ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΙΤΟΥ

.

Η Μαρία Πολίτου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Απόφοιτος του Κλασικού Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής και του Τμήματος Θεατρολογίας · της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων, του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΔΠΜΣ) «Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού» ΑΠΘ και του ΔΠΜΣ «Φιλοσοφία: Κείμενα. Ερμηνείες. Πρακτικές» των τμημάτων Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής και Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ. Από το 2017 είναι διευθύντρια στο 2ο ΓΕΛ Εχεδώρου στα Διαβατά Θεσσαλονίκης. Κριτικές και ποιήματά της δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες. Έχει εκδώσει ως τώρα τρεις ποιητικές συλλογές.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Στο σώμα σου κήπος, (Εκδ. Ρώμη 2024)
Επιτέλους αποβίβαση, (Κουκκίδα 2018)
Εφήμερη στην πένα του Θεού, (Εκδόσεις των Φίλων 2014)

.

.

ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΚΗΠΟΣ (2024)

Σπασμένη ρίζα
     Σε ιερό λυκόφως
          Αναδύομαι

ΣΩΜΑ ΓΥΜΝΟ

Γυμνό σώμα
με ρίζες κόκκινες
στο χώμα
με μανία χορεύει
δέντρο που γέρνει με στον άνεμο
φύλλο που κλαίει στη βροχή.

Σώμα εσύ γυμνό
κραταιού έρωτα
εύθρυπτο υφάδι
άθυρμα του χρόνου
βορά τώρα στο αχανές
στόμα του θεριού
που στο δάσος κροταλίζει
με νύχια μισοφέγγαρα
σημαίνοντας τη νίκη.

Σώμα γυμνό
κόκκινες ρίζες.

Κι ο ουρανός αδυσώπητα
Αναβλύζει
το πιο γαλάζιο χρώμα.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΜΕΣΚΟ

Το χιόνι αυτό με κάνει και κλαίω,
Ποιητή.

Ίσως γιατί τα δικά μου όνειρα
είναι από λάσπη.
Ίσως γιατί με θλίβει αυτή
η αλύπητη σιωπή
και χώμα μου μυρίζει.
Τις κερασιές που μού ’λεγες
δεν έχω δει
θάνατο να ξορκίσω.

Το χιόνι
Το χιόνι
Το χιόνι αυτό με κάνει και κλαίω.

Γιατί φυσάει απόψε παγερά
στον λόφο του Γραμματικού
κι ούτε πουλί δεν έμεινε
για να σε συντροφεύει.

Γιατί φεύγουν οι άνθρωποι,
Μάρκο,
και μένει τώρα πάλι
μόνο η μάνα σου ξανά
για να σε αγκαλιάζει.

ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Τρέχουν οι ώρες διψασμένες
πάνω στην πυρωμένη άσφαλτο
ανάμεσα σε βρώμικους τοίχους.

Θλιβερά συρματοπλέγματα σέρνονται
κουβάρια λαβωμένα από ήλιο κυλούν
παράδεισο φεγγαρόλουστο γυρεύουν
δροσοσταλιές νερού στα φύλλα.

Τυφλά παιδιά μωρά
ακριβοδίκαιο κυνηγητό
θαρρούν πως παίζουν
με το αδάμαστο
του χρόνου το μπαλόνι.

Και δε βλέπουν.

Δε βλέπουν πώς θέριεψαν
τα αγκάθια στον κήπο.
Δε βλέπουν
πως δεν υπάρχει
επιστροφή.

ΟΠΩΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Φοβάμαι το σκοτάδι.
Γι’ αυτό με τη φωνή σου κοιμάμαι
στο μέρος της καρδιάς.
Πολλές φορές
όταν μου τραγουδάς
ξυπνώ και ψάχνω ψηλαφώντας
μολύβι και χαρτί.

Να γράψω θέλω την πιο μεγάλη ιστορία μας.

Αυτήν που δεν υπήρξαμε ποτέ.
Για να μην πεθάνουμε. Άγνωστοι και ημιτελείς.
Σκιές κι οι δυο που αναπαύονται στα όνειρα
ψυχές γεμάτες, χέρια αδειανά.

Γιατί
-παραλίγο να ξεχάσω-
και τον θάνατο τον φοβάμαι.

Να γράψω θέλω την ιστορία μας.

Ένα ποίημα ζεστό και γαλανό
να με σκεπάζει τις παγωμένες νύχτες
ένα ποίημα ζεστό και γαλανό
όπως τα μάτια σου.

Δες πως χορεύουν
     Σε ματωμένο κήπο
          Ηλιοτρόπια

ΤΟ ΠΙΟ ΒΑΡΥ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ

Κι όταν αγγίξουμε ο ένας τον άλλον
όταν η νύχτα μας γεμίσει μουσική

πανάρχαιος ήλιος θ’ ανατείλει

τ’ αστέρια στο δωμάτιο
θ’ ανάψουνε φωτιά

και το φεγγάρι
μεθυσμένο θα χορεύει

το πιο καλό ζεϊμπέκικο
το πιο βαρύ.

ΠΝΙΓΜΟΣ II

Κι ενώ εσύ παίζεις
αδέξια με τη στίξη
τα θαυμαστικά εκείνα
της καληνύχτας σου
αδράχνω εγώ
και στης καρδιάς μου
τα συνάζω το κελί.

Γιατί
Ποιος ξέρει

Όλα τα σημάδια σου
αν αθροίσω
μπορεί να φτιάξω
ένα όνειρο

για να πνιγώ

ευτυχισμένη.

ΚΑΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Κι όταν εσύ θα φύγεις
Όταν θα χαθείς
Θα γράψω ένα ποίημα αληθινό
Θα γράψω ένα ποίημα κόκκινο
ζεστό σαν αίμα

που θα διαβάζουν οι άνθρωποι και θα κλαίνε
που θα διαβάζουν οι άνθρωποι και θα λένε

μια φορά κι έναν καιρό
μια γυναίκα κι ένας άνδρας
αγκαλιάστηκαν τόσο δυνατά
που έλιωσαν ο ένας μέσα στον άλλον

Εκείνος πήρε το σχήμα των χεριών της
κι έγινε μαύρο πουλί
που τριγυρνά τις νύχτες σαν σκιά

Εκείνη το χρώμα της καρδιάς του πήρε
και γράφει ακόμη ποιήματα γι’ αυτόν
να πιει και να γυρίσει.

Και τα διαβάζουν οι άνθρωποι και κλαίνε
και τα διαβάζουν οι άνθρωποι
και για αγάπη λένε.

.

