ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

.

Η Νιόβη Ιωάννου πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά χρόνια της στο Ναύπλιο.
Ασχολήθηκε με το παιδικό θέατρο και τη διδασκαλία γαλλικών. Ποιήματά της και πεζά κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά κι εφημερίδες. Ποίησή της έχει μεταφραστεί στα ιταλικά από τον Crescenzio Sangiglio. Στο θέατρο έχει ανέβει ο θεατρικός της μονόλογος «Μην έρθεις απόψε». Υπήρξε ραδιοφωνική παραγωγός στο Symban World Radio — εκπομπή για την Τέχνη και τον Πολιτισμό — που εξέπεμπε στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας στα FM και μέσω Web σε όλο τον κόσμο. Η συλλογή  Η συλλογή Αντί οφθαλμού είναι το έκτο ποιητικό της βιβλίο.

.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Αντί οφθαλμού (2023) Μανδραγόρας
Στην πυρά (2021) Μανδραγόρας
Πορτατίφ (2019) Μανδραγόρας
Εις άτοπον, (2017) Μανδραγόρας
Σε στΗχο πλάγιο και μόνο, (2014) Οσελότος
Φως 2, (2013) Γαβριηλίδης

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
Τα ποιήματα του 2013, Κοινωνία των (δε)κάτων (2014)
Μέσα από σένα Συλλογή διηγημάτων 24 γράμματα (2020)
Πανδημία Ιστορίες εγκλεισμού, Άνοιξη 24 γράμματα (2020)

.

.

ΑΝΤΙ ΟΦΘΑΛΜΟΥ (2023)

ΑΣΥΝΤΡΟΦΕΥΤΟΝ ΕΣΤΩ

διχαλωτή η σιωπή που μου δόθηκε
κάπου αλλού
συμβαίνει η ψυχή

τόσο μεγάλη για καλοκαίρια
τόσο μικρή για το ίσο του κόσμου
παράφορος ο λόγος θεραπεύει τον θάνατο
μόνο εκείνος ξέρει πώς τα νερά να κλειδώνει
αφήνοντας έστω ουρανό

το κορμί ξεκληρίζω απ’ τα χνάρια του κόσμου
αυτόχειρας ο θεσμός καθαγιάζεται
πριν και ποτέ και μετά
τις είδε εαυτόν
να χορεύει
να σπάζει

κομμάτια να γίνεται

ΚΕΙΜΗΛΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ

χρόνια υπάρχεις πάνω σε κείνο το χαλί
βυθισμένος στα γόνατα
δυο μαύρες ουλές
πότε από σίδερο πότε από χώμα σκληρό
δεν ξέρω πια
μπορεί και να πέθανες
χωρίς αυξομειώσεις βάρους όλα μοιάζουν υπό έλεγχο
μόνο οι φτέρνες προδίδουν
αποδημητικές
γδέρνω το δέρμα σου
νερό και ξύδι
έτσι μου είπαν
πρέπει να καθαρίσω τα σημάδια
φοβάμαι τους κόμπους που λύνονται
ο ένας μετά τον άλλον
μαλλί και μετάξι
με πιστοποιητικό γνησιότητας
κειμήλιο οικογενειακό
κάθε πρωί σ’ ελευθερώνω
τρίβοντας
μέχρι το κόκαλο με μανία

όταν νυχτώνει επιστρέφεις στο σώμα σου

ΓΕΝΙΚΑ

όταν σαπίζει ένα μήλο
κάπου στον κόσμο
η γενική εξίσωση μηδενίζεται
έτσι συμβαίνει πάντα-
το πράσινο συνθλίβεται μέσα στη σάρκα
αργόσυρτα βαθουλώνουν τα μάγουλα
η καλοσύνη του δέντρου
πηχτός αριθμός
αιώνες παριστάνει τον θάνατο
το αξίωμα
μια αλήθεια που δεν αποδεικνύεται
αλλά πες μου ποιος νοιάζεται
η μυρωδιά ακολουθεί το παιχνίδι
μέχρι να γίνει άβυσσος
μέχρι να γίνει αριθμός που φθονεί
ο χρόνος έχει πολλές γειτονιές
διχαλωτά
η γλώσσα χτίζει τη φωλιά της
από το ένα ως το δέκα
η ύλη αφαιρεί και προσθέτει εαυτόν
εκείνος που πέθανε είναι ο ίδιος που θυμάται
το μηδέν επαληθεύει την εξίσωση
γενικά

[ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΑ]

γενναιόδωρα
την πληγή μου σπατάλησα
τώρα η ρίζα έμεινε
ολόγυμνη λυπημένη
να τρέφει και να τρέφεται
ένας θεός γνωρίζει από τι

ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΓΚΡΙΖΟ

Η Μαρία, φορούσε ένα μακρύ, γκρίζο φουστάνι, το γνωρίζω πως το
γκρίζο δεν είναι χρώμα ξεκάθαρο, όμως προέρχεται από δύο κόσμους
αντίθετους κι αυτή η συνετή προσπάθεια συνένωσης του κακού με το
αγαθό ανέκαθεν προκαλούσε τον σεβασμό μου. Έλεγαν πως ήταν γυναίκα
φιλάρεσκη και φυγόπονη, της καταλόγιζαν πως πάντα παρατηρούσε
τον εαυτό της από το ύψος των περιστάσεων, γέρνοντας το κεφάλι της
πότε στον έναν ώμο και πότε στον άλλον, ζυγίζοντας πάντα με ακρίβεια
τη θέση της στη σκιά.
Συχνά μιλούσε για ένα δέντρο με δύο ονόματα που είχε πάψει να θυμάται,
συνέβη πριν από πάρα πολλά χρόνια, ίσως να προέρχονταν από
κείνη τη μακρινή ανάγνωση της εξαπάτησης των ανθρώπων από έναν
Θεό γεμάτο μαύρες και άσπρες μολυβιές που δεν οδήγησαν ποτέ σε
κανένα αποτέλεσμα.
Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τα κρίματά του, έλυσα πολύ αργότερα
τον γρίφο, κοιτάζοντας ένα φίδι ν’ αλλάζει πουκάμισο και να χάνεται
γλιστρώντας στην κάψα του μεσημεριού, καλοκαίρι. Σχεδόν πάντα
μεσολαβεί ο καιρός να σε προστατεύει ή να σε αγνοεί, κάτω απ’ την
πέτρα καιροφυλακτεί η αλήθεια με δέρμα διάφανο, τις περισσότερες
φορές, χωρίς καμιά σημασία.
Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της, κι ο παράδεισος έγινε μια απλή τσαλακωμένη
ζωγραφιά βαθιά στο συρτάρι, η Μαρία δημιούργησε τον κόσμο
απ’ την αρχή ουρλιάζοντας πάνω σ’ ένα ξύλινο τραπέζι με τα πόδια
ορθάνοιχτα και τα μαλλιά της ιδρωμένα να κολλάνε στους κροτάφους.
Κανείς δεν την πίστευε γιατί ήταν γυναίκα, μόνο όταν ακουγόταν το
πρώτο κλάμα ένιωθες τη μακρινή δικαιοσύνη του σύμπαντος σαν ένα
φόρεμα γκρίζο γιορτινό, απ’ άκρη σ’ άκρη ν’ ανεμίζει, ν’ απλώνεται να
σκεπάζει τέλος των ανθρώπων τη γύμνια.

[ΗΤΑΝ ΠΟΥ Ο ΜΠΡΕΧΤ]

ήταν που ο Μπρεχτ
χρειαζόταν πολλά
τον κόσμο για ν’ αλλάξει
κι εγώ δεν διέθετα
παρά τη λευκότητα μιας
πολυφορεμένης συνείδησης

ΜΑΡΙΑ

όταν με λένε Μαρία
κρύβομαι σ’ ένα σπίτι με γκρίζα μαλλιά
ρυτιδωμένα σεμεδάκια
πάνω στα δάχτυλα που με κυνηγούν
πλήκτρα αρπακτικά
του Βιβάλντι
ήσυχα τελειώνουν οι εποχές
απομένει ένα πουλί καρφωμένο στον τοίχο
η πλάτη ολόισια στον ρυθμό της ταφής
το κεφάλι στο πλάι σκυμμένο
εγκυμονούν κινδύνους τα υστερόγραφα
έπαψα να φοβάμαι
το χρώμα της μέλισσας στα μισόκλειστα χείλη
ακόμα μια φορά αλλάζω το σώμα μου
ας κρατήσει κάποιος το ίσο, Μαρία
έστω μια μικρή γωνιά από χώμα
να σκαρφαλώνει ο κισσός
να κρύβει το πρόσωπο
το ριζικό
προσωρινά το παράθυρο
δανείζομαι την πραγματικότητα
τη μέσα του ύδατος ρωγμή
τώρα το ξέρω

το πρώτο σκαλί ήταν θάλασσα
σε κίνηση αργή έφευγε κι ερχόταν

δεν φανερώθηκε ποτέ

ΑΝΟΙΞΗ

έχουμε
να πούμε μιαν άνοιξη
πες
πως δεν υπάρχει
αριθμητής
να κρατάει το στήθος
κι ο σκύλος
ενδόμυχος
έκαψε
να γυρεύει τους σφυγμούς του
κι ο τοίχος
γκρεμίστηκε μέσα στα δάχτυλα
κι ο βήχας ακούστηκε μακρινός
κι έγιναν στάχτη
και μπούρμπερη
όλα τα συντρίμμια του κόσμου
και τα τρένα κοιτάχτηκαν κατάματα
αγνοώντας επιδεικτικά
τις μικρές ανεμώνες
των παραθύρων τους
ήταν κι εκείνη η άνοιξη
τελεσίδικη
σαν υπόσχεση
βαθιά στην ανάσα της μάσκας
ήταν κι εκείνη η άνοιξη
που έπρεπε να ειπωθεί

ΜΑΥΡΗ ΓΡΑΜΜΗ

κι όταν πέθανε η μητέρα
η Μαρία έτρεξε να πάρει τη θέση της
-στη βαριά αντικέ πολυθρόνα
δεν άλλαξε θέση –
μόνο πρόσεχε σχολαστικά
να μην ακουμπά η πλάτη στον τοίχο

μάλωναν συχνά γι’ αυτό

όταν έβλεπε το σημάδι
τη σήκωνε αγκαλιά
την ακουμπούσε βίαια στο πάτωμα
η γριά καταριόταν και μούντζωνε
κλαίγοντας μ’ αναφιλητά
έχωνε τα χέρια στην κατουρημένη κιλότα
είμαι χελώνα έλεγε
αυτή μου έκλεψε το καβούκι μου
η Μαρία έφτυνε πάνω στη μαύρη γραμμή
γέρνοντας το κεφάλι της πότε δεξιά πότε αριστερά
έτριβε με μανία
ένα σύννεφο γκρίζο απλωνόταν στο δωμάτιο

όταν τελείωνε έγλειφε ηδονικά
τα δάχτυλα του δεξιού χεριού
τοποθετούσε τη μητέρα στη θέση της
σκέπαζε τα πόδια με τη μάλλινη εμπριμέ κουβέρτα

σε λίγο θα πιάσει βροχή
μονολογούσε
στην κουζίνα πηγαίνοντας να ετοιμάσει το τσάι

.

ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ (2021)

Στον Αλέξανδρο

όταν βρεθούμε μία μέρα
θα έχουμε την ίδια ηλικία
έτσι θα καταλάβεις το κλάμα μου
μέσα στα άσπρα σου μαλλιά
τότε θα ξαναζήσουμε τις ώρες που χάσαμε
διαβάζοντας τους «τριάντα απ’ το Παρίσι»
μέχρι να πέσει ο πυρετός
μικρό κορίτσι εγώ να σε νοιάζομαι
μικρό αγόρι εσύ να πιστεύεις τα ψέματα

Μέσα στη νύχτα

μην χρησιμοποιείτε
άλλα επίθετα
στους διαδρόμους
το ποίημα
παραμένει αθώο
ο κήπος
στο βάθος
στόμα και μάτια και μαλλιά
το δέντρο
κάτω απ’ τη ρίζα
του Ντύλαν Τόμας το κερί
να λιώνει
ν’ αδειάζει από μέσα
πάνω στο ύφασμα της κοιλιάς
να στεγνώνει
και πάλι
κανένας προσδιορισμός
δεν είναι πιο ασφαλής
από μια νυχτερίδα
ολόλευκη
που έρχεται απ’ το ποτήρι σου
μέσα στη νύχτα

Στον καμβά

Η μητέρα όταν ήθελε να με τιμωρήσει
ζωγράφιζε μια άδεια πλατεία
και με τοποθετούσε στο κέντρο ξυπόλητη
μετά έσβηνε το ένα μου πόδι
έμενε το άλλο ασπρόμαυρο
να στηρίζει όλη τη γη
εγώ, αντιμιλούσα ανοίγοντας τα χέρια διάπλατα
δεκάδες γυάλινα περιστέρια πηδούσαν πάνω μου
και με ράγιζαν
το φόρεμά μου αιμορραγούσε
η μητέρα μου θύμωνε
άπλωνε μια εφημερίδα στο πάτωμα
ξέρεις πόσο μισώ το κόκκινο χρώμα
ούρλιαζε…
βουλιάζοντας με λύσσα το πινέλο της στην καρδιά μου
ζωγράφιζε κι άλλους ανθρώπους
άντρες με πρόσωπα ανεπαίσθητα
γυναίκες που τις φώναζε «Μαρία»
τώρα όλοι θα μάθουν για σένα
μου έλεγε χαμογελώντας χαιρέκακα
εκτός αν κλάψεις
εκτός αν κλάψεις
κάποιες φορές που ένιωθε να φοβάται
κι ήθελε να έχει σύμμαχο τον θεό
έφτιαχνε μια μικρή εκκλησία
την άφηνε ν’ αχνοφαίνεται στο βάθος
μια μικρή εκκλησία… πέντε μαρμάρινα σκαλιά όλα κι όλα
το ξημέρωμα η πλατεία σιγά-σιγά ερήμωνε
τώρα μπορείς να πας στο κρεβάτι σου
μου έλεγε κουρασμένα
α… στάσου να σε βοηθήσω
και πάταγε δυο άνισες ευθείες στον καμβά…
το πόδι που μου έλειπε
ασπρόμαυρο κι εκείνο

Γενέθλιο ποίημα

ένα ποτήρι μισοάδειο
κρατούσαν τα μικρά σου χεράκια
έξω κόρναρε το σχολικό λεωφορείο
κι εγώ έφτυνα στο πάτωμα την τελευταία γουλιά
να προλάβεις να τρέξεις
να προλάβεις να μεγαλώσεις
να προλάβω να σε γνωρίσω απ’ τη σιωπή
εμείς που γεννηθήκαμε απ’ το ίδιο γάλα
ποτέ δε μάθαμε ποιος δρόμος ήταν ο καλύτερος

Ένας Δημήτρης

ένας Δημήτρης
καταγάλανος
τον ξέχασαν στη θέση του
να κοιτάζει απ’ τις πατούσες
τριών χρόνων γέροντας
με πρόσωπο παιδικό
εκτεθειμένος σ’ όλα τα νησιά
μ’ ένα μακό σαν εγκατάλειψη
και ψάθινο Καπέλο
κι όλο μεγάλωναν τα μάτια του
βότσαλα γίνονταν που έχαναν το σχήμα τους
συγκρατώντας με κόπο τη στάθμη της θάλασσας
κι όλο μεγάλωναν
όλο μεγάλωναν κι απλώνονταν
με φωνές απ’ τα μάγουλα
κάτι παιδιά που έπαιζαν ανέμελα πιο πέρα

Πού είσαι;

η αυλή με τους μαύρους κορμούς
απόκριση απ’ τα βάθη
στην καγκελόπορτα το σπίτι κλειστό
αποκαΐδια
εκείνο το σκιάχτρο φοράει τη ζακέτα σου
πόσα πουλιά σε μαχαιρώνουν
μη φοβάσαι
ακόμα σε κρατώ απ’ το χέρι
είμαι μικρή και κρυώνω
πού είσαι
τώρα που φέγγει το νερό στο ποτήρι
πώς ερημώνουν έτσι τα μαλλιά σου
και σβήνεις απ’ το μαξιλάρι σου αργά
αφήνοντας τόσες σκέψεις σ’ εκκρεμότητα
άνοιξη των λευκών επιταφίων
άνοιξη των κεριών που τρεμοσβήνουν

Φυγή

η φυγή έχει να κάνει με την αλλαγή της θερμοκρασίας
ένα νηστικό σκυλί κι ένα ζευγάρι θεοσκότεινα παπούτσια
ο χρησμός φτάνει ως το μεδούλι ολοκάθαρος
αν κάποιος σου πετάξει έγκαιρα μια μάλλινη κουβέρτα
ίσως προλάβεις να σβήσεις τα μαλλιά σου
παρακάτω τα ονόματα χειρουργούνται χωρίς αναισθητικό
η συκιά είναι ο τρόπος να ριζώνεις σε όποιον τόπο ευδοκιμείς
μη φοβάσαι
οι θηλιές κρατούν τις αποστάσεις μεταξύ μας
στημένα παιχνίδια
στημένες προθέσεις
στημένα συναισθήματα
όλα τα πλήκτρα εμάς διαπράττουν
άνοιξη είναι… ο κήπος παραμένει ανθηρός
το χρυσό σου ρολόι σε αποσύνθεση
Λάζαρε δεύρο έξω

Κόκκινη ευθεία

τι θα μισήσεις περισσότερο
τώρα που άναψες το φως όλα μοιάζουν δικά σου
μόνο αυτήν την πολυθρόνα νοστάλγησα
ίσως τη μόνη σου τύψη
πώς γίνεται ύστερα από τόσες μαχαιριές
να μην αποστηθίσεις την κόκκινη ευθεία
ο θάνατος σε προστατεύει
όσο η μουσική κάτω απ’ το χώμα παραμένει εχέμυθη
χόρεψε τώρα που είσαι νεκρός
τα καλοκαιρινά χορτάρια ψηλώνουν γρήγορα
θα παρασύρουν
τα χέρια μου
τα παπούτσια σου
τα μάτια του σκύλου
κανένας σταυρός για σένα
μόλις βεβαιώθηκα πως υπάρχεις
μ’ όλη αυτή την παγωνιά στο πλακόστρωτο
μ’ όλη αυτή την ερημιά στο χερούλι της πόρτας

*

κάθε θάνατος έχει τον ουρανό τον
μισή βροχή κι ένα μικρό πτηνό ανθισμένο στο αίμα
οι εποχές παραμένουν απόρρητες
κλειδωμένες βαθιά στα κόκαλα των απάντων
εφευρίσκεις την προοπτική που σε κάνει να πιστεύεις
κι ας εκλείπει η συνέπεια της σάρκας
γνωρίζοντας πως
το ένδυμα συνεχίζεται σε μια άλλη βεβαιότητα
όπου όλα τα χρώματα είναι λευκά

.

ΠΟΡΤΑΤΙΦ  (2019)

Για Σένα

σήμερα φόρεσα το λευκό σου πουκάμισο
ανήλικη
έφτασα ως την πολυθρόνα
πού να ’ναι η έξοδος
κοίτα
τα βήματα ξεράθηκαν στο πάτωμα
το παλιό ξυπνητήρι δίπλα στον κρόταφο
κάποτε θα ξυπνούσες νεκρός
μ’ ένα κουρασμένο επιφώνημα
στα χείλη
εγώ θα διάβαζα ποιήματα της Σέξτον
καθισμένη στο χαλί
πίνοντας τον καφέ σου τον πικρό
«είμαι στα δυο κομμένη»
έλα να με νικήσεις
οκτώ και μισή
ένα σύντομο φως κινείται στον τοίχο
κεντρί από μέλισσα
μοιάζει
ξεκρέμασα το παράθυρο
για σένα το έκανα
κάποια τσιμπήματα είναι επικίνδυνα
πάνε δυο χρόνια
έπλυνα τη σκιά σου στον τοίχο
τα χέρια μόνο ήτανε καθαρά
τα έθαψα στη γλάστρα με την αλόη
έκλαψα γοερά και σε φίλησα
σε φίλησα
για πάντα


Για να μου μοιάζει

κάποτε οι άνθρωποι
θα μιλούν ψιθυριστά
σα να Επέστρεψαν από μέσα τους
έξω θα χάνει παγωνιά
σα να ’ναι ο κόσμος αλήθεια
κι η ζητιάνα στη γωνία
θα φοράει το παλιό μου παλτό
για να μου μοιάζει
κάθε που δίνει πίσω τα ρέστα

[συχνά έπαιρνε την ψάθινη καρέκλα του]

συχνά έπαιρνε την ψάθινη καρέκλα του και κρυβόταν στη λιακάδα του
κήπου…
μπροστά του ένα τσίγκινο τραπεζάκι με το νερό και τα τσιγάρα του…
ποτέ κανένας δεν τον έψαξε εκεί κι ας υπήρχαν τόσες αποδείξεις…
ανάμεσα από ώμους ξεριζωμένους η σάρκα μόνη, ερημική, σκαρφάλωνε
στο δέντρο ώσπου να φτάσει το πρώτο κελάηδισμα… μετά χαμήλωνε,
βυθιζόταν… βυθιζόταν εντός του ολόγυμνη… μόνο για να κλέψει λίγη
ψυχή, λίγα φτερά, λίγα ψίχουλα…

Το σπίτι που αφήσαμε

το σπίτι που αφήσαμε
δυο λέξεις προσευχή
μπροστά από πιάτα λευκά
και ποτήρια με μεγάλους κορμούς
που ψήλωναν και γίνονταν κυπαρίσσια
κάποιοι είπαν
πως ευθύνονταν οι Κυριακές
το κυριακάτικο μπάρμπεκιου
τα κόκκινα ίχνη των αμνών
στις γάμπες των γειτόνων
η φωτιά που τσίριζε πάνω στο δέρμα
η ομπρέλα στο γρασίδι
που έμενε πάντα ανοιχτή
οι στάχτες
που σκέπαζαν τα καλοκαίρια μας
ο άνεμος που ήταν στεριανός

Ψευδαίσθηση

μνήμες αντίθετες
σπίτι στα δύο
ποιο απ’ τα δύο…
συσκευάζω τα σώματα
διαμελισμένα
χωρούν
το ένα στο άλλο
άδειες καρέκλες
μονόλογος
επίδοξοι ένοικοι
αδειάζουν τους καθρέφτες
αντίλαλος
από μαύρα μαλλιά
ξεριζώνουν τη σκάλα
το γιασεμί στο μπαλκόνι
ουρλιάζει
εφημερίδες στο πάτωμα
ανοιχτό το παράθυρο
υποτροπίασε
το κερί στο τραπέζι
το δωμάτιο ψευδαίσθηση
χάθηκε
κανείς δεν ανέλαβε
επισήμως την ευθύνη

Απροστάτευτες

ακατόρθωτοι άνθρωποι
αμίλητοι πεθαίνετε
κλείνοντας μόνοι τα μάτια
αργότερα
θα θυμηθείτε απ’ τη μνήμη
το λιβάδι που γλιστρούσε
στον άνεμο
τις παπαρούνες που έτριζαν
απροστάτευτες

[βαδίζω ευθεία τη σταγόνα]

βαδίζω ευθεία τη σταγόνα
που μ’ ανεβαίνει
κατάκοπη
ανασαίνοντας λάθος αέρα
πώς να προφτάσω
οι παλιοί φίλοι
κολυμπούν πλάι σε πτώματα
θα ’ρθουν νωρίτερα στα χείλη μου
νυσταγμένοι από αίμα

[τόσο πολύ μας τρόμαζε εκείνη η θάλασσα]

τόσο πολύ μας τρόμαζε εκείνη η θάλασσα… ο βυθός της ήταν ένα μαύρο
φεγγάρι που μεγάλωνε και χανόταν ανάμεσα σε χαλασμένα ποδήλατα,
ρόδες αυτοκινήτων, μπουκάλια από ανεπίδοτες επιστολές… μας τρόμαζε
αυτή η ξενιτιά ως την τελευταία πράξη των σωμάτων… ναι… κάποιοι
επέμεναν να επιπλέουν παριστάνοντας τους νεκρούς… αυτόπτες μάρτυρες
έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχαν…

Κατάματα

τη βάρκα
με τις χίλιες φωνές
έλυσαν απ’ τη θάλασσα
έχουν το ίδιο πρόσωπο οι νεκροί
όταν κοιτάζουν το φεγγάρι
τα χνώτα τους ταχυδρομούνται
αναλφάβητα
για να προφτάσουν τις ειδήσεις των οκτώ
μια πολυθρόνα παλιά
κομμάτι από σάρκα
στα κύματα
κι ο σώζων εαυτόν ακανθώνεται
προσεχώς
ένα παπούτσι μικρό επιπλέει
ένα παπούτσι τυφλό
με κοιτάζει κατάματα

[χιλιάδες οχιές]

χιλιάδες οχιές
κοιτάζουν απ’ τα μάτια μου
μαύρες και κίτρινες ώρες
σβήσε το φως
το δάγκωμα ν’ ακούγεται δυνατά
στην πληγή να σφυρίζει ο αέρας
μέσα της
το δηλητήριο
χορταίνω

Ένα πουκάμισο μακρινό

όλα έμειναν πίσω
μακρινά και φωταγωγημένα
κάποτε ο δολοφόνος επιστρέφει
αναζητώντας
κάποιο ξεχασμένο πουκάμισο
βαθιά στη ντουλάπα
οι γείτονες τον ακούν με σεβασμό
ν’ ανοίγει την πόρτα
να εισχωρεί
στο χαμένο του σώμα
να διώχνει τα πουλιά απ’ την πληγή της μασχάλης
εκείνα να φτερουγίζουν στο σαλόνι
να τρώνε τη γυναίκα μέσα στην κιμωλία
το άδειο δωμάτιο
το τελευταίο της γέλιο…
κι όλα να μένουν πίσω
ένα πουκάμισο μακρινό

Ακίνητοι φεύγουμε

κάτι άλλο συμβαίνει
κι o κόσμος γεννήθηκε δικός τους
τίποτα δε θ’ αλλάξει
πορευόμαστε με σπασμένες αρθρώσεις
να φτάνει η θάλασσα ως τα μάτια
να πνίγει τον θεό
που κοιμάται στην κούνια του
να σκοτώνει τα λευκά πουλιά στο μαξιλάρι
αυτό που δε νιώσαμε
ξέρει καλά την πληγή μας
ακίνητοι φεύγουμε
τόσο μικρός ο αέρας που ανοίγει την πόρτα
ίσως και να χωρέσουμε στο τράνταγμα του φύλλου
την ώρα που αγγίζει το χώμα

Πιο νωρίς

οι φτέρνες μου από μαύρο πανί
άδειο το χώμα
σκοτάδι σαν αναπνοή
τα ποντίκια λευκά δραπετεύουν
δεν θυμάμαι τον τρόμο
κάποιος μου έλεγε να πιστέψω
ήξερε πιο νωρίς απ’ τον θάνατο
γελούσα και χόρευα
γελούσα και χόρευα
ανοιγοκλείνοντας τα χείλη

Κι έτσι περνάνε τα χρόνια

Η Μαρία δεν έχει πρόσωπο να φοβάται
όταν βραδιάζει φοράει ένα φόρεμα λευκό
κρύβεται στις παλιές φωτογραφίες
χορεύει ανάμεσα σε ασπρόμαυρους ανθρώπους
κι έτσι περνάνε τα χρόνια
χωρίς να την πιστεύει κανένας
όταν κουράζεται
κάθεται σε μια ξύλινη καρέκλα
ένα ολόλευκο φύλλο
κατρακυλάει απ’ τον ουρανό
στέκεται στα μαλλιά της
γύρω ασπρόμαυροι άνθρωποι
σταυρώνει τα χέρια
ακολουθεί τα ήσυχα μάτια τους
γέρνει το κεφάλι στο πλάι
χαμογελάει μαζί τους
ένα ολομόναχο φύλλο κυλάει στα πόδια της

[ξαναπές μου εκείνο το παραμύθι]

ξαναπές μου εκείνο το παραμύθι να κοιμηθώ στον λαιμό σου
λέξη προς λέξη θα μαζεύω τα ψίχουλα στην παλάμη μου
κι ας μη θέλω να γυρίσω πουθενά
εκείνοι που στο τέλος έζησαν καλύτερα, με δολοφόνησαν μια νύχτα που
κοίταζα το φεγγάρι
ύστερα άφησαν ένα κόκκινο μπαλόνι να πετάξει ψηλά
έκτοτε από στόμα σε στόμα αγνοείται η ζωή μου
όμως δεν έχω παράπονο
με λάθος όνομα τους συστήθηκα νομίζοντας πως η απουσία κάνει τη
ματιά πιο τρυφερή
ύστερα γονάτισα μέσα μου και γεννήθηκα μόνη
μ’ ένα λευκό σημάδι σε χρόνο μέλλοντα
όπως τ’ αγγίγματα τ’ αληθινά
έτσι με γνώρισες…
έτσι σε γνώρισα…

Τις Κυριακές

οι νεκροί φορούσαν τα καλά τους και μας επισκέπτονταν
έμπαιναν στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας
που έμενε πάντα ανοιχτή
δεν κάθονταν μαζί μας στο τραπέζι
τους τρόμαζε
το λευκό τραπεζομάντιλο
οι μεγάλες μπουκιές
στις επιστήθιες συζητήσεις των φίλων
το νερό στα ποτήρια που άδειαζε
όμως
μας κοίταζαν
μας κοίταζαν
με ολόκληρες τις τρύπες των ματιών τους
μετρώντας χιλιόμετρα ως τον σκύλο που γαύγιζε
έφευγαν απ’ την πόρτα της κουζίνας
που έμενε πάντα ανοιχτή

[επιστρέφω]

επιστρέφω
απ’ την ίδια ρυτίδα
κλωτσώντας το πορτοκάλι
που σάπιζε
στα μαλλιά μου
το φεγγάρι ένα ψεύτικο φως
στο παράθυρο
κανένας ίσκιος
δε χωράει το σώμα μου
μη με φωνάζεις άδικα
«Μαρία»

.

