ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

Ο Σταύρος Ζαφειρίου γεννήθηκε το 1958 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει.
Έχει εκδώσει δεκαπέντε ποιητικές συλλογές, μία νουβέλα και τέσσερα παραμύθια. Έχει επίσης δημοσιεύσει ποιήματα, πεζά, κριτικά κείμενα και παρουσιάσεις βιβλίων σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του περιλαμβάνονται σε όλες τις ανθολογίες Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης.
Υπήρξε δύο φορές υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 2013 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του ηλεκτρονικού περιοδικού για το βιβλίο και τις τέχνες “Ο Αναγνώστης” για το βιβλίο του “Προς τα Πού”.
Τα ποιητικά βιβλία του “Προς τα Πού” και “Δύσκολο” έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στη Γαλλία από τις εκδόσεις L’ Harmattan, ενώ δύο τόμοι με επιλογές ποιημάτων του έχουν κυκλοφορήσει στην Ιταλία από τις εκδόσεις Joker και Fermenti.
Η  ποιητική συλλογή Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι  Νεφέλη (2022) τιμήθηκε  με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2023.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου (Νεφέλη 2024)
Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι  Νεφέλη (2022)
Τα φυσικά πράγματα, Νεφέλη (2019)
Αυτοάνοσο, Νεφέλη (2017)
Δύσκολο, Νεφέλη (2014)
Προς τα πού, Νεφέλη (2012)
Ενοχικόν, Νεφέλη (2010)
Χωρικά, Νεφέλη (2007)
Σώματος λόγος, Σύγχρονοι Ορίζοντες (2004)
Η άτροπος των ημερών, Νεφέλη (1998)
Τα κατοικίδια, Εντευκτήριο (1997)
Η δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά, Νεφέλη (1992)
1988) Ζέστη Πανσέληνος, (Ρόπτρον)
Στη μουβιόλα, (Ε.Μ.Α.Ε.) (1986)
Και να μπλοφάρουμε στο όνειρό, (Ε.Μ.Α.Ε.) (1984)
Το ευλύγιστο πέλμα, (Εγνατία) (1983)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Η κόρη του πλοιάρχου Νέμο (Τα Τραμάκια) (1990)

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Ο μικρός πιλότος, Νεφέλη (2017)
Ο ξυλοκόπος που έγινε άγγελος, Σύγχρονοι Ορίζοντες (2000)
Το καρναβάλι των ζώων, Σύγχρονοι Ορίζοντες (2000)
Η μεγάλη πολιτεία, Παρατηρητής (1997)

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ
2ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών, Κοινωνία των (δε)κάτων (2015)
Γιάννης Δουβίτσας 1943-2003, Νεφέλη (2013)
Μέρες ποίησης, Γαβριηλίδης (2007)
Τα ποιήματα του 2006, Κοινωνία των (δε)κάτων (2007)

ΛΟΙΠΟΙ ΤΙΤΛΟΙ
Θασίτης, Πάνος Κ., 1923-2008, Τα ποιήματα, Νεφέλη [επιμέλεια] (2011)

.

.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (2024)

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΕΑΤΗ ΡΑΦΗ

(Απόσπασμα)

Είναι αυτό. Και αυτό που είναι δεν αλλάζει.
Κι αυτό που είναι δεν μπορεί να είναι αλλιώς.

Άργησα πολύ να καταλάβω το απορημένο βλέμμα της μάνας μου,
τη φράση του πατέρα μου: «Άντε, να πάμε στο σπίτι τώρα που
τέλειωσαν όλα».

Ήταν αυτό.

Η μάνα μου δεν ήξερε για το Σημείο G,
δεν ήξερε ότι το σώμα της υπήρχε για εκείνη·
η μάνα μου δεν ήξερε πως να επιθυμεί.
Ήξερε όμως να στριφώνει τα φορέματα,
να σημαδεύει το ύφασμα με το λεπτό σαπούνι·
η μάνα μου ήξερε πως να σου κάνει αθέατη τη φανερή ραφή.

Ο πατέρας μου δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο Σάρτρ
κι ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας·
ούτε κατάλαβε ποτέ πως ήτανε αυτό που ήθελε ο ίδιος να ’ναι.
Έμαθε όμως το ρίγος της ανάγκασης και το αβάσταχτο του
εξαναγκασμένου·
ο πατέρας μου έμαθε πως η ταπείνωση χρειάζεται αντοχή,
όμως δεν έμαθε ποτέ πως ήτανε αυτός που είχε αντέξει.

Η μάνα μου δεν πίστευε στην καλοσύνη των άλλων,
ούτε στην καλοσύνη του Θεού·
η μάνα μου δεν πίστευε σε καμιά καλοσύνη.
Πίστευε όμως στη Μεγάλη Παρασκευή των ανθρώπων·
η μάνα μου πίστευε στο βάρος του σταυρού.

Ο πατέρας μου δεν σκούπιζε ποτέ τα δάκρυά του·
άφηνε μόνη να στεγνώνει στα μάτια του η αρμύρα,
η θάλασσα που έβλεπε, τα φαγωμένα βράχια· ο πατέρας μου
άφηνε μόνα να στεγνώνουνε στα μάτια του
εκείνα που αρνιότανε να πει.

Η μάνα μου αγαπούσε τα γεράνια,
ο πατέρας μου τα πετροχελίδονα.
Σ’ εκείνην άρεζαν τα τούρκικα μελό,
σ’ εκείνον οι ελληνικές κωμωδίες του εξήντα.
Τη μια φορά που πήγανε μαζί στο σινεμά
είδανε τη δανέζικη «Μαζούρκα του έρωτα».

Έζησαν κάμποση ζωή· ήταν αυτή.
Κι αυτή που ήταν δεν μπορεί να ήταν αλλιώς.

ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ

(Απόσπασμα)

Είναι αυτό. Και αυτό που είναι δεν αλλάζει.

Άργησα πολύ να εννοήσω τι σημαίνει να είσαι πεζός
απέναντι στον ερχόμενο ιππέα,
τι σημαίνει να είσαι η ηχώ που επιστρέφει τη μεγάλη κραυγή.

Άργησα πολύ να πω σκοτάδι τη νύχτα,
να φτάσω στη νύχτα απ’ τη δικιά της οδό,
να φτάσω εδώ
όπου όλα υπάρχουν σαν μόχθος για μια αιωνιότητα που δεν μας ανήκει
και υπάρχουν σαν συνέργεια των όντων στην αρχαία παράβαση της ζωής,
κάτω από ουρανούς του κανενός ανθρώπου,
του κανενός θεού·

να φτάσω εδώ,
κάτω από τα γερμένα μάτια του χρόνου
και με τα μάτια του χρόνου να δω
ότι όλα υπάρχουν μες στην ίδια αιτία,
ότι όλα είναι αυτό
κι ότι αυτό που είναι δεν αλλάζει.

Εδώ, εδώ· να φτάσω εδώ και να βρω
πως είναι δικά μου και η φωτιά και η στάχτη,
το νερό που αναβλύζει κι η στερεμένη πηγή,
πως είναι δικό μου το δάκρυ στην παρειά του αλόγου,
δικό μου το ρόδο που ανθίζει,
δικό μου το ρόδο που έχει πιά μαραθεί.

Κάτω από τα γερμένα μάτια του αλόγου,
στο δάκρυ του αλόγου να δω
αυτό που ακόμη αγνοώ,
αυτό που είναι δικό μου και ακόμη αγνοώ.

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΗ ΚΑΝΤΗΛΑΝΑΦΤΙΣΣΑ
ΠΟΥ ΣΒΗΝΕΙ ΤΑ ΚΕΡΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟΣΩΣΟΥΝ.

(Απόσπασμα)

Η αλήθεια είναι μια καντηλανάφτισσα που σβήνει στα μανουάλια τα κεριά πριν αποσώσουν.
Η αλήθεια είναι ο ιερόσυλος που γδύνει από τ’ ασήμια της κάθε ταμένη πίστη.
Η αλήθεια είναι το θεριό που μένει άτρωτο απ’ το δόρυ του ιππέα.

Άκουσέ με. Άκουσέ με
εσύ, που ισορροπείς στην άκρη του κενού χωρίς να ξέρεις
αν από κάτω είναι ο Λόγος η του αντίλαλού του η βουή,
χωρίς να ξέρεις αν φυλάττεις προμαχώνες η των υπόδουλων τους αναστεναγμούς·

εσύ, που ξέρεις πως θέλει ανάσα η άβυσσος για να ανυψωθεί
και ξέρεις πως το ερώτημα «ποια η άβυσσος;» δεν έχει απαντηθεί.

Άκουσέ με. Άκουσέ με:
Όλη η αλήθεια είναι ένας χαρταετός
που όταν φυσά τον καντηλιάζεις στους αιθέρες

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΟ ΣΦΑΓΕΙΟ

(Απόσπασμα)

Βράδυ του φθινοπώρου,
γυαλιά κομμάτια μες στη χούφτα το ποτήρι,
αίμα, για να καταλαγιάσει η ματαιότητα

-αίμα που για εκείνο μιλώ,

για το σφαγείο κατάντικρυ στη λογική των πραγμάτων·
σφαγείο, σφαγείο, κι η λυπημένη απαγγελία των ονείρων σου
θα ‘ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράγματα -θα έρθει.

Η θάλασσα όμως — Πως θα τη δεις τη θάλασσα;
Ζητάει ακόμη με τα μάτια τα δικά της να τη δεις
κι η λύπη είναι χνάρι ακόμη στο ίδιο σώμα,
κι οι λέξεις απροσάρμοστοι, τιμή, εξευτελισμός,
η λέξη μοναξιά,

με τα ίδια γράμματα,
το ίδιο μελάνι γράφονται ακόμη.

Βράδυ του φθινοπώρου ο καιρός παλιός καιρός.
Ενας πολύ παλιός, πολύ αρχαίος χρόνος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

(Απόσπασμα)

Το μέλλον! Το μέλλον! Κι εσείς,
χίμαιρές μου εσείς που μαζί μου βαδίσατε
στον δρόμο της παπαρούνας και στον δρόμο της ύαινας,
που μαζί μου ατενίσατε το διαρκές τ’ ουρανού
πριν ο ουρανός γίνει η σπασμένη φτερούγα των γλάρων,
θα μιλήσετε άραγε στο μέλλον για την πόλη, την πολιτεία που υπήρξα,
με τις ωραίες κοίλες πλατείες της,
τις χάλκινες πύλες και το ποτάμι με τις γεφυρωμένες του όχθες;
Θα παραμείνετε άραγε πλάι μου στον υπόλοιπο χρόνο,
στον υπόλοιπο τόπο θα ταξιδέψετε άραγε μαζί μου;
Χίμαιρες, χίμαιρες που δεν είδα ποτέ τη μορφή σας,
που δεν είδατε ποτέ τη μορφή μου κι εσείς,
το ανθρώπινο πρόσωπο που είναι η ανθρώπινη όψη της φύσης,
η χαρά και η οδύνη και το πλεγμένο στεφάνι που κλείνει το άπειρο μες στο μηδέν·
η χαρά και η οδύνη του ανθρώπου
που όταν πεινάσει για ψωμί
κανείς θεός δεν θα του σφάξει ένα αηδόνι,
κι όταν διψάσει για νερό
κανείς θεός δεν θα του στίψει ένα σύννεφο·
επειδή κανένας θεός δεν θα σφάξει ποτέ ένα αηδόνι στην πείνα του ανθρώπου,
πριν ο άνθρωπος σφάξει τ’ αηδόνια του δάσους του στο βωμό ενός θεού·
επειδή κανένας θεός δεν θα στίψει ποτέ ένα σύννεφο στη δίψα του ανθρώπου
πριν ο άνθρωπος στίψει τα σύννεφα του δικού του ουρανού στα χείλη ενός θεού.
Κι εσείς, χίμαιρές μου εσείς, θα σταθείτε τάχα κοντά μου την ώρα του δικού μου auto-da-fé;
Θα ομολογήσετε άραγε μαζί μου στη ρόδα του Μεγάλου Ιεροεξεταστή
πόσο αβάσταχτο φορτίο για τον άνθρωπο είναι η ελευθερία,
πόσο αβάσταχτα το τρίχινο ρούχο της του γδέρνει το κορμί;
Χίμαιρες, χίμαιρές μου εσείς,
θα γαλουχήσετε άραγε μαζί μου το τέρας μου που θα με καταπιεί;
Χίμαιρα-τέρας μου εσύ·
τέρας που έθρεψα για να με καταπιεί.

ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΜΠΛΕ ΧΟΡΤΑΡΙ (2022)

Ο ΠΙΕΡΡΟΤΟΣ ΠΟΥ ΚΟΙΤΟΥΣΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Νοσταλγία

Βαραίνει μέσα μου εκείνο το στοιχειό που ανιστορεί τον χρόνο,
-γλώσσα αμετάφραστη·
εκείνο το στοιχειό κι αυτός ο χρόνος
κι αυτό το κύμα, κύμα μου με το παλιό άφρισμά του
—Τι κάνω εδώ, σηματωρός
των έργων της μακάριας γης;
Τι κάνω τάχα εδώ;

Τόσο καιρό επινοώντας το φεγγάρι,
τόσο καιρό απορημένος στους κρατήρες του,
πως κυριεύτηκα κι άφησα τις γοργόνες αναπόκριτες;
—Ζεις; —Ζω, να τις έλεγα, και ταξιδεύω ακόμη,
και ψάχνω ακόμη στις νερογυρισιές
πως να ξεφύγω απ’ τις ακτές,
απ’ τα πουλιά
που κουβαλούν στο ράμφος τους το στέγνωμα του κόσμου,
πως να ξεφύγω από το στέγνωμα του κόσμου.

—Ζεις;
Μα δεν άκουγα κι ας μάνιαζε η ζωή,
κι ας έμενε σακάτικο σκαρί
να παραδέρνει ο νους, μαύρο πανί να φτερουγάει,
λησμονημένος νόστος στο κατάρτι·
μαύρο πρυμνιό, να το τσακίζουν Συμπληγάδες·
όμως δεν έβλεπα

τις σκλήθρες του στο δάχτυλο, το ματωμένο
δάχτυλο να δείχνει τη ματωμένη αθέατη πλευρά
-ίδια η πληγή να λες κι ο πόνος μοιρασμένος.
Και σκέφτηκα:
Μέτρο των μύθων οι θεοί· τόσοι θεοί
πώς πέρασαν κι άφησαν πίσω τους τα ερείπια των ναών τους
Πώς σκόρπισαν σε αστερισμούς, τόσοι,
που εστρώναν δείπνους μυστικούς
κι ανάγερναν ν’ αφηγηθούν τον ευαγγελισμό,
την τελευτή τους·
τόσοι θεοί
κι ο εξάγγελος να μαρτυρά μόνον τ’ ανθρώπινά τους
-τότε κατάλαβα:

Κανένας δείπνος δεν μένει μυστικός,
καμιάς πληγής ο πόνος δεν μοιράζεται,
καμιά πλευρά δεν σου είναι θεατή
όταν σου είναι αθέατο το σκότος.

Τόσο καιρό, τόσο καιρό,
πόσα φεγγάρια δρέπανα μου θέριζαν τα μάτια!
Πόσο ο χρόνος μου έμοιαζε φτωχός,
μορτόπαιδο με μπαλωμένο ρούχο,
εκείνο το παιδί κι αυτός ο χρόνος
κι η κουρελόμπαλά του στην αυλή
κι αυτό το αγνάντι μέσα του
να την κλωτσάει στον ήλιο· μα δεν το κοίταζα.

Κι ας τού ’φτάνε
ένα κλωνί βασιλικός τ’ αυτί του να στολίζει,
ένα λιανόκερο ν’ ασκείται στις σκιές·
κι ας του ’φτάνε ένα φτερό για ν’ αψηφά τα ύψη
εκείνο το παιδί, αυτός ο χρόνος
ο Πιερρότος
στις μιμήσεις του κενού.

Αν η Ιστορία ήταν θάλασσα
πόσους απήδαλους θα λύτρωνε η φουρτούνα της!
Πόσες γοργόνες του βυθού θ’ ανέβαζε στο φως!
Και την απήγανη, την αποξορκισμένη

—Ζεις; θα τη ρώταγα. —Και ζω και βασιλεύω
και το φεγγάρι τ’ ουρανού στο παίρνω από τα μάτια,
να το κοιτάς στα μάτια μου, πλεγμένο στα μαλλιά μου·

και το βουτώ στο πέλαγο και το ξεμασκαρεύω,
να γίνει αυτός που λύγισε,
να γίνει αυτός που σώθηκε
με την ψυχή περίλυπη·
που οδοιπορεί στο πλάι μας και μας μετρά·

και μας μετρά στα δάχτυλα
και βρίσκει πως τα δάχτυλα απομένουν.

ΟΔΟΣ ΑΛΧΗΜΙΣΤΩΝ
α.

Εάν αυτό το οποίο στον παράδεισο εφθάρη, ήταν φθαρτό,
τότε δεν ήταν κρίσιμο·
εάν όμως ήταν άφθαρτο,
τότε ζούμε μέσα σε μια εσφαλμένη πίστη.
Φραντς Κάφκα, Αφορισμοί

Το όνομά μου είναι Φραντς. Δεν είμαι εκείνος.
Εκείνος είναι θερμαστής στα τραίνα που περνούν.
Εγώ ο παρατηρητής της διέλευσής τους.

Στέκομαι στην πλατφόρμα του σταθμού· κοιτάζω
το αντάμωμα των βαγονιών, την τελετή
των ψαλιδιών καθώς μοχλεύουν διακλαδώσεις και πορείες.

Κοιτάζω εκείνον και τον λέω Φραντς·
είναι το γεγονός του ρήματός μου.
Φτυαρίζει κάρβουνο στην ατμομηχανή του,
φρεσκάρει στο καζάνι το νερό,
ελέγχει εκτονώσεις και βαλβίδες· ξέρει

πως όσο αυξάνεται η ταχύτητα του τραίνου
τόσο η κίνηση προσθέτει κι άλλο μήκος στη γραμμή-
ότι καμιά γραμμή δεν φτάνει σ’ ένα τέρμα,
ότι δεν είναι πουθενά ο προορισμός
ούτε η επιστροφή στον ορισμό του.

Ξέρει πως όσο πιο βαθιά η συντριβή
τόσο μακραίνει ως το ατέλεστο η μετάνοια·
ότι κανένα αμάρτημα δεν θα ολοκληρωθεί,
ότι δεν είναι πουθενά η άφεσή του.

Είμαι ο Φραντς·
ο παρατηρητής του ρήματός μου.
Γράφω για παραδείσους ακατοίκητους
πίσω απ’ τα κάγκελά τους,
για το απρόσβατο του νόμου, για του λόγου
τις πύλες και τους φύλακες που στέκονται φραγμός
στην παραβίασή του·

γράφω για εκείνους
που τρόμος είναι ο δαίμονας
της αγωνίας τους, όχι του κολασμού τους.

Μιλώ για τόπους που χωρίστηκαν απ’ τη μετάβασή τους,
για το άτοπο της χάριτος σε ανάξια ένοχή,
για ταξιδιώτες που καμώνονται την ίδια ουτοπία·

γι’ αυτούς που υψώνονται
σαν να έλυσαν τον γόρδιο δεσμό της βούλησής τους,
τον κόμπο μιας πεποίθησης που έχουν αναγκαστεί·

για όσους επιβιβάζονται πιστεύοντας
ότι η βούλησή τους είναι η διαδρομή.

Με λένε Φραντς· είμαι εκείνος.
Με τραίνο δεν ταξίδεψα ποτέ.

Πηγαίνω στο απροόριστο με το δικό μου μέσον.

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ
Ο ποιητής Γκέοργκ Τράκλ καπνίζει τις γαλάζιες ανεμώνες του

Φεγγάρι! Ναι, φεγγάρι. Σχεδόν φεγγάρι.
Τίποτε τραγικό· τα πάντα.
Ο ποιητής Γκέοργκ Τράκλ
έξω από το νοσοκομείο εκστρατείας
-μέθη στα μάτια του τα διαλυμένα πρόσωπα
πριν τυλιχτούν στις γάζες-
καπνίζει τις γαλάζιες ανεμώνες του,
φυσάει τον γαλάζιο τους καπνό στον κίβδηλο αέρα.
Είναι αδρανής ο κίβδηλος αέρας·

κανένα δέντρο δεν λυγάει, πουλιού κι αγγέλου
δεν ανοίγει τα φτερά.
Δεν είναι άνεμος ο κίβδηλος αέρας·
δεν φεύγει σε καμιά μεριά, από καμιά μεριά
δεν επιστρέφει.

Κρατά την όψη του στη γη· κοιτάζει·
τα διαλυμένα πρόσωπα κοιτάζει, τα σπλάχνα
άνθη ασπαίροντα στων αγοριών τις χούφτες
-γαλάζια άνθη ασπαίροντα-
τα εδεμικά τους βλέφαρα πριν κλείσουν.

Τον ποιητή κοιτάζει Γκέοργκ Τράκλ να ονειρεύεται,
μες στον γαλάζιο του καπνό να ονειρεύεται
το αίμα πρωινή δροσιά σε φυλλωμένο στόμα,
τα δάχτυλα των αγοριών χτενίδι στα μαλλιά·

τον ποιητή μες στου θανάτου τ’ όνειρο κοιτάζει,
ψυχοβατώντας στη σιωπή που δίνει του θανάτου
ό,τι του ανήκει
-πόσο μεγάλη η σιωπή πριν βρυχηθεί το αγρίμι,
στάλα βροχής πριν ακουστεί στην τσίγκινη σκεπή.

Πόση ζωή πριν συντρίβει η ζωή στο μέτωπό της!

—Φεγγάρι! ’Α, ναι, φεγγάρι!
Του φεγγαριού αφιονισμένη κεφαλή, ελέησέ με.
Τρίλιες του κότσυφα στην αλγεινή γαλήνη, ελεήστε με.
Ελέησέ με λέξη τρυφερή,
μες στον γαλάζιο μου καπνό νανούρισμα ν’ αναπαυθεί
η θερισμένη ανάσα
-είναι ο πόλεμος.

Μπαίνει το τραίνο στον σταθμό, άδεια μανίκια,
μπατζάκια διπλωμένα στον μηρό
-η πόλη ήσυχη.

Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν

Κι η πιστολιά που ακούστηκε, τι κρότος.
Στίχος αρχινισμένος κι αξεδιάλυτος,
μισός σταυρός, μισός σταυροφορία,
τόπος μισός
μιας επανάστασης που ηττήθηκε απ’ την ίδια της τη νίκη.

Εξαίσια άρρωστος εσύ
μες στην εντατική της ουτοπίας,
βλέμμα στραμμένο στην ψυχή και η ψυχή
μάτι στραμμένο στ’ άστρα,
ξανά, ξανά στον ουρανό,
μόνο ο ουρανός χωρά μαζί
το φως και το σκοτάδι,
τα ερείπια πριν και τα ερείπια μετά·
μόνο ο ουρανός, κόκκινο φως -οσμή σφαγείου
η αρχινισμένης φύσης ευωδιά.

Σφίγγει η θηλιά της άνοιξης, μητέρα,
στον κήπο της Γεθσημανής ψαλμός
και ψάλτης ο ιδρώς στο μέτωπό μου·
δεν είναι η γη που με κρατά, της ιστορίας
το άκυρο με σέρνει απ’ το μανίκι.

Το μέλλον ατενίζοντας, α εσύ, μητέρα,
ο γιός σου πάσχει από παρόν.
Πως άνοιξε στη δημοσιά περπατησιά ο χρόνος!
Μέλλον εγώ, πως μ’ άφησε πίσω του το παρόν·

στάχτη στα χνάρια μου καθώς πατώ σε στάχτη.
Ακουστέ: ηχεί το σιωπητήριο· κοιτάξτε:
η σημαία έχει υποσταλεί.
Δεν είναι η γη το τέρας μου· αποθυμιές
χρωστούμενες λυγούν τα γόνατά μου·
λέξη βαραίνει απάνω μου το ύψος,
μα πιο πολύ το κάτω του σκαλί.

Σφαχτό βαραίνει απάνω μου η αγάπη

Άνοιξε μου Μαρία! Πονώ!
Σαν αχθοφόρος κουβαλάω το κενό,
σαν πεπρωμένο ζω τον μορφασμό μου.

Όχι άνεμος, μα σύννεφο σπρωγμένο από ανέμους·
όχι βροχή, μ’ ανέστιος κάτω από τη βροχή·
Αυτός, Εσύ·
ψάχνει το πρόσωπό σου αντωνυμία ν’ ακουμπήσει
στην πιστολιά που ακούστηκε, Βολόντια,
σαν κόσμος που έσπασε πριν αρμολογηθεί.

.

ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ (2019)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
β’

Ταπεινωμένος απ’ τη γλώσσα των γραφών
κι απ’ τον εκμαυλισμό της λυτρωμένος,
νους ασκεπής, στρέφοντας σέ μιαν άλλη ανατολή
το αίτημά του.
Γνωρίζει η γλώσσα, μ’ αγνοεί τον δαίμονά της,
έκπτωτο από τη μορφή, που αποκαλύπτει
όση λαχτάρα εξουσίασε η χάρη.
Χάρη του ανθρώπου, πύρα τ’ ουρανού,
καθώς η βάτος γίνεται καύσιμο της βροχής
και η πλημμύρα σπρώχνει τη φωτιά στην ενδοχώρα
-χώρα του ανθρώπου που επενδύει στις πληγές
και του ανθρώπου που εξυψώνει τις πληγές του σ’ ευλογία.
Ξύνει το δάχτυλο την πέτσα που ξεράθηκε,
μα αποκάτω τί;
Η αυτοψία της φθοράς δεν επαρκεί
για την επαναδιάγνωση της νόσου.
Ακροατές των διδαχών
κι αφηγητές διαλέγοντας τις φράσεις τους
από τις άκοπες σελίδες της διαθήκης
-άραγε επέστρεψε κανείς απ’ την απάρνησή του,
απ’ τις ασκήσεις των χερσαίων πειρασμών,
φυλάγοντας στον σάκο τούτην άμμο τής ερήμου,
στην αλαλία του
τον μαρασμό του αμάραντου
και το απόντιστο ταξίδι τού κορμιού;
Πικρό το μέλι και η μέλισσα βοσκά
ανύποπτη της γέεννας τη γύρη.
Στην αποικία των εσμών που άφησαν τη φύση τους
να οδηγείται απ’ τα φτερά της ακηδίας,
το νέκταρ δεν μπορεί να τρυγηθεί
παρά απ’ τ’ αγριολούλουδα που θάλλουν
ανάμεσα στον λάκκο του πυρός
και την πυρίμαχη κοιλάδα των δακρύων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
γ’

Ύπαρξη ανερμάτιστη,
που άλλοτε φλέγεται στις θημωνιές του οίστρου,
γιορτάζοντας τον θερισμό,
κι άλλοτε πυρπολεί τα γιορτινά της.
«Χορέψτε», φώναξε η φωτιά.
«Ποιος είναι άξιος να μπει μέσα στις φλόγες,
να μαγευτεί στην πυρκαγιά, να κάψει
με τις σπίθες της τον λογισμό των άστρων;
Χορέψτε αυτόν τον βλάσφημο χορό,
καθαγιάζοντας το βλάσφημο της κτίσης!».
Το κλειδί έστριψε
κι η κλειδωνιά έβγαλε το αναιδές γλωσσίδι της
στη σιγουριά της πόρτας.
Ζωή και μη ζωή τρίζοντας στο ίδιο σπίτι,
βήμα πάνω στα βήματα των παρατατικών τους,
μετρώντας με το μάτι το φιτίλι της γκαζόλαμπας,
αγγίζοντας στ’ ανάγλυφα των τοίχων την καπνιά
– σύ δεν ήσουν κάποτε που έλυνες
σταυρόλεξα και γρίφους στα λαϊκά περιοδικά,
Εσύ δεν ήσουν που έγραφες απαντήσεις ανεπίδοτες
πριν καν τεθούν σέ απορία οι εντυπώσεις;
Εκείνη η στάλα της μελάνης που απόμεινε
έχει πετρώσει μέσα στο δοχείο, πάει καιρός,
και τα φαινόμενα που τότε ξεχορτάριαζες
έχουν πνιγεί και πάλι στην τσουκνίδα.
Πάει καιρός στον χρόνο και στον χρόνο
που κατέχει τον καιρό σου.
Κοιτώντας τώρα αναρτήσεις στο διαδίκτυο
ανακαλύπτεις πως κρατά η αμηχανία:
«Να είναι ο άνθρωπος αυτό,
ή είναι αυτό και κάτι άλλο ακόμα;»
«Χορέψτε», φούντωσε η φωτιά.
«Μόνο ο παλμός του σώματος δονεί
τις σκαλωσιές των νοημάτων, τα πλήκτρα
των βουλήσεων στους αυτοσχεδιασμούς τους.
Εκείνοι που περιφρουρούν το καθεστώς τους
εικάζοντας τη θάλασσα σέ παθογόνους βάλτους,
κι οι άλλοι που ξοδεύονται στο άπειρο,
κι οι σχολιαστές του άφραστου κι οι εργάτες
των ονείρων κι οι εντολοδότες του χαμού
κι οι λογιστές του νείκους
-από το ελάχιστο σημείο που ζητά
πάτημα να ξηλώσει τα θεμέλια
ως το πανοπτικό των θεωρείων:
ανήρ + ώψ ο άνθρωπος και θρώσκων προς τα πάνω
και αναθρών ά όπωπε,
σταθμίζοντας τα οφέλη του σε ό,τι παρατηρεί».
Ζωή στον κύκλο της και μη ζωή στον κύκλο,
κι ο κάθε κύκλος έκλειψη του κύκλου της ζωής
και η κάθε μη ζωή μέσα στη δυνατότητά της να υπάρξει
(όπως περίπου το είχε στοχαστεί ο κύριος Έλιοτ
που, μην αντέχοντας πολλή πραγματικότητα,
επισκεπτόταν φίλους τ’ απογεύματα
για ένα φλιτζάνι τσάι με μπισκότα,
για λίγο μέλλον εκ τής τράπουλας ταρώ
κι εκ του υπολογισμού των ωροσκόπων).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
γ’

«Τί λόγιοι μελοδραματισμοί και τούτοι πρίγκιπα!
Τί πορφυρή επιγραφή πάνω απ’ τους τάφους!
Να είσαι ή να μην είσαι!
Αν είναι ύπνος ο θάνατος και τί θα ονειρευτείς!»
(Κουβέντες του κρανίου έκτος κειμένου·
γιατί μέσα στο κείμενο, μιλιά).
«Να είσαι – να μην είσαι!
Βγάζοντας το διαζευκτικό,
πάει και η σκλαβιά της απορίας.
Το φίδι όταν δαγκώνει την ουρά του,
όχι ο ψυχαναγκασμός μα είναι ο τρόπος
να ξαλλάζει το φιδίσιο του πετσί·
κι ούτε που νοιάζεται αν με αυτόν τον ελιγμό
κλείνει στον κύκλο του το άπαν του εαυτού
ή τις ασκήσεις ερμηνείας των συμβόλων.
Με το δικό σου δάγκωμα του νου
ποιο παλιωμένο σου πετσί ελπίζεις πως θ’ αλλάξεις,
ποιο δίλημμα κυκλώνοντας το άπαν
του δικού σου εαυτού;
Ένα εκφώνημα, εντέλει, και να τρέμει
μπροστά στη μεταφυσική διατύπωσή του.
‘Υπάρχεις -δεν υπάρχεις!
Ή δεν ριζώνεις μες στην ύπαρξή σου,
όπως δεν πιάνει ρίζα το νερό,
ακόμη κι αν το φράξεις μες στη στέρνα.
Να είσαι· μα αν δεν μπορείς να είσαι η ζωή,
τί θα σου χρειαστεί το νόημά της;
Κι όταν δεν είσαι,
ποιος θα σου πει τί νόημα έχει να μην είσαι;
Παλιάτσου λόγια, θα σκεφτείς, και θα ’χεις δίκιο.
Πώς να διακρίνει μια μουτσούνα παλατιού
την ύπαρξη απ’ τη ζωή και τη ζωή
από τα κουδουνάκια του σκουφιού της;
Όμως παλιάτσος ήμουν, κι έχω παραμείνει
ο κοσμικός διασκεδαστής των σοφιστών
τόσο καιρό που υπάρχω δίχως να είμαι».
Και τώρα πρίγκιπα;
Τώρα πού παγιδεύτηκες στα κάτοπτρα
του ιδεαλισμού σου,
ποια τέχνη θα χαρίσει στην ανάγκη
τη μάσκα του υποκριτή,
εκείνου που ο ρόλος του
είναι η άρνησή του να τον παίξει;
Ποιο σκιάχτρο θα φανεί στο περιτείχισμα
του επιδημικού σου βασιλείου,
για να υποδυθεί το φάντασμά σου;
Μπόχα της κόλασης και ευωδιά του παραδείσου,
μα εσένα η μόνη μυρωδιά που σου ταιριάζει
είναι του τρόμου σου μην κι αποκαλυφθεί
η παρωδία προτού πέσει η αυλαία.

Εξόδιον άσμα

Ποιος τρόμος τώρα ζει μες στα χαλάσματα,
απρόθυμος να μοιραστεί με λόγια
όσα τεκμήρια του άφησε η χίμαιρα
πριν κανιβαλιστεί από τους μύθους;
Και κάθε πράξη που περνά δεν τη γυρίζει πίσω·
κι ας επιμένουν οι οργασμοί των θεατών,
κι ας έχει καθαγιαστεί η ταξική μοιχεία.
Υπάρχει βέβαια εποπτεία κι ετοιμότητα
για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχομένου·
αν τύχει ας πούμε και σκιστεί πάνω στην ταραχή
το στοργικό περίβλημα που ντύνεται η βία.
Οι διαφημίσεις όμως πέφτουνε στην ώρα τους
και διαρκούν όσο διαρκεί
το γλυκερό ιντερμέδιο της θάλασσας,
φέρνοντας στην ακτή τ’ άδεια κοχύλια,
το αδειανό εκείνων που ναυάγησαν
σε λάθος απαντήσεις.
Για λάθος λέξεις; Ούτε καν!
Για ένα αχ! που συμπυκνώνει όλο τον πόνο,
για λίγο αλάτι στο γωνιάδι των ματιών.
Κάτω απ’ τα βλέφαρα που μένουνε ασάλευτα
ένας βαρκάρης λυρισμός κωπηλατώντας
— για μια αναδυομένη; Ποιων αφρών;
Ακόμη κι αν η Χάρυβδη
φυτέψει λαγκαδιές στο βάραθρό της,
θα έρθει η Σκύλλα να τροχίσει τους γκρεμούς,
να κρεουργήσει τ’ όνειρο
της ευτραφούς ρητορικής των παραλίων
— για μιαν ελπίδα; Ούτε καν.
Οι μισθοφόροι των θεσμών παραμονεύουν
στ’ αντίφωνα των αληγών, στης Μέδουσας
τη χάλκινη αγκύλη — με ποια αφορμή;
Θερίζει στ’ όνομα του απρόσκλητου ανέμου
το δίκοπο των λυτρωτών
τα στάχυα που είναι στον βυθό
θαρρώντας πως θροούν στην επιφάνεια.
Και μη ρωτήσεις πως μπορείς
να κάνεις διαγραφή τις αντιφάσεις,
πως ν’ απαλλάξεις την ευχή απ’ τη βλαστήμια.
Όταν χρωστάς τα επίχειρα
δεν παίρνεις νέα δανεικά απ’ τις προφάσεις.

.

 ΑΥΤΟΑΝΟΣΟ (2017)
(ΕΝΑ ΜΕΛΟΔΡΑΜΑ)

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Υπάρχουν τα έξης προαπαιτούμενα:
α) Το κράτημα της μνήμης
-έστω και σαν υπόθεση εργασίας-
απ’ τη συρόμενη χειρολαβή του χρόνου -αν υπάρχει.
(Αυτός είναι ένας τρόπος μετατόπισης του αφόρητου,
φτάνει μην κάνουν μεταστάσεις τα νεοπλάσματα
ή μη σας ξενυχιάσουνε
μες στον συνωστισμό του λεωφορείου).
β) Οι θεατρίνοι·
με τη μανία των παιδιών να εξαρμόζουν
κάθε παιχνίδι που τους φέρνουν στη γιορτή τους.
(Θα ήταν αστεία, φυσικά, ακόμη κι η υπόθεση
ότι μπορούν να ξανασυναρμολογήσουν τα κομμάτια του).
Στη θέση γ) η ένοχή:
Τέλεια σκιά που δεν σας παρατάει
ούτε στου ήλιου καν την κατακόρυφο.
[’Αν και το θέμα έχει ερευνηθεί (της ένοχης, όχι της σκιάς) απ’ όλες τις
πλευρές, άδικος κόπος· σαν να χρεώνεις στο μηδέν κάθε αναπόδεικτο
των μαθηματικών θεωρημάτων. ] 
δ) Η χάρτινη φιγούρα με την καμπούρα του έρωτα.
(Πρόσωπο που φωτίζεται πίσω από τον μπερντέ
και το κινούν με τα ξυλάκια του οι συμπαίκτες).
ε) Οι τυμβωρύχοι,
σκάβοντας νύχτα τις ψυχές για λίγο αίμα,
αίμα γαρ αυτάς είναι,
ου εξελθόντος η τραπέντος απόλλυσθαι
όλον τον άνθρωπον,
ενώ τους κάνουν χάζι οι βρικόλακες,
στοιχηματίζοντας μονά-ζυγά σε χρώμα.
Αποσιωπάται η μοίρα, μάλλον εσκεμμένα.·
έτσι κι αλλιώς δεν είναι
παρά η περιττή αναπαράσταση του αλόγιστου.
Κι έπειτα ακολουθούν δίχως σειρά:
Οι υλακές των σκύλων, οι σημαίες,
η αδικαίωτη εποχή των προταγμάτων,
οι υποχθόνιες διαλέξεις των νεκρών·
και σαν παλιά, παλιά έμμονή
που ψάχνει να ’βρει ράγες μες στους στίχους:
ο μακρινός χαιρετισμός του τραίνου των Ετρούσκων.
(Ακούγεται το σφύριγμα
κι οι σιδηροτροχιές που αλλάζουν θέσεις).
[ Αυτό το τραίνο, άσχετο εκ πρώτης όψεως με τον προορισμό σας, ακόμη
εκτελεί το δρομολόγιο Φλωρεντία – Σιένα, διασχίζοντας τα εκπληκτικά
τοπία του χρόνου και της χώρας των Ετρούσκων. Δεν φτάνει ποτέ του
στη Ρώμη, διαψεύδοντας όσους διατείνονται πως όλοι οι δρόμοι οδηγούν
εκεί. Επιπροσθέτως, αυτό είναι το τραίνο που χρησιμοποιούσε ως μοντέλο του ο επιφανής ζωγράφος
Γεώργιος Δε Κίρικο, και όχι, καθώς

λέγεται, το γραφικό τραινάκι του Πηλίου. ]
Κατά τη γνώμη μου:
Χρεία κι ενός μηνύματος που να ενθαρρύνει την παραδοχή
του ασύμβατου ανάμεσα στο υπάρχω-δεν υπάρχω.
(Προσώρας όμως έχουν αντιρρήσεις οι αυτόχειρες).
Καλύτερα ίσως·
καλύτερα για τη θετή σας φύση,
για την ελπίδα που αφορμίζει την επίγνωση.
[ Προσέξτε, ωστόσο, να μην κάνετε συσχετισμούς αυτού που ελπίζετε
με το αναπόφευκτο σαν φτάσετε στο χείλος της αβύσσου· γιατί απ’ το
παράθυρο κοιτάζει η πλάνη έξω, κρατώντας μ’ επιμέλεια στο καρνέ της
σημειώσεις. ]
Το γεγονός πως έτσι αποφεύγετε
το ατύχημα των παρερμηνειών
έχει ασφαλώς κι αυτό τη σημασία του.
Θα σας γλιτώσει απ’ τον διωγμό
κι από τις επιπλέον πράξεις πίστης.
(Βλέπε, οπού «πίστη»: μάταιο που μοχθεί
και απαστέρωση του ουρανού των άλλων).
Γι’ αυτά που μένουν χάσκει ο λάκκος των θεσμών
με ξέσκεπα τα μολυσμένα σπλάχνα.
(Μόλις κοπάζει η βροχή
αχνίζει απ’ τον κρατήρα του το πένθος
και ξαναστήνονται οι πάγκοι των πλανόδιων
με τα άκρα όσων σώθηκαν ακρωτηριασμένοι).
Κι ενώ κανείς δεν έμαθε όσα έγιναν
ούτε όσα αποφασίστηκε να γίνουν
(από νωχέλεια μάλλον
κι όχι επειδή παρέλυσε ο νους του απ’ τη βουή),
ιδού, αυτοπροσώπως οι αρχάγγελοι
όλο ρομφαίες και φτερά σε μια δημιουργία
που έχει κοστίσει, και κοστίζει ακριβά,
η διακόσμηση της.
Ιδού ο παράδεισος,
επικερδής επένδυση στη μαστοριά του φόβου
-κουβέρτα που τυλίγεται γύρω από τη ζωή,
για να κρατάει στα ζεστά τις νέες φύτρες.
Στο μεταξύ,
μια νέα γλώσσα αναπρογραμματίζει τους χρησμούς,
τα ειπωμένα και αυτά που θα ειπωθούν
απ’ το μεγάλο στόμα των τεράτων.
Μια νέα γλώσσα κρεμασμένη στον ιστό,
που δεν διακρίνει τα στοιχειά απ’ τα στοιχεία.

ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

Η αλήθεια είναι πως και να πηδήξεις στο κενό
δεν προλαβαίνεις να μετρήσεις την κενότητα·
και, ασφαλώς, δεν είναι επιχείρημα η βαρύτητα
ούτε η απόσταση είναι διαλεκτική
–κάτι που δεν διδάσκεται στις πρόβες του θανάτου
και ξεσκεπάζεται την ώρα της παράστασης.
Όσο κι αν επικαλεστείς την ειρωνεία
–σαν μέθοδο διαλεκτικής κι αυτή–,
δεν είναι ρόλος η κραυγή κατά την πτώση.
(Αν και στο τέλος είναι η κριτική που αποφασίζει).
Κι αυτό που ψάχνεις ίσα-ίσα με το βλέμμα σου,
σαν τη μοναδική σου διαφυγή,
δεν είναι άνοιγμα ή οδός
μα ο συμβολισμός του προσκηνίου.
Α, το προσκήνιο! Α, ο συμβολισμός –το άλλοθί του!
Λειψά σκεπάζει η γάζα τους τη διεκτραγώδησή σου
–μύθοι και δήθεν τραύματα από χαμένες μάχες,
χρώμα το αίμα και σκληρός ο φωτισμός,
να φαίνεται αίμα.
Κι όμως, εντέλει είναι τόσο απλό:
Σε αυτόν τον θίασο της μισθοφόρου γλώσσας,
όπου τα σείστρα του Χορού
ανακαλούν το τραύλισμα του Αγγελιοφόρου,
ο φόβος και το έλεος δεν οδηγούν στην κάθαρση
αλλά στο τίμημα των συναινέσεών της·
κι ό,τι κομίζεις, πεπρωμένο ή παρόρμηση
ή τον μηρυκασμό του αφρού στην πλημμυρίδα,
δεν είναι παρά ο επιτονισμός της προσωδίας.
[ Πάντα θα υπάρχει τούτη η αντιφρόνηση: Η τέχνη να αγωνιά για την εκπλήρωση του ιδεαλισμού της και η τεχνική να επαίρεται πως κουβαλά
στις πλάτες της τα αυτονόητα φαινόμενα της τέχνης· πάντοτε τούτη η ματαιόδοξη διαμάχη της προβολής με τον προτζέκτορά της, και ανάμεσά
τους η δέσμη του φωτός να ξύνει με απορία το κεφάλι. ]
*
Δεν βγάζεις άκρη, ε; Και πού να βγάλεις!
Όμως, καθώς σε αναγκάζει η συγκατάβαση
και οι λίγες λέξεις που μπορείς
πνίγονται μες στον οδυρμό των διασωθέντων,
να ο από μηχανής δραματουργός,
υψώνοντας απ’ την καταπακτή
το φάντασμα με τ’ ανοιγμένα χέρια.
Μα ούτε κι αύτη η λύση σου αρέσει.
— Τόσο αδιέξοδη, θα πεις, η φαντασμαγορία,
το αυλό του βασιλιά
στην πιο ανέκκλητη στιγμή της τραγωδίας.
— Κάποιο δαιμόνιο, θα πεις, στον προσχεδίασμά του,
στο τέχνασμα μιας ηθικής που επιστρατεύει
ένα φθαρμένο λείψανο, για να εξευγενίσει
την απογυμνωμένη βαρβαρότητα
στον θρήνο του εξόδιου χορικού.
(Πέπλο κενό το αντίφωνο του οίκτου
που μπαίνει σε παράταξη πομπής).
Τόπος κοινός!
Ό,τι ξεβράζει η εποχή στα επεισόδια της
είναι η μίμηση της μάσκας του θεατού,
είναι η άπνοια της θερινής νυκτός
και η αστική υπομονή των εδωλίων.
Τρόπος κοινός!
Σε τούτο το συμβόλαιο των ηθών
οπού απευθύνεται η υπόκλιση των δρώντων,
ποιος δίνει σημασία στην αντίφαση
ανάμεσα στην τέλεση του προδιαγεγραμμένου
και τον αδάκρυτο απόπλου των ομόδημων;
*
Αδύνατον ν’ αφουγκραστείς
την παλμική φωνή των παραλλήλων,
την άθυμη ηχώ του άδειου στήθους
στις φθίνουσες ανάσες της απώλειας.
Η αδιατάραχτη ησυχία ενός μέλλοντος
που κατισχύει του καλέσματος του νόστου
-για μέλλον-φως μιλά η στάχτη που απόμεινε
από τα ολοκαυτώματα του λόγου·
το μέλλον όμως είναι ο χρόνος που υπολείπεται
απ’ την ανάγκη του καπνού να επιστρέψει,
απ’ την ανάγκη της γραφής ν’ αδειάσει μέσα σου
τα αποτσίγαρα της μεταφυσικής της.
Κι όσο κι αν σε υπερασπίζεται η ψευδαίσθηση,
ως επαλήθευση των λογικών προτάσεών σου,
αλίμονο!
Ανάμεσα στις λέξεις και το νόημα
σκάει στα γέλια η γραμματική των γεγονότων.
*
Ποιος ήταν που απαξίωσε τη σιγουριά της στίξης;
Κάτι χειρότερο:
Ποιος κόβει πίσω του το νήμα που του πρόσφερε
τόσα θαυμαστικά των λαβυρίνθων!
Ωσεί παρών ο νικητής και αμνήμων!
Υψώνοντας το τρόπαιο,
μα λησμονώντας τ’ άρμενα
μιας σκοτεινής επιταγής που εκποιείται
λόγω χρεοκοπίας των ανέμων
-η το αντίθετο ακριβώς;
Οι άνεμοι
που εκποιούν τα τρόπαια της ανοιχτής θαλάσσης,
ρίχνοντας στην αλμύρα της
τη χαρτογράφηση των κατευθύνσεών σου.
Καλή η αλμύρα! Φτάνει ως την ψυχή
και συντηρεί την παραμόρφωσή της·
καίει το λίπος στις ακτές,
τρέφει τα ζώα της με τις υγρές της ρίζες
-κι αν χρειαστεί
τρώει τα οστά των ιδεών ως το μεδούλι.
Καλή η αλμύρα!
Γι’ αυτούς που είναι στον βυθό,
βρίσκοντας στέγη στη σκουριά των ναυαγίων,
ακόμη αναποφάσιστοι
για το επίγραμμα του κοινοτάφιού τους.
Το δίλημμα είναι: Μέσον η σκοπός;
Τίποτε.
Κι αν η επίρρωση,
κι αν ο δογματισμός των προταγμάτων
μπορεί να γίνουν τα αντίβαρα της πλάστιγγας,
μόνον η πείρα των νεκρών
ξέρει προς τα πού γέρνει η απάντηση,
ποιος είναι ο τρόπος για ν’ ανθίσουν οι γκρεμοί
σε αυτό το βάθος.
*
[…]
Και ίσως χρειάζεται να περιπλανηθείς
πιο πέρα από τις προβολές της ομφαλοσκοπίας
και ν’ αντικρίσεις τα ιερά των κορυφογραμμών
–τόπους όπου η μαρμαρυγή
τυφλώνει με τον θάνατο τη λήθη
(διπλός καφές ελληνικός και η κουβέντα
στα δυσπρόσιτα χωριά για την καμένη σάρκα
σαν ήρθε ανάποδα η γη
κι ανέβηκε η κόλαση επάνω,
για τις μπουλντόζες
που τσακίζουν το χαλίκι στα περάσματα
των θηραμάτων και των κυνηγών τους),
στο φρύδι του μεσημεριού καθώς τα πράγματα
βάζουν τις λέξεις να τα πουν με τ’ όνομά τους.
Μαύρη η γλώσσα του πνιγμού και η βουή
του ποταμού –ποιου ποταμού;
ήσουν εκεί και η ορμή του ήταν ο δρόμος σου
να φτάσεις στα βαθιά των ερειπίων–,
το γύρισμα της φτερωτής και ο τριγμός της πέτρας
αλέθοντας την κάμερα
που ασχημονεί πάνω στη άδοξη σορό
των σκηνογραφιών της.
[ Πρέπει να βρεις τον τόνο σου ανάμεσα στον κλονισμό και το μελόδραμά του· τη θέση να διαχειριστείς τόσες παραβολές των κωνοφόρων, τη λοιμική των μύθων που ξεχείλισαν από τα ελκώματα των κατακλίσεών τους. Και τώρα ακόμη, που έχει εμφανιστεί στον σκοτεινό σου θάλαμο η πλίθινη σιωπή των Κορεστείων, πρέπει να βρεις τον τρόπο που συμβαίνει η Ιστορία. ]
Κάπου ανάμεσα σε Καστοριά και Βίτσι. Άνω και Κάτω Κρανιώνας, Γάβρος, Μακροχώρι, Μαυρόκαμπος, Χαλάρα. Χωριά εγκατελειμμένα απ’ τον εμφύλιο, που παραμένουν άδεια απ’ τις φυλές τους. Τα περπατάς, σφιγμένος στην αρχή, όμως σιγά-σιγά τα μάτια εξοικειώνονται, εξημερώνεται η γραφή για την περιγραφή τους. Σπίτια άλλα όρθια ακόμη, άλλα γκρεμίδια, χτισμένα όλα με πλιθιά, με στέγες από κεραμίδι και άχυρο. Κουφάρια λες, αλλά και κενοτάφια να τα πεις τον ίδιο θάνατο εννοείς, το ίδιο αίμα· το ίδιο τέλειο σκηνικό αναπαράστασης, ενώ η γλώσσα μένει στα βουβά, μην τύχει και ανησυχήσει η απουσία· μην τύχει και η «ψυχή βαθιά» φτάσει τόσο βαθιά, ώς τον εαυτό της.
Πρέπει να μάθεις πως με χώμα και νερό
δεν πλάθεται παρά το πήλινο ομοίωμα του κόσμου
(ακόμη κι αν η έμπνευση
ντύνει με πάθη την πνοή του πλαστουργού του).
Πώς έφτασες ανέξοδα σε τούτη την καμπή,
πιστεύοντας πως η σιωπή –εκείνη η τρομερή σιωπή–
θα ’χει ξεχάσει τη στιγμή της αποπληρωμής της;
Ψάχνοντας μέσα στις σπηλιές για την καταγωγή σου
–εδώ θάβουν τα μπάσταρδα
και τις ανίατες πληγές της ουτοπίας–,
ακολουθώντας τη γραμμή της ανοιγμένης φλέβας,
τη στάχτη-απολίθωμα
από τις πυροστιές των προγραμμένων
–στάχτη, όμοια σταχτώνοντας
τα δεσμωτήρια του θεσπισμένου τρόμου.
Τι λέξη ο τρόμος! Την ξορκίζεις στο χαρτί
και αναζητάς το δόγμα της στη νομοτέλειά της.
Τι επαφή της σπίθας με το καύσιμο,
που βάζει μπρος τη σκουριασμένη μηχανή
της πατριδογνωσίας!
[ Ανάγκη αδήριτη και ν’ αναμετρηθείς με τη διαπόμπευση εκείνων που δεν άντεξαν γυμνοί σε τόσο αέρα, εκείνων που επέστρεψαν χωρίς να ’χουν σκαλίσει ούτε σε μία πέτρα τ’ όνομά τους· στικτή στο δέρμα η κεφαλή που οι έφεδροι υψώνουν στο κοντάρι, γεμίζοντας τα χάσματα ανάμεσα στις παύσεις του γαλάζιου. ]
Ντάλα ο ήλιος και οι βοσκές περιφραγμένες.
Με αγκαθωτά φυλά το έθνος τα κοπάδια του
κι η ανεμική τα λιανοτράγουδά της:
«Τόσοι ηττημένοι μάνα μου, έι μάνα μου,
τόσοι ηττημένοι είναι πολλοί για μια πατρίδα.»
*
[…]
Τρόπο το λες εσύ, για να ξεφύγεις
από αυτά που υπάρχουν και τ’ αρνήθηκες.
Τ’ αγρίμια όμως δεν χρειάζονται την ύπαρξη,
για να προσποιηθούν την ύπαρξή τους·
ούτε τη γλώσσα καν· μόνο τον ήχο
του ρίγους σου
που ακούγεται σαν τρίξιμο πριν σπάσεις.
— ’Ακόμη μια κοινότοπη διατύπωση, θα πεις.
Ωστόσο, το κοινότοπο
είναι κι αυτό ένας τρόπος να επιπλέεις.
Αν και υποπτεύομαι
ότι δεν είσαι δα και τόσο ευφυής,
ώστε να συμμετέχεις μέχρι τέλους σε μιαν ήττα,
ούτε και τόσο ευέλικτος,
για να κινείσαι ανάμεσα στις ατραπούς της πίστης.
Διαλέγοντας απ’ τη ζωή
αυτά που δεν χρειάζονται αποδείξεις,
ίσως μπορέσεις ν’ ανταλλάξεις το «τετέλεσται»
με το «διψώ» για λίγη ακόμη αγωνία,
μα δεν μπορείς να φυλαχτείς απ’ τη στιγμή
που θα ξανασκιστεί το καταπέτασμα.
Κι ούτε να σου περάσει από τον νου
πως θ’ αποφύγεις έτσι την εκδίκηση
της ξαστεριάς που αντίστρεψες,
θέλοντας να κρυφτείς από το φως.
Κατάντικρυ στα μάτια σου -τι βλέπεις;
Τίποτε!
Μόνο σαν τυφλός σέρνεις το δάχτυλο
πάνω στο ανάγλυφο αίνιγμα της σφίγγας:
«Τι το ον;». Και το υπόλοιπο,
εκείνο με τα πόδια.
«Άνθρωπον λέγεις!», απαντάς με σιγουριά,
μα ο ευφημισμός σου είναι λάθος.
[ Βουβή σκηνή που κόπηκε απ’ την προσαρμογή, για την οικονομία της
παράστασης: σκυφτή στο εργόχειρό της η χωλαίνουσα πασχίζει να κεντήσει νυφικό με τα κουρέλια του Χορού, που μπλέχτηκε στις αγκαθιές των
μύθων. Νύφη γι’ ακόμη μια φορά, ενώ δίνει και παίρνει η ειμαρμένη. ]
‘— Και ο γαμπρός;
— ’Α, ο γαμπρός! Μα, ο πρωταγωνιστής
με αυτό το αίσιο τέλος.
Τις νύχτες όμως, σβήνοντας το φως…
— Και γιατί όχι, θα μου πεις.
Και γιατί όχι!

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Είναι η θάλασσα –θυμάσαι;
Phlebas the Phoenician, a fortnight dead,
forgot the cry of gulls κτλ.
Εκείνη η θάλασσα κι εκείνη η αντηλιά!
Θυμάσαι;
Τόσα πλωτά όπου στριμώχνονται οι κομπάρσοι,
για να υποδυθούν τους ναυαγούς
στο επικό πλατώ ενός blockbuster
που έχει κάνει απόσβεση
πριν καν γεμίσουν με νεκρούς τα multiplex
και οι συνδρομητικές της αφασίας.
Λάδι το δάκρυ πάνω στο νερό·
λάδι σαν δάκρυ.
Κι αν κάτι αναδυθεί στην επιφάνεια
–αίμα ή θρήνος λειασμένος απ’ το αλάτι
ή τα οστά του επιλήσμονα Φληβά–,
θα το ξεβράσει στην ακτή ο σάλος των σειρήνων.
― Άραγε, ζει ο βασιλιάς;
Μην απαντήσεις· θα σου κλέψουν τη μιλιά
κι άντε μετά να χτίσεις με νοήματα
απ’ την αρχή τον κόσμο.
Αυτόν τον κόσμο, στο ίδιο το σημείο
–στο κέντρο αυτού του σύμπαντος–,
που τον κοιτάς απ’ όλες τις πλευρές
κι απ’ όλες τις πλευρές του είναι ίδιος:
Τα ίδια κεφάλια στον κουβά της λαιμητόμου,
οι ίδιες λύσεις σε ίδιες εποχές.
Αυτόν τον κόσμο, τον ομογάστριό σου,
τον όμοιό σου.

ΑΥΛΑΙΑ

― Χαμ!
― Ναι Κλοβ!
― Ένα παιχνίδι ήτανε, ε Χαμ;
― Ναι Κλοβ. Ένα παιχνίδι.
― Και τώρα τέλειωσε, έτσι δεν είναι Χαμ;
― Τέλειωσε Κλοβ; Ναι, τέλειωσε. Όπως τελειώνουν όλα τα παιχνίδια.
― Κι όπως το είχες πει. Χωρίς η αρχή του και το τέλος του να έχουν σημασία.
― Λάθος σού το είπα Κλοβ. Έκανα λάθος! Πάντα η αρχή, πάντα το τέλος έχουν σημασία.
― Χαμ!
― Ναι Κλοβ!
― Κι αυτό… Για το παιχνίδι λέω. Θα παίζουμε το ίδιο κάθε μέρα;
― Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι Κλοβ. Μπορεί κι ολόκληρη ζωή. Ποιος ξέρει;
― Χαμ!
― Ναι Κλοβ!
― Τώρα θα κάτσεις πάλι στο καρότσι σου, ε Χαμ;
― Ναι Κλοβ. Τώρα θα κάτσω πάλι στο καρότσι μου. Όταν δεν με κοιτάζουν είμαι ανάπηρος. Το ξέρεις.
― Και θα ξαναφορέσεις τα γυαλιά σου.
― Ναι Κλοβ. Θα τα ξαναφορέσω.
― Πάντως, ήταν ωραία που έδειξες τα μάτια σου.
― Άσχημα ήταν Κλοβ. Καλύτερα να βλέπουν τα γυαλιά μου.
― Κλοβ!
― Ναι Χαμ!
― Να μην ξεχάσεις να πετάξεις τα σκουπίδια. Βρώμισε ο τόπος.
― Δεν θα ξεχάσω Χαμ. Θα τα πετάξω.
― Κι άνοιξε επιτέλους εκείνο το παράθυρο.
― Θα το ανοίξω Χαμ. Φέρνω τη σκάλα.
(Ακούγονται χτυπήματα. Από πού;)
― Ποιος να ’ναι Χαμ; Περιμένουμε κανέναν;
― Όχι Κλοβ! Δεν περιμένουμε κανέναν. Μην ανοίγεις.
(Τα πρόσωπα είναι τελείως πραγματικά, αν και ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα των παιχνιδιών του Beckett. Άλλωστε, ο Μπέκετ πάντα περίμενε εκείνον που θα ερχόταν, γι’ αυτό και άνοιγε την πόρτα του όταν χτυπούσαν.)

.

ΔΥΣΚΟΛΟ (2014)

Αυτοί που ξέρουν και δεν μιλούν
Ι.

Εδώ είναι ο λόγος δύσκολος, ρυθμός σπασμένος,
είπεν (;) ο Εκκλησιαστής,
δρόμος τυφλός τού αγκαθιού στης Χίμαιρας το πέλμα·
εδώ είναι ο τρόπος, λύνοντας την εξίσωση των παρατατικών του
μ’ ένα τετελεσμένο ήδη παρόν.
Και είπεν (;):
Κλέος ανδρών –ή μήπως έπρεπε κιόλας να ξέρω
ότι ο λόγος είναι ο δύσκολος τρόπος στον μύθο τής ύπαρξης;
Έπρεπε, ωστόσο, να ξέρω:
Καθώς ο λόγος ανήκει στον τρόπο του και η ύπαρξη στην παρανόησή της,
καθώς το αγκάθι σαπίζει στο πέλμα και ο πόνος δυναμώνει στον χτύπο τής οπλής,
μπορούμε τάχα να επαναλάβουμε την ύπαρξη έξω απ’ τον μύθο της,
σαν σκοπιμότητα που την ανακεφαλαιώνει;
Μπορούμε τάχα να δεχτούμε τα προτάγματα ενός αλλιώτικου μύθου,
που σέρνει στα καλύμματα σαν στειρωμένο ζώο;
Ίσως έφτανε κιόλας να εκτρέψουμε το ρεύμα τού λόγου
σε μιαν αλήθεια που ξεφεύγει απ’ τις ρουφήχτρες της
–σ’ εκείνη την αλήθεια που αντιμάχεται
την εσκεμμένη οχλαγωγία τής σιωπής.
Ίσως έφτανε κιόλας να πούμε:
Εδώ είναι ο τόπος και ο χρόνος που επιλέξαμε
ανάμεσα στο παράφορο και στο μάταιο τής αρχαίας πληγής·
εδώ είναι τέρας με τρεις μορφές, παρενδυμένο το μίσος,
αδιαίρετο και αγκιστρωμένο στο αδυσώπητο της στιγμής,
τέρας, ολοένα ανακτώντας τη δύναμη που ανασυστήνει τη φύση του,
προσθέτοντας τη λύσσα του στην αναγνώρισή της.
Μπορούμε τάχα να εννοήσουμε τη δύναμη έξω απ’ τη φύση της,
όχι σαν τρόμο που σκηνοθετεί τις εμμονές του
μα σαν αναπαράσταση του επαρκούς της λόγου,
αξιώνοντας το παρελθόν μέχρι τ’ απομεινάρια των θεών του;
Έπρεπε κιόλας να ξέρω·
όπως γνωρίζει ο ουραγός πως είναι αυτός που ακολουθεί τους άλλους,
όπως γνωρίζει ο σαλός πως είναι άτρωτος από τη λογική τους.
Κι ενώ φορτώνουν βιαστικά την επιμελητεία
και παραχώνουν τα οστά σε ασβεστωμένους λάκκους·
κι ενώ οι αντιφάσεις ανατινάζουν στη φυγή τους τα προχώματα,
έπρεπε κιόλας να ξέρω:
Εδώ είναι ο τόπος τής αρχαίας πληγής,
το στρατευμένο φρόνημα της λήθης.
Εδώ είναι ο χρόνος· σκληρός,
σκληρότερος ακόμη κι απ’ το τέλος του.

ΙΙΙ.

Με τούτες τις λέξεις, με τούτη τη γλώσσα,
απ’ όποιαν αρμύρα κι αν έρχονται,
μετρώντας την ανάγκη σε αποτσίγαρα, σαν κιόλας καπνισμένη επιθυμία·
αυτή την ανάγκη
–απόδημη επιστροφή στο συρματόπλεγμά της·
― Ποιοι είναι εκείνοι που έφτασαν απ’ τις αμοίραστες θάλασσες
ή απ’ τα φαράγγια με τις φεγγαρόπετρες;
― Ποιοι είναι εκείνοι που βρήκαν τόπο για τον τόπο τους
στα υποχθόνια μαντεία των νεκρών;
Καθώς τα κλειδιά μεγαλώνουν τις πόρτες
και οι κυνηγοί ορίζουν τις χωσιές,
καθώς το φως ξεγελά στους καθρέφτες το πτύχωμα της αντανάκλασής του
κι ένα κουφό και αλάλητο ποτάμι προδίδει τις περαταριές του με νοήματα·
― Ποιοι είναι εκείνοι που αντάλλαξαν τον ίσκιο τους μ’ ένα χαρτί χρωμα-τιστό, με μιαν αρκάνα,
όπου ο όρθιος Τροχός κρύβει από τον Τρελό τούς Κρεμασμένους;
[ Αν και ποτέ ένας τροχός δεν άντεξε τη χαρτομαντική τόσων ικριωμάτων.]
Αυτοί που κράτησαν στα χέρια τους ανάποδα τους δείχτες των ανέμων,
κλωθογυρίζοντας χωρίς προορισμό·
κάπου αλλού, για κάπου αλλού,
σχεδόν νευρόσπαστα μιας μισθωμένης γεωγραφίας,
έρποντας στον παράδεισο, όπως ανάμεσα σε οχυρωμένες πόλεις·
κάπου αλλού, για κάπου αλλού,
δίχως ν’ αφήσουν πίσω τους σημάδια
ούτε μια ανάσα θυμού για την αδιάθλαστη ειρωνεία των άστρων,
και με το μέλλον –το μέλλον κυρίως–
να παραμένει σύμβολο κάποιας διαλεκτικής, όπου ο καθένας
τη λιγοστή εικόνα της ζωής του εκμαιεύει.
Το μέλλον κυρίως
–αργά ή γρήγορα εδώ σαν παραλογισμός
ή σαν φαιδρή αισθητική φαιδρών ηρώων·
αργά ή γρήγορα παντού
–ηχώ αφύλακτη με στόμα λιονταριού και ουρά ιοβόλου,
δεινόν αποπνείουσα πυρός μένος αιθομένοιο·
τέρας αφύλακτο.
V.
Δύσκολο πια να βεβαιώσεις τις ματαιότητες, είπεν (;) ο Εκκλησιαστής·
τι το γεγονός; αυτό το γενησόμενον·
και τι το πεποιημένον; αυτό το ποιηθησόμενον.
Και είπεν:
Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται.
Εδώ είναι ο σπόρος και ο καρπός εκείνων που τότε νικήθηκαν·
μπόλιασμα, αφήνοντας επίβουλο το μάτι
–το ίδιο μάτι να κοιτά προς τα φαντάσματά του.
Εδώ είναι οι γιοι εκείνων που άδειασαν τον κόσμο,
Endlösung –ανταπόκριση του τρόμου,
Einsatzgruppen –παλίρροια φουσκώνοντας τη ρεματιά τού Babi Yar,
ξημέρωμα στο Kamenets-Podolsk,
τάφοι μη τάφοι
σχεδόν τετράποδων πειθαρχημένων στη σφαγή τους,
σωπαίνοντας με τη σιωπή τής στοιβαγμένης γύμνιας,
μένοντας με τα βλέφαρα ανοιχτά
μπρος στην πολεοδόμηση της φρίκης,
μπροστά στην αμετάβατη ομίχλη των γκρεμών που ροκανίζει
ώς το μεδούλι την ενέργεια της μνήμης.
Αυτής της μνήμης –χορτάρι κίτρινο σε ξεραμένη κοίτη,
μισοθαμμένο μες στη σκόνη των εχθρών
(σε όσο σκόνη έχει απομείνει απ’ τους εχθρούς τους).
Κι όχι να πεις πως αγνοούν στ’ αληθινά
κατά πού πέφτει η λοιμική τής ιστορίας.

Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν
Ι.

Πόσα αστέρια Michelin στο άβατο του ναού!
Πόσα delicatessen υλικά για τους gourmet των θυσιαστηρίων!
Και στο προαύλιο οι μικροπωλητές (χάντρες και καθρεφτάκια και μάσκες των ιθαγενών και χέρια βουτηγμένα στους προγόνους).
Όμως τα έθνη·
τι νυσταγμένη αφήγηση τα έθνη!
Αστεία σημειωτική και θλίψη αποδόμησης θηλαστικών που κρύβουν τις θηλές τους.
Το εξηνταοχτώ (του εικοστού αιώνα)
–ούτε θυμάσαι πια πώς έτριζε η Ευρώπη, αιμορραγώντας πάνω στα οδο-φράγματα·
το εξηνταοχτώ, λοιπόν, οι δρόμοι ανήκαν σε όσους ξήλωναν τις πέτρες·
καταστασιακοί και λυσσασμένοι, και γύρω δρόσιζαν οι αμμουδιές στα κρα-σπεδόρειθρα.
Όμως τα έθνη·
τι νόημα έχει να ξυπνούν νεκρά τα έθνη,
σάβανο ξετυλίγοντας ξοπίσω τους τα επιμνημόσυνα των νεο-ανθρωπιστών;
Βέβαια, η κόλαση είναι κόλαση των άλλων:
η πιο παλιά εγκατάσταση αγνοημένης τέχνης,
αγκιστρωμένης στα πλευρά τού εξπρεσιονισμού.
― Ποια τέχνη και ποια κόλαση;
Όποιος αρνήθηκε ν’ απαθανατιστεί με φόντο τους χορηγικούς λογότυπους του χάους,
φρονώντας πως η τεχνική ακυρώνει την ιδέα,
ή όποιος όρισε τη σκίαση ως ανάπτυγμα φωτός στην ταξική σπουδή τής ακηδίας·
― Ποιο χάος και ποιο ανάπτυγμα;
Μια εκ του σύνεγγυς ζωή σπαταλημένη σε συνεδρίες με νεόκοπους ομοιο-παθητικούς
που ρίχνουν καταπάνω σου τα ωροσκόπιά τους.
Μια εκ του σύνεγγυς ζωή –χώρια η ανάγκη,
τα μικροκέρδη και η ευσύνοπτη αναλογιστική.
Τα έθνη όμως·
τι ανυπόληπτο επιχείρημα τα έθνη!
Αίσθημα και αναφιλητά σ’ αίθουσες β΄ προβολής στις συνοικίες.
Γι’ αυτό σου λέω:
Με τέτοια βάση ασπόνδυλη, άντε να στηριχτεί το εποικοδόμημα.
ΙΙ.
Να ’μαστε πάλι εσύ κι εγώ,
σε θέση οικονομική στο πίσω πίσω μέρος τής ατράκτου.
Mont Blanc, τριάντα τέσσερις χιλιάδες πόδια στ’ αψηλά· προορισμός:
Παρίσι.
Τα Νούφαρα (Monet) στις σάλες της Orangerie·
κάποιες Χορεύτριες του Degas μάλλον στο Orsay.
Κατά τα άλλα: όστρακα παντού και καλλιτέχνες του μετρό
–από τις αποικίες.
Μια η βροχή, μια ο ήλιος, μια το απόβροχο· μήνας Απρίλης.
Το απομεσήμερο: εδώ ήταν η Bastille·
Jardin du Luxembourg· βραδάκι κιόλας στη Montmartre:
η Sacré-Cœur κλειστή για τους πιστούς
μα όχι το Moulin Rouge –για τους τουρίστες.
Λίγο πιο πάνω τα υπαίθρια πορτρέτα μας –καρικατούρες με χρωματιστά κραγιόνια.
Μια επανάσταση
–που άρχισε ασφαλώς πολύ πριν απ’ το τέλος των τυράννων–
τρίβει τα μουχλιασμένα βρύα της στις γάμπες.
Βαδίζουμε ακούραστα σε βρομισμένους δρόμους,
διαρκώς ανοίγοντας και κλείνοντας τον χάρτη με τις σημειωμένες διαδρομές των ιδεών μας.
Είμαστε εδώ, σ’ ένα εδώ που κατακάθεται παντού σαν υγρασία,
επιρρεπείς στα φλύαρα φλυτζάνια τού καφέ,
σχολιάζοντας τους γοτθικούς ρυθμούς που ξεχειλίζουν από ξεχειλισμένες συνειδήσεις.
Ο κύριος Sartre, επί παραδείγματι:
ξέχειλος από υπαρξισμό και ex officio ελεητής αιδοίων.
Παρόλα αυτά: πρώτα κάτι ελαφρύ στο Deux Magots
κι έπειτα Κεκλεισμένων των θυρών –έστω κι εν απογνώσει.
Λίγη περίσκεψη πριν απ’ την επιτέλεση,
μα προπαντός: αναστροφή τού κεκλεισμένου ύψους.
― Πόση σαπίλα υπάρχει στο δωμάτιο!
Τι χάσμα ανάμεσα στο Ον και την κατάφασή του!
Ωστόσο,
ένα καινούριο φάντασμα πλανιέται στο δίκλινο ταβάνι σαν καπνός,
δίχως να ενεργοποιείται η πυρόσβεση.
― Το Σύνταγμα, μη καπνιστές πολίτες:
ιησουίτικη ραφή σε ξηλωμένο ρούχο.
Το Σύνταγμα, που αγρυπνά σαν φύλακας του ζώου·
γιατί το ζώο πρέπει να το κρατάμε ζωντανό –αυτό τουλάχιστον.
Αλίμονο! Μέσα σε ολόκληρη γενιά εκτελεστών
μόνον εκείνος ο Saint-Just κατάλαβε τι πάει να πει στ’ αλήθεια
Ορθός Λόγος.