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ (2018)

A. ME ΠΟΣΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΕΡΔΙΖΕΤΑΙ Η ΑΓΑΠΗ;

Τοίχους υψώνεις
στης άνοιξης τα άνθη
πέτρες και χώμα

ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ

Σε πολιτεία εχθρική σταμάτησε το τρένο.
Απ’ την αρχή κάτι δεν πήγαινε καλά
σε τούτο το ταξίδι.
Τριξίματα
ήχοι παράταιροι μεταλλικοί
μαύρα τα σύννεφα οι καπνοί
των τζιτζικιών εμόλευαν
το πύρινο τραγούδι
και μουτζουρώναν τα θαυμαστικά
στις άκρες τ’ ουρανού.
Από καιρό πια ανήμπορο το τρένο.
Τις ράγες χιόνι σκέπασε πυκνό.
Βαθιά κοιμήθηκαν τα όνειρα.
Τζάμια υγρά δακρύζουνε καμιά φορά
στα ποιήματα
σπόρος θεριεύει αρωματικός
ανθοφορία απρόσμενη
στη μέση τού χειμώνα.
Μια Κυριακή με ρόδινο φιλί στέκει στην αποβάθρα.
Ας κατεβούμε από το θλιβερό βαγόνι.
Είμαστε ακόμη ζωντανοί, θαρρώ. 

ΥΠΟΓΕΙΟ

Αφουγκράζομαι τα βήματα
στα ραγισμένα πλακάκια.
Ετοιμόρροπος ο φράχτης
αγριόχορτα βουνό
στην έρημην αυλή.
Τρομάζω. Βλέπεις
ζώο φαρμακωμένο
σέρνομαι
στα πιο βαθιά κελάρια
κουρνιάζω σιωπηλό
με οικονομίες ονείρων μου μεθώ
δίχως νερό
χωρίς καν φως
βαριανασαίνω
σχεδόν γυμνή από θεό
προσεύχομαι
να νιώσει τη στερνή πνοή
αμείλικτα να επιτεθεί
και να γεμίσει το υπόγειο
αστέρια. 

ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ

Κίτρινο τρεμοπαίζει φως
στο μικρό στρογγυλό τραπέζι
είδωλο παραμορφωμένο
σε τζάμι αντικρινό
διπλή όψη θολή
μάτια αγρίμια σκοτεινά
ελάφια τρομαγμένα
μακριά στο μαύρο δάσος τρέχουν
πουλιά λαβωμένα πετούν
στη μαύρη κρύβονται νύχτα
σε σύννεφο μαύρο κρύβονται
πετούν και τρέχουν.
Κι αναρωτιέσαι απόψε
στο ξύλινο μπαλκόνι
ποιος πραγματικά είσαι, ξένε
-εσύ με το βλέμμα στο τζάμι!—

ΠΟΘΟΙ ΒΥΘΟΥ

Απόβραδο. Λιμάνι.
Ομίχλη σα χιόνι λευκή.
Μαύρα αμίλητα νερά.
Πρόσωπα σκυφτά. Γκρίζα.
Μέλη σκουριασμένα.
Κι εύθραυστα.
Κυρίως εύθραυστα.
Βαραίνει στη ράχη τους ο χρόνος
αόρατη σκιά από το πρώτο φως
στης μήτρας την εξώπορτα βαραίνει.
Πόθοι εράσμιοι σκοτεινοί
κοχλάζουνε ακόμη
σε ρημαγμένης θάλασσας τη μέση
καράβια με αναμμένα φώτα
στο χείλος του βυθού ν’ αγκομαχούν.
Την πλάτη στρέφουν στο ναυάγιο.
Και η σιωπή τους
μαχαιριά την όμορφη
βαθιά θα χαρακώνει νύχτα. 

Β. ΦΑΚΕΛΟΣ ΑΙΜΑ

Μέσα σου είναι
δεν κείτονται στο χώμα
οι νεκροί μιλούν

ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΑ

Κάποτε χρόνια μετά
κοιτάς με μάτια παγωμένα
τον ξάστερο ουρανό
μετράς τα κίτρινα σημάδια
που με βία σου κάρφωσαν
στο μέρος της καρδιάς
Και δεν φαντάστηκες ποτέ
πόσο σκοτάδι κρύβει
ένα αστέρι
Δεν το φαντάστηκες
από ντροπή να κλαις
γιατί κι εσύ
λέγεσαι
άνθρωπος.

ΟΒΟΛΟΣ

Παιδί φεγγαροπρόσωπο στην έρημο του δρόμου
γλώσσα κομμένη ξεψυχά
σκυφτός ο ήλιος μοναχά ακολουθεί το ξόδι
Στα δόντια του σφιχτά κρατά
του κόσμου την οδύνη
νόμισμα μέταλλο χρυσό
πύρινο οβολό
το ποίημα
Μα δεν προφταίνει ο ζωντανός
η νύχτα τον κυκλώνει
Μαύρα πουλιά ορθώνονται λέξεις μοιρολογάνε
λεκιάζουνε τον ουρανό με νύχια ματωμένα
και το φεγγάρι σφάζουνε να πάψουν οι σκιές του
να πάψουνε και τα νερά να λένε τ’ όνομά του
Στου Κάτω Κόσμου τα σκαλιά
φεγγοβολά το ποίημα.

Γ. ΕΥΘΡΥΠΤΗ ΑΥΛΑΙΑ

Ρόδο η λέξη
σε ρημαγμένα σπίτια
μοσχοβολάει

ΣΗΜΕΙΑ ΠΛΗΞΗΣ

Σκοτείνιασαν οι λέξεις
και τα ποιήματα.
Κρύφτηκαν σε καταπακτές
οι συνυποδηλώσεις
για λόγους ασφαλείας συρρικνώθηκαν
τ’ αποσιωπητικά
ακρωτηριασμένα ερωτηματικά
κι ακέφαλα θαυμαστικά
έπαψαν να ρωτούν
ξέχασαν να θαυμάζουν.
Αλώβητες έμειναν μόνον οι τελείες.
Στα συρματοπλέγματα αδιάλλακτοι
της μνήμης μου φρουροί.

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Κάτω από τα ποιήματα
ψάξε να με βρεις.
Των λέξεων σήκωσε
το βαρύ χαλί
στο αίμα χειροποίητο
-από το χρώμα θα με αναγνωρίσεις –
μία λέξη ξεφτισμένη
απ’ την ανάποδη
να κρέμομαι
να προσπαθώ
να σκαρφαλώσω
απεγνωσμένα.
Να κεντηθεί
ακέραιο
απ’ την καλή
το ποίημα.

.