ΕΙΣ ΑΤΟΠΟΝ (2017)

ΤΥΧΑΙΑ

κλείσε την πόρτα
ο κόσμος είναι
ένας σπασμένος καθρέφτης
από το ίδιο σώμα
θα μπεις στο δωμάτιο
πατώντας σε φύλλα ξερά
που θυμούνται
μη με κοιτάξεις στα μάτια
δεν έχεις πρόσωπο να λυπάται
τους ίσκιους
τυχαία φώναξες τ’ όνομά μου
και γύρισα

ΦΟΒΑΜΑΙ

δύο άνθρωποι
τέσσερις
ίσως οκτώ
το κεφάλι του σκύλου
ανάβει και σβήνει
γύρω
ποτήρια με χείλη
κεφαλαία μικρά
το ψωμί που τελειώνει
σκοτάδι
αφαιρώ από τον ίσκιο μου
τα πουλιά
τώρα που κανείς
δεν κοιτάζει το δάσος
πόσο φοβάμαι
το κλαδί που χτυπάει
στο παράθυρο

ΜΕ ΤΡΟΜΟ

μέσα στα κόκκινα σπουργίτια
διψούσε
η φωνή της
δυο αγκάθια ουρανός
καρφωμένα στον φάρυγγα
από τα μάτια
το σκοινί
ερχόταν με τρόμο
δάγκωνε ο αέρας
τη μαύρη γριά
που γελούσε
ο τρελός
κερνούσε κρασί απ’ τις χούφτες του
κι η μουσική έσερνε
ένα πεθαμένο ποντίκι
σ’ εκείνο το δέντρο
που δεν είχε σκιά
κάποιος επέμενε
να ξεχνά
την καρέκλα του 

ΤΙΠΟΤΑ

εκείνοι
οι άνθρωποι
ακόμα
παραμονεύουν τα μάτια μου
όμως δεν έχω
τίποτα
πλέον να σώσω
εκτός απ’ το καρφί
που ακόμα κρατάει το μυαλό μου
λευκό
κι ένα φύλλο μεσημεριού
λαχανιασμένο
που ξέμεινε ν’ αφουγκράζεται
τη σιωπή
μέσα απ’ τη χαραμάδα της πόρτας

ΕΙΣ ΑΤΟΠΟΝ

φορώ το πρόσωπό σου όταν νυχτώνει
τα παγωμένα μονοπάτια στο μέτωπο
με τα τρεχούμενα λουλούδια στο βλέμμα
Τις λέξεις σου φορώ
που συνεχίζουν τις μορφές
από σελίδα σε σελίδα ως να ξεχάσουν
με σώματα φθαρμένα από χάδια και ψιθύρους
Τα χέρια σου φορώ συλλογισμένα
να σκάβουν τον πλησίον
περιμένοντας την καρδιά του ν’ απλωθεί καλοσύνη τρεμάμενη
Τη γλώσσα που μ’ επινόησε μιλώ με τη φωνή σου
χαμηλώνοντας τη μουσική στον πρώτο αναγκαίο θάνατο
μόνο γιατί κάποιος έπρεπε να χαϊδεύει μια καρέκλα άδεια
κι εγώ να ερημώνω μαζί του
καθαρίζοντας τα πλήκτρα απ’ τα δαχτυλικά αποτυπώματα
πριν ξημερώσει μη με βρεις

ΘΥΜΑΜΑΙ

ήμουν σε κείνο το δωμάτιο
θυμάμαι
κάτω απ’ τις πατημασιές
των αλόγων
θαμμένη για χρόνια
δεν είχα πια μαλλιά να κρατηθώ
η φωνή μου
άλλαζε δέρμα στο πάτωμα
και τα μάτια … τα μάτια μου
άδεια γραμμή
που περίμενε
κάποιος να σπάσει την πόρτα
στον τοίχο ψηλά
ένας Χριστός καρφωμένος
μαχόταν για την ψυχή μου
με τα χέρια σταυρωμένα
στο στήθος
πιο κάτω
το σιδερένιο κρεβάτι
λευκή επιμονή
τσαλακωμένη
στη σάρκα
κι η πολυθρόνα
στο χείλος του γκρεμού
-στους κίτρινους φίλους άρεσε
από κοντά
να θαυμάζουν το θάνατο-
δυτικά το παράθυρο
μισάνοιχτο
χελιδόνια λευκά στις κουρτίνες
όταν φυσούσε
έτρεχαν στο φεγγάρι
κι επέστρεφαν
επέστρεφαν
χιλιάδες επέστρεφαν
κι ακουμπούσαν απαλά
τα φτερά τους
στο πάτωμα

ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ

οι αμυχές
στις στάχτες του
μύριζαν πορτοκάλι
χρειαζόταν
επειγόντως
ένα εύπιστο κύμα
το καράβι
στο βάθος
ήταν αθώο
έσβηνε ένα ένα
τα φώτα
και χανόταν

Θ’ ΑΦΗΣΩ

θ’ αφήσω
στο τελευταίο σκαλοπάτι
όρθιο ρούχο το σώμα μου
να θυμάται
ένα σπασμένο γιασεμί γινωμένο από λόγια
ψηλά
το παράθυρο της νύχτας
άδειο από μάτια και φεγγάρια
θ’ αφήσω
στο κουρασμένο περβάζι
τον ποιητή που ήξερε
πως θα γίνει θάνατος μια μέρα
το φως ανοιχτό
γεμάτο από σκύλους
θ’ αφήσω
ένα λιωμένο πορτοκάλι
να κυλάει να κυλάει
ως να βυθίζεται
μες στα φθαρμένα μου παπούτσια

ΣΑΝ ΚΑΤΙ … ΣΑΝ ΤΙΠΟΤΑ

χιτώνες κενοί μαραμένοι
θα σμίξουν στον ύπνο μας
τους ώμους της εγκόσμιας μοναξιάς
τρυφερά θ’ αγκαλιάσουν
τα τραύματα πορφυρά μελιστάλαχτα
θα έχουν κοπάσει
στους αγκώνες των οικείων
γδαρμένες οι πόρτες
θ’ ανοίξουν
-άγνωστα αρχικά, σιωπή να θυμίζουν-
χίλιες σκιές … ύστερα χώμα
κι ο χρόνος στα οστά του κρυμμένος
απόηχος από άδεια αγγίγματα
σαν κάτι … σαν τίποτα
ποτέ
να συνέβη

ΠΟΤΕ ΔΕ ΜΑΘΑΜΕ

με την ειρήνη του άγνωστου χεριού
πονέσαμε
αλλάζοντας χάραμα
κι ο ορίζοντας καρφωμένος πισώπλατα
δεν είδαμε τη θάλασσα να κοκκινίζει…
δύσκολη πληγή η γραφή μας
ποτέ δε μάθαμε

ΠΙΣΩ ΜΗ ΔΕΙΣ

το ίδιο δάσος μας ακολουθεί
με τα δέντρα και τα πουλιά και τα φύλλα
με το ποτάμι ραγισμένο
στου κοριτσιού τη μεγάλη φωνή
-το φόρεμά του πνίγηκε μονάχα-
το ίδιο δάσος…
στις παρομοιώσεις των σκιών αδηφάγο
στων κυνηγών τ’ απαράλλαχτα μάτια
ανυποψίαστο
το ίδιο δάσος μας ψιθυρίζει
πίσω μη δεις.

ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ

χθες κάποιος μίλησε
για το παιδί με το πέτρινο ράμφος
που έγδερνε τη μορφή του στο τζάμι
ουρλιάζοντας πως είναι πουλί
και το ραδιόφωνο έπαιζε στη διαπασών
τους ανθρώπους που φώναζαν «ψέματα»
και δίπλωναν τον ουρανό στα λερωμένα μαντίλια τους
στα δύο, στα τέσσερα, στα οκτώ…
φτύνοντας τα φτερά του
-θέλημα αγνώστου πατρός-
στο χώμα

ΧΩΜΑΤΙΝΟ

κάθε πρωί
ο ίδιος κήπος ξημερώνει
λευκά κεφάλια λουλουδιών
ακίνητα στο νερό
νιώθω το σώμα που λείπει
σφαγμένο στη δίψα
μ’ όλο το χάδι στους ώμους
χωμάτινο

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

ο πατέρας μου
δεν άφηνε κανέναν
να κάθεται στο παγκάκι
«περιμένω τα βήματα», έλεγε
να μ’ ελευθερώσουν
είχε μια πληγή από σοκολάτα στο στήθος
κι όλο έδειχνε τα χέρια του
που ήτανε καθαρά
άρχιζε, λησμονώντας πως με λένε
μετά θυμόταν
το τσαλακωμένο χαρτί
στο παλτό του
«στα σκουπίδια να ψάχνεις την αλήθεια,
Μαρία»…
ο πατέρας μου
κοιμήθηκε
για να πεθάνει
στα ψέματα
έτσι δεν καλυτέρεψε τον κόσμο
του άρεσε μόνο
να παίζει φυσαρμόνικα
κοιτάζοντας τα πουλιά

ΣΕ ΑΛΛΟ ΧΡΟΝΟ

μιλήσαμε δυνατά
λέξεις που σκέφτονταν
στο βάθος του καθρέφτη
το φεγγάρι κομμένο στα μάτια
σ’ έναν άλλο χρόνο
η ώρα ήταν περασμένη
μια μνήμη μονάχα για τόσους νεκρούς
κι είπες να παραμείνουμε σοφοί
ως την επόμενη παράγραφο

ΣΑΝ ΤΟΤΕ

μας κοιτάζουν
με μάτια ιδρωμένα
στις θεατρικές ανάσες τους
λικνίζοντας τα λόγια
ύστερα γυρίζουν πρόσωπο αργά
σα να ’ταν οι ώρες μας δικές τους
και τα καρφιά ξεκολλάνε απ’ τη λήγουσα
όπως τότε που φωνάζαμε
φτου ξελευθερία
κι εννοούσαμε
τη μοναδική θάλασσα που μας γνώριζε

όχι η ελπίδα
τ’ αγάλματα
πεθαίνουν τελευταία

10°

ακίνητη στέκομαι
στην πληγή σου
τελειώνει το χώμα

11°

ούτε ο ουρανός
ούτε η γη
τα σύννεφα μας κρίνουν

12°

κι όλο βυθίζω τον άνεμο
στους καιρούς της ψυχής
ως να λυγίσει το δέντρο
να φοβηθούν τα πουλιά
να πετάξουν

13°

Απόστροφος ήσουν
πριν γυρίσεις το μάγουλο
μετά ο κόσμος άλλαξε
σταγόνες έπεφταν δυνατά
στην άγνωστη εποχή
των δαχτύλων
δεν είχαν λόγο τα δέντρα

.

ΣΕ ΣΤ(Η)ΧΟ ΠΛΑΓΙΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ (2014)

Στο θάμπος των φθόγγων
πριν απ’ τα μάτια
ξημερώνει

Με μνήμη θεατή
ποθείς
κι ας σε ορίζουν
τα φεγγάρια

Με ρύσεις αυτοάνοσες
συγχώρεσα
περαστική απ’ τον καθρέφτη

Πριν με διαβάσουν
τα συνθήματα
στο τελευταίο λευκό
αποσύρομαι
με την ομίχλη πρόσχημα
μη με ζητήσεις
είναι πιο έντιμη η νύχτα

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΘΕΣΗ

Έμαθα να σου γράφω απ’ την ίδια θέση
μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο
όλα μπορούν να συμβούν
Τα παιδιά ήδη έπαψαν να στοχεύουν στο τέρμα
τώρα που οι λέξεις κατάντησαν προσβάσιμες
κι ένα ύποπτο μακό
κρεμασμένο στον ξύλινο πάσσαλο
απειλεί το φεγγάρι
Κι ο μεθυσμένος σκέφτεται δυνατά
πως ν’ αγαπήσει τον πρώτο τυχόντα
πουλώντας το τελευταίο χάδι
που κάποιος ξέχασε στον ώμο του
σε τιμή ευκαιρίας
Ναι συνέβη κι αυτό
το νυχτολούλουδο γέμισε αμυχές
των περαστικών τις ανάσες
θαρρώ ο κόσμος άλλαξε για λίγο
σωπαίνοντας βαθιά κάτω απ’ το ίδιο δέντρο
μπροστά στο αδέσποτο που εκποίησε τα τραύματά του
για λόγους τιμής
Έμαθα να σου γράφω απ’ την ίδια θέση
μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο
όλα μπορούν να συμβούν
μονάχα να ξέρεις
στα σημεία στίξης χαμηλώνω το φως

ΟΤΑΝ ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ

Εν μέσω προστακτικών
κυριολεκτείς
σε χρόνο
παρανάλωμα του τώρα
Στα γόνατα
σε προσπερνά η θάλασσα
το σημείο σου στον ορίζοντα
προς ενοικίαση
αλμυρός προορισμός
που μονάχα τη νύχτα σημαίνει
όταν σβήνουν τα φώτα

ΠΑΛΙ ΕΣΥ

Απ’ την αρχή σε πλάθω
δάσος ανεξιχνίαστο
δίχως ρινίσματα ουρανού
φύλλα γεμίζω τις ουλές
ανεμώνες το στήθος που μ’ ανάσανε
Ήμουνα καλοκαίρι ανορθόγραφο
όταν με πρωτοδιάβασες
σε φθόγγους αλμυρούς
υποτροπίαζα
κι ο εξοστρακισμός μου
σημάδια κόκκινα στο δέρμα
Απ’ την αρχή σε πλάθω
γύρω από λίμνες βαθυγάλανες
ξαποσταίνουν τα χρόνια μου
δίσεκτα φυλλοβόλα
κι όταν αλλάζω μοναξιά
πάλι εσύ
βάτος καιόμενη να μεριμνείς
μη σκονιστεί το θαύμα

ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Η πεταλούδα
τα φτερά της
χαϊδεύει
σκόνη λευκή
στο πάτωμα
γλυκιά η πλάνη
ανάσες της μόδας
από τρύπες καρφίτσας
κι ο ύπνος
θάνατος μικρός
στα ψέματα
η καρδιά χτυπάει
Σ’ ερωτεύομαι
απέναντι

ΔΕ ΘΕΛΩ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΟΥ

Δε θέλω τις λέξεις σου
έμαθα με αφρούς απ’ τα κύματα
να υφαίνω δαντέλες στη σιωπή σου
σε χάρτινους ανέμους
να ζωγραφίζω καλοτάξιδα όνειρα
Έμαθα να κλέβω ουρανό
απ’ τα φτερά των γλάρων
και να σμιλεύω σπηλιές
σε γαλάζια παραμύθια
Δε θέλω τις λέξεις σου
μέσα σε κοχύλια
έκρυψα τον ήχο της φωνής σου
να χαϊδεύει απαλά τη νοσταλγία
κάθε φορά που η θάλασσα
σωπαίνει τα τραγούδια της

ΑΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

Πόσες νύχτες
σ’ έκρυψα στο δάσος
να σε σώσω θέλησα
εντός μου
Κάποτε ον λέξεις
παύουν να μυρίζουν πυρκαγιά
κι ας στάζουν εγκαύματα
οι άκρες των φύλλων
Ανομοιοκατάληκτα σωπαίνω
ξημερώνει χειμώνας
Ας τελειώσει ο κόσμος στη βροχή
*****
Σώμα μου αντίλαλο
όπου η ψυχή μου
περισσεύει
πεινάς την πρώτη μου
φωνή

Αυτοφυείς σκιές
του τίποτα
οι πιο ακριβές μου σκέψεις

Στην εσχατιά του ακριβώς»
πληγώνονται
της μνήμης τα κενά

Όπου
οι παλιές μου
οι πληγές
συνωμοτούν την τάξη
εμένα ψάχνουν
κι ας βαθαίνω
να σωθώ

ΛΥΤΡΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Κρύβονται οι λέξεις απόψε
στου τραπεζιού τους ρόζους κουρνιάζουν
ασύνταχτη τις κυνηγώ
στ’ αγκάθια που εγκατέλειψαν
τα χέρια μου ματώνω
κηλίδες συλλέγω κι αποσύρομαι
λύτρα η νύχτα θα γυρέψει
την αμετάφραστη σιωπή μου

ΣΕΛΙΔΑ ΑΝΟΙΧΤΗ

Όσα μεγάλα μας θωρούν
βρίσκονταν από πάντα εκεί
σελίδα που έμεινε ανοιχτή
στων κάκτων τα αδιάβαστα μάτια
με του γκρεμού την υποψία
να φωλιάζει στη γλώσσα της σάρκας μυστικά
και να θροΐζει στους τρόπους που ζήσαμε
με επιείκεια φθαρμένη
ό,τι μπορεί να διστάσει στους ρυθμούς της καρδιάς

ΣΤΑ ΡΗΧΑ

Όλα εκείνα
που μου διέφυγαν
ψίχουλα
της τελευταίας γιορτής
Άνοιξε
ένα μονοπάτι
στα ρηχά
Με χνώτα
κερασμένα
θα ‘ρθει ο χρόνος
πίσω
να με αναιρέσει

ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Οι άγρυπνες
λέξεις
άηχα
στα βαθιά
το νερό
συλλαβίζουν
Μάτια
κοχύλια
κρέμασε
στο σύνορο
της νύχτας
Ύστερα
τρέξε
να κρυφτείς
κι ίσως προλάβεις
Αργεί
η μέρα
όταν
στην ερημιά της
ξημερώνει

ΣΕ ΣΤ(Η)ΧΟ ΠΛΑΓΙΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ

Ο άνθρωπος των εφτά φεγγαριών
έστυβε στις φλεγόμενες πληγές του
των υδάτων την τιμή
της γέννας του την ώρα
με νερό κι αλάτι να ξορκίσει
αλληγορία που ταξίδεψε
σ’ εφτά σημαδεμένες θάλασσες
δίχως βυθό το ύψος να ημερεύουν
ένοχος για το σκοτάδι των αθώων
αθώος για το αίμα που έκρυψε
στο νεύμα το εσπερινό
των ποιητών που χάθηκαν
εξόριστος απ’ τις σπηλιές
που οι κλωστές των αστεριών
μεθούν σε δισκοπότηρα ασημένια
Ο άνθρωπος των εφτά φεγγαριών
στέρεψε μια νύχτα σαστισμένη
το όνειρο που μοιράστηκε
στων ανέμων την αστείρευτη οργή
οργή που θρυμματίστηκε
σε παύση από στΗχο πλάγιο και μόνο

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΘΡΑΝΙΟ

Τα παιδιά στο τελευταίο θρανίο
έμαθαν πάντα να λείπουν
κάποτε στον απόηχο των ψιθύρων τους
την παρουσία τους ζητιάνεψαν
μα ήταν μάταιο σε τόσες απουσίες
Στο πλάι έμαθαν να γέρνουν το κεφάλι
μπροστά για να κοιτάξουν
κι όταν κουράζονταν
το βλέμμα έστρεφαν στο τζάμι
με τα πουλιά για να πετάξουν
ερήμην ουρανού

ΣΤΗ ΣΟΦΙΤΑ

Τόσα δωμάτια εντός μου
κάθε μέρα κι από ένα τακτοποιώ
τελευταία τη σοφίτα αφήνω
κι ας με χλευάζει η θέα στον ακάλυπτο
Ρέστα από προηγούμενες ζωές
τα κέρματα κάτω απ’ το κρεβάτι
την αισθητική μου προκαλούν
όμως συνήθισα
το ελλιπές υπόλοιπο να μη γνωρίζω
αφού των αριθμών η ακρίβεια
δε με συμπάθησε ποτέ
Κι όμως ό,τι μου ζήτησαν έδωσα
ακρωτηριασμένη ως το δέκα μετρούσα
κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή

ΠΑΡΟΥΣΑ

Στον ακάλυπτο
δημοπρασία ψιχίων
εκτελείται
Γδαρμένος αέρας
στις εκπνοές
των παραθύρων
Της μαργαρίτας
ο μίσχος
σπασμένος
σε χιλιάδες μάτια
Λέξη τσιγγάνα
αιωρούμουν
μ’ ένα φωνήεν κίτρινο
στον κρόταφο
Αστόχησα
Προκαταβολές
δε γίνονταν δεκτές
***
Λέξεις αγάλματα
αχάιδευτα
σημεία των καιρών
απέναντι
δεν έχουν πια

Σε δείχτες ματωμένους
εκκρεμούμε
ασπόνδυλοι υπό σκιάν

Με τα δικά τους μάτια
Κοιταζόμαστε
Κι ούτε που κλαίμε πια

Σε κάθε σκέψη μου γενναία
υπάρχει ένα δωμάτιο πληγωμένο
μ’ ένα τραπέζι ακάνθινο
και μια κραυγή χελιδονιού
στο κέντρο του
να φτερουγίζει τ’ όνομά μου

ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΝΑΠΝΟΗΣ

Κάθε μέρα με νέους τρόπους
συμπάσχεις στην τελευταία σου λέξη
δεν ξέρω πως να φοβηθώ
συνήθισα ν’ ανάβω τσιγάρο
όταν ανταποκρίνεσαι στις εκκλήσεις
Είναι που ο Μπρεχτ
χρειαζόταν πολλά
τον κόσμο για ν’ αλλάξει
κι εγώ δε διέθετα παρά τη λευκότητα
μιας πολυφορεμένης συνείδησης
Κι όταν ο Θεός αποφάσισε ν’ αναμετρηθεί
με τις σκιές των άδικα μαχόμενων
επέζησα σκάβοντας πρόσωπα
προσηλωμένα στο τίποτα
συλλαβίζοντας τις καλές μου προθέσεις
σε απόσταση αναπνοής

ΔΕ ΣΕ ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΙΑ

Από στόμα σε στόμα
η λήθη
μεταδόθηκε
Κάποιοι σκορπίσαμε
στα μάτια των παιδιών
για να σωθούμε
Κι εσύ που στένευες
όλο και περισσότερο
κέρδισες το σταυρό σου έντιμα
χωρώντας στα χαμόγελα
των άλλων
Εκεί να μείνεις
να επιβιώνεις
άταφος
Τώρα που γνωριστήκαμε
δε σε φοβάμαι πια

ΟΛΑ ΗΤΑΝ ΠΙΘΑΝΑ

Μπαίνω στον κόσμο
απ’ το παλιό σου μέτωπο
κάτω απ’ το δέρμα σου
χαϊδεύω τελείες
αποσιωπώ
το κρυφό μου χώμα
κι έναν ίσκιο μωβ
που ξοδεύτηκε
σε ψίχουλα βιολέτας
Κάποτε κρεμόμαστε
απ’ την ίδια μοναξιά
καρφώναμε πισώπλατα μαχαίρια
στων αγαλμάτων τη σιωπή
καπνίζαμε μαύρες αλήθειες
κι όλα ήταν πιθανά
Κάποτε ένα καράβι
έστεκε ακίνητο
στο κέντρο της πλατείας
και γύρω του ομίχλη …

ΧΕΙΡΟΝΟΜΩΝΤΑΣ

Δε θεραπεύονται
οι χειρονομίες των λεπρών
μ’ εφημερεύοντα
ανάλγητα νυστέρια
κι ας φλυαρούν
οι χαλαστές των ουρανών
πρόσφορα αλλοιωμένα
Κάτω από το πρώτο σημάδι
υπαίθρια αλυχτά η σάρκα που λείπει
Κι ύστερα νύχτα
ως να χαράξει η νέα πληγή

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΩ

Ντύθηκε ο καιρός του φιδιού το πουκάμισο
κίτρινες λέξεις με μαύρες τελείες
κανείς δε με πρόσεξε όταν πέρασα
απ’ το μάτι της βελόνας απέναντι
μ’ ένα σταυρό δίχως όνομα
στη νέα γη σταθερά
ανάπηρες οι ανάσες με κάρφωσαν
Πρέπει να μάθω απ’ την αρχή ν’ αγαπώ
μαζεύοντας τα ψίχουλα των δρόμων
μακριά απ’ τις μέρες
που έρπουν στις διαβάσεις γι’ ασφάλεια
Δυο τρία απογεύματα από το υστέρημά μου
αρκούν να μαζέψω τη γύρη
απ’ τις σιωπές που έπαψαν να σημαίνουν
κι οι νεκροί θα σκορπίσουν στη θάλασσα

ΠΑΝΩ ΑΠ’ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

Ίπταμαι πάνω απ’ το άδειο σπίτι μου
σε μια σταγόνα βροχής εγκλωβισμένη
κάποτε η πατρίδα μου
τα μάτια της θάλασσας φορούσε
τώρα ξερίζωσε και το τελευταίο κύμα
ήταν που αίμα αθώων σεργιάνιζε
με λάβαρο ελληνικό
ποιος το αντέχει
Ίπταμαι πάνω απ’ το άδειο σπίτι μου
χάδια ακρωτηριασμένα στο κατώφλι
πόσα κλειστά παράθυρα χωράνε σ’ ένα βλέμμα
η λεμονιά συννέφιασε στον κήπο
κίτρινα ψέματα που αποσύρθηκαν
ελλείψει στέρεων ημερών
Ίπταμαι πάνω απ’ το άδειο σπίτι μου
αδέξια στην εύθραυστη φυλακή μου στροβιλίζομαι
ανέκαθεν δική μου υπόθεση ήταν η πτώση
το εισιτήριο πάντα του ανέμου

.

ΦΩΣ -2 (2013)

ΕΔΩ ΘΑ ΜΕΙΝΩ

Μαθαίνω απ’ την αρχή
το κενό να κατοικώ
ανάμεσα στις λέξεις
χιλιάδες μάτια παιδικά
κι ούτε μια απορία
έξω οι απαντήσεις
πωλούνται χονδρική
υπερήλικες κι οι ερωτήσεις
κι ο νάνος χειροκροτάει
κάτω απ’ το δίχτυ
το επόμενο νούμερο
το δικό του
εδώ θα μείνω
να ματώνω τα χέρια μου
στην τριανταφυλλιά
που προσπαθεί να θυμηθεί.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Συναντήθηκαν στο σταθμό
εκεί που τα τρένα
πηγαινοφέρνουν
τις ζωές των ανθρώπων
σε παράλληλες ρόγες
είχαν αποθέσει τις ανάσες τους
χρόνια τώρα
να ασθμαίνουν στην ίδια πορεία
συγκλίνοντας στο ανεκπλήρωτο
και πάντα αυτές οι ψηλοτάκουνες γόβες
στα καλλίγραμμα πόδια της
κάθε φορά οι ίδιες
σε κάθε ραντεβού
σαν ιεροτελεστία
που έπρεπε να προσδώσει
στην επανάληψη αξία μυστηριακή
αποζητούσε τα μυτερά τακούνια τους
σ’ αυτές τις σύντομες συναντήσεις
στον ήχο τους τσάκιζε το παράπονο
που χρόνια παλλόταν μέσα της
συνθλίβοντας με μανία
τα κουρασμένα βράδια της έλλειψης
στις παγωμένες πλάκες του πεζοδρομίου
το φιλί τους ήταν απόγνωση
που έλιωσε πάνω στο έντονο κραγιόν
κι ύστερα σιωπή
βαθιά απέραντη σιωπή
από κείνες που ξέρουν να φωνάζουν
πιο δυνατά από τις λέξεις
χωρίς όμως να λυτρώνουν
αφού πάντα σχεδόν
έχουν κάτι να περιμένουν.

ΝΙΩΘΟΝΤΑΣ

Σε τελείες
κόμματα
θαυμαστικά
και πολλά ερωτηματικά
ανάμεσα
αγαπήσαμε
τη σιωπή του έρωτα
λατρέψαμε το στίχο
που έλιωσε την αμφιβολία
αγκαλιάσαμε με πείσμα
την ανέξοδη ελπίδα
νιώθοντας…

ΟΣΟ Η ΠΟΛΗ ΚΟΙΜΑΤΑΙ

Μοχθηρός ο χειμώνας και φέτος
καπηλεύεται αντιστάσεις
η καθημερινότητα αναίσχυντα σκυθρώπιασε
σε άστεγες καλή μέρες
κι η αξιοπρέπεια γονάτισε
σε λιγδερά συσσίτια
φιλάνθρωπης συγκατάβασης
χέρια που άλλοτε έκοβαν μαργαρίτες
για να στολίσουν χειμώνες
αγκαλιάζουν ευλαβικά
τη θαλπωρή της πλαστικής επιβίωσης
νοθευμένα χαμόγελα
ξεπαγιάζουν στο πεζοδρόμιο
ντυμένα πεθαμένες εφημερίδες
με γεγονότα που σώπασαν τις λέξεις
στάζοντας τα τελευταία γραμμάρια
αποστεωμένης ανθρωπιάς
η νύχτα ναρκοθετημένη
με γυάλινες οάσεις
λιώνει μεθυσμένα αστέρια
να ζεστάνει επίγεια μοναξιά
όσο η πόλη κοιμάται!

ΦΩΣ-2

Η αλήθεια είναι
πως η ιστορία μας
δεν καταδέχτηκε ποτέ
τα τσίγκινα υπόστεγα
ούτε καν τα ληγμένα ταβάνια
κι ας έσταζαν μύθους και θεούς
στις μεγάλες καταιγίδες
κρατούσε αγκαλιά ένα άγριο περιστέρι
κι έπλεκε στίχους
να ημερέψει τα φτερά του
ύστερα ξέντυνε
το πιο γλυκό φθινόπωρο απ’ το βλέμμα του
και το κρεμούσε περιπαιχτικά
στις τεθλασμένες γωνιές του κεραυνού
πόσα νεκρά φθινόπωρα
σ’ ένα μόνο αγριοπερίστερο βλέμμα.

ΕΝΤΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΩΣ

Κι ύστερα κρύφτηκες
σε μια παρένθεση
να ξαποστάσεις
τους φόβους σου
εντός της
άκαμπτος
αλλά με τη γνώση
πως η απάντηση
βρίσκεται εκτός των τειχών
λίγο πριν την τελεία
και πρέπει
να τη συναντήσεις
πριν βραδιάσει
το φως του φεγγαριού
πλανεύει
ακόμα και τους μυημένους.

ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΣΕ ΛΙΣΤΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

Αμάρτημα γλυκό
σε φθαρμένη λίστα αναμονής
περιμένει
να υψωθεί στο φως
απέριττο γυμνό εσωστρεφές
λιωμένες ικεσίες οι κραυγές του
αδάμαστοι πόθοι
που αλητεύουν στη μνήμη
πνίγοντας την ντροπή τους
στην αλμύρα του ιδρώτα
ταπετσαρία πολύχρωμη
η ανάγκη αγκαλιάζει τους τοίχους
όσο ο έρωτας
ξεκουράζει τους σπασμούς του στο μαξιλάρι
κι η επιθυμία βουλιάζει νωχελικά στα σεντόνια.

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΠΡΟΣ ΠΩΛΗΣΗ

Σήμερα η επιβίωση
πωλείται σε ληγμένες συσκευασίες
θιγμένης αξιοπρέπειας
σε ειδικά ράφια
χαμογελαστής υποτέλειας
όσοι παραιτημένοι προσέλθετε!

ΛΕΞΕΙΣ

Αγαπώ τις λέξεις
γιατί είναι δυνατές
αγαπούν
προδίδουν
προσδίδουν
αμφιβάλλουν
δακρύζουν
μα ποτέ δε λυγίζουν
δεν επαίρονται
δεν υστερούν
ξέρουν να αντέχουν την αλήθεια
να δωρίζουν τη συνήθεια
ξέρουν να κρύβονται στη σιωπή
να γυρεύουν τη στιγμή
μισούν την αποστήθιση
λατρεύουν την πεποίθηση
ξέρουν να στέκονται ψηλά
όταν η ευτελής μετάφραση
πληγώνει την ουσία τους
οι λέξεις είναι δυνατές
και μόνο ο άνεμος
μπορεί να κλέψει την ψυχή τους. 

ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ

Οι άθλιες μαριονέτες
συνεχίζουν να ζωγραφίζουν
παγωμένες μέρες
στα παραιτημένα χαμόγελα
της συμβιβασμένης αγανάκτησης
όσο μηχανεύονται
την επόμενη επίθεση
στο προφανές
η παράνοια παρακολουθεί τις λέξεις
να δραπετεύουν
σε ενορχηστρωμένη παράσταση
αμείλικτης εξουδετέρωσης
κι εμείς χαμένοι
ανάμεσα σε κόμματα
και υστερόβουλα ερωτηματικά
προσπαθούμε
να παραμείνουμε γαντζωμένοι
σε μια άνω τελεία
που αιωρείται στο κενό
όπως η ελπίδα
που υπάρχει
χωρίς ν’ ακουμπά πουθενά
αιωρούμενη στο φως
μας αρκεί!

ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΖΩΕΣ

Θα ξανάρθεις
ένα καλοκαιρινό βράδυ
που το φεγγάρι θα γονατίζει
στο τελευταίο τέταρτο
ν’ αδειάσει στη θάλασσα
τις τελευταίες ανεκπλήρωτες ευχές
ξυπόλυτη θα χορεύω στην άμμο
ντυμένη απροσδιόριστα ταξίδια
θα κρατάς ένα καλάθι γεμάτο αστέρια
τρυφερά θα τα καρφώσεις στα μαλλιά μου
η νύχτα θα πλέκει
δαντελένια φυλαχτά στις λέξεις
να ξορκίσει τον άνεμο
μην κλέψει την ψυχή τους
κι όλο το φως στα μάτια μου
στιγμή από αλάβαστρο
που διένυσε δεκατρείς ζωές
σε μυστική παραίσθηση
να σ’ ανταμώσει.

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΕ ΣΙΓΑΣΗ

Παγωνιά ήχος τρισύλλαβης αποστασιοποίησης
επικίνδυνο σχήμα το συναίσθημα
συλλαβίζει την παραίτησή του
σε αναρτημένους τίτλους
παρηκμασμένης σωτηρίας
η επιβίωση αλυχτά στα προσχήματα
όσο η αγέλη κεντά την ερημιά της
στον επίλογο γενναιόδωρων χαμόγελων
κι η αναπνοή συνεχίζει
να ζεσταίνει την απορία
όσο οι λέξεις
απενοχοποιούν την αναίδεια
σε χρόνο παρατατικό
τα ρήματα σωπαίνουν το επιφώνημα
μιας κατασκευασμένης ευτυχίας
που πια δεν μπορεί
να επεξεργαστεί το παράλογο
και μόνο μια πεισματάρα παρένθεση
επιμένει να αγκαλιάζει
λίγες στιγμές αυτογνωσίας
αφορίζοντας τον πόνο
στις τελείες
αδιάβαστων θαυμαστικών. 

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Οι μικρές μας ιστορίες
πριν από μας υπήρξαν
κι εμείς δανείζαμε
το βλέμμα μας
να σμίγουν πριν βραδιάσει
ξεφλουδισμένες οι εποχές
τα χείλη μας να συλλαβίζουν
καλλωπισμένες συνταγές
αποξηραμένης ευτυχίας
το σώμα μας
πύλη εύπιστη να εισβάλλει
αισιόδοξη η φθορά
πλαστογραφώντας βήματα γενναία
κι όλες οι μέρες έτριζαν
στα ίδια ξύλινα πατώματα
κι αν τώρα οι μορφές μας
κρέμονται δυσανάγνωστες
σε ετοιμόρροπα δοκάρια
είναι γιατί είμαστε
ό,τι φοβηθήκαμε να ονειρευτούμε
κι οι τοίχοι ξέρουν να διαβάζουν
μονάχα την αλήθεια.

ΕΝΑΣ ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ένας ψεύτικος άνθρωπος
ευσυνείδητα κυκλοφορούσε ανάμεσά μας
κρατούσε ένα ποίημα σφιχτά στο στήθος
τινάζοντας σχολαστικά όσες από τις λέξεις
εναρμονίζονταν με τους χτύπους της καρδιάς του
ένα δάσος φορούσε για πρόσωπο
εκεί μπορούσε να ανιχνεύει
μεταθανάτιες παρομοιώσεις
κάθε που οι εποχές τέλειωναν μέσα του
κάτω από πέτρες που μύριζαν θάνατο
του άρεσε ν’ απολαμβάνει την καινούρια του γέννηση
στου σκορπιού το δάγκωμα χαρίζοντας
το προσωρινό του δέρμα
σ’ έναν ψεύτικο άνθρωπο
άρεσε να κυνηγά μαύρες πεταλούδες
πατώντας στις μύτες του εαυτού του
κι ύστερα ν’ αποξηραίνει στην ψυχή τους
τα δικά του φτερά.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΜΑΙΡΗ ΓΚΙΩΝΗ – ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ

ΠΑΛΜΟΣnews/15/2/2021

https://www.palmosnews.gr/magazines/

«Ποίηση είναι απλά η γλώσσα των ανθρώπων»

«ΠΑΛΜΟΣ»: Σε ποιό περιβάλλον μεγαλώσατε και πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;

ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ: Η πόλη που με διάλεξε είχε κάστρα και θάλασσα και γκρεμούς με φραγκοσυκιές και σκαλοπάτια που γλιστρούσαν όταν έβρεχε, και σπίτια παλιά, ψηλοτάβανα που τα εγκατέλειψαν οι ζωντανοί, με τα έπιπλα στη θέση τους, μ’ ένα ποτήρι νερό μισογεμάτο στο τραπέζι, με τα παράθυρα κλειστά και τις κουρτίνες ν’ ανεμίζουν.
Εκεί χανόμουν με τις ώρες, βηματίζοντας στα άδεια δωμάτια, σα να νοσταλγούσα κάτι που δε γνώριζα, προσπαθούσα να φανταστώ τις μορφές των ανθρώπων που έζησαν εκεί, έπλαθα τους χαρακτήρες τους, συμμετείχα νοερά στις μικρές τους ιστορίες. Εκεί έγραψα το πρώτο μου ποίημα «η ερημιά των τοίχων», σε ηλικία δώδεκα ετών», γοητευμένη απ’ την απουσία των ανθρώπων.
Ένα υπερευαίσθητο παιδί όπως ήμουν εγώ, δεν θα μπορούσε να έχει τα πιο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Ωστόσο διατηρώ τις όμορφες αναμνήσεις.

