ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΤΣΗΣ

Ο Γιώργος Σαράτσης γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1986 και κατάγεται από την πόλη της Ελασσόνας. Είναι γυμναστής, αφηγητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Κείμενά του δημοσιεύονται τακτικά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.
Διατηρεί το προσωπικό ιστολόγιο https://apotypoma.blogspot.com/
Έχει εκδώσει: «Θα φύγεις νύχτα» (Φαρφουλάς, 2012) 38 στοχασμοί για την πλήξη της καθημερινότητας και τη ποιητική συλλογή «Πρόσφορο χώμα» (Στίξις, 2022)

.

.

ΠΡΟΣΦΟΡΟ ΧΩΜΑ (2021)

ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ

Ι

περνάει κάθε τόσο
από πάνω μου
το χάος
ποτίζω με χώμα
το νερό
μην τύχει και στερέψει
ο κόσμος
και μείνω μόνος
μες στα φρύγανα
μ’ έναν ελβετικό σουγιά
καρφωμένο
στο πόδι

ΙΙ

από πλευράς αντίληψης
δεν είχα πρόβλημα ποτέ
διασκέδαζα με τους καλούς
και τους άξιους
κρατώντας τις νύχτες
το παιδί μου από το χέρι
μη χαθώ –
ο νέος κόσμος
που ονειρεύτηκα
περιείχε ανησυχία
και δροσερά πρωινά
κάτω από φυλλοβόλα –
κατά τ’ άλλα
ασυμφωνία χαρακτήρων
ολίγον τι ημιθανής
ως άνθρωπος
και καθόλα προκλητικός

ΙΙΙ

ώρα οκτώ

θα πω το λίγο της ιστορίας μου
και θα πηγαίνω
μη γίνω βάρος
και μου φορτώσουν
περισσότερα φτερά
απ’ όσα μπορώ
να κουμαντάρω

0Ι ΑΔΙΑΘΕΣΙΕΣ ΜΟΥ

Το ανυπόφορο στέκει αθόρυβα μέσα μου
Θλίβομαι κάθε που αντικρίζω
τα χωράφια να χλομιάζουν
γίνομαι αφελής κι αφηρημένος

Θέλω να πω, σπανίως νιώθω ότι μεγάλωσα

***

0 πόνος μεταφράζεται συχνότερα ως αδιαθεσία –
όπως ολοκληρώνεις ένα ανάγνωσμα
κι αισθάνεσαι μια παροδική ικανοποίηση
ή πιάνεις χαρτί να σημειώσεις τις σκέψεις σου

***

Φοβισμένος – δεν το κρύβω
με διαλυμένες φλέβες

πότε κοιτούσα το πρόσωπο
πότε τα άκρα και τους όρχεις

Θεέ μου, σαπίζω –
αναφώνησα

Και ήμουν τόσο μόνος και άτεκνος

***

Φουντωμένο κλαδί ακακίας στο μπαλκόνι μου –
μια αλήθεια απ’ το ισόγειο στον δεύτερο

***

Ανταπόδοση
από μια κάψα κολαστηρίου
που ευδοκιμεί στη συμπρωτεύουσα

***

Δεν έχω πολλά να πω
αρκετά μεγάλος πια να καταλάβω
το άδοξο
ορισμένων συναντήσεων

Σκέφτομαι την ομορφιά των κοιμητηρίων
τη φθορά των μαρμάρων
τη μυρωδιά σβησμένου καντηλιού
από δριμύ άνεμο

Κατάγομαι από τόπους δύσκολους –
εδώ οι ευαισθησίες πληρώνονται ακριβά

***

Από την τόση αρχέγονη νύστα
τίποτα δεν θα μείνει
που να αξίζει

ΠΡΟΣΦΟΡΟ ΧΩΜΑ

Θέλησα να βαδίσω με τα χέρια
και βρέθηκα να σέρνομαι
με το κεφάλι.
Ούτε ρούχα φορούσα
ούτε δέρμα.
Όσα είχα να πω για την Ελλάδα
τα είπα.
Μένει τώρα να συντάξω
επικήδειο
και να βρω πρόσφορο χώμα
να την κηδέψω.

Προσκαλώ φαντάσματα
κι έρχονται οσμές από χρόνια
που δεν έζησα.
Χρειαζόμουν τροφή, νερό
και στέγη
κι ας μην είχα κάτι να στεγάσω.

Τώρα, μπορώ να καταλάβω
γιατί πονούσα
κάθε που άκουγα τη βροχή να πλησιάζει.
Υπήρξα έτοιμος για δάκρυ
και αναχώρηση.
Ποτέ όμως δεν έκλαψα
ποτέ δεν αναχώρησα —
Και ’δω που τα λέμε,
να πάω πού;

Κι ας είχα λόγους πολλούς
να κλάψω.

.

.

ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ ΝΥΧΤΑ (2012)

ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Οι αυταπάτες σου μες στις αυταπάτες των άλλων. Οι άλλοι μέσα σου. Καταλαμβάνουν χώρο. Γεμίζεις. Αντιλαμβάνεσαι το ελάχιστο των περιθωρίων. Κι έπειτα, όλα απέχουν μια ανάσα. Ξεφυσάς και τελειώνεις.

***

Οι φίλοι μισάνοιχτα παράθυρα. Όσα παράθυρα τόσες ντροπές. Συντροφεύεις στα μουλωχτά. Πίσω από τείχους που ουρούν σκυλιά και μεθυσμένοι… Έσω έτοιμος. Επικηρυγμένος. Κρύψου στις τρύπες σου.

***

Στον ύπνο θα συλλέγεις εικόνες από άφυλους έρωτες και λόγια σκόρπιων εξομολογήσεων. Όλα θ’ αλλάξουν κάποτε… Έπειτα, κλείνουν οι πόρτες αφήνοντας πίσω τους κορμιά που περιφέρονται ταλαίπωρα απ’ τον χρόνο, μέχρις εσχάτων.

***

Να τι είναι ο άνθρωπος, σκέφτηκα. Ένα ον που γεννιέται μέσα σε ανερμήνευτα συμπλέγματα για να γίνει όσο μεγαλώνει ειδικός στα στοιχήματα, τις απογοητεύσεις και τα κακά μαντάτα. Ηδονίζεται στην απελπισία του, αναζητώντας πιασιάρικα σοφίσματα για το εφήμερο της ύπαρξης.

***

Αυτή φταίει για όλα. Αυτή η καργιόλα η νεότητα είναι υπαίτια για όλα τα δεινά. Πού θα πάει; Θα προσπεράσει, θα ξεθυμάνει. Θα πάρει μαζί της ό,τι κάποτε της αναλογούσε. Όλα εκείνα που θυμίζουν φρέσκια ανάσα, σπυράκια ακμής και άσχημα λόγια. Μαθητεύεις στο αφηρημένο κι αφημένος εκεί, ξυπνάς ένα πρωί με τα μάτια πρησμένα απ’ το κλάμα. Κι αναρωτιέσαι ποιοι να ‘ταν εκείνοι που διέψευσαν τις προσδοκίες σου ή ποιος τους έδωσε το ελεύθερο της άνευ όρων διαχείρισης του κόσμου σου.

***

Οι ανθρώπινες, λένε, σχέσεις κρέμονται από μια λεπτή κλωστίτσα. Δεν έχει σημασία τι χρώματος κλωστή. Η αισθητική υποχωρεί στα δύσκολα… Με τον καιρό συνηθίζεις. Αλλοιώνεσαι. Αρχίζεις να μη χωράς σ’ αγκαλιές. Ψυχραίνεσαι.

***

Η τρέλα υπάρχει μέσα μας. Μας κυοφορεί. Την κυοφορούμε. Τρεφόμαστε απ’ τη σάρκα της κι εκείνη απ’ τη δική μας. Εικοσιτετράωρα μετ’ εμποδίων, άνθρωποι τίποτα, σκέψεις βροχή.

***

Τι πιο γοητευτικό να περπατάς χωρίς ομπρέλα σε άδειους δρόμους με βροχή, σα να πηγαίνεις στο μέτωπο χωρίς όπλο. Εκτεθειμένος από παντού…

ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ

Βοηθούσαμε να μη μας βοηθήσουν. Ήταν πάντα μια παράξενη πληγή η βοήθεια των άλλων.

***

Η συντροφιά είναι κάτι ευαίσθητο. Κάτι σαν την επιφάνεια ενός ατάραχου δέρματος που μόλις τ’ αγγίξει λεπτά η αφή αντιδρά. Κι ανατριχιάζεις. Ή σαν μια φρεσκοβαμμένη επιφάνεια που περιμένει ένα αιχμηρό αντικείμενο να την σημαδέψει.

***

Τίποτα δε μας ανήκει. Μοιραζόμαστε μεταξύ μιας έλευσης και μιας αναχώρησης.

***

Το σώμα είναι πληγή. Λογαριάζει πάντα με επιθυμίες και χάνεται. Κουράζεται απ’ το βλέμμα των άλλων κι αγριεύει. Πες το αμηχανία, πες το απόγνωση, το σίγουρο είναι ότι μαζί του γεννιέται μια ανερμήνευτη κατάρα που το οδηγεί προώρως στη φθορά.