ΕΦΗΜΕΡΗ ΣΤΗ ΠΕΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ  (2014)

ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Βαδίζεις μόνος, ωχρός και διψασμένος σε μονοπάτια αναιμικά.
Εκ γενετής ακρωτηριασμένα.
Ο χρόνος σου πολύτιμος και λιγοστός.
’Αναζητώντας θησαυρούς θεσπέσιους
θηράματα ενός θεού μονάχα.
Συλλέγεις μέσα στο δισάκι σου όστρακα και κοχύλια
και θαλασσόβρεχτα πετράδια σμιλευμένα
απ’ του καιρού τους λεπτοδείκτες.
Και τι θάλασσες με κύματα αδηφάγα
κι αλμυρά την όψη σου αυλακώνουν…
Η άμμος η χρυσόμαυρη τα ακροδάχτυλα χτενίζει
και στροβιλίζεται στου ανέμου του τρελού τις αναπάντεχες ανάσες.
Δε βλέπεις γύρω σου. Σκοτάδι.
Τυφλός σχεδόν και μόνος.
Διαβάτη, πού τώρα πηγαίνεις;
Τους θησαυρούς σου τους χρυσούς
με ποιόν θα μοιραστείς;
Κι αν δώματα έχτισες λαμπρά
ποιος θα τα κατοικήσει;
Γκρεμίζονται μεμιάς.
‘Υδάτινες οι βάσεις και σαθρές. ’Αμμώδεις.
Στάσου!
Διόλου για τα ερείπια μη λυπηθείς.
Χαμένοι μόχθοι σου δε θα ’ναι.
Το έρεβος
γεννάει
φως.
Δες πως ξεχύνεται από των συντριμμιών τη σκόνη.
Ματαιωμένες διαδρομές κι αγκάθινες σιωπές
από του χρόνου την θωριά θρυμματισμένες.
Λάθη πυξίδες φάροι. Νοσταλγοί του Άλλου.
Βαθιά σκάψε με της αγάπης τα ζεστά και σκουριασμένα χέρια
τον ’Άνθρωπο μπορεί να συναντήσεις.
Μετά από τόσο κάματο και δύσβατη πορεία γύρισες κι εσύ
– σοφός πια –
πίσω στο θεμέλιο του κόσμου.

ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω ν αράξει ένας άνθρωπος
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.
                                                                            Γιώργος Σεφέρης

Πάτησα τα γυμνά ακροδάχτυλα πάνω στην πέτρα
φορώντας μόνο το διάφανο πέπλο της σιωπής
και της απελπισίας.
Ήθελα να γεμίσω από θάλασσα κι ουρανό
και από νιο φεγγάρι.
Να μετουσιωθώ σε γαλάζιο ένα φως.
Εγώ
η θνητή,
η κόρη του ανθρώπου.
Τώρα είμαι προέκταση της πέτρας.
Της έδωσα το αλλόκοτο του έρωτα σχήμα
το σχήμα της φθοράς.
Κι αυτή μ’ έκανε αθάνατη.
Και παγερή.
Κι αδάκρυτη.
Μια πέτρα.

ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑ

Καλό προσωπείο, σε δύσκολους καιρούς, ο μύθος.
                                                          Γιάννης Ρίτσος

Σύννεφα καπνού από σάρκα και αίμα
φτάνουν στο ουράνιο παλάτι.
Μαύρισε γύρω η πλάση.
Και οι πανάρχαιες κολόνες.
Ό,τι απέμεινε απ’ τον παλιό καιρό.
Το δοξασμένο.
Σάπισαν οι ρίζες τους απ’ των καιρών
το ανόσιο γλεντοκόπι.
«Σφάγια σε θεϊκό βωμό θα ’ναι το δίχως άλλο»,
με θλίψη συλλογιέσαι.
«Μα ποιόν αθάνατο ζητούν να κατευνάσουν;
Δε χόρτασαν οι ολύμπιοι από ανθρωποθυσίες;»
«Ποιο μίασμα την πολιτεία λυμαίνεται»,
αναρωτιέσαι,
«και της σφαγής το διάταγμα
ποιος το αναλαμβάνει;»
Μα είναι τόσοι
οι τύραννοι στην πόλη.
Όπου κι αν δεις τριγύρω σου
οι Κρέοντες
περισσεύουν.

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ

Ή ποίηση – είπε – αρχίζει πάντοτε
πριν απ’ τις λέξεις ή μετά τις λέξεις.
                                        Γιάννης Ρίτσος

‘Ονόματα και ρήματα
στου θάνατου
το απεχθές
καρφώνω.
Της λήθης τους ναούς
υβριστικά
λεηλατώ.
Και τή φθορά του εφήμερου
με αλαλαγμό χαράς
και
ποίηση
συνθλίβω.

ΙΔΕΩΔΟΥΣ ΡΑΨΩΔΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ ΤΑΞΙΔΙ

Σβήνω τον ίσκιο ολόκληρο με τούτο το χρυσό μολύβι.
                                                                   Γιάννης Ρίτσος

Μες στης ζωής μου το μικρό ταξίδι
έμαθα ν’ αφουγκράζομαι τον ψίθυρο του ανθρώπου
και μ’ αστερόσκονη χρυσή να τον στολίζω
να τον τραγουδώ.
Του λυγμού τον ιερό χρησμό έμαθα να διαβάζω
και στων ματιών το διάφανο βυθό
όστρακα φύκια να μαζεύω.
Την προαισθάνομαι την καταιγίδα της ψυχής
προτού αύτη ξεσπάσει.
Οσμίζομαι τη νοτισμένη γη κι αναρριγώ.
Και τον καιρό παλεύω να δαμάσω
και απ’ τον καιρό να δαμαστώ.
Έτσι μιλώ με τ αναπόφευκτο και τη γραφή αλλοιώνω.
Όσο μπορώ κι αντέχω
τυφλός τραγουδιστής τις μοίρες θα γητεύω.
Ταγμένος φύλακας
η μουσική μου αιωρείται
πάνω από τα κεφάλια των απανταχού πασχόντων.
Τρυπώνει εντός τους από ουρανόσταλτη ρωγμή και τους ορίζει
σταυρώνοντας τις ένοχες σιωπές και τις άπατες.
Σαρώνει ο γλυκόηχος λύχνος μου τη νύχτα
και ευθύς γεννοβολά το απέραντο λευκό
και το γαλάζιο.
Με ένοικο πια τη σπίθα του ονείρου
και την ορμή του κύματος
πώς να μη τον πλανέψουνε τον πόνο;
Την πέτρα του κενού πώς να μην κομματιάσουν;
Αυτοί οι φλογεροί, υδάτινοι εραστές
του σύμπαντος νέοι ποιητές
της ύπαρξης και της ανυπαρξίας.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Απόψε θέλω να μιλήσω άπλα.
Για τους φίλους. Τα γέλια. Τη χαρά.
Για τα βλέμματα στο τραπέζι.
Για τα γυάλινα ποτήρια
που φιλήθηκαν ξανά και ξανά.
Με κόκκινο και λευκό στην κοίτη τους κρασί.
Με μπλε της θάλασσας μες στα χαμογελά τους.
Κλειδώνω μάτια τους στα μάτια μου.
Τους ήχους και τις λέξεις
στους λαβυρίνθους του μυαλού μου φυλακίζω.
Μα πρώτα
τα φεγγαρίσια πρόσωπα σφαλίζω
με του καλόηχου χρόνου
το χρυσοσκάλιστο κλειδί.
Ισόβια κάθειρξη
στο ολόφωτο κελί της μνήμης.
(Η απόφαση ομόφωνη και τα στοιχεία επαρκή) 

ΕΚΤΟΣ ΕΑΥΤΟΥ

Κοφτερές λεπίδες οι κραυγές του ανέμου.
Λυσσομανάει η φύση.
Νιώθω τη θάλασσα όντος.
Γη κι ουρανός εντός.
Και
ο Θεός εντός μου.

