ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΙΤΟΥ

.

Η Μαρία Πολίτου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Απόφοιτος του Κλασικού Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής και του Τμήματος Θεατρολογίας · της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων, του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΔΠΜΣ) «Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού» ΑΠΘ και του ΔΠΜΣ «Φιλοσοφία: Κείμενα. Ερμηνείες. Πρακτικές» των τμημάτων Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής και Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ. Από το 2017 είναι διευθύντρια στο 2ο ΓΕΛ Εχεδώρου στα Διαβατά Θεσσαλονίκης. Κριτικές και ποιήματά της δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες. Έχει εκδώσει ως τώρα τρεις ποιητικές συλλογές.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Στο σώμα σου κήπος, (Εκδ. Ρώμη 2024)
Επιτέλους αποβίβαση, (Κουκκίδα 2018)
Εφήμερη στην πένα του Θεού, (Εκδόσεις των Φίλων 2014)

.

.

ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΚΗΠΟΣ (2024)

Σπασμένη ρίζα
     Σε ιερό λυκόφως
          Αναδύομαι

ΣΩΜΑ ΓΥΜΝΟ

Γυμνό σώμα
με ρίζες κόκκινες
στο χώμα
με μανία χορεύει
δέντρο που γέρνει με στον άνεμο
φύλλο που κλαίει στη βροχή.

Σώμα εσύ γυμνό
κραταιού έρωτα
εύθρυπτο υφάδι
άθυρμα του χρόνου
βορά τώρα στο αχανές
στόμα του θεριού
που στο δάσος κροταλίζει
με νύχια μισοφέγγαρα
σημαίνοντας τη νίκη.

Σώμα γυμνό
κόκκινες ρίζες.

Κι ο ουρανός αδυσώπητα
Αναβλύζει
το πιο γαλάζιο χρώμα.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΜΕΣΚΟ

Το χιόνι αυτό με κάνει και κλαίω,
Ποιητή.

Ίσως γιατί τα δικά μου όνειρα
είναι από λάσπη.
Ίσως γιατί με θλίβει αυτή
η αλύπητη σιωπή
και χώμα μου μυρίζει.
Τις κερασιές που μού ’λεγες
δεν έχω δει
θάνατο να ξορκίσω.

Το χιόνι
Το χιόνι
Το χιόνι αυτό με κάνει και κλαίω.

Γιατί φυσάει απόψε παγερά
στον λόφο του Γραμματικού
κι ούτε πουλί δεν έμεινε
για να σε συντροφεύει.

Γιατί φεύγουν οι άνθρωποι,
Μάρκο,
και μένει τώρα πάλι
μόνο η μάνα σου ξανά
για να σε αγκαλιάζει.

ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Τρέχουν οι ώρες διψασμένες
πάνω στην πυρωμένη άσφαλτο
ανάμεσα σε βρώμικους τοίχους.

Θλιβερά συρματοπλέγματα σέρνονται
κουβάρια λαβωμένα από ήλιο κυλούν
παράδεισο φεγγαρόλουστο γυρεύουν
δροσοσταλιές νερού στα φύλλα.

Τυφλά παιδιά μωρά
ακριβοδίκαιο κυνηγητό
θαρρούν πως παίζουν
με το αδάμαστο
του χρόνου το μπαλόνι.

Και δε βλέπουν.

Δε βλέπουν πώς θέριεψαν
τα αγκάθια στον κήπο.
Δε βλέπουν
πως δεν υπάρχει
επιστροφή.

ΟΠΩΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Φοβάμαι το σκοτάδι.
Γι’ αυτό με τη φωνή σου κοιμάμαι
στο μέρος της καρδιάς.
Πολλές φορές
όταν μου τραγουδάς
ξυπνώ και ψάχνω ψηλαφώντας
μολύβι και χαρτί.

Να γράψω θέλω την πιο μεγάλη ιστορία μας.

Αυτήν που δεν υπήρξαμε ποτέ.
Για να μην πεθάνουμε. Άγνωστοι και ημιτελείς.
Σκιές κι οι δυο που αναπαύονται στα όνειρα
ψυχές γεμάτες, χέρια αδειανά.

Γιατί
-παραλίγο να ξεχάσω-
και τον θάνατο τον φοβάμαι.

Να γράψω θέλω την ιστορία μας.

