνε να φτάσει ένα φως που έλαμπε μέσα της πολύ μακριά σαν ελπίδα.
A beacon in the darkest hours
Τα μεσάνυχτα με βρήκαν στο κατάστρωμα του πλοίου
πηχτό σκοτάδι γύρω
αδιαπέραστο μαύρο
μόνο κάπου μακριά
ένα φως αδύναμο
Συγκλονίστηκα
απ’ το προφανές
Όλη μου η ζωή
ένα σκοτάδι πηχτό ήταν
κι εγώ
έβαζα τα δυνατά μου
να φτάσω
ένα φως αδύναμο
κάπου μακριά
Η ποιητική συλλογή ΣΚΠ της Χριστίνας Λιναρδάκη αναδεικνύει τη θεραπευτική λειτουργία της ποιητικής τέχνης και παράλληλα φέρνει στο φως την ευθραυστότητα της θνητής μας φύσης. Η αιφνίδια συνειδητοποίησή της, η αγωνία του ανθρώπου μπροστά στη φθορά και το θάνατο ήταν και θα είναι πάντα το μαύρο χρυσάφι, το κρυφό υλικό της ποίησης.
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
FRACTAL 5/3/2024
Στα άκρα με «όχημα» ποιητικό
Δεν ξέρω να πω με σιγουριά αν η γραφή (πολύ περισσότερο η ποίηση) κάνει, κατά τα λεγόμενα του μεγάλου Αλεξανδρινού, για λίγο να μη νιώθεται η πληγή. Ίσως να είναι αλήθεια, μόνο που αυτό το λίγο, μια λιγοστή «ανάπαυλα» ή καλύτερα το «μοίρασμα» με τους άλλους, θεριεύει κατόπιν πολύ περισσότερο το τραύμα. Η Χριστίνα Λιναρδάκη, σε μια κατευθείαν αντιμετώπιση της ασθένειας (ΣΚΠ, ακρωνύμιο για τη Σκλήρυνση κατά πλάκας), μοιράζεται τη βαθιά εμπειρία του πάσχοντος ανθρώπου με όποιον θα ήθελε μαζί της να κοιτάξει τον καθρέφτη της.
Χορδή ξεκούρδιστη
που κάνει κοιλιά
στο σκάφος της κιθάρας
στην κόγχη του ματιού
το οπτικό μου νεύρο
Θαρρώ πως η έκθεση εαυτού, μέσω του ποιητικού λόγου, απαιτεί κοφτερό μαχαίρι, απεχθάνεται τις λειασμένες επιφάνειες, σκληραίνει τα εκφραστικά μέσα, αποζητά μια ανάλογη αναγνωστική «συμπόρευση». Η ποίηση εδώ χτυπά κατευθείαν στην καρδιά, κινητοποιεί το θυμικό, δίνει αίμα και προσμένει αίμα.
Αρχικά οι «Ουλές», εκτίθενται απροκάλυπτα, με γυμνό από περιστροφές λόγο, παρουσιάζοντας την ασθένεια από τα πρώτα στάδια (το ένα μάτι πιο κλειστό/ το βλέφαρο πεσμένο) μέχρι τη σκληρή συνειδητοποίηση (ο νους μου άδειασε/ η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί/ στις περιστρεφόμενες πόρτες του Mediterranean).
Κατόπιν, οι «Πληγές», γιατί τίποτα δεν έρχεται μόνο του, μια αλυσίδα σημείων που σε εμφανή ή αφανή σύνδεση, οδηγούν το σώμα στα άκρα της αντοχής του, εκδηλώνοντας αιφνίδια την ανατροπή όλων των μέχρι τότε σταθερών. Οι πληγές αφήνουν ουλές/ – αν κλείσουν. Απώλειες που γράφουν στην παιδική ψυχή, απώλειες μετά, στην ωριμότητα, αφήνουν η καθεμία το δικό της βάρος σε ένα σώμα που πια δεν μπορεί να αντισταθεί και υποδέχεται την ασθένεια, άβουλο και αδύναμο στο έλεός της.
Στις «Ουλές», η γραφή σκληρή, σχεδόν δωρική στο τρόπο της, απηχεί τη συνειδητοποίηση του τραύματος και της πορείας πλέον μαζί του. Πώς αλλιώς να αντέξεις, όμως; Η επίγνωση χαρίζει την αναγκαία δύναμη, χωρίς καμία ψευδαισθητική αρωγή. Στις «Πληγές», η ποίηση αφήνεται πιο ελεύθερη συναισθηματικά, καθώς μνήμες την κατακλύζουν, επιτρέποντας μικρές «παραχωρήσεις», μικρές χαραμάδες στο σκληρό κέλυφος του συνειδητού.
Κι όμως, ετούτη ποίηση, αν και σε παρασύρει να μιλήσεις κριτικά γι’ αυτήν, άλλωστε για ένα κριτικό σημείωμα πρόκειται, πρέπει να αντιμετωπιστεί με άλλα κριτήρια. Κι ας είναι από τους πιο συγκλονιστικούς ποιητικούς λόγους που έχουμε διαβάσει. Μια θαρραλέα κατάθεση ψυχής, έμπλεη του σωματικού πόνου, δεν μπαίνει στα στενά πλαίσια της ρίμας, των στροφών, του ρυθμού ή της ποιητικότητας. Μετράει μόνο σαν αυτό ακριβώς που είναι, μια φωνή ειλικρινής και ευθύβολη, όπως εδώ στο «Εγώ», το πιο αυτοαναφορικό από όλα τα ποιήματα της συλλογής:
Με όλα
όσα έχω περάσει
θα έλεγε κανείς
πως θα φερόμουν καλά
στον εαυτό μου
θα τον πρόσεχα
και θα τον φρόντιζα
Μα εγώ βλέπω πως
τον σπρώχνω στα άκρα
του στερώ ξεκούραση και ύπνο
τον καταδικάζω σε μοναξιά
τον γεμίζω θλίψη
Δεν τον ευχαρίστησα ποτέ
γι’ αυτό που έγινα και είμαι
Κι έτσι με κοιτάζει πάντα βουρκωμένος
και βουβός
ένα μικρό παιδί
ορφανεμένο
Στο ποίημα αυτό ενσωματώνεται το τραυματικό παρελθόν, συνταιριάζει σε μια αδυσώπητη ευθεία ταύτιση με το ακόμη σκληρότερο παρόν, αποστασιοποιείται, έστω και για όσο κρατά η ανάγνωση του ποιήματος, το βαθύτερο «εγώ» από το τρωθέν σώμα· η έννοια του καθρέφτη ξεκάθαρη, οι δύο υποστάσεις αντιμέτωπες.
Η Λιναρδάκη, μεταφέρει, με τον ποιητικό της τρόπο, τη βίωση του απόλυτου κενού. Και, αλήθεια, μόνον έτσι θα μπορούσε η αίσθηση αυτή να φθάσει στον αναγνώστη της, με τη δύναμη της ποίησης (περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είδος γραπτού λόγου) να γειώνει με τις λέξεις το άφατο και ασταθές, να του δίνει γήινο, υλικό περίβλημα, ίσα ίσα για να το απογειώσει κατόπιν στη σφαίρα του ανείπωτου. Γιατί, όσες λέξεις κι αν χρησιμοποιηθούν για να αποκτήσει σάρκινη υπόσταση ο πόνος, πάντα θα ξεφεύγει το απύθμενο βάθος του. Στο ενδιάμεσο, όμως, ήδη όσοι κατανοούν μπόρεσαν να δουν μια όψη του σκοτεινού καθρέφτη. Στην αναζήτηση της πολυπόθητης κανονικότητας, η ποίηση εδώ άγγιξε τα άκρα, έκανε την υπέρβαση, και από ποιητικό αποτέλεσμα (μεγάλης αξίας και αυτό) μετάλλαξε τη θεματική της με κέντρο τον πάσχοντα άνθρωπο, για το πάθος και τα προσωπικό του τραύμα, όποιο κι αν είναι αυτό και όπως κι αν βιώνεται από τον καθένα. Αυτό το «άνοιγμα» της ποίησης της Λιναρδάκη από τον δικό της κλειστό ορίζοντα να συναντήσει τον άλλο, άγνωστο πόνο (γιατί έτσι νιώθεις να σε αφορά ό, τι γράφει) συνιστά και την ιδιαίτερη αξία της.
ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ
OANAGNOSTIS.GR 1/3/2024
X. Λιναρδάκη : ένα ηχηρό ποιητικό autofiction
Η θέση μου είναι πως η νόσος δεν αποτελεί μεταφορά και πως ο ασφαλέστερος τρόπος να αντιμετωπίζουμε τη νόσο -και ο υγιέστερος να νοσούμε- είν’ ένας τρόπος στον υπέρτατο βαθμό αποκαθαρμένος από τη μεταφορική σκέψη και ένα τρόπος που προβάλλει σε αυτή τη σκέψη τη μεγαλύτερη αντίσταση.». Αυτά σημειώνει περιεκτικά και εύστοχα η Σούζαν Σόνταγκ στο εμβληματικό πλέον έργο της Η νόσος ως μεταφορά. Το AIDS και οι μεταφορές του.
Η γενναία αυτή διατύπωση ωστόσο παράγει μια σειρά ερωτημάτων για τον ασθενή και το περιβάλλον του. Με πόση δυσκολία και φόβο περιβάλλεται ακόμη και η εκφορά του ονόματος ορισμένων νόσων όπως ο καρκίνος; Με πόση αμηχανία αντιμετωπίζονται οι πάσχοντες από βαριά ή και ανίατα νοσήματα; Σε ποιο βαθμό περιθωριοποιούνται οι ασθενείς; Ας ανακαλέσουμε εδώ τον τρόπο που περιθωριοποιήθηκαν τα πρώτα θύματα του HIV και με πόση αντίστοιχα ανακούφιση ο μη γκέι πληθυσμός όρισε το AIDS ως μάστιγα μόνο των αχαλίνωτων στο σεξ ομοφυλόφιλων απομακρύνοντάς το από το πλειοψηφικό στρέιτ σώμα. Η νόσος ταυτίζεται με το κακό, το δυσοίωνο, την ανικανότητα, το θάνατο και μοιάζει να σκοτώνει ακόμη και μόνον όταν κατονομάζεται.
Για να ανταπεξέλθει το άτομο που νοσεί στη πρόσθετη τεράστια δυσκολία της ψυχικής οδύνης που επιβαρύνει τον ενδεχόμενο σωματικό πόνο επιστρατεύονται ψυχολόγοι, ψυχίατροι και αγωγή. Η απώλεια της υγείας δεν σημαίνει μόνο τον αγώνα για την πιθανή αποκατάστασή της αλλά την συμπόρευση με την θλίψη και την προετοιμασία για το θάνατο.
Ορισμένες από τις ασθένειες δεν είναι άμεσα θανατηφόρες αλλά εκφυλιστικές και συνεπώς οδηγούν αργά αλλά με βεβαιότητα στην ανικανότητα (παραλυσία, -ημιπληγία και κυρίως τετραπληγία-, τυφλότητα, κ.ά. ήτοι αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης). Σε τέτοιες περιπτώσεις και κυρίως με την ορατότητα τέτοιων ασθενειών και την ειδική συνθήκη που διαμορφώνεται γύρω από το πάσχον άτομο, το καθεστώς αντιμετώπισής τους από το κοινωνικό σύνολο, που ορκίζεται στον ικανοτισμό και τη νευροτυπικότητα, μεταβάλλεται: από το φόβο του θανάτου και το μίασμα η αντίδραση εστιάζεται στον οίκτο για την μη-ικανότητα.
