ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ

Ο Σωκράτης Αντωνιάδης είναι συγγραφέας και ποιητής. Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα με την έκδοση της ιστορικής μελέτης : Μεσαιωνικά κατάλοιπα στην επαρχία Λάρνακας, 2012 και τον επόμενο χρόνο 2013 με την βιογραφία για τον ήρωα-ποιητή Μιχαλάκη Παρίδη (2013).

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Ανώνυμη Άνοιξη Ποίηση, 2014
Για την τιμή των αόπλων 2022

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

Μεσαιωνικά Κατάλοιπα στην Επαρχία της Λάρνακας, 2012
Μιχαλάκης Παρίδης, ο Αγωνιστής-Ποιητής της Ελευθερίας, 2013
Η Λάρνακα του Πουρίνου, 2015
Παλαιοί Τεχνίτες της Λάρνακας, 2018

ΛΕΥΚΩΜΑ

ΛΑΡΝΑΚΑ αναδρομές στο χθες, 2020

.

.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΑΟΠΛΩΝ (2022)

ΠΟΙΗΤΙΚΑ
Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

Περιμένουν υπομονετικά
το ένα δίπλα στο άλλο
μικρές και μεγάλες ψυχές.
Μερικά αξιώνονται κάποιου αγγίγματος
και λίγο ανασαλεύουν
άλλα στην ευτυχή έκβαση της ζωής τους
γέρνουν στο στήθος του αναγνώστη
σαν φυλακτά.
Πολλά «μένουν στο ράφι»
να πληρώνουν τον φόρο
της ανέραστης παρουσίας τους.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΑΟΠΛΩΝ

Με την αστραπή των ματιών τους
σαρώνουν την επικράτεια
του αναβαλλόμενου χρόνου
και την ώρα που οι άλλοι
αποκαμωμένοι κοιμούνται
κατεργάζονται τη μεγάλη τους έξοδο
απ’ το σκοτάδι
στη λαμπαδιασμένη επίγνωση
του θανάτου.
Όσοι αφουγκράζονται
ξεπλένουν ήττες
στη φαντασία των εικόνων.
Ας ειπωθούν οι γρίφοι των στίχων
κι ας ευωδιάσουν οι ολάνθιστοι κήποι τους
όμως για την τιμή των αόπλων
γράφονται τα ποιήματα.

ΣΤΙΓΜΕΣ
ΧΑΜΕΝΟ ΤΟΠΙΟ

Έτρεχε δίπλα μου
με καλούσε
έριχνε τις ανοιξιάτικες του ανταύγειες
στο τζάμι του αυτοκινήτου
έμπαζε τη δροσερή μυρωδιά του
από τη χαραμάδα του παραθύρου.
Με καλούσε
πότε από τη μεριά του βουνού
πότε από τη μεριά του πελάγου.
Όμως μήτε που είδα
μήτε που μύρισα.
Διάβαζα ειδήσεις από τις σελίδες
μιας κυριακάτικης εφημερίδας.
Κι έτσι ερήμην μου το τοπίο εχάθη.

ΑΝΑΠΑΛΑΙΩΣΕΙΣ

Πόσο βολικές φαντάζουν
των συμμαθητών οι επανενώσεις.
Ύστερα από τριάντα χρόνια
ύστερα από σαράντα χρόνια
ύστερα από συμβιβασμούς
και συναλλαγές
αναπαλαιώνουν αξιοπρεπώς
σε σάλες ξενοδοχείων
τα ερείπιά τους.

ΜΝΗΜΗΣ
ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ

Εσύ που στη ζωή σου απάστραψες
τώρα σβήνεις σ’ ένα καρότσι ανήμπορη
ένα ξένο χέρι
σε σπρώχνει στην προκυμαία.
Μα σήμερα ο θεός εδέησε
κι όλα τα χρώματά του
συνωμοτούν για σένα
καθώς μια αναλαμπή
δραπετεύει απ’ τη φυλακή των χειλιών σου
θολώνει τις ακύμαντες λίμνες
παίρνει απ’ το χέρι τη χάση του νου
κι εξαφανίζεται στο κουλουριασμένο
ανάστημα του κορμιού σου.
Σήμερα που όλα συνωμοτούν για σένα.

ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Έφυγαν τα χελιδόνια από την πόλη
παίρνοντας μαζί τους τις αντιστίξεις
των απαλών πεταγμάτων
στα ηλεκτροφόρα πεντάγραμμα
των δρόμων.
Έφυγαν με τα πηγάδια που στέρεψαν
στην ανάγκη μας
με το πλήθος των ζουζουνιών
στο πολύβουο πανηγύρι των κήπων
καθώς το φως ύφαινε στα άνθη
την πολυσήμαντη πολιτεία τους.
Γέμισαν μικρούς θανάτους οι στέγες
κι ο γυρισμός μια υπόσχεση ακατάληπτη.
Απέμειναν στα μπράστα των ποιητών
τα σπαθιά του Θεού
να εφορμούν και να χαρακώνουν
το αδειανό αζούριο τ’ ουρανού.

ΗΡΩΙΚΑ – ANTIΗΡΩΙΚΑ

I

Η ΑΦΙΣΑ

Κολλημένο στον τοίχο του μαγειρείου
το παιδί της αφίσας·
χάριν αλληγορίας ο χαράκτης το βάφτισε Χρόνο
με κεφαλαία κόκκινα γράμματα.
Κάθε πρωί πετάγετε από το μαγειρείο
και αφήνει στην πόρτα μου
βουλωμένα ειδοποιητήρια σημειώματα.
Όταν πηγαίνω για φαγητό χαμογελά
και φιλικά με ρωτά: «τα είδες»;
Βυθισμένος εγώ στις καθημερινές μου σκέψεις
στις ολοζώντανες μου ευτυχίες
κάνω πως δεν ακούω
όμως σκέφτομαι.
Κάποτε όταν θ’ αποφασίσει προσωπική επιδότηση
πρέπει κι εγώ ύστερα από τόσες κρούσεις
τόσες προειδοποιήσεις ναι πρέπει
κι εγώ βρε αδελφέ να δείξω
κάποια προσωπική ευθύνη
πόσο δέθηκα μαζί του
πόσο χρήσιμη φάνηκε τελικά
αυτή η μελέτη του θανάτου!

ΙΙ

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Ευθυτενής καραδοκεί στο δωμάτιο.
Αθάμπωτος από συναισθηματισμούς
καταγράψει κι αποθηκεύει
στα σκοτεινά νερά του
τα πεπραγμένα των ενοίκων.
Αν τύχει και ραγίσει
θ’ αδειάσει
και τότε αλίμονο
φαντάσματα θα πλημμυρίσουν
το σπίτι.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ
Η ΑΠΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

Καθώς η νύχτα πέφτει, και μεγαλώνουν οι σκιές
κατεβαίνει στις γειτονιές
κι αποθέτει έξω απ’ τις πόρτες
μικρά κομμάτια ουρανό.
Ακροπατώντας επιστρέφει
κλείνει προσεχτικά τις κουρτίνες
και ήσυχα μαζεύεται στη φωτιά.
Μιλημένη η νύχτα αποκοιμιέται
αφήνοντας μετέωρη την απορία της μέρας
καθώς ξαφνιασμένη συναντά στον δρόμο
το ανασκουμπωμένο χαμόγελο
των απεγνωσμένων.

.

ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΝΟΙΞΗ (2014)

ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΜΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ

Σαν έμαθε ο Ενετός Προβλεπτής
εν έτει 1563 μετά Χριστόν
πως η αρμάδα δεν θ’ αργήσει να φανεί στις Αλυκές
πήρε το Ευαγγέλιο
το φύλαξε ευλαβικά
κι έβαλε ψηλά στον πύργο λιοντάρι
– περήφανο σύμβολο της Βενετίας –
να κρατάει σπαθί.

Για τη γενναία του πράξη
ευγνωμοσύνη κέρδισε απ’ την πατρίδα του
που την τιμή της έσωσε.

Τα βράδια το γέρικο λιοντάρι
κατεβαίνει απ’ τον πύργο
περιπολεί στα κράσπεδα του πελάγου
κάθεται άγρυπνο ψηλά στην αιχμηρή πέτρα
έχοντας δυο κόκκινες φλόγες στα μάτια
και δόντι που γυαλίζει.
Σαν φέξει επιστρέφει στον πύργο κουτσαίνοντας
παίρνει το σπαθί του, το σηκώνει ψηλά
χαιρετίζει το Κάβο Γκρέκο
την Αμμόχωστο
την Καρπασία∙
σε εμπόλεμη κατάσταση σχεδόν πέντε αιώνες.

ΑΓΓΛΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ

Ήρθε απ’ τη μεριά του Κάβο Κίτι
κι ευθύς απλώθηκε μπροστά στα μάτια του
στενή λωρίδα ανατολίτικου παζαριού.
Στο φρύδι του γιαλού η Σκάλα
με τις σημαίες να κυματίζουν
και τα κανόνια του Κάστρου
να χαιρετούν γιορτινά τα νέα καράβια.

Μα πιο πολύ τον πολυταξιδεμένο
στα μέρη των ανατολικών αποικιών
Άγγλο φωτογράφο
συνεπήρε η κορυφογραμμή του Σταυροβουνίου
ζωγραφιά δειλινού σε κινέζικο βάζο.

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Να στεκόσουν για μια μόνο στιγμή
μπροστά στο σταματημένο τρένο
της γραμμής Αμμόχωστος-Λευκωσία
με τον αυτοκρατορικό θυρεό να λάμπει στον ήλιο
με τις πληγές που χάραξε στο ξύλινο πάτωμά του
το σκληρό γόνατο της Μεσαορίας
με τη μυρωδιά απ’ το πούρο του Ουίνστον
που δεν λέει να φύγει
απ’ το βαγόνι της πρώτης θέσης.

Να στεκόσουν για μια στιγμή
– σαν αποχαιρετισμός –
μπροστά στην απλωσιά του καλοκαιρινού κάμπου
με τις μολυβένιες γραμμές πίσω του Πενταδάκτυλου
και ’κείνα τα πρόσωπα
κάδρα στα παράθυρα των βαγονιών
να χαιρετούν ανυποψίαστα κι αθώα το μέλλον.

Να φύλαγα στην τσέπη μια ακόμα στιγμή
με τις πληγές στην ασπρόμαυρη επιφάνειά της.

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Καθώς τα βλέφαρα οικειοποιούνται
τη γλύκα του δειλινού
έρχεται και με βρίσκει
ένας ολόκληρος κατακόκκινος δίσκος
ίδιος φωτεινό περίαπτο
δαμασκηνού λαιμού Μαυριτανής
ίδιος λαμπερό πετράδι στέμματος
πορφυρογέννητης πριγκίπισσας.
Είναι η ώρα του ανασασμού της ολόκληρης μέρας
γιατί κάθε φορά που μου δίνεται
καθαρίζω τα μάτια με τη λάμψη της βασιλείας
ελαφρύνω την ψυχή με μορφές
που διάβηκαν, έφυγαν κι όμως μένουν
μακαρίζω την τύχη που είμαι ένα βήμα του τόπου μου.

Είναι τότε που το κυνηγώ σαν πουλί
μέχρι να το πάρουν στα σπλάχνα τους
οι βουνίσιες κοιλάδες
μέχρι να κλείσω κι εγώ την πόρτα του σπιτιού μου
αυτάρκης, που δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο
καθώς η μέρα τελειώνει.

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΑΝΑ

Θέλω να σου μιλήσω
για τις συγγνώμες που δεν πρόλαβα.

Έχω το σχήμα των χεριών σου στα δάκτυλά μου
το φτερό της παλάμης σου
που αγγίζει το μέτωπό μου και το γιατρεύει.
Έχω την εικόνα σου που τρεμοπαίζει
στο θολό νερό των ματιών μου
τον ήχο της μουσικής σου
που με γυρεύει κάθε απόγευμα
πριν πέσει ο ήλιος.
Στην ποδιά σου έχω γερμένη τη θλίψη μου
στα γόνατά μου κρατώ την ευχή σου
κάτω απ’ τα πέλματά μου νιώθω τα βήματά σου.
Στο φύλλο της παλιάς ντουλάπας
έχω γραμμένη ολοστρόγγυλη την ημερομηνία
τη μυρωδιά του στοιβαγμένου χρόνου.
Έχω τα πάντα από σένα.

