ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΠΥΡΗΣ

 

Γεννήθηκα στις 15 Αυγούστου 1950 σε δύσκολους καιρούς, σ’ ένα αλλιώτικο τότες Μόρφου! Δρόμοι χωματένιοι, σπίτια κτισμένα με πλινθάρι, ένα χωριό γεμάτο αλώνια, με λιγοστά περιβόλια και με ανθρώπους του μόχθου! Μεγάλωσα μαζί με το χωριό μου, που κάθε μέρα που περνούσε, το έκανε πιο όμορφο και πιο πλούσιο! Οι χωματένιοι δρόμοι έγιναν άσφαλτος, τα χωράφια περιβόλια, τα σπίτια παλάτια κι όλα έδειχναν πως η Μόρφου θα εξελισσόταν σε μια μεγαλούπολη, πρωτεύουσα μιας εύφορης επαρχίας! Ένα προδοτικό πραξικόπημα και μια βάρβαρη εισβολή, οδήγησαν όλους τους Μορφίτες στην προσφυγιά, σε έναν άλλο κόσμο, μια διαφορετική ζωή! Όλα όσα δημιούργησαν, χάθηκαν σε μια στιγμή, κόπηκε η ζωή όλων μας, άλλαξαν τα όνειρά μας κι η ιστορία μας γράφτηκε σε άλλα χώματα! Εμένα και την οικογένειά μου πια μας οδήγησε σε ξένους τόπους, μακριά στην Αυστραλία, όπου εργάστηκα για δώδεκα χρόνια δάσκαλος σε δημόσιο σχολείο, διατηρώντας ταυτόχρονα και ιδιωτικό απογευματινό σχολείο ελληνικών! Δίδαξα επίσης στην κυπριακή κοινότητα παραδοσιακούς χορούς, ελληνικούς – κυπριακούς
για 11 χρόνια, σε εκατοντάδες Ελληνόπουλα και Κυπριόπουλα.

Οι ποιητικές συλλογές του Κώστα είναι στη Κυπριακή διάλεκτο!

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Κάποιες στιγμές  Λευκωσία 2016
Οι στράτες μου  Λευκωσία 2019

Υπό έκδοση 

Του νου μου τα καμώματα εν της ψυσιής μου χρώματα

.

 

.

ΟΙ ΣΤΡΑΤΕΣ ΜΟΥ (2019)

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΤΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ

 

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ

Η στράτα σου μανούλα μου
έν’ πάντα μες στον νουν μου
τζιαι τζιείνες του πατέρα μου,
μες στην ζωήν τανούν μου!

 

ΣΟΥ ΤΟΥ ΧΡΩΣΤΩ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ…

Τζιύρη μου η ψυχούλα σου το Ψυχοσάββατόν σου,
στου Μόρφου δκιατζιηνεύκεται πα’ στο ποδήλατόν σου
έναν γυρόν, μιαν αγκαθκιάν ούλλα να τ’ αγκαλιάσεις,
μες στη γωνιάν τους γείτονες ούλλους να τους χορτάσεις!
Τζι είμαι τζι εγιώ μες στην αυλήν μιτσίν μωρόν ακόμα,
να σε θωρώ να σιαίρουμαι να βκαίνεις πα’ στο δώμαν,
ψηλά να βκάλεις τάχατες στον ουρανόν πετάσιν
για μέναν, να ’χω μιαν ζωήν μόνον οσσιόν τζιαι πνάσην!
Τζιύρη μου, η ψυχούλα σου έν’ μες στον ουρανόν μου
για να πετά πουπανωδκιόν όπως τον άγγελόν μου,
σαν το πετάσιν γίνεσαι, πάνω στα σόζυά σου,
εγιώ, να κρεμμαλλίζουμαι τζιαι να πετώ μιτά σου!

 


ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ 


Αγάπην θέλησα τζι εγιώ να έβρω τι σημαίνει,
στα μάθκια σου μανούλα μου κατάλαβα τι ένι,
στο δειν σου είδα πιο πολλά τζι ένωσα παραπάνω
στην αγκαλιάν σου έμαθα αγάπην να χορτάνω!
Όσα τζι αν κάμω στην ζωήν όσα τζι αν αποκτήσω,
αξίζουν όσον μιαν στιγμήν με σεν να ξαναζήσω,
για να σου πω πως σ’ αγαπώ, να σ’ αγκαλιάσω τζι άλλον,
για όσα σε επίκραναν έναν συγνώμην μιάλον
τζι αν εννά ξαναγεννηθώ άλλην ζωήν να ζήσω,
με σέναν πάλε μάνα μου θέλω να την βαδίσω!
Σήμερα μνημονεύκω σε στον Άην Μάμαν μάνα
τζι αν μεν μπορώ λυπητερά να παίξω την καμπάνα,
εσό ’ ννά ακούεις μάνα μου πο ’ ννά κτυπά η καρκιά μου
ξανά μες στην αγκάλην σου, σαν τζι η δική σου να ’μουν!


ΔΚΥΟ ΛΕΞΕΙΣ


Μες στο δεφτέριν της ζωής δκυο λέξεις ξεχωρίζουν,
το νόημαν της ύπαρξης ούλλων εμάς ορίζουν
τζι όπου ο σπόρος τους βλαστά αθθούσιν τζιαι μυρίζουν!

Λαλούν η μάνα έν’ η μια τζι η άλλη ο «πατέρας»,
η μια έν’ το ξημέρωμα, το φως, μα τζι ο αέρας,
η άλλη έν’ η γλυκασιά τζιαι χρώμαν της ημέρας!

Μανά φωνάζει το μωρόν, μανά φωνάζει ο μιάλος
γέννημαν ήλιου τζιαι ζωής της μάνας μας το κάλλος
την θέσην της εν ημπορεί θεός να πιάσει άλλος!

Πατέρα θα φωνάξουσιν ούλλοι τους άμαν έχουν
ανάγκην τες γλυκάες του, που στην καρκιάν του τρέχουν,
να ’χουν στες δυσκολίες τους ούλλα για να τ’ αντέχουν!

Μες στο δεφτέριν της ζωής δκυο λέξεις ξεχωρίζουν,
το νόημαν της ύπαρξης ούλλων εμάς ορίζουν
τζι όπου ο σπόρος τους βλαστά αθθούσιν τζιαι μυρίζουν!

Λαλούν η μάνα έν’ η μια τζι η άλλη ο «πατέρας»,
η μια έν’ το ξημέρωμα, το φως, μα τζι ο αέρας,
η άλλη έν’ η γλυκασιά τζιαι χρώμαν της ημέρας!

Μανά φωνάζει το μωρόν, μανά φωνάζ’ ο μιάλος
γέννημαν ήλιου τζιαι ζωής της μάνας μας το κάλλος
την θέσην της εν ημπορεί θεός να πιάσει άλλος!

Πατέρα θα φωνάξουσιν ούλλοι τους άμαν έχουν
ανάγκην τες γλυκάες του, που στην καρκιάν του τρέχουν,
νά’ χουν στες δυσκολίες τους ούλλα για να τ’ αντέχουν!



ΠΑΡΑΠΟΝΟΝ


Αν κάμει λάθος ο γονιός ούλλοι τον καταγνώνουν,
παραπονονιούνται τα παιδκιά
πως σημασίαν εν τους δκιά,
μόνα τους μεαλώνουν!

Αμμά’ν έσιει σιειρότερον, λαλώ με παρρησίαν,
παιδίν να μεν ι-νοιάζεται
αν ο γονιός χρειάζεται
δικήν του σημασίαν!

Τζιείνος που σου ’δωκεν ζωήν θέλει με την ψυσιήν του,
πάντα την σημασίαν σου,
μα τζιαι την παρουσίαν σου
μέσα εις την ζωήν του!

Τούτον μου το παράπονον ας το σκεφτούσιν λλίον
παιδκιά που έχουν τους γονιούς
όπως τους παρακατινούς
μες στο γεροκομείον!

Παιδκιά που μεαλώσασιν μ’ αγάπην τζιαι ουσίαν
οφείλουν πάντα να διούν
στους γέρους όσον ημπορούν
πρέπουσαν σημασίαν!



ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

Μόρφου,
οι στράτες σου με τ’ ουρανού
τ ’ αστέρκα εννά σμίξουν,
το φως τους άμαν γρειαστεί
το σπίτιν μο ’ννά δείξουν!



ΜΟΡΦΟΥ ΜΟΥ


Θέλω το κλάμαν που ’καμα σαράντα τόσα γρόνια
να γίνει κλάμαν της χαράς τζιαι να κρατήσ’ αιώνια!
Η πίκρα που ζωγράφιζα μες στην ζωήν που τότες
θέλω να γίνει μουσική με της ελπίδας νότες,
να ξανακτίσω όνειρα για τ’ αύριον πο ’ ννά ’ρτει,
στράτες ν’ ανοίξω να δκιαβώ μες στου μυαλού τον χάρτη,
κοντά σου να με βκάλουσιν, γονατιστός να φτάσω,
στο σπίτιν π’ αναγιώθηκα να γείρω πιον να πνάσω!
Θέλω το κλάμαν που ’καμα, Μόρφου μου, τόσους γρόνους
να γίνει κλάμαν της χαράς, να δκιώξει τούντους πόνους,
που γρόνια πιλατεύκουν με περίτου που σαράντα,
να ’βρει η καρκιά μου νεπαμόν τζιαι η ψυσιή αμάνταν!