VI.

Δεν είναι μνήμη οι μορφές·
μνήμη είναι αυτό που μας ξεφεύγει απ’ το περίγραμμα.
Τέτοιο φθινόπωρο κάτω από τις φιλύρες,
τέτοιο πειθαρχημένο χρυσοκόκκινο, ανάμικτο με γκράφιτι και ξύσματα α-νασφάλιστων τειχών.
Μετά το πρωινό, μέρα ελεύθερη.
Προγραμματίστε οπωσδήποτε ένα πέρασμα απ’ το Checkpoint Charlie·
ή σαν να λέμε: το σημείο όπου οι εκχωρητές των ενθυμίων σβήνουν με γο-μολάστιχες μανιωδώς την ιστορία.
― Ποια ιστορία;
Εκεί όπου η ψηφιακή φωτογραφίζει τα ανακατασκευασμένα απεικάσματα,
με τους τουρίστες να εισβάλλουνε στο πλάνο, σκεπάζοντας τον χρόνο με τον χρόνο τους·
― Ποια ιστορία;
Στο μεταξύ τής διάλυσης και της δημιουργίας
πώς θορυβούν σαν έντερα τα σωθικά τής πόλης!
Πώς η ανίδεη ζωή βαδίζει πάνω στο χαρτί
κόβοντας δρόμο μέσα απ’ τη γραφή κι από το σύμπαν!
Στην Alexanderplatz –αχ, η Alexanderplatz!
Προσποίηση συναισθηματισμού στην τάβλα τού Φραντς Μπίμπερκοπφ
(κορδέλες, χτένες, ραφτικά και λαστιχάκια για όλους τους λαιμοδέτες των ονείρων)
–εδώ κι αν παίχτηκε όλη η Βαϊμάρη.
Μετά, αμέσως με ταξί στο Jüdisches Museum
–διάδρομοι κεκλιμένοι που οδηγούν κυματιστά στο άδειο τοπίο μιας ποδο-πατημένης Αποκάλυψης.
Τρίζοντας κάτω από τις σόλες σας οι σιδηρομορφές –δεν είναι πρόσωπα·
πρόσωπα είναι η αγωνία που σκουριάζει τις μορφές στην ασυνέχειά τους,
η αγωνία που επάνω στον σταυρό μεταμορφώνει τους Υιούς σε Ναζωραί-ους.
Κάποιοι σας έχουν συμβουλεύσει να μη χάσετε κι εκείνο το ευάερο Μου-σείο για το Παρόν, στην Invalidenstraße.
Πόσο ανεπίκαιρο παρόν για μία τέχνη που έχει κιόλας γραπωθεί εννοιακά απ’ τον καναπέ της!
Πόση μεταπολεμική προικοθηρία ενοχών και εικαστικοποίηση της διχα-σμένης σκέψης!
Τι καταιγίδα, βγαίνοντας, που έκανε την ομπρέλα μας κουρέλι!
Ωστόσο, ο πόλεμος!
Ξεκάθαρα: ζήτημα στυλ.
Και λίγη μεταφυσική· όσο να γίνει φόρμα η ερμηνεία.

Ιντερμέδιο

Μάνα με τους λεβέντες γιους που βγήκαν στο κυνήγι,
εχ και να ήξερες
πώς ντουφεκάν τις πέρδικες και τα ξεπεταρούδια,
πώς στρώνουν θέρος στα βουνά κι αλώνισμα στην άμμο
και στην τρεμάμενη ζωή στήνουν λυκοπαγίδες.
Κι όχι να κλαις δάκρυ χαράς μηδέ αστραπή τής λύπης,
κι όχι ν’ ανάβεις τ’ ουρανού φωτιές για να πηδήσει.
Μόνο τον άγιο να κρατάς ψηλά, στ’ αναστενάρια,
να ’χει τα μάτια στις μπασιές και στο λειψό φεγγάρι
μη φτάσουν ξένες μοναξιές κι αλλότριες λαχτάρες.
Μάνα με τους λεβέντες γιους, ε και να γήτευες
μια φούντα μαύρου θυμαριού σε μια σταγόνα ιβίσκου
και στη γιορτή τής όχεντρας μια κακορίζα μύρτου,
νά ’ρθουν τ’ αγρίμια, ωχ να ’ρθούν και οι κωλομπαράδες,
νά ’ρθει και ο σταυραετός με την ξανθιά περούκα,
να σύρει πρώτος τον χορό τής λυγερής σου δόξας.

Αυτοί που όταν τους ρωτούν δεν απαντούνε

Ι.

Επί της άμμου κάθισα και έκλαυσα.
Και η θάλασσα δυο μέτρα μακριά –υπάρχει η θάλασσα·
και υπάρχει η λύπη της σαν πρόθεση να υπάρξει.
Τόση Ελένη για μια θέση στο σκαρί τής προσωδίας!
Τόσος αέρας θυμωμένος στους ασκούς τού γυρισμού!
Και τόσες νύμφες τού βυθού να ξεσηκώνουν τον στοιχειωμένο πόθο των πνιγμένων!
Αργά διδάσκεται κανείς το άτεχνο της αλήθειας,
και κάπως έτσι, άτεχνα και αργά, του αποσπά η ανάκριση την καθομολογία.
Ώστε, δεν σε αφήνουν σε ησυχία οι αναλύσεις, φτεροκοπώντας λογική στο ολοκαύτωμά τους
για ένα πουκάμισο αδειανό που οι σειρήνες το ανεμίζουν σαν τραγούδι λαϊ-κό απ’ το ακροστόλι.
― Στην επαγρύπνηση, μη καπνιστές πολίτες!
Έφιπποι οι δροσουλίτες πολιορκούν το Φραγκοκάστελλο,
διάφανη η έρημος ξεσπά με τα φαντάσματά της.
Στην επαγρύπνηση εσείς! Στα θεωρεία!
Για ό,τι προφτάσετε να υπερασπιστείτε ψυχορραγώντας στις επάλξεις τού αισθήματος.
Μα όσο να πεις, ένα πουκάμισο αδειανό δεν είναι λίγο.
Σκέψου μονάχα τους εταίρους που σαλπάρισαν χωρίς να ’χουν στην πλώρη τους μάτι επιστροφής·
σκέψου την επιτήδεια ζητιανιά των ημιστίχιων,
όλη αυτή την ταραχή τής ηδυπάθειας για τους λευκούς μαστούς της Ωγυγίας.
Ω, αγαθούλη Λέοντα Νικολάγιεβιτς!
Επί της άμμου κάθισες και έκλαυσες δίχως να σου περνάει από τον νου
πως πίσω απ’ την ουσία τής μορφής χαλκεύεται η μορφή τής απουσίας.
Φυλάξου, πρίγκηπα!
Ακόμη κι αν η θάλασσα είναι δυο μέτρα όλο κι όλο μακριά,
ο αποψινός σου ρεμβασμός δεν καθρεφτίζεται
ούτε στο κοίλο τού νερού ούτε στο αντικαθρέφτισμα της θλίψης.
[Αν και καμίας θλίψης το καθρέφτισμα δεν φανερώνει δυο φορές την ίδια θλίψη.]
Όσο και να καλλιεργείς το περιβόλι σου,
δεν φτάνει μόνο η ομορφιά τής λεμονιάς για να σωθεί ο κόσμος.
Ο κόσμος, πρίγκηπα, είναι η κομμένη αναπνοή τού πανικού του,
όχι ο γαμήλιος ανθός γύρω από τον καρπό.

ΙΙ.

’Έπρεπε, ωστόσο, να ξέρω πως οι δονήσεις της πραγματικότητας
δεν είναι παρά η μετατόπιση του χρόνου,
πως ό,τι χάνει η πέτρα στα πεδία των μαχών
το παίρνει πίσω επίτοκο σε αίμα.
Δύσκολο πια να κατοικείς απάνω, στα έρημα,
έχοντας τάχα να εκτίσεις την ποινή των στοχασμών σου.
Δύσκολο πια με τόση ασκητική, μονάχα απ’ τις συμπτώσεις να μαθαίνεις.
Και μην ψελλίζεις πάλι εκείνα τα περί ύψους.
Είπαμε:
Μια ναρκωμένη πλειοψηφία που βουτά στο αναισθητικό της,
ποντάροντας τις μάρκες της στο χρώμα της σιωπής·
είπαμε:
Τίποτε δεν παραχωρείς στις πιθανότητες,
στα όσα παινεύει η ανοχή στις προτροπές της.
Όταν ο κρότος της ζωής φοβάται την ηχώ του,
δύσκολο πια να μην καθίσει η μπίλια στο zero.
Κι ενώ μπορεί οι άμαχοι να μπουν στα καταφύγια και οι μισθοφόροι ν’
αρκεστούν στα λάφυρά τους·
κι ενώ μπορεί τα λύτρα να επαρκούν για την εξαγορά των αιχμαλώτων,
δύσκολο πια να ιστορηθεί σε μιαν αποκαθήλωση χωρίς προοπτική,
πως τα σημάδια των καρφιών πασχίζουν να διασώσουν το ανθρώπινο που
σήκωνε στα σκέλη του ο σταυρός.
Τι ονειρεύεσαι λοιπόν κι ανοιγοκλείνεις το παραπέτασμα του άτακτου
ρυθμού, όντας δοσμένος
στα ατελέσφορα τεχνάσματα των μέτρων;
Έπρεπε κιόλας να ξέρεις:
Όσο πιο τραγική η περιγραφή, τόσο και περιπλέκεται το σχήμα.
Όσο πιο μάταιο ν’ ανακαλείς τη ματαιότητα,
τόσο επιγράφει η μοναξιά το αξίωμα του φόβου.
Και τι θαρρείς;
’Ακόμη και ο λυρισμός έχει το τίμημά του.
ΙΙΙ.
Λέει ο μύθος:
Στου πουλαριού τη ράχη σελώνεται ο θάνατος.
Ο ιππέας του εξόριστος στα μέρη των ζωοφόρων.
Εκείνη (η Χίμαιρα),
σύμπλεγμα τερατόμορφο που λύσσαγε να καίει τ’ όνομά της
–μέχρι που το έλιωσε στο στόμα της σε μια γουλιά μολύβι·
μέχρι που το κατάπιε.
Τέτοιο μελόδραμα!
Ο μύθος όμως·
πώς περισσεύει απ’ το μολύβι κι απ’ το δράμα του!
Πλοκή και αντίστιξη, σαν παρτιτούρα που τινάζει στον αέρα
τα ερπετά που βιάστηκαν να γίνουν πτεροφόρα.
Στο μεταξύ, όπου χτυπάει η ράβδος της φυλής, κρουνός τα λύματα·
ψάχνει πηγές για ν’ αναβαπτιστεί και βρίσκει αποχετεύσεις.
Όμως με αυτά τ’ αδόκιμα,
καθώς τα μέσα παρατείνουν τον σκοπό και το μικρότερο κακό σκάβει δαιδάλους στα υπόγεια κοιμητήρια,
εσείς, τι σκέφτεστε άραγε εσείς;
― Μονάχα παρατονισμούς και επιχρίσματα σε ανασκαμμένη γη
και πόλεις που ταχτοποιούν τους συρματότοπούς τους.
Η πίστη αλλάζει, μα δεν αλλάζουν τα όρια της πίστης.
Ανάμεσα στη μύηση και τη βεβήλωσή της υφαίνει αθώρητη η αράχνη τα κελεύσματα:
Εκάς, εκάς οι βέβηλοι –ή ό,τι απόμεινε από αυτούς που πελεκούν στη σκόνη τις άδειες κόγχες των ματιών.
Πού είναι τα μάτια; Τόσο φως και να γεννά σκοτάδι!
Πού είναι η χαίτη να πιαστείς απ’ τα στολίσματά της;
Πώς να τα βγάλουν πέρα οι Καρυάτιδες
με τη ρητορική τού Πρυτανείου!

V.

Υπάρχει ο καιρός γι’ αύτό που βλέπουμε και ο καιρός για εκείνο που
μας βλέπει,
είπεν (;) ο Εκκλησιαστής.
— ’Όχι, δεν το είπε.
Έτσι κι αλλιώς το θέμα μας δεν είναι περί θέασης·
οι σοφιστείες του διαδραστικού και οι αισθητισμοί είναι το θέμα μας·
η παρανάγνωση του ασύμπτωτου και η λόγχη που στομώνει στα πλευρά
της ήθικής.

Όσοι βολεύτηκαν να ύπάρχουνε με λέξεις, συντάσσοντας τις λέξεις με ,
την ύπαρξη·
όσοι οπλίστηκαν οιωνούς για ν’ απευθύνουν τις κατηγορικές τους προσταγές στις αυταπάτες τους
-πόση ακράτεια νεο-ιδεαλισμού, με τις αναγκαιότητες ν’ άσφυκτιούν μες
στα πυκνά κλαδιά των αναλογιών τους!

— Τι είν’ η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι; Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά
βουνά;

—Όχι, δεν είναι. Έτσι κι αλλιώς το θέμα μας δεν αφόρα στα εύφορα
ούτε στα χερσοτόπια-
το τίμημα και ο τιμητής είναι το θέμα μας και οι καμπούρικές μας
ψευ
δαισθήσεις·
οι άντιφάσεις του ιστορικισμού είναι το θέμα μας και η πρεμιέρα τ’ ούρανού
στα νέα οράματά μας.

Συνεπώς: διόλου οι παρακαταθήκες μα η απώλεια και η έκτατική μεταβλητή
της έντροπίας·

συνεπώς -κι ένώ αύξάνεται διαρκώς η άτακτη απόκλιση του άμφιβληστροειδούς-,
τι άλλο θέλετε να ξέρετε για τούτη την πατρίδα;
Τι άλλο για ό,τι βλέπετε, για τον καιρό έκείνου που σας βλέπει;

Αυτοί που υπερασπίζουν την ψευδαίσθηση
της αθωότητάς τους
Ι

Όπου νοείται η αρχή ως τελειότητα,
στο ίδιο σημείο ακριβώς τελειώνει η γνώση.
Κι αν, βέβαια, συνυπολογιστεί το κληροδότημα,
τότε είναι μάλλον περιττή η φυσική συνθήκη.
Δύσκολο πια ν’ αναστραφούν οι επισφάλειες και η ερμηνευτική της εξουσίας·
δύσκολο πια να συνοψίσεις στον ορίζοντα τ’ απόβλητα μιας λογικής που
αποπατεί θεσμούς.
Μέσα στη μεταξίωση των ισοτιμιών και στη μελαγχολία των διεστώτων
(όχι επειδή είναι επιταγή αυτής της γλώσσας μα επειδή αυτή η γλώσσα
επιτάσσεται),
οι κηπουροί του μαρασμού σπέρνοντας στα σαρίδια παραβολές του
μέλλοντος και όψιμα νηπενθών·
οι κηπουροί λοιπόν, όταν νυχτώνει, ξελύνουνε τα σκιάχτρα απ’ τα παρτέρια
τους,
ν’ ανοίξουν χώρο για τον λιθοβολισμό,
για την αυτοδικία που ονειρεύονται στ’ όνομα μιας ανέξοδης μετα-ευγονικής,
βαφτίζοντας συλλογικό ασυνείδητο τη βούληση που κρύβει την ασχήμια
της στην ψιμυθίωσή της.
Για μια στιγμή, για μια πνοή,
για λίγα μόνο λόγια σαν εικόνες,
όσο να γίνει ο φόβος περατός,
όσο να σπάσει η επιφάνεια σε αβύσσους.
Ούτε στιγμή ούτε πνοή.
Δύσκολο πια ακόμη να ρωτάς αν είναι ρόλοι μες στο δράμα οι αμνήμονες.
Δύσκολο πια ν’ απαλλαγείς από το κομποσκοίνι της φυλής που ξεκουκίζει
τις γητειές του πεπρωμένου.
— Ποιες οι γητειές και ποιο το πεπρωμένο;
Σε μια εποχή που τρέφεται από τη δόμησή της
δεν έχει χώρο να κρυφτείς, μονάχα χρόνο να μετράς το «φτου και βγαίνω».
IV.
Δύσκολο πια να βρεις την άλλη γλώσσα,
τη γλώσσα που εξηγεί αυτή τη γλώσσα σου,
ακολουθώντας το απερίσκεπτο φτερούγισμα ενός Ίκαρου,
το πείσμα τού ήλιου λίγο πριν τον ουρανό.
Δύσκολο πια να χτυπήσεις το δικράνι στην πέτρα, για ν’ αναβλύσουνε τα δάκρυα των αδέσποτων.
Είναι οι επίγονοι –μαθητευόμενες σκοπιές στα παρατηρητήρια·
είναι η απόσταση ανάμεσα στην πλώρη και τα ύφαλα,
σαν μια κινούμενη γραμμή που όλο μικραίνει ώστε να μη χωρά τον
ενοφθαλμισμό,
ώστε να μη χωρά την προσδοκία τής μέρας που θ’ αλλάξει χέρια το κενό,
γδύνοντας τον συμβολισμό απ’ τα εγκόλπιά του.
Είναι το χώμα που αδειάζει το φαρμάκι του,
όπως το δόντι τής οχιάς αδειάζει μες στην φλέβα το δικό του·
μόχθος κακός, και στα θυσιαστήρια βλαστήμιες και αναθέματα,
διαβάζοντας τα έμπυρα στα εντόσθια του ζώου
–πράξεις που ξεθαρρεύουν στη φωτιά και ομολογούν το στοχευμένο αίμα.
Δύσκολο πια να φυλαχτείς στα χαμηλά τού κόσμου,
σε μια γωνιά απρόσβλητη απ’ την αναγωγή τής λογικής στο τρέκλισμα μιας συγχυσμένης πίστης.
Δύσκολο πια να καταφύγεις στα προάστια.
Θα σε προδώσει η γκριμάτσα ενός λαού
που τρέφει την αλήθεια του με αλίπαστα ιστορίας,
σκούζοντας θεοσέβεια και ιδρυματισμό.
Θα σε προδώσουν τα στοιχειά των αρτεσιανών
και η σκιά τής πένθιμης ελιάς των Ερεχθείων.
Δύσκολο πια να λιτανεύσεις στη στεριά –σε ποια στεριά;–
φορτώνοντας στους ώμους σου τον επιτάφιό της.

VI.

Ποια είναι αυτά που γνώριζες και αρνιόσουν πως τα ξέρεις;
Καταμεσής τής αγοράς μεσίστιες σημαίες και προσκλητήρια πεσόντων στα πλακόστρωτα·
τείχη εμφύλια και σχέδια διαφυγής μέσα απ’ τα στεγανά των καναλιών και ανάμεσα από μπλεγμένα δίχτυα.
Τόση υπόκωφη βουή απ’ την πνοή τού κτήνους
στον τροχασμό μιας διαδρομής που έχει μπροστά της το υπόλοιπο της διαρομής τού κόσμου.
Τόσος παροξυσμός τής προσευχής
που ξεστρατίζει την ευχή απ’ την κατεύθυνσή της·
άγονη γη, πηλός πάνω στα βλέφαρα των αποκοιμισμένων και η πυρκαγιά
–εκείνη η πυρκαγιά που κάνει στάχτη τα πορθμεία των καθαρτηρίων.
Εδώ είναι ο τόπος και ο χρόνος που δεν διάλεξες,
ο τόπος ο παρών και ο χρόνος που συμβαίνει εντός τού τόπου.
Εδώ είναι η αντιπαροχή τού επιτελεσμένου,
ο ακάλυπτος της χάρης που ανταλλάσσει τις στιγμές
με τα τρισδιάστατα εφέ ενός καινούριου αιώνα.
Εδώ είναι η υποχώρηση της ύπαρξης σε ένα έδαφος σαθρό που υπακούει στη φαντασίωση του κληρονομημένου·
της ύπαρξης που διεκδικεί την κατοχή ενός βυθού, μολύνοντας τον υδρο-φόρο ορίζοντά του.
Δύσκολο πια να εξιλεωθείς,
με τεχνητές αναπνοές να ξαναζωντανέψεις τους πνιγμένους.
Δύσκολο πια ν’ αθωωθείς, έχοντας για συνήγορο τις ματαιότητές σου.
Ό,τι απομένει τώρα απ’ τους θεούς είναι τα ορειβατικά τους μονοπάτια,
τα καταφύγια των χιονοδρομικών και οι σφαλισμένες πόρτες,
για να σαπίζουν πίσω τους τα ανυψωτικά της θεοφάνειας.
Ό,τι απομένει τώρα απ’ τους εξάμετρους είναι οι βοσκοί τού παλατιού που μεγαλώνουν μπάσταρδα και τερατογενέσεις.
Πόση σιωπή μαρτύρησες με αυτές εδώ τις λέξεις που έχουν φτιαχτεί από σιωπή!
Πόση σιωπή, για να μπορέσει η φωνή να περισώσει κάτι απ’ τη φωνή της.
― Φρουρέ, πόσο η νύχτα θα κρατήσει; Πότε θα τελειώσει;
― Έρχεται το ξημέρωμα, αλλά είναι νύχτα ακόμα. Αν θέλετε να ξαναρωτήσετε, ελάτε πάλι.

.

ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ (2012)

Η διαθήκη των μύθων

Κι όμως ο άνθρωπος είναι γεννημένος
Για να ρέπει φηλά και προς τα μπρος
Γκαίτε, Φάουστ

Σπουδάσατε φιλοσοφία, ιατρική και νομική,
την κάθε μία χωριστά, και ασφαλώς θεολογία,
διανύσματα, επιχειρηματική στατιστική
και, μ’ επιμέλεια μοναδική, οικονομία.
Βαδίζοντας κατά μήκος μιας πίστης που δεν αγαπήσατε,
κατά μήκος μιας διαδρομής που παγιδεύσατε με την απώλεια,
ταιριάζατε το πνεύμα του φωτός στους γοτθικούς σας θόλους.
Μεθοδικά στοιβάξατε βιβλία και χαρτιά,
όργανα και σταθμά για ν’ αποστάξετε τον πόθο τ’ ουρανού
στ’ αλχημικά σας φίλτρα.
Τεχνίτες των μητροπόλεων και των οξυκόρυφων πύργων,
πλάνητες της ασέληνης νύχτας και των δρυμών της οξυάς·
πιο κοντά, πιο μακριά,
πνεύμα και πόθος εξίσου παρόντα στη θέαση,
εδραιωμένα μεταξύ της λαχτάρας [ Sehnsucht ] και του αγέννητου φόβου,
μεταξύ μιας αιτίας μη αίτιας που είναι η αιτία του επίγνωστου
και μιας πλάνης που βιώνεται σαν φορά της ζωής.
Τόσο κοντά, τόσο μακριά,
ανταμώνοντας τα χνάρια των λύκων στις ιερές βοσκές των ζαρκαδιών,
ξαγρυπνήσατε μελετώντας όσα η φύση θέλει να σας δείξει:
τη μορφή ενός κόσμου που υπάρχει
κι ενός κόσμου που ζει τη μυστική ύπαρξή του•
του κόσμου διά μέσου των ονομάτων που συναρμόζονται
προορισμένα να παρανοηθούν.

II.

[ —Δόκτωρ, τι βλέπεις;
—Μια ερώτηση βλέπω.
—Και η απάντηση;
—Μια ερώτηση σου είπα. ]
’Ίσως όμως να είναι ο τρόπος που φωτίζεται η τέχνη σας
στην ορατή πλευρά της ιστορίας,
στη χωρική διαδοχή των πραγμάτων που απαιτούν τις διαστάσεις του όντος τους,
γιατρεύοντας το αρρωστημένο μάτι,
μεγεθύνοντας τις σκιές των φασμάτων μέχρι τη δίδυμη όψη της φύσης τους,
ως τον λειψό μορφασμό της ανάγκης που υπομένει τα έργα του εφήμερου.
Από τα βάθρα των ανάπηρων αγαλμάτων
και αναγνωρίζοντας στη στάση των κορμών την έκφραση μιας μεταφυσικής συμφιλιωμένης με τα φαινόμενά της·
πιο κοντά, πιο μακριά,
ανάμεσα στο ασμίλευτο και στην ενέργεια του,
ανάμεσα στο λευκό που διαβρώνεται και στην άλλη φθορά, που υποθέτετε μόνον εσείς,
τη στιγμή ακριβώς που ο παλμός αιωρείται,
εξίσου απέχοντας απ’ το εγώ κι απ’ το μέτρο του,
εξίσου απέχοντας από το ευδόκιμο κι απ’ το πραγματικό·
πιο κοντά, πιο μακριά,
στοιχειωμένοι από την υπόσχεση ενός βασιλείου
-του βασιλείου που θα κληρονομήσετε διά της διαθήκης των μύθων-,
πιστέψατε πως υπάρχει μία μονάχα κατεύθυνση,
μία αποστολή,
η μια ιδέα που θα γίνει πεπρωμένο
πως ό,τι είναι ζωντανό έχει ένα τέλος,
μια ολοκλήρωση στον χρόνο, που δεν αντιστρέφεται.
Το ίδιο και το ίδιο πάντοτε λάθος,
η ίδια απερίγραπτη βεβαιότητα που παραβλέπει το άχρονο.
Πόσο ανόητοι μες στη σοφία της αμέριμνης τύχης,
μες στην αδιάλλακτη απόφανση αυτού που θα συμβεί·
ριζωμένοι στη χάρη που φανερώνει το άφαντο,
αθροίζοντας μέρες μισές μιας εποχής που στάθηκε
για να σας περιμένει-
και πόσο ακατάπαυστος ζήλος,
υφαίνοντας τον αύλειο χώρο σας με την κλωστή που γνέθουνε οι νομοτέλειές σας.

Το ταξίδι του αίματος
II.

Τα σκοτεινά μέρη βρίσκονται πάντα στο κέντρο.
Τζώρτζ Στάινερ

Ποια στιγμή ιστορίας εξυψώνει τη βούληση;
Σε ποια ιστορία η βούληση είναι ένοχή;
Μια ιστορία διασχίζοντας τις εκτάσεις του χρόνου,
προς τους αθέριστους λειμώνες του κενού,
και μια ιστορία μη κίνησης,
που παγιδεύει τον χρόνο στον χρόνο της.
Σιδερένια πατήματα ισιάζουν το χώμα που οργώθηκε,
σιδερένιοι αντίχειρες φυτεύουν τους βολβούς των νεκρών ·
ένα γκρίζο ποτάμι κυλά μαζί με τον θάνατο,
ανηφορίζει μαζί με τον θάνατο προς την άλλη μεριά της ροής του•
πάντα κυλά ένα γκρίζο ποτάμι, που είναι όλος ο θάνατος,
παρασέρνοντας τις οπλές που γλιστρούν πάνω στα φαγωμένα νύχια της νύχτας,
πάνω στ’ αφώτιστα κουφάρια των τροχών•
πάντα ένα γκρίζο ποτάμι ανάμεσα στις γραμμές που χωρίζουν αυτό που
ερημώθηκε
από εκείνο που πρόκειται να ερημωθεί.

III.

Μάρτυρες των στρατιών που προελαύνουν [ έτσι είπε ]
συνεπαρμένες από την τελειότητα των πεδίων,
ακαταπόνητες, γιατί ο πόνος δεν καταλύει τα έργα
ούτε υποστέλλει τις υψωμένες σημαίες,
γιατί ο πόνος είναι η υπέρτατη επιτέλεση των θριάμβων τους.
Αντιχθόνιο σκηνικό των συνόρων,
υπερασπίζοντας ασάλευτους θεούς,
ανάμεσα στην έκλειψη μιας κοντινής συζυγίας
και στην απόκλιση των επιτύμβιων γεωγραφιών ·
ένα ακόμη τοπίο που αλώνεται κάτω απ’ τις συστοιχίες των μύδρων,
κάτω από το αλάνθαστο φτεροκόπημα των πουλιών,
σπαθίζοντας τις αγέλες των στρατευμένων ένστικτων,
χωνεύοντας το ιονισμένο φως του φεγγαριού·
άγριο ζώο στη χτυπημένη μεριά των κροτάφων τους,
αυτή τη μεριά που ατενίζει τον τρεμάμενο μίσχο του κόσμου.
Πόση γη θα σκεπάσει τ’ αγεφύρωτα ορύγματα,
τους δαιδάλους μιας μήτρας που διαιρούν τον σπασμό της;
Πόσα σύμβολα ενάντια στον άλυτο κόμπο τους,
ενάντια στην μπλεγμένη θηλιά του ομφάλιου λώρου ;

Το λιοντάρι της Δρέσδης
II.

Ένας άγγελος προ του εαυτού φτερουγίζοντας,
ακούγοντας μονάχα τη βουή των κινητήρων.
Δεν είχα διόλου φανταστεί πως ούτε οι κρύπτες των ναών θα τους γλυτώσουν,
και γέλασε.
Ούτε ποτέ μου πέρασε απ’ τον νου πως ξεπαστρεύεις τόσο απλά την ιστορία,
και γέλασε.
Ένας άγγελος φτερουγίζει απαλά,
υπεριπτάμενος της θέας των νεκρών του·
αυτών, ποιων;
Ποιοι είναι αυτοί που γλιστρούνε στ’ αφώτιστα βάθη του γέλιου του;
Ποιος τους φωνάζει και ποιοι του απαντούν;
Ποια λόγια θάβουν τη φωνή κάτω από άλλα λόγια;

III.

Ρημαγμένο τοπίο της νίκης σας·
στην ’ίδια πράξη φλέγονται η σκηνή κι οι θεατές κάτω απ’ το κέλυφός της.
Ο θάνατος τους φύλαξε ζεστούς σκεπάζοντάς τους,
διπλώνοντας στα δύο τη φωτιά,
τραβώντας ως το μέτωπο το στοργικό της πέπλο.
Αυτούς, ποιους;
Ποιους λύτρωσε ο γερανός των από μηχανής,
που φλυαρούν αυτάρεσκα τις θεϊκές τους λύσεις;
Και ποιους ορκίζει ο χορός στο αίμα της φυλής,
στοιχειώνοντας στη γλώσσα τους την επωδό των μύθων;
EIN VOLK, ΕΙΝ REICH, ΕΙΝ FtFHRER
Ένας άγγελος διασχίζει τα όντα του εύχαρις,
κατά τις γραφές,
για να προσφέρει, ως είθισται, τα νηπενθή του κρίνα:
Είπ Vo!k, etn Reich, ein Fuhrer
‘Ένας άγγελος προ των τειχών κατευθύνοντας
τη σκόπευση της χοϊκής πνοής,
το διαρκές κι ανέκφραστο κοίταγμα των θεών του.
Αυτός, ποιος;
Ποιος έψαλε τα εγκώμια του εδεμικού του πόθου,
του δαίμονα που ψήλωσε τη χρονική ψυχή ;
Και ποιος χαρίζει απ’ την αρχή την όμοιά του πίστη
στην πεπρωμένη έλευση της νέας διαδοχής;

Προς τα πού
Ι

Τίποτε δεν αλλάζει τον λόγο που ειπώθηκε,
τον λόγο που είναι εξίσου παρών στην εξιστόρηση και στην προφητεία,
στη γραφή που υποτίτλισε την ακίνητη εικόνα του χρόνου.
Τίποτε δεν ορίζει το σχήμα που δεν ορίστηκε,
το μάτι που εκθέτει την αρχή του στο φως,
τη μάταιη ορμή του μυαλού προς το αβλάστητο ύψος·
το ύψος που εκ του ύψους μόνο περιβάλλεται,
αφήνοντας δίχως σύνορα τις διαστάσεις,
τα σημεία όπου τέμνεται το εφικτό με το ανέφικτο•
τα σημεία εντός του γινόμενου
και τα σημεία έξω απ’ αυτό.
Μεταξύ των σημείων ο ασυμπλήρωτος κύκλος σας,
τα διανύσματα που δεν θα προστεθούν,
η απόσταση ανάμεσα στο συμβάν και τη μνήμη.
Μεταξύ των σημείων η κερδισμένη σας γνώση
και η γνώση που χάθηκε στα ενδεχόμενά της,
το αβαρές τού αινίγματος στων εσόπτρων το κοίλο.
Προς τα πού οι εκβολές των λυγρών ποταμών και οι κρωγμοί των γλάρων·
προς τα πού η κοιλάδα του Somme
με το ένα εκατομμύριο, διακόσιες εξήντα πέντε χιλιάδες νεκρούς·
προς τα πού η ουρά τού ερπετού που φυλάει τα κοπάδια του,
αγρυπνώντας ανάμεσα σε δυο εποχές,
ανάμεσα στην εποχή τού κοντά και την εποχή τού απέραντου,
ενεδρεύοντας πίσω απ’ τους τύμβους εκείνων που έπεσαν
στην οθόνη τού τελευταίου πολέμου.
Τέκνον τυφλού γέροντος, τίνας χώρας αφίγμεθα ;
Προς τα πού ο τα πάντα ορών στον χερσωμένο κήπο των κανόνων·
προς τα πού η νεβρή μοναξιά τού πρωτόπλαστου φόβου·
προς τα πού οι χιτώνες που απόμειναν απ’ τη δημιουργία.
ΙΙΙ.
Καθετί που απειλεί το επερχόμενο πνεύμα,
τη συνθήκη μιας ρώμης που δονείται στον μύθο της·
καθετί που υπάρχει φυλαγμένο στη δίνη,
στην εκφράσιμη ουσία μιας παρούσας στιγμής·
καθετί που ωριμάζει τον καρπό τού εγγύς
στο περίβλημα μιας λογικής που αγκαλιάζει τον λόγο,
διεκδικώντας αυτά που δεν γίνονται μα ωστόσο υπάρχουν,
τους σκοπούς που δεν είναι σκοποί αλλά μετρήσιμα μεγέθη της ανάγκης,
μοναδικά, σαν την υπόσχεσή τους,
κλητικά, σαν τα στάσιμα μιας απροσκάλεστης μοίρας·
παρακάμπτοντας τ’ αναχώματα των ενδιάμεσων τάφρων,
την ορμή των χειμάρρων που διαβρώνουν τα φράγματα·
καθετί που αντηχεί στο κενό και στην πέτρα,
μάγευση εφήβου οπλισμένου με την κραυγή της ζωής:
«Άφησέ με να γίνω ο κρότος σου,
να είμαι αυτός που θα θέλει να είσαι
πριν απ’ τον θάνατό σου ζωντανός·
άφησέ με όρκο φωτιάς στα υποπόδια των θρόνων,
στολίδι αίματος στο άχραντο σκοτάδι των ναών,
μια καταδίωξη ανάμεσα σ’ εκρήξεις των ημερών που σχίζονται
στις κόψεις των οδών·
άφησέ με γνώση τού ζώου που μηρύκασε το αλμυρό χορτάρι των ακτών.
Για μένα στήθηκε το ικρίωμα της φοβερής γιορτής,
για μένα στήθηκε ο τροχός
κατάντικρυ σ’ αυτό το φως που αναστατώνει
την άφεγγη ομίχλη των σωμάτων·
για μένα αθροίζεται ο περίλυπος καιρός,
μονάδα χάους που προστίθεται στο χάος.
Άφησέ με ρομφαία εκμηδένισης,
χιτώνα τρίχινο στη σάρκα των ονείρων».
Προς τα πού η συνένοχη άγνοια που τρομάζει απ’ τον ήλιο·
προς τα πού ο μακάριος ρυθμός των τυμπάνων της στοίχισης·
προς τα πού ο σταυρός που ανοίγει τα σκέλη του στην προσήλυτη τάξη.
Άφησέ με, σου λέω, στολή τού εχθρού
σ’ αυτό το φροντιστήριο του πολέμου.

Φάουστ
Ι.

Ήρθε η ώρα να δείξεις με πυγμή,
πως ο άνθρωπος μπροστά στο θείο δεν δειλιάζει.
Μην τρέμεις μπροστά στη σκοτεινή σπηλιά,
που σε κατάρα μετατρέπει την κάθε φαντασία,
μα να περνάς, χωρίς να δίνεις σημασία,
από το στόμιο που ξερνά της κόλασης φωτιά-
με διαύγεια το βήμα να τολμήσεις,
έστω και στο μηδέν αν τερματίσεις!
Γκαίτε, Φάουστ

Θέλεις να μάθεις τη λύση τού δράματος, Φάουστ;
Να μάθεις για τα σφάγια που σαπίζουν στους βωμούς
παρατημένα απ’ τους θυσιαστές τους;
Θέλεις να μάθεις για την τύψη που χτυπήθηκε στη ρίζα της,
εκεί όπου βρίσκουνε τροφή τα υπόγεια άνθη,
θηλάζοντας νωχελικούς μαστούς;
Υπάρχει ένας ώμος που σηκώνει το κενό,
εκτίοντας για πάντα την ποινή της δύναμή του·
υπάρχει ένα σώμα που περνά μέσα απ’ τους τοίχους του
και αφήνει πίσω του τον φυλαγμένο φόβο.
Θέλεις να μάθεις για τον φόβο που αρνήθηκες, Φάουστ;
Τον φόβο που μυείται στην αδράνεια και την υποταγή,
στη σαστισμένη ενατένιση του πόνου,
που φτάνει ως τον πόνο των ματιών;
Τόση ζωή, τόση πολλή ζωή ώστε δεν είναι·
αγκιστρωμένη όλη σε ανέμους,
σαν ένα φύλλο χαρτιού που ανυψώνεται ως τις ασυμφιλίωτες ακολουθίες των μύθων,
ως τον αβάσταχτο αντίλαλο ενός μακρινού εαυτού·
τόση ζωή, τόση πολλή ζωή στα είδωλά της·
τόση, σαν μια άλλη ζωή που χωράει αναλλοίωτη
σε ένα κάτοπτρο πιο αινιγματικό,
ή σε μια μήτρα που ανοίγει μέσα σε άλλη,
για να κυοφορήσει από το τίποτε το παν.
Πού έχεις το μυαλό σου, Φάουστ;
Βρίσκεσαι ακόμη στη γραφή,
απέχοντας μια συλλαβή απ’ τον προορισμό σου.
«Χτυπούν; Εμπρός!». Ποιος σε μιμείται πάλι;
Ποιος ντύθηκε τα ρούχα σου και το λευκό φτερό;
Και ποιος, κουτσαίνοντας, με τέχνη μοχθηρή την τέχνη σου νοθεύει;
Άμοιρε Φάουστ!
Το πνεύμα σου γελάστηκε στα δώρα των πνευμάτων·
το μάτι σου αγκυρώθηκε στο δανεισμένο φως·
κοίτα ψηλά,
πώς ξεπερνά το ανάπτυγμα της φλόγας
τη σχάρα που ανεβάζει τους νεκρούς·
στρόβιλοι ζώνουν τον σηκό και ξεσκεπάζουν
το ανέστιο και κωμικό βασίλειο των σκιών.
Ό,τι συμβαίνει είναι μέρος τού ίδιου ρόλου
σ’ ένα μελόδραμα που γράφεται διαρκώς.
Ό,τι συμβαίνει βρίσκεται πολύ καιρό μαζί μας.

ΙΙΙ.

Προς τα πού είναι η πύλη τού ανθρώπινου, Φάουστ;
Προς τα πού είναι η γνώση των κανόνων της θέασης;
Όλες οι αισθήσεις σου φωτίζονται στη γη,
όλες σου οι φύσεις αγρυπνούν στα ινδάλματά τους.
Ποια παραπάνω αλήθεια σε απελπίζει;
Υπάρχει ένας κήπος με περίτεχνες βραγιές,
με αλληγορίες δέντρων και θαυμάτων,
απρόσιτος απ’ όλες τις μεριές,
μα ευπρόσιτος απ’ τη μεριά της λύπης.
Υπάρχει ένας τόπος που ωριμάζει με τον άνεμο·
έρχεται ο άνεμος σπρωγμένος απ’ τη στάχτη,
χώμα και στάχτη θαμπωμένα από το χνώτο της άφεσης,
από τις προσευχές που εξαντλούν το ουράνιο φάσμα·
χώμα και στάχτη,
σαν την ουσία της φάρσας τού σύμπαντος,
σαν την αθόρυβη επανάληψη τού αδάκρυτου θανάτου.
Μην κρύβεσαι πίσω απ’ τον θάνατο, Φάουστ·
υπάρχει ο τόπος που ακόμη αντηχεί
τους επιδέξιους ελιγμούς των σκευοφόρων,
τη φλέβα στον λαιμό του σαλπιγκτή,
το σπάσιμο του σβέρκου στην αγχόνη·
σαν ένας τόπος πιο μακριά από το μέλλον
ή σαν συναισθηματική σειρήνα που καλεί
[ για ένα φλιτζάνι ζεσταμένο καφέ με μπισκότα βουτύρου
στο καταφύγιο φως μιας λάμπας γκαζιού,
φλυαρώντας γι’ ασήμαντα πράγματα,
παίζοντας τα ωροσκόπια στα δάχτυλα και τους αστερισμούς…
― Ώστε λοιπόν βρίσκουμε τόσα να κάνουμε, οι λεπτοδείκτες συνεχίζουν να γυρνούν
και παραμένουμε όσο πρέπει καθωσπρέπει. ]
Ποια παρωδία στοιχειώνει το μέλλον σου, Φάουστ;
Κάτι που μοιάζει με σκιά σκεπάζει τη σκιά σου
και η γοτθική διαλεκτική παραείναι βολική
για να ντυθείς το ρούχο της σαν πέπλο ονειροπόλου.
[ ― Από εδώ για τα tableaux vivants, παρακαλώ. ]
Κάτι που μοιάζει με σκιά σκεπάζει τις σκιές μας.

.

ΕΝΟΧΙΚΟΝ (2010)

I. corpus delicti (το σώμα του εγκλήματος)

Μισοφωτισμένο καθιστικό. Επίπλωση, διακόσμηση, μικροαντικείμενα
του συρμού. Απαραίτητα: το ανοιχτό παράθυρο, 6 υπολογιστής, ένα
σταχτοδοχείο · και όσα προκύψουν φυσικά σαν αναγκαία μέσα από το
κείμενο.
Μπαίνω, κοιτάζω σε κάποιο σημείο ψηλά, φωνάζω: Φώτα!
’Έντονο φως καλοκαιριάτικου μεσημεριού με αποκαλύπτει. Καπνίζω.
Μιλάω
(η φωνητική έκφραση και η κίνηση σαν ασκήσεις στον χρόνο και τον
χώρο. Οι παύσεις σαν να χάνονται στιγμές και οι θόρυβοι του δρόμου
δεδομένοι):
Αυτό που διαβάζετε είναι ένα χαμένο χειρόγραφο. Ή, για να γίνω
περισσότερο ακριβής, είναι λίγες χαμένες, εκτυπωμένες σελίδες· λίγα
φύλλα χαρτιού μεγέθους Α4 που ανεξήγητα έπαψαν πια να βρίσκονται
μες στα υπάρχοντά μου.
Παίρνω βαθιές ανάσες ανακούφισης όταν φαντάζομαι πως το γραπτό
μου ίσως και να μην έχει απολεσθεί οριστικά, πως ακόμη και τούτη
ακριβώς τη στιγμή κάποιος μπορεί να το κρατά στα χέρια του και
να το ξεφυλλίζει.
Όταν φαντάζομαι κάποιον ν’ αφοπλίζει
μία προς μία τις φράσεις μου,
αλώνοντας τα χαρακώματά τους.
Μου είναι δύσκολο ωστόσο να προβλέψω πόσο ενδιαφέρουσες ενδέχεται
να υπάρξουν για κάποιον αυτές οι λίγες εκτυπωμένες σελίδες, όπου
δεν συντελείται το παραμικρό.
Όπου ο χώρος παραείναι ασφυκτικός
για να συμβούν οι πράξεις
η να ειπωθούν τα λόγια
που τις πράξεις περιγράφουν.
Ήταν η εποχή των συχνών μου μετακομίσεων από ένα τοπίο σε άλλο,
και εκείνη ακριβώς η περίοδος που σκόπιμα έμενα μόνος σ’ ένα μικρό,
παράγωνο ανώγειο όχι μακριά από τον σταθμό των τραίνων -χιλιάδες
όμως μίλια μακριά από τις λίμνες όπου ήθελα να ζω κι απ’ τα ζαρκάδια-
και εργαζόμουν ως εποχικός, μετατοπίζοντας διαρκώς τα όριά
μου. Θ’ αναφερθώ όμως αργότερα σ’ αυτά διεξοδικότερα.
Κυκλοφορούσα μονίμως με τ’ αστικά λεωφορεία, διατρέχοντας οριζόντια
τις αποστάσεις της πόλης, χωρίς να χρησιμοποιώ τις καθέτους, που
σχεδόν όλες τους οδηγούσαν στη δημοφιλή παραλία. Απέφευγα, κατά
το δυνατόν, τις καθέτους, και κατά συνέπεια απέφευγα, κατά το δυνατόν,
τη δημοφιλή παραλία,
τα πέντε πλακοστρωμένα χιλιόμετρα που ξεκινούσαν από την ανατολική
πλευρά του λιμανιού και έφταναν μέχρι το ογκώδες και κενόδοξο Μέγαρο Μουσικής· εκείνα τα πέντε και λίγο παραπάνω χιλιόμετρα που
γενικεύουν την κακομούτσουνη θέα μιας άτακτης και εργολαβικού
ρυθμού αρχιτεκτονικής.
Κρατούσα τότε επιμελώς σημειώσεις στο περιθώριο των κειμένων του
Κάφκα, λεηλατώντας με ζήλο τα Μπλε του Τετράδια και όσα σαν
σύντομες σκέψεις, η σαν προσχέδια, κατέγραφε στα Ημερολόγιά
του. Ανακάλυπτα αράδα αράδα την Αποικία των Τιμωρημένων
και ανεβοκατέβαινα λαχανιάζοντας τα σκοτεινά σκαλοπάτια των
αλληλέγκλειστων, ταλμουδικών του κτισμάτων, ακούγοντας παράλληλα,
σε ενστικτώδεις εντάσεις, τα πιανιστικά πρελούδια του Ντεμπυσσύ.
Είχα μόλις ξεμπερδέψει από μια δύσκολη άνοιξη, με όλο το δίκιο να
είναι με το μέρος μου. Ίσως είναι εντιμότερο να πω ότι τα έβγαλα
πέρα με τον πιο πρέποντα τρόπο εκείνη την άνοιξη, ότι αντιστάθηκα,
και εντέλει αντέδρασα, με τον πιο πρέποντα τρόπο στην αβάσταχτη
κορδέλα των πόθων της, με μια βαθιά οδυνηρή αποφασιστικότητα που
άφησε έκπληκτο κι εμένα τον ίδιο.
Ήμουν καλά.
Οι επιθυμίες μου περνούσαν για ζωή·
ευχόμουν, όποια στιγμή
και ν’ άνοιγα την πόρτα μου,
ν’ αντικρίζω τα πράγματα για πρώτη φορά,
σαν να ήταν η πρώτη φορά
που έχουν έρθει στον κόσμο.
Όλα εκεί· το καθένα να υπάρχει καινούριο
στην ουσία της φύσης του,
μέσα στις συλλαβές του ονόματος του.
Ο χρόνος μου επιζούσε των ενδείξεων
το αίμα είχε σχεδόν ξεθυμάνει στις φλέβες μου
και των δαιμόνων μου το βλέμμα
περιγελούσε τα μέλλοντα.
Ανελλιπώς τα Κυριακάτικα πρωινά
έριχνα κι έριχνα σπόρους καλαμποκιού
στα λαίμαργα περιστέρια των δημόσιων κήπων
με την πλάτη στραμμένη στη θάλασσα·
στο υγρό, χλιαρό αεράκι του νότου.
Νωρίς το απόγευμα επισκεπτόμουν το νεκροταφείο.
Οι μωβ ιβίσκοι έγερναν νωθρά
τα πληκτικά τους φύλλα·
μια κίνηση τόσο απόλυτα πειστική,
όσο το υπαγόρευαν οι συμβάσεις του βίου τους.
Αντέγραφα με ακρίβεια απ’ τις ταφόπλακες
χρονολογίες γεννήσεων και θανάτων
και υπολόγιζα ψύχραιμα
το ενδιάμεσο γεγονός.
Τα βράδια τροφοδοτούσα σχολαστικά
αυτές τις στατιστικές έμμονές μου.
Θα μου αρκούσε να επέστρεφα
με έστω και μία λιγότερη,
αρκεί να μην έπαυα να είμαι
ο επικείμενος άνθρωπος:
διαιρετός, μεταβλητός και αεικίνητος.
Σαν πλήθος.
Μετά τα μεσάνυχτα, ο φωτεινός
σηματοδότης του δρόμου
-έξω ακριβώς απ’ το παράθυρό μου-
παλλόταν και παλλόταν μονότονα
στο πορτοκαλί,
σαν άγρυπνη εικόνα πειθαρχημένη
στον ωφέλιμο ρόλο της,
δίνοντας προεκτάσεις μηχανικές
στις αισθήσεις μου·
περιμένοντας ανυπόμονα τη στιγμή
που το αυτάρεσκο σώμα μου,
όμοιο με παραβολή,
θα επιλέξει την ακόμη πιο αυτάρεσκη
στάση του.

ΙΙΙ guarda e passa (βλέπε και πέρνα)

Πως εκπληρώνει κανείς το καθήκον του; Θέλω να πω: πως κάνει πράξη απρόβλεπτη το προσχεδιασμένο; Λίγο με νοιάζει ό,τι διδάσκεται γι’
αυτό η όσα οι αγυρτείες της ανάγκης συμβουλεύουν. Λίγο με νοιάζει
η γνώμη (η πεποίθηση) νόθων συλλογισμών.
Θέλω να πω: με ποιόν ώμο μπορεί να σπρώξει κανείς, να σωριάσει
κανείς σε ερείπια το επόμενο τείχος; Με ποιο πέλμα μπορεί να σκορπίσει
τ’ οδόφραγμα και τους σάκους της άμμου στο πιο κάτω σημείο
ελέγχου; Με ποιο τρόπο μπορεί ν’ αφαιρέσει κανείς το πράσινο χρώμα
από τις θλιβερές γραμμές της εγκατάλειψης;
Κατακτημένη πόλη, κατεχόμενη πόλη, πόλη κομμένη στα δυο, συρματοπλέγματα, ουδέτερη ζώνη, συρματοπλέγματα, κόκκινη όβάλ
σφραγίδα εισόδου, γαλάζια τετράγωνη σφραγίδα εξόδου. Χαρτιά.
Ένας άντρας διαβάζει την πύλη του ’Άουσβιτς.
Διαβάζει ψηλά, στην πύλη του ’Άουσβιτς,
το καλαίσθητο, σφυρήλατο κύμα.
Περνά επιτέλους την ανοιχτόκαρδη
πύλη του Άουσβιτς
και πιάνει αμέσως δουλειά.
Ξέρει καλά πως η δουλειά απελευθερώνει·
αυτός είναι ο λόγος που πιάνει αμέσως δουλειά.
Φωτογραφίζει:
τα σύρματα, τους προβολείς, τα φυλάκια,
τους χαλικόστρωτους δρόμους,
τα φροντισμένα κτίρια με τα νούμερα
και το κόκκινο τούβλο,
τον τοίχο των εκτελέσεων, τις κεραμοσκεπές,
το σιδερένιο Π του ικριώματος·
αλλάζει φακό, φωτογραφίζει:
στις βιτρίνες τις τούφες των μαλλιών,
τις βούρτσες των δοντιών και τις βούρτσες ξυρίσματος,
των παπουτσιών τις στοίβες,
τις βούρτσες γυαλίσματος, τα γυαλιά,
τις θήκες των γυαλιών,
τις χτένες των αντρών, τα χτενάκια,
τις βούρτσες των μαλλιών,
τ’ ακριβά δαντελένια ριπίδια,
τις ομπρέλες του ήλιου· φωτογραφίζει,
στις βιτρίνες φωτογραφίζει:
τους ξύλινους βραχίονες, τους ξύλινους πήχεις,
τις ξύλινες κνήμες των αναπήρων,
τις σκουριασμένες ομπρέλες της βροχής,
τις σκουριασμένες λεπίδες ξυρίσματος,
τις βαλίτσες με τ’ άσπρα ονόματα,
τις ριγωτές ασώματες στολές,
τις τρομαγμένες φωτογραφίες των Haftlinge,
τον τρομερό στικτό τους αριθμό,
τους κοιτώνες, τα στρώματα από τσουβάλι και άχυρο,
τα σκεύη μαγειρικής και τα υπολείμματα
της τροφής στα τσίγκινα πιάτα-
αλλάζει φακό, φωτογραφίζει,
χωρίς να έχει διόλου κουραστεί φωτογραφίζει:
τα υπόγεια κελιά της τιμωρίας,
τον θάλαμο αερίων, τον προθάλαμο,
τους άφθαρτους πάγκους των ρούχων,
τα δίδυμα φουρνάκια από χάλυβα και πυρίμαχο τούβλο·
φωτογραφίζει, χωρίς να έχει διόλου κουραστεί
φωτογραφίζει,
χωρίς να έχει αντιληφτεί η δίχως
να έχει ακριβώς συνειδητοποιήσει
πως οι εντολές μεταγωγής και οι λίστες πορείας,
τα υπερπλήρη δρομολόγια των τραίνων
και τα στοιχεία συσκευασίας του Zyklon-B
είναι γραμμένα σε στίχους·
λυτρωτικούς, φλογερούς, τολμηρούς
ανομοιοκατάληκτους στίχους.
Φωτογραφίζει, φωτογραφίζει, αλλάζει φακό,
αλλάζει μπαταρίες,
φωτογραφίζεται,
μπροστά στα φουρνάκια φωτογραφίζεται,
με την πρέπουσα βεβαίως συνθήκη του χώρου,
ολόκληρη η μνήμη της φωτογραφικής μηχανής φορτωμένη
από αυτή την ψηφιακή βεβαιότητα της συνθήκης του χώρου,
της συνθήκης του άπρεπου χτες
και της συνθήκης του πρέποντος σήμερα,
ενός ολόκληρου χτες και ενός ασυμπλήρωτου σήμερα,
όπου η καμένη σάρκα της ιστορίας θα εκτυπωθεί,
μετά την εξαήμερη εκδρομή,
στην υψηλή ανάλυση των οχτώ μεγαπίξελ.

VII difficiles nugae (δύσκολες φλυαρίες)

Οι πολλαπλές και επίμονες αναφορές μου στην ανθρώπινη φύση -και
ειδικότερα στην ένοχη ανθρώπινη φύση-, αποτέλεσμα, εν πολλούς, της
αμηχανίας μου, άλλα και του αδιαμφισβήτητου ενδιαφέροντος μου
απέναντι σε οτιδήποτε κρίνεται ως ένοχή η συνιστά ένοχή, παρότι
υπακούουν σε μιαν αδήριτη ανάγκη να μιλήσω για τις πράξεις της
ένοχής, απέχουν ωστόσο από το να περιορίσω το θέμα μου σε τούτη
μονάχα τη διάσταση.
Και το λέω αυτό επειδή η ένοχή δεν είναι ένας όρος τεχνικός ούτε
μπορείς να την αναγάγεις σ’ εφαρμοσμένα συστήματα και ιδιότητες
-και πολύ περισσότερο δεν μπορείς ν’ απαιτήσεις από τον ένοχο ν’
αποδείξει την ένοχή του, εν αντιθέσει με τον φερόμενο ως αθώο, από
τον όποιο απαιτείς και απαιτείς διαρκώς ν’ αποδεικνύει την αθωότητα
του-, άλλα ήταν και θα παραμείνει ένα εγγενές συστατικό της ανθρώπινης κατάστασης, η τελευταία απελπισμένη απόπειρα εξόδου του
ανθρώπινου νου απ’ τον κλοιό της ματαιότητάς του.
Αυτό που σκέφτομαι τώρα φυλλομετρώντας τον Κάφκα, φυλλομετρώντας
τα Μπλε του Τετράδια και τα Ημερολόγιά του, διαβάζοντας και διαβάζοντας πάλι τα φοβικά και βασανιστικά, τα φορτωμένα με υποψίες και
ένοχές Γράμματά του προς τη λευκή αρραβωνιαστικιά του Φελίτσε,
και διαβάζοντας το εξουθενωτικό και ανεπίδοτο Γράμμα στον Πατέ-
ρα του, είναι ότι
η μόνη εντέλει ποινή που μπορεί να επιβάλλει η ίδια η ένοχή του
στον ένοχο, αυτή που μπορεί να τιμωρήσει και ταυτοχρόνως μπορεί
να λυτρώσει τον ένοχο, είναι η σκληρή και επώδυνη ποινή της γραφής
πάνω στην ίδια του τη σάρκα, είναι η μετάλλαξη της ίδιας του της
σάρκας σε πεδίο γραφής. Και ίσως να μην αποτελεί υπερβολή η
εικασία ότι, έστω και περιμένοντας την επιβολή αυτής της ποινής, να
επιμένει ο ένοχος να ζει, ακόμη και αν δεν γνωρίζει, ακόμη και αν
φοβάται τον τρόπο.
Ο τόσο συγκεχυμένος και ιδιότυπος, σκέφτομαι τώρα, κόσμος που κρύβει
και κρύβει -όχι εν δυνάμει μα σε διαρκή εντελέχεια- εντός του ο
ένοχος, παρά το συμβολικό φορτίο που μεταφέρει μέσα απ’ τις δαιδαλώδεις του νοητικές διαδρομές, προβάλλει προς τα έξω έναν συγκροτημένο και φονικό κατά βάση μηχανισμό, η αναπαράσταση του οποίου
από τις πράξεις, και στη συνέχεια η αναπαράσταση των πράξεων από
τη γλώσσα, είναι και η μόνη εφικτή διέξοδός του.
Κατά τον τρόπο αυτόν, σκέφτομαι πάλι, οι μεγαλύτεροι ένοχοι της
ιστορίας, εκείνοι που φόρτωσαν την ιστορία της ανθρωπότητας με τις
ασύλληπτες ένοχές των λαιμητόμων, της αγχόνης και της πυράς, των
εκκαθαρίσεων, των θαλάμων καταιόνησης και της πλαστογραφημένης ενημέρωσης•
οι μεγάλοι ιεροεξεταστές και οι Ροβεσπιέροι, οι Ναπολέοντες και οι
Φύρερ, οι αποθεωμένοι Πατερούληδες και οι αυτάρεσκα μικρόνοες
Πρόεδροι πασών των ηπείρων και πασών των θαλασσών,
αναπαρέστησαν τον μέσα τους κόσμο, σκηνοθέτησαν και παρουσίασαν
ζωντανά στη σκηνή τον φοβικό και ενοχικό μέσα τους κόσμο, θέτοντας
σε κίνηση με τον φριχτότερο τρόπο τον φονικό του μηχανισμό,
σαν τη μόνη εφικτή και ασφαλή διέξοδό τους προς το αναγκαίο. Και
τούτη ακριβώς η αναπαράσταση είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του
μέσα, που είναι ένα αόριστο και αφηρημένο σχήμα του λόγου, και του
έξω, που είναι η πιο αιματηρή πραγματικότητα.
Ό,τι λοιπόν ονομάζουμε, σκέφτομαι, ελαφρά τη καρδία «η σκοτεινή
πλευρά», ό,τι αφήνουμε να εννοηθεί πως είναι η άλλη πλευρά του
ανθρώπου, η περίπλοκη και δυσθεώρητη και ανεξιχνίαστη, η δήθεν
αντίθετη προς τη φύση του, και η δήθεν ταπεινωτική και ανάξια, μα
απολύτως συμβατή, τελικά, προς τη φύση του·
ό,τι δεσπόζει στα φροϋδικά και λοιπά, μακριά και μακριά νυχτωμένα,
ψυχαναλυτικά εγχειρίδια ως μοντέλο του ένστικτου της καταστροφής,
το όποιο εναρμονίζεται και συνεργάζεται πλήρως με το άλλο μοντέλο,
του ενστίκτου της επιβίωσης, και συνυφαίνεται με το ένστικτο
της επιβίωσης σε έναν ιστό, όπου ως μοναδικό παγιδευμένο θήραμα
σπαρταρά απεγνωσμένα ο ίδιος ο θύτης·
ό,τι λοιπόν ονομάζουμε «η σκοτεινή πλευρά», δεν είναι, σκέφτομαι,
τίποτε άλλο πέρα από την ενεργοποίηση του λανθάνοντος τούτου
μηχανισμού που τα γρανάζια του ηχούν σαν σάλπισμα στο φρέαρ της
αβύσσου.
Και είναι αυτή ακριβώς η ενεργοποίηση, που παρά τις απλοϊκές
-χωρίς τίποτε να είναι απλό- αναλύσεις, παρά τους κοινούς τόπους
και τις υπερβολές των σοφιστειών και των αυθαίρετων συμπερασμάτων,
μας κατευθύνει στην παραδοχή ότι και ο άνθρωπος, παρά την
έλλογη οντότητα του, παρά το γεγονός ότι χάρη σε τούτη την έλλογη
οντότητά του νομοθέτησε και νομοθετήθηκε, κωδικοποίησε και κωδικοποιήθηκε ηθικά, δεν παύει να είναι μια φύση εν φύσει,
όπου η ένοχή δεν υφίσταται ως μια αλληγορική -και κατ’ ουσίαν άνομη
και ανήθικη- πράξη της απέναντι στους άλλους, η και στον ίδιο
της τον εαυτό, αλλά μονάχα ως μια πράξη βιολογικά καταγωγική,
φωτισμένη απ’ όλους τους προβολείς του ανθρώπινου δράματος και
υποταγμένη στους εικότες νόμους της ανάγκης.
Και αν επιπλέον αναλογιστούμε, επανερχόμενοι στον Κάφκα, ότι η
ιδιόμορφη μονομανία του να συλλαμβάνει ένοχους χωρίς προφανή ενοχή,
να δικάζει κατηγορούμενους χωρίς κατηγορητήριο η να προσλαμβάνει χωρομέτρες δίχως αχωρομέτρητους χώρους·
αν αναλογιστούμε ότι τ’ αδιέξοδα και οι αποκλεισμοί στους οποίους
αυτοβούλως καταδικάστηκε, κι ότι ο απρόσιτος -η μήπως ανύπαρκτος;-
μεγάλος Πύργος στον όποιο αυτοβούλως εγκλείσθηκε,
δεν ήταν παρά μια ιδιοφυής πρακτική για να αποκαλύψει, κατά πρωτεύοντα λόγο, την προγραμματικά στεβλή και ατελή ηθική σχέση της
ένοχής με τον άνθρωπο, και του ανθρώπου με την ίδια του τη φυσική
ανθρώπινη εμπειρία,
ενδεχομένως μπορεί να κατανοήσουμε τον λόγο για τον όποιο εγκατέλειπε
κι εγκατέλειπε τα γραπτά του μετέωρα και ημιτελή, μα παραδόξως
όχι ανολοκλήρωτα.
Εφαρμόζοντας κατ’ αρχήν στον ίδιο τον εαυτό του, στο ίδιο το πεδίο της
σάρκας του την ποινή της γραφής, αποκάλυψε τις γεωμετρικές διαστάσεις
της ένοχής, η όποια γίνεται θεώρημα και αποδεικνύεται μόνον από τη στιγμή που οι πράξεις της αποτελέσουν και πράξεις του γραπτού λόγου.

ΧΙΙ. non Oedipus (όχι Οιδίπους)

Χτες βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, ο φωτεινός σηματοδότης του δρόμου
-έξω ακριβώς απ’ το παράθυρό μου- έπαψε απότομα να πάλλεται στο
πορτοκαλί· απέμεινε εντελώς σκοτεινός, με αποτέλεσμα να με άποσυντονίσει.
Σκοντάφτοντας και σκοντάφτοντας
στα οστά των νεκρών,
ξηλώνοντας από εμπρός μου τον
-πότε πρόλαβε;-
εν προόδω ιστό της αράχνης,
φόρεσα πάλι τα παπούτσια
του Κυριακάτικου περιπάτου μου,
κάθισα ανακούρκουδα στο πάτωμα
και άρχισα με υπομονή να πλέκω,
μια μέσα-μια έξω, το πλατύφυλλο σκότος,
μια μέσα-μια έξω, τις χορτασμένες ρίζες του,
μια μέσα-μια έξω, στα μάτια μου,
το στεφάνι μιας ανθεστήριας νύχτας.
Αν και δεν ήταν αρκετά τα υλικά,
αφού οι καθρέφτες, οι ύπεροι των λουλουδιών
και προπαντός οι λυπημένες λέξεις
είχαν εξ ορισμού αποκλειστεί,
κατάφερα ωστόσο να πετύχω
-χάρη κυρίως στ’ άβαθή των ποταμών
και στων πευκόφυτων πλαγιών τις αναφλέξεις-
μια καθόλα ευπρόσωπη σύνθεση·
μια σύνθεση, οπού παρά
το ατελές του σχήματός της,
έπειθε εντούτοις
για τις τίμιες προθέσεις της.
Οι μορφές που υπήρχαν τριγύρω μου, όχι φαντάσματα, όχι, μα οι
γεμάτες σφρίγος μορφές με τα μεγάλα άκρα και τη βιταλιστική καταγωγή,
που εδώ και χρόνια κατοικούν μαζί μου, που εδώ και χρόνια
μ’ ακολουθούν πιστά στις ολοένα πιο συχνές μετακομίσεις μου, χωρίς
να μου παρενοχλούν τη λογική·
οι ίδιες εκείνες μορφές που ανοίγουν και κλείνουν την πόρτα μου σε
κάθε έξοδο και κάθε είσοδό μου, που ιδιοποιούνται, δίχως ένοχές, αόριστους και παρατατικούς και ενεστώτες, και που κινούνται με παρόμοια
ευχέρεια μέσα, ανάμεσα και έξω από τον ύπνο μου, ορατές ακόμη κι αν
ήμουν τυφλός, αόρατες ακόμη και αν διέθετα τις άφατες αισθήσεις,
ανταμείβοντας γενναιόδωρα τη φιλότιμη κι έντιμη τέχνη μου, την τε-
χνη του πλεξίματος των στεφανιών, μου αποκάλυψαν στη λοξεύουσα
γλώσσα τους την άλλη λύση του αινίγματος της σφίγγας.
Ένας άνθρωπος στέκεται μπροστά στο παράθυρο·
κοιτάζει•
έξω από το παράθυρο κοιτάζει,
εκεί όπου όλα γίνονται υπαίτια και δρουν,
σαν να’ χουν σκηνοθετηθεί έτσι που να μετέχουν
στην πράξη της εκπλήρωσης που αναπαριστούν.
Ούτε σωπαίνει ούτε μιλά, ξαναμιμείται μόνο
τις λέξεις που τον στιχουργούν και τον διαδραματίζουν,
ποντάροντας τη γλώσσα του στη μπλόφα των χρησμών·
όλη τη γλώσσα του σε μια παρτίδα μύθων,
σ’ ένα εντελές συντακτικό μόρσιμων επωδών.
’Έπαιξε κι έχασε της πόλης του τις πύλες,
των αστραγάλων του τις μελανές πληγές,
το αθήλαστο της μάνας του και το κακό κρεβάτι.
Μόνο τα μάτια του δεν κέρδισε κανείς,
τα σπαραγμένα μάτια του, το βλέμμα
που επινόησε μέσα από των βλεφάρων του
το αίμα.
Ένας άντρας μπροστά στο παράθυρο- κοιτάζει,
όχι την πράξη που έχει ονομαστεί,
όχι αυτή την πράξη-
κοιτάζει τον τυφλό που κατευθύνεται
ικέτης στη χαλκόστρωτη οδό.
Ένας άντρας μπροστά στο παράθυρο.
Οδηγημένος απ’ τους άλλους στο παράθυρο.
Δεν είναι ο Οιδίποδας. Όχι,
δεν είναι αυτός.

ΧV finis coronat opus (το τέλος στεφανώνει το έργο.)

Σε αυτό ακριβώς το σημείο, τοποθετώντας τελεία σ’ αυτό ακριβώς το
σημείο, διαισθάνθηκα, τη σωστή θέλω να πιστεύω στιγμή, ότι δεν
είχα να προσθέσω στο γραπτό μου τίποτε άλλο. Οποιαδήποτε φράση επιπλέον, ακόμη και οποιαδήποτε λέξη, θα ήταν, διαισθάνθηκα,
η απαρχή της αντίστροφης μέτρησης για την αθέτηση όλων των εις
εαυτόν υπεσχημένων και δεσμεύσεων.
Θα προσπαθήσω τώρα πεζολογώντας να περιγράφω, με τον πιο αληθοφανή και πειστικό, κατά το δυνατόν, τρόπο, την άτυχή πορεία του
χειρογράφου μου, από την ολοκλήρωση ως την απώλεια του.
Εκείνη τη μέρα κατά την οποία αποφάσισα ότι το έργο μου απέκτησε
πλέον την οριστική του μορφή, και αφού είχα διορθώσει -κατ’ επανάληψη
και εξαντλητικά- ασυνταξίες, λάθη ορθογραφικά και αβλεψίες, και
είχα είτε επιτείνει και επιτείνει προκλητικά είτε απαλύνει διακριτικά
μιμήσεις ύφους, δάνειες σκέψεις και λογοκλοπές, φρόντισα, ευτυχώς,
να εκτυπώσω αμέσως τις σελίδες του. Και λέω «ευτυχώς», επειδή
ελάχιστες ώρες μετά ο μεταχειρισμένος ηλεκτρονικός μου υπολογιστής
αρνήθηκε να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε άλλη εντολή μου.
Ο τεχνικός της εταιρίας υποστήριξης στάθηκε αδύνατο να εντοπίσει, και
ως εκ τούτου να επισκευάσει, τη βλάβη, και μην μπορώντας καν ν’
ανοίξει τον σκληρό, αρκέστηκε με λύπη του να μου ανακοινώσει ότι το
ένα και μοναδικό αποθηκευμένο μου αρχείο πιθανότατα είχε χαθεί.
Καθώς ξεφορτωνόμουν το άχρηστο και ασήμαντο πλέον μηχάνημα,
και κρατώντας στα χέρια μου μονάχα τις λίγες μου εκτυπωμένες σελίδες, σκεφτόμουν -με μιαν ικανοποίηση που παραδόξως έφτανε στα
όρια ενός νοσηρού συναισθηματισμού- πως ό,τι μου είχε απομείνει τελικά ήταν εκείνο που κατά βάθος επιθυμούσα να μου απομείνει:
εκείνες οι λίγες δεκάδες των εκτυπωμένων σελίδων, εκείνα τα λίγα
αριθμημένα φύλλα χαρτιού μεγέθους Α4, τα φιλικά στην αφή και τα
προσιτά στην ανάγνωση. Εκείνα ακριβώς τα χαρτιά.
Το χειρόγραφο πιθανότατα χάθηκε λίγο μετά, σε μια από τις συχνές
μετακομίσεις μου από ένα τοπίο σε άλλο. Τότε που εγκατέλειπα ασυγκίνητος το μικρό, παράγωνό μου ανώγειο όχι μακριά απ’ τον σταθμό
των τραίνων, για να εγκατασταθώ -εξίσου ασυγκίνητος- σ’ ένα πιο
ευπρόσωπο και τετραγωνισμένο δυάρι διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου
μιας ευπρεπούς οικοδομής, σχεδόν απέναντι απ’ το νεκροταφείο.
-Χιλιάδες όμως πάλι μίλια μακριά από τις λίμνες οπού ήθελα να ζω
κι απ’ τα ζαρκάδια.
Ίσως να υπάρχει κάτι ακόμη να ειπωθεί. Μα μου ξεφεύγει. Και μου
ξεφεύγει, σκέφτομαι, επειδή καμία λέξη δεν μπορεί να σπρώξει ως
την κορφή της την ανάγκη.
Ή μου ξεφεύγει επειδή εγώ το αφήνω. Για ν’ αποφύγω ίσα ίσα τη
μομφή πως θεματοποιώ τα τετριμμένα: γλώσσας αγώνας άγονος και
διάτρητα του λόγου υλικά κι ανέξοδες ρητορικές και θεωρίες.
Ό,τι και ν’ ασπαστώ θα είναι αλήθεια. Σαν αντιθέσεις που η φιλάρεσκη
ένοχή τους τις μετέτρεψε σε παραπληρωματικές της συζυγίες. ’Η
σαν τον χρόνο που αχαλίνωτος εισβάλλει από παντού, παραβιάζοντας
το πριν, το τώρα και το θα του.
’Άλλη εκδοχή:
Βάζω πάλι τον χρόνο στη σωστή του σειρά.
Χτες, σήμερα, αύριο•
ήμουν, είμαι, θα είμαι•
πρωτόπλαστος, εγώ, αποσυνάγωγος·
ένας διαρκής διωγμός σαν εξορία
απ’ την αμφιλεγόμενη Εδέμ.
Το ήμερο βλέμμα του αδέσποτου
κάτω ακριβώς απ’ το παράθυρό μου.
Είναι λάθος σου, μου είπε,
να επιμένεις στον βίο μου,
στον τόσο προφανή συμβολισμό του.
Είμαι ο δρόμος σου, μου είπε,
όχι η διαδρομή σου.
Ακριβώς η ατάκα του.
Φώτα!
Σβήνουν όλα τα φώτα μονομιάς, έκτος από την κάφτρα του τσιγάρου
μου και από έναν προβολέα υποκίτρινο, θαμπό, που κάνει πως φωτίζει
από πίσω το παράθυρο. Οι θόρυβοι του δρόμου λιγοστεύουν.
Τρίτη εκδοχή κα! τελευταία!
Χωρίς άλλα τερτίπια με το φως. ’Άλλωστε είναι πια απομεσήμερο κι
ακούγεται ο χτύπος της καμπάνας.
Το αληθινό χειρόγραφο δεν χάθηκε ποτέ· ενσωματώθηκε στα συμφραζόμενα του. Ίσως μια μέρα ανανεώσω τις συμβάσεις του ανάμεσα στην
πράξη και τον λόγο. Στο μεταξύ, ρίχνω κλεφτές ματιές απ’ το παράθυρο
στην τρομερή πομπή των τεθλιμμένων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών, ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει
τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε
μια πράξη η σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της
ένοχης ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα,
προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον
αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.
Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις η απέκτησαν ισχύ γνωμικών και αποφθεγματικών διατυπώσεων

ΧΩΡΙΚΑ (2007)

Η ΑΤΡΟΠΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Τότε απλώθηκε ο λόγος σαν ιστός
και παγιδεύτηκε στο κέντρο του ο χώρος,
προσμένοντας την αδηφάγο αράχνη.
Εκείνη δρασκέλισε το νεύρο του πράσινου φύλλου,
εκεί όπου διάφανο φώλιαζε το νερό,
με πόδια εμπρός και πόδια πίσω ισορροπώντας,
σέρνοντας και προσθέτοντας το βδελυρό ένδυμά της,
ξεκίνησε από τον ίσκιο του λόγου,
κατεβαίνοντας στη μεριά μας,
μια κι εμείς ορίζουμε τις διαστάσεις του χώρου
και ο χώρος υφαίνει το. σχήμα του γύρω από εμάς,
μια κι εμείς είμαστε ο ίδιος ο χώρος
και ο χώρος υπάρχει στον χώρο χάρη σ’ εμάς.

