Η Δάφνη Δρέα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2000. Σπούδασε Εφαρμοσμένη Πληροφορική που δεν της άρεσε και τόσο. Περνάει κάποιες από τις μέρες της μέσα στους πίνακές της και κάποιες άλλες χορεύοντας lindy hop. Παίζει πιάνο και κιθάρα και μερικές φορές μπορεί να βρεθεί να τραγουδά στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Διατηρεί online παρουσία στο Instagram υπό το όνομα dafnidrea. Η “Ανάδυση” (Εκδόσεις ART ACTION LAB 2023) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
.
.
ΑΝΑΔΥΣΗ (2023)
ΑΝΑΤΟΛΗ
Τις πιο πολλές μέρες είμαι μια γειτονιά
όπου βρέχει
και όλοι τρέχουν να μαζέψουν τ’ απλωμένα
ρούχα τους
Άλλες φορές είμαι το περβάζι που
χτυπιέται από τον αέρα
στο παρατημένο δίπλα διαμέρισμα
και δεν αφήνει τους γείτονες να
κοιμηθούν
Ένα αναρριχητικό φυτό
σκαρφαλώνει ένα δέντρο
είμαι και τα δύο
και το φως που τα χαϊδεύει
Μουγκρίζω, ουρλιάζω
είμαι τα σπλάχνα της θάλασσας
που ποτέ δεν εκτονώνονται αρκετά
δεν χτυπιούνται στα βράχια και δεν
πιτσιλούν τον άνεμο
παρά θαμμένα κάτω από τον όγκο του
σώματος νερού
φαρδόπλατα μουγκρίζουν υπόκωφα το
βράσιμό τους
χωρίς φως
Προσπαθώ τώρα
να αναπνέω ήρεμα
όσο με τρυπά η άνοιξη, καλοπροαίρετα πάντα
ή τουλάχιστον όχι κακοπροαίρετα
απλά είναι αυτό που κάνει:
έρχεται
και τρυπά και λιώνει
και προσπαθώ
να αναπνέω ήρεμα
Να γίνομαι ο άνεμος που μαστιγώνει την
κοπέλα και η
κοπέλα
ο άντρας που σηκώνει το τσέλο και το τσέλο
Θέλω να ‘μαι ελεύθερη να γίνω το άνοιγμα
θέλω να ’μαι κι εγώ άνοιξη
να τρυπώ κι εγώ, καλοπροαίρετα πάντα
τους ανθρώπους
να τους κεντώ αστεράκια στα μπράτσα
και να τους φιλάω ειλικρινά πάνω στα βλέφαρα
με τα δικά μου μάτια ανοιχτά, καθαρά, γεμάτα.
Είμαι η παλιά γειτονιά όπου ξέχασε η
ανατολή να πάει.
Κι οι άνθρωποι δεν ξύπνησαν,
ούτε άπλωσαν τα ρούχα τους,
ούτε τάισαν τα πουλιά στις βεράντες τους
Γδύνομαι.