***

Και μείναμε λίγοι. Όχι ασήμαντοι, αλλά λίγοι…

***

Η σοφία είναι ο χώρος του αιώνιου εγκλεισμού μας. Μεταλλάσσει τα όνειρα, βαθαίνει τις πληγές και λύνει κόμπους από αθώους για να τους σφίξει επάνω μας.

***

Μεγαλώνω θα πει σωπαίνω.

***

Ό,τι πρόλαβα να περισώσω, κάποιες άπραγες σκέψεις ή λίγες μετρημένες συγγνώμες που δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν.

***

Αυτοάνοσο νόσημα η ζωή. Και το σώμα ένα κενό διαταραγμένης αυταπάτης.

ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ

Γράφω γιατί δεν μου αρκεί η εμπειρία μου.

***

Δεν πτωχεύσαμε ακόμα από ειδήσεις. Μας πρόλαβε η πτώχευση της μεταξύ μας επικαιρότητας. Στερέψαμε από λέξεις.

***

Κανείς δεν έμαθε το γιατί του κόσμου.

***

Μόνο όταν κοιτάμε τα ίδια μας τα μάτια σ’ έναν καθρέφτη μπορούμε να συλλάβουμε για λίγο το άπειρο ή το σκοτεινό σχέδιο της δημιουργίας.

***

Κάποτε έψαχνα για λύσεις. Τώρα αρκούμαι στα λάθη μου.

***

Η μοναξιά, μια ανάπαυλα ήρεμης αποδοχής του παρόντος.

***

Μην το ψάξεις. Έτσι υπάρχω. Έτσι υπάρχεις. Μοναχικότητες σε επανάληψη.

***

Μόνο μου κατόρθωμα το παιχνίδι με τις λέξεις.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΠΡΟΣΦΟΡΟ ΧΩΜΑ
ΕΙΡΗΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 12/11/2022

Ό,τι μας αφανίζει είναι η σωτηρία μας

Θα τολμήσω τον χαρακτηρισμό: ένα συναξάρι βιωτής.
Γόνιμη η γη, το κλίμα εύκρατο, ο ποιητικός σπόρος βρίσκει πρόσφορο χώμα, ρίζα να δέσει στη δεύτερη εκδοτική απόπειρα και την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Σαράτση. Ποίηση ενδοσκοπική με ισχυρή την παρουσία εξομολογητικού τόνου. Λόγος στοχαστικός, λιτός, καθαρός, σαρκαστικός ενίοτε, καταγράφει το συναίσθημα με ακρίβεια και σθένος.
Δε θα επιχειρήσω μια κριτική προσέγγιση, αλλά να καταγράψω την αίσθηση και το αίσθημα που μου δημιουργεί ο λόγος του. Αυτό που ακολουθεί είναι ένα κολάζ των στίχων του Σαράτση, με σεβασμό πάντα στο ποιητικό του στίγμα.

Περιηγητής του κόσμου τούτου και συνάμα αναχωρητής που αναβάλλει την αποχώρηση του, ο ποιητής καταγράφει την ύπαρξη ως στενό ένδυμα και ως απώλεια εξ εξαρχής

Βαδίζω μες στο ακατανόητο
σπρώχνω το κεφάλι σε τρύπες
υπομένω μια ύπαρξη φτιαγμένη για ασπόνδυλα

Ολόκληρος
μια αδιαθεσία

Τίποτα για τον άνθρωπο
δεν έχει να πει ο θάνατος

Αφήνει πίσω του κενό
όμοιο με αυτό που κληρονόμησε

Ο λόγος του σαν τον σπόρο της συκιάς που φύεται σε χαλάσματα και αιμορραγεί γάλα λευκό

Αυτή η γη
πηγάδι που στέρεψε
σκυλί παρασυρμένο
στην άκρη του δρόμου

Θα ‘ναι ξημέρωμα όταν συναντηθούμε
απόγευμα μιας εποχής ενδιάμεσης –
ούτε κρύο ούτε ζέστη
μόνο υγρασία
σαν αγάπη
χωρίς παραδοχές

θα πνιγούμε κάποτε
όπως πνίγουν τ’ αγριόχορτα
τα ερειπωμένα σπίτια

Τινάζει «κορμό» η γλώσσα κατακόρυφα να φιλήσει το γαλάζιο, με φύλλωμα που αγκυλώνει όπως οι λέξεις του

άμα την βγάλω καθαρή
θα βγω στην ανοιχτωσιά
σωστό ερπετό
του πάνω κόσμου-
κισσός ατίθασος
ν’ αρπάξω τοίχους
και κορμούς
ένα να γίνω με το τέλος

Δεν προσκυνάει το χώμα που πατάει, το μυρίζει το πατρώο χώμα, το γεύεται, το αποχαιρετά με συγκίνηση

Κοντά
στα ανάκτορα του Κελεού
μια πέτρα
από δύσκολη θάλασσα
Πάτησα όπου πάτησε
ο Δημοφών –

Η μεγάλη χαρά των πληγών μου
η θλίψη της πατρίδας

αν είναι άλλη χώρα η Ελλάδα την άνοιξη
πάντα στ’ αριστερά το κοιμητήριο
γεμάτο λευκό μάρμαρο εισαγωγής

η σκιά του λιόδεντρου,
η πατρίδα που αρνήθηκα

Αναμετριέται με έναν κόσμο που τον στενεύει, με το φως και το σκοτάδι εντός του. Με μια αχαρτογράφητη και αρχέγονη θλίψη που τον γεννάει, τον τρέφει και τον αποδομεί

Γεράκια πάνω απ’ τις σκεπές –
ακόμα αναρωτιέμαι ποιου αρπακτικού
είμαστε η λεία

Φλέγομαι απ’ τον ίδιο ήλιο που θα δει το τέλος μου
θα δεχτεί την καταδίκη της φυλής και του τόπου

Κάποτε αγαπάς
όπως το ανήλικο το νερό
όπως ο ψαράς τις πετονιές του
όπως ο ήλιος τ’ ασπρισμένα βότσαλα

Σκέφτομαι την ομορφιά των κοιμητηρίων
τη φθορά των μαρμάρων
τη μυρωδιά του σβησμένου καντηλιού
από δριμύ άνεμο

Κατάγομαι από τόπους δύσκολους
Εδώ οι ευαισθησίες πληρώνονται ακριβά

«Έτσι ζει πάντα ο ποιητής», γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς στον Εχθρό του Ποιητή απειλημένος, καταπατημένος, δικασμένος. Μέσα στο σκοτάδι γιατί άγρια τον τύφλωσαν. Με θανάσιμη αγωνία με «μεγάλες κινήσεις στον αέρα». Στο πρόσωπο του Γιώργου Σαράτση αναγνωρίζω τον ποιητή και τον εχθρό συνάμα, τον θύτη και το θύμα, το τόξο και το βέλος στην πληγή που αιμορραγεί

Ονειρεύτηκα, θυμάμαι, κάτι σαν ποίηση
και είχαν, λέει πεθάνει όλοι

ήμουν και εγώ νεκρός

μάλλον αυτόν είναι ποίηση –
να πεθαίνεις και να πεθαίνουν όλοι

«Ο ποιητής δεν φοβάται τον θάνατο», λέει ο Χειμωνάς. «Ο θάνατος είναι φυσικός, η ποίηση είναι υπερφυσική. Τέτοιο είναι πάντα το τέλος των ποιητών να καταστρέφονται χωρίς αιτία»

«Το τσιγάρο κάηκε ανέλπιστα γρήγορα. Νιώθω μια λύπη όταν τελειώνει. Οι ποιητές πεθαίνουν περισσότερο απ’ όλους. Ό,τι μας αφανίζει είναι η σωτηρία μας» δηλώνει ο Γιώργος Σαράτσης σχεδόν ατάραχος, και νιώθω την πικρή επίγευση της παραδοχής στο στόμα του. Έχει την αίσθηση ότι λιγοστεύουν γύρω του οι άνθρωποι. Αισθάνεται μια ιδιότυπη μοναξιά σαν βύθιση.

Μικροσκοπικό αρθρόποδο
Βαδίζει στο γείσο του καπέλου μου

Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου
Που στέλνεις κάθε τόσο λίγη ποίηση
Λίγη μουσική και όση απομόνωση μπορώ ν’ αντέξω
Κάτω απ’ τα βαριεστημένα κωνοφόρα της πατρίδας

θα πω το λίγο της ιστορίας μου
και θα πηγαίνω
μη γίνω βάρος
και μου φορτώσουν
περισσότερα φτερά
απ’ όσα μπορώ
να κουμαντάρω

Οι λέξεις, η ομιλία και η γραφή είναι αποτέλεσμα της πτώσης μας. Ίσως έρθει μια εποχή που οι άνθρωποι δε θα χρειάζονται πια τις λέξεις. Γράφω για να μ’ ακούσω μέσα μου. Μεγαλώνω, γράφει κάπου, θα πει σωπαίνω

Εύχομαι ο ποιητικός του λόγος να γίνει σπορά ανθοφορίας σε χώμα πρόσφορο.