ΣΑΝ ΑΓΑΛΜΑ

Αλήθεια, είναι μια καταδίκη ν’ αγαπάς κάποιον που μισεϊς
γιατί δεν υπάρχει άλλος ν αγαπήσεις
                                                                    Όδυσσέας Ελύτης

Ήσουν κι εσύ ένας απ’ όλους.
Χωρίς αισθήματα. Νεκρός.
Σαν άγαλμα.
Πέτρα λίγο πιο σμιλευμένη
στην κορυφή απ’ το σωρό.
Απ’ των άνεμων τις ριπές πελεκημένο
το σχήμα είχες πάρει του έρωτα.
Το δάκρυ της βροχής είχες ντυθεί
και τη φωτιά του ήλιου.
Κάτω από το ένδυμα σου
η όψη του κενού.
Μες στην καρδιά του μάρμαρου
το κρύο του θανάτου.
Ήσουν κι εσύ, λοιπόν, ένας απ’ όλους.
Και άψυχος. Σαν άγαλμα.

ΕΑΡ ΕΡΩΣ

Να είχαμε μιαν άνοιξη
                         Κική Δημουλα

Της θλίψης σου το στιβαρό κλουβί
του έαρος τα τρωκτικά
με βόμβο ροκανίζουν.
Τα φύλλα και τα γιασεμιά
άκου τι ψιθυρίζουν…
Του φλάουτου κελαηδισμοί
σφιχτά σε αγκαλιάζουν,
μιμούμενοι παράφορα
ήχους που να σου μοιάζουν.
Ήχοι πλανόδιοι του νερού
φόβους σιωπές σφαγιάζουν
στα μάτια σου κατεύθυνση
και στα φτερά χαράζουν.
Κράτα στο χέρι της ψυχής
ηλιόσταλτο μαχαίρι
μαύρο το πέλαγος του χθες
βαθιά μαχαίρωσέ το.
Των οφθαλμών βροχή πυκνή
το θάνατο ξεπλένει.
Νέα σπορά ευσπλαχνική
σε χρώματα πορτοκαλιά
αλλόρυθμα
στο σώμα σου ριζώνει.
Στη ράχη της ανατολής
το θαύμα αναβαίνει.
Κι, ω, ναι!
Κλουβί της θλίψης μου σαθρό
ιριδισμοί του έρωτα
στίλβοντες σε γκρέμισαν,
ανάσες φτερουγίσματα
τις στάχτες σου σκόρπισαν. 

ΙΕΡΗ ΣΥΝΕΥΡΕΣΗ

Αναζήτησε
μια ηλιαχτίδα ελπίδας
μέσα στο ατελεύτητο χάος.
Άρπαξε την
από το λευκό βραχίονα
και κάνε την δική σου
χωρίς ενδοιασμό.
Γεννήστε μαζί αστέρια.
Κρεμάστε τα παντού.
Στολίστε το σκοτάδι.
Δελεάστε το Θεό
με το νιογέννητο φως
και σύντομα
κι Αυτός
εκεί θα μετοικήσει.

ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟ

Η γεύση που αφήνεις στο στόμα
τελικά γλυκόπικρη.
Κι είχα τόση λαχτάρα να σε δοκιμάσω.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα
αν η γλυκύτητα ή η πικρία βαραίνουν πάνω στο ζυγό.
Με ξεγελάει πάντοτε
αυτή η εξαίσια μυρωδιά σου
που παραδόξως όλες τις αισθήσεις μου πλανεύει.
Παρά την αμφίθυμη διάθεση του ουρανίσκου
εγώ
ξανά και ξανά
εσένα
θα επέλεγα απ’ όλους τους καρπούς.
Εσένα ζωή.
Πικραμύγδαλό μου.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΚΗΠΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ

FRACTAL 22/10/2024

Ποίηση με κοινωνικό χαρακτήρα

Στο σώμα σου κήπος, και οι συνειρμοί από τον τίτλο αυτόν πολλαπλοί. Και από την εικόνα του εξωφύλλου της Ηλιάνας – Φιλαρέτης Κουφογεώργου, ένα γυναικείο σώμα που τα πόδια μοιάζει να μετατρέπονται σε ρίζες και τα χέρια σε κλαδιά. Και πώς να μην θυμηθεί κανείς τον μύθο της Σμύρνας, της κόρης που ερωτεύτηκε τον πατέρα της. Τον άνομο αυτό έρωτα τον ενέβαλε η Αφροδίτη, γιατί η κοπέλα δεν την τιμούσε, το ίδιο είχε κάνει η θεά και με τον Ιππόλυτο και τη Φαίδρα. Η παραμάνα της Σμύρνας, η Ιππολύτη, έβαζε την κόρη στον κοιτώνα του πατέρα της με σκεπασμένο πρόσωπο, ενώ σε εκείνον είχε πει ότι κορίτσι από αρχοντική γενιά ήθελε να βρεθεί μαζί του αλλά να μείνει άγνωστη. Όταν ο Θείαντας θέλησε να μάθει ποια ήταν η αρχόντισσα με την οποία κοιμόταν για δώδεκα νύχτες, κράτησε λαμπάδα, αναγνώρισε την κόρη του και την καταδίωξε με μαχαίρι. Η Σμύρνα, ήδη έγκυος, παρακάλεσε τους θεούς να μην την αφήσουν ούτε στον κόσμο των ανθρώπων ούτε των νεκρών, και αυτοί τη μεταμόρφωσαν στο δέντρο μύρρα. Δέκα μήνες μετά ο φλοιός του δέντρου έσκασε και βγήκε από εκεί ένα όμορφο αγόρι, ο Άδωνης, τόσο όμορφο που το διεκδίκησαν δυο θεές, η Αφροδίτη και η Περσεφόνη. Οι καρποί του δέντρου είναι τα δάκρυα της Σμύρνας.

Είναι και η αφιέρωση που δεν μ’ αφήνει εύκολα να φύγω από τον μύθο. Η Μαρία Πολίτου δεν αφιερώνει τη συλλογή σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Στις ρίζες μου / Στα κλαδιά μου / Στα φύλλα μου. Και μοιάζει με αυτή την αφιέρωση να τιμά όλους όσοι βρέθηκαν στις απαρχές της ζωής, όταν μπήγονται οι ρίζες στη γη· όλους όσους συνάντησε στον δρόμο και συνετέλεσαν να δημιουργηθεί ένας κορμός με κλαδιά· όσοι βρέθηκαν στον δρόμο της ζωής, φύλλα που θάλλουν, για να έρθει η στιγμή να κιτρινίσουν και να πέσουν. Για να έρθουν μετά, στη σελίδα 12, τρεις στίχοι σε μαύρο φόντο, οι οποίοι υπενθυμίζουν ότι οι ρίζες κάποιες φορές δεν είναι στέρεες, ότι σπάνε. Και τότε πώς θα φτιαχτεί το δέντρο; Όταν μάλιστα αυτή η ρίζα αναγκάζει το άτομο να αναδυθεί σε λυκόφως, όχι στη λυκαυγές. Ελπιδοφόρα ωστόσο στέκεται μπροστά στη λέξη λυκόφως η λέξη ιερό. Διαβάζω τους τρεις στίχους μαζί: Σπασμένη ρίζα / Σε ιερό λυκόφως / Αναδύομαι. Κι ας μην είναι η αναδυομένη Αφροδίτη.