Έχει φως
γελάω, τρέχω, παίζω, ανοιχτή
σαν πληγή
που δε φοβάται να πονά
και που δε ψάχνει να πονά
απλά πονά
όταν πονά
τις άλλες μέρες
χαίρεται
ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ
Δεν τον πείραζε που του έφυγε
δεν του έλειπε πια
έλεγε
Και τα βράδια
ξάπλωνε στη “δική του”
μεριά του κρεβατιού
ΠΩΣ ΞΑΝΑΞΕΚΙΝΑΣ
Ένας απλός πικρός καφές
Ένα μεγάλο-για-μένα κληροδοτημένο ρούχο
για να μου θυμίζει ότι είμαι μικρή ακόμη
ότι χωράω
ότι έχω χώρο να μεγαλώσω
Με έντονα χρώματα για να με προστατεύσει από
τον κόσμο
Και φαρδύ για να φουσκώσει απ’ την ψυχή μου
όταν αρχίσει σαν ατμός να εγκαταλείπει
το σώμα
Να την κρατήσει εδώ
Να πλέει μες στο φούτερ
γύρω γύρω μου
Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ
Σήμερα η πόλη αυτή
Γιορτάζει
Κρεμάσαν φαναράκια και κορδέλες
Τον ουρανό γεμίζουν οι καμπάνες
Παιδιά φωνάζουν και γελούν
Πλησιάζουνε τα τύμπανα, λαμπερά στον
ήλιο
Μας καλούν
Θέριεψε η θάλασσα
Ξεθόλωσε το βλέμμα
Περνά ο στρατός με φουσκωμένο στήθος
και άρβυλα που σείουν τη γη
Η φιλαρμονική με τις φούντες να
λικνίζονται μαζί
και τις χρυσές τους τούμπες
Χαλούν τον κόσμο, θριαμβευτικά
Δικαιωματικά
Άνθρωποι σκαρφαλωμένοι στ’ άρματα, στα
κτίρια
Πάλλονται στις ζητωκραυγές
Ο πόλεμος τελείωσε
Πίσω πίσω, τελευταία
σέρνει το μακρύ της φουστανάκι
με κομφετί στα μαλλιά της τα βρώμικα
και μουτζουρωμένα μαγουλάκια
Πάει με τα μικρά της πόδια τα ξυπόλυτα
Ώσπου να φτάσει
έχει ο κόσμος φύγει
Κοντοστέκεται στη μέση της λεωφόρου
Σφίγγει το τούλι με τα χέρια της
Γυαλίζουνε τα μάτια
Ο αέρας παρασέρνει σερπαντίνες
Δε μιλά
Ψηλά σκίζουν τον αέρα τα αεροσκάφη
Σηκώνει τα χέρια της
να την πάρουν αγκαλιά
Κανείς δεν ήρθε
Αυτή η ειρήνη κόστισε
και άργησε
πολύ
Ο ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
η θάλασσα έβραζε, ωμή όπως πάντα
βαριά ανέπνεε κι αργά στον παφλασμό της
άφριζε και ξάφριζε και παλλόταν ρυθμικά
όπως πάντα
και μέσα στην κοιλιά της πράγματα πολλά
καρέκλες καναπέδες και φωτιστικά
γράμματα αιωρούνται, επιπλέουν νυχτικά
κρεμάστρες, Βιβλία, κουκλάκια παιδικά.
Λουλούδια βαλσαμωμένα απ’ την αλμύρα,
χέρια
Μέχρι να βουλιάξεις ειν’ το θέμα
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
FRACTAL 18/7/2023
Η Δάφνη Δρέα ξεκινά το ποιητικό της ταξίδι με τη πρώτη της ποιητική συλλογή ΑΝΑΔΥΣΗ από τις εκδόσεις art action lab. Ένας νέος άνθρωπος η Δάφνη, έχει να μας καταθέσει με μια φρέσκια ματιά, τη σκέψη της, τα συναισθήματα της, ευχάριστα ή δυσάρεστα σ΄ ένα κόσμο που σιγά-σιγά παραδίδουν οι παλαιότερες γενιές στους νέους ανθρώπους για τον οποίο η παγκόσμια κοινότητα και οι ισχυροί της γης δεν πρέπει να είναι περήφανοι. Ένα κόσμο που φοβάμαι ότι τα αρνητικά του είναι περισσότερα από τα θετικά. Ένα κόσμο από τον οποίο όλοι περιμένουμε και κυρίως οι νέοι μια καλύτερη ανατολή, μια πιο όμορφη άνοιξη.
Γράφει, μεταξύ άλλων, η Δάφνη στο ποίημα ΑΝΑΤΟΛΗ.
«Θέλω να ‘μαι ελεύθερη να γίνω το άνοιγμα
θέλω να ’μαι κι εγώ άνοιξη
να τρυπώ κι εγώ, καλοπροαίρετα πάντα
τους ανθρώπους
να τους κεντώ αστεράκια στα μπράτσα
και να τους φιλάω ειλικρινά πάνω στα βλέφαρα
με τα δικά μου μάτια ανοιχτά, καθαρά, γεμάτα.
