Ο Κώστας Χατζηκυριάκου γεννήθηκε το 1959 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Μαθηματικά και Μαθηματική Λογική στη Θεσσαλονίκη, στό Λός ’Άντζελες, στο Λονδίνο και στο State College της Πενσυλβάνιας. Διδάσκει Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Έχει μεταφράσει λογοτεχνικά κείμενα, δοκίμια και κείμενα υψηλής επιστημονικής εκλαΐκευσης.
Στη συλλογή “Το ατελεύτητο του πεπερασμένου (Εντευκτήριο 2021) συγκεντρώνονται ποιήματα που είναι γραμμένα στη διάρκεια σχεδόν σαράντα χρόνων.
.
.
ΤΟ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟ ΤΟΥ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ (2021)
Η ΘΑΛΑΣΣΑ
… τη θάλασσα, τη θάλασσα, που ξαναρχίζει πάντα!
όχι δεν πέθανε στη Σαλονίκη
όπου την είδα να ψυχορραγεί
μες στα σκατά και στα πετρέλαια
η θάλασσα—
να την ξανά
τάχα μου άβγαλτη παρθένα η αλανιάρα
ν’ ανάβει τους ανυποψίαστους αλλοδαπούς
να ερεθίζει τις ξανθές τουρίστριες
κι ύστερα μόνο στην αγκαλιά μου να τελειώνει—
ένα ναζιάρικο λαχανιασμένο κυματάκι
Η ΔΗΛΩΣΗ
α΄ τι υπέροχα θα μας συντρίψει η ζωή
τι όμορφα θα μας πετάξει στα γραφεία που μισήσαμε
στις οικογενειακές φωτογραφίες με τη σύζυγο
στην κυριακάτικη έξοδο προς το Πανόραμα και την Περαία
με τι υπομονή θα περιμένει να υπογράψουμε τη δήλωση
ποτέ δεν βγήκα βόλτα δίχως ομπρέλα στη βροχή
πάντοτε ήθελα να ’χω δικό μου αυτοκίνητο
και γκόμενα εντυπωσιακή στο κάθισμα δεξιά μου
ό,τι βασάνισε τη νιότη μου το αποκηρύσσω
υπεύθυνα δηλώ πως είχε δίκιο ο πατέρας μου
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Και να προσέχεις τους κακούς ανθρώπους
Μου ’λεγε η μάνα μου τα απογεύματα
Που έβγαινα να παίξω.
Πάντοτε αναρωτιόμουνα ποιοι να ’ταν.
Στην κυκλωμένη από μέγαρα αλάνα
Όπου παίζαμε
Μονάχα που και που
Ερχόντανε μεγάλοι.
Δεν μας μιλούσαν.
Κοντοστέκονταν
’Έπαιρναν λίγη απ’ τη χρυσόσκονη
Που στον αέρα είχε σηκωθεί απ’ το παιχνίδι μας
Τη βάζαν βιαστικά στην τσέπη τους
Και φεύγαν.
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑ
Στη μνήμη της (1955-2008)
ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
κάθισες στο παγκάκι
σταύρωσες τα πόδια σου
κι άρχισες να διαβάζεις
ξετρελαμένο απ’ τίς γάμπες σου
τ’ απόγευμα δεν έλεγε να ξεκολλήσει
ΣΤΑΧΤΗ
ως πότε η άνοιξη
θα μου θυμίζει το κορμί σου
υγρό
καυτό
να μου υπόσχεται
την υγρασία
και την κάψα του
όχι τη στάχτη
ΚΛΑΙΓΟΝΤΑΣ ΜΟΝΟΝ
Κλαίγοντας μόνον—
Πως αλλιώς;
Ο ήλιος του απογεύματος
Οι εξαίσιες μουσικές
Τα ηδονικά μυρωδικά
Τα δυνατά κρασιά
Η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα
Τα φάρμακα της Τέχνης της Ποιήσεως
—ακόμη—
Ποτέ ξανά.
Κλαίγοντας μόνον.
Ο ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΗΣ
Καθημερινά
Μαζεύω τα ψοφίμια
Που βρωμάν
Κι ανανεώνω το δηλητήριο
Για τα τρωκτικά
Στον κήπο.
