ΟΛΓΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ

Η Όλγα Οικονομίδου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1975. Είναι απόφοιτος του πανεπιστημίου Κύπρου στις επιστήμες της αγωγής και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Βurningham. Εργάζεται ως Εκπαιδευτικός στη Δημοτική Εκπαίδευση και ως Σύμβουλος Μουσιακής Αγωγής του Υπουργείου Παιδείας Αθλητισμού και Νεολαίας Κύπρου. Είναι ενεργό μέλος σε εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς ομίλους συμμετέχει σε ευρωπαϊκά προγράμματα και έχει παρουσιάσει πρακτικές της εκπαίδευσης σε επιστημονικά συνέδρια. Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει βραβευτεί σε παγκύπριους πανελλήνιους και διεθνείς διαγωνισμούς ποίησης. Τα Θαμνολίβαδα (Μανδραγόρας 2023) είναι η πρώτη ποιητική της συλλογή.

.

.

ΘΑΜΝΟΛΙΒΑΔΑ (2023)

ΑΝΕΜΟΛΟΓΙΟ

Θα ’θελα να ’μουν
εκ γενετής
ανεμολόγιο.

Αδιάκοπα να χαράσσω
ροές και πορείες ανέμων.
Να διαιρούμαι σε τεταρτοκύκλια,
προς ενενήντα μοίρες έκαστο
και να ’χουνε στραμμένα
προς το μέρος μου
των ναυτικών τα μάτια.

Στην πραγματικότητα,
υπάρχω ως γυναίκα.
Αγαπώ τους ανέμους,
τους αφουγκράζομαι καθώς
σηκώνουν τη σκόνη μου
ή ελαφρώς το φόρεμά μου.
Άπταιστα τους γράφω στο
τετράδιο ορθογραφίας.

Λεβάντες, Όστρια, Γαρμπής
Πουνέντες, Τραμουντάνα.

Έπειτα σηκώνω πανιά
και φεύγω…

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ

Νόστος.
Μνήμη που δεν σωπαίνει.
Μνήμη που επιμένει
όπως το κύμα που κατατρώει τον βράχο.

Μνήμη τοξεύτρα
στο κέντρο της ύπαρξης.

Σαλαμίνα – Αμμόχωστος.
Από τα βάθη του καιρού
νυν και αεί
για πάντα μνήμη.

ΚΑΡΤΕΡΟΥΜΕΝ

Το καλοκαίρι εκείνο δεν ξέραμε.

Δεν μπορούσαμε ούτε
να φανταστούμε πως
τ’ ανοιχτά πουκάμισα
τα ιδρωμένα μέτωπα
τα ψάθινα καπέλα
τα πιτσιρίκια με τα κοντά
παντελονάκια
τα ακρογιάλια στην Αμμόχωστο
τα καράβια της Κερύνειας
ο περήφανος Πενταδάχτυλος…

Όλα μας αποχαιρετούσαν.

ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ

Στο χοντρό ξύλινο τραπέζι
της μοντέρνας καφετέριας
τοποθετώ ευλαβικά
τα προσφιλή βιβλία ποίησης
τον παγωμένο μου καφέ
το ψάθινο καπέλο
και κεντρικά
-στο πιο ανάγλυφο σημείο επάνω-
κόλλες ημίλευκες
πασαλειμμένες με λέξεις
γεμάτες προσμονή για να γραφτούν
στίχοι να γίνουν.

Γράφω και σβήνω λέξεις.
Γράφω και σβήνω την απουσία σου.

Μα οι λέξεις μου
παραμένουν μετέωρες
βγάζουν κεφάλι, χέρια, πόδια
αγανακτισμένες
βγαίνουν στο πεζοδρόμιο ν’ ανασάνουν
διαδηλώνοντας τη θλίψη τους.

Πορεία διαμαρτυρίας είναι κι η ποίηση.

ΜΕΤΡΗΜΑ

Τρία παιδιά είναι ο τόπος μου.
Μπουμπουκιασμένα κλωνάρια στον κάμπο μου.
Δύο οικογενειακοί τάφοι είναι ο τόπος μου
με σώματα ανθρώπων που μ’ ανάθρεψαν.
Ένα ζευγάρι χέρια είναι ο τόπος μου
που γράφουν αταίριαστους στίχους.
Μηδέν βεβαιότητα είναι ο τόπος μου
που ξεκρεμάει τις μέρες του χρόνου.
Μείον ένα όνειρο είναι ο τόπος μου
που παγώνει το μαξιλάρι κάθε βράδυ.

—Καλή μου, σταμάτα το μέτρημα…

ΓΡΑΜΜΑΤΟΘΗΚΗ

Μάνα,
θα δανειστώ απόψε τα γράμματά σου.
Παίρνω το μι για τις μνήμες μου.
Το άλφα για τα άστοχα λόγια μου.
Ένα νι είναι αρκετό όσα «ναι» ’λέγαν τα μάτια σου.
Το τελευταίο άλφα ταιριάζει στις αναβολές μου.
Μόνο που ο θάνατος δεν περιμένει ούτε και από αλφάβητο γνωρίζει.
Να του έλεγα λίγο να σταθεί στο έψιλον της ενοχής μου
ή έστω στο πι μίας παράτασης.

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Στη μητέρα μου Στέλλα

Εδώ και έναν χρόνο ανοίξαμε ίο τελευταίο σου σπίτι
και σε αφήσαμε να ξεκουραστείς.
Γεμίσαμε το κενό που μας έμεινε με πέντε κουβάδες χώμα.
Μπροστά από τον υπόλευκο σταυρό και τ’ όνομά σου
φυτέψαμε βασιλικό, λεβάντες, γεράνια και λίγα χαμολούλουδα
γιατί σου άρεσαν
αλλά και για παρηγοριά δική μας.
Τόση γαλήνη στον ένα επί δύο τετραγωνικά εγκόσμιο κήπο σου
που βλέπαμε να μεγαλώνει εν τη απουσία σου.
Πολύχρωμη ζωή, ευωδιαστή, πάνω σε θάνατο,
μαζί με το νέο παράδοξο «αιωνία η μνήμη»
και το «Προσδοκώ Ανάστασιν Νεκρών».

Έριχνα στο νερό την αγάπη και τη συγγνώμη μου
και πότιζα τον κήπο σου με δάκρυα.
Τα βράδια φανταζόμουνα τις ρίζες των φυτών
να μεγαλώνουν πεισματικά για να σε φτάσουν,
να πούνε όσα δεν πρόλαβα.

Σαν έμαθα
πως τα λουλούδια σου ξεριζώθηκαν
πως ο τεχνίτης ήταν έτοιμος να κόψει τον χωμάτινο ομφάλιο λώρο
θύμωσα πολύ με αυτήν την αλλαγή
-πώς μπορεί η ζωή ν’ αλλάζει τις ώριμες εικόνες
δίχως έστω μια μικρή προετοιμασία;-

Έτσι, τον φετινό Μάρτιο φυτέψαμε λουλούδια σου
στους κήπους των σπιτιών μας
να ’χουμε μια ρίζα να ποτίζουμε
εις μνήμη αιωνία…

10 ΧΑΪΚΟΥ ΚΑΝΟΥΝ ΠΑΡΕΑ

(Επιλογή 4 Χαϊκού)

1
Του Οδυσσέα
ο νόστος -χελιδόνι
κάθε άνοιξη.

3
Η αγκαλιά σου
παιδί μου λευκά κρίνα
ανοιξιάτικα.

8
Σιωπηλά πουλιά
πνίγονται στης ποίησης
τις καταδύσεις.