Πρόλογος

TO ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ ΖΗΝΩΝΑ

Εξετελέσθη στις 7.06′ ακριβώς σήμερα το πρωί
πλησίον της Κοινότητος Έξοχης ο Δράκος του
Σέιχ Σου, διά τα εγκλήματα τα όποια διέπραξε.
Οι εφημερίδες
Από των τουφεκιών τις κάννες
για να φτάσουν μέχρι
το λίγο ακόμα της ζωής
έπρεπε να διανύσουνε
απόσταση έξι μέτρων
οι σφαίρες του αποσπάσματος.
Για να καλύψουν όμως τούτη
την απόσταση όφειλαν πρώτα
να διασχίσουν το μισό της·
πιο πριν το ένα τέταρτο,
το ένα όγδοο και ούτω καθ’ εξής,
πίσω στο άπειρο και το πιο πριν
του απείρου.
Γι’ αυτό περιηγητή των υψιπέδων,
αν τύχει και κοιτάξεις
στη μεριά όπου φρουρεί
τα έρκη του ο χρόνος,
θα δεις τον Αριστείδη Παγκρατίδη
-δράκοντα που εξαγνίζει τους καιρούς-
στημένο ορθό και με δεμένα μάτια
να περιμένει ακόμα
να βρουν τον στόχο τους οι σφαίρες
του αποσπάσματος.
Από τον Φεβρουάριο του χίλια
εννιακόσια εξήντα οχτώ
-με αυτό το κρύο-
να περιμένει εκεί,
να περιμένει,
έχοντας μόλις βγάλει από το στόμα του
την τελευταία του κραυγή
μανούλα είμαι αθώος,
που όμως κι εκείνη,
μαζί με τις φωτιές απ’ τα ρουθούνια του,
τάχα ποια απόσταση θα πρέπει να διανύσει;

Στάσιμα

Ο ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΙΝ

Τροχιά της πέτρας, ξάφνιασμα φιδιού,
μελισσοφάγου ρίπισμα στην έξαψη της γλώσσας•
ο τόπος γη
και ο ήλιος ωριμάζει τους καρπούς της·
να σκάσει η φλούδα, να φανερωθεί
ό,τι μοιράζεται η ζωή στο ημέρωμα της,
αυτό που όλο αρχινά και όλο αρχίζει πάλι.
Τούτη η παλιά φωτογραφία εικονίζει
εμένα και τον αδερφό·
με λίγα φύλλα γύρω μου εγώ,
μ’ ένα τομάρι γίδινο εκείνος.
Εγώ ήμουν θεριστής, εκείνος σφάχτης,
γι’ αυτό και αγαπημένος των θεών.
Δεν κοιταζόμαστε· κοιτάμε ευθεία στον φακό,
σαν μετανάστες.
Ανάμεσα μας χώρος αρκετός,
για να περνά το βλέμμα (το δικό σας,
αν τύχει και σκαλίσετε αρχεία),
να μας διακρίνει πίσω απ’ τους βωμούς
έτοιμους και τους δυο για τη θυσία·
δεματιασμένο γέννημα από εμέ,
ένα πρωτότοκο τραγόπουλο από εκείνον.
Πάνω δεξιά υπάρχει μια θαμπάδα·
έτσι δεν φαίνονται καλά οι άκρες των φτερών
κάποιου αγγέλου που απομακρύνεται,
ανοίγοντας στα δυο τον ουρανό,
αφού έχει παραδώσει κάτι μάταιο.
Φαίνεται όμως καθαρά η άκρη του κόσμου·
αρχή η τέλος -πάντα μπερδευόμουν με τα όρια-
αν κι ό,τι έχει σημασία μεταξύ τους
είναι ο άνεμος· να μην υπάρχει άνεμος,
για ν’ ανεβαίνει ίσια ο καπνός,
να φτάνει στα ρουθούνια του πατέρα.
Μπροστά στα πόδια μου ένα μικρό σημάδι
σαν τόξο κυρτωμένο από τη μοίρα·
αυτό που υστέρα θα μπει στο μέτωπό μου
και θα με υψώσει πάνω απ’ τους καιρούς.
Τα υπόλοιπα λίγο πολύ τα ξέρετε.
Απλές, συνοπτικές διαδικασίες
δίχως κανένας να ρωτήσει το γιατί·
Καιν που έστιν Άβελ ο αδελφός σου,
το αίμα του φωνάζει από τη γη,
ξανά κατάρα πάνω στην κατάρα
κι έξελθε από προσώπου του θεού•
στον τόπο αυτόν, απέναντι απ’ τον κήπο.

ΦΤΟΥ ΞΕΛΕΦΤΕΡΙΑ

Ό,τι κοιτώ μπροστά μου είναι πίσω μου·
ένα παιχνίδι αντίστροφων βημάτων
οπού τα πάντα ήδη έχουν συμβεί
στο πριν και το μετά της διαδοχής τους.
Σαν πράξη απατηλή χωρίς κανόνες
σε δήθεν σκηνικό ενδεχομένων
η σαν καθρέφτης που έχει σκεπαστεί
και κρύβει απ’ το παρόν τις αποστάσεις
τον χρόνο αντιγράφοντας πιστά,
μεταβλητή θαρρείς γεωμετρία
που αποκαλύπτει και παραπλανά.
Έσχατο τέχνασμα ανάμεσα στα ερείπια,
στην αίθουσα του θρόνου, στα περάσματα
μιας ασκεπούς αρχιτεκτονικής
περίπλοκης, κόμπος που όλο κυκλώνει
στο κέντρο του τα ξεχασμένα ιστία
και δένει το κομμένο του κενού.
Που είναι το τέλος της κλωστής;
Δέμας του απόβλητου και φτού ξελεφτερία,
σαν άσκηση του αφάνταστου στο απόλυτο
του νου, καθώς αλλάζουν νόημα
στη γλώσσα οι διαστάσεις,
αίμα και σάρκα σμίγοντας σε μοίρα
θλιβερή, ορθώνοντας, σκιά κακή,
την τριχωτή του ράχη·
καθώς παράφορη αντηχεί
του κτήνους η βοή.
Σύνοικοι αιώνων, άχαρος χορός
στου ηρώα τα όπλα εικονισμένος
με ανταλλαγμένες όψεις και μορφές,
δεσμώτες και οι δύο των διαδρόμων,
τούτης της κρύπτης από δουλεμένη πέτρα,
που μας ξεστράτιζαν ολοένα από το φως.
Τι συναντά κανείς έξω απ’ το δράμα;
Οι ναύτες τρίβουν την αρμύρα απ’ τους
σκαρμούς και ο πρώτος σέρνει
τη βελόνα στα βραχέα.
Ράθυμος πια και καταχρεωμένος
απ’ την κερδοσκοπία των θεών.
Πάει καιρός που έπλεκε την κόμη
των δαιδάλων συνεπαρμένος κι επικός
μες στη νεότητά του·
καιρός που έστεργε να φωτογραφηθεί
με το σφαγμένο τρόπαιο στα χέρια,
με το κουβάρι μουσκεμένο στην πληγή.
Πάει πολύς πολύς καιρός
που επέστρεψε μες στον λαβύρινθό του.

LEBENSRAUM

— Περνάει ο στρατός, ο στρατός, ο στρατός.
—Περνάει ο στρατός και που πηγαίνει;
—Στον πόλεμο πηγαίνει ο στρατός. Ο στρατός
στον πόλεμο πηγαίνει να νικήσει.
—Ποιους πρέπει να νικήσει ο στρατός; — Ο στρατός
τους άλλους όλους πρέπει να νικήσει.
— Κι αν τους νικήσει τι θα κάνει ο στρατός; — Ο στρατός
καινούρια σύνορα θα δώσει στη φυλή του.
Άνθρακες, θησαυρούς και ανοχύρωτες
πόλεις που ούτε γνωρίζει τ’ όνομά τους.
— Και τους μεγαλοστεϊκούς και όσους νικήθηκαν
κι αυτούς που δεν αξίζουν να υπάρχουν
που θα τους οδηγήσει ο στρατός; — Ο στρατός
σε άλλα τοπία θα τους οδηγήσει·
στο Μπίρκεναου, στην Τρεμπλίνκα
και στο Χέουμνο και στο Γκουαντανάμο
και στο Μπέλσεν.
— Και όταν τους οδηγήσει ο στρατός; — Ο στρατός
σε νέο πόλεμο θα πάει να νικήσει.
Γιατί είναι ο πόλεμος πατρίδα
του στρατού. Κι ο στρατός
δεν έχει άλλη πατρίδα να γυρίσει.
Αράδα αράδα κόβουν το χορτάρι
για να πλαγιάσουν κάτω από τη γη,
χιλιάδες λεύγες μακριά για να πλαγιάσουν
κάτω απ’ τις φτέρες και τα σταχτοβότανα.
—Μάταιο, μάταιο, είπε ή φωνή.
Όπως τόσες φορές που έχει γίνει,
τόσες φορές που έχει ξεχαστεί.
Μάταιο, όπως το κορίτσι που ονειρεύεται·
όπως ένα κορίτσι που ονειρεύεται
πώς βάζει απ’ τις πληγές τους κοκκινάδι.
Νέοι κι εγκόσμιοι όσο κρατούσε η νύχτα,
γράφοντας λέξεις βιαστικές,
κρύβοντας μες στη χούφτα τους την κάφτρα,
μες στο σκοτάδι αυτό τα πρόσωπά τους,
κοιτώντας στη μεριά που θα φανούν.
—Θα έρθουν. Θα ’ρθουν τώρα οι νεκροί. Οι νεκροί
σε φάλαγγα κατ’ άνδρα στοιχημένοι.
—Ποιους πρέπει να νικήσουν οι νεκροί; — Οι νεκροί
τους πεθαμένους πρέπει να νικήσουν.
—Κι αν τους νικήσουν τι θα κάνουν οι νεκροί; — Οι νεκροί
καινούρια μνήματα θα δώσουν στη φυλή τους.
Καινούριο τόπο στους νεκρούς· στους νεκρούς
μια νέα χώρα, να χωρέσουν όλοι.

Ο κ. ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ

Ας ήτανε να σώπαινε ο κουτός·
μηχανικός του δημοσίου δήθεν
κι επιθεωρητής έργων οδοποιίας
μ’ εξουσιοδοτήσεις κι εντολές.
—Ένα μικρό δρομάκι το παλεύετε
χρόνους κι αιώνες τώρα.
Τόνους το σκύρο και την άμμο
και την άσφαλτο και αλλοδαπούς
να ψήνονται στην πίσσα.
Τόσες μελέτες κι εργολάβοι
κι επιβλέποντες και μειοδοτικές
δημοπρασίες για μια σταλιά
δρομάκι όλο κι όλο που ακόμα
να παραδοθεί στο γενικό καλό.
Και άλλα, κι άλλα πιο σχολαστικά
για την κατασπατάληση των πόρων,
την ακηδία των τοπικών αρχών.
Εντέλει κάτι έγραψε
στο φύλλο του με τις παρατηρήσεις
(υπέδαφος σαθρό, κακοτεχνίες,
ευθύνες μεσαζόντων ρεμβαστών
η κακοπληρωμένων μισθοφόρων)
και αποχώρησε με το υπηρεσιακό
δημοσιοϋπαλληλικά εκνευρισμένος.
Δεν του ’κόψε του αφελή
-πως να του κόψει άλλωστε-
πως τούτο το ελάχιστο δρομάκι
δεν προορίζεται για χρήση
απ’ τους πολλούς ούτε εξυπηρετεί
κοινά συμφέροντα.
Διασχίζει της αράχνης τον ιστό
κι ενώνει μόνον
ό,τι μπορεί να ενωθεί στη χάραξή του•
το δίχτυ από όριο σε όριο
και ανάμεσα του
το εκκρεμές των θηραμάτων.
Κι αν μένει ατέλειωτο χρόνους
κι αιώνες τώρα, είναι που αλλάζουν
συνεχώς τα βήματά μας,
μπερδεύοντας το προς με το από.
Είναι που μια στενόχωρη βροχή,
όταν ξεσπάει,
κάνει το χώμα μαλακό και να βουλιάζει.

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Σειρά σου τώρα να μετρήσεις την αλήθεια.
Τα ηλιοστάσια και τις ισημερίες,
τις συμμετρίες και τ’ αντιστρεπτά.
Αφήνοντας την άμμο να γλιστράει
απ’ τη μια χούφτα σου· ν’ αθροίζεται στην άλλη
και ό,τι αθροίζει να το αφαιρεί.
Σε μία πλάνη επινοημένη,
για να ξορκίζεται η μάσκα της φθοράς·
η κοσμική συμπάθεια που ενώνει
τον νου με την ανάγκη μιας αιτίας
ως τη στιγμή που θα έχει ξεχωρίσει
το αιώνιο απ’ το παντοτινό.
Νεοπλατωνικός η Πυθαγόρειος
ή, έστω, Προσωκρατικός σε χρέη Στωικού.
Να μη γνωρίζεις όταν σε ρωτούν κι όταν
δεν σε ρωτούν να λες πως ξέρεις·
για όσα υπήρξαν και υπάρχουν
και θα υπάρχουν, τάχα φωτιά που σβήνει
και ανάβει στο ίδιο μέτρο, νέα κάθε μέρα,
μύθος και θαύμα, σύμβολο και λόγος
που ούτε μπορεί ν’ αναπαρασταθεί.
Σάρμα εική κεχυμένον ο κάλλιστος κόσμος,
μάζα αθάνατος και ανώλεθρος του απείρου
μέσω σχημάτων τε και αριθμών.
Τι μπέρδεμα ε;
Και τι συνωστισμός αποφθεγμάτων
μέχρι να βγάλεις από πάνω σου τον χρόνο,
έτσι που όλα να συμβαίνουν μονομιάς.
Έτσι που να μπορείς να λογαριάζεις
πως πέφτει μέσα σου ταυτόχρονα όλη η άμμος
από το ένα κοίλο μέχρι το άλλο,
εκμηδενίζοντας το ανάμεσα της μνήμης
ή του θανάτου το απόλυτο παρόν.
Τώρα πια δεν σου απόμειναν παρά
τούτες οι λέξεις -σπασμένα εξάμετρα
στη μοιρασιά της γλώσσας-
τεχνάσματα που σε δημιουργούν.
Και η ζωή σου λέγεται ποτάμι,
κλέφτης του νερού•
όσες φορές κι αν το διαβείς
μονάχα μια φορά θα το περάσεις.

Έξοδος

Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Και οι εποχές αντέγραψαν η μία την άλλη
με τα ίδια κενά στις αράδες ανάμεσα,
με τις ίδιες ανορθόγραφες λέξεις,
τους δικούς της θνητούς κάθε μια
που τους είπε αθάνατους,
τους δικούς της σαλούς
που τους είπε προφήτες,
νικητές που κυρίεψαν έθνη αλλόδοξα,
ηττημένους που αντάλλαξαν τη ζωή με την πίστη.
Με αριθμούς τρομερούς
που οιωνίζονται φόβητρα,
με σφραγίδες που ανοίχτηκαν
μία προς μία, συνάζοντας τα όρνια
τ’ ουρανού για τον μεγάλο δείπνο.
Ευτυχής είναι αυτός
που διαβάζει τα μέλλοντα
και τα μέλλοντα λόγια μιλά,
ότι θα πάψουν οι γιορτές κι οι νουμηνίες
και θα στεγνώσει το αίμα στον βωμό·
και αυτός που με οδύνη ασκείται
στην πτώση του, μετανιωμένος πλέον
για τη γνώση, καθώς συντρίφτηκαν
τα σκεύη από πηλό και ομολογήθηκαν
τα ονόματα της πλάνης. 
Κι απ’ τους αιώνες διαλέχτηκαν χρόνια χίλια
μέχρι την πρώτη ανάσταση,
όπου κατά τα έργα τους κρίθηκαν οι νεκροί·
και άλλοι εβλήθησαν στη λίμνη του πυράς
και άλλοι εξάλειψαν τα δάκρυα απ’ τα μάτια.
Και τα πάντα γεννήθηκαν νέα.
Ευτυχής είναι αυτός που άγρυπνά
και φυλά ό,τι κατέχει,
τις διαβάσεις, τ’ αξόδευτα θαύματα,
τη φιάλη τη χρυσή των μυστηρίων
και τους θεμέλιους λίθους των τειχών·
τη γλώσσα που μιμείται όσα ειπώθηκαν
στις μέρες της φωνής
και όσα στη φωνή δεν βρήκαν ήχο·
αυτός που αθροίζεται στον χρόνο του σωστά,
ενώ ο χρόνος έχει τελειώσει.
Και μετρήθηκαν πάλι το άπειρο
και οι ανοιγμένες πύλες του άπειρου
κατά τις τέσσερις διευθύνσεις του ορίζοντα,
κατά τις τρεις διαστάσεις του νοητού.
Κι έμεινε αμέτρητη μόνον η τέταρτη διάσταση
κατά το μέγα,
το ελάχιστο του ανθρώπου.

ΣΩΜΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (2004)

με δέκα ξυλογραφίες του Τάκη Τσεντεμαίδη

ΑΝΑΠΑΥΣΙΜΟΝ

Σπίτια τελειώνουν και σπίτια θεμελιώνονται,
σχήματα όσων βρέθηκαν στον κόσμο,
κάμαρες μοιρασμένες για τα σώματα,
αφήνοντας στο διάβα τους πόρτες
ξεκλειδωμένες, ραδιόφωνα όπου έμαθαν
τον θάνατο του βασιλέως Παύλου,
λογαριασμούς για τ’ άλευρα
και την ταγή των ζώων,
ρούχα φθαρμένα, φορεμένα στη δουλειά
και ρούχα κυριακάτικα, της βόλτας.
σε τούτο το ανάκλιντρο έπλεκε η γιαγιά
–πια δεν υπάρχει–,
φτιαξιά λιγνή, κιμπάρικη, που επίταξε
τα παιδικά μου χρόνια,
τερλίκια έπλεκε και με το τσιγκελάκι
μοτίφια ανατολίτικα, όλο περικοκλάδες,
με τα μισά ελληνικά: «πλάσε» και «μπέντο μέσα»,
πάει να πει «μπρος, πλάγιασε,
μπες μέσα στο κρεβάτι»,
καθώς απόσβηνε το τελευταίο ξύλο
στη μασίνα και σκλήριζαν στη συστολή
του μαντεμιού τα τζάκια, σαν πανηγύρι
απόκοσμο παίρναν μορφές οι ήχοι,
ζάρωνα εκεί μαρμάρινος
μην και μ’ ανακαλύψουν•
τίποτε δεν βοήθησε στο ήσυχό της τέλος,
«μη με αφήνεις μόνη μου πουλάκι μου,
μη φεύγεις»·
έφυγα όμως κι έμεινε μονάχη της στα μαύρα,
με λυγισμένα γόνατα –αδύνατο να ισιώσουν–,
με το λευκό της σάβανο· το είχε
διαβασμένο στα Ιεροσόλυμα,
κάτω απ’ το φως της Παναγιάς,
κρατώντας ένα κόκκινο σκουπόξυλο,
μην πέσει.
Σ’ ένα σακούλι πλάι της ακούμπησαν
του γέρου της τα κόκαλα
–δεν τα είδα–.
Να βλέπονται άραγε οι νεκροί;
Ξέρω μονάχα
πως τα μεγάλα νύχια τους
χτενίζουν τα μαλλιά τους.
ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ - 0001

ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ

Σώμα, προζύμι της στοργής,
ψωμί διακονεμένο,
κόρα και ψίχα, τρίμματα
σε ξέστρωτο τραπέζι,
να ’ρχονται νύχτα οι μάρτυρες
να σε μεταλαβαίνουν,
να ’ρχονται οι αφανέρωτοι
κι οι καιροφυλαγμένοι,
να λένε το απόδειπνο,
να λειτουργούν τον όρθρο,
να δένουν στο μαντίλι τους
το αντίδωρο του λόγου,
να ’ρχονται κι οι παράκλητου
με τα στεγνά τους χέρια
να γράφουν τα ονόματα
των ανακαλεσμένων.
ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ - 0002

ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ

Ποιο σώμα είναι αληθινό
έξω από τη σκιά του,
να ξεπερνά η φτέρνα του το γρήγορο σκοτάδι,
να φτάνει πρώτο στο σημάδι της ζωής,
ποιο σώμα έχει τη δύναμη
να γίνει νοσταλγία,
παράκληση επιστροφής από την ίδια οδό,
κρατώντας από κάθε του εποχή
όλα της τα φτιασίδια•
τα ξύλινα αλογάκια, τα στρατεύματα,
τις ντρίπλες τις περίτεχνες, τα χαμηλά
εκτελεσμένα κόρνερ,
κρυψώνες και φυλλώματα, να μη βρεθεί
η μέρα, εφόδους και κατάληψη
του κόκκινου οχυρού, τα ξέφτια
που απόμειναν οι αφισοκολλήσεις,
τον παφλασμό του έρωτα,
το άναφρο της αγάπης
και να θυμάται:
μια φορά κι έναν καιρό,
καθώς τρεχούμενα νερά τρώγανε τα λιθάρια…
ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ - 0003

ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ

Ο στοχασμός μακριά, μακριά η γνώση,
αυγό και σπάζει, απ’ το τσόφλι του ανεβαίνει
η καμινάδα ερείπιου σπιτιού,
σώματα υβριδικά καθώς αλλάζουν
από την ενατένιση σε λάγνο υπαινιγμό.
Πόθοι κρουστοί στα διάσελα,
ενσάρκωση και θέαμα ατελών αμαρτιών
και μανιασμένες αγκαλιές που καταπίνουν
τεράστιες σαυροουρές ψυχές
–ποιος θα χορτάσει τις γενιές τόσων αβύσσων;-
Κι επίβλημα που απλώνεται σε κερασφόρο δέντρο,
για να λουστεί στο κούφιο του η βασίλισσα γυμνή.
Κι έντομα επιθετικά και θυμωμένα ψάρια
και μάγοι, αντιγράφοντας τα θαύματα θεών.
Κι ενώ του αγριόχοιρου η κεφαλή διαβάζει
μεγαλογράμματες γραφές, κι ενώ οι απολαύσεις
κερνούν σε κύπελλα χρυσά εκκρίσεις τρωκτικών,
και μένουν οι αλχημικές μορφές προσηλωμένες
η μια στης άλλης την εικονική αιωνιότητα·
γονατιστός ο άγιος στου άβατου το στηθαίο,
με τον δεξί βραχίονα ψηλά,
τα δάχτυλα να ευλογούν μιας σταύρωσης το αίμα,
να ευλογούν το επιτάφιο φως·
η όψη του στραμμένη αλλού, να δει φοβάται
πόσο μακριά του είναι ο σταυρός,
πόσο ιδρωμένα τα μαλλιά του εσταυρωμένου,
πόσο βαθειά μπηγμένα τα καρφιά.
ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ - 0004
ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ - 0005

SUCCUBUS

Μαστάρι μαύρου φεγγαριού που το αρμέγει
η Σίβυλλα, να θρέψει μαύρη κόρη,
κορμί ολάκερο γυμνό
στο κέντρο του ιερού, ένυλη μνήμη
ο ξεδιάντροπος χορός, το φλογισμένο
φούσκωμα του στέρνου,
ριγώντας μες στο παρελθόν·
απ’ το σκοτάδι του είχε προφητέψει
το πρόσταγμα του σώματος να γίνει αθανασία,
να σβήσει η ύβρις του άμετρου
και να γυρίσει ο κύκλος.
Δεμένος πάνω στον τροχό ο θηλυκός της
οίστρος, να διατρυπά την ύπαρξη
και να ξαναφωτίζει
οράματα ανυπόταχτα σε μια καινούρια τάξη,
σκύλα, γυναίκα αδέσποτη που ξεψυχά
σαν θύελλα, καθώς γλύφει το αίμα
από την άλω του στερνού της εραστή·
να ο κόσμος, νέος, άχρονος, χωρίς μπροστά και πίσω,
αληθινός σαν δωρητής, να ο αναγκαίος κόσμος,
φτιαγμένος απ’ το τίμημα, όχι από τη συγνώμη.
ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ - 0006

ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ

Μα ούτε φαντάστηκε ποτέ
ότι μπορεί να λιώσει
η σάρκα της σε μια φωτογραφία.
Απόμειναν τα κόκαλα μονάχα
–τι καλοκαίρι αυτό γεμάτο ασέλγεια,
ζωσμένο από θρυλούμενα παλιών πολιτειών,
στενοί γοφοί ασμίλευτοι, σαν φως
που δεν διαθλάται,
στήθη μικρές υπεκφυγές,
ακάλυπτα στη μοίρα,
πεσμένη πίστομα, κραυγή
απ’ τη διακόρευσή της,
σπαθιές νυχιών στους ώμους της, επιδρομή
ενστίκτων, ταχύκαρδο φτερούγισμα
πουλιού, αδέξια στην ξόβεργα πιασμένου·
τι καλοκαίρι αυτό, συλλείτουργο σωμάτων
κάτω από τόξα γοτθικών παραφορών-
τι καλοκαίρι, με τα κόκαλα στη στάση
όπου μοχθούν να κάψουν
τα προσχήματα.
ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ - 0007

ΕΩΘΙΝΟΝ

Κάθε φορά που κατεβάζει ο κυνηγός ένα πουλί
κάτι επαναλαμβάνεται στον χρόνο.
Δεν είναι μόνον η ηχώ της ντουφεκιάς
(το αίμα ράβει σαν κλωστή την ενδυτή του αέρα),
μα και η πτώση της ζωής που κάνει κύκλους·
που κάνει κύκλους, κύκλους, κύκλους,
κύκλους, κύκλους,
το άβατο ξετυλίγει τ’ ουρανού,
τυλίγοντας του εωθινού τα μετακόσμια ξόρκια.
Κάθε φορά που κατεβάζει ένα πουλί ο κυνηγός,
μες στον καθρέφτη του πρωινού
αποτραβιέται ο χρόνος.
Έξω αφήνει μόνο μια στιγμή
μετέωρη, σαν κόκκινο φτερό,
πάνω απ’ το σώμα.
Μια ολομόναχη στιγμή,
ν’ αντανακλά τον θάνατο στο σώμα.
ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ - 0008

Η ΑΤΡΟΠΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ (1998)


A’

Υπάρχει, μου είπαν, κάποιος άλλος δρόμος
πέρα απ’ αυτόν πού οι χάρτες σημαδεύουν.
Παρέκαμψα το κέρας του Κριού
κι έχοντας μάγους κι οδηγούς στ’ αστέρια μυημένους
έπλευσα σε άβαθή νερά.
Είδα το ζύγιασμα του γλάρου στα ρηχά
και του χελωνοκαύκαλου τη λάμψη.
Κι αναρωτιόμουν
τί να προσμένω τάχα από τη θάλασσα;
Μήτε ιστορίες πια μήτε καλέσματα
κι η αναδυομένη
τεμαχισμένη φάλαινα σε ξέρα.
Έπλεα σε άβαθή νερά.

ΗΛΙΚΙΑ ΣΤΟ ΦΩΣ

α΄
Τότε απλώθηκε ο Λόγος σαν ιστός
και παγιδεύτηκε στο κέντρο του ο χρόνος,
προσμένοντας την αδηφάγο αράχνη.
Εκείνη δρασκέλισε το νεύρο του πράσινου φύλλου,
εκεί όπου διάφανο φώλιαζε το νερό,
με πόδια εμπρός και πόδια πίσω ισορροπώντας,
σέρνοντας και προσθέτοντας το βδελυρό ένδυμά της·
ξεκίνησε απ’ τον ίσκιο του Λόγου
κατεβαίνοντας στη μεριά μας,
μια κι εμείς ορίζουμε τις διαστάσεις του κόσμου
κι ο κόσμος υφαίνει το σχήμα του γύρω από εμάς·
μια κι εμείς είμαστε ο ίδιος ο χρόνος
κι ο χρόνος εκκρίνει τον χρόνο χάρη σ’ εμάς.
γ’
Υπήρχαν όμως τα νερά του ποταμού και οι τσιγγάνες
που ολημερίς φουμέρνανε τα άφιλτρα
και πίνανε γκαζόζες.
Το έσκαγα, να βλέπω τις φωτιές
στην άλλην όχθη,
τα ντέφια με τις παρδαλές κλωστές,
το άγριο ξεπέταγμα του άλογου,
σαν οσμιζόταν της φοράδας τον ιδρώ.
Απαριθμώντας γύρω τους βήματα του χορού,
καθώς η φούστα σηκωνόταν στην ψυχή τους
κι έμενε ασάλευτη ώρα πολλή,
τόση που η κάψα της σάρκας
γινόταν κάψα της προσευχής κι η ανάσα
βαριά στης προσμονής ανάμεσα τις παύσεις.
Τόση που οι δυο ντουφεκιές στάθηκαν στον αέρα,
σαν δυο τελώνια στα μπράτσα αγκιστρωμένα.
Και χάθηκαν τα τσαντίρια μέχρι το άλλο πρωί,
που ακούστηκε εύθυμος ο θρήνος του γάμου.
Ένιωσα τότε για πρώτη φορά σύνορο τα νερά,
αυτό που ήταν θάνατος να φαίνεται ζωή
και την οδό προς τη θάλασσα
επιστροφή στις πηγές.
Προχωρώντας παράλληλα στην πομπή,
στον χορό των γερόντων,
ενώ προσμέναν σε κάθε στροφή
των νεκρών το ζευγάρωμα,
τη ματωμένη, ανεμίζοντας, πουκαμίσα της νύφης,
εκεί όπου η σφαίρα εξαγόρασε
την αντοχή της αγάπης,
κρατώντας τους τα βλέφαρα ανοιχτά
και τα μάτια του ενός
στραμμένα στα μάτια του άλλου.
Τέλος τους φόρτωσαν στο κάρο για τα μνήματα.
δ’
Σαν ανακάλυψα τα τέσσερα μου μάτια,
τα τέσσερα μου χέρια, τις τέσσερις θηλές,
τις δυο καρδιές στη θέση της καρδιάς μου,
όταν κατάλαβα πως πια δεν είμαι εγώ,
το φώναξα και οι φωνές μου ήταν δύο.
Σαν ανακάλυψα πως δεν είμαστε εμείς,
μα εσύ κι εγώ, ένα υπαρκτό, δίσωμο ζώο,
μ’ ένα κεφάλι μπρος και μ’ ένα πίσω,
με δύο βήματα που πήγαιναν άλλου,
σου μίλησα και οι φωνές μου ήταν δύο.
Όταν συλλάβισα τις δύο μου φωνές,
τις δύο γλώσσες που ξεθάρρευαν στον νου μου
όταν μπροστά μου ανοίχτηκε η αυλαία
και θέλησα ως ηθοποιός τα λόγια τους να πω.
καμιά φωνή δεν βγήκε απ’ τη φωνή μου.
στ΄
Δεν έχω τίποτε να επισκεφτώ στο παρελθόν,
γιατί όσα γνώριζα υπάρχουν και τώρα,
γιατί το νέο μαθαίνεται με τρόπους του παλιού
κι ο κόσμος που χτίζεται πάνω στον κόσμο
υπάρχει κι αυτός από τότε που χτίζεται ο χρόνος.

ΗΛΙΚΙΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑ

α΄
Ζώντας ανάμεσα στο αριστερό και στο δεξί μου χέρι,
ένοχος και αθώος, ελεήμων
κόσμων που τήκονται μέσα στο ήρεμο βλέμμα των ζώων,
κρατώντας απ’ το παρελθόν την κνίσα των σφαγίων,
αναγνωρίζω στο στήθος μου τις ιαχές των βαρβάρων
και των σοφών το απόλυτο μηδέν.
Ούτε οραματιστής ούτε ενήλικας,
με τις αισθήσεις διαρκώς σηκωμένες μαρτυρικά,
κάτι από την ψυχή, κάτι απ’ το σώμα,
αυτή την άγνωστη, αρμονική συνύπαρξη,
κάτι από τη φωτιά κι από τη στάχτη,
κάτι απ’ τη βάτο που καίγεται
στα πρανή της καρδιάς.
Άφησα μακριά μου τα μυστικά της ζωής,
το σύμπαν τούτο που ονομάζουν πραγματικότητα,
διασκέδασα με όσα θαύματα ετοιμάζαν για μένα·
κόκκινο των χειλιών και ξανθό των αγγέλων,
γαλάζιο της στέρφας ματιάς,
πράσινο της αγάπης που απλόχερα δίνεται,
σαν άλλη όψη της σκοτεινής θωριάς της.
Ταχυδακτυλουργοί, κουρήτες, ακροβάτες,
κριτές και γελωτοποιοί,
αυτός ο κύκλος που απομένει γονιμικός,
διαιωνίζοντας τις τερατογενέσεις,
με μουσικές από κρουστά και από χάλκινα
σε μέρες που γιορτάζει ο λαός.
(Πτώματα δούλων σπαρμένα στην αρένα,
αφανισμένα απ’ του Αυγούστου τον αντίχειρα).
Έμεινα μια φυλή ιθαγενών.
Μάγος και ήρωας και απαγορευμένος,
ανέγγιχτος απ’ των σκιών τους στοχασμούς·
πρόθυμος να εξαπατήσω στους καθρέφτες
τα προσωπεία που έκλεβα απ’ τους κατακτητές.
β΄
Έστειλα τις περγαμηνές μου στη μητρόπολη.
Ταξίδεψα στη μητρόπολη να προσπέσω
στην αυλή του βασιλιά.
Άνοιξα χάρτες, έδειξα δρόμους μυστικούς,
έταξα Ινδίες,
ώσπου μου επάνδρωσαν καράβια για το άγνωστο.
Εκεί όπου η θάλασσα το άλφα συλλαβίζει,
σε τόπους που πέρα απ’ τους τόπους διαβάζονται·
εκεί όπου η σάρκα τρέφει τους θεούς
και των θνητών η γλώσσα
αντικρίζει τους μύθους τους.
Κόμισα σμύρνα, χρυσό και λιβάνι,
ακολουθώντας το άστρο της νέας μου γέννησης·
βρέφος που ζέσταινε η ανάσα του θηρίου
και η βλαστήμια των ευχών του σπαργάνωνε.
Κι είχα στ’ αυτιά μου τη φωνή που με ορμήνευε:
«μη φοβού, μη φοβού ά μέλλεις πάσχειν».
Και το θηρίο μ’ έντυσε στα λέπια του,
αίμα κι αργύρια και γνώσιν πονηρού,
μου φόρεσε τα βάρβαρα μάτια του,
δυο βάλτους που σάλευαν οδύνη και θρίαμβο,
κάρφωσε το στέμμα της δόξας του στα μαλλιά μου.
Και το θηρίο έδειξε τα πάθη μου
στις γραφές των ανθρώπων
και ήταν τα πάθη που ονομάζουν τον άνθρωπο.
ε’
Σαν απ’ τους δυνατούς προστατευόμενος
έφυγα πάλι.
‘Οπλισμένος με σίδερο και χρησμούς,
λεηλατώντας τις ακτές, μεθώντας τους θανάτους,
ξορκίζοντας στις χούφτες το χώμα,
το σώμα μου.
Άγριος πια, με όλες τις πλάνες ανοιχτές
και με τον οίκτο να ξεπλένει τα σωθικά μου,
γερασμένος σαν τον σπόρο της ελιάς,
μάταιος και ανιαρός σαν τον παράδεισο
έφτασα κάτω.
Έμαθα τότε για τις εποχές.
Χειμώνας, των νεκρών ο άνοστος δείπνος
κι οι μέρες οι κενές της ιστορίας.
Άνοιξη, των θεών η μετάσταση
και της αγάπης η αήθης προσήνεια.
Θέρος, η ερημοσύνη των νερών
και των μυγών ο βόμβος στα κρανία.
Φθινόπωρο του δέσμιου φωτός
κι η κίνηση η άργη των ιοβόλων.
Λοιμοκρουσμένες οι πόλεις
στολίζουν τους άγιους. 
στ’
Ω, να υψώσω τη σημαία της δράσης στα ξύλινα τείχη
και να λατρέψω την αφή πάνω στα τραύματα.
Φόβο με φόβο να οσφρανθώ τον ίδρωτα του φόβου
και να γευτώ το σάλιο του εμπύρετου.
Τον ρόγχο ν’ ακούσω της σκύλας
στην ώρα του υπέρτατου οίστρου της.
Έμεινα μια φυλή ιθαγενών.
Το αίμα του δέλφακος αγνίζει το πνεύμα μου
και με μια κούπα φάρμακο πιοτό
γυρνώ και αφιονίζω τον λαό μου.

Β’

‘Υπάρχει, σου είπα, κάποιος άλλος δρόμος
πέρα απ’ αυτόν που οι χάρτες σημαδεύουν,
μα να γυρίσεις πρέπει τα πανιά.
Κι ο γλάρος πέταξε με τα φτερά των γλάρων.
Και ο τρελός τραγούδησε
το αστόχαστο τραγούδι των τρελών.
Κι ο ναυαγός ξενύχτησε
ν’ αδειάζει με τις χούφτες του τη βάρκα.
Μόνο ο τυφλός,
που δεν μπορούσε άποστάσεις να μετρήσει
ούτε όρια,
έμεινε ν’ άφουγκράζεται τ’ άνήσυχα νερά.
Επάνδρωσα καράβια επιστροφής.
Στο μεσιανό κατάρτι ζήτησα να με δέσουν
κι άκουσα των σειρήνων την κραυγή.
«Τρία κορίτσια βγαίνουνε περίπατο στο Σόχο,
απ’ τ’ ανοιχτά πουκαμισάκια τους γυμνά
τα δεκαέξι χρόνια τους αφρίζουν.
Τρεις έφηβοι στου Τίβερη τις όχθες ψάχνουν στόχο,
παίζουν στα χέρια τους φαλτσέτες και φτερά.
Μοίρα καμιά σιμά τους δεν γνωρίζουν.
Τρία κορίτσια απόψε ζωγραφίζονται στη Βρέστη,
κρατούν ομπρέλες να ξορκίσουν τον καιρό.
Τρία αγόρια ξεμυαλίζονται στο Βουκουρέστι,
ούτε στιγμή δεν πάει ο νους τους στο κακό.
Ευχή καμιά να κάνουν δεν γνωρίζουν.
Τρία κορίτσια βάζουνε νωρίς τα νυχτικά τους,
άπλετος έρωτας τους πλέκει τα μαλλιά.
Τρεις έφηβοι μαζεύονται αργά στην κάμαρά τους,
παίζουν τα χείλη που στραγγίζουν τη φωτιά.
Σε ποιόν παράλληλο είναι η Βιέννη τάχα,
ποια πυρκαγιά παράφορη στη Ρώμη εξαγνίζεται,
ποια σάρκα είναι η νύχτα που ερημώνει το πρωί».

ΗΛΙΚΙΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

α΄
Τότε εσηκώθη μέγας θόρυβος κι εστάθη
επάνω από τα δρώμενα ο άνεμος.
Σαρώθηκαν οι χάρτες και σκορπίστηκαν
οι ίλες του ιππικού,
οι πελταστές και οι τοξότες.
Βγήκε από τη σκόνη η τροφός
με πετρωμένο στο βυζί το γάλα.
Και ήρθε ο φόβος μέσα από τις λέξεις·
τόσες χιλιάδες οι νεκροί·
τόσοι οι που αφήσανε τα χέρια και τα πόδια στα πεδία·
τόσοι οι τόποι που δεν υπάρχουν πια:
οι ιεροί Δελφοί, η Καρχηδόνα,
η Σαμαρκάνδη της Ανατολής.
Και κόπηκε στα δύο η ορχήστρα,
εκεί όπου θρηνούσε ο χορός:
έμολες, έμολες, ώ χρόνιος αμέρα,
έφτασες όπως το προείπαν οι τυφλοί·
τώρα ποιοι είναι οι χρησμοί που θα μας σώσουν,
στόμα της μάγισσας χωρίς φωνή,
ποιοι οι βωμοί και ποια τα σφάγια,
ποιες οι σπηλιές της Άρτεμης
που μόνιαζαν οι άρκτοι.
Τη νύχτα ακούστηκε το έντρομο μουγκανητό των ζωών,
το σύρσιμο των άχρηστων ποδιών στο ανασκαμμένο χώμα.
Τη νύχτα που ήρθε, το παιδί ονειρεύτηκε,
έξω απ’ την πόρτα, έξω απ’ το σπίτι, πέρα από την αυλή,
ένα ποδήλατο με τέσσερις ρόδες,
ένα ποδήλατο με αστραφτερά, νικέλινα φτερά.
γ’
Τώρα που η κρίση έχει λάβει τέλος
θα έρθουν πίσω οι νεκροί.
Δεν θ’ αρκεστούν σε αρτοδοσίες και μνημόσυνα
θέλουν τις μέρες πιο χειροπιαστές
Πρέπει ν’ ανοίξουν. πάλι τα σαλόνια
να ξαναρχίσουν οι γιορτές, όλοι οι χοροί
πρέπει να θυμηθούν τα βήματά τους.
Το τύμπανο δεν παίζει μουσική.
Το τύμπανο κρατά ρυθμό στο βήμα.
Άντρες σπαργανωμένοι σ’ επιδέσμους
ακολουθούν το καθαρτήριο τούτο ξόδι
Τεντώνει ο κόσμος ως το σπάσιμό του.
(Κάθε βράδυ κατεβαίνω στην πόλη
και βλέπω λαϊκό κινηματογράφο.)
ε’
Η κυρά που επισκεφτήκαμε μας είπε «περιμέντε
και ρίχνετε απάνω σας πότε-πότε λίγο νερό.
Δεν είν’ μπορντέλο λιμανιού εδώ.
Από δω μέσα έχει περάσει η ιστορία.
Εμένα που με βλέπετε κανάκεψα
τι στρατηγούς και τι πολιτικούς και τι ώνάσηδες.
Δεν θα ’τανε τα μούτρα σας για δω
πριν λίγα χρόνια».
Καθίσαμε στο σαλόνι με τη θερμάστρα.
‘Υπήρχε μια πολυτέλεια εποχής,
παλιά δαμασκηνά και ξύλο κέδρου,
μα η σάρκα ήταν γεμάτη ρυτίδες
και τα μυρωδικά φτηνά κάτω απ’ τα στήθη.
Φεγγίζοντας στη φλόγα των καυσόξυλων
(να ορθωμένη της λύκαινας η σκιά,
να των δασών η τάξη και των άστρων)
θυμηθήκαμε το πρώτο μας τραγούδι:
       Σαν επιστρέψω κάποτε πατρίδα
       θα ’χω σακιά χρυσάφι φορτωμένα, .
       θα ’χω και μια γυναίκα απ’ την Κολχίδα
       κι ένα παιδί φτιαγμένο από μένα.

Σαν επιστρέψω πάλι στο χωριό μου
ένα κομμάτι γης θε ν’ αγοράσω,
θα στήσω ένα σπιτικό δικό μου
κι ήσυχα θα καθίσω να γεράσω.

στ’
Πέρασαν τόσες συλλαβές και τόσες λέξεις,
πέρασαν τόσα αλφάβητα νεκρά·
όσο μετρώ λειψές μού βγαίνουνε οι ρίζες,
λειψοί οι τόποι κι οι σκηνές παραδομού.
Δεν έχει χώρο εδώ για να σταθείς·
ανάμεσα στους πέτρινους διαδρόμους
των ονομάτων οι χρονιές και οι φωτογραφίες.
Ανάμεσα στις κέρινες σφραγίδες
των προφητών οι κουρασμένες σάλπιγγες.
Δεν έχει θρόνο εδώ για να καθίσεις.
Ανάμεσα στους δύο μας θανάτους
υπάρχει ένας θάνατος παρών.

ΗΛΙΚΙΑ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

α’
Βαθύς εσπερινός, οίστρος του ήλιου’
αθροίζεται στα είδωλα ο καιρός.
Ποιάν ενδοχώρα τώρα ταξιδεύω,
τρώγοντας μήλα πράσινα πλάι στους οδηγούς,
πίνοντας μέλι από άγριες κερήθρες,
χαρίζοντας καθρέφτες στις φυλές.
Κρατά θαρρείς τους χάρτες μου ο καιρός.
Κι όσο κοντεύω μόνος στη σιωπή
κι όσο βαθαίνω στα μαλλιά των αρχαγγέλων
βλέπω τη γύμνια των θεών και τα σκυλιά τους
έτοιμα στο κορμί μου να ριχτούν.
Ποια χώρα τώρα ταξιδεύω,
πεινώντας και μην τρώγοντας ψωμί,
διψώντας και μην πίνοντας νερό,
μαζί με γυρολόγους που εμπορεύονται
χάντρες, γυαλιά χρωματιστά και το τομάρι
του αρχαίου ζώου που φυλούσε τους νεκρούς.
β’
Τώρα που μίλησα τη γλώσσα της αρμύρας·
τώρα που βρήκα πως το άγνωστο μού είναι πια γνωστό
κι ότι περάσαν από τούτες τις ακτές πριν από μένα
οι δολοφόνοι, οι λειτουργοί και οι κήνσορες·
τώρα που έσβησα όλη τη μνήμη,
όλη τη λογική κι όλα τα πάθη,
ονομάζω μοναξιά τον πλησίον,
ονομάζω μοναξιά την αγάπη,
ονομάζω μοναξιά τον ήχο του νερού.
γ’
Τώρα που γνώρισα τη γλώσσα των ανθρώπων
και είδα κάθε άνθρωπο να έχει μια γλώσσα χωριστή·
τώρα που ακούω τη φωνή του ποιητή
και είναι φωνή ανάμεσα στις άλλες
και όχι όλες οι άλλες μαζί,
τώρα που νιώθω την κτίση σαν ερειπίων σιωπή,
ονομάζω πλάνη τον κόσμο,
ονομάζω πλάνη τις αισθήσεις,
ονομάζω πλάνη τη θεϊκή χαρά.
δ’
Τώρα που άνοιξα τις πληγές των αγίων
και είδα πως είναι σώματα φθαρτά,
τώρα που έσπασα τις σημαντρίδες
και διάβασα μηνύματα ερέβους και φωτός,
τώρα που έπαιξα όλα τα παιχνίδια
του φθόνου, της ντροπής, του Ενδυμίωνα,
ονομάζω ενοχή την αθωότητα,
ονομάζω ενοχή την ενοχή,
ονομάζω ενοχή τις τύψεις των ορίων.
ε’
Τώρα κοιτάζω τον ύπνο της γης και τα όνειρα.
Έι, Μόμπυ Ντικ, αδιάκοπο άσπρο φάντασμα!
μες στα σαγόνια σου στραγγίζουν τα κρανία των ναυτών.
Στ’ απάνεμα σαπίζουν τα κατάρτια
και το κοράκι διακορεύει τις σκιές.
Έι, Γουίλλη, μαύρε Τρίτωνα από το Τζιμπουτί!
ποιες ιστορίες να σου πω και ποια ναυάγια·
κι η αναδυομένη
μωρά γεροντοκόρη δίχως φύση.
Ω καπετάνιε, καπετάνιε μου!
το ξύλινο ποδάρι σου κουτσαίνει στον βυθό.

Γ΄

Υπάρχει, λέω, κάποιος άλλος δρόμος
πέρα απ’ αυτόν που οι χάρτες σημαδεύουν,
μα να προφέρεις πρέπει την αρχή.
Κι ο ποιητής χτυπά στις λέξεις του τη γλώσσα.
Και ο τρελός κρούει τις παλάμες του στη γη.
Κι ο ναυαγός ορέγεται τη σάρκα των συντρόφων.
Μόνο ο τυφλός, που δεν μπορούσε
θριάμβους να χαρεί ούτε και λάφυρα,
έμεινε να οσμίζεται του νόστου τον καπνό.
Ας κινηθεί η πέτρα της σπηλιάς
κι αυτό το σκήνος του νεκρού
ας φωτιστεί για πάντα στο σεντόνι.

ΤΑ ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΑ (1997)

ΜΕ ΤΙΣ ΣΚΙΕΣ

α’
Βγάζεις, βγάζεις τις λέξεις, αφαιρείς,
πολύς φλοιός γύρω στο ποίημα.
Στο τέλος μένουν φράσεις σαν κι αυτήν:
Είμαι καλά.
Τη μέρα φροντίζω τα κατοικίδια,
προσμένοντας το πλιάτσικο της νύχτας.
β’
Τα βράδια βγαίνω με λαστιχένιες μπότες
και ρούχα της δουλειάς.
Σκαλίζω στον κήπο τους σβόλους της μνήμης,
τούς φουφουλιάζω, να δεχτούν τη βροχή.
Βάρυνα εφέτος. Δε φύτεψα ούτε ένα θαύμα.
Κάτι ρίζες μονάχα,
η γλώσσα ίσα-ίσα μην ξεχαστεί.
γ’
Σφάζουν νταούλια στην αυλή,
σφάζουν τσαμπούνες.
Χορεύουν με τα πέλματα λερά
η Σύλβια Πλαθ, ο Αλέξης Τραϊανός,
η Κατερίνα Γώγου.
Χορεύουνε στα αίματα
γυμνά μακεδονίτικα τραγούδια.
δ’
Θα μείνουμε έτσι,
στη στάση αυτή,
ποζάροντας στις μηχανές των φωτογράφων,
λίγο ίσως γερμένοι μπροστά,
σαν να κρατάμε στους ώμους μας
αυτούς που επιστρέψαν,
αυτούς που ταξίδεψαν μόνοι ή παρέα με τα όνειρα
νύχτες και μέρες κάτω από γκρίζους καιρούς
— γιατί όλοι οι καιροί είναι γκρίζοι
και όλα τα οδόσημα
σε φέρνουν πάντοτε πίσω.
ε’
Όλη τη νύχτα ακούγονταν οι γδούποι
στο διπλανό δωμάτιο.
Όλη τη νύχτα σκόνταφταν στη μνήμη
ο Γιώργης Καραΐσκος, ο Πιέρ Πάολο,
ο κομαντάντε Έρνέστο Τσέ Γκεβάρα.
Όπως σκοντάφτει η ελευθερία στον παράδεισο.
Όπως σκοντάφτει το μολύβι μες στις λέξεις.
στ’
Φωτογραφία τού χίλια εννιακόσια σαράντα εννιά.
Στολή του εθνικού στρατού.
Το πρόσωπο σκυμμένο μες στο χρόνο,
σαν σε γαβάθα με γάλα και ψωμί.
Μάλλον Παρασκευή, γιατί τα χέρια
στραγγίζουνε σε λόγια προσευχής.
Ένας λεκές απλώνει στη φανέλα
(αίμα; παραπανίσια νοσταλγία;).
Στην πλάτη τα σκοτάδια των καιρών.
Μπορεί και η χαμένη περηφάνια.
ζ’
από μια φράση του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
«Ή επανάσταση δεν είναι παίξε-γέλασε.
Δεν είναι τρύπα ο μαρξισμός να μπαινοβγαίνεις.
Τουλάχιστον εμείς αγωνιστήκαμε
κι αν αποτύχαμε, ας όψονται τα λάθη.
Να δούμε τί θα κάνουν κι οι νεότεροι»,
έλεγε ο μπάρμπας μου ο Θανάσης,
χρόνια και χρόνια μ’ εξορίες και υπέρταση.
Οι νεότεροι λοιπόν είμαστε εμείς.
Καλά διαχειριζόμαστε τα κληρονομημένα.
Γενιά-γενιά αυγαταίνει η αποτυχία.
ιβ’
Περίσσεψαν οι σκέψεις στο γραφείο.
Πρέπει να βάλω τάξη,
να μη σκοντάφτω απάνω τους.
Την κάθε μια στο φάκελό της,
άλλες στο αρχείο, άλλες για ενέργεια,
άλλες —πριν γίνουνε πληγές— στην ανακύκλωση.
Κι ας λεν «πάει κι αυτός, καπνός του κόσμου»,
οι συνάδελφοι.
ιγ’
Να το πάλι των ματιών το ανάκρουσμα
πίσω απ’ τα βλέφαρα, μην κρυώνουν στο φώς.
Εκεί που κουρνιάζει φοβισμένο το ποίημα,
ένα παλιό, ακίνδυνο πιστόλι.
ιδ’
Σκέφτομαι τα νερά τού κάτω κόσμου.
Πόσο πιο κάτω ακόμα
μπορούν να παρασύρουν
εσπερινούς, παπούτσια κυριακάτικα,
τις αμοιβές των επικηρυγμένων.
Πόσο πιο κάτω ακόμα είναι ή θάλασσα.
ιέ
Προσπάθησα. Σάς λέω ότι προσπάθησα
να διασχίσω το δάσος.
Δε σκιάχτηκα τα ουρλιαχτά των λύκων,
ούτε τη χτένα της μοναξιάς στα μαλλιά μου.
Εκείνη η λάμψη με σταμάτησε,
το φλάς της μηχανής
πού φωτογράφιζε το ταβάνι.
Και γύρισα πίσω.
ιστ’
Τώρα ας σωπάσουμε λίγο
τη λέξη ν’ ακούσουμε θάλασσα,
τις λέξεις των θεών αιγιαλός,
Αιγές, Αιγέας, Αίγισθος,
αιγίθαλος, αιγίοχος, αιγίλωψ,
Αιγαίον, αίγλη, αίγιλος,
αιγίς και αιξ.
Τώρα ας στραφούμε λίγο
να δούμε τούτη την εικόνα•
του ποιητή το γέλιο
μπρος στην αιωνιότητα.

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

α’
Αυτή η κοπέλα που ξυπνά κάθε πρωί
με μια λαίμαργη φλόγα στο λαιμό της,
αυτή η κοπέλα αν είχε ένα ζευγάρι
παπούτσια του χορού,
θα γύριζε όλους τους καιρούς,
χτυπώντας τα κρουστά των ποιητών.
Παίζοντας με τα λόγια τους.
Έτσι όπως παίζει η Ρίτα Χαίηγουωρθ την Τζίλντα.
β’
Τα βράδια στο καφενείο
σκαλώνεις κάπου τα χαμάλικα μάτια σου
κι αρχίζεις να λες:
Ένα κορίτσι που παίζει φλάουτο,
ένα κορίτσι που παίζει κουτσό,
ένα κορίτσι που κεντάει την προίκα του,
ένα κορίτσι που κρύβεται
είναι η αγάπη μου.
Σήμερα όμως, βράδυ Τετάρτης, δε φάνηκες.
Ίσως γιατί έχει μπάλα η τηλεόρασή.
γ’
Μέσα απ’ το σπίτι μου περνάνε τα ποτάμια.
Όχι αυτά με τα νερά και το χρυσάφι,
ούτε τα άλλα που εξημερώνουν το θάνατο.
Από το σπίτι μου περνάνε τα ποτάμια
που μες στα λίγα μέτρα τους
χωρίζουνε το γέλιο σου
απ’ τα στεγνά του κόσμου.
ε’
Καπνίζω το τελευταίο τσιγάρο και σηκώνομαι.
Θέλω να μείνω μα στο δωμάτιο
μπαινοβγαίνουν πουλιά,
οι παλιές σου αγάπες.
Τα μισώ αυτά τα πουλιά, τα ζηλεύω,
αν μπορούσα θα τα ‘πνιγα μ’ ένα μου ποίημα.
Φεύγω όμως και τ’ αφήνω να κουβαλάνε
χώμα και άχυρα, να χτίζουν
στις μασχάλες σου τις φωλιές τους.
Το βράδυ δαγκώνεις πάλι τον ύπνο μου.
Δε συμβαίνει τίποτα, μόνον
που τα όνειρά μου κυκλοφορούν με σημάδια.
Κι ο κόσμος ρωτάει συνέχεια πως και γιατί.
στ’
Α και να είχα μία Ντοτζ αμερικάνικη,
που παίζει στο ραδιόφωνο Πωλ Άνκα.
Θα ’τρεχα πάνω-κάτω στη ζωούλα σου,
θα ‘κανα θρύψαλα ύλες σου τις βιτρίνες.
Α, με μία λιμουζίνα αμερικάνικη
θα σήκωνα τη σκόνη απ’ την αυλή σου.
ζ’
Κάτω από γκρίζα ρούχα το κορμάκι σου•
έτσι που ντύνεσαι, πως να σ’ αποστηθίσω;
Κοιτάζω μόνον, τα μικρά σου στήθη·
τα μάτια τρίβονται μες στις πανσέληνους τους.
Παίζει μια μουσική πρωί-πρωί
σαν διψασμένο ζώο.
Γι’ αυτό δεν έχουν χέρια οι ποιητές.
Τα κόβουν σύρριζα των λέξεων οι λάμες.
ιβ’
Τη νύχτα ανάβω το φιτίλι και περιμένω.
Ν’ ακούσω την έκρηξη, να δω
τα μάτια σου να καίγονται στην τρομερή φωτιά.
Θες η βροχή
(αυτή η βροχή των δυτικών συνοικιών),
θες της αδεξιότητας τα λάθη,
με ξημερώνουν μάταια στο παράθυρο.
Κάτω αρχίζει η κίνηση των δρόμων.
Βαλκανικές φωνές και αποτσίγαρα.
Εσύ ξυπνάς το άλλο σου κορμί,
αυτό που σκιάζεται με τις επιθυμίες.
ιγ’
Εδώ και μέρες χτυπά το τηλέφωνο.
Αν το σηκώσω, λέω, θα σαι εσύ.
Πάλι μ’ αυτήν την τρελή ιστορία
για τα σημεία των καιρών
και για τα τέρατα.
Πάλι μ’ αυτό το ανυπόφορο τέλος,
πως πέθαναν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δεν την αντέχω πια τη φαντασία σου.
Γι’ αυτό κάθομαι ασάλευτος στην καρέκλα
και κάνω πως κοιτάζω τη θάλασσα.
Γι’ αυτό αφήνω να μακραίνουν τα μαλλιά μου.
Σαν τα φτερά του πετεινού μες στα θεμέλια.
ιδ’
Θα σου τσακίσω τα φωνήεντα ένα-ένα.
Τότε να δω (ν’ ακούσω πες),
με σύμφωνα μονάχα μες στο στόμα
πως θα ταΐζεις του έρωτά σου τις φωνές.
ιε’
Ένας βαρύς χορός, αντρίκιος ήταν,
ένας ζεϊμπέκικος.
Κι εσύ με χέρια διάπλατα ανοιχτά,
σταυρός και θηλυκός εσταυρωμένος.
Τρεις μέρες κατόπιν δεν αναστήθηκες.
Δεν αναλήφθηκες πάνω σε φύλλα φωτιάς.
Ούτε και ξαναχόρεψες πια.
ιστ’
Πριν συμβούν όλα αυτά
το τοπίο ντυνόταν στο δέρμα σου.
Μπαίναν τα μάτια μου από παντού,
σαν σαρκοβόρα των θερμοκηπίων.
Με τον καιρό με θέλησες τυφλό.
Τώρα σκάβω με νύχια στα βαθιά,
σαν τυμβωρύχος έρπω μες στις λέξεις.
Θάφτηκαν τα κτερίσματα στις επιχωματώσεις.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΚΑΙ Η ΦΩΤΙΑ (1992)

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Του μίλησε για τον Ηράκλειτο
Και για την Μπαγκαβάτ Γκιτά.
Του μίλησε για τον Οντίν και τον Μπαλντούρ
Τους θεούς του βορρά.
Του μίλησε για το πνεύμα του δάσους
Και τον χορό των Μαγισσών μες στη φωτιά.
Ο άλλος άκουγε κουνώντας το κεφάλι.
Απ’ όλα αυτά, στο τέλος είπε,
Τίποτα δεν υπάρχει.
Ούτε θεοί ούτε δαίμονες
Ούτε ο Αρζούνα ο Ινδός πολεμιστής.
Αν κάτι υπήρχε
Θα μας το είχε δείξει η τηλεόραση.

ΛΙΛΙΘ

Και η δωδεκάχρονη αμαζόνα
Με το βαθύχρωμο σαλβάρι
Και τα μικρά βυζιά κάτω απ’ το μαύρο μπολερό,
Έλα, μου είπε,
Να κοιμηθείς μαζί μου.
Βραδιά σου υπόσχομαι με χάρες νυφικές,
Σώμα ζεστό, στα σχήματα της φλόγας.
Τυφλός την ακολούθησα σε σκοτεινές στοές,
Απ’ τη βουή ξεφεύγοντας της αγοράς.
Κι είδα κιλίμια περσικά, χρυσές χοάνες,
Σκηνές ερωτικές με παχουλά κορμιά
Και στο μιντέρι καθισμένη τη γριά
Μισόγδυτη, τρελή, με τα μαλλιά
Σαν ξέπλεκους ιστούς πάνω στους ώμους
Και το μαρκούτσι του αργιλέ στο στόμα.
Κι ύστερα είδα την ωραία αμαζόνα
Με τα μικρά βυζιά κάτω απ’ του τόξου τη χορδή
Και στον καθρέφτη είδα
Νύχτα που βάθαινε,
Μαύρη τη σελήνη,
Τους τέσσερις μοναχικούς προσκυνητές,
Γύφτους που χόρευαν έξω από τους ρυθμούς,
Μες στους ρυθμούς των μαύρων τους σωμάτων.
Κι ένα κοπάδι πέτρινα άλογα,
Καλπάζοντας ορμητικά ν’ ανηφορίζουν.
Στα γκρίζα πέτρινα λαγόνια τους
Τη λάμψη του ιδρώτα
Και στα ρουθούνια τους αφρούς, δρόμος μακρύς
Ως του γκρεμού το χείλος.
Ορθοποδίζοντας σαν γυμνασμένοι ακροβάτες
Μ’ ένα χλιμίντρισμα άγριο πήδηξαν στο κενό.
Τα μάτια ανοίγοντας βρέθηκα πίσω.
Γυμνή, ανάσκελα πεσμένη στο μιντέρι,
Με το βαθύχρωμο σαλβάρι, το μαύρο μπολερό
Πλάι στο μαξιλάρι διπλωμένα,
Μ’ ένα χαμόγελο στεγνό μέσα από άδειο στόμα
Είδα μονάχα τη γριά.
Έλα, μου είπε,
Να κοιμηθείς μαζί μου.
Το μαύρο χάθηκε στο κόκκινο.
Θα σβήσω τα κεριά.
1989 ΛΙΛΙΘ

ΝΕΡΩΝ ΠΥΡ0ΜΕΝΟΣ

Έλα ηδύποτη φωτιά, γιόρτασε τώρα
Την πόλη τούτη την εφήμερη, θυσία σου προσφέρω
Στο διαρκές ελπίζοντας κι αιώνιο
Θρέψου και ψήλωσε και άφησέ με
Στης φλόγας σου το κέντρο να υπνωτιστώ
Την πένθιμη αποθέωση να νιώσω
Της λύρας της επτάχορδης
Και του αρχιλόχειου μέτρου
Να λάμψει ο στίχος ο καλός
Κι η βλασφημία μου ας υψωθεί στο χρόνο
Χρεία ποτέ δεν είχα των θεών
Και παρελθόν κακό με καταδιώκει
Μα είναι η τέχνη που
Τη μοναξιά μου σαν συνείδηση φωτίζει
Βλέπω τον κύκλο γύρω μου να κλείνει
Συγκλητικοί και ιππείς συνωμοτούν
Κόλακες και ανόητοι με πνίγουν
Το πολλαπλό μου είδωλο
Στην προστασία των κατόπτρων περιφέρω
Ομολογώ, το κύρος του Αυγούστου δε διαφύλαξα
Αλλιώς τι γύρευα πεζός στην αγορά
Με φορεσιά απελεύθερου εμπόρου
Στα ταβερνεία με γυναίκες αργυρώνητες τι γύρευα
Όμως βαραίνει επάνω μου η πορφύρα
Κι η αγωνία στου θεάτρου τη σκηνή
Τον Καίσαρα επευφημούν ή το τραγούδι του
Μ’ απόψε είναι η φωτιά που με παρηγορεί
Φτερά πυρόμενα θερμαίνουν την καρδιά μου
Στην όχθη τούτη έκθαμβος μετρώ το φως
Μέχρι το θάνατο ακινητώ το χρόνο
Κι αν μαύρη η τέφρα μείνει της σορού
Γλυκός θα ναι και άπειρος ο αέρας

ΗΛΘΟΝ ΑΜΑΖΟΝΕΣ ΑΝΤΙΑΝΕΙΡΑΙ

Κοντεύει η ώρα
Κι ούτε στιγμή δε σφάλισα τα μάτια
Κοιτώντας πέρα απ’ τα νερά την τέντα του Άκριτη
Στον ύπνο του ακούγοντας τον οίκτο
Έχω το ρίγος της αυγής
Και του αίματος των σπλάχνων μου το φόβο
Μα τι μπορώ στο χρόνο να χωρίσω
Σταθερά αντικρίζοντας τον κάμπο
Να εκλιπαρήσω μόνο στο παρόν τη σωτηρία
Της παρθενίας μου και του μαστού μου το ανέγγιχτο
Παρούσα εδώ σε κίνηση αιώνων
Αναζητώντας στο ρευστό του ουρανού
Το αγκάλιασμα και το χορό των Άρκτων
Πέτρωσες Άρτεμη
Η θεϊκή σαΐτα δεν ηχεί
Και τους μηρούς σου τύλιξε ανθεκτικό χορτάρι
Μόνη απόμεινα αιχμή
Των μύθων στην καρδιά της αυτοκρατορίας
Τούτο το σύνορο με θλίβει
Η θάλασσα κι ο ποταμός είναι το φως
Κι η άλλη όχθη πένθιμη ακινησία
Με τους απόβλητους συμμάχησα εν τέλει
Για μια αναμέτρηση που ήδη έχει κριθεί
Ωστόσο μόνη πάω τη ζωή μου
Τους οιωνούς και τα σημεία αγνοώντας
Στα χέρια μου λατρεύοντας τη μαλακή βροχή
Και το αραβίτικο γαλάζιο μου κοντάρι
Ας πλέξω τώρα τα μαλλιά μου
Γυναίκα πρώτα
Κόρη θηλύτεκνης φυλής
Που των άντρων το στέρνο δεν εγνώρισα
Παρά μονάχα ως σκεύος του πολέμου
Κι η κούπα με τον κρόκο να ’ναι έτοιμη
Τα νύχια του άλογου μου να βάψω

ΔΟΝ ΣΑΝΤΣΟ ΠΑΝΤΣΑ ΝΤΕ ΛΑ ΜΑΝΤΣΑ
Ο ΙΠΠΟΚΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΕΙΝΗΣ ΜΟΡΦΗΣ

Να ‘μαι και πάλι τώρα εδώ,
πάνω απ’ τους τόπους της φτωχής γεωγραφίας,
μια κι όπως λεν τα πάντα είναι παρόντα
κι αυτό που ήταν μια φορά ακόμα είναι.
Μέσα απ’ το φως κοιτάζοντας τη φλόγα
και μέσα από τη λάμψη τη φωτιά.
Καθήκον είχα ως παλιός χριστιανός
έργα και λόγια των κυρίων να πιστεύω·
ήσυχος του ύπνου τον μανδύα τυλιγόμουν.
Στα όνειρά μου έτρεχαν νερά
απ’ τις βρυσοπηγές της Αραγώνας·
ήχοι άλλοι δεν με τάραξαν ποτέ
ούτε γητειές παραμυθένιων μάγων.
Τυχαία μου έπεσε στα χέρια η φυλλάδα
κι όπως κουτσά στραβά τις λέξεις σεργιανούσα
της σκευωρίας βρήκα την κλωστή.
Τα μυστικά τους πάρε δώσε αγνοώ, μα ξέρω τώρα
πως και οι δυο δοξάστηκαν στη ράχη μου πατώντας.
Πολλοί εξαρχής με είχαν συμβουλέψει:
μη βγεις στον δρόμο με τρελό, θα φορτωθείς μπελάδες,
μ’ αρχοντοπούλες μου είχε τάξει και οφφίτσια·
έτσι καβάλησα το γκρίζο μου γαϊδούρι
μια τίμια προσμένοντας συναλλαγή.
Ωστόσο ο Δον Κιχάνο με ξεγέλασε
στου κουλοχέρη εγκαταλείποντάς με τη γραφίδα·
έρμαιο αφέθηκα πράξεων γελοίων
που οι ίδιοι μηχανεύτηκαν για μένα·
ήμουν εγώ ο αλανιάρης σκύλος της Αποκριάς.
Ήμουν αυτός που απόμεινα στεγνά να ονομάζομαι
Σάντσο Πάντσα, ο πλανόδιος κοιλαράς,
ειρηνικός ακόλουθος του ιδάλγου·
ένας αγροίκος, κουτοπόνηρος χωριάτης,
που σε όλα πίστευε και αμφέβαλλε για όλα,
ο πάντα δεύτερος σ’ αυτή την κωμωδία.
Κι αν τελικά με κράτησαν στα μέτρα της σειράς μου
και δεν ελπίζω σε τίποτε πια,
διόλου δεν θλίβομαι.
Ξέρω καλά πως η ιστορία ευνοεί τους ισχυρούς.
Δεν αφαιρώ και δεν προσθέτω·
πέρα απ’ τον χρόνο σμίγω με τον χρόνο·
μένω της μάνας μου ο γιος·
μένω μονάχα ο Σάντσο.
Αυτός που είμαι εγώ.