 


ΝΑ’ ΜΟΥΝ


Να ’μουν βροσιή να πότιζα Μόρφου τα χώματά σου,
ήλιος να φέγγω να ’ρτουσιν οι ομορφκιές κοντά σου,
χορόν μές στα περβόλια σου μιτά τους για να στήσω
τζι όσους με το παράπονον εφύαν ν’ αναστήσω!
Να ’μουν φεγγάριν πάνω σου να φέγγω, στα στενά σου
να παρπατούν οι χωρκανοί τζι εσού λεύτερη να ’σουν,
να ζήσουν έστω μιαν στιγμήν τα όμορφα τα γρόνια
για να κρατήσει η αγάπη τους για σεν Μόρφου αιώνια!
Να ’μουν αέρας δυνατός Μόρφου μου να σε ζώσω,
όσους πατούν τες στράτες σου ξένους να ξηριζώσω,
που τούτους ό,τι κτίστηκεν εγιώ να το χαλάσω,
τζι άμαν σε δω ελεύθερον Μόρφου μου εννά πνάσω!
Να ’μουν κοντά σου Μόρφου μου ούλλα να τα αλλάξω,
δεντρόν ξερόν τζι αν έμεινα κλώνους εννά πετάξω,
ρίζες βαθκιές να μεν λακτώ, ό,τι τζιαι να μου κάμουν
βροσιή, φεγγάριν, άνεμος τζι ήλιος για σέναν να ’μουν!

 


ΔΚΥΟ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ


Άγιέ μου Μάμα, κάμε μας σήμερον τούντην χάρην,
να βκεις μια βόλταν αν μπορείς πάνω εις το λιοντάριν,
τζιαι να δκιαλλάξεις νακκουρίν γυρόν που το παζάριν,

να δεις τον κόσμον πο ’ ρκεται για να σε προσκυνήσει,
τον πόθον της επιστροφής για να σου μαρτυρήσει,
τζιαι την ελπίδαν πάνω σου με πίστην ν’ ακουμπήσει!

Άγιέ μου Μάμα, να χαρείς, κάμε μου το χαττίριν,
έναν σου θαύμαν ι-μπορεί τον κόσμο ν’ αναγείρει,
τζιαι στην αυλή σου να γενεί ξανά το παναΰριν!

Σήμερον πόν’ η μέρα σου κάμε αλλό ’ναν θαύμαν,
όσοι εφύαν με καμόν αφού εν επροκάμαν,
να ’ρτουσιν για να φέρουσιν στην εκκλησιάν σου τάμαν,

σήμερα πόν’ η μέρα σου με της ψυσιής τ’ αμάθκια,
κάμε να δω μες στα στενά, μέσα στα μονοπάθκια,
στες γειτονιές τζι όπου δικλάς δικά τους νάν’ σημάθκια!


Τζι αν τύχει, Άη Μάμα μου, του γρόνου έτσι μέραν,
να ξαναζωντανέψουμεν του Μόρφου που καρτέραν,
ενν’ αναπνεύσουμεν μαζίν ελεύθερον αέραν!

Τότες τζι εγιώ γονατιστός που μέσα στο παζάριν,
στην εκκλησιάν σου εννά βκω τζι όσον τζιαιρόν μου πάρει,
εννά δοξάζω τον Θεόν τζιαι την δικήν σου χάρην!

 


ΝΑ ΣΕ ΧΟΡΤΑΣΩ


Τόπους πολλούς εγύρισα
στην Κύπρον τζιαι στα ξένα,
μα’ν είδα άλλον όμορφον
Μόρφου μου σαν τζι εσέναν!

Όπου τζι αν πάω πεθυμώ
πάντα την μυρωδκιάν σου,
του κόσμου ούλλου τα καλά,
που σιες μες στην ποδκιάν σου!

Για ’ναν καλόν σου να ’γραφα
θα γέμωνα βιβλία,
σιήλια τραούδκια να σου πω
ακόμα εννά’ν λλία!

Ήσουν τζιαι θα ’σαι μιαν ζωήν
ο λόγος π’ αναπνέω,
για μεν το πρώτον μέλημαν
μα τζιαι το τελευταίον!

Την στράταν δίχα το στραφίν
θέλω πριν να την πιάσω,
στ’ αγκάλια σου να παρπατώ,
ώσπου να σε χορτάσω!

 

ΕΓΙΩ ΣΕ ΚΛΑΙΩ ΓΙΟΚΚΑ ΜΟΥ ( μάνα του 1974 )

Εγιώ σε κλαίω γιόκκα μου μόνον, κανένας άλλος,
γιατί για μέναν ο καμός τζι ο πόνος έν’ μεάλος,
αφού θωρώ συνότζιαιρους με σέν’ τωρά να ζιούσιν
τζιαι δίπλα που τον τάφον σου περνούν μα εν δικλούσιν!
Θωρώ τους τζιείνους που ’χασιν τα μέσα τζιαι τα πλούτη,
ούτε κοντέψαν της φωθκιάς μέ ξέραν που παρούτι ,
σήμερον λοαρκάζουνται οι πρώτοι των αδρώπων
τζι έχουν του κόσμου τον ππαράν, που φαν που τούντον τόπον!
Εγιώ σε κλαίω γιόκκα μου, εγιώ που έχασά σε,
στ’ άνθος της ηλικίας σου ήρωαν έθαψά σε,
μα λείπεις μου τόσον πολλά τζι έν’ μαύρη η ζωή μου,
για μέναν ήσουν η χαρά, μέσα στο γέλιον ήμουν,
ώσπου σε φέραν γιόκκα μου σε μέναν σκοτωμένον
τζι ακόμα πιο σιειρόττερον είπασιν προδομένον,
νείεν καεί τζιείνη στιγμή που σ’ άφηκα τζιαι πήες,
τζειαμαί στην πρώτην την γραμμήν την προδοσίαν είες!
Εγιώ σε κλαίω γιόκκα μου σαράντα τόσους γρόνους
που να ’χουν την κατάραν μου τζιαι να γεμώσουν πόνους,
τζιείνοι που επροδόσασιν τον τόπον τους που κάψαν
ούτε παιδίν με συγγενήν δικόν τους εν εθάψαν!
Τζι αν ο Θεός που πανωδκιόν ακούει τούντο κλάμαν,
ας δώκει έναν έλεος, ας κάμει έναν θαύμαν
τζι όσην ζωήν σου στέρησεν ας πιά’ που την ζωήν μου,
να σμίξεις έστω γιόκκα μου ψυσιή με την ψυσιήν μου!

 

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


Αύγουστον μήναν η χαρά
που έσσω μας εχάθην
τζι η πίκρα του ξεριζωμού
έμελλεν να μας μάθει,
της προσφυγιάς τα βάσανα
να μπουν μες στην ζωήν μας,
να μείνει ο νους μας που ποτζιεί,
ποδά νάν’ το κορμίν μας!
Αύγουστον μοιραστήκασιν
στα δκυο τα όνειρά μας,
έσιει που τότες το κακόν
τούτον καστιορά μας
τζι όπου πατούμεν πας στην γην
βλαστούν δικά μας δάρκα,
γίνουνται φκιόρα προσμονής
μες στου μυαλού τ’ αμπάρκα!
Αύγουστος πάντα θα κρατά
πιο ζωντανές τες μνήμες,
να κλαίουν της ψυχούλλας μας
οι πικραμμένες ρίμες,
ώσπου να γίνει τ’ άδικον
να ξηλειφτεί για πάντα,
άλλους να πνάσει η ψυσιή
τζι εμάς να ’βρει αμάνταν!



ΕΓΙΩ ΦΩΝΑΖΩ


Εγιώ φωνάζω δυνατά
με ούλλην την ψυσιήν μου,
όσον τζι αν είμαι μακριά
πάντα κοντά σου ήμουν,

γιατί ο νους τζι η σκέψη μου
μιτά σου μεαλώνναν
τζι οι στράτες μου ολόισσιες
ποττέ τους εν εκλώνναν,

οι ρίζες μου ποτίζουνται
νερόν που τες πηγές μου
τζιαι σιήλια μίλια μακριά
γιατρεύκουνται οι πληγές μου!

Εγιώ φωνάζω δυνατά
με τον δικόν μου τρόπον,
πως όσον ζιω εννά αγαπώ
περίτου τούντον τόπον,

γιατί ο νους μου τζι η καρκιά
πάνω του έν’ που δρέφουν,
κάθε στιγμήν κάθε λεπτόν,
κοντά του επιστρέφουν

τζειαμαί που ένιωσα χαρές
μα τζιαι την πρώτην λύπην
τα δάρκα μου εν σταματούν,
τόσον πολλά μου λείπει!

Εγιώ φωνάζω δυνατά
πάντα εννά φωνάζω
μνήμες τζιαι συναισθήματα
σ’ ούλλους να δκιαμοιράζω

για να φωνάξετε τζι εσείς
πέρκιμον ακουστούμεν
τζι ανοίξει η στράτα της χαράς
έσσω μας να στραφούμεν!

 



ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ

Η στράτα τούτη βκάλλει με
στ ’ονείρου μου το κάλλος,
της ομορφκιάς απέραντος
τόπος, καμός μεάλος!



ΛΙΒΕΡΑ

Τον κόσμον όταν έπλαθεν ο πλάστης μ’ εποστάθην,
είπεν να πνάσει νακκουρίν έναν λεπτόν τζι εστάθην
στα Λιβερά μας, έπνασεν τζι ύστερις πιον εχάθην!
Τζειαμαί που ξηποστάθηκεν είπεν να κάμει χάρην,
εγέμωσεν τον ουρανόν μ’ άστρα τζι έναν φεγγάριν
την γην με τόσην ομορφκιάν να μεν έσιει ζευκάριν!
Πραγματικά πιο όμορφον εν εξανάδα τόπον,
τα Λιβερά κτιστήκασιν με του Θεού τον κόπον
τζι ομόρφησεν τα πιο πολλά το πάθος των αδρώπων!
Πάντα στον νουν μο ’ ννά ’ρκουνται τες πίκρες μου να φεύκουν,
οι ομορφκιές των Λιβερών μνήμες να πιλατεύκουν,
τα γρόνια πo ’ ζησα τζειαμαί πάντα τζειαμαί πεζεύκουν!