Στο σώμα σου κήπος. Και πάλι ο τίτλος με κάνει και σκοντάφτω. Στο σώμα σου, σώμα. Κι αν οι ποιητές, οι καλλιτέχνες, στρέφονται γύρω από το σώμα ως πάσχον, ως φέρον τη μνήμη, ιδεολογίες, αξίες, τη διάθεση, το συναίσθημα, αν οι καλλιτέχνες μιλούν για σώματα γυμνά, γράφουν γι’ αυτά, τα ζωγραφίζουν, μένει το ερώτημα για την εν τοις πράγμασι σχέση του ανθρώπου με το σώμα και το σώμα των άλλων. Πόσες θρησκείες δεν το έχουν φυλακίσει; Πόσες ιδεολογίες; Πόσα οικονομικά συστήματα δεν το έχουν ψευτοελευθερώσει; «Σώμα γυμνό», είναι ο τίτλος ποιήματος (σ. 13), γυμνό, που σημαίνει ανυπεράσπιστο, εκτεθειμένο σε βλέμματα που πληγώνουν, κι ωστόσο σώμα γυμνό, αληθινό, που τολμά και βιώνει. Αλλού η ποιήτρια γράφει: Στο ξύλο έγειρα / και παραδόθηκα / γυμνή. / Είμαι η Μέρα / κι η Νύχτα / με πολιορκεί. (σ. 15) Αχ αυτός ο χρόνος που ωθεί σε ένα τέλος.

Στο σώμα σου κήπος και αναρωτήθηκα πότε ένα σώμα μπορεί να γίνει κήπος. Και τότε μου ήρθαν στο μυαλό οι επισκέψεις μου στο νεκροταφείο. Αλλά αυτοί είναι οι δικοί μου συνειρμοί, διαφορετικοί προφανώς από άλλων αναγνωστών. Όμως το γεγονός ότι και μόνο ο τίτλος μπορεί να προκαλεί σκέψεις, κάτι δείχνει για την ουσία και τον πλούτο της συλλογής. Εξάλλου, από τη συλλογή της Μαρίας Πολίτου δεν λείπουν τα πένθη για τα ματαιωμένα ταξίδια, για τα χέρια που δεν με κράτησαν / για το υποταγμένο δέρμα / για τις ψυχές που δεν αγκάλιασα / για τις λέξεις που δεν ξεστόμισα πενθώ (σ. 14). Για άλλα πράγματα πενθούσε το ποιητικό υποκείμενο στο Μονόγραμμα του Ελύτη, για άλλα ή και παρόμοια ή και τα ίδια ο καθείς. Όσο για τον τελευταίο στίχο του συγκεκριμένου ποιήματος, και αυτός διαβάζεται διττώς: Πενθώ για σένα και για μένα, πενθώ για λογαριασμό και δικό μου και δικό σου, εσύ που δεν συναισθάνεσαι τα πένθη, πενθώ και εκ μέρους σου. Ο ποιητής σηκώνει βάρη, οδύνες: Φωνάζεις εσύ / εγώ πνίγομαι· ο ποιητής κάνει τις λέξεις ριζικό / για τις σκιές και τις οδύνες (σ. 41). Και μια ακόμη φορά άκουσα στους στίχους της Μαρίας Πολίτου τον Ελύτη· σ’ εκείνο το –ακούς; –, στο να κλαίω και να σου φωνάζω της ποιήτριας (σ. 42) που θυμίζει πάλι το Μονόγραμμα: Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς, λέει ο Ελύτης. Λίγη περισσότερη προσοχή νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε στο φωνάζω και στο ακούς, γιατί σαν να μου φαίνεται πως τα αυτιά μας έχουν βουλώσει, πως τα βουλώνουμε με ακουστικά, μας τα βουλώνουν με την ανοησία και δεν έχουν χώρο τα έρημα αυτιά να ακούσουν το παράπονο, το γέλιο, το κλάμα, την κραυγή που επαναλαμβάνει θέλω (σ. 42).

Σώμα έχουν και Τα ρημαγμένα σπίτια, εκεί που ξεδιπλώθηκαν ζωές, κάποιες φορές ρημαγμένες κι αυτές. Σώμα το σπίτι, σώμα το κορμί, σώματα όπου τα όρια μεταξύ εαυτού και σύμπαντος θολώνουν και κάθε στοιχείο της φύσης είναι μια πράξη σύνδεσης και υπενθύμισης. Αλλά αν και η Πολίτου αποτυπώνει αυτή τη σύνδεση, ωστόσο δεν γίνεται με τον τρόπο του Ρίτσου, ωμά, αφιλτράριστα, σαν γιορτή· γίνεται με τρόπο που υπενθυμίζει συνέχεια το τραύμα της αποκοπής, του ημιτελούς (σ. 29), την αιμορραγία, το κελί, την αμαρτία, την επιθυμία να λυτρωθεί από την επιθυμία του αληθινού (σ. 27). Και αλλού: Ρημαγμένο θροΐζει το κορμί / άλαλη προσευχή / σε χώμα διψασμένο (σ. 28). Ακόμη και ο έρωτας συνοδεύεται από το πιο καλό ζεϊμπέκικο / το πιο βαρύ (σ. 33) –κι εγώ που νόμιζα πως ο έρωτας μας κάνει ανάλαφρους, μας κάνει να πετάμε.

Το σώμα όμως είναι και ερωτικό, κι ένας βαθύς ερωτισμός ξεχειλίζει σε διάφορα ποιήματα της Μαρίας Πολίτου, που κατακλύζουν τις αισθήσεις. Και ποιο να πρωτοδιαβάσεις (σ. 35, 36, 37). Αλλά και πάλι ο έρωτας μισός βιώνεται, σαν αμαρτία, σαν απουσία του ίδιου του σώματος: Ξυπνώ με φλέβες αδειανές / και ψηλαφίζω το σώμα μου / που λείπει (σ. 44). Λυτρωτική όμως η συμπαράσταση του Θεού σε αυτή την αμαρτία: (Στου Έρωτα το αμάρτημα / κάπου στον Κήπο στέκει / δακρυσμένος ο Θεός) (σ. 37). Και τι περίεργο, είναι σε παρένθεση αυτοί οι τελευταίοι τρεις στίχοι στου ποιήματος, όπως και στο προηγούμενο: (Παίζει κι απόψε ο Θεός / μία παρτίδα αγάπη). Σε παρένθεση ο Θεός, και αν διάβασα προσεκτικά τη συλλογή υπάρχουν αρκετά ποιήματα που κλείνουν με στίχους σε παρένθεση (19, 25, 27, 36, 37). «Ονειροπαγίδα» ο έρωτας (σ. 38) και στο όνειρο καταφεύγει συχνά το ποιητικό υποκείμενο για να σωθεί και να σώσει, ίσως την ανάμνηση του έρωτα ή την προσδοκία ενός «μαζί» -να δουν μαζί τον ήλιο που ανατέλλει ή που δύει, βαδίζουν μαζί. Όμως Στο όνειρο (σ. 38), όχι στην πραγματικότητα. Πάντως, στο πεζοποίημα «Ονειροπαγίδα» οι προτάσεις, κοφτές, είναι η μία δίπλα στην άλλη, κοντά η μία στην άλλη, μαζί. Όσο για τα όνειρα: Όλα τα σημάδια σου /αν αθροίσω /μπορεί να φτιάξω / ένα όνειρο (σ. 40)· και Όνειρα σκάβω (σ. 41). Και στο ποίημα «Και θα διαβάζουν οι άνθρωποι», η Μ.Π. μιλά για την ενοποιητική και τη μεταμορφωτική δύναμη του έρωτα: Εκείνος πήρες το σχήμα των χεριών της / κι έγινε μαύρο πουλί / που τριγυρνά τις νύχτες σαν σκιά // Εκείνη το χρώμα της καρδιάς του πήρε / και γράφει ακόμη ποιήματα γι’ αυτόν / να πιει και να γυρίσει (σ. 45). Και για τη δύναμη που δίνει στον άνθρωπο να αντέχει το τραύμα, τις ρωγμές απ’ όπου ανθίζει το τραύμα (σ. 46).

