ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ

Ο Ελευθέριος Πλουτάρχου είναι Κύπριος, γεννήθηκε το 1975, κατάγεται από το χωριό Καλοπαναγιώτης και διαμένει στη Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Κύπρου (Επιστήμες της Αγωγής–Δημοτική Εκπαίδευση, 1999) με μεταπτυχιακές σπουδές στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου (Επιστήμες της Αγωγής – Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση, 2012). Από το 1999 εργάζεται ως δάσκαλος στη Δημοτική Εκπαίδευση. Εξέδωσε με τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές την ποιητική συλλογή «Των στίχων πανσπερμία» (2021) και το λογοτεχνικό βιβλίο γνώσεων «Δεκατέσσερις ημέρες στην Αρχαία Ελλάδα: ημερολόγιο από το ταξίδι του Λεωνίδα» (2021) και με τις Εκδόσεις Αρχύτας τις ποιητικές συλλογές «ΑΝΘΡΩΠΟΣ – Στοχασμοί και Αποχρώσεις – 180 Χαϊκού» (2021), «Ελλήνων Μύθοι» (2022) για παιδιά (9+) και εφήβους, «Ονείρατα και στοχασμοί» (2023) και τη διηγηματική συλλογή «Μια ηλιαχτίδα ανατολής στη δύση» (2022), της σειράς λογοτεχνημάτων ΣΠΕΚ (Σύνδεσμος Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου). Συμμετείχε επίσης με εννέα ποιήματά του στη συλλογική ποιητική ανθολογία «Ποιητών Σταχυολογήματα» (2022) των Εκδόσεων Διάνοια. Το 2022 κυκλοφόρησε σε μορφή audiobook – video book το βραβευμένο παραμύθι του «Η Επανάσταση των Λέξεων του Καλού» και το 2023 το μελοποιημένο ποίημά του “Μέρη μας που μας λείπετε” και σε μορφή e-book η ποιητική του συλλογή “Προγόνων Γη” από τις ηλεκτρονικές εκδόσεις του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου. Συμμετέχει ως εκπαιδευτικός και συγγραφέας σε δράσεις φιλαναγνωσίας. Έργα του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες ποίησης, εφημερίδες και πολιτιστικά περιοδικά. Ποιήματα, δοκίμια και διηγήματά του έχουν διακριθεί με βραβεία και επαίνους σε πολλούς πανελλήνιους και διεθνείς διαγωνισμούς. Ποίημά του έχουν μελοποιηθεί. Είναι μέλος σε αρκετές λογοτεχνικές ενώσεις, συνδέσμους και ομίλους σε Κύπρο και Ελλάδα. Διατελεί Πρόεδρος της του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου (2023), ενώ έχει διατελέσει επίσης Γραμματέας της (2021-2023). Είναι Πολιτιστικός Εκπρόσωπος του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου στην Κύπρο (2022).

.

.

ΟΝΕΙΡΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ (2023)

Ι
Ονείρατα και στοχασμοί
ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ
ΟΝΕΙΡΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ

Ροκανίζει αδυσώπητα ο χρόνος το σήμερα
ξεφλουδίζοντας δίχως οίκτο ψυχές,
που δεν μπορούνε πια να κρύψουν τη γύμνια τους…
Κι είναι κάτι βράδια
που στον ύπνο σου αναγυρεύεις βασίλεια,
μαγεμένα ταξίδια σ’ ουρανούς πλουμισμένους.
Μα κάθιδρο πάντα σε βρίσκει το μεσονύχτι
σε βυθούς ωκεανών να στοχάζεσαι μόνος.
Τετριμμένη συνήθεια να προσπαθείς να παγιδέψεις ονείρατα.
Κι όμως… στους στίχους σου, ως επιβάλλει η μούσα,
με χαμόγελο θα ‘ναι πάντα πιστός στη στέψη του ο ήλιος
και στο τέλος του ταξιδιού
θα σ’ αναμένει η σιγουριά του φεγγαριού.

ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ

Σε συνάντησε πάλι το βράδυ
μαζί με το φρέσκο δελτίο ειδήσεων,
στην πολυθρόνα αραχτό,
ξέρεις εσύ… εκείνη την άνετη.