«Π»: Στη γραφή σας αποτυπώνονται εικόνες, σκέψεις και βιώματα από τον τόπο σας, το υπέροχο Ναύπλιο;

Ν.Ι.: Νιώθω τυχερή που μεγάλωσα σ’ αυτή τη μαγική πόλη. Το Ναύπλιο είναι η ιστορία της μνήμης, είναι κάτι πιο βαθύ κι ουσιαστικό από ένα τοπίο που απλά σου προσφέρει την δυνατότητα να ονειρεύεσαι και να θαυμάζεις. Είναι ο δικός μου τρόπος να εμβαθύνω στα πράγματα, ν’ αντιλαμβάνομαι την ζωή και τους ανθρώπους, είναι η αίσθηση πως ο χρόνος είναι ταυτόχρονα και τόπος. Μια αφετηρία που είναι και προορισμός χωρίς καν να παρεμβάλλεται το ταξίδι. Μ’ αυτήν την έννοια, ναι… Το Ναύπλιο υπάρχει παντού στην γραφή μου.

«Π»: Τί είναι η ποίηση για εσάς;

Ν.Ι.: Θ’ απαντήσω με κάποιους στίχους μου από το ποίημα «μέσα στη νύχτα», από την τελευταία μου ποιητική συλλογή «Στην Πυρά» που αναφέρονται ακριβώς στην ερώτησή σας:
«Κανένας προσδιορισμός / δεν είναι πιο ασφαλής
από μια νυχτερίδα / ολόλευκη
που έρχεται απ’ το ποτήρι σου / μέσα στη νύχτα.»

«Π»: Ποιές οι πηγές έμπνευσή σας;

Ν.Ι.: Κυρίως τα προσωπικά μου βιώματα, κάποιες αρχαίες και ταυτόχρονα σύγχρονες «οφειλές» που επιζητούν μια πιο διαλλακτική διαπραγμάτευση με τον εαυτό μου.

«Π»: Ποιά η ανταπόκριση των ποιητικών σας συλλογών από το αναγνωστικό κοινό; Είστε ικανοποιημένη;

Ν.Ι.: Από την ποίηση δεν γίνεται κανείς πλούσιος όπως γνωρίζετε, ωστόσο η αλληλεπίδραση με το αναγνωστικό κοινό είναι εκείνη που σε γεμίζει με τα πιο υπέροχα συναισθήματα. Η μαγική αίσθηση πως μπορείς να κάνεις λίγο μεγαλύτερο τον κόσμο χωρίς να χρειαστεί να τον ερμηνεύσεις. Η ιερότητα της συγκίνησης που απορρέει από έναν μόνο στίχο. Η χαρά του μοιράσματος.
Νιώθω ικανοποιημένη και τυχερή γιατί την έχω νιώσει.

«Π»: Περνάτε την ποίηση στο παιδικό θέατρο. Είναι το οραμά σας αυτό;

Ν.Ι.: Παλαιότερα ασχολήθηκα με το παιδικό θέατρο. Θεωρώ πως ήταν μια πολύ χρήσιμη εμπειρία για μένα. Το όραμα για μια δίκαιη κοινωνία όπου στο τέλος επικρατεί το καλό εξακολουθεί να φαντάζει η πιο ποιητική προσέγγιση στον άδολο κόσμο των παιδιών αλλά και των ενηλίκων που αρνούνται ν’ αποδεχτούν πως το παιχνίδι της αθωότητας έχει για πάντα χαθεί. Στα παραμύθια, οι ήρωες χρειάζεται ν’ αναμετρηθούν με τον εαυτό τους και στο τέλος να κάνουν την υπέρβαση που θα λυτρώσει τους ίδιους αλλά κι αυτούς που πάσχουν γύρω τους. Τίποτα πιο ποιητικό…

«Π»: Η μετάφραση συλλογής σας στα Ιταλικά από τον Crecsentzo Sangiglio τι σημαδοτεί στην πορεία σας;

Ν.Ι.: O Crecsentzo Sangiglio είναι Ιταλός ελληνιστής, μια σπουδαία προσωπικότητα στο χώρο των γραμμάτων. Μου έδωσε μεγάλη χαρά το γεγονός πως επέλεξε κάποια ποιήματά μου για να τα μεταφράσει στα ιταλικά.

«Π»: «Μην έρθεις απόψε», τίτλος του μονολόγου σας που ανέβηκε στο θέατρο Τί πραγματεύετε;

Ν.Ι.: Ένας θεατρικός μονόλογος που είχε πολύ καλές κριτικές κι αγαπήθηκε από πολύ κόσμο, κυρίως από γυναίκες. Η Ζανέτ, η ηρωϊδα μου, ένα πλάσμα μοναχικό με διπολική συμπεριφορά ζει σε κάποια σοφίτα της Μονμάρτης και μέσα σε ένα αυτογνωσιακό παραλήρημα εξομολογείται τη ζωή της. Η γυναικεία ευαισθησία, η ματαίωση, η προδοσία, η εγκατάλειψη, η θλίψη, ο εγκλεισμός, η συναισθηματική κακοποίηση, στοιχεία που σε κάποιες δυνατές στιγμές της παράστασης κορυφώνονταν έκαναν τους θεατές να συμπάσχουν με την ηρωϊδα μου, αναζητώντας έντονα την κάθαρση. Τα ίδια συναισθήματα βίωσα κι εγώ από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα να γράφω το έργο ως την τελευταία παράσταση. Νομίζω πως για λίγο έγινα εκείνη η γυναίκα που πενθούσε για όσα άφησε πίσω της. Την κατανόησα βαθιά και την αγάπησα. Η ηθοποιός Κατερίνα Γκατζόγια ενσάρκωσε τη Ζανέτ μου μοναδικά και γι αυτό την ευχαριστώ.

«Π»: Ως ραδιοφωνική παραγωγός στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας αλλά και σε όλο τον κόσμο, είναι το μέλημά σας η προβολή του Ελληνικού Πολιτισμού;

Ν.Ι.: Πράγματι, μαζί με τον συγγραφέα Δημήτρη Βαρβαρήγο, είμαστε οι οικοδεσπότες της εκπομπής «Μέσα από σένα» που εκπέμπει στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας και μέσω Web σε όλον τον κόσμο. Πολλοί σημαντικοί εκπρόσωποι της Τέχνης και του Πολιτισμού έχουν κάνει γνωστό το έργο τους στους έλληνες που ζουν μακριά απ’ την πατρίδα. Είμαστε τυχεροί που υπάρχουν σταθμοί όπως το Symban World Radio στη μακρινή ήπειρο που επιδιώκουν να προβάλουν τον Ελληνικό Πολιτισμό σε μια εποχή κοινωνικής και πολιτιστικής παρακμής, σε μια εποχή που η γνώση μοιάζει ν’ αντιστέκεται στην ίδια της την δύναμη.
Πιστεύω πως η ίδια η Ελλάδα είναι παράδοση κι αξία που πρέπει να διασωθεί. Και γι αυτό οφείλει ο καθένας από μας να προσπαθήσει, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

«Π»: Οι ποιητικές σας συλλογές εχουν αρκετή χρονική απόσταση, για ποιό λόγο;

Ν.Ι.: Οι ποιητικές μου συλλογές δεν έχουν αρκετή χρονική απόσταση μεταξύ τους κι αυτό γιατί κάποιες πολύ επώδυνα καταλυτικές αλλαγές στη ζωή μου μ’ έκαναν να στραφώ μόνο καταφύγιο που ήξερα και «φθονούσα».

«Π»: Τι γλώσσα είναι η ποίηση;

Ν.Ι.: Ποίηση είναι η γλώσσα των ανθρώπων…

«Π»: Στις άνυδρες ημέρες που βιώνουμε, τί θεωρείτε ότι προσφέρει η ποίηση;

Ν.Ι.: Ένα ρυάκι που κυλάει κάπου μακριά… ο ήχος της στέρησης, η διαφάνεια του νερού, ένα νούφαρο πάνω στο πράσινο. Η αίσθηση πως όλο αυτό δεν είναι ψευδαίσθηση.

«Π»: «Ακατόρθωτοι ανθρωποι αμίλητοι, πεθαίνετε κλείνοντας μόνοι σας τα μάτια /αργότερα θα θυμηθείτε απ΄τη μνήμη το λιβάδι που γλυστρούσε στον ανεμο τις παπαρούνες που ετριζαν απροστάτευτες.» Δικοί σας στίχοι. Πληρώνουμε τα λάθη μας μην αλλάζοντας τον τρόπο που ζούμε;

Ν.Ι.: Πώς ν’ αλλάξουμε τον τρόπο που ζούμε αν πρώτα δεν αλλάξουμε τον εαυτό μας.

«Ένα καινούριο βήμα, μια καινούρια λέξη είναι ό,τι οι άνθρωποι φοβούνται», έχει γράψει ο Ντοστογιέφσκι. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορούν ν’ αντέξουν τις αλήθειες τους και να πορευτούν με αυτές. Ο τρόπος που μας έχουν επιβάλλει να ζούμε συνηγορεί στην κάλυψη των πραγματικών αναγκών. Για εκείνους που μεθοδεύουν τα πράγματα είναι σημαντικό να πιστεύουμε πως δεν έχουμε χάσει τον έλεγχο της ζωής μας. Τους επιτρέπει να κοιμούνται ήσυχοι.

«Π»: Πώς μεταχειρίζεστε τις λέξεις;

Ν.Ι.: Με ευγνωμοσύνη και σεβασμό.

«Π»: Είναι ελεύθερος στον λόγο ο έρωτας στην ποίηση;

Ν.Ι.: Ο έρωτας που στέκει απέναντι απ’ το θάνατο μόνο μεταμορφωτικά θα μπορούσε να λειτουργήσει για την ανθρώπινη φύση. Οι λέξεις με σοκάρουν μόνο όταν λένε ψέματα.
Αν ο ποιητής φοβάται τις λέξεις ή την κριτική που θα του ασκηθεί λέγοντας κάτι με τ’ όνομά του θα πρέπει να ξανασκεφτεί για ποιο λόγο γράφει. Ας μην παραβλέψουμε όμως και το προσωπικό ύφος που συνάδει με την προσωπικότητα του γράφοντος και τον καθιστά συνεπή τόσο με τον εαυτό του όσο και με την στάση ζωής που ο ίδιος έχει επιλέξει.

«Π»: Σαστίζει την ανθρωπότητα και την σοκάρει η πανδημία με απίστευτο αριθμό θανάτων. Ο ποιητής πώς το διαχειρίζεται αυτό το κομμάτι στη ζωή;

Ν.Ι.: Σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, ο ποιητής συναντά τον εαυτό του μέσα σε όλους τους ανθρώπους που αγωνιούν, αντιμετωπίζοντας κάτι πρωτοφανές για την ανθρωπότητα. Η πανδημία με τρόπο ανελέητα βίαιο, μας έφερε αντιμέτωπους με το φόβο του θανάτου. Ο ποιητής συνειδητοποιώντας το μέγεθος της συμφοράς, νιώθοντας την συντριβή στην ανάσα του διπλανού του, προκαλεί τον εαυτό του να βιώσει με όλη την ένταση το κοινό συναίσθημα αυτούσιο κι οδυνηρό επικαλούμενος την μόνη δύναμη, που μπορεί ν’ αποβεί σωτήρια για την ανθρωπότητα. Ο ποιητής σώζει τον εαυτό του και τον κόσμο, αγαπώντας.

«Π»: Το διαδίκτυο βοηθά;

Ν.Ι.: Στο διαδίκτυο «βλέπουν» τα ποιήματα κάποιοι άνθρωποι. Δεν είναι καθόλου σίγουρο όμως ότι τα διαβάζουν. Δεν είμαι κατά της ποίησης στο διαδίκτυο. Πιστεύω πως ένα καλό ποίημα δεν υποβαθμίζεται όταν αναρτηθεί από κάποιο προφίλ. Εκείνο που θεωρώ σημαντικό είναι οι αναγνώστες μέσα σ’ αυτή την ποιητική υπερπαραγωγή, να καλλιεργούν το ένστικτο και το κριτήριο να ξεχωρίζουν την καλή ποίηση.

«Π»: Τί διαβάζετε;

Ν.Ι.: Διαβάζω ό,τι χρειάζεται η ψυχή μου κάθε φορά.

«Π»: Τί ετοιμάζετε;

Ν.Ι.: Πρόσφατα κυκλοφόρησε η νέα που ποιητική συλλογή «Στην Πυρά», από τις εκδόσεις Μανδραγόρας και συνεχίζω να γράφω…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΣΤΗ ΠΥΡΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ  6/3/2021

Στην Πυρά, ο τίτλος της 5ης ποιητικής συλλογής της Νιόβης Ιωάννου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μανδραγόρας; Η συλλογή απαρτίζεται από 58 ποιήματα μεταξύ των οποίων και τρία μπονζάι πεζόμορφα ως απόρροια έντονης μνήμης και άσβεστων συναισθημάτων.
Η συλλογή ξεκινάει με επώνυμο ποίημα: «Στον Αλέξανδρο» (όχι το μοναδικό) που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αφιέρωση της συλλογής, σε αυτό το πρόσωπο.

Στον Αλέξανδρο
Όταν βρεθούμε μια μέρα θα έχουμε την ίδια ηλικία
Έτσι θα καταλάβεις το κλάμα μου μέσα στα άσπρα σου μαλλιά
Τότε θα ξαναζήσουμε τις ώρες που χάσαμε
Διαβάζοντας τους «τριάντα απ’ το Παρίσι»
Μέχρι να πέσει ο πυρετός
Μικρό κορίτσι εγώ σε νοιάζομαι
Μικρό αγόρι εσύ να πιστεύεις στα ψέματα

Δεν θα μπορούσε πιο πολύ -με αυτόν τον αληθινά ουσιαστικό λόγο- να καταδείξει η ποιήτρια, την προσωπική της ανθρώπινη ευαισθησία, από στιγμές που γράφτηκαν ανεξίτηλα στην μνήμη της.
Και με αυτό το ίδιο ανεξίτηλο μελάνι, που γράφτηκαν μέσα της, εμφανίζονται στην παρούσα συλλογή, τα περισσότερα ποιήματα, βασισμένα ακριβώς σε αυτές τις μνήμες από στιγμές που άγγιξαν την ψυχή της κι άφησαν εμπειρίες κι έμπυρες μαθητείες για τη ζωή και τον άνθρωπο.
Κάλλιστα θα ονόμαζα αυτή την συλλογή, οικογενειακή σάγκα καθώς παρουσιάζονται παιδικές μνήμες που αντανακλούν ισάριθμές εποχές-πτυχές της ζωής, εναρμονισμένες στην ποιητική εκφορά ύφους της Νιόβης Ιωάννου.
Στο μικρό πεζό αφήγημα, «Τώρα θα παίξουμε» -και όχι μόνο σε αυτό-, καταγράφει η ποιήτρια με ισάξια λεκτική ευχέρεια, απέναντι στον υπερρεαλισμό, μνήμες από την εποχή των παιδικών της χρόνων.

Μικρό απόσπασμα από το αφήγημα:
Η μάνα μου με ζύμωνε με λάδι και νερό. Μετά άναβε ένα αγκάθι και προσευχόταν. Θα ήταν μια καλή, συνετή γυναίκα αν δεν την ακολουθούσε εκείνη η άσπρη γραμμή από γάλα στα χείλη της. Ίσως και να την πίστευα ακόμα κι όταν μου έλεγε πόσο πολύ μ’ αγαπάει. Η μάνα μου με βρήκε στις όχθες μιας ήσυχης λίμνης. Το πρόσωπό μου είχε το χρώμα της σκουριάς . «Τώρα θα παίξουμε», είπε και άρχισε να με φυσάει στο στόμα.
Σε κάθε ποίημα -ειδικά σε αυτή την συλλογή- υπάρχει μια νοερή κατάθεση, έντονα συναισθηματική. Με ετούτο το πνευματικό της κλειδί ανοίγει την ψυχή της στο φως, να γεμίσει χρώματα και θέρμη. Να μιλήσει για τα μεγάλα και σπουδαία κεφάλαια που δομούν τις ανθρώπινες καταστάσεις.
Το ίδιο κλειδί, το δικό της κλειδί, δίνει στον αναγνώστη να ξεκλειδώσει και την δική του ψυχή και να βγάλει στο φως τις δικές του παράλληλες μνήμες, τα δικά του βιώματα, τις δικές του αισθήσεις και κόσμους ψυχικούς.
Σαν μαγικό καταπραϋντικό η γραφή της ψηλαφίζει ως επείγουσα ανάγκη τον έσω κόσμο της, καταγράφοντας με υψηλή οξύνοια τις θεματικές των ποιημάτων της. Σχέση, προδοσία, ψέμα, θλίψη, έλλειψη, φυγή, πόνο, απουσία, αναζήτηση, σιωπή, επιθυμία, απαξία, μοναξιά, συντροφικότητα, αγάπη, μητρότητα.
Βασικά συστατικά στοιχεία για το ποιητικό της έργο στην Πυρά, και σαν βαθιές ρωγμές τα ποιήματα της χαράζουν συνειδήσεις, δίνουν αγαλλίαση ή ανοίγουν πληγές και φωτίζουν πορείες ή ελλείψεις που δομούν τον ψυχικό κόσμο των ανθρώπων.

Απόψε που λείπεις
Θα ‘ρθω απόψε που λείπεις
θα ‘ρθω να ξεριζώσω την αυλή
ως τη ρίζα του δυόσμου
ν’ ανέβει η θάλασσα χλωμή ως τα μάγουλα
να γείρει
στο λευκό μαξιλάρι
θα ‘ρθω απόψε που λείπεις
να σε κοιτάξω στα μάτια
απόψε που λείπουν οι σημασίες
μια χτένα μαρμάρινη στο περβάζι
ένα λιωμένο σαλιγκάρι σε μια γραμμή από σπίτι
ο φράχτης που φτάνει ως τα χείλη μου
απόψε που λείπεις

Κραυγές στη σιωπή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το βιβλίο, καθώς η θεματική του είναι ανθρωποκεντρική και με βάση την ιδιότυπη έκφραση, που άλλωστε είναι το προσωπικό ύφος της ποιήτριας, αναδεικνύει αισθήσεις που κυοφορούνται σε ανθρώπινους χαρακτήρες που βρίσκονται ελεύθεροι από παιδικά βιώματα ή παγιδευμένοι στον ίδιο τον εαυτό τους και ψάχνουν να καλύψουν κενά μέσα από τη ζωή και την αγάπη των άλλων.
Λέξη τη λέξη αναδεικνύεται ένα φυσικό χάρισμα, στον λόγο και στο ύφος της ποιήτριας, διάχυτο από πνεύμα, διάθεση, αίσθημα και φυσικά, αλήθεια. Έτσι φτάνω στη σκέψη να πω, ότι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, πως οι ποιητές -και στην εν λόγω αναφορά μου στην Νιόβη Ιωάννου-, διδάσκει με το λόγο της μέσω των γνώσεων, των αισθημάτων και των βιωμάτων της, όσο κι αν αυτό δεν είναι ο σκοπός της τις στιγμές που ενασχολείται με αυτόν.
Η σκέψη αυτή απορρέει από την δυναμική του ύφους της, πως για να γραφτεί ένα καλό ποίημα είναι απαραίτητο ο δημιουργός του να κατέχει ένα μέτρο έμπειρης σοφίας που να αναδεικνύεται σε όλη τη διαδρομή του ποιήματος και να δίνει νόημα και στοχασμό στη μοναδικότητα των σημείων του και στους απλούς ως και πολυποίκιλους και πολύπλοκους συμβολισμούς. Κι αυτό ακριβώς πετυχαίνει στα ποιήματα της, την μοναδικότητα της προσωπικής της απόδοσης.
Ανάγκη επιτακτική για την ποιήτρια είναι να ξεφύγει από το πεδίο της επίφασης. Σε κάθε συλλογή της επιχειρεί, να φτάσει ο στοχαστικός λόγος της στο φως, παρουσιάζοντας την αλήθεια της ενεργούς αφύπνισης των σκέψεων της.
Κι αυτό πράττει και το πετυχαίνει ως στρατευμένη στο χώρο του ποιητικού λόγου. Να χτίσει το δικό της σύμπαν με έμψυχα όντα ή άψυχα αντικείμενα ως βασικά υλικά ενός προσωπικού της κόσμου. Οι γυναικείες οντότητες: ως Μαρίες των κλειστών κυκλωμάτων. Το υγρό στοιχείο με πρώτο πρόσωπο τη θάλασσα, και προεκτάσεις του, την βροχή, τη δίψα, την ερήμωση. Η αυλή, το δέντρο, ο σκύλος, το τραπέζι, το ψωμί, η μητέρα, η διαιώνιση.
Στο ποίημα, Ευθείες παράλληλες φαίνεται ξεκάθαρα πως η ποιητική της παρόρμηση διακατέχεται από βιωματικό λυρισμό.

η μητέρα μου ήταν ένα τρένο που σφύριζε
αναζητώντας κάποιον να την προλάβει
κάποιον χωρίς εισιτήριο
χωρίς αποσκευές
αρκεί να είχε γαλανά μάτια και να τον έλεγαν σαν τον πατέρα μου
με τα χρόνια απέκτησε χέρια και πόδια
μάλλον
έγινε κανονική γυναίκα με σύζυγο σπίτι και τρία παιδιά

Τι πιο δυνατά στοιχεία για την δημιουργό από αυτά που έχει πέρα από γνώσεις και φαντασία, να έχει αποκτήσει ωριμότητα και σοφία από τα προσωπικά της βιώματα. Γι’ αυτό και η ποίηση της, ακόμη και που συχνά αγγίζει το υπερρεαλιστικό στοιχείο, δίνει την ευκαιρία στο αναγνώστη να ψάξει τις πτυχές εκείνες που αφορούν τον ίδιο και να τις αναλύσει. Ανάλογα με τις δικές του προσλαμβάνουσες.
Και το πετυχαίνει αυτό η ποιήτρια, από την σκοπιά του ανθρώπου που έχει έτοιμες απαντήσεις για κάθε πρόβλημα και φυσικά ως άνθρωπος με πνεύμα ανοιχτό, δυσανασχετεί και εξοργίζεται με τη ζωή, έτσι όπως αυτή πολλές φορές επιβάλλεται.
Κάθε ποίημα και μια εικόνα από το παρελθόν. Σαν να επιζητά η ποιήτρια μέσα από την λιτότητα της ατμοσφαιρικής γραφής της να βρεθεί πάλι σε εκείνες τις μέρες, όπως τις προσλαμβάνει ένα παιδί με την αθωότητα της νιότης.
Στην Πυρά, ο τίτλος, σαν υποσυνείδητα η ποιήτρια να αποζητάει την λύτρωση που φέρνει το τέλος σε κάθε κακώς κείμενο και το νέο ξεκίνημα που ξεπετιέται από το παλιό να είναι φωτεινό.
Επιδέξια γραφή, με επαναληπτικές κινήσεις και γρήγορες εμφανίσεις με εικόνες της καθημερινότητας. Ακίνητα αντικείμενα. Αληθινά, αλλά παγωμένα πρόσωπα. Παγιωμένες εκφράσεις από στιγμές με μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες μιας αληθινής ζωής. Μια γραφή που στο σύνολο της σε φέρνει σε κοντινή εστίαση με τις έννοιες της.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ ΤΕΥΧ. 191 9-12/2021

Στην πέμπτη συλλογή της η ποιήτρια, στο γνώριμο ύφος και τη θεματική που
γνωρίσαμε και στις προηγούμενες, μεταποιεί τα προσωπικά της βιώματα σε
κοινά, παρά την ιδιωτική τους ιδιοσυστασία. Μια ποίηση ιδιωτικού πάθους και
προσωπικής μνήμης, ωστόσο ανθρωποκεντρική, καθώς καταλήγει να μην αφορά μόνο την ίδια- ο Αλέξανδρος, ο Δημήτρης, η Αναστασία και η Αγγελική και οι Μαρίες αποκτούν ευρύτερες διαστάσεις για να δηλώσουν ένα κοινό τόπο. Η μητέρα όταν ήθελε να με τιμωρήσει/ζωγράφιζε μια άδεια πλατεία/και με τοποθετούσε στο κέντρο ξυπόλητη […] ζωγράφιζε κι άλλους ανθρώπους/άντρες με πρόσωπα ανεπαίσθητα/γυναίκες που τις φώναζε «Μαρία», «Στον καμβά». Η ποίηση της Ιωάννου δημιουργεί εικόνες/σκηνικά για να πλαισιώσουν τις λέξεις, σε ποιήματα πρωτοπρόσωπης ή φαινομενικά αποστασιοποιημένης τριτοπρόσωπης φωνής, πότε με τίτλο και πότε άτιτλα, πιο χαμηλών τόνων, πιο εξομολογητικά. Το σώμα που φθίνει μες στον χρόνο, η μνήμη που εγκαταλείπει το αγαπημένο πρόσωπο, ο φόβος της απουσίας, η βίωση της απώλειας, η μοναξιά, όλα μέσα σε κλειστούς χώρους, με την αίσθηση πως η ποιήτρια σε ρόλο παρατηρητή μετουσιώνει σε ποίηση τη βία του φθοροποιού χρόνου. Δυο δίδυμες φωνές στο δωμάτιο. Η μία απέναντι στην άλλη. Ανάμεσά τους η γλάστρα με την κίτρινη γαζία, την πλαστική,
«Η κίτρινη γαζία». Ας γίνει μνεία στο εξώφυλλο (φωτογραφία Βασίλη Πρωτοπαπά) με τον κορμό του δέντρου σαν έτοιμου να παραδοθεί στην πυρά.

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

staxtes 19/3/2021

Στην Πυρά η 5η συλλογή της Νιόβης Ιωάννου, αποτελείται από 58 ποιήματα και μικρά κείμενα μπονζάι. Λόγος μεστός δημιουργημένος με ψυχική ορμή που επιζητά να σπάσει τα όρια μέσα από ένα σιγαλό πάθος που ενσαρκώνεται στον απέραντα αέναο ποιητικό κύκλο. Παθιασμένη με την τέχνη του ποιητικού λόγου, λες και υπάρχει μια ιδιότυπη πνευματική αφοσίωση που της δίνει την δυνατότητα-ικανότητα να εμφυσά ψυχή στα άψυχα. Να σκιαγραφεί το συναίσθημα με εικόνες μέσα από λέξεις που κραυγάζουν θρυμματίζοντας σιωπές και όρια λεκτικά.

Στην σιωπηρή δημιουργική ένταση της ποιήτριας διαμορφώνεται το προσωπικό της ύφος να ηχεί ενταγμένο στον πλουραλισμό του χρόνου πατώντας σε βήματα π’ ανοίγουν νέους δρόμους σε ακραία καιρικά φαινόμενα.

Ακραία καιρικά φαινόμενα

Μέσα απ’ το μεγάλο παράθυρο / γινόταν η θάλασσα / γλώσσα πλεούμενη / επί του / τραύματος / η γειτονιά / κακοφόρμιζε / δεν υπήρχαν πια νέα / ασπρόρουχα μόνο / στα πόμολα / χρεώσεις αδύναμες / για τους ναυαγούς / και τους αγνοούμενους / κανείς δεν προλάβαινε να μιλήσει για θάνατο / γρήγορα άλλαζαν θέσεις / τα μυστικά των πραγμάτων / ίσως και να έπειθαν τελικά / τα αποκόμματα των εντόμων / στον γκρίζο τοίχο της αυλής / δεν υπήρχαν πια νέα / μονάχα ακραία καιρικά φαινόμενα / που έρχονταν απ’ το βάθος του μεγάλου δωματίου / ξεφλουδίζοντας βίαια / του διαδρόμου τη μαύρη γραμμή

Μέσα από το διαμορφωμένο πλέον προσωπικό της ύφος -πάνω ή πέρα από την πραγματικότητα- σε όλες τις συλλογές της, ο υπέρ ρεαλισμός φαίνεται να είναι ενταγμένος στον κοινωνικό χαρακτήρα παίζοντας καθοριστικό ρόλο στο να καυτηριάζει ή να επαινεί: Αξίες, ανησυχίες, πόθους, ελπίδες, οράματα, και συναισθήματα γι’ ανθρώπους που έχει καλά φυλαγμένους στην ψυχή της.

Στον Αλέξανδρο
όταν βρεθούμε μια μέρα
θα έχουμε την ίδια ηλικία
έτσι θα καταλάβεις το κλάμα μου
μέσα στα άσπρα σου μαλλιά
τότε θα ξαναζήσουμε τις ώρες που χάσαμε
διαβάζοντας τους «τριάντα απ’ το Παρίσι»
μέχρι να πέσει ο πυρετός
μικρό κορίτσι εγώ να σε νοιάζομαι
μικρό αγόρι εσύ να πιστεύεις τα ψέματα

Με ρεαλισμό όπως διαβαίνει η ζωή, η ποίηση της ολοκληρώνεται στην αντανάκλαση της πραγματικότητας με την ξεχωριστή πνοή μιας σπουδαίας ποιητικής προσέγγισης.

Μεστή και δυνατή η πνευματική επίνοια της Νιόβης, επεξεργάζεται με επιμέλεια και ευαισθησία ικανή να κατευθύνει την αίσθηση του αναγνώστη με μια δυνατή πνευματική ένταση, τέτοια που να καταφέρνει να επιδεικνύει με αριστουργηματική έκφραση το κάλλος του ποιητικού λόγου της.

Μια ποίηση που φωτίζει νεκρά σημεία της ζωής, των σχέσεων, της μοναξιάς με μια παραστατική αποδοχή σαν να αισθάνεται την απώλεια, την ψυχική οδύνη του άλλου κι επιζητά να του χαρίσει οξυγόνο και ανάσες ζωής, μέσα από τον εικονποπλαστικό λόγο της.

Ευαίσθητη γραφή, διακρίνεται με την πρώτη ματιά κατά την ανάγνωση των ποιημάτων που καταφέρνουν να δονούν από τα έγκατα τους το συναίσθημα μεταδίδοντας τα μηνύματα που περνάει η δημιουργός με τη δική της ένταση, τη δική της αντίληψη και κρίση, την δική της έμπνευση, τη δική της παθιασμένη ομολογία.

Ομολογία φθινοπώρου

ήταν ένα χαρτί χαμηλού φωτισμού κατεπείγον ή εκτός σχεδίου / ίσως μια ομολογία φθινοπώρου / ο αποστολέας κρατούσε μαύρη ομπρέλα / ναι, τον θυμήθηκα / για λίγο υπήρξαμε συνομήλικοι / ζήσαμε σ’ ένα υπόγειο ρήγμα τρώγοντας σοκολάτες αμυγδάλου / το είπαμε σπίτι μας και του δώσαμε / το χρώμα των παπουτσιών μου / πάνω μας περνούσαν οι πόλεις τα φεγγάρια τα τρένα / μια μέρα που έβρεχε μας ανέσυραν τα σωστικά συνεργεία / παραμονή του θαύματος / μες στη βραχνάδα των λευκών μαντιλιών / κανείς μας δεν σκέφτηκε να κρατήσει σημειώσεις / εκείνος είπε πως θέλει ν’ αγοράσει καινούριο υπολογιστή /εγώ μια κόκκινη εσάρπα /απέναντι χωρίσαν οι πληγές μας / χαθήκαμε / ένα χαρτί χαμηλού φωτισμού κατεπείγον ή εκτός σχεδίου / δυο κούπες τσάι / μια φέτα λεμόνι / καθόλου ζάχαρη

Ο σχετικά μελαγχολικός τόνος στο εν λόγο έργο εντείνει την πλαστική δύναμη της δημιουργίας και με την παράλληλη ψυχική λειτουργία ως μέρος της εμπνευσμένης φαντασίας, η δημιουργός, αναπαριστά τα άψυχα αντικείμενα σε μια λειτουργία ζωντανεμένων απεικονίσεων, παραστάσεων, όπου με τον προσωπικό της στοχασμό ζωντανεύουν νοσταλγικές αναμνήσεις από το παρελθόν. Αναμνήσεις πηγαίες στην πικρή πραγματικότητα της σιωπηρής ισημερίας.