Φροντίζοντας να σκέφτομαι
Μόνον την αποτελεσματικότητα
Των ενεργειών μου
Κι όχι πως το ανύποπτο ποντίκι
Βρήκε τη γευστική τροφή
Μασούλησε ηδονικά τον θάνατό του
Κι έπειτα
Μάταια πάσχισε να διώξει
Την πρωτόγνωρη ακινησία
Που το τύλιγε
Ανόμοια με τη νύστα
Η τη νωθρότητα
Που ακολουθεί τον οργασμό—
Ίδιο άνθρωπος.
ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
Λιτή
Ή αφήγηση
Των οστών
Χωρίς τη σάρκα
Των ουσιαστικών,
Των επιθέτων—
Γεννήθηκε
Πόνεσε
Χάρηκε
Πέθανε.
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΕΛΕΓΕ.
Με συνταγές αρχαίων
Ελληνοσύρων μάγων
Ο Καβάφης
Μ’ ένα μοντέλο κόσμου
δίχως χρόνο
Ο Κούρτ Γκέντελ
Με κρέμες αντιρυτιδικές
Χαπάκια μπλε
Λάθριο σεξ με τη νεότητα
Εμείς
—οι εις μικρόν γενναίοι—
Όλοι
Αντιμαχόμαστε τον θάνατο
Κανείς
Δεν παραδέχεται την ήττα.
ΤΗΣ ΠΙΚΡΑΣ ΤΟ ΑΚΟΝΙ
Δεν φείδεται
Ζωής
Ο θάνατος
Να μαλακώσει
Την καρδιά μας
Με το πένθος.
Μάταια.
Πάνω
Στην πέτρα
Της οδύνης
Ακονίζεται
Το χάδι μας.
Τα σώματα
Που αγγίζουμε
Πληγώνει.
ΟΡΕΞΕΙΣ
Η λαίμαργη γάτα
Αδιαφορεί
Για τον φόβο
Που παγώνει
Τον πλουμιστό παπαγάλο
Λιγουρεύεται
—μόνον—
Την πουλίσια σάρκα του
Πίσω απ’ το τζάμι.
Ο λάγνος άνδρας
Αδιαφορεί
Για ό,τι κάνει
Τη γυμνή χορεύτρια
Να λικνίζεται μπρος του
Λιμπίζεται
—μόνον—
Τη γυναικεία σάρκα της
Πίσω απ’ το τζάμι.
Τζάμι κανένα
Δεν χωρίζει
Τον ζωοτρόφο θάνατο
Απ’ τη λαχτάρα του.
Ό,τι ορέγεται
—αυτοστιγμεί—
Δικό του.
ΜΟΝΟΣ ΣΕ ΟΥΖΕΡΙ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Τσιμπολογώντας
Θάνατο
Αργοπίνοντας
Φθορά
Ως και το βύθισμα
—-τ’ οδυνηρό—
Τού τώρα μες στο τώρα
Απολαμβάνω.
ΟΤΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ
Μπορεί
Να μου συμβεί
Παντού
Οποτεδήποτε:
Αν και στ’ αυτί μου
Αισθάνομαι
Τη γλώσσα της
Το σώμα της
Δεν ξεχωρίζω
Απ’ το κορμί μου.
Αιφνίδια πάλι
Την υγρασία
Της ανάσας της
Άλλο δεν νιώθω
Μα μες στο στόμα μου
Αλμυροί
Δυο-τρεις σαλεύουν
Στίχοι.
Ώσπου αυτή
Να ξανασαρκωθεί
Στο σώμα μου
Μ’ αυτούς πορεύομαι—
Ευγνώμων.
ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ
Όλες οι στάχτες
Μοιάζουν
Μες στις τεφροδόχους.
Αλλά τα άσαρκα
Των σκελετών
Απομεινάρια
Στης ανακομιδής
Το φως πλυμένα
Διαφέρουν.
Θάψτε με
Να σαπίσω.
Μη με κάψετε.
ΡΗΜΑΤΑ ΟΥΤΟΠΙΣΤΟΥ
Με την άδολη αγάπη
Θα στήσω
Παγίδα γερή
Το πολύτροπο
Ν’ αφανίσω
Τής λαγνείας
Λιοντάρι.
Μ’ αλεξίλαγνα χάδια
Πού αρδεύει ή σιωπή
Θα συντρίψω
Τον φόβο
Που κρατάει
Τα σώματα
Χώρια—
Κι ή Ανάσταση να τη.
ΞΑΛΑΦΡΩΜΑ ΣΤΗ ΓΟΡΙΤΣΑ
Πως να την πεις την ωραιότητα του έαρος…
Την αφήνω στη φύση να ξαναγίνει.