Λυρική ποιήτρια η Μ.Π., με εικόνες έντονες της φύσης, αναμνήσεις μιας άλλης εποχής με χρώματα, μοσχοβολιές, γεύσεις της γης, εικόνες αλληγορικές ενίοτε της ψυχής –στάλες ζητά η γη, αλλά και τι γίνεται με τη δίψα της γης μου; (σ. 15) –, στίχοι που προκαλούν συνειρμούς. Κι όταν αγγίξουμε ο ένας τον άλλον / όταν η νύχτα μας γεμίσει μουσική / πανάρχαιος ήλιος θ’ ανατείλει (σ. 33) και είμαι η Νύχτα / είσαι η Μουσική, αλλά και ολόκληρο το ποίημα “Confiteor” (σ. 16), παραπέμπουν (σύμφωνα με τα δικά μου διαβάσματα και ακούσματα) στην όπερα του Άντριου Λόιντ Βέμπερ Το φάντασμα της όπερας, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γκαστόν Λερού (1909-1910), μια σκοτεινή ιστορία παθιασμένου έρωτα στα υπόγεια της όπερας του Παρισιού από έναν παραμορφωμένο «Άγγελο της μουσικής» προς μια όμορφη νεαρή σοπράνο, την οποία μυεί στα μυστικά του τραγουδιού και του σκοταδιού όπου ζει. Εξάλλου, και η Μ. Π. αναγνωρίζει τη σημασία του σκοταδιού στη δημιουργία ποιητικής ατμόσφαιρας και ως προϋπόθεσή της («Σκιές και ποιήματα», σ. 17). Όσο για τον στίχο άφησέ με να έρθω μαζί σου φυσικά παραπέμπει στη Σονάτα του σεληνόφωτος του Ρίτσου, αυτό το ποίημα που εκτυλίσσεται μες στη σκοτεινιά, μόνο που εδώ δεν είναι η πρόσκληση μιας γυναίκας προς έναν νέο αλλά του ποιητικού υποκειμένου προς την ίδια την ποίηση. Εικόνες της φύσης που άλλοτε είναι συνδεδεμένες με κάτι όμορφο, με την αναγέννηση, με την υπενθύμιση της ζωής, ακόμη κι όταν τις εικόνες αυτές τις βλέπεις από το παράθυρο ενός νοσοκομείου· άλλοτε πάλι με τον ίδιο τον θάνατο: Μα αυτό το κυπαρίσσι / που ρίζωσε χρόνια στην αυλή / μου σκοτεινιάζει /μου μελανιάζει την ψυχή (σ. 19). Ζωή και θάνατος, το θαύμα, η ψευδαίσθηση της υπερνίκησης του θανάτου: Σε κείνον τον ουρανοσκέπαστο φεγγίτη / Σε κήπους σε ρόδα ανάμεσα / κάνει κι απόψε βόλτα ο Θεός· και στην επόμενη στροφή: Εκεί / Στης θάλασσα τις προφυρές σκιές / τα δειλινά φονεύεται / το Θήτα του Θανάτου (σ. 22). Και η παραδοχή ότι οι κήποι έχουν και αγκάθια, με κυριότερο το αγκάθι της μη επιστροφής. Σπαρακτικός είναι και ο Αποχαιρετισμός στον Μάρκο Μέσκο με στίχους που παραπέμπουν στη ζωή και το έργο του ποιητή.

Η ποίηση της Μ.Π. έχει και κοινωνικό χαρακτήρα. Τιμά τους ανθρώπους του καθήκοντος, ας πούμε τον πατέρα, αλλά πολύ ανθρώπινα βλέπει την ψυχή του που απαρνήθηκε κάτι πολύ δικό του. Και πόσο δύσκολο είναι να δει ένα παιδί τις σκιές των γονιών του… Στο ποίημα «Η σκιά του πατέρα» στην τελευταία στροφή το ποιητική υποκείμενο απευθύνεται τρυφερά στον πατέρα του ομολογώντας του ότι τον «βλέπει», βλέπει στα κατάβαθα της ύπαρξής του. Κοινωνική η ποίηση της Μ.Π. και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στο ποίημα «Σπασμένη υδρία». Αλήθεια, πώς θα μπορούσε η ευαισθησία του ποιητή να μην κραυγάσει Σήμερα καίγεται το σπίτι μου (σ. 25), το σπίτι μου, ο τόπος μου, η γη μου, η χώρα μου, ο πλανήτης μου, το είναι μου ύστερα από όσα βιώσαμε με τις πυρκαγιές του καλοκαιριού που πέρασε; Και όχι μόνο αυτού.

ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Fractal 29/10/2024

Ελπίδα λύτρωσης μέσα απ’ το θαύμα της αγάπης

Η Μαρία Πολίτου μάς συστήνεται εκ νέου με την τρίτη ποιητική της συλλογή με τίτλο Στο σώμα σου κήπος από τις εκδόσεις ΡΩΜΗ. Εξώφυλλο μαύρο που δίνει την αίσθηση υποβόσκοντος ερωτισμού, με αφηρημένες μορφές και συμπλέγματα της εικαστικού Ηλιάνας-Φιλαρέτης Κουφογεώργου. Τίτλος αλληγορικός, εξόχως ερωτικό τράνταγμα εξαρχής. Η ευφάνταστη υπαινικτική και τρυφερή αφιέρωση προϊδεάζουν για τα αισθήματα αγάπης και την ερωτικότητα που έπεται.

Το βιβλίο ξεκινά με ένα ποίημα ύμνο στο γυμνό σώμα. Στο γυμνό ερωτικό σώμα που αποτελεί το πιο όμορφο δημιούργημα που μπροστά του ακόμη κι ο ουρανός ανακτά τα πιο όμορφα χρώματά του:σώμα γυμνό/ κόκκινες ρίζες / κι ο ουρανός αδυσώπητα/ αναβλύζει/ το πιο γαλάζιο χρώμα.