Εννά ’ρκεται στην μνήμην μου
τον πόνον να γλυκάνει,
ο τόπος που αγάπησα
ώστι να ανεφάνει,
τζειαμαί στην άκραν του χωρκού
τ’ όνομαν του Καπλάνη!

 

ΤΟ ΑΣΗΜΙΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ


Στα Λιβερά πάντα ο νους μα τζι η καρκιά μου πάει,
στο λιμνιονίν να δροσιστώ,
με αναμνήσεις να λουστώ,
στες κοσιμιάν του Μάη!

Την μνήμην ακονίζω την ποττές να μεν ξηάσω,
την στράταν που παρπάτησα
σιήλιες φορές, εκράτησα
μες στου μυαλού το δάσος!

Στα Λιβερά πάντα ο νους τον Μάην ταξιδεύκει
τζιαι τα φτερά μου να κοπούν,
τζειαμαί στο σπίτιν του παππού
η θύμηση πεζεύκει!

Στα Λιβερά οι μυρωδκιές έτσι τζιαιρόν ζαλίζουν,
φέρνουν στον νουν μου ομορφκιές
τζιαι οι δικές μου οι παδκιές,
ακόμα ξεχωρίζουν!

Τζιείν’ τ’ ασημίν της θάλασσας τες πρωινές τες ώρες
ήταν σαν να ’τουν το νερόν,
έναν ωραίον όνειρον,
στο ξύπνιον σου που θώρες

Στα Λιβερά πάει ο νους ολόισια στον Φάρον
βουττά μέσα στα τζιύμματα,
λούνεται με ποιήματα
όμορφα τζιαι καλμάρω!

 



ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΕΤΑΡΤΗ

Άμαν πεθάνω μεν έρτεις στον τάφο μου να κλάψεις,
γιά να μου πεις αγάπας με τζιαι μαύρα θα τα βάψεις,
πόσον πολλά με σκέφτεσαι τζιαι πόσον θα σου λείψω,
θά ’τον καλά να τ’ακόυα πριχού για πάντα κρύψω!



ΕΡΩΤΙΚΟΝ

Αν φύω πρώτος ’φήνω σου
ττεμπίσιην να μέν κλάψεις,
τζι ας νώθεις πόνον μέσα σου,
μαύρα να μέν τα βάψεις,
πάνω στο μνήμαν αν μπορείς
«αγάπη μου» να γράψεις!

Μ’ αν φύεις πρώτη έξερε
έθθα σε συγχωρήσω,
γιατί πο ’ ννά ψυχομαχώ
αν δεν σε αντικρίσω,
τον θάνατον μου δκυο φορές
εγιώ εννά τον ζήσω!

Κάλλιον να φύουμεν τζι οι δκυο
να σου κρατώ το σιέριν,
την ώραν που ο θάνατος
εννά’ν δροσιάς αέριν,
πα’ στον δικόν μου ουρανόν
να λάμπεις σαν αστέριν!

 

ΑΝΟΙΞΗΝ


Άνοιξην μες στα μάθκια σου θωρώ τζιαι ποθαυμάζω,
αφού ’σαι φκιόρον σπάνιον μες στης καρκιάς το βάζον!

Άνοιξην νιώθω που φιλώ εσέναν πας στα σιείλη
τζι ανθίζουν ούλλα τα δεντρά γυρόν μου έναν μίλιν!

Άνοιξην ένιωσα προχτές μες στο κρεβάτιν που ’μουν,
τζι ήρτες εκουλλουρώθηκες μιτά μου σαν τζιοιμούμουν!

 


Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ


Αλώπως τούτον το γυαλλίν
όπως τζι αν το κοιτάξω,
έσιει με άχτιν πιο πολλύν,
λαλώ να το πετάξω!

Άλλαξα το πολλές φορές
αμμά’ν το ίδιον πράμαν,
δείγνει μου ψας τζι έχω χαρές
μα φύρνουμαι στο κλάμαν!

Λαλούν με τούτον πως θωρείς
τον νουν τζιαι την ψυσιήν σου,
σπίασε νάκκον αν μπορείς
τι είσαι τζιαι ποιος ήσουν.

Ώσπου εσπίασα καλά
τζι εία μέσα το φως μου
έστω αργά, έστω θολά
να τρεμοσβήνει ομπρός μου!

Είδα ξεκάθαρα τωρά
ποιος που τους δκυό’ ν’ ο ψεύτης
τζι είπα για πρώτην μου φοράν
εγιώ ’μαι, ο καθρέφτης!

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑΝ 1


Μπροστά σου υποκλίνομαι που σεβασμόν τζιαι μόνον
στην δύναμήν σου να γεννάς, ν’ αντέχεις τόσον πόνον,
να είσαι της ζωής πηγή στα βάθη των αιώνων!

Μπροστά σου υποκλίνεται τζι ο πιο σκληρός σατράπης,
γιατί είσαι μάνα του, αρφή, σύντροφος τζιαι προστάτης,
η πιο μεάλη του χαρά τζι αιτία της αγάπης!

Μπροστά σου υποκλίνεται ολόκληρη η πλάση,
γιατί έδωκές της νόημαν, λόγον να σε θαυμάσει,
που γίνηκες ο θεμελιός, της ύπαρξής μας βάση!

 

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΦΙΛΙΑ!


Αν αξιώθης στην ζωήν κάποιες στιγμές ωραίες,
σίουρα θέσην έχουσιν
πρώτην τζιαι την κατέχουσιν,
της νιότης οι παρέες!

Στον νουν σου πάντα φέρνεις τα, έν’ αναμνήσεις πρώτες,
τα χρόνια τα νεανικά
έν’ χρώματα ανοιξιάτικα
τζιαι μελωδίας νότες!

Τότες, εξόν της φτώσιας μας , πλούσιαν παρουσίαν
μες στην ζωήν μας είχασιν
φιλίες που εμείνασιν,
με τάτιν τζιαι ουσίαν!

Φίλοι μου να το ξέρετε ό,τι τζι αν πω έν λλία,
ύμνος αγάπης άδολης,
αντίδοτον πικρής χολής
πάντα έν’ η φιλία!

Φίλοι μου,
κάποιες στιγμές μες στην ζωήν έν φκιόρα που μυρίζουν,
μες στην ψυσιήν σας κλείστε τες,
να μεν χαθούν κρατήστε τες
γιατί πολλά αξίζουν!

Κάτω αν ππέσεις έξερε έθθα βρεθούν καμπόσοι
εξόν που μάνα γηά παιδίν,
μόνον ο φίλος θα σε δει,
πάνω να σε σηκώσει!

Φίλοι μου ,
σας εύχουμαι από καρκιάς γρόνια καλά τζι υγείαν,
τους φίλους να ’σιετε στον νούν
τζιαι η ψυσιή του καθενού
θα νιώθει ευλογίαν!


ΣΤΟ ΑΓΓΟΝΙΝ ΜΟΥ


Θωρώ σε τζι αγαλλίασην νώθω μες στην καρκιάν μου,
ακούω σε τζιαι παίζουσιν οι μουσικές στ’ αφκιά μου,
γιατί είσαι το πιο όμορφον φκιόρον μες στην ποδκιάν μου!
Έφερες μου τζιαι φέρνεις μου πάντα χαράν μεάλην,
μόνον «παππού» να μου λαλείς τζι εν θέλω λέξην άλλην,
με την ψυσιήν μου όσον ζιω θα σ’ αγαπώ καπάλιν!

Χρόνια πολλά τζιαι όμορφα πάνω σου θα κεντήσω,
ούλλους τους στίχους της χαράς για σεν να τραγουδήσω,
με ρούχον της αγάπης μου πλούσια θα σε ντύσω!
Χρόνια πολλά να τα μετράς, μ’ αξίαν σ’ ό,τι κτίζεις
εκτίμησην τζι όι ππαράν πάντα σου να κερτίζεις
τζιαι την ζωήν σου τίμια προπάντων να βαδίζεις!

 


ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙΝ


Δκυο λόγια εννά πω για σέναν το παιδίν μου,
που ’ σουν η πρώτη η χαρά τζιαι θαύμαν στην ζωήν μου
τζι εννά ’σαι πάντα σου στην θέσην της καρκιάς
η δύναμη, πο’ ννά κρατά γερά θεμελιωμένα,
της λογικής τα χρόνια μας τα περασμένα,
μάνα εννά ’σαι της δικής μας ομορφκιάς!

Είσαι το θαύμαν που γεμώνει μας αγάπην,
έσιεις την μέσα σου την πίστην τζι εν εχάθην,
ούτε θαρκούμαι όσον ζιεις εννά χαθεί!
Είσαι το φκιόρον να το κόψεις πο’ ν ημπόρεις,
γιατ’ίέν’ αθθός της μάνας, της αρφής τζιαι κόρης
τζι έτσι εννά μείνει γιατί έθθα μαραθεί!

 

.

ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ (2016)


ΕΝΟΤΗΤΑ 1.
«ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΥΝ, ΨΥΣΙΗΝ ΚΑΡΚΙΑΝ»

Μες στην καρκιάν, ψυσιήν τζιαι νουν πάντα σου πληγωμένος
έσσω σου νά’σαι πρόσφυγας, στον τόπο σο’νας ξένος!


Ο ΤΟΠΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ

Ο πλάστης μου εστόλισεν τον τόπο μου γρουσάφιν,
του παραδείσου μοίρασεν το πιο πασιύν χωράφιν,
εγέμωσέν τον με δεντρά, φκιόρα τζιαι μυρωδκιές,
εσύναξεν πού ’λλην την Γην δαμαί τες ομορφκιές!

