ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΠΟΥΤΑΧΙΔΗΣ

Ο Δρ. Θεόφιλος Πουταχίδης γεννήθηκε στη Φλώρινα το 1968. Είναι Καθηγητής της Παθολογικής Ανατομικής των Ζώων στο Τμήμα Κτηνιατρικής, της Σχολής Επιστημών Υγείας του Α.Π.Θ. και επιστημονικός συνεργάτης του Division of Comparative Medicine του MIT. Είναι συγγραφέας πολλών πρωτότυπων επιστημονικών εργασιών που έχουν δημοσιευτεί σε έγκριτα διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Από τον Δεκέμβριο του 2015 αρθρογραφεί στη στήλη «Γνώμες» της ηλεκτρονικής εφημερίδας pontos-news.gr.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

-Σαν Παλιόψαθα των Εθνών Εκδόσεις Ινφογνώμων, Αθήνα, 2017
-Φκειάνω μίαν Σημαία Εκδόσεις Ινφογνώμων, Αθήνα, 2018
-Δύναμις Εκδόσεις Αθανασίου Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη, 2019
-Πενήντα και οκτώ Αλεξίκακα άρθρα Εκδόσεις Ινφογνώμων, Αθήνα, 2021
-Εδώδιμο Ειλητάριο, Δώδεκα Κοντάκια του Αγίου Ρωμανού Εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 2022
-Καθαρά πράγματα Εκδόσεις Αθανασίου Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη, 2023
-Ανέκπτωτα Εκδόσεις Ινφογνώμων 2024

.

.

ΑΝΕΚΠΤΩΤΑ (2024)

ΟΙ ΠΕΡΙΧΑΡΑΚΩΜΕΝΟΙ 

Όσοι λίγοι πια έχουν απομείνει επιμένοντας με αυταπάρνηση, ανιδιοτέλεια, ποιότητα κι εντιμότητα στα έργα που κάνουν, περιχαρακώνονται. Τους περιχαρακώνουν τα συστήματα, περιχαρακώνονται κι οι ίδιοι από μόνοι τους. Χτίζουν γύρω τους από έναν καστρότοιχο, για να αμύνονται· για να προστατευτούν από τις κοτρόνες που εξακοντίζουν εναντίον τους οι καταπέλτες της φαυλοηλιθιοκρατίας. Χτίζουν αυτοί, αλλά τους χτίζουν ένα ακόμα ντουβάρι απ’ έξω ολόγυρα οι αχόρταγοι, εγωπαθείς εξουσιαστές και τα τσιράκια τους. Έτσι γίνεται σε μερικές πολιορκίες, όταν ο αμυνόμενος παραδόξως αντέχει. Βαστάς εσύ τα τείχη σου, σου χτίζουνε κι οι εχτροί απ’ ολόγυρα ένα δικό τους και γίνεσαι διπλά περίκλειστος. Έτσι οι πολιορκητές νομίζουν πως νικούν, γιατί λογαριάζουνε τα πράγματα με τον κοσμικό, με τον υλιστικό τους τρόπο. Μα σ’ αυτήν την περίπτωση τα μέτρα και τα σταθμά είν’ αλλιώτικα. Η ελευθερία είναι μέσα από τα τείχη τα διπλά κι η σκλαβιά είναι απ’ έξω. Ο κόσμος νομίζει πως οι έγκλειστοι λυσσάνε από τη δίψα. Μα αυτοί πίνουν από πηγή αστέρευτη και ζωοδόχο. Κινώντας για την πηγή όπου πάνε για να πιουν τ’ αθάνατο νερό, ψέλνουν στο δρόμο εκείνο το ανυπέρβλητο του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού: «δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου τερατουργούμενον, αλλ’ αφθαρσίας πηγήν εκ τάφου ομβρήσαντος Χριστού, εν ω στερεούμεθα».

Οι απ’ έξω οικτίρουν αυτούς τους ελεύθερους πολιορκημένους, γιατί νομίζουνε πως μέσα «τα μάτια η πείνα εμαύρισε» όπως θα το ’γραφε κι ο Σολωμός. Αλλά οι έγκλειστοι έχουνε κάτι μαυροντυμένους αρχιμάγειρες που κάθε πρωί βρίσκουν (ένας Θεός ξέρει πώς) και τους ετοιμάζουν λογιών-λογιών αρτοσκευάσματα. Τ’ απόγευμα πάντα τους ετοιμάζουν υψηλή μαγειρική βασισμένη στα κρεατικά. Κάνουν το σταυρό τους, λοιπόν, οι έγκλειστοι, και καλοτρώνε και δοξάζουν τον Θεό ενθυμούμενοι τον Προφήτη Ηλία, ότι «κόρακες έφερον αυτώ άρτους το πρωί και κρέα το δείλης» (Γ΄ Βασ. 17,6).

Οι έξω λογαριάζονται για ελεύθεροι, αλλά είναι σκλαβωμένοι στα συστήματα. Προσκυνήσανε και φιλήσανε δαχτυλίδια∙ μπήκανε στα κόλπα, αλλά ο δυνάστης τους είναι απάνθρωπος∙ μέσα τους ζουν την κόλαση κι υποφέρουν. Έχουν την ψευδαίσθηση πως επικοινωνούν, αλλά κοινωνία δεν έχουν με κανέναν τελικά. Λυπούνται δήθεν τους έγκλειστους για την απομόνωσή τους, αλλά η δική τους μοναξιά μέσα στις φλυαρίες και τα λόγια τα επιφανειακά και τ’ ανόητα είναι αφόρητη. Μέσα απ’ τα τείχη, όμως, είν’ αλλιώς! Ναι, δεν υπάρχουν πολλοί… Αλλά οι λίγοι και καλοί αρκούν. Μέσα στην ησυχία, μια χούφτα φίλων καρδιακών που επικοινωνούν κι είναι στο ίδιο μήκος κύματος αρκεί. Άλλη πιο πλούσια κοινωνική ζωή απ’ αυτήν υπάρχει;

Και πάλι οι έγκλειστοι νομίζονται για δυστυχείς, καθώς δεν μπορούν να βγουν έξω∙ το κάστρο έχει γίνει γι’ αυτούς σαν το κελί κανενός ερημίτη. Δεν μπορούν να ταξιδέψουν, μήτε να πάνε ταξίδια αναψυχής και τουρισμού. Αλλά οι επιφανειακοί άνθρωποι δεν μπορούν να προσεγγίσουν τη μυστική ελευθερία της κίνησης των απροσκύνητων. Γιατί αυτοί, «είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν» (Β΄ Κορ. 12,2) ταξιδεύουν όπου θελήσουν αυτοστιγμεί. Σε θάλασσες και σε βουνά, σε ερήμους και σε κάμπους, σε πολιτείες και σε αξιοθέατα κάθε λογής πετούν ανεμπόδιστοι. Τα βλέπουν όλα, τα εξερευνούν, τα χαίρονται και τα ψηλαφούν χωρίς τις κοινές ταλαιπωρίες των ταξιδιωτών∙ χωρίς ξενοδοχεία και εισιτήρια, χωρίς στρίμωγμα στις ουρές των επισκεπτών, χωρίς αναμονές.

Οι κακεντρεχείς εχθροί και πολιορκητές, βέβαια, και σ’ ένα ακόμα πράγμα εξαντλούν την χαιρεκακία και το φθόνο τους. Επιχαίρουν, γιατί νομίζουν πως πνίγουν κι αποσιωπούν το λόγο των περιχαρακωμένων. Ότι ο κόσμος δεν πρέπει να ακούει τις αντρείες κραυγές της ελευθερίας, τον έμπλεο πνευματικότητας και συγκινητικό λόγο και τους θούριους, μην και ξεσηκωθεί. Αφήνουν να κυκλοφορεί ανεμπόδιστος ένας κάποιος χαμηλής ποιότητας λόγος αντιπολιτευτικός στην τυραννίδα που έχουν εγκαθιδρύσει. Κι αυτό το κάνουν επίτηδες. Πρόκειται για έναν θόρυβο από λόγο στεγνό, ξύλινο, αδύνατο και προβληματικό. Αναμασήματα που αφήνουν τον κόσμο ασυγκίνητο. Κι από την άλλη είναι ο δικός τους λόγος. Εξουσιαστικός, παρελκυστικός, γεμάτος φαιδρές σοφιστείες ανακατεμένες με στείρες αγαπολογίες και προσκλήσεις σε ειρηνικούς δήθεν συμβιβασμούς. Γιομάτος από το δηλητήριο του σχετικισμού, του εφησυχασμού, του υλισμού, του ψευδοφανούς πραγματισμού και του σκοταδιστικού τους διαφωτισμού.

Νομίζουν έτσι πως ο λόγος των εγκλείστων πνίγεται, χάνεται∙ ελπίζουν πως αυτοί έτσι θα πάψουν να τον αρθρώνουν. Πού θα πάει; Κάποια στιγμή θ’ αποκαρδιωθούν, σκέφτονται. Μα οι περιθωριοποιημένοι κι εξόριστοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα δεν απογοητεύονται. Ξέρουν πως αυτά τα πράγματα δεν μετριούνται στο πόσοι ακούν, πόσοι διαβάζουν έναν λόγο, αλλά στο πόσοι τον κοινωνούν και δακρύζουν, ανατριχιάζουν, υψηλοφρονούν. Με το ένα δάκρυ ενός ανθρώπου κερδίζεται η περίεργη αυτή αναμέτρηση που για τους έξω είν’ ανταγωνισμός κι επίδειξη, αλλά γι’ αυτούς χρέος και δωρεά από το περίσσευμα της καρδιάς τους.

Οι μαρμαρωμένοι βασιλιάδες μέσα στα πέτρινα διπλοτειχισμένα ζωηφόρα κενοτάφιά τους «έχουν το νου τους στον Άδη και δεν απελπίζονται», σύμφωνα με την οδηγία που έδωσε ο ίδιος ο Κύριος στον Άγιο Σιλουανό των Αθωνίτη. «Εκ του στόματος» αυτών «ρομφαία δίστομος οξεία εκπορευομένη» (Αποκ. 1,16) ξεθηκαρώνει λίγο-λίγο. Και ξέρετε κάτι; Αυτό δεν μπορείτε να το αποτρέψετε!

ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΠΟΤΕ ΑΡΧΟΝΤΙΑ

Μέσα από την ποικιλία του ψηφιακού αρχείου της ΕΡΤ μπορεί ν’ αλιεύσει κανείς πολύτιμα μαργαριτάρια. Ένα τέτοιο είναι το επεισόδιο με τίτλο «Μνήμη Φώτη Κόντογλου» από την υπέροχη σειρά εκπομπών ονόματι «Παρασκήνιο». Το αφιέρωμα αυτό στον σπουδαίο ζωγράφο, αγιογράφο και λογοτέχνη μας προβλήθηκε για πρώτη φορά στη δημόσια τηλεόραση τον Απρίλιο του 1982. Αρκετοί της ηλικίας μου και οι μεγαλύτεροί μας θα θυμούνται με νοσταλγία τον πνευματικό πλούτο εκπομπών όπως το «Παρασκήνιο» ή το «Μονόγραμμα». Τα νέα παιδιά, όμως, αμφιβάλω αν έχουν ιδέα. Όσα απ’ αυτά είναι ξύπνια και κρατούν μυαλό καθαρό, ας βουτήξουν σ’ αυτά τα ψηφιακά αρχεία για να βρουν θησαυρούς. Δυστυχώς, πολλά παιδιά δεν τολμούν να βγουν από την παραζάλη τους και να πάνε βαθύτερα, αλλά μένουν να πλατσουρίζουν στα ρηχά και δηλητηριασμένα ή –στην καλύτερη περίπτωση– θολά νερά των σύγχρονων τηλεοπτικών θεαμάτων. Σ’ αυτά τα παιδιά έχω να πω πως καλά θα είναι να το πάρουν απόφαση και ν’ αποδράσουν. Να πάνε κόντρα στο ρεύμα και στις τεχνουργημένες μόδες. Να παραμερίσουν πια το φτηνό, το μέτριο και το ψεύτικο∙ ας σκάψουν μόνα τους να βρουν το αυθεντικό και το βαρύτιμο. Στην εποχή μας, λυπάμαι που το λέω, απαιτείται απ’ τα παιδιά αυτενέργεια και κίνηση προς τον πολύτιμο λόγο. Όσοι νομίζουν πως κάτι τέτοιο είν’ εύκολο, γελιούνται∙ ότι κάθε κίνηση προς την ελευθερία θέλει κόπο, χρόνο, αρετή και τόλμη.

Κινούμενος, όμως, προς αυτή την κατεύθυνση, όποιος νεαρός ή και μεγαλύτερος στην ηλικία παρακολουθήσει την εκπομπή που προτείνω, θα δει τι λένε για τον κυρ-Φώτη η μονάκριβη κόρη του Δέσποινα και ο γαμπρός του Γιάννης Μαρτίνος. Θα δει δυο μεγάλους λογοτέχνες μας, τον Στρατή Δούκα και την Έλλη Αλεξίου, σε μεγάλη πια ηλικία να διηγούνται, να εξιστορούν – Θεέ μου, τι τύχη! Θα δει τι έχουν να πουν ο θρυλικός εκδότης των εκδόσεων «Αστήρ» Αλέξανδρος Παπαδημητρίου, αλλά και ο εμβριθής καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Ζίας. Αξίζει να σταθούμε σ’ αυτά που διηγείται η Έλλη Αλεξίου:

Μια μέρα του 1922, λέει, μπήκε ο Πρωτοπάτσης στο σπίτι κρατώντας ένα βιβλίο. Εννοεί, βέβαια, τον Αντώνη Πρωτοπάτση (Μυτιλήνη, 1897 – Αθήνα, 1947) που έκανε μεγάλη καριέρα ως γελοιογράφος, εικαστικός και λογοτέχνης σε Μυτιλήνη, Παρίσι και Αθήνα. Η συντροφιά που ήταν συναγμένη στο σπίτι ήταν αμιγώς λογοτεχνική. Απαρτιζόταν φυσικά από την Αλεξίου και τον σύζυγό της Βάσο Δασκαλάκη, την αδερφή της Έλλης και σύζυγο του Καζαντζάκη Γαλάτεια, και τον Μάρκο Αυγέρη. Το βιβλίο που κράδαινε στο χέρι του ενθουσιωδώς ο επισκέπτης ήταν το περίφημο Πέδρο Καζάς του Κόντογλου. Το βιβλίο το είχε εκδώσει ο Στρατής Δούκας στο τυπογραφείο του Αιολικού Αστέρα στο Αϊβαλί, το 1920.

Οι ύμνοι του Πρωτοπάτση για το έργο του Κόντογλου κέντρισαν το ενδιαφέρον της παρέας. Κάθισαν και τον άκουσαν να τους το διαβάζει από την αρχή μέχρι το τέλος εκείνο το βράδυ κι έμειναν εντυπωσιασμένοι. Ένιωσαν όλοι πως πρόκειται για ένα βιβλίο-σταθμό στα ελληνική λογοτεχνία. Λυπήθηκαν που ένας τέτοιος καλλιτέχνης βρίσκεται πρόσφυγας στη Μυτιλήνη υποφέροντας στη φτώχεια και την αφάνεια. Πρόλαβε και πέρασε με τη βάρκα του ο κυρ-Φώτης από την πατρίδα του το Αϊβαλί απέναντι στη Λέσβο, για να γλιτώσει από τις θηριωδίες και το μαχαίρι των Τούρκων. Δεν τον γνώριζαν προσωπικά, δεν ήξεραν τίποτε από το ταλέντο του στη ζωγραφική∙ δεν είχαν ιδέα αν ήταν άνθρωπος κοινωνικός ή μονόχνοτος, αν ήταν ευχάριστος ή στριφνός, καλόβολος ή στραβόξυλο. Από ένα κείμενό του αποφάσισαν να τον φέρουν στην Αθήνα και να του βρουν δουλειά στις εκδόσεις του Ελευθερουδάκη. Έτσι κι έγινε. Τον πρώτο καιρό, μάλιστα, τον φιλοξένησε στην Αθήνα το ζεύγος Δασκαλάκη-Αλεξίου παρά την οικονομική τους δυσχέρεια. Δυο δωμάτια είχαν όλα κι όλα, μια κρεβατοκάμαρα και μια τραπεζαρία. Τον έβαλαν να κοιμάται στην τραπεζαρία.

Όλα αυτά έγιναν από ένα κείμενό του που διάβασαν μια βραδιά. «Δηλαδή», λέει επί λέξει η σπουδαία Έλλη Αλεξίου, «η αφορμή του ερχομού του ήταν η αξία του». Από αυτή την αξία του πλούτισαν τα επόμενα χρόνια τα ελληνικά γράμματα κι οι τέχνες. Ωφελούνται, συγκινούνται και διαπαιδαγωγούνται γενιές και γενιές. Θαυμάζουμε τους πίνακες και τις τοιχογραφίες του, ρουφάμε τα κείμενά του, προσκυνάμε τις αγιογραφίες που ιστόρησε το ευλογημένο χέρι του αποδίδοντας την τιμή στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Πόσοι, λοιπόν, και πόσο ωφελήθηκαν από την υψηλοφροσύνη και την αρχοντιά αυτής της λογοτεχνικής παρέας και την απόφαση που πήρε εκείνο το βράδυ;

Φιλότιμο, ούτε ίχνος φθόνου. Δύναμη κι ευγένεια ψυχής, πουθενά ανασφάλεια. Μεγαλοψυχία, ούτε δείγμα μικροπρέπειας. Όταν ανιδιοτελώς αναγνωρίζεις, παραδέχεσαι και προβάλλεις την αξία του άλλου, περιβάλλεσαι κι ο ίδιος σου από αίγλη. Κανείς δεν είδε εκείνο το βράδυ τον Κόντογλου ως ανταγωνιστή. Δεν φοβήθηκαν πως θα τους κλέψει τη δόξα, το κοινό, τη θέση, την εξουσία. Κανείς δεν συγκρίθηκε μαζί του. Δεν φούντωσαν τα συμπλέγματα της ψυχής κανενός, και κανένα νοσηρό εγώ δεν τρώθηκε. Τέτοια πνευματικά αναστήματα, τέτοια μαργαριτάρια αναζητήστε λοιπόν παιδιά μου. Στο βυθό όμως να ψάξετε. Γιατί στον αφρό, οπωσδήποτε, δεν θα τα βρείτε…

Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ

Αναφέρομαι μερικές φορές στα γραπτά μου στον μαρμαρωμένο βασιλιά. Πιστεύω ότι ο Τριαδικός μας Θεός τον διατηρεί εν ύπνω με θαυματουργικό τρόπο, όπως διατήρησε τα επτά παιδιά κάποτε στην Έφεσο. Ο Μαξιμιλιανός, ο Εξακουστωδιανός, ο Ιάμβλιχος, ο Μαρτινιανός, ο Διονύσιος, ο Αντωνίνος κι ο Κωνσταντίνος κρύφτηκαν μαζί σε μια σπηλιά, για να γλιτώσουν από τα βασανιστήρια και το θάνατο κατά το διωγμό που εξαπέλυσε εναντίον των χριστιανών ο απάνθρωπος Ρωμαίος αυτοκράτορας Δέκιος. Κοιμήθηκαν και ξύπνησαν καμιά διακοσαριά χρόνια μετά, με αυτοκράτορα Κωνσταντινουπολίτη∙ ήταν ο Θεοδόσιος ο δεύτερος, ο επιλεγόμενος και νεότερος ή καλλιγράφος. Κάπως έτσι φαντάζομαι θα έχουν τα πράγματα και στην περίπτωση του μαρμαρωμένου.

Πάντως, όταν αναφέρομαι σ’ αυτόν το θρύλο, το κάνω με ψυχολογία ναυαγού. Νιώθω ότι γράφω ένα μήνυμα που το βάζω σε μπουκάλι, το οποίο αφήνω στη θάλασσα ελπίζοντας πως κάποιος θα το βρει για να το αφήσει δίπλα του, εκεί που κοιμάται. «Ξύπνησες; Έλα αμέσως! Βιάσου, μην αργείς!». Με όλα αυτά που βλέπω γύρω μου και με την όλη παρακμή και το γενικό ξεχαρβάλωμα, μοιάζω με ναυαγός στην απογοήτευση, στην αποκαρδίωση και στην απελπισία τη μαύρη∙ παλεύω με τα κύματα, θαλασσοδέρνομαι. Τον βλέπω σαν τον καπετάνιο του καραβιού που έρχεται να μας σώσει.