Ισημερία

κάποτε θα κλείσει / ο κύκλος του ποτηριού / θα μείνει το κραγιόν / από δυο χείλη / περαστικά / κατακόκκινα / από γουλιά σε γουλιά / κάποιος / θα φτάσει ραγισμένος / συχνά προδίδουν οι ισημερίες / φτάνει να κλέψεις μια στιγμή / απ’ τη δύση

Πλούσια από ποιητικές ιδιότητες, έμφυτες τάσεις παρατηρητικότητας, φιλεργίας, ύφους, μυαλού, πνεύματος, επιδεικνύουν το δημιουργικό ταλέντο της Ιωάννου σε βαθμό όπου με όποια θεματική καταπιαστεί το μεταπλάθει, σε αληθινό έργο τέχνης.

.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

στίγμαΛόγου 15/6/2022

Ο γεμάτος ευαισθησία ψιθυρισμός της Νιόβης Ιωάννου, τον οποίο είχα επισημάνει και στη συλλογή της Πορτατίφ, ορίζει την ένταση στην πλοκή των ποιημάτων της και σε αυτή τη συλλογή. Ψιθυρίζοντας, και όχι κραυγάζοντας, η ποιήτρια κάνει ανατομή στα ψυχολογικά τοπία που μοιράζεται με τον αναγνώστη ψύχραιμα και συγκροτημένα, μολονότι αυτά περιγράφουν τόνους οδύνης. Το επιτυγχάνει αυτό, επιστρατεύοντας αναπάντεχα σχήματα που αγγίζουν τον υπερρεαλισμό:
Ξέρω πως κάποτε θα βαδίσω
ανάμεσα σε σάρκινα δέντρα
θα φορούν τρομαγμένα πουλιά
ως τις ρίζες τους
(άτιτλο, σελ. 11)

Άτιτλα ποιήματα, σαν αυτό, παρεμβάλλονται ανάμεσα στα υπόλοιπα σε τυχαία σημεία σαν εσωτερικοί μονόλογοι εν είδει δεύτερου ψιθυρισμού. Ωστόσο, διέπονται και αυτά από τους κανόνες που ισχύουν για την υπόλοιπη συλλογή, με πιο χαρακτηριστικό ίσως τέτοιον κανόνα τη σύνδεση ετερόκλητων στοιχείων που παραδόξως δεν εμφανίζουν συμφραστική αντίσταση μεταξύ τους, αλλά μάλλον δημιουργούν την αίσθηση του παστίς. Ο μηχανισμός αυτός δημιουργίας μετασχηματισμών (παρομοιώσεων και μεταφορών) προσιδιάζει αρκετά με τον μηχανισμό δημιουργίας αναμνήσεων: έτσι όπως θρυμματίζονται στο ασυνείδητο, ενώνονται με γειτονικές αναμνήσεις με αποτέλεσμα, όταν ανασύρονται, να αποτελούν περισσότερο ένα μωσαϊκό από στιγμές-ψηφίδες παρά μια αυτούσια ανάμνηση. Τέτοια μωσαϊκά φτιάχνει και η Ιωάννου:
…το παρόν
αντέχει σε θερμοκρασία δωματίου
αλλιώς γίνεται αποδημητικό πουλί
και χάνεται μέσα στον καθρέφτη
πέντε βήματα από το ίδιο μονοπάτι
τα δάχτυλα σκοτεινά
το μέτρημα άδειο
πικρές γουλιές με το ζόρι
ένα κίτρινο φύλλο σέρνεται μαζί μου
τα παπούτσια σου στο μικρό χαλάκι της εξώπορτας
λασπωμένα
(από το ποίημα «Save»)

Στα ποιήματα της συλλογής συναντάμε συνήθως μια γυναίκα που δεν κατονομάζεται, περιγράφεται όμως ποικιλοτρόπως:
…το φόρεμά της ξεκούμπωνε τον ορίζοντα
δυο ψαράκια μικρά
κολυμπούσαν στα λευκά της παπούτσια
[…] έσπρωξε τον άνεμο μακριά
δυο φυσαλίδες μικρές κρύφτηκαν στα μαλλιά της
(άτιτλο, σελ. 25)

Μαζί με αυτήν, περιγράφονται μια ανδρική παρουσία, μια (δίδυμη; δημιουργούνται υπόνοιες) αδερφή, ίσως και μια δεύτερη:
…ίσως και να μην ήταν εκείνη
το κορίτσι με το ραγισμένο φόρεμα
που έσφιγγε στους αγκώνες τη φωνή του
ώσπου να πάψουν τα δάχτυλα
ώσπου να πάψουν
μοναχοκόρες είμαστε
πεινούσαμε πάντα αντικριστά
και κλείναμε τ’ αυτιά μας
ακούγοντας
τους κόκκους του ρυζιού
να πέφτουν με θόρυβο στο πάτωμα…
(από το ποίημα «Στις οκτώ»)

Και φυσικά υπάρχει η μητέρα:
…μ’ έμαθε ν’ αγαπώ το λερωμένο της φόρεμα
τα τρύπια παπούτσια
τα ψέματα μέσα στ’ ανακατεμένα της μαλλιά
στην τσέπη της είχε ένα παλιό εισιτήριο
και δυο δάχτυλα ραγισμένα…
(από το ποίημα «Εγώ νεκρή εσύ εχέμυθη»)

Είχα γράψει στο Πορτατίφ ότι η ποίηση της Ιωάννου είναι ποίηση του χώρου. Σε αυτή τη συλλογή όμως, το αίτημα για τοπικό προσδιορισμό δεν είναι τόσο έντονο. Αντίθετα, αυτός που αφήνει εμφανώς το αποτύπωμά του Στην πυρά είναι ο χρόνος. Στο μικροσκόπιο μπαίνει συνήθως η στιγμή – αν και σε όρους αδιανόητους, αφού η Ιωάννου καταφέρνει σε μια στιγμιαία πράξη («ένα χαρτί χαμηλού φωτισμού κατεπείγον ή εκτός σχεδίου/ δυο κούπες τσάι/ μια φέτα λεμόνι/ καθόλου ζάχαρη») να χωρέσει το αχώρετο («πάνω μας περνούσαν οι πόλεις τα φεγγάρια τα τρένα» από το ίδιο ποίημα με τίτλο «Ομολογία φθινοπώρου»).
Οι εικόνες που σχηματίζει η ποιήτρια είναι πολύ παραστατικές, αλλά απλώς αδύνατο να υπάρξουν:
…θα΄ρθω απόψε που λείπεις
να σε κοιτάξω στα μάτια
απόψε που λείπουν οι σημασίες
μια χτένα μαρμάρινη στο περβάζι
ένα λιωμένο σαλιγκάρι σε μια γραμμή από σπίτι
ο φράχτης που φτάνει ως τα χείλη μου
απόψε που λείπεις
(από το ποίημα «Απόψε που λείπεις»)

Ωστόσο είναι αυτές ακριβώς οι εικόνες που προσθέτουν δραματικότητα στα ποιήματα, καταμαρτυρώντας με δραστικό τρόπο το βάθος των συναισθημάτων τα οποία συγκλονίζουν το ποιητικό υποκείμενο και τα οποία εκπηγάζουν από την απουσία, τον μισεμό, τον χωρισμό ή τη φυγή. Το αποτέλεσμα είναι μια ποίηση ιδιαίτερα συμβολική, που παραδίδεται με μελαγχολική απαλότητα στον αναγνώστη:
ΚΥΝΟΔΟΝΤΑΣ
με δραπετεύει ο ήχος του βαμβακιού
θαρρείς σ’ ένα άγνωστο τραύμα
απλώνεται το αίμα
αγγίζω τους κύκλους που τελειώνουν στη διαπασών
την περιβολή του στόματος
όπου το φυλλαράκι του δυόσμου γίνεται μαύρο φωνήεν
σταδιακά αποκαθίσταται το κενό
η σωστή άρθρωση εαυτού είναι οφειλή αναγκαία
ένας κυνόδοντας
ακόμα παιδικός και βαθύς
σαν καλοκαίρι από μονάκριβη ρίζα
μια λεπτή ιδρωμένη κλωστή
στο συρτάρι μου

Και σε αυτή τη συλλογή, η θάλασσα είναι παρούσα, ακόμα και αν η παρουσία της γίνεται αισθητή στο πλαίσιο κάποιου υπαινιγμού («η πόλη έσκαγε με φόρα στους βράχους/ ερχόταν αχνίζοντας απ’ την απέναντι στεριά», ποίημα «Κάπου στη μέση»), αλλά επίσης παρών είναι ο ουρανός, το σπίτι, η άδεια καρέκλα – φυσικά στοιχεία και αντικείμενα που στο σύμπαν της συλλογής λαμβάνουν απροσδόκητες διαστάσεις.
ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ
φεύγοντας
πέταξαν τα μολύβια μακριά
έμειναν οι γραμμές ανερμήνευτες
στην πρόσοψη ένα φως αναμμένο
πιο κάτω η μάνα τους
μαύρη πόρτα βαθύσκιωτη
τους κουνούσε το χέρι
όταν ξημέρωνε
ανέβλυζε απ’ την ποδιά της το ποτάμι
περνούσε μέσα απ’ τις ρίζες των μαλλιών τους
εκείνα γίνονταν μικρά ελάφια
χοροπηδούσαν στις όχθες
γελούσαν στον ύπνο τους
η μάνα τους τ’ αγαπούσε πολύ σ’ εκείνο το σπίτι
τραγουδώντας έραβε ένα ένα τα δωμάτια
χωρίς ίχνος πληγής
τη μέρα που σκόρπισαν τα παιχνίδια στο πάτωμα
το μαντίλι της φτερούγισε στον αέρα φλεγόμενο
το πήρε μακριά οτ νερό
το ξέβρασαν τα κύματα
έσβησε
δεν έφταναν τα χέρια τους
δεν έφτασαν τα χέρια τους
να το πιάσουν

Η όποια χαρά και τρυφερότητα εγκλωβίζονται μέσα σε κιβώτια οδύνης. Φταίει το αποτύπωμα από τον πόνο της απώλειας, που διαποτίζει ολόκληρη τη συλλογή. «Το ποίημα» ωστόσο «παραμένει αθώο» (ποίημα «Μέσα στη νύχτα»), κάτι που δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ούτε για τον ποιητή ούτε για τον αναγνώστη. Ο πρώτος το διαμορφώνει με τα δικά του «ένοχα» φορτία και ο δεύτρος το προσλαμβάνει από το μετερίζι των δικών του καημών. Γι’ αυτό, καίτοι αθώο, το ποίημα είναι πάντα καίριο.

.

Πορτατίφ
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

TVXS.GR /29/5/ 2019

Η γραμματική των συναισθημάτων της Νιόβης Ιωάννου

Η αλογία είναι ένας μηχανισμός της ποίησης που μέσα από τη νοηματική και εικονοπλαστική παραδοξολογία αφήνει το συναίσθημα να ρέει εντονότερα. Αποαυτοματοποιεί το νόημα ως φυσική ροή ενός κειμένου και οξύνει τις αντιδράσεις του αναγνώστη. Άλλωστε, το ποίημα δεν είναι ένα περίκλειστο σύμπαν∙ μένει ανοιχτό στους συναισθηματικούς υποδοχείς του ακροατή για την ερμηνεία του.

Στην περίπτωση της Νιόβης Ιωάννου («πορτατίφ», μανδραγόρας, 2019) η ρητορική αυτονομείται και αξιοποιεί την εικαστική της λειτουργία εμπλουτίζοντας τελικά με νέα εφόδια την ποίηση και τον κόσμο των συναισθημάτων. Η αλογία λειτουργεί ως μία νέα σημειωτική στο περιεχόμενο κάθε σύνθεσης καταργώντας τους περιορισμούς της λογικής ροής εικόνων και αφήγησης (για σένα, στα ενδότερα, λίγο πριν απ’ το κύμα, [σε λίγο]) και θέτει στο επίκεντρο τη λογική του συναισθήματος (στις οκτώ, από τα μάτια σου, στον Αλέξανδρο, το πιο δικό μου απόγευμα, πισθάγκωνα). Η αλογία είναι μια έκφραση της γραμματικής της εικονιστικής και νοηματικής ανωμαλίας, σε έναν κόσμο που εξόρισε το συναίσθημα και το ενδιαφέρον για τον Άνθρωπο (τα δέντρα, όπως φθινόπωρο, βήματα).

Οι εικόνες της Ιωάννου συνθέτουν μια ακολουθία που εντάσσεται μέσα στο ίδιο επίπεδο του λόγου, στον μικρόκοσμο της συναισθηματικής ταύτισης της κοινής εμπειρίας του αναγνώστη με τη δημιουργό. Αναδύεται ένα σύστημα εικόνων που ξεδιπλώνει μία στοχαστική διάθεση (για να μου μοιάζει, κι εκείνο κλαίει, λίγο πριν από το κύμα, απροστάτευτες, ομιλίες παλιές, μην απορείς, [παραμείναμε], [μπράβο το σώμα σου])∙ γεννιέται ένας κώδικας συναισθημάτων απογοήτευσης (ως τον ουρανό, εδώ θα μείνω) και θλίψης (ένα πουκάμισο μακρινό), ένας μηχανισμός ανάγνωσης της ανάγκης για πάλη ([συχνά έπαιρνε την ψάθινη καρέκλα του], προς εαυτόν). Μια ακολουθία εικόνων από τα σπάργανα της κοινωνικής εμπειρίας (κι εκείνο κλαίει, ψευδαίσθηση, χαμηλώνοντας, όχι δεν είμαι, ο…, ενός λεπτού σιγή) εκδηλώνει την κοινωνική αγωνία της δημιουργού, καθιστώντας πτυχές του χάους γύρω μας ορατές μόνο μέσα από το χώρο των συναισθημάτων (επισκέπτες, λαθραίοι, κατάματα, το κόκκινο σπίτι, οι φίλοι μου).
To tvxs.gr, μέσα στην πανδημία, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ενημέρωσης. Στις αντίξοες αυτές συνθήκες, στήριξε την ανεξαρτησία του tvxs.gr

Ένα διαρκές αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης διαπλέει τη συλλογή (Ιθάκη, [κι όλο βυθίζω τον άνεμο], [υπάρχει ένα φεγγάρι], επισκέπτες, [ήσυχη καλοσύνη], [εσωστρεφής και απέριττη], άγνωστα φώτα). Κυρίαρχο ποιητικό υποκείμενο το πρωτοενικό, εκφράζοντας μια απόσταση από το συλλογικό υποκείμενο. Η μνήμη επανέρχεται διαρκώς σε μία διπολική διαταραχή σύζευξης της αθωότητας του παρελθόντος και της απομόνωσης του παρόντος (με λένε Μαρία, [συχνά έπαιρνε την ψάθινη καρέκλα του], όπως εγώ), στη σύνδεση με το γιασεμί (εδώ θα μείνω, ψευδαίσθηση). Τα κυπαρίσσια λειτουργούν ως μια διαρκής υπενθύμιση του θανάτου και της μοναξιάς του ποιητικού χαρακτήρα, αγγίζοντας χαρακτηριστικά της ποιητικής του πένθους ([όπου το φως αγάλλεται], το σπίτι που αφήσαμε) και της φθοράς (πιο νωρίς, και απόψε, δύο φορές, ενός λεπτού σιγή, πισθάγκωνα, έξοδος κινδύνου). Σε αυτό συντείνει και η φροντισμένη τοποθέτηση λέξεων σε ποιήματα, όπως “μεσίστιες” (στις οκτώ), “κηροπήγια” (επισκέπτες), “λιβάνι” (απροστάτευτες).

Η ποίηση της Ιωάννου δεν είναι υπερρεαλιστική, δεν πηγάζει από το όνειρο. Διατηρεί έναν κορμό πολυσημίας και έναν νοηματικό πυρήνα με “αμοντάριστες” εικόνες που ξαφνιάζουν με τη δυναμική τους και γεμίζουν κίνηση και χρώματα το ποιητικό κάδρο∙ κυρίαρχα χρώματα το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού, το πράσινο των δέντρων και το κόκκινο. Μέσα στον θρυμματισμένο -μονολεκτικό ή ολιγόλεκτο- στίχο αποκτούν άλλη βαρύτητα κεντρίζοντας την προσοχή (αναμέτρηση). Η συχνή παρουσία πουλιών ([κι όλο βυθίζω τον άνεμο], [συχνά έπαιρνε την καρέκλα του], από τα μάτια σου, χαμηλώνοντας, μην απορείς, ένα πουκάμισο μακρινό, ακίνητοι φεύγουμε) ακόμα συχνότερα της θάλασσας διαμορφώνουν ένα καναβάτσο ανοιχτών χώρων γεμάτων κίνηση και φως που ισορροπεί προς το κλειστό ατομικό σύμπαν και το αίσθημα της εσωστρέφειας. Την ίδια στιγμή όμως στιγμή τόσο η θάλασσα όσο και τα πουλιά εκδηλώνουν μία ανάγκη συναισθηματικής δραπέτευσης∙ και μία υπενθύμιση των ναυαγίων της ζωής που βρίσκονται στον βυθό της θάλασσας και της άρνησης του ταξιδιού. Ακόμα και τα δέντρα με τη φθινοπωρινή κίνηση (τα δέντρα, όπως φθινόπωρο) και η συχνή παρουσία του ανέμου εκφράζουν μία επιθυμία αναχώρησης.

Το «πορτατίφ» αποτελεί ένα ώριμο έργο, όπου το εσώτερο της δημιουργού συναντά τη λεπτή επεξεργασία του στίχου, καθιστώντας τελικά την ποίηση προβολή των αγωνιών και της γραμματικής του ψυχισμού. Οι λέξεις τοποθετούνται με προσοχή στον συνταγματικό άξονα των συναισθημάτων.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

FRACTAL 13/03/2019

«Η Μαρία που γεννήθηκε με τα γόνατα θυμωμένα. Χωρίς να βγάλει άχνα όταν επίμονα τη ρώτησαν, «γιατί».

Γράφω για το βιβλίο της Νιόβης Ιωάννου, «Πορτατίφ» ξεκινώντας με τη ρήση του Μαλαρμέ πως, «η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις». Βεβαίως υπάρχουν πολλές απόψεις γι’ αυτό το ζήτημα όσοι και οι ποιητές θα έλεγα, που μπορούν κάποιοι να μιλήσουν για την ευαισθησία του ποιητή, τη διάνοια, τη γνώση, τη λογική οξύτητα, την έφεση του και πολλές άλλες εκδοχές, ερμηνείες και διατυπώσεις, αλλά το θεμέλιο για όλα αυτά είναι οι λέξεις κι αυτές τις λέξεις χρησιμοποιεί η Νιόβη στα ποιήματα της νέας της συλλογής, με μια ισχύ που χαρίζει τη δυνατότητα της διανοητικής σύλληψης να μεταστοιχειοθετεί το ερέθισμα σε έργο τέχνης.

Πορτατίφ, η τέταρτη συλλογή από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. 90 ποιήματα που συνεχίζουν μέσα από μυημένες λέξεις να μετατρέπουν τα συναισθήματα σε λέξεις, σε έννοιες, σε φωνές.

Αφετηρία πάντα, η ατομική της εμπειρία, που φυσικά αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό από το πρώτο μόλις ποίημα, ότι ο λόγος της περνάει πρωτίστως μέσα απ’ την ψυχή της και προβάλλεται ως ένα πολυφωνικό έργο που ξεπερνά τα όρια της απλής ποιητικής φόρμας, μολονότι το υπερρεαλιστικό ύφος που ακολουθεί καταφέρνει να ζωντανεύει με συμμετρία έναν λόγο γεμάτο μεταφορές και συμβολισμούς φτιάχνοντας είδωλα σε καθρέφτες αόρατους να γράφουν εικόνες από μνήμες κι από παρούσες πράξεις.

Η ποιήτρια με μια πίστη στη τέχνη του λόγου που υπηρετεί με συνέπεια εκτός από τα ποιήματα στη συλλογή εμπεριέχονται και μικρά πεζά κείμενα με ποιητική πάντα χροιά.

Είναι δημιουργήματα της ιδιαίτερης εκείνης ματιάς και πρόσληψης. Είναι το προσωπικό της Ντουέντε, δηλαδή μια μυστηριακή δύναμη που όλοι νιώθουμε, σε στιγμές δημιουργίας, μα που κανένας φιλόσοφος δεν μπορεί εξηγήσει.

Είναι εκείνο το ιδιαίτερο ύφος που αποτυπώνει τη γλωσσική της επάρκεια, και με αποκρυσταλλωμένη συνείδηση και σκέψη καταθέτει με ψυχικό βάθος.

Ένας λόγος ευθύς, απόλυτα εναρμονισμένος με τις ειλικρινείς προθέσεις της να βγάλει στο φως όσα κυοφορούνται στο μυαλό της.

Σε κάθε ποίημα διαφαίνεται η ουσιαστική ανάπλαση των αισθήσεων της σε σκέψεις που διεγείρουν και συνάμα τροφοδοτούν τη διανοητική αντίληψη του αναγνώστη.

Γραφή στο έπακρο έμπλεων συμβολισμών. Στα περισσότερα ποιήματα συναντάμε πολλά και πρωτότυπα σχήματα λόγου, ποτέ ατάκτως ειρημένα, αλλά απολύτως εννοιολογικά επηρεασμένα από τις θεωρίες του υποσυνείδητου.

Το γενικό αντικομφορμιστικό κλίμα, η τεχνική και οι εκφραστικοί τρόποι έκφρασης της ποιήτριας, παραπέμπουν σε μια εναντίωση στον κοινωνικό κομφορμισμό και στην εναντίωση της μάζας που είναι σε πολλές περιπτώσεις τόσο ισχυρές που το άτομο συνθλίβεται και δεν μπορεί να απαλλαγεί από τα δεσμά του.

Υπάρχουν ποιήματα που ξεφεύγουν από την αισθηματολογία του συνηθισμένου λυρισμού. Υπάρχουν άλλα που εισάγουν το διανοητικό στοιχείο ως κύριο παράγοντα των εννοιών που αφήνουν.

Αυτή η διαφοροποίηση που διαφαίνεται από ποίημα σε ποίημα κι από συλλογή σε συλλογή είναι ίσως η συνέπεια στην αφοσίωση ενός λόγου που συνεχώς εξελίσσεται πάντα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες της ποιήτριας.

Στην ποίηση της εκφράζει με τον πληρέστερο τρόπο την απήχηση που μπορεί να έχει η δημιουργία μέσα στο χρόνο, στον οποίο ανήκει κυρίως ο δικός της, ο προσωπικός ποιητικός λόγος, για να πιστοποιεί την ύπαρξή του στον επέκεινα.

Σε όλα της τα ποιήματα και στα τέσσερα βιβλία, -καθώς είχα την τύχη να διαβάσω και να αναφερθώ σε αυτά- αντιλήφθηκα ότι τη στιγμή της δημιουργίας κατέχεται από τη μέθη, τη γνώση και τη δύναμη μιας ποιητικής εκφοράς που είναι τόσο πολύ δυνατή όπως συμβαίνει η ίδια μέθη σε μια ερωτευμένη ψυχή.

Κι αυτή τη σχέση έχει με την ποίηση και η Νιόβη -να είναι προσηλωμένη στη τέχνη της για να βρίσκει σωστές διεξόδους που μπορούν να είναι αξιοπρόσεκτες και αξιόλογες, όπου ο μετρημένος λόγος, η συμμετρία, η οικονομία, και το τέμπο να προσδίδουν ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα στη συμπυκνωμένη γραφή της αφήνοντας τα υπόλοιπα διανοήματα, αντιλήψεις και τάσεις να εξυπηρετούνται καλύτερα από την πένα της που μόνο με την ποίηση προσεγγίζονται.

Γράφει:

Η Μαρία με τη λευκή φωνή. Το λερωμένο φόρεμα. Τα αγουροξυπνημένα μαλλιά. Χιλιάδες φορές γεννημένη απ’ τα λάθη της. Που περπατούσε χιλιόμετρα για να διανύσει την απόσταση ενός βλέμματος. Κι ας φοβόταν το σκοτάδι, επιστρέφοντας.

Και τα πουλιά που πετούσαν χαμηλά όταν συννέφιαζε, φοβόταν. Με χέρια μπερδεμένα απόδιωχνε τον ίσκιο τους ρίχνοντας μαύρο ψωμί στον ουρανό. Και το μέτωπό της έμενε αφύλαχτο. Η Μαρία που γεννήθηκε με τα γόνατα θυμωμένα. Χωρίς να βγάλει άχνα όταν επίμονα τη ρώτησαν, «γιατί». Μόνο ξεχνούσε επίτηδες τα συρτάρια ανοιχτά, μεγαλώνοντας. Κι ήξερε πως κανείς δε θα τη μάλωνε γι’ αυτό.

Η ροή της ύπαρξης μέσα σε σελίδες γεμάτες ζωντανές λέξεις που έρπουν αθόρυβα και εισχωρούν ως αυτούσιες έννοιες έρχονται πότε αντιμέτωπες κι άλλοτε με ηθελημένη ταύτιση με αντιλήψεις, γνώμες και αισθήσεις της ανθρώπινης καθημερινότητας που παίρνει σχήμα από τις πράξεις έτσι που καμιά δυσπιστία να υπάρχει για τις λέξεις που φανερώνουν συσσωρεμένες εμπειρίες σε μια πλούσια ποιητική εκφραστική ύλη με την απόλυτη καθαρότητα των ειλικρινών προθέσεων, το βάθος των σκέψεων και τη δύναμη των ιδεών της ποιήτριας.

Δεν είναι εύκολη η αποτύπωση, η απόδοση εμπειριών όσο κι αν αποτελεί την ειλικρινέστερη μορφή ερμηνείας ή όσο κι αν η υπερρεαλιστική διάθεση ύφους παρουσιάζεται ως ηχηρή κραυγή αγωνίας απέναντι στη σιωπή.

Μέσα από τη δική της πραγματικότητα η ποιήτρια είναι σε θέση να δημιουργεί όψεις της ζωής και των αισθήσεων σε μια σύντομη μικρή φόρμα.

Γράφει:

“όχι ποτέ δεν κοίταξα το φεγγάρι αφού μπορώ ακόμα ν’ αμύνομαι σ’ εκείνους που με πίστεψαν ζωντανή”

Με μια αόρατη κλωστή δένει και ενώνει κάθε συνθήκη σε μια ενότητα.

Στα ποιήματα της δεν αμφισβητείται η αποτελεσματικότητα της γλώσσας ως μέσο διαπροσωπικής επικοινωνίας, ούτε και η περιγραφή μιας αισθηματικής πραγματικότητας που φορτίζει κάθε ιδεολογική έκφραση παράλληλα με τον συσχετισμό της γλωσσικής απεικόνισης και την προοπτική μιας άλλης οπτικής γωνίας από τον αναγνώστη.

Κι αυτή η διαπροσωπική επικοινωνία είναι ο προσωπικός της τρόπος έκφρασης ως ο μοναδικός ευσεβής πόθος τής δημιουργού, να πετύχει την ιδιαιτερότητα μιας γλώσσας που απαιτεί υποταγή μόνο ως εργαλείο κι όχι ως ιδιομορφία.

Ποίηση και ζωή είναι ένας υπαρκτός αγώνας με μια βαθύτερη κι όχι απλουστευμένη πνευματική αντίληψη. Μέσα από αυτό τον υπαρκτό αγώνα προβάλλονται και τα τρία κύρια θέματα που ασχολείται γενικά ο ποιητικός λόγος ως η βάση των υπολοίπων.

Η ζωή, ο έρως και ο θάνατος. Οι υπόλοιπες θεματικές κατηγορίες εμφορούνται από αυτά τα τρία βασικά θέματα που παρ’ όλη τη σπουδαιότητα τους απλά ακολουθούν.

Και αναφέρω μερικούς τίτλους από τα ποιήματα.

το πιο δικό μου απόγευμα

Πως χαίρεται η ψυχή σ’ ένα ξημέρωμα;

η Μαρία με τη λευκή φωνή

Πόσες φορές και σε ποιες ψυχικές εξάρσεις έχεις κρυφτεί στην ψυχή σου;

Όχι ποτέ δεν κοίταξα το φεγγάρι

Απαντάει…

Αυτές είναι ως παράδειγμα, μα κι άλλες πολλές εικόνες που δεν θα εξιτάριζαν την φαντασία και τις αισθήσεις αν δεν υπήρχε η γοητεία, η ψευδαίσθηση, η ουτοπία, η αγάπη για δημιουργία.

Ίσως ενστικτωδώς να ενστερνίζεται ποιητικά την άποψη του φιλόσοφου Ζαν Πωλ Σαρτρ που με το δικό του τρόπο σκέψης και έκφρασης, προέτρεψε τον άνθρωπο να αναζητήσει το ηθικό χρέος του πέρα από τις ηθικές αρχές που έχουν καθιερωθεί παραδοσιακά και είπε: «Θέλω να διατηρήσω τον κόσμο όπως είναι, όχι γιατί μου φαίνεται καλός. Αντίθετα τον θεωρώ άθλιο, αλλά γιατί ζω μέσα σ’ αυτόν και δεν μπορώ να τον καταστρέψω χωρίς να καταστραφώ μαζί του».

Προσωπικά θα έλεγα πως η ποίηση της ακολουθεί τη θεωρεία του Εμπειρισμού που υποστηρίζει, πως η πηγή και τα συστατικά της ανθρώπινης γνώσης προέρχονται από την εμπειρία που αποκτάται μέσω των αισθήσεων. Αυτές μπορεί να είναι είτε οι πέντε αισθήσεις (ακοή, όραση, αφή, όσφρηση, γεύση) ή εσωτερικές αισθήσεις όπως ο πόνος και η ευχαρίστηση.

Σε αυτή την πεπατημένη η Νιόβη καταθέτει τη δική της άποψη προς αυτό το κοινό σημείο της διαφυγής και των απωλειών του ανθρώπου καταδεικνύοντας συγκεκριμένα τη σπουδαιότητα και την ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από τον ποιητικό της λόγο.

Δεν θα γίνονταν ακριβώς αντιληπτά ούτε αισθήματα ούτε εικόνες αν δεν είχε ο άνθρωπος αξιολογήσει τη ζωή του, αν δεν ένιωθε ελεύθερος, ισότιμος, ζωντανός κι ερωτευμένος.

Αν δεν είχε αποδεχτεί τον θάνατο για να ζήσει και να ξεχωρίσει την ομορφιά και τις χαρές της ζωής.

Και γι’ αυτά τα σπουδαία και μεγαλειώδη που συμβαίνουν γύρω και μέσα μας ως συναισθήματα μιλάει μέσω της ποίησης της.

Κι όπως κανείς δεν έχει μείνει αλώβητος και σαν άνθρωπος με πείρα όπου έχει ζήσει τα όμορφα και τα οδυνηρά της ζωής γέμισε και η ίδια εμπειρίες από την πλούσια απογυμνωμένη πραγματικότητα χρησιμοποιώντας αυτός ο ρόλος το επιχείρημα στην διαμόρφωση της ποιητικής της ταυτότητας που όσο συγκροτημένη κι αν δείχνει μέσα στα πλαίσια της τεχνικής οργάνωσης ενός ποιήματος, δοκιμάζεται από τη δημιουργική παραφορά της δυναμικής περισυλλογής και διάνοιας της.

Όπως έχω στο παρελθόν τονίσει για τη γραφή της Νιόβης, είναι ο υπερρεαλισμός μέσα απ’ το συναίσθημα… αυτός είναι ο όρος που δίνω κυρίως στις δύο τελευταίες ποιητικές όσο και ποιοτικές συλλογές, Εις Άτοπον και Πορτατίφ από τις εκδόσεις Μανδραγόρας και τούτο γιατί με πεποίθηση στέκει νηφάλια στο χάος των λέξεων με μια τεχνική αρτιότητα που είναι το προσόν των απεικονίσεων της κι αποδεικνύει πως στέκεται σήμερα ως η συνεπέστερη εκπρόσωπος της υπερρεαλιστικής έκφρασης.