.

ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

Είναι η ονομασία της καινούργιας ποιητικής συλλογής του Γιώργου Σαράτση. Το χώμα βασικό και κυρίαρχο δομικό υλικό της γήινης ζωής συντελεί στην ανάπτυξη, την εξέλιξη μα και την αποσύνθεσή της, ενώ μας υπενθυμίζει διαρκώς τον αέναα επαναλαμβανόμενο κύκλο και την κατάληξη του “χους ει και εις χουν απελεύσει”. Το δε συνοδευτικό επίθετο του τίτλου μάς προετοιμάζει για την καταλληλότητα του εδάφους να υποδεχτεί και να αναπαύσει στα σπλάχνα του την κάθε ύπαρξη.

Ο ποιητής ως γνώστης του εφήμερου, του πεπερασμένου, του φθαρτού επέλεξε στην συγκεκριμένη συλλογή το χώμα να είναι το κεντρικό συμβολικό μα και αντιπροσωπευτικό συστατικό για να μιλήσει για την χοϊκότητα και την θνητότητα του χώρου, του χρόνου των ανθρώπων και των επιλογών τους που επισπεύδουν έτσι το πτωτικό τέλος της φθαρτής φύσης τους, μα και την ενδόμυχη υποσυνείδητη προσμονή της αναγέννησης που έτσι κι αλλιώς με έναν τρόπο υπάρχει εν γνώσει μα και ερήμην μας.

Ο Γιώργος Σαράτσης ως ποιητής είναι ο συνδετικός κρίκος, ο δέκτης και ο πομπός που προσλαμβάνει για να κατανοήσει το ακατανόητο, να ερμηνεύσει το ανερμήνευτο του κόσμου τούτου ανάμεσα στο μαζί ή το χώρια της ύλης και του πνεύματος. Με γραφή πυκνού νοηματικού περιεχομένου, στοχαστικός που μαρτυρά την φιλοσοφική του βάση και το χαρακτηριστικό της οικονομίας του λόγου, μία από τις βασικές ιδιότητες της ποίησης, στέκει γερά στα πόδια και με επίγνωση και απόλυτο ρεαλισμό, υφέρπουσα ειρωνεία και σαρκασμό μάς μεταφέρει στην πορεία της σύγχρονης πραγματικότητας, αποκαλύπτοντας έναν στάσιμο, τελματωμένο άνθρωπο, χαμένο να πορεύεται χωρίς πανανθρώπινες αξίες.

Μιλά για τα κακώς κείμενα, τις βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του δυτικότροπου υπερκαταναλωτισμού εις βάρος της φύσης, της ποιότητας ζωής, των ανθρώπινων σχέσεων, της προσπάθειας για επιβίωση στις απρόσωπες μεγαλουπόλεις. Ανατρέχει και διατρέχει την ιστορία,τα βήματά του μάς την μεταφέρουν ποιητικώ τω τρόπω, συμπονά και συμπάσχει με την για την πατρίδα του: “Πάτησα όπου πάτησε ο Δημοφών / συχνά καταλάβαινα περισσότερα / απ’ όσα μπορούσα // Η μεγάλη χαρά των πληγών μου / η θλίψη της πατρίδας”, “Κατάγομαι από τόπους δύσκολους — / εδώ οι ευαισθησίες πληρώνονται ακριβά”.

Στη σχέση όμως του ανθρώπου με το χώμα και τον τόπο του υπάρχει και μία άλλη διάσταση σύνδεσης μαζί του. Οι βίαια διωγμένοι/οι εξορισμένοι/οι πρόσφυγες που εξαναγκάζονται να αφήσουν την πατρίδα τους και βρίσκονται μακριά της νοσταλγούν, αναπολούν και εκφράζουν την επιθυμία πως όταν γυρίσουν, όταν επιστρέψουν, θα γονατίσουν και θα φιλήσουν το χώμα της, σημάδι του ισχυρού δεσμού που υπάρχει μεταξύ τους.

Θα γράψω κάποτε για την πατρίδα
σα να ήταν γυναίκα ξένη και άτεκνη.
Η ελπιδοφόρος θλίψη του Σεφέρη,
ο εναγκαλισμός με το φορτίο του χρόνου.
Γνωρίζεις μετά από καιρό το σώμα σου
και ’κείνο αρνείται να συνεργαστεί

ΠΗΓΗ: https://prosforochoma.blogspot.com/2021/12/blog-post_26.html
δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό ennepe-moussa.gr

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΒΒΑΡΗΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 20/11/2021

Μικρό σημείωμα ενός αναγνώστη

Θα χρησιμοποιήσω όρους περιγραφής από την τέχνη της ζωγραφικής που νομίζω ταιριάζει στα ποιήματα του Γιώργου Σαράτση.
Μαγικός ρεαλισμός εικόνων:
Ο ποιητής επιχειρεί να δώσει να δώσει φωτεινότητα, ελευθερία και χρώμα.
Τα ποιήματα δεν έχουν μέσα τους μόνο την απόδοση της πραγματικότητας αλλά έχουν και αυτόνομες δυνατότητες να εκφράζουν τις όποιες αναζητήσεις των αναγνωστών. Φανερώνονται μέσα από μια λάμψη ξαφνική, ίσως μη αναμενόμενη.
Έτσι πραγματοποιείται η σύλληψη της εσωτερικής αλήθειας του καθενός.
Ο Γ. Σ. φέρνει την ανατροπή με κέρδος μια υποκειμενική ελεύθερη θέαση του κόσμου. Αυτό πρέπει να εισπράττουν οι έχοντες στα χέρια τους την συλλογή.
Ο ποιητής φλογίζει τις λέξεις των ποιημάτων με τα νοήματά τους και μας υποχρεώνει όχι μόνο να βλέπουμε αλλά και να ζούμε όλη την ατμόσφαιρα μέσα κι έξω.
Φιλοτεχνεί ποιητικές εικόνες που διατρέχουν τον κόσμο του παρόντος.
Δίνει την εντύπωση ο Γ.Σ. ότι εκφράζει υποκειμενικές σκέψεις όμως, στην πραγματικότητα, ενεργοποιεί κώδικες επικοινωνίας, με αποτέλεσμα την ανάδειξη ανεπαίσθητων αλλά ουσιαστικών στιγμάτων.
Η ρυθμική στα ποιήματα χαρακτηρίζεται από ελευθερία, κινητικότητα αναδύεται δεξιοτεχνικά δημιουργώντας ενορχηστρωμένους προβληματισμούς.
Εκείνο που πρόσεξα είναι ότι ο Γ.Σ. αναζητά σταθερά κατι χαμένο, ότι μια ισχυρή ανάγκη τον πιέζει στην κατεύθυνση της υπέρβασης.*

ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ (iv )

άμα τη βγάλω καθαρή
θα βγω στην ανοιχτωσιά
σωστό ερπετό
του πάνω κόσμου-
κισσός ατίθασος
ν’ αρπάξω τοίχους
και κορμούς
ένα να γίνω
με το τέλος

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

FRACTAL 27/10/2021

«Όμοιο μ’ αυτό που κληρονόμησε»

Εμπνεόμενη από την αχλή της ανθρώπινης ματαιότητας, η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Σαράτση Πρόσφορό Χώμα των εκδόσεων Στίξις αποτυπώνει μέσα από δώδεκα ποιητικές καταθέσεις τον έντονο, βαθύ ψυχισμό του δημιουργού της. Η απομόνωση, η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, η φθορά του χρόνου, ο αναπόφευκτος θάνατος τέλος, κυριαρχούν, χωρίς να μονοπωλούν, την θεματολογία του ποιητή. Ερωτήματα και ερωτηματικά, προβληματισμοί κι απαντήσεις, ζωή και τέλμα, συνυπάρχουν, ξεδιπλώνονται κι αποκαλύπτονται στις σελίδες της. Η φύση, η ύπαιθρος, το χώμα εμπνέουν κι εμποτίζουν την ποίηση του Σαράτση. Γήινες καταβολές, σαρκικές επιθυμίες μετουσιώνονται σε λέξεις περιγράφοντας το άχρονο κι αυλό που μας καθορίζει.

Στίχοι πλήρεις νοημάτων σκιαγραφούν μεστά με μια απροκάλυπτη σχεδόν ειλικρίνεια την αλήθεια του ανθρώπινου δράματος. Ποίηση αισθαντική, σκληρή ενίοτε μα συμπονετική συνάμα, σκύβει πάνω σε αλήθειες πανανθρώπινες και οικουμενικές σηματοδοτώντας μια ώριμη λογοτεχνική περίοδο του δημιουργού.

Τίποτα για τον άνθρωπο
δεν έχει να πει ο θάνατος

Αφήνει πίσω του κενό
όμοιο μ’ αυτό που κληρονόμησε

.

ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ ΝΥΧΤΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΣΟΡΙΔΑΣ

RPROJECT.GR 10/11/2016

Τυχαία έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Γιώργου Σαράτση (εκδόσεις Φαρφουλάς, 2012), με αυτόν τον παράξενο τίτλο, το οποίο έχει ως εξώφυλλο μια φιγούρα ενός περιπλανώμενου από τις κάρτες ταρώ.

Το πρώτο που μας έρ­χε­ται κατά νου όταν ακού­με το «Θα φύ­γεις νύχτα», είναι μάλ­λον μια απει­λή ή μια προει­δο­ποί­η­ση για κά­ποιον ή και προς εμάς τους ίδιους ότι έχου­με αρ­χί­σει να υπερ­βαί­νου­με τα εσκαμ­μέ­να, δη­λα­δή ότι γί­νε­ται υπέρ­βα­ση των επι­τρε­πό­με­νων ή προ­κα­θο­ρι­σμέ­νων ορίων. Επί­σης, χρη­σι­μο­ποιεί­ται και με­τα­φο­ρι­κά, για τις πε­ρι­πτώ­σεις που κά­ποιος «έπαι­ξε και έχασε» και γι’ αυτό απο­χω­ρεί.

Άραγε, γιατί ο Σα­ρά­τσης έδωσε αυτόν τον τίτλο στο εν λόγω βι­βλίο του;

Ο γρί­φος, κατά πώς φαί­νε­ται, λύ­νε­ται στο οπι­σθό­φυλ­λο του βι­βλί­ου: «Με αφορ­μή το ασή­μα­ντο, αλλά συχνά σκλη­ρό, της κα­θη­με­ρι­νής εμπει­ρί­ας· σαν προ­ε­τοι­μα­σία για μια εσπευ­σμέ­νη ανα­χώ­ρη­ση χωρίς προει­δο­ποί­η­ση μέσα στη νύχτα, τα 38 σύ­ντο­μα κεί­με­να της συλ­λο­γής επι­χει­ρούν να φέ­ρουν τον ανα­γνώ­στη αντι­μέ­τω­πο με την αμη­χα­νία της συ­νύ­παρ­ξης, το ενο­χλη­τι­κό κρί­σι­μων ερω­τή­σε­ων, το ανα­πό­τρε­πτο μιας συ­νά­ντη­σης ή ενός χω­ρι­σμού. 38 στο­χα­σμοί αφιε­ρω­μέ­νοι στο πλη­κτι­κό αδιέ­ξο­δο μιας ζωής γε­μά­τη μνή­μες, έρωτα και επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη μο­να­ξιά…»

Μέσα σε 38 πε­ζο­ποι­ή­μα­τα-κεί­με­να ή «38 στο­χα­σμοί για την πλήξη της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας», όπως είναι ο υπό­τι­τλος του βι­βλί­ου, ο Σα­ρά­τσης επι­κοι­νω­νεί τις σκέ­ψεις του, τυ­πω­μέ­νες σε χαρτί, πάνω σε υπαρ­ξια­κά θέ­μα­τα της κα­θη­με­ρι­νής ζωής. Κάθε φορά, βέ­βαια, με δια­φο­ρε­τι­κό τρόπο, σαν ένας «πε­ρι­πλα­νώ­με­νος πα­ρα­τη­ρη­τής» των ζη­τη­μά­των της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας έτοι­μος πάντα για ανα­χώ­ρη­ση. Γι’ αυτό το λόγο, μάλ­λον, έχει συμ­βο­λι­κά στο εξώ­φυλ­λο του βι­βλί­ου του τον πε­ρι­πλα­νώ­με­νο από τις κάρ­τες ταρώ. Γιατί η σκέψη του πε­ρι­πλα­νά­ται σε ζη­τή­μα­τα που αφο­ρούν τη συ­ντρο­φιά, τις σχέ­σεις, τον έρωτα, τον χω­ρι­σμό, την απώ­λεια, τη φυγή, τη μο­να­ξιά, την πλήξη, τη μνήμη, τις συ­νή­θειες, την οι­κο­γέ­νεια, τις απρό­σμε­νες στιγ­μές. Και όπως σχε­δόν όλοι που ασχο­λού­νται με την τέχνη και το γρά­ψι­μο το κά­νουν πρω­τί­στως για τον εαυτό τους, το ίδιο κάνει και ο Σα­ρά­τσης. Γρά­φει πρώτα για τον ίδιο. Εξάλ­λου το ομο­λο­γεί: «Γράφω για να μ’ ακού­σω μέσα μου. Είναι, σκέ­φτο­μαι, η μοίρα των φυ­λα­κι­σμέ­νων. Αγάπα το κελί σου, ψι­θυ­ρί­ζουν…». Με αυτό που λέει, πα­ρα­φρά­ζει κάτι που παλιά ήταν το μότο των φυ­λα­κι­σμέ­νων αρι­στε­ρών: αγάπα το κελί σου, τρώγε τα φαΐ σου, διά­βα­ζε πολύ.

Αν, λοι­πόν, ο εαυ­τός μας είναι το «κελί», τότε για να τον απο­δε­χτού­με, με τα θε­τι­κά και τα αρ­νη­τι­κά του, με τα σωστά και τα λάθη του, εί­μα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να τον αγα­πά­με. Και αγαπώ τον εαυτό μου ση­μαί­νει ότι μου αρέ­σει να με φρο­ντί­ζω, να ασχο­λού­μαι μαζί μου, να αφιε­ρώ­νω χρόνο για εμένα, να με ακούω, να μου φέ­ρο­μαι καλά, να κάνω πράγ­μα­τα που με ευ­χα­ρι­στούν, να ακούω τα συ­ναι­σθή­μα­τά μου επει­δή υπάρ­χουν για κά­ποιον λόγο. «Και όταν κοι­τά­ξω ξανά το πρό­σω­πό μου στον κα­θρέ­φτη, θα του βγάλω κο­ροϊ­δευ­τι­κά τη γλώσ­σα σαν παιδί ή θα του κλεί­σω το μάτι συ­νω­μο­τι­κά, σαν να του λέω: ‘’Τα κα­τα­φέ­ρα­με και σή­με­ρα ρε μπα­γά­σα..!’’. Κι ας κυ­λούν οι μέρες αδιά­φο­ρα. Θα ’χου­με του­λά­χι­στον κερ­δί­σει ένα στοί­χη­μα».

Στο «Προ­ϊ­ό­ντα οι­κο­γε­νεια­κού προ­γραμ­μα­τι­σμού», σκέ­φτε­ται τι είναι ο άν­θρω­πος, και απα­ντά: «Ένα ον που γεν­νιέ­ται μέσα σε ανερ­μή­νευ­τα συ­μπλέγ­μα­τα για να γίνει όσο με­γα­λώ­νει ει­δι­κός στα στοι­χή­μα­τα, τις απο­γοη­τεύ­σεις και τα κακά μα­ντά­τα. Ηδο­νί­ζε­ται στην απελ­πι­σία του, ανα­ζη­τώ­ντας πια­σιά­ρι­κα σο­φί­σμα­τα για το εφή­με­ρο της ύπαρ­ξής του…».

Όσον αφορά τον έρωτα, τον χω­ρι­σμό και την απώ­λεια, του έρ­χο­νται στο μυαλό «όχι ασή­μα­ντες» «μνή­μες». «Θυ­μά­μαι να σε ψάχνω στο σκο­τά­δι μ’ ένα σπίρ­το που ήξερα ότι σε λίγο θα σβή­σει. Όταν έσβη­σε δεν ήσουν πια εκεί. Έτσι έλαβε τέλος κι η ιστο­ρία μας». «Και σ’ άφησα. Δε θυ­μά­μαι να σε ξα­να­εί­δα από τότε. Κλεί­σα­με πα­ρά­θυ­ρα, συρ­τά­ρια και στό­μα­τα. Κλει­στή­κα­με μέσα. Μόνο τ’ απο­γεύ­μα­τα περ­πα­τού­σα μόνος δίπλα στη θά­λασ­σα, ψά­χνο­ντας ερω­τευ­μέ­νους. Κι είδα μάτια να βλέ­πουν, χείλη να μι­λούν, δά­χτυ­λα ν’ αγ­γί­ζουν… Κι είπα, δεν μπο­ρεί. Δεν τέ­λειω­σε τί­πο­τα ακόμα». Και για να πούμε ότι δεν τέ­λειω­σε τί­πο­τε, και για να μη βα­δί­ζου­με μόνοι «με συ­ντρο­φιά τα απαρ­νη­μέ­να μας πρό­σω­πα και μια αί­σθη­ση πάντα στο προ­σκέ­φα­λο να για­τρεύ­ου­με τον πόνο μ’ ότι κά­πο­τε αρ­νη­θή­κα­με…» είναι ανα­γκαίο να ζή­σου­με το Τώρα, τη στιγ­μή. Διότι, «Όσο θα φυ­λά­με τα λόγια μας για μιαν άλλη στιγ­μή, μιαν άλλη συ­νά­ντη­ση, για κάτι πιο ση­μα­ντι­κό, στα πρό­σω­πά μας θα καρ­φώ­νε­ται η από­γνω­ση για όσα θέ­λα­με να πούμε και δεν εί­πα­με. Για όσα θέ­λα­με να δεί­ξου­με και δε δεί­ξα­με. Για εκεί­να τα μικρά και ασή­μα­ντα που θα μπο­ρού­σαν να χρω­μα­τί­σουν το εφή­με­ρο του πα­ρό­ντος μας, προς αντί­δρα­ση μιας επι­κεί­με­νης πτώ­χευ­σης». Αντι­θέ­τως, μας χρω­μα­τί­ζουν η άρ­νη­ση, το ανι­κα­νο­ποί­η­το και το ανέλ­πι­στο, που είναι «οι πιο ασή­μα­ντες» λέ­ξεις, όπως λέει ο Σα­ρά­τσης. Και παρ’ ότι ασή­μα­ντες, χα­νό­μα­στε μέσα τους. Και όλες αρ­χί­ζουν από άλφα ή από «αν». Όμως, τα «αν» είναι οι προ­βο­λές που κά­νου­με στο μέλ­λον. Και το μέλ­λον είναι άγνω­στο, συ­νή­θως δεν έρ­χε­ται αυτό που φα­ντα­ζό­μα­στε, ενώ το πα­ρελ­θόν δεν μπο­ρεί να αλ­λά­ξει. Μόνο το Τώρα και οι στιγ­μές είναι αλη­θι­νά, διότι αυτά είναι η πραγ­μα­τι­κή ζωή. Για πα­ρά­δειγ­μα, όταν αγα­πάς έναν άν­θρω­πο, τον αγα­πάς Εδώ και Τώρα. Διότι την επό­με­νη στιγ­μή μπο­ρεί να μην υπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα για αγάπη και έρωτα και τότε θα το με­τα­νιώ­νεις όλη σου τη ζωή, λέει ο Όσσο.