Στο έργο του ο Φουκώ έθεσε τις βάσεις για τη βιοεξουσία και εξέτασε τους μηχανισμούς εξουσίας που ανάγουν τους λόγους της ιατρικής και γενικά τη βιοιατρική επιστήμη σε ένα πλαίσιο κανονιστικών λόγων και πρακτικών που επιβάλλουν την υγεία και την ακεραιότητα των σωμάτων. Η συναρμογή λόγων και πρακτικών, θεσμών και αξιών δηλαδή εξουσίας και γνώσης με στόχο την εποπτεία και διαχείριση της υγείας του ανθρώπινου σώματος, ως πλαίσιο γίνεται πιεστικό για τον ασθενή παρότι η βιοιατρική λειτουργεί προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης ή της συνδρομής στην ασθένεια.
Ένα διαφορετικό πεδίο μελέτης συνιστούν τα αυτοάνοσα νοσήματα, εκείνα δηλαδή που συνδέονται με το ανοσοποιητικό σύστημα καθώς εδώ οι τρόποι με τους οποίους το σώμα αναγνωρίζει το οικείο ως κανονικό αλλά και το οικείο ως ξένο-παθολογικό θέτουν ζητήματα ενσώματου εαυτού. Και πάλι, σε επίπεδο λόγου, η μεταφορά για το λόγο της υγείας και της αρρώστιας θέτουν στο κέντρο το σύνθετο σώμα που είναι ο εαυτός.[1]
Στη λογοτεχνία την πρωτεύουσα θέση, εκτός των ψυχικών ασθενειών, επέχει η εξιδανικευμένη, ευγενής νόσος της φυματίωσης και η παρουσία της σε πολλές περιπτώσεις έχει μελετηθεί εξονυχιστικά. Ο καρκίνος έχει επίσης αποτελέσει ένα γόνιμο θεματικό πεδίο καθώς μάλιστα δεν εντοπίζεται σε συγκεκριμένα όργανα του σώματος αλλά μπορεί να πλήξει οποιοδήποτε σημείο και με διαφορετικές ορατές ή μη συνέπειες. Ασθένειες που μπήκαν στο λεξιλόγιό μας στην ύστερη νεωτερικότητα, και μάλιστα πρόσφατα, όπως μυασθένειες, Αλτσχάϊμερ (παλαιότερα ταυτισμένο μόνο με τη γεροντική άνοια κατά συνέπεια με τη φυσική γήρανση) ή η σκλήρυνση κατά πλάκας έχουν ευάριθμες αναπαραστάσεις στη λογοτεχνία.
Ειδικότερα, για τη Σκλήρυνση Κατά Πλάκας (ΣΚΠ), εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω, κυκλοφορούν το μυθιστόρημα της Κύπριας Μαρίας Πυλιώτου Λεώνη (2012, Πατάκης) που απευθύνεται κυρίως σε έφηβους ενώ έχει εκδοθεί και η συλλογική ανθολογία «ποίησης και ποιητικής πρόζας» Λόγια ελπίδας (2011, Μπαρμπουνάκης) που προέκυψε από ανοιχτό κάλεσμα με επιμέλεια Αναστασίας Γκίτση και Κωνσταντίνου Ζορμπά.
Πριν λίγες εβδομάδες προστέθηκε η ποιητική συλλογή ΣΚΠ της Χριστίνας Λιναρδάκη. Το νέο αυτό βιβλίο, πέρα από το ότι είναι επώνυμο αποτέλεσμα ενός ατόμου, συντίθεται από πρόσωπο με προϊστορία και τριβή στο χώρο της λογοτεχνίας, με ευρύ αναγνωστικό υπόβαθρο και παρουσία στην κριτική της λογοτεχνίας, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερη τη συλλογή.
Πρώτον, η φωνή εκφοράς αποκαλύπτει τον εαυτό της αποφεύγοντας εμπρόθετα και συστηματικά κάθε μεταφορά, ακριβώς με τον τρόπο που η Σόνταγκ συστήνει ως διαχείριση της νόσου. Δεύτερον, το ποιητικό υποκείμενο είναι γυναίκα οπότε η έμφυλη διάσταση στους πειθαρχικούς ορισμούς της αρτιμέλειας και ικανοτισμού αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς η ενσώματη γυναικεία εμπειρία μπορεί να απαξιωθεί τόσο ως εμπειρία όσο και αναφορικά με τους τρόπους διαχείρισής της. Τρίτον, προσαρμόζει τους τρόπους στο βίωμα και όχι το βίωμα στους τρόπους. Επιλέγει δηλαδή την κάθετη επίθεση στο θέμα της που, όπως θα δούμε, δεν παραμένει στην ΣΚΠ αλλά ανοίγει έναν ποιητικό διάλογο και με άλλες ασθένειες έτσι που η νόσος γενικά γίνεται το γενικότερο αντικείμενο.
Η συλλογή απαρτίζεται από 36 ποιήματα σε δυο ενότητες («Ουλές» με 21 ποιήματα, «Πληγές» με τα υπόλοιπα). Η πρώτη ενότητα περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από την τρέχουσα ασθένεια ενώ οι άλλες αντλούν από παρελθοντικά βιώματα σχετικά με ασθένειες (καρκίνος της μητέρας, επιληψίες και εγκεφαλικό παππού και γιαγιάς) και με ατυχή συμβάντα της προσωπικής ζωής της ποιητικής φωνής. Συστήνεται έτσι ένα ποιητικό υποκείμενο που ωριμάζει μάλλον πρόωρα και ως εκ τούτου τραυματικά εν μέσω ασθενειών και απωλειών.
Έτσι τα 21 πρώτα ποιήματα συνθέτουν το χρονικό της ασθένειας από τον πρώτο εντοπισμό της, με τη διαδοχή εμφάνισης συμπτωμάτων, τη διάγνωση, τη συμπτωματολογία που συνιστά την ορατότητα της νόσου και επιβάλλει τη συνειδητοποίησή της, την αγωγή που δεν είναι θεραπευτική.
Ο Κάφκα έγραφε στον φίλο του Μαξ Μπροντ: «η αρρώστια μιλάει για λογαριασμό μου γιατί εγώ της το ζήτησα». Κάτι παρόμοιο ισχύει και στην περίπτωση του ΣΚΠ. Η σωματική υλικότητα προβάλλεται αφήνοντας πίσω θεωρητικά προτάγματα που εμμένουν στην πολιτισμική κατασκευή του σώματος. Ενώ επιχειρείται ο λόγος να μεταβιβαστεί απευθείας στο σώμα ταυτόχρονα φαίνεται η πρόθεση να μην προτείνεται η διχοτομία σώμα/νους αλλά η ταύτιση. Έτσι, αποφεύγεται η ωραιοποίηση της αλήθειας. Η ασθένεια είτε ως προσωπική ενσώματη εμπειρία (πρώτη ενότητα) είτε ως εγγύτερο έμμεσο βίωμα (δεύτερη ενότητα) συνδυασμένο με μια σειρά αποχωρισμών (τέλος γάμου, θάνατοι οικείων) οδηγεί μάλλον προς την ουσιαστικότερη σύνδεση με το σώμα ως πεδίο συγκρούσεων. Ωστόσο, αν και δε συνιστά συστηματική στρατηγική αποσωματοποίησης και απομάκρυνσης από το πάσχον σώμα το ποίημα «Στο αμαξίδιο» μεταφέρει την αίσθηση απώλειας της σωματικής διάστασης, την απονέκρωση του σώματος και τη μετατόπιση προς το πνεύμα/νου που σκέφτεται τη νέα αυτή σωματική κατάσταση: «Εγώ δεν είμαι/το σώμα μου// Το σώμα μου είναι/ένα κουτί/που μέσα του ζω/φυλακισμένη//[…]είναι ένα παράθυρο/ερμητικά κλειστό/που δεν μου επιτρέπει//να δω τον κόσμο». Η λιτότητα, η συντομία των στίχων με τους διασκελισμούς, τα διπλά διάκενα σιωπής, η ακριβολογία παρά τη μεταφορά (σώμα-κουτί), το επίθετο και επίρρημα (ερμητικά κλειστό) μεταφέρουν εύστοχα το στοχασμό πάνω στη νέου τύπου περίεργη σωματικότητα αλλά και την επιμονή των ίδιων πάγιων αναγκών -σωματικών και ψυχικών-: «έχει ανάγκες/να τραφεί/ να το αγαπήσουν/σαν κάθε άλλου» ακυρώνοντας εντέλει την πλήρη αποσωματοποίηση.
Οι αναφορές στα συμπτώματα («Απ’ τα πρώτα συμπτώματα», Άλλα συμπτώματα», «Επιτακτικότητα», «Ακράτεια»), τις εξετάσεις («Mediterranean Hospital» – η νέα απόσταση από τους άλλους «τους υγιείς»: «η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί […] Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα») «Ηλεκτρομυογράφημα» – ο πόνος και η μεταβολή στην έννοια εκούσιο=υγιές/κανονικό-ακούσιο=νοσηρό/μη κανονικό: «σπασμένο είδωλο/αυτού που ήσουν πριν») και την αγωγή («Φάρμακα») συνοδεύεται από μια αναπλαισίωση ατόμων («Στον διάδρομο», «Στον θάλαμο», «Στη νευρολογική κλινική», «Ιατρικός ρομαντισμός») και προτεραιοτήτων. Η συνάφεια με τους υπόλοιπους πάσχοντες παράγει μια νέα οικείωση και έναν επαναπροσδιορισμό του οικείος-ξένος ενώ παράλληλα συντείνει στην αποδοχή της νόσου, όχι χωρίς οδύνη που όμως υπόκειται στα ποιήματα και δεν προβάλλεται με ρητά εκφρασμένο βαρύ συναισθηματικό φορτίο: «Στο δίκλινο/η άλλη ασθενής/[…]Κάποια μέρα απλά θα ξυπνήσει/τυφλή». Το βάρος του «απλά» ανοικειώνει τη λέξη συμπυκνώνοντας, χωρίς στόμφο, την τραγικότητα. Στο νέο αυτό πλαίσιο, εύλογα, η συλλογή αφιερώνεται «Στους συνασθενείς και τα παιδιά μου».
Ο πρόσφορος λοιπόν τρόπος για τις παραπάνω θεματικές είναι αναπόδραστα η γυμνή κυριολεξία, η αποστεγνωμένη αφήγηση και η λιτή περιγραφή που δεν αποζητά την πρόκληση λύπης ούτε επιβάλλει τον αυτοοικτιρμό αλλά λεκτικοποιεί απέριττα. Προς τούτο συντελούν οι δυο φωτογραφίες των μαγνητικών με τις λευκές εστίες, μια οπτικοποίηση της νόσου, που ενταγμένη στη συλλογή εισάγει και τη δυνατότητα εικαστικής και όχι μόνο λεκτικής αξιοποίησης, προσδίδοντας κυρίως ρεαλισμό στη συλλογή.