Είμαι η παλιά γειτονιά όπου ξέχασε η
ανατολή να πάει.»
Η ποιητική φωνή της Δάφνης γίνεται η φωνή όλων των νέων της εποχής μας. Ήρεμη, γεμάτη παράπονο και θλίψη για τα απλά και αυτονόητα πράγματα της ζωής που έχουν στερηθεί ή κινδυνεύουν να χάσου. Και κλίνει το ποίημα λέγοντας μας:
«Έχει φως/γελάω, τρέχω, παίζω, ανοιχτή/σαν πληγή/
που δε φοβάται να πονά/και που δε ψάχνει να πονά/
απλά πονά/όταν πονά/τις άλλες μέρες/χαίρεται»
Και στο ποίημα «Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ» πολύ εύστοχα μας δίνει τις δυο πλευρές μιας πόλης που γιορτάζει. Την επίσημη και γιορταστική και την άλλη την αθέατη πίσω από τις παρελάσεις.
«Σήμερα η πόλη αυτή /Γιορτάζει/Κρεμάσαν φαναράκια και κορδέλες/
Τον ουρανό γεμίζουν οι καμπάνες/Παιδιά φωνάζουν και γελούν/
Πλησιάζουνε τα τύμπανα, λαμπερά στον ήλιο/Μας καλούν/
Θέριεψε η θάλασσα/Ξεθόλωσε το βλέμμα/Περνά ο στρατός με
φουσκωμένο στήθος/και άρβυλα που σείουν τη γη/
φιλαρμονική με τις φούντες να/λικνίζονται μαζί/και τις χρυσές τους τούμπες/Πάλλονται στις ζητωκραυγές/Ο πόλεμος τελείωσε»
Και πιο κάτω βλέπουμε την αθέατη και σκληρή πλευρά της πόλης:
«Πίσω πίσω, τελευταία/σέρνει το μακρύ της φουστανάκι/
με κομφετί στα μαλλιά της τα βρώμικα/και μουτζουρωμένα μαγουλάκια/
Πάει με τα μικρά της πόδια τα ξυπόλυτα/Ώσπου να φτάσει/
έχει ο κόσμος φύγει/Κοντοστέκεται στη μέση της λεωφόρου/
Σφίγγει το τούλι με τα χέρια της/Γυαλίζουνε τα μάτια/
Ο αέρας παρασέρνει σερπαντίνες/Δε μιλά /Ψηλά σκίζουν τον αέρα
τα αεροσκάφη/Σηκώνει τα χέρια της/να την πάρουν αγκαλιά/
Κανείς δεν ήρθε/Αυτή η ειρήνη κόστισε/και άργησε πολύ»
Η ποιήτρια μας έχει δει στο δρόμο, όπως όλοι μας παιδιά ξυπόλυτα να ζητιανεύουν ένα κομμάτι ψωμί. μόνο η πολιτεία δεν τα βλέπει. Παιδιά που κάποια από αυτά έχουν έρθει από κράτη εμπόλεμα αναζητώντας ένα ειρηνικό και φιλόξενο τόπο να συνεχίσουν της ζωή τους. Κι όσο κι αν ραγίζει η καρδιά αυτών των παιδιών και όλων όσων υποφέρουν η ποιήτρια μας θα μας πει σε ένα ολιγόστιχο ποίημα τα ΨΩΜΙΑ μια σοφή κουβέντα που δείχνει όλη την έκταση της σκληρής πραγματικότητας.