Κάπως έτσι ολο­κλη­ρώ­νει τους στο­χα­σμούς του ο Σα­ρά­τσης. «Ζούμε για τον έρωτα που θα ’ρθει. Και για ’κεί­νους που έφυ­γαν. Ζούμε για να συ­νυ­πάρ­χου­με. Τώρα δεν συ­νυ­πάρ­χου­με. Πε­ρι­μέ­νου­με την συ­νύ­παρ­ξη». Δη­λα­δή, πε­ρι­μέ­νου­με το αύριο για ένα υπο­τι­θέ­με­νο κα­λύ­τε­ρο μέλ­λον, ανα­στέλ­λο­ντας ή πα­ρα­τεί­νο­ντας το σή­με­ρα. Και βέ­βαια μπο­ρεί ο κα­θέ­νας και η κα­θε­μία από εμάς να ψάξει όσο χρόνο θέλει για το υπο­τι­θέ­με­νο μελ­λο­ντι­κό κα­λύ­τε­ρο, άλλα ίσως στα γε­ρά­μα­τα ανα­κα­λύ­ψου­με ότι τε­λι­κά αυτό που ψά­χνα­με ήταν μπρο­στά μας και αρ­νη­θή­κα­με να το υπε­ρα­σπι­στού­με ως επι­λο­γή. Ή όπως διά­βα­σα γραμ­μέ­νο σε έναν τοίχο, «Ζήσε το σή­με­ρα με όσο πιο πολύ πάθος μπο­ρείς γιατί είναι το αύριο που πε­ρί­με­νες να έρθει χθες».

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

TOVIVLIO.NET 4/8/2016]

Όταν οι λέξεις πάλλονται

Μικρή, πορτοκαλί, σταλμένη από τη συμπρωτεύουσα ήλθε στα χέρια μου Απρίλη μήνα ενυπόγραφη η συλλογή του φίλου & ποιητή Γιώργου Σαράτση με τον αιρετικό τίτλο «Θα φύγεις Νύχτα.» Όταν τον ευχαρίστησα προσωπικά για το πόνημά του με μάλωσε. Όχι δεν είναι πόνημα, δεν απαιτεί ‘πόνο’ μου είπε και είχε δίκιο καθώς αβίαστα κυλούν από τις σελίδες του τα 38 πεζά ποιήματα, οι 38 στοχασμοί του για την πλήξη της καθημερινότητας.

Μέσα από τις τρεις επιμέρους ενότητες ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ / ΣΥΝΥΠΡΑΞΗ / ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ ο ποιητής έλλογα, χωρίς ακραίους συναισθηματισμούς, χωρίς διάθεση εξωραϊσμού λόγο ποιεί πάνω σε θέματα όπως η Καθημερινότητα, η Συντροφιά, το Παρελθόν, η Μνήμη, η Φθορά, ο Χωρισμός, η Φυγή… Η Μοναξιά/Solitudo φαίνεται να λειτουργεί ενωτικά μα και λυτρωτικά ανάμεσα στις ενότητες του βιβλίου και φαντάζει αλήθεια μοναδική, αναπόφευκτη και φυσική. Πότε με κυνική ματιά κι άλλοτε με βαθύτατη ευαισθησία ο ποιητής καταπιάνεται με το αυτοάνοσο νόσημα τη ζωή προσπαθώντας να γευθεί, να καταλάβει, να δεχθεί τα μυστήρια που υφαίνουν την ανθρώπινη ύπαρξη/συνύπαρξη.

Οι λέξεις κάτω από τη γραφίδα του Γιώργου Σαράτση πάλλονται, δονούνται, αποκτούν αυτονομία και μετουσιώνονται σε ανησυχίες μιας φύσης διεισδυτικής. Γλώσσα σχεδόν σαρκική, πάλλουσα και ζωντανή ανάγει το ασήμαντο σε σημαντικό, το δεδομένο σε αβέβαιο, τη ρουτίνα σε σπασμωδικά εσπευσμένη αναχώρηση, το τέλος σε αρχή.

Μην το ψάξεις. Έτσι υπάρχω. Έτσι υπάρχεις. Μοναχικότητες σε επανάληψη (Ημέρες πλήξης)

.

ΠΕΤΡΟΣ ΣΚΥΘΙΩΤΗΣ

Απόσπασμα παρουσίασης

Η απαθανάτιση της στιγμής

Τα κείμενα του «Θα φύγεις νύχτα» είναι γεννήματα μιας συζήτησης, μιας τυχαίας συνάντησης, μιας βόλτας, ενός καθημερινού γεγονότος, μιας συνηθισμένης μέρας, μιας καλοφτιαγμένης ρουτίνας. Είναι αποσπάσματα της καθημερινής πλήξης με σκέψεις που εμβαθύνουν στο πως και το γιατί τους. Είναι η σκιαγράφηση μιας ζωής που ανήκει στους περισσότερους, έστω κι αν το παραδέχονται μονό στο ταβάνι του δωματίου ξαπλωμένοι άυπνοι στο κρεβάτι. Είναι οι συνομιλίες σαν κι αυτές που κάνει κάποιος μόνο με τον εαυτό του και που μόνο λογοκριμένες μπορούν να βγουν προς τους φίλους και τις παρέες. Είναι τα εσωτερικά αδιέξοδα κι η κατά μέτωπο επίθεση απ’ την οποία είτε θα επιζήσει ο τοίχος της πλήξης είτε θα σπάσει και θα γεννηθεί η έξοδος προς τη ζωή και την ελευθερία. Είτε η αναμονή για μια υποσχόμενη ζωή είτε η ακέραιη γεύση της ζωής. Είναι μια κραυγή πως ο βασιλιάς είναι γυμνός ανάμεσα στο βουβό πλήθος που συναινεί στην διαιώνιση της πλήξης μέσα στο πανέμορφο διάφανο φόρεμά της.

Ο Αλέκος Βασιλάτος γράφει πως στη ζωή κάποιου υπάρχουν 3 βήματα: Πρώτον, η αποκαθήλωση των στόχων, δεύτερον η αποδόμηση των κινήτρων και τρίτον οι σκέψεις φιλόστοργου θανάτου. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής, στο «Θα φύγεις νύχτα» αποτυπώνεται η καταστροφή των υπόλοιπων προορισμών στο κυνήγι της συνύπαρξης. Είναι η κινηματογράφηση ενός ταξιδιού που είμαστε πρωταγωνιστές, το οποίο περνά πάλι από τρία σημεία-σταθμούς. Αυτά αποτελούν και τα τρία κεφάλαια του βιβλίου.