Ένα ποίημα ζεστό και γαλανό
να με σκεπάζει τις παγωμένες νύχτες
ένα ποίημα ζεστό και γαλανό
όπως τα μάτια σου.

Δες πως χορεύουν
     Σε ματωμένο κήπο
          Ηλιοτρόπια

ΤΟ ΠΙΟ ΒΑΡΥ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ

Κι όταν αγγίξουμε ο ένας τον άλλον
όταν η νύχτα μας γεμίσει μουσική

πανάρχαιος ήλιος θ’ ανατείλει

τ’ αστέρια στο δωμάτιο
θ’ ανάψουνε φωτιά

και το φεγγάρι
μεθυσμένο θα χορεύει

το πιο καλό ζεϊμπέκικο
το πιο βαρύ.

ΠΝΙΓΜΟΣ II

Κι ενώ εσύ παίζεις
αδέξια με τη στίξη
τα θαυμαστικά εκείνα
της καληνύχτας σου
αδράχνω εγώ
και στης καρδιάς μου
τα συνάζω το κελί.

Γιατί
Ποιος ξέρει

Όλα τα σημάδια σου
αν αθροίσω
μπορεί να φτιάξω
ένα όνειρο

για να πνιγώ

ευτυχισμένη.

ΚΑΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Κι όταν εσύ θα φύγεις
Όταν θα χαθείς
Θα γράψω ένα ποίημα αληθινό
Θα γράψω ένα ποίημα κόκκινο
ζεστό σαν αίμα

που θα διαβάζουν οι άνθρωποι και θα κλαίνε
που θα διαβάζουν οι άνθρωποι και θα λένε

μια φορά κι έναν καιρό
μια γυναίκα κι ένας άνδρας
αγκαλιάστηκαν τόσο δυνατά
που έλιωσαν ο ένας μέσα στον άλλον

Εκείνος πήρε το σχήμα των χεριών της
κι έγινε μαύρο πουλί
που τριγυρνά τις νύχτες σαν σκιά

Εκείνη το χρώμα της καρδιάς του πήρε
και γράφει ακόμη ποιήματα γι’ αυτόν
να πιει και να γυρίσει.

Και τα διαβάζουν οι άνθρωποι και κλαίνε
και τα διαβάζουν οι άνθρωποι
και για αγάπη λένε.

.

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ (2018)

A. ME ΠΟΣΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΕΡΔΙΖΕΤΑΙ Η ΑΓΑΠΗ;

Τοίχους υψώνεις
στης άνοιξης τα άνθη
πέτρες και χώμα

ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ

Σε πολιτεία εχθρική σταμάτησε το τρένο.
Απ’ την αρχή κάτι δεν πήγαινε καλά
σε τούτο το ταξίδι.
Τριξίματα
ήχοι παράταιροι μεταλλικοί
μαύρα τα σύννεφα οι καπνοί
των τζιτζικιών εμόλευαν
το πύρινο τραγούδι
και μουτζουρώναν τα θαυμαστικά
στις άκρες τ’ ουρανού.
Από καιρό πια ανήμπορο το τρένο.
Τις ράγες χιόνι σκέπασε πυκνό.
Βαθιά κοιμήθηκαν τα όνειρα.
Τζάμια υγρά δακρύζουνε καμιά φορά
στα ποιήματα
σπόρος θεριεύει αρωματικός
ανθοφορία απρόσμενη
στη μέση τού χειμώνα.
Μια Κυριακή με ρόδινο φιλί στέκει στην αποβάθρα.
Ας κατεβούμε από το θλιβερό βαγόνι.
Είμαστε ακόμη ζωντανοί, θαρρώ. 

ΥΠΟΓΕΙΟ

Αφουγκράζομαι τα βήματα
στα ραγισμένα πλακάκια.
Ετοιμόρροπος ο φράχτης
αγριόχορτα βουνό
στην έρημην αυλή.
Τρομάζω. Βλέπεις
ζώο φαρμακωμένο
σέρνομαι
στα πιο βαθιά κελάρια
κουρνιάζω σιωπηλό
με οικονομίες ονείρων μου μεθώ
δίχως νερό
χωρίς καν φως
βαριανασαίνω
σχεδόν γυμνή από θεό
προσεύχομαι
να νιώσει τη στερνή πνοή
αμείλικτα να επιτεθεί
και να γεμίσει το υπόγειο
αστέρια. 

ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ

Κίτρινο τρεμοπαίζει φως
στο μικρό στρογγυλό τραπέζι
είδωλο παραμορφωμένο
σε τζάμι αντικρινό
διπλή όψη θολή
μάτια αγρίμια σκοτεινά
ελάφια τρομαγμένα
μακριά στο μαύρο δάσος τρέχουν
πουλιά λαβωμένα πετούν
στη μαύρη κρύβονται νύχτα
σε σύννεφο μαύρο κρύβονται
πετούν και τρέχουν.
Κι αναρωτιέσαι απόψε
στο ξύλινο μπαλκόνι
ποιος πραγματικά είσαι, ξένε
-εσύ με το βλέμμα στο τζάμι!—

ΠΟΘΟΙ ΒΥΘΟΥ

Απόβραδο. Λιμάνι.
Ομίχλη σα χιόνι λευκή.
Μαύρα αμίλητα νερά.
Πρόσωπα σκυφτά. Γκρίζα.
Μέλη σκουριασμένα.
Κι εύθραυστα.
Κυρίως εύθραυστα.
Βαραίνει στη ράχη τους ο χρόνος
αόρατη σκιά από το πρώτο φως
στης μήτρας την εξώπορτα βαραίνει.
Πόθοι εράσμιοι σκοτεινοί
κοχλάζουνε ακόμη
σε ρημαγμένης θάλασσας τη μέση
καράβια με αναμμένα φώτα
στο χείλος του βυθού ν’ αγκομαχούν.
Την πλάτη στρέφουν στο ναυάγιο.
Και η σιωπή τους
μαχαιριά την όμορφη
βαθιά θα χαρακώνει νύχτα. 

Β. ΦΑΚΕΛΟΣ ΑΙΜΑ

Μέσα σου είναι
δεν κείτονται στο χώμα
οι νεκροί μιλούν

ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΑ

Κάποτε χρόνια μετά
κοιτάς με μάτια παγωμένα
τον ξάστερο ουρανό
μετράς τα κίτρινα σημάδια
που με βία σου κάρφωσαν
στο μέρος της καρδιάς
Και δεν φαντάστηκες ποτέ
πόσο σκοτάδι κρύβει
ένα αστέρι
Δεν το φαντάστηκες
από ντροπή να κλαις
γιατί κι εσύ
λέγεσαι
άνθρωπος.

ΟΒΟΛΟΣ

Παιδί φεγγαροπρόσωπο στην έρημο του δρόμου
γλώσσα κομμένη ξεψυχά
σκυφτός ο ήλιος μοναχά ακολουθεί το ξόδι
Στα δόντια του σφιχτά κρατά
του κόσμου την οδύνη
νόμισμα μέταλλο χρυσό
πύρινο οβολό
το ποίημα
Μα δεν προφταίνει ο ζωντανός
η νύχτα τον κυκλώνει
Μαύρα πουλιά ορθώνονται λέξεις μοιρολογάνε
λεκιάζουνε τον ουρανό με νύχια ματωμένα
και το φεγγάρι σφάζουνε να πάψουν οι σκιές του
να πάψουνε και τα νερά να λένε τ’ όνομά του
Στου Κάτω Κόσμου τα σκαλιά
φεγγοβολά το ποίημα.

Γ. ΕΥΘΡΥΠΤΗ ΑΥΛΑΙΑ

Ρόδο η λέξη
σε ρημαγμένα σπίτια
μοσχοβολάει

ΣΗΜΕΙΑ ΠΛΗΞΗΣ

Σκοτείνιασαν οι λέξεις
και τα ποιήματα.
Κρύφτηκαν σε καταπακτές
οι συνυποδηλώσεις
για λόγους ασφαλείας συρρικνώθηκαν
τ’ αποσιωπητικά
ακρωτηριασμένα ερωτηματικά
κι ακέφαλα θαυμαστικά
έπαψαν να ρωτούν
ξέχασαν να θαυμάζουν.
Αλώβητες έμειναν μόνον οι τελείες.
Στα συρματοπλέγματα αδιάλλακτοι
της μνήμης μου φρουροί.

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Κάτω από τα ποιήματα
ψάξε να με βρεις.
Των λέξεων σήκωσε
το βαρύ χαλί
στο αίμα χειροποίητο
-από το χρώμα θα με αναγνωρίσεις –
μία λέξη ξεφτισμένη
απ’ την ανάποδη
να κρέμομαι
να προσπαθώ
να σκαρφαλώσω
απεγνωσμένα.
Να κεντηθεί
ακέραιο
απ’ την καλή
το ποίημα.