Δεν με πειράζει που κάποιοι με οικτίρουν και λένε: «κοίτα να δεις, επιστήμονας πράγμα και πιστεύει στις λαϊκές δοξασίες… Κρίμα…». Γιατί, αν μερικοί καλοπροαίρετοι έρθουν να με ρωτήσουν επί του θέματος, θα μου δώσουν μια καλή ευκαιρία να τους εξηγήσω, όχι βέβαια πράγματα σχετικά με τον μαρμαρωμένο βασιλιά, αλλά το τι θα πει πραγματικά επιστήμη κι έρευνα.

Για τον μαρμαρωμένο τι να τους πω; Δεν τα ψάχνω σχολαστικά τα πράγματα. Πού γράφει τι και τα παρόμοια. Δεν θέλω να ξεψαχνίζω τις προφητείες λέξη προς λέξη και να προσπαθώ να πιθανολογήσω πώς τον λένε, ποιος είναι και το πού μπορεί να είναι η κρύπτη του. Ακόμα περισσότερο το πότε θα ξυπνήσει, κι αν πράγματι πλησιάζει ο καιρός γι’ αυτό. Εμένα μου αρκεί η πίστη πως μια μέρα θα σηκωθεί, για να δοξαστεί ο Τριαδικός μας Θεός. Επίσης, για να επανέλθει ο ελληνισμός στην ευλογημένη αποστολή του που είναι η διάδοση του αυθεντικού μηνύματος της σωτηρίας και της Ανάστασης του Σωτήρα Χριστού. Ότι είναι κρίμα να ξέρεις ποιο είναι το μεγαλύτερο καλό που μπορεί να δει ο άνθρωπος και να μην το μοιράζεσαι με τους άλλους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Η πίστη, λοιπόν, μου αρκεί∙ καταπώς το λέει ο χριστοφόρος και χριστοειδής Απόστολος Παύλος: «Έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. 11,1).

Βέβαια, άλλοι δεν με οικτίρουν απλώς, αλλά με κατηγορούν για εθνικιστή. Αυτοί είναι αδαείς και επιπόλαιοι που δεν μπαίνουν σ’ ένα κάποιο βάθος για να δουν την προαίρεσή μου. Αντιδρούν απλώς στις λέξεις ως ακούσματα, όπως αντιδρούσαν τα σκυλιά του Παβλόφ στο κουδούνι και τους έτρεχαν τα σάλια. Ακούνε «βασιλιάς» και φρουμάζουν, γιατί τους έρχονται στο μυαλό οι βασιλόφρονες και το «ψωμί κι ελιά και Κώτσο βασιλιά»! Ή οι μεγαλοϊδεατισμοί και οι πολέμαρχοι που θα κινήσουν πόλεμο για κατακτήσουν τον κόσμο. Εκεί κάπου μπλοκάρει το μυαλό τους και πάει περίπατο η λογική… Εμένα, ωστόσο, δεν με αφορούν αυτά τα πράγματα.

Αντίθετα, μ’ ενθουσιάζει το γεγονός ότι, κατά το θρύλο, ένας ευλογημένος άνθρωπος του Θεού κι έμπειρος κυβερνήτης θα ξυπνήσει για βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, και θα υπηρετήσει τον απλό άνθρωπο και την πατρίδα ταπεινά στο πλαίσιο μιας κανονικής, κατ’ ουσίαν δημοκρατίας. Εθνικισμός είναι να ονειρεύομαι πως θα πάψει να πεθαίνει, να υποφέρει, να βασανίζεται και να εμπαίζεται αναίτια ο κοσμάκης, εξαιτίας της ανεπάρκειας του καθεστώτος της κομματικής φαυλοηλιθιοκρατίας;

Άλλοι πάλι λένε πως οι αναφορές μου στον συγκεκριμένο θρύλο δηλώνουν εθνολογικό συντηρητισμό. Αυτούς, ενώ μπορεί να διαφωνούμε ιδεολογικά, θέλω να τους σφίξω το χέρι! Γιατί δείχνουν πως δεν είναι αγράμματοι, όπως οι άλλοι που μιλούν για εθνικισμούς, αλλά ώριμοι και καλοπροαίρετοι επιστήμονες. Βλέπετε πόσο ωραία κι επιστημονικά το θέτουν; Χαίρεται κανείς να συζητά με τέτοιους ανθρώπους, ακόμα κι αν διαφωνεί. Μου δίνουν έτσι την ευκαιρία να υπενθυμίσω σε όλους πως η συντήρηση και η πρόοδος, ως έννοιες (και όχι ως λέξεις-ήχοι προς εκδήλωση εξαρτημένων αντανακλαστικών), μπορεί να έχουν καλή η κακή σημασία, ανάλογα με την περίπτωση. Για παράδειγμα, η έννοια της συντήρησης είναι θετική στην πρόταση «το τυρί πρέπει να μπει στη συντήρηση, για να μην χαλάσει». Αντίθετα, η έννοια της προόδου αρνητική στην πρόταση «ο καρκίνος εξαπλώνεται προοδευτικά».

Η ελπίδα της θεϊκής επέμβασης με την έγερση του μαρμαρωμένου βασιλιά δεν με κάνει παθητικό ως πολίτη. Ενώ η λογική μου μου λέει πως με τις ευλογίες της πλειοψηφίας των Ελλήνων ψηφοφόρων (κι όχι βέβαια τις δικές μου) την έχουμε κάτσει τη βάρκα για τα καλά, εγώ συνεχίζω να κάνω το καλύτερο που μπορώ. Όχι μόνο γιατί έτσι πρέπει, αλλά κι από φιλότιμο. Φιλότιμα ας περισώσουμε ότι μπορούμε. Για να βρει και κάτι όρθιο στην πατρίδα ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, όταν ξυπνήσει.

ΚΟΣΚΙΝΙΣΜΑ 

Τις μέρες αυτές γυρίζει στο μυαλό μου η φράση που είπε ο Κύριος στον Απόστολο Πέτρο κατά τον Μυστικό Δείπνο: «ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς του σινιάσαι ως τον σίτον» (Λουκ. 22,31). Σινιάζω πάει να πει κοσκινίζω. Το κοσκίνισμα υπονοεί έναν πιο δυνατό πειρασμό, μια πιο δεινή δοκιμασία από τις συνηθισμένες, μ’ αυτές τις νευρικές και βίαιες κινήσεις. Τίναγμα πέρα-δώθε· και πότε-πότε μια κοφτή προς τα πάνω. Αναταράζονται του σιταριού οι σπόροι, αναδεύονται, χοροπηδούν και τρίβονται στο συρμάτινο πλέγμα. Κι αυτός ο ήχος της τριβής…

Φορέσαμε από μια ψεύτικη κορόνα ο καθένας και περνιόμασταν για πριγκηπέσσες και πριγκιπόπουλα. Ήρθε κι ένας ιός της οικογένειας «κορόνα» «του σινιάσαι» ημάς όπως το στάρι.

Κοσκίνισμα. Μου κόβεται η ανάσα σαν το σκέφτομαι… Κόβει την ανάσα αυτό το διαβολόσπερμα. Σαρακοστή, πορεία προς τα Θεία Πάθη, και οι καμπύλες στα διαγράμματα των επιδημιολόγων ανεβαίνουν, για να ζωγραφιστεί στο τέλος κάτι σαν λόφος. Γολγοθάς. Μνήμη θανάτου κι άλλα ζητήματα υπαρξιακά· και φόβος. «Eάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. 17,20). Έρημοι δρόμοι, δεν κυκλοφορεί τίποτα· τα βουνά στα πέρα μέρη, όμως, κόβουν βόλτες… Ευτυχώς υπάρχουν Άγιοι, πάντα υπάρχουν οι Άγιοι που ’χουν μέσα τους του σιναπιού το σπόρο. Σαν φτάσει η πίστη και γίνει τόση, τότε είναι που την λες κι εμπιστοσύνη στον Θεό.

«Τοιούτος ο ανθρώπινος εγωισμός· δεν ανέχεται να θεωρεί εαυτόν ταπεινούμενον· αποστέργει να παραδεχθή, ότι τα πάντα δεν τίθενται επί της πλάστιγγος της ιδίας τρυτάνης, και ότι τα αυτά σταθμά δεν είναι κατάλληλα προς στάθμισιν των φυσικών και υπερφυσικών πραγμάτων· φρονεί, ότι περί όλων δέδοται αυτώ δογματίζειν και περί όλων αποφαίνεσθαι· εν τω δικαίω αυτού αρνείται την θαυματουργόν της πίστεως δύναμιν, αποφαίνεται δε ως από τρίποδος, ότι τα θαύματα είναι φυσικώς αδύνατα· διότι το θαύμα λαμβάνον χώρα ανατρέπει τους νόμους της φύσεως».1

Φραστ-φραστ! Φραστ-φρουστ! Φεύγουν τα πίτυρα, τα παίρνει ο αέρας. Βγαίνουν στον αέρα κατά πλειοψηφία, κατ’ επιλογήν. Δημοσίως περιδινούνται με δηλώσεις· βλάσφημα λόγια, έπεα πτερόεντα. «Ευθύς δε τούτων ακούσας ο διάβολος ήσθη και χαίρων έφη τοις αυτού· “Ευφράνθην, ω φίλοι. Ότι τοις εμοίς με εστηρίξατε…”».2 Πέφτουν οι μάσκες. Πίτυρα λογιώ-λογιώ, μικρούτσικα, μικρά ή λίγο μεγαλύτερα. Πέρασαν από το πλέγμα, κάπως πέρασαν –πάντως πέρασαν– και τώρα αιωρούνται.

Αλλά υπάρχουν ευτυχώς οι καρποί που μένουν εδραίοι. Καθαρά λόγια κι άφθορα. «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως» που γράφει κι ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Γι’ αυτούς, δοξάζουμε τον Θεό και λέμε: «Ω μακάριαι γλώσσαι, όσαι την ιεράν εκείνην αφήκαν φωνήν, ην αήρ μεν δεξάμενος ηγιάσθη, άγγελοι δε ακούσαντες επεκρότησαν· διάβολος δε μετά δαιμόνων ετραυματίσθη· Κύριος δε εν ουρανοίς απεγράψατο».3

Ω καρπέ του σίτου κεκαθαρμένε! Μίλησέ μας! Τι ποθείς; «Σιτάρι είμαι του Θεού και θα αλεστώ στα δόντια των θηρίων, για να βρεθώ άρτος καθαρός του Χριστού» (Ιγνατίου Θεοφόρου, Επιστολή προς Ρωμαίους).4 «Στον Θεοφόρο Ιγνάτιο υπάρχει ένα ανθρώπινο άνθισμα. Δεν τον αγγίζει η απελπισία. Ζει εκτός της τραγωδίας του ανθρώπινου γένους. Μια ορμή ακατανίκητη τον συνεπαίρνει, πέρα απ’ ότι μπορεί να προσεγγίσει η διάνοια. Επίκειται η ουράνια λύτρωση. Τα φτερά για να βγούμε απ’ την κοιλάδα αυτή του αίματος, είναι η μνήμη του θανάτου και η απόγνωση που γεννιέται απ’ την απομάκρυνσή μας απ’ τον Θεό».4

«Τα φτερά για να βγούμε…». Να βγούμε στα μπαλκόνια και να τραγουδάμε σάμπως κάνουν οι Ιταλοί. Όχι άσματα του συρμού, αλλά άσματα βουτηγμένα στην ανδρεία της ελληνικής ψυχής και παράδοσης. Άσματα μνήμης θανάτου, προγεύσεις ζωής αιωνίου. «Χτυπώ νεκροί κι ανοίχτε μου, να μπω για να σκουπίσω. Να μπω για να σκουπίσω, τον τόπο τον παντοτινό όπου θα κατοικήσω». Νά ποια είναι ποίηση αθάνατη! Νά ποια είναι αυθεντική θεολογία! Φύγετε απ’ εδώ ρε πίτυρα! Περνάει ο Στράτος ο Παγιουμτζής με τ’ αναστάσιμα μπουζούκια του Βαμβακάρη και του Περιστέρη.

Ναι… και τις μετακινήσεις μας θα περιορίσουμε στο ελάχιστο. Και μέσα θα κλειστούμε. Και τα χέρια μας να τα πλένουμε συνέχεια και να τα έχουμε σαν ξένα κι όχι δικά μας μέχρι που θα τ’ απολυμάνουμε. Και αποστάσεις αναμεταξύ μας ας κρατήσουμε. Τους ευπαθείς ας τους προφυλάξουμε. Και σ’ όσα διατάζει η πολιτεία θα πειθαρχήσουμε. Ανθρωπίνως θα κάνουμε ό,τι μπορούμε, μ’ επιμέλεια κι εξαντλητικά. Αλλά να θυμόμαστε ότι μέχρις ένα σημείο φτάνουν τ’ ανθρώπινα μέτρα κι οι επιστημοσύνες μας. Απ’ εκεί και μετά, την εμπιστοσύνη μας με λόγια κι έργα να την έχουμε στον Θεό, ότι Αυτός μόνο μπορεί να μας σώσει.

«Τoν δε ασθενούντα τη πίστει προσλαμβάνεσθε, μη εις διακρίσεις διαλογισμών» (Ρωμ. 14,1). Αλλά τα «πίτυρα» που μας καλούν δημοσίως για απαρτία στην απιστία, όσο ψηλά κι αν στέκονται ας μην τ’ ακολουθήσουμε. Δεν μας συμφέρει…

ΜΩΡΕΣ ΠΑΡΘΕΝΕΣ 

Πιστεύω κι εγώ, όπως –θέλω να ελπίζω– και κάθε χριστιανός ορθόδοξος, «ότι ο Θεός δεν εγκατέλειπε τον κόσμον έρμαιον της τύχης, ότι προνοεί περί αυτού, ότι οδηγεί αυτόν εις εν άριστον και λελογισμένον τέλος».1 Κι όλα αυτά, χωρίς ν’ αποστερεί ούτε ψήγμα από την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Αν δει κανείς την ιστορία του κόσμου με αυτήν την προοπτική, η δύσκολη κι επίπονη για όλη την ανθρωπότητα και την πατρίδα μας περίοδος που ήδη ξεκίνησε, δεν ήρθε απροσδόκητα.

Τα στραβά και τ’ ανάποδα, οι κακίες, οι αδικίες και τα εγκλήματα πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Αλλά είναι περίοδοι που ο κόσμος κατά πλειοψηφία, καθ’ υπερβολήν κι ολωσδιόλου ξεδιάντροπα περιφρονεί το δρόμο της αρετής∙ όχι απλώς επιλέγει, αλλά τρέχει μανιωδώς τον κατήφορο του εκφυλισμού και της κακίας. Είναι καιρός τώρα που ο κόσμος ξανάρχισε (γι’ ακόμα μια φορά στην ιστορία του) να ξεφεύγει απ’ το μέτρο. Από κοντά σ’ αυτήν την παγκόσμια κατάσταση του συστηματικού προσκυνήματος του Μαμωνά, ακολουθεί κι ο ελληνισμός που έχει αποκλίνει πέρα από κάθε μέτρο από την ευλογημένη παράδοση και την ουσία του πολιτισμού του. Όμως, αυτός ο πολιτισμός δεν είναι τυχαίος∙ αποτελεί σύστημα παιδαγωγίας κι ελπίδα οικουμενική. Είναι εργαλείο της αγάπης και της πρόνοιας του Θεού για το πλάσμα του.

Τα γραπτά του μεγάλου κυρ-Φώτη Κόντογλου, επίκαιρα όσο ποτέ, συνεχίζουν να περιγράφουν αδρά το είδος και το μέγεθος της πλάνης μας: «Και στ’ αγκίστρι του, αυτός ο έμπειρος ψαράς [εν. ο διάβολος], βάζει για δόλωμα το ξύγγι της ματαιότητας, που το χάφτουν πολλοί χριστιανοί [και κληρικοί, αλλοίμονο!] και φαρμακώνονται, και δεν θέλουνε πια την άγια παράδοση της Ορθοδοξίας, που είναι η αληθινή πίστη του Χριστού, αλλά μπαίνει μέσα τους η μανία της κοσμικής απιστίας. Και δεν γίνουνται άθεοι φανερά, δηλαδή “ψυχροί”, όπως λέει η αποκάλυψις, αλλά “χλιαροί”, που θα τους “εμέσει ο Θεός εκ του στόματός του”. Κι αυτοί οι “χλιαροί” τολμούνε ν’ αλλάζουνε την αγιασμένη Παράδοσή μας, που μας την παραδώσανε οι άγιοι Πατέρες σαν θεμέλιο ασάλευτο της πίστεώς μας…».2

Τα απότοκα αυτής της αποστασίας δεν θα μπορούσαν να είναι καλά. Αφού δεν ερχόμασταν στα συγκαλά μας με τίποτα, ήρθε τώρα να μας βάλει μυαλό ο παιδοτρίβης εκείνος που πάντα καταφθάνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Αυτόν τον δάσκαλο τον λένε πόνο, και όταν έρχεται μας καθίζει όλους, δίκαιους και άδικους στα θρανία, για να μας κάνει μάθημα. Και το κουδούνι της πρώτης ώρας χτύπησε…

Τι θα πουν όλ’ αυτά; Πως ο Θεός είναι κανένας φοβερός τιμωρός και μας εκδικείται; Ποσώς! Είναι ξεκάθαρο ότι μόνοι μας θέλουμε και τα παθαίνουμε. Γιατί εδώ και χρόνια το σύστημα που αλλοιώνει την ιερή παράδοση της πίστης μας έχει γίνει ένα κυρίαρχο και πανίσχυρο θεολογικό ρεύμα που δρα τόσο ανενόχλητο και ανεξέλεγκτο μέσα στα σχολεία, τις εκκλησίες και την κοινωνία μας γενικότερα, που είναι ν’ απορεί κανείς: από πού αντλεί την εξουσία του; Είναι μικρό πράγμα αυτό; Δείτε τι γράφει ο Θεόπνευστος Άγιος πατέρας μας ο Μέγας Βασίλειος σχετικά: «Ίση εστίν η ζημία ή άμοιρόν τινα εντεύθεν του θείου βαπτίσματος απελθείν, ή εν τι ελλείπον εκ της παραδόσεως δέξασθαι».3 Όπως ερμηνεύει ο Κόντογλου: «δηλαδή, το να παραδεχθείς κάτι που είναι έξω από την παράδοση, είναι το ίδιο σαν να μην έλαβες το άγιον βάπτισμα, ήγουν σαν να μην έγινες χριστιανός».2

Καταλαβαίνετε το μέγεθος της ζημίας που έχει γίνει; Σε αυτές τις συνθήκες, είναι δυνατόν να ελπίζει κανείς σε ανοιχτούς ναούς εν μέσω της πανδημίας; Τόσα χρόνια οι πάσης φύσεως εξουσιαστές χαλάνε ανενόχλητοι την πίστη του λαού και της νεολαίας μας και μας κατάντησαν πλήρως αθεολόγητους – για να μην πω σαν αβάπτιστους που λέει ο Μέγας Βασίλειος. Έχει την προπαρασκευή ο λαός; Έχουν οι ηγήτορες που εξέλεξε τέτοιο φρόνημα; Πού θα πατήσουν οι υπεύθυνοι για ν’ αναλάβουν τώρα τέτοια ευθύνη; Σε άλλον πλανήτη ζούσατε όλ’ αυτά τα χρόνια και ζητάτε από τους ακατήχητους να επιδείξουν ακλόνητη πίστη και μαρτυρικό φρόνημα;

Τώρα είναι αργά για δάκρυα. Όσους πολεμούσαν ενάντια σ’ αυτό το φαύλο σύστημα τους λέγατε γραφικούς και κοιτούσατε, όχι πώς θα προβάλετε, αλλά πώς θα θάψετε τη φωνή και τον λόγο τους. Κι όταν ξανανοίξουν οι εκκλησιές, πάλι το ίδιο σκοπεύετε να κάνετε. Αλλά αυτό πια δεν έχει σημασία. Είπαμε∙ τώρα ανάλαβε δράση άλλος παιδαγωγός που θέλουμε δεν θέλουμε θα μάς το μάθει: «σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» (Πραξ. 26,14).