Μου λείπει μόνο ο αριθμός του τηλεφώνου σου
να σ’ έπαιρνα αργά ένα βράδυ να σου μιλήσω!
Θέλω να σου μιλήσω.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΙΡΤΗΜΑ

Ο πρώτος στίχος του ποιήματος
μοιάζει με τον πρώτο έρωτα.
Κάποια στιγμή αποκαλύπτεται αναπάντεχα
σε ταράζει
σου γεννάει το ποίημα.
Μετά τον αφήνεις.
Ένας άλλος στίχος πιο δυνατός
παίρνει τη θέση του
κι ύστερα κι άλλοι που ακολουθούν.
Το ποίημα παίρνει τον δρόμο του
φεύγει
όπως κι εσύ, που ωρίμασες μαζί του.

Κι όμως το ξέρεις
πως αυτό το μικρό σου κατόρθωμα
έχει το ακατέργαστο θάμπος
του πρώτου εκείνου έρωτα
που σκίρτησε μέσα σου
και σ’ έφερε ίσαμε ’δώ
χωρίς κανένα παράπονο.

Ο ΒΥΘΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Τα βράδια βυθίζεται στο μαβί των ονείρων.
Κάθε που φτάνει στο τέλος
ξεφεύγει
αναδύεται
παίρνει ανάσες.
Στο δωμάτιο οι σκιές τον ποντίζουν
βυθίζεται ξανά
βυθίζεται.

Τ’ άλλο πρωί ξεπλένει το πρόσωπο
από την ονειρόσκονη
φοράει το προσωπείο της μέρας
επιστρέφει στην εργασία του.
Απ’ το παράθυρο του γραφείου
βλέπει τη λεωφόρο να κατηφορίζει στη θάλασσα’
κάποια μέρα θα κατηφορίσει κι αυτός
όταν η γλύκα του βυθού τον εξοντώσει.

ΜΥΡΣΙΝΗ

Μνήμη Μαριάννας Ζαχαριάδη

Παράξενο!
Μήπως σε λέγανε Μυρσίνη;
Για τη μυρτιά σού μιλάω
που φύτρωσε στο σκάμμα
απ’ το λυγερό σου κοντάρι
κι ανέβηκε πάνω από τον πήχη
να στολίσει με τα λευκά της άνθη
το μέτωπο της Αφροδίτης.

Μήπως σε λέγανε Μυρσίνη και δεν το ’ξερες;
Θαύμασα πολλές φορές τ’ ακμαία νεανικά κορμιά
– με τα μαλλιά να ανεμίζουν σαν χαίτες αλόγων –
να δραπετεύουν με τέλειους διασκελισμούς
από τους μελανόμορφους αττικούς αμφορείς
αναζητώντας στα γυμναστήρια, εσένα.

Σε ξανάδα τελευταία φορά
καθώς τα μαραμένα φύλλα της δάφνης
έπεφταν στα μικρά μαύρα σου μάτια
την ώρα που εσύ ανέβαινες.
Έτσι εγώ θα σε θυμάμαι
Μυρσίνη.

ΜΟΝΟΙ

Ξένοι μέσα στο πλήθος
γνωρίστηκαν απ’ τη φυγή
στα κουρασμένα τους μάτια.
Απόθεσαν τα κορμιά τους
αβίαστα και σιωπηλά
σε κρεβάτι παλιού ξενοδοχείου
κλειδώνοντας απ’ έξω τα ναυάγια.

Σαν χώρισαν
πήραν μαζί τους
την ισότιμη ανωνυμία
και τη δροσιά της νύχτας
που σκόρπισε για λίγο
τ’ ανέξοδα λόγια.

ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΝΟΙΞΗ

Με το πρώτο ξάφνιασμα του χιονιού
ήρθε αναπάντεχα και τον βρήκε
θολή μια εικόνα.

Μα μόλις άρχισε να ρέει το κρασί
να γλυκαίνει το βράδυ
και τα λόγια ποτάμι να κυλούν
στις διάφανες φλέβες του λαιμού της
κι απ’ το βαθύ πηγάδι του χρόνου
ν’ αναδύονται εύσημα και ρυτίδες
και ’κείνα τα μάτια
δακρυγόνα στο σώμα της μνήμης
κι απ’ το θαμπό τοπίο να ξεπροβάλλουν
γυμνά οδοφράγματα
πυρπολημένες χειρονομίες
φωνές που χάθηκαν στο τέλος της νύχτας

ήταν πια βέβαιος:
μπροστά του στεκόταν η ανώνυμη άνοιξη
που ξανά ’ρθε να σαλέψει λίγο με το αεράκι της
τη ξεθωριασμένη σημαία του ονείρου.