Αμέσως μετά ένα δυνατό ποίημα θρήνος για ό,τι δεν τόλμησε στη ζωή να φανερώσει, χαμένες ευκαιρίες, λέξεις, πράξεις, αισθήματα. Ό,τι δεν πραγματοποιείται τη στιγμή που το σκεφτόμαστε, είναι μια απώλεια που δύσκολα ξεπερνιέται, ανεξίτηλα αφήνει σημάδια επώδυνης στέρησης:Πενθώ./ Πενθώ./ Πενθώ για σένα και για μένα.

Συνεχίζει με στίχους μεταφορικούς για το μάταιο των εφήμερων σχέσεων στις οποίες οι άνθρωποι είμαστε ευάλωτοι, σε αντίθεση με την μοναδική ομορφιά των αληθινών σχέσεων που δυστυχώς στις μέρες μας σπανίζουν:είμαι η Μέρα/κι η Νύχτα/ με πολιορκεί.

Ποιήματα εξομολογητικά αναφορές και κάλεσμα σε δεύτερο πρόσωπο για κοινή συνέχεια, απόλαυση, σωτηρία, συνειδητοποιώντας ότι ο χρόνος τρέχει ακατάπαυστα, οπότε η κάθε μία στιγμή είναι πολύτιμη και μοναδική.

Αλλάζοντας ύφος, αποχαιρετά με ένα δυνατό ποίημα τον αξέχαστο πολύ καλό ποιητή Μάρκο Μέσκο και συνεχίζει με ποίηση αυτοβιογραφική με αναφορές σεαγαπημένα πρόσωπα (πατέρας, γιαγιά) και τόπους της παιδικής ηλικίας, εικόνες και λόγια που δεν φεύγουν ποτέ από τη θύμηση και από τη σκέψη. Βιώματα που μαζί τους μεγαλώσαμε και διαμορφώνουν τον μετέπειτα χαρακτήρα και συμπεριφορά μας.

Κινούμενη σταθερά ανάμεσα στον έρωτα που είναι συνώνυμος με τη ζωή και την ομορφιά της φύσης, καταλήγει με στίχους λυρικούς πως μέσα στο σύμπλεγμα αυτό καταργείται η έννοια του θανάτου και, συνεχίζοντας, αλλάζει ύφος για να τονίσει την τραγικότητα και το άπιαστο του ανύπαρκτου χρόνου:Εκεί/στης θάλασσας τις πορφυρές σκιές/ τα δειλινά φονεύεται/ το Θήτα του Θανάτου.

Ποίηση βιωματική, αυτοαναφορικότητα, ανοιχτή στον έρωτα και τον στοχασμό, γραφή λιτή, ξεκάθαρη, ρεαλιστική με λίγα υπερρεαλιστικά στοιχεία, τροφή για σκέψη, γλώσσα βατή.

Στα τέσσερα τελευταία ποιήματα του πρώτου μέρους αναφέρεται με στίχους δραματικούς -άλλοτε σπαραχτικούς-στις δυσκολίες της ζωής και των σχέσεων και τα δράματα που φορές δημιουργούνται, αφήνοντας πάντα ένα παράθυρο στην ελπίδα πως μόνο μέσα από το θαύμα της αγάπης υπάρχει λύτρωση: Και πριν ξεψυχήσει/ λίγο πριν/ στον ύπνο μόνο/ βρίσκεσαι εσύ/ στερνό φιλί/ για να το αναστήσεις.

Στο τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας με τίτλο ΟΠΩΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ σου επιχειρεί άλλη μια ερωτική έκκληση για άλλη μία ψυχική και ερωτική συνεύρεση, για να ξορκίσει τον όποιο θάνατο την πολιορκεί.

Το δεύτερο μέρος της συλλογής ξεκινά με λέξεις λυγμούς για τον έρωτα, τον έρωτα το μόνο προσωρινό εισιτήριο στην αιωνιότητα. Χρησιμοποιώντας όπως πάντα πολύ καλά ελληνικά η Πολίτου συμπαρασύρει ακόμη και τα ουράνια σώματα να γιορτάσουν και να χορέψουν μαζί της εκείνη την ιερή ώρα που τα σώματα σμίγουν.

Όμως πέραν των ωραίων στιγμών, στην πραγματική ζωή οι σχέσεις έχουν δυσκολίες, φορές σέρνουν σταυρούς ασήκωτους και ρόδα ματωμένα. Είναι συγκλονιστική η αναφορά και η παρουσία του Θεού στις δύσκολες ώρες της αέναης αναμέτρησης ανάμεσα σε ανθρώπους, στις στιγμές που διαταράσσονται οι σχέσεις τους.

Παίζει κι απόψε ο Θεός/ μια παρτίδα αγάπη.

Στου έρωτα το αμάρτημα/ κάπου στον κήπο στέκει/ δακρυσμένος ο Θεός.

Στο πεζοποίημα ΟΝΕΙΡΟΠΑΓΙΔΑ περιγράφειμε λόγια τρυφερά το εξωπραγματικά όμορφο ξεκίνημα της κάθε σχέσης, κάπου στη μέση ξεκινά η ανασφάλεια του «για πάντα» για να καταλήξει προς το τέλος ότι το «για πάντα» είναι στο όνειρο δηλαδή στην ουτοπία.

Και ακολουθεί άλλο ένα αυτοαναφορικό σπονδυλωτό ποίημα με τίτλο ΠΝΙΓΜΟΣ στο οποίο είμαστε μάρτυρες μιας τρομακτικής σύγκρουσης της ερωτευμένης γυναίκας που νοιώθει το τέλος σαν φίδι να την πλησιάζει, όμως η αγάπη της παραμένει αμετάβλητη.

Αν είναι να πεθάνω/ ας είναι στα μάτια σου .

Μέσα στο βάθος των νερών/ εσύ φωνάζεις/ εγώ πνίγομαι.

Ακολουθούν τα πιο συγκινητικά ποιήματα της συλλογής. Στο πρώτο με τίτλο ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΙ ηΠολίτου με στίχους σπαραχτικούς στοχάζεται και θυμάται το υπέροχο ξεκίνημα που φαντάζει πια μακρινό και κραυγάζει πως δεν θέλει τίποτα άλλο παρά μόνο να το ξαναζήσει, ενώ στο ποίημα ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΘΕΙΣ περιγράφει τη θλίψη της για το ότι κάποιος δεν κατάλαβε το μέγεθος ή και τη θυσία της αγάπης της.

Λέξεις που τρυπούν την καρδιά σαν βέλη στη ΜΟΝΩΔΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ:

ξυπνώ με φλέβες αδειανές/ και ψηλαφίζω το σώμα μου/ που λείπει.

Όσο το βιβλίο προχωρά και θαρρείς πως η συγκίνηση θα αρχίσει να ξεθωριάζει έρχεται το προτελευταίο ποίημα με τίτλο ΚΑΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ όπου, μην αντέχοντας την πραγματικότητα, καταφεύγει στη φαντασία για να ζήσει αυτό που τόσο άδικα χάθηκε.