Μην κλαίτε, λοιπόν, τώρα για τις κλειστές εκκλησιές σαν τις μωρές παρθένες, που –μέρα που είναι– καλό είναι να τις θυμόμαστε. Γιατί, όπως λέει και στην ακολουθία του όρθρου σήμερα: «Τη αγία και μεγάλη Τρίτη, της των δέκα Παρθένων παραβολής, της εκ του ιερού Ευαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα».

ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ 

Κατά την παράδοση, από το Πάσχα και για σαράντα ημέρες οι ορθόδοξοι χριστιανοί χαιρετιζόμαστε με μια παραδοχή, με μια δήλωση, κάνοντας μια ομολογία. «Χριστός Ανέστη!», λέμε, αντί για τα συνήθη καλημέρα και καλησπέρα, τα αντίο και τα γεια σου. Μα γιατί άραγε; Σάμπως δεν το ξέρουμε πως αναστήθηκε ο Χριστός; Eίν’ ανάγκη να το εκφέρουμε και να το διαλαλούμε συνέχεια;

Οι παραδόσεις δεν δημιουργούνται τυχαία. Η σοφία που κρύβεται σ’ αυτές είναι λαγαρισμένη στο κόσκινο της ιστορίας.

Αυτό το κόσκινο έχει στο πλέγμα του αντί για τρύπες, τις μυριάδες ψυχές των προπατόρων μας. Αυτοί είναι που μας παραδίδουν τη γνώση, την εμπειρία και τις παρακαταθήκες τους εκείνες που αντέχουν στο χρόνο. Αν δει τις παραδόσεις κανείς αφ’ υψηλού, περιφρονεί δυο σημαντικές δυνάμεις της ιστορίας: το πλήθος των ανθρώπων –με την ποικιλομορφία της νοοτροπίας, της ευφυΐας, της προσωπικότητας και του χαρακτήρα τους– και τη διαχρονικότητα. Αν κανείς σκύψει πάνω από τις παραδόσεις με σεβασμό και πνεύμα μαθητείας, όλο και κάτι ωφέλιμο αντιλαμβάνεται, όλο και κάτι κερδίζει.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, έχω τη γνώμη πως ο χαιρετισμός αυτής της περιόδου, δηλαδή το «Χριστός Ανέστη», καθιερώθηκε γιατί πηγάζει από κάτι πολύ δυνατό: την πολλή χαρά. Μέσα στην τρελή χαρά μας, βλέπετε, δεν χορταίνουμε να το λέμε και να το φωνάζουμε ξανά και ξανά: «Χριστός Ανέστη!». Αυτός είναι ο ενθουσιασμός της νηφάλιας μέθης, η οποία μας κατέχει γιατί ήπιαμε ποτό ασυνήθιστο. Το τι είδους ποτό είναι αυτό, μας το εξηγεί ο εξαίσιος ποιητής και υμνωδός της εκκλησίας μας, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον ειρμό της τρίτης ωδής του Αναστάσιμου κανόνα του («Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν…»). Μήπως, λοιπόν, τούτο το πρωτοφανές πιοτό της ευτυχίας είναι τόσο μαγευτικό γιατί ξεπηδάει σαν από θαύμα μέσα από κανέναν άγονο στουρναρόβραχο; Όχι∙ πρόκειται για μεγαλύτερο θαύμα: το «καινόν πόμα» είναι τ’ αληθινό αθάνατο νερό που πηγάζει από τον τάφο που τον μετέτρεψε σε πηγή αφθαρσίας ο Χριστός, στον οποίο πια ριζώνουμε με την πίστη μας και στεκόμαστε εδραίοι.

Φερόμαστε, λοιπόν, όπως κάποιος γονιός που το παιδί του κατάφερε κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα, και που όπου βρεθεί κι όπου σταθεί δεν αντέχει να μην μιλάει γι’ αυτό, για να μοιραστεί τη χαρά του.

Ή όπως κάποιος φίλαθλος που κέρδισε η αγαπημένη του ομάδα έναν σπουδαίο αγώνα την Κυριακή κι από τον πρώτο καφέ της Δευτέρας δεν χορταίνει να μιλάει συνέχεια για την μεγάλη της νίκη. Αλλά τι λέω; Φτωχά είναι τα παραδείγματα που έδωσα. Κανονικά την Ανάσταση του Κυρίου θα έπρεπε να την πανηγυρίζουμε έξαλα, αλλά ας όψεται… θα μας περάσουν για τρελούς. Εδώ δεν πρόκειται για κάποια απλή νίκη. Εδώ μιλάμε για τη νίκη στη μητέρα όλων των μαχών! Τη νίκη εναντίον στην σκληρή, την αδυσώπητη, την ανυπέρβλητη, την επώδυνη μοίρα όλων μας των θνητών. Τη νίκη εναντίον του θανάτου.

Τόση χαρά, επομένως, δεν μπορεί να κρυφτεί. Όπως γράφει κι ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος στην αρχή του λόγου του «Περί της του Χριστού Αναστάσεως»: «Έφτασε το Πάσχα, η χαρμόσυνη ημέρα της Ανάστασης του Χριστού, η ημέρα της ολοκληρωτικής ευφροσύνης και καρδιακής τέρψης που έρχεται κάθε χρόνο τέτοιον καιρό∙ ή μάλλον καλύτερα να πούμε που έρχεται κάθε μέρα του χρόνου και συνεχώς σ’ εκείνους που αντιλαμβάνονται το μυστικό της νόημα».

Αλλά, βέβαια, η χαρά που μοιράζεται είναι διπλή χαρά. Κι η χαρά που μοιράζεται στο πλαίσιο της αγιοπνευματικής ενότητας μέσα στο Σώμα του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας με την ευρεία της έννοια, είναι πολλαπλή. Γι’ αυτό, κατά την παράδοση ο χαιρετιζόμενος με το «Χριστός Ανέστη» αντιχαιρετίζει συμφωνώντας κι υπερθεματίζοντας με μια ακόμα πιο σαφή και συγκεκριμένη ομολογία: «Αληθώς Ανέστη!».

Είναι όμως μόνον το περίσσεμα της χαράς; Όχι βέβαια. Γιατί κι η ομολογία καθαυτή έχει θεμελιώδη σημασία.

Βλέπετε, η παραδοχή της ιστορικής πραγματικότητας της Ανάστασης του Κυρίου και η προσδοκία κι ελπίδα και της δικής μας ανάστασης χάρη στη θυσία του Χριστού μας, έχει θεμελιώδη δογματικό χαρακτήρα στην πίστη μας. «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος» ομολογούμε στο σύμβολο της πίστης μας, το γνωστό μας «Πιστεύω». Η θεόπνευστη γραφή του Αποστόλου Παύλου, άλλωστε, είναι ξεκάθαρη: «Ει δε Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσί τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν; ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται· ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών» (Α Κορ. 15,12-14).

Οι Άγιοι της πίστης μας, όπως οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη που εορτάζουν σήμερα, είναι αψευδείς μάρτυρες του μηνύματος της Ανάστασης και της διά Χριστόν ευκαιρίας τού αεί και ευ ζην. Χιλιάδες οι μάρτυρες των εμφανίσεων των Αγίων που γιορτάζουν σήμερα, και οι ευεργετηθέντες θαυματουργικά από αυτούς. Όλοι αυτοί προστίθενται στις αμέτρητες μαρτυρίες των εμφανίσεων και των θαυμάτων ολόκληρου του χορού των Αγίων της πίστης μας. Κοντά σ’ αυτές τις μαρτυρίες βάζω ταπεινά και τη δική μου∙ για όσο αξίζει και για όσο μπορεί να την λογαριάσουνε –ίσως– κάποιοι.

ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΗΜΩΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 

Κεφάλαιον 1ο: Δεν βαριέσαι… είπαμε μια κουβέντα παραπάνω

Ικανός αριθμός επιστημόνων, πολιτικών και άλλων συμπατριωτών μας με θέσεις ευθύνης βεβαίωναν πριν από μήνες το πανελλήνιο ότι τα εμβόλια για τον SARS-CoV-2 «είναι αποτελεσματικά και απόλυτα ασφαλή» ή «είναι αποτελεσματικά και εκατό στα εκατό ασφαλή». Η καινοφανής στην ιστορία των βιολογικών-ιατρικών επιστημών τοποθέτηση αυτή, όπως ήταν αναμενόμενο, αποδείχτηκε ήδη με δραματικό τρόπο για αρκετούς συνανθρώπους μας αναληθής.

Η πέρα από αμφιβολία ευθύνη έγκειται στην λέξη «απόλυτα» και σ’ εκείνο το μαγικό 100%. Κάποιοι απ’ αυτούς που εξέφρασαν την εξωφρενική αυτή ανακρίβεια, συνεχίζουν τις δημόσιες τοποθετήσεις τους χωρίς αιδώ∙ μάλιστα, κουνάν και αυστηρά το δάχτυλο σε όσους επιλέγουν να μην εμβολιαστούν.
Αλλά δεν βαριέσαι… Πάνω στον ενθουσιασμό τους είπαν τότε και μια κουβέντα παραπάνω βρε αδερφέ… Μην το κάνουμε θέμα.

Κεφάλαιον 2ο: Δεν δικαιούσαι διά να ομιλείς

Πρόσφατα σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο ηγούμενος της Μονής Βατοπεδίου Εφραίμ, αφού τοποθετήθηκε υπέρ του εμβολιασμού και τον συνέστησε, προέτρεψε τους κληρικούς που διαφωνούν να κρατήσουν τη γνώμη τους για τον εαυτό τους και να μην «προπαγανδίζουν» κατά του εμβολιασμού.
Δηλαδή, την ώρα που ο ίδιος ασκεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της δημόσιας έκφρασης των στοχασμών του, ακριβώς την ίδια ώρα προτρέπει κάποιους αδελφούς του να το αποποιηθούν. Προφανώς, επειδή έχουν αντίθετη άποψη. Για τον ίδιο λόγο θεωρεί ότι αυτοί «προπαγανδίζουν».

Να φανταστώ ότι εκείνος κάνοντας ακριβώς το ίδιο (σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα δημοσιότητας) δεν προπαγανδίζει, αλλά απλώς κοινοποιεί κάποιες πατρικές του συμβουλές.

Κεφάλαιον 3ο: Ποια πολυφωνία;

Η προβολή της άποψης αυτών που είναι υπέρ του εμβολιασμού, σε σχέση με αυτούς που στέκονται κριτικά απέναντί του, είναι απολύτως ετεροβαρής – αυτό το αντιλαμβάνονται και οι πέτρες. Σχηματικά, σε αυτήν την αντιγνωμία εάν οι διαφωνούντες είναι ο Δαβίδ, το όλο σύστημα της κάθε μορφής εξουσίας της χώρας που όχι μόνο προτρέπει διά του λόγου, αλλά και επιβάλει με σκληρά μέτρα τον εμβολιασμό, ισοδυναμεί με δέκα χιλιάδες πάνοπλους Γολιάθ. Και κάπου εκεί εμφανίζεται κι ο ηγούμενος (βλ. κεφάλαιον 2)να πει γλυκά-γλυκά και πατρικά στον Δαβίδ την ώρα που αυτός δέχεται έναν ορυμαγδό από βέλη και ακόντια, πως δεν πρέπει να αμυνθεί πετώντας πετρούλες με το σφεντονάκι του, γιατί δεν είναι σωστό…

Κεφάλαιον 4ο: Ανοίκειες γενικεύσεις

Λυπάμαι που ακούω την άποψη συναδέλφων επιστημόνων, αλλά και πολλών άλλων ακόμα, ότι με την πράξη του συγκεκριμένου εμβολιασμού δηλώνουμε την εμπιστοσύνη μας στην επιστήμη. Αυτή η θεώρηση είναι λανθασμένη και αντιεπιστημονική. Ακόμα χειρότερα: πρόκειται για απαράδεκτη γενίκευση γκουρουϊστικού χαρακτήρα που είναι καταφανώς παράλογη. Η επιστημονική αλήθεια που έχει παγιωθεί μετά από πολύχρονες δοκιμές και μελέτες δεν συμποσούται με μια επιστημονική υπόθεση που βρίσκεται ακόμα σε διαδικασία διερεύνησης.

Κεφάλαιον 5ο: Σχίζω τα πτυχία (και τις επιστημονικές δημοσιεύσεις μου μαζί)

Στην επιστημονική έρευνα συνοπτικά ακολουθούμε την εξής μεθοδολογία: διατύπωση πρωτότυπου επιστημονικού ερωτήματος προς διερεύνηση – κατάλληλος πειραματισμός – καταγραφή αποτελεσμάτων – στατιστική ανάλυση αποτελεσμάτων – απάντηση του ερωτήματος.
Όταν μιλάμε για ένα νέο εμβόλιο (απέναντι σε πρωτοεμφανιζόμενο παθογόνο) που χορηγείται για πρώτη φορά, αυτό ονομάζεται –και είναι κλινική– δοκιμή. Είτε δοκιμάζεται σε δέκα, είτε σε εκατομμύρια, είναι κλινική δοκιμή. Ο αριθμός των υποκειμένων του πειραματισμού δεν υποκαθιστά τον χρόνο της αναμονής, δηλαδή της διάρκειάς του.
Εξ ορισμού, αφού ερευνάς δεν γνωρίζεις τα αποτελέσματα του πειραματισμού σου (εκτός αν είσαι προφήτης).
Η ορθή ερευνητική μεθοδολογία (κι αυτή η ρημάδα η κοινή λογική) επιτάσσει («διά ροπάλου») την πλήρη καταγραφή των παθολογιών που αναπτύχθηκαν στα υποκείμενα μετά τη χορήγηση, για να ακολουθήσει η στατιστική ανάλυση των καταγραφών αυτών. Έτσι θα εντοπιστούν στατιστικώς σημαντικοί συσχετισμοί και –επομένως– θα εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.
Διάβασα την επώνυμη μαρτυρία ενός άτυχου νέου που εμφάνισε κάποια σοβαρή πάθηση μετά από τον εμβολιασμό του. Γράφει για τους γιατρούς που τον εξέτασαν: «Αυτό που δεν έχουν πει σίγουρα πάντως είναι ότι μπορεί να οφείλεται στο εμβόλιο! Δεν έχει βρεθεί τέτοια παρενέργεια στο εμβόλιο. Το αποκλείουμε, καθώς θα είχαν βρεθεί παρόμοια περιστατικά με το δικό σου, πράγμα που δεν έχει συμβεί έως τώρα».
Με αυτές τις αντιλήψεις… «ενθάδε κείται» και «κηδεύομεν σήμερον» την άλφα-βήτα της βιολογικής-ιατρικής έρευνας. Πρόκειται για ξεκάθαρη μεροληψία (bias) στην καταγραφή αποτελεσμάτων.
Η έκταση της κάκιστης αυτής ερευνητικής πρακτικής στη χώρα μας φαίνεται πως είναι εκτεταμένη. Δεν βγάζει κίτρινες ο διαιτητής και το παιχνίδι γίνηκε κλωτσοπατινάδα.

Κεφάλαιον 6ο: Το κοινό περί δικαίου αίσθημα

Εάν με ενημερώσεις πλήρως για τους πιθανούς κινδύνους ενός εγχειρήματος και με αφήσεις ελεύθερο να το αναλάβω, δεν φέρεις ευθύνη εάν μου συμβεί κάτι. Εάν καταχρώμενος την εξουσία σου μου ασκήσεις πίεση για να πράξω κάτι και υποστώ ζημία, τότε φέρεις ακέραια την ευθύνη. Εάν μάλιστα με παραπληροφορήσεις συστηματικά αποκρύπτοντας μου τους πιθανούς κινδύνους του εγχειρήματος, με προτρέψεις ενεργά και, επιπλέον στο τέλος, με υποχρεώσεις να το αναλάβω, η ευθύνη σου πια είναι αδιαμφισβήτητη. Το σκεπτικό αυτό ανήκει στην πρωτόλεια ανθρώπινη ηθική· στο κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Είναι τερατολογίες αυτά που σου γράφω, τίμιε και φιλότιμε αναγνώστη; Μήπως είναι παράλογα; Σκέψου, σκέψου επιτέλους…

ΕΝΤΟΣ, ΕΚΤΟΣ ΚΙ ΕΠΙ Τ’ ΑΥΤΑ 

Ένας καθηγητής πανεπιστημίων του Λονδίνου και πρώην βουλευτής και υπουργός της χώρας μας με μια κακόγουστη γελοιογραφία που δημοσιοποίησε επέλεξε να συνδέσει τα μέτρα προφύλαξης κατά του κορονοϊού με τα της θρησκείας μας. Ως εντεταλμένος εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στους διεθνείς οργανισμούς υγείας για την αντιμετώπιση της τρέχουσας πανδημίας, εργάζεται –όπως φαίνεται με κάθε μέσο– για τη διάδοση και την προώθηση των απόψεων του πάνω στις πολιτικές υγείας, όπως τις πιστεύει.

Δεν αποτελεί έκπληξη η εκ νέου ενασχόλησή του με τα της Ορθοδοξίας μας σε σχέση με την πανδημία. Στο παρελθόν ο ίδιος εξέφρασε τις απόψεις του για την επικινδυνότητα της μετάδοσης του ιού μέσω της λαβίδας κατά τη Θεία Μετάληψη. Η πρόσφατη γελοιογραφία που δημοσιοποίησε, πάντως, δεν είναι τυχαία μαστορεμένη. Καλλιεργεί κι αυτή μια θολή και δηλητηριώδη περιρρέουσα αντίληψη ότι το θρησκευτικό συναίσθημα αρκετών «θρησκόληπτων», «σκοταδιστών» και «οπισθοδρομικών» –όπως υποτιμητικά συνήθως χαρακτηρίζονται πολίτες της χώρας– στέκεται ως εμπόδιο στην καθολική αποδοχή των πολιτικών της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Το μεγαλύτερο θέμα, βέβαια, με τη συγκεκριμένη γελοιογραφία είναι ότι προσβάλει το δόγμα της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου. Όμως, «η Δέσποινα και Κυρία ημών Θεοτόκος και Αειπαρθένος Μαρία ως τόπος συνάντησης και συγκερασμού του κτιστού και του ακτίστου συνδέεται στέρεα, ακτινοειδώς και πολυσχιδώς με όλα τα δόγματα της Ορθοδόξου μας πίστεως. Κάθε παραφθορά και παρανόηση στην Θεοτοκολογία συμπαρασύρει σε πλείστες όσες κακοδοξίες και δυσσέβειες»¹. Αυτό το πράγμα, όπως κι αν το δει κανείς, είναι πολύ βαρύ για έναν ορθόδοξο χριστιανό.

Γράψανε πολλοί αποστομώνοντάς τον. Του απάντησαν θεσμικά διοικητικά όργανα της Εκκλησίας και αρχιερείς και ιερείς και λαϊκοί – και μπράβο τους. Ενώνω κι εγώ τη φωνή μου μαζί τους. Από την άλλη, όμως, θα ήθελα να ρωτήσω μερικά πράγματα ορισμένους από αυτούς που αντέδρασαν με γραπτές ανακοινώσεις, με κείμενα ή ομιλίες απέναντι σε αυτήν την απρέπεια.

Πρώτα-πρώτα θέλω να μου πουν αυτοί που ενώ έλεγξαν τον καθηγητή για τη βλασφημία του, από την άλλη συμπλέουν μαζί του προτρέποντας δημόσια και με πάθος τον κόσμο να εμβολιαστεί με τα διαθέσιμα εμβόλια κατά του κορονοϊού.

Πείτε μου: Όταν ο καθηγητής –στην προσπάθεια που κάνει εκ της υψηλής και υπεύθυνης θέσης του για να συμβάλει στην αντιμετώπιση της πανδημίας– προσβάλει τα όσια και τα ιερά της πίστης μας, ποιον κύριο υπηρετεί; Θεώ δουλεύει ή μαμωνά;

Πείτε μου: Όταν ο καθηγητής –στην προσπάθεια που κάνει εκ της υψηλής και υπεύθυνης θέσης του για να συμβάλει στην αντιμετώπιση της πανδημίας– συστήνει μετά μανίας τον εμβολιασμό απάντων, ποιον κύριο υπηρετεί; Θεώ δουλεύει ή μαμωνά;

«Oυδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ή γάρ τον ένα μισήσει καί τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται καί του ετέρου καταφρονήσει. Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Mατθ. 6,24). Ουδείς, πάει να πει κανένας…

Αλλά, ας πάμε να ρωτήσουμε κάτι ακόμα μερικούς άλλους απ’ αυτούς που (ορθά) αντέδρασαν δημόσια στην πρόσφατη βλασφημία του εν λόγω καθηγητή. Λοιπόν, δεν ξέρω αν αυτός ο άνθρωπος είναι άθεος ή αρνητικά διατεθειμένος απέναντι στην πίστη μας. Ας είναι ό,τι θέλει, δικαίωμά του. Προσοχή, δεν λέω ότι δικαιούται να προσβάλει τα της πίστης μας. Όχι! Αλλά, από την άλλη, τουλάχιστον αυτός στέκεται απέναντί μας ως αντικείμενος καθαρά και ξάστερα.