10
Πάμφωτη φύση
μπολιάζεις με ελπίδα
m βασιλικό.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΘΕΟΧΑΡΗΣ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

FRACTAL 5/3/2024

Με υπαρξιακές αναφορές και κοινωνικούς συνειρμούς

Υπάρχουν πολλά φυτά, που κατατάσσονται στην κατηγορία των θάμνων. Είναι μικρά και ταπεινά, όμως, βγάζουν πανέμορφα λουλούδια και κάποια από αυτά υπέροχες μυρωδιές. Ας φανταστούμε λιβάδια γεμάτα λουλουδιασμένους και μυρωδάτους θάμνους και ας τους αντιπαραβάλλουμε με ένα βιβλίο. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς: Μα μπορεί ένα βιβλίο να είναι τόσο όμορφο; Μπορεί, αν το περιεχόμενό του έχει την ομορφιά και το άρωμα αυτών των θάμνων.

Είμαστε στην ευχάριστη θέση να έχουμε αυτό το βιβλίο, δηλαδή την ποιητική συλλογή της Όλγας Οικονομίδου «Θαμνολίβαδα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας». Τα ποιήματα της συλλογής είναι μικρά σε μέγεθος, λιτά όπως οι θάμνοι και μεστά νοήματος αφήνοντάς μας την αίσθηση της ομορφιάς και του αρώματος, που αποπνέουν. Ταυτόχρονα, η συλλογή περιέχει ευάριθμα ποιήματα και άρα εδώ ταιριάζει και το δεύτερο συνθετικό του τίτλου.

Αφού λοιπόν, έχουμε αρώματα η ζωή μπορεί να κλειστεί σε ένα μπουκάλι ακριβής κολόνιας ή σε ένα βαζάκι μαρμελάδας για δήθεν ασφάλεια, όμως: «Η ζωή μου, ωστόσο / επιμένει / να διαφεύγει / από γυάλινα δοχεία εγκλεισμού. / Γράφοντας / τη δική της ιστορία / διαλέγει ελεύθερη την απομόνωση.»

Όμως, η ζωή έχει και τις δύσκολες στιγμές και τα δικά της κρίσιμα ερωτήματα. Η Όλγα Οικονομίδου θα θέσει το ερώτημα: «Λησμονιά είναι / να ξεχνάει κανείς ή να ξεχνιέται;» Αυτές οι δύσκολες στιγμές κάνουν αρκετούς ανθρώπους να φαίνονται πρόωρα γερασμένοι καθώς: «Τα γηρατειά είναι έννοια σχετική.» Ό,τι μας πονάει, το αφαιρούμε, όμως, αυτό εξακολουθεί να μας βαραίνει: «Επιτυχημένη ήταν η επέμβαση. Εύγε! / Κρίμα που πίσω της άφησε / αυτά που ακόμα κουβαλώ / εντός μου.»

Μέσα από τις διάφορες υπαρξιακές αναφορές η ποιήτρια κάνει κοινωνικούς συνειρμούς και μας δίνει έναν δικό της ποιητικό ορισμό: «Πορεία διαμαρτυρίας είναι και η ποίηση.» Τα ποιήματα περιέχουν λέξεις, που κυοφορούνται από την Όλγα Οικονομίδου. Μόνο, που η κύηση λέξεων δεν είναι εύκολη. Πολλές φορές γίνεται βασανιστική: «Ο τράχηλός μου στενεύει / και κλείνει. / Κι εγώ γεννάω / παιδιά-δάκρυα / για να μπορέσω να αναπνεύσω…»
Η ποίηση της Όλγας Οικονομίδου μας εκπλήσσει ευχάριστα από την αρχή μέχρι το τέλος της συλλογής. Η ποιήτρια διατηρεί μια διακειμενικότητα με άλλους ποιητές, όπως τον Καβάφη: «Σαν ξημερώσει / σαν έτοιμη από καιρό / μα όχι θαρραλέα / να πετάξω.» και κλείνει την συλλογή της με δέκα ακόμα πιο μικρά θαμνάκια χαϊκού.

Συμπερασματικά, η ποιητική συλλογή της Όλγας Οικονομίδου «Θαμνολίβαδα» είναι ένα έργο πολλά υποσχόμενο και τα ποιήματά της σύμφωνα με δικούς της στίχους: «θα γίνουν θαμνολίβαδα / ή πόες / ή αγριολούλουδα. / Υπάρχει βλέπεις / και η χαμηλή αυτοφυής βλάστηση.»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

FRACTAL 26/12/2023

Πορεία διαμαρτυρίας είναι και η ποίηση

Η πρώτη εμφάνιση της Όλγας Οικονομίδου στα ελληνικά γράμματα, με τη συλλογή 47 ποιημάτων με τίτλο «Θαμνολίβαδα» από τις εκδόσεις Μανδραγόρας.

Η παρουσία της ποιήτριας καθόλου δεν είναι αμελητέα καθώς δείχνει έμπειρη και δοκιμασμένη γραφή από το χρόνο δίνοντας την υπόσχεση ό,τι η συνέχεια θα έχει αναγνωστικό ενδιαφέρον. Φωτεινός λόγος. Με πλούσιο λεξιλόγιο, πάντα δοσμένο με οικονομία, στοιχείο που αναδεικνύει την καλή ποίηση. Δεν γράφει με βαρύγδουπες λέξεις για να κάνει δήθεν τη διαφορά, αλλά εκφράζεται απλά και κατανοητά χαρίζοντας απλόχερα το δικό της πνευματικό ύφος με στίχους γεμάτους έννοιες, αλληγορίες και συμβολισμούς. Ο συμβολισμός παίζει κυρίαρχο ρόλο στα ποιήματα καθώς η αφετηρία του βασίζεται στη θεώρηση του κόσμου ως ενός συνόλου από σύμβολα των οποίων το βαθύτερο νόημα καλείται η ποιήτρια να ερμηνεύει μέσω της ποιητικής της εκφοράς. Που σημαίνει ότι μας προσφέρει τροφή για σκέψη.

Η αξία στην ποίηση της δεν μπορεί να μετρηθεί αποκλειστικά με βάση την ανατροπή που παρουσιάζει στο τέλος, σχεδόν, κάθε ποιήματος.

Απόσπασμα από το ποίημα ΕΠΕΜΒΑΣΗ

Επιτυχημένη ήταν η επέμβαση. Εύγε! /Κρίμα που πίσω της άφησε /αυτά που ακόμα κουβαλώ /εντός μου.

Ο υποκειμενικός τρόπος έκφρασης, όπου η έκταση της μπορεί να καλύπτει μια ποικιλία εμπνευσμένων θεμάτων και ιδεών αποδεικνύει και τη δυναμική της γραφής της. Η έμπνευση προέρχεται από την εσωτερική και προσωπική διάθεση της να εκφράσει και να μοιραστεί τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις αντιλήψεις της με τον κόσμο. Τα ποιήματα της έχουν αξία γιατί είναι καλογραμμένα, κι εκφράζουν συναισθήματα με βαθύτητα που αναδεικνύουν κρυμμένες αλήθειες προκαλώντας ενδιαφέροντα ερωτήματα και ποικιλότροπες σκέψεις.

Γράφω και σβήνω λέξεις. /Γράφω και σβήνω την απουσία σου. /Μα οι λέξεις μου /παραμένουν μετέωρες/ βγάζουν κεφάλι, χέρια, πόδια /αγανακτισμένες /βγαίνουν στο πεζοδρόμιο ν’ ανασάνουν/ διαδηλώνοντας τη θλίψη τους. /Πορεία διαμαρτυρίας είναι και η ποίηση.

Ο λόγος της Όλγας Οικονομίδου αποδεικνύει ότι έχει ζήσει την πρωτεϊκή εμπειρία πλούσιων συναισθημάτων, όπως είναι η χαρά, η φιλία, ο έρωτας, η αγάπη, η θλίψη, ο χωρισμός, η απώλεια, ο θάνατος και μπορεί από αυτό τον πλούτο να διατηρεί μέσα της ζωντανές τις εμπειρίες από κάθε γεγονός και με τη δυνατότητα της ενηλικίωσης όσο και με την τρυφερότητα ενός παιδιού με απεριόριστες επιθυμίες, να ξαναβρίσκει μέσα στους στίχους της εκείνες τις διαστάσεις που ανασταίνουν τα όνειρα.