20 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

Να ξεδιπλώσουμε πάλι
τους λυπημένους μας στίχους
να τους κρεμάσουμε στα μανταλάκια
της ιουλιανής μέρας
εμείς οι θηρευτές του ασήκωτου πόνου.

Πόσο στ’ αλήθεια μας πάει
αυτή η ανάπηρη εγκαρτέρηση.

Αυτή η μέρα επιτρέπει τα πάντα:
ένα λαμπρό επιμνημόσυνο ιστορικό
με τα θεατρικά πρόσωπα σε παράταξη
το στιλβωμένο προσωπείο της μνήμης
– ελπίδα ανέστια που περιφέρεται στη σκηνή –
και μερικά ερημολούλουδα τιμητικά
ριγμένα στους τάφους.

Τυραννίες που μας τραβούν και μας βυθίζουν
στην τρύπα του χρόνου.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Έρχεται κάποτε η στιγμή
που θέλεις ν’ αφήσεις τα ταξίδια
μια ανάγκη σε καλεί
να επιστρέφεις στο σπίτι
να τακτοποιήσεις έναν άλλο προορισμό
που άφησες μακρύτερο
κι απ’ το πιο μακρινό σου ταξίδι.

Σαν θα επιστρέφεις
μην ξεχάσεις ν’ αφήσεις
στην πόρτα
τα λόγια που σε συντάραξαν
τις δυνατές αισθήσεις που κουβαλάς·
έμπα στο σπίτι
μάζεψε τα κομμάτια σου
και ξεκίνα την επόμενη μέρα.

Γυμνός και μόνος καθώς θα είσαι
θα ’ναι δύσκολο το ταξίδι
μέσα στη θύελλα της αγάπης.

ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ

Μνήμη Θεοδόση Νικολάου

Ψηλά το όνομα του ποιητή.
Λίγο πιο κάτω ο τετράφυλλος τίτλος
με τα δέκα κεφαλαία κατακόκκινα γράμματα
κι ύστερα γυμνός ο φυγόκεντρος άνεμος
να παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του.
Στο κατώφλι η ημερομηνία έκδοσης:
χίλια εννιακόσια ογδόντα.

Κι όμως ο άνεμος που λυσσομανά
ασταμάτητα στο χάσμα του χρόνου
δεν πείραξε τίποτε
δεν πήρε τίποτε μαζί του
κράτησε ατσαλάκωτες
λέξεις, εικόνες, νοήματα
το όνομα του ποιητή το σεβάστηκε
δεν σκόρπισε απ’ τις σελίδες
τη μυρωδιά των λουλουδιών.
Μόνο το σφύριγμά του να δίνει ρυθμό
στον ακέραιο ελληνικό λόγο.

ΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν σκορπίστηκε
στο βαθύ πέλαγος
και ποτέ δεν έγινε τρικυμία
ούτε κι ένα ναυάγιο δεν αξιώθηκε
αλλά έμεινε ήσυχο
στο περιγιάλι
να χαϊδεύει με τη γαλήνη του
τις φουρτουνιασμένες ψυχές.

Κάτι ήξερε κι ο άνεμος
που δεν το πείραξε.

ΜΝΗΜΗ ΦΟΙΒΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΗ

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ

Στο σπίτι άφησε τα βιβλία
στη στενή γωνιά ανάσα όπου στοχάστηκε·
πέρασαν μαζί χρόνια καλά.
Με τη στοργή πατέρα που χαϊδεύει τα παιδιά του
μυρίζοντας σαν παθιασμένος αλχημιστής
τη μυστική συνταγή
προσευχή στην αλήθεια.