ΑΚΗΣ ΓΚΑΤΖΙΟΣ

Εφημερίδα «Αναγνώστης Πελοποννήσου» 7/2/2019
Η Ναυπλιώτισσα Νιόβη Ιωάννου αποτυπώνει τα συναισθήματά της στο χαρτί

Το πορτατίφ

 «Η Μαρία με τη λευκή φωνή. Το λερωμένο φόρεμα. Τα αγουροξυπνημένα μαλλιά. Χιλιάδες φορές γεννημένη απ’ τα λάθη της. Που περπατούσε χιλιόμετρα για να διανύσει την απόσταση ενός βλέμματος. Κι ας φοβόταν το σκοτάδι, επιστρέφοντας. Και τα πουλιά που πετούσαν χαμηλά όταν συννέφιαζε, φοβόταν. Με χέρια μπερδεμένα απόδιωχνε τον ίσκιο τους ρίχνοντας μαύρο ψωμί στον ουρανό. Και το μέτωπό της έμενε αφύλαχτο. Η Μαρία που γεννήθηκε με τα γόνατα θυμωμένα. Χωρίς να βγάλει άχνα όταν επίμονα τη ρώτησαν, «γιατί». Μόνο ξεχνούσε επίτηδες τα συρτάρια ανοιχτά, μεγαλώνοντας. Κι ήξερε πως κανείς δε θα τη μάλωνε γι’ αυτό.»
Είναι το σημείωμα της Νιόβης Ιωάννου στην τελευταία της ποιητική συλλογή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Είναι η τέταρτη ποιητική της συλλογή, που με τόνο σχεδόν ψιθυριστό αφηγείται την καλά κατακτημένη ποιητική της γραφή σχεδόν κάτω από τη φωνή, μέσα της. Μια ενδότερη γυναικεία ποίηση που δεν καταλήγει σε μοιρολατρία, αλλά σε θέση. Δεν ακκίζεται και στην πραγματικότητα δε φοβάται να διαλαλήσει την άγνοια της.
Η Μαρία ξεκινά και κλείνει τη συλλογή, το Α και το Ω: επιστρέφω/ απ’ την ίδια ρυτίδα/ κλωτσώντας το πορτοκάλι/ που σάπιζε/ στα μαλλιά μου/ το φεγγάρι ένα ψεύτικο φως/ στο παράθυρο/ κανένας ίσκιος/ δε χωράει το σώμα μου/ μη με φωνάζεις άδικα/ «Μαρία»
Από τις ωριμότερες ποιητικές στιγμές στη σύγχρονη γυναικεία ποίηση. Το πορτατίφ της Νιόβης Ιωάννου έρχεται ως φυσική συνέχεια της προηγούμενης
Η Νιόβη Ιωάννου έχει έναν ξεχωριστό, μοναδικό τρόπο που γράφει. Από τα ποιήματά της βγάζει συναίσθημα. Όπως «αποκαλύπτει» η ίδια «Όταν ήμουν μικρή έλεγα πως όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω ελεύθερη. Τώρα λέω πως ελεύθερος μπορεί να είναι μόνο εκείνος που  καταφέρνει να μην είναι δέσμιος των συναισθημάτων του. Όχι, δε θέλω να είμαι ελεύθερη… Νιώθοντας, κατακτάς τον εαυτό σου».
Γεννήθηκε στο Άουγκσμπουργκ της Γερμανίας από γονείς μετανάστες και μεγάλωσε στο Ναύπλιο.
«Από μικρή μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους. Μέσα από την ενσυναίσθηση προσπαθούσα να κατανοήσω τις συμπεριφορές τους, εμβαθύνοντας στον τρόπο που σκέφτονταν. Η διαφορετικότητα με γοήτευε. Συχνά έδινε τροφή στον τρόπο που αντιλαμβανόμουν τον κόσμο. Σύντομα, έμαθα ν’ αποτυπώνω τα συναισθήματά μου στο χαρτί. Οι λέξεις με καθοδηγούσαν σε μονοπάτια που ούτε κι εγώ γνώριζα πως υπήρχαν μέσα μου. Νιώθοντας, αργά και χαμηλόφωνα ανακάλυπτα τον εαυτό μου και τους άλλους», λέει αναφερόμενη στο έργο της και στον εαυτό της, μιλώντας στον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ.
Στην εξομολόγησή της ανοίγει τη σκέψη και την καρδιά της: «Η μοναχικότητα με βοήθησε ν’ αφουγκράζομαι τις μικρές «ασημαντότητες» και να τους προσδίδω την αξία που εγώ ένιωθα πως δικαιούνταν.
Οι κλασικοί συγγραφείς με μάγευαν, κάθε ήρωας άφηνε μέσα μου το στίγμα του, επιδρώντας καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή μου. Ο Ντοστογιέφσκι, μ’ έκανε ν’ αμφισβητώ το προφανές και ν’ αναζητώ την αλήθεια όπου το σκοτάδι κυριαρχούσε. Η «ανθρώπινη δουλεία» του Σόμερσετ Μομ, ένα βιβλίο που διάβασα στα δεκαεφτά μου και με συγκλόνισε, μ’ έφερε μπροστά στο αδιέξοδο της ανθρώπινης ύπαρξης, στον άνθρωπο που μάχεται τον ίδιο του τον εαυτό προκειμένου να βρει την πολυπόθητη λύτρωση».
Παρότι πλέον είναι μόνιμη κάτοικος Αθηνών, δεν ξεχνά το Ναύπλιο, που χάραξε τα παιδικά της χρόνια και σε ένα μεγάλο ποσοστό χάραξε την προσωπικότητά της:
«Το Ναύπλιο είναι μια πόλη μαγική, γεμάτη φως και ιστορία, αλλά με γωνιές σκοτεινές που σε κάνουν να βλέπεις μέσα από μια άλλη οπτική τον εαυτό σου αλλά και τα πράγματα που σε περιβάλλουν. Κι ίσως οι πόλεις είναι εκείνες που μας διαλέγουν τελικά κι όχι εμείς εκείνες. Τα πέτρινα, ψηλοτάβανα σπίτια της παλιάς πόλης του Ναυπλίου, τόσο επιβλητικά κι απόμακρα γέμιζαν την ψυχή μου με δέος. Εκεί  χανόμουν με τις ώρες καθώς αρκετά από αυτά ήταν ακατοίκητα, παρατημένα στο έλεος της φθοράς αλλά των περίεργων επισκεπτών. Βηματίζοντας στα άδεια δωμάτια, σα να νοσταλγούσα κάτι που δε γνώριζα, προσπαθούσα να φανταστώ τις μορφές των ανθρώπων που έζησαν εκεί,  έπλαθα τους χαρακτήρες τους, συμμετείχα νοερά στις μικρές τους ιστορίες. Εκεί έγραψα το πρώτο μου ποίημα «η ερημιά των τοίχων» σε ηλικία δώδεκα ετών».
Η ποίηση για τη Νιόβη Ιωάννου είναι μοίρα:«Την ακολουθείς γιατί δε μπορείς να κάνεις αλλιώς. Σε φέρνει ενώπιος ενωπίω με τον άλλο σου εαυτό. Εκείνον που έχει τη δύναμη  σχεδόν πάντα  να σε εκπλήσσει. Μπροστά του νιώθεις γυμνός, απροστάτευτος κι όμως διαστροφικά τον προκαλείς γιατί θέλεις να νιώσεις γενναίος.
Δε γράφω για ν’ αλλάξω τον κόσμο. Για να πονέσω τον εαυτό μου γράφω ή για να τον αφήσω να με πονέσει. Μέσα από τον πόνο αποζητώ τη λύτρωση. Κι ίσως και κάποιοι άλλοι ακόμα πονέσουν και λυτρωθούν μαζί μου.
Ναι, ένας στίχος έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει τον κόσμο. Όμως για να συμβεί αυτό θα πρέπει η αλλαγή ήδη να συντελείται στα κύτταρα του καθενός μας. Το μήνυμα βρίσκει τον «έτοιμο» αποδέκτη, εκείνον που δε μπορεί να προβάλλει  αντιστάσεις που να καθυστερούν την όποια εξελικτική διαδικασία.
Ο Οδυσσέας Ελύτης έχει γράψει πως θεωρεί την ποίηση ως μια πηγή αθωότητας γεμάτη από επαναστατικές δυνάμεις. Με εκφράζει απόλυτα αυτή η θέση.
Δε μπορείς να είσαι ποιητής και να μην είσαι αθώος… τα κίνητρά σου να μην είναι ανιδιοτελή… να μην είσαι αυθεντικός, έτοιμος να υπερασπιστείς με σθένος κι αυταπάρνηση ό,τι πιστεύεις.
Όταν ήμουν μικρή έλεγα πως όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω ελεύθερη. Τώρα λέω πως ελεύθερος μπορεί να είναι μόνο εκείνος που  καταφέρνει να μην είναι δέσμιος των συναισθημάτων του. Όχι, δε θέλω να είμαι ελεύθερη… Νιώθοντας, κατακτάς τον εαυτό σου.
Με απογοητεύουν οι άνθρωποι που προσπαθούν να γίνονται αρεστοί. Διακρίνω μέσα τους μια ρωγμή που με κάνει να μην τους εμπιστεύομαι. Αγαπώ τη θλίψη στα μάτια εκείνων που γνωρίζουν χωρίς κι οι ίδιοι να το ξέρουν. Και τη σεμνότητα και την ευγένεια που αποπνέουν οι λέξεις τους, οι λιγοστές.
Για μένα η ουσία βρίσκεται στην απλότητα. Η πνευματικότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον απλό τρόπο που προσεγγίζουμε τα πράγματα. Η αλήθεια είναι απλή. Και μόνο οι σοφοί μπορούν να τη διακρίνουν μέσα στην πληθώρα των πληροφοριών που καθημερινά μας βομβαρδίζουν. Επειδή ήδη την κατέχουν. Κι είναι ο θεός των μικρών πραγμάτων που τιμωρεί την αλαζονεία των «επαϊόντων».
Η ποίηση σε βοηθά ν’ απαλλάσσεσαι από τα περιττά. Σκάβοντας να φτάνεις στο κουκούτσι, να το στύβεις και να βγάζεις τη λέξη, να την κοινωνήσεις με όσους αντέχουν τον πικρό χυμό της. Είναι μαγικό να γονατίζεις μέσα σου ,να γδέρνεις την ψυχή σου ώσπου να σου αποκαλυφθεί η αιτία του πόνου. Εγώ, έμαθα να το αντέχω».

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Οι ρίζες μου δέντρα λευκά καθ’ οδόν
O…
μεγαλώνοντας
άλλαζα γραφικούς χαρακτήρες
δεν ήθελα να με βρουν
όμως εκείνο το όμικρον
που έμοιαζε με μηδέν
πάντα με πρόδιδε
μια αράδα πιο πριν
απ’ τη φραγή εισερχομένων
Η Μαρία με τη λευκή φωνή. Το λερωμένο φόρεμα. Τα αγουροξυπνημένα μαλλιά. Χιλιάδες φορές γεννημένη απ’ τα λάθη της. Που περπατούσε χιλιόμετρα για να διανύσει την απόσταση ενός βλέμματος. Κι ας φοβόταν το σκοτάδι, επιστρέφοντας. Και τα πουλιά που πετούσαν χαμηλά όταν συννέφιαζε, φοβόταν. Με χέρια μπερδεμένα απόδιωχνε τον ίσκιο τους ρίχνοντας μαύρο ψωμί στον ουρανό. Και το μέτωπό της έμενε αφύλαχτο. Η Μαρία που γεννήθηκε με τα γόνατα θυμωμένα. Χωρίς να βγάλει άχνα όταν επίμονα τη ρώτησαν, «γιατί». Μόνο ξεχνούσε επίτηδες τα συρτάρια ανοιχτά, μεγαλώνοντας. Κι ήξερε πως κανείς δε θα τη μάλωνε γι’ αυτό
Τέταρτη ποιητική συλλογή της Νιόβης Ιωάννου που με τόνο σχεδόν ψιθυριστό αφηγείται την καλά κατακτημένη ποιητικής της γραφή σχεδόν κάτω από τη φωνή, μέσα της. Μια ενδότερη γυναικεία ποίηση που δεν καταλήγει σε μοιρολατρία, αλλά σε θέση. Δεν ακκίζεται και στην πραγματικότητα δε φοβάται να διαλαλήσει την άγνοια της: [ ] φοβάμαι/ δεν ξέρω πια να δίνω πρώτες βοήθειες/ ούτε δεύτερες/ ούτε τρίτες/ κρύβομαι μες στη ντουλάπα/ σου κάνω αναπάντητες κλήσεις/ να προσέχεις τους ανθρώπους που σ’ αγαπάνε/ πρέπει να βγω να καθαρίσω τους λεκέδες/ χρειάζεσαι ρούχα καινούρια/ ψήλωσες και δε φτάνω να σ’ αγκαλιάσω/ ξέρεις τελικά/ θα μαζέψω τα παιχνίδια σου απ’ το πάτωμα / θα τα βάλω στο τσίγκινο κουτί/ όταν ανάψεις το φως/ όλα να είναι στη θέση τους («Στον Αλέξανδρο»).
Κι όμως δεν αποδέχεται παθητικά, διεκδικεί (φορώ τα παπούτσια σου/ επιθυμώ τον εαυτό μου/ γένος αριθμό και πτώση/ κυρίως την πτώση/ μονόλογος/ όπως φθινόπωρο/ με μάρτυρα/ μια ψάθινη καρέκλα/ γεμάτη βροχή) …όσα καλά γνωρίζει και μεστά καταθέτει: θα μείνουν οι ουλές στο παράθυρο/ κόκκινες σαν τα μάτια/ ενός μικρού χελιδονιού/ που επέστρεψε/ οικειοθελώς στο σκοτάδι/ κάτω από το φεγγάρι/ μεγαλώνουν οι μέρες μας/ποιος αφελής/ θα πιστέψει ποτέ στην αλήθεια…
Το χρώμα της συλλογής είναι το κόκκινο (σελ. 14, 29, 58, 76, 78, 87): που προκαλεί αναταραχή, ελκύει και απαιτεί την προσοχή, χρώμα της ζωής, της ενέργειας, του πάθους. Συχνά το συναντάμε στα ποιήματα της Νιόβης Ιωάννου, από κοινού με το όνομα «Μαρία» (σελ. 9, 34, 62, 77, 90) που σημαίνει την λάμπουσα, ακτινοβολούσα, την ανοιχτή θάλασσα, ή μήπως ένα σύνηθες όνομα που κρύβει εντούτοις ιερότητα και κατάνυξη κατά βάθος; (όπου το φως αγάλλεται/ ευθεία η ψυχή μου…) Η Μαρία ξεκινά και κλείνει τη συλλογή, το Α και το Ω: επιστρέφω/ απ’ την ίδια ρυτίδα/ κλωτσώντας το πορτοκάλι/ που σάπιζε/ στα μαλλιά μου/ το φεγγάρι ένα ψεύτικο φως/ στο παράθυρο/ κανένας ίσκιος/ δε χωράει το σώμα μου/ μη με φωνάζεις άδικα/ «Μαρία»
Από τις ωριμότερες ποιητικές στιγμές στη σύγχρονη γυναικεία ποίηση. Το πορτατίφ της Νιόβης Ιωάννου έρχεται ως φυσική συνέχεια της προηγούμενης συλλογής της Εις άτοπον.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

FRACTAL 13/02/2019
Θα μείνουν οι ουλές στο παράθυρο
Οι ρίζες μου δέντρα λευκά καθ’ οδόν
O…
μεγαλώνοντας
άλλαζα γραφικούς χαρακτήρες
δεν ήθελα να με βρουν
όμως εκείνο το όμικρον
που έμοιαζε με μηδέν
πάντα με πρόδιδε
μια αράδα πιο πριν
απ’ τη φραγή εισερχομένων
Η Μαρία με τη λευκή φωνή. Το λερωμένο φόρεμα. Τα αγουροξυπνημένα μαλλιά. Χιλιάδες φορές γεννημένη απ’ τα λάθη της. Που περπατούσε χιλιόμετρα για να διανύσει την απόσταση ενός βλέμματος. Κι ας φοβόταν το σκοτάδι, επιστρέφοντας. Και τα πουλιά που πετούσαν χαμηλά όταν συννέφιαζε, φοβόταν. Με χέρια μπερδεμένα απόδιωχνε τον ίσκιο τους ρίχνοντας μαύρο ψωμί στον ουρανό. Και το μέτωπό της έμενε αφύλαχτο. Η Μαρία που γεννήθηκε με τα γόνατα θυμωμένα. Χωρίς να βγάλει άχνα όταν επίμονα τη ρώτησαν, «γιατί». Μόνο ξεχνούσε επίτηδες τα συρτάρια ανοιχτά, μεγαλώνοντας. Κι ήξερε πως κανείς δε θα τη μάλωνε γι’ αυτό
Τέταρτη ποιητική συλλογή της Νιόβης Ιωάννου που με τόνο σχεδόν ψιθυριστό αφηγείται την καλά κατακτημένη ποιητικής της γραφή σχεδόν κάτω από τη φωνή, μέσα της. Μια ενδότερη γυναικεία ποίηση που δεν καταλήγει σε μοιρολατρία, αλλά σε θέση. Δεν ακκίζεται και στην πραγματικότητα δε φοβάται να διαλαλήσει την άγνοια της: [ ] φοβάμαι/ δεν ξέρω πια να δίνω πρώτες βοήθειες/ ούτε δεύτερες/ ούτε τρίτες/ κρύβομαι μες στη ντουλάπα/ σου κάνω αναπάντητες κλήσεις/ να προσέχεις τους ανθρώπους που σ’ αγαπάνε/ πρέπει να βγω να καθαρίσω τους λεκέδες/ χρειάζεσαι ρούχα καινούρια/ ψήλωσες και δε φτάνω να σ’ αγκαλιάσω/ ξέρεις τελικά/ θα μαζέψω τα παιχνίδια σου απ’ το πάτωμα / θα τα βάλω στο τσίγκινο κουτί/ όταν ανάψεις το φως/ όλα να είναι στη θέση τους («Στον Αλέξανδρο»).
Κι όμως δεν αποδέχεται παθητικά, διεκδικεί (φορώ τα παπούτσια σου/ επιθυμώ τον εαυτό μου/ γένος αριθμό και πτώση/ κυρίως την πτώση/ μονόλογος/ όπως φθινόπωρο/ με μάρτυρα/ μια ψάθινη καρέκλα/ γεμάτη βροχή) …όσα καλά γνωρίζει και μεστά καταθέτει: θα μείνουν οι ουλές στο παράθυρο/ κόκκινες σαν τα μάτια/ ενός μικρού χελιδονιού/ που επέστρεψε/ οικειοθελώς στο σκοτάδι/ κάτω από το φεγγάρι/ μεγαλώνουν οι μέρες μας/ποιος αφελής/ θα πιστέψει ποτέ στην αλήθεια…
Το χρώμα της συλλογής είναι το κόκκινο (σελ. 14, 29, 58, 76, 78, 87): που προκαλεί αναταραχή, ελκύει και απαιτεί την προσοχή, χρώμα της ζωής, της ενέργειας, του πάθους. Συχνά το συναντάμε στα ποιήματα της Νιόβης Ιωάννου, από κοινού με το όνομα «Μαρία» (σελ. 9, 34, 62, 77, 90) που σημαίνει την λάμπουσα, ακτινοβολούσα, την ανοιχτή θάλασσα, ή μήπως ένα σύνηθες όνομα που κρύβει εντούτοις ιερότητα και κατάνυξη κατά βάθος; (όπου το φως αγάλλεται/ ευθεία η ψυχή μου…) Η Μαρία ξεκινά και κλείνει τη συλλογή, το Α και το Ω: επιστρέφω/ απ’ την ίδια ρυτίδα/ κλωτσώντας το πορτοκάλι/ που σάπιζε/ στα μαλλιά μου/ το φεγγάρι ένα ψεύτικο φως/ στο παράθυρο/ κανένας ίσκιος/ δε χωράει το σώμα μου/ μη με φωνάζεις άδικα/ «Μαρία»
Από τις ωριμότερες ποιητικές στιγμές στη σύγχρονη γυναικεία ποίηση. Το πορτατίφ της Νιόβης Ιωάννου έρχεται ως φυσική συνέχεια της προηγούμενης συλλογής της Εις άτοπον.

ΕΡΗ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

17.1.2019
Για την ποίηση της Νιόβης Ιωάννου
 Κυρίες και κύριοι, η ποιητική συλλογή, για την οποία θα σας μιλήσω σήμερα είναι η τέταρτη της Νιόβης Ιωάννου. Αναφέρομαι στο αριθμητικό γεγονός γιατί φανερώνει τη μακρόχρονη και όχι ευκαιριακή ενασχόλησή της με το στίχο, το σταθερό ενδιαφέρον και την αποφασιστικότητά της να έχει τακτική εκδοτική παρουσία, σημάδια όλα που δείχνουν ότι έχει ξεπεράσει από καιρό έναν ευκαιριακό ενθουσιασμό.
Ας αρχίσω με δυο λόγια για τους τίτλους των προηγούμενων συλλογών της: Φως-2 το 2013, Σε στΗχο πλάγιο και μόνο το 2014, Εις άτοπον το 2017. Είναι προφανές και από το γλωσσικό και οπτικό (εννοώ όπως είναι γραμμένο) παιχνίδι στίχο/ήχο ότι η γλώσσα όχι μόνο απασχολεί ιδιαίτερα την ποιήτρια, όπως άλλωστε και το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης αλλά η κ. Ιωάννου γνωρίζει να χειρίζεται καλά το όπλο του λόγου, το μοναδικό άλλωστε όπλο κάθε ανθρώπου των γραμμάτων.
Ας περάσουμε τώρα να δούμε τη συλλογή Πορτατίφ που μόλις εκδόθηκε και που αποτελείται από 82 ολιγόστιχα ποιήματα, τα οποία δεν ξεπερνούν σε έκταση τη μία σελίδα. Ορισμένα είναι πεζόμορφα, κάποια μάλιστα εκτείνονται μόλις σε 2-3 στίχους.
Ας σημειωθεί ότι σε αυτά τα σύντομα ποιήματα η κ. Ιωάννου δείχνει επιγραμματικές ικανότητες και εκφράζεται με μεγάλη επιτυχία:
Ήταν ευθεία
η πληγή του
δεν οδηγούσε πουθενά
Ή
Αγκάθι ολοζώντανο
Η άνοιξη
δεν βρίσκει φτέρνα βαθιά

Μια διευκρίνιση είναι αναγκαία από την αρχή. Η ποίηση γενικά αλλά και η σύγχρονη ποίηση ειδικότερα, δεν θα έλεγα ότι είναι δυσερμήνευτη γιατί προσφέρει τα ερμηνευτικά κλειδιά της στους αναγνώστες. Ωστόσο, κάθε αναγνώστης ή αναγνώστρια μπορεί να προσεγγίσει το ίδιο ποιητικό κείμενο με διαφορετικό τρόπο, να χρησιμοποιήσει μερικά από τα κλειδιά που του δίνονται, ανάλογα με τις γνώσεις, τα αισθήματα, τα βιώματά του. Αντίθετα με την πεζογραφία που δημιουργεί ένα σταθερότερο πλέγμα εννοιών, η ποίηση προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Έτσι από εμένα θα ακούσετε τον προσωπικό τρόπο που διαβάζω τους στίχους της κ. Ιωάννου και όσο κι αν στηρίζομαι στη μελέτη και στην πείρα μου, ωστόσο διόλου δεν πρόκειται να σας διαβεβαιώσω ότι μόνο ο δικός μου τρόπος είναι ο σωστός.
Κατά τη δική μου ανάγνωση, λοιπόν, η έννοια της πληγής, ενός παλιού ανεπούλωτου τραύματος, διατρέχει τη συλλογή. Ένας συνεχής πόνος, μια βαθιά λύπη στίζουν τα ποιήματα.
Το μότο που ανοίγει τη συλλογή, απόσπασμα από ποίημα του Δημήτρη Βαρβαρήγου, είναι πολύ χαρακτηριστικό για την ψυχική διάθεση που αποτυπώνεται στο βιβλίο:
 «Πουθενά δεν θα υπάρξει ο κόσμος που προσμένεις
σε κάθε αμυδρή σκιά θα βρεις κι έναν αλλιώτικο,
ανόμοιο γεμάτο αντιθέσεις στίχο,»

Αυτός ο λυρισμός δεν δίνεται με τόνο εξομολογητικό, αλλά με μια σειρά από εικόνες που συνολικά δημιουργούν έναν ποιητικό κόσμο. Πρώτο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι η ποιήτρια εργάζεται με απλά υλικά, με έννοιες κοινόχρηστες, με στοιχεία της καθημερινής ζωής. Για την ακρίβεια αφορμάται από την καθημερινότητα για να προχωρήσει πάρα πέρα και να πλάσει το οραματικό της σύμπαν που εκφράζει τα συναισθήματα, τις ιδέες, τα βιώματα, την ποιητική της πνοή. Γι’ αυτό τον κόσμο θα ήθελα να σας μιλήσω σήμερα.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Μια γυναικεία μορφή που ονομάζεται Μαρία εμφανίζεται σε αρκετά ποιήματα:
Η Μαρία με τη λευκή φωνή. Το λερωμένο φόρεμα. Τα αγουροξυπνημένα μαλλιά. Χιλιάδες φορές γεννημένη απ’ τα λάθη της. Στο πρώτο ποίημα του βιβλίου σ. 9
Λίγες σελίδες παρακάτω στο ποίημα με τον τίτλο «Με λένε Μαρία» 34, η αφηγήτρια περιγράφει τη Μαρία «το ξεχτένιστο κορίτσι» που μπαίνει στο χώρο της και τη ζωή της. Σε άλλο ποίημα «Οι φίλοι μου»62 η Μαρία αποποιείται την ταυτότητά της, «στα ψέματα με λένε Μαρία» ψιθυρίζει. Θα επανέλθει όμως στο ποίημα «Κι έτσι περνάνε τα χρόνια» (77) σαν παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, αναλλοίωτη στο χρόνο, σε μια πόζα χαμογελαστή:
«Η Μαρία δεν έχει πρόσωπο να φοβάται
Όταν βραδιάζει φοράει ένα φόρεμα λευκό
Κρύβεται στις παλιές φωτογραφίες
Χορεύει ανάμεσα σε ασπρόμαυρους ανθρώπους»

Η τελευταία της εμφάνιση γίνεται στο τελευταίο ποίημα, έτσι που να διακρίνεται η καθοριστική παρουσία της σε όλη τη συλλογή, αφού με το όνομά της σε σχήμα κύκλου αρχίζει και τελειώνει το βιβλίο:
κανένας ίσκιος
Δε χωράει το σώμα μου
Μη με φωνάζεις άδικα
«Μαρία»

Είναι πιθανό λοιπόν ότι η Μαρία, αποτελεί ένα προσωπείο της ποιήτριας ή μια γυναικεία μορφή ιδανική με την οποία η ποιήτρια συνδιαλέγεται.
Μια άλλη επώνυμη παρουσία είναι ο Αλέξανδρος στο αφιερωμένο σ’ αυτόν ποίημα (23), όπου μέσω της περιγραφής της σχέσης μιας μητέρας με το παιδί της που μεγαλώνει: (για παράδειγμα υπάρχουν τα παιχνίδια στο πάτωμα, τα στρατιωτάκια, ο στίχος: «ψήλωσες και δε φτάνω να σ’ αγκαλιάσω») μας δίνεται η εξέλιξη μιας σχέσης αγάπης με μια, κατά τη γνώμη μου, κάπως αμήχανη διάθεση, γιατί δεν έχει ακόμη βρεθεί η ισορροπία αυτής της αλλαγής ηλικίας και σχέσης.
Τελευταίος αξιοσημείωτος επώνυμος ήρωας ο μυθολογικός Οδυσσέας σε ένα ωραίο ποίημα με τίτλο «Ιθάκη» που σχολιάζει το νόστο:
Ο μαύρος καπνός
Πιότερο πείθει
Απ’ την Ιθάκη
Γι’ αυτό
Μην κλαις
Οδυσσέα

Αλλά στη συλλογή παρουσιάζονται και αρκετά άλλα πρόσωπα που συνθέτουν τις οικογενειακές σχέσεις, όπως η μητέρα που απλώνει τα ρούχα της, 11, η μεγαλύτερη αδελφή και άλλοι ηλικιωμένοι συγγενείς. Υπάρχει και ο ερωτικός σύντροφος, ανώνυμος, σιωπηλός, χαμένος στο παρελθόν, παραμένει ως ανάμνηση. Δεν προκαλεί όμως έντονα συναισθήματα η απουσία του. Είναι μια φλόγα σβηστή που διατηρεί την τελευταία αναλαμπή της θύμησης.
Υπάρχουν ακόμη γείτονες (12) και φίλοι και άγνωστα πρόσωπα, που άλλοτε δημιουργούν μια αίσθηση οικειότητας άλλοτε προκαλούν αισθήματα μεγάλης αγωνίας.
Ανάλογα συμβαίνει με μια σειρά από χώρους, αντικείμενα, φυσικά φαινόμενα αλλά και ζώα και πουλιά που δημιουργούν τον μικρό και μεγάλο κόσμο αυτής της ποιητικής συλλογής της Νιόβης Ιωάννου.
Ένα σύμπαν συννεφιασμένο, βροχερό, σκοτεινό, που φέρνει στο νου πόνο και ανησυχία:
«Τα πουλιά πετούσαν χαμηλά», «το σύντομο φως» μοιάζει «κεντρί από μέλισσα», λόγος γίνεται για «ένα σπουργίτι νεκρό,» ή «τα μαλλιά της γλιστρούσαν στον υπόνομο»
Στις πυκνές εικόνες των αναμνήσεων, γιατί όπως ήδη σημείωσα, το παρελθόν είναι ζωντανό και περιγράφεται συχνά σε αντίθεση με το παρόν στα ποιήματα, μας δίνεται η εντύπωση μιας χαράς ή ηρεμίας, που όμως έχει πλέον χαθεί. Γιατί άραγε; Το πέρασμα της ηλικίας, ή η φυγή των ανθρώπων; Το τέλος της άνοιξης και του καλοκαιριού; Εμφανίζεται ωστόσο παράλληλα και το στοιχείο της καρτερικής ενατένισης του κόσμου, της αίσθησης ότι όλα έχουν συντελεστεί και δεν συντρέχουν λόγοι για μια αλλαγή, για ένα νέο ξεκίνημα. Στο τώρα, στο παρόν των στίχων κυριαρχούν οι ψύχραιμες διαπιστώσεις του τέλους.
Ο θάνατος και κυρίως οι νεκροί δεν λείπουν από τους στίχους της μαζί με εικόνες που θυμίζουν εφιάλτες. Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, για να αποκρυπτογραφήσουμε σε βάθος τα ποιήματα του Πορτατίφ, η πιο ασφαλής για μένα μέθοδος είναι να ακολουθήσουμε τις λέξεις-κλειδιά που η ποιήτρια εμφανίζει μέσα στους στίχους της, σαν να βάζει σημάδια πορείας. Τέτοιες λέξεις είναι το άσπρο και το κόκκινο χρώμα, το σώμα, το σπίτι, τα σκυλιά, τα ποντίκια, τα πουλιά, το φεγγάρι, οι φωτογραφίες, τα φύλλα, που επαναλαμβάνονται σε παραλλαγμένες εικόνες, άρα την απασχολούν ηχητικά και νοηματικά.
Αναφέρθηκα ήδη από την αρχή στα «γλωσσικά παιχνίδια» των τίτλων των προηγούμενων συλλογών της κ. Ιωάννου, που συνεχίζονται και εδώ στα ποιήματά της. Φανερώνουν εξαιρετική γλωσσική επιμέλεια, σωστό χειρισμό των εννοιών, δημιουργία ατμόσφαιρας μέσω της κατάλληλης επιλογής λέξεων, επιτυχία στις σύντομες εικόνες και στις λιτές αποδόσεις των εννοιών και των αισθημάτων που επιθυμεί να προβάλει.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ποίημα Ο…, θα το απέδιδα ηχητικά ως κεφαλαίο όμικρον:
Μεγαλώνοντας
Άλλαζα γραφικούς χαρακτήρες
Δεν ήθελα να με βρουν
Όμως εκείνο το όμικρον
Που έμοιαζε με μηδέν
Πάντα με πρόδιδε
Μια αράδα πιο πριν
Απ’ τη φραγή εισερχομένων

Στους παραπάνω στίχους πολύ εύστοχα σχολιάζεται η αλλαγή της ηλικίας και η επιθυμία του προσώπου που μιλά να διαμορφώσει την ατομική του ταυτότητα σαν αντίσταση στην ομοιομορφία. Το όμικρον όμως μεταμορφώνεται σε μηδέν και προδίδει τη διάψευση της προσπάθειας, ενώ αμέσως μετά μεταβάλλεται σε αριθμό τηλεφωνικού καντράν, υπονοώντας και την ανεκπλήρωτη επιθυμία επικοινωνίας.
Συμπερασματικά, η Νιόβη Ιωάννου στην τέταρτη ποιητική της συλλογή παρουσιάζεται συγκροτημένη καλλιτεχνικά, με διαμορφωμένο το ποιητικό της όραμα και τον ποιητικό της λόγο.
Η Έρη Σταυροπούλου είναι κριτικός λογοτεχνίας, ομότιμη καθηγήτρια νεοελληνικών σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