ΑΛΥΤΟ ΜΑΤΙ

Τότε ήταν η εποχή των Ελλήνων
Που ταξίδευαν στη στεριά τα τοπία του πόντου,
Ορειβατώντας κάτισχνοι σαν ένθεοι ερημίτες,
Μνήμες φέροντες και φαντάσματα στις ποδιές τους.
Τότε ήταν που η γρια-Σουλτάνα
Έπλενε κάθε μέρα στην αυλή
Τα ρούχα της καταστροφής
Κι άδειαζε στις τσουκνίδες τ’ απονέρια,
Όπου λίγο μετά ανάβλυζαν πομφόλυγες αίματος.
Ώσπου ήρθε στον ύπνο της η πεθαμένη
Ντυμένη πορφύρα και στέμμα.
Κυρία, είπε,
Κόρη της Άννας της Ανατολής και του αρκουδιάρη,
Εκεί όπου ρίχνεις της πλύσης τα νερά και τα σαπούνια
Βρίσκεται μαζεμένο το αίμα του πνιγμού
Και των δαχτύλων του φονιά το βάθεμα.
Λίγη κανέλλα με λεμόνι ή παγωμένο τσάι πότισέ με,
Όπως τη μέρα εκείνη στην πατρίδα,
Που τα μαλλιά μου έκοψες
Να ξεβασκάνεις τον γιο σου,
Πυρώνοντάς τα στο καρβουνάκι του θυμιατού,
Και με χαμόμηλο δρόσισες το χώμα,
Σπένδοντας στους νεκρούς.
Τούτος ο τόπος της ταφής ήρθε μαζί σου,
Ακολουθώντας το άνοιγμα της γης,
Ρώμη, Ελλήσποντο και τώρα εδώ,
Στις παρυφές των ηπείρων.
Τότε ήταν που η γρια-Σουλτάνα
Νύχτα, με το φεγγάρι στο σημείο του φόβου,
Στα δόντια σφίγγοντας μαύρου κόκορα φτερό,
Έμπηξε δεκατρείς φορές το φτυάρι,
Τ’ όνομα ιχνηλατώντας και το στόμα
Αμαλασούνθης Βασιλίσσης θύματος φθόνου,
Ξεθάβοντας το διάδημα πρώτα και μετά
Τον αρραβώνα του γιου της Δημητράκη,
Που πήγε δεκαοχτώ χρονώ από
Άλυτο μάτι.
1990 ΑΛΥΤΟ ΜΑΤΙ

ΝΕΚΡΙΚΟ I

Να κάψεις πρώτα τη βελόνα στη φωτιά
Ώσπου το ατσάλι, της φωτιάς
Το πύρινο δαιμόνιο ν’ ανταμώσει
Στ’ ακρόνυχα μετά να τη σταυρώσεις
Και στου νεκρού τον αφαλό
Μέχρι το μάτι της κλωστής να τη σταυρώσεις
Λόγια αρχαία που δε βρίσκονται
Γραμμένα σε χαρτί να ψιθυρίσεις
Έτσι θα λάβει σχήμα εντός του η σιωπή
Και θα ’ρθει ο θάνατος πολύς
Να λύσει το κορμί του
Έτσι δε θα γυρνά γυμνός τις πόρτες να χτυπά
Λερός από τα χώματα τυφλός από τα φίδια
Ούτε καβάλα σ’ άλογο μαύρο θ’ αναζητά
Τα δάση που ποτίζονται απ’ του αίματος τις στέρνες
Μόνον τ’ αχνάρια του σκυφτού νερού θ’ ακολουθά
Στην όχθη σημαδεύοντας της νύχτας τα λιθάρια

ΝΕΚΡΙΚΟ II

Και βρέθηκε γυμνός στην ποταμιά
Κει που παραμονεύει η Μονοβύζα
Ξεδοντιασμένη και άχολη γριά
Ε! ασυλλόγιστε, του φώναξε, που πας;
Στον κάτω κόσμο που τραβάς με άδεια χέρια
Εκεί δεν έχει σύνορα το φως
Εκεί δεν έχει ο χρόνος εξουσία
Τη μαύρη πέτρα σαν διαβείς
Της νοσταλγίας μοναχά το γάλα θα βυζαίνεις
Πάρε μαζί σου σπόρο και νερό
Πάρε τη μυρουδιά αγαπημένου
Το δρόμο σου να βρεις στο γυρισμό
Πάρε κι απ’ το γλυκό κρασί να πιουν οι πεθαμένοι
Που θέλουνε καλόπιασμα για να σου δώσουν θώρι
Κι αν τύχεις σαραντάπηχους απ’ το παλιό το γένος
Πες τους θ’ ανάψω τις φωτιές νύχτα Μεγάλη Πέμπτη
Ν’ ανέβουνε να ζεσταθούν όπως τ’ αρχαία χρόνια
Ν’ ανέβει και τ’ αγόρι μου που το ’χουν σκοτωμένο
Ανήμερα που μου ’φεύγε να βάλει το στεφάνι
Κι η δόλια αντάμα ετοίμαζα πικρό πιοτό και ρύζι
Αντάμα το ’ντυνα γαμπρό και το νεκροφιλούσα
Μ’ αν τύχεις μοναχά ρωμιούς διπλοπροσκυνημένους
Στείλε θλιφτή παραγγελιά να κλάψω η ρημαγμένη
Ν’ απελπιστώ τα μαύρα μου ποτέ πως θα τα βγάλω
Και πως στα μάτια μου θα δω της χελιδόνας τ’ άσπρο
Ν’ ανέβω κει στ’ απάτητα που ο αμάραντος φυτρώνει
Να μαζευτώ στον ίσκιο μου σαν φίδι μες στην πέτρα

ΔΙΗΓΗΣΗ ΧΩΡΙΚΟΥ
ΣΕ ΜΙΚΡΟΑΣΤΟ ΝΕΟ

Τις νύχτες που ο άνεμος καθαρίζει τους ήχους
Ακούς ν’ αδειάζουν τα χωριά.
Φεύγουνε οι ξωθιές κι οι αρκουδιάρηδες,
Φεύγουν οι σαλεμένοι.
Πίσω τους μαγεμένα ακολουθούν
Τα παιδιά μας με το φεγγάρι στα μάτια.
Κι αφού διαβούν τα πέτρινα γεφύρια,
Σταυρώνοντας ψηλά τα δάχτυλά τους,
Στα μέρη εκείνα φτάνουν που τα λένε
Των άσαρκων η χώρα.
Εκεί οι γύφτοι στήνουν τις φωτιές τους
Και με τα ντέφια τους κρατάνε τους ρυθμούς.
Εκεί οι μάγισσες τ ’αγόρια ξελογιάζουν.
Κι όταν του τράγου πέφτει το κεφάλι
Γυμνώνουν οι κοπέλες τα βυζιά τους
Και τα μαλλιά τους άσεμνα τα λύνουν.
Τότε γεννιούνται τα παιδιά τους,
Αλαφροΐσκιωτα, με την τρίχα στην πλάτη,
Αλαφροπάτητα, μην τύχει και ταράξουν
Το δείπνο των δαιμόνων.
Σαν επιστρέφουν πριν απ’ την αυγή,
Έχοντας κόμπο στο μαντίλι τους δεμένο
Το μάτι του διαβόλου
Πια δεν μιλούν.
Κάθονται στο κατώφλι και κοιτούν
Τους τόπους που φουσκώνουν τα ποτάμια.
Στα λέω αυτά κι ας μην καταλαβαίνεις,
Γιατί εσύ ποτέ σου δεν ημέρεψες
Με το βλέμμα το βλέμμα του σκύλου,
Όταν γυρίζει μέσα του το αγρίμι.
Γιατί κι εσύ, μες στις δικές σου νύχτες,
Καθώς στερεύουν όλα τα κανάλια,
Αυτά που δεν καταλαβαίνεις ονειρεύεσαι.

ΖΕΣΤΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ (1988)

ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ

Μην τους αγγίζετε αυτούς τους αγγέλους.
Είναι δικοί μου κι αντί για άσπρα φτερά
φοράνε μαύρες σημαίες.
Μεθυσμένοι ερωτεύονται και μες στο μυαλό τους
έχουν χιλιάδες αποσυνδεμένα καλώδια
από χιλιάδες λοβοτομές.
Παίζουν τα δικά τους παιχνίδια
με γυάλινες χάντρες,
ξεκούρδιστες χορδές·
βγάζουν τη γλώσσα τους σαν τα παιδιά,
κουνάνε πάνω κάτω τα χέρια τους,
ενθουσιάζονται
και κάνουν «τζα»
πίσω απ’ τους στύλους του ηλεκτρικού.
Μέσα σε λάμψεις θανάτου αγαπιούνται τις νύχτες
στα κοιμητήρια της θαμπής τους ζωής.
Μην τους αγγίζετε τους δικούς μου αγγέλους.
Πονάνε.

ΜΠΛΟΥΖ

Είναι η θλίψη της νύχτας,
η ερημιά
των κατάφωτων δρόμων,
καθώς βαδίζεις ανώδυνος
με το τσιγάρο στα χείλη,
με τις γροθιές σφιγμένες στις τσέπες,
μια και δεν έχεις πού να τις τινάξεις
ή μάλλον έχεις, μα δεν τολμάς.
Σχισμένα βλέμματα
έρπουν στο σώμα σου,
κουρελιασμένες αισθήσεις
σε ανιχνεύουν.
Αγωνιάς να ξεφύγεις
ακίνητος,
φυλλομετρώντας ξανά και ξανά
τα γερασμένα σου παραμύθια.
Γίνεσαι ο λύκος
στο κρεβάτι της γιαγιάς,
ο δράκος που καταβροχθίζει
τα κορίτσια του.
Αγκάθι γίνεσαι στην καρδιά
της πεντάμορφης,
ο κακομούτσουνος παλιάτσος
στην αυλή του βασιλιά.
Είναι εκείνο το τραγούδι,
απέραντη περιπλάνηση μπλουζ μοναξιάς,
με την πνιγμένη φωνή
της μεγάλης Μάμα,
με τη γλώσσα
ξασπρισμένη στα δόντια,
νυν και αεί προσευχή των ανώνυμων·
οι βελονιές του σαξοφώνου
στις χαλαρές ραφές του εγκεφάλου,
τα καράβια
που σε ταξίδεψαν σε τοπία δυσβάσταχτα,
που θα ταξιδέψουν
ακόμα.

Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΦΟΡΒΑΛΗΣ

Τη γυναίκα την έλεγαν Φορβάλη
και ήταν όντως περίτεχνη.
Αγαπούσε παράφορα
τη σημασία των λέξεων
και τα μικρά εκείνα χωνάκια
που επιμένουν να πάλλονται
στις παρυφές των αμμολόφων.
Η διαρκής υγρασία της θάλασσας
κάτω απ’ τα πέλματά της,
καθώς και η διαφάνεια των μύθων της
της επέτρεπαν να κινείται νοσταλγικά
στα θεωρεία και στους διαδρόμους
των πάλαι ποτέ ενδόξων θεάτρων.
Κανένα παρόν δεν έκαιγε στα στήθη της,
κανένας θεσμός δεν διαπερνούσε
το φάσμα των δακρυγόνων.
Ταξίδευε ανελλιπώς κάθε πρωί
στις γειτονιές των φτωχών
και θαύμαζε τα ασπρόρουχα
που στέγνωναν στους εξώστες.
Το μεσημέρι
επέστρεφε για να λουστεί
στο αίμα των υπερχιλίων εραστών
που σφάζονταν μπρος στην εξώπορτά της.
Και το βραδάκι,
ακολουθώντας τους χάρτες της,
έφτανε στις σκηνές των στρατηγών,
παίρνοντας πάλι τη θέση της
στη σκακιέρα.

ΟΠΩΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Κάθομαι και κοιτάζω τα πουλιά μέσα στο σπίτι.
Μίζερα πουλιά, κακοφτιαγμένα είναι,
αταξινόμητα.
Ούτε πετάνε ούτε τραγουδάνε
ούτε τσιμπολογάνε με τα ράμφη τους
τις αισθήσεις.
Στέκονται ασάλευτα πάνω στις ράγες του τραίνου
που περνά τακτικά από δω·
ασάλευτα και τα μάτια τους,
στυλωμένα στο ίδιο σημείο.

Περιμένουν το τραίνο, μου λέει ο σταθμάρχης.
Θα κάνουν ένα ταξιδάκι αναψυχής στην ενδοχώρα.

Το τραίνο περιμένω κι εγώ
–Γι’ αυτό εξάλλου κι οι βαλίτσες πλάι στα πόδια μου.
Όχι εκείνο της ζωής
με τα πολλά βαγόνια και τις ανέσεις,
μα αυτό των μία παρά τέταρτο
που έχει καθυστέρηση στα σύνορα
και θα ‘ρθει χαράματα όπως συνήθως.
Μέχρι να φτάσει
καθόμαστε όλοι εδώ μέσα στο σπίτι
χωρίς να μιλάμε,
χωρίς να καπνίζουμε,
χωρίς να λύνουμε σταυρόλεξα ή γόρδιους κόμπους.
Στοιχειώνουμε μόνο.

ΑΨΟΓΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ

Τσιγάρο πρώτο
Τώρα θα ζήσεις μονάχος
σ’ αυτό το χέρσο δωμάτιο,
χωρίς κουρτίνες,
χωρίς μπαλόνια φουσκωμένα με ανάσα ή με ήλιον,
χωρίς ινδάλματα κρεμασμένα απ’ την οροφή.
Σ’ αυτό το δωμάτιο

με φτερουγίσματα απολιθωμένων πουλιών
κι ερωτικές περιπτύξεις φαντάσματα,
με την τεράστια σκιά του καρφιού
που παλινδρομεί σπασμωδικά στο μέτωπό σου,
στάζοντας άχρωμο αίμα σε κάθε του έξοδο.

Κερνώντας στον εαυτό σου παγωμένη αδράνεια,
κατεψυγμένα χρώματα, κομμάτια
σκόνης που χούφτα χούφτα συσσώρευες.
Πλάι στο παράθυρο η διάτρητη νύχτα,
το τρίξιμο του ξεραμένου φεγγαριού στη συστολή του,
το μολυσμένο δέντρο της αυλής
με τα σφαγμένα δάχτυλα στα κλαδιά του.
Απόκοσμος φόβος θα συγκλονίζει τα μάτια σου.
Τσιγάρο δεύτερο
Τώρα θα ζήσεις εδώ,
κοιτάζοντας γύρω γύρω τη λάμπα,
τα περιττώματα των εντόμων στο γυαλί,
πάνω στο σώμα σου τα περιττώματα
της νοσταλγίας.
Στον καθρέφτη κοιτάζοντας
τη σφιγμένη σου μάσκα να χάσκει
στο γεμάτο μαύρο κενό·

αναπαράσταση απέραντου κόσμου
που με ρυθμούς αλυσίδες σε καταδίωκε.

Θ’ ακούς την καρδιά σου να πάλλεται
στις τεντωμένες σου φλέβες,
καθώς κουβέντες εκρήξεις
θα σπρώχνονται μέσα σου,
θα πιέζουν ν’ ανοίξουν το στήθος σου,
να ξεχυθούν, στα κρανία να τελειώσουν
των πεθαμένων.
Όχι, κανείς δεν θα’ ναι απέναντί σου.
Μονάχα το σάβανο φως θα λύνει το βλέμμα σου
ή θα τυλίγει προσεχτικά το μυαλό σου
στο καλό του κοστούμι.
Τσιγάρο τρίτο
Τώρα εδώ θα περιμένεις τους διώκτες σου.
Παραδομένος,
άφωνος στον λαιμό θα καρφώνεις τα νύχια σου,
άφωνος όπως πάντα.
Θυμάσαι εκείνα τα είδωλα βράδια
που τσάκιζες τη γλώσσα σου στα δόντια
μη σου ξεφύγει ο μεθυσμένος άγγελος
που παραμόνευε στο στόμα σου γυμνός;
Ομίχλη μες στην ομίχλη, κενό μες στο κενό·
χωρίς οινόπνευμα, χωρίς τσιγάρο,
χωρίς τα νέγρικα μπλουζ που σε φαρμάκωναν·
με τον βολβό να φωσφορίζει πλάι στην πόρτα,
με την αλλόκοτη κραυγή του φεγγαριού
στο καινούριο του γέμισμα.
Τσιγάρο τέταρτο
Τώρα εδώ θα ηλεκτρίζεις τα νεύρα σου·
ρημαγμένες εικόνες τρελών,
σκαμμένα μάγουλα θα διώχνουν τον νου σου.

Θα εγκαταλείπεσαι σε σταθμούς δίχως σήμερα,
αραχνιασμένα βαγόνια,
κλειδούχους αγάλματα,
μαζεύοντας κάθε τόσο στα δίχτυα σου
το σύντριμμα των γιορτών,
λάσπη μέσα στη λάσπη τη μνήμη σου.

Θα κλαις το γέλιο που ποτέ σου δεν γέλασες
στο κροτάλισμα των χτικιασμένων χεριών σου·
θ’ αγγίζεις το αίμα,
μαζεύοντας γύρω σου σημαδεμένους τοίχους,
σκίζοντας με τα χείλη σου την ίδια πάντοτε φράση:
Μόνον η νύχτα ξέρει γιατί δεν αντέξαμε.

ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ

Μες στο μυαλό μου σε γδύνω ξανά.
Χωρίς χυδαίες κινήσεις,
χωρίς χαμηλούς φωτισμούς
και πάνω απ’ όλα:
όχι εντελώς.
Αφήνω απείραχτο στη θέση του το δέρμα σου
να παίρνει χρώμα η φαντασίωση
–εκείνους τους ιριδισμούς εννοώ
που ανατριχιάζει καθώς αγαπιέσαι.
Είμαστε στην μπανιέρα σου
–όχι στην καθημερινή,
στην άλλη–
με τα χρυσά λιονταράκια στα ρουμπινέτα
και τ’ αλαβάστρινα φεγγάρια
του γέλιου σου.
Γλιστρούν τα χείλη σου,
γλιστρούν τα μάτια σου στο νερό,
γλιστράς ολόκληρη.
Μ’ αρέσει έτσι·
με τη σαμπάνια στον πάγο,
με τους αφρούς
να σκεπάζουν τα πόδια σου,
με τα ξανθά σου μαλλιά να μυρίζουν
μεσκαλίνη και έρωτα.
Μ’ αρέσει εδώ·
με τους περίτεχνους καθρέφτες
των φόβων σου,
με τις πετσέτες
που στεγνώνουν τον πόθο,
με τα φτερά σου που ξεκουράζονται
στην κρεμάστρα.
Ζεστά είναι,
τρυφερά και διάχυτα,
εύπλαστα όλα για τα παιχνίδια
των αισθήσεων.
Πρέπει να φύγω όμως,
το τελευταίο λεωφορείο φτάνει,
κοντεύουν μεσάνυχτα.
Την άλλη φορά
θα φροντίσω να είμαι
στη στάση νωρίς·
να προλάβουμε,
πέρα απ’ τα σώματα, ν’ απολαύσουμε
και κανένα τσιγάρο
απ’ τα δικά σου,
τ’ αμερικάνικα,
γλυκιά μου Μαίρυλιν.

ΥΣΤΕΡΑ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

Γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε
Τα τακούνια της ρυθμοί λαμπεροί
Ανάλαφρα χόρευαν στο λιθόστρωτο
Τη σιωπή του
Πιο ψηλά οι γοφοί της
Μαλακά θροΐζοντας στο μετάξι
Αδειάζοντας πίσω της παρενθέσεις
Το βλέμμα του
Απόμεινε εκεί φιγούρα μοναχική
Λεπτομέρεια αυτός
Κάτω απ’ την πινακίδα
Του ορίου ταχύτητας

Φορτηγό θιάσου
Μπροστά του σταμάτησε
Οι θεατρίνοι
Στην επαρχία
Οθέλλο θα έπαιζαν
Πήγε μαζί τους
Μεταμφιέστηκε

Τα χέρια του τέντωσε στο κενό
Και τα έσφιξε
Ο λαιμός της
Τσακίστηκε στα μπράτσα του
Σωριάστηκε νεκρή στη σκηνή

Η λάμψη των τακουνιών μαζί της χανόταν
Τόπους λευκούς ορίζοντας στο κορμί του
Αυτός εκεί διπλωμένη σκιά
Μάτι υπόλειμμα μηρυκάζοντας
Το ελάχιστο φως
Κάτω απ’ την πινακίδα του τέλους
Ορίου ταχύτητας

ΠΑΛΙ ΓΥΡΙΖΕΙ

Πήρε την παρτιτούρα
Και ψαλίδισε τις νότες μία-μία
Στον αέρα τις φύσηξε
Μάζεψε όσες πρόφτασε αιωρούμενες
Και τις ξανακόλλησε στην τύχη
Ύστερα κάθισε στο πιάνο
Τα δάχτυλά του ξεβίδωσε
Στη θέση τους προσάρμοσε
Αρνητικών ρολά
Ξανθές φωτογραφίες, μνήμες ξανθές
Τη ματιά του βαθαίνοντας στον καθρέφτη
Ξανθιά την εικόνα της σε φόρεμα αίμα
Τη χτύπησε με δύναμη στα πλήχτρα
Τον ήχο της άκουσε
Το σελλυλόιντ
Να τσαλακώνεται
Στις διέσεις

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ

Να τη λοιπόν η γενέθλια πόλη μου
Αναδύεται πολύκλαδο μάτι
Απ’ την υγρή πορσελάνη της νύχτας
Οι πύλες της
Ορθώνονται στο άπειρο
Ανεξερεύνητα σχήματα
Στη συμμετρία του χώρου
Να τη λοιπόν
Εικόνα διάφανη και μετέωρη
Τρυφερό ρωγοβύζι, τροφός
Του μετέωρου βρέφους
Οι νύφες της
Ματώνουν τα φυλλώματα
Τολμηρά οδηγούν τη βροχή
Στα πυρωμένα τους σκέλη
ΟΜ!
Άνοιξε τις παλάμες σου
Να φωλιάσει ο αετός
Οι θυρεοί πέτρωσαν στις αψίδες
Πριν τους αγγίξεις
ΟΜ!
Σε καμιά φυλακή δεν μπορείς
Να εξοντώσεις το λόγο
Που αναβλύζει απ’ τις αρχαίες πηγές
Δέξου στα χείλη σου τα χείλη
Το ρυθμό του φιλιού της παρθένας
Στο μυστικό τραγούδι του κόλπου της
Καθώς κοιτάζω το πρόσωπο
Το καθαρό δέρμα
Της γυναίκας που λάτρεψαν οι επίγονοι
Νιώθω στο στήθος μου να φυλλορροεί
Το τέλειο άνθος
Απογυμνώνομαι
Η ουρά του κομήτη φλογίζει τη μνήμη μου
Παρένθεση ερωτική
Στην τροχιά που διαγράφει ο χρόνος
Υπέρτατο πλάσμα
Στον αφαλό σου συγκλίνουν οι μύθοι
Που αναζητούσαν αιώνες τη λάμψη σου
Για να λάμψουν
Η καυτή ανάσα σου
Πληγιάζει τον ώμο μου
Ιδού η ένωση
Κι ο οργασμός του κενού
Οι νέοι κόκκοι γεννιούνται
Πριν τραβηχτώ
Και η απόσταση μένει ασάλευτη
Βρίσκονται όλα τόσο κοντά
Μ’ αγκαλιάζουν
Βγαίνω έξω απ’ το σώμα μου
Ρίχνοντας βλέμματα κλεφτά
Στις παραδόσεις σου

ΖΕΣΤΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

Στην Κατερίνα Γώγου

Να τη φοβάστε την πανσέληνο.
Να μαζεύεστε στα σπίτια σας νωρίς
και ν’ ασφαλίζετε καλά την εξώπορτα.
Να προσεύχεστε
και να κοιμάστε με το βαφτιστικό σας σταυρουδάκι
κρεμασμένο στο στήθος.
Γιατί έξω
κάθε πανσέληνο
κυκλοφορούν οι ποιητές
ίδιοι λυκάνθρωποι.
Κατασπαράζοντας τα ήθη
των αθώων,
διψώντας για το αίμα
των ανύποπτων,
καλώντας με ουρλιαχτά
το Αρχαίο Νερό
που θα’ρθει κάποτε και θα σας κατακλύσει.
Να φοβάστε την πανσέληνο.
Στις γωνιές παραμονεύουν
τα επικίνδυνα όνειρα.

ΣΤΗ ΜΟΥΒΙΟΛΑ (1986)

XII
Το βέλο σκέπαζε το πρόσωπό της.
Τα μαύρα της γάντια
κεντημένα με στρας
έφταναν ως τους αγκώνες.
Οι μαύρες της κάλτσες
δίπλωναν ψηλά στους μηρούς.
Το υπόλοιπο σώμα
φωτιζόταν γυμνό
από τους προβολείς των περιπόλων.
Ήταν η γυναίκα νεκρολούλουδο
που άνθιζε στο κέντρο της πόλης
τις νύχτες που οι μόνοι
μεθυσμένοι τη γύρευαν.
XVIII
Ήταν ένα τραγούδι χωρίς ρεφρέν μμμ! μπορεί και χωρίς λόγια ο δίσκος γύριζε στο πικ-απ ώρες ολόκληρες ο σαλτιμπάγκος χοροπηδούσε από τραπέζι σε τραπέζι ήταν γιορτή ναι δεν θυμόταν καλά πάει καιρός ένα τραγούδι παράξενο με φωτιές ο λόφος με τ’ ακατάστατα δέντρα με τους ανέμους πνιγμένο σε ιδιοφυείς συζητήσεις και ακριβά αυτοκίνητα ασθενοφόρα σε σταθερές διαδρομές μια πιστολιά μετά τίποτε ο δίσκος γύριζε στο πικάπ δεν θυμόταν καλά ένας Ασιάτης στις ράγες του τραίνου αποκεφαλισμένος από τα φτυάρια των εργατών είχε πανιάσει προσπαθούσε αγωνιζόταν ν’ αγγίξει την ατμόσφαιρα δεν τα κατάφερνε οι νεκροί βγάζαν τη γλώσσα τους σίγουρα ήταν γιορτή έτρεχε να προλάβει με τη γαλάζια έξωμη τουαλέτα γύριζαν όλα κάποιος τη φίλησε εκεί λίγο κάτω απ’ τ’ αυτί καιγόταν ο καβαλάρης των άστρων με τ’ ασημένια σιρίτια μετά οι φωνές απ’ τους δρόμους και οι κρότοι τα παιδιά στους δρόμους τα παιδιά με συνθήματα δίχως τίποτε άλλο με τις μαύρες σημαίες ο δίσκος γύριζε στο πικάπ έφιπποι χωροφύλακες στους δρόμους κάτι που πήγαινε ν’ αλλάξει τα όνειρα τους ήξερε αυτούς που δεν έκαναν όνειρα τους φοβόταν ένα τραγούδι που έφτανε τώρα κομματιασμένο ο χορός το κονιάκ όλα γύριζαν ο σαλτιμπάγκος κρεμασμένος στον πολυέλαιο δείχνοντας την πληγιασμένη του γλώσσα οι άδειες του κόγχες έχασκαν φωλιές μοναξιάς τα παιδιά πεσμένα στην άσφαλτο ματωμένα υφάσματα κάτι που δεν άλλαξε δεν θυμόταν καλά αλαφιασμένη έτρεχε με τις γόβες στο χέρι να προλάβει κάποιοι την άρπαξαν την έσυραν στους δια-δρόμους σε ασφυκτικούς ατέλειωτους διαδρόμους οι άλλοι διασκέδαζαν ανύποπτοι ήταν γιορτή πάει καιρός και ήταν νύχτα οι άλλοι γελούσαν ανύποπτοι τους φοβόταν τους άλλους τους ήξερε μετά η ένεση η αηδία και ο τρόμος του κόσμου μετά τίποτε ένας ακόμη χορός το τραγούδι που δεν τελείωνε είχε ιδρώσει δεν θυμόταν καλά ο θόρυβος του απόλυτου η παρουσία της ζωής πίσω από τις κουρτίνες η αγωνία του επερχόμενου η αγωνία της ζωής το τραγούδι που τα ήθελε όλα η αγωνία προσπαθούσε αγωνιζόταν να θυμηθεί οι φωτιές στις πλατείες κάποιος τη φίλησε εκεί στο λακκάκι του λαιμού κάποιος τον ήξερε τότε πεσμένος μπρούμυτα στη σάλα του χορού πεσμένος μπρούμυτα στο λιθόστρωτο με τη σημαία πάνω του να τον σκεπάζει αυτοί οι άλλοι τους ήξερε με τα πηλίκια της εξουσίας να τον πατάνε τους ήξερε τους φοβόταν η νοσοκόμα που αποστείρωνε τη σύριγγα το τραγούδι που δυνάμωνε σπάζοντας τα ποτήρια της σαμπάνιας σπάζοντας τις δικλείδες ασφαλείας που δυνάμωνε που δυνάμωνε τον καυτό αέρα της παράκρουσης κυριαρχούσε στον θάνατο κυριαρχούσε σπάζοντας τον θάνατο κυριαρχούσε ναι δεν θυμόταν καλά το τραγούδι η κραυγή της στις τσίγκινες πλάκες των θερμοκρασιών σείοντας τα θεμέλια των ψυχιατρείων
XX
Η εικόνα αντήχησε στα μάτια της
καθώς η αρτηρία ξεσπούσε ανοιγμένη.
Ξημέρωνε.
Ο πρωινός αέρας αναπτέρωνε
το ματωμένο γέλιο της ήβης της.

…ΚΑΙ ΝΑ ΜΠΛΟΦΑΡΟΥΜΕ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ (1984)

ΤΟ ΡΥΘΜΙΚΟ ΠΑΡΤΥ

Τα προκάτ όνειρα
Με τη μονοχρωμία των επιτάφιων αισθημάτων.
Τα ξεχασμένα κελιά του Στανχάϊμ
με την αιωρούμενη καρδιά της αντίστασης.
Η μυστική ιστορία που γράφεται
στη δυσοσμία των επιτηρούμενων δρόμων.
Ελευθερία, Ελευθερία,,
απέραντο χάσμα ανάμεσά μας.

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ 5ΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ

Εδώ που είμαι θα μείνω
Να ζωγραφίσω την ευτυχία
Ένα ζευγάρι κάλτσες
Την άγια οικογένεια
Ανάμεσα στην κλείδωση και στον καρπό
Μισός πλαστικό μισός βαμβάκι
Διαρκώς εδώ
Στα κατάλοιπα των ονείρων
Με τέσσερις εποχές βουτηγμένες στη λάσπη
Ανάμεσα στο τρία και στο επτά
Να θυμάμαι τα παραγγέλματα των βολών
Ανάμεσα στην κάννη και στον στόχο
Να κρατώ με ασφάλεια
Τα στολίδια της τέχνης
Το γλυκό φτάρνισμα
Της συναχωμένης γενιάς μου
Διαρκώς, διαρκώς
Μισός δέντρο, μισός αναψυκτικό
Με την ωραία κοιμωμένη στο πλάι μου
Στη σύντομη λάμψη του οργασμού της
Ανάμεσα στον ενεστώτα και στον αόριστο
Ν’ απορρίπτω την αθανασία της αλήθειας
Να θλίβομαι
Με την ειρήνη του κόσμου
Ανάμεσα στο γιατί και στο διότι
Ν’ απλώνω το χέρι ζητιανεύοντας
Τα ιερά μυστικά σας
Μισός λεπτοδείχτης, μισός καλώδιο
Μισός.
Εν τέλει θα μείνω εδώ ευλογώντας.
Έτσι κι αλλιώς άλλοι πληρώνουν.

ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΣΥΝΟΥΣΙΑ

Απόψε δεν θα κυνηγήσω τους ανθρώπους.
Ούτε θα σημαδέψω με το δάχτυλο τα πουλιά.
Απόψε θα μπω στο ασημένιο δωμάτιο.
Μπαίνω και σκοντάφτω στο φως. Ευαγγελίζομαι
τους κρεμαστούς κήπους του Ιουλίου.
Γλύφοντας πού και πού σε ξεραμένα φύλλα
το μυαλό μου.

ΚΑΙ ΟΙ ΗΜΙΚΡΑΝΙΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ

Παραγγέλνει καφέ κι ανάβει τσιγάρο.
Φυσά τον καπνό χαμηλά.
Μεθοδικά ξεπαστρεύει τον λυρισμό της
και στη θέση του φυτρώνουν
μικρά τρωκτικά που ροκανίζουν
τις φυγές της. Ξετυλίγει τα σύρματα
που συγκρατούν το μυαλό της.
Προσπαθεί να μου πει
ότι όλα μεγαλώνουν γύρω της,
όλα ανεβαίνουν, σχηματίζουν
αλαφιασμένα τοπία, καταστρέφονται.
Ξαναφορά τα μάτια της –ανάποδα μάλλον–,
χάνεται στριφογυρίζοντας,
αγκαλιάζοντας αποφασιστικά
τους μύθους των νευρικών της εραστών.

ΤΟ ΓΡΑΝΙΤΕΝΙΟ ΧΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ

Μέσα στο στόμα της πληγωμένης μέδουσας
Η ροή του θανάτου,
Η στάχτη των θριάμβων,
Η υποψία της παρακμής.
Η γαλήνη των κίτρινων φύλλων
Θρυμματισμένη στο πεζοδρόμιο.
Κι εσύ, που δεν θα καταλάβεις ποτέ
Γιατί επιμένω να ρίχνω κέρματα
Στο ηλεκτρόφωνο.

Μ’ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΑΡΜΟΝΙΟ

Καπνίζω το τελευταίο τσιγάρο και σηκώνομαι.
Θέλω να μείνω μα στο δωμάτιο
μπαινοβγαίνουν πουλιά,
οι παλιές σου αγάπες.
Τα μισώ αυτά τα πουλιά, τα ζηλεύω,
αν μπορούσα θα τα έπνιγα μ’ ένα ποίημα.
Φεύγω όμως και τ’ αφήνω να κουβαλάνε
χώμα και άχυρα, να χτίζουν στις μασχάλες σου
τις φωλιές τους.
Το βράδυ δαγκώνεις πάλι τον ύπνο μου.
Δε συμβαίνει τίποτε, μόνο που τα όνειρα μου
κυκλοφορούν με σημάδια.
Κι ο κόσμος ρωτάει συνέχεια πως και γιατί.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΛΕΥΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

Φορώ μαύρα ρούχα και πλησιάζω
το τραπέζι με τα ποτά.
Δε θέλω να μπλέξω
με τους θορύβους του χορού.
Δε θέλω να παίξω
με οξειδωμένους ανθρώπους.
Προ πάντων δεν θέλω να λες
πως είμαι ένα μουντό
και μίζερο απόγευμα.
Θέλω απλά ν’ ακουμπήσω στα χέρια σου,
να ξεκουράσω τα τσακισμένα μου μάτια.
Πρέπει κάποτε να σου πω την αλήθεια.
Το τοπίο που υπάρχει
κάτω απ’ τη γλώσσα μου
σιγά – σιγά ισοπεδώνεται,
γίνεται ευθεία γραμμή,
σε λίγο καιρό θάχει περάσει
στην ιστορία.
Σιγά – σιγά χάνω τον έλεγχο των χρωμάτων.

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΞΟΥΘΕΝΩΤΙΚΑ

Και κάποια στιγμή, όταν τελειώνουν τα μάτια
και δεν έχεις πια πού να χτυπήσεις,
κοιτάς στον καθρέφτη.
Ανακαλύπτεις τότε για πρώτη φορά,
την κόκκινη τρύπα στο μέτωπό σου,
το υγρό που ρέει και σου λούζει το πρόσωπο.
Πετάς το μαχαίρι απ’ το παράθυρο
κι αποφασίζεις να μη μιλήσεις ξανά
με τετράγωνες λέξεις.
Αγκαλιάζεις τρυφερά την αγωνία σου.
Κοιμάσαι μαζί της.

Μ’ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Πλησιάζω
Με όμοιες λέξεις
Με όμοιες φράσεις
Πλησιάζω
Ανακαλώ τον εφιάλτη
Τον πυρετό
Την αλήθεια
Ισχυρή δροσιά
Παραμορφώνεις αυτό που υπάρχει
Σαν όγκος
Κάπου στο βάθος της θυρίδας
Που ξεκλειδώνουμε
Το μετατρέπεις
Σ’ εξάνθημα
Σε ομόλογο απεγνωσμένης γραφής
Το ξεπουλάς
Με αντάλλαγμα ένα τοπίο
Τεμαχισμένο
Σε δεκάδες παράθυρα
Μοναχικό
Κατακόκκινο
Μ’ ένα όραμα
Που σφαδάζει ανάμεσα στα δάχτυλα
Ένας κλοιός είναι
Που χαλαρώνει σιγά-σιγά
Κι αφήνει τη μουσική
Να ηχεί
Σαν παράξενος τρόμος
Στ’ αφτιά
Πλησιάζω
Σ’ ανακαλώ
Τ’ όνομά σου
Βουτηγμένο στο οινόπνευμα
Καρφιτσωμένο στον τοίχο
Μια χορδή είσαι
Ακίνητη
Και είμαι αιχμή
Η σταθερή συχνότητα
Των αναφιλητών
Πυροδοτώ το μυαλό μου
Ανατινάζομαι
Πέφτω σε φύλλα
Απροσδιόριστου χρώματος
Απροσδιόριστης εποχής
Αναζητώ
Ένα τέχνασμα
Ένα μηχανισμό για να συλλέγω
Κάθε φορά τις παρενθέσεις σου
Χωρίς να φωνάζω
Βοήθεια
Χωρίς να πληρώνω
Η αισθητική του κενού
Ξαναγεννιέται
Με εικόνες λευκές
Και γυάλινες φούγκες
Το χάσμα
Ανοίγει τρυφερά
Ένας καινούργιος θάνατος
Ήρεμο κλάμα
Είναι οι μέρες
Οι μήνες
Τόσες ταχύτητες που αλλάζουν
Ενώ κυλάω
Σ’ αφύλακτους δρόμους
Παρασέρνοντας
Προφητείες και ωροσκόπια
Αβεβαιότητα είσαι
Και είμαι η αμηχανία
Μιας ξαφνικής φωτογραφίας
Σε ικετεύω
Γίνε βροχή
Γίνε ο απρόσμενος ξένος
Που μπαίνει
Χωρίς να χτυπήσει
Γίνε ο ρυθμός
Ενός ακόμη χαμένου ποιήματος
Γίνε η πράξη της λέξης
Δραπετεύω

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Α’

Κατευθύνεσαι στην απέναντι νύχτα.
Είμαι ήδη εκεί.
Όταν φτάσεις θα έχω θάψει
τις φλογισμένες μου λέξεις.
Θα βρεις μονάχα τα καμένα μου δάχτυλα
σκεπασμένα με κίτρινα χόρτα.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Β’

Κι ούτε καν σήμερα
Που αγγίξατε τις ανοιχτές πληγές του,
Ούτε καν σήμερα
Δεν καταλάβατε
Πόση βροχή και πόση δίψα κρύβει ένα ποίημα.

ΤΟ ΕΥΛΥΓΙΣΤΟ ΠΕΛΜΑ (1983)

ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

Τα Σεμνά Οδοφράγματα Υποχωρούν
Παρασέρνοντας
Το Θέαμα
Και Την Άποψη
Των Τραγικά Ερωτευμένων Ποιητών.
Τα Μαύρα Γυαλιά Των Τεχνικών Της Αναμόρφωσης
Κατοπτρίζουν
Το Καθημερινό Κακοφόρμισμα
Των Ήδη Πυόδικων Πληγών
Που Ανοίχτηκαν Στα Ξενύχτια
Και Στα Βλέμματα
Των Ρομαντικών Αφισοκολλήσεων.
Σκονισμένα Αντίγραφα Πινάκων
Το Κεφάλι,
Το Στήθος,
Η Μέση,
Τα Μπούτια,
Η Σκέψη Τού Κόμματος.

ΜΙΡΑΝΤΑ

Τα Απογεύματα
Της Τετάρτης Και Του Σαββάτου
Τα Όμορφα Κορίτσια
Παίρνουν Το Χρώμα Της Ικεσίας,
Χαμηλώνουν Το Βλέμμα
Και Επαναλαμβάνονται.
Κάτω Απ’ Την Μπλούζα Τους
Η Αληθινή Μουσική
Υφαίνεται Στερεοφωνικά
Κι Ανεβοκατεβαίνει Καρφώνοντας
Την Πλήρη Και Συμπαγή Ηρεμία.
Τα Απογεύματα
Της Τετάρτης Και Του Σαββάτου
Τα Όμορφα Κορίτσια
Περνούν Διαδήματα Στα Μαλλιά Τους
Τα Είδωλα Των Σκέψεων
Και Του Ακαριαίου Θανάτου,
Τη Λαχτάρα Τους Για Μωσαϊκά
Και Παραστάσεις
Και Τις Συμβολικές Όψεις
Μιας Τρυφερής Πρωτοτυπίας.
Μετά Τινάζουν
Τα Τελευταία Φύλλα
Απ’ Τους Ώμους Τους
Κι Ολοκληρώνονται
Τα Ωραιότερα Πορτρέτα
Μέσα Στην Πόλη.
Κι Όταν Η Μπάντα Ασελγεί
Υστερικά
Και Ιστορικά
Δαγκώνοντας Την Κοιλιά
Και Τα Στήθια
Της Λιλή Μαρλέν
Αναπολούν
Τις Μελλοθάνατες Φράσεις
Των Εκατό Χιλιάδων Εραστών
Στα Πεζοδρόμια
Και Στα Υπαίθρια Ζαχαροπλαστεία.
Τα Απογεύματα
Της Τετάρτης Και Του Σαββάτου
Τα Όμορφα Κορίτσια
Ονειρεύονται Τρέμοντας
Τον Ανοιχτό Πόνο Της Ενδοχώρας·
Και Λιγοθυμούν Στη Θέα
Των Στιγμιαίων Πουλιών
Που Πετούν Μπρος
Στα Παράθυρά Τους.

ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

Αργά Το Απόγευμα
Τα Μαλλιά Μου Θ’ Ανθίσουν
Γραφίτη Κι Ακουαρέλες
Και Οι Σφαίρες
Λαμπρά Ονόματα
Κυριακάτικα.
Τα Παιδιά
Θ’ Ακουμπήσουν Την Πλάτη Τους Στον Τοίχο
Και Θα Στρίψουν Τσιγάρο
Και Ο Άγιος Τρελός
Θα Σκύψει
Ευλαβικά
Το Κεφάλι
Μπρος
Στην Ελευθερία.

ΑΤΟΠΟ ΣΤΙΧΟΥΡΓΗΜΑ
ΠΕΡΙ ΝΕΑΝΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Η Άλλη Άποψη Είναι Πως Ξεπήδησες
Σαν Αλεξίπτωτο Και Σαν Αστερισμός
Μέσα Από Τους Νόμους Και Τα Δρώμενα.
Γυμνή Η Τρέλα Σου Κι Η Φαντασία Μου
Ανακύκλωση.
Πολύμορφη Η Κάθοδος Στις Πτυχές
Του Κορμιού Σου
Κι Η Ελευθερία Μου Αντίστροφη Μέτρηση
Για Την Έκρηξη.
Η Πρώτη Παρουσία Σκουλαρίκι
Στ’ Αυτάκι Σου
Και Η Δικιά Μου
Μια Στάλα Αίμα Να Υγραίνει Το Σύνολο.
Τα Κατά Συνθήκη Ψεύδη Είναι Πουλιά
Που Ανοίγουν Και Κλείνουν
Τις Κουρτίνες
Και Μεταφέρουν Το Βλέμμα Μου
Σουγιαδιασμένο
Στους Τοίχους Και Στα Νούμερα.
Ο Δολοφόνος Της Πεταλούδας
Εξαλείφει Τα Ίχνη.
Ο Εραστής Των Συνθημάτων
Της Τουαλέτας
Αναλύει Τα Όπλα Του Πρίαπου.
Ο Νεκροθάφτης
Περνά Τη Μαργαρίτα Του Σαρλώ
Στην Μπουτονιέρα Του.
Τα Κατά Συνθήκη Ψεύδη Είναι Καθρέφτης·
Κομμάτια Από Χαμόγελο
Στο Μισό Πρόσωπο,
Σπασμένα Πλήκτρα, Διέσεις
Στο Άλλο Μισό,
Μήλα Διογκωμένα
Με Λεπτό Διάφανο Δέρμα.
Ένα Ξέφρενο Ροκ Εν Ρολλ
Δύο Μετά Τα Μεσάνυχτα,
Το Φάσμα Της Παρακμής Διακοσμεί
Τα Χωρικά Μου Ύδατα.
Προχωρώ Σαν Ανάβει Το Πράσινο.
Ό,τι Κι Αν Σώσω Θα Ξαναχαθεί.
Η Νύχτα Είναι Συνεισφορά
Και Αντικείμενο Καταμέτρησης
Της Μοναξιάς Και Της
Μοναχικότητας.
Μαύρη Κόρα Ψωμιού Κομμένη
Στα Τέσσερα,
Μαύρες Κόρες Ματιών Κομμένες
Στα Τέσσερα,
Πίσω Από Χοντρούς Φακούς,
Σκελετούς,
Και Το Γέλιο Της Υστερίας,
Και Το Ποδαράκι Του Πιθήκου
Κρεμασμένο Στον Λαιμό
Με Γαλάζια Μεταξωτή Κορδέλα.
Το Θέαμα Και Η Άσκηση Και Η Ανάσα
Της Άσκησης
Και Όσα Τέλος Πάντων Συνθέτουν
Το Σημαινόμενο Των Συναγερμών
Και Όλα Τ’ Άλλα Που Προσδιορίζουν
Την Άγνοια Της Λέξης
«Εξομολόγηση».
Η Νύχτα Είναι Πυροδότηση
Του Ερωτισμού Της Patti Smith
Και Κάτι Ακόμα:
Είναι Η Λειτουργία
Της Αυτόματης Κούκλας:
«Μα-Μά», «Μα-Μά», «Μα-Μά»
Δύο Μετά Τα Μεσάνυχτα,
Οι Γλουτοί Της Monroe,
Η Ζέστη Της Γραφομηχανής,
Η Μεμβράνη Των Νυχιών Μου,
Η Εκπομπή Της Αγωνίας Σου,
Η Λεηλασία Της Αντίστασής Μου:
«Μα-Μά», «Μα-Μά», «Μα-Μά».
Η Μία Άποψη Είναι Πως Ξεκίνησες
Την Τελετή Της Αποκαθήλωσης
Με Χαμηλό Φωτισμό,
Μπαίνοντας Στο Πλάνο Από Αριστερά
Ντυμένη Άσπρο Φανελάκι Κοντομάνικο,
Παντελόνι Μπλουτζίν Και Νούμερο 36
Αθλητικά Παπούτσια.
Κοντρ-Πλονζέ Και Υποχωρώντας
Ανακαλύπτω Πλέον
Τη Διαλεκτική Της Ευθραυστότητάς Σου

ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΒΡΕΧΕΙ

Ακούω Τον Ρόγχο Σου Καθώς Ξημερώνει.
Σ’ Ακούω
Πλάι Μου
Μέσα Μου
Σε Ακούω
Διαστέλλεσαι.
Ζωγραφίζεις Στο Δωμάτιο
Τη Σκιά Σου
Με Φτερά
Και Μάτια
Γυρισμένα
Σε Σωρούς
Τρωκτικών.
Αγγίζω,
Τί Άλλο
Τον Αφαλό Σου,
Τα Μισάνοιχτα
Σκέλη Σου,
Τα Χίλια
Κενά Στο Κορμί Σου.
Γλύφω
Στις Άκρες
Των Δαχτύλων Σου
Όσα Πράγματα
Συνέλαβες
Χθες.
Σε Αγγίζω Καθώς Ξημερώνει.
Προσπαθώ Να Σ’ Ακούσω.

ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

Σε Κοιτώ Καθώς Συμμαζεύεις
Τα Πράγματά Σου.
Τα Βιβλία Σου
Τα Λεφτά Σου
Τις Φωτογραφίες
Της Πρωτομαγιάς.
Μια Απ’ Αυτές Τις Μέρες
Θα Σε Μαδήσω.

ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ

Ήταν Ο Χριστός Πούσβησε
Το Τσιγάρο Του
Στο Κατακάθι Του Καφέ.
Κι Ύστερα Σήκωσε Το Χέρι Του.
Κανένας Δε Μίλησε.
Η Επανάσταση Είχε Αρχίσει.

ΗΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ

Τα Βράδια Στο Καφενείο
Σκαλώνεις Κάπου
Τα Χαμάλικα Μάτια Σου
Κι Αρχίζεις Να Λες
Ένα Κορίτσι Που Παίζει Φλάουτο
Ένα Κορίτσι Που Παίζει Κουτσό
Ένα Κορίτσι Που Κεντάει Την Προίκα Του
Ένα Κορίτσι Που Μαζεύει Γραμματόσημα
Ένα Κορίτσι Που Κρύβεται
Είναι Η Αγάπη Μου.
Σήμερα Όμως Μέρα Τετάρτη
Δε Φάνηκες.
Ίσως Γιατί Έχει Μπάλα Η Τηλεόραση.

ΗΜΕΡΑ ΠΕΜΠΤΗ

Κάτω Απ’ Τις Σωρούς Της Ευθανασίας
Ο Ανδαλουσιάνος Σκύλος
Μαζεύει Τη Φωνή Του Μαζεύει Τη Σιωπή Του
Μαζεύει Ότι Απόμεινε Απ’ Το Τελευταίο Του Γεύμα.
Ύστερα Κατεβάζει Τα Βλέφαρά Του
Κι Αποκοιμιέται.
Ονειρεύεται Την Υγρασία Του Σεπτέμβρη.
Τότε Που Κράταγε Στα Δόντια Του
Τις Αρτηρίες Της.

ΗΜΕΡΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Το Μήνα Ιούνιο
Θα Ξανάρθεις
Περίπου Ζωγραφιστή
Περίπου Ερειπωμένη
Απ’ Τα Δρομάκια Της Επαγγελίας
Ν’ Απολαύσεις
Τις Τουριστικές Αμμουδιές.
Θάναι Η Αναπνοή Σου Αυτή
Που Θα Σε Προδώσει.
Κάτι Ανάμεσα Σε Στάχτη
Και Δερματόκολλα.

ΗΜΕΡΑ ΣΑΒΒΑΤΟ

Ο JAMES DOUGLAS MORRISON
Ο Αμερικανός Ποιητής
Φορούσε Στενά Παντελόνια
Και Λάτρευε Κάθε Γυναίκα
Που Περπατούσε Με Δεκανίκια.
Σα Δώρο Αγάπης
Έγραφε Τα Τραγούδια Του
Βραδάκι
Πάνω Στο Τσαλακωμένο Του
Καπέλο.

ΗΜΕΡΑ ΚΥΡΙΑΚΗ

Κυριακαί Και Εορταί Κλειστά.

ΠΡΕΣΣ ΚΟΜΦΕΡΑΝΣ

Και Τα Γραφτά Της Επανάστασης Κιτρίνισαν
Πλάι Σε Φράσεις Μουσικές, Ψηφιδωτές,
Γεμάτες Έρωτα Και Αίμα.
Μέσα Στο Αμφιθέατρο Της Πολυτεχνικής
Νεολαίοι Με Κονκάρδες Και Κασκέτα
Αναλύουν Το Προτσές Των Γεγονότων
Και Κάνουν Αυτοκριτική.
Σκυφτοί Πάνω Σε Τόμους Πολιτικής Οικονομίας
Και Στατιστικής
Αναρωτιούνται Τί Δεν Λειτουργεί Καλά
Και Απελευθερώνονται Τα Ένστιχτα.

ΑΡΙΘΜΗΣΗ ΔΙΜΟΙΡΙΑΣ

Χαμογελάμε Προς Τα Έξω
Γιατί Τα Πράγματα
Είναι Απλά.
Η Ζωή Μας Μπαίνει Στα Καλούπια Τους
Χωρίς Πολλές Διαδικασίες
Κι Αναγκασμένοι Να Κρατάμε
Τα Προσχήματα
Αποχρωματιζόμαστε Στερεοφωνικά.
Η Ανάγκη Είναι Κομμάτι Μας Απτό
Χωρίς Παρομοιώσεις,
Μόνο Κατάφατσα Μπορούμε Να Τη Δούμε.
Ότι Πούμε Περνά Στα Πρακτικά
Της Υποκρισίας Μας,
Απαθανατίζοντας Μια Εποχή
Που Σβήνεται Μέρα Μέρα
Στα Ημερολόγια Της Κωλοτσέπης.
Έτσι Ο Κόσμος Βαδίζει Αντίστροφα
Όχι Σαν Μέρα Ανάποδη
Ή
Στραβοξύπνημα,
Αλλά Σαν Φύση Νεκρή Που
Αποσυντίθεται.
ΠΥΘΙΑ ΤΕΛΟΣ
                         ΑΝΑΖΗΤΗΣΑΤΕ ΦΩΣ!!!

ΣΕ ΕΙΠΑ ΣΧΕΔΟΝ

Της Άννας

Το Ειδύλλιο Των Κουρτινών
Αυτό Είναι
Το Μικρό Κανάλι
Στο Κέντρο Της Πόλης
Μωρό μου
Μαζί Με Τη Νύχτα
Πέφτει
Και Η Ταχύτητα Των Οργασμών
Σου
Η Ομορφιά Σου Είναι Εμπορεύσιμη
Η Ερημιά Σου
Ένα Κιβώτιο Με Χτυπημένη
Λύπη
Στα Μάτια
Ωραία Βλαστήμια Με Ύφος
Ξαποσταμένο
Η Συντροφιά Σου
Διανύοντας
Τα Τελευταία Δεκαπέντε
Της Μέτρα
Αυτό Είναι
Τα Τρυφερά Πράσινα Φρύδια
Αδιέξοδη Πάροδος
Ένα Όχημα Στα Δάχτυλα
Του Ζωγράφου
Πιο Ψηλά Η Έξοδος
Μυρίζει Αμμωνία
Κάτι Σαν Κλαυσίγελος
Παιδικός
Θα Σου Φτιάξω Ένα
Απόγευμα Δίχως Ρυτίδες
Θα Σου Φτιάξω Ένα Ικρίωμα
Βουτηγμένο Στη Λιακάδα
Θα Σου Φτιάξω Μιαν Αθανασία
Χρυσοκέντητη
Κι Ας Ονειρεύεσαι Να Με Δεις
Με Πέντε Σπόγγους Στο Μέτωπο
Κι Ένα Ουράνιο Τόξο
Στους Καρπούς
Δεν Ξέρω Πότε Μα Σύντομα
Θα Σ’ Ακουμπήσω Στο Μπράτσο
Μ’ Ένα Νυστέρι
Μ’ Ένα Κοντάρι
Μ ’ Ένα Κόκκαλο
Θα Σε Ματώσω
Να Γίνεις Πουλί
Να Γίνεις Κριτής
Να Γίνεις Παράταση
Να Σε Βλέπω Κομμάτι
Μέταλλο
Που Εξαφανίζεται Σα Συνείδηση
Να Σε Βλέπω Σαν Τώρα
Να Σε Βλέπω Να Σε Βλέπω
Μωρό Μου
Δεν Ξέρω Πότε Μα Σύντομα
Θα Σου Χαϊδέψω Το Στήθος
Θα Φιλήσω Τη Σγουρή Σου Κοιλιά
Θα Σου Δαγκώσω
Τις Φτέρνες
Είναι Κρυφός Ο Τρόπος Που Σιωπάς
Σαν Αθωώνεσαι
Μ’ Ακούς Έτσι Δεν Είναι
Απόψε Φορώ Τα Περιστέρια Μου
Ανοίγω Και Κλείνω
Την Αναπνοή Μου
Συγκινούμαι Θανάσιμα
Πετώ
Και Τσιφ Στο Μπαλκόνι Σου
Γεια Χαρά Γλώσσα Της Σφήκας
Έλα Λοιπόν Ψαθάκι Διάφανο
Πιάσ’ Τη Φλογέρα Σου
Φλογερά
Ξέσπασε
Ελέησε
Λειώσε
Έλα Λοιπόν Αρχαίο Θέατρο
Υιοθέτησε Το Πεζό Μου Μεθύσι
Σαρανταεννιά Περιπέτειες
Και Μια Νύχτα
Σ’ Ένα Φιλμάκι Οχτώ Χιλιοστών
Υιοθέτησε Το Ταξίδι Μου
Στο Λεξικό Της Παραίσθησης
Το Έντομο Εξυψώνεται
Και Διαλύεται
Πριν Μεταλάβει
Έλα Λοιπόν Ανέκδοτη Ψυχοβγάλτρα
Το Επόμενο Δέντρο Θα Φυτρώσει
Στη Μασχάλη Σου
Θα Επιζήσει Σ’ Έναν Πορτοκαλλένιο
Ημιόροφο
Χορεύοντας Ρούμπα
Θα Ξυπνήσει
Και Θα Πιστέψει
Ότι Η Ανάγκη
Είναι Τροφή
Και Λεπίδα
Κάι Κάλυμμα
Και Ότι Εσύ
Είσαι Η Τροφή
Και Η Λεπίδα
Και Το Κάλυμμα
Της Ανάγκης
Όταν Φτάσουμε Στο Πεδίο
Των Ανιάτων
Θα Καθίσουμε
Εσύ Θα Χτενίσεις
Τα Μαλλιά Σου
Άψογα
Κι Εγώ Θα Τραβήξω
Απ’ Την Τσάντα Σου
Το Μικρό Σου Περίστροφο
Και Άοπλη Πια
Θα Σ’ Αγαπήσω
Και Θα Μ’ Αγαπήσεις.

ΧΩΡΟΣ ΜΟΝΟΝ ΓΙΑ ΟΡΘΙΟΥΣ

Έτσι Απλά Να Κουμπώνεις Τα Μάτια Σου
Στα Θεάματα Που Στήνονται
Στους Ανισόπεδους Δρόμους.
Μια Πιρουέτα, Κάτι Ανάμεσα Σε Νουρέγιεφ Και
Μπαρίσνικοφ·
Μα Ναι, Είχε Επιτυχία Ο Χτεσινός Χορός
Με Τα Χαμόγελα Των Παλιών Συμπολεμιστών
Καλοβαλμένα Γύρω Απ’ Το Τραπέζι.
Τα Τελευταία Δακρυγόνα Έσκασαν
Στις Έντεκα Και Εικοσιτρία Βράδυ.
Την Ίδια Στιγμή Η Ντέμπορα Χάρρυ Πετούσε
Το Σατέν Κιλοτάκι Της
Στο Καυλωμένο Κοινό Της,
Ενώ Η Φωνή Της Διαπερνούσε Το Πεδίο Της Μάχης.
Μα Ναι, Είχε Επιτυχία Ο Χτεσινός Χορός,
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ Των Χαμένων Συντρόφων
Της Χαμένης Επανάστασης,
Της Χαμένης Πατρίδας, Της Χαμένης Γενιάς,
Της Χαμένης Παρτίδας, Της Χαμένης Εν Γένει Τιμής
Της Κατερίνας Μπλουμ.
Μα Ναι, Τα Οδοφράγματα Άντεξαν
Και Οι Σημαίες Κρατήθηκαν,
Όμως Οι Λέξεις Κάπου Κάναν Κοιλιά Και Υποχώρησαν.
Ας Πιούμε Στο Μέλλον Αδέρφια.
Ο Τρίτος Γύρος Είναι Κοντά.
Έλα Αγάπη Μου Να Πούμε Την Καλημέρα Μας Στα Πεζοδρόμια.
Σήμερα Νιώθω Κάμποση Σκόνη Μέσα Μου
Κι Η Υδροφόρα Του Δήμου Ακόμη Δεν Φαίνεται.

.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ 5/7/2022

Με την ποιητική του συλλογή Τα φυσικά πράγματα (2019), ο Σταύρος Ζαφειρίου επιβεβαίωσε κάτι που είχε πετύχει πολύ καιρό πριν από αυτή: την ικανότητά του να φιλοτεχνεί μεγάλες συνθέσεις χωρίς να φοβάται την ποίηση των ιδεών. Συνομιλώντας με την αρχαιοελληνική γραμματεία και με την Παλαιά Διαθήκη –πέραν των παραπομπών στη νεότερη, ελληνική και ευρωπαϊκή, λογοτεχνία-, ο Ζαφειρίου ανοίχτηκε με Τα φυσικά πράγματα στη φιλοσοφική και, πρωτίστως, στην οντολογική ποίηση: ο άνθρωπος μοιάζει σε μια ανάλογη ατμόσφαιρα εξαρχής ανέστιος και απορριγμένος, έγκλειστος σε ένα τοπίο ερημίας και αποξένωσης. Προσοχή, όμως: σκοπός του ποιητή στο βιβλίο, παρά την υψηλή δραματική του ένταση, δεν είναι να θρηνήσει για μια τέτοια κατάσταση, που αντανακλά περίπου την εγγενή ροπή των πραγμάτων, ούτε να καταμετρήσει αισθηματικά το κόστος της. Σκοπός του είναι να προχωρήσει βαθύτερα στην ουσία των όντων, και αυτή η ουσία δεν έχει εντέλει καμιά σχέση ούτε με τη φιλοσοφία ούτε με την οντολογία, πλην μόνο με την ίδια την ποίηση.

Η συλλογή Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη, δεν έχει απομακρυνθεί από τη φιλοσοφία και την οντολογία, με τη διαφορά πως ο Ζαφειρίου συνομιλεί τώρα λιγότερο με τις ιδέες και περισσότερο με τη λογοτεχνία, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τις εικαστικές τέχνες. Το τοπίο της αλλοτρίωσης και της ερήμωσης περιβάλλει εκ νέου πανταχόθεν τους στίχους του Ζαφειρίου, με τη διαφορά πως ο ποιητής κοιτάζει τώρα λιγότερο προς τις αφαιρέσεις και τις σκιές των ιδεών και περισσότερο προς τις υλικές μορφές μιας τέχνης που δυσανασχετεί με την κοινωνική πραγματικότητα και με τις τροπές του νοήματος της Ιστορίας: προς την παντομίμα της Κομέντια ντελ άρτε του 16ου αιώνα και προς τον Πιερότο της, ως πρότυπο πλέον του αποξενωμένου καλλιτέχνη του 19ου και του 20ου αιώνα – εδώ θα βρούμε και τη μουσική του Άρνολντ Σένμπεργκ με την ατονικότητά της να προσαρμόζεται στην ατονικότητα και στη διαταραχή της μεταπολεμικής Ιστορίας (ο Ζαφειρίου παραπέμπει σε άλλα συμφραζόμενα στη Μακρόνησο). Και απευθύνει επίσης ο Ζαφειρίου ένα είδος χαιρετισμού προς τον Κάφκα και τη σπαρακτική αθεΐα του, προς την παραλυτική μοναξιά του Γκέοργκ Τρακλ, προς τη δυσφορία και την ένταση του εξπρεσιονισμού με τον Καντίνσκι και τον Έγκον Σίλε, προς τον Φριτς Λανγκ της θνησιγενούς Βαϊμάρης (το δηλητηριώδες αυγό του φιδιού), προς τον τρόμο (υπαρξιακό και κοινωνικό) του Βίλχελμ Μούνραου και του Μπραμ Στόκερ, αλλά και προς τον Άγγελο της Ιστορίας του Πάουλ Κλέε και Μπένιαμιν.

Προσπάθησα να μείνω, χωρίς να τις εξαντλήσω, στις ρητές, τις δεδηλωμένες αναφορές του Ζαφειρίου, που συγκλίνουν εντέλει στο σύνολό τους προς τον Άγγελο της Ιστορίας: το ρημαδιό που αφήνει πίσω της η Ιστορία καθώς προελαύνει αναπότρεπτα προς το μέλλον. Κι αν το βλέμμα δεν προλαβαίνει κατά τη διάρκεια της προέλασης να κολλήσει στο ρημαδιό, τα ρημάδια παραμένουν ως ανεξίτηλα σημάδια. Και στο σημείο αυτό η καινούργια δουλειά του Ζαφειρίου θα συναντήσει αναπόφευκτα το ποιητικό του παρελθόν, ανακαλώντας όσα έγραψε πριν από Τα φυσικά πράγματα για την πολιτική ενοχή και για την πολιτική αθωότητα, για τα όρια και για τις δυνατότητες της γλώσσας, για τις φούριες και για τις διαψεύσεις της τέχνης, για τις ατραπούς ή για τα δύσβατα μονοπάτια της μνήμης, αλλά και για τις τύχες της νεωτερικότητας, σε όποιο επίπεδο κι αν θέλουμε να την εννοήσουμε (ιστορικό, πολιτισμικό ή πολιτικό). Τύχες μάλλον προδικασμένες και ήδη μάταιες, όπως συνομολογεί ο ποιητής στους σημερινούς του στίχους:

Όσο και να δαγκώνεις τη ζωή
Στα δόντια δεν μπορείς να την κρατήσεις.
Προς τι η παράταση λοιπόν;
Προς το δίχως νόημα να σέρνεται
Σε μια δίχως νόημα σκηνή;

Ο τρόπος που θα έρθει το κακό: αυτό είναι το έργο`
Αυτό είναι το θέατρο που όψεται τον κόσμο

Κι αν η ποίηση δεν χρειάζεται να επινοήσει στην ανά χείρας συλλογή ένα σκηνικό ιδεών, αλλά ένα σκηνικό τέχνης προκειμένου να αποκτήσει η περιπέτεια της ιστορικής, της πολιτικής και της ατομικής ύπαρξης σάρκα και οστά, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Ο Ζαφειρίου πορεύεται σταθερά και απολύτως κατασταλαγμένος στην ωριμότητά του προς μια μορφή και προς ένα κλίμα καλλιτεχνικής έκφρασης που ξέρει πως να στήσει και να οργανώσει ένα επαγωγικό δίκτυο επικοινωνίας τόσο με τον νου όσο και με την καρδιά μας.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Η ΑΥΓΗ 24/7/2022

Γράφοντας το 2014 για την ποιητική συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου Δύσκολο, σημείωνα πως το εγχείρημά του είναι ο αναστοχασμός της νεωτερικότητας, ήτοι της ιστορίας της, των ιδεών της, της τέχνης της, της κρίσης της, που εμπεδώνεται με μια ποιητική σύνθεση, η οποία αντέχει αυτόν τον βαρύ ειδολογικό χαρακτηρισμό, αντλώντας ερείσματα, ιδεολογικά και ρυθμικά, απ’ όλη την παράδοση του ποιητικού λόγου. Ανάλογα πράγματα έγραψα και για το επόμενο βιβλίο του Αυτοάνοσο (Ένα μελόδραμα) (2017), επιμένοντας στη συνθετική του προσπάθεια, ενώ για το βιβλίο του Τα φυσικά πράγματα (2019), σημείωνα, «διπλωματικά», ότι συνεχίζει τη φορά της κατακτημένης τα τελευταία χρόνια ποιητικής του, η οποία, πέρα από τις συνθετικές αξιώσεις της, χαρακτηριζόταν εκεί από έναν καταιγισμό ισχυρών ποιητικών πυρήνων.
Η επιφύλαξή μου, έτσι αδιόρατα διατυπωμένη, αφορούσε τις αισθητικές προκείμενες του προτάγματος της ποίησης του Ζαφειρίου. Σε εκείνο το προ τριετίας ποιητικό βιβλίο του διέκρινα την κόπωση και το όριό του, μέσα στην ένταση δημιουργίας ποιητικών πυρήνων, κάνοντας μάλιστα λόγο για καταιγισμό. Σαν δηλαδή ο ποιητής, με αυτό τον τρόπο, να ήθελε να καλύψει μια αμηχανία/αδυναμία του. Ποια είναι αυτή; Η μη αναδοχή των συνεπειών των ποιητικών και εν γένει επιλογών του, πλέον στο αισθητικό πεδίο, όπου θα λάμβανε χώρα η τελική διαύγαση του προτάγματός του.
Κανένας καλλιτέχνης στις μέρες μας δεν μπορεί να κάνει τέχνη, αν δεν απαντά στο ερώτημα «τι γίνεται με τον μοντερνισμό;», δηλαδή αν δεν τοποθετείται σε σχέση με το ιστορικό παρόν της τέχνης. Δεν εννοώ φυσικά δηλώσεις και πόζες, ή τη γελοία, γραμμική μίξη κοινών τόπων, σε «δράσεις» και «κατασκευές» που υποδύονται το «μεταμοντέρνο», μετατρέποντας την προϊούσα ελευθερία στην επιλογή των «υλικών» ενός έργου τέχνης (αδιακρίτως και των ευτελών) σε υποταγή στην ποιότητα των υλικών, και έτσι καταλήγει στη διολίσθηση από το πεδίο της τέχνης σε εκείνο του πολιτισμού, αλλά αναφέρομαι σε όσα λέει το έργο τέχνης επί του μείζονος αισθητικού ερωτήματος της εποχής μας.
Η διαδικασία λοιπόν αναστοχασμού της νεωτερικότητας στα τρία αυτά βιβλία του Ζαφειρίου, όπως και στο ανά χείρας, Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι, η οποία επιχειρείται μέσα από μια διαδοχή εξαιρετικών ποιητικών πυρήνων, εξπρεσιονιστικής υφής, τρομάζει μπροστά στο ποιητικό αποτέλεσμά της, το οποίο, στην εύλογη αναγωγή του ως αισθητικό πρόταγμα, τη φέρνει αντιμέτωπη με το περιβόητο «μετά». Επιβαρυμένη η λέξη, έως το μη παρέκει, όμως το πεδίο παραμένει εκεί, πέρα από τα όρια του μοντερνισμού. Σε αυτό το πεδίο εισέρχεται η ποίηση του Ζαφειρίου, αλλά αντικρύζοντας το φάσμα του, μαζί και την εικόνα της, τρομάζει.
Το πρόβλημα φαίνεται, σε όλο του το βάθος, σε σχέση με το περιβόητο διακείμενο. Τι θα κάνει ο σύγχρονος καλλιτέχνης; Θα αγκιστρωθεί στη παράθεση των «πηγών» του, επιβεβαιώνοντας το αρραγές του προσώπου του και αρνούμενος έτσι τον «θάνατο του συγγραφέα», όπως το διατύπωσε με την περιβόητη ρήση του ο Ρολάν Μπαρτ, και όπως νοηματοδοτήθηκε έκτοτε, με ποικιλία, λεπτομέρεια και απίστευτο θεωρητικό αλλά και χρονικό βάθος, από πάρα πολλά καλλιτεχνικά έργα, μεταγενέστερα αλλά και προγενέστερα της ρήσεως; Ή θα τολμήσει την, εμπεδωμένη ήδη από τον Εμμανουήλ Ροΐδη και την Πάπισσά του (1866), πρακτική της οικειοποίησης (από το έργο του, σύμφωνα με τις ανάγκες του και την ποιότητά του) σπαραγμάτων από τον λόγο άλλων, δηλαδή από τον ωκεανό της κειμενικής πραγματικότητας; Το ίδιο έκανε μεταπολεμικά ο Νικόλαος Κάλας, αρνούμενος κάθε σημείωση στα δοκίμιά του, προβοκάροντας έτσι, εν πλήρει συνειδήσει και απολύτως προγραμματικά, την ύστατη άμυνα και νεύρωση του παρακμάζοντος μοντερνισμού, που διασκέδαζε την καθεστωτική του μετάλλαξη και την ολοσχερή απώλεια του πάλαι ποτέ επαναστατικού χαρακτήρα του, υποχρεώνοντας επιστήμονες αλλά και λογοτέχνες να φορτώνουν το έργο τους με μια θλιβερή ακολουθία αχρείαστων σημειώσεων, δηλαδή δηλώσεων υποταγής τους σε ένα κοσμοείδωλο που έπνεε τα λοίσθια. Ένα κοσμοείδωλο που συνίστατο από αρραγείς και «μοναδικές» προσωπικότητες, που η κάθε μια τους έχει το προνόμιο της «αλήθειας», όπως δηλώνεται από τις παραπέμπουσες σημειώσεις, ενώ όλες μαζί υποτίθεται πως δημιουργούν ένα ολοποιητικό σύμπαν, όμως εκ του προχείρου, ατελέσφορο πια και αφόρητο. Αλλά το δοκίμιο, όπως φυσικά και το λογοτεχνικό κείμενο, είναι η απάντηση σε ένα και μόνο ερώτημα: «τις αγορεύειν βούλεται;». Απέναντί του, ο συγγραφέας δεν είναι πια παρά ένας γυμνός γραφέας, χωρίς πλέον καμία, χρυσή ή άλλη πανοπλία. Ο λόγος του είναι που κρίνεται, όχι οι βακτηρίες του.
Ας δούμε τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο με τον οποίο όλα τα προηγούμενα καθορίζουν (και καταστρέφουν) το τελευταίο βιβλίο του Ζαφειρίου. Το βιβλίο αποτελείται από τρεις ενότητες, στις οποίες επισυνάπτεται μία τέταρτη, που φέρει τον τίτλο «Συνομιλίες» και εισάγεται με ένα σημείωμα: «Εντάσσοντάς τες ως τέταρτη ενότητα στο βιβλίο, προτίμησα να τις ονομάσω ‘Συνομιλίες’ και όχι ‘Σημειώσεις’, επειδή μάλλον αφορούν σε διακειμενικές επισημάνσεις, σχολιασμούς και παραπομπές στις πηγές δάνειων φράσεων, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνομιλούν με τα ποιήματα. Σε όλα τα μεταφρασμένα παραθέματα ακολουθήθηκε η ορθογραφία των εκδοτών».
Ακριβώς σε αυτό το σημείο, με αυτό το σημείωμα, ο Ζαφειρίου ομολογεί ότι αντικρίζει το «βάραθρο το αγριωπό», ομολογεί όμως και ότι δεν τολμά. Γιατί η οικειοποίηση είναι μια διαδικασία πολύ πιο δύσκολη, και φυσικά πολύ πιο επικίνδυνη και απαιτητική από τη συνήθη «δημιουργία». Πρέπει να φτιάξεις ένα πολύ ισχυρό πλαίσιο, που να αντέχει το βάρος των λόγων των άλλων, παίρνοντας μάλιστα εσύ αποκλειστικά την ευθύνη για αυτούς τους λόγους, χωρίς να τη μεταθέτεις στους υποσημειούμενους, πρέπει το βάρος του «δικού σου» λόγου να είναι ανάλογο με τον λόγο των διακειμένων, αλλιώς πρόκειται για καρικατούρα διακειμενικότητας και εν τέλει για δάνεια ανεξόφλητα (όπως στην ποίηση ενός ομηλίκου του Ζαφειρίου, που αδίκως κατηγορήθηκε για λογοκλοπή, ενώ επρόκειτο απλώς για την πασιφανή αδυναμία του να κάνει ένα διακειμενικό ποίημα της προκοπής).
Ο Ζαφειρίου λοιπόν δεν τολμά, και έτσι, το τέταρτο μέρος δεν είναι, ούτε καθίσταται με αυτό το σημείωμα μία ακόμη ποιητική ενότητα του βιβλίου, στη φόρμα των σημειώσεων/παραπομπών, αλλά πρόκειται απλώς για δεκατρείς ολόκληρες σελίδες τυπικών σημειώσεων, που θα αντιστοιχούσαν σε ένα ακαδημαϊκό βιβλίο (της εποχής του παρακμάζοντος μοντερνισμού…). Είναι μια απέλπιδα προσπάθεια του ποιητή να «προφυλάξει» το εύρωστο στις προηγηθείσες σελίδες ποιητικό κείμενό του από τη διακειμενικότητά του, από τη ίδια τη δυναμική του. Έτσι μάλιστα καταστρέφει και τη συνθετική στόχευση/φιλοδοξία του εγχειρήματός του, και απομένει μια παραθετική ακολουθία ποιητικών πυρήνων με βαρύ εννοιολογικό φορτίο, μέσα σε ένα πλαίσιο που χάσκει, που δεν μπορεί να γίνει αφήγηση, πόσω μάλλον να έχει αξιώσεις μεγάλης αφήγησης ή έστω να μετέχει σοβαρά, ως μία συνιστώσα, σε εκείνη τη μεγάλη αφήγηση που φτιάχνει το έργο κάποιων ομηλίκων του και νεότερων ποιητών. Ένα παράδειγμα, από το παραπάνω σημείωμα, είναι ο δηλούμενος σεβασμός ακόμα και στην «ορθογραφία των εκδοτών», η οποία φυσικά δεν παράγει κάποια πολυφωνία αλλά δηλώνει την παραλυτική αμηχανία, ενώ μας θυμίζει, αντιστικτικά, πως ο Ροΐδης, μεταξύ άλλων οργιαστικών που έκανε στην Πάπισσα, άφησε κι ένα ορθογραφικό λάθος του στοιχειοθέτη, γιατί η λέξη που προέκυψε από το λάθος, και το συνακόλουθο διαφορετικό νόημα, του φάνηκε πιο ενδιαφέρον…
Δεν θα συνεχίσω με μερικές ακόμα, από τις αρκετές παρατηρήσεις που έχω, στο ίδιο πλαίσιο. Θα επισημάνω μόνο το αχρείαστο κείμενο του οπισθοφύλλου, το οποίο θεματολογεί το «περιεχόμενο» του βιβλίου (ναι, ενός ποιητικού βιβλίου), δίνοντάς του τη χαριστική βολή. Γιατί το κείμενο του οπισθοφύλλου επιχειρεί, ματαίως, να συνοψίσει τον αναστοχασμό της νεωτερικότητας, που διατρέχει τις ποιητικές σελίδες του βιβλίου. Όμως αυτή η «σύνοψη» δεν μπορεί να γίνει, δηλαδή να καταστεί πρόταγμα, παρά μόνο διά της μορφής. Εκεί είναι το πρόβλημα και το ζητούμενο.
Όπως έχω γράψει, δηλαδή δεσμευτεί δημόσια, ο Σταύρος Ζαφειρίου ανήκει στη μονοψήφια εκείνη χορεία σύγχρονων ποιητών, που το εν εξελίξει έργο τους έχει την αξίωση να μετέχει στη σύνθεση του ποιητικού προσώπου της εποχής μας, της ποίησης του ιστορικού παρόντος. Γι’ αυτό και οι απαιτήσεις είναι μεγάλες, τις εγείρει το ίδιο το έργο τους και ο στόχος του. Γι’ αυτό και, «Στη μέση αυτού του δρόμου», είτε προχωράς είτε αυτοκαταστρέφεις το έργο σου, δεν υπάρχει διαφυγή. Γνωρίζουμε βέβαια, από την ιστορία της τέχνης αλλά και από όσα συμβαίνουν γύρω μας, ότι αυτές οι παραδοχές και οι ανάλογες, πάντα διά του έργου, απαντήσεις δεν είναι ανώδυνες αλλά, αντίθετα, έχουν τεράστιο κόστος, σε όλα τα επίπεδα. Ε, και; Δεν γίνεται αλλιώς.