Καθώς το προτελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας τιτλοφορείται «Θεωρία» και αναφέρει -ενθέτει ουσιαστικά τονίζοντάς την με πλάγια γράμματα- την επιστημονική αντίληψη ότι: «τα αυατοάνοσα προέρχονται/από ψυχολογικά τραύματα/και συναφείς πληγές/μια δύσκολη παιδική ηλικία/ένα δυσλειτουργικό γάμο/την κοινωνική καταπίεση/το στρες», η δεύτερη ενότητα επικεντρώνεται σε αυτό το υπόστρωμα πληγών που προέρχεται από το «υγιές» παρελθόν και κρίνεται ως, σε μεγάλο βαθμό, υπαίτιο της νόσου. Έτσι, από την αιφνίδια ορατότητα της ασθένειας (καρκίνος) της μητέρας, πρόκληση φόβου και απορίας («Η περούκα»), στο θάνατό της («Της ταφής») και τη σταδιακή συνείδηση της προσωπικής ευθύνης της εαυτής («τι θα πει/μόνη σε όλα»), τη λήθη του τεθνεώτος στον κόσμο των ζώντων, την τραυματική παιδική ηλικία: «Η ρίζα της ισχνής σχέσης/με το σώμα μου/» («Phisicality») ως απαρχή της απόστασης που επέφερε ή επέτρεψε τη ρίζα της ασθένειας και η επαφή με το νοσηρό ως μια μεταβλητή της καθημερινότητας: «Ανάμεσα σε/μια κρίση επιληψίας της γιαγιάς και/μια κρίση άσθματος του παππού/[…] Οι πληγές αφήνουν ουλές/-αν κλείσουν» («Κρίσεις») και «Κι εκεί που καθόμασταν/στην κουζίνα/το κεφάλι της γιαγιάς/έγειρε αφύσικα/Άλλο ένα εγκεφαλικό/» («Η γιαγιά μου»), η ματαίωση του έρωτα ως ψευδαίσθηση γαμήλιας ευτυχίας («Πυροβολισμός», «Ερείπιο»). Όλα οδηγούν στη συστροφή στην εαυτή, στη δύσκολη σχέση με το υλικό σώμα και στο υπόβαθρο-ρωγμή απ’ όπου θα εισβάλλει σε αυτό το σώμα η νόσος.
Η επιλογή της ποίησης αντί ενός πεζού αφηγήματος αποδεικνύεται ικανότερη. Οι λυρικές στιγμές βέβαια είναι αναπόφευκτες καθώς παρά τη διανοητική επεξεργασία η κάθε ασθένεια πλήττει τη συναισθηματική πλευρά. Η Λιναρδάκη περιορίζει το λυρικό στοιχείο και το κατανέμει φειδωλά σε μερικά σημεία του βιβλίου εισάγοντας και την αναγκαία μεταφορά αλλά και πάλι με τον πλέον απογυμνωμένο τρόπο, όπως στο «ΚΝΣ» (ακρωνύμιο του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος): «Χορδή ξεκούρδιστη/που κάνει κοιλιά/στο σκάφος της κιθάρας/στην κόγχη του ματιού/το οπτικό μου νεύρο».
Η Λιναρδάκη καταθέτει ένα ηχηρό ποιητικό autofiction όπου επιχειρεί να μην αναπαράγει στερεότυπα περί της νόσου αλλά να την προτείνει ως απαρχή αφύπνισης: μια μορφή απόλυτης σχεδόν διαύγειας, όπως σημείωνε και ο Ντοστογιέφσκι. Εντούτοις, δεν χρησιμοποιεί την ασθένεια ως καλλιτεχνικό πρόσχημα αφαιρώντας της την κοινή παν-ανθρώπινη αλλά και έμφυλη διάσταση. Της επιτρέπει να δει τη φθαρτότητα, το εφήμερο, το αναπάντεχο της ανθρώπινης ύπαρξης επειδή αποτελεί ένα σημείο μηδέν από το οποίο μπορεί κανείς να αναστοχαστεί την προηγούμενη ζωή του και για το μέλλον: «να κάνεις κουράγιο/τι άλλο μπορείς» («Στη νευρολογική κλινική»).
ΘΕΟΧΑΡΗΣ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
MONOCLEREAD.GR 27/2/2024
ΣΚΠ
Αρκετές φορές έχουμε αναρωτηθεί, ποιοι από το σύνολο όσων ασχολούνται με την ποίηση, είναι αληθινοί ποιητές και πως μπορούμε να τους ξεχωρίσουμε. Αληθινός ποιητής είναι εκείνος, που θα κάνει τον πόνο του ποίηση, που θα καταφέρει να μετουσιώσει σε στίχους πικρά βιώματα, που θα καταφέρει να συγκλονίσει και να συγκινήσει βαθιά τον αναγνώστη γιατί θα του μεταφέρει γνήσια την συγκίνηση, που νιώθει ο ίδιος.
Η Χριστίνα Λιναρδάκη με την ποιητική της συλλογή «ΣΚΠ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ενάντια» μας δίνει ακριβώς ό,τι αναφέρθηκε παραπάνω, δηλαδή, το βίωμα μιας αυτοάνοσης εκφυλιστικής ασθένειας με στίχους, που αποπνέουν την απόγνωση, την συνειδητοποίηση του μη αποφευκτού, την πάλη με τον εαυτό ώστε να μην υπάρχει παραίτηση, αλλά θάρρος, τόλμη και αξιοπρέπεια.
ΣΚΠ είναι αρκτικόλεξο και σημαίνει σκλήρυνση κατά πλάκας. Η Χριστίνα Λιναρδάκη περιγράφει με στίχους λιτούς και κοφτούς όσα έχει βιώσει από την ασθένεια. Το πιο σημαντικό είναι ότι η ποίησή της δεν είναι μελοδραματική. Με απλές λέξεις της καθημερινότητας και κάποιους απαραίτητους ιατρικούς όρους, μας δίνει όλα όσα χρειάζονται για να μπούμε στο κλίμα της συλλογής.
Η ποιητική συλλογή της Χριστίνας Λιναρδάκη χωρίζεται σε δύο ενότητες.
Η πρώτη ενότητα έχει τον τίτλο: «Ουλές». Εδώ περιγράφεται η ασθένεια ξεκινώντας από μια πτώση βλεφάρου, συνεχίζοντας με τα πρώτα συμπτώματα και ακολουθώντας όλη την πορεία της. «Πήγαινα στο γραφείο όταν / το ένα πόδι έπαψε / ξαφνικά να λειτουργεί», γράφει η Χριστίνα Λιναρδάκη για να καταλήξει: «Την ίδια ώρα / η καρδιά μου / είχε κάνει τον γύρο της Γης / χίλιες φορές περίπου». Όμως, αξίζει να σταθούμε και σε ένα άλλο σημείο. Η ποιήτρια δεν στέκεται μόνο στον δικό της πόνο, αλλά και στον πόνο του διπλανού της. Στο νοσοκομείο θα δει τον νεαρό, που από τα δεκάξι του είναι αναγκασμένος να περπατάει με πι, την διπλανή ασθενή, που χάνει σταδιακά την όρασή της και οι γιατροί δεν βρίσκουν από τι πάσχει: «Κάποια μέρα απλά θα ξυπνήσει / τυφλή». Πολύ όμορφο είναι και το ποίημα «Πεταλούδες», που αντιπαραβάλλει το πανέμορφο αυτό έντομο με τις πεταλούδες των ορών του νοσοκομείου.
Η δεύτερη ενότητα έχει τον τίτλο «Πληγές» και αναφέρεται στα οικογενειακά τραύματα. Η μητέρα που πέθανε από καρκίνο όταν η ποιήτρια ήταν εννιά χρονών και άλλα τραύματα τόσο της παιδικής όσο και της ώριμης ηλικίας αποτελούν τις πληγές, που «αφήνουν ουλές / – αν κλείσουν». Η Χριστίνα Λιναρδάκη νιώθει παγιδευμένη στους λαβύρινθους της ζωής με τον Μινώταυρο να την περιμένει σε κάθε της βήμα. Από το μπούλινγκ της οικογένειας μέχρι τον λεκτικό πυροβολισμό του συντρόφου και έναν γάμο, που καταλήγει σε ερείπια. Οι αντιξοότητες ακολουθούν την ποιήτρια σε όλη της την πορεία και η ίδια πικρά διαπιστώνει πως: «Οι ουρανοί, σαν χλωμιάσουν, / δύσκολα ξαναγίνονται μπλε».
Συμπερασματικά, η ποιητική συλλογή της Χριστίνας Λιναρδάκη «ΣΚΠ» είναι ένα βιβλίο πολύ συγκινητικό και αν συνυπολογίσουμε το κριτικό της έργο (η ποιήτρια είναι κριτικός λογοτεχνίας, πρώην συντάκτρια του περιοδικού «Ομπρέλα» και αρχισυντάκτρια του ψηφιακού λογοτεχνικού περιοδικού «Στίγμα Λόγου»), μπορούμε να πούμε ότι όλη της η προσπάθεια είναι αξιοθαύμαστη.
Παρακάτω παραθέτουμε ενδεικτικά δύο ποιήματα:
Στο διάδρομο
Ένας νεαρός
περπατά με πι
δεν μπορεί να ισιώσει την πλάτη του
μιλά για το τελευταίο χειρουργείο του
και την αντλία κορτιζόνης
στη σπονδυλική του στήλη
είναι μόλις δεκάξι
Πεταλούδες
Μπλε και πράσινε πεταλούδες
χύμα
μέσα σε άσπρα κουτιά
στα ράφια του εγχυτηρίου
Θα ήταν ωραιότερες
κι απ’ το πιο ωραίο ηλιοβασίλεμα
αν δεν ήταν από κείνες
που προορίζονται για ορούς
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
LITERATURE.GR 22/2/2024
Σκληρά Αρχικά
Οι φίλοι την ρώτησαν κάπως θυμωμένα, παρεξηγημένοι από την απουσία της. Χριστίνα, δεν μας κάνεις κέφι πια, της είπε με μια δόση απογοήτευσης ο φίλος ο πιο στενός. Και οι υπόλοιποι, πήραν θέση, στάθηκαν στο πλευρό του. Όλοι τους στ’ απέναντί της, να την κοιτάζουν καθώς διστάζει, όσο χαμηλώνει το βλέμμα κοιτάζοντας την ώρα πάνω στον καρπό του χεριού της. Εκείνοι δεν ξέρουν πως στα αλήθεια, η Χριστίνα κάθε φορά που επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση, κοιτάζει μες στα μάτια την καρδιά της. Εκεί μέσα θα τα βρει όλα, τα σκληρά αρχικά, τις διαδρομές, τη μοναξιά και τον φόβο. Τι να τους πει για όλα αυτά, πώς να τους πει ότι όσο εκείνοι ρωτούν επίμονα, χιλιάδες υπέροχοι άνθρωποι λιώνουν μες στους σιωπηλούς τους διαδρόμους. Πώς να τους πει ότι παλεύει με την περηφάνια της, αυτήν που κρύβεται πίσω από φόβους ανομολόγητους και απορίες που ανήκουν στην αιωνιότητα.
Κοίταξε προσεκτικά τα πρόσωπά τους, η ζωή της φάνηκε αβάσταχτη, είπε να πέσει μες στην αγκαλιά τους. Τίποτε δεν έκανε, μόνο μια φράση ψιθύρισε. Εκείνες οι λέξεις έπεσαν πάνω στην παρέα σαν ηλεκτροσόκ. “Κάνω παρέα σε ένα ποίημα που αρρώστησε, κάτι χάλασε για πάντα τις ομοιοκαταληξίες του, κάτι φταίει που έγινε πάλι μια αδιάφορη πρόζα. Πρέπει κανείς να στέκει πλάι στα ποιήματα όταν ο φόβος μπουκώνει τα παράθυρα και τις πόρτες”. Αυτά είπε, άφησε το αντίτιμο για τον καφέ της και έφυγε βιαστικά. Την βλέπανε που διέσχιζε βιαστική την πολυσύχναστη λεωφόρο. Ύστερα την κατασπάραξε εκείνο το αλλότριο το πλήθος που έρπει επίμονα κάτω στις λεωφόρους. “Αρρωσταίνουν τα ποιήματα ή απλά η Χριστίνα πέρασε ήσυχα και διακριτικά στην απέναντι πλευρά;”, αναρωτήθηκε ο Αλέκος.