Να ξαναβρεί το πρωταρχικό αντικείμενο και την πρώιμη εμπιστοσύνη που είναι χαμένη στην πραγματικότητα. Κάθε στίχο που δημιουργεί, μπορεί να ξαναζήσει μέσα από τον πνευματικό της ταγό, τη γνώση της αλήθειας, θέτοντας βάσεις για μία κατάσταση όπου μπορεί να μπει και να ριζώσει η ελεύθερη ψυχή

Τα ποιήματα δείχνουν ότι την έχουν απασχολήσει πολύ οι διαπροσωπικές σχέσεις, σε βαθμό που ν’ αντιπροσωπεύουν την πιο αληθινή έκφραση της ύπαρξής της. Προβάλει την εσωτερική φωνή της που είναι η θέαση ενός κόσμου αληθινά σκληρού και όμορφου, μα συνάμα μαγικού, όπως θα επιθυμούσε να βρίσκεται η ψυχή της στα πάλαι ποτέ μαγικά νεανικά της χρόνια, όπου όλα φαντάζουν την αθωότητα.

Κυκλικός χρόνος /Ο δικός του ο χρόνος ήταν κυκλικός. /Με το ξημέρωμα στο στήθος /και τον θάνατο στα κόκκαλα /ακούει τα ψιθυρίσματα των φαντασμάτων /από τα κλειστά παράθυρα. /Στο μεταξύ ημέρες χάνονται /και γίνονται ξανά σκοτάδι.

Εμφανής η πρόθεση της να φέρνει στα μέτρα της ένα σχέδιο σε εξέλιξη εκφράζοντας με εσωτερική παρόρμηση κάθε υπαρξιακή της αγωνία.

Για την Οικονομίδου η ποίηση δεν είναι μόνο ένας παράγοντας πολιτισμού, αλλά και τρόπος προσέγγισης στην πραγματικότητα της ζωής. Με την ευαισθησία της ψυχής της συλλαμβάνει τη λεπτομέρεια η οποία συνιστά μέρος της υπάρχουσας κατάστασης διαμέσω της λεπτομέρειας, που είναι ο συνδετικός κρίκος και το σημείο επαφής ν’ ανακαλύπτει τη μυστική υπόσταση της ζωής, η οποία αφορά τη σχέση με το όλον.

Ο λόγος της λειτουργεί ως δρόμος για την ποιότητα μιας φορτισμένης ενεργειακής δυναμικότητας, συνοψίζοντας την ουσία σε λόγω αλήθειας και ωραιότητας. Η ποιήτρια δανείζεται εικόνες από το φυσικό πεδίο για να αναπαραστήσει αυτό που συμβαίνει στον έσω εαυτό της. Με τη γραφή της διαδραματίζει την ασκητική της πορεία και γίνεται μάρτυρας από το υπαρξιακό στο πνευματικό στοιχείο. Η Οικονομίδου βιώνει το γεγονός της ζωής συνειδητά προσεγγίζοντας με δέος την κάθε της πλευρά και λειτουργεί αυτόνομα σύμφωνα με τις ενδόμυχες πεποιθήσεις της.

ΣΚΟΥΡΙΑ /Όταν νυχτώνει /προσηλώνομαι κι εγώ στην εργασία μου.

Τρίβω με αλάτι και λεμόνι της κουριά /της ασημένιας εικόνας μου /μήπως και λίγη από την παλιά μου λάμψη αποκτήσω. /Προς το ξημέρωμα /παρατηρώ απελπισμένη τη μαυρίλα να επιμένει. /Αχ, πάλι με παραμύθιασαν με γιατροσόφια /για τις πληγές μου;

Αυθεντικοί στίχοι απέναντι στις παρορμήσεις της ψυχής, από μία ρέουσα μνήμη ως απόρροια προσωπικών βιωμάτων, που φωτίζει την περιοχή των αισθημάτων.

Η ποίηση για την Οικονομίδου δεν είναι κήρυγμα, είναι ανάγκη να εκφράζει όσα δεν μπορούν να ειπωθούν με λόγια. Γίνεται διδασκαλία ζωής με τον πιο διακριτικό τρόπο, γιατί ο γραπτός λόγος επικυρώνεται από το ίδιο το βίωμα της και είναι η απόλυτη κατάθεση της αλήθειας.

Συνοψίζοντας η ποίηση της είναι αποτέλεσμα μιας ακατανίκητης υπαρξιακής ανάγκης, η οποία μέσα από τους στίχους της βεβαιώνει, ότι οι λέξεις έχουν περάσει από πολλά εμπειρικά στάδια φτάνοντας σε βάθη που μόνο η ψυχή εκεί, έχει τον λόγο

Εν κατακλείδι, τα ποιήματα της είναι ζωντανά σύμφωνα με τις ανθρώπινες ανάγκες· κι εκτός από την αισθητική συγκίνηση που προκαλεί ο λόγος της, καταφέρνει να περνάει μηνύματα μεταφέροντας τον αναγνώστη στην αφετηρία για προβληματισμό και με έκδηλο ενδιαφέρον να τεθεί πρωταγωνιστής στις ιδεολογικές της προσεγγίσεις.

Τα ποιήματα της μπορούν με την ιδανική τους εσωτερικότητα να γίνουν ψηφίδες φωτεινές χαρίζοντας το φως εκείνο που ο αναγνώστης έχει ανάγκη μέσα από τη νηφαλιότητα του να διαμορφώσει έναν καινούριο φανταστικό κόσμο.

Σε όλα της τα ποιήματα γίνεται αντιληπτή η αποφυγή του περιττού, και συχνά η επιγραμματική έκφραση της πυκνότητας ενός εμφανούς σαρκασμού που μεταδίδει έναν συγκρατημένο ρεαλισμό.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΟΥΣΙΑΣ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ 15/12/2023

Με την ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο Θαμνολιβαδα (έργο εξωφύλλου: Απόστολος Γιαγιάννος, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα Ιούνιος 2023, σελ. 64), μας παρουσιάζεται για πρώτη φορά η κύπρια ποιήτρια κι εκπαιδευτικός Όλγα Οικονομίδου. Μέσα σε 47 ποιήματα σκιαγραφεί την πρωτόλεια σύσταση της στο αναγνωστικό κοινό. Τα ποιήματα της Οικονομίδου διακατέχονται από την ανάγκη για αποφυγή του εσωτερικού ψυχικού πόνου ο οποίος εγκλωβίζεται και σωματοποιείται μέσω της παρελθούσας μνήμης, αποζητώντας την λήθη. Τα ποιήματα της διαπνέονται από μια εσωτερική ορμή ώστε να ξορκίσει την θλίψη, την μοναξιά και τον πόνο του θανάτου. Το ύφος της είναι έντονα εσωτερικό ενώ ο ποιητικός λόγος της Οικονομίδου χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις και αντιφάσεις τις οποίες ορίζει η ανάγκη για απελευθέρωση από έναν εγκλωβισμένο εαυτό. Οι λέξεις των ποιημάτων της γίνονται αυτόπτες μάρτυρες των προσωπικών εξομολογήσεων («κυοφορώ λέξεις παρατεταγμένες στα τοιχώματα της μήτρας μου») της κάνοντάς τες κοινωνούς ενός προσωπικού ταξιδιού που ξεκινά συνήθως την νύχτα, είναι γεμάτο από μοναχικότητα ενώ την ίδια στιγμή είναι αδήριτη η ανάγκη της διαχείρισης του εσωτερικού και εξωτερικού πένθους. Το ποίημα με τίτλο «Καρτερούμεν» συγκαταλέγεται στις εξαιρέσεις που δείχνουν την προσπάθεια για απόδραση του ποιητικού υποκειμένου( το ποίημα μιλά για την κατοχή της Κύπρου) από την δεινότητα του εσωτερικού ψυχικού πόνου. Ο τίτλος της συλλογής μας υποβάλλει σε ένα περιβάλλον όπου το έργο της Οικονομίδου κινείται στο μεταίχμιο μιας φθαρτής ύπαρξης. Ο ποιητικός λόγος γίνεται το άρμα για διέξοδο από την πνιγηρή πραγματικότητα με τις λέξεις να λειτουργούν θεραπευτικά και πρόσκαιρα ν’ απαλύνουν το ποιητικό υποκείμενο από την κατάσταση που έχει περιέλθει.