Το θέμα είναι ότι υπάρχουν άλλες πολύ πιο δύσκολες περιπτώσεις. Είναι αυτοί που πάνε να μας αλλοιώσουν την πίστη «εκ των έσω». Αρχιερείς, διάφοροι ιερωμένοι και μεταπατερικοί (δηλαδή αντιπατερικοί) θεολόγοι και καθηγητές των Θεολογικών Σχολών της χώρας. Γι’ αυτούς λέω τους μεγαλόσχημους, που όπως γράφει κι ο σπουδαίος Φώτης Κόντογλου: «Λένε πως οι νεωτερισμοί που θέλουνε δεν βλάπτουνε την πίστη, αλλά την καινουργιεύουνε, (επειδή τάχα πάλιωσε), γιατί έτσι τους λέγει ο δαίμονας, και τους κάνει να καταπιούνε τ’ αγκίστρι του»². Γι’ αυτούς γιατί δεν λέτε κουβέντα;

Λίγοι μόνο θαρραλέοι αρθρογράφοι εκεί έξω γράφουν γι’ αυτό το μεγάλο ζήτημα. Επίσης, υπάρχουν δύο πρόσφατα επιστημονικά θεολογικά βιβλία που αποκαλύπτουν πολλά και ασκούν τη δέουσα τεκμηριωμένη και συγκεκριμένη επιστημονική-θεολογική κριτική ³⁻⁴.

Οι υπόλοιποι τι κάνουμε; Έσκυψε ποτέ κανείς μας πάνω σε τέτοια βιβλία; Ή αντιδρούμε μόνο όταν θα βγει κανένας άθεος να βλαστημήσει για να δείξουμε εύκολα κι ανέξοδα την ορθοδοξοφροσύνη μας; Κι από την άλλη, καμωνόμαστε πως «οι κρυφοί αιρετικοί»⁵ μέσα στη θεσμική εκκλησία και στην ακαδημαϊκή θεολογία δεν υπάρχουν, ενώ έχουν γίνει κυρίαρχο και εξουσιαστικό ρεύμα· σε συνεργασία και με την υποστήριξη φυσικά του συστήματος του κομματικού φεουδαλισμού που διαφεντεύει τη χώρα.

Με τις πρεσβείες της Αειπαρθένου Παναγιάς μας, ας είναι καλή κι ευλογημένη η χρονιά για όλους!

ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΗ 

Ο έλεγχος και η ποδηγέτηση του κοπαδιού, μιας αγέλης ή ενός πλήθους τέλος πάντων, επιτυγχάνεται με εκφοβισμούς. Δείτε τον τσομπάνη που σφυρά, φωνασκεί ή χτυπά με τη μαγκούρα του από κανένα ζώο. Δείτε και τα μαντρόσκυλα που γαβγίζουν κι εκφοβίζουν τα ζώα τρέχοντας απ’ εδώ κι από ‘κεί για να τα βάλουν στην επιθυμητή πορεία. Παρακολουθήστε πώς κυνηγούν οι λύκοι και τα λιοντάρια δουλεύοντας ομαδικά με εκφοβισμούς και κατευθύνοντας ένα κοπάδι από εκατοντάδες θηράματα, μέχρι να βρουν την ευκαιρία να ξεμοναχιάσουν μερικά για να τα κατασπαράξουν.

Το καίριο γεγονός του ελέγχου έγκειται στην αδυναμία του ατόμου και τελικά του κοπαδιού να σχεδιάσει στρατηγικά τις κινήσεις του. Αντιδρά άμεσα, σχεδόν αντανακλαστικά σ’ έναν εκφοβισμό παίρνοντας την κατεύθυνση που του επιβάλλεται. Δεν σκέπτεται πού πάει· δεν υπολογίζει δύο ή τρεις ή περισσότερες κινήσεις μπροστά. Κάθε φορά κινείται κατά την ανάγκη ή τον φόβο της στιγμής. Μέχρι που στο τέλος παγιδεύεται και καταλήγει στο μαντρί, στο σφαγείο ή στα σαγόνια του θηρευτή.

Αυτό, όμως, το κάνουν τα ζώα που δεν μπορούν να δουν μπροστά, να διανοηθούν και ν’ αναλύσουν τις πιθανές επιπτώσεις μίας κίνησης ή μίας ενέργειάς τους· αδυνατούν να σχεδιάσουν μεθοδικά την αντίδρασή τους. Την άμυνα και –γιατί όχι– την αντεπίθεσή τους. Με λίγα λόγια, δεν ελέγχουν το φόβο τους που γίνεται πανικός. Ο άνθρωπος, όμως, υποτίθεται ότι δεν είναι έτσι. Εκτός κι αν ξεπέφτει διανοητικά, ηθικά και πνευματικά τελείως και γίνεται καταπώς ψέλνει ο Προφητάκτας Δαυίδ: «Άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. 48,13).

Ο άνθρωπος κανονικά σκέπτεται τις κινήσεις του. Κρατά μια κάποια ψυχραιμία και προσπαθεί να έχει καθαρό το μυαλό. Ακόμα κι όταν αναγκαστεί μπροστά σ’ έναν μεγάλο κίνδυνο να το βάλει στα πόδια, τρέχει και σκέπτεται· βλέπει γύρω του πού πηγαίνει και σχεδιάζει –έστω αδρά και εσπευσμένα– τις επόμενες κινήσεις του για να σωθεί. Κι αν βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κινδύνους, ας πούμε τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, κάθεται ακίνητος στον τόπο του· σε ένα παρόν όπου ακόμα δεν κινδυνεύει και περιμένει. Κάθετ’ ακίνητος σαν τη λεοπάρδαλη ή σαν την τίγρη και περιμένει υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνει την κίνησή του, αν κι όποτε αυτή προκύψει.

Αυτό θέλει να πει το σοφό ρητό που στα λατινικά διατυπώνεται ως εξής: «In dubio abstine». Δηλαδή, όταν έχεις αμφιβολία για το προς τα πού να πας ή τι να κάνεις, καλύτερα κάτσε στ’ αυγά σου και περίμενε λίγο να κάτσει κάτω η σκόνη, μήπως και δεις καλύτερα ή μάθεις κάτι ή προκύψει στο μεταξύ κάτι που θα σε βοηθήσει να πάρεις την απόφαση. Αν το ανάγουμε στο παράδειγμα της Σκύλλας και της Χάρυβδης, ο σοφός σού λέει πως δεν έχει νόημα να πας καρφί πάνω στη Χάρυβδη επειδή τρόμαξες από το βρυχηθμό της Σκύλλας. Αν μάλιστα είσαι και κανένας εγωπαθής την ώρα που σε τρώει η Χάρυβδη φωνάζεις στη Σκύλλα απέναντι: «Ορίστε βρε παλιο-Σκύλλα, δεν τα κατάφερες να με φας!». Εεε… Τότε είσαι για γέλια και για κλάματα.

Το να κρατάει κανείς την ψυχραιμία του και καθαρό μυαλό μπροστά σε δύσκολες κι επικίνδυνες καταστάσεις και ειδικά σε περιπτώσεις «ζωής και θανάτου», που λένε, είναι μεγάλο προτέρημα. Στον πόλεμο, σε φυσικές καταστροφές, αρρώστιες κι ατυχήματα και στις δύσκολες υποθέσεις και στα βάσανα της ζωής η στάση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία. Ακόμα και το «ο τολμών νικά» εάν δεν εφαρμόζεται με τη δέουσα ψυχραιμία και μεθοδικότητα χάνει την αξία του.

Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που το «in dubio abstine» έχει σημαίνουσα βαρύτητα στην ιατρική πράξη και ηθική. Γιατί όταν από βιασύνη, επιπολαιότητα κι έλλειψη ψυχραιμίας με το ενδεχόμενο –και μπροστά στο φόβο– μιας αρρώστιας (Σκύλλας) σπεύδεις να πας σε μια πειραματική προληπτική θεραπεία (Χάρυβδη) που και αναποτελεσματική είναι αλλά και βλαπτική αποδεικνύεται, τότε υπάρχει ευθύνη.

Είναι λεπτό το ζήτημα, αλλά ευκολονόητο· αρκεί να σκεφτεί κανείς απλά και καθαρά. Προπάντων, πρέπει κανείς να μάθει να ξεχωρίζει το γεγονός από το ενδεχόμενο. Το πρώτο είναι ένα αναπόδραστο παρόν, ήγουν μια πραγματικότητα. Το δεύτερο αναφέρεται στο μέλλον ως κάτι που ίσως συμβεί, ίσως όμως και όχι. Το να βιώνεις μέσα σε πανικό ένα μελλοντικό ενδεχόμενο ως γεγονός του παρόντος δεν είναι υγιές. Ο σκοτισμένος νους τότε μπορεί να σε οδηγήσει σε σπασμωδικές κινήσεις· μπορεί να γίνεις εύκολα υποχείριο κάποιων επιτήδειων, μπορεί να πας αφελώς στη Χάρυβδη, και τέλος.

Πάντως, είτε πας από τη Σκύλλα είτε από την Χάρυβδη, έφυγες και καλό παράδεισο… Η αναπόδραστη μοίρα των βροτών. Ωστόσο, υπάρχει μια ποιοτική διαφορά με ηθικές διαστάσεις. Τούτες απασχολούν προφανώς αυτούς π’ άφησες πίσω. Τους δικούς σου ανθρώπους, συγγενείς, φίλους, συμπολίτες, αλλά και το κράτος του οποίου υπήρξες εν ζωή φορολογούμενος πολίτης. Αν σ’ έριξαν τα κύματα πάνω σε κάποια Σκύλλα, εάν η αρρώστια σε βρήκε, τότε… Αυτά δυστυχώς συμβαίνουν· όλοι από κάτι θα φύγουμε.

Εάν, όμως, από το φόβο σου μη και σε φάει η Σκύλλα, πήγες από μόνος σου να συναντήσεις με προγραμματισμένο ραντεβού τη Χάρυβδη, τότε υπάρχει
θέμα…

ΑΝΙΕΡΗ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ 

Ανάμεσα στους άλλους είναι και αρχιερείς αλλά και δημοσιογράφοι του εκκλησιαστικού ρεπορτάζ που συνεχίζουν να υπερμαχούν για την προώθηση του μαζικού εμβολιασμού κατά του κορόνα-ιού. Με το πρόσχημα μιας ιερής αγανάκτησης δεν περιορίζονται απλώς στη μονότονη επανάληψη των ίδιων πάντα έωλων επιχειρημάτων, αλλά προσβάλλουν τα πρόσωπα (την προσωπικότητα) των αντιφρονούντων με χαρακτηρισμούς.

Μόνο που τώρα μερικοί στρέφονται με δριμύτητα και κατά του Αγίου Όρους. Ειδικότερα, επικεντρώνουν την κριτική τους σε Αγιορείτες πατέρες που έχουν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους για τα συγκεκριμένα εμβόλια. Το Άγιον Όρος είναι η καρδιά της Ορθοδοξίας. Την καρδιά, ως ζωτικό όργανο, πρέπει όλοι να τη διαφυλάξουμε όπως μπορούμε από… την πνευματική «μυοκαρδίτιδα» και την «περικαρδίτιδα» της εκκοσμίκευσης.

Γι’ αυτό είναι ανάγκη να απαντήσουμε σε ορισμένα σοφίσματα που διατυπώνονται συνοδευόμενα από άδικες και αήθεις μομφές εναντίον ασκητών του Αγίου Όρους, τους οποίους πολύς κόσμος σέβεται, αγαπά κι ευγνωμονεί για τις προσευχές και τη μεσιτεία τους προς την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Τριαδικό μας Θεό.

Σόφισμα 1ο: Και οι Άγιοι πήγαιναν στον γιατρό
Ναι, πήγαιναν και πάνε όταν διαπιστώνουν ότι έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας. Όχι μπροστά στην πιθανότητα να τους συμβεί κάτι. Εκεί έγκειται η διαφορά. Εκεί και ο δόλος του συγκεκριμένου σοφίσματος. Ένα γεγονός που συμβαίνει σε παρόντα χρόνο (είμαι άρρωστος), είναι μια πραγματικότητα. Ως τέτοια έχει εξ ορισμού θεολογική πιστοποίηση: επέτρεψε ο Θεός να συμβεί και συνέβη, αφού σύμφωνα με τον Ευαγγελικό λόγο του Χριστού «και αι τρίχες της κεφαλής υμών πάσαι ηρίθμηνται. μη ουν φοβείσθε» (Λουκ. 12,7).

Ωστόσο, οι Άγιοι συνήθως δεν προσφεύγουν σε γιατρούς για να δοκιμάσουν διάφορες θεραπείες πρόληψης, ακόμα και πειραματικές, ώστε να προλάβουν πιθανούς επικείμενους κινδύνους για την υγεία τους. Φαντάζεστε έναν Άγιο ασκητή να επισκέπτεται διαιτολόγο για να του προτείνει σχήμα διατροφικών συμπληρωμάτων, ώστε να προλάβει πιθανή μελλοντική καταπόνηση του οργανισμού του από τη σκληρή ολιγοφαγία και νηστεία που εφαρμόζει;

Ο Άγιος Παΐσιος, για να δώσουμε ένα ακόμα παράδειγμα, έκανε… παρεούλα με οχιές· τα φίδια τον σέβονταν κι αυτός τα τάιζε. Δεν τα φοβόταν. Δεν έτρεξε να προμηθευτεί αντι-οφικούς ορούς (κι ένα ψυγείο για να τους συντηρεί και μια γεννήτρια για το ρεύμα κοκ), φοβούμενος μήπως τύχει και τον τσιμπήσουν.

Δεν υποτιμώ την αξία της εύλογης προληπτικής ιατρικής. Τις οχιές μάλιστα –όσοι δεν είμαστε Άγιοι– καλό είναι να τις αποφεύγουμε. Απλώς, απαντώ θεολογικά στο συγκεκριμένο ατυχές επιχείρημα, το οποίο έτσι και αλλιώς είναι σχολαστικό και θεολογικά επιλήψιμο. Βλέπετε, οι Άγιοι –όντες σε κατάσταση Αγιοπνευματικού φωτισμού– ακολουθούν τα παραγγέλματα του Παρακλήτου και με διάκριση πράττουν ή συστήνουν πράγματα που δεν υπόκεινται απαραιτήτως στους γραμμικούς κανόνες της πεπερασμένης κοσμικής φρόνησης και λογικής. Η δικαίωσή τους πάντως, αργά ή γρήγορα, πάντοτε έρχεται.

Σόφισμα 2ο: Κάνοντας το «έστω ότι» ισοδύναμο του «έτσι είναι»
Σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες της λογικής ένας παραγωγικός συλλογισμός οδηγεί σε έγκυρο συμπέρασμα μόνο όταν στηρίζεται σε αληθή επιχειρήματα. Ο συλλογισμός που στη συγκεκριμένη περίπτωση παράγει ύβρεις, αποκλεισμούς, μομφές και τιμωρίες, βασίζεται στην εξής πρόταση: «Τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά και ασφαλή».

Η απόδειξη της πρότασης αυτής, όμως, ως επιστημονικά αληθούς εκκρεμεί. Πρόκειται για υπόθεση που βρίσκεται υπό διερεύνηση και είναι στο τελευταίο στάδιο μιας ιδιότυπης κλινικής δοκιμής στην οποία συμμετέχουν εκατομμύρια ανθρώπων. Μία υπόθεση, όμως, δεν μπορεί να μετατρέπεται συγχρόνως σε επιστημονικό θέσφατο. Δεν είναι λογικό να χτίζονται επιχειρήματα και να επιβάλλονται μέτρα βασισμένα σε ένα θεμέλιο που αμφισβητείται¹¯².

Το χειρότερο είναι ότι στην τρέχουσα κλινική δοκιμή – μαζική χορήγηση (που θα μπορούσε να μας προσφέρει την απάντηση που χρειαζόμαστε) παραβιάζεται βάναυσα η θεμελιώδης, η πάγια, η μόνη ορθή ερευνητική πρακτική για την τεκμηρίωση του υπό διερεύνηση ερωτήματος σχετικά με την ασφάλεια των συγκεκριμένων φαρμακευτικών σκευασμάτων.

Φαίνεται ότι εν πολλοίς δεν τηρείται η επιβεβλημένη λεπτομερής και ακριβής καταγραφή κάθε αξιόλογου παθολογικού συμβάντος στα υποκείμενα της δοκιμής. Αυτή η κακή επιστημονική πρακτική είναι τόσο περίεργη όσο και η έλλειψη ενδελεχούς διερεύνησης της αύξησης των θανάτων από καρδιακές ανακοπές που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, πολλές από τις οποίες αφορούν νέους ανθρώπους και αθλητές.

Σόφισμα 3ο: «Άλλο συμβουλή, άλλο επιβολή»
Εάν κάποιος με ρωτήσει για μια προληπτική πειραματική θεραπεία και του πω: «Είμαι επιφυλακτικός. Προσωπικά δεν την επιλέγω. Εσύ, όμως, είσαι ελεύθερος άνθρωπος· σκέψου, ενημερώσου κι αποφάσισε μόνος σου, για να μην κατηγορείς κανέναν, παρά μόνο τον εαυτό σου, για ότι κι αν επιλέξεις και ότι συμβεί», τότε είναι πεντακάθαρο ότι ως σύμβουλος υπήρξα έντιμος, ειλικρινής και λογικός και δεν τίθεται ζήτημα οποιασδήποτε ευθύνης μου για ότι κι αν συμβεί.

Οι πατέρες του Αγίου Όρους οποίοι εξέφρασαν επιφυλάξεις για τα συγκεκριμένα εμβόλια, έτσι τοποθετήθηκαν. Ο χειρισμός τους είναι άμεμπτος. Θα είχαν ευθύνη εάν επέβαλλαν με το στανιό, εάν υποχρέωναν με διοικητικά μέτρα, με πρόστιμα, αποκλεισμούς, περιορισμούς και αναστολές εργασίας. Ο καταναγκασμός είναι που επιφέρει ευθύνες γι’ αυτόν που τον ασκεί.

EΝΕΚΕΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ 

Κάποτε σε τούτον τον τόπο περπατούσες κι εύρισκες κάπου λίγο δίκιο να ξεδιψάσεις. Ξαπόσταινες λίγο και πήγαινες παρακάτω. Μα είναι καιρός τώρα που γέμισαν οι δημοσιές με δαιμονανθρώπους και γίνηκ’ ο τόπος έρημος. Έρημος σου λέω· τέτοια που τώρα καταλαβαίνεις τι θα πει να πεινάς και να διψάς για δικαιοσύνη. Γιατί άλλο να την αγαπάς, άλλο να τη γυρεύεις, άλλο να την εργάζεσαι και να την υπηρετείς· κι άλλο να την πεινάς και να τη διψάς.

Και πας… Κι η γλώσσα σου είναι στεγνή, τα χείλη σου σκασμένα. Κι αυτή η σκόνη… Δεν βλέπω· ανάθεμά τη σκόνη! Ποιος το ψιθύρισε; «Μακάριοι οι πεινωντες και διψωντες την δικαιοσύνην» (Ματθ. 5,6).

Περπατούσα μέσ’ τη σκόνη και ψιθύριζα μακαρισμούς «…και έκλαιγα και έλεγα και λέγω. Διατί έλεγα αυτό και λέγω με κλάματα να μας σώσεις και να είναι η δικιοσύνη σου; με αυτό φραινόμαστε και ζώμεν, ότι τιμωρίζεται γενικώς η αρετή και δοξάζεται η ασέβεια· Διατί περικαλιώμαι; Ότι αυτείνοι χάσαν τη δικιοσύνη σου και την υπόσκεσήν τους και όρκο τους και μας κατήντησαν τέτοιοι οπού φαινόμαστε, και μισαφιραίοι και κατατρεμένοι εις την πατρίδα της γεννήσεώς μας»¹.