.

ΕΦΗΜΕΡΗ ΣΤΗ ΠΕΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ  (2014)

ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Βαδίζεις μόνος, ωχρός και διψασμένος σε μονοπάτια αναιμικά.
Εκ γενετής ακρωτηριασμένα.
Ο χρόνος σου πολύτιμος και λιγοστός.
’Αναζητώντας θησαυρούς θεσπέσιους
θηράματα ενός θεού μονάχα.
Συλλέγεις μέσα στο δισάκι σου όστρακα και κοχύλια
και θαλασσόβρεχτα πετράδια σμιλευμένα
απ’ του καιρού τους λεπτοδείκτες.
Και τι θάλασσες με κύματα αδηφάγα
κι αλμυρά την όψη σου αυλακώνουν…
Η άμμος η χρυσόμαυρη τα ακροδάχτυλα χτενίζει
και στροβιλίζεται στου ανέμου του τρελού τις αναπάντεχες ανάσες.
Δε βλέπεις γύρω σου. Σκοτάδι.
Τυφλός σχεδόν και μόνος.
Διαβάτη, πού τώρα πηγαίνεις;
Τους θησαυρούς σου τους χρυσούς
με ποιόν θα μοιραστείς;
Κι αν δώματα έχτισες λαμπρά
ποιος θα τα κατοικήσει;
Γκρεμίζονται μεμιάς.
‘Υδάτινες οι βάσεις και σαθρές. ’Αμμώδεις.
Στάσου!
Διόλου για τα ερείπια μη λυπηθείς.
Χαμένοι μόχθοι σου δε θα ’ναι.
Το έρεβος
γεννάει
φως.
Δες πως ξεχύνεται από των συντριμμιών τη σκόνη.
Ματαιωμένες διαδρομές κι αγκάθινες σιωπές
από του χρόνου την θωριά θρυμματισμένες.
Λάθη πυξίδες φάροι. Νοσταλγοί του Άλλου.
Βαθιά σκάψε με της αγάπης τα ζεστά και σκουριασμένα χέρια
τον ’Άνθρωπο μπορεί να συναντήσεις.
Μετά από τόσο κάματο και δύσβατη πορεία γύρισες κι εσύ
– σοφός πια –
πίσω στο θεμέλιο του κόσμου.

ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω ν αράξει ένας άνθρωπος
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.
                                                                            Γιώργος Σεφέρης

Πάτησα τα γυμνά ακροδάχτυλα πάνω στην πέτρα
φορώντας μόνο το διάφανο πέπλο της σιωπής
και της απελπισίας.
Ήθελα να γεμίσω από θάλασσα κι ουρανό
και από νιο φεγγάρι.
Να μετουσιωθώ σε γαλάζιο ένα φως.
Εγώ
η θνητή,
η κόρη του ανθρώπου.
Τώρα είμαι προέκταση της πέτρας.
Της έδωσα το αλλόκοτο του έρωτα σχήμα
το σχήμα της φθοράς.
Κι αυτή μ’ έκανε αθάνατη.
Και παγερή.
Κι αδάκρυτη.
Μια πέτρα.

ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑ

Καλό προσωπείο, σε δύσκολους καιρούς, ο μύθος.
                                                          Γιάννης Ρίτσος

Σύννεφα καπνού από σάρκα και αίμα
φτάνουν στο ουράνιο παλάτι.
Μαύρισε γύρω η πλάση.
Και οι πανάρχαιες κολόνες.
Ό,τι απέμεινε απ’ τον παλιό καιρό.
Το δοξασμένο.
Σάπισαν οι ρίζες τους απ’ των καιρών
το ανόσιο γλεντοκόπι.
«Σφάγια σε θεϊκό βωμό θα ’ναι το δίχως άλλο»,
με θλίψη συλλογιέσαι.
«Μα ποιόν αθάνατο ζητούν να κατευνάσουν;
Δε χόρτασαν οι ολύμπιοι από ανθρωποθυσίες;»
«Ποιο μίασμα την πολιτεία λυμαίνεται»,
αναρωτιέσαι,
«και της σφαγής το διάταγμα
ποιος το αναλαμβάνει;»
Μα είναι τόσοι
οι τύραννοι στην πόλη.
Όπου κι αν δεις τριγύρω σου
οι Κρέοντες
περισσεύουν.