Η Οικονομίδου γράφει για να αποδράσει και να θεραπευτεί από την ερήμωση και την απουσία που της προκαλούν οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες κι η θλίψη για καθετί θνητό. Χρησιμοποιεί και το φυσικό αλλά και το μεταφυσικό στοιχείο ως ένα λυτρωτικό επέκεινα ενάντια στον θάνατο, ειδικά στο ποίημα με τίτλο «Μνημόσυνο». Το σημαίνον του πόνου υποβάλλεται από τον σημαινόμενο της μνήμης («Επέμβαση», «επιτυχημένη ήταν η επέμβαση / κρίμα που άφησε πίσω της αυτά που κουβαλώ εντός μου») και ενός έντονου ελεγειακού στοιχείου που κάποιες φορές κάνει την ποίηση να μοιάζει ως ένα φθονερό καταφύγιο αφού θυμίζει οικεία κακά κατά τον Καρυωτάκη.(«Για να αποδιώξω το ενδεχόμενο/ διώχνω ευγενικά μακριά μου λέξη την λέξη/ στίχο τον στίχο/ στροφή την στροφή», «Πιθανότητα»). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η διακειμενικότητα του ποιήματος «Νέοι της Σιδώνος 1992» στο οποίο η παθητικότητα των νέων(«σκοτεινά τα πρόσωπα των νέων»/ «βουβές σκιές σε λερωμένους τοίχους») έρχεται σε αντίθεση με την ενεργητική αντίδραση των νέων (τηρουμένων των συνθηκών κάθε εποχής) στα αντίστοιχα ποιήματα των Καβάφη και Αναγνωστάκη. Σημαντικό ρόλο φαίνεται ακόμη να διαδραματίζει το στοιχείο του μύθου που χρησιμοποιείται για να εντείνει την δραματοποίηση του ποιητικού λόγου όπως φαίνεται στο ποίημα «Λήθη Ι» («Η μνήμη μου ανακυκλώνεται/ ψάχνοντας χαραμάδα διαφυγής/ σωτήρια οδό/ σε χώρα Λωτοφάγων»). Η επίγευση που μας αφήνει αυτή η πρώτη συλλογή της Όλγας Οικονομίδου με την πρώτη ματιά φαίνεται πνιγηρή, σπαρμένη με κάθε λογής εμπόδια που εγκλωβίζουν το ποιητικό υποκείμενο σε έναν εσωτερικό πόνο, ο οποίος διαπνέεται υφολογικά και γλωσσικά από έναν έντονο λυρισμό με αντιθετικές κι αντιφατικές συνδηλώσεις αλλά και έντονους συμβολισμούς. Για μια λυτρωτική κι εντέλει απελευθερωτική λειτουργία της ποίησης («Φτού ξελευθερία») που δείχνει την πάλη κάθε δημιουργού με το αντικείμενο της τέχνης του ώστε να το παραδώσει ελπιδοφόρα στην κοινωνία αφήνοντας το αποτύπωμα του.

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

PERIOU.GR 13/04/2024

Μνήμη και εσωτερικότητα

«Θαμνολίβαδα» είναι ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής της Όλγας Οικονομίδου (Μανδραγόρας, 2023). Η λέξη δηλώνει λιβάδια στα οποία κυριαρχούν οι θάμνοι, η ταπεινή χλωρίδα, η σημασία της οποίας είναι σημαντική για το οικοσύστημα. Τους στίχους κατακλύζουν αγριολούλουδα και γλάστρες, πεταλούδες και πυγολαμπίδες· η ομορφιά του φυτικού στοιχείου στη γοητευτική συνύπαρξή του με την πανίδα, το ζωικό βασίλειο.

Σύνθεση μίας ενότητας τα «Θαμνολίβαδα», με την προσθήκη δέκα χάικου -δημιουργιών ιαπωνικής τεχνικής, γύρω από τους άξονες, υπαρξιακό, μνήμη-χρόνος, έρωτας, πατρίδα, ποίηση. Το υπαρξιακό και η αναψηλάφηση της ζωής και των σχέσεων μέσω της μνήμης και του διελθόντα χρόνου, διασταυρώνονται με τις δραματικές κορυφώσεις της ζωής, τον έρωτα και τον θάνατο.

Αφηγηματική κυρίως ποιήτρια η Οικονομίδου, γράφει συνήθως σε πρώτο πρόσωπο. Τους στίχους διαπνέει εσωτερικότητα. Φιλτραρισμένο το συναισθηματικό της υλικό στο διυλιστήριο του συνειδητού, με λογική διάρθρωση, παραδίδεται δραματικό στον αναγνώστη, χωρίς όμως ελλείψεις και χάσματα. Σαν εσωτερικοί μονόλογοι οι συνθέσεις, ένας διάλογος με τον εαυτό ή με τον Άλλο. Ο εξομολογητικός τόνος του ποιητικού υποκειμένου σε συνδυασμό με την αφήγηση διαμορφώνουν ένα σκηνοθετικό περιβάλλον που δίνει την αίσθηση ότι η ποιήτρια υποδύεται στην προσπάθειά της να δώσει διέξοδο στις εκφραστικές δυνατότητες του δικού της προσώπου.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα
το κοριτσάκι ξυπνάει ανήσυχο.
Μέσα στο μισοσκόταδο
ψάχνει τα περασμένα του χρόνια
τους περασμένους ανθρώπους
τις περασμένες μέρες που ξέχασε
να χαμογελάσει στο φως.

Ξυπνάω κι εγώ.
Βάζω το κοριτσάκι για ύπνο
με νανουρίσματα και χάδια
το κοιμίζω.
–Τι το ψάχνεις; του λέω.
Θα είσαι πάντα ένα παιδί
σε γερασμένο σώμα. (σελ. 37)

Η υπαρξιακή αγωνία στο ποιητικό τοπίο της Όλγας Οικονομίδου παρουσιάζεται υπογειωμένη. Αυτό που αναδύεται έντονα είναι μια διάθεση φυγής, η ανάγκη απόδρασης από έναν κλοιό και μια απομόνωση που ωστόσο φαίνεται να έχει επιλεγεί. […] Γράφοντας/ τη δική της ιστορία/ διαλέγει ελεύθερη την απομόνωση. (ΑΕΡΟΣΤΕΓΩΣ, σελ. 11)

Η αφηγηματικότητα και η εξομολόγηση σε συνδυασμό με την παραστατική γλώσσα προσδίδουν μια ιδιότυπη γοητεία στη φωνή της Οικονομίδου, η οποία, αν και στην πρώτη της εκδοτική αποτύπωση, διακρίνεται από ωριμότητα και γοητεία.

ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΛΗΓΟΥΣΑ

σε σύστημα πολυτονικό
η μακρόχρονη λήγουσα των ρημάτων όταν τονίζεται
παίρνει περισπωμένη
αργεῖς
κλαῖς
τρῶς
ἀγαπῶ

μια μέρα δεν άντεξα
κατάπια μαζί με τον καφέ μου ένα μακρόχρόν(ι)ο σ’ αγαπώ.
-μετά από τόσες προσπάθειες φιλοξενίας
δεν μου έκανε τη χάρη να ειπωθείσαν το κατάπια
πήγε και κατακάθισε φαρδιά πλατιά η περισπωμένη μες στην καρδιά μου
κοίτα να δεις που αυτή τότε όλο πλάταινε όπως η περιφέρειά μου
σαν μεγαλώνω
δεν μπορούσα τουλάχιστον να καταπιώ ένα σ’ αγαπώ
σε σύστημα μονοτονικό
να σμικρύνει η οξεία την αμβλεία γωνία των λογισμών μου; (σελ. 55)

Ο χρόνος που περνά και οδηγεί σε αναψηλάφηση, απλώνει την αίσθηση του ανικανοποίητου και μιας μοναξιάς, όπως και την ανάγκη της δράσης, μιας κίνησης που θα πετάξει πέρα τα «δεσμά», θα απομακρύνει από την καθημερινή ρουτίνα και τις συμβάσεις, μιας προσδοκίας.