Και περπατούσες μέσ’ στη σκόνη κι είπες «διψώ». «Ίνα τελειωθή η γραφή», γι’ αυτό κι εσύ το είπες (Ιω. 19,28). «Οι δε πλήσαντες σπόγγον όξους» (Ιω. 19,28) και χολής και δηλητηρίων και τοξινών φυσικών τε και συνθετικών, σού τον κουνούσαν –τον σπόγγο– πέρα-δώθε μπροστά στο πρόσωπο. Πάσας γοητείας και φαρμακείας μετερχόμενοι υπάρχουν· και γυάλιζε το μάτι τους. Έλεγαν: «Έστω δε ημών η ισχύς νόμος της δικαιοσύνης, το γαρ ασθενές άχρηστον ελέγχεται. ενεδρεύσωμεν δε τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν εστί και εναντιούται τοις έργοις ημών και ονειδίζει ημίν αμαρτήματα νόμου και επιφημίζει ημίν αμαρτήματα παιδείας ημών» (Σοφ. Σολ. 2,11).

Κι απέστρεψες το πρόσωπό σου απ’ αυτήν την αηδία. Αδικίας και ανομίας και αυθαιρεσίας μεστοί εστέ, είπες. Κι άρχισε η δίωξη κι η καταδίωξη. Ο διωγμός, δηλαδή που λένε, κι όλα τα συμπαρομαρτούντα. Αλλά αναρωτήθηκες: «Τότε γιατί λέω μεμνημένοι τοίνυν κλπ.;»², και σήκωσες φωνή μεγάλη: «Γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας, οπαδοί της αδικίας κι’ ατιμίας!»³. Ναι, εναντιούμαι τοις έργοις υμών!

Περπατούσα στην έρημο και ψιθύριζα «μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης (Ματθ. 5,10). Κι έκανα ώρα να δω ψυχή. Ώσπου φάνηκε ένας άλλος διψασμένος να ‘ρχεται με βήματα βαριά απ’ απέναντι. Διασταυρωθήκαμε, με κοίταξε με κόκκινα μάτια και μου λέει: «Ποια δικαιοσύνη ρε φίλε;». «Του Θεού του λέω, Του Θεού…». «Ε… τότε ‘ντάξει», μου λέει. «Είπα κι εγώ», μου λέει. Κι όπως έφευγε τον άκουσα που τραγουδούσε έναν ‘μανέ ρεμπέτικο.

Βγάλε κυρά μου το πανί που έχεις μπρος στα μάτια,
με το πανί τυφλώνουνται, όσοι φροντίζουν νόμους.

Βάλτο μπροστά στο στόμα σου, κάλυψε και τη μύτη,
έτσι, μαθές το συνηθάν όσ’ είν’ στους… υπονόμους.

Σε βρόμικα λαγούμια πας και στις στοές τις μαύρες.
Και το σπαθί τι το κρατάς; Άδικα το κραδαίνεις.

Μόνο το ζύγι κράτα το, φάρμακα κι άλλες σκόνες
και τ’ άσπρα των πολιτικών να τα καλοζυγίζεις.

Κι όπως χανόταν η φωνή πίσω μου μέσ’ στη σκόνη… «Έι, φίλε! Πώς σε λένε;», φώναξα. «Δαβίδ», ήρθ’ η απάντηση. «Περίμενε! Μη φεύγεις, άλλο τραγούδι ξέρεις;». Κοντοστάθηκε.

«Τι εγκαυχά εν κακίᾳ, ο δυνατός, ανομίαν όλην την ημέραν;
αδικίαν ελογίσατο η γλώσσα σου· ωσεί ξυρόν ηκονημένον εποίησας δόλον.
ηγάπησας κακίαν υπέρ αγαθωσύνην, αδικίαν υπὲρ του λαλήσαι δικαιοσύνην.
δια τούτο ο Θεός καθέλοι σε εις τέλος» (Ψαλ. 51,3-7).

Και αυτοί που διώκονται ένεκεν δικαιοσύνης σαν δουν τον αισχρό διώκτη τους, τον πάσα ένα ανθρωποδαίμονα, να πέφτει με θόρυβο…

«…θα γελούν που τον θωρούν κι ετούτα θα λογούνται·
Για δες τον, που βοήθεια Θεού δεν πεθυμούσε,
που στον περίσσο πλούτο του ήλπιζε και θαρρούσε,
κι έγινε μέγας και τρανός με ψέματα κι απάτες»⁴.

«Τοις δε Σαρδαναπάλου μνημείοις επιγέγραπται “Ταύτ´ έχω όσς´ έφαγον και εφύβρισα”»⁵.

Όσοι απομείνατε Έλληνες γυρνάτε μεσ’ τη σκόνη ψάχνοντας λίγο δίκιο να ξεδιψάσετε. Μα εγώ γυρνώ σ’ αυτήν εδώ την έρημο –τη λέω της Γεδρωσίας– για να ‘βρω κείνον που έχυσε το λίγο νερό που του πρόσφεραν. Ω παι, την από Γαυγαμήλων, θα του πω. Κι αυτός θα καταλάβει. Με τεντωμένο το σπαθί, απάνω στ’ άλογό του, καλπάζοντας θ’ ακοντιστεί καρφί προς τον Δαρείο. Του όφεος την κεφαλή, χάσιμο χρόνου τ’ άλλα. Ως τότε…

«Υπομονή αποκαμωμένο βλέμμα και θα ’ρθει η ώρα του σεισμού.
Κι ο ουρανός θ’ ανοίξει και για σένα.
Μίαν άνοιξη περιμένοντας
στο σταυροδρόμι.

Και θα ’χουν σταυρούς οι δρόμοι.
Και θα λάμπουν τ’ αδικημένα σας πρόσωπα.
Και πετράδια θα φοράτε τα δάκρυα που χύσατε.
Να ’ναι καλός μονάχα ο δρόμος που διασχίσατε»⁶.

ΑΓΙΑΣΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ 

Οι ιερές ακολουθίες της ευλογημένης πίστης μας μάς κερνούν ως νέκταρ αθανασίας τον Θεόπνευστο ποιητικό λόγο. Κατεξοχήν, μάλιστα, οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Ποιος δεν έχει ακούσει, για ν’ αναφέρουμε ένα παράδειγμα, ότι σήμερα Μεγάλη Τρίτη ψέλνεται το τροπάριο της Κασσιανής; Το τροπάριο αυτό είναι ένα ποίημα για τη μετάνοια που συνέθεσε μία όμορφη και λογιότατη κυρά της Πόλης που έζησε στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα μ.Χ. και αγίασε, καθώς έγινε μοναχή και ηγουμένη μοναστηριού.

Ακολουθώντας τον μέγα Πατριάρχη των ποιητών και υμνωδών της Αλήθειας, τον Προφητάνακτα Δαβίδ, είναι πολλοί οι Άγιοι της Ορθοδοξίας μας που με τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος έγραψαν ανυπέρβλητα ποιητικά αριστουργήματα. Αλλά μήπως κι ο λόγος του Ευαγγελίου δεν έχει ποιητικότητα; Δεν περιέχουν αποστροφές ουρανομήκους ποίησης τα γραπτά του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη και του Αποστόλου Παύλου; Όλα, μα όλα τα κείμενα των Αγίων της Ορθοδοξίας μας περιέχουν μαζί με το σωτηριολογικό τους μήνυμα και ποιητικό λόγο σπάνιας αξίας. Φωτισμένα και διδακτικά τα λόγια του σύγχρονου Αγίου μας του Πορφύριου: «Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής».[1]

Όσοι παρακολουθείται την αρθρογραφία μου, είδατε ότι τον τελευταίο καιρό καταπιάστηκα με την απόδοση ύμνων των Αγίων Ρωμανού, Ιωάννη Δαμασκηνού και Κοσμά του ποιητή. Ένιωσα πως η καθ’ υπερβολήν φτηνή, άχαρη, ποταπή, μίζερη, υποκριτική, άθεη, απνεύματη, κακοήθης και -για όλ’ αυτά- επικίνδυνα εγκληματική εποχή μας το απαιτούσε. Παράλληλα, όμως, όπως φαίνεται και σε παλιότερα άρθρα μου με τίτλους: «Η ποίηση είναι παντού»[2] και «Να ημερέψει η γη», εξαιτίας αυτής της αναγκαιότητας, με το ίδιο κίνητρο, ψάχνω να βρω τον υψηλού επιπέδου ποιητικό λόγο και σε μέρη που δεν είναι προφανή.

Σε μια εποχή ψευδαισθήσεων στην οποία κυριαρχεί το δήθεν, το επίπλαστο παντού, συμπεριλαμβανομένης της λογοτεχνίας και της ποίησης, θ’ ανθολογήσω στο σημερινό άρθρο αποσπάσματα υψιπετούς ποιητικού λόγου από τις επιστολές του Αγίου Ιωσήφ του ησυχαστή και σπηλαιώτη (1897-1959). Ο Αγιορείτης Γέροντας υπήρξε μέγας ασκητής και στύλος της Ορθοδοξίας και αγιοκατατάχτηκε το 2020.

Υπάρχουν πολλά εξαιρετικά βιβλία, πρακτικά συνεδρίων και ημερίδων, ομιλίες, ακόμα και ένα ωραίο ντοκιμαντέρ για τον βίο, το πνευματικό έργο και τις διδαχές του Αγίου Ιωσήφ. Σ’ αυτά θα βρει κανείς το μείζον, από θεολογικής απόψεως. Στο άρθρο αυτό, ακροθιγώς αναφέρομαι στο έλασσον, δηλαδή στη λογοτεχνική αξία του ποιητικού λόγου του Αγίου. Κι όμως -αυτή είναι η ομορφιά και η δύναμη της ποίησης- αυτό το έλασσον με έναν τρόπο καρδιακό μιλάει εξίσου δυνατά με το μείζον. Παρά το γεγονός ότι ο Άγιος έγραψε και έμμετρα ποιήματα που διασώθηκαν, εγώ δεν αλιεύω ποιητικά μαργαριτάρια από αυτά, αλλά από υψηλής ποιητικής αξίας αποστροφές του πεζού λόγου των επιστολών του. Ας δούμε, λοιπόν, πέντε μικρά παραδείγματα που διάλεξα. Στο σύντομο σχόλιο που ακολουθεί, προσπαθώ να διασκεδάσω την αμηχανία μου μπροστά στο Αγιοπνευματικό ποιητικό φαινόμενο.

α) «Αχ, αδελφή μου, τα δάκρυά μου ην απερίγραπτα, και τώρα εισέτι δεν μπορώ να τα αναχαιτίσω δια να γράψω· αλλά και το χαρτί σου που γράφω εγέμισα».[3]
Αχ, Άγιε! Πώς «αναχαιτίζει» κανείς τα τέτοιας λογής δάκρυα; Ειδικά εάν είναι «δια να γράψει;» Και το χαρτί της πώς το γεμίζεις με δάκρυα; Και με λόγια αγιασμένα το γεμίζεις, αλλά μην το κάνουμε θέμα. Πώς το ποτίζεις και το χαλάς με δάκρυα το χαρτί; Ναι, όντως φαίνεται αναγκαία η αναχαίτιση.

β) «Ω γλυκειά μας Μανούλα, ω φως της ψυχής μας, ω αγάπη ανόθευτος, ω ζωή της ψυχής μας!» [3]
Ω γλυκύτατε πάτερ! Πώς…; Πώς τα κατάφερες και τα είπες όλα για την Παναγιά μας μέσα σε μια γραμμή; «Αγάπη ανόθευτος», «Ζωή της ψυχής μας». Ο Παράκλητος στα ψιθύρισε στ’ αυτί και τα ‘γραψες· άλλη εξήγηση δεν έχω…

γ) «Όμως, μην λησμονής ότι η ρίζα σου είναι το χώμα. Και αν λάβη το πνεύμα Αυτός όπου σοι το έδωσεν, εσύ πάλιν θα κτίζεσαι στα ντουβάρια».3
Ζωή μου, η ρίζα σου φυτρώνει στο χώμα. Αλλά ζωή μου, η ρίζα σου είναι κι ίδια της χώμα. Και θάνατος σωματικός εστί να γίνω πάλι χώμα· και να με πάρει -να με πάρει λέω- ένας τίμιος ή άτιμος -το ίδιο κάνει- εργάτης, για να χτίσει ένα ντουβάρι. Καλό Παράδεισο παιδιά!

δ) «Θέλων να διαθερμάνω της ψυχής σας την θέρμην…»
Και το καταφέρνεις Άγιε Ιωσήφ. Διαθερμαίνεις της ψυχής μας την θέρμη. Και τω Θεώ Δόξα!

ε) «Έκανε 17 έτη εις την κορυφήν του Προφήτου Ηλία παλεύων με δαίμονας και κεραυνιζόμενος από τους καιρούς, έμεινε άσειστος στύλος υπομονής».
Αν γραφόταν αυτό ως επίγραμμα απάνω στον τάφο (σιγά μην βρεις τάφο!) του Γέροντα Γεράσιμου του ασκητή (σε αυτόν αναφέρεται ο Άγιος Ιωσήφ) θα λέγαμε πως μόνο ένας νέος Πίνδαρος θα μπορούσε να έχει γράψει κάτι τέτοιο…
Τέτοια ανυπέρβλητη αξία έχει ο ευλογημένος και χαριτωμένος θεόπνευστος ποιητικός λόγος των Αγίων της πίστης μας. Δώστε βάση. Πιο εύκολα θα περάσει τότε το Πάθος. Κι η Ανάσταση μετά δεν αργεί!

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ 

Απ’ όσες κουβέντες μπορεί ν’ ακούσει κανείς σ’ αυτή τη ζωή, η πιο βαριά είναι το «για πάντα»· αυτό που ακούμε στην Εκκλησία να το λεν «εις τους αιώνας των αιώνων». Βρίσκω την απολυτότητα και τη μονιμότητα του «για πάντα» συντριπτικές. Για να ακριβολογώ, το συνταρακτικό της υπόθεσης είναι κυρίως η επίγνωση της εγκατάστασης σε μια απαράλλακτη εις το διηνεκές κατάσταση.

Μια τέτοια μονιμότητα στη ζωή πάνω σε τούτη τη γη είναι φενάκη. Τίποτα, ούτε κι η ζωή μας καθαυτή, δεν κρατάει για πάντα. Η φθαρτότητα κι η ευμεταβλητότητα των γήινων πραγμάτων δεν επιτρέπουν στα ευχάριστα να κρατούν για πολύ. Αλλά και για τα δυσάρεστα, ακόμα και γι’ αυτά που δεν περνούν αλλά διαρκούν και φαντάζουν αναπόδραστα, υπάρχει πάντα μια ελπίδα απαλλαγής. Άγνωστη, αδιόρατη, αλλά η ελπίδα είναι εκεί – θαύματα σου λέει γίνονται. Μια τέτοια ελπίδα υπάρχει ως απαντοχή. Άλλωστε, στο τέλος-τέλος υπάρχει η ελπίδα μιας μετά θάνατον καλύτερης ζωής.

Το βαρύγδουπο «για πάντα» για το οποίο μιλάω, πάντως, δεν μπορεί ν’ αναφέρεται στον παρόντα φθαρτό βίο. Αυτού του είδους η μονιμότητα έχει νόημα μόνον στις συνθήκες αφθαρσίας της μέλλουσας ζωής. Μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και την έγερση όλων των ανθρώπων από απαρχής κόσμου και την κρίση, η ύπαρξή μας θα βρεθεί ξάφνου μπροστά σ’ αυτό που ονομάζεται αιωνιότητα. Και τότε τέρμα πια η μίξη κι οι εναλλαγές της χαράς με τη λύπη του παρόντος βίου. Εκεί πια είτε απόλυτη χαρά κι ευτυχία κοντά στον Τριαδικό Θεό (παράδεισος), είτε απόλυτη θλίψη κι ανυπόφορη δυστυχία μακριά Του (κόλαση). Τρυφή ή άλγος. Φως ή σκοτάδι. Αλλά προσέξτε: για πάντα!

Λένε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Και πόσο δίκιο έχουν! Πράγματι, όταν όλοι θα αναστηθούν, τότε είναι που θα πεθάνει η κυρά ελπίδα· τελευταία. Γιατί, θα χάσει το νόημά της – γι’ αυτό λέω πως θα πεθάνει. Αν σωθείς κι είσαι στον παράδεισο κοντά στον Χριστό η ελπίδα δεν έχει νόημα. Η απώλεια της ελπίδας σ’ αυτήν την περίπτωση είναι η μόνιμη κι εφάπαξ πραγμάτωσή της· είν’ αφορμή ανείπωτης χαράς. Οι μακάριοι σωσμένοι ουρανοπολίτες θα συνειδητοποιήσουν τότε πως η προσδοκία και το όνειρο της ευτυχίας που είχαν έχει πια υποστασιαστεί. Η μετοχή τους στη Βασιλεία των Ουρανών είναι ανταμοιβή στο υπερπολλαπλάσιο. Ο απόλυτος βαθμός της ικανοποίησης και της γνώσης ακυρώνουν τη φαντασία. Από πού να γεννηθεί τότε η ελπίδα; Τί καλύτερο να ελπίσει κανείς; Από την άλλη, ο θάνατος της ελπίδας για τους κολασμένους θα είναι το επισφράγισμα του ανείπωτου κι αβάσταχτου βασανιστηρίου τους. Αυτό το «για πάντα» χωρίς –έστω– την ελπίδα μιας κάποιας μεταβολής ή ανακούφισης πώς να το περιγράψει, πώς να το διανοηθεί κανείς; Κόλαση…

Ας σταθούμε, λοιπόν, μια στιγμή κι ας σκεφτούμε. Δεν είναι να τρέξουμε μακριά, ούτε να χώσουμε το κεφάλι στην άμμο σαν τη στρουθοκάμηλο. Δεν υπάρχει στοίχημα στη ζωή πιο μεγάλο, πιο σημαντικό και πιο σοβαρό απ’ αυτό. Είτε η μεγαλύτερη και πιο ένδοξη νίκη είτε η πιο πικρή και ολοκληρωτική ήττα. Και μάλιστα –επιμένω σ’ αυτό– η έκβαση θα είναι τελειωτική, μόνιμη, για πάντα…

Δυο δράμια μυαλό να είχαμε στο κεφάλι μας, θα καταλαβαίναμε πως αυτός ο αγώνας δεν είναι για να χαθεί με τίποτα. Γιατί έτσι είναι τα πράγματα. Έτσι, όπως μας τα είπε ο Χριστός, οι Απόστολοι κι οι Άγιοι Πατέρες της Ορθοδοξίας μας. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και μόνο τις μαρτυρίες για την εμφάνιση στη νήσο Λέσβο των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης που γιορτάζουν σήμερα, Λαμπροτρίτη, να διαβάσει κανείς, αρκεί για να το καταλάβει. Μόνο να θέλει να το ψάξει καλοπροαίρετα και ν’ ακούσει τον λόγο των Αγίων μας, παλιότερων και σύγχρονων, αρκεί.

Αλλά αντί να κοιτάξουμε την πραγματικότητα, παρασυρόμαστε με τα παπατζιλίκια. Χάσαμε τις πνευματικές αισθήσεις και πορευόμαστε με τις ψευδαισθήσεις. Ακούμε για τον Χριστό και τους Αγίους και βουλώνουμε τ’ αυτιά και τρέχουμε μακριά, μήπως τυχόν και βγούμε από τον ψεύτικο κόσμο της αποχαύνωσης στον οποίο μάθαμε να ζούμε. Αυτόν τον κόσμο της ανόητης μέθης, της ψευτιάς και της παράνοιας τον οποίο κληρονομούμε και στα παιδιά μας που δεν φταίνε τα καημένα σε τίποτα. Αλλά την πραγματικότητα τη λένε σκληρή, γιατί τέτοια είναι όταν την αγνοείς.