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ

Ή ποίηση – είπε – αρχίζει πάντοτε
πριν απ’ τις λέξεις ή μετά τις λέξεις.
                                        Γιάννης Ρίτσος

‘Ονόματα και ρήματα
στου θάνατου
το απεχθές
καρφώνω.
Της λήθης τους ναούς
υβριστικά
λεηλατώ.
Και τή φθορά του εφήμερου
με αλαλαγμό χαράς
και
ποίηση
συνθλίβω.

ΙΔΕΩΔΟΥΣ ΡΑΨΩΔΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ ΤΑΞΙΔΙ

Σβήνω τον ίσκιο ολόκληρο με τούτο το χρυσό μολύβι.
                                                                   Γιάννης Ρίτσος

Μες στης ζωής μου το μικρό ταξίδι
έμαθα ν’ αφουγκράζομαι τον ψίθυρο του ανθρώπου
και μ’ αστερόσκονη χρυσή να τον στολίζω
να τον τραγουδώ.
Του λυγμού τον ιερό χρησμό έμαθα να διαβάζω
και στων ματιών το διάφανο βυθό
όστρακα φύκια να μαζεύω.
Την προαισθάνομαι την καταιγίδα της ψυχής
προτού αύτη ξεσπάσει.
Οσμίζομαι τη νοτισμένη γη κι αναρριγώ.
Και τον καιρό παλεύω να δαμάσω
και απ’ τον καιρό να δαμαστώ.
Έτσι μιλώ με τ αναπόφευκτο και τη γραφή αλλοιώνω.
Όσο μπορώ κι αντέχω
τυφλός τραγουδιστής τις μοίρες θα γητεύω.
Ταγμένος φύλακας
η μουσική μου αιωρείται
πάνω από τα κεφάλια των απανταχού πασχόντων.
Τρυπώνει εντός τους από ουρανόσταλτη ρωγμή και τους ορίζει
σταυρώνοντας τις ένοχες σιωπές και τις άπατες.
Σαρώνει ο γλυκόηχος λύχνος μου τη νύχτα
και ευθύς γεννοβολά το απέραντο λευκό
και το γαλάζιο.
Με ένοικο πια τη σπίθα του ονείρου
και την ορμή του κύματος
πώς να μη τον πλανέψουνε τον πόνο;
Την πέτρα του κενού πώς να μην κομματιάσουν;
Αυτοί οι φλογεροί, υδάτινοι εραστές
του σύμπαντος νέοι ποιητές
της ύπαρξης και της ανυπαρξίας.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Απόψε θέλω να μιλήσω άπλα.
Για τους φίλους. Τα γέλια. Τη χαρά.
Για τα βλέμματα στο τραπέζι.
Για τα γυάλινα ποτήρια
που φιλήθηκαν ξανά και ξανά.
Με κόκκινο και λευκό στην κοίτη τους κρασί.
Με μπλε της θάλασσας μες στα χαμογελά τους.
Κλειδώνω μάτια τους στα μάτια μου.
Τους ήχους και τις λέξεις
στους λαβυρίνθους του μυαλού μου φυλακίζω.
Μα πρώτα
τα φεγγαρίσια πρόσωπα σφαλίζω
με του καλόηχου χρόνου
το χρυσοσκάλιστο κλειδί.
Ισόβια κάθειρξη
στο ολόφωτο κελί της μνήμης.
(Η απόφαση ομόφωνη και τα στοιχεία επαρκή) 

ΕΚΤΟΣ ΕΑΥΤΟΥ

Κοφτερές λεπίδες οι κραυγές του ανέμου.
Λυσσομανάει η φύση.
Νιώθω τη θάλασσα όντος.
Γη κι ουρανός εντός.
Και
ο Θεός εντός μου.

ΣΑΝ ΑΓΑΛΜΑ

Αλήθεια, είναι μια καταδίκη ν’ αγαπάς κάποιον που μισεϊς
γιατί δεν υπάρχει άλλος ν αγαπήσεις
                                                                    Όδυσσέας Ελύτης

Ήσουν κι εσύ ένας απ’ όλους.
Χωρίς αισθήματα. Νεκρός.
Σαν άγαλμα.
Πέτρα λίγο πιο σμιλευμένη
στην κορυφή απ’ το σωρό.
Απ’ των άνεμων τις ριπές πελεκημένο
το σχήμα είχες πάρει του έρωτα.
Το δάκρυ της βροχής είχες ντυθεί
και τη φωτιά του ήλιου.
Κάτω από το ένδυμα σου
η όψη του κενού.
Μες στην καρδιά του μάρμαρου
το κρύο του θανάτου.
Ήσουν κι εσύ, λοιπόν, ένας απ’ όλους.
Και άψυχος. Σαν άγαλμα.