Ανεμολογιο

Θα ’θελα να ’μουν
εκ γενετής
ανεμολόγιο.

Αδιάκοπα να χαράσσω
ροές και πορείες ανέμων.
Να διαιρούμαι σε τεταρτοκύκλια,
προς ενενήντα μοίρες έκαστο
και να ’χουνε στραμμένα
προς το μέρος μου
των ναυτικών τα μάτια.

Στην πραγματικότητα,
υπάρχω ως γυναίκα.
Αγαπώ τους ανέμους,
τους αφουγκράζομαι καθώς
σηκώνουν τη σκόνη μου
ή ελαφρώς το φόρεμά μου.
Άπταιστα τους γράφω στο
τετράδιο ορθογραφίας.

Λεβάντες, Όστρια, Γαρμπής
Πουνέντες, Τραμουντάνα.

Έπειτα σηκώνω πανιά
και φεύγω… (σελ. 8)

Χρόνος και μνήμη επαναφέρουν τις μορφές αγαπημένων προσώπων που έχουν φύγει από τη ζωή. Δεσπόζει η παρουσία της μητέρας, η φιγούρα της οποίας επανέρχεται, όπως και της πατρίδας με τα παθήματά της: οι κατεχόμενες περιοχές, η Αμμόχωστος, η Κερύνεια, ο Πενταδάκτυλος.

[…] Σαλαμίνα – Αμμόχωστος./ Από τα βάθη του καιρού/ νυν και αεί/ για πάντα μνήμη. (ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ, σελ.14)

Η χρήση της κυπριακής διαλέκτου ξεχωριστή στο ποίημα ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ (σελ. 15).

Εκτός από την απουσία των αγαπημένων προσώπων και τη θλίψη της κατακερματισμένης πατρίδας, η ματαιωμένη ερωτική προσδοκία πυροδοτεί έντονα το ποιητικό συναίσθημα.

[…] Όλα όσα υπήρξες σήμερα/ τα άφησες εκεί/ μια μάζα αέρινη/ το φως, το γέλιο, γαλάζιες λίμνες.// Στο τραπεζάκι/ κι αυτό λευκό/ αφήνω τελειωμένους τους καφέδες/ μήπως και αναστείλω/ τη ροή τετελεσμένων. […] (ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, σελ.18)

Η ανάγκη της λήθης αναδύεται δυνατή:

ΛΗΘΗ ΙΙ
Λησμονιά είναι
να ξεχνάει κανείς ή να ξεχνιέται;

Η λήθη επιλέγει την καρδιά.
Με την καρδιά ξεχνάω. Όχι με το μυαλό.
Επιλέγω τη λήθη για να σε συγχωρέσω. (σελ. 13)

Ο λεπτός σαρκασμός δεν απουσιάζει από τις συνθέσεις όπως και οι ελπίδες για μια νέα αρχή η οποία παίρνει τη μορφή θαμνολίβαδων:

[…] Να υποθέσουμε/ πως θα γίνουν θαμνολίβαδα/ ή πόες/ ή αγριολούλουδα. Υπάρχει βλέπεις/ και η χαμηλή αυτοφυής βλάστηση. (ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ, σελ. 19)

Όσον αφορά την ποίηση, παρουσιάζεται ως θεραπεία αλλά και ως πορεία διαμαρτυρίας.

[…]Νυν και αεί ονειρεύομαι/ και θεραπεύομαι. (ΛΕΞΕΙΣ, σελ. 23)

[…]Μα οι λέξεις μου/ παραμένουν μετέωρες/ βγάζουν κεφάλι, χέρια, πόδια/ αγανακτισμένες/ βγαίνουν στο πεζοδρόμιο ν’ ανασάνουν/ διαδηλώνοντας τη θλίψη τους// Πορεία διαμαρτυρίας είναι κι η ποίηση. (ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ, σελ. 25)

Χαμηλόφωνος ο λυρισμός της Οικονομίδου και με τη συμμετοχή της φύσης. Το πλήθος των μεταφορών, των εικόνων και των μετωνυμιών, η χρήση της αντίθεσης του φωτός με το σκοτάδι, της διακειμενικότητας (συνομιλία με ποιητές όπως ο Αναγνωστάκης και ο Καβάφης), η ανασηματοδότηση των αρχαίων μύθων (όπως στο ποίημα ΠΗΝΕΛΟΠΗ, σελ. 45) διαμορφώνουν ένα γοητευτικό ποιητικό τοπίο. Την κορύφωση του δραματικού συναισθήματος συνοδεύει η ηρεμία μιας «κάθαρσης». Είναι και αυτή ένα από τα στοιχεία που χαρίζουν την ηδονή της λογοτεχνίας στις δημιουργίες της Όλγας Οικονομίδου.

.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

FRACTAL 21/05/2024

«Ο έρωτας, η μοναξιά, η ματαιότητα της ύπαρξης αποτελούν επαναλαμβανόμενα στοιχεία των ποιημάτων»

Η κυρία Όλγα Οικονομίδου προφανώς ασχολείται επισταμένως με τη λογοτεχνία, αφού πέραν της αγάπης της γι’ αυτήν, η οποία προκύπτει από την ανάγνωση της εν λόγω ποιητικής συλλογής της, εργάζεται ως εκπαιδευτικός και προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις της και στις επόμενες γενιές.

Η συλλογή ποιημάτων Θαμνολίβαδα είναι το πρώτο βιβλίο που εκδίδει και ομολογουμένως η πρώτη της εμφάνιση είναι αξιοσημείωτη. Βέβαια έργα της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά κι έχει λάβει μέρος σε διαγωνισμούς, όπου και βραβεύτηκε, αλλά το ατομικό βιβλίο διαθέτει άλλη βαρύτητα.

Η συλλογή αποτελείται από 49 ποιήματα, των οποίων η έκταση κυμαίνεται από λίγους στίχους μέχρι και μια σελίδα. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια λυρική ποιήτρια που δεν στρέφεται προς τις μεγάλης εκτάσεως συνθέσεις, αλλά προτιμά να καταθέσει σύντομες δημιουργίες με πυκνό λόγο και λιτή δομή.

Βέβαια, όταν κάνουμε λόγο για «λυρική» δημιουργό, δεν πρέπει να δημιουργηθεί η παρανόηση, ότι η ποιήτρια ασχολείται μόνο με το χώρο των συναισθημάτων, αφού τα ποιήματά της διαθέτουν ένα υπαρξιακό, φιλοσοφικό υπόβαθρο. Η δημιουργός με αφορμή αντικείμενα και περιστατικά της καθημερινότητας εκφράζει σκέψεις και προβληματισμούς που αφορούν θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ζωής. Ο έρωτας, η μοναξιά, η ματαιότητα της ύπαρξης κυριαρχούν και αποτελούν επαναλαμβανόμενα στοιχεία των ποιημάτων.

Ο λόγος της κυρίας Οικονομίδου είναι απλός, χωρίς πολλά στολίδια και μουσικότητες. Την ενδιαφέρει να αποτυπώσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της με σαφήνεια και καθαρότητα. Είναι σαφές, ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα έργο ώριμης δημιουργού, που έχει κατασταλάξει τόσο ως ποιήτρια, όσο και ως άνθρωπος. Δεν επιθυμεί να διδάξει και να κανοναρχήσει, αλλά να μοιραστεί τους φόβους, τις ελπίδες και τα συναισθήματά της με τον κάθε ευαίσθητο αναγνώστη. Το βιβλίο αποτελεί παρακαταθήκη, αλλά και υπόσχεση για το μέλλον.