Πρώτον, το “Δεύτερο Πρόσωπο” που ξεκινάει με την φυγή από τα κόμπλεξ της παιδικής ηλικίας και την ανακάλυψη του εαυτού μακριά από όλα όσα το διαμόρφωσαν. Αναζητά την επιστροφή σ’ έναν άδειο πίνακα. Την αφετηρία στην οποία γυρνάει ο καθένας για να κατανοήσει από την αρχή το δεύτερο πρόσωπο του εαυτού του προκειμένου να καθρεφτίσει το δεύτερο πρόσωπο με το οποίο θα συνυπάρξει. Εσωτερικό και εξωτερικό δεύτερο πρόσωπο μοιάζουν σαν δυο όψεις του ίδιου νομίσματος το όποιο δεν πρόκειται να βγάλει νικητή κανέναν καθώς πέφτει στο κενό. Βγάζει νικητές και τους δυο όσο μένει στον αέρα. Κι ας υπάρχουν οι νόμοι της βαρύτητας που θα το παραδώσουν αργά ή γρήγορα στην νομοτέλεια της πτώσης. Είναι το ξημέρωμα μιας Πέμπτης που σηκώνεσαι να φύγεις κι η πόρτα που ξαφνικά κλείνει. Κι ύστερα η ανάλωση στην ψυχανάλυση των ανθρώπινων σχέσεων που κρέμονται από μια διάφανη κλωστή, από ένα γιατί κι από ένα δεν ξέρω. Δίνει τροφή στην τρελά που υπήρχε και θα υπάρχει πάντα μέσα μας, ώσπου ένας αναπάντεχος διακόπτης να την θέσει σε λειτουργία. Το “Δεύτερο Πρόσωπο” συμβαδίζει στον περίπατο του απογεύματος μιας βροχερής Κυριακής. Κι αναδιπλώνεται πάλι τη Δευτέρα για να περπατήσεις ξανά μονότονα στο λαβύρινθο της ζωής κάτω από τα σύννεφα. Ακροβατούμε στα βήματα μιας περιφερομένης απουσίας και στα τακούνια ενός έρωτα μια όμορφη νύχτα του Αυγούστου. Τα βράδια επιστρέφουμε σ’ ένα όνειρο που από χρόνια σταμάτησε τις πρεμιέρες λόγω τεχνικής βλάβης. Λόγω συμβιβασμού. Λόγω παραίτησης. Λόγω μη αντοχής. Διχοτομούμε τον εαυτό μας σε μια έλευση και σε μια αναχώρηση, δίχως να γνωρίζουμε την απόλαυση της διαδρομής ανάμεσά τους. Έρχεται και φεύγει. Αρχίζει και τελειώνει μόνο με τρανταγμούς κατά την απογείωση και την προσγείωση. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο κοιμόμαστε τον βαθύτερο ύπνο. Τα παραπάνω, όλα στιγμιότυπα μιας ζωής που ζούμε χωρίς να παρατηρούμε. Ο καλλιτέχνης ως πρόσωπο που δρα αλλά και ως θεατής στοχάζεται πάνω τους και φέρνει κύκλους γύρω από το νόημα. Που ίσως όμως και να μην υπάρχει.

Το “Δεύτερο Πρόσωπο”, έπειτα, εξελίσσεται στην “Συνύπαρξη”. Υπάρχουμε μαζί. Όπως αναφέρει ο Χρήστος Γιανναράς: «Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς». Η “Συνύπαρξη” ανοίγει το δρόμο για τη λύση του μυστήριου της ζωής μέσω της συντροφιάς που παλιότερα αρνηθήκαμε ως κάτι το υποτιμητικό προς τις δυνάμεις μας. Κάτι που υψώσαμε αδιαπέραστα τείχη ώστε να μη μας αλώσει. Μην τυχόν και βρει το τρωτό σημείο της ευαισθησίας και πατήσει εκεί πάνω για να μας διαλύσει. Μια φευγαλέα καλημέρα, αδιάφοροι περαστικοί, επισκιασμένοι από τον φόβο μην τυχόν και πάρει κάποιος χαμπάρι ότι τους λείπει η συντρόφια και τους εκμεταλλευτεί. Στο κεφάλαιο αυτό αποτυπώνονται τα στιγμιότυπα της συνύπαρξης. Καθημερινές εικόνες που περνούν ανεπαίσθητα κι ανεπίστρεπτα στο κυνήγι της συνύπαρξης. Θρυμματίζει την χίμαιρα και την πλήξη δίνοντας ζωή σε οτιδήποτε. Το αυτοάνοσο νόσημα της ζωής, η ρωσική ρουλέτα των στιγμών μας, η αναμονή στο ακουστικό του ξιπασμένου ερώτα, το τέλμα κάθε ξενέρωτου σαββατόβραδου, το γέμισμα του φεγγαριού πίσω απ’ την κλειστή κουρτίνα, το βρεγμένο απ’ τα χείλη τσιγάρο, η απόγνωση των λέξεων… Όλα σιωπές και κομμάτια της κατακρεουργημένης συντροφιάς που ξαφνικά αποκτά νόημα.

Η πληρότητα της συνύπαρξης οδηγείται ύστερα στην κενότητα της μοναχικότητας. Η ηδονή με αναστροφή των φωνηέντων μετατρέπεται σε οδύνη. «Δὲν ὑπάρχει ὀδύνη καὶ πίκρα πιὸ βασανιστικὴ ἀπὸ τὴν ἀντιμαχία ἀνθρώπων ποὺ πίστεψαν πὼς ἦταν ἀμοιβαῖα καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἐρωτευμένοι». Και κάθε έρωτας οδηγείται νομοτελειακά στον σπαραγμό και την πτώση του. Πρώτη και τελευταία πατρίδα είναι η μοναξιά κι η ανάμνηση του ταξιδιού. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο “Πορτρέτα Aναμνησεων” ο συγγραφέας γράφει επειδή δεν θέλει να πάσχει από την εμπειρία του, αλλά κι επειδή δεν του αρκεί η εμπειρία του, θέλοντας ν’ αρχίσει ξανά το υπέροχο ταξίδι της ζωής. Η ανάμνηση παίρνει μαζί της ένα μεταμεσονύκτιο τσιγάρο στη βεράντα, ένα τυχαίο χαμόγελο και μια σκοτωμένη αθωότητα, τα κόκκινα απ’ το κλάμα μάτια απέναντι σου στον τερματικό σταθμό, μια πανέμορφη μούσα στην ακρογιαλιά και τα φυλαγμένα λόγια στη τσέπη για μια καταλληλότερη στιγμή που ποτέ δεν έρχεται. Σε όλα αυτά διαχέεται σαν λερό φως το πάντα άγνωστο «γιατί» του κόσμου. Οι εικόνες παραμένουν αειθαλείς στη μνήμη και περιγράφονται νοσταλγικά σαν κομμάτια του παζλ μιας πεπερασμένης ευτυχίας.

Τα λεωφορεία στους σταθμούς πάντα θα φεύγουν και θα έρχονται. Οι άνθρωποι απ’ τη ζωή πάντα θα φεύγουν και θα έρχονται. Η απαθανάτιση της στιγμής μέσα σ’ ένα κείμενο η μέσα σε μια φωτογραφία δεν είναι τίποτα άλλο απ’ την τάση να επιστρέφουμε σ’ ένα γνώριμο ευχάριστο μέρος, σε μια πλαστή βόλτα που θέλουμε να διαρκέσει για πάντα, να μην πέσει γρήγορα ο ήλιος, να μην απλωθεί το κρύο και γυρίσουμε πρόωρα σπίτι. Έτσι υπάρχουμε∙ σαν μοναχικότητες σε επανάληψη που απλά περνάμε σαν ποτάμι, σαν θάλασσα, σαν αέρας. Και σαν πληγωμένο παιδί που το έπιασαν στον ύπνο. «Μη χαθούμε…» και νεκρά τηλέφωνα. Η κουρτίνα κλείνει κι ο προβολέας της σκηνής σβήνει. Αυτό ήταν. «Έρχομαι από το πεθαίνω, όχι από το έχω γεννηθεί. Με το έχω γεννηθεί πάω». Και τέλος, αν καταλάβετε ποτέ τι στο διάολο παίζει εκεί έξω ρίξτε ένα σήμα και προς τα δω…

.

ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

Απόσπασμα κειμένου από τη παρουσίαση του βιβλίου στις 24/5/2012 στη Θεσσαλονίκη

Οι αισθήσεις σε εγρήγορση

(…) Ο Γιώργος Σαράτσης μέσα από τα στοχαστικά του αφηγήματα, ξεκινά ένα βαθύ υπαρξιακό ταξίδι και συνάμα επίκαιρο. Σα νέος άνθρωπος μεταφέρει τους προβληματισμούς της γενιάς του σε μία πραγματικότητα που ασφυκτιά από αδιέξοδα, ανασφάλεια, αγωνία… Κινείται όμως εύστοχα στο διαχρονικό και στο παρόν. Ο χρόνος γίνεται γραμμική ευθεία που συνενώνει σε ένα παρελθόν-μέλλον: «Το δικό μου μέλλον υπήρξε κάποτε με τη μορφή πρόωρου παρελθόντος. Και το παρόν μου… Τί σημασία έχει ο χρόνος;»