DIASTIXO 25/9/2019
κάποτε οι άνθρωποι
θα μιλούν ψιθυριστά
σα να επέστρεψαν από μέσα τους
έξω θα κάνει παγωνιά
σα να ’ναι ο κόσμος αλήθεια
κι η ζητιάνα στη γωνία
θα φοράει το παλιό μου παλτό
για να μου μοιάζει
κάθε που δίνει πίσω τα ρέστα
Η ποίηση της Νιόβης Ιωάννου είναι μοναχική και προσωπική. Στον αντίποδα ενός ποιητικού λόγου που αποκτά κοινωνικό προσωπείο πάνω από το έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτα ιδιωτικό, η Ιωάννου μιλά χωρίς κανένα κοινωνικό άλλοθι, σε χαμηλούς τόνους, καταθέτοντας προσωπικά βιώματα προς εαυτήν. Γι’ αυτό και οι κώδικες αποκρυπτογράφησης της ποίησής της είναι κι αυτοί ιδιαίτεροι: η Μαρία που εισχωρεί στο ποιητικό τοπίο ξανά και ξανά σαν μια επαναλαμβανόμενη περσόνα, που άλλοτε οδηγεί στην ίδια την ποιήτρια και άλλοτε περικλείει μέσα της ακόμη περισσότερα σύμβολα, ο Οδυσσέας, ο Αλέξανδρος, τα χρώματα, κόκκινο και λευκό, πένθιμα και τα δύο. Πώς εισχωρείς, λοιπόν, σε ένα τόσο κρυπτικό τοπίο;
Θεωρώ πως τα 82 ποιήματα της συλλογής προσεγγίζονται με έναν μόνο τρόπο. Μέσω της αίσθησης του κοινού βιώματος – στο σημείο όπου η προσωπική οδυνηρή κατάθεση της ποιήτριας έρχεται να συναντήσει την προσωπική ανάγνωση σ’ έναν κοινό τόπο. Η απομόνωση, ένας πόνος εσωτερικός και βαθύς, η κραυγή που εκστομίζεται εν είδει ψιθύρου ηχηρού για να ακουστεί από όσους εννοούν την ποίηση σαν έναν χώρο όπου το λευκό του πένθους και το κόκκινο του πάθους συνταυτίζονται. Τότε γράφονται ξεχωριστά ποιήματα, τότε οι αναγνώσεις αποκτούν την ικανότητα διείσδυσης στον λόγο.
Τότε μόνον συντελείται εκ των πραγμάτων (και όχι εκ προθέσεως) η επικοινωνία ανάμεσα στον δημιουργό και τον αποδέκτη – ουσιαστική σύνδεση της ποίησης με την κοινωνία. Άλλωστε, ο ποιητής για να ανοιχτεί στον έξω χώρο πρώτα πρέπει να βρει τον εαυτό του σε ενδελεχή ενδοσκόπηση. Να ανιχνεύσει τη βαθύτερη εικόνα μέσα του, ώστε να μπορεί να την ενσωματώσει στον ποιητικό του λόγο. Από το σημείο αυτό κι έπειτα, όλα ανοιχτά για να ανιχνευθούν οι μυστικές δίοδοι, που οδηγούν κατευθείαν στην ψυχή του ποιητικού λόγου.
[…]
τ’ απογεύματα
ένα κορίτσι ξεχτένιστο
ερχόταν από μακριά
φορώντας την κόκκινη ζακέτα μου
γεμάτη αγκάθια
με λένε Μαρία ψιθύριζε
είναι δικό μου το καλοκαίρι
[…]
με τα χέρια της άνοιγε το φεγγάρι
μια ήρεμη γραμμή
αβοήθητη
μ’ ακολουθούσε
αύριο πάλι μου φώναζε
αύριο πάλι
Στα όρια μιας κραυγής που συγκρατείται, οι στίχοι της Ιωάννου σ’ αυτή την τέταρτη ποιητική της συλλογή αρκούνται στον ψίθυρο, που αποβαίνει ωστόσο ικανός να συνταράξει. Όλη η εικονοπλασία της ποίησης εδώ έχει τη σφραγίδα της ποιήτριας, ένα «εγώ» που με την ποιητική άδεια της πανταχού παρουσίας του παρατηρεί και καταγράφει, θυμάται και εγκιβωτίζει στο ποίημα τις εικόνες.
οι νεκροί φορούσαν τα καλά τους και μας επισκέπτονταν
έμπαιναν στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας
που έμενε πάντα ανοιχτή
δεν κάθονταν μαζί μας στο τραπέζι
τους τρόμαζε
το λευκό τραπεζομάντιλο
οι μεγάλες μπουκιές
στις επιστήθιες συζητήσεις των φίλων
το νερό στα ποτήρια που άδειαζε
όμως
μας κοίταζαν
μας κοίταζαν
με ολόκληρες τις τρύπες των ματιών τους
μετρώντας χιλιόμετρα ως τον σκύλο που γαύγιζε
έφευγαν απ’ την πόρτα της κουζίνας
που έμενε πάντα ανοιχτή
Στο παραπάνω ποίημα είναι πολλές οι παρουσίες γύρω από το «εγώ» που αποτυπώνει τη σκηνή· και δεν είναι μόνο τα πρόσωπα που καταγράφονται μέσα του, αλλά και όποιος διαβάζοντας συγκατανεύει για την εύρεση του κοινού τόπου· είναι κι αυτός μέσα στο ποίημα με την άδεια που του δίνεται από την ποιητική μέθεξη. Αυτή είναι η επικοινωνία του ποιητή με τον αναγνώστη του μέσω του προσωπικού βιώματος – ιδιωτικού αρχικά για τον ποιητή, αλλά κοινού πλέον για όποιον εισέρχεται στο ποίημα σε αγαστή σύμπλευση για να συναντήσει τους δικούς του νεκρούς να επισκέπτονται το σπίτι στο κυριακάτικο τραπέζι.
Με παρόμοιο τρόπο λειτουργούν πολλά από τα ποιήματα της συλλογής, μεταλλάσσοντας έτσι την προσωπική ποίηση της Νιόβης Ιωάννου σε μια δυνάμει «κοινωνική» ποίηση. Όχι γιατί καταπιάνεται με τρέχοντα κοινωνικά προβλήματα, ούτε γιατί προτάσσει ένα «εμείς» μπροστά από το μοναχικό «εγώ» της ποιήτριας. Καταλήγει κοινωνική η ποίησή της, γιατί κατορθώνει να μεταποιήσει το προσωπικό βίωμα σε κοινό, ακόμα και με την ιδιωτική του ιδιοσυστασία. Δεν είναι λίγο αυτό, αν αναλογιστούμε την κενότητα που συχνά εγκαταβιοί στους στίχους που προβάλλουν ένα ανύπαρκτο κατ’ ουσίαν πολυπληθές ποιητικό υποκείμενο. Εδώ το «εγώ» στη μοναχικότητά του επικοινωνεί αποτελεσματικά με όποιον θα επιθυμούσε να το ακολουθήσει στις ποιητικές του διαδρομές.
υπάρχει μια ώρα που γίνεσαι ωραιότερος στενάζοντας βαθιά σου… κι
ίσως είναι τότε που γλιτώνεις στον γκρεμό των ανθρώπων, την πιο δική
σου επιθυμία…

.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΜΠΟΧΟΛΗ

«ΟΠΟΥ ΤΟ ΦΩΣ ΑΓΑΛΛΕΤΑΙ, ΕΥΘΕΙΑ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ».
ΤΟ «ΠΟΡΤΑΤΙΦ» ΤΗΣ ΝΙΟΒΗΣ ΙΩANNOY.
Η ΦΩΤΕΙΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ.
(ΑΡΧΑΙΕΣ ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ, ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΔΡΟΜΟΙ)

«Ποίησις» στην αρχαία ελληνική γλώσσα είναι η ίδια η δημιουργία, «η έκ τού μή όντος εις τό ον ίόντι ότωούν αιτία πάσα», κάθε αίτια προκειμένου να μεταβεί κάτι από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. (Πλάτ., Συμπ., 24). «Η ποίησις μιλά για το όλον» και «μας δείχνει τον δρόμο προς το λευκό, προς το πιο άσπρο από τα άσπρα, το ακηλίδωτο», ομολογεί ο Γ. Αριστηνός σε φιλολογική του διαπραγμάτευση με σαφείς τους αλληγορικούς συνειρμούς του λευκού χρώματος στην ποιητική συμβολική γραφή. Σύμβολο σοφίας και αγνότητας, καθαρότητας κι εσωτερικής μεταμόρφωσης, το λευκό γίνεται φως που
μπολιάζει με θεϊκότητα τον ποιητικό λόγο και τον μετουσιώνει καθαγιαστικά στην απαστράπτουσα ακτινοβολία του: «Όπου το φως αγάλλεται ευθεία η ψυχή μου», παραδέχεται η ποιητική έμπνευση με μία καλλιτεχνική ενόρμηση αισθαντική, που αναδύεται λυτρωτικά μέσα από την ίδια τη συγγραφική λειτουργία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, βεβαίως, αναφερόμαστε, στον χαρακτηριστικό -και συνοπτικά εύγλωττο-στίχο της υπέροχης ποιητικής συλλογής της Νιόβης Ιωάννου Πορτατίφ (2019, εκδ. Μανδραγόρας), που μαζί με τον τίτλο γίνεται προμετωπίδα του έργου της και στίγμα φωτεινότητας από το οποίο αυτό διαπνέεται. Τα ουράνια σώματα, αυτόφωτα κι ετερόφωτα, «κίτρινα βλέφαρα» στο σκοτάδι του ουρανού, γίνονται
δικαιωματικά οι λαμπεροί προπομποί. Η σελήνη, έμβλημα προ-όρα-σης στην ιερή μυσταγωγία, αποκτά την πρωτοκαθεδρία:

τώρα τα ονόματα
έγιναν μια απλή υπενθύμιση
πως τίποτα δε μένει το ίδιο
όμως εγώ θυμόμουν τα παλιά σου μάτια
γεμάτα ήλιο και λευκά αγριολούλουδα
την πόλη που ερχόταν απ’ τη θάλασσα
σέρνοντας την ψυχή της
στα σοκάκια
την ορχήστρα που έπαιζε στη μεγάλη πλατεία
και γύρω της τα παιδιά
άνοιγα ν τα χέρια τους και πετούσαν
εκείνο το βουβό παραθυρόφυλλο
-θυμόμουν-
που έκλεινε απ’ έξω το φεγγάρι
και τη. κουρτίνα που κυμάτιζε ελαφρά
σαν απορία, εσένα κι εμένα,

Το φεγγάρι, που ως αλληγορική αναφορά διατρέχει ολόκληρη την
ποιητική συλλογή, σύμβολο της αργυρής λευκότητας , της σιωπηλής
φωτεινότητας , συνυποδηλωτικά, είναι η πρώτη ενορατική συνειδητοποίηση στην σύλληψη της αλήθειας του κόσμου , η αντανάκλαση του εσωτερικού φωτός που κρύβουμε μέσα μας, της οικείας σοφίας που υπάρχει, αλλά κάποτε προβάλλεται στην μορφή του «έτερου» , του άλλου, για να γίνει ο γόνιμος αντικατοπτρισμός, ακριβώς όπως η σελήνη τροφοδοτείται διαρκώς από τον ήλιο:

υπάρχει ένα φεγγάρι
που μετράει τις αποστάσεις
μέσα μας
όταν οι πόλεις σβήνουν
χαμηλόφωνα
κι εμείς γυρεύουμε απεγνωσμένα
ο ένας τον άλλο.

Τούτο το φεγγάρι, στην ποίηση της Νιόβης Ιωάννου, αποκτά συμβολική αξία βαρύτιμη εμπεριέχει την αρχαία έννοια του φωτός με όλες τις εμβριθείς σημάνσεις του, όπως αυτές προσανατολίζονται σε δρόμους ανθρωπισμού. «Φως» στην αρχαία λαλιά είναι άνθρωπος, ο φωτισμένος άνθρωπος, φορές-φορές και ο «άλλος εαυτός», το alte ego, που «εν δυνάμει», στην αθέατη όψη των πραγμάτων, στη σιγή της στιγμής, «θεάται» τη μαρμαρυγή, την λάμψη της επίγνωσης που σπαρταρά μέσα του και γυρεύει να αποκαλυφθεί. Φως που η ψυχή ανακαλύπτει συνειδητοποιώντας πρώτα το σκοτάδι της, αυτό που η
ποίηση λυρικά και υπαινικτικά υποβάλλει και ξεδιαλύνει.

Ανάμεσα από ώμους ξεριζωμένους η σάρκα μόνη, ερημική,
σκαρφάλωνε στο δέντρο ώσπου να φτάσει το πρώτο
κελάηδισμα.. .μετά χαμήλωνε, βυθιζόταν.. βυθιζόταν εντός
του ολόγυμνη…μόνο για να κλέψει λίγη ψυχή… λίγα
φτερά, λίγα ψίχουλα…

σε τρίτο πρόσωπο
επινόησαν τη φωνή μου
αργότερα έσβησαν
και τη γλώσσα
χίλια κομμάτια
από φωνές
που περίμεναν
χαμηλώνοντας
ήχος κανένας
μαύρο σακάκι
αρτιμελές
εν κινήσει
με πίστεψαν
προηγείσαι μου είπαν
και σώπασα
Ποιο απ’ τα δύο σκοτάδια…

«Ποιο από τα δύο σκοτάδια» Εδώ το ερώτημα, εδώ και το ποιητικό «θαυμάζειν», η νοητή έκρηξη του συναισθήματος, το φιλοσοφικό κέντρισμα. Ποτέ η ποίηση δεν υπήρξε (απλώς) περιγραφική. Κι ούτε θα υπάρξει. Δεν τείνει στην αναπαράσταση της ιδανικής πραγματικότητας (μόνον), αλλά (πολύ περισσότερο) αναδομεί κι αναβαπτίζει την αθέατη αλήθεια εντός μας, αλήθεια υπόστασης και αυθυπαρξίας , Αισθαντικά μας καθοδηγεί σε δρόμους ύπαρξης και ουσίας, δρόμους που το ποιητικό υποκείμενο προς χάριν μας ιχνηλατεί . Το φως είναι ο «απεικονιστικός» φάρος αυτού του δρόμου, η ελπίδα· το σύμβολο που γίνεται ενθάρρυνση και γεννά την ψυχική ρώμη, η προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον. Το αίτημα του «λεύσσειν» εγείρεται τώρα ισχυρό , καίριο, συνώνυμο στην ποιητική γλώσσα με το ίδιο το «ζήν»-εκείνο το ομηρικό «ζώειν καί όραν φάος ήελίοιο» . Ετυμολογικά συναφές προς την «λευκότητα» και το επίθετο «λευκός» (ο άσπρος, ο λαμπερός), το «λεύσσειν», ρηματικός τύπος του αρχαίου «λεύσσω», επιβάλλεται στην ποιητική γλώσσα με την δύναμη της αποκάλυψης: «βλέπω κάτι που αστράφτει», «βλέπω κάτι που είναι μακριά», βλέπω με εκείνη την λάμψη της θεϊκότητας που αστραποβολεί στα πράγματα και τα κάνει να ξεχωρίζουν. Ως
ποιητικός συνειρμός ανατέλλει εκτυφλωτικά μέσα μας, στοχεύοντας
διαχρονικά σε μία αισιόδοξη στάση ζωής μέσα από την θαρραλέα
προτροπή που υποφαίνει. Εδώ και η ωραιότητα του λευκού, φωτεινού, συμβόλου, εδώ και το δείγμα της άλκιμης ποιητικής γραφής που
η Νιόβη Ιωάννου, με λυρικότητα έντασης, αφήνει στις στοχαστικές
αποτιμήσεις της να διαφανεί:

σήμερα φόρεσα το λευκό σου πουκάμισο
ανήλικη
έφτασα ως την πολυθρόνα
πού να ‘ναι η έξοδος…
κοίτα

Η Μαρία δεν έχει πρόσωπο να φοβάται
όταν βραδιάζει φοράει ένα φόρεμα λευκό
κρύβεται στις παλιές φωτογραφίες
χορεύει ανάμεσα σε ασπρόμαυρους ανθρώπους
κι έτσι περνάνε τα χρόνια
χωρίς να την πιστεύει κανένας
όταν κουράζεται κάθεται σε μια ξύλινα καρέκλα
ένα ολόλευκο φύλλο
κατρακυλάει απ’ τον ουρανό
στέκεται στα μαλλιά της
γύρω ασπρόμαυροι άνθρωποι
σταυρώνει τα χέρια
ακολουθεί τα ήσυχα μάτια τους
γέρνει το κεφάλι στο πλάι
χαμογελάει μαζί τους
ένα ολομόναχο φύλλο κυλάει στα πόδια της

εκείνη έβγαζε το φόρεμά της το λευκό
το πετούσε πάνω απ’ τη θάλασσα
το κοίταζε ως τα κύματα να γίνουν κλωστές

με τα χέρια της άνοιγε το φεγγάρι

.

ΕΙΣ ΑΤΟΠΟΝ
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

Περιοδικό “Μανδραγόρας”, τχ. 57, Δεκέμβριος 2017
Η εσωτερική ανάγκη δραπέτευσης της Νιόβης Ιωάννου
Για τον Peret –που παρέμεινε ως το τέλος ανυπότακτος υπερρεαλιστής– το αφετηριακό αίτημα του σουρεαλισμού δεν έπαψε ποτέ να είναι η επανάσταση της υποκειμενικότητας. Ο σουρεαλιστής ποιητής όμως αντί να προσπαθεί να υποτάξει την ποίηση στους σκοπούς του, αφήνει τους συνειρμούς ελεύθερους να υποτάξουν εκείνοι την ποίησή του, μιλώντας στη γλώσσα μιας ριζικά διαφορετικής εμπειρίας. Επικαλείται επικαλείται εικόνες και εκφράζει την εσωτερική ανάγκη απελευθέρωσης των συναισθημάτων, που αγγίζουν τα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, μακριά από την εργαλειακή χρήση του Λόγου.
Το δρόμο αυτό της υπερρεαλιστικής άρνησης του έλλογου ακολουθεί με την τελευταία της ποιητική συλλογή, «εις άτοπον» (Μανδραγόρας, 2017), και η Νιόβη Ιωάννου. Η Ιωάννου κινείται στο χώρο του υπερρεαλιστικού στοχασμού. Με τη δυναμική της έκφραση φιλόσοφοι πάνω σε καθημερινά στιγμιότυπα για τη ζωή τον άνθρωπο και την κοινωνία. Στοχασμοί και στιγμιότυπα συνδέονται με τη σουρεαλιστική συνειρμικότητα που ξαφνιάζει και μελαγχολεί.
Η ποίηση της Ιωάννου αφήνει τον ακροατή/αναγνώστη να μετεωρίζεται ανάμεσα στις υπαρξιακές της αγωνίες, γοητευμένος από τις πρωτότυπες μεταφορές. Οι λέξεις και οι συνάψεις των λέξεων μέσα στα ποιήματα ξαφνιάζουν το κοινό. Παρομοιώσεις και μετωνυμίες στολίζουν την ποιητική της έκφραση προσδίδοντας μία μαγική εικαστική διάσταση στη στιχουργική της.
Η νοηματική ρευστότητα που γεννά η σουρεαλιστική έκφραση γίνεται χείμαρρος μέσα στη συνειρμική κίνηση του στίχου. Ταυτόχρονα, η απουσία σημείων στίξης συμπλέκει τους στίχους σε ένα αδιάσπαστο σύνολο μέσα στη ρευστή στιχουργία κι εικονοποιία. Ο θρυμματισμένος στίχος εντείνει την αίσθηση της ρευστότητας αυτής. Ταυτόχρονα, όμως, με τις παθήσεις που επιβάλλει οξύνει τη συναισθηματική ένταση και την απογοήτευση με την αγωνία.
Ο υπερρεαλισμός όμως δεν προσφέρει απλώς μία εικαστική διέξοδο στην έκφρασή της. Βαθιά ριζωμένος στη στιχουργική της παραδίδει σε ένα σπάνιο βάθος την υπαρξιακή προβληματική της ποιήτριας για το χρόνο και τη μνήμη και τη φθορά . Με την επίκληση των αισθήσεων και των συναισθημάτων, μέσα σε μία απρόσμενη χρήση του λόγου, καθιστά το κοινό συμμέτοχο των υπαρξιακών αγωνιών της.
Απέναντι στο αμλετικό άγχος, που η ίδια η ανθρώπινη ζωή επιβάλλει, με φροϋδικούς όρους, η ποιήτρια επιστρατεύει τον υπερρεαλισμό ως μέσο άμυνας. Το παράλογο και ο συνειρμικός μετεωρισμός του νοήματος την προστατεύουν από το αίσθημα την άρνησης και την καθοδηγούν ως φαντασίωση στο κυνήγι του ιδανικού κόσμου. Ένα συναίσθημα ανικανοποίητου που φλερτάρει με τον θάνατο εμποτίζει τις συνθέσεις της .
Κι οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως πρόκειται για μία ποίηση εσωτερική. Ενώ όμως δίνει μία αίσθηση στατικότητας στις περιγραφές, η στιχουργική κίνηση μέσα στην συνειρμική αλληλουχία των εικόνων θέτει σε κίνηση όλο το κάδρο. Την ίδια στιγμή οι λέξεις που η ποιήτρια επιλέγει, ασυνείδητα συνδέονται από τον ακροατή με την αίσθηση της κίνησης, έστω κι αν τούτη είναι νωχελική . Άλλες φορές η κίνηση συνυποδηλώνεται με τη χρήση του αφηγηματικού/κινηματογραφικού ενεστώτα ή του μέλλοντα ή χρόνων με εξακολουθητικό ποιόν ενέργειας. Την αίσθηση της κίνησης ενισχύει και η συχνή παρουσία πουλιών και πεταλούδων. Ειδικά οι “πεταλούδες” προσφέρουν μία σπάνια ζωντάνια στο καναβάτσο.
Ταυτόχρονα, όμως, τα πουλιά υποθάλπουν και μία εσωτερική ανάγκη δραπέτευσης. Και είναι χαρακτηριστική σε όλη τη συλλογή η ανάγκη της ποιήτριας να δραπετεύσει, συναισθηματικά και αισθητικά. Η συχνή παρουσία “παραθύρων” καθρεφτίζει την επιθυμία απομάκρυνσης από τους σκονισμένους κλειστούς χώρους , όπως και η χαραμάδα στην πόρτα . Έτσι το “παράθυρο” μετατρέπεται σε ένα σύμβολο ψυχικής διαφυγής.
Την ίδια εκφραστική και συμβολική ανάγκη απομάκρυνσης υπηρετεί και η συχνή παρουσία του “ουρανού” και του “ορίζοντα” . Εκφράζουν την αναζήτηση του εξωτερικού χώρου ως σύμβολο αισιοδοξίας και ελευθερίας. Όταν ο άνθρωπος ζει –ή έτσι νιώθει– στην άκρη του γκρεμού απειλούμενος, η “θάλασσα” γίνεται το ποιητικό μέσο δραπέτευσης . Έτσι το υγρό στοιχείο εκφράζει τόσο την επιθυμία ως χώρος ταξιδιού και διαφυγής από την πραγματικότητα όσο και αισθητικά με τον χρωματισμό και την κίνηση που συνειρμικά η λέξη φέρει (αναλόγως και ο “ουρανός”). Έτσι το γαλάζιο σπάει εικαστικά τη μονοτονία του γκρι και του σκοταδιού, παράλληλα με άλλα χρώματα –συνήθως το κόκκινο– και τις οσφρητικές και ηχητικές εικόνες της.
Ένα άλλο βασικό σύμβολο στην ποιητική της Ιωάννου είναι η σελήνη. Το “φεγγάρι” –εκτός από την εικαστική παρέμβαση ως αντικείμενο ρομαντικής μελαγχολίας– αποτελεί και ένα βασικό σημείο αναζήτησης φωτός μέσα στην απογοήτευση. Η ποιήτρια απεγνωσμένα ψάχνει ακτίνες φωτός που να διώξουν το συναισθηματικό/ψυχικό σκοτάδι που την πολιορκεί. Και τούτο συνδέεται ακριβώς με την ανάγκη δραπέτευσης.
Η σελήνη ως σύμβολο ρομαντισμού και μοναδικής πηγής φωτός στις νυχτερινές συνθέσεις απειλείται. Άλλοτε κινδυνεύει στο γκρεμό μισοφαγωμένη ή τραυματισμένη που λιώνει/στάζει και δέχεται τη βία κι άλλες φορές λειτουργεί ως καταφύγιο από τη μοναξιά και τον πόνο που βιώνει σε μία παρακμιακή κοινωνία, η οποία εκούσια φυλακίζεται σε σκοτεινούς χώρους.
Ωστόσο, η Ιωάννου δεν μένει απλά σε ένα συναισθηματικό και θολά αισθητηριακό παιχνίδισμα των λέξεων. Μέσα στην υπαρξιακή προβληματική, οπλίζει τη σκέψη του κοινού. Η ίδια μένει παρατηρητής της ζωής και των παθών της καταγγέλλοντας ή σαρκάζοντας όσα ενοχλούν έναν σύγχρονο άνθρωπο. Και τούτη η δραπέτευση αποκτά συχνά και χαρακτηριστικά κοινωνικής ανατροπής και αλλαγής όσων πληγώνουν τους ανθρώπους. Έτσι η κοινωνική διαμαρτυρία δένεται με την αγανάκτηση άλλοτε με υπερρεαλιστικές αλληγορίες και άλλες φορές έμμεσα.
Επιλογικά, με οδηγό την υπερρεαλιστική μεταγλώσσα, η Νιόβη Ιωάννου μεταπλάθει ονοματικά σύνολα και νοήματα. Η σουρεαλιστική έκφραση μέσα στη στιχουργία της αγκαλιάζει τον ακροατή/αναγνώστη και με τις εξωλογικές συνδέσεις της προσπαθεί να το θεραπεύσει από την τρομακτική πραγματικότητα, από τη δικτατορία της λογικής απέναντι σε όσα μας τρομάζουν. Έτσι, ο υπερρεαλισμός της γίνεται ένα φωτεινό μονοπάτι της φαντασίας και του δυναμικού λόγου, απέναντι σε ό,τι ανούσιο ή φοβικό περιβάλλει την ποιήτρια.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ

FRACTAL 20/6/2018
Κινούμενα ποιήματα
Μια συλλογή κινούμενων ποιημάτων. Η έννοια της ρευστότητας. «ραγισμένοι/απ΄ το πρώτο φωνήεν/θα κοιταχτούμε/στα φώτα του δρόμου/σα να συμβαίνουν/όλα μακριά/σ΄ έναν καιρό/παιδικό/ανυπεράσπιστο/ που αρχίζει/ Αγαπώντας». Δίχως σημεία στίξης, δίχως κεφαλαία και όμως ο ρυθμός της ανάσας και του ειρμού δεν χάνονται ούτε στιγμή. Εικόνες αλλεπάλληλες με ταχύτητα πορείας που δεν εμποδίζει την κατανόηση. Ποιήματα αλλεπάλληλων καρέ κινηματογραφικής γραφής. «όμως μια μέρα μακρινή/θ΄ανοίξεις το βορεινό παράθυρο/κόντρα στην άνοιξη των θνητών/να χαϊδέψεις/ το δέντρο με τα κόκκινα φύλλα/με τρόπο τρυφερό κι οικείο/να μαζέψεις τα μάτια των πουλιών απ΄ το περβάζι/-με όλες τις παρουσίες που δεν έγιναν-/πριν να νυχτώσουν και χαθεί η μνήμη τ΄ ουρανού/απ΄ τα μαλλιά και τα λόγια μας». Αφαίρεση, ναι αφαίρεση, και οικονομία που ευνοούν την ευτυχία του λελογισμένου πλούτου. Όλβιος ο ταξιδιώτης εδώ γιατί μπορεί και συμμετέχει στο πάθος των γεγονότων παρά την απόσταση, παρά την οδύνη, παρά το σύνθετο της συντριβής. Χιλιάδες λέξεις με συνάφεια ως αποτέλεσμα. Ακόμη και οι αντιθέσεις δεν είναι παρά λογικές επιτάχυνσης. Ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας σε μια και μόνη προθήκη όπου τα βεβαρυμμένα ως εκ φύσεως επίθετα συμβάλουν στην ελαφρότητα του ορυκτού. Όπως αφήνει το έδαφος μια Κόρη από μάρμαρο, με χέρια σφιχτά στους μηρούς, και φεύγει έγχρωμη κι ωστόσο λευκή, ολόλευκη. Τα φτερά της βαρύτητας ποτέ δεν φαίνονται, ποτέ δεν ακούγονται. «για να σωθούμε/κρυβόμαστε κάτω απ΄ το μεγάλο τραπέζι/ορίζοντας πλεγμένος με ψιλό βελονάκι/επαναλάμβανε την ίδια εκρού ανεμώνη ξανά και ξανά/ώσπου κατέληγε στο πάτωμα/ μέσα από μια οπτική σφαιρικής εχεμύθειας/να σέρνεται σε καλογυαλισμένα παπούτσια/-ήτανε σίγουρο πως ποτέ δε θα ΄φταναν στο χείλος του γκρεμού-/η Μαρία δεν ήθελε να σωθεί/βάδιζε κάθε μέρα ξυπόλυτη ως εκεί που τέλειωνε το δωμάτιο/ύστερα πάλι πίσω…». Όπου ο χρόνος, η ηλικία και οι άγιοι συμπλέκονται. Σώμα από μείγμα μετάλλων το ποίημα. Όχι σποδός αλλά μάγμα παχύρευστο. Κάθε ποίημα κι ένα σύννεφο που ακολουθεί το μάτι προς τον ορίζοντα του κατανοητού.
Ποίηση, γροθιά – γροθιά, απλωμένο χαλί από είδη αγριολούλουδων στο χιόνι των σελίδων. Άρωμα και χρώμα και γεύση που υποπτεύεσαι στο στόμα ενός μακρινού ρήτορα κι ωστόσο πλάι σου, στην αγκαλά σου, μέσα σου. «αποσύρομαι εχέμυθη/κρατώντας/σημειώσεις με την πλάτη στον τοίχο/η ομοιότητα με πρόσωπα και γεγονότα/είναι συμπτωματική/για του λόγου το αληθές/σβήνω τα μάτια απ΄ τις λέξεις/άλλα μάτια δεν έχω». Λιτότητα όπως η παλέτα μιας αγιογραφίας. Χρώματα καθαρά, περιγράμματα ξεκάθαρα, νόημα που συλλαμβάνεται ακριβώς στο σημείο του ασύλληπτου. Με κανένα τρόπο δεν μιλάς για στεγνό, αδιαπέραστο τοίχο, αλλά για υγρό ουρανό, για παλλόμενη υπόθεση· για κυματαγωγή μιλάς. Κλείνεις το βιβλίο και σαν να αποβιβάζεσαι από τρικυμία. Σε λίγο ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πως ήταν ένα κομμάτι ζυμάρι και τόση ώρα, πόση ώρα δεν μπορεί να πει, πλάθονταν στην έμπειρη, στην διάπυρη παλάμη του δημιουργού. Αμήν.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΜΠΟΧΟΛΗ

FRACTAL 6/12/2017
Η συμπόρευση της ποίησης
Η ποίηση είναι ένας υπαινιγμός. Σχόλιο στο τυχαίο του κόσμου, στο ηρακλείτειο «άελπτον», στο απρόβλεπτο και αφανές, στο άτοπον. Η ποίηση είναι μία συμπόρευση. Στην απρόβλεπτη επανάσταση της ζωής, στο αναπάντεχο, πέρα από κάθε σκέψη προσμονής, γεγονός, που έρχεται για να αναθεωρήσει τις ζωές μας και να τις τοποθετήσει σε νέα μοίρα, απρόβλεπτη, μοίρα όμως ουσίας και συνειδητής βίωσης των πραγμάτων. Η ποίηση είναι η τρυφερότητα στο άγγιγμα του λόγου, τρυφερότητα, που τη μαρτυρεί η αρχαία ετυμολογική της απαρχή, στενά συνδεδεμένη με την απαλή πόα, το δροσερό λουλούδι των απότομων ομηρικών βράχων και των ησιόδειων ψηλών βουνών. Η ποίηση είναι ο ίδιος ο θρίαμβος της αβρότητας στην σκληρή, καθεστηκυία, συμπαγώς προβλέψιμη, εξέλιξη των ροών του βίου.
Αυτή την εμπνευσμένη στις ανατροπές της ποίηση ανιχνεύουμε στην νέα ποιητική συλλογή της Νιόβης Ιωάννου από τις εκδόσεις Μανδραγόρας (2017), με τον χαρακτηριστικό τίτλο Εις άτοπον, που από μόνος του συνιστά έναυσμα φιλοσοφικής, στοχαστικής, διαπραγμάτευσης. Και αυτήν την ποίηση αγαπάμε, την ποίηση που καταδεικνύεται όπως εδώ, βακτηρία και πολύτιμο πνευματικό στήριγμα στην αμετάκλητη πρόκληση, στην δυσοίωνη αλλαγή, που όμως δεν οδηγεί στην φθορά της παραίτησης, αλλά στην ανανέωση της στόχευσης. Και όλα αυτά με ένα προσωπικό λογοτεχνικό ύφος, το ύφος της Νιόβης Ιωάννου, λυρικά αισθαντικό, ξεχωριστά προσωπικό και συνάμα ευφυές στη μεταβλητότητα που ευαγγελίζεται. Ό,τι μεταβάλλεται, επιβιώνει, αυτό που ο χρόνος με την αλλαγή και την αλλοίωση φθείρει, η ποιητική γλώσσα το κάνει να διαρκεί, ακριβώς γιατί το εξελίσσει με την διαρκή ανανέωση στη ματιά και την εσωτερική διαπραγμάτευση.
«Τις λέξεις σου φορώ
που συνεχίζουν τις μορφές
από σελίδα σε σελίδα ως να ξεχάσουν
με σώματα φθαρμένα από χάδια και ψιθύρους
Τα χέρια σου φορώ συλλογισμένα
να σκάβουν τον πλησίον
περιμένοντας την καρδιά του ν’ απλωθεί καλοσύνη τρεμάμενη
Τη γλώσσα που με επινόησε μιλώ με τη φωνή σου
χαμηλώνοντας τη μουσική στον πρώτο αναγκαίο θάνατο»

(Εις άτοπον)
Ο φόβος, ο τρόμος, ο εγκλωβισμός στην επιθυμία, οι μνήμες που πονούν γίνονται φυλακή και εσωτερική αναγκαία δύναμη απολύτρωσης, το πρώτο σκαλοπάτι στη πορεία της γνώσης. Ο ενδιάμεσος σταθμός, το τίποτα. Η πραγματική, «εις άτοπον», εποικοδομητική-σχήμα οξύμωρον όπως υπονοείται εδώ-ανατροπή.
δύο άνθρωποι
τέσσερις
ίσως οκτώ
το κεφάλι του σκύλου
ανάβει και σβήνει
γύρω ποτήρια με
χείλη κεφαλαία μικρά
το σκοτάδι
αφαιρώ από τον ίσκιο μου
τα πουλιά
τώρα που κανείς
δεν κοιτάζει το δάσος
πόσο φοβάμαι
το κλαδί που χτυπά
στο παράθυρο
(Φοβάμαι)
μέσα στα κόκκινα σπουργίτια
διψούσε
η φωνή της
δύο αγκάθια ουρανός
καρφωμένα στον φάρυγγα
από τα μάτια
το σχοινί
ερχόταν με τρόμο
δάγκωνε ο αέρας
τη μαύρη γριά
που γελούσε
ο τρελός
κερνούσε κρασί από τις χούφτες του
(Με τρόμο)
με ξένες μνήμες
ονειρεύτηκα
κόκκινα ψάρια
από άλλων τρικυμίες
πηδούσαν
απ’ το παράθυρο
όταν έσβηνε το φως
(Μνήμες από λέπια)
έμαθα πως
ρωτούσες για μένα
το σιωπηλό μου φόρεμα
κρατώντας
αγκαλιά
όμως κανείς δε με γνώριζε
μνήμη
από χίλια σκοτάδια το σώμα μου
(Έμαθα)
εκείνοι
οι άνθρωποι
ακόμα
παραμονεύουν τα μάτια μου
όμως δεν έχω
τίποτα
πλέον να σώσω
(Τίποτα)
Οι λέξεις είναι σηματοδότες. Και ορίζουν τη μορφή της σκέψης στο δημιουργικό χάος του τροφοδότη νου. Με τον μικρόκοσμο των λέξεων, λέει ο δοκιμιογράφος Χρίστος Τσολάκης, ελευθερώνεται και φτάνει στο φωναχτό αγέρι της ζωής ο μέγας κόσμος της ανθρώπινης συνείδησης, του ανθρώπινου μόχθου. Γέφυρα όμως στην άπειρη αφυπνισμένη συνειδητότητα, το «τίποτε», που η ποιήτρια καθοριστικά προβάλλει• το καθαρτήριο της σκέψης, ο ιδεατός ά-τοπος χώρος, στον οποίον η πνευματική υπόσταση καθαίρεται από τις δανεικές έξωθεν ιδέες και κρίσεις που γίνονται δεσμώτες, ακριβώς γιατί «κτίζουν» έναν λεπτοφυή, δεύτερο, επίκτητο, εαυτό που φυλακίζει. Το «τίποτε», το προσωπικό «τίποτε», εκεί που η ατομική πνευματική αρχή στοχεύει «εις άτοπον», γιατί απελευθερώνεται. Λυτρώνεται από την πνευματική φενάκη, που άδηλα την καταδυναστεύει και προβάλλει την ξένη ιδέα ως οικεία. Ο άχρονος και γι’ αυτό αιώνιος κόσμος του «τίποτε», εκεί όπου ο άνθρωπος αποδεσμεύει τον έγκλειστο εσωτερικό πυρήνα του κι ανακαλύπτει την αληθινή πηγή της αυτογνωσίας του. «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα», διατείνεται ο Σωκράτης, «μη λεωφόρους οδούς στείχειν», συμβουλεύει ο Πυθαγόρας, «σε μία ψυχή τελείως ελεύθερη από σκέψεις και συναισθήματα ούτε η τίγρη δεν μπορεί να μπήξει τα νύχια της» αποφαινέται η στοχαστική θυμοσοφία της Ανατολής. Και αυτήν την πνευματική παρακαταθήκη γενεών, λαών και πολιτισμών μας θυμίζει με τη σεμνή, προικισμένη, γραφή της η Νιόβη Ιωάννου.
το ίδιο δάσος μας ακολουθεί
με τα δέντρα και τα πουλιά και τα φύλλα
με το ποτάμι ραγισμένο
στου κοριτσιού τη μεγάλη φωνή-το φόρεμά του πνίγηκε μονάχα-
το ίδιο δάσος…
στις παρομοιώσεις των σκιών αδηφάγο
στων κυνηγών τα απαράλλαχτα μάτια
ανυποψίαστο
το ίδιο δάσος μας ψιθυρίζει
πίσω μη δεις.