.

ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ (2019)

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ

ΘΕΥΘ τ. 11 Ιούνιος 2020

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Κάθε νέα ποιητική σύνθεση του Σταύρου Ζαφειριού καλεί τον αναγνώστη να αναστοχαστεί πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μέσα στον χρόνο, τον φέρνει αντιμέτωπο με τις παλινωδίες της ιστορίας, τη βεβήλωση των αξιών, το πνευματικό αδιέξοδο, το επικίνδυνα δυστοπικό παρόν, την αδυναμία της τέχνης να βρει οργανικό ρόλο, ώστε να ανοίξει νέους δρόμους στην ανθρώπινη συνειδητότητα. Ο ποιητής αναπαριστά μέσω της γλώσσας τη δική του θέαση του πραγματικού κόσμου, τη δική του στάση απέναντι στην ιστορία, την απόπειρά του να κατανοήσει σε βάθος το γίγνεσθαι στον παρόντα χρόνο. Η γλώσσα όμως πάντα αντιστέκεται, ξεγλιστρά, διαφεύγει και ο ποιητής εργάζεται σκληρά και μεθοδικά, υπονομεύει και αποσταθεροποιεί τους κυρίαρχους κώδικες, για να του αποκαλυφθεί μέσω των λέξεων αυτό που συμβαίνει, όπως το προσλαμβάνει ο συνειδητός νους του, δίνοντάς του μορφή. Αυτή η οδύσσεια του δημιουργού έχει πολλές περιπέτειες, πολλούς σταθμούς και ανύπαρκτη Ιθάκη.
Πάνω σ’ αυτούς τους άξονες κινείται ο ποιητής στο ώριμο έργο του, συνομιλώντας ανοικτά με μείζονες συγγραφείς και έργα του νεοελληνικού και εν γένει του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα, αρχής γενομένης από τα έργα της αρχαιοελληνικής γραμματείας και παράλληλα με κείμενα θεολογικά, φιλοσοφικά και επιστημονικά. Με τα κείμενα αυτά ο Ζαφειριού διαλέγεται θαρρετά, θέτοντας ερωτήματα και αμφισβητώντας δεσπόζοντα νοήματα, ενίοτε διαφωνεί, ανασκευάζει και μεταφέρει τη συζήτηση για καίρια ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης στο εκάστοτε παρόν. Αυτά τα ερωτήματα, και μόνο θέτοντάς τα ο ποιητής επί της ουσίας στον εαυτό του, τα μετατρέπει άμεσα σε θέση και στάση απέναντι στα πράγματα, συνθέτοντας μια ποίηση ιδεών, με καταβολές εξπρεσιονιστικές, που μεταξύ άλλων καταδεικνύει την ένδεια ιδεών στον παρόντα χρόνο.
Τα φυσικά πράγματα, η πιο πρόσφατη ποιητική σύνθεση του Σταύρου Ζαφειριού, που εκδόθηκε το 2019, είναι ένα σύγχρονο ποιητικό δράμα σε πέντε μέρη με εισαγωγικές επιγραμματικές περιλήψεις, που μπορούν να διαβαστούν και ως στοιχειώδεις σκηνικές οδηγίες ενός σύγχρονου θεατρικού
έργου. Ο Ζαφειριού έχει άλλωστε επιλέξει να κινείται στο πεδίο μιας ποίησης που συνδέεται με πολλαπλά νήματα με τον θεατρικό λόγο. Μια ποίηση δραματική, ένα μοντάζ φωνών που αλληλοεπιδρούν και διαλέγονται, μονόλογοι που αρθρώνουν εν είδει υπόκρισης τα πολλαπλά είδωλα του εγώ, τα προσωπεία του ποιητή, άλλοτε ανώνυμα και άλλοτε νεότερες εκδοχές του Άμλετ, του Οιδίποδα, του Οδυσσέα, μορφών από τον Κάφκα, τον Μπέκετ και τον Χάινερ Μύλλερ, συγγραφέα με τον οποίο ο Ζαφειρίου συνδέεται με εκλεκτική συγγένεια. Παντού πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος εν κρίσει, ο διχασμένος άνθρωπος που αδυνατεί να βρει τον ρόλο του σ’ αυτό τον κόσμο, γιατί κανένας από τους υπάρχοντες ρόλους δεν του είναι αποδεκτός. Η τραγωδία και ιδίως η κλασική τραγωδία δανείζει δομικά στοιχεία στο ποίημα και δημιουργεί διακριτικά το πολυφωνικό πλαίσιο, για να συζητηθούν οντολογικά και γενικότερα φιλοσοφικά ζητήματα, ισχυρά και αμφισβητούμενα, περί της αρχής της δημιουργίας, των προθέσεων του δημιουργού, της γνώσης και των ορίων της, της ελευθερίας και της επιλογής, του νοήματος της ζωής και της ύπαρξης της ευθύνης, της ενοχής, της ανθρώπινης δράσης στον δίχως οδόσημα κόσμο των φυσικών πραγμάτων.
Παραλληλίζοντας το μύθο του πλατωνικού σπηλαίου με τον Κήπο της Εδέμ, ο ποιητής συνεξετάζει τις συνέπειες της εξόδου από το πλατωνικό σπήλαιο στον άγνωστο κόσμο των φυσικών πραγμάτων, με τις αντίστοιχες συνέπειες της εξορίας του αρχέγονου ζεύγους στην εγκόσμια κοίτη. 0 αφηγητής ξεκινά το δικό του «ευαγγέλιο», αναζητώντας και αυτός την αρχή των πάντων. Ωστόσο, είναι ένας αφηγητής, που αφηγούμενος, ενώ ταυτόχρονα σχολιάζει, αμφισβητεί τη βεβαιότητα του ευαγγελιστή Ιωάννη περί του Λόγου «Εν αρχή ην ο Λόγος». Με τους δύο πρώτους στίχους αυτής της σύνθεσης: «Τι είναι λόγος; Τι μη λόγος;/ Ποιος η αρχή και τι ανάμεσά τους;», ο Ζαφειριού θέτει το πρώτο ερώτημα περί του δημιουργού (ας επισημάνουμε ότι εδώ ο λόγος γράφεται με πεζό το λ), ειρωνευόμενος διακριτικά τη χρήση του ερωτηματικού που γέννησε φιλοσοφικά και θεολογικά συστήματα, ενέπλεξε και εμπλέκει, διαχώρισε και εξακολουθεί να διαχωρίζει τους ανθρώπους, κρατώντας ανέπαφο το μυστήριο και τη δημοφιλία του. Η έξοδος από την «ειρκτή της γένεσης» φανερώνει τη σχέση αρχής και όντος, το τίμημα της εξόδου ο σταυρός και ο θάνατος. Ομοίως και η έξοδος από το σπήλαιο εγκυμονεί κινδύνους σύγχυσης και αφανισμού.
Η ελευθερία τρομάζει και οι δεσμώτες δυσκολεύονται να κοιτάξουν και να δεχτούν τον κόσμο των φυσικών πραγμάτων, καταδικασμένοι στην περιπλάνηση και την αναζήτηση μιας νέας αλήθειας. Προορισμός τους η επιγειότητα και η διαχείρισή της. Φωνές ετερόκλιτες αποπειρώνται να τους νουθετήσουν, να τους κατευθύνουν στον επίγειο βίο, όπου κάποιοι βρίσκουν τόπο και άλλοι περιπλανώνται αενάως. Φωνές που εγκαλούν «Αφού λεκιάσατε το φρόνημα της καθομοίωσής σας/φορέστε κάτι πιο ταιριαστό στο φρόνημα της σάρκας». Φωνές που δελεάζουν, υπόσχονται λίγο φως για τη θνητότητα και προειδοποιούν ότι το δίλημμα κόλαση/παράδεισος δεν υφίσταται: «αλλού είναι η μέριμνα: /μην ξαστοχήσει και βρεθεί σε λάθος κόλαση».
Οι άνθρωποι αγωνίζονται να στεριώσουν, ωστόσο ναυαγούν αδιάκοπα στις θύελλες του κόσμου, δημιουργώντας κοινωνίες γεμάτες ανεξίτηλα τραύματα. Ο νους του ανθρώπου, απαλλαγμένος από μεταφυσικές βεβαιότητες, θέτει το αίτημα της ζωής, σ’ έναν κόσμο υποκείμενο στην ανεπανόρθωτη και μη αναστρέψιμη φθορά. Η πίστη έχει γίνει οργανωμένο σύστημα καθεστωτικών κανόνων και έχει χάσει το νόημά της. Η κάθαρση μέσω του ποιητικού λόγου τίθεται εν αμφιβόλω. Ο ποιητής απών από το ρόλο του, ο έλεος και ο φόβος αντιμάχονται, ο ηδυσμένος λόγος εγκλωβίστηκε σε φορμαλιστικά αισθητικά σχήματα, αφήνοντας απέξω την αγωνία και τα αιτήματα της ευρύτερης κοινότητας. Ούτως ή άλλως, τα πράγματα ακολουθούν την πορεία τους και η ποίηση αδυνατεί να την αντιστρέφει. Παράλληλα, το ανθρώπινο τοπίο του κόσμου συμπληρώνεται με τους διωγμένους, που γυρεύουν τόπο και διαρκώς διώκονται, οι ξένοι ικέτες, ανεπιθύμητοι και υποκείμενοι στην αναλγησία των τροπαιοφόρων, που ακροβατούν ανάμεσα στο πεπερασμένο και το άπειρο και δεν διακρίνουν το ηθικό από την απώθησή του.
Συνομιλώντας με το μύθο του Οιδίποδα, ο Ζαφειρίου ανατέμνει την τραγική μοίρα του ανθρώπου στον κόσμο των φυσικών πραγμάτων και στις παγίδες της ιστορίας. Η πραγματικότητα δικαιώνει τα λόγια του χορού στον Οιδίποδα Τύραννο, που μιλούν για τις μεταβολές της μοίρας, για τη σύντομη περίοδο της ευτυχίας στον ανθρώπινο βίο. Ο άνθρωπος καθώς αναζητά το δρόμο του, αργά ή γρήγορα, αναμετριέται με τη μοίρα του, σηκώνοντας το δικό του σταυρό και την ενοχή για τις πληγές των άλλων. Στη δίνη του ιστορικού χρόνου το φως και το σκοτάδι, η ήττα και η νίκη συγχέονται, χάνουν τα διακριτά τους όρια. Στην πορεία του βίου αποκαλύπτεται η τραγική ειρωνεία του ανθρώπου που νομίζει ότι γνωρίζει και ως εκ τούτου εγκλωβίζεται στα δεσμά μιας απόλυτης αλήθειας. Η μορφή του Οιδίποδα, όπως συντίθεται από τις δυο τραγωδίες του Σοφοκλή με πρωταγωνιστή τον ομώνυμο ήρωα, παραπέμπει στα μείζονα ζητήματα της αυτογνωσίας, της ενοχής, της δικαιοσύνης, της εξουσίας, ανακαλεί την πολυσημία του λόγου και την αδυναμία του νου να συλλάβει το πώς και το γιατί του επίγειου βίου και, κατά συνέπεια, να ελέγξει την πορεία των πραγμάτων.
Ο δραπέτης των μύθων συνεχίζει το ταξίδι του στον κόσμο των φυσικών πραγμάτων, προσπαθώντας να αντιληφθεί αυτό το τρομακτικό παιχνίδι της ζωής και τη δική του παρουσία, το δικό του ρόλο μέσα σ’ αυτό. Πώς διαχειρίζεται ο άνθρωπος τη σιωπή των Σειρήνων; Πώς προστατεύεται ένας σύγχρονος Οδυσσέας από την εκκωφαντική σιωπή τους, που
πυροδοτεί τους πιο μύχιους φόβους; «Η ασφάλεια του δέσμιου θα παραμένει πάντα το κατάρτι». Δεσμώτης του φόβου, ο άνθρωπος αναβάλλει τη ζωή του στον μόνο αληθινό χρόνο, τον ενεστώτα, στο όνομα ενός μέλλοντος, αποθήκης ελπίδων, προσδοκιών και αναβολών της αληθινής ζωής, ζώντας συχνά στο μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή-μη ζωή του καθημερινού του βίου, ενώ η πραγματικότητα εξακολουθεί να είναι ζοφερή και βάρβαρη και η διά της βίας νουθεσία συνεχίζεται με ποικίλους τρόπους στα σώματα και τον νου των ανθρώπων. Η σιωπή των Σειρήνων μιλά πιο δυνατά από τα λόγια. Εντούτοις, ο άνθρωπος ανερμάτιστος βαυκαλίζεται με θεωρίες και τελετουργίες υπέρβασης της πραγματικότητας εκ του ασφαλούς, καταφεύγοντας στην επιλεκτική μνήμη, στην εξιδανικευμένη νοσταλγία της επιστροφής σε μια ειρηνική, φωτεινή και ουτοπική πραγματικότητα. Ιδέες και λόγοι περί θάρρος και αλήθειας διαλύονται «μόλις η μέγγενη τους σφίξει το κεφάλι». 0 Ζαφειριού εδώ συνομιλεί με τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ, αμφισβητώντας ανοιχτά και με δηκτική ειρωνεία την υπερβατική αλήθεια και τη μεταφυσική κάθαρση που ενστερνίζεται ο Αμερικανός ποιητής.
Ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τα όρια της αισθητηριακής εμπειρίας, με τα ερωτηματικά για την ύπαρξη άυλης φύσης με την απορία για το πώς φτάνουμε στη γνώση. Η αντίληψη του μηχανισμού της γλώσσας, τι περιέχει, πώς μεταφράζεται η γλωσσά των πραγμάτων στη γλώσσα του ανθρώπου πως αντιλαμβανόμαστε τα όρια της αρχής και του τέλους, ποιος και πως τα καθορίζει αποτελούν θεμελιώδη ερωτήματα της ποιητικής αυτής σύνθεσης. Παράλληλα, ο ποιητής αναρωτιέται για την ορθότητα της κρίσης μας για τα πράγματα. Η εικόνα της πραγματικότητας έξω από το σπήλαιο πόσο πραγματικά διαφορετική είναι; Πόση ελευθερία παρέμβασης υπάρχει στη διαμόρφωσή της; Πόσο επιμένει ο άνθρωπος να αγνοεί το κακό, να αποδέχεται άκριτα τις πολιτικές και πνευματικές εξουσίες που εκθειάζουν την αθωότητά του, να κλείνει τα μάτια μπροστά στην ήττα του, να αποδέχεται τη θηριωδία ως σύμφυτο στοιχείο της πραγματικότητας; Πώς η τέχνη θα δείξει τις εικόνες πού φέρνουν στο φαίνεσθαι το αφανές;
Ο προβληματισμός γύρω από το άγνωστο του θανάτου και ο συνακόλουθος φόβος σχολιάζονται με την παρουσία του σαιξπηρικού ήρωα. Ως δραματικό προσωπείο ο Άμλετ εκφράζει, σε ένα κόσμο διαφθοράς και αναλγησίας, όπως το βασίλειο της Δανίας, τον διχασμένο εαυτό, τον διανοούμενο που υπόκειται στη μελαγχολία του, αμφιβάλλει και αναζητά επαρκή λόγο για τη δράση, έστω και μέσω των φασμάτων του κατακερματισμένου εαυτού του, τον άνθρωπο που αδυνατεί να βρει το δικό του τρόπο να πορευτεί. Ένα πλάσμα που αποδέχεται τον ρόλο του σ’ αυτή την παρωδία και την ίδια στιγμή γυρεύει να δραπετεύσει απ’ αυτόν, βιώνει τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις, αίρει τη διάζευξη για να λευτερωθεί απ’ τη «σκλαβιά της απορίας». Τα υπαρξιακά διλήμματα επί της ουσίας υποκρύπτουν την ευθύνη της ζωής μας και τις αναγκαίες επώδυνες αποφάσεις που απορρέουν απ’ αυτήν.
Η πορεία του ανθρώπου συνεχίζεται χωρίς να έχουν μπει τα πράγματα στη θέση τους, χωρίς ο ίδιος να έχει διακρίνει τα όρια των αντιθέτων, εξακολουθεί τυφλός να πέφτει από αλήθεια σε πλάνη και τούμπαλιν. Το φως αποδεικνύεται σκοτάδι, τα δόγματα δεν φώτισαν τον άνθρωπο, τον συνοδεύουν όμως ακόμη στην αδιέξοδη πορεία του. Και ο στοχαστής, που έλυσε του σπηλαίου τα δεσμά, μπλέκεται σε άλλα δικά του περιοριστικά δεσμά. Σισύφειος και μάταιος ο αγώνας του ανθρώπου να ανακαλύψει τα στοιχεία των όντων, την αρχή και το τέλος των φυσικών πραγμάτων, επομένως ο ποιητής με όλους τους δυνάμει εαυτούς του παρατηρεί όλη αυτή την περιπέτεια της εξόδου από την ασφάλεια των ψευδαισθήσεων, στο άγνωστο
και αβέβαιο γήινο πεδίο, γεμάτος ερωτηματικά, αντιγράφει τη μαρτυρική ανθρώπινη κατάσταση, χωρίς να υπόσχεται λύσεις και οραματισμούς, χωρίς να δίνει μια καινούρια πίστη.
Αντιμετωπίζοντας την αφήγηση της Γένεσης ως μύθο με πρωταγωνιστή έναν εγωκεντρικό δραματουργό, τον αποδομεί και τον ανασκευάζει και συνεξετάζοντάς τον με το μύθο του πλατωνικού σπηλαίου και τους προβληματισμούς που θέτει η ερμηνεία του, ο Ζαφειριού καταπιάνεται στα Φυσικά Πράγματα με θεμελιώδη ζητήματα του ανθρώπινου στοχασμού, συνθέτει μια δική του αγνωστικιστική κοσμογονία, εξωθεί τις λέξεις στα όριά τους, υπονομεύει τις αντιθέσεις, που μέσα στην αναγκαστική τους συνύπαρξη, αποκτούν μια νέα υπόσταση, προτείνει να κοιτάξουμε κατάματα την πορεία των πραγμάτων και να αναλάβουμε την ευθύνη μας έξω από το σπήλαιο, έξω από τον Κήπο της Εδέμ.
Η ποίηση του Σταύρου Ζαφειριού είναι μια ειλικρινής ομολογία των προβληματισμών και των αδιεξόδων του σύγχρονου ανθρώπου που αναρωτιέται και ανησυχεί για την τύχη του ανθρώπινου είδους σε ένα μηχανικό απάνθρωπο κόσμο.

.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

OANAGNOSTIS/ 24.6.2019
Ποίηση και οντολογία ή τρόποι για να φιλοσοφήσει η ποίηση
Επανερχόμενος στη στήλη μετά από ένα διάστημα αθέλητης απουσίας, προτείνω να ξεκινήσουμε τις καλοκαιρινές μας αναγνώσεις με ποίηση (με την ποίηση, άλλωστε, είχα καταπιαστεί και στο τελευταίο μου σημείωμα την άνοιξη). Κοιτάζω το βιβλίο του Σταύρου Ζαφειρίου Τα φυσικά πράγματα, που κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα από τη Νεφέλη, και σκέφτομαι πόσο σημαντικό είναι για έναν ποιητή να επιμένει στις μεγάλες συνθέσεις – κάτι που εγκαινίασε πριν από αρκετά χρόνια και συνεχίζει τώρα κατά τον ασφαλέστερο τρόπο. Η ποίηση ιδεών είναι από τα πιο δύσκολα είδη και ακολουθώντας τον δρόμο της είναι πολύ εύκολο να πέσει κανείς στο παραστράτημα και την αστοχία. Σε προηγούμενες συλλογές του ο Ζαφειρίου κατάφερε να αναμετρηθεί χωρίς την παραμικρή απώλεια με μεγέθη όπως η πολιτική ενοχή και η πολιτική αθωότητα, τα όρια και οι δυνατότητες της γλώσσας, οι φούριες και οι διαψεύσεις της τέχνης, οι ατραποί ή τα δύσβατα μονοπάτια της μνήμης, αλλά και η νεωτερικότητα, σε όποιο επίπεδο κι αν θέλουμε να την εννοήσουμε (ιστορικό, πολιτισμικό ή πολιτικό), παραπέμποντας ταυτοχρόνως σε μια μεγάλη γκάμα κειμένων: σε κείμενα φιλοσοφικά, πατερικά και λογοτεχνικά.
Βγαίνοντας απείραχτος από ανάλογες συναναστροφές και στο ανά χείρας πόνημά του (ο διάλογος τώρα είναι πρωτίστως με την αρχαιοελληνική γραμματεία και με την Παλαιά Διαθήκη – πέραν των παραπομπών στη νεώτερη, ελληνική και ευρωπαϊκή, λογοτεχνία), ο Ζαφειρίου περνά πλέον στη φιλοσοφική και, πρωτίστως την οντολογική ποίηση (ελπίζω να μην ακούγεται μεγαλεπήβολο, γιατί μόνο περί αυτού δεν πρόκειται). Ο άνθρωπος είναι εδώ εξαρχής ανέστιος και απορριγμένος, έγκλειστος σε ένα τοπίο ερημίας και αποξένωσης. Προσοχή, όμως: σκοπός του ποιητή, παρά την υψηλή δραματική του ένταση, δεν είναι να θρηνήσει για μια τέτοια κατάσταση, που μοιάζει να αντανακλά περίπου την εγγενή ροπή των πραγμάτων, ούτε να καταμετρήσει αισθηματικά το κόστος της. Σκοπός του ποιητή είναι να προχωρήσει βαθύτερα στην ουσία των όντων, και αυτή η ουσία δεν έχει εντέλει καμιά σχέση ούτε με τη φιλοσοφία ούτε με την οντολογία, παρά μόνο με την ίδια την ποίηση.
Τι σημαίνει εντούτοις «ουσία των όντων»; Πώς μπορεί να τη δεξιωθεί και να την προβάλει ο ποιητικός λόγος; Μα, όπως ταιριάζει σε μια ποίηση που ξέρει εκ των προτέρων πώς να ελέγξει και να ποδηγετήσει τις ιδέες της, πώς να μην καταστεί παρακολούθημά τους. Δεν έχει νόημα να παραθέσω στίχους (όπως κατά κανόνα συμβαίνει με τον σχολιασμό ποιητικών συλλογών) από μια σύνθεση η οποία είναι αδύνατον να περιγραφεί, έστω και κατά παραχώρηση, με δειγματοληψία. Θέλω μόνο να πω πως εκείνο που φροντίζει με άκρα επιμέλεια ο Ζαφειρίου είναι να μην παγιδευτεί στο εσωτερικό των αφηρημένων σχημάτων τα οποία χρησιμοποιεί. Τα αντιθετικά ζεύγη εννοιών που κυκλοφορούν σε όλες σχεδόν τις σελίδες του βιβλίου του, οι τρόποι μέσω των οποίων αλληλοϋπονομεύονται και αλληλοακυρώνονται οι πόλοι τους, δεν έχουν να κάνουν με τη φιλοσοφία των όντων, με κάποια ουσιοκρατική σύμπηξη και άρθρωση, αλλά με το χάσμα που προκαλεί η ουδετεροποίηση των αντιθέσεων: η αναγκαστική συμπόρευση του είναι με το μηδέν, του θετικού με το αρνητικό, του λόγου με τη σιωπή. Γιατί το ουδέτερο μετατρέπεται έτσι σε κενό και το κενό μετασχηματίζεται με τη σειρά του σε κάτι σαν πυρηνική έκρηξη – έκρηξη που πηγάζει από το μεδούλι της ύπαρξης, επηρεάζοντας ταυτοχρόνως ολόκληρο το πεδίο της. Και από την άποψη (από την άποψη της ποιητικής και όχι της οντολογικής ουσίας) το βιβλίο του Ζαφειρίου μάς υπενθυμίζει ωραία πως η περιπέτεια της ύπαρξης αποτελεί ανά τους αιώνες το κεντρικό ζητούμενο της ποίησης, ακόμα κι αν πρέπει να επινοηθεί ένα σκηνικό ιδεών για να αποκτήσει η περιπέτεια σάρκα και οστά.

.

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ

ΧΑΡΤΗΣ 16 {Απρίλιος 2020}
Ενορατικό πάθος και πραγματολογική γνώση
Νομίζω πως δεν χρειάζεται να επισημάνω (το έχουν κάνει άλλοι προηγουμένως, και όχι μόνο για την προκείμενη ποιητική του σύνθεση) ότι ο δρόμος που συνεχίζει να διανοίγει στο ελλαδικό ποιητικό πεδίο ο Σταύρος Ζαφειρίου (γεν.1958) είναι ένας δρόμος αφ΄ εαυτού μοναχικός. Συγκρινόμενος με άλλες διαδρομές στο ίδιο πεδίο, της νεώτερης ποίησής μας, είναι ένας δρόμος που όποιος τον ακολουθήσει, πάνω στις διανοίξεις για τις οποίες θα μιλήσω, χρειάζεται να είναι ενισχυμένος με γνωσιακά αποθέματα τα οποία θα του επιτρέψουν συνάψεις εις βάθος με άλλες προσεγγίσεις, όπως είναι η δραματουργική, η ιστορική, η θρησκειολογική, η φιλοσοφική, κτλ. Πρόκειται για διαδρομή που αποφεύγει τα εύκολα και προτιμά να ακολουθεί το δρόμο της μέσα από δύσκολα ή δύσβατα εδάφη.
Η ποίηση του Σταύρου Ζαφειρίου, τις περισσότερες φορές ως σύνθεση επιμέρους ενοτήτων που ανασκάπτουν ένα θέμα, αναμετριέται εσκεμμένα με τον πειρασμό της δύστροπης να ανοιχτεί σκέψης και στρατοπεδεύει συχνά στα σκοτεινά βιώματα που μ΄ αυτά μας εφοδιάζει ανελλιπώς η ιστορία, τωρινή και αλλοτινή. Τέτοια σκοτεινά βιώματα παρέχουν, λ.χ., οι αρμαγεδδώνες των ολοκληρωτικών καταστροφών που, κατά περίεργο θα έλεγε κανείς τρόπο, μεθοδεύτηκαν εντελέστερα σε εποχές θριάμβου του μοντερνισμού, υπογραμμίζοντας αρνητικά τις αυταπάτες του ουμανισμού που προήλθαν από τα σπλάχνα του Αιώνα των Φώτων. Τίποτε, κανείς διαπρύσιος διαφωτισμός, δεν εμπόδισε τις πολεμικές εκατόμβες, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων ή τα γκούλαγκ ανανήψεως και ιδεολογικού σωφρωνισμού.
Είναι χρήσιμο νομίζω να προσθέσω στο σημείο αυτό ότι ο ποιητικός λόγος του Ζαφειρίου, διαμορφωμένος αρχικά από διάφορες ποιητικές νεανικές καταγωγές – από τη Θεσσαλονίκη βρίσκω τον Γιώργο Θέμελη, τον Πάνο Θασίτη, τον Αλέξη Ασλάνογλου– άλλαξε ρητορική και γλώσσα από τη στιγμή που η στοχαστική προετοιμασία και η διάπλασή του τον έστρεψαν από το ποίημα-γεγονός, το αυτοτελές δηλαδή ποίημα που σκοπεύει να διαγνώσει τα όρια μιας σπαρακτικής υποκειμενικής αυτογνωσίας, στην ποιητική σύνθεση. Ανοίχτηκε έτσι σε μια αλληλουχιακή ενότητα στην οποία οι συνδετικές γραμμές ανάμεσα στα μέρη ή στις εικόνες της σύνθεσης είναι πυκνές και φιλοδοξούν να εκφράσουν μια υπερκείμενη ενοποιό επική συνείδηση του δημιουργού. Ο πρώτος κύκλος των ποιητικών διαδρομών του Ζαφειρίου φτάνει ως τη συλλογή Τα Κατοικίδια (1997) και την επόμενη Η ΄Ατροπος των Ημερών (1998)∙ σ΄αυτές διακρίνεται μια επικείμενη αλλαγή βλέμματος μα και τοπίου. Από εκεί αρχίζει ένας δεύτερος επάλληλος κύκλος επτά άλλων συλλογών και συνθέσεων, ως την παρούσα, Τα Φυσικά Πράγματα, όπου ο ποιητής, ως άλλος Ιανός, δεν προστρέχει στη μνήμη του για να ταξιδέψει στο παρελθόν, αλλά προσπαθεί, στη δύσκολα διανοιγόμενη, όπως είπαμε, μοναχική ατραπό του, να ξαναβρεί και να ονομάσει ξανά (αφού πολλές φορές ξαναζούμε τα ίδια φαινόμενα, περιγράφοντάς τα με άλλα ονόματα) το παρελθόν της ιστορίας, της τέχνης, της γλώσσας.
Προσπαθεί, αναστοχαζόμενος, να ξαναβρεί και να ονομάσει ξανά κάποια από τα φαινόμενα που συγκροτούν την διαχρονική αυταπάτη του ανθρώπου. Γιατί, ο άνθρωπος εκεί που νομίζει, μέσα στην αφέλειά του, ότι όλα αλλάζουν, αιφνιδίως αντιλαμβάνεται έκπληκτος ότι στην ουσία όλα τα νεοφανή και νεωτερίζοντα αποτελούν μετωνυμικά στοιχεία του άλλοτε! Γι΄αυτό και ο Ιανός/Ποιητής του Ζαφειρίου, με το αδιάκοπο πίσω μπρος της ματιάς του να σαρώνει διαχρονικά, εμμέσως μάς δείχνει με έμφαση ότι δεν υπάρχει τίποτε το μοναδικό και το άπαξ∙ οι εποχές διαφέρουν στα επιφαινόμενα και περισσότερο αντιγράφουν (και μάλιστα κακεκτύπως) τον εαυτό τους. Ο διάλογός τους είναι διάλογος ομοειδών ετεροτήτων. Στη σχέση της βιβλικής παράδοσης με τους τωρινούς, ισχύοντες μύθους του δυτικού πολιτισμού, ο μύθος λ.χ. του πλατωνικού σπηλαίου «συνομιλεί» με τη θεωρία της ουσίας στον υπαρξισμό, ή, ένας συνδυασμός αυτών, ο μύθος του βιβλικού παραδείσου και ο πλατωνικός μύθος της Πολιτείας κατατείνουν και οι δυο στη συναίσθηση της οδυνηρής μετάβασης του ανθρώπου στη γνώση, μέσω της εξορίας. Και στα Φυσικά Πράγματα όμως έτσι προκύπτει η συγκρότηση της συνείδησης για τη μοναχική, οδυσσεϊκή ύπαρξη. Ας σημειώσω εδώ ότι αυτή η οδυνηρή μετάβαση (ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ την έλεγε ένριψη στο συναίσθημα της μοναξιάς) αποτελεί κλειδί για πολλές θεολογικές αλλά και υπαρξιακές θεωρίες του όντος. Ο Τόμας Χομπς, λόγου χάριν, λέει ότι η αυτογνωσία μετά την αποκάλυψη της ψευδαίσθησης της παραδείσιας αρμονίας, σημαδεύεται από την αντίληψη και γνώση της πολιτικής μας κατάστασης. `Η, διαφορετικά, ότι η αυτογνωσία ήταν η ορίζουσα αρχή για τη δημιουργία της ιστορικότητάς τους στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Πόσο κενό χρειάζεται / για να κυλήσει από τη χούφτα σου το χώμα / και πάντα κάτι μένει στην παλάμη. / Κόκκος στον κόκκο αδειάζοντας / και πάλι λείπει ο κόκκος / που θα στεριώσει το γλυπτό τού διχασμένου ζώου (σ. 34)
Εννοείται ότι αυτοί οι συνδυασμοί, οι διαλογικές συγκλίσεις, οι διασταυρώσεις, δεν εγκαθίστανται στο ποιητικό συγκείμενο του Ζαφειρίου μόνο ως ράκη, ως υπόλοιπα των αποσπασμάτων από κείμενα διαφορετικών εποχών και διαφορετικών πολιτισμών που διασταυρώθηκαν, όπως θα μας διαβεβαίωνε ο Λυοτάρ στο Μεταμονέρνο. Εγκαθίστανται επίσης ως είδη τέχνης. Για παράδειγμα, ο συγκερασμός του θεάτρου του Σαίξπηρ ή του θεάτρου του Μπέκετ δεν φέρνουν προς συνάντηση και διάλογο μόνο τους αντίστοιχους δραματουργικούς λόγους∙ μαζί μ΄αυτούς φέρνουν προς διάλογο και τις τεχνικές που «φοράει» η κάθε γλώσσα στο θέατρο. Και όλες αυτές οι συνευρέσεις, όπως είναι εύλογο και όπως το αντιλαμβάνεται ευθύς ο αναγνώστης των συνθέσεων του Ζαφειρίου, προκαλούν στο κειμενικό πεδίο μεγαλύτερη ρευστότητα και ταυτοχρόνως ένα μεγαλύτερο άνοιγμα του πεδίου αυτού προς τον πειραματισμό. Το απόσπασμα που παρατίθεται εδώ, από τον μονόλογο του Άμλετ,
Και τώρα πρίγκιπα; […] ποιά τέχνη θα χαρίσει στην ανάγκη / τη μάσκα του υποκριτή, / εκείνου που ο ρόλος του / είναι η άρνησή του να τον παίξει;
πέρα από τα σχόλια του ποιητή, πέρα δηλαδή από τις αναφορές στον πλατωνικό Φαίδωνα, ανασύρει μαζί, συνειρμικά, την επαγωγή στον Μπωντλαίρ, προς τον οποίο υποκριτή απευθύνεται κι εκείνος, όπως άλλωστε και ο Ζαφειρίου, χρησιμοποιώντας προς τούτο ένα βουβό, δεύτερο πρόσωπο για τις ανάγκες του γνωστού δραματικού μονολόγου. Ωστόσο, τα λόγια του Άμλετ, έτσι όπως τα αναπράγει ο Ζαφειρίου, υποδηλώνουν επίσης την επιμονή του ανθρώπου εκείνου που αρνήθηκε να βολευτεί σε ψευδαισθήσεις. Συνεχίζει έτσι την αναζήτησή του, ακόμα κι αν γνωρίζει ότι ο δρόμος του είναι στρωμένος με διαδοχικές αυταπάτες που θέλουν να τον κάνουν δικό τους. Αυτό είναι, εξ άλλου, και το αντιφατικό κέρδος του Σίσυφου, στη γνωστή ανάπτυξη του μύθου του από τον Αλμπέρ Καμύ. Το κέρδος είναι ότι δεν το βάζει κάτω, ότι δεν δέχεται τον εφησυχασμό, ούτε την υποτιθέμενη τιμωρία των θεών ως κάτι το άπαξ και οριστικό:
Μένουν το τέλος κι η αρχή, μα ούτε που ξέρεις / ποιά είναι τούτη η αρχή κι άν φτάνει σ΄ένα τέλος, / ποιό τέλος ξεκινά απ΄την αρχή
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ εν ολίγοις στην ποίηση του Σταύρου Ζαφειρίου (που, όπως είπα στην αρχή, αποτελεί ένα εγχείρημα δύσκολο, ακόμα και για για τις ορδές των πιστών του fb ), ειδικά για το ότι ενεργοποιεί όχι μόνο το συναισθηματικό αλλά και τό γνωσιακό απόθεμα προς χάριν μιας ενόρασης. Αν και ο ίδιος θα δυσανασχετούσε σ΄έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, του ενορατικού δηλαδή ποιητή ο οποίος παθιάζεται αδιάκοπα να δείχνει την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, η γνώμη μου είναι ακριβώς αυτή. Ότι είναι ένας κυριευμένος. Ασφαλώς, για να επιστρατεύει ένας νέος ακόμα ποιητής τέτοιο πλούτο αναπαραστατικών δεδομένων (κειμενικών, παρακειμενικών, αρχαίων και σύγχρονων, βιβλικών, ιστορικών, ηθικών, μυθολογικών κ.ά.), προκειμένου να ενορχηστρώσει (και μάλιστα ρυθμικά) τις συνθέσεις του, σημαίνει ότι έχει φτάσει στο σημείο του να υποστασιοποιεί ποιητικά τα πάντα. Και όντως, δίνει πνοή ακόμα και σε στοιχεία πραγματολογικά, σε φιλοσοφικές και επιστημονικές έννοιες ή όρους που αντιστέκονται στην λυρική υφοποίησή τους, και παραταύτα εμφανίζονται συνεχώς στις συλλογές του. Και αυτή η υφοποίηση, η λυρική ένταση, η πνοή που διαπερνά την ποίησή του, τις περισσότερες φορές τον βοηθά να μη χάνεται στο συνήθως άνυδρο τοπίο των οντολογικών σημασιών.

ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ

ΦΡΕΑΡ 28/08/2020

Στον πυρρίχιο του αναπόφευκτου

–αχ, αστραποκαμένε μου και βροντοχτυπημένε μου,
να σε συνδέσει η πυρκαγιά ο τρυγητός να τρέξει.

Η ποίηση του Σταύρου Ζαφειρίου, μιας από τις σημαντικότερες παρουσίες της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και της λεγόμενης γενιάς του ’80 ή του ιδιωτικού οράματος, έχει επεκτείνει, κυρίως από τις ενιαίες συνθέσεις της και μετά, την κίνησή της προς ένα ευρύτερο πεδίο ποιητικού, φιλοσοφικού, ιστορικού πλάτους και βάθους. Και αποδεικνύει, όπως συμβαίνει συχνά σε παρόμοιες περιστάσεις, ότι πολλοί φιλολογικοί όροι εν τέλει πάσχουν ή περιπίπτουν σε πάσχουσα κατάσταση, καθώς όπως αναφέρει και ο ίδιος ο ποιητής, «το ιδιωτικό στην ποίηση είναι μια έννοια παραπλανητική»: «ο ποιητής, ακόμη κι αν αναφέρεται στο ιδιωτικό και το περίκλειστο, δεν σταματά να διερευνά τη σχέση του με τον περιβάλλοντα χώρο» [1] . Έτσι, ο Σταύρος Ζαφειρίου συνεχίζει και στα Φυσικά πράγματα να διερευνά τη σχέση μας με τον κόσμο, εξερευνώντας τις δυνατότητες –ή τις δυνάμεις– της ιστορίας.

Στα Φυσικά πράγματα (Αθήνα, Νεφέλη, 2019) η μορφή της εκτενούς ποιητικής σύνθεσης –και όχι μιας ποιητικής συλλογής– αντανακλά τον συγγραφικό προγραμματικό στόχο, δηλαδή την πνευματική πράξη της ποιητικής γραφής, όπου, σύμφωνα με τον ποιητή, «η γλώσσα πρέπει να οργανωθεί με […] τέτοιο τρόπο ώστε να υπηρετήσει την πρόθεση [του περιεχομένου]» [2]. Σε αυτή τη διαδικασία «επιστράτευσης» [3], όπως την αποκαλεί ο Ζαφειρίου, (ανα)καλούνται όσα ορίζουν το σύμπαν, κοσμικό και ποιητικό∙ συλλειτουργούν και συγκρούονται προς ένα αναπόφευκτο, συστημικό εντούτοις, χάος: οι αρχέτυπες μνήμες, η ανεξάντλητη γνώση, οι αλλεπάλληλες αντιθέσεις, οι γλωσσικοί –λογοτεχνικοί– κώδικες που διακυβεύονται· από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τις γραφές, τον Όμηρο και τους μεγάλους τραγικούς, μέχρι τον Σαίξπηρ, τον Κάφκα, τον Σολωμό, και άλλους σταθερούς συνομιλητές του Ζαφειρίου.

Στα Φυσικά πράγματα το περιεχόμενο που καλείται σχηματίσει η γλώσσα είναι γνωστό από την πρώτη ενότητα: «Πώς ο άνθρωπος, χωρίς πια τα δεσμά των ψευδαισθήσεών του, αφήνεται στον αληθινό κόσμο» [4], δηλαδή τον φυσικό κόσμο, πώς τον συνθέτει και πώς συν-τίθεται από αυτόν:

Ζεστό πρωί κι ακούγοντας Coltrane
οξύφωνη ρητορική ενώ η ανάσα
δένεται στον κρότο της σπηλιάς που καταρρέει
-«εδώ είναι», είπε, «η κατάσταση των φυσικών πραγμάτων [5]

Σε αυτό το σκηνικό μιας νέας γενέσεως, ο άνθρωπος βρίσκεται «εξορισμένος στην ελευθερία» [6] από μια πλατωνική αρχέτυπη Εδέμ-φυλακή, στην ελεύθερη φυλακή του αληθινού κόσμου, όπου ιδεατό δεν υπάρχει: ό,τι υπάρχει είναι φυσικό, απτό, πραγματικό. Εξάλλου, «είναι απλή σοφιστική να προσπαθείς να υπάρχεις πατώντας μια στο άπειρο, μια στο πεπερασμένο» [7]. Το θεμελιώδες ερώτημα, που τίθεται στην πρώτη από επτά ενότητες/κεφάλαια «Εν αρχή», είναι διαχρονικά υπαρξιακό και οντολογικό:

«Τι είναι λόγος; Τι μη λόγος;
Ποιος η αρχή και τι ανάμεσά τους;»
(Παλιά απορία, που χτίστηκαν επάνω της καριέρες,
που έχτισε την καριέρα της στα πάθη του ερωτηματικού). [8]

Το βιβλίο, παρότι δεδηλωμένα αρχίζει κάτι, ουσιαστικά συνεχίζει το νήμα μιας αφήγησης για το χτίσιμο και το γκρέμισμα ενός κόσμου. Διότι, τελικά, όπως μας πληροφορεί το ποιητικό υποκείμενο, «ήρθε θάνατος», «ήρθε αρρώστια» και «θάμα κι αντίθαμα γινήκανε στον κόσμο» [9]. Και σε αυτό τον κόσμο, όπως σε κάθε πραγματικό κόσμο της ιστορίας –αρχαίο, μεσαιωνικό, νεότερο– αλλά και σε κάθε μυθοπλαστικό κόσμο κάποιος (πλάστης, ποιητής) δι’ ελέου και φόβου [10] θα ενώσει το ιδεατό της λογοτεχνίας με το αληθινό της πλάσης. Στα Φυσικά πράγματα διαβάζουμε την (ανα)δημιουργία του κόσμου ή μια δραματική και δραματοποιημένη αναπαράσταση της (επαναλαμβανόμενης) καταστροφής και της δημιουργίας του υφιστάμενου κόσμου από μια «τέχνη κενόδοξη» [11]; Η γένεση της ποίησης και η γένεση του κόσμου, το δράμα της ποίησης και το δράμα του κόσμου¬ θα συνεκφραστούν σε έναν θρηνητικό κομμό για ό,τι τελειώνει ή σε μια προειδοποιητική παράβαση για ό,τι αενάως αρχίζει: «Κι ενώ βολεύεις τον τροχό / μες στην αλληγορία κάποιου ήλιου, / κι ενώ φαντάζεσαι επωδές / αμάθητος στην εξημέρωσή τους […] Πάντες οι χείμαρροι πορεύονται εις την θάλασσαν! / Κατηφοριά η γη·/ και φυσικά, καμιά στιχουργική δεν είναι ικανή / να αντιστρέψει προς τη μάνα του το ρεύμα» [12]. Ο νέος κόσμος όμως, όπως κάθε κόσμος που ανήκει πια στην ιστορία, όχι ως παρελθόν αλλά ως συντελεσμένο παρόν μιας συνέχειας, συντελείται και συντελεί την ιστορία, δεν είναι ανοιχτός ή φιλόξενος προς όλους, διότι η ιστορία «παραμονεύει […] με τη δική της φυσική πραγματικότητα» [13]. Η ποίηση επικαιροποιεί και φυσικοποιεί την ιστορικότητα των όσων εκφράζει, αλλά και επικαιροποιείται η ίδια από την ιστορικότητα των όσων φυσικών με τη γλώσσα της διαλέγεται και αφηγείται:

Ξένε που έφτασες μπροστά στα ξένα τείχη
χαράζοντας στο μπράτσο σου τις άγονες γραμμές,
σπονδίζοντας εκείνους που δεν πρόφτασαν
να δουν τους νέους ξένους,
τώρα ονειρέψου κάτω απ’ τα κληματόφυλλα
τον γαιοσκώληκα που σείεται στο τρέμισμα της σάρκας,
τις χίλιες και μια αγρύπνιες που δεν τέλειωσαν,
τα πρωινά που ξέμειναν στη μέση τ’ ουρανού.

Πάνω στους πύργους στήνονται τα λάβαρα
και τα κοντάρια των τροπαιοφόρων.

Άξιον εστί! […] [14]

Ο εξόριστος –και έκπτωτος– στην ελευθερία άνθρωπος είναι ένας πολυπρόσωπος πρωτόπλαστος∙ είναι ο Αδάμ, ο Μωυσής, ο Πλάτωνας, είναι ο Οιδίποδας «πλάνης και μικροπωλητής […] το ίδιο εμπόρευμα πουλώντας κι αγοράζοντας ξανά» [15]. Και τι να είναι άλλωστε η ανθρωπότητα εξόν από μια αιμομικτική ιστορία, αμαρτωλή, αλλά και τόσο ιερή, που κάθε της ξεστράτισμα πληγώνει; Πρωτόπλαστος είναι και Οδυσσέας, ανάμεσα σε σιωπή και ολέθριο τραγούδι, ανάμεσα σε ειρήνη και πόλεμο, σε θάρρος ή αλήθεια, ανάμεσα σε μέλλον και ενεστώτα, που είναι όμως ο μόνος χρόνος:

Σε γη που απόμεινε σαν τρόπος της κλεψύδρας,
κενώνοντας τη μια μεριά στην εποχή της άλλης.
Όμως, στην αμετάβατη στιγμή
είναι που εντέλει θα κριθεί το νόημά της. [16]

Ο άνθρωπος βρίσκεται παγιδευμένος σε μια φάρσα, μεριμνώντας για τον παράδεισο αντί «μην ξαστοχήσει και βρεθεί σε λάθος κόλαση» [17]. Ο ατελής αιώνιος πρωτόπλαστος χάνεται «στους μαιάνδρους άυλων φύσεων» [18] πελαγοδρομώντας ανάμεσα σε ό,τι συλλαμβάνουν οι αισθήσεις του και σε ό,τι λένε πως υπάρχει μετά απ’ αυτές:

Ο δρόμος κόβεται στη διακοπή της κτίσης∙
μένουν το τέλος κι η αρχή, μα ούτε που ξέρεις
ποια είναι τούτη η αρχή κι αν φτάνει σ’ ένα τέλος,
ποιο τέλος ξεκινά απ’ την αρχή,
ποιοι μεθυσμένοι οδηγοί μπαίνουν στο άλλο ρεύμα.

Κι ούτε που ξέρεις
αν ό,τι λείπει απ’ το μηδέν είναι η μονάδα
ή απ’ τη μονάδα σου αν λείπει το μηδέν. [19]

Ο άνθρωπος «πελαγοδρομεί, μπλέκεται σε καινούριες μεταφυσικές απορίες» [20], σε διλήμματα, οικουμενικά και φιλοσοφικά ερωτήματα. «Γυρίζει η γη, μα στέκει ακίνητο το επιστέγασμά της∙ / κίνηση και μη κίνηση γύρω απ’ το ίδιο κέντρο, / αλήθεια, μη αλήθεια διεκδικώντας / το ίδιο σημείο στο ίδιο εκκρεμές» [21]. Η ανάγκη της συνέχειας του κόσμου ενεργοποιεί την ίδια τη συνέχεια με κάθε αναπαραστατικό μέσο: «[…] το εδώ δεν είναι παρά ο μπερντές / που παίζει σ’ επανάληψη την ίδια παντομίμα, // παρά η έγνοια να μετέχεις στην παράσταση / σκηνοθετώντας την τελευταία πράξη / σε γη σκαπτή, // μέσα σε φλέβα που άνοιξε η σκαπάνη να περάσεις» [22]. Η τραγωδία «παραμένει τραγωδία και η ανάγκη καθορίζει την πλοκή» [23] και τα «χρειαζούμενα, για να συντελεστεί η τραγωδία: / αίμα και βλέννα, μακιγιάροντας τα πρόσωπα, / αίμα και αίμα» [24]. Όλα όμως φαίνονται μάταια, καθώς:

Με τους δικούς του αγγέλους εκδικείται το παρόν∙
κι ούτε προσπέφτει στην ποδιά της απεραντοσύνης,
κι ούτε που θέλει πια να δεξιώνεται τα λείψανα
και τις ομομβροντίες των θαυμάτων. [25]

Αλήθεια του όντος είναι το παρόν των Λαιστρυγόνων, των ραψωδών, του αηδονιού και της λύκαινας. Δεν υπάρχει τίποτε υπερβατικό σε ό,τι ζούμε ή σε ό,τι έχουμε ζήσει:

Κανείς νεκρός δεν ζει μέσα στο φάσμα του
ή με το επέκεινα χτενάκι στα μαλλιά του∙
μόνο τ’ αδέσποτα πορεύονται στον ίσκιο τους,
νομίζοντας πως η σκιά είναι το άλλο,
σύμψυχό τους ζώο. [26]

Να η μεγάλη αλήθεια λοιπόν, ο μεγάλος φόβος: Δεν υπάρχει τίποτε άλλο από το παρόν, την ιστορία που ζούμε και γράφουμε όχι μόνο σε βιβλίο, αλλά πάνω και μέσα στον χρόνο, καθώς διερωτόμαστε και πράττουμε, φωτίζοντας και δρομολογώντας την ίδια την ιστορία ως διαδικασία, δυνατότητα και συνέχεια. Και είμαστε οι άνθρωποι αναπόσπαστο κομμάτι της: η καταστροφή, η (ανα)γέννηση, η εξέλιξη γίνεται πριν και μετά από εμάς, γύρω από εμάς, και άρα –ω του θαύματος!– και χωρίς εμάς. Και αυτή είναι ίσως η μόνη βιώσιμη και ταυτόχρονα ιδεατή θεώρηση της ιστορίας:

«[…] κάθε που ακούς να τρίζει το στερέωμα
είναι οι μυλόπετρες που αλέθουν τη σοδειά του
κι όταν κοπάζει η ταραχή
είναι ο καινούριος θερισμός
που αθόρυβα έχει αρχίσει». [27]

«Να τραγουδάς τη συντριβή» [28], θα απαντήσει ο αντίλαλος, γιατί δεν υπάρχει τίποτε άλλο από τα φυσικά πράγματα, τα ιστορικά δεδομένα, απέναντι στη μεταφυσική του πλατωνικού σπηλαίου. Ο άνθρωπος σύντομα φτάνει εκεί από όπου ξεκίνησε, εκεί όπου φωλιάζει ο φυσικός φόβος του τέλους, «η μόνη μυρωδιά που <τ>ου ταιριάζει» [29]: «Ταφές θνητών∙ κι έφτασες κιόλας μέχρι εδώ / χωρίς τον χάρτη που σου πούλησαν στην αγορά του χάους, / μέχρι εδώ, στο υπόλοιπο του κόσμου που αντιγράφεις» [30].

Σημαίνουν όμως κάτι όλα αυτά τα συμπεράσματα «ή αυτοσχεδιάζουν πάλι οι θεατρίνοι;» στην παράσταση που παρακολουθούμε αλλά και παίζουμε [31]; Το ποιητικό υποκείμενο ενδύεται και αλλάζει ρόλους μέχρι τέλους. Είτε «παλιάτσος» είτε «κοσμικός διασκεδαστής των σοφιστών» [32] φέρει ως βάρος και εκφέρει ως λόγο το αιώνιο υπαρξιακό ερώτημα: του Άμλετ και της γάτας του Σρέντινγκερ, του Καρυωτάκη, του Λεοντάρη, του Ζαφειρίου:

«Να είσαι – να μην είσαι!
Βγάζοντας το διαζευκτικό,
πάει και η σκλαβιά της απορίας.
[…]
Ένα εκφώνημα, εντέλει, και να τρέμει
μπροστά στη μεταφυσική διατύπωσή του.
Υπάρχεις – δεν υπάρχεις!
Ή δεν ριζώνεις μες στην ύπαρξή σου,
όπως δεν πιάνει ρίζα το νερό,
ακόμη κι αν το φράξεις μες στη στέρνα.
Να είσαι· μα αν δεν μπορείς να είσαι η ζωή,
τι θα σου χρειαστεί το νόημά της;
Κι όταν δεν είσαι,
ποιος θα σου πει τι νόημα έχει να μην είσαι; [33]

Το σήμα της λήξης του δράματος είναι το ίδιο με την αρχή στο λυκόφως: Το «Blue Train» του John Coltrane, μια διαδρομή χωρίς σταθμούς. Η τζαζ ηχεί σαν σύνθημα, η σπηλιά καταρρέει αιώνια, ενώ ο άνθρωπος πορεύεται ανάμεσα σε πλάνη και αλήθεια, ανάμεσα σε σκότος και φως, σε ένα «κιαροσκούρο του μπαρόκ / στον εμπαιγμό του ύφους» [34]. Στον πρωτόπλαστο άνθρωπο θα δοθεί η μέθοδος, όπως και στον Προμηθέα, αλλά οι δεξιότητές του θα πάσχουν, καθώς το «διότι» δεν αρκεί να είναι η γνώση του «γιατί» [35] αλλά και γιατί το παράγγελμα –σε στρατιώτες και ηθοποιούς– το δίνει πάντα η φωτιά, η φυσική παντοδύναμη κατάσταση: «Χορέψτε!» [36]. Έτσι φωτίζεται το –ιστορικό– γεγονός και ο δραματουργός, που φέρει τον μεσσιανικό λόγο της γέννησης και του θανάτου: «Εγώ ειμί το αίτιο και το αποτέλεσμά μου» [37]. «Μα δεν σε βλέπω/ Μα δεν το βλέπω» (ό.π.) θα απαντήσει ο ποιητής, ο στρατιώτης, ο ηθοποιός «έκπληκτος και αμήχανος σαν νους / που ανακαλύπτει ξαφνικά μέσα στο φρούτο / το σκουλήκι των θαυμάτων» (ό.π.). Ο άνθρωπος στρέφεται προς τα πάνω, αλλά τίποτε πιο θείο από το τέλεια ατελές, το φυσικό που συμβαίνει εδώ κάτω:

Στο αδράχτι γνέθεις το ιερό για να το κάνεις πίστη,
μα με σφοντύλι από φελό
το νήμα που τυλίγεται σαν σέλας στον σταυρό
το ξετυλίγει η ανεμική και το ξαναξεφτίζει. [38]

Ακόμα και να αντιληφθεί ο άνθρωπος τη θνητή και άρα άνιση σχέση του με την ιστορία, ακόμα κι αν χορέψει πάνω στη φωτιά της ιστορικότητας, δεν προλαβαίνει να «αντιγρά<ψει> από την τέχνη των καρφιών / πριν μπει σε τάξη ο Γολγοθάς / κι εφαρμοστεί η τέχνη του θανάτου» [39]. Αυτή είναι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη γνώση που θα αποκτήσει σε αυτή τη θεατρική και χορευτική παράσταση, ότι η πορεία είναι αναπόφευκτη. Φωτίζοντας ένα γνωστό διακείμενο του Ελύτη ωριμάζουν τα Φυσικά πράγματα: στην καλύτερη περίπτωση, μόλις που προλαβαίνει να δει ο άνθρωπος: το τέλος, την αρχή ενός άλλου ανθρώπου, ενός άλλου κόσμου: «Κι όλο το φως μια λάμψη για να δεις / πως της δημιουργίας η φωνή / καίγεται στον πυρρίχιο των φυσικών πραγμάτων» [40]. Αλλά και την αρχή ενός (άλλου) βιβλίου στο τέλος ενός (άλλου) βιβλίου, το οποίο (ξανα)διαβάζεται, με την επανάληψη των προμετωπίδων όλων των ενοτήτων στο τέλος της ανά χείρας έκδοσης, σαν μια καινούρια γένεση ή ένα καινούριο ευαγγέλιο, μια καινούρια, καινή ποιητική διαθήκη.

ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ

Περιοδικό Ποιητική, τεύχος 25, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2020

Ποιητική συμβολή στην αγωνία της πολιτισμικής αυτεπίγνωσης

Η ποίηση του Σταύρου Ζαφειρίου είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, με εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αν κάποιος θελήσει να την προσλάβει σε όλο της το εύρος, θα πρέπει να την αντιμετωπίσει στο σύνολό της, να προσπαθήσει να καταλάβει τα δομικά της υλικά, παρακολουθώντας τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν σε όλη την χρονική εξέλιξη της ποιητικής του περιπέτειας. Εάν θα διάλεγα να αναφέρω ένα βασικό της χαρακτηριστικό ή/και τη στόχευση αυτού του ιδιαίτερου κόσμου, θα έλεγα ότι η ποιητική του Σταύρου Ζαφειρίου ιχνηλατεί την πορεία του ανθρώπινου όντος από το ατομοκεντρικό πεδίο της μοναχικής έκφρασης στο διακειμενικό πεδίο του ποιητή/φορέα της συλλογικής συνείδησης. Έτσι βέβαια όπως αυτή διαμορφώνεται αντλώντας στοιχεία από όλους τους χώρους του πνευματικού αλλά και κοινωνικού βιώματος, δηλαδή ενός θεμελιακού ιστορικού έπους ή μιας προδρομικής πολιτικής τραγωδίας. Η πορεία αυτή διαρκεί ήδη τριανταεπτά χρόνια (από το 1983) και έχει ήδη δώσει ένα σύνολο δεκατεσσάρων ποιητικών συλλογών. Και ενώ μπορούμε να διακρίνουμε αρκετούς αναβαθμούς, αναγνωρίζουμε τον προσανατολισμό ενός διακειμενικού πολυσύνθετου ποιητικού θεωρήματος που έχει απορροφήσει αρκετά από τα χαρακτηριστικά της αρχαιοελληνικής αλλά και της νεότερης ευρωπαϊκής σκέψης και δραματουργικής έκφρασης. Μιλώντας με διαφορετικούς όρους: Μπορούμε να πούμε ότι συνιστά ένα ιδιόμορφο κράμα του αναγεννησιακού ανθρωπισμού και του μετανεωτερικού συγκρητισμού.

Αναδρομώντας
Θεωρώ απαραίτητο επομένως να ξεκινήσω με μια σύντομη αναδρομή, η οποία ελπίζω ότι θα δείξει την εξελικτική αυτή πορεία στην οποία αναφέρθηκα και η οποία θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο μεγάλες περιόδους δεκαπέντε και είκοσι ετών περίπου (θα προσπαθήσω να το εξηγήσω παρακάτω): Τα τέσσερα πρώτα βιβλία του Ζαφειρίου, Το ευλύγιστο πέλμα (1983), … και να μπλοφάρουμε στο όνειρο (1984), Στη μουβιόλα (1986) και Ζεστή Πανσέληνος (1988), στοχεύουν στην τάση μιας περισσότερο εξομολογητικής ποίησης, περισσότερο εστιασμένης στο ατομικό βίωμα, το οποίο είναι εξ ορισμού εσωστρεφές και υπαρξιακό. Ο αστικός χώρος ενός σύγχρονου τρόπου ζωής που οδηγεί στην αλλοτρίωση και στην αποξένωση είναι κυρίαρχος. Η δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά (1992) λειτουργεί ως μια στροφή στον κόσμο του λογοτεχνικού παρελθόντος, λόγιου και λαϊκού. Στην 6η συλλογή, Τα κατοικίδια (1997) γίνεται νομίζω φανερή η απαρχή του συγκερασμού των παραπάνω στοιχείων, δηλαδή του ατομικού βιώματος και της συλλογικής διαμεσολαβημένης λογοτεχνικά εμπειρίας μέσα από ολιγόστιχα όμως ποιήματα, μορφή που δεν θα κυριαρχήσει στα κατοπινά του βιβλία. Από το 1983 έως το 1997 (σε δεκαπέντε περίπου χρόνια) μέσα στα έξι αυτά βιβλία τίθενται τρεις από τους βασικούς άξονες του ποιητικού του κόσμου που είναι: το υπαρξιακό ερώτημα της ζωής και του θανάτου, ιδιαίτερα του σύγχρονου ανθρώπου μπροστά στα διλήμματα ενός αλλοτριωτικού τρόπου ζωής, ο ενδοκειμενικός διάλογος με το λογοτεχνικό και ευρύτερα πνευματικό παρελθόν και ο συγκερασμός του ατομικού και του συλλογικού μέσα από έναν πολιτικού προσανατολισμού αναστοχασμό.
Κομβικός σταθμός όπου όλα τα προηγούμενα αποκτούν τη δυναμική ενός συστήματος, ενός ποιητικού θεωρήματος το οποίο θα λειτουργήσει κοσμολογικά και θα προσπαθήσει να ανασυντάξει τον ποιητικό χάρτη του δημιουργικού του κόσμου είναι το 7ο βιβλίο του, Η Άτροπος των ημερών (1998). Τα θέματα της υπαρξιακής αγωνίας, της φθοράς, του θανάτου και του προβληματισμού για την εκφραστική δύναμη της ποίησης τίθενται πλέον σε ένα πιο πολύπλοκο επίπεδο. Η ποιητική έκφραση ακροβατεί στα όρια ενός κόσμου όπου μπορούν να συμπυκνωθούν όλα τα είδη του λόγου. Στο 8ο βιβλίο, Σώματος Λόγος (2004), η συνθετική αυτή πορεία του Ζαφειρίου εξελίσσεται περισσότερο, καθώς ενσωματώνει στοιχεία και από την εκκλησιαστική παράδοση. Εντείνεται το γνώρισμα της διακειμενικότητας, το οποίο αποκτά λειτουργικό χαρακτήρα και ταυτοχρόνως αποκαλύπτει πως πρόκειται για μια συνειδητή, σχεδόν προγραμματικού χαρακτήρα επιλογή του ποιητή, γεγονός που υπογραμμίζεται και από τις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου. Με το 9ο βιβλίο Χωρικά (2007) ο Ζαφειρίου μετατοπίζει περισσότερο την ποιητική του σε έναν φιλοσοφικό προσανατολισμό, ο οποίος όμως έχει έντονα τα δραματουργικά στοιχεία. Η πλατωνική σκέψη διαλέγεται με τη σύγχρονη θεωρητική φυσική. Η συνομιλία του Πλάτωνα με τον μύθο, τη γνωσιολογία αλλά και τη δραματική έκφραση θα πρωταγωνιστήσουν εκ νέου και στο τελευταίο του βιβλίο, Τα Φυσικά Πράγματα. Στο 10ο βιβλίο Ενοχικόν – Ο μονόλογος ενός δράστη (2010) κυριαρχεί μορφολογικά η ποιητική πρόζα και θεματικά η έννοια της ενοχής. Ο Φραντς Κάφκα εμφανίζεται ως μια ιδεώδης, σχετικά με την ενοχή, διακειμενική υποκατάσταση. Το αφηγηματικό τέχνημα της προσπάθειας σύνταξης ενός κειμένου, που στην αρχή δηλώνεται ότι ένα μεγάλο μέρος του χάθηκε και στο τέλος ολοκληρώνεται ως η ίδια η προσπάθεια ανασύνταξής του, είναι γοητευτικό όσο και αποτελεσματικό. Και φτάνουμε στο 11ο βιβλίο Προς τα Που (Μια πολεμική ιστορία) (2012), όπου η δομή αναβαθμίζεται δραστικά: Στις τρεις πρώτες ενότητες υπάρχουν πληροφορίες από διάφορες πηγές, προσωπικές αναμνήσεις, παραπομπές από ιστορικά κείμενα, σημειώσεις σχολιασμού του ποιήματος και προπάντων των σκέψεων που αποτέλεσαν την προκειμενική του ύλη. Αναφέρω ένα καίριο σχόλιο του Ευριπίδη Γαραντούδη για το βιβλίο: «Οι μεταμορφώσεις του Φάουστ και οι βομβαρδισμοί της Δρέσδης επιλέγονται ως το κύριο διακειμενικό και ιστορικό πλαίσιο […] για να στερεωθεί ένα βαθιά […] σκεπτικιστικό ποίημα γύρω από το ερώτημα από πού έρχεται και προς τα πού τείνει ο δυτικός άνθρωπος, από την εποχή του Διαφωτισμού και του Ορθού Λόγου μέχρι τις μέρες μας […]»
Για το Δύσκολο (2014) ο Αλέξης Ζήρας έχει γράψει: [Είναι ένα] «σπονδυλωτό ποίημα που αναπαραστάθηκε με βάση τις πέντε διακρίσεις του Ιταλού συγγραφέα Πρίμο Λέβι […] όταν ο τελευταίος προσπάθησε να εννοήσει την παθητική σχέση των Γερμανών με το ναζιστικό καθεστώς. Έχουμε κι εδώ […] μια συνάρθρωση ποικίλων αλλά όχι ετερόκλητων στοιχείων, σχολίων, αποφθεγμάτων, φράσεων που έμειναν μνημειώδεις, αλλά και εμβληματικών προσώπων, όπως ο Σαιν-Ζυστ, ο Μαρξ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Σαρτρ ή μυθικών μορφών, όπως η Χίμαιρα, ο Ίκαρος, ο πρίγκιπας Μίσκιν στον Ηλίθιο, έτσι ώστε η ίδια αυτή σύνθεση του Δύσκολου να αποτελεί παράλληλα έναν χάρτη του πολιτισμικού και πολιτικού γίγνεσθαι της Δύσης, των ρήξεων και των ανατροπών, ο οποίος όσο η κρίση αξιών στον 20ό αιώνα βαθαίνει, τόσο περισσότερο γίνεται πιο διάτρητος».
Στο προτελευταίο του βιβλίο με τον τίτλο Αυτοάνοσο (ένα μελόδραμα) (2017), ο Ζαφειρίου ανανεώνει και επανα-ορίζει την ποιητική δραματική έκφραση. Το θέατρο του παραλόγου του Μπέκετ, αλλά και η φιλοσοφία του Βιττγκενστάιν διαλέγονται με τη θεατρική σύμβαση. Ενδεικτικό είναι ότι η συλλογή ξεκινά με την ενότητα Θέμα, όπου εισαγόμαστε σε μια άδεια θεατρική σκηνή, εκεί όπου δύο πρόσωπα προσπαθούν να προσδιορίσουν το θέμα. Στην πορεία όμως του ποιητικού διαλόγου καταλαβαίνουμε ότι ούτε η αναζήτηση ούτε η εύρεση ούτε καν η επικοινωνία δεν τελεσφορούν. Καθώς ολοκληρώνεται η συλλογή με την ενότητα Αυλαία, συναντούμε ξανά τα δύο πρόσωπα του Θέματος, τα οποία βρίσκονται ξανά στο ίδιο σημείο, και καθώς ακούν να χτυπά η πόρτα του χώρου στον οποίο ανήκουν, λένε: «—Ποιος να ’ναι Χαμ; Περιμένουμε κανέναν; —Όχι Κλοβ! Δεν περιμένουμε κανέναν. Μην ανοίγεις».
Επομένως, στα χρόνια από το 1998 έως το 2017 (σε περίπου είκοσι χρόνια) και σε επτά βιβλία, οι τρεις άξονες της προηγούμενης ποιητικής του περιόδου εξακολουθούν να υπάρχουν αλλά μετατοπίζονται σε μιαν άλλη διάσταση, καθώς διασταυρώνονται με άλλες τρεις καθέτους: αυτή της μεγάλης σύνθεσης, αυτή του διακειμενικού συγκρητισμού ενός μεγάλου φάσματος της λογοτεχνικής και πνευματικής παράδοσης και τέλος αυτή του φιλοσοφικού προσανατολισμού, που θα απορροφήσει δημιουργικά το ιστορικό βίωμα, τον πολιτικό αναστοχασμό και το προσωπικό πάθος.