Μεσολάβησε μια μικρή παύση, η Χριστίνα στο βάθος της ζωγραφιάς επιβιβάστηκε σε ένα νυσταγμένο λεωφορείο. Τους χαιρέτησε πίσω από το τζάμι μα εκείνοι δεν την είδανε, δεν προσέξανε πως ανάμεσα στο πλήθος εκείνη έσπρωχνε, κλωτσούσε, θύμωνε και όλα ετούτα μόνο με στίχους γραμμένους στο χνώτο του παραθύρου. “Αν κανείς σε χρειάζεται, ακόμη και αν είναι ποίημα σημαίνει πολλά περισσότερα από τη ζωή σου από μέρα σε μέρα, μια ζωή κλειδωμένη στις συνήθειες, σαν τις γωνιές κάποιου προσώπου”. ΟΙ άλλοι συμφώνησαν και η παρέα πέρασε μεμιάς στα άλλα θέματα της ζωής μας, κάποια πιο πεζά και άλλα που λέγονται μονάχα με τα αρχικά τους γράμματα. Αυτά τα τελευταία είναι που μας τρομάζουν, που μας αναθρέφουν άγρια, μες στις μοναξιές τους.
Η Χριστίνα πέρασε στους διαδρόμους σαν άνεμος ξαφνικός. Είχε αφήσει πίσω την παρέα και τη δυσπιστία της, σαν την παλίρροια και σαν την άμπωτη ερχόταν και έφευγε από τον εαυτό της. Προσπέρασε το γραφείο των νοσοκόμων, είδε τη μορφή της πάνω στη λαδομπογιά του νοσοκομείου, παντού μύριζε κάτι σαν θάλασσα και σαν αποστειρωμένη, παλιά ζωή. Ήξερε καλά τον δρόμο, κάθε φορά πάγωνε το βήμα της πριν το τελευταίο δωμάτιο του διαδρόμου. Κάτι τη συγκρατούσε και η παλιά της αυτοπεποίθηση σκόρπαγε πριν φθάσει στην πόρτα. ο ήχος του ρολογιού, μια εικόνα του Εσταυρωμένου που προσεύχεται από τη θέση του για όλους μας. Εδώ και εκεί ενδείξεις για τις εξόδους του κινδύνου. Κάποιος αποκοιμήθηκε στα σκαλοπάτια της κλίμακας που βγάζει ίσια στα χειρουργεία. Εκεί θα βρεις μια παγωνιά ίδια με θάνατο.
Έφθασε έξω από το δωμάτιο. Μια καθώς πρέπει κυρία στάθηκε στην είσοδο. “Μας ζήτησαν να σταθούμε εδώ έξω”. Και πιο εμπιστευτικά, “εξετάζουν το ποίημα, λένε πως μετά το μεσημέρι η κατάστασή του βάρυνε, οι στίχοι του χάνουν τα ζύγια τους, το καημένο δοκιμάζεται”. Στάθηκε εκεί έξω, ανάμεσα στους συγγενείς που προσπαθούσαν να ξεκλέψουν μια κουβέντα από όλα εκείνα τα σοβαρά που πραγματεύονταν οι ιατροί, γύρω από τον κύριο καθηγητή. Λίγο πιο πέρα, άκουσε κάποιους να μιλούν για την περίπτωση του ποιήματος. “Πού ακούστηκε, να έχουν ακουμπήσει λέει στο κρεβάτι ένα βιβλίο. Μάλιστα, ένα βιβλίο, τη στιγμή που εμείς, οι άνθρωποι γυρεύουμε με την αγωνία στα δόντια μας μια θέση”. Κάποιος ρώτησε από τι πάσχει. “Το ποίημα”, απάντησε εκείνος, “πάσχει από ΣΚΠ”. Όλοι κάναν ησυχία και καθένας ευχήθηκε τα καλύτερα για εκείνο το ποίημα. Οι σκιές των ιατρών κάπως μάκρυναν, μια απόδειξη ότι ερχόταν η νύχτα. Σε όλα τα δωμάτια ανεξαιρέτως, όλοι εισέρχονταν στο μακρύ, σκοτεινό απόγευμα της ψυχής τους.
“ΣΚΠ”, μονολόγησε το παιδί που είχε έρθει μαζί με τους επισκέπτες. Έπειτα χάραξε στο τζάμι που πάγωνε, το όνομά του. Χριστίνα. Γύρισε και την κοίταξε, καθώς τα πράγματα έξω στο μικρό πάρκο έχαναν όλες τους τις σημασίες και μεταμορφώνονταν σε κάτι άλλο, όπως μια δύσκολη στιγμή μεταβάλλεται σε μια ευκαιρία. Για λίγη ενδοσκόπηση, για μια ευθεία κουβέντα με τον εαυτό μας, καθώς τραβούμε ολοένα και πιο βαθιά σε μια άγνωστη χώρα. Όταν οι ιατροί έφυγαν πια μπήκε στο δωμάτιο. Δεν βρήκε πουθενά το ποίημα. Πίστεψε πως όλα τέλειωσαν και βγήκε έξω στον προθάλαμο. Κανείς δεν ήταν πια εκεί, έξω από εκείνο το παιδί, σαν πλάσμα παράξενο ενός ναυαγίου. Την πήρε από το χέρι, φθάσανε ως το αίθριο του νοσοκομείου. Εκεί πήρε να της απαγγέλλει στίχους, δοκιμάζοντας διάφορες ασκήσεις παράδοξης ισορροπίας.
“Μες σε εκείνο το δωμάτιο”, είπε, “είναι ένα παράθυρο ερμητικά κλειστό που δεν μου επιτρέπει να νιώσω τον κόσμο”, πρόσθεσε καθώς έσερνε τα βήματά του μες στα τετράγωνα που είχε σχεδιάσει με την κιμωλία. Κανείς δεν ξέρει πώς βρέθηκε στα χέρια του κοριτσιού, μα υπάρχουν πράγματα που ποτέ δεν εξηγούνται, όπως εκείνοι οι υπαινιγμοί που αφήνουμε ανοιχτούς. “Πώς σε λένε” τη ρώτησε. “Χριστίνα, από πάντα”, απάντησε και όλα τα έπνιγε η υγρασία. Ήθελε θάρρος για να πει κανείς κάτι τέτοιο, μα για εκείνο το παιδί το κουράγιο περίσσευε. Με έναν μαρκαδόρο, σκάλιζε γράμματα μες στα τετράγωνα, λέξεις ολόκληρες, μικρές ραψωδίες, όπως iοι ουρανοί σαν χλομιάσουν και άλλα τέτοια που παρέμεναν ανεξήγητα φαινόμενα. Μόνον ένας ποιητής μπορεί να βρει τον τρόπο να κάνει τη λύπη του τραγούδι, σκέφτηκε. Το παιδί μεγάλωνε, γερνούσε, πάλι στα χρόνια της αθωότητάς του επέστρεφε. Και μες στους στίχους και το παιχνίδι του το τραγικό, κανείς δεν ήξερε να πει αν ακολουθούσε τα πράγματα μέχρι το τέλος. Το μόνο βέβαιο είναι πως εκείνη η Χριστίνα, με μια ηλικία απροσδιόριστη, πάλευε, πότε με τη σκληρότητα και άλλοτε με τη γλύκα αυτής εδώ της ζωής, της γεμάτης ανατροπές και εκπλήξεις και ήττες. Εμπρός στα μάτια της ξεδίπλωνε το χρονικό ενός ανθρώπου που μάχεται τον θάνατο από κάθε ντάπια. Και εκείνη, που λογάριαζε πως δεν είναι κάθε στιγμή ικανή να γεννήσει λίγη ποίηση, εννόησε πως για τον καθένα μας φθάνει κάποτε μια στιγμή, μια κρίσιμη στιγμή που δεν μπορεί παρά να κυριαρχεί η έκφραση του κόσμου, ιδωμένη μέσα από τα μάτια μας. Εκείνο το παιδί ήταν μια φθαρμένη πρόσοψη, μα είναι ώρες που η ζωή και η ποίηση όλα τα ανανεώνει. Τη θλίψη και τη μελαγχολία μας, το κουράγιο και τον φόβο μας. Και είναι τότε – Χριστίνα δεν στο ‘πα τότε, μα ήταν κάτι που κρύβεται από τα μάτια μας, όπως η ποίηση – που ο iiρηγματώδης πλανήτης, εμείς οι ίδιοι, με έναν πυρήνα συμπιεσμένο, γεμάτο μάγμα απελευθερώνεται.
Το παιδί έχασε για μια στιγμή την ισορροπία του, σύρθηκε στο τσιμέντο της εσωτερικής αυλής. Καθόλου δεν έκλαψε, μονάχα γύρεψε λίγο ιώδιο ώσπου να μην ξεχωρίζει η μορφή του από την ίδια την πληγή. Μέσα από το τραύμα υψώθηκαν σαν πνεύματα μερικοί σπάνιοι στίχοι, το πρόσωπο του παιδιού πήρε μια όψη σαν καμωμένο από φαγεντιανή με την τεχνική της εμφιάλωσης, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις μορφές των νεκρών. iii”Μην φοβάστε, αυτό δεν είναι το πρόσωπό μου. Το αληθινό το έχω στο κομοδίνο, κάθε φορά μου λέει καλό βράδυ ή καληνύχτα, πάνε σαράντα χρόνια τώρα”. Τα’χασε, εκείνη που πίστευε πως η ποίηση είναι μονάχα έργο ποιητών και χειρωνακτών, τώρα μάθαινε καλά πως τους πιο γλυκούς στίχους, τις πιο μετέωρες πρόζες τις γράφουν πάντα όσοι κρατούν για τη ζωή τους ένα κεφάλαιο με τον βαρύ, σαν τον κόσμο τίτλο, “Πληγές”. Κοίταξε προς την άλλη μεριά, όταν επέστρεψε δεν βρήκε τίποτε από το παιδί, μόνον μια ουλή, σαν αυτές που ποτέ δεν κλείνουν. Σε κάποιο τετράγωνο από αυτό με τις κιμωλίες που θα χαλούσε η επικείμενη βροχή, ήταν γραμμένα καθαρά τα παρακάτω λόγια. “Η τέχνη είναι ανάγκη, όπως το ψωμί και το νερό”. Και η επιβίωση, και η επιβίωση, είπε κλαίγοντας και ένιωσε πως το άλλο της μισό είναι κρυμμένο στο σκοτάδι, Χριστίνα, είχες τόσο δίκιο. Γύρισε στο δωμάτιο, στη θέση του ποιήματος που πάλευε να ζήσει είχαν ξυπνήσει τα λουλούδια και μια άνοιξη, σε πείσμα της ζωής που τα’κανε όλα θρύψαλα. Έφυγε χαμογελαστή, τρύπωσε σε μια σελίδα κάποιας συλλογής και με ένα μικρό φανίον σαν εκείνο του ανθολογημένου Πολύστρατου βρήκε όλο το κουράγιο για να αντέξει το φορτίο του κόσμου, φωτίζοντας τα πιο σκοτεινά σημεία.