«Τη μέρα που θα ραγίσει η/καρδιά σου/Οι φουρνάρηδες πάλι θα/σηκωθούν το χάραμα/Και θα ζυμώσουνε/καρβέλια»
Η Δάφνη Δρέα ένας νέος άνθρωπος και μια νέα ποιήτρια παρατηρεί τη ζωή με ωριμότητα και μέσα από τις δικές της εμπειρίες απλώνει τη σκέψη της και τη γραφή της σε θέματα της καθημερινότητας που μπορούν να πληγώσουν τον κάθε άνθρωπο. Και τη ψυχή του κάθε ανθρώπου τη πληγώνει η φυγή
από κοντά του κάποιου αγαπημένου προσώπου. Αιτία της φυγής δεν είναι μονάχα ένας χωρισμός αλλά κι ο θάνατος. Όποια και να είναι η αιτία της φυγής η πληγή είναι πάντα πληγή που προκαλεί θλίψη και μοναξιά. Γράφει η ποιήτρια στο ποίημα ΑΠ’ ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΕΣ:
«Δεν υπάρχει άνθρωπος στη γη!/Τελείωσαν, χαθήκαν/Αδειάσαν δρόμοι και πλατείες/Έρημα τα πάρκα, τα τρένα, τα σχολεία»
και κλίνει το ποίημα λέγοντας μας:
«Άδειες γειτονιές, σκοτεινά παράθυρα/Τουλάχιστον τώρα μπορώ
να κλαίω όσο δυνατά θέλω»
Τα συναισθήματα όμως της φυγής είναι ανάμικτα και μερικές φορές τα κρύβουμε. Γράφει στο ποίημα ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ:
«Δεν τον πείραζε που του έφυγε/δεν του έλειπε πια/έλεγε/
Και τα βράδια/ξάπλωνε στη “δική του”/μεριά του κρεβατιού»
Όταν οι δυσκολίες και τα δυσάρεστα γεγονότα της ζωής αγγίζουν έναν άνθρωπο το κάνουν να νοιώθει δυσάρεστα και μοναχικά. Και σε κάποια ποιήματα η ποιήτρια νοιώθοντας αυτά τα συναισθήματα τα κάνει δικά της και μας λέει στο ποίημα «ΠΛΩΤΟ»
«είμαι ένα κουβάρι που οι άκρες του/προσπαθούνε ν’ ανταμώσουν/
είμαι ένα σώμα χτισμένο στη μέση μ’ έναν τοίχο,/είμαι και ο τοίχος»
Και στο ποίημα Η ΜΙΣΟΦΑΓΩΜΕΝΗ συνεχίζοντας να περιγράφει τα συναισθήματα της γράφει:
«Δε χωράω μέσα σε τίποτα/είμαι μια φουρτούνα χωρίς το νερό»
και πιο κάτω στο ίδιο ποίημα
«…να μπω στο κρεβάτι μου/που δε μοιάζει με το κρεβάτι μου/
Και να έρθουν όπως κάθε βράδυ/να με φάνε τα ποντίκια/
Λίγο λίγο/Κομματάκι κομματάκι»
Οι σχέσεις στων ανθρώπων όποιες και να είναι αυτές, φιλικές, ερωτικές, συγγενικές έρχεται κάποια στιγμή που μπορεί να χαλάσουν. Και πολύ παραστατικά η ποιήτρια μας γράφει στο ποίημα Η ΦΙΛΙΑ ΤΟΥΣ:
«Οι άνθρωποι δε χωρίζουν μονομιάς./Πρώτα ραγίζει τ ’όνειρο,/
Μετά πεθαίνει η ελπίδα/Στο τέλος μένουνε/Δυο άνθρωποι αδειανοί
από σκοπό/Παραστρατημένοι»»
Κι όταν ραγίσει το όνειρο έρχεται ΧΕΙΜΩΝΑΣ όπως γράφει στο ομότιτλο ποίημα.