Κάποιας Θεάς το όνομαν ομόρφυνέν τον τζι άλλον,
ο κόπος των αδρώπων του έκαμεν τον μεάλον.
Μ’ αγάπην εφυτέψαν τον γυρόν τον τόπον τούτον,
περβόλια, που τους έδωκαν ζωήν καλήν τζιαι πλούτον!

Αγάπησα τον τόπο μου γιατί ανάγιωσέν με,
μιαν μέραν μόνο να στραφώ, Πλάστη μου, ξόρτωσέ με,
να γείρω το κορμάτζιν μου πας στο γλυτζιύν το χώμαν,
να πιει νερόν του κάμπου μας τζιαι το πικρόν μου στόμαν!



ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΨΥΣΙΗ

Τζειαμαί που εγεννήθηκες εσού τζιαι οι γονιοί σου,
στα μέρη που θαφτήκασιν ούλλοι σι πρόγονοί σου,
οι θύμησες της νιότης σου, οι πρώρες οι αγάπες,
που έξερες τζι εξέραν σε οι χωματένιες στράτες,
ο νους σου τρέσιει σα νερόν για να σε ξηδιψάσει,
τζειαμαί που θέλει το κορμίν να γείρει για να πνάσε
Τον τόπον π’ αναγιώθηκες ποττέ σου εν ξηάνεις,
η μυρωδκιά του έν’ μέσα σου μέχρι που να πεθάνεις.
Τον τόπον που σε μιάλυνεν, όσον τζι αν σου στερήσουν,
είσαι ψυσιή μ’ αδούλωτη πον ημπορούν να δήσουν!


ΜΙΑΝ ΣΤΙΓΜΗΝ

Θεέ μου νείεν ημπόρεια, χάρην να σου ζητήσω,
ας έν’ τζιαι μόνον μιαν στιγμήν,
είτε καλήν, για άσσιημην,
μες στην γωνιάν να ζήσω!

Τζειαμαί που αναγιώθηκα τζι είδα το πρώτο φως μου,
που θαύμασα τζι απόρησα,
πρώτην φοράν που γνώρισα,
την ομορφκιάν του κόσμου!

Θεέ μου νείεν ημπόρεια κάτι που ’σέν να κλέψω,
με πλούτη θέλω με λεφτά,
καμπόσα γρόνια θά ’κλεφτα,
πίσω να επιστρέφω,

μες στην γωνιάν, μες στο στενόν καντούνιν πριν πεθάνω.
_ιαν στιγμή ν’ αξιωθώ,
τίποτες άλλον εν ποθώ,
που τούτον παραπάνω!

 

ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟΝ ΜΟΥ ΑΣΜΑΝ

Ψυσιή μου άντεξες πολλά, άντεξε κόμα νάκκον,
πριχού να βκεις τζιαι σύρουν με τζι εμένα μες στον λάκκον,
πέρκιμον ζήσουμεν τζι οι δκυο του γυρισμού το θαύμαν,
να σε γεμώσω με χαράν τζιαι κάμνω ’γιώ το κλάμαν!

Άντεξε λλίον να χαρείς καρκιά μου πέρκι φτάσω,
να κάτσω έστω μιαν στιγμήν έσσω μου για να πνάσω,
γιατ’ εν πολλύν το βάσανον τα γρόνια που σωρόψαν,
ήμουν μιτσής με όνειρα που τα φτερά του κάψαν!

Ας γίνει έτσι στην γωνιάν το τέλος μου να ζήσω,
τζιαι με κομμένα τα φτερά εννά ξαναπετήσω!
Μπορεί τα γρόνια να’ν πολλά νά ’νει μεγάλον χάσμαν
στου Μόρφου όμως εννά πω το κύκνειόν μου άσμαν!

 

ΤΟ ΣΠΙΤΙΝ ΜΟΥ

Το σπίτιν π’ αναγιώθηκα τον νουν πάντα στοισιώνει,
θωρώ το με την σκέψην μου τζι εικόνες με γεμώνει,
όσον τζιαι να το σάζουσιν, μαζί μου μαραζώνει!

Κάθε πλιθθάριν του τζι ευτζιή που τζιείνους που το κτίσαν
με την ψυσιήν τους για πηλόν τζιαι μ’ όνειρα το στήσαν,
τζι εμάς με σιήλια βάσανα τζιει μέσα αναστήσαν!

Μες στα βολίτζια του χωστόν έπαιζα κάθε νύκταν,
στο χωματένιον πάτωμαν έθαβκα κάθε πίκραν,
μες στην αυλήν του ο έρωτας με τ’ άστρα εξενύκταν!

Πάνω στην πόρταν τ’ αρμαρκού πίσω της χαραγμένος,
ένας δεκαπενταύγουστος έμεινεν ξεχασμένος,
για μέναν έν’ η μοίρα μου, στους κλέφτες ένει ξένος!

Το σπίτιν π’ αναγιώθηκα αξίζει με παλάθκια,
Λ ,
γιατ’ έν’ γεμάτον με παθκιές δικές μου τζιαι σημάδκια,
για μέναν έν’ τραντάφυλλον για τζιείνους έν’ αγκάθκια!

 

ΚΑΘΕ ΙΟΥΛΗΣ

Κάθε Ιούλης που περνά, στοιβάζει τζι έναν πόνον,
σαράντα γρόνια έν’ πολλά,
τούτ’ η καρκιά να κουβαλά,
μαράζιν με τον τόνον!

Κάθε Ιούλης πο ’ρκεται, κρούζει τα σωθικά μας,
με όσα επεράσαμεν,
τα γρόνια μας που χάσαμεν,
μακρά που τα χωρκά μας!

Κάθε Ιούλης φέρνει μας εικόνες τζι αναμνήσεις,
έτσι κατακαλότζιαιρα,
πίκραν μας δκιουν απλόσιερα,
τζιαι λόγον να δακρύσεις!

Κάθε Ιούλης τζιαι καρφίν κτυπά πας στον σταυρόν μας,
μ’ αντέξαμεν τζι αντέχουμεν,
γιατί το δίτζιον έχουμεν,
δύναμην στο πλευράν μας!

 


2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 

Αγιέ μου Μάμα κάμε μας σήμερον τούντην χάρην,
να βκεις μια βόλταν αν μπορείς πάνω εις το λιοντάριν,
τζιαι να δκιαλλάξεις νακκουρίν γυρόν που το παζάριν,

α δεις τον κόσμον πο ’ρκεται για να σε προσκυνήσει,
τον πόθον της επιστροφής για να σου μαρτυρήσει,
τζιαι την ελπίδαν πάνω σου με πίστη ν’ακουμπήσει!

Αγιέ μου Μάμα να χαρείς, κάμε μου το χατίριν,
ένα σου θαύμαν η μπορεί τον κόσμον ν’ αναγείρει,
τζιαι στην αυλήν σου να γενεί ξανά το παναΰριν!


ΕΙΝΤΑ ΚΑΛΑ

Είντα καλά να γίνετουν να πάω γρόνια πίσω,
στου Αϊ- Μάμα την αυλήν το πνεύμαν μου ν’αφήσω,
πραγματικήν Ανάστασην, μίαν φοράν να ζήσω!

Είντα καλά να στόλιζαν οι τρεις οι εκκλησιές μας,
ξανά τον Επιτάφιον φκιόρα που τες αυλές μας
τζιαι κρίνα να συνάουσιν που μέσα στες ψυσιές μας!

Είντα καλά να κάμναμεν Πάσχαν μες στην αυλήν Του,
Καλόν Λόγον τζιαι λειτουρκάν για την Ανάστασήν Του,
τζι αντίς τζιερίν καθένας μας ν’ αφταίνει την ψυσιήν του!

Είντα καλά να γίνετουν Λαμπρή στον Αϊ- Μάμαν,
’ αφταίναμεν την λαμπρατζιάν ούλλοι γυρόν αντάμα,
τζι ας έσβηνεν που της χαράς το σιονωτόν το κλάμαν!

 


ΑΓΙΕ ΜΟΥ ΙΛΑΡΙΩΝΑ

Δεν ησυχάζει η ψυσιή, όσα καλά τζιαι να ’σιει,
ώσπου θωρώ τζιείν’ τον οχτρόν πας στου βουνού τη ράσιη
Ο νους μα τζι η καρτούλα μου έσιει σαράντα γρόνια,
που πνάζουν άμα σιεπαστεί τζιείν’ το βουνόν με σιόνια!
Στέκουμαι τζιαι παρακαλώ να φύει που ομπρός μου,
να καθαρίσει το βουνόν ή να χαθεί το φως μου,
να μεν θωρούν τα μάθκια μου τζι έν’ μιάλη τιμωρία,
να προσπαθούν ν’ αλλάξουσιν ούλλην την ιστορία!
Αγιέ μου Ιλαρίωνα είνταλος το σηκώνεις
τούτον το βάρος πάνω σου τζιαι δεν το ξηφορτώνεις;
Άπλωσε την σιερούκλαν σου όπως τζιαι τον Ακρίταν,
να ξαναπλάσεις το Βουνόν όμορφον όπως ήταν!

 


Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Πατέρα, δεν σε έζησα… είπαν μου αγνοείσαι,
ότι μεγάλος ήρωας που ούλλους θεωρείσαι,
τζιαι πως κοντά τζιαι δίπλα μου μίαν ζωή θα είσαι!

Έν’ η αλήθκεια ένιωθα πάντα μου περηφάνια,
τζι άμα σε συναφέρνασιν στον ουρανόν εφτάναν
οι προσευχές νά ’σαι καλά μέχρι τα επουράνια!

Όμως μέσα μου έκρουζα τζι έλιωνα κάθε μέρα,
που ούλλοι τους εκτός που μέν’, εφώναζαν «πατέρα»,
τζι άμα τολμούσα να το πω χάνετουν στον αέρα!