Πρωί χειμώνα.
Η θάλασσα
Ακύμαντη.
Δεν συγκινείται
Από τη βρώμικη ανάσα
Του ξενύκτη αέρα.
Ανέχεται απαθής
Τις ώχρες σηκωμάρες
Του νυσταλέου ήλιου.
Από την ανηφόρα ξέπνοος
Κάθομαι ανακούρκουδα
Στην παγωμένη γη
Με τ’ αχνιστά σκατά μου
Ελεώ τα χόρτα
Που καρτερούν την άνοιξη.
ΝΑ ΜΗ ΦΑΝΕΙ
Γελούσα για να μη φανεί
—μου είπε—
Ότι δεν καταλάβαινα
Τα πιπεράτα ανέκδοτα
Που λέγαν οι μεγάλοι
Όταν μαζεύονταν
Σε μέρες γιορτινές
Και πίναν ούζο
’Η κάποτε μετά κι από κηδείες
Ανθρώπων άγνωστων μου
Αλλά αγαπημένων τους
—βγάλαμε Κατοχή μαζί
μου λέγαν—
Όπου φορούσανε
Τα μαύρα τους
Γυαλιά ήλιου
Να μη φανεί πως κλαίνε.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΗ ΧΩΝΕΥΩ
Δεν είναι που
Παλιά νοικοκυρά
Δεν θέλω στην κουζίνα μου
Γυναίκα ξένη
Που μένοντας μαζί μου
Νύχτα μέρα
Κάνει τους γιούς μου
Να μην με επισκέπτονται
Συχνότερα.
Είναι που πίσω
Από τη μισθωμένη
Καλοσυνάτη παρουσία της
Βλέπω διαρκώς
Του αδέκαστου ψυχοπομπού
Τη σκοτεινή φιγούρα—
Και φοβάμαι.
.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ
EFSYN.GR 08.05.2022
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Μεταποίηση πικρής αυτοσυνειδησίας
Η μεταποίηση της πικρής αυτοσυνειδησίας σε ποίηση γίνεται χωρίς ωραιοποιημένο λόγο, με λεξιλόγιο κοινό, απροκάλυπτο, με εικόνες κάποτε σκληρές όπου η φθορά δηλώνεται σωματικά.
Ο Κώστας Χατζηκυριάκου ανήκει στους αθόρυβους δημιουργούς που δημοσιεύουν με φειδώ ποιήματά τους και είναι ολιγογράφοι. Ομολογώ ότι δεν τον γνώριζα ως ποιητή προτού να φτάσει στα χέρια μου η συγκεντρωτική και ταυτόχρονα πρώτη συλλογή του. Γνώριζα όμως κάποιες από τις μεταφράσεις του όπως το σημαντικό Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη του Walter J. Ong. (ΠΕΚ, 2005). Ο τίτλος της συλλογής του Το ατελεύτητο του πεπερασμένου παραπέμπει στην άλλη ιδιότητα του Χατζηκυριάκου -μαθηματικός- και θέτει ερεθιστικά ερωτήματα: ποιο μπορεί να είναι το ατελεύτητο του πεπερασμένου και πόσο ατελεύτητο είναι το πεπερασμένο;
Τα ενενήντα τέσσερα ποιήματα του βιβλίου αποτελούν αφενός απόπειρες απαντήσεων στα παραπάνω ερωτήματα, αφετέρου το απόσταγμα και τα προσωπικά σημειώματα του Χατζηκυριάκου σε διάστημα σχεδόν σαράντα ετών, από τη νεότητα έως την όψιμη ωριμότητά του (γενν. 1959). Είναι η στάση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στη φαινομενικά ατελεύτητη σειρά πεπερασμένων γεγονότων που εντούτοις έχουν πέρας και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο αναπόφευκτο τέλος, τον θάνατο. Η ερωτική επιθυμία («Να τον γνωρίσεις/Τον κόσμο/Στην ώρα του» στο «Ευχή» ή «Αχ βάσανα ασύμμετρα,/Νεότητα και γήρας» στο «Στης καφετέριας το έξω μέρος») και ο θάνατος τρέχουν στη μονοσήμαντης κατεύθυνσης ευθεία του αδυσώπητου χρόνου. Η απόσταση από την επιθυμία μεγαλώνει ενώ από τον θάνατο μειώνεται.