Φυσιο-λογική δια-πραγμάτευση
Θεωρώ σημαντικό να έχουμε αυτό το διάγραμμα κατά νου, ώστε να μπορέσουμε να αναμετρηθούμε αναγνωστικά με το βιβλίο του Τα Φυσικά Πράγματα. Γιατί όχι μόνο συγκεντρώνει όλα τα προηγούμενα γνωρίσματα αλλά και γιατί το ίδιο το περιεχόμενό του προβάλλει ως αναπαράσταση της καθολικής ανθρώπινης περιπέτειας. Δηλαδή, προβάλλει την ιστορική και πολιτισμική εξέλιξη ως την πορεία του ανθρώπου από την άγνοια και την αθωότητα στη γνώση αλλά και στην οδύνη. Στα Φυσικά Πράγματα η πορεία αυτή παραλληλίζεται, εκκινώντας από τον μύθο του σπηλαίου του Πλάτωνα ‒με την εξόδια πορεία του δεσμώτη από την ψευδαισθητική στην αληθινή γνώση‒ με την εκδίωξη του ανθρώπου από τον Κήπο της Εδέμ, δηλαδή τον εκτοπισμό του από τον κόσμο της αθωότητας και της άγνοιας στον κόσμο της γνώσης που συνοδοιπορεί με τον πόνο και τον βασανισμό. Μια πορεία αυτογνωσίας αλλά και ανατοποθέτησης του ανθρώπου απέναντι στη φύση, την κοινωνία, την ιστορία, τον Λόγο, αλλά και τις αναπαραστάσεις τους. Ή καλύτερα, της προσπάθειας αναπαράστασης της ανθρώπινης συνθήκης, μέσα από τις περιορισμένες δυνατότητες εκδραμάτισης, που το εκφραστικό εργαλείο του λόγου, δηλαδή η γλώσσα, μπορεί να παράσχει.
Τόσο τα παραθέματα από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Όμηρο, τον Σοφοκλή αλλά και εκκλησιαστικά κείμενα, τον Σαίξπηρ, τον Κάφκα, τον Μάρλοου, τον Οβίδιο, τον Μπένγιαμιν κλπ., που προτάσσονται ως μότο στα κεφάλαια ή υποτάσσονται ως υποσημειώσεις εντός των κεφαλαίων, όσο και οι ίδιοι οι τίτλοι των ενοτήτων του βιβλίου, αποτελούν τους οδοδείκτες της ανάγνωσης ως συμπόρευσης σ’ αυτή την μακραίωνη περιπέτεια του ανθρώπινου πνεύματος.

Οκταμερής δομή
Αναφέρω συνοπτικά τη δομή του βιβλίου: Αποτελείται από οκτώ ενότητες: την Εν Αρχή, πέντε κεφάλαια που ονομάζονται αριθμητικά (1ο, 2ο κλπ.), το Εξόδιον Άσμα και τα Επιλογικά. Στο καθένα υπάρχει ένας εκτενής τίτλος ως προεξαγγελτική παράθεση ή εκ προοιμίου επεξήγηση για το περιεχόμενο και τη θέση της ενότητας. Μόνο το Εξόδιον Άσμα εξαιρείται και εντάσσεται χωρίς επεξήγηση.
Αφηγούμαι την ερμηνευτική μου ανάγνωση σε οκτώ σημεία, όσα και οι υποενότητες του βιβλίου. Ήδη αναφέρθηκα στο πρώτο και προχωρώ στο δεύτερο.
Μετά την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά μιας προπολιτισμικής άγνοιας, η πορεία του στον «αληθινό κόσμο» δεν μπορεί παρά να είναι πορεία αναζήτησης μιας νέας ερμηνείας, αναζήτηση μιας πίστης, ενός συγκροτημένου συστήματος, όπου η ανθρώπινη ύπαρξη ως πολιτισμική πια κατασκευή θα στεγάσει την αναρώτησή της, θα αναμετρήσει τις δυνάμεις της, θα βρει στήριγμα για μια ζωή που θα μπορεί να πραγματώσει τις δυνατότητές της. Άλλοι επιλέγουν πιο εύκολα, βρίσκοντας νέο ένδυμα να ενδυθούν και νέο τόπο να εγκατασταθούν και άλλοι συνεχίζουν την αναζήτηση, χωρίς να επαναπαύονται εύκολα στις καινούριες ψευδαισθητικές ευκολίες που συναντούν στον δρόμο τους, σε μια παρανάγνωση του κόσμου και της αλήθειας, δηλαδή σε μια νέα αυταπάτη.
Παραθέτω ενδεικτικά από το 1ο Κεφάλαιο:

«Ταπεινωμένος απ’ τη γλώσσα των γραφών
κι απ’ τον εκμαυλισμό της λυτρωμένος,
νους ασκεπής, στρέφοντας σε μιαν άλλη ανατολή
το αίτημά του».

Στην πορεία αυτή, η ανθρώπινη νόηση θα διασταυρωθεί με τον μύθο του Οιδίποδα, ενός αρχετυπικού συμβόλου, του οποίου η κατάκτηση της ταυτότητας, του ρόλου του δηλαδή μέσα στον αστερισμό των σχέσεων με τους άλλους, τον οδηγεί στην αυτοτύφλωση, σε μιαν αδυναμία, επομένως, να οράται. Ενώ έχει κατακτήσει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει με τις άλλες αισθήσεις, που τον βοηθούν να εν-οράται τη θέση του μέσα στον νέο κόσμο, που έχει προκύψει από τη συνάντηση του φυσικού και πολιτισμικού, δεν παύει να αναρωτιέται για τη στοχαστική πορεία του ανθρώπου.
Από το 2ο Κεφάλαιο:

«[…] εγώ της μοίρας μου ο ομόκλινος και γιος,
ο εκ του δράματος με τα σφαγμένα μάτια […]
Εγώ που αφουγκράζομαι στο κέλυφος του αυγού
το θρόισμα του νεοσσού πριν απ’ την έξοδό του
και στο έδαφος οσφραίνομαι τη σήψη των νεκρών
‒μα ποιοι είναι αυτοί που αισθάνομαι και δεν μπορώ να δω;
Σε ποιο βασίλειο αυτοπτών μάς έβγαλε η ομίχλη;»

Η διαπάλη αυτή, η αντιφατική αυτή υπαρκτική σχέση συνεχίζεται μέσα από την αντίθεση της Ωδής και της Σιωπής των Σειρήνων, της ικανότητας της σαγήνης μέσα από τη μελωδία, δηλαδή την απόλυτη ταύτιση της γλώσσας με την αρμονία. Εδώ η υπαρξιακή περιπέτεια συσχετίζεται με την ανθρώπινη επιθυμία να συγκινήσουμε και να οδηγήσουμε στα έσχατα όρια το συναίσθημα και το πάθος του αποδέκτη τού λόγου μας: στο οριακό σημείο του θανάτου. Από την άλλη καιροφυλακτεί ο τρόμος της σιωπής, της πλήρους έλλειψης του λόγου, καθώς όταν σωπαίνουν οι Σειρήνες μηδενίζεται μεν η διακινδύνευση, αλλά αυτό δυστυχώς αντισταθμίζεται με την αδυναμία πλέον της προσέλκυσης του άλλου και άρα της υπέρβασης του εαυτού. Το ταξίδι μας γίνεται πιο ανώδυνο, αλλά χάνει σε δραστικότητα ή εν πάση περιπτώσει χάνεται κάτι από τη δυνατότητα να προσκληθεί ο άλλος μέσα από τον ηδυσμένο λόγο να επικοινωνήσει μαζί μας, έστω κι αν πρόκειται η επικοινωνία αυτή να μας απορροφήσει ή/και να μας εξουθενώσει.
Από το 3ο Κεφάλαιο:

«Πώς κλείνοντας τ’ αυτιά με μελισσόκερο
νομίζεις θα προστατευτείς
από τ’ ολέθριο τραγούδι των Σειρήνων
ενώ η απειλή είναι η σιωπή τους; […]
[…] Εσύ δεν ήσουν που έγραφες απαντήσεις ανεπίδοτες
πριν καν τεθούν σε απορία οι εντυπώσεις;
Εκείνη η στάλα της μελάνης που απόμεινε
έχει πετρώσει μέσα στο δοχείο, πάει καιρός,
και τα φαινόμενα που τότε ξεχορτάριαζες
έχουν πνιγεί και πάλι στην τσουκνίδα».
Η αναμέτρηση συνεχίζεται με τον άνθρωπο να πορεύεται χωρίς να εφησυχάζει (η ποιητική φωνή απευθύνεται συνεχώς σε β΄ πρόσωπο, σαν να μιλά σε υποψιασμένο αναγνώστη αλλά και εις εαυτόν), καθώς παλεύει να τελειοποιήσει την ικανότητα της μίμησης, δηλαδή της οικειοποίησης των όσων προσλαμβάνει με τις αισθήσεις του, αλλά και να αναπαραγάγει τη γνώση του με την αναπαράσταση της ανθρώπινης συνθήκης. Οντολογική ανάγκη, αλλά και ψυχικός βασανισμός. Διότι για τον πορευόμενο δεν είναι μόνον ο παιδεμός τού νου αλλά και της ψυχής η συγκίνηση. Επομένως, κεντρικό ζητούμενο είναι το πάθος που αναγεννάται, αυτό που κινεί και σπαράσσει τον άνθρωπο, ο οποίος έλκεται από αυτό αλλά και έλκει, ο οποίος βασανίζεται από αυτό, αλλά και χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί η γνώση στερεί την ανθρώπινη ύπαρξη από την αισθητική και αισθησιακή απόλαυση. Από την απόλαυση όχι μόνον να επικοινωνώ αλλά και να ταυτίζομαι με τον άλλον, χωρίς όρια· με την απόλυτα αθώα και αποστασιοποιημένη από την πολιτισμική σύμβαση απόλαυση, που είναι η έκσταση. Χωρίς περιορισμούς αίματος, προέλευσης ή γενεαλογίας.
Από το 4ο Κεφάλαιο:

«Σου λένε φως μα είναι απλώς η έκλαμψη
των αποτυχημένων δοκιμών της αλχημείας·
σου λένε ον μα είναι ο δύστηνος γυμνός
που περιφέρεται στα δράματα της συγκατάβασής του.
Γλυκάθηκε ο κυνόδοντας
τόσο καιρό στον σβέρκο του ελαφιού
που πίστεψε στο τίμημα της αθωότητάς του,
τόσο καιρό που ωρίμασε η συναναστροφή
της βαρβαρότητας με τον βαρβαρισμό της».

Οι απορίες όμως του περιπλανώμενου δεν παύουν να αναγεννώνται σαν τον Φοίνικα, καθώς η πορεία αυτοπροσδιορισμού έχει τη συνεχιζόμενη σπειροειδή μορφή της πολιτισμικής εξέλιξης που, ενσωματώνοντας την Ιστορία, εμφανίζεται με εκείνη την κοινωνιολογική ανάπτυξη, την οποία συνηθίζουμε να ονομάζουμε πρόοδο. Ωστόσο: η ανθρώπινη οντότητα όσο και να προοδεύει πάντοτε θα είναι προ της οδού, ποτέ καθ’ ολοκλήρου εντός της, ποτέ δεν θα προσεγγίσει τον τελικό προορισμό, ο οποίος φαίνεται να μετατίθεται σαν τον ορίζοντα που ποτέ δεν θα φτάσουμε, γιατί, όσο τον πλησιάζουμε, τόσο εκείνος απομακρύνεται. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η τραγική συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα υπαρξιακά διλήμματα φαίνεται πως αποκτούν συναισθηματικό βάρος μέσα από τη δραματική τους αναπαράσταση, μέσα από τη μίμηση, η δύναμη της οποίας επιχειρήθηκε νωρίτερα να ιχνηλατηθεί από τον ποιητή. Περσόνα που χρησιμοποιεί η ποιητική φωνή ως εκφραστή αυτού του αδιεξόδου των ερωτημάτων είναι ο Άμλετ του Σαίξπηρ. Εξάλλου, η σκηνή του θεάτρου, η οποία επανέρχεται εξακολουθητικά στο έργο του Ζαφειρίου, είναι στην ποίησή του ο μόνος χώρος όπου μπορεί να υποστασιοποιείται, δηλαδή να αποκτά αναπαραστατικό νόημα η διαζευκτική μορφή εκείνων των ερωτημάτων, τα οποία δεν γίνεται παρά να μείνουν αναπάντητα.
Από το 5ο Κεφάλαιο:

«Και τώρα πρίγκιπα;
Τώρα που παγιδεύτηκες στα κάτοπτρα του ιδεαλισμού σου,
ποια τέχνη θα χαρίσει στην ανάγκη
τη μάσκα του υποκριτή,
εκείνου που ο ρόλος του
είναι η άρνησή του να τον παίξει;
Ποιο σκιάχτρο θα φανεί στο περιτείχισμα
του επιδημικού σου βασιλείου,
για να υποδυθεί το φάντασμά σου;»

Η αφηγηματική πορεία του βιβλίου κλείνει όπως αναφέρθηκε και στην αρχή με ένα Εξόδιο Άσμα και μία ενότητα Επιλογικών. Κι ενώ σε όλο το ποιητικό κείμενο επανέρχεται η προτροπή «Χορέψτε! φώναξε η φωτιά», κρατώντας το νήμα από τη σκαιά απεικόνιση του μύθου του σπηλαίου, εδώ, λίγο πριν κλείσει η στοχαστική πορεία του βιβλίου για τη δυνατότητα αλλά και την εκφραστική δύναμη του ανθρώπου, τα ερωτήματα επανέρχονται βασανιστικά.
Τρία σύντομα αποσπάσματα από τις τελευταίες αυτές ενότητες:

«Ποιος τρόμος τώρα ζει μες στα χαλάσματα
απρόθυμος να μοιραστεί με λόγια
όσα τεκμήρια του άφησε η χίμαιρα
πριν κανιβαλιστεί από τους μύθους;»
[…]

«Δράμα λοιπόν; Ή μήπως η απόληξη
κάποιας ψυχαναλυτικής κοινοτοπίας;»
[…]

«Στο φως το φως! Κι όλο το φως
για ό,τι προφτάσεις ν’ αντιγράψεις
από την τέχνη των καρφιών
πριν μπει σε τάξη ο Γολγοθάς
κι εφαρμοστεί η τέχνη του θανάτου».

Επιλογικό σχόλιο
Ο Σταύρος Ζαφειρίου, διηθώντας με φιλοσοφικό φίλτρο τις ποιητικές του εικόνες, ιχνηλατεί με δραματουργική δεξιοτεχνία τη διαχρονική πορεία του ανθρώπινου όντος, από την άγνοια στη γνώση, πορεία που έχει πλουτίσει τον πολιτισμό μας με πολλά· αλλά δεν μας χάρισε την ευτυχία ούτε καν τον σεβασμό μιας γαλήνιας συνύπαρξης. Και όμως συνεχίζουμε με τους ίδιους τρόπους, καταδικασμένοι να διαπράττουμε τα ίδια λάθη. Τα Φυσικά Πράγματα υποβάλλουν την αίσθηση ότι στον δρόμο αυτό συνεχίζουμε όλοι μας, έναν δρόμο χωρίς τέλος. Εκόντες άκοντες τον πορευόμαστε και θα τον πορευόμαστε έως εσχάτων. Και είναι αυτή η πολύτιμη συμβολή του ποιητή στην αγωνία για μιαν ελάχιστη, έστω, αυτεπίγνωση.

.

ΑΥΤΟΑΝΟΣΟ (Ένα μελόδραμα)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

Ο Αναγνώστης 23/1/2018
Το μελόδραμα του Σταύρου Ζαφειρίου
Τα τελευταία βιβλία του Σταύρου Ζαφειρίου είναι φιλόδοξες συνθέσεις, πετυχημένες κατά την ταπεινή μου άποψη, γεγονός σπάνιο, μιας και οι περισσότερες απόπειρες για μια μεγαλόπνοη σύνθεση αποτυγχάνουν επειδή πέφτουν στην παγίδα της φλυαρίας.
Το Ενοχικόν (μονόλογος ενός δράστη), το Προς τα πού(μια πολεμική ιστορία), και το Δύσκολο, είναι τρεις μεγάλες συνθέσεις του Ζαφειρίου που θεωρώ σημαντικές γιατί επαναφέρουν στην ποίηση την τέχνη της δραματουργίας και της αφήγησης χωρίς όμως να χάνουν τον ρυθμό τους και να καταντούν πεζογραφήματα.
Στο τελευταίο του βιβλίο με τον τίτλο Αυτοάνοσο (ένα μελόδραμα), ο Ζαφειρίου επαναπροσδιορίζει με την γραφή του το ποιητικό δράμα, όπως το έκανε στο παρελθόν ο Έλιοτ και ο Ρίτσος. Έχω καιρό να διαβάσω ποίημα που είναι ένα μεστό οικοδόμημα, όπου εκτυλίσσεται μια ιστορία, η οποία φλερτάρει με το παράλογο του Μπέκετ, αλλά και με την φιλοσοφία του Βίντγκενστάιν χωρίς όμως να προδίδει την ποιητική του δομή.
Η σύνθεση ξεκινά με το Θέμα, όπου ο ποιητής μας εντάσσει σε μια άδεια θεατρική σκηνή, όπου δυο άνθρωποι προσπαθούν να προσδιορίσουν το θέμα. Στην πορεία όμως το διαλόγου, καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολη είναι η επικοινωνία, όπου το θέμα παραμένει μια ανοιχτή φράση σε ερμηνείες, φανερώνοντας με ειρωνικό τρόπο πως συνήθως μιλάμε με υπεκφυγές, χωρίς να θέλουμε να αντικρίσουμε την αλήθεια.
― Σκέφτηκες τίποτα;
― Για ποιο από όλα; Ζαλίστηκα, το ξέρεις; Ο χρόνος, η γραφή, το ίσιο, το ανάποδα…Για ποιο από όλα;
―Μα για το θέμα μας. Ποιο είναι το θέμα μας; Αυτό δεν είναι το ζητούμενο;
―Ναι το ζητούμενο! Πάντα μας δυσκολεύει το ζητούμενο. Για να ρωτάς μάλλον κι εσύ δεν το χεις βρει ακόμη.
Κάπως έτσι εκτυλίσσεται η είσοδος του ποιητικού αυτού ταξιδιού, ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που αναζητούν το θέμα αλλά αποφεύγουν να θίξουν ποιο είναι τελικά αυτό το θέμα που τους απασχολεί.
Στην συνέχεια, στο δεύτερο μέρος της σύνθεσης με τίτλο Το Πλαίσιο, ο ποιητής, ορίζει την μνήμη και την ενοχή, ανάμεσα σε θεατρίνους και τυμβωρύχους που αναζητούν μια αιτία για να προσδιοριστούν στο πλαίσιο όπου η ζωή τους εκτυλίσσεται:
Κι ενώ κανείς δεν έμαθε όσα έγιναν
ούτε όσα αποφασίστηκαν να γίνουν
(από νωχέλεια μάλλον
κι όχι επειδή παρέλυσε ο νους του απ΄ τη βουή)
ιδού, αυτοπροσώπως οι αρχάγγελοι
όλο ρομφαίες και φτερά σε μια δημιουργία
που έχει κοστίσει, και κοστίζει ακριβά,
η διακόσμησή της.
Ιδού ο παράδεισος,
επικερδής επένδυση στη μαστοριά του φόβου
-κουβέρτα που τυλίγεται γύρω από τη ζωή,
για να κρατάει στα ζεστά τις νέες φύτρες.
Ναι, κοστίζει ακριβά η διακόσμηση, κάθε ψέμα που εφεύρουμε για να αντέξουμε. Ο παράδεισος είναι κι αυτός μια επένδυση για τις συνειδήσεις μας, για τις τύψεις της κάθε μας αποτυχίας.
Στο επόμενο μέρος της σύνθεσης, με τίτλο Επί της ουσίας, ο Ζαφειρίου στήνει τον μεγεθυντικό του φακό απέναντι στην ψυχοσύνθεσή μας, ξεσκεπάζοντας κάθε μας μικροπρέπεια που έχουμε με τόσο κόπο προσπαθήσει να κρύψουμε:
Καλή η αλμύρα! Φτάνει ως την ψυχή
και συντηρεί την παραμόρφωσή της
ή άλλου
Έγγραφε νου!
Πόσο σε απασχολεί η πραγματικότητα,
τούτη η πολύτεκνη πού ντύνει τα παιδιά της
με αποφόρια.
Κάθε φορά που η τέχνη σου
ρουφά απ΄ τις ρώγες της το ξινισμένο γάλα
–θέλω να πω: κάθε φορά
που γίνεται τροφή η αυταπάτη–
Στο Επί της ουσίας, το οποίο αποτελεί το κεντρικό κορμό της σύνθεσης ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος με τα φαντάσματά του, ρίχνει τον άνθρωπο από το νοητό του βάραθρο στη λάσπη, τον αναγκάζει να δει την πραγματικότητα που ίδιος έχτισε. Ξεγύμνωμα των ενστίκτων, δια μέσου στίχων καίριων, φιλοσοφικών, που σε αρπάζουν με βία και σε αναγκάζουν να παραδεχθείς την ήττα.
Στο τελευταίο μέρος της σύνθεση με τον τίτλο Στο Τέλος, ο ποιητής καταλήγει:
― Άραγε ζει ο βασιλιάς;
Μην απαντήσεις, θα σου κλέψουν τη μιλιά
κι άντε μετά να χτίσεις με νοήματα
απ΄ την αρχή τον κόσμο.
Τι απομένει μετά από κάθε μάχη; Τι είναι αυτό που αφήνει η κάθε μάχη; Τη μοναδική αλήθεια ενός γκρεμισμένου οράματος; Ή ίσως τη μοναξιά μέσα στα ερείπια, την ερημιά και τη σιωπή; Όσα χάσαμε και δεν μπορούμε να αποκτήσουμε ξανά, οι κόσμοι που εξανεμίστηκαν και κατοικούν μονάχα ως σκιές στη μνήμη. Ερχόμενοι σε ρήξη με την ίδια την καταγωγή της ύπαρξής μας συντελείτε μια καταστροφή.
Ο Ζαφειρίου ισχυρίζεται πως αυτή η γόνιμη προδοσία του ίδιου μας του εαυτού, η τόσο ακατανόητη μα τόσο φυσική στην πραγμάτωσή της, είναι η κατάρα του ανθρώπου που τον καταδικάζει στην δράση, σαν νέος Προμηθέας που ξέρει να αντιμετωπίζει τον φθόνο των θεών και των όμοιών του. Τι απομένει μετά από κάθε μάχη; Μετά από κάθε προσπάθεια να προσδιοριστούμε και να προσδιορίσουμε τον κόσμο; Ο ποιητής δεν απαντά, αλλά θέτει ερωτήσεις. Δεν νουθετεί, αλλά χλευάζει την δήθεν ανωτερότητά μας. Γι΄ αυτό η σύνθεσή του καταλήγει να είναι ένα μελόδραμα. Γιατί εδώ δεν μπορεί να κρυφτεί κανείς και να παινεύεται ότι είναι υπεράνω.
Κλείνοντας το βιβλίο με την Αυλαία, συναντούμε ξανά τους δυο άντρες της αρχής, όπου ψάχνοντας ακόμα το θέμα, ακούνε χτυπήματα στην πόρτα:
― Ποιος να ΄ναι Χαμ; Περιμένουμε κανέναν;
― Όχι Κλόβ! Δεν περιμένουμε κανέναν. Μην ανοίγεις.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Εφημερίδα Η Αυγή , 4/3/2018
Η ποίηση ως φιλοσοφία της πράξης
Τι είναι η ποίηση; Λέξεις, ρυθμικά οργανωμένες, που αφηγούνται ένα «θέμα»; Όχι κατ’ ανάγκην. Αυτή είναι η πρώτη, δεσμευτική και προγραμματική θέση που παίρνει ο Σταύρος Ζαφειρίου, ήδη με την πρώτη ενότητα του βιβλίου του, που επιγράφεται «Το θέμα». Πώς την υποστηρίζει; Όχι με όρους αισθητικούς, όχι μέσα από μια θεωρία της τέχνης, αλλά μέσα από μια θεωρία της ζωής, μέσα από στοχασμούς φιλοσοφικούς. Άρα, μέσω της φιλοσοφίας; Μάλλον, μέσω της άρνησης και της φιλοσοφίας. Για την ακρίβεια, μέσω της άρνησης ακόμη και του ρόλου της φιλοσοφίας, ως «φιλοσοφίας του θέματος».
Τα τρία μότο που μας εισάγουν στο βιβλίο (ένα της Χάνα Άρεντ, ένα αταύτιστο, ένα του Βίντγκενστάιν), μας μιλούν για την κοινοτοπία. Όχι για την κοινοτοπία της τέχνης, ούτε καν για την κοινοτοπία του κακού. Αλλά, για την κοινοτοπία της ανθρώπινης βεβαιότητας, πως όλα της ζωής οφείλονται στον τρόπο που σκεφτόμαστε, στον τρόπο που σκεφτόμαστε την αποστολή της τέχνης και των ιδεών, που, όπως θρυλείται, κάνουν τον άνθρωπο καλύτερο.
Ένα λοιπόν από τα μότο είναι αταύτιστο, με τον ποιητή να δηλώνει υποσέλιδα: «Αδέσποτη σημείωση που πλέον δεν θυμάμαι την προέλευσή της. Αν δεν είναι εξ ολοκλήρου σκέψη κάποιου άλλου, πιθανότατα απηχεί τη σκέψη κάποιου άλλου». Με αυτό τον τρόπο, ο Ζαφειρίου σχετικοποιεί μια σειρά από βεβαιότητες, από αυτή του «συγγραφέα» μέχρι εκείνη του μοναδικού εαυτού. Αυτό το αταύτιστο «υλοποιεί», ταυτόχρονα, το μότο της Άρεντ, «Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν αυτόν, και οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί. Από την άποψη των νομικών θεσμών μας και των ηθικών αξιολογήσεων, το γεγονός ότι είναι φυσιολογικοί είναι ακόμη πιο τρομακτικό από όλες τις θηριωδίες, γιατί υποδείκνυε ότι αυτός ο εγκληματίας νέου τύπου διαπράττει τα εγκλήματά του σε συνθήκες στις οποίες αδυνατεί να ξέρει και να νιώθει πως κάνει κάτι κακό», και το μότο του Βίντγκενστάιν, «Αυτά που ανακαλύπτουμε στη φιλοσοφία είναι όλα κοινοτοπίες. Η φιλοσοφία δεν μας διδάσκει καινούρια γεγονότα, μόνο η επιστήμη το κάνει αυτό. Αλλά η σωστή σύνοψη αυτών των κοινοτοπιών είναι εξαιρετικά δύσκολη και έχει τεράστια σημασία. Στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία είναι μια σύνοψη κοινοτοπιών».
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο έρχεται και παρεμβαίνει το «αταύτιστο» μότο, το οποίο, χαρακτηριστικά και δηλωτικά, εκφέρεται ως ερώτημα: «Γιατί άραγε ο Βαν Γκογκ επιδόθηκε σε τέτοιες κοινοτοπίες της τρέλας; Γιατί ζωγράφισε το πρόσωπό του με κομμένο το δεξί του αυτί και δεν ζωγράφισε το αυτί του το ίδιο;». Έτσι, λοιπόν, βγαίνουμε έξω από το πεδίο του «σκοπού» και του «αποτελέσματος», όχι πλέον με τον καβαφικό τρόπο του «ταξιδιού», το οποίο είναι αυτό που έχει σημασία ανεξαρτήτως του στόχου, αλλά με έναν τρόπο που υπερβαίνει και αυτή τη συνθήκη: μόνο η πράξη υπάρχει, η ίδια η πράξη συνέχει, παράγει, ακόμα και τη διαδικασία, και, φυσικά, ακόμα και το ίδιο το νόημα.
Πραγματισμός; Και πάλι, όχι. Θα ήταν πολύ εύκολη μια τέτοια διέξοδος. Είναι επίσης χαρακτηριστικό και δηλωτικό, ότι αυτή η πρώτη ποιητική ενότητα έχει τη μορφή θεατρικού διαλόγου, ενώ προτάσσονται σκηνοθετικές οδηγίες, οι οποίες καθιστούν τον διάλογο ήδη δρώμενο, δηλαδή θεατρική πράξη: «– Να σου πω! – Τι είναι πάλι; – Να, εκείνο με τις λέξεις… – Τι με τις λέξεις; Έρχονται πολλές; – Όχι, δεν έρχεται καμιά. Κι αν έρθει, φεύγει τόσο γρήγορα όσο ήρθε. Εσύ πώς πας; – Μμ! Έτσι κι έτσι. Όμως δεν απελπίζομαι. Θα έρθουν. Μπορεί ν’ αργούν, αλλά θα έρθουν και θα μείνουν. Πάντοτε έρχονται.»
Κάτω από το κείμενο και τις συνάψεις αυτές, διεξάγεται μια μετωπική σύγκρουση με την περιβόητη ρήση του Αντόρνο, για το εάν μπορεί να γραφεί ποίηση μετά το Άουσβιτς: «Καταλαβαίνεις… Ένα θέμα δίχως λέξεις…». Έτσι, η έξοδος από το αδιέξοδο του ερωτήματος δεν συμβαίνει, βέβαια, με έναν άλλο λόγο επί του θέματος. Επιπλέον, όμως, ο ποιητής δεν επικαλείται καν την ιδιότητά του και τη σημασία της ποιητικής λειτουργίας· ήτοι, βρίσκεται μετά την αντίστοιχη στάση του Βύρωνα Λεοντάρη. Τώρα, ο ποιητής, απαλλαγμένος από τις έννοιες, ούτε αντιδικεί με τις λέξεις του, ούτε τις εμπιστεύεται, ούτε και τις χρειάζεται. Ή, μάλλον, ακόμη και να τις χρειάζεται, ή να νομίζει ότι τις χρειάζεται, αυτές δεν είναι διαθέσιμες. Ούτε απούσες, ούτε και νεκρές (όπως στον Μιχάλη Κατσαρό)· δεν οφείλουν τίποτα, δεν υπόκεινται σε τίποτα· ούτε ακόμα και στην πράξη.
Στη δεύτερη ενότητα, που φέρει τον τίτλο «Το πλαίσιο», το πλάνο ανοίγει κι άλλο, μετατοπιζόμενο από τις λέξεις στη γλώσσα: «Στο μεταξύ,/ μια νέα γλώσσα αναπρογραμματίζει τους χρησμούς,/ τα ειπωμένα και αυτά που θα ειπωθούν/ απ’ το μεγάλο στόμα των τεράτων./ Μια νέα γλώσσα κρεμασμένη στον ιστό,/ που δεν διακρίνει τα στοιχειά από τα στοιχεία». Εδώ, ο Ζαφειρίου ξαναβρίσκει τον Βύρωνα Λεοντάρη, στην ύστερη φάση του, που ξεκινά με την κορυφαία συλλογή του, Εν γη αλμυρά, όπου και οι στίχοι: «Βλέπω στις ερημιές να σου χυμούν ρεκάζοντας τέρατα απαντήσεις/ να σου κατασπαράξουν το αίνιγμα/ ώσπου να φτάσεις κάποτε/ στη χώρα που την κατοικούν οι αντιλέξεις/ Τόσο πυκνές που έλκουν πίσω και ρουφούν το νόημά τους/ Καμμιά απολύτως μαρτυρία δεν έχουμε για αυτές». Ταυτόχρονα, συναντά τον Ηλία Λάγιο, στον στίχο-μανιφέστο της εποχής μας: «Την ιστορία της ιστορίας θα ξαναπώ».
Το πλαίσιο λοιπόν είναι η εποχή, το ευρύτερο ιστορικό παρόν μας. Και η πράξη είναι πράξη στο πεδίο των ιδεών, όχι κατ’ ανάγκην ως λόγος με «θέμα», αλλά πάντως ως λόγος-πράξη, όπως αυτόχρημα είναι η ποίηση και εν γένει η τέχνη, όταν όμως έχει συναίσθηση της ίδιας της συνθήκης της. Τι απομένει; Μα, το ίδιο το πλαίσιο: «Γι’ αυτά που μένουν χάσκει ο λάκκος των θεσμών/ με ξέσκεπα τα μολυσμένα σπλάχνα./ (Μόλις κοπάζει η βροχή/ αχνίζει απ’ τον κρατήρα του το πένθος/ και ξαναστήνονται οι πάγκοι των πλανόδιων/ με τα άκρα όσων σώθηκαν ακρωτηριασμένα». Η διάρκεια της κοινοτοπίας, λοιπόν, αλλά και η διάρκεια της μεταθετικής λύτρωσης: «Ιδού ο παράδεισος,/ επικερδής επένδυση στη μαστοριά του φόβου».
Μέχρι στιγμής, επέλεξα αυτή την περιγραφική παρουσίαση, ως απαραίτητη εισαγωγή στις εκτάσεις και τα δρώμενα ενός βιβλίου αναπάντεχου για τον ορίζοντα των αναγνωστικών προσδοκιών. Είναι μάταιο όμως να συνεχίσω, έστω και ακροθιγώς, μπαίνοντας τώρα στην κύρια ποιητική ενότητα του βιβλίου, που επιγράφεται «Επί της ουσίας», και καταλήγοντας στις δύο επιλογικές ενότητες, «Στο τέλος» και «Αυλαία». Ο λόγος είναι πως πρόκειται για ένα τόσο πυκνό και ευρύ βιβλίο, που η στοιχειώδης παρουσίασή του θα απαιτούσε ένα μεγάλης έκτασης μελέτημα. Όχι πως το «ξεκλείδωμά» του θα έβλαπτε την ανάγνωση· το αντίθετο. Γιατί το βιβλίο αυτό διαθέτει τόσους, και πολυποίκιλους, ενεργούς ποιητικούς πυρήνες, που κανένα ξεκλείδωμά του δεν μπορεί να εξαντλήσει τη δυναμική του.
Εδώ λοιπόν επιλέγω μια άλλη οδό. Να συσχετίσω την ποιητική του βιβλίου με άλλες ποιητικές, και πρώτα απ’ όλα με τη μέχρι τώρα ποιητική του Ζαφειρίου, που με το προηγούμενο έργο του, Δύσκολο, μας προειδοποιούσε ότι έμπαινε πλησίστιος, δηλαδή ποιητικά αποφασισμένος, στην πλήρη ωριμότητά του. Κι εκείνο το βιβλίο ήταν κατάφορτο από αναφορές, από ιδέες φιλοσοφικές και συνομιλίες με ποιητικά κείμενα, κι εκεί ο αναστοχασμός της όλης νεωτερικότητας έδινε τον τόνο, κι εκεί η γένεση του φασισμού ήταν ένα εφαλτήριο του ιστορικού αναστοχασμού του.
Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με κάτι περισσότερο. Όχι μόνο γιατί όλα τα προηγούμενα έχουν μια ασύγκριτα μεγαλύτερη ένταση και έκταση, αλλά και γιατί η ποιητική του περνά από κορυφαίες στιγμές της ποιητικής του νεοελληνικού λόγου, αναμετράται, μετατοπίζεται, προχωρά, συνθέτει το δικό της πρόσωπο και αποτύπωμα.
Φερ’ ειπείν, πάνω σε έναν αφηγηματικό καμβά που παραπέμπει στην Τέταρτη διάσταση του Ρίτσου, αλλά και στη Remington του Γιάννη Πάνου, αναμετράται με την προφητική/πατερική εννοιολόγηση της σύνθεσης Εν γη αλμυρά του Λεοντάρη, και εν ταυτώ με τον φιλοσοφικό αναστοχασμό της εθνογένεσης στο Επεισόδιο του συνομηλίκου του Γιώργου Μπλάνα, δίνοντάς μας ένα κείμενο βατό και καθόλου κρυπτικό, λυρικά δραστικό και ταυτόχρονα σαφές. Δεν ακολουθεί όμως τον Ρίτσο στη διαδικασία νοηματικής διαύγασης, ήτοι δεν μας «εξοικειώνει» με την καθημερινότητα, αλλά υιοθετεί το καρυωτακικό πρόταγμα της «ταπεινής τέχνης» και το παρακολουθεί στις σύγχρονες ποιητικές εκδοχές του, είτε στη συνεχή μετάβαση από το «υψηλό» στο «χαμηλό» (Λάγιος, Κοροπούλης, Αρανίτσης) είτε στην πεζολογική ρυθμοποιία (Βρεττός), όμως με την ανομοιογένεια να προβάλλει με σολωμική φυσικότητα και αρμονία.
Ο κάθε ποιητικός πυρήνας, μέσα σε λίγους στίχους, συμπυκνώνει μια εκτατική διαδρομή, από τον λυρικό μινιμαλισμό της Κούρση μέχρι τον φιλοσοφικό στοχασμό του Χατζόπουλου, από τη δοκιμιακή εκφορά του λόγου του Βλαβιανού μέχρι τον δραματικό μονόλογο του Κάσσου. Ενώ ταυτόχρονα η γραφή του Ζαφειρίου ερωτοτροπεί με το μπεκετικό ύφος, τονίζοντας τη θεατρικότητα του κειμένου, δηλαδή της ποιητικής του ως σκηνικής πράξης (εδώ παραπέμπει ο αυτοχαρακτηρισμός τού έργου ως μελόδραμα), χωρίς να διολισθαίνει σε εκείνη την πόζα που επικαλείται νεφελώδεις μπεκετικές αναφορές ως άλλοθι. Νομίζω πως αυτά και μόνο αρκούν ως κατ’ αρχήν «αποδείξεις».
Ποιος είπε ότι, πέραν του μοντέρνου, σαν μοίρα καραδοκεί η αναπηρία, η αμήχανη παραθετικότητα και η αυτάρεσκη παρενδυσία του ατελέσφορου σε ατελεύτητο; Μόνο οι αφελείς πιστεύουν στο τέλος των μεγάλων αφηγήσεων. Εδώ έχουμε σύνθεση, που την ανοιχτότητά της την καθιστά ισχυρό αισθητικό πρόταγμα. Ή, μάλλον, την καθιστά μία από τις κορυφαίες στιγμές της διαδικασίας συγκρότησης ενός σύγχρονου αισθητικού προτάγματος· το οποίο πλέον δεν είναι μια ευφυής και, κατά τα παραδεδομένα, «μοναδική» σύλληψη, αλλά μια διαδικασία ολόκληρη, όπου οι σημαντικές στιγμές της προκύπτουν ως συνέχεια και υπέρβαση των προηγούμενων, αφήνοντας έτοιμες τις «υποδοχές» για τις επόμενες, αφού μόνο έτσι το ατελεύτητο τελεσφορεί, περιλαμβάνοντας απαραιτήτως και τον αναγνώστη, όχι προνομιακά τον ποιητή-αναγνώστη, αλλά πάντως τον «ανοιχτό» αναγνώστη, σε μια γραφή που συνεχώς επαναστρέφει στον εαυτό της, και πάλι έτσι, κλπ., κλπ…
Είναι νομίζω προφανές, πως θεωρώ αυτή την ποιητική σύνθεση του Ζαφειρίου ως το σημαντικότερο ποιητικό βιβλίο των τελευταίων ετών.
Καλή η αλμύρα! Φτάνει ως την ψυχή/ και συντηρεί την παραμόρφωσή της·/ καίει το λίπος στις ακτές,/ τρέφει τα ζώα της με τις υγρές της ρίζες/ – κι αν χρειαστεί/ τρώει τα οστά των ιδεών ως το μεδούλι.
* Ο τίτλος του κειμένου, «φιλοσοφία της πράξης», παραπέμπει φυσικά στον Αντόνιο Γκράμσι, και συγκεκριμένα στη συνθετική του μέθοδο, όπου πάσης φύσεως ανομοιογενή υλικά έχουν τη θέση τους και βρίσκουν τον ρόλο τους, διαυγάζουν το νόημά τους.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ

Εντευκτήριο, τεύχος 114 ,Μάρτιος 2018
Στα όρια των νοημάτων και του λόγου
Ο υβριδικός χαρακτήρας στην ποιητική του Σταύρου Ζαφειρίου παραμένει εμφανής στην προκείμενη, νέα ποιητική σύνθεσή του. Για μία ακόμη φορά καταθέτει τις δικές του ανιχνεύσεις στο πεδίο της υπαρξιακής διάστασης και προσδοκά τη διατύπωσή τους με δραματουργική ευφυία. Ο ποιητής έχει καταφέρει να διαμορφώσει ένα πλαίσιο όπου κάθε τι αναμενόμενο (ή αλλιώς: φορμαλιστικό) στο νοηματικό γίγνεσθαι αλλά και στη δομή εξελίσσεται σε μια αναγνωστική δοκιμασία με γόνιμα αναπάντεχα…
Το βιβλίο δίνει την εντύπωση ενός ολοκληρωμένου έργου, στο οποίο την υπόσταση προσδίδει η αφηγηματική εμπειρία, ήτοι η βεβαιότητα για την αδυναμία προσδιορισμού του κόσμου, καθώς επίσης η διαρκής ανάγκη αναζήτησης, κατανόησης και περιγραφής του όντος, η ελλειπτική ερμηνεία της πραγματικότητας, οι αναρωτήσεις για το είναι και το φαίνεσθαι ανάμεσα στις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου.
Το πλαίσιο που στοιχειοθετεί είναι αναγνωρίσιμο από τις προηγούμενες καταθέσεις του – εννοώντας εν προκειμένω τη φόρμα κατά την οποία ο ποιητικός λόγος «εξαπλώνεται» στα όριά του, δηλαδή αναδιαμορφώνεται συνθετικά, σχηματοποιείται με εύρυθμους σκηνικούς διαλόγους και με τη μετάληψη φιλοσοφικών τοποθετήσεων˙ κι ακόμη περιέχει μονολογικές καταθέσεις του αφηγητή, εξωτερικευμένες προτρεπτικές ρήσεις σε δεύτερο πρόσωπο, λυρικά ξεσπάσματα ή και αναστοχαστικές τοποθετήσεις για την ύπαρξη και τη διάνοια, την ηθική και τα προτάγματα του ατόμου στην αχαρτογράφητη και ανακυκλούμενη ανθρώπινη περιπέτεια.
Όταν απευθύνεται στον δέκτη του μηνύματός του αναμένει ως μόνη ανταπάντηση τη διαισθητική προσέγγισή του: με άλλα λόγια ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός και μεταπράτης και διαχειριστής της «πληροφορίας». Και γίνεται διακριτή η προτεινόμενη από τον ποιητή περιπλάνηση στο διανοητικό σύμπαν του. Είναι βεβαίως τέτοια η συμπύκνωση της διατύπωσής του όσο και η υφολογική ταυτότητά του ώστε ν’ απαιτείται μια κατ’ αρχάς προσήλωση στο διακύβευμα. Αυτό δεν είναι άλλο από την προσπάθεια μιας οντολογικής αποδόμησης κι επαναδόμησης των διαρκών ερωτημάτων για την πορεία, τις αφετηρίες και τους τερματισμούς που συνεπάγεται, την εναρμόνιση είτε την απόσπαση από τις νόρμες του vivendi, αυτού του ζην που ο Βίτγκενσταϊν καταλήγει να ονοματίζει «σύνοψη κοινοτοπιών».
Ο ποιητής επιμένει –κορυφώνοντας την προσήλωσή του στη διαβάθμιση των συνεχόμενων αναρωτήσεων– στην αξία του αγώνα για την αποκάλυψη της πραγματικότητας. Κι επιπλέον, διαλογίζεται για το νόημα της πράξης όταν δεν υφίσταται η έννοια του ηθικού κανόνα ή όταν δεν είναι απαραίτητη ή αναγκαία η συγκατάβαση στα νενομισμένα. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην ιστορική εμπειρία και στην αυτοσυνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου που από κοινού συμβάλλουν στην αποκάλυψη του μη ορατού, του πνεύματος που διέπει τον εσωτερικό κόσμο και επηρεάζεται από τον εξωτερικό.
Τον ενδιαφέρει η θεώρηση της στιγμής ως διάρκεια και ουσία στη ροή της πραγματικότητας, ως διαπίστευση στον χώρο που γεννιέται η έμπνευση αλλά και ως εφαλτήριο για την κατανόηση του εαυτού σ’ ένα πλαίσιο ασφυκτικό – είναι οι λέξεις που τέμνονται με τα νοήματα, με την εικονοποιΐα και τους συμβολισμούς που αποκαλύπτουν, με τη χρήση τους ως μοναδικό μέσον έκφρασης. Η ποιητική του Σταύρου Ζαφειρίου, εξάλλου, διαπνέεται από μια διαρκή αγωνία για τη θέωση της γλωσσικής δυνατότητας και συνεπικουρείται τόσο από την «εργαλειοθήκη» που εκείνος διαθέτει (μεστή, με ποικιλτές επιλογές όσο και με τολμηρές συζεύξεις στοιχείων από τον προφορικό λόγο ή και από τη χρήση ξενικών σχημάτων) όσο και από τον συνεκτικό ιστό που εμφανίζεται σε προηγούμενες περιστάσεις των συλλογών του με το σκηνικό φόντο, τη φόρτιση του λόγου με θεατρικές διανθίσεις (μονολόγους, αφηγηματικά άλματα, διαλόγους, νοηματικές κορυφώσεις κι εγκιβωτισμούς), τις γόνιμες εναλλαγές του λυρισμού και του πραγματισμού, που άλλοτε καταλήγουν κατευναστικά κι άλλοτε εμπρηστικά στην πορεία της αφήγησης.
Και για ό,τι αφορά την αφήγηση ως στοχευμένη διαδικασία παράθεσης της δικής του οπτικής για τον κόσμο, την ύπαρξη, τη σχάση του εγώ και του εμείς, παραμένουν οι κοινοί παρονομαστές του: το γεγονός, οι γενεσιουργές αιτίες του, το αποτέλεσμα με τις συνέπειές του… Σ’ αυτή την πιο πρόσφατη συλλογή, ο ποιητής διατηρεί ακέραιες, υπαινικτικές, άμεσες τις αντένες του απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα, στην αναστοχαστική προσέγγιση του ζητήματος της επικοινωνίας, επίσης απέναντι στην κόντρα των ιδεολογημάτων με τη ρεαλιστική αντιμετώπιση της εξουσίας, στη μικρότητα της ατομικής επικράτειας που γίνεται ψευδαίσθηση μεγαλουργίας και επιβίωσης στον παρόντα συμβατικό χρόνο.
Ο Σταύρος Ζαφειρίου γνωρίζει τον τρόπο να δημιουργεί ένα tableau vivant της σύγχρονης εποχής, όχι με πρόσωπα ή εικόνες του παρόντος, αλλά με τον λογισμό και τα ερωτήματα που απασχολούν τον όποιο σκεπτόμενο σήμερα: γύρω από τη διαχείριση των ηθικών νοημάτων, την ανωτερότητα του προφανούς στην ταυτοποίηση της αλήθειας μέσα από την τέχνη, τη διείσδυση μέσα στο γεγονός με στόχο την ανασύνθεσή του ως λογοτεχνικό διακύβευμα, την απόσταση ή την αποστασιοποίηση του δημιουργού από τα συμβατικά όρια της πραγματικότητάς του (σε αντιδιαστολή με την οικουμενική θεώρηση ενός ιστορικού επιστήμονα). Όπως κι αν τοποθετηθεί κάποιος κριτικά έναντι της προθετικότητας του ποιητή, διατυπωμένης στο corpus της ποιητικής εργογραφίας του έως και το τωρινό Αυτοάνοσο (ένα μελόδραμα), είναι βέβαιο ότι θα συμφωνήσει στην άποψη ότι σχεδόν εμμονικά αποφεύγει τον διδακτισμό. Διακρίνεται από σαφήνεια και διαύγεια στην ποιητική στόχευσή του (που δεν είναι παρά το πραγματικό μέσα στην πραγματικότητα που συνδιαλέγεται κάθε φορά). Επιλέγει δε σταθερά την αισθητική του ολοκληρωμένου συνθετικού έργου με πυλώνες καλλιτεχνικούς, στηριγμένους στην απογείωση του εγώ και της φαντασίας, και πεφρασμένους με λεκτικές και νοηματικές προκλήσεις.

ΔΥΣΚΟΛΟ

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ

«Το Κοράλλι», τεύχος 8, Ιανουάριος-Μάρτιος 2016
Η δυσκολία να οριστεί και να λυτρώσει η σύγχρονη ποίηση
Ι
Οι «εμπόλεμες» ιστορίες του Σταύρου Ζαφειρίου δεν προέκυψαν τελευταία. Στεγάζονται εδώ και αρκετά χρόνια στις συλλογές του, αποτελώντας μαζί με τις άλλες, τις καθαυτό βιωματικές του ιστορίες, όσο και τις συχνές αναπαραστάσεις μύθων και βιβλικών ή πολιτικών μυθολογιών, εναύσματα στοχασμών που, άλλοτε με δραματικούς μονολόγους και άλλοτε με διαλογικές, δραματουργικές επινοήσεις, ουσιαστικά προσηλώνονται σε ό,τι σχηματικά θα ονομάζαμε εμπειρίες ορίων: γεωπολιτικών, ιδεολογικών, φαντασιακών, χωροταξικών, χρονικών κοκ. Σε ένα από τα προηγούμενα βιβλία του, τα Χωρικά (2007), που ο ίδιος ο ποιητής διευκρινίζει πως πρόκειται για «1+19 ποιήματα για τον χώρο», εμφανίζεται στο προσκήνιο ως διακειμενική περσόνα ο χωρομέτρης Κ. από τον Πύργο του Φραντς Κάφκα, αυτός που ενσαρκώνει όσο κανένα άλλο μυθιστορηματικό πρόσωπο τη ματαιότητα των ορίων. Σ’ ένα άλλο, το «Επιτέλους τα σύνορα», αναπαριστάνεται η βιβλική μάχη με τον Ιησού του Ναυή, ενώ στο «Lebensraum», σατιρίζοντας πικρά τη ναζιστική θεωρία του ζωτικού χώρου, ο Ζαφειρίου βλέπει τον πόλεμο και τον στρατό να ρίχνουν τα ζάρια της ισχύος τους στο τίποτε: «Ο στρατός / καινούρια σύνορα θα δώσει στη φυλή του. / Άνθρακες, θησαυρούς και ανοχύρωτες / πόλεις που ούτε γνωρίζει τ’ όνομά τους […] Κι αν τους νικήσουν τι θα κάνουν οι νεκροί; / ― Οι νεκροί / καινούρια μνήματα θα δώσουν στη φυλή τους. / Καινούριο τόπο στους νεκρούς· στους νεκρούς / μια νέα χώρα, να χωρέσουν όλοι.»
Ως «Πολεμική ιστορία», και πάλι ρητά, καθώς έτσι είναι ο υπότιτλός της, χαρακτηρίζεται και η ποιητική σύνθεση του επόμενου βιβλίου, Προς τα πού (2012). Η σύνθεση αυτή του Ζαφειρίου, αν και δείχνει να θέτει υπόρρητα και όχι εμφανώς το εκκρεμές της ερώτημα, νομίζω ότι με το «πού» δεν περιορίζεται στην κατάδειξη του άγνωστου προσανατολισμού της εποχής μας –λόγου χάρη το πού πηγαίνει ο κόσμος ή το πού πηγαίνει η ιστορία. Μαζί με αυτά, μαζί με την απορία, το άγχος και την αγωνία για ένα τερατώδες παρόν που κοιλοπονά το ακόμα τερατωδέστερο παρελθόν του, αναπτύσσονται στο δημιουργικό πεδίο της λογοτεχνίας μια σειρά ερωτημάτων που σχετίζονται με το ήθος της: μπορεί, λόγου χάρη, να οριστεί μια νέα αποστολή της ίδιας της ποίησης ως τέχνης οργανικής, όπου συμψηφίζεται, μαζί με την πολιτική της στάση, ο σύγχρονος διακειμενικός της ορίζοντας;
Η αλήθεια είναι ότι γενικότερα την ποίηση του Σ. Ζαφειρίου την προσέλκυε από παλαιότερα ο πειρασμός της συνάρθρωσης διαφόρων στοιχείων, προερχόμενων από μια ποικιλία γνωσιολογικών, επιστημονικών, θρησκειολογικών, μυθολογικών πεδίων, με αποτέλεσμα, το ποίημα να φέρει ένα βάρος εμπράγματο, ένα φορτίο ιδεών, όρων, ορισμών, συμβόλων, ονομάτων, που ο ποιητής θεωρούσε (και θεωρεί) ότι ο σχολιασμός τους είναι απαραίτητος για την καλύτερη γνωσιακή πρόσληψή του. Στο Προς τα πού διακρίνουμε αμέσως αυτή τη συνάρθρωση, τη σύνθεση τεκμηρίων, στοχασμών, σχολίων και σημειώσεων που συγκλίνουν δυνάμει σε μια ενότητα θέσεων και ανοίγουν στον αναγνώστη έναν διαφορετικό, από ό,τι συνήθως συμβαίνει, ορίζοντα αναστοχασμού. «Ποια στιγμή ιστορίας εξυψώνει τη βούληση; / Σε ποια ιστορία η βούληση είναι ενοχή; / Μια ιστορία διασχίζοντας τις εκτάσεις του χρόνου, / προς τους αθέριστους λειμώνες του κενού / και μια ιστορία μη κίνησης, / που παγιδεύει τον χρόνο στον χρόνο της» («Το ταξίδι του αίματος, ΙΙ, σελ. 27). Έτσι, η προβολή του έμμεσου ερωτήματος «προς τα πού» μπορεί να κατευθυνθεί η ποίηση, αναπτύσσεται σ’ ετούτη τη σύνθεση σύμφωνα με την πραγματολογική βάση δεδομένων της «Πολεμικής ιστορίας». Με την έννοια ότι κάθε πόλεμος (και φυσικά όχι μόνο ο πόλεμος που οδήγησε το 1945 στον απηνή βομβαρδισμό της Δρέσδης από τους δυτικούς συμμάχους) εγείρει ένα βασικό ερώτημα: έχει νόημα (και ποιό) η τέχνη απέναντι στους αλλεπάλληλους θριάμβους του ηθικού κακού, του απανθρωπισμού, οι οποίοι συνιστούν εντέλει την πάγια ταυτότητα της ιστορίας; Με το να συμπλέκει ο ποιητής στη σύνθεσή του τον γνωστό, πανάρχαιο φαουστικό μύθο, όπου η οίηση και η έπαρση επεμβαίνουν και διαστρέφουν τη φυσική τάξη πραγμάτων, δημιουργώντας τερατογενέσεις, μας δείχνει με έναν πλάγιο τρόπο ότι η τέχνη (και η ποίηση) της εποχής μας είναι ανάγκη να θέτει μπροστά στον σύγχρονο οιηματία, τον νεοτερικό άνθρωπο, την προοπτική βάθους που του επιφυλάσσει η μάταιη επίδειξη της δύναμής του. «Αν το μίσος είναι η παλίρροια του κοσμικού σφυγμού της ιστορίας, / η πανάρχαια φλέβα στο ταξίδι του αίματος· / αν το μίσος είναι το άρμα του αίματος / στον ιππόδρομο του άρτου και των θεαμάτων, / τότε προς τι οι παλινωδίες του Αντόρνο, / τα περί βαρβαρότητας της ποίησης / και οι αξιωματικές του φλυαρίες;» (σελ. 26-27).
ΙΙ
Ένα από τα πρώτα βιβλία του Σταύρου Ζαφειρίου ήταν η συλλογή του Στη μουβιόλα (1986). Διαβάζοντας το Δύσκολο, την πρόσφατη ποιητική του σύνθεση, ο τίτλος εκείνος μου ήρθε συνειρμικά στον νου, γιατί αν κάποιος το δει από καθαρά τεχνικής απόψεως, η κίνηση του ποιητικού λόγου, τα συνεχή μπρος πίσω, οι ελιγμοί, οι στάσεις, οι πολυκεντρικοί εστιασμοί μοιάζουν αρκετά με τον χειρισμό της μουβιόλας –τουλάχιστον γι’ αυτούς που είναι εξοικειωμένοι με την κινηματογραφική ορολογία. Υπάρχει στο Δύσκολο μια ακατάπαυτη κίνηση, κίνηση που προσφυώς ο ποιητής εντόπισε και στον αφηγηματικό ρυθμό του Μπερλίν Αλεξάντερπλατς, του έξοχου, εξπρεσιονιστικού και εν πολλοίς ρηξικέλευθου μυθιστορήματος του Αλφρεντ Ντέμπλιν (1878-1957), στο οποίο και αναφέρεται, θέλοντας να παραλληλίσει την επιφανειακή ελαφρότητα της εποχής της Βαϊμάρης με την επιφανειακή ελαφρότητα του σημερινού τουριστικού Βερολίνου. Την ώρα που συμβαίνουν αδιάφορα επεισόδια, κάτω από τη φλούδα των πραγμάτων λειτουργεί αδυσώπητα η ιστορία, όπως ακριβώς σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος του Ντέμπλιν συνεργεία εργατών και μηχανικών σκάβουν συνεχώς και αλλάζουν τις υπόγειες εγκαταστάσεις της πλατείας σαν να ανακατεύουν τα έντερα της πόλης! Αυτή τη διαρκή κίνηση, άλλοτε ρυθμικά και άλλοτε άρρυθμα, θα βρει ο αναγνώστης στο Δύσκολο. «Στο μεταξύ της διάλυσης και της δημιουργίας / πώς θορυβούν σαν έντερα τα σωθικά της πόλης! / Πώς η ανίδεη ζωή βαδίζει πάνω στο χαρτί, / κόβοντας δρόμο μέσα απ’ τη γραφή κι από το σύμπαν!» («Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν», VI, σελ. 33). Μάλιστα, θα έλεγα ότι οι εναλλαγές της κίνησης του λόγου του Ζαφειρίου, κάνουν πιο υποφερτή τη μεγάλη του πυκνότητα, την «κρυπτεία» της, όπως ο ίδιος παραδέχεται σ’ έναν του στίχο. Και δεν αναφέρομαι μόνον στα τελευταία του βιβλία. Νομίζω πως δεν υπάρχει καν ποίημά του όπου να μην έχει ο ρυθμός κυριαρχική σημασία, αποτελώντας συστατικό στοιχείο της αφήγησής του.
Το Δύσκολο, αυτό το σπονδυλωτό ποίημα που αναπαραστάθηκε με βάση τις πέντε διακρίσεις του Ιταλού συγγραφέα Πρίμο Λέβι (1919-1987), όταν ο τελευταίος προσπάθησε να εννοήσει την παθητική σχέση των Γερμανών με το ναζιστικό καθεστώς –αυτή την ταφόπλακα του ορθού λόγου, όπως ήταν ένας από τους χαρακτηρισμούς του Γκέοργκ Λούκατς–, είναι από πολλές πλευρές ένα δύσκολο στη σύλληψη και στην ολοκλήρωσή του εγχείρημα. Παραλληλίζοντάς το με την προηγούμενη χρονικά ποιητική σύνθεσή του Προς τα πού, με την οποία έχει αρκετές ομοιότητες (η κατάρρευση του φαουστικού μύθου μέσα στη ναζιστική θηριωδία), θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως σύνολο είναι οργανικά πιο δεμένο στα μέρη του, αν και ενδεχομένως γράφτηκε ως συνέχεια και κορύφωση μιας κατάστασης δραματικού αναστοχασμού για τις αυταπάτες της ιστορίας. «Δεν είναι μνήμη οι μορφές· / μνήμη είναι αυτό που μας ξεφεύγει απ’ το περίγραμμα» («Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν», VI, σελ. 32). Έχουμε κι εδώ, όπως στην αμέσως προηγούμενη σύνθεση, μια συνάρθρωση ποικίλων αλλά όχι ετερόκλητων στοιχείων, σχολίων, αποφθεγμάτων, φράσεων που έμειναν μνημειώδεις, αλλά και εμβληματικών προσώπων, όπως ο Σαιν-Ζυστ, ο Μαρξ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Σαρτρ, ή μυθικών μορφών, όπως η Χίμαιρα, ο Ίκαρος, ο πρίγκιπας Μίσκιν στον Ηλίθιο, έτσι ώστε η ίδια αυτή σύνθεση του Δύσκολου να αποτελεί παράλληλα έναν χάρτη του πολιτισμικού και πολιτικού γίγνεσθαι της Δύσης, των ρήξεων και των ανατροπών, ο οποίος, όσο η κρίση αξιών στον 20ο αιώνα βαθαίνει, τόσο περισσότερο γίνεται και πιο διάτρητος. Όμως, τα συνεχώς πολλαπλασιαζόμενα Άουσβιτς, οι εκατόμβες του Κατίν και του Κάμενετς-Ποντόλσκ, όπου ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός συναντήθηκε με τον σταλινικό στις ίδιες περίπου πρακτικές –το κόμμα και ο αρχηγός ως εκπρόσωποι του θεού επί της γης– δεν είναι δωρήματα μόνον της εποχής του μοντερνισμού· αυτό το μάθαμε καλά! Αν μας αρέσουν οι συγκρίσεις, το Δύσκολο, αλλά και συνολικά η ώριμη ποίηση του Ζαφειρίου είναι της ίδιας ρομαντικής πνοής και ενός παρόμοιου προβληματισμού με την ποίηση του Ηλία Λάγιου, του Σπύρου Βρεττού, του Γιώργου Μπλάνα, της Κύπριας Ελένης Κεφάλα, του Κώστα Κουτσουρέλη, του Σταμάτη Πολενάκη, ποιητών δηλαδή που έχουν επανεντάξει ρητά την πολιτική διερώτηση στο έργο τους. Τα αδιέξοδα και οι τερατογενέσεις της εποχής της όψιμης νεωτερικότητας είναι που τους έκαναν, μερικούς συνειδητά άλλους ασύνειδα, να εξωθηθούν προς ένα νέο όραμα ανατροπής: «Όσοι βολεύτηκαν να υπάρχουνε με λέξεις, συντάσσοντας τις λέξεις με την ύπαρξη· / όσοι οπλίστηκαν οιωνούς για ν’ απευθύνουν τις κατηγορικές τους προσταγές στις αυταπάτες τους / –πόση ακράτεια νεο-ιδεαλισμού, με τις αναγκαιότητες ν’ ασφυκτιούν μες στα πυκνά κλαδιά των αναλογιών τους!» («Αυτοί που όταν τους ρωτούν δεν απαντούνε», V, σελ. 45).
ΙΙΙ
Το Δύσκολο είναι μια σύνθεση χτισμένη με λεπτοδουλειά πάνω σ’ έναν εκπληκτικό όγκο διακειμένων. Μπορεί να δείχνει με τον πυκνό και σε πολλά σημεία σκοτεινό, ως προς το νόημά της, ποιητικό λόγο, μια αφήγηση χαοτική (η έννοια και η εικόνα του χάους είναι τόσο κοντά στον ρομαντισμό), σπανίως όμως θα συναντήσουμε στις πέντε ενότητές της μια φράση, έναν στίχο, μια εικόνα που δεν μας «στέλνει» σ’ ένα συμβάν, σ’ ένα σημαίνον της ιστορίας. Έτσι ώστε να είναι το σημαίνον αυτό μήτρα επάλληλων σημαινόντων, ενίοτε με διαχρονικές αναφορές και με κύριο και έκδηλο χαρακτηριστικό της συνάφειας των σημαινόντων ότι φτιάχνουν ένα οργανικά δεμένο σύνολο σχολίων, υπαινιγμών, συσχετισμών κλπ. Η δυσκολία του Δύσκολου βρίσκεται εκεί προπάντων: στο ότι μας καλεί να είμαστε ως αναγνώστες σε μια συνεχή εγρήγορση, συμπαίχτες στο διαλογικό και διαλεκτικό παιχνίδι, καθώς ο ορίζοντας της όλης σύνθεσης του Στ. Ζαφειρίου δεν είναι μόνο, όπως ήδη είπαμε, ο 20ός αιώνας, το γνωστό και συντελεσμένο, αλλά το οιονεί συντελούμενο ως ποιητικό δρώμενο του παρόντος. Έτσι, οι πυκνές παραπομπές σε λόγια και αποσπάσματα κειμένων του Εκκλησιαστή, του Ησαΐα, του Ομήρου, του Ησιόδου, του Τ.Σ. Έλιοτ, θα έμοιαζαν ξεκάρφωτες σ’ αυτή τη ρέουσα ποιητική αφήγηση, αν δεν ενσωματώνονταν στην έντονα δραματική ρομαντική της γλώσσα. Η τέτοια δραματική και δραματουργική ένταση είναι που αλλάζει άρδην τον αναμενόμενο ιερουργικό τόνο των βιβλικών και των αρχαίων αποσπασμάτων, αποσπώντας τα από το νόημα με το οποίο τα έδεσε και μας τα παρέδωσε η φιλολογική παράδοση: λ.χ.: «Εκεί όπου πρέπει να σταθείς και να εξηγήσεις / πώς ό,τι ονομάτισες αποστρέφεται πια τ’ όνομά του / πώς ό,τι περιέγραψες είναι δύσκολο πια να περιγραφεί» («Αυτοί που ξέρουν και δεν μιλούν», ΙΙ, σελ. 15). Και ακόμη πιο ρηξικέλευθα, ονομάζοντας μνήμη αυτό που «ξεφεύγει απ’ το περίγραμμα» (σελ. 32), αυτό δηλαδή που δεν έχει ακόμη αποδελτιωθεί από την ιστορία και δεν έχει ακινητοποιηθεί ως ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, διαλέγω το σημείο εκείνο στο οποίο ο ποιητής, αφηγούμενος μια κοινότοπη εικόνα από το Βερολίνο και από τον παλιό σταθμό ελέγχου μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού τομέα, κάνει το ρητορικό ερώτημα «Ποια ιστορία;» (σελ. 33), για να απαντήσει αμέσως: μήπως είναι ιστορία «εκεί όπου η ψηφιακή φωτογραφίζει τα ανακατασκευασμένα απεικάσματα, / με τους τουρίστες να εισβάλλουνε στο πλάνο, σκεπάζοντας τον χρόνο με τον χρόνο τους»; (σελ. 33).
Αν στο Προς τα πού το ερώτημα που τρέχει σαν σχόλιο σε όλο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από το ποιος μπορεί να είναι πλέον ο ορίζοντας της ποίησης (και κατά προέκταση κάθε τέχνης), η δυσκολία του ορισμού της πολλαπλασιάζεται τώρα με το Δύσκολο. Στο τελευταίο μέρος της σύνθεσης, «Αυτοί που υπερασπίζουν την ψευδαίσθηση της αθωότητάς τους», σύμφωνα πάντοτε με τον κατά Πρίμο Λέβι διαχωρισμό των Γερμανών υπό τους ναζί, ένα τελευταίο μέρος που νομίζω πως έχει το νόημα της κατακλείδας όλων των διερωτήσεων και των αναστοχασμών του ποιητή, προβάλλει απογυμνωμένη εντελώς η παραδοχή του αδιέξοδου: «Δύσκολο πια να βρεις την άλλη γλώσσα, / τη γλώσσα που εξηγεί αυτή τη γλώσσα σου» (σελ. 55). Και επομένως, δύσκολο να αντέξει η αθωότητα του λυρισμού που παλαιότερα, σε εποχές συνεύρεσης και συναίρεσης, ακολουθούσε «Το απερίσκεπτο φτερούγισμα ενός Ίκαρου, / το πείσμα του ήλιου λίγο πριν το ουρανό […] γδύνοντας τον συμβολισμό απ’ τα εγκόλπιά του» (σελ. 55).
Δεν είναι λοιπόν ζητούμενο μόνο το νόημα της τέχνης (για να θυμηθούμε τον Τ. Αντόρνο) απέναντι στους διαρκείς και αλλεπάλληλους θριάμβους του αίματος, με τους οποίους ξεδιψά στιγμιαία η ιστορία. Είναι η αδυναμία της να μιλήσει μιαν άλλη, αθώα γλώσσα, γιατί μια άλλη τέτοια, αλλοτινή πλέον γλώσσα, δεν μπορεί παρά να κινδυνεύει διαρκώς να είναι ψευδαισθητική.

ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

«Ο Ἀναγνώστης», 05-11-2015,
«Μνήμη-χορτάρι κίτρινο σε ξεραμένη κοίτη». Από το Άουσβιτς στη Λαμπεντούζα
I
Στο 12ο ποιητικό του βιβλίο ο γνωστός Θεσσαλονικιός ποιητής Σταύρος Ζαφειρίου, έρχεται για μία ακόμη φορά, «με λόγο δύσκολο και με ρυθμό σπασμένο», να μετασχηματίσει την ιστορία −και ιδίως τα εγκλήματά της− σε ποίηση. Κινούμενος από το εγκληματικά αξεπέραστο Άουσβιτς στα υπερπλήρη νεκροταφεία και στους πνιγμένους της Λαμπεντούζα της Σικελίας, με ορμή και λόγο βιβλικό και κάποτε προλογικό, ενοχικός και συνάμα προεξοφλώντας το αδύνατο της όποιας λύτρωσης, ταυτίζεται −με μια πρωτόγνωρη θα λέγαμε ενσυναίσθηση− με τον εγκλωβισμό του πάσχοντος όντος. Κινούμενος πλάι στα «παραχωμένα οστά σε ασβεστωμένους λάκκους» και αδυνατώντας να περιγράψει τον καιρό του «ανοίκειου», δηλ. «τον καιρό του φοβισμένου ματιού», κατεβαίνει στον τόπο και στον «καιρό» μιας «νέας ενοχής».
Πολεοδομώντας τη φρίκη, χτίζει μια πολιτεία εγκλημάτων. Περιηγείται εκεί, με τρόπο «αστικό», στην ιστορία, επιλέγοντας να φασματοσκοπήσει όχι τα πρόσωπα και τα πράγματα αλλά τα ίδια τα εγκλήματα. Ένας ποιητικός μετασχηματισμός που φαντάζει πολύ δύσκολος −στην ουσία σχεδόν ακατόρθωτος−, δεδομένης πάντοτε της ρήσης του Αντόρνο ότι δεν γίνεται να γραφτεί ποίηση μετά το Άουσβιτς. Πόσο μάλλον με θέμα το Άουσβιτς ή τα πνιγμένα παιδιά της μεσογείου. Ο ποιητής μας λοιπόν, κάτοικος την ελληνικής πόλης των φαντασμάτων (Θεσσαλονίκης, βλ. The City of Ghosts του M. Mazower) τολμά να αναμετρηθεί με τη λογοτεχνική παράδοση –ενδεικτικά του ποιητή Πάουλ Τσέλαν και του πεζογράφου Πρίμο Λέβι– και κατορθώνει να μας δώσει μια ποίηση όχι απλά ιδιότυπη και χαρακτηριστική, αλλά με μια, θα λέγαμε, νέα ένταση που υποσκάπτει την όποια «προσδοκία» και απαιτώντας αξιωματικά και δικαιωματικά μια μετατόπιση προς έναν νέο ποιητικό χώρο.
Το ζητούμενο λοιπόν προτού ανιχνεύσουμε την ιδιότυπη ποιητική περιοχή του Ζαφειρίου −η οποία και δημιουργείται από τη σύμπτωση μιας ιδιοσυγκρασίας και μιας συνείδησης με τις συνθήκες του απόηχου των πρωτόγνωρων ιστορικών και διαρκώς ανανεωνόμενων εγκλημάτων− είναι να ερμηνεύσουμε τον εικαστικό, βιβλικό και συμβολικό χαρακτήρα της γλώσσας του, ο οποίος είναι και το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης ποιητικής στάσης απέναντι στην ιστορία, στον εαυτό ως υποκείμενο και στην ποιητική πράξη εν γένει.
Προτού το κάνουμε όμως αυτό να σημειώσουμε πως ο Ζαφειρίου ανήκει στην χορεία των ποιητών που ορίζουν μια ποιητική χώρα που προηγουμένως φαίνεται να μην υπήρχε. Αν ο Καρυωτάκης, παραδείγματος χάριν, ανοίγει μια περιοχή στον μεσοπόλεμο όπου λειτούργησε με τρόπο νέο ο ποιητικός μας λόγος −στο πλαίσιο ενός spleen−, κι αν η «γενιά» του ’30 έφερε τον μοντερνισμό στην χώρα μας και τον οδήγησε σε μια νέα ακμή, κι αν τέλος ο μεταπολεμικός παραλογισμός μεταποιήθηκε σε τέχνη μοναδική στην περίπτωση τουλάχιστον του μοναχικού «εξπρεσιονιστή» Σαχτούρη (κι έως ενός σημείου στον παραδοξογράφο Ε.Χ. Γονατά και σε άλλους μετα-υπερρεαλιστές), τότε ο Ζαφειρίου ανήκει στην χορεία αυτών που αντί να πάρουν τον δρόμο του υπερ- και του μετά-μοντέρνου, επέλεξε να απομακρυνθεί −κάνοντας zoom out− και να δει τον 20ο αιώνα και τα πεπραγμένα του από ψηλά, αλλά και ψηλαφώντας τα φανταστικά, κρατώντας ταυτόχρονα τις αντένες του ανοιχτές και ευερέθιστες στην εποχής μας (βλ. ενδεικτικά τους πνιγμένους της Λαμπεντούζα). Στοχεύοντας πάντοτε σ’ έναν ουσιαστικό ποιητικό μετασχηματισμό της ποιητικής και ιστορικής ύλης.
Η ποιητική ανθρωπολογία και ιστοριογραφία του λοιπόν είναι πολυεπίπεδη και προοπτική, αντωνυμική και ανώνυμη, προσωπική και απρόσωπη, ιστορική και «ανιστόρητη» και τέλος ρεαλιστική και φασματική. Αν μάλιστα ο ποιητής Σαχτούρης, κατά τον Μαρωνίτη, κυκλοφορεί κατακόρυφα, τρυπώντας τά παράλληλα προοπτικά επίπεδα του χώρου, ο Ζαφειρίου φαίνεται να περιφέρεται στο σημείο τομής των αστικών και των ιστορικών χώρων, και να εγκλωβίζεται ασφυκτιώντας μεταξύ των τόπων περιώνυμων «αδικημάτων» και των δωματίων της περισυλλογής και της ενοχής, καταμετρώντας και παλεύοντας έως τέλους με τις τύψεις και με το αδύνατο της συνέχισης τελικά της ύπαρξης με τέτοιο βάρος.
Η ποιητική του συναντά επομένως την ιστορική ναυτία των ανοιχτών –μπροστά στο έγκλημα− συνειδήσεων, κινούμενη παράλληλα εντός του ηθικού, και με έναν ασυνεχή και οδυνηρό διάλογο (κυρίως με την ιστορία) κατορθώνει να φασματοποιήσει και να φασματοσκοπήσει την πραγματικότητα αλλά και να πριονίσει το κακό στα πόδια του και να δυναμιτίσει τα θεμέλια του όποιου κοινωνικού μας εφησυχασμού. Ο ποιητής «απελπισμένος» που βρίσκεται εντός του ιστορικού χρόνου, καίγεται σε πρώτο χρόνο από τον πυρετό της ιστορίας και σε δεύτερο χρόνο ψυχρά μετα-ποιεί, αποκλείοντας την όποια έξοδο και αδυνατώντας να επωμιστεί εν θερμώ τον ρόλο του «καταγραφέα». Ένας πυρετός που μεταφέρεται σχεδόν «αυτούσιος» και ετεροχρονισμένος μες στο ποιητικό σώμα, το οποίο και πονά αγγίζοντας υψηλές πραγματικά θερμοκρασίες. Θερμοκρασίες που μεταφέρονται μέσω του χαρτιού στα δάχτυλα του αναγνώστη, και μέσω της ανάσας και της φωνής του ποιητή στο αυτί του ακροατή.
Ως ποιητής-μάρτυρας κι ως μεταμορφωτής ο Ζαφειρίου, μετέχει τελικά μέσω ενός θρησκευτικο-ποιητικού συμβολισμού στην ίδια την πράξη της «μεταμόρφωσης,» περνώντας από την γέννηση και τη σταύρωση του σώματος (ατομικού, συλλογικού και ιστορικού), χωρίς όμως να φτάνει στην υπόσχεση της αλλαγής και αποκλείοντας συνάμα την όποια εξιλέωση και την ανάσταση. Πονώντας διαρκώς και παραμένοντας σε κατάσταση απόγνωσης, αδυνατεί να ξεπεράσει το φάσμα του θανάτου και τα εκατομμύρια των νεκρών της ιστορίας, και παραμένει έως τέλους φαγωμένος, νιώθοντας την βαριά ενοχή μέσα στα σπαραγμένα σωθικά του, την οποία όμως ενίοτε ελαφρύνει με μια διακριτή, δική του ειρωνεία και με κάποιον βαθμό αυτοσαρκασμού. Κι αν ένας άλλος σπουδαίος Θεσσαλονικιός, ο Τάσος Φάλκος, μας λέει «και που ακούστηκε ότι αρκεί η αθωότητα για να ‘σαι αθώος», αντίστοιχα ο Ζαφειρίου μιλά ποιητικά εναντίον «αυτών που υπερασπίζονται την ψευδαίσθηση της αθωότητάς τους».
Πρόκειται τελικά για μια ποιητική φωνή που υπονομεύει την όποια αντιπροσωπευτική αξία του προσώπου, που πεζολογεί σε σημεία προκλητικά προσθέτοντας μέχρι και εξισώσεις και γεωμετρία, κοινωνιολογώντας ενίοτε και καλώντας κατά βάθος προς μια ανατροπή της κοινωνικής και ιστορικής τάξης προετοιμάζοντας ή και δείχνοντας προς την αταξική ισότητα, την οποία ωστόσο αποκλείει προεξοφλώντας τα επικείμενα και αενάως αναπαραγόμενα εγκλήματα. Το κυρίως ζητούμενο βέβαια είναι να μπει ο αναγνώστης μέσα σε αυτό το σύστημα της ποιητικής εξιστόρησης −κάτι που συμβαίνει αν αφεθεί στον ρυθμό και στον τόνο της ιδιαίτερης αυτής αφήγησης– προκείμενου να περάσει στην αναγνώριση και να βρεθεί στον τόπο της αυτογνωσίας και της ενοχής.
ΙΙ
Στο δεύτερο αυτό μέρος, θα σταθούμε σε συγκεκριμένα σημεία των ποιημάτων αφού όμως επαναλάβουμε πως ο ποιητής φαίνεται να παλεύει με τους όρους ενός προ-ποιητικού εμπειρικού πεδίου, σε δύσκολους πραγματικά καιρούς και απορροφώντας δύσκολες εμπειρίες, περνώντας τελικά στο χαρτί την ποιητική του αντίληψη που βρίσκεται σε διαρκή ανταπόκριση με τις εξελισσόμενες πάντοτε ιστορικές συνθήκες. Σκεπτόμενος μάλιστα τόσο την ποιητική πράξη όσο και την απεύθυνση στον άλλον, επιλέγει να κινηθεί εντός μιας ποίησης που φαίνεται να λειτουργεί ως ένας εκ των υστέρων μεταμορφωτικός μηχανισμός. Διαβάζουμε ενδεικτικά, αφού προηγουμένως διευκρινιστεί από τον ποιητή «Τι ασυνάρτητη εκδοχή η εξιστόρηση», πως:
δύσκολο πιά ν’ αγωνιάς για τ’ ολομόναχο
ή να εξαντλείς συνειδητά το ασυνείδητό σου –αυτό το αδέσποτο που δένει
τις πληγές του με τον επίδεσμο των αλληγοριών.
[…] Κι εσείς ιππεύοντας τα ξύλινα αλογάκια σας στον βαλτωμένο
ιππόδρομο του έθνους.
Με τόσες βεβαιότητες και υπολογισμούς στην υποθηκευμένη αυτή
πραγματικότητα,
έχοντας ήδη κατοχυρωμένο το σκοτάδι στ’ όνομά σας,
δεν πρόκειται –πώς θα μπορούσε άλλωστε– να νιώσετε ποτέ
ότι ανάμεσα εωθινού και απόδειπνου του θάμβους
μονάχα η στάχτη δεν μπορεί να στήσει σκαλοπάτια∙
δεν πρόκειται να καταλάβετε ποτέ πώς κι αν υποδυθείτε όλους τους
ρόλους
πάντα θα υπάρχει στην ορχήστρα ένας τυφλός να σέρνει πλάι σας το
σάπιο του ποδάρι.
(«V», «Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν»)
Κι αφού πρώτα κατακρίνει το «μετα-μοντέρνο» μιας εποχής, λέγοντας:
Κάποτε πρέπει επιτέλους να ξεμπλέξουμε με τους διαφωρισμούς και με τις μετα-νεοτερικές τους περπατούρες.
Και πιο πολύ με αυτούς τους εκδορείς του υποκειμένου,
που γδέρνουν τον μοντερνισμό σαν σφάγιο κρεμασμένο στο τσιγκέλι.
(«ΙV», «Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν»)
περνά από το Βερολίνο της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ, και εντεύθεν, σατιρίζοντας, συνάμα όμως πονώντας και αγανακτώντας:
Προγραμματίστε οπωσδήποτε ένα πέρασμα απ’ το Checkpoint Charlie∙
ή σαν να λέμε: το σημείο όπου οι εκχωρητές των ενθυμίων σβήνουν με γομολάστιχες μανιωδώς την ιστορία.
− Ποια ιστορία;
Εκεί όπου η ψηφιακή φωτογραφίζει τα ανακατασκευασμένα
απεικάσματα,
με τους τουρίστες να εισβάλλουνε στο πλάνο, σκεπάζοντας τον χρόνο με
τον χρόνο τους∙
− Ποια ιστορία;
Στο μεταξύ της διάλυσης και της δημιουργίας
πώς θορυβούν σαν έντερα τα σωθικά της πόλης!
Πώς η ανίδεη ζωή βαδίζει πάνω στο χαρτί
κόβοντας δρόμο μέσα απ’ τη γραφή κι από το σύμπαν!
Στην Alexanderplatz –αχ, η Alexanderplatz!
Προσποίηση συναισθηματισμού στην τάβλα του Φράντς Μπίμπερκοπφ
(κορδέλες, χτένες, ραφτικά και λαστιχάκια για όλους τους λαιμοδέτες των
ονείρων)
– εδώ κι αν παίχτηκε όλη η Βαϊμάρη.
(«VΙ», «Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν»)
Για να καταλήξει, μέσω του Saint-Just στους πνιγμένους μετανάστες της Λαμπεντούζα. Διαβάζουμε αντίστοιχα, αφού όμως πρώτα αποτυπωθεί στο μότο η κουβέντα του Saint-Just: «Έχετε να τιμωρήσετε όχι μόνο τους προδότες, αλλά και τους αδιάφορους»:
Όχι πως αν κοιτάξει γύρω του κανείς,
δεν θα μπορέσει ίσως να διαπιστώσει ότι δεν είναι όλες οι λέξεις εξαρτήματα της ίδιας μηχανής∙
αν κάποιες τις αφήσεις στο κυνήγι μοναχές, είναι ικανές να βγάλουν το θηρίο από την τρύπα. […]
− Φοβού τους θέλοντες να ζήσουν ήσυχα και ειρηνικά.
Είναι αδίστακτοι.
Φοβού, λοιπόν!
Κι όχι μονάχα όσους γυρεύουν μιαν απάνεμη γωνιά, για να ελλιμενίσουν
τη σιωπή τους∙
κι όχι μονάχα αυτούς που εγκαταλείπονται στους συνειρμούς των
αυτοσχεδιασμών
ή στα πρελούδια των αναστεναγμών τους,
Όποια συνέργεια κι αν υποθάλψει ο διάβολος,
αυτά που σου έμαθαν στα προπτυχιακά πρέπει να τα ξεχάσεις,
Έτσι κι αλλιώς, είναι η παραγωγή που διαμορφώνει τη συνθήκη.
Κι αν κάτι ανάμεσα στα ράθυμα στενά των ημερών ανοίγει δρόμο στον
λυγμό της φαντασίας,
χάσκει από κάτω η σκουριά της παλινόρθωσης και το βαθύ χασμουρητό
της ουτοπίας.
(«ΙΙΙ», «Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν»)
Και κρίνοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του και αυξάνοντας την έκθεση του στους ανελέητους αγέρηδες του πραγματικού:
Εδώ είναι η υποχώρηση της ύπαρξης σε ένα έδαφος σαθρό που υπακούει στη φαντασίωση του κληρονομημένου∙
της ύπαρξης που διεκδικεί την κατοχή ενός βυθού, μολύνοντας τον υδροφόρο ορίζοντά του.
Δύσκολο πιά να εξιλεωθείς,
με τεχνητές αναπνοές να ξαναζωντανέψεις τους πνιγμένους.
Δύσκολο πιά ν’ αθωωθείς, έχοντας για συνήγορο τις ματαιότητες σου.
Ό,τι απομένει τώρα απ’ τους θεούς είναι τα ορειβατικά τους μονοπάτια,
τα καταφύγια των χιονοδρομικών και οι σφαλισμένες πόρτες,
για να σαπίζουν πίσω τους τα ανυψωτικά της θεοφάνειας.
Ότι απομένει τώρα απ’ τους εξάμετρους είναι οι βοσκοί του παλατιού που μεγαλώνουν μπάσταρδα και τερατογεννήσεις.
(«VI», «Αυτοί που υπερασπίζονται την ψευδαίσθηση της αθωότητας τους»)
Εντός του τόπου λοιπόν της ποίησης και αφηγούμενος τα ερείπια μιας διαδικασίας που αναγεννά κυρίως πόνο, ενοχή και τύψεις, σημαδεύει με την αίσθηση της φωνής του την αίσθηση που μας αφήνει η ίδια η ποίηση στη λειτουργία της. Ο Ζαφειρίου είναι τελικά ένας ποιητής που δεν επιχρωματίζει το ποιητικό έργο που σμιλεύει και αφηγείται, αλλά το ίδιο το χρώμα φαίνεται να αναβλύζει μέσα από το ποιητικό του σώμα, το οποίο και περιφέρει στις ατραπούς της ιστορίας, πιτσιλώντας από το DNA του σε διάφορους −γκρίζους και κόκκινους κυρίως− τόνους, τους οποίους και αναμιγνύει με τον φιλοσοφικό στοχασμό και με τον διαρκή αναστοχαστικό επίσης έλεγχο των μεθόδων και των τρόπων του:
Αλίμονο!
Με τόσα ειδύλλια αντικατοπτρισμών, με τόση αιμομιξία αμμολόφων,
πώς να μετρήσεις ξέφωτο στη μέση της ερήμου!
Τέλος, το ποιητικό εγώ δεν συναντάται με συγκεκριμένα πρόσωπα, με εξαίρεση τις συναντήσεις με τον Saint-Just και τον πρίγκιπα Μίσκιν του Ντοστογιέφσκι, ενώ η επικοινωνία με τον αναγνώστη φαίνεται να συμβαίνει επίμονα πάνω στην αφηγηματική ροή, η οποία και μας παρασέρνει άλλοτε μαλακώνοντας και άλλοτε ξεσηκώνοντας μας:
Ω, αγαθούλη Λέοντα Νικολάγιεβιτς!
Επί της όχθης κάθισες και έκλαυσες δίχως να σου περνάει από τον νου
πως πίσω απ’ την ουσία της μορφής χαλκεύεται η μορφή της απουσίας.
[…] ο αποψινός σου ρεμβασμός δεν καθρεφτίζεται
ούτε στο κοίλο του νερού ούτε στο αντικαθρέφτισμα της θλίψης
Όσο κι αν καλλιεργείς το περιβόλι σου,
δεν φτάνει μόνο η ομορφιά της λεμονιάς για να σωθεί ο κόσμος.
Ο κόσμος, πρίγκιπα, είναι η κομμένη αναπνοή του πανικού του,
όχι ο γαμήλιος ανθός γύρω από τον καρπό.
(«Ι», «Αυτοί που όταν τους ρωτούν δεν απαντούνε»)
Ένα ποιητικό εγώ που δεν φαίνεται να πληθαίνει, αλλά αντιθέτως να πολλαπλασιάζεται μαζί με τα ιστορικά γεγονότα, δυσκολευόμενο «πια να κατοικεί απάνω στα έρημα», εκτίοντας όπως μας λέει «τάχα» έως τέλους «την ποινή των στοχασμών του».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Εντευκτήριο, τεύχος 106, Φεβρουάριος 2015
Το «δύσκολο» γεγονός της ποίησης
Το Δύσκολο του Σταύρου Ζαφειρίου –όπως άλλωστε και οι προηγούμενες ποιητικές συνθέσεις του– ανήκει σε εκείνη την ποιοτική τάξη των έργων για τα οποία δεν μπορεί να μιλήσει κανείς ερήμην της πραγματικότητας, του χωροχρόνου εντός του οποίου αρθρώνονται. Και μάλιστα συμβαίνει συχνά, μιλώντας για την ιστορική περίσταση που τα γέννησε, να μιλάς για το πλέον ουσιώδες σε αυτά […]
Η περίσταση, λοιπόν. Ένας αιώνας, ο 21ος, που γεννήθηκε ήδη τραυματισμένος από την αλαζονική, τερατώδη προσωπικότητα του πατέρα του, του 20ού. Την αλλόκοτη συμπεριφορά αυτού του νέου αιώνα είναι ΔΥΣΚΟΛΟ να την περιγράψει κανείς. Πόσο μάλλον να τη ζήσει. Κι ακόμα περισσότερο να την κάνει ποίημα, όπως αυτό στο οποίο αναφέρομαι, το Δύσκολο του Ζαφειρίου.
Ο 21ος αιώνας αφενός απορρίπτει τον 20ό, χαρακτηρίζοντάς τον «κόλαση», και αφετέρου τον αποδέχεται, διότι δεν τολμά να ξεφύγει από τον παράδεισο που υποσχόταν. Θέλω να πω πως οι αξίες, οι όροι, τα εργαλεία με τα οποία δουλεύει προς τον παρόν ο νέος μας αιώνας ανήκουν απελπιστικά στον προηγούμενο.
Κι έτσι, κανείς σχεδόν δεν λέει τα πράγματα με το όνομά τους, λυγίζοντας κάτω από το οιδιπόδειο βάρος του. Αλλά ας μην ξεχνάμε πως ο Οιδίπους ήταν άνθρωπος, και η τραγωδία του εν πολλοίς σχετίζεται με το γεγονός πως κατονόμασε τον εαυτό του.
ΔΥΣΚΟΛΟ να πάρει κανείς στους ώμους του μια τέτοια μοίρα. Μόνον η ποίηση μπορεί να έχει την απερισκεψία να χαρίσει στην ύπαρξη το όνομα που δικαιούται και να δηλώσει ευθύς εξαρχής, από τον τίτλο ήδη του ποιήματος, τη δυσκολία.
Αλλά ένα ποίημα, πόσο μάλλον ένα ποίημα όπως αυτό του Ζαφειρίου, γνωρίζει πραγματικά το όνομά του, αφού έχει συναίσθηση του χαρακτήρα του, γνωρίζει δηλαδή πως είναι μια παρέμβαση σ’ ένα διάλογο που απλώνεται μέσα στην Ιστορία και την Ιστορία της ποίησης. Και μάλιστα, όταν απαντά στην περίσταση. Η αξία του, η αντοχή του, εξαρτώνται, νομίζω, από το εύρος της απάντησης και όχι από την αλήθεια της. Στην περιοχή της γλώσσας δεν υπάρχουν αλήθειες και ψέματα, αλλά μόνο συγγνωστά και ασύγγνωστα.
[…]
Ποια είναι όμως αυτή η περίσταση; Η ποίηση που γράφεται αυτή τη στιγμή ορίζει δύο στάσεις απέναντι στη γλώσσα. Η μία στάση θεωρεί τη γλώσσα εργαλείο επικοινωνίας. Οι σημασίες βρίσκονται στο λεξικό και οι κανόνες στη γραμματική. Μοιραία, αυτή η ποίηση δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα δημιουργική, αφού δεν αποκλίνει από το υποτιθέμενο γλωσσικό καθεστώς και άρα από τις σημασίες, όπως αυτές τίθενται από τους θεσμούς […] Η άλλη στάση θεωρεί τη γλώσσα τόπο εντός του οποίου υφίσταται το ανθρώπινο υποκείμενο. Οι σημασίες βρίσκονται σε πορεία συνεχούς μεταμόρφωσης από την αρχή της Ιστορίας και οι κανόνες θεσπίζονται από τα υποκείμενα, καθώς η ζωή δουλεύει.
Αυτή η δεύτερη στάση, της οποίας θιασώτης είναι –κατά τη γνώμη μου– ο Σταύρος Ζαφειρίου, δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρεται για την Ιστορία ή μάλλον να αποδέχεται τον εαυτό της ως ιστορικό γεγονός.
Πώς ενεργεί το ποιητικό υποκείμενο ως ιστορικό υποκείμενο μπορούμε να το δούμε στο Δύσκολο. Ας αναφέρω μερικές από τις ενέργειες αυτές ή, καλύτερα, μερικές από τις προϋποθέσεις των ενεργειών. Πρώτον, δεν θέλει καθόλου να επαναλάβει την Ιστορία. Αυτό σημαίνει πως δεν χρειάζεται –το αντίθετο μάλιστα– το ποίημα που γράφεται να θυμίζει ό,τι χαρακτηρίστηκε στη διάρκεια της Ιστορίας ποίηση. Δεύτερον, δεν θέλει την Ιστορία τελειωμένη. Αυτό σημαίνει πως το αν είναι ή δεν είναι ποίηση αυτό που γράφει τώρα ο Ζαφειρίου θα το δείξει το μέλλον –άρα, μοναδικός οδηγός του είναι η αίσθηση της ποίησης και όχι οι τετελεσμένοι κανόνες. Τρίτον, θεωρεί πως η Ιστορία είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις μεθόδους επιβίωσής τους και όχι οι ίδιες οι μέθοδοι επιβίωσής τους. Είναι λογικό, διότι σχεδόν στο σύνολό τους οι μέθοδοι επιβίωσης των ανθρώπων είναι μέθοδοι αυτοκαταστροφής. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο δεν είναι η λογική του αλλά η δύναμη με την οποία πλάθει μύθους περί της λογικότητάς του. Σαν να λέμε πως ο άνθρωπος δεν αυτοκαταστρέφεται, επειδή μέσα στην αυτοκαταστροφή του βρίσκει φανταστικούς λόγους επιβίωσης.
Φαίνεται κάπως περίπλοκη αυτή η συλλογιστική, αλλά θα δείξει πιο απλή αν αναφέρω ένα παράδειγμα από το Δύσκολο του Ζαφειρίου. Λοιπόν, ο ποιητής, για να μιλήσει περί της κατάρρευσης του κόσμου, όπως τον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ως έναν κόσμο πλαισιωμένο από μύθους σχετικούς με το υπερβατικό, λέει: Ό,τι απομένει τώρα απ’ τους θεούς είναι τα ορειβατικά τους μονοπάτια, / τα καταφύγια των χιονοδρομικών και οι σφαλισμένες πόρτες, / για να σαπίζουν πίσω τους τα ανυψωτικά τής θεοφάνειας.
Εύκολα, νομίζω, καταλαβαίνουμε πως εκεί που κάποτε κατοικούσαν οι θεοί τώρα βρίσκονται χιονοδρομικά κέντρα για εκδρομείς του σαββατοκύριακου, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται παρά για διασκέδαση, και μάλιστα, όπως ειρωνικά –τραγικά οπωσδήποτε– σημειώνει ο Ζαφειρίου, να απολαύσουν το μοναδικό είδος θεοφάνειας που μπορούν πια: την πανοραμική θέα. Όχι βέβαια επειδή είναι ανίκανοι να νιώσουν κάτι βαθύτερο, αλλά επειδή δεν έχουν τη γλώσσα για να το συνειδητοποιήσουν και να το εκφράσουν. Είναι άνθρωποι που αυτοκαταστρέφονται και συχνά το νιώθουν. Αποξηραίνονται δίχως την υγρασία του μύθου.
Κάτω ακριβώς από τους τρεις στίχους που παρέθεσα, συναντάμε δύο άλλους –σαν συμπέρασμα ή κατάληξη: Ό,τι απομένει τώρα απ’ τους εξάμετρους είναι οι βοσκοί του παλατιού / που μεγαλώνουν μπάσταρδα και τερατογενέσεις.
Οι εξάμετροι βέβαια είναι οι στίχοι της Οδύσσειας. Ο βοσκός είναι ο Εύμαιος, το καταλαβαίνουμε αμέσως. Υπάρχουν τώρα πολλοί Εύμαιοι που μεγαλώνουν μπάσταρδα και τερατογενέσεις. Τα βλέπουμε γύρω μας αυτά τα μπάσταρδα και τις τερατογενέσεις.
Αλλά εδώ υπάρχει μια τρύπα. Οι δύο αυτοί στίχοι δεν λένε ότι ο πλαισιωμένος από μύθους κόσμος χάθηκε, αλλά πως συνεχίζεται. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει πως οι ομηρικοί βοσκοί συνεχίζουν να υφίστανται ως τροφοί, έστω μπάσταρδων και τερατογενέσεων; Δηλαδή, ανατρέφονται ακόμα Οδυσσείς; Γιατί πρέπει να θυμηθούμε πως ο Οδυσσέας ήταν ένα μπάσταρδο. Παιδί του Σίσυφου ήταν. Έτσι λέει ο μύθος. Μόνο που οι σημερινοί μύθοι δεν στοχεύουν στο υπερβατικό αλλά στο ενθάδε.
Το λέει ο Ζαφειρίου: Δεν έχει νόημα η λύσσα για ζωή αν δεν επινοήσεις τα σκυλιά της.
Σαν να λέμε πως δεν έχει νόημα να ζητάς να επιβιώσεις, δίχως μύθους για την αυτοκαταστροφή σου.
Η περιοχή της γλώσσας που παράγει τέτοιους μύθους είναι η ποίηση: υπόθεση δύσκολη, περίπλοκη, πολυσήμαντη, παντελώς άσχετη με τις «απλές», «άδολες» ποιητικές απολαύσεις του κοινότοπου μετα-λυρισμού των καιρών μας. Άλλωστε, η άποψη σύμφωνα με την οποία η ποίηση και η απλότητα πηγαίνουν μαζί, δεν είναι παρά ακραιφνής λαϊκισμός. Λέει στον αναγνώστη πως δεν χρειάζεται να κάνει τίποτε για το ποίημα, αφού ο ποιητής έχει κάνει πολύ λιγότερα και από το τίποτε γι’ αυτό. Η ανάγνωση, όπως και η δημιουργία ποίησης είναι σήμερα ένα δύσκολο εγχείρημα –δύσκολο σαν το ίδιο το γεγονός της ζωής.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΡΗΣ

Φρέαρ, Ιούλιος 2014
Η ποιητική ύλη κατατάσσεται σε τέσσερις ενότητες, που διαχωρίστηκαν με βάση μια ιδεολογικά λειτουργική και ηθικά προσφυή διάκριση του Πρίμο Λέβι (Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μτφ. Χαρά Σαρλικιώτη, Αθήνα, Άγρα, 2003) ως προς την ανθρωπογεωγραφία της χιτλερικής Γερμανίας: «Αυτοί που ξέρουν και δεν μιλούν», «Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν», «Αυτοί που όταν τους ρωτούν δεν απαντούνε», «Αυτοί που υπερασπίζουν την ψευδαίσθηση της αθωότητάς τους». Το «Ιντερμέδιο», που τοποθετήθηκε ανάμεσα στη δεύτερη και στην τρίτη ποιητική ενότητα, ωθεί σε δημιουργική συνύπαρξη τον δημοτικογενή δεκαπεντασύλλαβο με τη νεωτερική έκφραση, το λαϊκότροπο λεκτικό της δημοτικής παράδοσης με τη λογιοσύνη και τη γεύση της σημερινής λαλιάς. Η δωδέκατη ποιητική κατάθεση του Σταύρου Ζαφειρίου συγκεφαλαιώνει με εμπνευσμένο τρόπο τα χαρακτηριστικά της όλης ποιητικής του: τεχνοτροπικός μοντερνισμός, με εξέχον το χαρακτηριστικό της αυξημένης δραματικότητας, που ενδυναμώνεται από την εναλλαγή ομιλουσών φωνών μέσα στη σύνθεση· υπαρξιακή αναζήτηση, ως κεντρική συνιστώσα μιας σύνθετης θεματικής συνισταμένη· ροπή προς το συνθετικό ποίημα, του οποίου οι επί μέρους εκφάνσεις στοιχειοθετούν ένα οργανικό σύνολο. Το κάθε ποίημα διατηρεί μία σχετική αυτονομία, αλλά ο ποιητής δεν στοχεύει στη γραμμική παράθεση μεμονωμένων βιωμάτων, αλλά στη διασφάλιση της εσωτερικής ενότητας του ποιητικού υλικού, το οποίο νεωτερικά δομημένο και υπαρξιακά φωτισμένο συγκλίνει στο ότι «ο κόσμος […] είναι η κομμένη αναπνοή του πανικού του, / όχι ο γαμήλιος ανθός γύρω από τον καρπό».

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Αυγή της Κυριακής 29.06.2014
Ποίηση υπάρχει, όσο υπάρχουν ισχυρές ποιητικές συνθέσεις
Όταν ένα ποιητικό βιβλίο ευρίσκεται κατάφορτο παραπομπών σε κείμενα φιλοσοφικά, πατερικά, δοκιμιακά, ο ποιητικός του λόγος κινδυνεύει να βουλιάξει κάτω από το βάρος των ιδεών, διακινδυνεύει να καταστεί μια δοκιμιακή απόπειρα σε ύφος ποιητικό. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα της ποίησής μας που μαρτυρούν τα αδιέξοδα αυτής της επιλογής, με προεξάρχουσα περίπτωση το έργο του Σικελιανού, αλλά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, όπου η ποίηση αντέχει να «διαφορίζει» τις έννοιες, αποδίδοντάς μας λόγο μεστό και λυρικά ουσιώδη, αρχής γενομένης από τον Διονύσιο Σολωμό. Ως φόρος τιμής στον μεγάλο πρόγονο θα μπορούσε λοιπόν να ειδωθεί το ποιητικό βιβλίο του Ζαφειρίου, έστω και αν στις εκτενείς αναφορές / επισημειώσεις ο Σολωμός δεν περιέχεται πουθενά, αφού ο οιονεί διάλογός τους συμβαίνει σε απόσταση, κάποτε και σε αντίστιξη.
Μάνα με τους λεβέντες γιους, ε και να γήτευες
μια φούντα μαύρου θυμαριού σε μια σταγόνα ιβίσκου
και στη γιορτή της όχεντρας μια κακορίζα μύρτου,
να ’ρθουν τ’ αγρίμια, ωχ να ’ρθούν και οι κωλομπαράδες,
να ’ρθει και ο σταυραετός με την ξανθιά περούκα,
να σύρει πρώτος τον χορό της λυγερής σου δόξας.
Όμως σε μια ποίηση ιδεών οι συνάφειες δεν θα μπορούσαν να εξαντλούνται σε υφολογικές συγγένειες και αντικατοπτρισμούς, αλλά εμφιλοχωρούν και στο ίδιο το «περιεχόμενο».
Όμως τα έθνη·
τι νόημα έχει να ξυπνούν νεκρά τα έθνη,
σάβανο ξετυλίγοντας ξοπίσω τους τα επιμνημόσυνα των νεο-ανθρωπιστών;
Βέβαια, η κόλαση είναι κόλαση των άλλων:
η πιο παλιά εγκατάσταση αγνοημένης τέχνης,
αγκιστρωμένης στα πλευρά τού εξπρεσιονισμού.
Εδώ, η διαδικασία της εθνογένεσης και ο διάλογος με τον γερμανικό ρομαντισμό δίνουν τη θέση τους, ή αντιπαραβάλλονται, στη διαδικασία γένεσης του φασισμού (και κατ’ επέκταση στη σημερινή επιστροφή του), στην ευρύτητα της κοινωνικής αποδοχής / συνενοχής, με σημείο εκκίνησης της ερμηνείας / τεκμηρίωσης του φαινομένου την περιγραφή του Πρίμο Λέβι, απ’ την οποία προκύπτουν και οι τίτλοι των επιμέρους ενοτήτων της συλλογής: «Αυτοί που ξέρουν και δεν μιλούν», «Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν», «Αυτοί που όταν τους ρωτούν δεν απαντούνε», «Αυτοί που υπερασπίζουν την ψευδαίσθηση της αθωότητάς τους».
Τώρα που ο ξένιος ξενίζει στην πλεκτάνη του τον ξένο,
εμπλέκοντας την κάθαρση του αίματος στη φαντασίωση ενός θεόπνευστου ιστού·
τώρα που η πράξη συναντάει την πράξη πίσω απ’ τα κενοτάφια των οδών,
δύσκολο πια να περιγράψεις με τούτη τη γλώσσα τον καιρό της κρυπτείας και τον
καιρό της νέας ενοχής.
Παρ’ όλα αυτά, η ποιητική συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου δεν ενδίδει στη θεματογραφία, δεν βουλιάζει στις ευκολίες των νεόκοπων περιοχών «ριζοσπαστικής παρέμβασης», τις οποίες περιοχές νομιμοποιεί απλόχερα, και καλλιτεχνικά ανώδυνα, η επιστροφή του φασισμού.
Εδώ είναι οι φράχτες των ακτών και τα σχισμένα ιστία,
τα χνάρια όσων ξέφυγαν δίχως να στρέψουν πίσω το κεφάλι·
εδώ είναι η άκρη, άσπαρτη, πιο άσπαρτη ακόμη κι απ’ το σύμπαν.
Γιατί ο στόχος του Ζαφειρίου είναι ο αναστοχασμός όλης της νεωτερικότητας, της ιστορίας της, των ιδεών της, της τέχνης της, της κρίσης της, και το πετυχαίνει με μια ποιητική σύνθεση που αντέχει αυτόν τον βαρύ ειδολογικό χαρακτηρισμό, αντλώντας ερείσματα, ιδεολογικά και ρυθμικά, απ’ όλη την παράδοση του ποιητικού λόγου.
τι άλλο θέλετε να ξέρετε για τούτη την πατρίδα;
Τι άλλο για ό,τι βλέπετε, για τον καιρό εκείνου που σας βλέπει.
Κατά τη γνώμη μου, η ποιητική σύνθεση του Σταύρου Ζαφειρίου ανασυντάσσει το ποιητικό τοπίο, γιατί προϋποθέτει όσα σημαντικά έχουν συμβεί στις μέρες μας, π.χ. τις ποιητικές συνθέσεις Επεισόδιο του Γιώργου Μπλάνα, Ο κύριος Φογκ του Γιάννη Βαρβέρη, Ανιστόρητο του Σπύρου Βρεττού, Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία του Ηλία Λάγιου, Τα ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας της Μαρίας Κούρση, Mec(c)ano της Ρούλας Αλαβέρα, Μαύρη Μωραλίνα της Ευτυχίας Παναγιώτου, και μερικές ακόμη ποιητικές επιτεύξεις των τελευταίων δεκαετιών, δημιουργώντας μια εξαιρετική, και απολύτως ιδιότυπη, συνέχεια και κορύφωση, ένα σημείο αναφοράς τής σύγχρονης ποίησης μας.
(Μπαίνει από τις κουίντες ο Saint-Just, κρατώντας το κομμένο του κεφάλι):
― Όσοι αφήνουνε μισή την επανάσταση, σκάβουν απλώς τον ίδιο τους τον τάφο.
Και άλλη φορά, σε άλλο καιρό, πάνω στους τοίχους:
― Φοβού τους θέλοντες να ζήσουν ήσυχα και ειρηνικά.
Είναι αδίστακτοι.
Παρ’ ότι η παράθεση σύντομων αποσπασμάτων αδικεί το βιβλίο, επειδή ο λόγος του δεν οργανώνεται με βάση τον στίχο ή τη φράση αλλά στην έκταση της σελίδας ή της περιόδου, μπαίνω στον πειρασμό να κλείσω με ένα ποιητικό στιγμιότυπο, ενδεικτικό της ποικιλίας, του πλούτου και της συνθετότητας της ποιητικής σύνθεσης του Σταύρου Ζαφειρίου, ενδεικτικό της αποδομιστικής του διάθεσης, όχι μόνο απέναντι στον Μάη του ’68, όπου αναφέρεται το συγκεκριμένο παράθεμα, αλλά απέναντι σε κάθε εξουσία (όπως της γλώσσας, των ιδεών, των θεσμών, της ίδιας της λογοτεχνίας…)
Ο κύριος Sartre, επί παραδείγματι,
ξέχειλος από υπαρξισμό και ex officio ελεητής αιδοίων.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

Ποιητικά, τεύχος 15, Σεπτέμβριος 2014
Ο Σταύρος Ζαφειρίου, μετά το Ενοχικόν (Ο μονόλογος ενός δράστη) και το Προς τα που (μια πολεμική ιστορία), συνεχίζει με την πρόσφατη ποιητική σύνθεση Δύσκολο το εγχείρημα που ξεκίνησε με τις προηγούμενες συλλογές του, όπου η ποίηση γίνεται ένα φιλοσοφικό αντικαθρέφτισμα της σύγχρονης ιστορίας μέσα στο πλαίσιο των ζωών μας και πώς βιώνουμε τα γεγονότα που σημάδεψαν τον εικοστό αιώνα, αλλά και τον αιώνα που τώρα διανύουμε.
Επιμένω πως πρόκειται για ένα φιλοσοφικό ποιητικό μανιφέστο, στο οποίο ο στοχασμός παίζει κυρίαρχο ρόλο στους στίχους τού ποιητή. Αφήνοντας πίσω του μια ποίηση λυρική που επικεντρωνόταν στην εξόρυξη προσωπικών βιωμάτων, ανοίγει νέους ποιητικούς δρόμους. Εστιάζει την προσοχή του στην πραγματικότητα, θέλοντας να επιστήσει την προσοχή μας στην ανάγκη να αφυπνιστούμε, ν’ ανακαλύψουμε τα αίτια που μας έχουν οδηγήσει στη μοναξιά, στη βία, στην τάση μας να καταστρέφουμε αντί να δημιουργούμε.
Ο ποιητής αναρωτιέται γιατί να μην έχουμε καταφέρει ως τώρα να εξευγενιστούμε. Είναι ένα καίριο ερώτημα που προσπαθεί να απαντηθεί μέσα στις σελίδες τού βιβλίου. Δεν είναι τυχαίο που οι σύνθεση αποτελείται από τέσσερις ενότητες (Αυτοί που ξέρουν και δεν μιλούν, Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν, Αυτοί που όταν τους ρωτούν δεν απαντούνε, Αυτοί που υπερασπίζουν την ψευδαίσθηση της αθωότητάς τους), παραφράζοντας τα λόγια του Πρίμο Λέβι στο βιβλίο του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος: “Στη Γερμανία του Χίτλερ ήταν διαδεδομένος ένας ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς. Αυτός που ήξερε δεν μιλούσε, αυτός που δεν ήξερε δεν ρωτούσε, σε όποιον γίνονταν ερωτήσεις, αυτός δεν απαντούσε”.
Ο Ζαφειρίου θέλει με τον τρόπο αυτό να θίξει το ζήτημα της ηθελημένης άγνοιας του σύγχρονου ανθρώπου για την αλήθεια. Σαν να στρουθοκαμηλίζει, σαν να μη θέλει να έρθει αντιμέτωπος με τον εαυτό του και τα προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα, μια ανθρωπότητα που αποτελεί μέρος της, άρα έχει ένα μέρος της ευθύνης απέναντι σε ό,τι άσχημο επικρατεί.:
τώρα που η πράξη συναντάει την πράξη πίσω απ’ τα κενοτάφια των οδών
δύσκολο πια να περιγράψεις με τούτη τη γλώσσα τον καιρό της κρυπτείας
και τον καιρό της νέας ενοχής.
[…]
Είχα πολύ καιρό να διαβάσω μια τόσο ολοκληρωμένη σύνθεση. Δεν είναι εύκολο, γιατί μπορεί να πέσεις στην παγίδα της φλυαρίας, πράγμα που σπάνια ωφελεί την ποιητική έκφραση. Ο Ζαφειρίου, ώριμος όσο ποτέ άλλοτε, με μαεστρία χτίζει ένα οδοιπορικό στον σύγχρονο κόσμο, με τα πιο δυνατά υλικά της τέχνης που εξασκεί και καταφέρνει να μας κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο. Αλλά το πιο σπουδαίο απ’ όλα είναι πως μας αναγκάζει να συλλογιστούμε, δια μέσου των σπουδαίων του στίχων, τις ζωές μας, την πορεία μας.
Είναι μια ποίηση που δεν έχει σκοπό να ωραιοποιεί καταστάσεις. Δεν είναι για τέρψη και ούτε συναρπαστική, γεμάτη λυρικές πινελιές. Είναι μια ποίηση που στοχάζεται, θέτει ερωτήματα, αμφισβητεί, σε τοποθετεί αντικριστά με τον εαυτό σου και επιμένει να θέσεις ερωτήσεις κι εσύ σε σένα τον ίδιο.
Το γλωσσικό αυτό ταξίδι, γραμμένο με λόγο πεζό, τραχύ, δίχως καλλολογικά στοιχεία, στοχεύει να αφυπνίσει και το καταφέρνει. Είναι σημαντικό που υπάρχουν σήμερα τέτοια βιβλία, πηγαίας σοφίας και διαύγειας, σε μια εποχή όπου είναι δύσκολο να διακρίνουμε το σωστό και το λάθος, την αλήθεια από το ψέμα, μιας και ο κόσμος, μέσα στη φανταχτερή του εικόνα μάς αποσπά την προσοχή.
Οι γρήγοροι ρυθμοί, ο αγώνας τής επιβίωσης, η κατακερματισμένη μας καθημερινότητα, ανάμεσα σε τόσα γεγονότα που συμβαίνουν ερήμην μας, είναι αλήθεια πως μπορεί εύκολα να μας παροδηγήσουν, να μας βγάλουν σε βιαστικά συμπεράσματα, ή ακόμα και να μας κρατήσουν απαθείς. Ο Ζαφειρίου μας προτρέπει στην αφύπνιση, τη δράση, την προσπάθεια να μάθουμε ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια, όσο και αν αυτό πολλές φορές είναι Δύσκολο. Όχι όμως και ακατόρθωτο.

ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ

www.oanagnostis.gr, 31.5.2013
H (πολεμική) ιστορία, το αναπόδραστο παρόν μας
Σε απόσταση σήμερα 30 χρόνων από την έκδοση του πρώτου ποιητικού βιβλίου του, το 1983, και έχοντας στο ενεργητικό του 10 ποιητικά βιβλία, με το ενδέκατο, Προς τα πού (Μια πολεμική ιστορία), ο Σταύρος Ζαφειρίου συνεχίζει το έργο του στη γραμμή ενός σύνθετου, φιλόδοξου ή και μεγαλεπήβολου εγχειρήματος, αντίστοιχου μιας ήδη κατακτημένης με τα προηγούμενα βιβλία του ποιητικής ωριμότητας.
Πριν, όμως, αναφερθώ σε αυτό καθεαυτό το εγχείρημα του Προς τα πού (Μια πολεμική ιστορία), θεωρώ σκόπιμη μια αναδρομή στο παλαιότερο ποιητικό έργο του Ζαφειρίου, με κύριο στόχο να επισημάνω τα βασικά χαρακτηριστικά μιας εξελικτικής πορείας ωρίμανσης, που οδηγεί σταδιακά και μέσα από καλά υπολογισμένα βήματα στο τελευταίο βιβλίο. Tα τέσσερα πρώτα βιβλία του Zαφειρίου, όσα εκδόθηκαν στη δεκαετία του 1980, Tο ευλύγιστο πέλμα (1983), … και να μπλοφάρουμε στο όνειρο (1984), Στη μουβιόλα (1986) και Zεστή πανσέληνος (1988), φέρουν τα ίχνη της γοητείας που άσκησαν στον τότε νέο ποιητή ορισμένα αμερικάνικα μεταπολεμικά ρεύματα, όπως η beat και η εξομολογητική ποίηση. Μάλιστα στη σχέση του Zαφειρίου με την αμερικάνικη λογοτεχνία διαμεσολάβησαν ορισμένοι έλληνες ποιητές της δεκαετίας του 1970, κυρίως ο Aλέξης Tραϊανός. Tα βιβλία αυτά χαρακτηρίστηκαν από την εκφραστική και θεματική συνοχή τους. Στο βάθος λειτουργούσε ακόμα η νοσταλγία για τον μύθο του καταραμένου ποιητή, στην αμερικάνικη εκδοχή της beat generation. Mε άλλα λόγια, επρόκειτο για μια έντονα βιωματική ποίηση, με σταθερό σημείο αναφοράς το ποιητικό υποκείμενο που ταλανίζεται από την υπαρξιακή και κοινωνική μοναξιά, αναζητά τα ερείσματα του έρωτα και της ανθρώπινης επικοινωνίας μέσα σ’ ένα αντίξοο κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο αντιτάσσει την αντικαθωσπρεπική συμπεριφορά, τη γλωσσική βία και την ποιητική του έπαρση. Tα ερεθίσματα του Zαφειρίου αντλούνταν κυρίως από τον χώρο της σύγχρονης πόλης. Πίσω από την απώθηση για τη σύγχρονη πραγματικότητα υποκρύπτονταν η συγκαλυμμένη τρυφερότητα και η ευαισθησία, αντλημένες ακόμη και από ποταπά, κατά τη συμβατική ηθική, πρόσωπα και περιβάλλοντα.
Στη συνέχεια, με τα ποιήματα της συλλογής H δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά (1992), ο Zαφειρίου εμφανίστηκε σχεδόν μεταμορφωμένος σε σύγκριση με τα τέσσερα πρώτα βιβλία του. O λόγος του απέβαλε την παλαιά του οξύτητα και αποσπασματικότητα, έγινε αφηγηματικός, νηφάλιος και υποβλητικός. Aυτή η αλλαγή του τόνου συνδυάστηκε με μια ριζικά νέα θεματολογία. O ποιητής εγκατέλειψε το γνώριμό του σκηνικό της πόλης και έπαψε να καταγράφει άμεσα βιώματα· οικειώθηκε τον κόσμο της έντεχνης και λαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης και τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας και γνώσης, τον μύθο, τον θρύλο, τη γητειά, το παραμύθι. Aπαγκιστρώθηκε έτσι από την απεικόνιση της σκληρής κοινωνικής-αστικής πραγματικότητας και στράφηκε προς μια ποίηση μυητικής πορείας του αναγνώστη σε μια υποβλητικά αποκαλυπτόμενη μυθική διάσταση του κόσμου. Tο αποτέλεσμα ήταν ανάλογο της προσπάθειας για εκφραστική ανανέωση: από τον βιωματικό ποιητή που κατεργαζόταν τη φθαρτή καθημερινότητα για να αποτυπώσει σκέψεις και αισθήματα κυρίως του ιδιωτικού του χώρου, περάσαμε στον λόγιο ποιητή που αναδιφά με περίσκεψη και συγκίνηση σε μια ευρεία μορφωτική παρακαταθήκη (από τον Διγενή Aκρίτα και τον Δον Kιχώτη του Θερβάντες, μέχρι τους λαϊκούς θρύλους και το δημοτικό τραγούδι), προκειμένου να αναθέσει τον λόγο σε ποιητικά προσωπεία, όπως ο Nέρωνας, ο Σάντσο Πάντσα, μια αμαζόνα, ή για να αναζητήσει, εντρυφώντας στον μύθο, τα στοιχεία της συλλογικής καταγωγής και ταυτότητας, όπως π.χ. στο ποίημα «Πού είναι ο Aλέξανδρος ο Mακεδών». Όλα τα ποιήματα της συλλογής H δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά κεντρώνονται γύρω από την ανάγκη να αναπτυχθεί ο μύθος, στις διάφορες εκδοχές του (ο μύθος της λογοτεχνίας, της φυλής ή της εθνότητας, του κάτω κόσμου, του έρωτα) ως το συνεκτικό υλικό της κοινωνικής ζωής. O Zαφειρίου βέβαια δεν αποβλέπει ευθέως στη μυθική διδαχή ή την αισθητική αγωγή του αναγνώστη του. Φαίνεται κυρίως ο ίδιος να ανακάλυψε μια γόνιμη μορφωτική πηγή και μια ζωογόνο εκφραστική κοίτη.
Η έκτη συλλογή, Tα κατοικίδια (1997), αποτελείται από 32 ολιγόστιχα, επιγραμματικά ποιήματα, κατανεμημένα σε δύο ενότητες, «Mε τις σκιές» και «Mε τα μάτια». Tο κύριο ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου έγκειται στην προσπάθεια του Zαφειρίου να συμπυκνώσει την έκφραση της σκέψης και του αισθήματος, αφαιρώντας κάθε περιττό στοιχείο. Έτσι, τα ποιήματα γίνονται λιτά, απέριττα και καίρια, ωστόσο στο σύνολό τους, συγκρινόμενα με εκείνα της συλλογής H δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά, κρίνονται ως μια δημιουργικά υποδεέστερη προσπάθεια. Στα Kατοικίδια συνδυάζονται το δημόσιο και το ιδιωτικό στοιχείο. Tα ποιήματα της δεύτερης ενότητας είναι ερωτικά, ενώ εκείνα της πρώτης αναφέρονται κυρίως στην ποίηση, αλλά και στη σχέση με το ιστορικό παρελθόν.
Το επόμενο βιβλίο, H Άτροπος των ημερών (1998), σημειώνει μια σημαντική δημιουργική καμπή για τον Zαφειρίου. Όσον αφορά καταρχάς στη δόμηση του βιβλίου η καμπή έγκειται στην πολυεπίπεδη συνθετική οργάνωσή του. Tο συνθετικό αυτό ποίημα κεντρώνεται γύρω από ένα βασικό θέμα της νεανικής ιδίως ποίησης στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, το θέμα της φθοράς και του θανάτου. O Zαφειρίου, όμως, δεν διολισθαίνει στις καταχρηστικά επαναλαμβανόμενες συμβάσεις των συνομήλικων του ποιητών, στη ρητορική και δραματοποιημένη έκφραση και στη γλωσσική και μορφική κατασκευαστικότητα. Aντιθέτως, ο προσωπικός λόγος του συνδυάζει επιτυχώς την αφηγηματικότητα με την πυκνή και δραστική ποιητική διατύπωση. H βασική ιδέα του βιβλίου προέρχεται από την αρχαιοελληνική μυθολογία. H Άτροπος, η μία από τις τρεις Mοίρες, είναι εκείνη που, σύμφωνα με την ησιόδεια Θεογονία, κόβει το νήμα της ανθρώπινης ζωής, σηματοδοτώντας τον θάνατο. Γύρω από την κυριαρχική αυτή αίσθηση της φθοράς, μια αίσθηση που διαπερνά τα πάντα, το παρελθόν και το παρόν, την ιστορία και τη συγχρονία, τον καθημερινό βίο και την ποιητική υπέρβασή του, ο Zαφειρίου πλέκει τον ιστό της μεγαλεπήβολης σύνθεσής του. Aναζητά ένα τρόπο αναγνώρισης της ανθρώπινης ταυτότητας και μία οδό διαφυγής από τον αναπόδραστο θάνατο. Aκολουθεί την Άτροπο των ημερών στη μακρότατη πορεία της μέσα στον χρόνο και ενώνει, κομμάτι-κομμάτι, το κοινό νήμα του θανάτου. Στις τρεις πρώτες ενότητες η περιδιάβαση στον χώρο και στον χρόνο συναντά πλήθος σταθμούς: τις αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1960, τον πρώτο εφηβικό έρωτα, την επίσκεψη στην κορυφή του Όρους, την καταβύθιση στην ιστορία των παθών του Xριστού, των Pωμαίων αυτοκρατόρων, των σταυροφόρων, των Bαλκανικών Πολέμων, των κατεστραμμένων πόλεων και των σύγχρονων ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Στη συνέχεια του βιβλίου η Άτροπος, αφού περιπλανήθηκε στην ατομική και στη συλλογική ιστορία, διασταυρώνεται με την ποίηση. Mέσα από την ποιητική εμπειρία διαπιστώνεται η απόσβεση της ατομικότητας του ποιητικού υποκειμένου στο ανώνυμο χωνευτήρι του χρόνου και αποκαλύπτονται η πλάνη του κόσμου και των αισθήσεων και η αδιαπέραστη μοναξιά. H Άτροπος των ημερών δεν απευθύνει, πάντως, ένα πειθήνιο ύμνο στο διαχρονικό μοιραίο, καθώς, όπως δείχνουν κάποια σημεία του βιβλίου, ο ποιητικός λόγος θα εξακολουθήσει να απολυτρώνει την ανθρώπινη φύση από την κυρίαρχη αγωνία, εκείνη του θανάτου. Eπίσης, στο αξιόλογο αυτό συνθετικό ποίημα η αγωνία απαλύνεται από την παρήγορη αίσθηση μιας ατέρμονης διάρκειας. Tην αίσθηση αυτή κατακτά κανείς όταν απολυτρωθεί από τη φθαρτή ατομικότητά του και εντρυφήσει στον αείροο Xρόνο.
Στο βιβλίο Σώματος λόγος (2004), επίσης συνθετικό ποιητικό έργο, θεματικό κέντρο είναι, όπως δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου, το σώμα και ο λόγος του ανθρώπου περί του σώματος (πάντως τη γενική «σώματος» ο κάπως ευφάνταστος αναγνώστης μπορεί να τη διαβάσει και ως επιθετικό προσδιορισμό στο «λόγος»). Το κέντρο αυτό παραμένει αμετάθετο, έτσι ώστε το βιβλίο να ανακαλεί τη γνωστή φράση του Σεφέρη ότι κατά βάθος ο ποιητής έχει ένα θέμα, το ζωντανό σώμα του. Διακριτικό στοιχείο του βιβλίου, που διαπλέκεται αξεδιάλυτα με τη συνθετική οργάνωσή του, είναι η πολύ ευρεία κειμενική περιοχή από την οποία αρδεύεται τόσο εκφραστικά όσο και θεματικά το σύνθεμα. Ο Ζαφειρίου διαλέγεται κυρίως με τα εκκλησιαστικά κείμενα και ειδικότερα ίσως με τα κείμενα της βυζαντινής υμνογραφικής παράδοσης. Αυτή πάντως η παράδοση φαίνεται να είναι μονάχα η κορυφή μιας πλατιάς διακειμενικής πυραμίδας στη βάση της οποίας στοιβάζονται, όπως φανερώνουν οι σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, πλήθος άλλα κειμενικά και εν γένει καλλιτεχνικά έργα. Ειδικότερα στον κειμενικό χώρο της υμνογραφικής παράδοσης μάς παραπέμπει η συχνή αποστροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τον Κύριο, δηλαδή τον Θεό. Σε ορισμένα από τα ποιήματα, ο λόγος ανατίθεται σε ποιητικά προσωπεία αντλημένα κυρίως από τη χριστολογική παράδοση: στον ίδιο τον Ιησού Χριστό και στη Μαρία Μαγδαληνή, αλλά και σε μια μάγισσα του Μεσαίωνα. Παρά ωστόσο την άντληση και τη δημιουργική αφομοίωση ρητορικών τρόπων, προσωπείων και εκφραστικών ιχνών από την εκκλησιαστική και την υμνογραφική παράδοση, ο Ζαφειρίου κάθε άλλο παρά γράφει ένα συνθετικό ποίημα εναρμονισμένο με τη χριστιανική αντίληψη περί του σώματος και της ψυχής. Θα έλεγα ότι πράττει ποιητικώ τω τρόπω ακριβώς το αντίθετο. Συνθέτει, δηλαδή, μια αντεστραμμένη θεολογία, όπου στη θέση της ψυχής τοποθετεί το σώμα και στη θέση του Θεού τον άνθρωπο· με άλλα λόγια, και σχηματοποιώντας, ο Ζαφειρίου εκκινεί από μια αφετηρία θεολογική για να καταλήξει σε ένα τέρμα ανθρωπολογικό. Τέλος, άλλα δύο καίρια στοιχεία αναγνώρισης του Σώματος λόγος ως ενός πολυεπίπεδου συνθετικού ποιήματος είναι η πολυτροπία του ύφους, καθώς μέρη με περισσότερο στοχαστικό βάθος ή και αφηγηματική διάσταση εναλλάσσονται με ενότητες, όπου πυκνώνει το λυρικό στοιχείο και ανεβαίνει η γλωσσική θερμοκρασία, και η ρυθμική αγωγή που συνέχει ολόκληρο το σύνθεμα, καθώς στο σύνολο του Σώματος λόγος ο ποιητικός λόγος οργανώνεται σταθερά επάνω στη ρυθμική αγωγή του τονικοσυλλαβικού ρυθμού και, συγκεκριμένα, με δύο σχήματά του: κυρίως τον ιαμβικό ρυθμό που πολύ συχνά εμφανίζεται με το σχήμα του δεκαπεντασύλλαβου, συνήθως σπασμένου στα ημιστίχιά του, και, δευτερευόντως, τους στίχους αναπαιστικού ρυθμού, με ποικίλο συλλαβικό μήκος.
Στο βιβλίο Χωρικά (2007) ο Ζαφειρίου συνεχίζει στη γραμμή μιας υπαρξιακής-φιλοσοφικής ποίησης, επεκτείνοντας αυτή τη φορά το πεδίο της αναζήτησής του στην έννοια του χώρου, όπως εξάλλου δηλώνει ο τίτλος του νέου αυτού συνθέματός του. Ο τίτλος, ωστόσο, λειτουργεί και μέσα από την τεχνική της αμφισημίας: δεν πρόκειται μόνο για ποιήματα που ευθέως αναφέρονται στη σχέση ανθρώπου και χώρου (βλ. τους στίχους «και ο χώρος υφαίνει το σχήμα του γύρω από εμάς, / μια κι εμείς είμαστε ο ίδιος ο χώρος», σ. 11), αλλά και για ποιήματα που παραπέμπουν κρυπτικά στο νοηματικό βάθος των λυρικών μερών μιας τραγωδίας, στα χορικά της. Ανατρέχοντας μέσα από τα ποιήματά του στις αντιλήψεις περί του χώρου, έτσι όπως αυτές αναπτύσσονται από την αρχαία ελληνική σκέψη, κυρίως τον Πλάτωνα, μέχρι τη σύγχρονη επιστήμη, ιδίως τη φυσική, ο Ζαφειρίου συνεχίζει να γράφει μια κατά βάθος ανθρωποκεντρική ποίηση, επειδή αυτό που τον απασχολεί είναι η αλληλενέργεια ανάμεσα στον άνθρωπο και τον χώρο. Δεδομένου, επίσης, ότι στην ανθρώπινη αντίληψη της πραγματικότητας ο χώρος συνδέεται στενά με τον χρόνο, οι χωρικοί στοχασμοί του Ζαφειρίου ανατέμνουν και τον χώρο και τον χρόνο, ανατρέχοντας, όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, σε έναν χωροχρόνο που διατρέχει μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Το συνθετικό σχέδιο που συνέχει τα ποιήματα των Χωρικών είναι εκείνο της αρχαίας τραγωδίας και ιδίως των λυρικών μερών της, όπως δείχνει η τιτλοφόρηση των ενοτήτων του βιβλίου με τις λέξεις «Πάροδος», «Στάσιμα» και «Έξοδος». Η συνθετική και συνάμα διακειμενική αυτή επιλογή φαίνεται να αποσκοπεί και στην υπόδειξη προς τον αναγνώστη ότι τα Χωρικά είναι ένα ακόμα ποιητικό ανάπτυγμα της παμπάλαιας και διαρκώς σύγχρονης υπαρξιακής περιπέτειας του ανθρώπου μέσα στον χώρο και τον χρόνο.
Το Ενοχικόν. Ο μονόλογος ενός δράστη (2010) είναι ένα ακόμα συνθετικό ποίημα, όπου αναμιγνύεται η ποιητική με την πεζόμορφη φόρμα. Το κείμενο διαιρείται σε 15 μέρη τιτλοφορημένα με λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών και αποφθεγματικών διατυπώσεων. Στο ποίημα διερευνάται η έννοια της ενοχής στις πολλές και ποικίλες εκδοχές της, με περισσότερο εμφανές σημείο διαλόγου γύρω από τη φύση της ενοχής τα λογοτεχνικά και ιδιωτικά γραπτά του Φρανς Κάφκα. Η έννοια της ενοχής οδηγεί σε μια πολυεπίπεδη αναζήτηση της ηθικής, πρωτίστως της ηθικής της ίδιας της ποιητικής γραφής. Ο Ζαφειρίου εδώ επινοεί το τέχνασμα της προσπάθειας για τη σύνταξη ενός χειρόγραφου κειμένου, που στην αρχή του ποιήματος φαίνεται ότι στο μεγαλύτερο μέρος του χάθηκε, ενώ στο τέλος του ποιήματος αποκαλύπτεται ότι ολόκληρο ενσωματώθηκε σε όσα αποσπασματικά μέρη του διαβάσαμε. Επίσης εξαρχής σκηνοθετείται στο Ενοχικόν, και μάλιστα με έντονη θεατρικότητα, ένας χώρος, ο χώρος του συγγραφικού υποκειμένου που βρίσκεται σε αναμέτρηση με τον περιβάλλοντα κόσμο, τα γεγονότα, την ιστορία, τα βιώματά του, τις σκέψεις του, όλα όσα οφείλει να μεταφέρει στον χώρο της γραφής. Στην πορεία του το ποίημα διαρκώς περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, προκειμένου να αναπαραστήσει τον αξεδιάλυτο δεσμό ανάμεσα στις διάφορες όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας και τη γραφή ως προσπάθεια αυτή η εμπειρία να αποκτήσει το βαθύτερο ανθρώπινο νόημά της, διασώζοντας, εάν αυτό είναι δυνατό, ό,τι μπορεί να διασωθεί. Γι’ αυτό και η δραματική αίσθηση της ζωής και της γραφής συνδυάζεται με την ειρωνεία. Αν και ο αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται ότι το εμπειρικό υλικό που θεματοποιείται στο Ενοχικόν, π.χ. ο θάνατος του πατέρα ή ένας χαμένος έρωτας, βιωμένος με έντονα ενοχικά αισθήματα, ανάγεται στην ατομική σφαίρα του συγγραφέα, είναι φανερό ότι αυτό που ενδιαφέρει τον Ζαφειρίου και παράλληλα λειτουργεί ως ηθικό αίτημα του ποιήματός του είναι η αποδέσμευση του βιωματικού υλικού από την ατομική περιοχή και η αναγωγή του σε μια κοινή και καθολική εμπειρική σφαίρα. Το τρίτο μέρος του Ενοχικού, «Guarda e passa», όπου περιγράφεται η επίσκεψη ενός άδηλου προσώπου στο στρατόπεδο εξόντωσης (και σήμερα μουσείο) του Άουσβιτς και καταγράφονται οι σκέψεις που αυτή η επίσκεψη γεννά, προλέγει το βιβλίο Προς τα πού.
Το βιβλίο Προς τα πού (Μια πολεμική ιστορία), μια καλαίσθητη έκδοση, με φωτογραφία στο εξώφυλλο από εικαστικό έργο του Σταύρου Παναγιωτάκη, έχει μια πολλαπλή καταγωγική σχέση με τα προηγούμενα βιβλία του Ζαφειρίου, αρχής γενομένης από την Άτροπο των ημερών. Πρώτο και κυριότερο στοιχείο αυτής της σχέσης είναι η συνθετική δόμηση του ποιήματος. Αποτελείται από πέντε ενότητες με τους εξής κατά σειρά τίτλους: «Η διαθήκη των μύθων», «Το ταξίδι του αίματος», «Το λιοντάρι της Δρέσδης», «Προς τα πού» και «Φάουστ». Καθεμιά από τις ενότητες περιλαμβάνει τρία ή τέσσερα αριθμημένα μέρη. Στις τρεις πρώτες ενότητες επιτάσσονται πληροφορίες αντλημένες από διάφορες πηγές, προσωπικές αναμνήσεις από ταξίδια, παραθέματα από ιστορικά κείμενα και ιστορικές μελέτες και ο σχολιασμός τους, σημειώσεις σχολιασμού του ίδιου του ποιήματος και κυρίως του στοχαστικού υπόβαθρού του. Για το σύνολο αυτών των επιτασσόμενων στις ενότητες σημειώσεων ο Ζαφειρίου μάς πληροφορεί στην πρώτη από τις τρεις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου: «Τα παραθέματα, οι σημειώσεις και οι σημειώσεις επί των σημειώσεων δεν αποσκοπούν στην κατανοητική εξυπηρέτηση του αναγνώστη, αλλά μάλλον τροφοδοτούν τις εσωτερικές αναγκαιότητες του κειμένου. Ωστόσο, ο τρόπος της χρήσης τους εναπόκειται στην αναγνωστική διάθεση και επιλογή» (σ. 67). Με άλλα λόγια, θα έλεγα ότι αυτό το ποικίλο και ετερόκλητο υλικό των επιτασσόμενων στις ενότητες σημειώσεων λειτουργεί είτε όπως οι γνωστοί μας στοχασμοί του Σολωμού στα ανολοκλήρωτα συνθέματα της ωριμότητάς του, δηλαδή ως οδηγίες εις εαυτόν σε μια διαδικασία ανατροφοδότησης του στοχασμού για το προς τα πού πάει το ποίημα, είτε ως υλικό φανέρωσης του ποιητικού εργαστηρίου και κυρίως στερέωσής του σε μια διευρυμένη πραγματολογική βάση. Η βάση αυτή ανάγεται ιδίως στον χώρο που δηλώνεται με τον σχολιαστικό υπότιτλο του βιβλίου: «Μια πολεμική ιστορία». Ο υπότιτλος υποδηλώνει επίσης ότι η ιστορική εξέλιξη δεν είναι παρά μια σειρά από πολέμους. Η ιστορία είναι ο πόλεμος. Συγκεκριμένα, η πολεμική ιστορία είναι, όπως μαθαίνουμε ιδίως από τις επιτασσόμενες στην πρώτη ενότητα σημειώσεις, κυρίως οι αλλεπάλληλοι συμμαχικοί βομβαρδισμοί, τον Φεβρουάριο του 1945, της γερμανικής πόλης Δρέσδης. Οι βομβαρδισμοί αυτοί προκάλεσαν την ολοσχερή καταστροφή της πόλης και τον θάνατο των κατοίκων της· οι νεκροί εκτιμώνται από το ελάχιστο των 60.000 μέχρι το μέγιστο των 250.000 ανθρώπων. Στις μαρτυρίες για τις συνέπειες των βομβαρδισμών περιλαμβάνεται και εκείνη σύμφωνα με την οποία ένα λιοντάρι, που δραπέτευσε από το ζωολογικό κήπο της πόλης και τριγυρνούσε ανάμεσα στα νεκρά ανθρώπινα σώματα, όταν κατάλαβε ότι ανάμεσά τους υπάρχει ένας άνθρωπος ακόμα ζωντανός ξάπλωσε δίπλα του κολλώντας μάλιστα επάνω του σφιχτά. Εκτός από την κεντρική αυτή πολεμική ιστορία μνημονεύονται, σε διάφορα σημεία είτε του κυρίως ποιήματος είτε των σημειώσεων, και άλλα συμβάντα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όπως η μάχη του Στάλινγκραντ ή δηλώσεις του Τσώρτσιλ και του Στάλιν. Επισημαίνω, επίσης, ότι, εκτός από τις επιτασσόμενες στις τρεις πρώτες ενότητες σημειώσεις, στο κυρίως σώμα των ποιημάτων όλων των ενοτήτων υπάρχουν 25 υποσελίδιες σημειώσεις στις οποίες είτε παρατίθενται οι παραπομπές σε πηγές-διακείμενα του ποιήματος, είτε σχολιάζονται με στοχαστικό-δοκιμιακό τρόπο σημεία του ποιητικού λόγου.
Σε μία από τις επιτασσόμενες σημειώσεις διαβάζουμε: «Αναρωτιέμαι αν η τόση αφαίρεση ωφελεί ή ζημιώνει. Η δυσκολία βρίσκεται στο προφανές και στην ηρωική αποφόρτιση της ποιητικότητας» (σ. 45-46). Ξεκινώ λοιπόν την αναφορά μου στο κυρίως ποίημα και στο ποιητικό ύφος του Ζαφειρίου από την αφαίρεση, επειδή την θεωρώ ως το περισσότερο καίριο και λειτουργικό στοιχείο του ποιήματος και του ποιητικού του ύφους. Όντως έτσι, με την αφαίρεση, και με δεδομένη την ιστορική πλαισίωση του συνθέματος από το γεγονός των βομβαρδισμών της Δρέσδης, αφενός αποφεύγεται το προφανές και αφετέρου επιτυγχάνεται η αποφόρτιση της ποιητικότητας. Κατά τη γνώμη μου, αποφόρτιση της ποιητικότητας εν προκειμένω σημαίνει την αναδιατύπωση του ερωτήματος για το ηθικό δικαίωμα ή την ηθική σκοπιμότητα της ποιητικής γραφής. Η περίφημη φράση του Τέοντορ Αντόρνο ότι «είναι βάρβαρο να γράφεις ποίηση μετά το Άουσβιτς» στοιχειώνει, από την εποχή της διατύπωσής της, κάθε ποιητή που στοχάζεται τα παρελθόντα και τα παρόντα του κόσμου μας με κάποια εμβέλεια, όπως ο Ζαφειρίου. Το ερώτημα της ηθικής σκοπιμότητας της ποίησης ύστερα από τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης, αλλά και ύστερα από τις γενοκτονίες, τις εθνοκαθάρσεις και τις πάσης φύσεως σφαγές που συνέβησαν από τότε μέχρι τις μέρες μας, ο Ζαφειρίου το θέτει, επιλέγοντας ως βασικό διακείμενο του συνθέματός του την περίφημη τραγωδία του Γκαίτε, Φάουστ, αλλά και αναπτύσσοντας γύρω από αυτό το βασικό διακείμενο ένα ευρύ δίκτυο άλλων διακειμένων, λογοτεχνικών και ευρύτερα καλλιτεχνικών αλλά και μη καλλιτεχνικών, όπως το δράμα Δόκτωρ Φάουστους του Κρίστοφερ Μάρλοου, το μυθιστόρημα Μεφίστο (1936) του Κλάους Μάν, η ομώνυμη ταινία-κινηματογραφική διασκευή του Μεφίστο από τον Ίστβαν Ζάμπο (1982), η νιτσεϊκή θεωρία του υπερανθρώπου, η ιστορικοφιλοσοφική μελέτη του Όσβαλντ Σπένγκλερ, Η παρακμή της Δύσης (1918 και 1922), και άλλα.
Το Προς τα πού, λοιπόν, είναι μια ερωτηματική κατάφαση που υποδηλώνει ότι η (πολεμική) ιστορία είναι το αναπόδραστο παρόν μας και το προδιαγεγραμμένο μέλλον μας. Το ποίημα ανατρέχει και θεμελιώνεται στο ιστορικό και λογοτεχνικό παρελθόν, αλλά η θεμελίωση και η αναδρομή γίνονται προκειμένου να αναζητηθούν οι ρίζες του παρόντος μας και κατά κάποιο τρόπο αυτό να φωτιστεί ή να κατανοηθεί, εάν αυτό είναι πλέον δυνατόν, μέσα από μια έξω από τόπο και χρόνο στοχαστική θεώρηση του δυτικού ανθρώπου ως ενός βαθιά αυτοκαταστροφικού όντος, ενός όντος που σέρνεται πίσω από το άρμα της ιστορίας που αλέθει το σώμα του, σωρεύοντας σωρούς πτωμάτων. Αν διαβάζω σωστά το βιβλίο του Ζαφειρίου, αυτό που κάνει η ποίηση, μετά το Άουσβιτς και μετά τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης, είναι να υψώνει επάνω στον σωρό των πτωμάτων το λεκτικό σώμα ενός εξαγνιστικού αγγέλου μνήμης, που βέβαια είναι εντελώς αδύναμος να αλλάξει τη ροή της ιστορίας προς την καταστροφή. Έτσι οι μεταμορφώσεις του Φάουστ και οι βομβαρδισμοί της Δρέσδης επιλέγονται ως το κύριο διακειμενικό και ιστορικό πλαίσιο αντιστοίχως για να στερεωθεί ένα βαθιά αναστοχαστικό και σκεπτικιστικό ποίημα γύρω από το ερώτημα από πού έρχεται και προς τα πού τείνει ο δυτικός άνθρωπος, από την εποχή του διαφωτισμού και του ορθού λόγου μέχρι τις μέρες μας, συγκρουόμενος διαρκώς με τη σφοδρή επιθυμία του για δύναμη και αναλώνοντας μέχρι εξαντλήσεως, για να το πω έτσι, το ζωικό και το πνευματικό του κεφάλαιο. Σε διάφορα σημεία του κυρίως ποιήματος και των σημειώσεων ο Ζαφειρίου αναπτύσσει τον προβληματισμό του για το πόσο πολύ η δυτική φιλοσοφική παράδοση αλλοίωσε βασικές έννοιες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους της φιλοσοφικής σκέψης από την κυκλική αντίληψη του γίγνεσθαι στην αντίληψη της εξέλιξης ή της προόδου προς ένα διαρκές εμπρός. Όπως γράφει ο Ζαφειρίου σε μία από τις επιτασσόμενες σημειώσεις του, οι βομβαρδισμοί της Δρέσδης είναι «το ιστορικό αποτύπωμα της τόσο κακοποιημένης νιτσεϊκής βούλησης για δύναμη, το ίδιο ακριβώς που άφησαν και οι ναζί με τα δικά τους εγκλήματα, αυτό που καθορίζει εντέλει ολόκληρη τη δυτική λογική» (σ. 20). Σχολιάζοντας τη γένεση του φασισμού και τις αιτίες που τον συντηρούν στις δυτικές κοινωνίες, και στη δική μας, με το πολιτικό μόρφωμα της «Χρυσής αυγής», ο Ζαφειρίου συντάσσει και ένα βαθιά πολιτικό ποιητικό σχόλιο. Θα έλεγα ότι εντέλει στο Προς τα πού η ποίηση, ανατρέχοντας στο αποτροπιαστικό παρελθόν του δυτικού ανθρώπου, γίνεται μια μηδενιστική θεώρηση του παρόντος μας και μια βαθιά λυπημένη προφητεία ενός προδιαγεγραμμένα καταστροφικού μέλλοντος-τέλους, τόσο προδιαγεγραμμένου που ακυρώνει την προφητεία. Ή, αλλιώς, γίνεται μια ελεγεία της πτώσης του ανθρώπου από τον θρόνο στον οποίο ανέβηκε αφού πρώτα γκρέμισε το είδωλο του θεού και αναμετρήθηκε με τον διάβολο, με άλλα λόγια τον ίδιο του τον εαυτό, δίχως την σκεύη και την ασπίδα της μεταφυσικής πίστης ή του μεταφυσικού φόβου. Αν αυτό είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του δυτικού ανθρώπου, ποιο είναι το προς τα πού της ποίησης; Η δική μου απάντηση, κρίνοντας με βάση και την υψηλή αισθητική αξία του βιβλίου του Ζαφειρίου, είναι ότι η ποίηση θα συνεχίσει να γράφεται επάνω στον σωρό των πτωμάτων, μέχρι να μην μείνει κανείς ζωντανός να γράψει και κανείς ζωντανός να διαβάσει την ελεγεία του οριστικού τέλους.