«με κάποιον ανόητα αθώο/ή απελπισμένα εθελότυφλο τρόπο/
πίστεψα ότι δε θα ξανάρθει/χειμώνας/όχι τέτοιος/όχι τόσο γρήγορα»
Έτσι στο ποίημα «ΔΕΚΑ» διερωτάται η ποιήτρια μας:
«Είμαι απλώς η ζωγραφιά που/ξεθωριάζει με τον καιρό;»
Και συνεχίζοντας στο ίδιο ποίημα μας λέει:
Τουλάχιστον τα μαλλιά μου είναι μαύρα ακόμη/Μ’ αρέσει που είναι μαύρα/Είναι τόσο μαύρα, τόσο σγουρά,/τόσο δικά μου και τόσο του μπαμπά μου/τόσο της φύτρας μου,/τόσο της μοίρας μου,/που κοιτώντας τα πλάι στο άσπρο μου δέρμα,/στο τζάμι του λεωφορείου/άρχισα να κλαίω μες στον κόσμο
Όμως η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο παραμένει ζωντανή μέσα της. Και την ελπίδα την κρατά ζωντανή ο έρωτας και η αγάπη όπως μας λέει σε κάποια άλλα ποιήματα. Γράφει στο ποίημα «ΤΟ ΚΑΡΦΙ»:
«Γιορτάζω το ότι είμαι ζωντανή/Γιορτάζω το ότι είναι όρθιος/
Γιορτάζω το ότι αγαπάμε ο ένας τον άλλο/Αγαπάμε ο ένας τον άλλο/
Ο ένας τον άλλο»
Και συνεχίζει:
«Κι έτσι θέλω να σε ζω/Αγαπώντας σε/Ό,τι και να γίνει/
Αγαπώντας σε»
Για να κλείσει το ποίημα λέγοντας μας.
«Έτσι γιορτάζεις τη ζωή/τη στύβεις/τη μοιράζεσαι/τη νιώθεις/
Την αφήνεις να σε καταρρακώσει»
Και η συλλογή κλείνει με το ποίημα ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑΣ. Ένας ύμνος αγάπης μέσα από τη ψυχή της για τον πατέρα της. Κατ’ αρχή μας το συστήνει λέγοντας ποιος είναι :
«Όχι απλός ταχυδακτυλουργός/που βγάζει λουλούδια απ’ το μανίκι/
Αλλά ένας μάγος/που τα κάνει ν’ ανθίζουν/μες στα ίδια του τα χέρια/
Ο μπαμπάς μου/Ο πατέρας μου/Ο μεγάλος καπετάνιος»
Για να συνεχίσει περιγράφοντας τι θυμάται από παιδί για το πατέρα της:
«Θυμάμαι τα χέρια σου./Νομίζω ότι το πρώτο πράγμα/που θυμάμαι από σένα/Είναι τα χέρια σου/Η ικανότητα/Το φτιάξιμο/Αυτή η μαγεία/
Οι μπότες του δράκου/Τα παραμύθια, τα παιχνίδια/Η εργαλειοθήκη σου/Τα γυαλιά σου»
Και για όλα όσα τις χάρισε στη ζωή μας λέει τι είναι γι’ αυτήν ένας τέτοιος πατέρας:
«Είσαι ο Πρωτομάστοράς μου/Ο ψηλός μου πήχης/Το φάντασμά μου το παντοτινό/Και το χέρι/Πάνω από όλα,/Είσαι το χέρι/Τρυφερό/Αλλά/
Στιβαρό/Εκεί/Για μένα/Αυτό το χέρι που/Γκρεμίζει και χτίζει αυτοκρατορίες/Μ’ ένα του νεύμα»
Για να κλείσει με τρεις στίχους παντοτινής αγάπης:
«Ανάσα για μακροβούτι/Ο ένας μας δε θα βγει/Αλλά θα σ’ αγαπώ»
Η Δάφνη Δρέα στη πρώτη της ποιητική συλλογή απλώνει με ψυχή τον συναισθηματικό της λόγο έτσι όπως τον αισθάνεται. Μέσα σε κάθε στίχο βλέπουμε μια καθαρή ποιητική σκέψη γεμάτη με τη νεανική της ειλικρίνεια που δεν τη συναντάμε συχνά. Παρατηρεί με προσοχή και αντικειμενικότητα τα δύσκολα ελπίζοντας στο καλύτερο αύριο. Ελπίζω και εύχομαι να συνεχίσει το ποιητικό της ταξίδι με τον ίδιο συναισθηματικό και ειλικρινή λόγο και να μας χαρίσει ποιήματα που ξεχωρίζουν.
«Ανάσα για μακροβούτι/Ο ένας μας δε θα βγει/Αλλά θα σ’ αγαπώ»
.