Άντε να πω πως δεν θέμε να τ’ ακούσουμε αυτά που λέει ο Χριστός κι οι φίλοι του οι Άγιοι μας, γιατί μας ξεβολεύουν και μας λένε να σταματήσουμε τον κατήφορο του δρόμου της κακίας. Άντε να πω πως ζοριζόμαστε όταν βλέπουμε τον ιδρώτα και το δάκρυ και τον αγώνα που ‘χει ο δρόμος της αρετής. Αυτό το «για πάντα», όμως, πώς γίνεται να τ’ απωθούμε απ’ την σκέψη μας; Αυτό δεν το καταλαβαίνω…

Για καιρό τώρα ακολουθούμε ανθρώπους παπατζήδες, τα δουλικά του εξαποδώ. Μοιραία ήρθε η σκληρή πραγματικότητα να μας ζητήσει τα ρέστα. Τα χαστούκια της όσο πάνε δυναμώνουν. Θα μας ξυπνήσουν από την υστερία και τη χαύνωση; Μήπως, λέω, και ξυπνήσουμε στο παρά πέντε σαν τον σταυρωμένο ληστή. Ότι είναι βαρύ κι ασήκωτο της κόλασης το «για πάντα»…

ΨΗΦΙΣΤΕ ΑΤΙΘΑΣΑ

Το σύστημα του κομματικού φεουδαλισμού που κρατά διαχρονικά δέσμια τη χώρα μας, ανήκει σε έναν ευρύτερο διεθνή αποικιοκρατικό-εξουσιαστικό μηχανισμό. Ανά εποχές και σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες το γεγονός αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές.

Ουσιαστικά, ο εκάστοτε πρωθυπουργός της χώρας έχει τη θέση του ιθαγενή έπαρχου-κυβερνήτη της αποικίας και το πολιτικό σύστημα είναι ο ευρύτερος υποστηρικτικός μηχανισμός του. Τα καθήκοντά του δεν περιλαμβάνουν τη λήψη αποφάσεων, αλλά την εφαρμογή αποφάσεων που έχουν ληφθεί εκτός της χώρας από την υπερκείμενη αρχή. Προφανώς οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με γνώμονα τα συμφέροντα της αποικίας, αλλά αυτών που τη διαφεντεύουν. Άλλωστε, από τη φύση τους οι αυτοκρατορίες και οι διάφορες παραλλαγές του αποικιοκρατικού-φεουδαρχικού συστήματος που επιβάλλουν, εκμεταλλεύονται και συχνά ξεζουμίζουν μέχρι εξαθλίωσης τις αποικίες και τους υποτελείς δουλοπάροικούς τους.

Επομένως, το εγχώριο πολιτικό προσωπικό δεν κοπιάζει για την παραγωγή ιδεών, μέτρων, θεσμών και νομοθετημάτων υψηλής και χαμηλής πολιτικής. Αυτά του υπαγορεύονται. Εκεί που ξοδεύει την ενέργειά του, αυτό για το οποίο αμείβεται σχετικώς πλουσιοπάροχα, είναι η υλοποίηση και η εφαρμογή τους. Αυτό είναι πιο δύσκολο από όσο ακούγεται, καθώς θα πρέπει συνεχώς να ικανοποιούνται τρεις συνθήκες:

α) Να συντηρείται η ψευδοφάνεια ενός κατ’ επίφαση δημοκρατικού πολιτεύματος.

β) Να ανταμείβονται οι πολυάριθμοι άτυποι αξιωματούχοι των χαμηλότερων βαθμίδων και οι συνεργάτες του συστήματος μέσα στις κομματικές, κρατικές, κοινωνικές και επαγγελματικές δομές.

γ) Να αποκρύπτονται, να διασκεδάζονται και αν χρειαστεί να καταστέλλονται με πλάγια μέσα οι αντιδράσεις. Να ξεθυμαίνει ο κοινωνικός αναβρασμός. Τελικά, να συλλέγονται τα απαραίτητα εκλογικά ποσοστά που απαιτούνται για τη συνέχιση και επιβίωση του συστήματος.

Στη δυσάρεστη πραγματικότητα που συνοπτικά παρουσιάζω παραπάνω, έχω αναφερθεί στην αρθρογραφία μου τα τελευταία χρόνια με διάφορους εκφραστικούς τρόπους και προσεγγίσεις. Είναι, βέβαια, αρκετοί οι διανοητές παλαιότεροι και σύγχρονοι που την περιγράφουν –είτε στις διάφορες εκφάνσεις της είτε εποπτικά– με τη δική τους οπτική. Από τους σύγχρονούς μας ενδεικτικά αναφέρω ειδικούς στο αντικείμενο επιστήμονες όπως τον πολυγραφότατο ομότιμο καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου Γιώργο Κοντογιώργη, τον ομότιμο καθηγητή της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργο Κασιμάτη και τον αρκετά νεότερο δραστήριο πολιτικό επιστήμονα Σταύρο Καλεντερίδη.

Δεν ξέρω πόσο εισακούγονται όλα όσα έχουν αναλύσει στο επίπεδο της πολιτικής προσέγγισης του ζητήματος αυτοί, αλλά κι άλλοι αξιόλογοι συμπατριώτες μας στο δημόσιο γραπτό και προφορικό τους λόγο. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι. Αυτό συμβαίνει για τρεις κυρίως λόγους:

α) Το εξουσιαστικό σύστημα κορύφωσε τη φαυλοκρατική συμπεριφορά του. Δίνεται η εντύπωση ότι η προεργασία που έγινε όλα τα προηγούμενα χρόνια, έφτασε στο επιθυμητό σημείο. Πλέον προχωρά απροκάλυπτα και θέτει σε εφαρμογή σχεδιασμούς για την επιβολή ενός σκληρότερου καθεστώτος με σύγχρονα χαρακτηριστικά ολοκληρωτισμού.

β) Οι διεθνείς οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενεργούν και αποκαλύπτονται πλέον ξεκάθαρα ως εργαλεία ενός υπερεθνικού εξουσιαστικού συστήματος με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά για την εφαρμογή σύγχρονων εκδοχών αποικιοκρατίας και φεουδαρχίας. Δεν προασπίζονται τη δημοκρατία και τις παραδοσιακές αξίες της.

γ) Ο πλανήτης βρίσκεται σε εμπόλεμη αναταραχή. Ο πόλεμος θα επεκτείνεται και θα κλιμακώνεται με κλασσικά, αλλά και με άλλα σύγχρονα και καινοφανή μέσα και αναμένεται να επηρεάσει δραματικά και την πατρίδα μας.

Τα αποτελέσματα των επόμενων εκλογών θα επηρεάσουν καίρια την ένταση και τον χαρακτήρα των έμπονων δοκιμασιών του ελληνικού λαού, οι οποίες θα κλιμακωθούν το επόμενο διάστημα. Δεν είναι μόνο θέμα αξιοπρέπειας και πατριωτισμού· είναι πια θέμα επιβίωσης η διεκδίκηση της εθνικής μας κυριαρχίας και μιας κρατικής δομής αυθεντικά δημοκρατικής και αφιερωμένης στο ευ ζην του πολίτη. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται:

α) Τα χαμηλόβαθμα στελέχη και οι ψηφοφόροι των κομμάτων εξουσίας να συνειδητοποιήσουν ότι, μπροστά στα επικείμενα γεγονότα, τα όποια ανταλλάγματα πήραν θα εξαϋλωθούν και όσα προσδοκούν να πάρουν θα ακυρωθούν. Ως απλοί στρατιώτες του κομματισμού, είναι απολύτως αναλώσιμοι. Ήρθε η ώρα να δουν το συμφέρον τους με τη ματιά του σοφού Περικλή. Όσο βολεμένοι κι αν είναι στα ιδιωτικά τους πράγματα θα καταστραφούν τελείως, αν καταστραφεί η πατρίδα. Αν όμως ξεβολευτούν, ακόμα κι αν είναι σε δύσκολη θέση προσωπικά, έχουν πολλές ελπίδες να σωθούν αν η πατρίδα στέκεται στα πόδια της.

β) Οι ψηφοφόροι που αγαπούν τις παραδοσιακές αρχές του ελληνικού κι Ορθόδοξου πολιτισμού να μην παρασυρθούν και πάλι από κάποιο κόμμα του τύπου «ΛΑΟΣ» ή «ΑΝΕΛ.» που για μια ακόμα φορά ετοιμάζεται να υφαρπάξει τη ψήφο τους, ώστε να την ακυρώσει. Το σύστημα είναι πάντα ένα βήμα μπροστά και έχει ήδη έτοιμη την παγίδα. Όποιος μπορεί να βάλει δυο σκέψεις στη σειρά καταλαβαίνει…

γ) Ο Έλληνας ψηφοφόρος να ενεργήσει απροσδόκητα, ασύμμετρα, απρόβλεπτα. Τα υπερεθνικά κέντρα εξουσίας σχεδιάζουν επιμελώς και μεθοδικά. Έχουν ήδη λάβει τα μέτρα τους απέναντι στις προφανείς κατευθύνσεις της εκλογικής μας αντίδρασης. Η ενίσχυση μικρών κομμάτων με απολύτως μηδενική προϊστορία στο Κοινοβούλιο είναι μονόδρομος. Η αναστάτωση του υπάρχοντος πολιτικού σκηνικού είναι ο μοναδικός δόκιμος και εφικτός στόχος στην παρούσα συγκυρία. Η απροσδόκητη εκλογική συμπεριφορά δεν είναι πολιτική λύση· αλλά θα δημιουργήσει γόνιμες συνθήκες γι’ αυτήν.
Εκτός από αρετή θέλει και τόλμη η ελευθερία.

ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑ 

Στις λογοτεχνικές μου αναζητήσεις, τον τελευταίο καιρό, συνεχώς εμφανίζεται μπροστά μου και μ’ απασχολεί γόνιμα το ζήτημα της σχέσης που έχει η μορφή (η τεχνική) με την ουσία (το νόημα) στη λογοτεχνία, αλλά και στην τέχνη γενικότερα. Αφορμή στάθηκε η εμπειρία που αποκόμισα από την προσπάθειά μου να αποδώσω ποιητικά τους ύμνους του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού. Στο εισαγωγικό σημείωμα της πρόσφατης έκδοσης αυτού του εγχειρήματος,1 εξηγώ γιατί η μορφή στην οποία κατέληξα («ένας δεκαπεντασύλλαβος με σπασίματα και ύφος που παραπέμπει στη δημοτική, τη λαϊκή μας παράδοση»), προσφέρει στο να ζωντανέψει ποιητικά την απαράμιλλη τέχνη του Αγίου Ρωμανού στη σύγχρονη εκδοχή της γλώσσας μας.

Προσφάτως, χρειάστηκε να ετοιμάσω τη σύντομη τοποθέτησή μου για την παρουσίαση δύο βιβλίων2,3 του φίλου λογοτέχνη Αλέξανδρου Κοσματόπουλου, που θα γίνει μεθαύριο Πέμπτη στις 19:30 στην αυλή της Αγιορείτικης Εστίας (όσοι είστε στη Θεσσαλονίκη, αξίζει τον κόπο να έρθετε).

Το ένα από τα δύο βιβλία που θα παρουσιαστούν δεν είναι καινούργιο. Τιτλοφορείται Ο πιο σύντομος δρόμος, και είναι επανέκδοση (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1999).

Καθώς κατατριβόμουν με την παρουσίαση, λοιπόν, συνειδητοποίησα το πόσο εμφανής γίνεται στο συγκεκριμένο έργο μια υποδειγματικά άρρηκτη σχέση μορφής και ουσίας. Δηλαδή, υπάρχει η κατάλληλη επιλογή των στοιχείων εκείνων της συγγραφικής τεχνικής που δένουν απόλυτα και υπηρετούν το όλο νόημα του έργου. Το στοιχείο αυτό που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία στα καλύτερά της, είναι πολύ χαρακτηριστικό και σε ένα ακόμα βιβλίο του Αλέξανδρου, με τίτλο Ο αγρός του αίματος.4

Το πράγμα, όμως, δεν σταμάτησε εκεί· τα θετικά πρότυπα συνέχισαν να εμφανίζονται μπροστά μου. Ο Ισίδωρος Παπαδάμου, καλός φίλος του Αλέξανδρου, είναι φιλόλογος, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και του τζουρά, τραγουδοποιός, αλλά και γνωστός οργανοποιός εγχόρδων. Οι παλιότεροι θα θυμούνται τη φωνή και το μπουζούκι του στο συγκρότημα των Χειμερινών Κολυμβητών, τη δεκαετία του ’80 και του ’90. Ο Ισίδωρος είναι ωραίος και αυθεντικός καλλιτέχνης. Οι στίχοι του περιέχουν στιγμές υψηλής ποιητικής δημιουργίας. Δείτε μία που καταγράφει στο βιβλίο Ο πιο σύντομος δρόμος3 ο Κοσματόπουλος:

Τα βράδια που ζήσαμε τα ονειρικά
μέσα σ’ ιδέες τυλιγμένοι
με μαζεμένα κι απλωμένα τα φτερά
κι ενώ μιλούσαμε απαλά
η καρδιά μας ήτανε σχισμένη.

Αλλά και η μουσική του, ενώ συνδυάζει στοιχεία του παραδοσιακού και του ρεμπέτικου, απομακρύνεται συχνά απ’ αυτά και τα υπερβαίνει ελεύθερα και ιδιόρρυθμα, αλλά πάντοτε αρμονικά. Έτσι, ως σύγχρονη δημιουργία με χαρακτηριστικό προσωπικό ύφος, διαλέγεται γνήσια με την παράδοση και τη συνέχεια της ελληνικής μουσικής ανά τους αιώνες. Αυτό στις μέρες μας σπανίζει. Αλληγορικά μιλώντας: αν ζούσε ο Στράτος Παγιουμτζής, θα έβλεπε πιο πολλά στοιχεία της καλλιτεχνικής του ψυχής μέσα σ’ ένα τραγούδι του Ισίδωρου, παρά σ’ ένα τραγούδι δικό του παιγμένο από μια σύγχρονη λαϊκή ορχήστρα. Πώς γίνεται αυτό; Και πώς γίνεται ν’ ακούς Παπαδάμου και να νιώθεις (όχι ν’ αντιλαμβάνεσαι, να νιώθεις) μια συνάφεια με τη βυζαντινή λαϊκή μουσική, όσο μπορούμε να την γνωρίζουμε από τις προσπάθειες του μεγάλου συνθέτη και μουσικολόγου μας Χριστόδουλου Χάλαρη;

Γίνεται, καθώς το γράφει ο Γιώργος Σεφέρης για ανάλογο ζήτημα που αφορά το λογοτεχνικό ύφος και τη γλώσσα. Μιλάει για την «ατόφια ελληνική φωνή» στα δημοτικά τραγούδια και στα γραπτά του Μακρυγιάννη, θέτοντάς τα ως παραδοσιακό θεμέλιο και λέει: «Αυτή είναι η φύση της γλώσσας μας. Το στοιχείο που μας καθαρίζει και μας οδηγεί, και που, δουλεύοντας την έκφρασή μας, θα πρέπει να μιμηθούμε, όχι εξωτερικά καθώς έγινε κάποτε ως την κατάχρηση, αλλά στην εσωτερική του λειτουργία…».5

Μετά απ’ αυτά τα θετικά πρότυπα, η συγκυρία μού ’φερε και το αρνητικό. Όλα πήγαιναν καλά στον Όρθρο. Σαν ξεκίνησε όμως η Θεία Λειτουργία, αντί για τους ψάλτες ανέλαβε δράση μια χορωδία ανδρών με ύφος κανταδόρικο. Ανακατεύτηκε η ψυχή μου. «Αυτή τη μουσική παράδοση, την ιερή και πανάρχαιη, αγωνίζονται να διασπάσουν, να παραποιήσουν οι διάφοροι ανόσιοι και άμουσοι κανταδόροι, που ακούγονται, δυστυχώς ακόμα να παρεμβάλλουν τις φωνητικές επιδεικτιάσεις τους ανάμεσα στους σεμνούς ύμνους της λειτουργίας…», έγραφε ο Μυριβήλης.6

Ο Κόντογλου έγραψε, βέβαια, τα περισσότερα γι’ αυτούς που θέλουν «να ντύσουν “τα αμάραντα μνημεία” της υμνολογίας, με άλλο μουσικό φόρεμα της εποχής μας, ήγουν με την ανθισμένην αμυγδαλιά, με βαρκαρόλες, και τα παρόμοια».7 «Ποιος Έλληνας μπορεί να πει πως νιώθει κατάνυξη από τα μουσικά αυτά μασκαραλίκια…», γράφει αλλού.8

Πόσο ακαλαίσθητη, παράταιρη και φτηνή μπορεί να γίνει η τέχνη, όταν η μορφή απάδει προς την ουσία… Κρίμα στις Μητροπόλεις που σχετίζονται επισήμως με τέτοια φαινόμενα.

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΜΑΓΙΑΤΙΚΟ 

Σε δυο μέρες θα ξεκινήσει στη Θεσσαλονίκη η 19η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου. Ο αέρας της πόλης –μαζί με τις μαγιάτικες μυρωδιές– άρχισε ήδη να φέρνει κι αυτήν του φρεσκοτυπωμένου βιβλίου. Σ’ αυτό το κλίμα, λέω σήμερα να κάνω το κέφι μου και να ανθολογήσω από τον ποιητικό λόγο δικών μου φίλων και γνωστών. Παίρνω να σας κεράσω, λοιπόν, αποσπάσματα απ’ τα γραπτά τους που μ’ άρεσαν. Όπως μου ‘ρχεται θα σας τα δώσω, σκέτα χωρίς σχόλια. Έτσι, όπως μου ’ρχεται τ’ αντιγράφω· σας τα δίνω γι’ αντίδοτα στα δηλητήρια της εποχής.

Γράφει ο Αλέξανδρος1
Στο ποίημα «Αποχαιρετισμός»:

Ξημέρωμα στα τείχη ακούς θρήνο
πέτρες, κονιορτός στις κατακόμβες
σκάβουν θεμέλια σπιτιών –
οι λέξεις έχουν ιστορία
στιγμή γεννιούνται και υπάρχουν.

Και στο «Περιφορά»:

Τροχιές γραμμένες στις αχτίνες του ήλιου
ο Θεριστής ο Τρυγητής ο Αλωνάρης ανακαλούν
ονόματα
όχι σκέψεις που καθρεφτίζουν καημούς
λόγια ν’ απηχούν σημασίες πραγμάτων.

Παιχνίδι της μέρας η μιλιά του ανθρώπου
η σκέψη στένεψε τον κόσμο.
Άνω σχώμεν τας καρδίας.

Γράφει ο Γιάννης2
Στο ποίημα «Ήλιε»:

Στην άμμο της Κεραμωτής κλαις,
όταν ξημερώνει,
στην άκρη μιας ματιάς κλειστής,
η νύχτα μένει μόνη.

Και στο «Θρησκειοείδωλα»:

Θεέ τρισσέ στο ένα σου και ένα στα τρισσά σου,
έδειξες αυτοπρόσωπα
τα δικαιώματά σου.

Γράφει η Μαρία3
Στο ποίημα «Εν δυνάμει πραγματικότητα»:

Χρόνια γλυπτικής ο άνεμος
κι η θάλασσα
κι ο βράχος
λιγοστεύει φλούδα φλούδα
Έτσι σμιλεύεται ο στίχος.

Και στο «Απολογία»:

Μάρτυς μου τα δάκρυα
ορκιζόταν
λες κι ο πόνος
είναι ζήτημα αλήθειας.

Γράφει ο Κώστας4
Στο Όρος
ο ήλιος
βιάζεται να βγει.

Θέλει κι αυτός να συνεργήσει.

Στην καύση της καρδίας.

και:

Έρχεσαι πάλιν
Άνοιξη
και προκαλείς πάλην.
Ένδοθεν.

κι ακόμα:

Κυκλοφορούν ελεύθερες
λέξεις που έχασαν
το νόημά τους

και δεν βολεύονται
σε καινούργιες γνωριμίες.

Γράφει η Βιβή5
Η Μάνα: Κάθε φορά που, κάτι, μας έβγαζε, καινούριο
από την καθημερινότητά μας, κι ο πιο απλός πυρετός
ίσως, χωνόμουν στην πολυθρόνα της γωνίας. Μάζευα τα
πόδια από κάτω μου. Μια μπάλα γινόμουνα. Να κρυφτώ
ήθελα. Να μη με δει ο Θεός και θυμηθεί ότι υπάρχω
και μου στείλει κι άλλη δοκιμασία.

και:

Ήλθε η Κόρη! Ω! είναι τόσο όμορφη κι αυτή.
Δεν έχει γαλάζια μάτια σαν τ’ αγόρια.
Έχει όμως καρδιά 20 αγοριών.