ΕΑΡ ΕΡΩΣ

Να είχαμε μιαν άνοιξη
                         Κική Δημουλα

Της θλίψης σου το στιβαρό κλουβί
του έαρος τα τρωκτικά
με βόμβο ροκανίζουν.
Τα φύλλα και τα γιασεμιά
άκου τι ψιθυρίζουν…
Του φλάουτου κελαηδισμοί
σφιχτά σε αγκαλιάζουν,
μιμούμενοι παράφορα
ήχους που να σου μοιάζουν.
Ήχοι πλανόδιοι του νερού
φόβους σιωπές σφαγιάζουν
στα μάτια σου κατεύθυνση
και στα φτερά χαράζουν.
Κράτα στο χέρι της ψυχής
ηλιόσταλτο μαχαίρι
μαύρο το πέλαγος του χθες
βαθιά μαχαίρωσέ το.
Των οφθαλμών βροχή πυκνή
το θάνατο ξεπλένει.
Νέα σπορά ευσπλαχνική
σε χρώματα πορτοκαλιά
αλλόρυθμα
στο σώμα σου ριζώνει.
Στη ράχη της ανατολής
το θαύμα αναβαίνει.
Κι, ω, ναι!
Κλουβί της θλίψης μου σαθρό
ιριδισμοί του έρωτα
στίλβοντες σε γκρέμισαν,
ανάσες φτερουγίσματα
τις στάχτες σου σκόρπισαν. 

ΙΕΡΗ ΣΥΝΕΥΡΕΣΗ

Αναζήτησε
μια ηλιαχτίδα ελπίδας
μέσα στο ατελεύτητο χάος.
Άρπαξε την
από το λευκό βραχίονα
και κάνε την δική σου
χωρίς ενδοιασμό.
Γεννήστε μαζί αστέρια.
Κρεμάστε τα παντού.
Στολίστε το σκοτάδι.
Δελεάστε το Θεό
με το νιογέννητο φως
και σύντομα
κι Αυτός
εκεί θα μετοικήσει.

ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟ

Η γεύση που αφήνεις στο στόμα
τελικά γλυκόπικρη.
Κι είχα τόση λαχτάρα να σε δοκιμάσω.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα
αν η γλυκύτητα ή η πικρία βαραίνουν πάνω στο ζυγό.
Με ξεγελάει πάντοτε
αυτή η εξαίσια μυρωδιά σου
που παραδόξως όλες τις αισθήσεις μου πλανεύει.
Παρά την αμφίθυμη διάθεση του ουρανίσκου
εγώ
ξανά και ξανά
εσένα
θα επέλεγα απ’ όλους τους καρπούς.
Εσένα ζωή.
Πικραμύγδαλό μου.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Εφήμερη στην πένα του Θεού
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