Είχα πληγήν που έστασσεν γρόνια πολλά για σέναν,
κάθε λεπτόν, κάθε στιγμή ήταν για μέναν ξένα,
τζιαι δεν εχάρηκα ποττέ γενέθλια, ουτ’ έναν!

Έννεν καθόλου εύκολον όταν με συναφέρνουν,
ν’ ακούω σαν ναν’ όνομαν «παιδίν τ’ αγνοουμένου»,
να νιώθω πως λυπούνται με, σαν τζι είμαι γιος νιου ξένου!

Μα άντεξα πατέρα μου, γρόνια πολλά περάσαν,
τα μάθκια μου να κλαίουσιν για σέν’ ν εν εξηάσαν,
τζι ήρτεν η ώρα τζι η στιγμή κακά μαντάτα φτάσαν!

Μέσα στην κάσιαν έβαλαν σαράντα τόσους γρόνους,
ζησιείλησεν που δάκρυα, πίκρες, καμούς τζιαι πόνους,
ιζι αγάπην που μου έλειψεν ίσια με σιήλιους τόνους!

Μαζί με σέναν έθαψα ούλλον μου το μαράζι,
τ’ αγνοουμένου ο θάνατος, με την ζωήν ι-μοιάζει,
λύτρωσην τζιαι ανεπαμόν σε όσους ζιουν μοιράζει!

 


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (2)

Μπορεί νά ’νει μαυρόασπρες, μπορεί να’ν μακκωμένες,
απορεί τζιείνες που μείνασιν να’ ν λλίες, μετρημένες,
αλλά τες μνήμες μας κρατούν πάντα ακονισμένες!

Θωρώ τες τζι ονειρεύκουμαι τζιείν’ τα ωραία χρόνια,
πας στο δεντρόν της θύμησης βλαστούσιν τζι άλλα κλώνια,
τζι άμα καρπίσει θα τα ζιω φαίνεσταί μου αιώνια!

Εν’ οι φωτογραφίες σου ούλλες οι αναμνήσεις,
στιγμές για σέναν ιερές, μέσα σου αν τες κλείσεις,
στον τόπον που σ’ανάγιωσεν μπορεί να ξαναζήσεις!

Εν’ οι φωτογραφίες μας, το φως πόν’ν να μας φέξει
έν’ το νερόν της πομονής, καθένας μας ν’ αντέξει,
στον τόπον που γεννήθηκεν να’ν η στερνή του λέξη!



ΕΛΠΙΔΑ

Έχω πολλά ’κόμα να πω, καμπόσα να τσιαττίσω
για το χωρκόν μου π΄ αγαπώ, ώστι να ξεψυσιήσω!

Μα ’χω ελπίδαν στον Θεόν να ζήσω ως την μέραν
πόν’ να στραφώ στον τόπον μου, στο σπίτιν που καρτέραν

για να το βάψω χρώματα των παιδικών μου γρόνων,
με αναμνήσεις τζιαι χαρές, μ’ ονόματα γειτόνων,

για να φυτέψω στην αυλήν της μάνας μου τα φκιόρα,
τζι ας ζήσω τούτες τες στιγμές έστω για μίαν ώρα!

Άμα τελειώσ’ η ώρα μου, γονατιστός θα σιύψω,
να πω αλλό’ ναν τσιαττιστόν τζι ύστερις πιον να κρύψω!

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.
«ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΜΟΥ»

Γέννημα Μόρφου ανάγιωμαν στες στράτες τζιαι στ’αλώνια,
πρόσφυγας δίχα νεπαμόν που πάππον ως αγγόνια!


ΟΜΟΡΦΚΙΕΣ

Τωρά έν’ που κατάλαβα τες ομορφκιές του κόσμου,
που γέρασαν τα μάθκια μου τζι ελλίανεν το φως μου,
τζι εν ι-μπορώ πίσω να δω, μα ούτε τζιαι ομπρός μου!

Τόσον τζιαιρόν εθώρουν τα μα’ ν τζι εξεχώριζά τα,
τζι ας είχα μάθκια αετού, όσον τζι εσπίαζά τα,
τα όμορφα με τ’άσσιημα πάντα εσύγχυζά τα!

Τωρά θωρώ καλλύττερα, με φως που την ψυσιήν μου,
όι ποιος θά ’μαι αύριον ή κάποτε ποιος ήμουν,
ξέρω ποιος είμαι σήμερον τζι έν’ όμορφ’η ζωή μου!

 


ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Μάθε πως κάθε σου στιγμήν που σου τυχεν να ζήσεις
είτε καλήν, γιά άσσιημην, εν ι-μπορείς να σβήσεις,
μεινίσκουν μέσα στο μυαλόν, γίνουνται αναμνήσεις!

Τα γρόνι’ άμα περάσουσιν σε κάποιαν ηλικίαν,
αν κάτσεις ν’ αναλογιστείς ποιαν έχουν σημασίαν,
θα καταλάβεις της ζωής την άχαρην ουσίαν!

Την κάθε μιαν ξεχωριστά στιγμήν ενν’ αθυμάσαι,
άλλες εννάν παρηορκά, γι άλλες εννά λυπάσαι,
μα ούλλες θα σε κάμνουσιν τον Χάρον να φοάσαι!

Οι αναμνήσεις έν’ του νου η τελευταία πράξη,
καθένας όσα πρόλαβεν στον κόσμον να συνάξει,
μόνον ο θάνατος μπορεί που μες στον νουν ν’ αρπάξει!



ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΝ

Που ’μουν μιτσής εγνώρισα τζι εγιώ κάμποσον πόνον
μα τζι αδικίες της ζωής, την πίκραν με τον τόνον,
μ’ ακρώστηκα της μάνας μου να μεν τα βάλω κάτω,
τζι αντίς ποτήριν όφκαιρον θωρώ μισογεμάτο!
Όσον σκληρή τζι αν η ζωή εφάνηκεν μιτά μου,
έχω ελπίδαν, πομονήν τζιαι βλέπω ομπροστά μου!
Φτώσειαν όσοι δεν έζησαν, λλίον να υποφέρουν,
την γλύκαν πο ’σιει η ζωή, με μάθασιν, με ξέρουν,
ούτε ποττέ τους ομορφκιάν στον κόσμον εννά δούσιν,
το γέρημον ποτήριν τους όφκαιρον το θωρούσιν!



ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΖΙΑΙ ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ

Τα λόγια που ’χου νόημαν, παντού όπου τα βρίσκεις
πάνω στου νου την βούφαν σου, καλά να τα φανίσκεις,
για να γινούσινν ύφασμαν χρήσιμον να σε ντύνει,
μες στην ζωήν σου να ρϊάς ποττές εν θα σ’αφήνει!

Τα λόγια που ’χουν νόημαν πάντα να κάμνεις πράξην
με μαστορκάν τζι υπομονήν θα γίνουσιν μετάξιν,
πόν’ δυνατόν τζι αντέχει μας τζι έν’ όμορφον ακόμα,
να’σιει ο κόσμος να φορεί με το δικόν σου χρώμα!

Τα λόγια σου, τα λόγια μου, θα έχουν σημασίαν,
αν με τες πράξεις μας περνούν κάθε δοκιμασίαν,
τζιαι γίνουνται το στόλισμαν τζι η ομορφκιά του κόσμου,
για νά ’σιει την αξίαν του ο λος σου τζιαι ο λος μου!


ΚΑΥΣΩΝΑΣ (ερωτικά τετράστιχα)

Κάμνει τον καύσωναν να φύει,
άμαν της νέψω νά ’ρτει
στ’ αγκάλια της που χώνουμαι,
παντές τζι’ έχουμε Μάρτη!

Περίτου που τον καύσωναν κρούζει με τζιείν’ το δειν της,
με μάθκια θυμωθκιάρικα
σηκώνει τζιείν’ το βρυν της,
τζιαι νεύκει μου πως άδικα καρτέρουν το φιλίν της!

Περίτου που την κόλασην η Λευκωσία γίνην,
δουλεύκουν κλιματιστικά,
μα γιω εγκλιματίστηκα,
σ’ αγκάλια πόν’ καμίνιν!

Για να περάσ’ ο καύσωνας πρέπει να με τραττάρει,
γλυκόν καρύδιν με νερόν,
τζι ένα φιλίν της δροσερόν,
ούλλα θα τα καλμάρει!

Εννά περάσ’ ο καύσωνας μα ’ννά μου μείν’ η κάψα,
τα δκυο της σιείλη να ’ν καλά,
να τα φιλήσω ’ντα ’θελα,
τζι άλλες φωθκιές μου άψα!

Μέσα σε τούντον καύσωναν είδα την τζιαι περπάταν,
τζιαι κατά τζιει που ίσιωνεν,
την γην που κάτω έλιωνεν,
κάθε παθκιάν που πάταν!

 

Η ΜΟΝΑΞΙΑ

Η μοναξιά έν’ άσσιημον παιγνίδιν του θανάτου,
για να σε πάρει εύκολα έρκεται τζιαι τανά του!
Η μοναξιά έν’ πρόωρον σημάδιν του φευκιού σου,
κανένας εν ενοιάζεται, με σημασία δκιου σου!
Η μοναξιά έσιει παιδκιά την πίκραν τζιαι τον πόνον
τζιαι σύμμαχον στο βάσανον τον περιπαίκτη χρόνον!


Η ΑΓΑΠΗ

Η αγάπη έν’ στον ουρανόν το πιο μεάλον άστρον
έν’ της ζωής θεμέλιον
τζιαι της ψυσιής το τέλειον,
της ευτυχίας κάστρον!

Η αγάπη όπου φυτευτεί βλαστά τζιαι μεαλώνει
τζι ένα δεντρόν γινίσκεται
χαρά πάνω του βρίσκεται
γλυκούς καρπούς γεμώνει!

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.
«ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ»

Η απληστία στην ζωήν έν’ παραπάνω βήμαν
μαθαίνει σε εις τα πολλά,
γίνεσαι όμως άθελα,
του Μαμμωνά το θύμαν!