Γράφει ο Τάσος6
Στο διήγημα «Εικοσικάτι Ιουνίου»:

Κάθε πρωί που ξυπνώ σκίζω το χαρτάκι της προηγούμενης από το ημερολόγιο. Εικοσιπέντε Ιουνίου. Των Φεβρωνίας, Ορεντίου, Γεωργίου και Προκοπίου του Νεομάρτυρος. Εικοσιπέντε Ιουνίου… Κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει… θα θυμηθώ! Τι είναι σήμερα; Σέρνω τις σαγιονάρες μου προς τον καναπέ. Παίρνω να διαβάσω το βυζαντινό κράτος του Ιωάννη Καραγιαννόπουλου και ρουφάω χρονολογίες και ονόματα αυτοκρατόρων. Αναρωτιέμαι πόσοι και πώς έγιναν αυτοκράτορες μέσα στους αιώνες. Μόνον εγώ δεν κατάφερα να γίνω αυτοκράτορας του εαυτού μου.

και στο «Κουαρτέτο»:

Είναι στιγμές που μια αφελής αισιοδοξία σε κάνει να πιστεύεις ότι το πεπρωμένο κάνει το χατίρι στις επιθυμίες σου!

Γράφει ο Διονύσης7
Στο ποίημα «Ανδρέας Κάλβος»:

Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι: οι ποιητές
θα αμφιβάλλουν για την κάθε τους λέξη και το κάθε τους
βήμα, σίγουροι για τη ματαιότητα των λόγων και των έργων τους,
και οι μισθοδοτούμενοι των τυράννων θα παρακολουθούν
από τη σκιά, σίγουροι ότι προσφέρουν ανεκτίμητες
υπηρεσίες στην ανθρωπότητα.

Και στο «Πήγαινες στη δουλειά»:

Παράξενο που τόσα χρόνια
πάντα στην ίδια αυτή διαδρομή
δεν είχες δει ούτε τα δέντρα ούτε τα βουνά
παράξενο που όλο έτρεχες για να προλάβεις
σαν μια σκηνή από ταινία σε επανάληψη.

Γράφει ο Ισίδωρος
Στο τραγούδι «Σεντουκιασμένοι φλώροι»:8

Κάποιοι ποθούν να κυβερνούν
σε χώρα, σε βαπόρι
μα δεν το ξέρουν που ’ν’ κι αυτοί
σεντουκιασμένοι φλώροι.

και στο «Φαλτσέτες»:9

Ο ύπνος μου δυσκόλεψε και η ζωή φωνάζει,
που ’ναι βρε ψεύτη άνθρωπε το πάθος που κοχλάζει;

Το ’χω ακόμα μέσα μου, ζωή που με μαλώνεις.
Σου ’στρωσα ωραία απλωσταριά, τα ντέρτια σου ν’ απλώνεις.

Τι κι αν με κόβεις με γυαλιά, με σχίζεις με φαλτσέτες,
τις εμορφιές μου θα ζητάς, για να τις πίνεις σκέτες!

Αυτά ήταν τα λουλούδια που ’κοψα, για να σας τα προσφέρω σήμερα. Κατά μια έννοια –έτσι ανθολογώντας– μπορεί να πει κανείς πως… «πιάσαμε τον Μάη» και μ’ έναν άλλον τρόπο.

_____
1. Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Μικρά είσοδος, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1978.
2. Ιωάννης Γ. Κουρεμπελές, Ξενοτόκος, εκδ. Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2018.
3. Μαρία Λάτσαρη, Εν δυνάμει πραγματικότητα, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2016.
4. Κωνσταντίνος Δ. Σαμοΐλης, Εν αγνοία μου, εκδ. Τύρφη, Θεσσαλονίκη 2023.
5. Βιβή Φαρσαλιώτου, 75 μέρες και 1 βράδυ μαζί, εκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2022.
6. Τάσος Κουδούνης, Η αμηχανία του ασανσέρ και άλλες ιστορίες, εκδ. Το κεντρί, Θεσσαλονίκη 2014.
7. Διονύσης Στεργιούλας, Καθόλου ποιήματα, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2019.
8. Ισίδωρος Παπαδάμου, Άλμπουμ Σεντουκιασμένοι φλώροι, «Σε δισκάδικα δεν μπαίνουν ούτε κέρδη τα μαραίνουν» Records, 2007.
9. Andreas Papadamou (27.4.2023), «”Οι φαλτσέτες” μουσική-στίχοι: Ισίδωρος Παπαδάμου» (Video), YouTube, https://www.youtube.com/watch?v=qDJs9AsHIwI.

.

ΚΑΘΑΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ (2023)

ΤΙ ΕΓΡΑΦΑ;

Έγραψα ποιήματα
που ’ταν εκεί ολόγυρα,
παντού·
άδικο το ‘βρισκα
π’ άλλος κανείς
δεν κάθονταν να τα
καθαρογράψει.

(2019)

ΤΟΥ ΒΡΑΧΟΥ

Ώδινεν βράχος
κι έτεκεν εκείνο το τραγούδι
που ως κόρη
το ’δαμε να βγαίνει μουσκεμένο
απ’ τη θάλασσα της συγκίνησης.

Έτρεχαν τ’ αλμυρά νερά από πάνω της
κάτω στην άμμο.
Κι ύστερα έκανε λίγο έτσι,
σκύβοντας ελαφρά στα δεξιά κι
έπιασε με τα δυο χέρια
τα μακριά μαλλιά της.

Τα έστυψε -θυμάσαι;- κι έπεσε κι άλλο
νεράκι κάτω.

(2019)

ΑΧΥΡΟ

Κάμποσο απ’ το ξερό χόρτο της λογικής
επιτέλους εμποτίστηκε.

Ως εκ τούτου
άχυρο επίλοιπο,
εις το όνομα της καθίζησης
σε ταΐζω στους κινητήριους ίππους

της κοινά αποδεκτής άνοιξης.

(1991)

ΤΕΚΤΟΝΕΣ ΕΥΠΑΛΑΜΩΝ ΥΜΝΩΝ

Όχι άλλες αισθηματολογίες
και πράγματ’ αλλοπρόσαλλα,
άμετρα και αταίριαστα
προς εντυπωσιασμούς ακαλαίσθητους.

Προς Θεού,
μη γράφετε άλλο έτσι βρε παιδιά!

Και τον λόγο γιατί τον σακατεύετε;
Αφήνοντας κάτι λέξεις σαν αγκωνάρια
απά στο μονοπάτι.

Με βρίσκουν συνέχεια στο καλάμι·
και πονώ.

(2019)

ΠΡΟΤΡΟΠΕΣ

Κάθε π’ ανοίγω το συρτάρι.,
ακούω τις τσιρίδες σας τραγούδια μου.

Την ψυχή μου συνθλίβετε μ’ ανάθεμα.

«Τώρα πια ανδρωθήκαμε, βγάλε μας έξω.
Στείλε μας, δείξε μας, θέλουμε ν’ ακουστούμε».

Αχ! τραγούδια μου…
Πετάξτε μόνα σας, πετάξτε…
Και φωλιάστε στις καρδιές των ανθρώπων.
(Να γινότανε…)

Πού να τρέχω τώρα εγώ να βρω
τους ειδικούς φιλόλογους και τους εκδότες;

(1992)

MOΙ ΕΝΝΕΠΕ, ΜΟΥΣΑ

Όταν στα δώματα
επιτέλους τραβιούνται οι κουρτίνες
οι βαριές,
το συνηθίζει ο ήλιος να στέλνει με τη μούσα
κάτι φλούδες, κάτι ρετάλια κι ένα λευκό χαρτί.

Για να τυλίγει μ’ αυτά ο κοσμάκης τον καλό τον λόγο και
να τον κάνει δώρο.

Κι έτσι να παίρνει αντίδωρο

πότε μια κρύα βρύση,
πότε πουλάκια καλλικέλαδα,
πότε γάτες που ξέρουνε να πιάνουνε τα φίδια στις αυλές.

(1994-2019)

ΕΠΙΚΛΗΣΕΙΣ

Ξεκίνησα τη διαδικασία τυπικά με
επίκληση στη Μούσα.
Έπιασαν φωτιά οι μαύρες κουρτίνες.

Επίκληση πρώτη:
Μέχρι και το κελί μου
διάφανο το κάνατε,
για να μου στερήσετε το δάκρυ.

Επίκληση δεύτερη:
Έχει κι η ατυχία τα όριά της.
Λίγοι όμως τα’ χουν εξερευνήσει.

Επίκληση τρίτη:
Το χαρτί κι ένα δαγκωμένο μολύβι
η απαντοχή μου.

Επίκληση τέταρτη:
Γιατί έτσι!
Βρέχω τα χαρτιά μου με τραγούδια.

Διάψαλμα:
Πολλές φορές
η αγάπη γίνεται γελοία.
Κι είναι το μόνο γελοίο
που συμπαθώ.

(1988-1993)

ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ

Αχού! Κι ωιμέ…! Ψυχούλες διψασμένες.

Όσο τίποτ’ άλλο θα ‘θελα σφιχτά να σας κρατήσω.
Να σας ευχαριστήσω, για να σας ευχαριστήσω.

Και τις ιδέες πίσω απ’ το λαμπερό σας βλέμμα
να ελευθερώσω.

Γιατί μου φάνηκαν σαν πολύχρωμα πουλιά
που αργοπεθαίναν σε κλουβί
ασημένιο.

Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω
για ν’ ανταποδώσω.

(1989)

ΜΕΡΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Έναν Αύγουστο, μια μέρα
ξεχάστηκα.
Απ’ τον πηχτό, ζεστό αέρα
πιάστηκα.
Κι ανέβηκα ψηλά,
αργά και σιωπηλά.

Βρήκα τα δελφίνια μου·
βρήκα και κεντήματα σε βυσσινί βελούδο.
Βρήκα και τους Αγγέλους μου
που μ’ ασημιά μαχαίρια
έκοβαν τα σκοινιά.

(1993)

ΑΦΟΒΑ

Αν ήτανε, αν ήτανε
να φοβηθώ να γράψω,
καλύτερα, καλύτερα
να πέθαινα.

Μόνος μες τη ντροπή και ψόφος!

Ότι είναι γνωστό πως η Παναγία μας
το αδίκως αποκομμένο χέρι
«γραμματέως οξυγράφου»
το προσκολλά τελείως,
τελείως στον τόπο του.

Ξανά λειτουργικό το αποκαθιστά
πλήρως.

Ορθή είν’ η δόξα μας.
Κι αν αυτό δεν το πιστεύομε,
κενό το καύκαλο ημών
και κλούβιο το μυαλό μας
και νερουλό το μεδούλι μας
και η ψυχή μας φτενή
κι αδύνατα τα ποδάρια μας
και τα στήθια μας αχυρένια.

(2019)

.

ΔΥΝΑΜΙΣ (2019)

ΕΝΥΠΝΙΟΝ

Ευ λέγεις, ένα στα εκατό ενύπνια μπορεί ν’ αξίζει.
Μα και στον ξύπνιο το αυτόν.

Η βάτος η καιόμενη και η βροχή η μηδέποτε δαπανώμενη·
μηδέποτε κεκαυμένη η καρδιά που ουδέποτε εκπίπτει.

Η τρισεύγενη κι ο Ακρίτας
κι αυτή που έξω βάλλει τον φόβον.

Ήγουν, τον διώχνει σαν κανένα παλιόσκυλο
από εκείνα που κρατούν το κεφάλι χαμηλά,
χαμάθεν και άνω θρώσκουν τάχατες…

Κι αν δεις στον ύπνο σου μια νύχτα με βροχή
(ή με χωρίς, το ίδιο κάνει)
φωτιά που να μην καίει,
είναι η καρδιά τους που ειρηνεύει μοναχή
κι αγάλλεται ακτίστως.

(Σεπτέμβριος 2015)

ΑΝΕΛΕΗΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

Ταξίδια ανελέητα και θ’ ανηφορίσω.
Κεράκια στην άμμο.
Όμηρος των κυμάτων.

Στο στασίδι
αμάραντα λουλούδια αναβλύζω,
όταν ποδηλατείς κι οι μπούκλες σου χορεύουν.

Ταξίδια ανελέητα οι ευχές μου,
όταν πέφτουν τ’ αστέρια απ’ τα μάτια σου
κάθε που κοιμάσαι, για να λάμψουν ξανά.
Όμηρος των θαυμάτων.

Παράγω συμμετρία
στολίδια
άνθη λεμονιάς.

Ταξίδια ανελέητα κι
αυτά τα ύφαλα
στεγνά δεν τα ’χει δει κανείς.

Κι ωστόσο εγώ θα ζω πια εδώ.

(Μάιος 1995)

ΣΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ

Ουαί υμίν.
Αρχή και τέλος στα νερά…

Με δυο ανάσες,
έφτιαξε η ποιητική μου διάθεση
τις χαρακιές στην ξύλινη πόρτα.

Κι από την πέτρα άφησα να κρέμεται ένα μειδίαμα·
ένα παγωμένο φύλλο στο προαύλιό σου.
Αχ! Πολυασβεστωμένο παρεκκλήσι
της αφής.

Δυο δυο τα κεράκια για το βροχερό στασίδι της αναμονής.
Δυο δυο τα κεράκια γι’ αυτόν που περιμένει στη βροχή.

Κι όλα τα σύννεφα συνόψισαν μια είσοδο.
Τρίζοντας πέρασαν οι δυο ακτίνες
το σκουριασμένο κάγκελο
που ’τριψα το μέτωπό μου·
μην και γίνει η πληγή μου φανερή και με δαχτυλοδείχνουν.

Όχι, δε ζήτησα πολλά.

Ότι η καρδιά μου πέρασε αυτά που φτιάχνουν τις καρδιές των τεράτων
και δεν επωφελήθηκε.

(Ιανουάριος 1992)

ΜΕΤΡΟΝ

Καρδούλα μου
τω αναγιγνώσκοντι.
Την εικοστή έβδομη ημέρα της εβδομάδας
αναθάρρησα,
ενδεδυμένος τη γλύκα των υδρατμών σου.
Κι όμορφα νιώθοντας,
όμορφος
άσκησα την ελαστικότητα των γοητευτικών μου άκρων.

Κι ήταν σα ν’ ανασήκωνα την πλάκα
που ’χε σκαλιστό ένα όνειρο
πολύ-πολύ καιρό δουλεμένο.
Ταξίδι το ταξίδι, με προσοχή.
Κι έσφυζε ζωή από κάτω.

Κι έσφιξα τη ζωή,
μην και με πάρει από κάτω
έτσι που γεννήθηκα ονειροπόλος.

(Σεπτέμβριος 1991)

ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ

Πίσω απ’ το τζάμι κοίταζα τα βρεγμένα και περίμενα.

Πρόσωπα διάφορα.
Απρόσωπα, αδιάφορα.

Πίσω από κρύο τζάμι,
αυλακωμένο.

Ανέκφραστος. Φαινομενικά απαθής.
Κι ας έψαχνα με βλέμμα απεγνωσμένο.

Τα φύλλα που στροβιλίζονται
εχθρεύονται τα οράματά μου.
Αλλά λίγο με νοιάζει.

(Δεκέμβριος 1988)

ΤΑΛΕΝΤΟ

Δεν απολογήθηκε ποτέ για το κενό στις χρονολογίες.
Ανάβοντας ένα σπίρτο, αποκάλυψε ότι βαριόταν.

Γιατί είχε γίνει εύκολο.
Σχεδόν εθιστικό.
Κι αυτό ήταν το μυστικό:
δεν ήταν πια μεθυστικό.

Λοιπόν·
εσείς που είστε ειδικοί,
αλλά κι οι άλλοι οι περισπούδαχτοι,
έτσι να ξεχωρίζετε τους μεγάλους της τέχνης.

Να τους παρακολουθείτε,
καθώς αυτοί βαριούνται να δημιουργούν,
όταν βαριούνται να δημιουργούν.

(Ιούλιος 2000)

Ο ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΕΝΤΟΝΙ

Το άρωμα του βασιλικού στο περβάζι
είναι που μαρμαρώνει τις στιγμές.
Και το λευκό σεντόνι που στεγνώνει
καθρεφτίζει τους αγγέλους.
Να σέβεστε το βασιλικό και το σεντόνι

στ’ αλήθεια.

Να χαίρεστε τις ανθισμένες λεμονιές και τα κρυφά τα γέλια.

Αυτά π’ αξίζουν,
πράγματι,
είναι για όλους ίδια.

Ανεξίτηλα.
Απαράλλαχτα αναδύονται
στα κύματα που δίνουν νόημα στον χρόνο.

(1988)

ΣΤΟ ΚΑΦΕΚΟΠΤΕΙΟ

Δουλεμένη ψυχή,
πυρωμένη από αδυσώπητο ήλιο.
Κι αυτή η σκόνη …

Στο παλιό καφεκοπτείο απ’ έξω.
Ξύλο παλιό.
Ιδρώνει η τρομπέτα
σε μπλουζ ρυθμούς.

Το απόγευμα αργά,
αργά στάζει.

Γλυκιά αρχή της νύχτας.
Νόστος.

(Ιούνιος 1991)

ΛΕΣ;

Είναι στίχοι μου
π’ όλοι καταλαβαίνουν.
Τα αισθήματα, όμως, που γεννιούνται απ’ αυτούς
δεν είναι μπορετό να εκφραστούν με πάσα ευκολία.

Γι’ αυτό,
νομίζω πως -ίσως- τελικά
(λέω μπορεί)
να ’μαι ένας ποιητής
μιας κάποιας αξίας.

(Φεβρουάριος 2014)

.

ΕΔΩΔΙΜΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟ (2022)

Δώδεκα Κοντάκια του Αγίου Ρωμανού
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

(Απόσπασμα)

…/…

Μέχρι να φτάσουμε εδώ, όμως, εγώ παιδεύτηκα. Με Βασάνισε η απόδοση
των ύμνων του Αγίου. Στην αρχή με Βασάνισε πολύ. Είχα, Βέβαια, την υπέροχη φιλολογική δουλειά αυτού του Βράχου του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, του Οσίου Κουστέναρου, όπως τον αποκαλώ -και δεν το παίρνω πίσω. Αυτή, όμως, ήταν η Βάση. Ένιωθα πως έπρεπε, όφειλα να πάω παραπέρα. Είδα τις δουλειές άλλων. Καλές· αλλά -ψέματα δεν θα πω- δεν ευχαριστήθηκα ολότελα. Έκανα τις πρώτες μου απόπειρες· δεν ικανοποιήθηκα πλήρως. Δεν ζωντάνευε ο λόγος του Αγίου στα νέα ελληνικά. Οπόταν, μια στιγμή με φώτισε ο Πανάγαθος κι είπα ν’ αφήσω τις εξυπνάδες. Είπα να κοιτάξω τον δρόμο της λαϊκής μας παράδοσης, για να ξεστραβωθώ.
Λέτε πως δεν συνέβαλε ο Άγιος Ρωμανός με τους εκατοντάδες υπέροχους ύμνους του στη διαχρονική πορεία και στην εξέλιξη της λαϊκής μας παράδοσης; Γύρισα, λοιπόν, στην παράδοσή μας κι άφησα τον ρυθμό της -αυτόν που υπάρχει μέσα σε όλους μας- ελεύθερο να με οδηγήσει. Η αρχαία κι η Βυζαντινή μας ποίηση εκφράζονται στη διαχρονική τους εξέλιξη στα τραγούδια του λαού, στα λεγάμενα δημοτικά -γιατί όχι και στα ρεμπέτικα. Αυτή η έκβαση, αυτή η κατάληξη ένιωσα πως θα έπρεπε να γίνει η δική μου αρχή κι οδηγός. Έπιασα το νήμα απ’ εκεί κι αυτό στο οποίο κατέληξα νομίζω πως είναι ένας δεκαπεντασύλλαβος με σπασίματα και ύφος που παραπέμπει στη δημοτική, τη λαϊκή μας παράδοση. Λέω νομίζω, γιατί δεν είμαι φιλόλογος και τα τεχνικά δεν τα γνωρίζω. Πάντως, μου φάνηκε πως μ’ αυτήν την προσέγγιση ο λόγος του Αγίου Ρωμανού ερχόταν και ζωντάνευε!
Εκ των υστέρων διάβασα τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη στις «Δοκιμές» κι όλα απόκτησαν νόημα: «Για κοιτάξετε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως, από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα. Κι αυτό δε σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους του Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι. Και όλοι αυτοί, οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίσετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μια σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας. Πρέπει να σκεφτείτε πως όλα αυτά βρίσκουνται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας, και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά τον εαυτό σας. Αλλά για να κάνετε αυτή τη δουλειά, για να επιδοθείτε σ’ αυτή την εσωτερική προσήλωση, θα σας βοηθήσουν οι άνθρωποι του καιρού σας, που με τον καλύτερο τρόπο μπόρεσαν να εκφραστούν στην ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό, καθώς πιστεύω, η σύγχρονή μας λογοτεχνία είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε, όχι μόνο την αρχαία λογοτεχνία, αλλά και όλη την ελληνική παράδοση. Πόσες ερμηνείες για τη λιτότητα της αρχαίας τέχνης δεν θα ήταν περιττές λ.χ. αν μπορούσαμε να νιώσουμε καλά την τέχνη ενός δημοτικού τραγουδιού;»
Αυτός ήταν ο δρόμος λοιπόν· αλλά οι παράμετροι που έπρεπε να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα ήταν πολλές. Έπρεπε:
α) να υπάρχει ο ποιητικός ρυθμός
β) να διασωθεί ακέραιο το νόημα, το πνεύμα και το συναισθηματικό φορτίο των στίχων
γ) να διασωθεί ακέραια (Θεός φυλάξοι, χωρίς ολισθήματα!) η λεπτή, η πλούσια, η πατερική, η ορθοδοξότατη, η θεόπνευστη θεολογική παιδαγωγία
και διδασκαλία του Αγίου Ρωμανού
δ) να αποδοθεί με κάποιον τρόπο η νοστιμάδα των λογοτεχνικών σχημάτων
-οι αντιθέσεις, τα χαρακτηριστικά «Ρωμανικά» λογοπαίγνια, οι εσωτερικές ομοιοκαταληξίες- και η ζωντάνια των διαλόγων
ε) να διατηρηθεί η ροή του νοήματος και η διασύνδεση του προτελευταίου
στίχου με τον τελευταίο που είναι ο ίδιος σε όλους τους οίκους και λέγεται εφύμνιο.