diavasame.gr/24/7/2018

Η θεατρολόγος και φιλόλογος Μαρία Πολίτου διακρίνεται από ευρυμάθεια, πολυμάθεια και την περιέργεια της νεότητας που επιθυμεί να συνομιλήσει με την απελπισμένη (κι απελπιστική, ενίοτε) σοφία των γεροντότερων. Χωρίς να διακατέχεται από κάποια απροσδιόριστη νεκροφιλία σχολιάζει τα σπαράγματα στίχων παλαιοτέρων και συγχρόνων της ποιητών, συνεχίζοντας από εκεί που σταματάνε εκείνοι για να ξαποστάσουν. Η έντονη δραματικότητα στον λόγο συνδυαζόμενη με τη θεατρικότητα του σκηνικού πλαισίου όπου κραυγάζει μελωδικά η ομιλώσα ποιητική φωνή δίνει στο ποιητικό υποκείμενο μιαν αχλύ ηθοποιού, υπερεκτιμημένου αλλά κι απομυθοποιημένου συνάμα.
Ερωτική, υπαρξιακή η θεματολογία της… Ματιά αποκλειστικώς γυναικεία, σχεδόν κτητική, μοιάζει κάπως με την ανδροφόνα Μάνα Γη που τρώει τα παιδιά της, στην πέτρινή της αγκαλιά βιάζεται να ξαναδεχτεί…
Η Σελήνη από την εποχή της Σαπφούς έως τη Μαρία Πολίτου μοιάζει συνεκδοχή της Νίκης του ελαχίστου Φωτός επί του απείρου Ερέβους. Χωρίς να είναι απαραιτήτως μανιχαϊστική η κοσμοθεωρία της Μαρίας Πολίτου, είναι ηλιοκεντρική και φωτολατρική, αισιόδοξη και μοιρολατρική, μοιρολογιστική και παραλογιστική (από τα λαϊκά μοιρολόγια και τις δημοτικές παραλογές οι νεολογισμοί…).
Η Μαρία Πολίτου έχει χωνέψει βαθιά στο ποιητικό της καμίνι τις ποιητικές φωνές που συγχωνεύει, υπόκειται στον έλεγχο της αυτολογοκρισίας της κι η ευρυμάθεια φαίνεται σαν να της αποστερεί την ελαφράδα του αυτοδίδακτου και το ελαφρυντικό της Άγνοιας. Είναι υποψιασμένη και για τούτο προσεκτική. Ειδικά όταν χειρίζεται το μέτρο. Αποφεύγει να ναυαγήσει, ουδέποτε εξόκειλε, θεραπεύει και θεραπεύεται διά της γραφής καθιστώντας την ανάγνωση ύψιστο βιοποριστικό αγαθό.
Η ανάγκη του οργασμού υποκρύπτεται τεχνηέντως κάτω από το χαλί της αφήγησης. Η πίκρα της προδοσίας μετατρέπεται σε ψευδή εκδικητικότητα. Η ματαίωση φοράει ρούχα πανηγυρικά, αρμόζοντα σε νικηφόρο θρίαμβο του Πνεύματος επί της Ύλης. Ναι, είναι βαθιά νεοπλατωνική και ρομαντική η ποίησή της. Έλκει την καταγωγή της από τον κλασικισμό αλλά βυθίζει τις ρίζες της σε τωρινά νερά, αποφεύγοντας –ισμούς κι επιχωματώσεις φορτίων που κάποτε τα είχαμε για τα μπάζα και τώρα φτάνουν από μερικούς εξωθεσμικούς (ευτυχώς!) κύκλους να θεωρούνται «τέχνη υψηλή» εκ του πονηρού και δολίως (με σκοπόν το κέρδος ενίοτε και εις όφελος της προχειρότητος).
Στη γρήγορη εποχή μας με τα εναλλασσόμενα πεδία και τα πάσης φύσεως φορτία που κάνουν το λιθάρι του Σισύφου να φαίνεται πανάλαφρο κι απολύτως ανεκτό, η Μαρία Πολίτου φιλοσοφεί και φιλοσοφείται (επιτρέψτε μου τον νεολογισμό: εννοώ εξετάζεται από την πλευρά του επαρκούς αναγνώστου). Η Μαρία Πολίτου στοχάζει και στοχάζεται, οριοθετεί και καταλύει, σκάβει και υπερβαίνει τα ίδια από την ιδίαν εσκαμμένα. Είναι εν τέλει ένα πνεύμα ελεύθερο. Όταν γίνει ΚΑΙ ρηξικέλευθο κάτι πολύ καλό, νεοπαγές και καινοφανές θα βγει από αυτή την πένα. Για την ώρα ανασκάπτει κι ερευνά. Θα βρει, θα βρει οπωσδήποτε τους προσωπικούς θησαυρούς της τους πατρογονικούς. Κι όπως λέει ο Σεφέρης, για τα περισσότερα «σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις». Καθένας κι ένας κύκλος (ή τετράγωνο, για όσους από εμάς έχουν ανακαλύψει ή εν-θυμηθεί τον μυστικό τετραγωνισμό του κύκλου) κι η ακτίνα αυτού, εννέα μέτρα το πολύ, για τους φωτισμένους. Η Μαρία Πολίτου είναι μία εξ αυτών, όχι για αυτό που μας έδειξε μέχρι τώρα αλλά για εκείνο που θα γίνει (προληπτικό κατηγορούμενο). Κι ελπίζω η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας να με δικαιώσει!!!

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.