(Πίσω μη δεις)
Η ποίηση δεν είναι αναπόληση εαυτού και αυτοκριτική. Δεν είναι έκφραση ατομικού ή συλλογικού συναισθήματος, κραυγή ψυχής και αποφόρτιση εσωτερικού βάρους, δήλωση έντονων προσωπικών και κοινωνικών στιγμών, αντίδραση στη δράση. Αυτά είναι τα πρωτόλεια βήματα της ποίησης, αναγκαία βέβαια, αλλά όχι πρωτεύοντα, αναβαθμοί ωστόσο μίας ανέλιξης που οδηγεί στο καίριο, το κύριο, στο ουσιώδες, τίποτε άλλο πέρα από την ανακάλυψη και αφύπνιση του ίδιου του πνεύματος. Γιατί η ποίηση, μόνο τότε είναι μεγαλειώδης, όταν φιλοσοφεί και συν-κινεί πνευματικά και τέτοια ποίηση υπήρξε στο παρελθόν και έθρεψε την ανθρωπότητα, με εκκίνηση τον Όμηρο και συνέχεια άλλους μεγάλους λογοτέχνες, Έλληνες και ξένους. Γιατί είναι αναντίρρητη η αλήθεια ότι η πνευματικότητα, μόνο όταν τροφοδοτηθεί με συγκίνηση, αποκτά νόημα και μπορεί να εκφράσει σε δυσθεώρητα ύψη το μέγεθος και την αξία της ανώτερης ιδέας, που άλλως θα έμενε στο επίπεδο μίας απλής παράστασης πόνου, το περισσότερο μίας κομψής ελεγείας. Κι εκτιμούμε τους ποιητές εκείνους που πίσω από το έργο τους αφήνουν να εννοηθούν οι ελιγμοί του πνεύματος που υφέρπουν και οι δημιουργικές θεωρητικές ενατενίσεις. Κάτω από το πρίσμα αυτό η ποιητική εργασία της Νιόβης Ιωάννου μας προσφέρει πολλές και γόνιμες εσωτερικές συνειδητοποιήσεις και ενοράσεις. Κι εκτιμούμε την ποίηση που πλαταίνει ακόμη περισσότερο τους δρόμους όχι μόνο της ψυχής, αλλά και του νου.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

FRACTAL 07/06/2017
Μοναχικός παρατηρητής του κόσμου
Napoli di Romania ή η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος…
ένα μικρό κοριτσάκι, γεννημένο στη Γερμανία, περπατούσε, έπαιζε, και χαιρόταν τη ζωή στα στενά σοκάκια του Ναυπλίου κι ένιωθε να διαβαίνει την ιστορία.
Κλειστός, μοναχικός χαρακτήρας, απόμακρη στις παρέες… κι όπως τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή μας… ο χαρακτήρας χτιζόταν μέσα σε ένα διαφορετικό εσωτερικά ψυχολογικό, και πνευματικό περιβάλλον.
Έδειχνε το διαφορετικό, που αποδεικνύεται σήμερα να έχει ακολουθήσει, τον δύσκολο δρόμο του λόγου. Όλα λειτουργούσαν στο υποσυνείδητο της, παιδάκι ήταν και δεν το αντιλαμβανόταν.
Όταν έπρεπε να μάθει ένα ποίημα για τις σχολικές γιορτές, η κυρία Παναγιώτα, η μητέρα της, της έγραφε στο μαγνητόφωνο το ποίημα και το έβαζε να παίζει όλη μέρα, για πολλές μέρες, μέχρι που στο τέλος, η μικρή, θέλοντας και μη, το μάθαινε.
Και τα χρόνια περνούν, τα βήματα στα στενοσόκακα μεγαλώνουν μέσα σε μια εφηβεία γεμάτη σκιρτήματα πρωτόγνωρα κι ερωτήματα, για τη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις και όλα τα παρεπόμενα τους.
Με ενδιαφέρον και περιέργεια, μπροστά στις αναζητήσεις και τα ερωτήματα της, επιδόθηκε μέσα από την πρώιμη ποιητική γραφή να δίνει τις δικές της απαντήσεις και εκδοχές.
Η μητέρα της που διάβαζε τα γραφτά της άρχισε να την θεωρεί αντισυμβατικό χαρακτήρα, με μια αίσθηση θαυμασμού όμως που προσπαθούσε να την κρύψει για να μην πάρουν τα μυαλά της αέρα.
Την καμάρωνε μέσα στη σιωπή της γιατί κι εκείνη ήταν απειθάρχητη με τα κακώς κείμενα της ζωής.
Αρκετές ήταν οι φορές που η έφηβη κοπέλα, πήγαινε σε εγκαταλειμμένα σπίτια, έμπαινε μέσα κρυφά κι ανάμεσα στα σκονισμένα αντικείμενα ξεδίπλωνε τις σκέψεις της στο χαρτί κάνοντας τις λέξεις ν’ αλυχτούν στην όψη της μνήμης, μ’ απρόσμενες στιγμές μπροστά στο χρόνο να στέκουν επίμονα στο φέγγος της νύχτας.
Ήταν οι στιγμές που η εις Άτοπον απαγωγή, άρπαζε το μυαλό της… το οδηγούσε μακριά από τη τυπική λογική προς τη συλλογιστική μέθοδο. Επάνω στο λευκό χαρτί αποτυπώνονταν οι προθέσεις των σκέψεων της φανερώνοντας την υπερβατική προσωπική της αλήθεια. Την αλήθεια ενός άδολου κόσμου που έκρυβε στη ψυχή της απέναντι στις αντιθέσεις της ζωής, του τι είναι σωστό και τι λάθος
Λάξευε τις λέξεις μέσα στις πρώιμες αβέβαιες νεανικές διαπιστώσεις… η πρώιμη φωνή της δεν είχε αντίκρισμα, ήταν όμως εκείνο το μολύβι που χάραζε μέρα τη μέρα σχήματα στην άμμο… που έχτιζε κομμάτι κομμάτι, νοερά το μέλλον, κοιτάζοντας πάντα, δίχως φόβο, κατάματα τ’ αστέρια να αρνούνται να δώσουν εκείνο το απτό νόημα στη μοναξιά της θάλασσας.
Η έφηβη κοπέλα της Napoli di Romania μεγαλώνει σ’ έναν χρόνο που τρέχει αμείλικτος, επάνω σε χειμώνες και καλοκαίρια με μια άλλη ειλικρίνεια,
αμετάκλητη στη μακρόχρονη πείρα της μεταμόρφωσης αφήνοντας να παίζουν πίκρες και χαμόγελα στα χείλη της, ενώ σωπαίνοντας οι στιγμές της φλυαρούν για το αίμα που στάζουν τα ασύνορα βλέμματα…
Μέσα σε εκείνα τα χρόνια, σπουδάζει και τελειώνει στην Αθήνα τη Γαλλική Ακαδημία. Με ένθερμη προσήλωση μεγαλώνει ένα υπέροχο παλικάρι, το γιο της τον Αλέξανδρο… αλλά ποτέ δεν σταματά να γράφει ποιήματα…
Οι λευκές σελίδες ως ένα σφιχτοδεμένο δίχτυ λέξεων παγίδευαν το πλέγμα των φράσεων κρατώντας τη διαχρονικότητα τους, παρά τον αδιάφορο χρόνο που μεσολαβεί πάντα στα ανθρώπινα, να μπορούν πάντα να διατηρούν την αλήθεια της προσωπικής της έκφρασης, όπως τότε σε εκείνο το δωμάτιο.
ΘΥΜΑΜΑΙ
ήμουν σε κείνο το δωμάτιο
θυμάμαι
κάτω απ’ τις πατημασιές
των αλόγων
θαμμένη για χρόνια
δεν είχα πια μαλλιά να κρατηθώ
η φωνή μου
άλλαζε δέρμα στο πάτωμα
και τα μάτια … τα μάτια μου
άδεια γραμμή
που περίμενε
κάποιος να σπάσει την πόρτα
στον τοίχο ψηλά
ένας Χριστός καρφωμένος
μαχόταν για την ψυχή μου
με τα χέρια σταυρωμένα
στο στήθος
πιο κάτω
το σιδερένιο κρεβάτι
λευκή επιμονή
τσαλακωμένη
στη σάρκα
κι η πολυθρόνα
στο χείλος του γκρεμού
-στους κίτρινους φίλους άρεσε
από κοντά
να θαυμάζουν το θάνατο-
δυτικά το παράθυρο
μισάνοιχτο
χελιδόνια λευκά στις κουρτίνες
όταν φυσούσε
έτρεχαν στο φεγγάρι
κι επέστρεφαν
επέστρεφαν
χιλιάδες επέστρεφαν
κι ακουμπούσαν απαλά
τα φτερά τους
στο πάτωμα
από τη συλλογή Εις Άτοπον, εκδόσεις Μανδραγόρας
Κι ότι δεν της αρκούσε, κι ότι δεν της αρκεί, βρίσκει διέξοδο μέσα στην ποίηση, ξαναδημιουργεί τη ζωή, από την αρχή… της δίνει σχήμα, την επινοεί μέσα από κάθε ιδέα, κάθε σκέψη και μέρα τη μέρα γινόταν… έγινε τελικά, στάση ζωής.
Ιδεατές οι απόψεις της για τα ουσιώδη κεφάλαια της ζωής… ιδιαίτερα το αίσθημα της δικαιοσύνης ήταν και είναι πάντα το χαρακτηριστικό στοιχείο της που την έκανε και την κάνει να αντιδρά στην αδικία, πιστεύοντας βαθιά μέσα της πως πάντα θριαμβεύει το καλό.
Όμοια όμως πίστη τρέφει και για τα υπόλοιπα σημαντικά κεφάλαια όπως τη γέννηση το θάνατο… την ποθητή αγάπη, αλλά κυρίως εκείνο της διαιώνισης, την αρχή όλων, τον έρωτα, που τον χειρίστηκε με έκφανση πλατωνική για να περισώσει, να προστατέψει ίσως, όσο γινόταν την απομυθοποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων.
Συνεπώς, η ποίηση όλο και πιο πολύ γινόταν η αναγκαία της απεικόνιση ενός ρεαλιστικού κόσμου, καθώς η ίδια -η ποίηση- της έθετε ένα σημαντικό όριο μέσα στη φιλολογία της εν πολλοίς υπερρεαλιστικής εκφραστικότητας της, σε στΗχο πλάγιο και μόνο
Και καθώς μέσα στους στίχους της εκφράζεται μια υπέρμετρη δυναμική… βλέπουν το φως τρεις ποιητικές συλλογές.
Φως – πλην δύο, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη… Σε στΗχο πλάγιο και μόνο, εκδόσεις Οσελότος.. Εις άτοπον, από τις εκδόσεις Μανδραγόρας.
Στους στίχους της εκφράζεται το αίσθημα του ανικανοποίητου, της αναζήτησης του ιδεατού… της ταύτισης με το απόλυτο της ψυχής.
Ακόμη και στις συνοπτικές πεζογραφικές, de profuntis αναφορές, γεμάτες υπαινικτικά στοιχεία και αλληγορίες, τύπου Μπωντλέρ, αφήνουν έντονη την αίσθηση αναζήτησης ενός ιδανικού κόσμου.
Κείμενο
Έκλεισε δυνατά την πόρτα. Το δωμάτιο αναβόσβηνε μαζί με το χαμογελαστό της πρόσωπο στην κορνίζα. Τελευταία όλα έμοιαζαν σα να συνέβαιναν εδώ και κάπου αλλού ταυτόχρονα. Πήγαιναν κι έρχονταν αθόρυβα, μεταφέροντας το θάμπος των στιγμών που ζητούσαν να παραμείνουν ανεξιχνίαστες. Η μουσική απ’ το πλαϊνό δωμάτιο όλο και δυνάμωνε. Το τραπέζι στρωμένο από πέρυσι τέτοια μέρα. Πεινούσε και κρύωνε. Ξάπλωσε στον καναπέ και κάρφωσε τα μάτια του στο ταβάνι. Παρακολούθησε τη μικρή αράχνη που ύφαινε στον τοίχο τον ιστό της. Εδώ κι ένα χρόνο του κρατούσε συντροφιά. Του άρεσε να την αφήνει να μπερδεύεται στις σκέψεις του, να πλέκει διαδρόμους που δεν οδηγούσαν πουθενά. Βούλιαξε μέσα στο τριμμένο παλτό κι ανάσανε κοφτά στο σπασμένο μικρό καθρεφτάκι. Αν είχε πεθάνει θα μπορούσε τουλάχιστον να δει τη μορφή του. Ήταν κι αυτό μια παρηγοριά. Το δωμάτιο αναβόσβηνε πιο γρήγορα. Αυτή η απαλή επιστροφή στο τίποτα τον έκανε να φοβάται όλο και λιγότερο. Παρατήρησε τις δυο μεγάλες ρυτίδες που χαράκωναν το μέτωπό του… τα μαλλιά του που είχαν ασπρίσει…
Ένας λόγος που θέλει να επουλώσει βαθιές πληγές μιας αποκρουστικής πραγματικότητας, να διαχύσει φως σε σκοτεινές ψυχές από συμπεριφορές που αιμορραγούν πληρώνοντας η ίδια για όσους δεν ξεχωρίζουν τις αξίες και μένουν έρμαιοι σε μια ζωή χωρίς ουσία.
Σαν μοναχικός παρατηρητής του κόσμου γράφει σε άλλη διάσταση σαν να μην αποτελεί σώμα του. Η διαφορετικότητα της σκέψης και η υπερβολική προσωπική ευαισθησία δεν μπορεί να την εντάξει σε καμιά κοινωνική ομάδα. Πολλές αχτίδες πλημμυρίζουν το νου της, όπως γράφει στο ποίημα που ακολουθεί Στη Σοφίτα, από τη συλλογή σε στΗχο πλάγιο και μόνο
ΣΤΗ ΣΟΦΙΤΑ
τόσα δωμάτια εντός μου
κάθε μέρα κι από ένα τακτοποιώ
τελευταία τη σοφίτα αφήνω
κι ας με χλευάζει η θέα στον ακάλυπτο
ρέστα από προηγούμενες ζωές
τα κέρματα κάτω απ’ το κρεβάτι
την αισθητική μου προκαλούν
όμως συνήθισα
το ελλιπές υπόλοιπο να μη γνωρίζω
δε με συμπάθησε ποτέ
των αριθμών η ακρίβεια
κι όμως ό,τι μου ζήτησαν έδωσα
ακρωτηριασμένη ως το δέκα μετρούσα
κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή
σε στΗχο πλάγιο και μόνο, εκδόσεις οσελότος 2014
Σιωπηρά αφοσιώνεται στα δικά της ψυχικά βάθη κι εκφράζεται στα ίδια σκοτάδια της νύχτας πίνοντας γέλια του δρόμου μαζί με αλήθειες και ανθρώπινους θυμούς αφήνοντας πάντα την πόρτα των σκέψεων της μισάνοιχτη να μοιάζουν φαινομενικά όλα ετούτα σε μια ακίνητη γραφή, αλλά τόσο ευέλικτη που οδηγεί τις σκέψεις μας σε νέες κατευθύνσεις υποβάλλοντας μας να ψάξουμε και να προβληματιστούμε, στο δικό της ποιητικό μύθο.
Υπερρεαλισμός μέσα από συναίσθημα… αυτός είναι ο όρος που δίνω στη τελευταία της ποιητική συλλογή, Εις Άτοπον από τις εκδόσεις Μανδραγόρας και τούτο γιατί με πεποίθηση στέκει νηφάλια στο χάος των λέξεων με μια τεχνική αρτιότητα που είναι το προσόν της έκφρασης της να μας βάζει στην ατμόσφαιρα της, να θέλγει τα συναισθήματα μας και να μας αρέσει να διαβάζουμε πέρα απ’ τα συνήθη σαν κάτι σαν τίποτα.
ΣΑΝ ΚΑΤΙ … ΣΑΝ ΤΙΠΟΤΑ
χιτώνες κενοί μαραμένοι
θα σμίξουν στον ύπνο μας
τους ώμους της εγκόσμιας μοναξιάς
τρυφερά θ’ αγκαλιάσουν
τα τραύματα πορφυρά μελιστάλαχτα
θα έχουν κοπάσει
στους αγκώνες των οικείων
γδαρμένες οι πόρτες
θ’ ανοίξουν
-άγνωστα αρχικά, σιωπή να θυμίζουν-
χίλιες σκιές … ύστερα χώμα
κι ο χρόνος στα οστά του κρυμμένος
απόηχος από άδεια αγγίγματα
σαν κάτι … σαν τίποτα
ποτέ
να συνέβη
Εις Άτοπον, εκδόσεις Μανδραγόρας 2017
Υπερρεαλισμός στα ίδια απογεύματα, πίνει γέλια και θρήνους των δρόμων και ξεχνιέται έρμαια κλεισμένη στη υπομονή της δημιουργίας. Εις Άτοπο χρόνο κάνει τον λόγο αιώνιο και πάντα επίκαιρο, να συναντιέται μετά από χρόνια στο άπειρο με μια διαχρονικότητα που θα έχει τη δύναμη να λιγοστεύει το χρόνο και να αποδεικνύει πως στέκεται ως η συνεπέστερη εκπρόσωπος της υπερρεαλιστικής έκφρασης.

ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ

FRACTAL 25/1/2017
Η ποίηση της Νιόβης Ιωάννου πυροδοτεί τη σκέψη κι απαλύνει το αίσθημα.
Ελέγχοντας απόλυτα τα εκφραστικά της μέσα, η ποιήτρια κρατάει τον ρόλο του παρατηρητή:
Εντοπίζει, καταγράφει και καταγγέλλει με σαφήνεια όσα απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο στην τέχνη, τις σχέσεις, τη ζωή.
Τα ποιήματά της αποστασιοποιημένα ως έναν βαθμό από το συναίσθημα, προκαλούν πρωτίστως τον στοχασμό και δευτερευόντως την συγκίνηση του αναγνώστη. Τα θέματα της είναι κυρίως υπαρξιακής φύσης, ακόμα κι όταν με λυρισμό περιγράφει ένα τοπίο ή ένα συνηθισμένο αντικείμενο. Η ποίηση της Νιόβης έχει ένα στοιχείο υπερρεαλιστικό το οποίο προσδίδει στο λόγο της δυναμισμό και στις εικόνες που δημιουργεί την αίσθηση του ανεξίτηλου. Οι λέξεις της χαράσσονται στην μνήμη και μέσα από το τέχνασμα της επανάληψης όπου αυτό θεωρείται απαραίτητο για έμφαση, σχηματίζουν εικόνες μεγάλης έντασης. Τα ιδιαίτερα τοπία που κατασκευάζει ώστε να μιλήσει για τον χρόνο, το θάνατο, το παιχνίδι της ζωής, την επιφάνεια και το βάθος των πραγμάτων, τη γεωγραφία της μνήμης και τις χωρικές συντεταγμένες του συναισθήματος, χαρακτηρίζονται από ένα ξεχωριστό, προσωπικό ύφος που οδηγεί τον αναγνώστη σε μικρές ή μεγάλες ανακαλύψεις, χαρίζοντάς του παράλληλα αισθητική ικανοποίηση. Συχνά προσεγγίζει το θέμα της χρησιμοποιώντας το τέχνασμα της αλληγορίας, αφήνοντας τον αναγνώστη να ρίξει κλεφτές ματιές κάτω από την λουστραρισμένη επιφάνεια, κατευθείαν στο πυρήνα της ύπαρξης.
Στην ποιητική συλλογή «Εις Άτοπον» η Ν.Ι. ενεργοποιεί τη φαντασία του αναγνώστη διερευνώντας θέματα όπως η προσωπική και η συλλογική μνήμη, η αλήθεια του θανάτου και τα ψέματα της ζωής, η τάξη των αντικειμένων κι η αταξία των συναισθημάτων, η μοναξιά και το σκοτάδι του ψυχισμού του ποιητή που ακυρώνονται από το ίδιο το ταλέντο του και την επιθυμία να φωτίσει τα διανοητικά και ψυχικά φαινόμενα.
Θα εστιάσω σε ορισμένα ποιήματα, αναδεικνύοντας την πολυσημία που ενέχουν κάποιοι στίχοι.
– Η προσωπική μνήμη συγχέεται με την συλλογική, πλάθοντας το υποκείμενο που ονειρεύεται, μέσα στο ποίημα, εικόνες που παρέχουν οι άλλοι, οντότητες που γλιστρούν από το περιβάλλον στον ενδόμυχο πυρήνα ο οποίος πολιορκείται από το ξένο και το ανοίκειο, δημιουργώντας στο υποκείμενο την αίσθηση ότι δεν ανήκει στον εαυτό του, ότι ο εαυτός του έχει καταληφθεί από απρόσκλητες μνήμες που παρέχει ο κόσμος, οι προηγούμενοι άνθρωποι, η ιστορία.
Η διαδικασία αυτή αποδίδεται εναργώς στο ποίημα που εκκινά με τη φράση «Μνήμες από λέπια με ξένες μνήμες ονειρεύτηκα…} και καταλήγει « και σκέπαζαν τα πράγματα γύρω σαν να μην έμοιαζαν να μην ήταν ποτέ δικά μου»
– Στο εκτενές, αφηγηματικό, ποίημα που αρχίζει με την πρωτοπρόσωπη ρήση «Θυμάμαι ήμουν σε κείνο το δωμάτιο…» η φαινομενικά νεκρή ποιήτρια παρατηρεί τον κόσμο πέρα και έξω από αυτήν, επισκοπώντας το πάτωμα, τα αντικείμενα, το πέταγμα των χελιδονιών μακριά ως το φεγγάρι και την επιστροφή τους στα στενά όρια του δωματίου όπου μεταφέρουν το μήνυμα της λύτρωσης, την ελπίδα της Ανάστασης.
– Με το ποίημα «Κατευθείαν στα χείλη» ένα παραδοσιακό ποιητικό μοτίβο, αποκτά μια αναπάντεχα διασταλτική σημασία – σας διαβάζω το ποίημα:
«Κατευθείαν στα χείλη
συνάντησα κι άλλους εκεί
φορούσαν παλιομοδίτικα
ρούχα
σα να μην ήθελαν ν’ αμφιβάλλουν για τίποτα
τα παπούτσια τους
καλογυαλισμένα
στενά και καχύποπτα
δεν ήξεραν να επιστρέφουν
με κοίταζαν κατευθείαν στα
χείλη
έκλεβαν τις λέξεις μου
και τάιζαν τα σκυλιά τους
έναν αιώνα μετά
ξέπλεναν τα χέρια τους
σχολαστικά κι επίμονα
να καθαρίσουν το αίμα»

Πρόκειται, κατ’ εμένα, για ένα ποίημα διασταυρώσεων, όπου συναντώνται και αντιπαρατίθενται ο ιστορικός με τον βιωματικό χρόνο, το προσωπικό με το απρόσωπο, το αυθόρμητο με το τυποποιημένο. Τα χείλη είναι τόπος συνάντησης, ο αισθησιασμός απορρέει από τα χείλη, όπως και ο λόγος που, σε αντίθεση με τις ρομαντικές φόρμουλες, δεν είναι μόνο μελίρρυτος και απαλός, αλλά μπορεί να είναι ψυχρός, σκληρός, συντηρητικός, καχύποπτος για να ταιριάζει με τα «καλογυαλισμένα, στενά και καχύποπτα παπούτσια». Αξιοσημείωτο είναι το πώς το ποίημα μεταδίδει, δίχως ευθέως να ονοματίζει, ένα ενοχοποιητικό συμβάν, το οποίο οι υπαίτιοι αναγνωρίζουν – γι αυτό και «έναν αιώνα μετά / ξέπλεναν τα χέρια τους / σχολαστικά κι επίμονα / να καθαρίσουν το αίμα»,
χωρίς όμως να νιώθουν οι ίδιοι ένοχα, «χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» – όπως θα λεγε κι ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής.
– Το ποίημα με τον επιτονισμένα ευπρεπή τίτλο «Επανήλθε η τάξις» διατρέχεται από μια λεπτή, στοχαστική ειρωνεία. Στον πρώτο στίχο, ο αριθμός «εφτά» δεν ενέχει κάποιο μαγικό συμβολισμό, αλλά δηλώνει το σύνολο από σακούλες σκουπιδιών που στοιβάζονται στην είσοδο. Τα σκουπίδια, με τη σειρά τους, διακρίνονται για το εύχαρο της όψης (είναι «πορτοκαλί») και της μυρωδιάς (έχουν «άρωμα λεβάντας») όπως ακριβώς δηλαδή διαφημίζονται τα προϊόντα εξωραϊσμού των καταναλωτικών λυμμάτων που πωλούνται στα σούπερμάρκετ. Ο χρόνος, όμως, συνεχίζει το φθοροποιό έργο του, κάτω από την ψευθαίσηση του περιτυίγματος – γράφει η Νιόβη Ιωάννου :
«πονάει ο σκόρος που τρυπώνει ύπουλα στα χρόνια»
Και συνεχίζει:
«η ντουλάπα στη θέση της πλέον
άδειασε πολλές φορές από σώματα»

Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα αντιστροφή της παραδοσιακής μετωνυμίας – αντί για την χρήση ενός ρούχου ως έμμεσης αναφοράς στο σώμα που το έφερε πάνω του, γίνεται εδώ χρήση του σώματος για να δηλώσει το ρούχο που μες στην βουβή επιμονή του μας καλεί να το ‘τακτοποιήσουμε’ τώρα που το σώμα απουσιάζει, ώστε να ‘επανέλθει η τάξις’.
Σε αντίθεση όμως με τα «κουτάκια μπύρας» που αναφέρονται σε επόμενο στίχο, τα σώματα των ανθρώπων που έμειναν στο χώρο μας δεν ανακυκλώνονται.
Ο υπόλοιπος κόσμος θα συνεχίζει βεβαίως στους αδιατάραχτους ρυθμούς του με αντίτιμο όμως την επιλεκτική κώφωση, που μας προστατεύει από οτιδήποτε θα μπορούσε να ταράξει το εύτακτο παρόν:
«ούτε θ’ ακούσουν το κορίτσι που κλαίει όταν νυχτώνει
τα ρούχα που σφυρίζουν με τον άνεμο
πάνω στα δέντρα
πίσω στα χρόνια
μες στη ντουλάπα»

Θα τελειώσω με κάποιες σκέψεις επ’ αφορμή των στίχων:
«Φορώ το πρόσωπό σου όταν νυχτώνει
Τα παγωμένα μονοπάτια στο μέτωπο
Με τα τρεχούμενα λουλούδια στο βλέμμα»

Το πρόσωπο που δηλώνεται σε αυτούς τους στίχους δεν είναι επινοημένο, όπως συχνά συμβαίνει στη νεότερη ποίηση, αλλά αληθινό: προϋπάρχει του ποιήματος, και το υποκείμενο το αναλαμβάνει, στην προσπάθειά του να ταυτιστεί με τον άλλον – έναν ‘άλλο’ όχι απροσδιόριστο κι αφηρημένο, αλλά συγκεκριμένο και απτό:
«Τα χέρια σου φορώ»
δηλώνει η ποιήτρια, που επανέρχεται με απτικές μεταφορές – σαν να θέλει να ξορκίσει το άυλο της απουσίας – μιλώντας για κάποιον που
«έπρεπε να χαϊδεύει μια καρέκλα άδεια», ή για κείνον που άφησε
«δακτυλικά αποτυπώματα» στα πλήκτρα.
Η συνάντηση με τον άλλον δεν είναι μόνο εξωτερική, αλλά διαπερνά τον πυρήνα της έκφρασης:
«Τις λέξεις σου φορώπου συνεχίζουν τις μορφές
από σελίδα σε σελίδα…»

ενώ ακόμη εναργέστερα βεβαιώνει:
«Τη γλώσσα που μ’ επινόησε μιλώ με τη φωνή σου…»
Η γραφή της Νιόβης Ιωάννου ανοίγει ενίοτε τον στοχαστικό της ορίζοντα προς τη διερεύνηση του ίδιου του ποιητικού φαινομένου, κι άλλοτε επιχειρεί να εμβαθύνει στα πάθη μας και τ’ ανεξόφλητα λάθη μας, θυμίζοντας μας διαρκώς πως η ποίηση είναι το εγχείρημα κατανόησης του εαυτού μας, μέσα από τον άλλον.