ΕΝΟΧΙΚΟΝ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΙΟΥ

«Ποιητική», τεύχος 17, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2016
Η ενοχή της ύπαρξης και η ποινή της γραφής: μια καταστατική συνθήκη στην ποιητική ανθρωπολογία του Σταύρου Ζαφειρίου
Ίσως να υπάρχει κάτι ακόμη να ειπωθεί. Μα
μου ξεφεύγει. Και μου ξεφεύγει, σκέφτομαι,
επειδή καμία λέξη δεν μπορεί να σπρώξει
ώς την κορφή της την ανάγκη
(Σταύρος Ζαφειρίου, , 2010)
Η ρητά καφκικής καταγωγής ποιητική σύλληψη του Σταύρου Ζαφειρίου Ενοχικόν (Ο μονόλογος ενός δράστη) (2010), αποτελεί από πολλές πλευρές την απαρχή μιας ποιητικής κορύφωσης που συνεχίζεται επιτυχώς και στις δύο επόμενες συλλογές του Προς τα πού (2012) και Δύσκολο (2014): ως προς τη μορφή, το βιβλίο συνιστά μια υβριδική ποιητική σύνθεση η οποία δοκιμάζει, και με τις δύο έννοιες, τα όρια των ειδών· ως προς τη θεματική διευρύνει, αλλά και συνοψίζει και συνθέτει θέματα που έχουν απασχολήσει τον ποιητή σε προηγούμενες συλλογές του: την ενοχή της ύπαρξης, τη διερεύνηση της γραφής ως επικύρωση του υπάρχειν, τη χαρτογράφηση της καταστατικής συνθήκης του ανθρώπου, τις ορίζουσες της ανθρωπινότητας, το μη νόημα της σεξουαλικής πράξης, την ταυτότητα του όντος, με όλα τα επιμέρους μοτίβα που συνέχουν την ιδιαίτερη ανθρωπολογία του: τα αδέσποτα, τον λύκο, την Ιστορία και τις ιστορίες, τα σύνορα, τη φθορά, τον θάνατο, τη γραφή· ως προς τη βασική ποιητική μέθοδο, η κατασκευή προσωπείων, που αποτέλεσε την κατεξοχήν ποιητική τεχνική στη συλλογή Η δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά (1992), εδώ πυκνώνει σε ένα πρωτεϊκό ποιητικό υποκείμενο, τον «δράστη», που με τον μονόλογό του κατευθύνει τον γνωσιοθεωρητικό προσανατολισμό κάθε μιας από τις δεκαπέντε ενότητες.
Παράλληλα, η βιωματική διάσταση του ποιητικού λόγου, που κυριαρχούσε στις πρώτες συλλογές του και ιδίως στο Ευλύγιστο πέλμα (1983) έως και τα Κατοικίδια (1997), με ήδη από τότε γόνιμες εξακτινώσεις στη φιλοσοφική θεώρηση της ανθρώπινης συνθήκης –παρά τη συμβατή με την ηλικία έξαψη της συνάντησης με τον Άλλο, ιδίως τον ερωτικό Άλλο, και τη συνακόλουθα ανήσυχη ρητορική–, δεν εγκαταλείπεται τελείως, αλλά μέσα από μια πολύτροπη και πολύσημη γλώσσα αναπτύσσεται ένας λόγος βαθειά ριζωμένος στην ιδιοσυστασία της φυλής του ανθρώπου. Ακόμη, η εξαρχής διακριτή και σε μεγάλο ποσοστό ρητή, μέσω των σημειώσεων του ίδιου, διακειμενική σύσταση του ποιητικού του λόγου, εδώ γίνεται ο συνταγματικός άξονας της γραφής και η αυτοαναφορική διάσταση της ποιητικής γλώσσας υποστασιώνει οργανικά την ποιητική ύλη. Τέλος, η θεατρικότητα που συχνά διέπει την ποιητική του, εδώ παίρνει τη μορφή της σκηνικής διευθέτησης του χωροχρόνου και της αυτοσκηνοθέτησης: το ποιητικό υποκείμενο σκηνοθετεί τον εαυτό του, ξεκινώντας με το παράδοξο της ανάγνωσης ενός χαμένου χειρογράφου ή μάλλον κάποιων εκτυπωμένων σελίδων Α4 που ανεξήγητα έπαψαν να βρίσκονται στην κατοχή του, σ’ έναν απροσδιόριστο χρόνο όπου εμπεριέχεται και η διαδικασία της γραφής τους.
Στη συνέχεια ξετυλίγεται με επιμονή και συνέπεια ως προς τους συμβολισμούς και τις αλληγορικές εκβολές του λόγου, ο προβληματισμός που ενοικεί στο χαμένο χειρόγραφο, εκ προοιμίου ακυρωμένος αφού κατά τον συντάκτη του δεν μπορεί να ενδιαφέρει κανέναν ένα κείμενο όπου «δεν συντελείται το παραμικρό». Μέσα σε μια καφκική ατμόσφαιρα ασφυκτικού εγκλεισμού, σε αόριστο χωροχρόνο ο οποίος περιγράφεται επιμελώς για να ακυρωθεί μέσα από τον διαχρονικό οντολογικό προβληματισμό που ακολουθεί, το ποιητικό υποκείμενο θα ορίσει εξαρχής τη διακειμενική του σταθερά, τα Μπλε Τετράδια του Κάφκα, ένα οδοιπορικό ανθρωπογνωσίας και αυτογνωσίας, και την Αποικία των τιμωρημένων, έργο γραμμένο ακριβώς πριν από έναν αιώνα, μια ανατομία των εννοιών της ενοχής, της τιμωρίας, της εξουσίας και κάθε μορφής ολοκληρωτισμού, εννοιών που διατρέχουν και την ποιητική σύνθεση του Ζαφειρίου.
Σε μια δυστοπία όπου κυριαρχεί η καταστροφή, το ποιητικό υποκείμενο χαρτογραφεί τον αφανισμό του παλιού κόσμου, τη συντελεσμένη ήττα του επόμενου κόσμου, και φυσικά την Πτώση του ανθρώπου «στους αμείλικτους καιρούς», διερευνώντας τη φυσιολογία τού πριν και τού μετά, από την αθωότητα του λύκου στην ενοχή της αυτοσυνειδησίας και της γλώσσας. Η «υποτιμημένη επιτάχυνση μιας προδιαγεγραμμένης εντροπίας», οι «στρατιές των ψευδαισθήσεων» που «περνούν τα σύνορα», οι «ανύποπτοι σκλάβοι» που «βαδίζουν μέσα στις ενέδρες» αποτελούν εκβολή ενός διαρκώς αυτοαναιρούμενου ποιητικού υποκειμένου που απορεί, με τη διπλή σημασία της λέξης (διαλογίζεται και συγχρόνως επιδεικνύει το αδιέξοδο του διαλογισμού του πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη). Εντεταλμένη να στοιχειοθετήσει την πλάνη της αλλά και να ενορχηστρώσει την παρανάγνωση της πλάνης, να επιτελέσει την ποιητική γραφή αποκαλύπτοντας τους αρμούς της, η ποιητική περσόνα που κατασκευάζει ο Ζαφειρίου κατάγεται από τον γερμανικό ρομαντισμό, αφού το βασικότερο καταγωγικό της συστατικό είναι η ειρωνεία, η οποία διαποτίζει ποικιλοτρόπως όλο το κείμενο αλλά και προεξαγγέλλεται ήδη με την ασύμβατη ομαδοποίηση μιας εγγραφής του Κάφκα στα Ημερολόγιά του, η οποία χρησιμεύει ως επιγραφή της συλλογής: «Η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσσία. Το απόγευμα κολυμβητήριο».
Ανήμπορο να «εναντιωθεί στο διαρκώς και πιο ακατανόητο», το ποιητικό υποκείμενο επανέρχεται μέσα από μια σπειροειδή κίνηση συλλογισμών, από το συγκεκριμένο προς το γενικό, από την τραγωδία του Άουσβιτς στην καμένη σάρκα της Ιστορίας, από την παρατήρηση του Άλλου στην αυτοέκθεση, από την άρνηση της έμπνευσης, στην καταγωγική ανίχνευση του λόγου της τέχνης ως εσκεμμένου ψεύδους που προστατεύει από την αλήθεια, από τη ρεαλιστική απεικόνιση στην αλληγορική μεταποίηση των εικόνων, από την καταδηλωτική λειτουργία της γλώσσας στην μεταγλωσσική της περιδίνηση. Χαρτογράφηση της ανθρώπινης εμπειρίας ως βιωμένου λόγου και συνάμα δοκίμιο πάνω στον λόγο ως απόδειξη της ανθρώπινης εμπειρίας, το Ενοχικόν καταδεικνύει την ειρωνική του υπόσταση ήδη από την πρώτη σημείωση με την οποία σημαίνεται η αυθαιρεσία του τίτλου και νομιμοποιείται η αποκλίνουσα ερμηνεία του: «Παρά την επισήμανση φίλων νομικών, ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης –πολύ δε περισσότερο ως συναίσθημα–, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επί πλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.» Εξίσου ειρωνικοί οι τίτλοι των δεκαπέντε ενοτήτων, λατινικές φράσεις με γνωμική ισχύ, όπως ο ίδιος πληροφορεί τον αναγνώστη, οι οποίες ανάγονται σε ένα μεγάλο φάσμα κειμένων, επισχολιάζουν ειρωνικά το περιεχόμενο της ενότητας που επιστέφουν.
Η ειρωνική αυτοέκθεση της ποιητικής δυστοκίας μέσω της υπονόμευσης της μεταφυσικής ερμηνευτικής στο πέμπτο κεφάλαιο που επιγράφεται «ita res est» («Έτσι έχει το πράγμα») –φράση που επανέρχεται σε μεσαιωνικά λατινικά σχόλια των Μεταφυσικών του Αριστοτέλη–, ύστερα από αλλεπάλληλο ομόλογο και ομόκεντρο στοχασμό και αναστοχασμό της συγγραφής του χειρογράφου καταλήγει στο παρακάτω αυτοαναφορικό σχόλιο, μιας ακραία ειρωνικής γλώσσας: «Ό,τι προείχε στις συνθήκες που διαμόρφωνε η παρούσα δυνητική συγκυρία, ήταν η εκ του ασφαλούς επαναδιαπραγμάτευση του αρχικού μου μύθου, του αρχικού μου θέματος, μία εκ νέου διευθέτηση του χαρίεντος χώρου των αντιφάσεων και παραδοξοτήτων, έτσι ώστε όλα να στοιχηθούν επιτέλους στην τάξη της κοινής παραδοχής, με όρους πλέον μιας μητροπολιτικής διαλεκτικής, απαλλαγμένης από τ’ αδίκαστα εγκλήματα, τα σκάνδαλα και τις παρανοήσεις της άποικης γλώσσας». Παραιτημένο από την μάταιη προσπάθεια ελέγχου «κάθε είδους χρονικής προβολής αιτίας και αποτελέσματος, πάνω στην οποία θα στήριζε το θέμα του και την ανάπτυξή του», το ποιητικό εγώ αναδιευθετεί τα υλικά του, δηλαδή τις αυτοαναφορικές του διερωτήσεις και τις βιωματικές του αφορμήσεις, θέτοντας ξανά με νέο τρόπο τα οντολογικά του ερωτήματα για την πολλαπλή ενοχή τού όντος μέσα από δύο διευρυμένες μεταφορές: των αδέσποτων και του λύκου. Τα πρώτα επανέρχονται ως σύμβολο σοφίας αφού «πάντα γνωρίζουν πως ο δρόμος έχει την κατεύθυνση εκείνη που ο ίδιος του δίνεις» αντίθετα με τους ανθρώπους που «αν και γνωρίζουν τον ακριβή τους προορισμό, αν και ήδη από τη στιγμή που κόβεται ο ομφάλιος λώρος τους βρίσκονται αναπόδραστα στη διαδρομή προς τον ακριβή τους προορισμό, προσπαθούν με τους πιο ένοχους και ανακόλουθους τρόπους να διαταράξουν αυτή την πορεία, προσπαθούν εντελώς τραγικά και αδιανόητα, ή και ανόητα πολλές φορές, και μάλιστα το προσπαθούν σε όλη τους τη ζωή, να λοξοδρομούν απ’ αυτή την πορεία». Ο λύκος αποτελεί κομβική έννοια όχι μόνο στο έκτο κεφάλαιο της συλλογής, που επιγράφεται «homo homini lupus» («ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος»), κατά τη γνωστή ρήση του Άγγλου φιλοσόφου Τόμας Χομπς, αλλά και στο ένατο κεφάλαιο, όπου εξελίσσεται σε ευρηματική μεταμόρφωση της ποιητικής περσόνας. Όπως είναι γνωστό, κατά τη φροϋδική αντίληψη, ο άνθρωπος καταδικασμένος να παράγει πολιτισμό, πρέπει να εγκαταλείψει την αυθεντικότητα του λύκου και να εξημερωθεί, δηλαδή να γίνει γλώσσα και συνείδηση. Στο Ενοχικόν ο λύκος γίνεται μια πολύσημη μεταφορά, υπερβαίνοντας τις συνήθεις σημάνσεις του ως συμβόλου του ορμέμφυτου και του ενστίκτου.
Μέσα από οριακούς εννοιολογικούς διασκελισμούς και με καλά χορδισμένη ρητορική ο Ζαφειρίου ενορχηστρώνει μια ποιητική μεταγλώσσα δύστροπη, απαιτητική, κάποτε παράδοξη, διερευνώντας την καταγωγική σύσταση της ανθρώπινης φύσης, φύσης εν φύσει, κλεισμένης «στον κλοιό της ματαιότητάς της». Συνεχίζοντας με εμμονή την πορεία διερεύνησης του οντολογικού προβληματισμού του Κάφκα περί ενοχής, στο έβδομο κεφάλαιο που αυτοσαρκαστικά επιγράφεται «difficiles nugae» («δύσκολες φλυαρίες»), φράση από επίγραμμα του Μαρτιάλη, ο ποιητής συνδέει αριστοτεχνικά και στη σωστή δοσολογία τη φροϋδική σκέψη που υποστασιώνει το μοντέλο για το ένστικτο της καταστροφής με την καφκική οντολογία και με την Αποκάλυψη του Ιωάννη, για να μετατρέψει μέσα στη δική του κοσμολογία τον θύτη σε θήραμα και να δείξει πως «η ενοχή δεν υφίσταται ως μια αλληγορική –κατ’ ουσίαν άνομη και ανήθικη– πράξη τούτης της φύσης απέναντι στους άλλους ή και στον ίδιο της τον εαυτό, αλλά ως μια πράξη βιολογικά καταγωγική, φωτισμένη από όλους τους προβολείς του ανθρώπινου δράματος και υποταγμένης στους εικότες νόμους της ανάγκης». Γίνεται έτσι η καφκική τακτική μια ιδιοφυής πρακτική που φωτίζει «τη στρεβλή και ατελή ηθική σχέση της ενοχής με τον άνθρωπο και του ανθρώπου με την ίδια τη φυσική ανθρώπινη εμπειρία». Και η ποιητική γραφή μετατρέπεται στη μοναδική εφικτή, λυτρωτική και συνάμα σαρκοβόρα ποινή της καταγωγικής ενοχής του ανθρώπου. Στο απέραντο θέατρο του κόσμου, ο μονόλογος του δράστη ηχεί σαν μια απεγνωσμένη προσπάθεια ανασύστασης της πρωτογενούς φύσης του ανθρώπου, πριν χάσει το νήμα στον λαβύρινθο των μύθων: «Είμαι ο λύκος. / Αυτός που η όψη του μουδιάζει τις καρδιές σας, / αυτός που πνίγει τα νεογέννητα του ύπνου σας. […] Το δέρμα μου ανοίγει καταπάνω σας σαν φως! / Όταν μου λείπει τους χειμώνες η τροφή / αναζητώ τα μονοπάτια μου που χάθηκαν στις πόλεις. / Όχι ασφαλώς στις εργάσιμες ώρες σας / ούτε με την πασίγνωστη στολή του εαυτού μου. / Φορώ κουρέλια και σκουφί σαν πολυμήχανος / ομοιώνομαι τον ναυαγό / που αντίκρισε τη γη των λωτοφάγων.»
Το ανέφικτο της συνάντησης με τον Άλλο, η ιστορία ως ατομικό αδιέξοδο βίωμα και ως καταστροφική συλλογική συνθήκη, ως εξαθλιωτική διαδρομή «στον επηρμένο ωκεανό της ουτοπίας», υποστασιώνουν μιαν αφήγηση όπου εναλλάσσεται ο δοκιμιακός στοχασμός πάνω σε θέματα οντολογικά, η αυτοαναφορική διερεύνηση της συγγραφικής πράξης του συγκεκριμένου κειμένου και σπαράγματα ποιητικού λόγου με υπονομευμένες τις προϋποθέσεις του λυρισμού. Οριακή υπονόμευση αυτών των προϋποθέσεων συνιστά το ενδέκατο κεφάλαιο με τίτλο «dehemur morti nostraque» («χρωστούμεθα στον θάνατο και μεις και τα δικά μας»), φράση από την Ποιητική Τέχνη του Οράτιου, όπου το γεγονός και η διαδικασία του θανάτου περιγράφονται με όρους ρεαλιστικούς δίχως ίχνος ελεγειακής αποδρομής. Η κορύφωση του δράματος και συνάμα το απόγειο της ειρωνείας έγκειται στον αυτοαναφορικό προβληματισμό του δέκατου τρίτου κεφαλαίου με τίτλο «me adsum qui feci» («ο δράστης είμαι εγώ»), όπου το ποιητικό εγώ ανατέμνει τη βάσανο της γραφής καταρρίπτοντας τις θεωρητικές της προϋποθέσεις και συμβάσεις: «σε αυτό ακριβώς το σημείο κολλάω θέλοντας ν’ αποφύγω λέξεις κακές όπως: πρόσληψη, κατανόηση, προσδοκία, πρόθεση, ερμηνεία, ανταπόκριση και, ωστόσο, μην έχοντας άλλες· σε αυτό ακριβώς το σημείο σπαταλάω τον χρόνο μου, μέχρι που παίρνω επιτέλους την απόφαση να εγκαταλείψω ηττημένος τον αγώνα, ν’ αφήσω τα πάντα έτσι όπως είναι, στη θέση τους, κι ας μοιραστώ το κρίμα μου με όλους εκείνους που έχουνε στοιχειώσει μ’ ἐνοχές ό,τι υπάρχει τάχα ή δεν υπάρχει εντός κειμένου ή με όλα εκείνα που με έχουν ταλανίσει από τα πρώτα μου κιόλας κεφάλαια, από τις πρώτες μου κιόλας γραμμές, εκείνα που ολοένα και προστίθενται στη γενικότερη ανασφάλειά μου ως ατόμου, αλλά και στην, εν μέρει εσκεμμένη, εν μέρει εκ των ενόντων επιβεβλημένη, απουσία κεντρικού μύθου και πλοκής, ολοκληρωμένων ανθρώπινων χαρακτήρων και των διαλογικών συγκρούσεών τους». Παγιδευμένος στους δαιδάλους της σκέψης και του λόγου, στις «παραγράφους του θανάτου», ο «δράστης» ψάχνει να συλλάβει μια ένοχη ιδέα και κατόπιν να επινοήσει μια ένοχη πράξη για να καταστεῖ δυνατή η λυτρωτική τιμωρία, δηλαδή η πράξη της γραφής. Έχοντας αποκηρύξει «την έμπνευση και τα επακόλουθά της» βρίσκεται υποχρεωμένος «να περιορίσει την έρευνα για την ένοχη πράξη του σ’ αυτά τα συγκεκριμένα πεδία της εμπειρίας και της αντίληψής του». Η επόμενη, συντομότερη όλων, αιφνιδιαστική δέκατη τέταρτη ενότητα με τίτλο «res, non verba» («Έργα, όχι λόγια»), αποτυπώνει την παραπάνω διαδικασία: η εμπειρία μεγεθύνεται και επιβάλλει ειρωνικά μια διπλή εκδοχή της ενοχής, με την εισβολή του αποστασιοποιημένου, δημοσιογραφικού, αδιάφορου, παρά το επαχθές σημαινόμενο, λόγου: «Φρίκη στους δρόμους. Άγνωστοι εξόντωσαν τα αδέσποτα της πόλης». Το τελευταίο κεφάλαιο που επιστέφεται με τη φράση «finis coronat opus» («το τέλος κρίνει το έργο») από τον Εκκλησιαστή, αποτελεί το ειρωνικό κρεσέντο της ποιητικής διαδρομής, όπου το συγγραφικό εγώ επανέρχεται στην ποινή της γραφής, στο χαμένο χειρόγραφο, στο σπάραγμα γραφής που τελικά δεν χάθηκε, αφού ενδεχομένως ενσωματώθηκε στα συμφραζόμενά του, στο μεγάλο βιβλίο του Κόσμου.
Πιστός στη μεταμοντέρνα συνθήκη, αλλά ανένταχτος, αταξινόμητος, καθηλωτικός και παράδοξος ο ποιητικός λόγος του Ζαφειρίου αποτίει φόρο τιμής στον γερμανικό ρομαντισμό και σε όλη την υποκείμενη φιλοσοφία που προηγήθηκε, η οποία ανήγαγε το «παιχνίδι», δηλαδή τη δημιουργία, σε μοναδικό όπλο ενάντια στην καταγωγικά αντίδικη μοίρα του ανθρώπου. Ενσωματώνοντας δυναμικά, που σημαίνει όχι ως βοηθητικό υλικό αλλά ως δομικούς αρμούς του προβληματισμού του, αρχαία φιλοσοφία, βιβλικά κείμενα, ευρωπαϊκή λογοτεχνία στον λόγο του ο Ζαφειρίου αποθεώνει τη διαλεκτική ως διαδικασία ύπαρξης και το μη νόημα ως συνθήκη συμβατή προς την ανθρώπινη φύση. Με αυστηρή οργάνωση και αρχιτεκτονική, μέσα από έναν δήθεν «της γλώσσας αγώνα άγονο», η ποιητική σύνθεση Ενοχικόν καθιστά τον αναγνώστη συνένοχο της κατανόησης. Μιας κατανόησης που κατακτάται αλλά και διαφεύγει ή, ακόμη, υπεκφεύγει ώς το ανοιχτό τέλος με την ευρηματική τριπλή εκβολή του, όπου διαθλάται η πολλαπλότητα όχι μόνο της διαθεσιμότητας του κειμένου αλλά και της πρόσληψής του μέσα από αυτοαναφορικά σχόλια του ποιητικού εγώ, όπως το παρακάτω: «Ό,τι και να ασπαστώ θα είναι αλήθεια. Σαν αντιθέσεις που η φιλάρεσκη ενοχή του τις μετέτρεψε σε παραπληρωματικές της συζυγίες. Ή σαν τον χρόνο που αχαλίνωτος εισβάλλει από παντού, παραβιάζοντας το πριν, το τώρα και το θα του».

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ

Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 4-12-2010
Η ποίηση και ο πεζός λόγος συνυπάρχουν στις σελίδες του τελευταίου ποιητικού βιβλίου του Σταύρου Ζαφειρίου. Ο τίτλος Ενοχικόν έχει σχέση με τη διερεύνηση της έννοιας της ενοχής, σε πολλές από τις διαστάσεις της, από τον ποιητή. Ενοχή για όσα κάναμε και συγκρούονταν με το ηθικό πλαίσιο στο οποίο είχαμε ανατραφεί, ενοχή για όσα σκεφτήκαμε, αλλά δεν πραγμαοποιήσαμε, ενοχή γιατί δεν μιλήσαμε όταν έπρεπε, ενοχή των άλλων απέναντί μας ή απέναντι στην ανθρωπότητα. Ο Κάφκα και ο Μπέρχαρντ βρίσκονται δίπλα μας σ’ αυτή την αναζήτηση, θυμίζοντάς μας διαρκώς ότι οι απαντήσεις ίσως και να μην υπάρχουν, ότι όσα θεωρούμε απαντήσεις ίσως και να αποτελούν διαφορετικά διατυπωμένες εκδοχές των ερωτημάτων […]
Ο ποιητής-αφηγητής μιλά για την προσπάθειά του να συντάξει ένα κείμε-νο. Με αυτή την αφορμή μοιράζεται με τον αναγνώστη τις σκέψεις και τις ιδέες του για τη γραφή, για την ιστορία, για τον θάνατο, για τις υπαρξιακές προεκτάσεις των καθημερινών πράξεων. Στην πορεία διαπιστώνει ότι γραφή και άνθρωπος, γραφή και εσωτερικός κόσμος συνδέονται με ισχυρότατο δεσμό […]
Καλύτερο ξεκίνημα για μια τέτοια αναζήτηση είναι πάντα το βίωμα, ανεξάρτητα από το πώς το εννοεί ο καθένας. Άλλοι θέλουν να το περιορίζουν εννοιολογικά στις επιφανειακές εμπειρίες, ενώ για άλλους βίωμα είναι η σε βάθος ενασχόληση, η πάλη με τις λέξεις και τις σκέψεις, η εσωτερίκευση όσων συμβαίνουν στο ευρύτερο περιβάλλον μας. Όμως, τα προσωπικά βιώματα και οι μικρές στιγμές του καθενός αποκτούν σημασία μόνον όταν συνδέονται με τα βιώματα, τους φόβους, την αγωνία και τα συναισθήματα των άλλων, ακόμη και αν φαινομενικά οι ζωές τους, ή και τα ίδια τα βιώματα, διαφέρουν. Ο ευαίσθητος πολιτικά άνθρωπος της εποχής μας θα αντιληφθεί κάποια στιγμή ότι το Ολοκαύτωμα ή οι σφαγές αμάχων ή οι οικολογικές καταστροφές αποτελούν παγκόσμιο βίωμα και μας αφορούν όλους. Το ποίημα που αναφέρεται στο Άουσβιτς δεν αφορά απλώς μια επίσκεψη του ποιητή στον μακάβριο αυτό χώρο, αλλά μια παγκόσμια εμπειρία. Κάθε ποίημα που αναφέρεται στο Άουσβιτς μας αφορά όλους.
[…]
ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ
ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, Τεύχος 90, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010
Στην πορεία που εγκαινίασε ο Σώματος Λόγος, το 2004, και επικύρωσαν τα Χωρικά, το 2007, το νέο σύνθεμα του Σταύρου Ζαφειρίου, Ενοχικόν, είναι ένα έργο στην ουσία του ηθικό, που πραγματεύεται τόσο το ζήτημα του γεγονότος, στις ιστορίες και την Ιστορία, όσο και εκείνο της αναπαράστασής του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος, πιο έντονα και δηλωμένα θεατρικός από ποτέ: από την αρχή του ποιήματος, με το οξύμωρο της ανάγνωσης ενός χαμένου χειρογράφου, ο ποιητής – αφηγητής κινείται σε έναν σκηνικό χώρο, σε μια mise en espace καλύτερα, μια στοιχειώδη σκηνοθεσία που στηρίζεται καταρχήν στις στερεοτυπικές εικόνες του καλλιτέχνη, τα «απαραίτητα» όπως τα ονομάζει: «το ανοιχτό παράθυρο, ο υπολογιστής, ένα σταχτοδοχείο». Η συνέχεια συνδέει άμεσα και απευθείας το ποίημα με τα Χωρικά, φέρνοντας εξαρχής το μύθο, το εικός και το αναγκαίο στο προσκήνιο: «και όσα προκύψουν φυσικά σαν αναγκαία μέσα από το κείμενο». Το κείμενο που μιλάει για το κείμενο, το οποίο θέλει να μιλήσει για τον κόσμο […]
Η πρώτη σελίδα της πρώτης ενότητας με τον χαρακτηριστικό τίτλο «corpus delicti», το σώμα του εγκλήματος, δεν παρουσιάζει απλώς το σκηνικό, αλλά θέτει και το θέμα του ποιήματος: τον αγώνα ανάμεσα στον αναγνώστη και στο κείμενο και ανάμεσα στο κείμενο με τον εαυτό του, που είναι συνέχεια της σύγκρουσής του με τον κόσμο. Από τη μια μεριά, ο κόσμος Ως θέατρο του γεγονότος· από την άλλη, οι εκτυπωμένες, χαμένες σελίδες. Από τη μια ο ηττημένος επόμενος κόσμος και οι αμείλικτου καιροί· από την άλλη η εντροπία που περιγράφεται με έναν αναδιπλασιασμό της βίας, στο φυσικό κόσμο και σε εκείνον των ιδεών. Από τη μια η φοβερή εποχή του Ρεμπώ και από την άλλη η ρητή αναφορά στον Κάφκα, τα Ημερολόγιά του και στον Ντεμπυσσύ.
Το διακύβευμα είναι η κατάκτηση, με όρους αναπόφευκτα πολεμικούς, του νοήματος, της ύπαρξης και της ανθρωπινότητας, ένα νόημα που δεν αποκαλύπτεται με την εικόνα που καθηλώνει η φωτογραφία: η εικόνα του ανθρώπου που φωτογραφίζει, επαναληπτικά, τους τόπους στο Άουσβιτς αντιπαρατίθεται στους στίχους του Τσέλαν, στα λόγια του Πρίμο Λέβι και του Ρομπέρ Αντέλμ […]
Ο Ζαφειρίου περιγράφει το κείμενο ως τόπο, ως χώρο ανέφικτο, όπου η λέξη (mot) αντιπαλεύει –ή μάλλον επιδιώκει να καταφέρει να αντιπαλέψει– τον θάνατο (mort), να τον εξημερώσει. Αλλά ο θάνατος δεν περιγράφεται και δεν ονομάζεται, όπως και η ζωή και η ανθρωπινότητα η ίδια και η ζωική συνιστώσα της ανθρωπινότητας αυτής: τα αδέσποτα, επαναλαμβανόμενο μοτίβο και μοιραία θύματα του περάσματος στην πράξη, πάντα στο πλαίσιο της αναζήτησης του νοήματος, αναφέρονται τόσο στον ίδιο τον άνθρωπο και στην ερημιά του μέσα στον κόσμο, όσο και στη γραφή, που μιλά για τα πράγματα μόνο όταν ξεπερνά τα όρια, όταν ενσωματώνει την ενοχή της ίδιας της ύπαρξής της, ως ανώφελου καθρέφτη μιας αναπόδραστης καταστροφής, ως μοιραίας καταγραφής μιας προδιαγεγραμμένης τραγωδίας.
Ο Ζαφειρίου συνεχίζει και στη συλλογή αυτή τη διαδρομή της φιλοσοφικής και αυτοαναφορικής διερώτησης που είχε ξεκινήσει με την Άτροπο των Ημερών και, κυρίως, με τον Σώματος Λόγο. Πεζόμορφο, χωρισμένο σε ενότητες-σκηνές, δραματοποιημένο, το ποίημά του στηρίζεται στην ειρωνεία και αλλάζει βηματισμό όταν περικλείει το βίωμα. Σαρωτική η ειρωνεία του, για την ίδια την προσπάθεια ορισμού του νοήματος που μπορεί και να μην υπάρχει, καταλήγει εντούτοις και στο λεκτικό χιούμορ, με τις προσωπικές παιδικές συνδηλώσεις της λέξης «πράματα» λόγου χάρη, που μετατρέπουν σε βέβηλο άσμα το «Φεγγαράκι μου λαμπρό». Το βίωμα, όπως ο θάνατος του πατέρα που περιγράφεται με άλλη γλώσσα, άλλο στίχο, σύντομο, άλλο ιδίωμα, αβίαστο και λαϊκό, προβάλλει ως μια διάσταση του κόσμου και της γραφής που υπερβαίνει τις ταξινομήσεις και λειτουργεί κατευθυντικά: θέτει τα ερωτήματα. Κυρίαρχος, ο δοκιμιακός τόνος, με τη φραστική του ολοκλήρωση και ακολουθία, σημαίνει το αντίθετο του πραγματικού: οι συλλογισμοί οδηγούν σε πλάνες που ανανεώνουν τη σχέση με αυτό που είναι και που δεν νοείται, που επιμένει να διαφεύγει. Το κείμενο καταλήγει μια ετεροτοπία που επιδιώκει να γίνει τόπος, να ενταχθεί με ίσους όρους στο γεγονός: να γίνει το ίδιο γεγονός, έστω και άσκοπο, πράξη λόγου συντελεσμένη που κυρώνει το ανέφικτο του λόγου καθαυτόν.
Η ποίηση του Ζαφειρίου, λυρική, αφηγηματική και δραματική, δοκιμιακή επίσης, τεντώνει τα είδη και προκαλεί τις αντοχές των λέξεων, σε μια πολύ επίκαιρη ανίχνευση της σχέσης του καλλιτέχνη με την εποχή του, του έργου με τα πράγματα. Ποίηση δύσκολη, απαιτητική, αποκτά προφανώς μια άλλη διάσταση όταν παριστάνεται, όταν προσλαμβάνεται ως ο αγωνιώδης μονόλογος μιας ένοχης συνείδησης, μιας συνείδησης που δοκιμάζει τα όρια του καλού και του κακού, του δέοντος και του ταμπού. Ποίηση της ηθικής και ηθική της ποίησης σε μια δύσκολη, αλλά κατορθωμένη και γόνιμη συναίρεση.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

«Η ΑΥΓΗ», 12-9-2010
[…] Το Ενοχικόν του Σταύρου Ζαφειρίου θα μπορούσε να περιγραφεί ως ποιητικό κείμενο που –θεματοποιώντας τη συγγραφή ενός ποιήματος– πραγματοποιεί έναν παραδειγματικό ελιγμό, σύμφωνα με τον οποίο το ποι-ητικό κείμενο δεν αφηγείται καν το ανεπίτευκτο του ποιήματος –όπως θα περιμέναμε από την εφαρμογή ενός μάλλον συνηθισμένου ρητορικού τε-χνάσματος, με αρκετά λογοτεχνικά στιγμιότυπα στο ενεργητικό του– αλλά διερευνά τις προϋποθέσεις της δημιουργίας του.
Ανοίγοντας το βιβλίο ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά στις σκηνοθετικές οδηγίες ενός δράματος, του οποίου τα στοιχεία πρέπει να επιλέξει ο ίδιος. Ο δραματουργός θέτει μόνο τη ριζική συνθήκη των δυνατών συνδυασμών. «Αυτό που διαβάζετε είναι ένα χαμένο χειρόγραφο», προειδοποιεί. Ο βιαστικός ή ακόμα ακόμα προκατειλημμένος αναγνώστης, ίσως αντιμετω-πίσει αυτή την πρόταση σαν ένα γλωσσικό παιχνίδι. Τότε μπορεί να κλείσει το βιβλίο και να ασχοληθεί με τη διαχείρηση του υπάρχοντος. Αν όμως συ-νεχίσει την ανάγνωση, πρέπει να αποδεχθεί τη σκληρότητα του ερωτήματος που θέτει η απουσία ερωτηματικού σ’ αυτήν την πρόταση: αν το χειρόγραφο είναι χαμένο, πώς προσδιορίζεται χρονικά ο συντάκτης του; Σε ποιο σημείο της ύπαρξής του βρίσκεται, όταν εκφέρει αυτή την πρόταση; Το κατηγόρημα «χαμένο» προσδιορίζει το χειρόγραφο ενώπιον του συντάκτη ή του αναγνώστη; Πρόκειται για μιαν ακόμη σκηνοθετική οδηγία ή για την αρχή τού δράματος; Όποια απάντηση κι αν δοθεί, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνεχείς αλλαγές προσωπείων. Λεπτές διερευνήσεις ψυχικών καταστάσεων εναλλάσσονται με στίχους που ακροβατούν ανάμεσα στον ποιητικό μονό-λογο, την ημερολογιακή σημείωση και τη φιλοσοφική διερεύνηση της γρα-φής. Το υπάρχον εκτίθεται ως ποινή μιας ενοχής. Η ενοχή: η προσπάθεια του υποκειμένου να ισχυριστεί την ταυτότητά του –την ιστορική αθωότητά του, δηλαδή– διατυπώνοντας την εμπειρία της σκοτεινότητάς του. Το υποκείμενο μπορεί να είναι ένα κείμενο, αλλά κάθε ανάγνωσή του δείχνει πως είναι συντεταγμένο σε μιαν άλλη γλώσσα. Σε ποιά γλώσσα έχει γραφτεί το κείμενο του υποκειμένου· αν υπάρχει άλλη γλώσσα, οποιαδήποτε άλλη γλώσσα; Το σίγουρο είναι –όπως λέει ο Ζαφειρίου– ότι «καμία λέξη δεν μπορεί να σπρώξει ώς την κορφή της την ανάγκη».

ΧΩΡΙΚΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ

Περιοδικό Πλανόδιον, τεύχος 44
(…) Τα Χωρικά του Σταύρου Ζαφειρίου καταπιάνονται με θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα για τον κόσμο και την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο κεντρικός ιστός γύρω από τον οποίο διαπλέκονται τα κεντρικά θέματα του βιβλίου είναι το πρόβλημα του χώρου. Ο χώρος, σύμφωνα με την αρχαία κοσμοαντίληψη, όπως αποκρυσταλλώνεται στο χωρίο του πλατωνικού Τίμαιου, που παρατίθεται ως μότο του βιβλίου, αντιπροσωπεύει μία μεταφυσική ασώματη πραγματικότητα δίχως αρχή και τέλος, όπου επισυμβαίνουν όσα έχουν αρχή και τέλος: τρίτον δε αυ γένος ον το της χώρας αεί, φθοράν ου προσδεχόμενον, έδραν δε παρέχον όσα έχει γένεσιν πάσιν. Ας θυμίσουμε όμως πως πριν τον Πλάτωνα, ο Ζήνων, με τα γνωστά του παράδοξα, είχε αρνηθεί την ύπαρξη και του χώρου και της κίνησης. (…)
(…) Ο ιδεαλισμός του Κανταυτή η κοπερνίκειος αντιστροφή του φιλοσοφικού στοχασμού– θα αλλάξει άρδην την αντίληψή μας για τον χώρο: ο χώρος, όπως και ο χρόνος, δεν αποτελούν αυθυπόστατες πραγματικότητες αλλά υποκειμενικούς τρόπους της εμπειρίας. Είναι a priori μορφές εποπτείας, με τις οποίες ο νους τακτοποιεί τα δε-δομένα των αισθήσεων, την αντικειμενική πραγματικότητα.
Η σύγχρονη αστροφυσική, εισάγοντας την έννοια του χωροχρόνου θα φέρει μια τρίτη επανάσταση στην έννοια του χώρου, υποστηρίζοντας πως ο χωροχρόνος, που δημιουργήθηκε με τη Μεγάλη Έκρηξη, υπάγεται στους νόμους της σχετικότητας.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, υπάρχει στον χώρο, αλλά και ο χώρος υπάρχει χάρη στον άν-θρωπο. Ή, όπως λέγει ο Ζαφειρίου: «εμείς ορίζουμε τις διαστάσεις του χώρου / κι ο χώρος υφαίνει το σχήμα του γύρω από εμάς, / μια κι εμείς είμαστε ο ίδιος ο χώρος / και ο χώρος υπάρχει στον χώρο χάρη σ’ εμάς». Κι ο άνθρωπος πάλι, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει το σύμπαν, γίνεται ο χωρομέτρης του χωροχρόνου «με σταθερές που αυθαιρετούν και σχετικότητες, / με γραφικά της αταξίας και της τάξης», τεντώνοντας τις γραμμές απ’ την αρχή του άναρχου «να φτάσουν ώς του άπειρου το τέλος» και προσπαθεί να ερμηνεύσει το απόλυτο, υποτάσσοντας την ενέργεια, την ταχύτητα και τη μάζα στη γνωστή εξίσωση της σχετικότητας. Όλες όμως οι θεωρίες, ακόμη και αυτή της σχετικότητας δεν είναι, σε σχέση με το απόλυτο Ον που ο νους αδυνατεί να συλλάβει, παρά «εικώς μύθος». Έτσι ονοματίζει ο Πλάτων τη δική του έκθεση της δημιουργίας του κόσμου, αφού, κατά το σχόλιο του Βασίλη Κάλφα που υποσημειώνει ο Σταύρος Ζαφειρίου, η διήγησή του «δεν αποσκοπεί στην αντικειμε-νική αλήθεια αλλά στη μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια». Βλέπουμε, λοιπόν, πως τα δύο σκέλη του διαλεκτικού ζεύγους «μύθος-λόγος» αλληλοϋπονομεύονται, μιας και οι λογικές ή επιστημονικές ερμηνείες του κόσμου εκλαμβάνονται ως εικότες μύθοι, ενώ, από την άλλη μεριά, ο λόγος δεν λειτουργεί μόνον ως καθαρός λόγος αλλά και ως φωνή αρχαίων κοσμογονικών μύθων, ως εκείνο το βιβλικό «είπε και εγένετο».
Τα Χωρικά του Ζαφειρίου αποτολμούν ένα είδος «κοσμικού δράματος». Σε μία «προ της τραγωδίας» εισαγωγή, που τιτλοφορείται «Η Άτροπος των Ημερών», εκτί-θεται η υπόθεσή του, δηλαδή το διαλεκτικά αντιμαχόμενο ζεύγος, που, επιμερισμένο σε διάφορες μορφές, θα εμφανιστεί στη συνέχεια: λόγος (πριν διαιρεθεί σε μύθο, μα-θηματικό λόγο, Θεό, λογική) και χώρος (ή κόσμος).
Στην «Πάροδο» η Μεγάλη Έκρηξη προβάλλεται ως ο πρώτος κοσμολογικός μύθος αλλά και η πρώτη πράξη του κοσμικού δράματος. Μια πληθύς αντιθετικών ζευγών έχει ήδη αναδυθεί και ο χωρομέτρης (η νομοθετούσα συνείδηση) πασχίζει να τα συμ-φιλιώσει: τάξη-αταξία, αρχή-άναρχο, τέλος-άπειρο, χρόνος-άχρονο. Πάντως, η σκηνή του δράματος, το κοσμικό θέατρο, το «Welttheater» των μεσαιωνικών μυστηρίων, έχει πια κατασκευαστεί. Τα «Στάσιμα» που ακολουθούν συναπαρτίζουν ένα μικρό εσωτερικό χρονικό του ανθρώπου, συμπυκνώνοντας αντιπροσωπευτικές στιγμές της πνευματικής πορείας του πάνω στη γη: την αφύπνιση των πρωτόπλαστων στον κήπο της Εδέμ, την αδελφοκτονία του Κάιν, τον τρωικό πόλεμο, το αίνιγμα του λαβυρίνθου, τη συμμετρία της αναγεννησιακής ζωγραφικής, την ουτοπία του Θωμά Μωρ κ.ά. Η «Έξοδος» αφιερώνεται στην τέταρτη διάσταση, δηλαδή στον χρόνο που είναι ο κοινός διαιρέτης της διαδοχής των τόπων.
Όλο το βιβλίο μοιάζει με σπείρα που «ξετυλίγει τον εαυτό της / τροχιά θαρρείς πε-ριδινούμενων σχημάτων, / μοιράζοντας το λίγο στο πολύ / και το πολύ μοιράζοντάς το στ’ όλο, / σαν αλληγορική δημιουργία / ή θαύμα δουλεμένο από τον νου». Ή αλλιώς ένας άψογα οργανωμένος (η δομή του βιβλίου δεν είναι από τις μικρότερες αρετές του, και τονίζουμε ότι πρόκειται για ποιητικό βιβλίο κι όχι ποιητική «συλλογή») διανοητικός λαβύρινθος, όπου ό,τι κοιτάμε μπροστά μας είναι πίσω μας «ένα παιχνίδι αντίστροφων βημάτων / όπου τα πάντα ήδη έχουν συμβεί / στο πριν και το μετά της διαδοχής τους. / [μια] πράξη απατηλή χωρίς κανόνες / σε δήθεν σκηνικό ενδεχομένων / ή σαν καθρέφτης που έχει σκεπαστεί / και κρύβει απ’ το παρόν τις αποστάσεις / τον χρόνο αντιγράφοντας πιστά / μεταβλητή θαρρείς γεωμετρία / που αποκαλύπτει και παραπλανά».
Πρόκειται, αναμφίβολα, για ποίηση απαιτητική, που απλώνει τις ρίζες της πέρα από το γνώριμο υπέδαφος της λογοτεχνίας (π.χ. το καφκικό παιχνίδι του υπαρκτού συγγραφέα και του λογοτεχνικού του ειδώλου που οι ρόλοι τους αντιστρέφονται κα-θώς το ένα απορροφά την υπόσταση του άλλου) και στον στοχασμό και την επιστήμη. Δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσει κανείς τους διαλεκτικούς δαιδάλους των «Χωρικών» και γι’ αυτό απαιτείται συνεχής εγρήγορση της σκέψης (…)

ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ

Περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 81
Ο Σταύρος Ζαφειρίου κλείνει φέτος είκοσι πέντε χρόνια γόνιμης θητείας στην ποίηση. Μέσα σ’ αυτή την εικοσιπενταετία, διέγραψε μια πορεία εντελώς προσωπική, με το έργο του να οργανώνεται κλιμακωτά, σε σχήμα ανιόν, από την ενικότητα στην πολλαπλότητα, από την εξομολόγηση ενός φλεγόμενου ποιητικού εγώ στη διερεύνηση του κόσμου και της θέσης του ανθρώπου και του ποιητή ανάμεσα στο μηδέν και στο άπειρο. Από τις πρώτες του συλλογές, της ροκ παραφοράς και της καταραμένης ευαισθησίας, που ανασαίνουν συντονισμένες με τον Ρεμπώ και τους μπητ, την Κατε-ρίνα Γώγου και τον Αλέξη Τραϊανό, ως το Η Δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά, με τον κρυπτικό τίτλο που συνιστά την απαρχή μιας μεταστροφής και την Άτροπο των ημερών που την ολοκληρώνει, ο Ζαφειρίου μετασχηματίζει διαρκώς το λόγο του, βαδίζοντας από τη μονοφωνία στην πολυφωνία και τη διαλογικότητα, κορύφωση της οποίας αποτελούν τα τραγικά Χωρικά.
Ο υπότιτλος της νέας συλλογής του είναι «1+19 ποιήματα για τον χώρο με τη βοήθεια του χρόνου και άλλων διαστάσεων». Το ένα ποίημα, το μοναχικό, είναι προγενέστερο, ανήκει στη συλλογή Η Άτροπος των ημερών, και διανοίγει, ελάχιστα και ριζικά μαζί παραλλαγμένο, το χώρο της συλλογής. Ο ανθρωπογενής χώρος βρίσκεται μαζί με το λόγοιστό στο προσκήνιο. Τα υπόλοιπα 19 ποιήματα διερευνούν την έννοια του χωρόχρονου στη σχέση του με την ανθρωπινότητα και τη γραφή – όπου ο χωρόχρονος γίνεται διακείμενο. Σημαίνοντας τη συνέχεια με την «Άτροπο των ημε-ρών», υπογραμμίζοντας την ύπαρξη ενός ποιητικού σχεδίου που συνέχει τις συλλογές και τις οδηγεί, ο Ζαφειρίου δημιουργεί μια σύνθεση υπαρξιακή όσο και αυτοαναφορική, για τη δυνατότητα αναπαράστασης του ανθρώπινου μέσα στην Ιστορία.
Τα Χωρικά, παραπέμποντας στον «εικότα μύθο», μπορούν να διαβαστούν ως μια συ-νοπτική ιστορία του σύμπαντος και της ανθρωπότητας· της μεγάλης έκρηξης και της δημιουργίας, του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος κατοίκησε το χώρο, ορίζοντάς τον, διεκδικώντας τον, από την Εδέμ όπου ο Θεός έκανε θέμα για ένα κοτσάνι μήλο ως την εκτροπή του ολοκληρωτισμού και τη διαπίστωση της ερημίας του όντος. Ο φόβος και ο σαρκασμός ενδυναμώνουν τον ποιητή να αποδεχτεί την τέταρτη διάσταση, «κατά το μέγα / το ελάχιστο του ανθρώπου». Να αποδεχτεί το ευάλωτο και το παράλογο της ύπαρξής του στη διαχρονία και την καθολικότητα. Χώρος και χρόνος, ύλη και ενέργεια, ο άνθρωπος, φθαρτός και όμως αιώνιος, ατελής και μαζί εντελής, ορίζεται από το αλωνάκι του, το ελάχιστο χώμα και την ελάχιστη λέξη. Τα Χωρικά καταγράφουν την αθλιότητα του ανθρώπου, την μικρότητα, το πεπερασμένο της ύπαρξής του, την πάλη του με το χώρο και το χρόνο, όσο και την καταγωγική νίκη του επί του απείρου και της φθοράς: την ύπαρξη καθαυτή και τη μυθολόγησή της.
Τα Χωρικά όμως είναι επίσης ένα σύνθεμα για το λόγο σε όλες τις εκφάνσεις του. Εν αρχή ην ο λόγος του Κυρίου, η δημιουργική σοφία του τεχνοκράτη Θεού που έκανε τόσες και τόσες δοκιμές έως ότου οργανώσει κατά τη βούλησή του τον κόσμο, φροντίζοντας εξαρχής και την αναπαράστασή του. Η σοφία του ταυτίζεται με την αιτία του κόσμου, το λόγο ύπαρξής του. Ο λόγος ως αιτία όμως εξακτινώνεται στην ιστορία και εξηγεί, ερμηνεύει, δικαιολογεί, χωρίς να δίνει λύση: «το δίχτυ από όριο σε όριο / και ανάμεσα του / το εκκρεμές των θηραμάτων» («Ο κ. Επιθεωρητής»). Προσέρχεται η λογική, ο λόγος ο ορθός, πολλά υποσχόμενος, πάραυτα αυτοαναιρούμενος, ηττημένος από τα έρκη όχι του χρόνου, αλλά του παραλογισμού, του σκοταδιού που κατακλύζει το νου και την ψυχή του ανθρώπου. Έπεται η αναλογία, ο λόγος ο μαθηματικός, του ανθρώπου προς τον κόσμο, της αλλαγής και της εξέλιξης, της διαρκούς ροής προς τη σταθερή ουσία, του είναι προς το φαίνεσθαι, του Είναι προς το ον: «πώς κάτι που αλλάζει διαρκώς / μπορεί και παραμένει πάντα το ίδιο / σε μιαν ιδεατή αναλογία, / όπου ό,τι μοιάζει αληθινό δεν είναι βέβαιο, / ενώ το βέβαιο δεν μοιάζει αληθινό.» Ο λόγος όμως που είναι σαν ιστός είναι ο άλλος λόγος, ο ταπεινός και ο πανίσχυρος, ο λόγος των άλλων που διατρέχει το σύνθεμα, συνειδητά και ασύνειδα, της Βίβλου και του Κάφκα, του Τόμας Μορ και του Γιάννη Ρίτσου, των προσωκρατικών και του Πάουλ Τσέλαν, του Πλάτωνα και του ιερού Αυγουστίνου, μαζί κι αυτός του ποιητή, ο λόγος-συνομιλία και ομιλία. Είναι ο λόγος της ποίησης που αγκαλιάζει τη μορφή της στιγμής και εκείνη της αιωνιότητας, που υφαίνει συνεχώς από την αρχή τον προστατευτικό ιστό του και συγκρατεί τον άνθρωπο στη διαρκή του πτώση, του δίνει ώθηση για την καινούργια ανάταση, τη νέα ανθοφορία.
Έτσι λοιπόν στην ποίηση του Ζαφειρίου ο άξονας δεν είναι τελικά ο χώρος, ο χρόνος, το σώμα, το σύμπαν· ούτε καν η αέναη μεταλλαγή τους. Δεν είναι η ιστορία κι η πατρίδα, η ενοχή, η αγωνία ή ο αναστοχασμός της αΐδιας ροής. Ή μάλλον, είναι όλα αυτά μαζί, είναι ο άνθρωπος μες στον κόσμο, κάτω από τα άστρα και μέσα και ανάμεσα στους άλλους, αυτό το «εμείς» που ταυτίζεται με το χωρόχρονο. Και κάτι περισσότερο: ο λόγος που αναπαριστά και αναμορφώνει το πραγματικό, η γλώσσα του ποιητή που, βαθύκοιλη σαν τα καράβια του μύθου, αναδέχεται φιλόξενα την αιώρησή των πραγμάτων ανάμεσα στη στιγμή και την αιωνιότητα, τη λέξη και το μετείκασμά της, ανάμεσα στο χάος και την τάξη που το διοικεί. Ποίηση μιας μοντέρνας και μαζί με-ταμοντέρνας ποιητικής, που αρδεύεται από πολλαπλές πηγές, ποίηση ποιητικής, η ποίηση του Ζαφειρίου εξερευνά τον άνθρωπο και τον κόσμο στην πολλαπλότητα και την ανοιχτότητά τους.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΡΗΣ

Περιοδικό Αντί, τεύχος 909
Η ένατη ποιητική συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου συγκροτεί μία λογοτεχνικά σύνθετη και καλλιτεχνικά ώριμη κατάθεση. Ο τίτλος «Χωρικά» υποκρύπτει συμπυκνωμένη αμφισημία: πρόκειται για ποιήματα που αφορούν το χώρο ως υπαρξιακή σήμανση («και ο χώρος υφαίνει το σχήμα του γύρω από εμάς, / μια κι εμείς είμαστε ο ίδιος ο χώρος», σ. 11), αλλά ταυτόχρονα εγκιβωτίζουν τη ρυθμική φόρτιση και το νοηματικό βάθος των λυρικών τμημάτων μιας τραγωδίας (=χορικά).
Το βαθύτερο θεματικό πεδίο της συλλογής οριοθετείται από τον εσώτερο χώρο που καλύπτει η ανθρώπινη ύπαρξη ως οντότητα και σφραγίζεται από το κατεξοχήν διακύβευμα του ποιητικού λόγου: το χρόνο. Ο Ζαφειρίου αξιοποιεί την ορολογία και την οπτική των θετικών επιστημών (ιδίως της Φυσικής) και, μπολιάζοντας με αυτές τις ποιητικές του εγγραφές, διανοίγει με καλλιτεχνικώς δικαιωμένες καταθέσεις το πεδίο της υπαρξιακής και μεταφυσικής αναζήτησης.(…)
(…) Η ροπή του Ζαφειρίου προς το συνθετικό ποίημα, του οποίου οι επί μέρους εκφάνσεις στοιχειοθετούν ένα οργανικό σύνολο, επιβεβαιώνεται λειτουργικά και στα Χωρικά. Το κάθε ποίημα διατηρεί μια σχετική αυτονομία, αλλά ο ποιητής δεν στοχεύει στη γραμμική παράθεση μεμονωμένων εκλάμψεων· αξιοποιώντας έναν υψηλό βαθμό δραματικότητας –υπό την έννοια της πυκνής διαδοχής ομιλουσών φωνών, εικόνων, συναισθημάτων, βιωμάτων και σκέψεων– διασφαλίζει και την εσωτερική ενότητα του ποιητικού υλικού του και την ανάδυση μιας νεοτερικής αύρας από αυτό. Η μοντέρνα εκφραστική ταυτότητα των ποιημάτων εδράζεται και στην ελεγχόμενη διάσπαση της έλλογης αλληλουχίας: ο ποιητής εντάσσει σε κάθε ποιητική εγγραφή λεκτικά μορφώματα και μικρής έκτασης εικόνες, που διασπούν τη ρεαλιστική κανονικότητα, αφήνοντας ίχνη μοντέρνας αίσθησης και όχι αποδείξεις εξεζητημένης φαντασιοκοπίας.
Ο Ζαφειρίου δόμησε τα Χωρικά κατά το αρχιτεκτονικό σχέδιο μιας αρχαίας τρα-γωδίας, υποδηλώνοντας την ποιητική εκφορά της υπαρξιακής περιπέτειας· μιας περιπέτειας με πανάρχαιη προέλευση και διαχρονική ισχύ. Ωστόσο, προσάρμοσε την ποιητική πνοή του στα λυρικώς δομημένα τμήματα της αρχαίας καλλιτεχνικής μήτρας (Πάροδος, Στάσιμα, Έξοδος), έχοντας δημιουργικά ενσωματώσει σε αυτά και στιχομυθίες μεταφυσικού βάθους και υπαρξιακής φόρτισης. (…)
(…) Γοητευτική και δονούμενη, η ποιητική γλώσσα του Ζαφειρίου επαναδιατυπώνει με προσωπικό τρόπο διαχρονικά και υπερτοπικά ερωτήματα και καταφέρνει με τα Χωρικά να σημάνει τη γόνιμη συνέχιση μιας σύνθετης και δημιουργικής λογοτεχνικής πορείας.

Η ΑΤΡΟΠΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ

ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τευχ. 1713, Ιούνιος 1999
..Σταθμό στην ποιητική εξέλιξη του Ζαφειρίου αποτέλεσαν τα ποιήματα της συλλογής Η Δεύτερη Πεταλούδα και η Φωτιά (1992). Ο λόγος του απέβαλε την παλαιά οξύτητα και αποσπασματικότητα, έγινε αφηγηματικός και υποβλητικός. Ακόμη, ο ποιητής άρχισε να επεξεργάζεται μια ριζικά νέα θεματολογία. Εγκαταλείποντας την καταγραφή άμεσων βιωμάτων, αντλημένων απ’τον σύγχρονο αστικό χώρο, οικειώθηκε τον κόσμο της έντεχνης και λαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης και τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας και γνώσης, το μύθο, το θρύλο, τη γητειά, το παραμύθι. Η απεικόνιση της σκληρής κοινωνικής-αστικής πραγματικότητας παραχώρησε τη θέση της σε μια ποίηση μυητικής πορείας του αναγνώστη, σε μια υποβλητική αποκαλυπτόμενη μυθική διάσταση του κόσμου. Έτσι, ο βιωματικός ποιητής που κατεργαζόταν τη φθαρτή καθημερινότητα, για να αποτυπώσει σκέψεις και αισθήματα κυρίως του ιδιωτικού του χώρου, ανανεώθηκε σε έναν λόγιο ποιητη που αναδιφεί με περίσκεψη και συγκίνηση μια ευρεία μορφωτική παρακαταθήκη..
..Ο Ζαφειρίου, εντρυφώντας στο μύθο, αναζητεί τα στοιχεία της συλλογικής καταγωγής και ταυτότητας. Όλα τα ποιήματα της συλλογής κεντρώνονται γύρω από την ανάγκη να αναπτυχθεί ο μύθος, στις διάφορες εκδοχές του (ο μύθος της λογοτεχνίας, της φυλής ή της εθνότητας, του κάτω κόσμου, του έρωτα), ως το συνεκτικό υλικό της κοινωνικής ζωής..
..Η συλλογή Τα Κατοικίδια (1997) αποτελείται από ολιγόστιχα, επιγραμματικά ποιήματα..Το κύριο ενδιαφέρον του βιβλίου έγκειται στην προσπάθεια του Ζαφειρίου να συμπυκνώσει την έκφραση της σκέψης και του αισθήματος, αφαιρώντας κάθε περιττό στοιχείο. Έτσι, τα ποιήματα γίνονται λιτά, απέριττα και καίρια..
..Η Άτροπος των Ημερών σημειώνει μια σημαντική δημιουργική καμπή για τον Ζαφειρίου. Όσον αφορά κατ’αρχάς τη δόμηση του βιβλίου, η καμπή έγκειται στη συνθετική οργάνωσή του..
.. Το συνθετικό αυτό ποίημα του Ζαφειρίου κεντρώνεται γύρω από ένα βασικό θέμα της ποίησης των νέων στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, το θέμα της φθοράς και του θανάτου. Ο Ζαφειρίου όμως δεν διολισθαίνει στις καταχρηστικά επαναλαμβανόμενες συμβάσεις των συνομηλίκων του ποιητών, στη ρητορική και δραματοποιημένη έκφραση και στη γλωσσική και μορφική κατασκευαστικότητα. Αντιθέτως, ο προσωπικός λόγος του συνδυάζει επιτυχώς την αφηγηματικότητα με την πυκνή και δραστική ποιητική διατύπωση. Η γραμματολογική και λογοτεχνική παράδοση με την οποία Η Άτροπος των Ημερών συνδιαλέγεται περιλαμβάνει από την Αποκάλυψη του Ιωάννη και την Καινή Διαθήκη , απηχήσεις του ύφους της οποίας απαντούν σε πολλά ποιήματα, μέχρι νεότερα ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά κείμενα, από διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά ώς ποιήματα του Έλιοτ και του Ουίτμαν και τον Μόμπυ Ντικ του Μέλβιλ. Η βασική εξάλλου ιδέα του βιβλίου προέρχεται από την αρχαιοελληνική μυθολογία. Η Άτροπος, η μία από τις τρεις Μοίρες, είναι εκείνη που, σύμφωνα με την ησιόδεια Θεογονία , κόβει το νήμα της ανθρώπινης ζωής, σηματοδοτώντας τον θάνατο. Γύρω από την κυριαρχική αυτή αίσθηση της φθοράς, μια αίσθηση που διαπερνά τα πάντα, το παρελθόν και το παρόν, την ιστορία και τη συγχρονία, τον καθημερινό βίο και την ποιητική υπέρβασή του, ο Ζαφειρίου πλέκει τον ιστό της μεγαλεπήβολης σύνθεσής του. Αναζητά έναν τρόπο αναγνώρισης της ανθρώπινης ταυτότητας και μία οδό διαφυγής από τον αναπόδραστο θάνατο. Ακολουθεί την Άτροπο των ημερών στη μακρότατη πορεία της και ενώνει, κομμάτι κομμάτι, το κοινό νήμα του θανάτου..
.. Η Άτροπος των Ημερών δεν απευθύνει πάντως έναν πειθήνιο ύμνο στο διαχρονικό μοιραίο. Η τελική ευχή του βιβλίου Ας κινηθεί η πέτρα της σπηλιάς/ κι αυτό το σκήνος του νεκρού/ ας φωτιστεί για πάντα στο σεντόνι , μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη της ελπίδας ότι ο ποιητικός λόγος θα εξακολουθήσει να απολυτρώνει την ανθρώπινη φύση από την κυρίαρχη αγωνία της, εκείνη του θανάτου. Επίσης, στο αξιόλογο αυτό συνθετικό ποίημα του Ζαφειρίου, η αγωνία απαλύνεται από την παρήγορη αίσθηση μιας ατέρμονης διάρκειας. Την αίσθηση αυτή κατακτά κανείς όταν απολυτρωθεί από τη φθαρτή ατομικότητα και εντρυφήσει στον αείρροο Χρόνο: Δεν έχω τίποτα να επισκεφτώ στο παρελθόν/ γιατί όσα γνώριζα υπάρχουν και τώρα,/ γιατί το νέο μαθαίνεται με τρόπους του παλιού/ κι ο κόσμος που χτίζεται πάνω στον κόσμο/ υπάρχει κι αυτός από τότε που χτίζεται ο χρόνος.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, τευχ. 45, Χειμώνας 1998-1999
..Στην Άτροπο των Ημερών ο Ζαφειρίου μιλά για έναν κόσμο που αλλάζει μόνον φαινομενικά, ενώ ουσιαστικά μένει ο ίδιος στην πάροδο του χρόνου. Μιλά για μια πόλη -ή καλύτερα, κοινωνία- των ιδεών, σαν κι αυτήν που περιγράφει ο Καβάφης στο «Πρώτο σκαλί». Ονομάζει « μοναξιά την αγάπη », « πλάνη τον κόσμο », « ενοχή την αθωότητα ». Λέξη λέξη, στίχο στίχο, τραβά την κουρτίνα, για να αποκαλυφθούν, με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης, η άγνοια του «τι» και η γνώση του «πως»..
..Ο Σταύρος Ζαφειρίου ξαναγράφει ποιητικά την ιστορία. Οι προσωπικές του μνήμες και η ιστορία του κόσμου εναλλάσονται στις σελίδες του βιβλίου, ώσπου γίνονται ένα για τον αναγνώστη, που βλέπει πράγματι να « απλώνεται ο Λόγος σαν ιστός » και να είναι παρών σε έναν οραματισμό όμοιο με αυτόν του ιερομόναχου Διονυσίου στη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού..
..Ο Σταύρος Ζαφειρίου, αποφεύγοντας γλωσσικά και άλλα στερεότυπα και κινούμενος με ευκολία σε διαφορετικούς τρόπους και τύπους γραφής, αποφεύγει τον σκόπελο της ομοιομορφίας. Το πλούσιο σε ενδολογοτεχνική αναφορικότητα υπόβαθρο των ποιημάτων καθρεφτίζεται σε ποικιλομορφία γραφής, σε ένα, γεμάτο σαρκοφάγες λέξεις, υγρό ποίημα..

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

BEST SELLER , τευχ. 18, Σεπ.-Οκτ.1998
.. Η Άτροπος των Ημερών , η θηλυκή μοίρα του Σταύρου Ζαφειρίου, τον ακολουθεί στον «άλλο δρόμο», αυτόν που δεν «σημαδεύουν οι χάρτες». Σ’αυτές τις μέρες, σ’αυτούς τους δρόμους ο ποιητής, με την ευχή του Έλιοτ και του Ρεμπώ, αναζητά την ουσία της ζωής, καθώς συναντιέται με το σύμπαν και τον χρόνο, βρίσκει τον Όμηρο και τον Γουίτμαν, τους Ευαγγελιστές και τον Ευριπίδη, ανακαινίζει τον θόρυβο με τη λάμψη και τη σιωπή, μιλώντας για το κτιστό του χρόνου. Η Άτροπος των Ημερών είναι μια ποιητική σύνθεση σε τέσσερα μέρη, όπου εμπεριέχει τον πλούτο της παιδείας και του ταλέντου του Σταύρου Ζαφειρίου. Η εξαιρετικά φιλόδοξη αυτή απόπειρα του ποιητή, εκ των προτέρων δηλώνω, ότι ικανοποιείται. Ο ποιητής καταφέρνει να ισορροπεί τον εκτενές κείμενο, να ελέγχει τον χώρο, τον χρόνο και τον ρυθμό, αναπτύσσοντας τη μυθολογία του. Η γνώση των αφηγηματικών τεχνικών και η μυθοπλαστική του ικανότητα επενεργούν θετικά, κάτι που είναι εμφανές στη ροή του ποιητικού κειμένου..

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΚΑΙ Η ΦΩΤΙΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ

(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ, 2-5-1993)
..Εκ των προσωκρατικών κοσμογονικών στοιχείων ο Σ.Ζ. επιλέγει την ηρακλείτια φωτιά να δομήσει και φωτίσει το ποιητικό του σύμπαν. Νοεί την ποίηση ως αέναη φρυκτωρία, σε κάθε σελίδα του καίει το αείζωον πυρ άλλοτε ως καθαρτήρια φλόγα, άλλοτε ως ανακλητικό των ψυχών από τον Άδη (στερητικό α-ιδείν) ή ως μαγικό φίλτρο και θεραπευτικό ξόρκι. Η φωτιά για τον ποιητή είναι ηδύποτο, ρει και παίρνει διάφορα σχήματα, άπειρες μεταμορφώσεις, λειτουργώντας ως σκηνικό πολλών ποιημάτων και με ποικίλες ερωτικές συνδηλώσεις..Η σχέση πεταλούδας (ποιητής) και φωτιάς (γρα φή), που υπαινίσσεται ο τίτλος Η Δεύτερη Πεταλούδα και η Φωτιά είναι θανάσιμη, καθώς η πρώτη έλκεται ακαταμάχητα από τη φλόγα και καίει τα φτερά της φωτίζοντας στιγμιαία περισσότερο.
Ο Σ.Ζ. ενώ έχει διαρρήξει ουσιαστικά τους δεσμούς του με την ποιητική παράδοση (με εξαίρεση τον ομφάλιο λώρο με το δημοτικό τραγούδι..), η ποίησή του έχει δεσμούς αίματος με το ευρύτερο σώμα της λαϊκής και πολιτιστικής μας παράδοσης, την προϋποθέτει, αλλά και επιχειρεί να την ερμηνεύσει. Πλούσιο το μυθολογικό της υπόστρωμα, αλλά και το ιστορικό της βάθος. Στοιχεία λαϊκών δοξασιών διασταυρώνονται με αντίστοιχα μυστικιστικά Πυθαγορείων, παγανισμός και αποκρυφισμός διαπλέκονται με βιβλικούς απόηχους και νηπτικές νύξεις. Διάχυτη η τάση αναγωγής της ποίησης στην αρχέτυπη λειτουργικότητά της, στο λυτρωτικό φίλτρο ή τη μαγγανεία, τη δαιμονολογία και το ακατάληπτο. Ο χρόνος διαστέλλεται με την αλληλοδιαδοχή των εποχών, έκδηλη η αδυναμία του στη ρωμαϊκή..

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.