Κι η συλλογή κλείνει με ένα ποίημα αισιόδοξο, την ΑΝΘΟΦΟΡΙΑ,όπου ο γυρισμός είναι συνώνυμος με την (χαμένη)ευτυχία.

Στην πράξη το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη όπου στο πρώτο η Πολίτου μας κερνά στίχους υπέροχα ερωτικούς περιγράφοντας με λέξεις ευαίσθητες και κατανοητές το υπέρμετρο μεγαλείο του έρωτα, ενώ στο δεύτερο με στίχους που στάζουν ανείπωτη θλίψη μας συγκλονίζει με την απώλεια του ερωτευμένου προσώπου που αγγίζει την απώλεια της ίδιας της ζωής.

Στην τρίτη της ποιητική συλλογή η Μαρία Πολίτου επανέρχεται με μια γραφή στην οποία ο λυρισμός φτάνει στα άκρα. Μια γραφή πυκνή, πλήρως κατανοητή, χωρίς εμφανή αλληγορία κινείται ανάμεσα στον ερωτισμό και τον φόβο, την ευτυχία και τη φθορά, το φως και το σκοτάδι, το βίωμα και την ανάμνηση. Η Πολίτου τολμά γράφοντας. Απογυμνώνει τη σκέψη, την ψυχή, τα πάθη και τους φόβους της. Ποίηση που δεν θέλεις να τελειώσει, στίχοι που αφήνουν βαθύ το αποτύπωμα τους στον αναγνώστη με νοήματα που συγκινούν και ερεθίζουν, όπως μόνο στην αληθινή ποίηση αρμόζουν.

.

Εφήμερη στην πένα του Θεού
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

diavasame.gr/24/7/2018

Η θεατρολόγος και φιλόλογος Μαρία Πολίτου διακρίνεται από ευρυμάθεια, πολυμάθεια και την περιέργεια της νεότητας που επιθυμεί να συνομιλήσει με την απελπισμένη (κι απελπιστική, ενίοτε) σοφία των γεροντότερων. Χωρίς να διακατέχεται από κάποια απροσδιόριστη νεκροφιλία σχολιάζει τα σπαράγματα στίχων παλαιοτέρων και συγχρόνων της ποιητών, συνεχίζοντας από εκεί που σταματάνε εκείνοι για να ξαποστάσουν. Η έντονη δραματικότητα στον λόγο συνδυαζόμενη με τη θεατρικότητα του σκηνικού πλαισίου όπου κραυγάζει μελωδικά η ομιλώσα ποιητική φωνή δίνει στο ποιητικό υποκείμενο μιαν αχλύ ηθοποιού, υπερεκτιμημένου αλλά κι απομυθοποιημένου συνάμα.
Ερωτική, υπαρξιακή η θεματολογία της… Ματιά αποκλειστικώς γυναικεία, σχεδόν κτητική, μοιάζει κάπως με την ανδροφόνα Μάνα Γη που τρώει τα παιδιά της, στην πέτρινή της αγκαλιά βιάζεται να ξαναδεχτεί…
Η Σελήνη από την εποχή της Σαπφούς έως τη Μαρία Πολίτου μοιάζει συνεκδοχή της Νίκης του ελαχίστου Φωτός επί του απείρου Ερέβους. Χωρίς να είναι απαραιτήτως μανιχαϊστική η κοσμοθεωρία της Μαρίας Πολίτου, είναι ηλιοκεντρική και φωτολατρική, αισιόδοξη και μοιρολατρική, μοιρολογιστική και παραλογιστική (από τα λαϊκά μοιρολόγια και τις δημοτικές παραλογές οι νεολογισμοί…).
Η Μαρία Πολίτου έχει χωνέψει βαθιά στο ποιητικό της καμίνι τις ποιητικές φωνές που συγχωνεύει, υπόκειται στον έλεγχο της αυτολογοκρισίας της κι η ευρυμάθεια φαίνεται σαν να της αποστερεί την ελαφράδα του αυτοδίδακτου και το ελαφρυντικό της Άγνοιας. Είναι υποψιασμένη και για τούτο προσεκτική. Ειδικά όταν χειρίζεται το μέτρο. Αποφεύγει να ναυαγήσει, ουδέποτε εξόκειλε, θεραπεύει και θεραπεύεται διά της γραφής καθιστώντας την ανάγνωση ύψιστο βιοποριστικό αγαθό.
Η ανάγκη του οργασμού υποκρύπτεται τεχνηέντως κάτω από το χαλί της αφήγησης. Η πίκρα της προδοσίας μετατρέπεται σε ψευδή εκδικητικότητα. Η ματαίωση φοράει ρούχα πανηγυρικά, αρμόζοντα σε νικηφόρο θρίαμβο του Πνεύματος επί της Ύλης. Ναι, είναι βαθιά νεοπλατωνική και ρομαντική η ποίησή της. Έλκει την καταγωγή της από τον κλασικισμό αλλά βυθίζει τις ρίζες της σε τωρινά νερά, αποφεύγοντας –ισμούς κι επιχωματώσεις φορτίων που κάποτε τα είχαμε για τα μπάζα και τώρα φτάνουν από μερικούς εξωθεσμικούς (ευτυχώς!) κύκλους να θεωρούνται «τέχνη υψηλή» εκ του πονηρού και δολίως (με σκοπόν το κέρδος ενίοτε και εις όφελος της προχειρότητος).
Στη γρήγορη εποχή μας με τα εναλλασσόμενα πεδία και τα πάσης φύσεως φορτία που κάνουν το λιθάρι του Σισύφου να φαίνεται πανάλαφρο κι απολύτως ανεκτό, η Μαρία Πολίτου φιλοσοφεί και φιλοσοφείται (επιτρέψτε μου τον νεολογισμό: εννοώ εξετάζεται από την πλευρά του επαρκούς αναγνώστου). Η Μαρία Πολίτου στοχάζει και στοχάζεται, οριοθετεί και καταλύει, σκάβει και υπερβαίνει τα ίδια από την ιδίαν εσκαμμένα. Είναι εν τέλει ένα πνεύμα ελεύθερο. Όταν γίνει ΚΑΙ ρηξικέλευθο κάτι πολύ καλό, νεοπαγές και καινοφανές θα βγει από αυτή την πένα. Για την ώρα ανασκάπτει κι ερευνά. Θα βρει, θα βρει οπωσδήποτε τους προσωπικούς θησαυρούς της τους πατρογονικούς. Κι όπως λέει ο Σεφέρης, για τα περισσότερα «σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις». Καθένας κι ένας κύκλος (ή τετράγωνο, για όσους από εμάς έχουν ανακαλύψει ή εν-θυμηθεί τον μυστικό τετραγωνισμό του κύκλου) κι η ακτίνα αυτού, εννέα μέτρα το πολύ, για τους φωτισμένους. Η Μαρία Πολίτου είναι μία εξ αυτών, όχι για αυτό που μας έδειξε μέχρι τώρα αλλά για εκείνο που θα γίνει (προληπτικό κατηγορούμενο). Κι ελπίζω η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας να με δικαιώσει!!!

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.