.

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ-ΦΩΤΙΑΔΟΥ

Μανδραγόρας 11/6/2024

Τα Θαμνολίβαδα της Όλγας Οικονομίδου

Αν η ζωή σε κάποιο δρόμο της φαίνεται τελικά σαν θαμνολίβαδο, όπου τα όνειρα, οι ελπίδες, οι προσδοκίες παραμένουν στο χαμηλό ύψος ενός θάμνου, όταν όλα ήθελαν και όλα έδειχναν πως θα έπρεπε να ανυψωθούν σαν δέντρο…

Αν η συνείδηση, η σκέψη, το συναίσθημα, η γλώσσα, συμπλέκονται σε ένα αυτοφυές και αυθόρμητο, εκ βάθους ζωής και καρδίας αποτύπωμα…

Αν μία γυναίκα, έχει συλλέξει στη διαδρομή του βίου συναίσθημα έντονο, πάθος ψυχοφθόρο, εμπειρική σοφία, αναστοχαστική επιμονή, τότε προκύπτει κάποια στιγμή μία ποιητική συλλογή, ένα πρώτο σκαλί, το οποίο καλείται μετά να οικοδομήσει και την ανάλογη σκάλα…

Η πρώτη ποιητική συλλογή της Όλγας Οικονομίδου με τον τίτλο Θαμνολίβαδα, Εκδόσεις Μανδραγόρας 2023, αποτελεί μια χαρτογράφηση του εσωτερικού τοπίου μιας νέας φωνής στον χώρο της σύγχρονης ποίησης. Μέσα από τις σελίδες της, η ποιήτρια καταθέτει με έντονη ειλικρίνεια τις σκέψεις, τις ανησυχίες, τους ρεμβασμούς της, πλέκοντας ένα δίκτυο συναισθηματικών και πνευματικών ερεθισμάτων που αποκαλύπτουν την ψυχή της.

Η πρώτη αυτή ποιητική διαδρομή είναι εν πολλοίς αυτοαναφορική. Εκκινεί δηλαδή από την ίδια, τα βιώματα, τις εμπειρίες, τα συναισθήματα, τους στοχασμούς. Η ποιήτρια τοποθετείται απέναντι στην ψυχοσύνθεσή της και απέναντι στον κόσμο, στον περιβάλλοντα χωροχρόνο. Μια ποιητική ενδοσκόπηση; Μια εξομολογητική γραφίδα; Ένας αναστοχασμός ως παρωθητικός παράγοντας για γνώση, επίγνωση και περαιτέρω ανάγνωση της ζωής;

Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από τα ποιήματα της Όλγας στο σύνολό τους, είναι αυτή ενός εσωτερικού προβληματισμού που μετατρέπεται σε στιχούργημα ακριβώς για να μπορέσει να αποκτήσει μια πιο μαλακή υφή, να αποβάλει την αιχμηρότητα μέσα σε έναν εξίσου αιχμηρό βίο.

Η ποιήτρια είναι η γυναίκα, είναι η μάνα, είναι η κόρη, είναι η Κύπρια, είναι εν τέλει η ποιήτρια, καθώς σαν πεταλούδα, όπως αναφέρει στο ποίημα της σελίδας 10, θα πάρει την κλίση της βροχής και θα πετάξει στα χιονισμένα δάση.

Και ως ποιήτρια, ασχολείται ή παίζει, αν θέλετε συνεχώς με τις λέξεις. Σε παιχνίδι λεκτικό και …επιλεκτικό. Αλλά και ιαματικό, καθώς η δύναμη της δημιουργίας αντισταθμίζει τις τυχόν απώλειες του βίου. Ενδεικτικά δύο διαδοχικά ποιήματα στις σελίδες 22 και 23. Στο ποίημα «Κρεμάστρες» γράφει: Οι λέξεις παραμένουν στις κρεμάστρες/ σαν καλοσιδερωμένα πουκάμισα/ έτοιμα να φορεθούν τις Κυριακές. Και στο ποίημα «Λέξεις» γράφει παραστατικά: Σε χαρτί λευκό και πρόχειρο/συχνά δεκάδες λέξεις αραδιάζω/ Μικρές μεγάλες/ απλές ή λιγότερο συνήθεις/ Ωδή στο αναπάντεχο/ Νυν και αεί ονειρεύομαι και θεραπεύομαι.

Συμπληρωματικά και στο ποίημα «Σκέψεις», σελ. 41, με την ίδια αφηγηματική και εικονοπλαστική ποίηση η Όλγα συνδέει τις σκέψεις, ιδιαίτερα αυτές που κυνηγούν επίμονα την ύπαρξή της με το βάρος του ακρωτηριασμού, με τη στιχουργική εν τέλει κατάληξη. Μία βάσανος στοχαστική, αναστοχαστική, η οποία καταλήγει σε «βαρύ περιδέραιο στίχων» κατά την έκφρασή της.

Και ίσως η ποίηση ή ένα ποίημα να είναι αυτό που μπορεί να χειριστεί καλύτερα από τη ζωή, καλύτερα από την οποιαδήποτε σχέση με τους ανθρώπους. Αυτό εισπράττω στο ποίημα «Πόθος»: Θα θελα να ’σαι/ ένα ποίημά μου.// Στους στίχους σου/ να κρεμάω τους φόβους μου/ και στα αποσιωπητικά σου/ ν’ αφήνω τις ελπίδες μου.

Την Όλγα την πρόσεξα για πρώτη φορά, ως ποιήτρια, όταν απάγγειλε σε μια εκδήλωση ένα ποίημα για την Αμμόχωστο. Είναι γνωστή η σύνδεσή μου, ψυχική και συναισθηματική με την γενέθλια πόλη. Μου έκανε εντύπωση το συναίσθημα που έβαλε στο ποίημά της, παρόλο που δεν είναι πρόσφυγας από την κατεχόμενη πόλη μου. Ένιωσα τη συλλογικότητα της έμπνευσης, όταν η εισβολή γίνεται πίκρα που κατακάθεται σαν απειλητικό σύννεφο πάνω από όλο το νησί.

Ορμώμενη από την ομότιτλη ποιητική συλλογή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, η Όλγα γράφει στη σελ. 14 της συλλογής για την «Αμμόχωστο Βασιλεύουσα»: Νόστος./ Μνήμη που δεν σωπαίνει./ Μνήμη που επιμένει/ όπως το κύμα που κατατρώει τον βράχο.

Η ποίηση της Όλγας είναι εν πολλοίς εικονοπλαστική. Σε μεταφέρει στην ενέργειά της. Σου δίνει την εντύπωση, μέσα από σωρεία ρημάτων, ενεργητικής κυρίως φωνής, ότι περιγράφει σε έναν αόρατο «Άλλον» τι κάνει, τι βλέπει, πώς αισθάνεται. Ενδεικτικά κάποια αποσπάσματα, έτσι όπως εμφανίζονται στη σειρά των ποιημάτων:

Λίγο πριν ξημερώσει, βγαίνω στους δρόμους να περπατήσω
Αγαπώ τους ανέμους, τους αφουγκράζομαι
Τη ζωή μου θα μπορούσα να την κλείσω σ’ ένα βαζάκι μαρμελάδας. Να το ανοίγω κάθε τόσο και να τη γεύομαι.
Η λήθη επιλέγει την καρδιά. Επιλέγω τη λήθη για να σε συγχωρέσω.
Δικλίζω εις το βούττημαν του ήλιου να σε έβρω (Σημειώνουμε εδώ τη χρήση της τοπικής διαλέκτου) Και αλλού: Θαρκούμαι πως αμπλέπω σε μάνα μου αγαπημένη

Κάθε φορά που φεύγεις/ κοντοζυγώνω τις δύο υπόλευκες καρέκλες [ ] Στο τραπεζάκι/ κι αυτό λευκό/ αφήνω τελειωμένους τους καφέδες. («Απόγευμα Κυριακής»)
Kι αφού λοιπόν/ δεν μπορώ να σε συναντήσω/ ετοιμάζω το πιστό σου αντίγραφο («Αντίγραφο»).
Επίμονα τροχίζω το παλιό ψαλίδι
Παίρνω το μι για τις μνήμες μου/ Το άλφα για τα άστοχα λόγια μου («Γραμματοθήκη»). (Σημειώνω τη χρήση των γραμμάτων της αλφαβήτας).