Λόγος δυνατός, μεστός, σύνθετος γίνεται συχνά εικόνες και Ποίηση. Κάθε λέξη μοιάζει με σπόρο εν δυνάμει έτοιμο να καρπίσει όταν βρεθεί στην γόνιμη γη της σκέψης. Οι μυρωδιές, η αφή, το βλέμμα… Όλες οι αισθήσεις σε εγρήγορση για να αφουγκραστούν, να αισθανθούν, να καταγράψουν τη στιγμή, τα συναισθήματα… Επικεντρώνεται και αναδεικνύει μέσα από μικρές καθημερινές συνήθειες, κινήσεις απλές, επαναλαμβανόμενες, το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, την αδυναμία των ανθρώπων να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω τους, τους άλλους, τον εαυτό τους: οι άνθρωποι «δε μάθαμε τα βασικά αυτού του κόσμου», «μοιραζόμαστε μεταξύ μιας έλευσης και μιας αναχώρησης», η ζωή ως αυτοάνοσο νόσημα…

Τον απασχολεί έντονα η συνύπαρξη. Συναντάμε περιγραφές όπου από μια μικρή λεπτομέρεια φανερώνεται η επιδερμική σχέση (το σώμα γίνεται ο αποδέκτης του πόνου και πάνω του «γράφεται» η απουσία, ο χωρισμός), το δέρμα από κάτω ξερό, το σώμα πληγή. «Οι ανθρώπινες σχέσεις κρέμονται από μια λεπτή κλωστίτσα», λέει ο συγγραφέας και συμπληρώνει: «η συντροφιά είναι κάτι ευαίσθητο». Έρωτες, χωρισμοί, απουσία, μοναξιά, σιωπές, αναμνήσεις, φιλία, κενό, ανία, πλήξη και πάλι ελπίζω. Που είναι η καρδιά σου; Ο δρόμος που οδηγεί στη συνάντηση με τον άλλον, τον σύντροφο, τον φίλο, τον συνάνθρωπο. Και πλάι σ’ αυτά, το στοιχείο της βροχής να κάνει έντονη την παρουσία του σαν κάθαρση, σαν συντροφιά, σαν ήχος, σαν αποχαιρετισμός ή γοητεία. Που συμπληρώνει την εικόνα, το τοπίο όπου διαδραματίζεται κάθε ανθρώπινη δράση. Και η φυγή, ως διέξοδος, ως διεκδίκηση, ως απώλεια. «Κάποιος φεύγει… Πες μου κάτι τελευταίο πριν φύγεις».

Ένας κύκλος ζωής, ένα εργοστάσιο ιδεών, σκέψεων, απόψεων, καταθέσεων ψυχής. Με ερωτήματα, αγωνίες, απορίες, δισταγμούς. Δισταγμός να έρχεσαι κάποτε στον κόσμο, αρνούμενος να ανοίξεις τα μάτια / ο άγνωστος κόσμος σου, τί θ’ αντικρίσεις; Τί θα ζήσεις; Στα τείχη που χτίσαν γύρω σου άλλοι για ‘σένα. Φτύνεις κατάμουτρα το άχαρο της επικαιρότητας. Φοβάσαι. Ζήτημα χρόνου να γίνεις σαν όλους τους άλλους. Δρόμοι αποκλεισμένοι από ψυχές, φωνές, δακρυγόνα. Δεν κοιμάται κανείς στις μέρες μας… Έσω έτοιμος…

Στο τελευταίο αφήγημα του βιβλίου με τον συναφή τίτλο “Κάτι τελευταίο”, ο συγγραφέας μοιάζει να τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια μας, να μας αιφνιδιάζει… Τίποτα, λοιπόν, σταθερό. Όλα ρευστά και ανατρέψιμα. Όμως αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης, του συγγραφέα. Να ταρακουνά, να αφυπνίζει, να προβληματίζει. Όχι να χειραγωγεί και να καθοδηγεί. Εκείνος γράφει, οι αναγνώστες αποφασίζουν τι θα επιλέξουν.

Σε μια συνέντευξή του ο Αντόνιο Ταμπούκι όταν ρωτήθηκε γιατί γράφει, απάντησε: «γιατί η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή».

«Γράφω γιατί δεν μου αρκεί η εμπειρία μου… Γράφω για να μ’ ακούσω μέσα μου», δηλώνει ο Γιώργος Σαράτσης. «Βάζουμε ένα στοίχημα;» συνεχίζει. «Να ‘ναι κάθε μας μέρα μια απόπειρα αναζήτησης εκείνου που μας διαφεύγει, εκείνου που συντελείται μέσα μας αθόρυβα, περιμένοντας να νιώσουμε, να γευτούμε, να ελπίσουμε… Γιατί μέσα μας ξεμένει μια χρωστούμενη αναγέννηση»

.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΓΙΑΣΟΥΜΗ

Απόσπασμα κειμένου από τη παρουσίαση του βιβλίου στις 28/4/2012 στην Αθήνα

(…) Το εγχείρημα του Γιώργου Σαράτση να πλήξει την πλήξη της καθημερινότητας μας -με 38 μικρούς αλλά ιδιαίτερους στοχασμούς- είναι ένα τόλμημα που χτίζεται σελίδα τη σελίδα. Βίωμα το βίωμα. Γιατί η γραφή του Γιώργου είναι βαθιά βιωματική, αισθαντική και ανθρώπινη.

Ξεφυλλίζοντας, λοιπόν, αυτό το μικρό, πορτοκαλί βιβλιαράκι, βρέθηκα αντιμέτωπη με τον ίδιο μου τον εαυτό. Η ίδια η καθημερινότητα γίνεται ένα ελατήριο που μας απλώνει στη διαφορετικότητά μας και μας μαζεύει πάλι πίσω στο αρχέγονο, αΐδιο είναι μας.

Εν καιρώ κρίσης και διαπραγματεύσιμων ορισμών, η προσωπική σκοπιά του ενός οφείλει να ανταμώνει την προσωπική σκοπιά του καθενός και από εκεί να πραγματώνονται μαζί στο καθολικό. Το ανώφελο, το ανέφικτο, το ασήμαντο, οι λέξεις που στερούνται μιας κάποιας πληρότητας, οι έννοιες που μοιράζονται την ανησυχία της ταυτότητας τους μα πιότερο η ύπαρξη, η περισσότερο δοκιμασμένη, γίνεται σπόρος στο γόνιμο χώμα των στοχασμών. Ποιο είναι όμως αυτό το στοιχείο που είναι σε θέση να ποτίσει με αγάπη, με θλίψη, με κατάφαση, άρνηση ακόμα και με ενοχή τον αναγνώστη; Το κάθε τι έχει την «εγκληματική» θέση του. Η θάλασσα στην απεραντοσύνη της αναγέννησης της, η μνήμη, το σώμα, η απουσία, η σιωπή αλλά και η νύχτα, ως ο προθάλαμος όλων.

Η αλήθεια, η φυγή, η ανάγκη. Η σύνοψη του ευτελούς και του πολύτιμου συνάμα. Άνθρωποι μοναξιασμένοι, μονόλογοι διάχυτοι, σκέψεις και σχέσεις μιας χρήσης. Να θυμηθείς να αγαπήσεις, να αγαπήσεις αυτό που σε ξεχνά, να θυμηθείς να επιστρέψεις στο συνείναι. Το βαθύτερο θέλω όλων, η Συνύπαρξη. Ένας ακέραιος στοχασμός επί της κατάφασης του Είναι. Αυτό είναι το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου.

Ο συγγραφέας, μας λέει: « Η συντροφιά είναι κάτι ευαίσθητο. Κάτι σαν την επιφάνεια ενός ατάραχου δέρματος που μόλις τ’ αγγίξει λεπτά η αφή, αντιδρά. Κι ανατριχιάζεις. Ή σαν μια φρεσκοβαμμένη επιφάνεια που περιμένει ένα αιχμηρό αντικείμενο να τη σημαδέψει».

Στην εποχή της αποξένωσης και της εύκολης σκέψης, το πιο δύσκολο αίτημα, είναι αυτό της συνύπαρξης. Το άνοιγμα του εαυτού μας προς έναν ξένο εαυτό, η επαφή με τον άλλον σε επίπεδο έρωτα, σε στάθμη βίωσης, σε υπερβολή, σε καταστολή, σε ανθρώπινη, στοχαστική διάσταση.

Η βόλτα, η φυγή, ο μεταμεσονύχτιος ψίθυρος, η αναμονή σε ένα ακουστικό, το φταίξιμο της βροχής. Όλα αυτά που όταν μοιραστούν μεταξύ δύο, η ευτυχία πολλαπλασιάζεται και όταν οι δύο μοιραστούν, η ευτυχία διαιρείται. «Μοιραζόμαστε μεταξύ μιας έλευσης και μιας αναχώρησης…» καταλήγει στον δέκατο τρίτο στοχασμό του, ο Γιώργος. Με άλλα λόγια μοιραζόμαστε μεταξύ ζωής και θανάτου. Το καθετί στις ανθρώπινες σχέσεις είναι μοιρασμένο. Σαν ένα νόμισμα που το διεκδικούν δυο όψεις και τελικά το κερδίζει μια ευχή.

Κι όμως εμείς που «κλείσαμε παράθυρα, συρτάρια και στόματα». Μα προπαντός, εμείς οι ίδιοι που «κλειστήκαμε μέσα μας», οι «Όχι Ασήμαντοι», είναι καιρός να αμφισβητήσουμε τον αυτεπάγγελτο εγκλεισμό μας, στραμμένοι ο ένας προς τον άλλον.