Τώρα κάμαρες και διάδρομοι
τραπέζια και καρέκλες που υποτάχτηκαν
ράφια που γόγγυξαν απ’ την πολύτιμη σοφία
θα ξαλαφρώσουν
τα βιβλία θα σπάσουν πόρτες
παράθυρα
θα ξεχυθούν στους δρόμους
η πόλη θα ζεσταθεί
απ’ τον ήλιο των στίχων τους
θα τρυγήσουν οι άνθρωποι καρπούς και μέλι
παιδιά θα ερωτευτούν στα περιθώριά τους
κάποιοι θα πάρουν τη νέα σκυτάλη
κι όλοι θα μιλήσουν για τα δώρα που χάρισε
ψηλαφώντας την αγάπη που άφησε πάνω τους.

Για τα δώρα που χάρισε θα μιλήσουν.
Μα για τα λόγια που χάθηκαν
στις κουβέντες που κόπηκαν άδοξα
για τους δρόμους που άλλαξαν ονόματα
για τα σπίτια που χάθηκαν
τους ανθρώπους που πέρασαν
αφήνοντας ίχνη στα δέντρα
τους ναυτικούς που ναυάγησαν τα καράβια τους
κι έκαναν σπιτικά τους την προκυμαία
θα μιλήσουν όσοι ένιωσαν την ανάσα του
στη γωνιά όπου στοχάστηκε.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΑΟΠΛΩΝ
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ- ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

Ο γιατρός, ποιητής και ερευνητής Σωκράτης Τ. Αντωνιάδης, εκτός από τα πέντε ωραία βιβλία του, που έγραψε για τη Λάρνακα και την ευρύτερη περιοχή, για τα «Μεσαιωνικά Κατάλοιπα στην Επαρχία της Λάρνακας» το 2012, τον «Αγωνιστή – Ποιητή της Ελευθερίας Μιχαλάκη Παρίδη» το 2013, τη «Λάρνακα του Πουρίνου» το 2015, «Παλαιοί Τεχνίτες της Λάρνακας» το 2018 και το επαρκώς σχολιασμένο λεύκωμα φωτογραφιών «Λάρνακα, αναδρομές στο χθες» αρχόμενο από την εποχή της αγγλοκρατίας το 2020, έδωσε και δύο βιβλία ποίησης: την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ανώνυμη Άνοιξη» το 2014 και τη δεύτερη, με τίτλο «για την τιμή των αόπλων», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2022. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα βιβλία τυπώθηκαν στο τυπογραφείο της Λάρνακας Νεγκρέσκο, που έδειξε εδώ και αρκετά χρόνια ότι όχι μόνο μπορεί και κάνει υψηλής ποιότητας εκδόσεις αλλά μπορεί και να συνεργάζεται άριστα με όλους όσοι τον εμπιστεύονται για τις εκδόσεις τους.

Η τελευταία συλλογή του Σωκράτη Αντωνιάδη έρχεται με ένα θαυμάσιο εξώφυλλο αξιοποιώντας το υπέροχο ζωγραφικό έργο του Γιώργου Ματσαγγίδη «Μοναχικός άνθρωπος», ένα πολύ ζεστό καλωσόρισμα, που μας προδιαθέτει για την ποιότητα τού περιεχομένου. Και πράγματι, μετά τις πρώτες απαραίτητες / πληροφοριακές σελίδες –καλό θα ήταν να είχαν τοποθετηθεί και τα περιεχόμενα του βιβλίου μπροστά, όπως στην πρώτη συλλογή– βρισκόμαστε μπροστά στο πρώτο ποίημα της συλλογής, που αποτελεί και το σήμα κατατεθέν ή καλύτερα σήμα κλειδί της συλλογής. Τίτλος του «το μικρό ποίημα» της ενότητας «ποιητικά»: το μικρό ποίημα / εμπιστεύεται τις λιγοστές του λέξεις / όπως ο μελλοθάνατος / τον ολιγόλογο αποχαιρετισμό του / καθώς σ’ ένα κομμάτι /τσαλακωμένο χαρτί / διαστέλλει την ύπαρξή του. Λόγος κρυστάλλινος, καθοριστικός για το τι θα ακολουθήσει στις επόμενες σελίδες. Εκτός από την ενότητα «ποιητικά» τα επόμενα ποιήματα καταμερίζονται σε άλλες τέσσερις ενότητες με τον ίδιο περίπου αριθμό ποιημάτων, εκτός από την τελευταία που έχει μόνο τρία ποιήματα. Οι ενότητες: «στιγμές», «μνήμες», «ηρωικά – αντιηρωικά» και «νυχτερινά».