Πέρα όμως από την πρωτοπρόσωπη ποίηση, θα δούμε την ποιήτρια σε κάποια ποιήματα να απομακρύνεται από την πρώτη ενέργεια. Είναι σαν να βγάζει τον εαυτό της από το προσωπικό βίωμα, τη σκέψη και το συναίσθημα και τον κοιτάζει από μία απόσταση αν όχι ασφαλείας, τουλάχιστον μεγαλύτερης ευκρίνειας. Αναφέρω ενδεικτικά το ποίημα «Πηνελόπη», σελ. 45: Της κλέψανε τα όνειρα/ όσους πολύ αγάπησε/ τον χρόνο και τον χώρο της/ Γίνεται έτσι κάθε βράδυ Πηνελόπη/ υφαίνοντας τον νέο Οδυσσέα/ μακρύ σεντόνι/ το τυλίγεται τα βράδια/ χωρίς των μνηστήρων την ενοχλητική επίσκεψη.

Την ίδια αποστασιοποίηση, επιστρέφοντας σε εποχές αθωότητας και τρυφερής άγνοιας, επιχειρεί στο ποίημα «Αναζήτηση», σελ. 37: Λίγο μετά τα μεσάνυχτα/ το κοριτσάκι ξυπνάει ανήσυχο./ Μέσα στο μισοσκόταδο/ ψάχνει τα περασμένα του χρόνια/ τους περασμένους ανθρώπους/ τις περασμένες μέρες που ξέχασε/ να χαμογελάσει στο φως.// Ξυπνάω κι εγώ./ Βάζω το κοριτσάκι για ύπνο/ με νανουρίσματα και χάδια/ το κοιμίζω./ «―Τι το ψάχνεις», του λέω./ «Θα είσαι πάντα ένα παιδί/ σε γερασμένο σώμα.»

Το πιο ενδεικτικό όμως ποίημα της συλλογής, το οποίο αποτυπώνει περισσότερο την ανάγκη της ποιήτριας να μεταθέσει κατά μία έννοια τυχόν ανασφάλειες και φοβίες, εκβάλοντάς τες σε μια άλλη διαδρομή, η οποία την απενεχοποιεί εν μέρει από αυτές, είναι το ποίημα της σελίδας 54, «Στην αγκαλιά του πάντα»: Μια γυναίκα περπατά στη γραμμή της άποψης/ –συμφωνεί, διαφωνεί, δεν γνωρίζει–/ ποζάρει δίχως μακιγιάζ στην αγκαλιά του πάντα/ «δεν θα ποτίσω τη ματαιοδοξία μου με φίλτρα», λέει/ η ρυτίδα στο μεσόφρυδο αυλακιάζει/ «το πόδι της χήνας» μεγαλώνει/ ο χρόνος λιγοστεύει.

Το ποίημα αυτό μου δίνει την αφορμή να μιλήσω και για διακείμενα στην ποιητική συλλογή. Η διακειμενικότητα ορίζει όλο εκείνο το πλέγμα των σχέσεων που αναπτύσσουν ποιήματα/κείμενα μεταξύ τους, είτε είναι του ίδιου ποιητή/συγγραφέα είτε απέχουν μεταξύ τους χωροχρονικά. Είναι εκείνο που ο Genette περιέγραψε ως «οτιδήποτε θέτει σε σχέση, ανοιχτή ή μυστική, το κείμενο με άλλα κείμενα».

Κατά την Kristeva κάθε κείμενο «συγκροτείται ως μωσαϊκό παραθεμάτων, κάθε κείμενο είναι απορρόφηση και μετασχηματισμός ενός άλλου κειμένου και η ποιητική γλώσσα διαβάζεται, τουλάχιστον, ως διπλή

Στην περίπτωση της Όλγας και στην πρώτη αυτή συλλογή της, η διακειμενικότητα προκύπτει αυτοφυής, αν μου επιτρέπεται ο όρος, επηρεαζόμενη και από τον τίτλο της συλλογής. Ως πρώτη ποιητική συλλογή μεταφέρει συνειδητά και ασύνειδα αρχέτυπα, όπως η Πηνελόπη, στίχους ή και τίτλους ποιημάτων τα οποία συνδέονται με γνωστά υφιστάμενα δημιουργήματα.

Έχω αναφέρει τον τίτλο «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα πιο πάνω, τίτλος του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Στην ίδια γραμμή και το ποίημα «Νέοι της Σιδώνος 1992 μ.Χ.», θυμίζοντας και τον Αλεξανδρινό ποιητή.

Το ποίημα επίσης «Καρτερούμεν» συνειρμικά μας οδηγεί στον Δημήτρη Λιπέρτη, Το ποίημα αυτό δεν αναπτύσσεται εν τέλει σε κυπριακό ιδίωμα. Όλα όμως παραπέμπουν στην Κύπρο και στη σύγχρονη τραγωδία: Το καλοκαίρι εκείνο δεν ξέραμε.// Δεν μπορούσαμε ούτε/ να φανταστούμε πως/ τ’ ανοικτά πουκάμισα/ τα ιδρωμένα μέτωπα/ τα ψάθινα καπέλα/ τα πιτσιρίκια με τα κοντά/ παντελονάκια/ τα ακρογιάλια στην Αμμόχωστο/, τα καράβια της Κερύνειας/ και ο περήφανος Πενταδάχτυλος…// Όλα μας αποχαιρετούσαν.

Στη συλλογή υπάρχουν επίσης στίχοι που παραπέμπουν σε τραγούδια: στη σελίδα 33 «στου βράχου τη σχισμάδα», στη σελίδα 39 «Σαν ηφαίστειο που ξυπνά»…

Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλούν στον αναγνώστη τα ποιήματα στη συλλογή με αναφορές στη μητέρα της ποιήτριας, την οποία και έχασε πρόσφατα. Η απώλεια έχει δώσει αφορμή για τα ωραιότερα κατ εμένα ποιήματα της συλλογής, γιατί αποπνέουν γνήσιο συναίσθημα και μετατρέπουν το συγκινησιακό φορτίο της ποιήτριας σε συναίσθημα συγκίνησης του αναγνώστη. Ειδικά όταν η απώλεια ανεβαίνει στο άρμα της κυπριακής διαλέκτου, αφού φαίνεται πως η μητρική γλώσσα είναι πεδίο που ανεβάζει τον δυναμισμό αλλά και την τρυφερότητα ταυτόχρονα των στίχων: Αντάν να φκει φως φεγκαρκού/ θαρκούμαι πως αμπλέπω σε/ μάνα μου αγαπημένη./ Μα λίον λίον χάνεσαι/ Φέφκεις/ ανακατώνεσαι μες στη θολούρα. («Αγγάλιασμα»)

Ο θάνατος της μάνας πιο έντονος στο ποίημα «Γραμματοθήκη»: Μάνα,/ θα δανειστώ απόψε τα γράμματά σου. [ ] Μόνο που ο θάνατος δεν περιμένει ούτε και από αλφάβητο γνωρίζει…

Το αποκορύφωμα της μετάπλασης ενός τόσο θλιβερού, ανατρεπτικού βιώματος στο ποίημα «Μνημόσυνο» για το οποίο υπάρχει άλλωστε και ειδική αφιέρωση στη μητέρα Στέλλα. Επειδή τα μνημόσυνα ανακαλούν και οι φωνές τους μπορεί να είναι πιο οξείες από αυτές που τις γέννησαν. Γράφει η Όλγα με αφοπλιστική ειλικρίνεια: Έριχνα στο νερό την αγάπη και τη συγγνώμη μου/ και πότιζα τον κήπο σου με δάκρυα. Στίχος που αποκρυπτογραφεί μια ολόκληρη διαδρομή της μοναδικής σχέσης της ποιήτριας με τη μητέρα της. Στίχος που έχει ανάγκη να διατυπώσει η ποιήτρια για να ελαφρύνει το παρελθόν, να διευρύνει το μέλλον.