ΕΚΠΟΙΗΣΕΙΣ 2

Πρώτα ήρτεν το κούρεμαν τωρά οι εκποιήσεις,
είνταλος νά ’σιεις όρεξην φτωσιέ μου να γ.. .εννήσεις,
με τόσον άγχος εν μπορείς ούτε να κατουρήσεις!

Αν εκατάλαβες καλά, εκάμαν τα με δόλον,
το σύστημαν εβρώμησεν τζιαι βκάλει έναν ζόλον,
εκάμαν σε τζιαι έσσιυψες για να σου πιαν τον κώλον,

Πριν να σου γίνει η ζημιά, κάμε τζι εσούνι κάτι,
σήκωσε την π,.αντιέρα σου τζιαι κάμε την βαρβάτη,
τζιαι ζέξε τους ούλλους που μιαν να τους ι-βκει τ’ αμμάτι!

 


Η ΜΕΓΓΕΝΗ ΤΗΣ ΤΡΟΙΚΑΣ

Ανάθεμάν τον που γρωστεί τζι από ’σιει να πλερώσει,
που κάτω που το φορτηγόν έβαλαν μας αντρόσιν,
εμείς τρώμεν που πάνω μας τζι άλλοι το κρέας τρώσιν!

Τούντον λαόν εκάμαν τον ύπνος να μεν τον πιάνει,
φαϊν να φάει εν έσιει, ταΐζουν τον ρεπάνι,
για όρεξην, τζι άμα μασά την γλώσσαν να δακκάνει!

Καθούμαστεν όπως τ’ αρνιά που πάσιν στο σφαγείον,
το Γιούρογκρουπ, η Τρόικα, το διεθνές κουρείον
σαν τον κκουλλάν που πάνω μας, επιάν μας το ταμείον,

τζι ούλλους αντζιελοσιάζουν μας με τούντες εκποιήσεις,
στραντζίσαν μας κατά Θεόν με σιήλιες απαιτήσεις,
ούτε μια στάξη έμεινεν φτύμμα για να τους φτύσεις!

Η μέγγενη της Τρόικας σφίγγει μας να μας λύσει,
εννά μας κάμει λάστιχον πριν να μας εκποιήσει,
να σιύβκουμεν για να μπορεί καλά να μας γ….υαλλίσει!

 


Η ΚΡΙΣΗ

Αν έν’ κακόν τζιαι ξόρισ’ το Θεέ μου, τούντην κρίση,
τζιαι κούντα λλίον τον τροχόν της φτώσειας να γυρίσει.

Να μεν πεινούσιν οι μισοί τζι οι άλλοι να πετάσσουν,
κάμε τους ασυχχώμπατους τον ύπνον τους να χάσουν,

να φοηθούσιν νακκουρίν πέρκιμον εν μας κλέφτουν,
γιατί οι αθεόφοοι στον Μαμμωνά πιστεύκουν.

Έχουν μας όπως τα αρνιά, κλωτσούν μας σαν τον φούρπον,
δώσ’ τους που πάνω κάμποσον, φόρτωσ’ τους μ’ έναν κούσπον,

τζιαι πέψε τους στό Μιτσερόν να μάθουν να τσαππίζουν,
ελιές με ξεροκόμματον να τρων, που το αξίζουν.



ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΦΥΓΑΔΕΣ

Να κάμουμεν υπομονήν τζιαι φέτος να αντέξουμεν,
λαλούν μας τούτον το κακόν του γρόνου εννά ρέξουμεν,

πέρκιμον έν’ αλήθκεια τους, να μεν μας περιπαίζουσιν,
τζιαι με τον πόνον του φτωχού ποθκιάντραπα να παίζουσιν!

Απού το ψέμαν το πολλύν εράϊσαν οι τοίσιοι τους,
άλλα εν θα αντέξουμεν ν’ ακούσουμεν, κατύσιη τους!

Αν πάλε μέσα στο φαΐν όπου τους βρίσκω χάννω τους,
να ξέρουν πως οι τοίσιοι τους θα ππέσουν ούλλοι πάνω τους!



ΤΑ ΔΩΡΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΟΥΛΛΟΥΣ ΣΑΣ

Σήμερον θα προσποιηθώ τον Άγιον Βασίλη,
τζιαι δώρα εννά πάρετε που τα δικά του σιείλη!

Το πρώτον τζιαι καλλύττερον δώρον εννά το δώσω,
στον τόπον που μεγάλωσα τζιαι αγαπώ τον τόσο,
θαύμαν ο γρόνος πόν’ να μπει να τον ελευθερώσει,
τ’ άδικα που υπόφερεν να μεν τα ξανανιώσει!

Σε ούλλους τους πολιτικούς θα δώσω έναν πράμαν,
πόν’ να τους κάμει να πονούν για τζιείνα που μας κάμαν,
συνείδησην που εν έχουν… καμπόσες ερινύες,
να παραιτήσουν τες κλεψιές τζιαι τες παρανομίες!

Ελπίδαν τζιαι υπομονήν σε όσους υποφέρουν,
δύναμην να παλέψουσιν για να τα καταφέρουν,
να ’χουσιν πίστην στον Θεόν που τον παρακαλούσιν,
να έχουν την υγείαν τους τζι ούλλα εννά σαστούσιν!

Στους φίλους τζιαι τους συγγενείς τους φέρνω ευκαιρίες,
να κάμουσιν λλιόττερες που πέρσι αμαρτίες,
να μάθουσιν να συγχωρούν τ’ ανθρώπινα τα λάθη,
την ανθρωπιάν να έβρουσιν πο’τζιείνην που εχάθη!

Άφηκα το καλλύττερον, για όσους καρτερούσιν,
κάθε πρωτοχρονιάν εμέναν για να δούσιν,
εννά ’μαι πάντα μέσα τους όποτε με φωνάζουν,
αγάπην όταν μάθουσιν στους άλλους να μοιράζουν!

(Άγιος Βασίλης)

 

.

ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑΤΑ
ΟΙ ΣΤΡΑΤΕΣ ΜΟΥ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ

Δρ Λογοτεχνίας, φιλόλογος-συγγραφέας

Ο Μορφίτης δάσκαλος και ποιητής Κωνσταντίνος Σπυρής, που μας έδωσε το 2016 την πρώτη του ποιητική συλλογή, γραμμένη στη γλώσσα της ντοπιολαλιάς, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κάποιες στιγμές», συνεχίζει την ανοδική ποιητική του πορεία με μια νέα ποιητική κατάθεση, με τον αρκούντως εύγλωττο και περιεκτικό τίτλο «Οι στράτες μου». Οι στράτες μου που δκιάβηκα αγάπην έν ’γεμάτες/, τζι αν είσιεν λλίες άσσιημες, όμορφες έκαμά τες, γράφει στο εξώφυλλο, κάτω από τον τίτλο, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη για το ποιητικό ταξίδι που του επιφυλάσσεται καθώς θα κάνει το σεριάνι στο βιβλίο, στις στράτες όπου βάδισε ο ποιητής και τόσο περίτεχνα αποτυπώνει και αναδεικνύει, με τη δύναμη της έμπνευσης και της γραφίδας του.
Ο Σπυρής, έχοντας στη φαρέτρα του ένα γνήσιο ποιητικό ταλέντο, αλλά και έναν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, που ξεχειλίζει από αγάπη και νοσταλγία για τη Μόρφου, την κατεχόμενη γενέτειρά του, με την οποία τον συνδέουν άρρηκτοι δεσμοί, αναμνήσεις, βιώματα, χαρές και λύπες, πρόσωπα αγαπημένα που έφυγαν πια από ανάμεσά μας και ανεπανάληπτες στιγμές των παιδικών και νεανικών του χρόνων, καταγράφει ποιητικά όλα όσα βίωσε πριν από την τραγωδία της εισβολής και της προσφυγιάς, στη θαλπωρή της οικογενειακής εστίας και στις αγαπημένες γειτονιές της χαράς και της ξεγνοιασιάς, και τα
μεταπλάθει σε στίχους που ταξιδεύουν τον αναγνώστη στις στράτες του ποιητή και στον κόσμο των σκέψεων, των ιδεών, των προβληματισμών και των προσδοκιών του.