Με εξαίρεση δυο ή τρία ποιήματα τα υπόλοιπα είναι όλα ολιγόστιχα, καμιά φορά και μιας αναπνοής, όπως το πρώτο της συλλογής, που αναφέραμε πιο πάνω, εκφράζοντας μια σκέψη, ή μια στιγμή της καθημερινότητας. Σε κάποια άλλα, μπορεί να γίνει μια μικρή παύση με μια τελεία, μετά από μια παρατήρηση, και σε μια δεύτερη εκφορά του λόγου το ποίημα κλείνει με μια φιλοσοφική διάθεση, όπως στο «ασανσέρ» ή στο ποίημα «λεπτομέρεια». Και στην προηγούμενη του συλλογή, παρότι μεγαλύτερα κάποια ποιήματα ξεκινούν από μια λεπτομέρεια, λόγου χάριν στο ποίημα «το εξώφυλλο», όπου ο ποιητής, μελετώντας και περιγράφοντας το εξώφυλλο τού βιβλίου «Πεπραγμένα», του ποιητή Θεοδόση Νικολάου, θέλει να τονίσει την διαχρονικότητα και τον «ακέραιο ελληνικό λόγο» του.

Το ποίημα «λεπτομέρεια», που αναφέρθηκε πιο πάνω, με άγγιξε ιδιαίτερα καθώς στη λαρνακιώτικη… θητεία μου, έμεινα για δυο χρόνια ακριβώς απέναντι, πεντακόσια περίπου μέτρα από την εκκλησία «τ’ Αϊ Χαράλαμπου». Από το μπαλκόνι του σπιτιού αγνάντευα την Αλυκή και τα πουλιά της. Μας χώριζε ένα ακαλλιέργητο χωράφι, γεμάτο σπουργίτια, που ξαφνιάζονταν με τον παραμικρό θόρυβο και πετούσαν ομαδικά από το ένα σημείο του χωραφιού στο άλλο. Αυτή τη λεπτομέρεια την πέρασα στο ποίημά μου «Μονόλογος», αλλά αργότερα κι ο Θεοδόσης Νικολάου σε ένα του ποίημα, όπου τα σπουργίτια «πέταξαν σε απόσταση ασφαλείας». Το ποίημα «Λεπτομέρεια: Σήμαντρο εσπερινό τ΄Αϊ Χαράλαμπου. / στάθηκα να εκτεθώ στη γλυκύτητά του / σταυροκοπήθηκα στην τόση ομορφιά / για την τόση δα ευτυχία / και δίπλα το σκυλί / μ’ανώγεια μάτια / δαπάνησε του ηλιοβασιλέματος / την τελευταία ρανίδα.
Ένα από τα λιγοστά, κάπως εκτεταμένα ποιήματα τής συλλογής είναι «Το Άγαλμα». Το ορυχάλκινο άγαλμα τού εφτάχρονου Δημήτρη Δημητριάδη, που σκοτώθηκε από Άγγλο στρατιώτη σε διαδήλωση, τον Μάρτιο του 1956. Αυτό που θέλω να παρατηρήσω εδώ είναι ότι η έμπνευση για τον Σωκράτη Αντωνιάδη δεν είναι ζητούμενο που τον δυσκολεύει. Κάθε τι που βρίσκεται στο οπτικό του πεδίο και εκπέμψει μια σπίθα, γίνεται υποψήφιο θέμα για να μετατραπεί σε ποίημα. Όμως, το ποίημα χρειάζεται πολλή δουλειά είτε είναι μακροσκελές είτε ολιγόστιχο. Και ο Σωκράτης Αντωνιάδης μας έδωσε πολυδουλεμένα και καλοδουλεμένα ποιήματα.

Τελειώνω με το ποίημα «Αναπαλαιώσεις», που συνάδει κι αυτό με όσα είπαμε πιο πάνω: Πόσο βολικές φαντάζουν / των συμμαθητών οι επανενώσεις. / Ύστερα από τριάντα χρόνια / ύστερα από σαράντα χρόνια / ύστερα από συμβιβασμούς / και συναλλαγές / αναπαλαιώνουν αξιοπρεπώς / σε σάλες ξενοδοχείων / τα ερείπιά τους.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.