ΣΕ ΣΤΗΧΟ ΠΛΑΓΙΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

diavasame.gr.1/4/2015
Ηχούν οι λέξεις ρυθμικά σε μουσική συναισθημάτων άδηλων σε στήχο πλάγιο μόνο… Σύλληψη ενός ποιητικού λόγου πνευματικού, εκφραστικού και ωραίου. Να δίνει μορφή στις ιδέες και τα συναισθήματα που εγείρονται μεταμορφωμένα σε εικόνες μιας εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, σε μια δημιουργία που προκαλεί αισθητική συγκίνηση.
Η Νιόβη Ιωάννου με το ταλέντο της, τη φαντασία, και τη δύναμη τής πνευματικής σύλληψης, με γνήσια και βαθιά ευαισθησία εκφράζει τις ψυχικές αγωνίες, τους ανθρώπινους πόθους και προσδοκίες, γίνεται δείκτης μιας διαπροσωπικής επικοινωνίας στον ουσιαστικό και ολοκληρωτικό χαρακτήρα της ποιητικής τέχνης. Μια έκφραση απόλυτης γλωσσικής εκφοράς που σημαίνει ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική στα ποιήματά της, γιατί μας δείχνουν πώς να αισθανόμαστε την τέχνη του ποιητικού λόγου της. Λόγος που διακρίνεται για την ακρίβεια των λέξεων, υπηρετώντας πιστά την πλούσια ελληνική γλώσσα μας… Για τη δοτικότητα ελεύθερων εννοιών από ιδιοκατασκεύαστες δεσμεύσεις, όπως προλήψεις-δόγματα-ιδεοληψίες. Για την εκφραστική πλαστικότητα του ρυθμού απόδοσης, φανερώνοντας έμπρακτα την ποιητική αυτοτέλεια της συνολικής άποψης τής ποιήτριας.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη, εγείρεται ο έρωτας και θα ολοκλήρωνα με ένα απόφθεγμα αυτή την ενότητα, με τη δυναμική και το πάθος που κυοφορούνται μέσα του: «Από αγάπη μπορεί και να πεθάνεις, από έρωτα μπορεί και να σκοτώσεις». Στη δεύτερη, αναγνωρίζεται έντονα το υπαρξιακό στοιχείο. Όπως ο Νίτσε, έτσι κι ο Σαρτρ, με τον δικό του τρόπο σκέψης και έκφρασης, προέτρεψε τον άνθρωπο να αναζητήσει το ηθικό χρέος του πέρα από τις ηθικές αρχές που έχουν καθιερωθεί παραδοσιακά. Σε αυτήν την πεπατημένη και η Νιόβη καταθέτει τη δική της άποψη προς αυτό το κοινό σημείο στην ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης στον κόσμο, που καταδεικνύει συγκεκριμένα τον προβληματικό χαρακτήρα της, εννοώ την ύπαρξη… μέσα από τον ποιητικό της λόγο.
Στην τρίτη ενότητα διαφαίνεται ξεκάθαρα η αντιδραστική αίσθηση της ποιήτριας, για τα κακώς κείμενα της αστικής τάξης, όπου πασχίζει να τα επικρίνει με ποιητική βούληση ως απαραίτητη προϋπόθεση, για την πραγματοποίηση θετικών αλλαγών. Καταγράφει λες αποστασιοποιημένη από τα κοινωνικά, ψυχικά και αισθηματικά συμβάντα… αλλά ως αυθύπαρκτη οντότητα τα στηλιτεύει και τα καταδεικνύει με υπερβολική αφοσίωση, σφοδρή αγάπη για την τέχνη της, ως υποχρέωση υπερβολικού ιδανικού καθήκοντος. Το αποτέλεσμα άρτιο από κάθε άποψη – σαν καθρέφτης που αντικατοπτρίζει είδωλα, νοηματοδοτεί δημιουργώντας εικόνες για τη ζωή και τις ανθρώπινες αξίες, ιδέες και απόψεις.

ΦΩΣ-2
ΚΑΙΤΗ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ

Φως μείον δύο
«Φως μείον δύο» είναι ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής της Νιόβης Ιωάννου και ίσως ένας τέτοιος τίτλος να ξάφνιαζε τους φυσικούς, δεν μπορεί όμως να ξαφνιάσει τους ποιητές. Όπως με τον ίδιο τρόπο ο στίχος του Εμπειρίκου: «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου» μπορεί να φέρει σε αμηχανία όσους ασχολούνται με τις θετικές επιστήμες, όχι όμως και τους ποιητές.
Επειδή η πραγματικότητα διαβάζεται με δυο τρόπους, με τον τρόπο που ορίζει η επιστήμη και με τον τρόπο που ορίζει η τέχνη. Με την επιστήμη νιώθουμε τη σιγουριά του στέρεου εδάφους κάτω από τα πόδια μας, με την τέχνη μπορούμε να πετάξουμε, να πάμε σε τόπους που ονειρευόμαστε, να ανοίξουμε νέες διαστάσεις στη ζωή μας που χωρίς αυτές η ζωή θα ήταν μονότονη και πληκτική. Κι ακόμα μπορούμε να κρατήσουμε στην αιωνιότητα το φευγαλέο, είτε αυτό είναι ένα βλέμμα, μια σκέψη, ένα συναίσθημα ή μια εικόνα που θάμπωσε την όρασή μας.
Φως μείον δύο λοιπόν, δηλαδή δυο βήματα πριν από το φως. Κι όμως αυτά τα δυο βήματα που δεν μπορούμε να κάνουμε μας κρατούν ακόμα στο σκοτάδι.
Επειδή «άνθρωποι είμαστε», όπως λέει η ποιήτρια στο πρώτο ποίημα της συλλογής της. Σύντομοι όσο ένα άγγιγμα της βροχής, απροσδιόριστοι, άνθρωποι που φθίνουν, που μετρούν την ευτυχία στα βήματα που δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Αυτό το φευγαλέο, το εφήμερο του ανθρώπου θέλει να παγιδέψει και να το κρατήσει στην αιωνιότητα:
Κάποιος είπε πως μπορούμε
να γίνουμε ουρανός
κι απομείναμε να κοιτάζουμε ψηλά
άνθρωποι είμαστε.

Ο Ουρανός είναι μια ματαιωμένη υπόσχεση. Εκεί κατοικεί αυτό που η γλώσσα μας λέει «Θεός». Η ποιήτρια τον αναφέρει ονομαστικά σε τρία της ποιήματα:
ο Θεός ήθελε πάντα να είναι Μόνος
(στο ποίημα: «Ήταν εκείνη»)

…κι όταν έγινε πλατανόφυλλο συνάντησε το Θεό
να προσεύχεται κόντρα στο ρεύμα…
(στο ποίημα: «Αθώα απάντηση»)

…περίμεναν στη λάσπη ν’ ανθίσει το βλέμμα του Θεού…
(Στο ποίημα «Σα φύλλο… σα βροχή… σαν ψίθυρος» )

Καθαρά υπαρξιακοί υπαινιγμοί που γίνονται σαφέστεροι στο ποίημά της «Εδώ θα μείνω»:
Μαθαίνω από την αρχή
το κενό να κατοικώ
ανάμεσα στις λέξεις
χιλιάδες μάτια παιδικά
κι ούτε μια απορία
έξω οι απαντήσεις
πωλούνται χονδρική
υπερήλικες κι οι ερωτήσεις
κι ο νάνος χειροκροτάει
κάτω απ’ το δίχτυ
το επόμενο νούμερο
το δικό του
εδώ θα μείνω
να ματώνω τα χέρια μου
στην τριανταφυλλιά
που προσπαθεί να θυμηθεί.

Εκεί λοιπόν θα μείνει, στο κενό, απορρίπτοντας τις απαντήσεις που πωλούνται έτοιμες και συσκευασμένες στο εμπόριο. Θα ματώνει τα χέρια της προσπαθώντας να πάρει απάντηση από μια τριανταφυλλιά, από την αρχέγονη φύση δηλαδή που έχει όμως πια σήμερα χάσει τη μνήμη της.
Επανέρχομαι στο ποίημα «Ήταν εκείνη» και σας το διαβάζω ολόκληρο:
Τον εαυτό της υποδύθηκε
δεν ήταν ρόλος
ένα ξέφωτο ήταν
διάσπαρτο από κόκκινα μήλα
ο Παράδεισος ταξίδευε αιώνες μακριά
κρυμμένος στο δέρμα του φιδιού
ελπίζοντας σ’ ένα αβέβαιο βλέμμα
εκείνη τον εαυτό της υποδύθηκε
σ’ ένα σενάριο νικημένο εξαρχής
δεν την εξαπάτησε ο όφις
πολύ πριν τον Παράδεισο
γεννήθηκε η Αμαρτία
ο Θεός ήθελε πάντα να είναι Μόνος

Η Εύα εδώ αθωώνεται, γιατί δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να είναι ο εαυτός της. Και ο Θεός ήδη είχε εφεύρει, πριν πλάσει τον παράδεισο, την έννοια της αμαρτίας και είχε προκαθορίσει το μέλλον. Ήθελε να είναι μόνος. Έτσι όμως και ο άνθρωπος θα μείνει τελικά μόνος.
Στο ποίημα με τον τίτλο «Αθώα απάντηση» ο άνθρωπος, μόνος τώρα στον κόσμο, δυσκολεύεται να τον ερμηνεύσει:
το βλέμμα του ήταν ξένο
κάτι πολύτιμο έπρεπε να φυλάξει σε τόπο κενό…
κι έμαθε πως στη μοναξιά των πραγμάτων
που αγγίζουμε συχνότερα
κραυγάζει ανεπαλήθευτη η απάντηση
στο αιώνιο αίνιγμα των ανθρώπων.

Η ίδια υπαρξιακή μοναξιά αναδύεται και στα επόμενα τρία ποιήματα, από τα οποία σας διαβάζω χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Σα φύλλο…σα βροχή.. σαν ψίθυρος»
…έτρεχε στο δάσος
να συναντήσει τις προσευχές των ανθρώπων
είχαν πάψει από καιρό να ζητιανεύουν αγγέλους
στις τύψεις τους φύτευαν κυκλάμινα
και περίμεναν στη λάσπη ν’ ανθίσει το βλέμμα του Θεού
οι απαντήσεις αιώνες τώρα μύριζαν βρεγμένο χώμα
κι η παρένθεση ουρανού
μόνο γιατί έπρεπε να αιωρείται μια απουσία.
Στην «Άνω τελεία» ο άνθρωπος με μια γενναία απόφαση αποδέχεται τη μοναξιά του αφήνοντας μια μικρή χαραμάδα ελπίδας να του ζεσταίνει την καρδιά. Και αυτή του είναι αρκετή για να ζήσει:
…κι εμείς χαμένοι
ανάμεσα σε κόμματα
και υστερόβουλα ερωτηματικά
προσπαθούμε
να παραμείνουμε γαντζωμένοι
σε μια άνω τελεία
που αιωρείται στο κενό
όπως η ελπίδα
που υπάρχει
χωρίς ν’ ακουμπά πουθενά
αιωρούμενη στο φως
μας αρκεί!
Αυτό όμως, αυτή η μοναξιά του ανθρώπου τον κάνει να αναζητά ακόμα περισσότερο το πλησίασμα του άλλου. Πάντα ελπίζει ότι η συνάντηση θα σπάσει τα φράγματα, ότι η ένωση είναι κάτι που μπορεί να το βιώσει κανείς.
«Άγνωστοι άνθρωποι»
Ο άνθρωπος αναζητά τον Άνθρωπο
χρειάζεται απεγνωσμένα ν’ αγαπηθεί…
όταν ο άνθρωπος συναντά τον άνθρωπο
δυο παιδιά στέκονται δακρυσμένα
το ένα απέναντι στο άλλο
ξέρουν πως δεν θα γνωριστούν ποτέ.
Ο άνθρωπος αναζητά λοιπόν απελπισμένα τον άλλο άνθρωπο, όμως, όταν τον συναντήσει, θα απογοητευθεί. Δεν θα μπορέσει να ενωθεί μαζί του. Οι κόσμοι τους θα παραμείνουν χωριστοί και η μοναξιά τους θα συνεχιστεί.
Εκεί κάπου, σ’ αυτή την απέλπιδα προσπάθεια να ξεπεράσουμε τη μοναξιά μας, γεννιέται και ο έρωτας, η ανάγκη του, η αγωνία του, η ομορφιά του. Η Νιόβη Ιωάννου μετά την υπαρξιακή της περιπλάνηση θα μας μιλήσει γι’ αυτόν:
«Ανορθόγραφοι έρωτες»
Ανορθόγραφοι έροτεσ
που μας εξόντωσαν…
Και περιπαιχτικά γράφει τη λέξη «έρωτες» ανορθόγραφα για να μας πει απλά ότι η ανάγκη μας για τον έρωτα δεν θα μας δώσει οπωσδήποτε αυτό που λαχταρούμε. Θα μας δώσει ίσως μια καρικατούρα του έρωτα, μια σχέση ελαττωματική, παραμορφωμένη. Η μοναξιά και το κενό καραδοκούν λοιπόν κι εδώ, μετά τη μοναξιά των ουρανών.
Στο ποίημα «Συνάντηση» πάλι ο έρωτας ξυπνά την ανάγκη της αρμονίας, της ένωσης με τον άλλον που όμως δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα:
…χρόνια τώρα
να ασθμαίνουν στην ίδια πορεία
συγκλίνοντας στο ανεκπλήρωτο…
και πιο κάτω:
…το φιλί τους ήταν απόγνωση

κι ύστερα σιωπή
βαθιά απέραντη σιωπή
από κείνες που ξέρουν να φωνάζουν
πιο δυνατά από τις λέξεις
χωρίς όμως να λυτρώνουν…
Το ίδιο και στο ποίημα
«Νιώθοντας»
…αγαπήσαμε τη σιωπή του έρωτα
…αγκαλιάσαμε με πείσμα
την ανέξοδη ελπίδα…
Με πείσμα, με επιμονή αναζητούμε όλοι το μικρό παράδεισο του έρωτα, ακόμα κι όταν τα γεγονότα μάς διαψεύδουν. Ακόμα κι όταν μεγαλώνοντας καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχουν τέλειοι έρωτες και ιδανικοί πρίγκιπες των παραμυθιών:
«Απαξιώνοντας το μήλο»
…έμαθα να μην ελπίζω στο φιλί
απαξιώνοντας τους «πρίγκιπες.
Στο «Αμάρτημα σε λίστα αναμονής» η ανάμνηση του έρωτα τυραννά τη μνήμη:
…αδάμαστοι πόθοι
που αλητεύουν στη μνήμη…
όσο ο έρωτας
ξεκουράζει τους σπασμούς του στο μαξιλάρι
κι η επιθυμία βουλιάζει νωχελικά στα σεντόνια.
Ο έρωτας λοιπόν είναι η απόπειρα να διαρρήξουμε το κενό μέσα στο οποίο αιωρούμαστε, και φαίνεται ότι κάποιες στιγμές καταφέρνουμε και βιώνουμε τη μαγεία του. Στο τέλος όμως ξαναγυρνάμε στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε. Ο έρωτας γίνεται ανάμνηση που στριφογυρνά στη σκέψη μας με την αδιόρατη μελαγχολία του κι εμείς συνεχίζουμε τη μοναχική μας πορεία.
Τι μας μένει λοιπόν; Από πού θα κρατηθούμε για να προχωρήσουμε στο ταξίδι της ζωής, όταν όλες μας οι απόπειρες να ενωθούμε με τους άλλους έχουν αποτύχει;
Ίσως, μας λέει η ποιήτρια, να βρούμε την κρυμμένη αξία της ύπαρξής μας σε κείνες τις μικρές στιγμές που χάραξαν ανεξίτηλα το ταξίδι μας στον κόσμο:
«Λέξεις που σώπασαν»
…κυοφορείς καιρό μετά
αυτές τις λίγες στιγμές
που έγιναν αιώνιες για σένα
μόνο με τη δύναμη της αλήθειας τους
«Εγώ… η στιγμή μου»
Δυνατή ή αδύναμη
περιέχομαι
σε κάθε στιγμή
που αποφασίζει για μένα…
Ακόμα θα βρούμε την κρυφή αξία της ζωής, αν γυρίσουμε πίσω, στις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων. Εκεί θα ανακαλύψουμε μια ομορφιά που όσο ήμασταν παιδιά δεν μπορέσαμε ίσως να εκτιμήσουμε σωστά:
«Μικρές πατρίδες»
Στη μικρή μας πόλη
τα καλοκαίρια αναρριχώνταν
σε κατάλευκα ανθάκια γιασεμιών…
Μπορούμε ακόμα να νιώσουμε την ομορφιά της φύσης που μας περιβάλλει:
«Φθινόπωρο»
Φθινόπωρο γλυκό πορτοκαλί
…κόρες ακριβές
βρόχινης σιωπής…
Ακόμα και στο ονειροπόλημα υπάρχει η ομορφιά της ζωής, όταν μπορούμε να χρωματίζουμε έναν ασπρόμαυρο κόσμο με τα χρώματα της φαντασίας μας:
«Όσοι ονειρεύονται»
Οι ονειροπόλοι

μεθώντας με αγάπη
από σκονισμένα ρήματα
φυτεύουν
κόκκινες ουτοπίες
σε ασπρόμαυρους κήπους
και ταξιδεύουν
με τα’ άρωμά τους

για να έχει η ανάσα τους
μια στάλα ουρανό.
Υπάρχουμε λοιπόν μέσα στις στιγμές μας, σε κάποιες στιγμές που είναι πιο δυνατές, πιο καίριες από τις υπόλοιπες στιγμές που πάνω τους τρέχει ολόκληρη η ζωή μας. Αυτές οι στιγμές μάς οριοθετούν, μας δίνουν το στίγμα μας. Υπάρχουμε ακόμα στις ονειροπολήσεις μας, όταν βάζουμε χρώμα στη γκρίζα ζωή μας αφήνοντας τη φαντασία μας να τρέξει ανέμελη στα ονειρικά της τοπία. Υπάρχουμε στις αναμνήσεις μας, όταν τις ανασύρουμε στην επιφάνεια και ξαναζούμε τα παιδικά μας χρόνια. Κι ακόμα υπάρχουμε, όταν αφηνόμαστε να μας παρασύρει ένα γλυκό φθινοπωρινό τοπίο.
Η ζωή όμως δεν είναι μόνο έρωτας, ονειροπόληση και μικρές στιγμές που τις κρατάμε στη μνήμη μας σαν πολύτιμο φυλαχτό. Η ζωή είναι και αυτό που πληγώνει τα μάτια μας, όταν αποφασίζουμε να βγούμε από τον εαυτό μας και να ανακατευτούμε με το πλήθος. Εδώ οι εικόνες μάς τραυματίζουν:
«Όσο η πόλη κοιμάται»:
Μοχθηρός ο χειμώνας και φέτος…
Η αξιοπρέπεια γονάτισε
σε λιγδερά συσσίτια
«Αγνές μέρες»
Εκεί που οι άδικοι
του φιδιού το δέρμα αλλάζοντας
δικαιοσύνη απονέμουν
«Κι όμως γνωρίζαμε»
Το μελάνι ως τώρα
ήξερε να γράφει ιστορία
καλύτερα απ’ το αίμα
«Έτσι γράφουν ιστορία»
Έπιασε ψύχρα
κι οι εποχές
μας προσπερνούν ρακένδυτες
…σταυρώνεται η πολιτεία…
«Αξιοπρέπεια προς πώληση»
Σήμερα η επιβίωση
πωλείται σε ληγμένες συσκευασίες
Η πόλη εδώ έχει χάσει την αξιοπρέπειά της, οι άνθρωποι στριμώχνονται στα συσσίτια, τριγυρνούν στους δρόμους ρακένδυτοι, ενώ κάποιοι άλλοι κάπου αλλού αποφασίζουν για τη μοίρα του τόπου αδιάφοροι. Μελαγχολία και θλίψη για τον άνθρωπο που έχει ξεπέσει αλλά και οργή για κείνον τον άλλον άνθρωπο που ανάλγητος αποφασίζει ερήμην μας. Όχι όμως απαισιοδοξία. Γιατί:
«Άκυρο»
Δυο τρία παιδάκια
κυνηγούν τη σκιά τους στον ήλιο
….
Εκείνα θα συνεχίσουν να ακυρώνουν
όλα τα αναίσχυντα συμβόλαια
που στη σιωπή μας
εξαργυρώνουν το θάνατο με το γέλιο τους.
Επειδή, ό,τι άσχημο κι αν συμβαίνει τώρα, δεν μπορεί να ακυρώσει την ελπίδα που επωάζει η νέα γενιά. Αυτή θα ακυρώσει τα συμβόλαια της ντροπής και θα δώσει ξανά στον άνθρωπο την αξία του.
Στις «Μικρές ιστορίες» ωστόσο εμείς που πια δεν είμαστε παιδιά είναι δύσκολο να διατηρήσουμε την προσωπική μας ελπίδα, γιατί γίναμε αυτό που δεν θέλαμε. Κι αυτό που επιθυμήσαμε δεν τολμήσαμε να το πραγματοποιήσουμε:
Κι αν τώρα οι μορφές μας
κρέμονται δυσανάγνωστες
σε ετοιμόρροπα δοκάρια
είναι γιατί είμαστε
ό,τι φοβηθήκαμε να ονειρευτούμε.
Μια λεπτή διακριτική μελαγχολία διαπερνά τους στίχους των περισσότερων ποιημάτων της συλλογής, όμως πού και πού βλέπει κανείς μια αλλαγή της διάθεσης, ένα μειδίαμα, ένα στίχο που κρύβει μέσα του την ελπίδα. Σαν κάποια εσωτερική δύναμη να ωθεί την ποιήτρια να σηκώσει το κεφάλι και να δει τον κόσμο με μια πιο αισιόδοξη ματιά.
Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα σε μια πρωτότυπη κατά τη γνώμη μου εμμονή της ποιήτριας με τα σημεία στίξης. Τα σημεία στίξης από μόνα τους δεν έχουν καμιά ποιητική αξία , όμως αν χρησιμοποιηθούν ως σύμβολα, τότε αποχτούν ένα ξεχωριστό νόημα μέσα στην ποίηση. Η Νιόβη Ιωάννου επανέρχεται κάθε τόσο στην τελεία, στην άνω τελεία, στο κόμμα, στο θαυμαστικό, στο ερωτηματικό, στην παρένθεση, στα αποσιωπητικά, αλλά της αρέσει να βάζει στην ποίησή της και άλλα στοιχεία από τη γραμματική. Ένα ολόκληρο ποίημά της τιτλοφορείται»: «Άνω τελεία»:

Κι εμείς χαμένοι
ανάμεσα σε κόμματα
και υστερόβουλα ερωτηματικά

γαντζωμένοι σε μια άνω τελεία
και αλλού:
«Νιώθοντας»
σε τελείες
κόμματα
θαυμαστικά
και πολλά ερωτηματικά ανάμεσα
Το ίδιο παρατηρούμε και στο ποίημα:
«Εντός παρενθέσεως»;
κι ύστερα κρύφτηκες
σε μια παρένθεση
Και εδώ επίσης:
«Παρατείνοντας»:
τι μπλέξιμο κι αυτό
κανένας δε σου’ μαθε
πως όταν μπαίνει μια τελεία
δε χρειάζεται να συνεχίζεις
με αποσιωπητικά
παρατείνοντας…
τι πολεμάς να αποσιωπήσεις…
το τέλος είναι σιωπηλό από μόνο του
και αμείλικτο με τα σημεία στίξης
εξαιρείται η τελεία.
Αλλά και αλλού:
Η παρένθεση ουρανού
Σε χρόνο παρατατικό
τα ρήματα σωπαίνουν το επιφώνημα

Και μόνο μια πεισματάρα παρένθεση
επιμένει…
αφορίζοντας τον πόνο
στις τελείες
αδιάβαστων θαυμαστικών.
Εδώ τα σημεία στίξης αποχτούν ποιητικό βάθος, το ερωτηματικό γίνεται εναγώνιο ερώτημα, η άνω τελεία γίνεται ημιτελές συναίσθημα που ζητά να ολοκληρωθεί, το θαυμαστικό γίνεται μυστικό συναίσθημα, η παρένθεση γίνεται μικρή κρυφή απόδραση, τα αποσιωπητικά είναι ένας ολόκληρος ανομολόγητος εσωτερικός κόσμος. Βρίσκω ενδιαφέρουσα και επιτυχημένη αυτή τη μεταφορά των σημείων στίξης στην ποίηση με τη μεγεθυμένη συμβολική σημασία τους.
Και φυσικά στην ίδια ευρύτερη κατηγορία εντάσσω και το ποίημά της «Ανορθόγραφοι έρωτες» όπου η ποιήτρια παίζει με την ορθογραφία για να μας μιλήσει για κάτι βαθύτερο, όπως είναι ο έρωτας.
Προσωπικά θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα σε δυο ποιήματα της συλλογής που μιλούν για το παρελθόν με τη γνωστή γλυκιά ακαθόριστη νοσταλγία που πάντα νιώθουμε, όταν γυρίζουμε πίσω στο χρόνο.
Στο ποίημα «Σε χρυσό περίγραμμα» ένας παλιός βενετσιάνικος καθρέφτης κρατά μέσα του φυλακισμένα τα αμέτρητα είδωλα των ανθρώπων που στάθηκαν μπροστά του. Όμως ο καθρέφτης δεν αιχμαλωτίζει μόνο τις ψυχρές αντανακλάσεις των ανθρώπων, αλλά αιχμαλωτίζει και κρατά στην αιωνιότητα και τα συναισθήματά τους:
Φυλακισμένα είδωλα σε επίχρυση κορνίζα
γελούν, δακρύζουν, ερωτεύονται, σωπαίνουν

εντός του οι χαρές μάς γνέφουν παρακλητικά
ξεθωριασμένες λύπες

αιώνιες φιγούρες μάς κοροϊδεύουν
στοιχειώνοντας το μέλλον.
Το άλλο ποίημα είναι οι «Μικρές πατρίδες» . Κι εδώ υπάρχει γνήσια νοσταλγία για τη γενέτειρα μικρή πόλη που κάθε καλοκαίρι ευωδιάζει από το γιασεμί, για τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους που ζουν όλη τους τη ζωή στα ασβεστωμένα σπίτια με ευγένεια ψυχής και καρτερία. Μια ολόκληρη πόλη ευωδιάζει από γλυκές αναθυμιάσεις, από μεθυστικές εισπνοές της μυρωμένης καλοκαιρινής νύχτας.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι η Νιόβη Ιωάννου έχει ποιητική φλέβα, έχει ευαισθησία, έχει βλέμμα που διαπερνά τα πράγματα και βλέπει πίσω από αυτά και κυρίως έχει την ικανότητα να μεταπλάθει αυτό που βλέπει σε αληθινή ποίηση. Ο αινιγματικός ουρανός, ο άνθρωπος που ζει κάτω από αυτόν και νιώθει τη μοναξιά του κόσμου, ο άνθρωπος που θέλει να πλησιάσει τον άλλον άνθρωπο, που τον πληγώνει η αδικία και η απληστία, που θέλει να ερωτευτεί και που κοιτάζει με ελπίδα τα παιδιά, δηλαδή κοιτάζει με ελπίδα το μέλλον, με άλλα λόγια ο άνθρωπος σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής γίνεται αντικείμενο της ποίησής της.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

fractal 31/8/2016
Κάποια είπε, πως μπορούμε να γίνουμε ουρανός… και δεν είναι τυχαίος ο λόγος όταν προέρχεται από την ποιήτρια Νιόβη Ιωάννου, στο βιβλίο της, «Φως – 2»
Τα καλά λόγια συνηθίζονται ακόμη κι αν δεν εμπνέουν τα γραφόμενα, όταν όμως έχεις να κάνεις με λόγο ποιοτικό και ουσιαστικό, τότε η έμπνευση που σου χαρίζει είναι αρκετή για να εκφράζεσαι αυθόρμητα, δίχως δεύτερη σκέψη κι ερωτηματικά, καθώς ακόμη και ένστικτο λειτουργεί ακολουθώντας την αλάθητη πορεία του.
Ωστόσο, είναι δύσκολο για τον όποιο σχολιαστή να εκφράσει ξεκάθαρα τις απόψεις του, το πιο πιθανό να έχει λάθος εκτιμήσεις είτε καλές είτε επικριτικές είναι αυτές.
Το κάθε βιβλίο έχει τη τύχη του, τη δική του πορεία να κάνει η οποία προσδιορίζεται – κρίνεται από τους πολλούς – τους αναγνώστες- κι όχι από τον έναν κριτή… όμως με την ποιότητα του λόγου της Νιόβης δεν θα είναι υπερβολή ότι κι αν ακούσετε.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες: στον Άνθρωπο, στον Έρωτα και στην Επανάσταση
Τι άλλο πιο σημαντικό θα μπορούσε να προσδώσει σε αυτά τα τρία στοιχεία: Ουμανισμό… Λυρισμό… Ύπαρξισμό…
Ανθρωποκεντρική λοιπόν η γραφή της Νιόβη… και πως αλλιώς θα μπορούσε να εκφραστεί ως ποιήτρια που σέβεται το λόγο της δίνοντας αξία σε κάθε λέξη με συνείδηση γνωρίζοντας καλά εγκυμονεί κινδύνους να καταστεί ένα ποίημα αστείο ή αδύναμο αν δεν υπάρχει η υπευθυνότητα από τον δημιουργό η ποιοτική γνώση και απόδοση του.
Είναι πολύ σπουδαίο στη ποιητική γραφή και έκφραση να υπάρχει συνείδηση και σεβασμός για το τι; και ειδικά το πώς εκφράζεται.
Και στο παρόν βιβλίο… αν θα έπρεπε να αναλύσω τον κάθε στίχο, θα δημιουργούσα ένα δοκίμιο τουλάχιστον 80 σελίδων… κι αυτό γιατί σε κάθε στίχο σε όποια από τις τρεις ενότητες… υπάρχουν αλήθειες, αλληγορίες και ζητήματα ψυχής που προσπαθεί η ποιήτρια να τα φωτίσει ως τα βάθη τους.
Σε πολλά ποιήματα υπάρχει μια υπαινικτική διάθεση για όσα εμείς οι άνθρωποι βιώνουμε και πράττουμε ηθελημένα ή αθέλητα.
Πάει καιρός που συνηθίσαμε/στη θολή όραση/εισπνέοντας σκόνη/
από αδιέξοδους χωματόδρομους.
Άλλος ένας τυχαίος στίχος στην επιλογή του, ο ένας καλύτερος και δυνατότερος από τον άλλον, μου γέννησαν το ερώτημα…
Πως θα μπορέσω να αγγίξω έστω και λίγο σε βάθος ένα έργο με αυτή τη δυναμική σύνθεση που αποτελεί αυτή η συλλογή Φως – 2.
Καθώς πέρα από το μέσο έκφρασης των συναισθημάτων της ποιήτριας είναι και ο τρόπος που κατανοεί τα πάθη και τους σκοπούς της εποχής της.
Τονίζω με κάθε ειλικρίνεια, μετά από πολύ εμπεριστατωμένη ανάγνωση των ποιημάτων της, ότι η Νιόβη Ιωάννου κατέχει μια έμπειρη γραφή που στο μέλλον θα την ζηλέψουν αρκετοί ομότεχνοι της.
Η ars gratia artis, η τέχνη για την τέχνη, χρειάζεται υπηρέτες σοβαρούς και η Νιόβη είναι και θα αποδείξει ότι θα παραμείνει πλέον ως μία από αυτές τις ακάματες μορφές της, που δεν θα πάψει στο μέλλον να την υπηρετεί με ψυχή και πνεύμα προοδευτικό και αστείρευτο.
Γι’ αυτό το λόγο και η θεματολογία της δεν μένει μόνο στο γλαφυρό κομμάτι του έρωτα…
Αλλά έχει μια πλήρη ποιητική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων, των εικόνων που δημιουργεί , η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, που περνούν ως απαλός άνεμος ενός στοχευμένου λόγου… επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών τους, αλλά και με μια μορφική διάταξη του προσωπικού ύφους της, καθώς χρησιμοποιεί τις ουσιαστικές έννοιες των λέξεων σε μια σωστή ακολουθία με αποτέλεσμα η εκφραστική γλώσσα της να κερδίσει τη αξιοσύνη που απαιτεί η σωστή ποίηση.
Τούτη την σπουδαία τέχνη υπηρετεί η Νιόβη Ιωάννου, επηρεασμένη κι αυτή από τις δύσκολες συνθήκες που φέρνουν στον κόσμο άνομα συμφέροντα. Στην Τρίτη ενότητα στηλιτεύει τα κακώς κείμενα προσπαθώντας με τον δικό της τρόπο να αφυπνίσει συνειδήσεις για αντίδραση, αντίσταση σε όσα υποχθόνια σχέδια διαχειρίζονται τις τύχες μας.
Βρισκόμαστε οι λαοί σε μια επικίνδυνη καμπή σε μια καθοδηγούμενη πορεία ελεγχόμενη από μια κεντρική εξουσία.
Ο μόνος τρόπος για να αντιταχθούν -οι λαοί- στο ισοπεδωτικό πνεύμα της παγκοσμιοποίησης με όσα αυτό δεινά συνεπάγεται, είναι η παιδεία, η οποία αφορά την επιστροφή στις ρίζες του πολιτισμού κάθε εθνότητας, κάθε λαού.
Μια ανάλογη προσπάθεια είναι κι αυτό το πόνημα της Νιόβης Ιωάννου, να αντιτάξει με το λόγο της την άλλη, τη φωτεινή πλευρά του φεγγαριού.
Νομίζω πως σε αυτή την ποιοτική ποίηση δεν έχουν τα δικά μου λόγια να προσθέσουν κάτι περισσότερο γιατί η αλληλουχία των λέξεων, το ύφος, ο ρυθμός, τα νοήματα που αφήνουν είναι τόσο δυνατά δομημένα που δεν έχουν ανάγκη από καμία υποστήριξη.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.