Δεν ξαναμίλησε ποτέ από τότε για εκείνο το βράδυ στην κλειστή αυλή του θεραπευτηρίου. Συνέχισε τη ζωή της, μέχρι το απόγευμα που βρήκε όλα τα κλειδιά μες σε εκείνη τη συλλογή των εκδόσεων Ενάντια. Μια άλλη Χριστίνα της μιλούσε. Πρώτα την εντυπωσίασαν τα αρχικά του τίτλου, έπειτα το όνομα, ανακάλεσε στη μνήμη της το παιδί που μιλά μέσα μας δεκαετίες ολόκληρες, που μιλά ακόμη και όταν σιωπά. “ΣΚΠ” και για μια στιγμή όλα πάγωσαν. Ρώτησε για τα αρχικά, η απάντηση της φάνηκε σαν κόμπος στον λαιμό. Σκλήρυνση κατά πλάκας, διευκρίνισε εμπιστευτικά δήθεν, η πωλήτρια και πέρασε στο τμήμα της Φιλοσοφίας, χαμογελαστή. Εκδόσεις Ενάντια της φώναξε από την άλλη, την καινούρια της πτέρυγα και ένιωσε πως εκείνη ακριβώς την ώρα είχε την ευκαιρία να ξαναβρεί εκείνο το αναγκαίο πράγμα που οι άνεμοι ποτέ δεν αφανίζουν.
Ήταν το θάρρος, ένας άνθρωπος στην απόλυτη μοναξιά του, ένα χρονικό σαν όλους εμάς, με απώλειες, με φόβους και τραύματα. Διάβασε το όνομα της ποιήτριας, Χριστίνα Λιναρδάκη, όπως εκείνο το παιδί που μεγάλωσε με τόσα εμπόδια μες στο όνειρό του. Αντίκρισε τα τοπία, ακουαρέλες ζωγραφισμένες με λύπες και ψηφίδες αναμνήσεων, ένιωσε το αγκάθι μες στην καρδιά και συλλογίστηκε πως οι άνθρωποι στα ποιήματα και τα δωμάτια πάντα κλαίνε. Πως γράφουν ποιήματα από μια θέση που δεν φανταστήκαμε ποτέ, πως ξέρουν να ευγνωμονούν τη ζωή και να αντέχουν την τρικυμισμένη μας μοίρα, το φιλί που δεν δώσαμε, την αίσθηση εκείνων που έφυγαν από κοντά μας. Δεν ήταν καθόλου μια τυχαία συλλογή με ποιήματα, ήταν μια εκ βαθέων εξομολόγηση, ένας μύθος ή μια καθημερινή ιστορία σαν αυτές που γράφονται στις κλειστές αυλές των θεραπευτηρίων, πάντα πρωτόγονη σαν το τραύμα μας, πάντα ιερή σαν την πίστη μας.
Χριστίνα, σου γράφω αυτό το σημείωμα με όλο το σεβασμό, με όλη την αφοσίωση που αξίζει σε ένα τέτοιο έργο όπως αυτό που έφθασε στα χέρια μου. Ίσως να είσαι ακόμη εκείνο το παιδί του νοσοκομείου, ίσως να είσαι το ποίημα που έγινε καλά, ένας αδέσποτος στίχος μες στο χάος της πόλης μου. Μα πάνω από όλα είσαι εκείνο που είπε ο Κωστής Παπαγιώργης όταν πάλευε με τον Ίμερο. “Μόνο ένα πρόσωπο δεν μπορούμε να αφήσουμε. Εκείνο που, με την απίθανη μηχανή της γοητείας, μας έκανε να μεταμορφωθούμε στο κορμί του”. Πάνω στο ανθρώπινο σώμα, εξαντλούνται όλες οι πανάρχαιες ροπές του πόθου και του πόνου, συμπλήρωνε ο Παπαγιώργης. Είχε δίκιο η Χριστίνα.Όλα τα’γραφε σε εκείνο το γράμμα. Πες μου όταν το λάβεις, Χριστίνα και άς έχουμε απομακρυνθεί τόσο πια.
Ξεφύλλισε τη συλλογή που της είχε προτείνει το κορίτσι του άλλου τομέα. Ένιωσε πως ο δημιουργός, στέκει ομόκεντρος με κάθε λαχτάρα, με κάθε επιθυμία προσωπική. Έπειτα την επισκέφτηκε ο Καμύ με το μικρό φωσάκι που παλεύουμε να εξηγήσουμε με τις λέξεις. Μες στα ποιήματα μπορούσε κανείς να βρει μια ολοζώντανη ιστορία από εκείνες που διηγούνται τη μελωδία τους και μας αφήνουν ένα βαθύ σημάδι τρυφερότητας και σεβασμού.
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
DIASTIXO.GR 14/2/2024
ΣΚΠ
ο τι μας βρίσκει δεν είναι κάτι που επιλέγουμε.
Είναι κάτι που μας βρίσκει και το υπομένουμε στωικά.
Η παραπάνω φράση είναι το μότο της ποιητικής συλλογής της Χριστίνας Λιναρδάκη με τον τίτλο που ως ακρωνύμιο δεν μας λέει και πολλά, υπαινίσσεται όμως κάτι κακό που ακολουθεί μέχρι να φτάσουμε στη σημείωση, στο κάτω μέρος της σελίδας, και να προσγειωθούμε ανώμαλα με πολλές αναταράξεις: ΣΚΠ ήτοι Σκλήρυνση Κατά Πλάκας. Εδώ μπορούμε να επικαλεστούμε και πάλι τους αρχαίους μας και δη τον Ευριπίδη, που πολλές φορές το έχει πει, και όχι μόνο μία, ότι οι θεοί πολλά δεν μας δίνουν από εκείνα που περιμένουμε και πολλά μάς δίνουν από εκείνα που δεν θέλουμε.
Οι ενότητες της συλλογής είναι δύο: «Ουλές», με είκοσι ποιήματα, και «Πληγές» με δεκαπέντε. Συνολικά τριάντα πέντε ποιήματα που γίνονται οι φορείς των παθημάτων της ποιήτριας, τα σκαλοπάτια που ανεβαίνει ένα ένα προς τον Γολγοθά της:
Σε κάποιο πάρτι ή άλλη μάζωξη/ το πρόσεξε ο Παναγιώτης
το ένα μάτι ήταν πιο κλειστό/ το βλέφαρο πεσμένο
Ο οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στον νευρολόγο
κι ο νευρολόγος με κοίταξε ανήσυχος
Έτσι άρχισαν όλα
(Πτώση βλεφάρου)
Κι επειδή, όπως λέει ο λαός, «ενός κακού μύρια έπονται», η αρχή του κακού είχε ήδη γίνει κι επειδή «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», όλα τα υπόλοιπα ακολούθησαν και ήρθε η ολοκλήρωση… Ένα ένα σκαλοπάτι, μία μία απώλεια. Τη μια φορά δεν δουλεύει το πόδι, την άλλη δεν αντιδρά το σώμα από το στήθος και κάτω. Μετά η εξέταση στον μαγνητικό τομογράφο και λίγες μέρες μετά η γνωμάτευση: «απομυελινωτικές εστίες».
Ο νους μου άδειασε/ η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί/
στις περιστρεφόμενες πόρτες του Maditerranean
Κι έπειτα, σιγά σιγά, το βλέμμα στρέφεται σε άλλους ασθενείς. Ένας νεαρός δεκαέξι ετών που δεν μπορεί να περπατήσει, μια ασθενής που χάνει σταδιακά την όρασή της. Η ίδια με τις «απομυελινωτικές εστίες» που μοιάζουν σαν «λευκοί νάνοι», σαν «δυσοίωνα άστρα», που δεν προλαβαίνει να φτάσει σε WC. Και μετά τα φάρμακα, η ρομαντική γιατρός που ελπίζει και η ίδια η πάσχουσα ελπίζει και ας χειροτερεύει κάθε μέρα… Μόνο οι ανίδεοι και χορτάτοι δεν καταλαβαίνουν και μόνο όποιοι έχουν γραπωθεί από μια σοβαρή ασθένεια ξέρουν ποιο είναι το πρόβλημα και πώς νιώθουν και πώς χειρίζονται την κατάσταση.
Στη δεύτερη ενότητα αναδύεται το άγνωστο παρελθόν. Η πάσχουσα είναι μικρό παιδί και χρόνο το χρόνο αισθάνεται το κακό που πλήττει τους αγαπημένους της. Η μητέρα με τον καρκίνο της, τον θάνατό της και το οικογενειακό πένθος. Η δική της σωματική αδυναμία και δυσκολία με το συνεπακόλουθο μπούλινγκ, όπως το αποκαλούμε σήμερα, από την οικογένεια, αν και σαν μαθήτρια αρίστευε. Η επιληπτική γιαγιά, ο ασθματικός παππούς, ο αγαπημένος που ήρθε μετά και αποδείχτηκε κατώτερος των προσδοκιών. Τα χρόνια πέρασαν, η παθούσα έκανε τα πάθη της ποιήματα και αυτό είναι το μόνο καλό που προσέφερε στον εαυτό της. Όπως λέει η ίδια στο ποίημα «Εγώ»:
Με όλα
όσα έχω περάσει
θα έλεγε κανείς
πως θα φερόμουν καλά
στον εαυτό μου
θα τον πρόσεχα
και θα τον φρόντιζα
Μα εγώ βλέπω πως
τον σπρώχνω στα άκρα
του στερώ ξεκούραση και ύπνο
τον καταδικάζω σε μοναξιά
τον γεμίζω θλίψη
Δεν τον ευχαρίστησα ποτέ
γι’ αυτό που έγινα και είμαι
Κι έτσι με κοιτάζει πάντα βουρκωμένος
και βουβός
ένα μικρό παιδί
ορφανεμένο
Η ποιήτρια έβαλε τον εαυτό της απέναντι. Αποστασιοποιήθηκε για να αντέξει τα δεινά της. Δεν το έβαλε κάτω ποτέ, δεν μεμψιμοίρησε –είναι γενναίο κορίτσι–, σπούδασε αγγλική φιλολογία, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη μετάφραση και την επικοινωνία, πάλεψε και παλεύει, γράφει, δημοσιεύει, μεταφράζει, δουλεύει, διατηρεί την αρχισυνταξία σε ψηφιακό λογοτεχνικό περιοδικό, αρθρογραφεί και έχει διαγνωστεί από το 2009 με ΣΚΠ.
Όλα στη ζωή της είναι σαν τα μαύρα και τα άσπρα τετραγωνάκια στο σκάκι. Την επέλεξαν τα μαύρα. Από το κατάστρωμα του πλοίου βλέπει την άβυσσο, όπου το «αδιαπέραστο μαύρο» κυριαρχεί με ό,τι αυτό υπαινίσσεται, εκείνη όμως δεν τρομάζει, επιμένει να κοιτάζει στο βάθος «ένα φως αδύναμο».
«Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο», λέει ο Διονύσιος Σολωμός. Και ο Οδυσσέας Ελύτης έβλεπε «σε μέγα βάθος» ήλιο νέο, αγίνωτο ακόμη, που «αρχινούσε με κόπο να χαράζεται», που «αποχρησμοδοτούσε το έρεβος», γιατί πίσω από κάθε μαυρίλα υπάρχει το φως. Πίσω από κάθε αναποδιά μια ευχή, «Έχει ο Θεός», και ο Θεός στην περίπτωση της Χριστίνας Λιναρδάκη είναι ο αδάμαστος χαρακτήρας της, που όσο κι αν το σώμα αδυνατεί εκείνος τη στυλώνει όρθια στα πόδια της, στα γραπτά της και στη ζωή της. Η Χριστίνα Λιναρδάκη είναι η ίδια το φως της ζωής. Μέσα από τα πάθη της γιγαντώνεται. Λέει Ναι στη ζωή, καταφάσκει νιτσεϊκά στο θετικό, όσο κι αν ο περίγυρος είναι αντίξοος. Ορθώνει το ανάστημα, απελπίζει την απελπισιά και σαν τον Ανδρέα Κάλβο ψάλλει αγέρωχα:
Δεν με θαμβόνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
[…]
Η λύρα της Χριστίνας Λιναρδάκη παίζει καλά τους στίχους και αποτρέπει το κακό. Έχει δίκιο η ρομαντική νευρολόγος της, που επιμένει να πιστεύει στο όραμα της επιστήμης που σώζει. Η αφιέρωση στη σελίδα 27 «Στην Ε. Ευαγγελοπούλου» μας επιτρέπει να τη συνδέσουμε με έναν ιατρικό ευαγγελισμό και να ελπίζουμε για τη Χριστίνα και για κάθε πάσχοντα που βλέπει στο πρόσωπό της την ελπίδα να λάμπει…
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ
FRACTAL 13/2/2024
Όταν το προσωπικό βίωμα γίνεται ποίηση
Η Χριστίνα Λιναρδάκη στην ποιητική της συλλογή ΣΚΠ (εκδόσεις Ενάντια 2024) καταγράφει τον αγώνα της με τη σκλήρυνση κατά πλάκας (ΣΚΠ), μια χρόνια νευρολογική ασθένεια που προσβάλλει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό· ένα αυτοάνοσο, εξαιτίας του οποίου το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού δεν αναγνωρίζει ως δικό του ιστό τη μυελίνη, το προστατευτικό περίβλημα των νεύρων, και την καταστρέφει. Η ασθένεια, αγνώστου αιτιολογίας, σχετίζεται μάλλον με στρεσσογόνες καταστάσεις και ψυχικά τραύματα -όπως εξάλλου και οι περισσότερες ανθρώπινες ασθένειες, είναι ψυχοσωματικές- ενώ μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και χαρακτηρίζεται από μεταβολικές διαταραχές που επιβαρύνουν τον νευρικό ιστό.
Η Λιναρδάκη αφιερώνει την ποιητική της συλλογή στους συνασθενείς και τα παιδιά της. Μας υποδέχεται με το μότο «το τι μας βρίσκει δεν είναι κάτι που επιλέγουμε, είναι κάτι που υπομένουμε στωικά» και παρά την έντονη συγκίνηση που προκαλούν οι συνθέσεις της στον αναγνώστη και την αναγνώστρια, η στάση της στωικότητας προσλαμβάνεται ως σημαινόμενο εκ μέρους της ποιήτριας.
Δύο οι ενότητες της συλλογής: Ουλές, Πληγές. Οι ουλές προκύπτουν από τη βιολογική διαδικασία αποκατάστασης των πληγών και αποτελούν μέρος της διαδικασίας επούλωσης. Η πληγή είναι συνώνυμη με το τραύμα, αλλά και με τη συμφορά, τα δεινά, τα κατευνασμένα πάθη. Ακόμη και αν θεραπεύονται οι πληγές, συχνά αφήνουν ουλές ανεπούλωτες. Το ασυνείδητο τις ανασύρει ενίοτε από τα απωθημένα βάθη και μας κατατρύχουν.
Στο πρώτο μέρος της συλλογής, Ουλές, η Λιναρδάκη περιγράφει τα συμπτώματα της νόσου με τη σειρά που τα βίωσε. Όλα ξεκίνησαν από την τυχαία παρατήρηση ενός φίλου για διαφορά ανάμεσα στα δύο μάτια και πτώση του ενός βλεφάρου Ακολούθησε η επίσκεψη στον οφθαλμίατρο και η ανησυχία του νευρολόγου.
ΠΤΩΣΗ ΒΛΕΦΑΡΟΥ
Σε κάποιο πάρτι ή άλλη μάζωξη
το πρόσεξε ο Παναγιώτης
το ένα μάτι ήταν πιο κλειστό
το βλέφαρο πεσμένο
Ο οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στον νευρολόγο
κι ο νευρολόγος με κοίταξε ανήσυχος
Έτσι άρχισαν όλα (σελ. 13)
Με ανεπιτήδευτο τρόπο, ύφος δραματικό, ποιητικό, η Λιναρδάκη περιγράφει τη σταδιακή εξέλιξη της νόσου: απώλεια αίσθησης των άκρων, αδυναμία βάδισης, αίσθημα ακράτειας, απώλεια αφής. Οι νευρολογικές εξετάσεις που ακολούθησαν, το ηλεκτρομυογράφημα, η νοσηλεία, η ανάγκη της φαρμακευτικής αγωγής, αποτυπώνονται ποιητικά με αμεσότητα, φυσικότητα, ύφος οικείο, εκφραστικά μέσα. Κυρίως το ποιητικό υποκείμενο αφήνει να αναδυθεί ο συγκλονισμός του ανθρώπου σε τέτοιες περιστάσεις, όταν η ασθένεια είναι σοβαρή και πρέπει να φανεί γενναίος.
Τα βιωματικά περιστατικά που περιγράφει στην Κλινική είναι ιδιαίτερα συγκινητικά, εφόσον η ασθένεια προσβάλλει νεαρά παιδιά, επιτίθεται στην όραση, στην αίσθηση.
ΣΤΟΝ ΔΙΑΔΡΟΜΟ
Ένας νεαρός
περπατά με πι
δεν μπορεί να ισιώσει την πλάτη του
μιλά για το τελευταίο χειρουργείο του
και την αντλία κορτιζόνης
στη σπονδυλική του στήλη
είναι μόλις δεκάξι (σελ. 20)
Κάνοντας χρήση των αντιθέσεων (π. χ. λευκό-μαύρο), ουσιαστικών που έχουν σχέση με τη βιολογία, την υγεία, την ιατρική τεχνολογία, τη φαρμακολογία, η Λιναρδάκη συνθέτει μία ελεγεία για τη νόσο, αλλά και για το άρρωστο σώμα το οποίο καταντά δεσμός, μια φυλακή, εξαρτάται από αμαξίδιο, χάπια.
Θέτοντας με παρρησία το δάχτυλο «επί τον τύπον των ήλων», δεν διστάζει να σαρκάσει την όλη κατάσταση. Μιλά με πικρό χιούμορ για μπλε και πράσινες πεταλούδες πάνω στα ράφια του εγχυτηρίου με τους ορούς, για «εξωτικά» ονόματα φαρμάκων, «εξωτική ασθένεια». Αλλά και για «την πολυπόθητη κανονικότητα» η οποία όμως χρειάζεται την αρωγή της κορτιζόνης για να επέλθει στους ασθενείς. Δίνει έμφαση στην ανάγκη των νοσούντων για αγάπη, στις επιπτώσεις της ασθένειας στην ψυχολογία, τη δυναμική του αρρώστου.
Οπωσδήποτε η επιστήμη εξελίσσεται ραγδαία και είναι δυνατό πολύ σύντομα να εφευρεθεί η θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Ωστόσο η ποιήτρια, σαρκάζοντας, ονομάζει «ιστορικό ρομαντισμό» την περίπτωση αυτή και με ρεαλισμό επισημαίνει: «κάθε μέρα με διαπερνά και με συνθλίβει». (σελ. 27)
Η ενότητα Ουλές επικεντρώνεται στην εμφάνιση της νόσου και την πορεία της. Παρεμβάλλονται δύο ποιήματα γέφυρες: Θεωρία, Σταύρωση. Αναδεικνύουν τη μεγάλη σημασία της ψυχολογίας στην εμφάνιση των ασθενειών. Σύμφωνα με την ιατρική επιστήμη, τα αυτοάνοσα πηγή τους έχουν τραύματα της ψυχής που προκαλούνται στην παιδική ηλικία, έναν δυσλειτουργικό γάμο, την κοινωνική καταπίεση.
Στην δεύτερη ενότητα Πληγές η μνήμη αναμοχλεύει βαθιά τραύματα της παιδικής ηλικίας, πρωτίστως την απώλεια της μητέρας -μορφής κυριαρχικής στη ζωή μας- στην τρυφερή ηλικία των εννέα ετών. Ως κρυφό και χρόνιο στρες, πιθανή αιτία της ΣΚΠ, ανασύρει τη συγκλονιστική στιγμή που μικρή κοπελίτσα οκτώ χρονών, χάρη σε ένα τυχαίο περιστατικό, διαπιστώνει ότι η μητέρα πάσχει από καρκίνο. Ο θάνατος -τον επόμενο μόλις χρόνο- έφερε την ορφάνια, την απουσία οποιαδήποτε αναφοράς στο πρόσωπό της εντός του σπιτιού, μια τραγική αποκοπή.
Η ΠΕΡΟΥΚΑ
Ο οδηγός
φρέναρε απότομα
τρανταχτήκαμε όλοι
εσένα σου έφυγε η περούκα
κι αποκαλύφθηκε
ένα κρανίο γυμνό
καταντράπηκες
απελπίστηκες
εγώ τρόμαξα:
ήσουν στ’ αλήθεια εσύ;
Πού πήγαν
τα πυκνά μαλλιά σου;
Στο μεταξύ ο καρκίνος σου κάλπαζε
Ήμουν οκτώ (σελ. 43)
Η μνήμη παραπέμπει επίσης στον άρρωστο παππού, την άρρωστη γιαγιά, ανθρώπους που την προστάτευαν. Τα βιώματα πλήγωναν τα βάθη της παιδικής ψυχής. Το ποιητικό υποκείμενο ενθυμείται τη σωματική αδυναμία στα παιχνίδια, στις σχολικές δραστηριότητες. Δραματικοί οι τίτλοι των ποιημάτων, αντιθέσεις, εικονοποιία.
Στη σύνθεση της Λιναρδάκη κυριαρχεί το αίσθημα του τραύματος είτε είναι σωματικό είτε ψυχικό είτε ερωτικό. Τα ποιήματα που αφιερώνονται στον έρωτα είναι ματαίωσης, πληγής. Χρησιμοποιούνται λέξεις, όπως σκοτάδι, πυροβολισμός, αίμα, installation, ερείπιο, θρυαλλίδες, θρύψαλα, κενό.
ΕΣΥ
Σε γνώρισα αμέσως
ήσουν εκείνος που είχα δει στ’ όνειρό μου
τότε που έβαλα το κουφέτο κάτω απ’ το μαξιλάρι
κι είδα απ’ το πρόσωπό σου το μισό
γελαστό, όμορφο, γενναίο
πόσο το ερωτεύτηκα!
Δεν ήξερα πως το άλλο μισό
ήταν κρυμμένο στο σκοτάδι (σελ. 52)
Τα ποιήματα διανθίζει με παραθέματα στίχων του Μίλτου Σαχτούρη, του Κωστή Παλαμά και του Αργύρη Χιόνη, τα οποία τοποθετεί ως μότο. Χωρίς τελείες στο τέλος, εξασφαλίζουν αφηγηματική ενότητα και εξέλιξη.
Η ποιητική συλλογή ΣΚΠ δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον αναγνώστη και την αναγνώστρια. Η θεματική είναι πρωτότυπη. Έτσι όπως παρακολουθεί τη ζωή του ποιητικού υποκειμένου από την παιδική ηλικία μέχρι την ωριμότητα, συνιστά έναν σπαρακτικό μονόλογο, μια καθηλωτική αναδρομή σε όσα επηρέασαν και συντάραξαν, αλλά και σε τωρινά βιώματα. Εκπέμπει το μήνυμα της στοργής προς τον εαυτό μας, της απομάκρυνσης από καταστάσεις άγχους και πίεσης, ότι η υγεία είναι ο πλούτος του ανθρώπου, η στωικότητα στάση ζωής.