Το βιβλίο αρχίζει με ένα εισαγωγικό σημείωμα, που φέρει τον τίτλο της συλλογής «Οι στράτες μου» και αποτελεί μια αυτοβιογραφική καταγραφή και εξομολόγηση για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, τα χρόνια της αθωότητας και της ανεμελιάς, όπως τα έζησε στην αγαπημένη του γενέτειρα, τη Μόρφου. Στο κείμενο αυτό, που είναι γραμμένο σε πεζό λόγο, ο Σπυρής μάς μιλά για τα μαθητικά του χρόνια στο δημοτικό και το γυμνάσιο, για τους δασκάλους και τους καθηγητές του, για τη ζωή της γειτονιάς και τους ανθρώπους της, για τις επιδόσεις του στο σχολείο, στο θέατρο και στον χορό.
Εκφράζει ακόμα την περηφάνια του για τη Μόρφου και για τα σωματεία της, τον Διγενή και την ΑΕΜ, και ολοκληρώνει το εισαγωγικό του σημείωμα με την αναφορά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου, όπου φοίτησε για τρία χρόνια
και σπούδασε δάσκαλος, με πρώτο διορισμό στην Κυπερούντα και στο Λουτρό, όπου υπηρέτησε για τρία χρόνια. Ως εισαγωγή στην ποιητική του συλλογή θα πρέπει επίσης να θεωρηθούν τα δύο μακροσκελή ποιήματα «1974 Πράξη Πρώτη» και «1974 Πράξη Δεύτερη», που παραθέτει στη συνέχεια, όπου καταθέτει ποιητικά όσα τραγικά βίωσε στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής ως έφεδρος στρατιώτης, εκφράζοντας ταυτόχρονα οργή και αγανάκτηση για την προδοσία, και ανείπωτο πόνο και πίκρα για την προσφυγιά και τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες.
Ακολουθούν στη συνέχεια άλλες τέσσερις ενότητες με ποιήματα στα οποία ο λαϊκός ποιητής αποτυπώνει με τον στίχο του, βιώματα, σκέψεις, ιδέες, και προβληματισμούς, με θεματικό επίκεντρο τη γενέτειρά του Μόρφου, τα Λιβερά και τη σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα. Στην πρώτη ενότητα ο λαϊκός ποιητής γράφει ποιήματα για τη μάνα και τον πατέρα του, που έφυγαν με την πίκρα και το παράπονο της προσφυγιάς. Τα ποιήματα αυτά, που είναι κυριολεκτικά βγαλμένα απ’ την ψυχή του, φανερώνουν την απέραντη αγάπη και την εκτίμηση που είχε για τους γονείς του, η μνήμη των οποίων είναι βαθιά χαραγμένη στη σκέψη και στην ψυχή του, όπως γράφει χαρακτηριστικά στο τετράστιχο που προτάσσει στην αρχή της ενότητας: Η στράτα, σου μανούλα μου εν’ πάντα μες στον νουν μου/τζιαι τζείνες του πατέρα μου μες στην ζωήν τανούν μου. Στη δεύτερη ενότητα κυρίαρχο θέμα είναι η γενέτειρά του Μόρφου, για την οποία γράφει όμορφα νοσταλγικά ποιήματα, γεμάτα αγάπη, οργή και πίκρα αλλά και ελπίδα και βεβαιότητα για την επιστροφή. Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει ποιήματα για τα Λιβερά, έναν τόπο ιδιαίτερα αγαπημένο για τον ποιητή, όπου βίωσε ανείπωτες χαρές και εμπειρίες στα παιδικά του χρόνια, τις οποίες αναπολεί νοσταλγικά με τη δύναμη της ποιητικής του έμπνευσης. Ο ποιητής περιγράφει επίσης με ποιητική δεξιοτεχνία, λυρική και νοσταλγική διάθεση τις μοναδικές ομορφιές του τοπίου των Λιβερών και τις εικόνες που γέμιζαν τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, εικόνες που χαράκτη καν ανεξίτηλα στη μνήμη του και ζωντανεύουν ποιητικά μέσα από τους στίχους του.
Η ποιητική συλλογή «Στες στράτες μου» του Κωνσταντίνου Σπυρή ολοκληρώνεται με την τέταρτη ενότητα, που είναι και η μεγαλύτερη. Με προφανή φιλοσοφική διάθεση, ο Σπυρής γράφει ποιήματα για τον έρωτα, για το καταλυτικό πέρασμα του αδυσώπητου χρόνου, για τα γηρατειά, για τη γυναίκα, για τον δάσκαλο, για τη ζωή και για τον άνθρωπο, για τη φιλία, την ελπίδα και το βαθύτερο νόημα της ζωής. Η συλλογή τελειώνει με ένα ποίημα-ύμνο για την Κύπρο και για την Κυπερούντα, όπου έζησε τρία χρόνια ως δάσκαλος.
Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, μέσα από την οποία καταδεικνύεται η εξελικτική πορεία του ποιητή, ο οποίος με ποιητική δεξιοτεχνία, επαρκή γνώση και χρήση της κυπριακής διαλέκτου, προσεγμένη στιχουργική και ευαισθησία, γράφει καινούργια ποιήματα στη γλώσσα της ντοπιολαλιάς, που τέρπουν αλλά και συγκινούν, ταυτόχρονα τον αναγνώστη, ο οποίος, αβίαστα, ταυτίζεται με τον λαϊκό ποιητή, γίνεται συνταξιδιώτης στο ποιητικό του οδοιπορικό και συμμέτοχος στην οργή, την πίκρα και τον αβάστακτο πόνο του της προσφυγιάς και του συνεχιζόμενου εδώ και 45 χρόνια ξεριζωμού από τις πατρογονικές ρίζες. Με την ευχή να είναι καλοτάξιδο το καινούργιο του βιβλίο, συγχαίρω τον Κωνσταντίνο Σπυρή για τη νέα του πιοητική συλλογή «Οι στράτες μου», ευχόμενος επίσης καλή συνέχεια με νέες εμπνεύσεις και ποιητικές καταθέσεις, που εμπλουτίζουν την κυπριακή λαϊκή ποιητική δημιουργία.

.

ΝΙΚΟΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ

Εκπαιδευτικός, λογοτέχνης

Μετά από τόσα χρόνια κατοχής, προσφυγιάς και προσμονής, η ψυχή του Κώστα Σπυρή δεν λύγισε, αλλά δυνατή και περήφανη αναζητά τα παλιά, με τη γενέτειρά του Μόρφου, κομμάτι από τον εαυτό του, να κάθεται βασίλισσα κυρά στον θρόνο της ποίησής του, κυρά και βασίλισσα στους πόθους και στα όνειρά του. Έτσι, η ποίησή του στην ποιητική του συλλογή «ΟΙ ΣΤΡΑΤΕΣ ΜΟΥ», άρρηκτα δεμένη με τις παιδικές του αναμνήσεις, γυροφέρνει τον αναγνώστη σε κάθε γωνιά της κωμόπολης των παιδικών του χρόνων, δίνοντάς του την ευκαιρία να ξαναζήσει τη Μόρφου μέσα από μεστούς σε περιεχόμενο στίχους, να θαυμάσει τη χάρη των απλών ανθρώπων της, να ταυτιστεί με αγαπημένα πρόσωπα του ποιητή και να γίνει κοινωνός του άσβεστου πόθου του για επιστροφή.
Οι στράτες, όχι μόνο του γενέθλιου του χώρου, αλλά και οι στράτες που περπάτησε ο ποιητής στην πολυκύμαντη ζωή του και ο ιδεώδης, σχεδόν ιδανικός, έρωτας του για τον τόπο του και τους ανθρώπους του, δεσπόζουν στην ποίηση του Κώστα Σπυρή, με έναν ανεπαίσθητο, διυλισμένο σπαραγμό ή πάθος. Μια ποίηση που όχι μόνο ανακαλεί εμπειρίες και μνήμες της εποχής πριν από την προσφυγοποίηση του ποιητή, αλλά και εκφράζει τις χαρές και τις λύπες της ζωής, υμνεί τη μάνα, τον πατέρα, τη γυναίκα, τον έρωτα, τη φιλία, τη φύση και οποιοδήποτε άλλο θέμα αγγίζει την ευαίσθητη ψυχή του δημιουργού της. Στίχοι λιτοί, ειλικρινείς, μουσικοί και ενίοτε γνωμικοί, στίχοι περίτεχνοι εκφράζουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις πλούσιες εμπειρίες του ποιητή με αυθορμητισμό και σεμνότητα. Στίχοι διαποτισμένοι με τον αβάστακτο ψυχικό πόνο του ξεριζωμού, που μιλούν κατευθείαν στην ψυχή του αναγνώστη και τον συγκινούν.

.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΛΛΑΣ

Εκπαιδευτικός, λογοτέχνης

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΝΟΣΤΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