Σας εύχομαι, λοιπόν, καλή ανάγνωση και πολύ περισσότερο καλό αναστοχασμό επί των 38 στοχασμών του «Θα φύγεις Νύχτα».

.

ΝΙΚΟΣ ΛΕΚΚΑΣ

Κομμάτι ιστορίας

Πάντα η πλήξη ήταν, είναι και θα είναι μια αργή ρήξη με το παρόν· και το «Θα φύγεις νύχτα» 38 στοχασμοί για την πλήξη της καθημερινότητας (εκδ. Φαρφουλάς, 2012) του νεότατου ποιητή Γιώργου Σαράτση (Ελασσόνα, 1986) είναι η αγωνία ενός νέου ανθρώπου, που διαβιεί στην συμπρωτεύουσα και ως νέος άνθρωπος αφουγκράζεται με μαεστρία τους βιορυθμούς της πόλης, τις καταγράφει μέσα από τα οπτικά του κέντρα, τις επεξεργάζεται στην ψυχή του και τις μετουσιώνει σε πεζοτράγουδα. Μια ξεχασμένη μορφή πεζής ποίησης, κατά κόρον λαϊκή, η οποία ευτυχώς δειλά-δειλά επανέρχεται στο προσκήνιο.

Στα πεζά ποιήματα του τόμου, ο Γιώργης με μαεστρία και εξυπνάδα παραπάνω απ’ αυτή που του πρόσφερε η ηλικία του (τότε ήταν μειράκιον) πέρασε μέσα από κόσκινο την επικούρεια φιλοσοφία, την έκανε κτήμα του, την προσάρμοσε στην ζωή και στην καθημερινότητά του, και μέσα από το επικούρειο βλέμμα του, που το ζηλεύω, έγραψε στα καλά καθούμενα τα ποιήματα του τόμου· ποιήματα που όλοι έχουμε νιώσει και ο κάθε ένας νομίζει ότι είναι ο μοναδικός που τα νιώθει. Ο υποψιασμένος αναγνώστης εύκολα μπορεί να το δει. Δεν αναμασά την κουλτούρα· την παράγει…

Το πρώτο (και ως τώρα το μοναδικό) βιβλίο του Γιώργου Σαράτση με 38 στοχασμούς είναι χωρισμένο σε τρεις άξονες. Ο πρώτος τιτλοφορείται «Σε δεύτερο πρόσωπο», καθώς πάντα στην τέχνη και δη την ποιητική, μιλάς καλύτερα σε δεύτερο πρόσωπο για αυτά που στην ουσία είναι πρώτο. Παρόλο που όλη η Τέχνη είναι σε πρώτο πρόσωπο γιατί είναι κομμάτια από το βλέμμα του δημιουργού, δοσμένα με τον τρόπο που τα αρμόζει.

Ο δεύτερος τιτλοφορείται «Συνύπαρξη». Στην ζωή είναι δύσκολο να πηγαίνει μόνος. Ρωτήστε τους μόνους. Τους συγχρόνους Αγίους. Αυτούς που περπάτησαν μόνοι ολόκληρη ζωή. Και ο Γιώργης το ξέρει αυτό καλά. Μπορείς να συνυπάρχεις μόνο όταν υπάρχεις. Και ο Σαράτσης ευτυχώς υπάρχει μέσα στην σκέψη και επικοινωνεί. Είτε με το «καλημέρα» είτε με τέχνη.

Ο τρίτος άξονας έχει για τίτλο «Πορτρέτα Αναμνήσεων». Τί είναι το Πορτρέτο; Τίποτε άλλο παρά μια απαθανάτιση της εξελικτικής πορείας ενός ανθρώπου μία δεδομένη στιγμή. Και τί είναι ανάμνηση; Κάτι που ―δυστυχώς― μπαίνει στο χρονοντούλαπο; Βέβαια όχι. Και τα μουσεία όπψς και τα βιβλία έχουν το κοινό τους. Μόνο από μια μερίδα ανθρώπων θεωρούνται μούχλα.

Και το πορτοκαλί βιβλιαράκι του Γιώργου Σάρατση κλείνει μέσα του ένα κομμάτι ιστορίας. Αυτή των νιάτων μας. Και όπως το, επίσης, πορτοκάλι βιβλίο «Ρεμπέτικα τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου ανάδειξε ―και θα το κάνει ες αεί― σαν αρτεσιανό φρέαρ την ζωή των ρεμπετών, έτσι και το βιβλίο του Σαράτση αναδεικνύει κάτι επίσης πολύ σημαντικό: την σκέψη των νιάτων. Των νιάτων που κάποτε υπήρξαμε. Σαν φρέαρ αρτεσιανό, τουλάχιστον για ’μένα που είμαι μεγαλύτερος. Και θα επανέρχομαι σ’ αυτό όσο μεγαλώνω. Ες αεί.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΙΤΣΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΜΑΡΤΙΟΣ 2023

Πρόσφορο χώμα
Γιώργος Σαράτσης εκδ. Στίξις, Αθήνα 2021

Η επαφή με τη γη και δη τη λεγόμενη «πατρική γη», είναι κάτι που μέσα στον ορίζοντα του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού, όχι μόνο θεωρείται απευκταίο, αλλά και πολλές φορές απαγορευτικό. Ιδιαίτερα δε, όταν αυτή συνδέεται με τη βαθύτερη έκφραση των ανθρώπινων συναισθημάτων και
σκέψεων, που αποτελούν τον βασικό πυρήνα της πραγματικής και μη «σχολακιστικης» ποίησης* η οποία μας επιτρέπει να δομήσουμε μια γέφυρα μεταξύ τής λογικής, τής διαίσθησης και των συναισθημάτων, μια γέφυρα
δηλαδή μεταξύ τού ανθρώπου και τού πνεύματος.
Πάνω σε αυτή τη βάση κινείται το «Πρόσφορα χώμα» του Γιώργου Σαράτση, το δεύτερο βιβλίο τού συγγραφέα. Μέσα στην ποιητική αυτή συλλογή αχνοφαίνεται το προσωπικό στίγμα τού ποιητή, σε συνάρτηση όμως
με τον τόπο του, αφού εν τέλει και οι δύο μοιράζονται την ίδια μοίρα (Φλέγομαι απ’ τον ίδιο ήλιο που θα δει το τέλος μου/Θα δεχτεί την καταδίκη της φυλής και του τόπου).
Εκκινώντας από την έκφραση του προσωπικού εαυτού, παρατηρούμε ένα ποιητικό υποκείμενο που μετατρέπει την ποίηση σε ίαμα και ευλογία (Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου/που στέλνεις κάθε τόσο λίγη ποίηση) και ταυτόχρονα σε εξαγνιστικό θάνατο (μάλλον, αυτό είναι ποίηση -/να πεθαίνεις και να πεθαίνουν όλοι). Η πραγματικότητα γίνεται ένα βάρος και μια αίσθηση μελαγχολίας απλώνεται σε όλη την έκταση της συλλογής. Μια γνήσια φωνή υπαρξιακής ανησυχίας που, όμως, δεν καταλήγει στον αυτομηδενισμό, αλλά στην αυτοσυνειδησία και στη διάθεση απόρριψης όλων όσων έφεραν λύπη και
αρνητικότητα στη ζωή του ποιητή (Αν ποτέ λυτρωθώ/θα ’ναι για να σας φτύσω κατάμουτρα/Ένα Θεός ξέρει πόσο σκοτάδι κόστισε η ζωής σας).
Το ποιητικό υποκείμενο έτσι, προσανατολιζόμενο προς μια πορεία συνειδητού μετεωρισμού˞, δεν αρνείται την επαφή με όσα το περιτριγυρίζουν και το κυκλώνουν, και αποτελούν ταυτόχρονα μέρος του χαρακτήρα και
της ψυχοσύνθεσης τους. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ˔άλλωστε, όταν κατάγεται από «τόπους δύσκολους»· από τόπους και μια γη δηλαδή, που φαίνονται σαν ένα «πηγάδι που στέρεψε», σαν μια πατρίδα που μοιάζει με γυναίκα «ξένη και ˔άτεκνη», και που τον εξαναγκάζουν να αφήσει πέσω τις όποιες ευαισθησίες του.
Τέλος, όπως είδαμε και παραπάνω, ο ποιητής ζώντας σε ένα κόσμο μηχανοποιημένο, ο οποίος τον καταστρέφει ψυχικά˔ και τον απομακρύνει από κάθε σύνδεση με τη φύση και τον τόπο του, ο οποίος βέβαια αργοπεθάνει,
προσπαθεί να αναπνεύσει ποιητικά˔. Το
«Πρόσφορο χώμα» υπό˜ αυτή την οπτική˘ κάθε άλλο από κραυγή αγωνίας είναι, αντιθέτως αποτελεί˚ μια καταγγελία της παρούσας εποχής και ταυτόχρονα μια αναγγελία
της προσπέρασής της.

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.