Βιωματική και άμεση, με ρυθμό και αισθαντικότητα, η σύνθεση της Λιναρδάκη ΣΚΠ συναρπάζει με την αλήθεια της.
[…] Όλη μου η ζωή
ένα σκοτάδι πηχτό ήταν
κι εγώ
έβαζα πάντα τα δυνατά μου
να φτάσω
ένα φως αδύναμο
κάπου μακριά
(A BEACON IN THE DARKEST HOURS, σελ. 57)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ
FREAR.GR 10/2/2024
Στην ποιητική καρδιά της νόσου
Η πεζή αφήγηση έχει βαρίδια που δεν μπορεί να αποτινάξει. Ένα αρμολόγημα των φράσεων, που βαραίνει την καθεμία με κατιτίς αχρείαστο για το νόημα αλλά χρειαζούμενο για τη ροή του λόγου. Βαρίδια, που απ’ αυτά απαλλάσσεται η ποίηση. Μπορεί έτσι κάθε φράση κι αράδα να στέκει μόνη της, όχι ασύνδετη μ’ ό,τι προηγείται κι έπεται –αν και μπορούν τούτες οι συνδέσεις να ’ναι κρυφές–, αλλά πάντως μετέωρη, με κάτι ατόφιο, δικό της ολωσδιόλου. Μια φράση ποιήματος στέκει σ’ ένα δικό της κενό, καταμεσής στη λευκότητα της σελίδας, και με τη θέση της και τη διάταξή της αφήνει πάντα κάτι να μένει άρρητο ή υπόρρητο.
Στο ΣΚΠ η Χριστίνα Λιναρδάκη επέλεξε να αφηγηθεί την ιστορία μιας νόσου, από το πρώτο της σημάδι και καθώς μες στα χρόνια ακολουθούσε μια πορεία, διατάσσοντας τούτη την εξιστόρηση κάθετα, με κενά εκατέρωθεν κάθε φράσης, και χωρίζοντάς την σε ποιήματα. Πάντα, κάτι λέγεται και κάτι δεν λέγεται έτσι. Κι αυτό το ξετύλιγμα της σκλήρυνσης κατά πλάκας από μια βλεφαρόπτωση ως μια παράλυση του ενός ποδιού, κι έπειτα απώλεια της αφής, εξετάσεις, ακούσιοι σπασμοί, ξανά εξετάσεις, ακράτεια, φάρμακα, οροί, κορτιζόνη, αμαξίδιο… τούτο το ξετύλιγμα ηχεί συνάμα ξερό και σπαραχτικό, υπόκωφο κι εκκωφαντικό, μα πάνω απ’ όλα αληθινό – αληθινό με την έννοια του ειλικρινούς. Αυτό είναι τα ποιήματα στο ΣΚΠ, το καθένα ξέχωρα κι όλα μαζί. Επιλέγοντας η Λιναρδάκη την ελλειπτικότητα της ποίησης, φτάνει μ’ ειλικρίνεια ως την καρδιά της νόσου – και, στα τελευταία ποιήματα της συλλογής, ακόμα πιο βαθιά, εκεί που η νόσος, μα πάνω απ’ όλα ο άνθρωπος, ριζώνει στους άλλους και στην παιδική ηλικία, συντάσσοντας ένα ψυχικό απουσιολόγιο.
Να μην έχεις καθόλου αφή
απ’ το στήθος και κάτω
σαν το σώμα να είναι
θαμμένο στην άμμο
σαν το όριό του να μην είναι
το δέρμα
ή σαν το δέρμα
να είναι κάτι άλλο
κάτι χοντρό
και ξένο
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Περιοδικό “Θράκα” 8/2/2024
Το απαραρηγόρητο θηρίο
ΣΚΠ είναι ο «αντιποιητικός» τίτλος της ποιητικής συλλογής της Χριστίνας Λιναρδάκη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ενάντια. Πρόκειται για το ιατρικό ακρωνύμιο της Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας. Και συνεπώς, για μια συλλογή, γραμμένη εξ ολοκλήρου, νομίζω, στο πρώτο πρόσωπο, η οποία πραγματεύεται το ζήτημα του πόνου: του σωματικού πόνου, του ψυχικού και συναισθηματικού πόνου.
Αλλά τι είναι ο πόνος; Ο πόνος είναι, ουσιαστικά, η εμπειρία του αδιαμεσολάβητου, ή καλύτερα η μία της όψη· η άλλη είναι η ηδονή. «Αδιαμεσολάβητο» σημαίνει αυτό απέναντι στο οποίο το σώμα δεν έχει άμυνες ή φίλτρα. Ο πόνος, όπως και η ηδονή, είναι άμεσα σωματικά συναισθήματα για τα οποία δεν υπάρχει καταφυγή και για τα οποία δεν υπάρχει επίσης, όταν τα νιώθουμε, γλώσσα. Η γλώσσα είναι πάντα εκ των υστέρων απέναντι στον πόνο, όπως είναι και απέναντι στην ηδονή, και είναι πάντα μια προσπάθεια διαμεσολάβησής τους και επεξεργασίας τους από τον νου.
Το ζήτημα αυτό έχει μιαν ιδιαίτερη βαρύτητα σε περιπτώσεις όπως αυτή που αφορά η συλλογή της Λιναρδάκη, όπου μια ιδιαίτερα επώδυνη και βαριά ασθένεια έρχεται, θαρρείς, από το πουθενά, χωρίς λογική εξήγηση, αυθαίρετα και τυχαία. Η βάσανος του σώματος γίνεται άμεσα βάσανος του νου, επειδή ακριβώς δεν είναι κάτι για το οποίο υπάρχουν εξηγήσεις ή απαντήσεις: αυτό που συμβαίνει, συμβαίνει. Και συνεπώς η γλωσσική του επεξεργασία, η επεξεργασία του από τη νόηση, και ειδικά από την τέχνη στις διάφορες μορφές της, αποτελεί μια προσπάθεια να εξαχθεί κάποια λογική από το παράλογο και κάποιο νόημα από αυτό που δεν έχει νόημα και είναι μονάχα η κραυγή του ευάλωτου σώματος. Η συλλογή της Λιναρδάκη είναι έντιμη και καθαρή ως προς αυτή την παράμετρο: δεν εκμεταλλεύεται και δεν εμπορευματοποιεί την ασθένεια και τον πόνο, δεν είναι «φτηνή» και εντυπωσιοθηρική, παλεύει με καθαρά χέρια απέναντι στην εμπειρία και για λόγους απόλυτα ανθρώπινους και προσωπικούς.
Αλλά η μεγάλη δυσκολία όταν βρίσκεται κανείς απέναντι σ’ αυτό το αδηφάγο θηρίο που λέγεται πόνος είναι πως αφενός δεν μπορεί να το αναστήσει εκ των υστέρων παρά μόνο μέσα από κάθε λογής γλωσσικές «καταχρήσεις» της κυριολεξίας, που αποτελούν όχι μόνο βασικά μέσα για την ποιητική γλώσσα αλλά και μέσα διαμεσολάβησης, επεξεργασίας, αποστασιοποίησης και τελικά υπέρβασης ή ξεπεράσματος του αδιαμεσολάβητου συναισθήματος· αφετέρου όμως πρέπει να παλέψει ώστε αυτό το συναίσθημα να παραστεί αυθεντικά στο ποιητικό σώμα, να μη χαθεί και να μη θαφτεί κάτω από το μεταφορικό οπλοστάσιο, να μην «αισθητικοποιηθεί», να μην γίνει κάτι υπερβολικά αφηρημένα ή «εγκεφαλικό».
Πρόκειται, προφανώς, για ανεπίλυτο δίλημμα: δεν υπάρχει τρόπος να μιλήσεις για τον πόνο, δηλαδή το αδιαμεσολάβητο, με τρόπο που είναι ο ίδιος αδιαμεσολάβητος. Και δεν υπάρχει τρόπος να διαμεσολαβήσεις τον πόνο με τη γλώσσα και με τις τροπικότητες και σημειωτικές ολισθήσεις της γλώσσας χωρίς πάντοτε να κινδυνεύεις να παραχαράξεις κάτι από την αμεσότητα του πόνου. Το έργο της ποίησης με θέμα τον σωματικό (και κατόπιν τον ψυχικό και συναισθηματικό πόνο) είναι αδύνατο, ανέφικτο. Η διαφορά είναι ότι η αναγνώριση, η συνειδητοποίηση αυτού του αδύνατου δε σηματοδοτεί το τέλος της ποίησης. Σηματοδοτεί την αρχή της. Ο αυθεντικός ποιητικός λόγος είναι πάντα μια απόπειρα επίλυσης του ανεπίλυτου, που φυσικά αποτυγχάνει. Αλλά η καθορισμένη μορφή της αποτυχίας αυτής είναι πάντοτε η βάση της κρίσης για τον βαθμό στον οποίο ένα έργο καταφέρνει να αποσπάσει από τον πόνο κάτι που ο ίδιος επουδενί δεν περιέχει, όντας μάλλον κάτι σαν την πεμπτουσία της μονοτονίας των ερεθισμάτων και του μουδιάσματος κάθε σκέψης: να αποσπάσει το έργο τέχνης.
Η ποιητική του Paul Celan αποτελεί έναν πολύτιμο οδοδείκτη (όχι τυφλοσούρτη, βέβαια) για όσους αποπειρώνται να τα βάλουν εκ των υστέρων με το απαρηγόρητο θηρίο του πόνου. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Celan δεν είναι ένας ποιητής που μιλάει για τον πόνο ωσάν αυτός να βρίσκεται κάπου επέκεινα της γλώσσας. Ο Celan μπολιάζει την ίδια τη γλώσσα με πόνο, κάνει τη γλώσσα να πονά. Ασφαλώς, αυτό ακούγεται σαν μια διατύπωση όχι λιγότερο μεταφυσική σε χαρακτήρα από την εντύπωση πως η ποίηση μπορεί να μεταφέρει αδιαμεσολάβητα και άμεσα το φυσικό συναίσθημα του πόνου. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η γλώσσα στον Celan πονά ασφαλώς μόνο μεταφορικά, αλλά επειδή η γλώσσα είναι το μόνο μέσο με το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε για τον πόνο, η μεταφορά του πόνου από το περιεχόμενο στη μορφή έχει αποτελέσματα: η διστακτικότητα της πρότασης, η αίσθηση του ατελούς και του μετέωρου, η γλωσσική νεοπλασία, οι παύσεις, η υπονόμευση της συντακτικής ευκρίνειας, όλα αυτά τα πλήρως γλωσσικά μέσα μεταφέρουν ασυναίσθητα στον αναγνώστη ή την αναγνώστρια κάτι από αυτό για το οποίο ο Celan σπανιότατα δέχεται να μιλήσει ρητά ή ξεκάθαρα. Και επειδή τα μεταφέρουν ασυναίσθητα, τα μεταφέρουν, στην πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση, αδιαμεσολάβητα, πριν ο νους καταφέρει να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Με άλλα λόγια, δίνουν στη γλώσσα—την πλήρως διαμεσολαβημένη από λογής τεχνικές επεξεργασίας—τον απρόσμενο εκείνο χαρακτήρα που της επιτρέπει να διεισδύσει μέσα μας χωρίς να το καταλάβουμε και να επηρεάσει τη διάθεσή μας χωρίς να ξέρουμε γιατί και πώς. Ή, ακόμα απλούστερα: ο Celan δίνει στη γλώσσα τη μορφή του πόνου.