Η ποίηση μπορεί να είναι εν τέλει απελευθερωτική, επαναστατική. Πορεία διαμαρτυρίας η ποίηση, όπως αναφέρει στο ποίημα «Διαμαρτυρία», σελ. 25. Είναι όμως και μια απέκδυση όσων μπορεί να περιορίζουν τον άνθρωπο, τη γυναίκα σε φόρμες του καιρού και διαχρονικά στερεότυπα. Ενδεικτικό το ποίημα της σελίδας 47 «Στάση εργασίας»: Τούτη την Κυριακή/ αποτάσσομαι των καθηκόντων μου:/ κανένα ψητό στον φούρνο/ κανένα άπλωμα μπουγάδας…

Σε αυτό το ποιητικό ψηφιδωτό της εσωστρέφειας κυρίως, της στοχαστικής και αναστοχαστικής φωνής, φαίνονται κάπως ξένα ίσως στη συλλογή τα δέκα χαϊκού που κατά τον τίτλο κάνουν παρέα. Ως χαϊκού, ως είδος δηλαδή, αποτελούν ένα άλλο μέρος της συλλογής. Ως περιεχόμενο, αγγίζουν περισσότερο μια πιο φυσιολατρική ηχώ των βημάτων της ποιήτριας, καθώς αναμειγνύουν το φυσικό στοιχείο με τη διαδρομή της Όλγας, ανθρώπινη και ποιητική. Ενδεικτικά: Η αγκαλιά σου, παιδί μου λευκά κρίνα, ανοιξιάτικα. Και ίσως θα μπορούσε να τα θεωρήσει κανείς και ως μία σύνοψη της συλλογή. Αν πάρουμε για παράδειγμα, το τελευταίο χαϊκού: Πάμφωτη φύση, μπολιάζεις με ελπίδα το βασιλικό.

Εδώ ένα μικρού αναστήματος φυτό, ο βασιλικός, με χαρακτηριστική όμως μυρωδιά, και άρρηκτα συνδεδεμένος με τις κυπριακές αυλές, δέχεται το φως της ελπίδας σε μια ανάλογα φωτισμένη μέρα. Θα μπορούσε ο αναγνώστης, μετά και από την ανάγνωση όλης της συλλογής, να ταυτίσει τον βασιλικό με την ποιήτρια, η οποία μπορεί να ατενίζει πλέον ή επιθυμεί να ατενίζει πλέον τις πιο φωτεινές μέρες της ζωής της.

Δεν θα μπορούσε κανείς να ολοκληρώσει αυτή την παρουσίαση, χωρίς να κάνει μνεία στην εκδοτική αρτιότητα της συλλογής. Ένα καλαίσθητο βιβλίο, όπως μας έχουν συνηθίσει οι Εκδόσεις Μανδραγόρας, σε επιμέλεια του Κώστα Κρεμμύδα και της Τζέλας Ασπρογέρακα-Γρίβα. Σε 60 σελίδες, 48 ποιήματα συν τα δέκα χαϊκού και με έργο εξωφύλλου, πολύ χαρακτηριστικό για τη συλλογή, του Απόστολου Γιαγιάννου.

Συμπερασματικά…

Η Όλγα Οικονομίδου μας συστήνει μέσα από αυτή τη συλλογή έναν κόσμο όπου η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα μέσον ανάπτυξης ιδεών αλλά ένας οργανισμός που ζει και αναπνέει μέσα από την αυτοαναφορικότητά της. Το αυτοαναφορικό στοιχείο στην ποίηση της Όλγας δεν είναι απλά μια στυλιστική επιλογή αλλά ένας τρόπος να ανασκαφεί βαθύτερα στην ψυχή της δημιουργού και να αναδειχθούν οι πιο έντονες και προσωπικές της στιγμές

H Όλγα έχει πατήσει στο πρώτο σκαλί, κατά τον Αλεξανδρινό ποιητή. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Κι είναι υψηλή, πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα. Κάθε νέος ποιητής πρέπει να διακατέχεται από εκείνη την αδυσώπητη ανάγκη να δημιουργήσει, να εκφράσει, να αντλήσει από το βαθύ εσωτερικό του πηγάδι και να φέρει στην επιφάνεια το ύδωρ που κρατεί δροσερή την ποιητική διαδρομή του. Ποίηση απλή αλλά όχι απλοϊκή, ποίηση εξομολογητική, που αφήνει ωστόσο μια μικρή ομίχλη σε αυτά που την έχουν υποκινήσει .

Γράφει άλλωστε στο ποίημα «Βροχή»: [ ]κρεμάσαμε κι εμείς στη βεράντα μας ένα ζευγάρι μάτια./ να ξεπλυθεί/ για να διακρίνουμε με ευκρίνεια στις μέρες της ομίχλης.

Μέρες όμως που πάντα θα υπάρχουν όχι μόνο για την ποιήτρια αλλά για όλους, καθώς ο εσωτερικός μας κόσμος αντανακλάται στον περιβάλλοντα χώρο. Ο Λουί Αραγκόν θεωρεί την ποίηση ως έναν καθρέφτη της κοινωνίας. Στα θαμνολίβαδα ισχύει ασφαλώς και αυτό αλλά πολύ περισσότερο ο αναγνώστης εισπράττει έναν καθρέφτη της ποιήτριας. Το προσωπικό και το κοινωνικό στοιχείο συνυπάρχουν, αλλά τα θαμνολίβαδα, ως πρώτη ποιητική συλλογή, αντανακλούν περισσότερο εσωτερικές διεργασίες της ποιήτριας.

Αυτό που η Όλγα καταφέρνει στην πρώτη της συλλογή, ανάμεσα σε μνήμη και επιλεκτική λήθη, και είναι πάρα πολύ σημαντικό, είναι να εκφέρει ένα λόγο με τη δική της χροιά. Δεν είναι φερέφωνο, δεν μιμείται. Κι αυτό πρέπει κατά την άποψή μου να διατηρήσει στον δρόμο της στην ποίηση. Να αναπτύξει περαιτέρω τον προσωπικό της χαρακτήρα, και αυτό θεωρώ θα είναι πλέον και το ζητούμενο. Η Ποίηση είναι μια συνεχής άσκηση ανάμεσα στην ανάγνωση και στη γραφή, τη γραφή και την ανάγνωση. Ποίηση είναι εν τέλει το ποιητικό βίωμα και το ήθος που αναδύεται μέσα από τη συνεχή άσκηση.

Δεν μπορεί κανείς να κρίνει έναν κήπο από ένα μόνο λουλούδι. Μπορεί όμως να ιχνηλατήσει τα χρώματα, τα αρώματα, τις προοπτικές, τη γενικότερη τάση. Το μεγάλο στοίχημα για κάθε ποιητή και ποιήτρια που εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή είναι πάντα η συνέχεια. Πιστεύω, μετά από την εμπειρία της γραφής αλλά κυρίως της ανάγνωσης, ότι ο ποιητής ή ποιήτρια ολοκληρώνει ένα ποιητικό χαρακτήρα στην τρίτη πια συλλογή. Εύχομαι στην Όλγα να διαβεί αυτό τον δρόμο με την ομορφιά των λέξεων και την κατάθεση της δικής της φωνής στο πολυσύνθετο ποιητικό πεδίο του καιρού μας.

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.