Όλα απογυμνώνονται από κάθε ποιητικολογία («Καμιάς/Τα μάτια/Ομορφιάς/Δεν έχει ο θάνατος./-άσε τους ποιητές να λεν˙» στο «Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου» μια συνομιλία με τον Παβέζε), ταυτίζονται εντέλει καθώς ο άνθρωπος υπόκειται στη φθορά της βιολογικής ηλικίας, αναντίστοιχης ωστόσο με τη διανοητική (Ας περιμένει έρωτα/Πεθαμένος/Να της κάνω/Η αιωνιότητα./ στο «Δρομέας σε ευφορία σκέπτεται») ενώ η επαναφορά του παρελθόντος, η ανάσταση των νεκρών -ανθρώπων και στιγμών- αποκλείεται και η χριστιανική ελπίδα διαλύεται («Το προσδοκώ/ Αλλά δεν το πιστεύω-» στο «Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών»).
Η συλλογή λοιπόν ασχολείται με τα αιώνια θέματα της τέχνης έρωτας, χρόνος, θάνατος-απώλεια, συνεπώς κινείται στον ολισθηρό δρόμο όπου παραμονεύουν η κοινοτοπία, ο μελοδραματισμός και η διεκτραγώδηση αποκλειστικά του προσωπικού που καταλήγει αδιάφορο στην ανάγνωση. Ομως, χωρίς να συνεισφέρει στην πρωτοτυπία των τρόπων ο Χατζηκυριάκου ενορχηστρώνει τα θεματικά του κέντρα με προσοχή ώστε να αποφύγει τα παραπάνω ολισθήματα.
Επιλέγοντας το ενσταντανέ της στιγμής πάνω στο οποίο δομεί την εξομολόγηση βασίζεται όχι στον λυρικό συναισθηματισμό που απορρέει από το άμεσο βίωμα αλλά στη διανοητική επεξεργασία που περιστέλλει το συναίσθημα και εκβάλλει σε ρεαλισμό έως αυτοσαρκασμό. Η στωική αποδοχή του αναπόδραστου δεν παύει να προβληματίζει («Μεσήλικο πρωτεύον αυτοαναλύεται»). Η μεταποίηση της πικρής αυτοσυνειδησίας σε ποίηση γίνεται χωρίς ωραιοποιημένο λόγο, με λεξιλόγιο κοινό, απροκάλυπτο, με εικόνες κάποτε σκληρές όπου η φθορά δηλώνεται σωματικά: η γήρανση και η αποσύνθεση της σάρκας, οι εκκρίσεις της ως συνακόλουθα ασθένειας και ανημπόριας: «Τα φευγαλέα ίχνη/ Που αφήνουνε/ Τα μάτια, η ουρήθρα,/Ο πρωκτός, το στόμα:-οξέα κέντρα των αισθήσεων» στο «Τα πρωτεία»). Το πάσχον σώμα βιώνει την εξασθένηση, τη δική του και των άλλων (τα δάκρυα ως σωματική δήλωση της θλίψης) όπως βιώνει πάλι ενσώματα, ως ερωτικό σώμα, με τα ίδια όργανα, τον έρωτα.
Ενώ οι προβληματισμοί που κατατίθενται είναι κοινοί, συχνά παράγονται εικόνες ιδιαίτερες και όσο η ανάγνωση προχωρεί πολλά ποιήματα απεγκλωβίζονται από τη στιγμή-αφορμή και γίνονται στοχαστικά υποβάλλοντας μια προσωπική ηθική στάση που βρίσκει συλλογικό αντίκτυπο και που κρατά για τον ποιητικό λόγο την ακρίβεια του επιστημονικού.
Με τρόπο αβίαστο φράσεις, στίχοι, τίτλοι άλλων δημιουργών πλέκουν έναν διάλογο, συνήθως άμεσα ορατό, στη βάση των κεντρικών θεματικών της συλλογής, ενώ οι ανιχνεύσιμες επιδράσεις στο ύφος αποδεικνύονται λειτουργικές.
Αν και τα ερωτήματα έμειναν -πώς αλλιώς;- αναπάντητα, έδρασε η παραμυθητική λειτουργία της ποίησης, στον βαθμό βέβαια που αυτή μπορεί να σταθεί δραστικά απέναντι στη φθορά του υλικού σώματος, στην οδύνη της απώλειας και στον φόβο του θανάτου.