Θα παραθέσω δύο παραδείγματα από το ΣΚΠ, όπου θεωρώ πως η Λιναρδάκη κινείται στη γόνιμη κατεύθυνση μιας νικηφόρου αποτυχίας στην πάλη με το θηρίο του πόνου. Στο πρώτο, είναι η τελευταία αράδα («Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα»), αυτή που δεν αφορά τον πόνο του ποιητικού υποκειμένου αλλά την επιμονή της ζωής γύρω να συνεχίζει πλήρως αδιάφορα ως προς αυτόν τον πόνο, που για μένα καταφέρνει το συντριπτικό και πραγματικά επώδυνο χτύπημα στον αναγνώστη (γιατί βέβαια, μια ποιητική συλλογή για τον πόνο δεν αναζητά να πονά η ίδια αλλά να μας κάνει να νιώσουμε τι σημαίνει «πόνος»):
Mediterranean Hospital
Μάτια σφιγμένα δυνατά
μέσα στον μαγνητικό τομογράφο
η φωνή του τεχνικού ραγισμένη
μετά από μια αιωνιότητα
«τελειώσαμε» ανήγγειλε
Λίγες μέρες μετά
η γνωμάτευση έγραφε
«απομυελωνιτικές εστίες»
ο νους μου άδειασε
η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί
στις περιστρεφόμενες πόρτες του Mediterranean
Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα
Στο δεύτερό μου παράδειγμα, που έχει τον εξίσου αντιποιητικό τίτλο «ΚΝΣ» (Κεντρικό Νευρικό Σύστημα), η κατεύθυνση είναι μάλλον η γενναία παραδοχή της ποιητικής διαμεσολάβησης, δια της οποίας όμως, και όλως παραδόξως, ο λυρισμός ως τέτοιος αποκτά εξ αρχής τη διάσταση της αμεσότητας, σπάζοντας τα δεσμά του «παραδοσιακού» ή και «ξεπερασμένου» του χαρακτήρα. Ας δούμε το ποίημα:
ΚΝΣ
τ’ άρρωστα, κιθάρα, τα παιδιά σου,
λόγια και σκοποί· τι κακό τα τρώει
Κωστής Παλαμάς, «Η κιθάρα»
Οι καημοί της λιμνοθάλασσας
Χορδή ξεκούρδιστη
που κάνει κοιλιά
στο σκάφος της κιθάρας
στην κόγχη του ματιού
το οπτικό μου νεύρο
Στο σύντομο αλλά εξαιρετικό αυτό ποίημα, η Λιναρδάκη προβαίνει σε μια σειρά τολμηρών κινήσεων: πρώτον, αντλεί άμεσα από τη θεματική του ύστερου ρομαντισμού περί σπασμένης, «ξεχαρβαλωμένης» (Καρυωτάκης), ξεκούρδιστης ή παράφωνης κιθάρας. Η θεματική αυτή αφορά, όπως έδειξε ενδελεχώς ο Διονύσης Καψάλης, και όπως ανέλυσα κι εγώ σε παλιότερο κείμενό μου [1], μια μεταφορά για τη σχέση του υποκειμένου και του σώματος με τον φυσικό κόσμο: ενώ ο κλασικός λυρισμός αναπαριστούσε τη σχέση αυτή ως αρμονική, ή ύστερη ρομαντική ποίηση και η ποίηση του μεσοπολέμου είδε, πολύ πιο απαισιόδοξα, την «κιθάρα» του ανθρώπου και του λυρικού ποιητή πιο συγκεκριμένα, ως ένα αδύναμο και σμπαραλιασμένο μέσο και συνεπώς την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη ως «παραφωνία», ως κάτι τελικά ασυμφιλίωτο με κάθε έννοια φυσικής αρμονίας.
Σε λίγες μόνο και λακωνικές αράδες, η Λιναρδάκη συνδέεται εδώ με όλη αυτή την παράδοση της «αντιρομαντικής» ή αντιλυρικής στροφής, η οποία δεν ισοδυναμεί με τον αντιλυρισμό αλλά με την εσωτερική κριτική του λυρισμού (πράγμα εντελώς διαφορετικό, προφανώς): δεν είναι απόρριψη εκ προοιμίου δηλαδή της λυρικής αποστολής της ποίησης αλλά δραματοποίηση εντός της ποίησης των οντολογικών ορίων ενός τέτοιου λυρισμού. Με απλά λόγια: Έχουμε σώμα, και το σώμα δεν είναι ποτέ προστατευμένο από τη δυσαρμονία. Η «φύση», αντίστροφα, δεν είναι με κανέναν τρόπο απλό συνώνυμο της αρμονίας. Αντιθέτως, είναι η ίδια πηγή της στρέβλωσης που κάνει την «χορδή» να είναι «ξεκούρδιστη». Αυτό δεν είναι άλλωστε η ίδια η Σκλήρυνση Κατά Πλάκας; Μια επώδυνη υπενθύμιση ότι η ρομαντική εξίσωση της φύσης με την αρμονία είναι ψευδής;
Αλλά η Λιναρδάκη δε σταματά εδώ. Η δεύτερη και κρίσιμη κίνησή της αφορά τη μετατόπιση από το πεδίο του ήχου και συνεπώς της ακοής (η ξεκούρδιστη χορδή, το σκάφος της κιθάρας), σ’ αυτό της όρασης: η έξοχη, ολότελα νέα μεταφορά με την οποία η ποιήτρια διεκδικεί την καταγωγή της από τον ύστερο ρομαντισμό και την ποίηση του Μεσοπολέμου είναι «το ξεκούρδιστο οπτικό νεύρο», με την «κόγχη του ματιού» να γίνεται το οπτικό ανάλογο του «σκάφους της κιθάρας». Η σύμφυση της κατάστασης αποσυντονισμού, φθοράς, και αποσύνθεσης στην ακοή με αυτή στο πεδίο της όρασης αιμοδοτεί εκ νέου την ποιητική παράδοση. Που σημαίνει: την κάνει ξανά να πονά, και να πονά, πάνω από όλα εμάς, τους αναγνώστες. Και να πώς η αποδοχή της διαμεσολάβησης του πόνου—στο πρώτο μου παράδειγμα, από την αδιαφορία του κόσμου γύρω μας, στο δεύτερο, από το σώμα της ποιητικής παράδοσης—δεν ισοδυναμεί καθόλου με κιβδηλοποίηση ή με εύκολη «αισθητικοποίηση». Απεναντίας, σε στιγμές όπως αυτές, η Λιναρδάκη αφήνει τεκμήρια της δυνατότητάς της όχι απλά να μιλήσει για το δύσκολο, αλλά να κάνει το δύσκολο.
Και αυτό—τι άλλο; —είναι η αποστολή της ποίησης.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ BOOK PRESS 10/4/2024
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας ποιητής; Τι το καινούργιο φέρνει;
Καταρχάς δεν θεωρώ πως είμαι ποιήτρια, επειδή έγραψα μερικά ποιήματα που συναρμόστηκαν σε μια συλλογή. Δεν ξέρω αν αυτό που κομίζει το ΣΚΠ (εκδ. Ενάντια) μου είναι κάτι καινούργιο, είναι όμως σίγουρα κάτι σπάνιο: μία εκ των έσω και ποιητικά αποδοσμένη ματιά στην καθημερινότητα ενός ανθρώπου με σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά και στα τραύματα που μπορεί να ευθύνονται για μια τέτοια νόσο. Το βιβλίο αποκαλύπτει καταστάσεις για τις οποίες συνήθως οι πάσχοντες, και όχι μόνο, αποφεύγουν να μιλήσουν – για χίλιους λόγους.
Με ποιους στίχους από τη συλλογή σας θα την συστήνατε σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε γι’ αυτήν;
Η θεωρία λέει πως
τα αυτοάνοσα προέρχονται
από ψυχολογικά τραύματα
και συναφείς πληγές
μια δύσκολη παιδική ηλικία
έναν δυσλειτουργικό γάμο
την κοινωνική καταπίεση
το στρες
Όλα μετατρέπουν
το σώμα
σε ρηγματώδη πλανήτη
μ’ έναν πυρήνα συμπιεσμένο
γεμάτο μάγμα
Κάθε σταγόνα του που διαρρέει
γεμίζει
το σώμα
με βλάβες
Πώς κατανοείτε τον περίφημο στίχο του Γιώργου Σεφέρη «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας»;
Είμαι η ζωντανή του απόδειξη. Διαβάζω συστηματικά ποίηση από παιδί, πιο εντατικά τα τελευταία 11 χρόνια που διατηρώ το στίγμαΛόγου (stigmalogou.gr). Όταν λοιπόν βρέθηκα πέρυσι σε μια πραγματικά δύσκολη προσωπική στιγμή και κάθισα να γράψω για να εκτονώσω τις εσωτερικές μου εντάσεις, το μόνο που κατάφερα να σκαρώσω ήταν ποιήματα, προφανώς επειδή ήμουν πιο εξοικειωμένη με τον ποιητικό κώδικα. Και πάλι, ωστόσο, δεν πέτυχα πάντα ένα ποιητικό αποτέλεσμα – κάποια ποιήματα δεν είναι τόσο ποιητικά, όμως συντελούν στο «κάρφωμα της πρόκας»: αποτελούν άλλη μια σφυριά και άλλη μια σφυριά στη διαμόρφωση της αντίληψης του αναγνώστη για το πώς είναι η ζωή για έναν ασθενή με σκλήρυνση κατά πλάκας ή για το πώς μία κατάσταση μπορεί να μετατραπεί σε πληγή.
Ελληνική ποίηση, μεταφρασμένη ποίηση. Ποιο είναι το δικό σας «αναγνωστικό ισοζύγιο»;
Θα έλεγα 2/3 προς 1/3. Μεταφράζω κι εγώ ποίηση και ξέρω πολύ καλά πόσο σημαντικό είναι να μεταφέρονται ξένες φωνές στα ελληνικά. Οπότε διαβάζω και κλασικούς και σύγχρονους ξένους ποιητές από μετάφραση, συχνά μάλιστα συγκρίνοντας μεταφράσεις από διαφορετικούς μεταφραστές. Δεν θέλω όμως να πω ψέματα: διαβάζω κυρίως ελληνική ποίηση.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες – εικαστικά, μουσική, κινηματογράφος κ.ά.– το ποιητικό σας έργο;
Λατρεύω τη ζωγραφική, πιστεύω πως με πολλούς τρόπους είναι ποίηση χωρίς λόγια, όμως δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι με έχει επηρεάσει. Το ΣΚΠ έχει βιωματική ποιότητα, εκκινεί από προσωπικές εμπειρίες και πότε μένει εκεί πότε ακολουθεί τις τροπές που αυτές παίρνουν μέσα στη φαντασία. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία της συγγραφής του ήταν λυτρωτική. Κι αν αποφάσισα να το εκδώσω, είναι επειδή σκέφτηκα ότι αυτή η συλλογή μπορεί να είναι λυτρωτική και για κάποιον άλλον. Από αυτά που γράφονται, φαίνεται πως έτσι είναι – και αυτό με χαροποιεί πραγματικά: κατάφερα να γράψω κάτι που μπορεί να βοηθήσει έναν άλλον άνθρωπο. Δεν είναι κι αυτή μία από τις ουσιαστικές σημασίες της τέχνης;
.