Καθώς γυρίζει η σκέψη μου στην φοιτητική μου ζωή στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου στα μακρινά χρόνια της δεκαετίας του 70, φίλοι παλαιοί και συμφοιτητές μού έρχονται έντονα στη μνήμη. Ανάμεσά τους και ο εκ Μόρφου σπουδαστής Κωνσταντίνος Σπυρής με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του: μιαν ευδιάκριτη φινέτσα, μια συμπαθητική και φιλική
προσέγγιση προς όλους, ένας ενθουσιασμός και μια πολλαπλή καλλιτεχνική ροπή συνδυασμένη με χιουμοριστική διάθεση.
Τώρα, μετά από τον όγκο ή το γοργό και αδυσώπητο φτερούγισμα του χρόνου, μετά από τόσες συλλογικές και ατομικές περιπέτειες και ηφαιστειώδεις αλλαγές και ανακατατάξεις, με κέντρο πάντα το καθημαγμένο πρόσωπο της πατρίδας και του λαού μας, συναντιόμαστε πάλι με τον αγαπητό φίλο τόσο αλλαγμένοι και πάντα οι ίδιοι. Συναντιόμαστε καθώς μας καλεί τώρα σε συμπόσιο ποιητικό με πολλά και καταρρακτώδη ποιήματά του, όλα χυμένα στην αθάνατη κυπριακή ντοπιολαλιά. Και το κάλεσμά του είναι πηγαίο, βαθιά ανθρώπινο και δελεαστικό, θα έλεγα, αφού τα ποιήματά του είναι αυθεντικά και τόσο συγκινητικά, βγαλμένα από καθαρή βιωματική πηγή και δοσμένα με γνήσια ποιητική διάθεση.
Ο Κ. Σπυρής, καλός δάσκαλος και ώριμος πια άνθρωπος και ποιητής, μπαίνει
στη χορεία των ποιητών μας με απλές και ολοκληρωμένες φωνές που μας κερδίζουν με τη γνησιότητα του αισθήματος, την αυθορμησία, την καλή τεχνική τους, τη λαϊκή σοφία, το γερό παραδοσιακό και ιδεολογικό τους υπόβαθρο και τα καθαρά μηνύματα.
Μετά τη σκληρή προσφυγιά ο δάσκαλος ποιητής έζησε βίο πολύπλαγχκτο και εν πολλοίς πλάνητα Και τώρα επιστρέφει με τον βαθύ καημό της ψυχής που γίνεται, φυσικώ τω τρόπω, τραγούδι. Και πώς αλλιώς μπορούσε να γίνει μέσα
στη σιδερένια αυτή εποχή, εποχή απρόσωπη και αποξενωτική, με το βάρος του νόστου της κατεχόμενης πατρίδας να τον τυραννεΐ, να τον συνέχει.
Έτσι η σκέψη του ποιητή γυρίζει αδιάλειπτα στην κατεχόμενη ιδιαίτερη πατρίδα του με όσα ιερά και απαράγραπτα αυτή σημαίνει -πρόσωπα, τοπία, εκ κλησιές, γειτονιές και τόσα άλλα. Επιστρέφει με το τραγούδι που βρίσκει τη
φυσική ροή του στην ιστορική ντοπιολαλιά μιας, που αβίαστα τού δίδαξαν οι ποιητικοί του πρόγονοι αλλά και όσοι αφανείς και άγνωστοι φορείς από τον αλησμόνητο κοινωνικό περίγυρο όπως τον προσέλαβε μέσα από τα παιδικά του όνειρα και την παιδική αθωότητα. Κι οι μνήμες αυτές δεν έχουν μαραθεί.
Τις θρέφει και τις ζωντανεύει του πόνου και της αγάπης ιερή βροχή. Κι άπλωσαν ρίζες κι έγιναν κλωνάρια θαλερά για να έρθουνε στις φυλλωσιές τους να λαλήσουν τα εύλαλα πουλιά των στίχων του, πηγαία και λυτρωτικά, με όλο τον φόρτο του πόνου και του νόστου που τους διαρρέει.
Σε ό,τι αφορά τη θεματική της συλλογής, μεγάλο μερτικό παίρνουν τα ποιήματα τα εμπνευσμένα από τον οικογενειακό περίγυρο -μάνα, πατέρας και στενοί συγγενείς. Τι πιο φυσικό αφού τα πρόσωπα αυτά εκπροσωπούν, ή σωστότερα, ενσαρκώνουν την ιδέα και τον ιερό τόπο της πατρίδας και περιφέρονται στη μνήμη με τη σεπτή παρουσία τους πέραν του τόπου και του χρόνου! Δεν λείπουν, βέβαια, και τα ποιήματα για ιστορικούς χώρους όπως και κάποια με φιλοσοφική διάθεση και γνωμολογική χροιά, όπως και κάποια άλλα που διακρίνονται για το σατιρικό τους περιεχόμενο.
Γενικά τα ποιήματα της δεύτερης αυτής σειράς του Κ. Σπυρή αποτελούν ένα θερμό ομίλημα ψυχής που σε σταματά για την ειλικρίνεια και πηγαιότητα του αλλά και για την όχι ευκαταφρόνητη γνώση της ντοπιολαλιάς και τη ρυθμική τάξη και εμμετρότητά του. Δυο μικρά δείγματα

Το γιασεμίν σου άπλωσεν,μάνα μου, τζι εννά φτάσει
στην άκραν του παράδεισου εσέναν ν’αγκαλιάσει
τζιαι μέσα στην ψυχούλλαν σου οι κλώνοι ενν’αθθίσουν,
ουλλη η γη τζι ο ουρανός με σεν εννά μυρίσουν.
………………………………………………………………………………………

Τζιύρη μου,η ψυχούλλα σου το Ψυχοσάββατό σου
στου Μόρφου δκιατζιηνεύκεται πά ’ στο ποδήλατό σου
έναν γυρόν, μιαν αγκαθκιάν ούλα να τ’ αγκαλιάσεις
μες στη γωνιάν τους γείτονες ούλλους να τους χορτάσεις
τζι είμαι τζι εγιώ μες στην αυλήν μιτσίν μωρόν ακόμα
να σε Οωρώ νασιαίρουμαι που βκαίννεις πά ’ στο δώμαν
ψηλά ναβκάλεις τάχατες στον ουρανόν πετάσιν
για μέναν να ’χω μιαν ζωήν μόνον οσσιάν τζαι πνάσην.

Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος είναι σχεδόν αποκλειστικά η στιχουργική μονάδα των ποιημάτων. Κι αυτό είναι φυσικό αφού ο δεκαπεντασύλλαβος αποτελεί τον βασικό και συνήθη στίχο της δημοτικής και λαϊκής ποίησης. Ωστόσο η χρήση και άλλων μέτρων θα πρόσθεταν στα ποιήματα λειτουργώντας ως μια ανάσα και μια ποικιλότητα στη ροή του λόγου.

.


ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

Δικηγόρος (εκ Μόρφου ορμώμενος και τώρα-ως πότε; στη Λεμεσό)

Λεμεσός 18/04/2019.


ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ/ΕΚΔΟΣΗΣ
ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ Κ. ΣΠΥΡΗ

Για ακόμη μια φορά έχω τη τύχη και την ευχαρίστηση να διαβάσω, τώρα τη 2η ποιητική συλλογή του φίλου και συμπολίτη μου Κώστα Σπυρή, γραμμένη και αυτή τη φορά στη δική μας ντοπιολαλιά.
Είναι ομολογουμένως ιδιαίτερη για μένα η τιμή που μου δίδεται να χαιρέτισα) την έκδοση αυτή και ευχάριστη η ευκαιρία να προμελετήσω τα ποιήματα του φίλου μου, τα οποία, όπως και η προηγούμενη του συλλογή, είναι μεστά ανθρωπισμού, συναισθημάτων-που ομολογουμένως σε συμπαρασέρνουν στο τι ο ποιητής θέλει να μεταδώσει – και πλήρη αγάπης προς τον «τόπο που γεννήθηκα κι ας τον κρατούν οι ξένοι…” αλλά και προς τον συνάνθρωπό μας και ιδιαίτερα τους γονείς, τα παιδιά του και το στενό αγαπημένο του συγγενικό περιβάλλον. (Διάβαζε κυρίως τα ποιήματα: «Σου το χρωστώ πατέρα μου” «Αν ήταν”, «Για το 1ο μου παιδίν”, «Για την δεύτερην μου κόρην” και «Για τον γιον μου”).
Ποιήματα που βγαίνουν όχι μόνο νοητικά αλλά και συναισθηματικά από την
ψυχή και την καρδιά του ποιητή και που μεταδίδουν διδάγματα, καθοδήγηση, ελπίδα, απολησμοσύνη και βαθιά γλυκά και κάποτε πικρά συναισθήματα ανθρωπιάς, μισεμού, αναπόλησης και αναμονής «…σαράντα τόσο γρόνια…»
«Να’ μουν φεγγάριν πάνω σου να φέγγω, στα στενά σου…» (βλ.«Μόρφου μου»).
Δεν απουσιάζει όμως και το καθ’ όλα πλέον δικαιολογημένο παράπονο και ο πόθος του ποιητή, και όλων μας, για την άδικη Κατοχή των κατεχόμενων χωριών μας από τους Τούρκους Αττίλες, που ως ένας πνευματικός άνθρωπος ο Κ.Σπυρής, αποτυπώνει πολύ έντεχνα στα ποιήματά του με τον χαρακτηριστικό δικό του περιγραφικό-σαν εικονογράφημα-τρόπο. «Οι πέτρες εγινήκασιν τσιακκίλες να τσακρούσιν, κάθε φοράν που τες πατούν οι ξένοι να πονούσιν… τζιείνοι που τα εκλέψασιν σιγά σιγά σαπίζουν…» (βλ.«Τζειαμαί που εγεννήθηκα»).
Στη νέα του αυτή ποιητική συλλογή ο Κώστας δεν παρέλειψε να παρουσιάσει. μια πράγματι, ολοκληρωμένη δουλειά και δεν παρέλειψε να «πεταχτεί» και λίγο-πολύ στο άλλο χωριό που τον συνδέει ψυχή τε και σώματι, στα Λιβερά που γέμιζαν τον νου του με εικόνες όπως: «στοισιά του δάσους άγρια-και-στη θάλασσαν γοργόνες…» αλλά και να τη διανθίσει με στίχους ερωτικούς, μεστούς από αγνή, άδολη Αγάπη αλλά και που διαλαλεί τον «φόβο» του «Αν φύω πρώτος» και τη στέρηση που ο θάνατος του αγαπημένου μας προσώπου μας προκαλεί «αλλά εγιώ θα σε γυρεύκω…»
Αγαπητέ φίλε Κώστα,-
Για άλλη μια φορά διαβάζοντας τα ποιήματά σου, με έριξες σε βαθιά συναισθηματικά πηγάδια και σε δύσκολα μακριά μονοπάτια. Έπιασα τον εαυτό μου κάθε φορά που τέλειωνα ένα ποίημά σου, σκεφτικό και αρνητικό να ξεφύγει από τις εικόνες και τα συναισθήματα που έβγαιναν από αυτό. Κατάληξα να στηρίζω το κεφάλι μου στο χέρι μου και να σκέφτομαι, να σκέφτομαι…
Απλά, μετά που «ξέφυγα» από τις ποιητικές χειροπέδες σου, πήρα την πέννα και σου γράφω σαν επίλογο στα όσα πιο πάνω σού «καταλογίζω»:- ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ και περιμένουμε και την 3η ποιητική συλλογή σου. Η 2η απλά σε έβαλε να υπογράψεις και να δεσμευτείς ότι θα επανέλθεις, θα συνεχίσεις και θα εμπλουτίσεις ακόμη περισσότερο την πνευματική/ πολιτιστική μας κληρονομιά. Υπέγραψες συμβόλαιο με το κοινό σου και δεσμεύτηκες να μας χαρίσεις και άλλες εικόνες και βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα.
Εμείς αναμένουμε…
Με την άδολη και βαθιά εκτίμηση, την αγάπη και τη φιλία μου αλλά και με ένα
μεγάλο ευχαριστώ που με κατάντησες κοινωνό του έργου σου.

.

.

 

 

 

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.