Η δυσκολία ήταν μεγάλη. Αναγκάστηκα να πάρω αρκετές ελευθερίες και να ζητήσω πολλές φορές άδεια από την κυρα-ποίηση -ευτυχώς που είναι εύκολη και μεγαλόχαρη σ’ αυτό το ζήτημα. Όταν νόμισα, λοιπόν, στο τέλος πως τα κατάφερα κι άρχισα να δημοσιεύω τα πρώτα κοντάκια στο pontos-news, άρχισα να μπαίνω σε σκέψεις, συλλογιζόμενος εκ των υστέρων τα μεγέθη με
τα οποία βάλθηκα ν’ αναμετρηθώ. Ενδεικτικά θ’ αναφέρω δυο-τρία πράγματα μόνο, καθώς το μεγαλείο της ποίησης του Αγίου Ρωμανού έχει πια αναγνωριστεί διεθνώς κι είναι πολλοί οι «υμνωδοί» του Υμνωδού μας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Για τον Άγιο Ρωμανό δεν ήταν που είπε ο Άγιος Πορφύριος: «ο Ρωμανός ήταν όλος μέσα στη χάρη και ό,τί έγραψε είναι τέλειο»;
Για τον Άγιο Ρωμανό δεν έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης ότι: «Λίγοι, ελάχιστοι, ακόμη και σήμερα, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το χαρτί που του έδωσε κάποια νύχτα η Παναγία να καταβροχθίσει, όπως μας λένε τα συναξάρια, τον έκανε άξιο να μεταμοσχεύσει από τον κορμό του αρχαίου στον κορμό του μεσαιωνικού ελληνισμού έναν ειδικό τρόπο του εκφράζεσθε που έφτασε σώος ως τις μέρες μας. Είναι κάτι τόσο μεγάλο αυτό και -δυστυχώς- σε τόσο μικρό ποσοστό φανερωμένο, που η δυσκολία να το αποδείξεις το αφήνει να πάρει μοιραία το σχήμα της υπερθολής»;4 Και πιο κάτω πάλι γράφει:
«Απ’ αυτήν την άποψη, πιστεύω, το σχέδιο διαγράφεται καθαρά στον ποιητικό ορίζοντα: τρεις κολόνες που συγκρατούν τις καμπύλες των αψίδων σε μιαν από τις προσόψεις του ενιαίου ελληνικού λόγου: Πίνδαρος, Ρωμανός ο Μελωδός, Ανδρέας Κάλβος».
Για το Άγιο Ρωμανό δεν γράφει ο σύγχρονος μεγάλος δάσκαλος του γένους μας π. Ανανίας Κουστένης: «Ο Ρωμανός είναι μια αποκάλυψη. Στο διάβα των αιώνων εμέθυσε πολλούς. Μεγάλος μάστορας του λόγου και άγιος του Θεού. Άνθρωπος αγάπης και ταπείνωσης. Καθώς διαβάζουμε τους Ύμνους του, νοιώθουμε στ’ αλήθεια πως μας πιάνει απ’ το χεράκι και πολύ απαλά και
στοργικά μας πηγαίνει εκεί που θέλει. Κι εμείς χαιρόμαστε κι αφηνόμαστε σ’ εκείνον. Και τρυγάμε αχάλαστες χαρές KL αλλάζει λίγο-λίγο η ζωή μας.»; Η μετάφραση του π. Ανανία είναι ακριβής, εμβριθής και σεμνή. Είναι η μετάφραση ενός φιλόλογου με επιπλέον σπουδές στη Θεολογία και στη Βυζαντινή φιλολογία. Είναι η μετάφραση ενός αληθινού παπά που υπήρξε «παθών και ουχί μαθών τα θεία». Είναι η μετάφραση ενός Οσίου-τελεία. Αποπνέει σεβασμό στο αρχαίο κείμενο και στον Άγω Ρωμανό. Ο σεβασμός και το ταπεινό φρόνημα του π. Ανανία διατρέχει όλο το μεταφραστικό του έργο, αλλά και τον πρόλογό του στο βιβλίο και τα σύντομα σχόλιά του που εμφανίζονται στο τέλος του κάθε κοντακίου.

…/…

ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΝ

Όπως η γη η ξεραμένη τους καταρράκτες τ’ ουρανού ν’ ανοίξουν με λαχτάρα περιμένει,
έτσι κι ο Αδάμ που μες στον Άδη σώκλειστος παράμενε, Εσένα ανάμενε
του κόσμου τον Σώστη και Ζωοδότη
κι έλεγε του Άδη: «Τι κορδώνεσαι;
Στάσου μαζί μου, στάσου λίγο, για να δεις μετά από λίγο
την εξουσία σου συντρίμμια σ’ οικτρή κατάσταση και τη δική μου στα ύψη
αποκατάσταση.
Τώρ’ εμένα δυναστεύεις και το γένος μου και μάς κρατάς δεμένους,
σύντομα, όμως, θα μας δεις από σένα λυτρωμένους.
Έρχετ’ ο Χριστός για εμένα κι εσέ σε πιάνει ρίγος.
Το τυραννικό σου πολίτευμα Αυτός 9α καταλύσει
με την Ανάσταση».

.

«Την επηρμένη σου ισχύ την έχει ταπεινώσει τώρα σαν ήρθε ο Χριστός.
Τέλεια ενανθρωπίστηκε· παίρνοντας την μορφή μου Αυτός σε κατατρόπωσε.
Το τίμιο αίμα του έδωσε, για να μ’ εξαγοράσει
κι Αυτός που υπάρχει άφθαρτος απ’ τη φθορά με σώνει.
Παντού γύρω τα μάτια σου όσο και να τα στρέφεις, το ίδιο θέαμα θωρσύν σα
να ‘ναι στοιχειωμένα:
οι τάφοι όλ’ είν’ αδειανοί κι εκεί ανάμεσά τους ένας κακάσχημος γυμνός στέκεται ντροπιασμένος.
Γιά πες μας κλειδοκράτορα -ωχού κατακαημένε!- πού είναι τώρα οι κλειδωνιές, πού έχεις τις αμπάρες;
Ο Ιησούς μου εδώ κατέβηκε, σκόνη σού τα ‘κάνε όλα.
Πού πήγαν Άδη οι νίκες σου; Πώς πάει η δυναστεία;
Τη δύναμή σου θρύψαλα την έκαν’ ο Θεός μας,
με την Ανάσταση».

.

.

ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΑΣ

Το παγωμένο το νερό χτυπάει τη σάρκα των βροτών σαν του σπαθιού την κόψη-
κι όμως, κι αυτό δεν μπόρεσε να σας αποθαρρύνει.
Χιτώνες σεις αόρατους είχατε φορεμένους, κείνους που οι φλόγες του Θεού
περίτεχνα υφαίνουν.
Έτσι, με άφοβη καρδιά, Άγιοι μάρτυρές μας,
έτσι παραταχθήκατε έτοιμοι για τη μάχη απέναντι στον παγετό,
στο κοφτερό το κρύο.
Κι όπως καλοδεχόσασταν θείου φωτός ακτίνες που απ’ τα ύψη τ’ ουρανού
πάνω σας κατέβαιναν,
ως νικητές στεφθήκατε της νίκης το στεφάνι.

Τα Πάθη και τα θαύματα και τον εκούσιο θάνατο του Ιησού τα ξέραν· βάση
δώσαν οι μάρτυρες,
φιλότιμα το πήραν κι έσπευσαν σ’ ανταπόδοση· τα Πάθη με παθήματα και
τη θανή
αντάμα με θάνατο μαρτυρικό σκύφτηκαν ν’ αντιδώσουν και τέτοια λόγια έλεγαν:
«Αν έπαθε όσα έπαθε ο ολωσδιόλου αθώος, σκέψου εμείς που είμαστε
με λάθη φορτωμένοι·
για σκέψου, ο Αναμάρτητος να σταυρωθεί το στέργει…
Κι εμείς… που απ’ την κοιλιά της μάνας μας στην αμαρτία ζούμε; Πρόθυμα
στα μαρτύρια τώρα θε να ριχτούμε».
Τέτοια κι άλλα παρόμοια λέγανε και καρδιώναν· κι έτσι, μ’ αξιοπρέπεια
τον τύραννο υποτάξαν.
Βάσανα δεν σας έσκιαξαν, εδραίοι μέχρι τέλους
ως νικητές στεφθήκατε της νίκης το στεφάνι.

.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑ ΣΤΕΦΑΝΟΝ

Από τους σπόρους που έσπειρε ο ουράνιος σπορέας,
πρώτος απ’ όλους είσ’ εσύ στο χώμα φυτεμένος, εσύ ο Πρωτομάρτυρας
ο μυριοπαινεμένος. Για τον Χριστό πρώτος εσύ
ο τρισευλογημένος το αίμα σου το έχυσες πάνω στην έρμη γη μας.
Κι Αυτός… ψηλά εκεί στους ουρανούς, εσένα πρώτ’ απ’ όλους στην κεφαλή
σε έστεψε με στέφανο της νίκης· ότι των του Χριστού αθλητών πρώτος εσύ
υπάρχεις. Στεφανηφόρος στέκεσαι στο νέφος των Αγίων·
στους αθλοφόρους μάρτυρες πρώτος μέσα στους πρώτους.

Κι αυτόν σαν τον συλλάβανε οι που μισούν τα Θεία και τον τραδολογούσανε
στη μαύρη σύναξή τους, λόγια πικρά του λέγανε και τον κατηγορούσαν:
«Για δείτε εδώ τι πιάσαμε σήμερα και κρατάμε! Του Ιησού υποστηρικτή και
χαλαστή του νόμου!
Τον Μωυσή μάς πρόσβαλε, τον νόμο ακυρώνει και παραδέχεται Θεό κείνον
εκεί τον πλάνο».
Κι αμέσως πήρανε φωτιά οι φθονεροί, οι οργίλοι κι ευθύς το αποφάσισαν κι
όλοι μαζί κραυγάζουν: «Αν είναι έτσι»,
είπανε, «αν είναι έτσι», λένε, «θα σε πετροβολήσουμε μέχρις που να πεθάνεις».
Και τότ’ εκείνος του Θεού ο διαλεχτός στρατιώτης με θάρρος αντιγύρισε κι
αυτά είναι που τους είπε: «Προδότες είστε μια ζωή και δολεροί φονιάδες-
ως τώρα δεν αφήσατε προφήτη για προφήτη, ούτ’ ένας τους δεν γλίτωσε απ’
τα δικά σας χέρια-
πού είναι το περίεργο; Σκοτώστε με κι εμένα- έτσι μου το ‘χει να χαθώ, έτσι
το ’χει να πάω
στους αθλοφόρους μάρτυρες πρώτος μέσα στους πρώτους».

.

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Εσύ προφήτη π’ απ’ τα πριν σού δείχνει ο Θεός μας κάποια μεγαλουργήματα
που ‘χει στο σχέδιό Του,
Ηλία που ‘σαι ξακουστός σ’ ολάκερο τον κόσμο, συ που με μια σου επίκληση
τα σύννεφ’ είχες κάνει να μην το ρίχνουν το νερό π’ ανάμεν’ ολ’ η πλάση,
μεσίτευε για χάρη μας στον Άγιο Θεό μας που σαν Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.

.

ΚΡΙΤΙΚΗ

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ

PERIOU.GR 29/7/2023

Προτεινόμενη στάση ζωής

Οι περισσότεροι ποιητές δημοσιεύουν την πρώτη τους συλλογή σε μικρή ηλικία. Όταν αυτό δεν συμβαίνει και εμφανίζονται αργά στο εκδοτικό προσκήνιο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν τους οδήγησε στην επιλογή αυτή ο παρορμητισμός που χαρακτηρίζει την πρώτη νεότητα, αλλά μια βαθύτερη ανάγκη για αυτογνωσία και επικοινωνία. Έτσι, οι δύο πρώτες συλλογές ενός εικοσάχρονου ή εικοσιπεντάχρονου δεν είναι το ίδιο με τις δύο πρώτες συλλογές ενός πενηντάχρονου ή πενηνταπεντάχρονου, που είχε τον χρόνο να σκεφτεί περισσότερο για τη σημασία της ποίησης στη ζωή και για τη σημασία της ποίησης στη ζωή του. Αυτό φαίνεται να ισχύει ακόμη και όταν μια νέα συλλογή περιλαμβάνει και παλαιότερα ή πολύ παλαιότερα ποιήματα, εφόσον η απόφαση για έκθεση στο ευρύ κοινό είναι κάτι διαφορετικό από το να κρατάμε ποιήματα στο συρτάρι μας και εφόσον ένα σύνολο αποτελεί ξεχωριστή, ενιαία δομή και όχι απλώς άθροισμα των επιμέρους τμημάτων του.

Η σχέση του Θ. Π. με την ποίηση ξεκινά κυριολεκτικά από την παιδική του ηλικία, όταν ανακάλυπτε τον Όμηρο και διάβαζε σαν παραμύθι τις περιγραφές της Ιλιάδας. Συνεχίζεται όμως και κατά κάποιον τρόπο ολοκληρώνεται κατά την ηλικιακή του ωριμότητα με τη μελέτη των βυζαντινών υμνογράφων και ιδιαιτέρως του Ρωμανού του Μελωδού, τον οποίο ο Οδυσσέας Ελύτης θεωρούσε μέγιστο ποιητή. Η μεταφορά ύμνων του Ρωμανού στη νεοελληνική κοινή, που επιχείρησε ο Θ. Π., απέφερε ώριμους καρπούς. Ο τρόπος που αποδίδει την ιδιαίτερη αυτή ποίηση είναι φιλολογικά και θεολογικά άρτιος, αλλά και πρωτότυπος, αφού περιλαμβάνει μετρικά στοιχεία του δεκαπεντασύλλαβου και εκφράσεις της καθομιλουμένης. Υπάρχει ακόμη αξιοποίηση γλωσσικών τύπων του παρελθόντος στα πλαίσια της διαχρονίας της ελληνικής γλώσσας.

Επί του προκειμένου, ένα ερώτημα που προκύπτει σε σχέση με τα προηγούμενα είναι εάν και κατά πόσο η ενασχόληση με τη βυζαντινή υμνογραφία έχει συμβάλει στο αισθητικό αποτέλεσμα της πρόσφατης τουλάχιστον ποιητικής παραγωγής του. Αυτό όμως θα το δούμε στην επόμενη, την τρίτη ποιητική συλλογή, που θα περιλαμβάνει ποιήματα των τελευταίων χρόνων. Η δική μου άποψη είναι ότι τα ποιήματά του έρχονται από άλλο δρόμο, από μια αυτόνομη ποιητική φλέβα, που για δεκαετίες παρέμενε αφανής αλλά όχι αδρανής. Από τις χρονολογίες σύνθεσης που παρατίθενται στο τέλος των ποιημάτων, προκύπτει ότι υπάρχει μια αδιάκοπη συνέχεια από το τέλος της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα.

Το βλέμμα του ποιητή στις δύο συλλογές εστιάζεται κάθε φορά σε διαφορετικά τοπία, που μπορεί να αφορούν είτε τον εξωτερικό κόσμο είτε να είναι εσωτερικά ή μεταφυσικά. Μπορεί ακόμη να πρόκειται για στιγμές που επιχειρεί να τις εγκλωβίσει στη γραφή ή για προβολές στον περιβάλλοντα χώρο, για προβολές του πνεύματος στην ύλη. Ή και για απλές, καθημερινές σκέψεις. Παρατηρεί τους ανθρώπους και σχολιάζει κοινωνικά φαινόμενα ή ψάχνει για τα λογικά και ηθικά κενά σε κυρίαρχες σήμερα απόψεις. Αφού καταθέσει μέσα σε λίγους στίχους την άλλοτε αναμενόμενη και άλλοτε απρόσμενη άποψή του, ολοκληρώνει το ποίημα χωρίς ιδεολογήματα, χωρίς να επιχειρηματολογεί περαιτέρω και χωρίς να επιθυμεί πάση θυσία να πείσει τον αναγνώστη. Υπάρχει ένα γενικό πλαίσιο απόψεων, πίστης και κοσμοθεωρίας, στο οποίο προσφεύγει και από το οποίο εμπνέεται, αλλά το πλαίσιο αυτό δεν περιορίζει την ελευθερία του στη γραφή και στην έκφραση. Αντιθέτως, τον απελευθερώνει.

Ακόμη και στις λογικές του υπερβάσεις, η κοινή λογική είναι παρούσα. Οπότε τα ποιήματα είναι καταρχήν κατανοητά. Χαρακτηρίζονται από ευθύτητα και αμεσότητα, έννοιες που, όσο και αν τις θεωρούμε εγγενείς στην ανθρώπινη φύση, συνήθως πρέπει κανείς να τις έχει διδαχθεί. Είτε από τη ζωή είτε από ομοτέχνους του.

Διαβάζοντας τα ποιήματα των δύο συλλογών θα παρατηρήσουμε τις διαφορές τους στη μορφή, στο ύφος και στο περιεχόμενο, που δεν οφείλονται μόνο στο ότι γράφτηκαν σε μακρινές μεταξύ τους χρονολογίες. Άλλα θυμίζουν καταγραφές ημερολογίου, άλλα είναι πιο λυρικά, άλλα στοχαστικά, άλλα περιγραφικά και άλλα «εκτός πλαισίου». Ολοκληρώνοντας όμως την ανάγνωσή τους ίσως διαπιστώσουμε ότι μέσα από τη μεγάλη ποικιλομορφία αναδύεται μια ενιαία κοσμοθεωρία και μια προτεινόμενη στάση ζωής.

Η θεματολογία των ποιημάτων του δεν περιστρέφεται γύρω από συγκεκριμένους άξονες. Γράφει για ποικίλα θέματα και συχνά προβληματίζεται για τη λειτουργία της ποίησης, του λόγου, της έκφρασης. Όπως σε ένα κάτοπτρο καθρεφτίζεται ό,τι βρίσκεται απέναντί του, με ανάλογο τρόπο στα ποιήματα των δύο συλλογών καθρεφτίζονται στιγμές της ζωής ή και η ίδια η ζωή. Κάτι άλλο που έχει εδώ τη σημασία του είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις προέχει η ποίηση και ακολουθούν το περιεχόμενο και οι ιδέες. Με αποτέλεσμα τα ποιήματα να παραμένουν ενδιαφέροντα, ακόμη και όταν ο αναγνώστης προβάλει σε αυτά τη διαφορετική του άποψη ή και τη διαφωνία του.

(Κείμενο ομιλίας από την εκδήλωση παρουσίασης των δύο ποιητικών συλλογών στη 19η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, 6.5.2023)

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.