0 βραδινός εκφωνητής μιλάει, δήθεν,
για διαφθορά, κυκλώματα, σήψη και δυσωδία…
και στους δρόμους παρελαύνουν ελεύθερα, δήθεν,
οι υπαίτιοι, του παρελθόντος φαντάσματα, σκιές, εφιάλτες…

Κι εσύ να σφυρίζεις αδιάφορα στο δικό σου βασίλειο.
Σαν το θελήσεις θα πατήσεις απλώς το κουμπί
κι όλα θα μείνουν καλά κρυμμένα εκεί.

Λοιπόν, τι περιμένεις;
Σήκω, καιρός γι’ ανακαίνιση!

ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ

Ροκανίζει αδυσώπητα ο χρόνος το σήμερα,
ξεφλουδίζοντας δίχως οίκτο ψυχές
που δεν μπορούνε πια να κρύψουν τη γύμνια τους […]

Είν’ αδύνατο να ξεφύγει κι η δική σου αλώβητη,
κείνη την ώρα την κρίσιμη, απ’ της συνείδησής σου την κρίση,
καθώς υποβάλλεις, δικαίως, σε δίκη το είναι σου.
Βαραίνουν οι τύψεις για έργα ή λόγια σου;

Μα τ’ αυτεξούσιο υπαγορεύει
και το δικό σου το χέρι θα γράψει ξανά.
Η ψυχή σου θ’ αποδράσει,
θ’ ανηφορήσει σε μονοπάτια ονείρων,
θ’ ανταμώσει ουρανούς πλουμισμένους,
θα ταξιδέψει σε μαγεμένες πολιτείες,
θα φτάσει σε λιμάνια απάνεμα,
θα καλπάσει καβάλα σε τρελλή ηλιαχτίδα,
θα ντυθεί στα χρώματα τ’ ουράνιου τόξου,
θα πλαγιάσει το βράδυ αγκαλιά με τ’ αστέρια…

Δε φυλακίζονται μ’ αλυσίδες του χθες οι ψυχές,
μα ν’ ανθίσουν μπορούνε μ’ αγάπη.
Οι ψυχές είν’ ελεύθερες,
φτιαγμένες να πετάνε ψηλά!

ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ

Στην κόρη μου Ελένη

Όλα της εφηβείας τα δύσκολα…
Σώμα π’ αλλάζει σαν να γεννιέται ξανά,
μ’ ορμές ανεξέλεγκτες.
Ξεφεύγεις μ’ εκρήξεις απ’ τον δεύτερο σου πλακούντα,
σφαλίζει τις πόρτες με σιωπές, με διλήμματα…
Με τ’ άγχος του αύριο,
με τα νέα σου πρότυπα,
με τις αλήθειες που χάνονται,
σε μια νέα λογική,
σε μια νέα ταυτότητα….
Προσοχή, ελλοχεύουν οι απαγορευμένοι καρποί!

Ξεπροβάλλεις, απ’ το κουκούλι σου έφηβε,
στον κόσμο των ενηλίκων
σαν το λουλούδι απ’ το χώμα,
με του σπιτιού σου τις ρίζες
και τα δικά σου βλαστάρια…
Ν’ ανθίσεις!

ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Στον αδελφό μου Μάριο

Τι κι αν τα χρόνια έχουν περάσει,
αφήνοντας το στίγμα τους στο σώμα
κι ας γίνανε τα βήματα βαριά…
Άσβεστες οι μνήμες πάντα μένουν
στο μέσα και στο έξω της καρδιάς.

Στα μέρη κείνα που ‘ναι γνώριμα,
που ηχούν ακόμα οι παιδικές φωνές μας,
νωπές πατημασιές μες στα στενά σοκάκια,
στα δέντρα σκαρφαλώνοντας και σε ψηλές πλαγιές,
διασχίζοντας ποτάμια, περβόλια καταπράσινα
κι ολάνθιστα παρτέρια.

Βλέπω την μπάλα να κυλάει ακόμη στο χωράφι,
κείνο τ’ απότομο με τις κοτρόνες και τ’ αγριόχορτα.
Κι εμείς ξοπίσω παθιασμένα, όλο να τρέχουμε…
Όλο να τρέχουμε… χωρίς σταματημό,
να προλάβουμε… να προλάβουμε
στο φως της μέρας το παιχνίδι.

Ανέμελα τα παιδικά τα χρόνια, χωρίς αποσκευές…
Να γυρνάγαμε πίσω ξανά παιδιά
στ’ όμορφο χωριό μας
κι ας σταματούσε εκεί ο χρόνος!

ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Μαύρες εικόνες που σε κάνουν κομμάτια,
γκρεμισμένα τα όνειρα στις πόλεις των ερειπίων,
κορμιά λαβωμένα μ’ άδειες καρδιές,
νεκρά σώματα με πληγωμένες ψυχές
και με κάτι παιδιά που ‘χουν σχολειό
το σχολειό του πολέμου.

Παίζουν κρυφτό σαν ακούνε τις βόμβες,
παίζουν τρεχτό σαν ακούνε οβίδες,
γράφουν τις λέξεις στο χώμα
και ποτέ δε λαθεύουν αρρώστια και φτώχεια.
Μαθαίνουν αφαιρέσεις μετρώντας νεκρούς,
μαθαίνουν προσθέσεις μετρώντας κασόνια,
απαγγέλουν απ’ έξω πόσο αξίζει νερό και ψωμί!
Με βιβλία σχισμένα, με τις σφαίρες στις τσάντες,
στους γκρεμισμένους τοίχους, στη λάσπη και στη βροχή.

Είθε το περιστέρι να φτερουγίσει με κλάδο ελαίας,
οι παπαρούνες να ξεπροβάλουν στα χαρακώματα,
η ηλιαχτίδα να ξεχυθεί εν μέσω καταιγίδας,
το ουράνιο τόξο να στεφανώσει την οικουμένη.
Ένας σωρός στοιβαγμένος τα όπλα γι’ ανακύκλωση,
να χτίσουν οι λαοί, με το λιωμένο μέταλλο, σχολειά ειρήνης.

ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ

Σ’ οθόνες και πληκτρολόγια,
σε σελίδες και ιστολογία,
σερφάρεις στο διαδίκτυο,
η ζωή σου όλη στο κοινωνικό δίκτυο.
Κατάντησαν τα μάτια σου οθόνη,
η φωνή σου πληκτρολόγιο
και το μυαλό σου ένας σκληρός δίσκος.

Για δες…
τη μέρα ο ήλιος σου χαμογελά,
το βράδυ τ’ αστέρια τρεμοσβήνουν τα όνειρά σου,
η παρέα και τα παιδιά σε περιμένουνε ακόμη!

ΜΕΡΑ TOY ΜΑΗ

Το μικρό το μπουμπούκι
τη μαγεία ξυπνά των χρωμάτων,
σαν δειλά ξεπροβάλλει απ’ το πέπλο
που η φύση στοργικά τ’ αγκαλιάζει.
Το μικρό τ’ αηδόνι,
σαν βρεθεί στη ζεστή του φωλιά,
τη γλυκιά μελωδία αρχινά.
Κι ο ουρανός μ’ αστέρια γιομίζει το βράδυ,
στις ψυχές συννεφιά δε μετράει.
Ένας όμορφος κόσμος γεννιέται
στ’ απαλό τ’ αεράκι του Μάη.
Και στο φως το γαλήνιο
οι καρδιές συναντώνται κι ανθίζουν.

ΙΙ

Ονείρατα και στοχασμοί
ΠΑΤΡΙΔΑΣ

ΙΩΝΙΑ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Εκατό χρόνια περάσαν απ’ της Σμύρνης τον όλεθρο…
τότες που σφαγιάστηκαν δίχως οίκτο χιλιάδες.
Τα δεινά δεν μπορούν να περιγράφουν οι λέξεις
κι αυτές οι πέτρες ακόμη δακρύσαν… τις μαύρες τις ώρες,
σαν έκαιγαν τα πάντα οι φλόγες… ως και τα σωθικά τους.
Εκείνων που γλίτωσαν,
που οι ψυχές τους εσπάραζαν επάνω στα πλοία,
π’ αντίκριζαν την πόλη που χάθηκε.
Και το κλάμα της μάνας,
χαραγμένο για χρόνια στων προσφύγων τις μνήμες,
που βρεθήκανε σ’ άγνωστα μέρη, δίχως πια μοίρα απ’ τον ήλιο.
Όλα χαθήκαν… απ’ το μένος των Τούρκων… Όλα χαθήκαν.
Γιατί τόσο μένος; Γιατί τόσος πόνος;
Σβήσανε πια οι γενιές μα υπάρχουν οι θύμησες.
Τα χρόνια κι αν πέρασαν δεν ξεχνιούνται τα μέρη.
Η Σμύρνη κι αν έπεσε στα χέρια των ξένων, η ιστορία της μένει,
θα ‘ναι κει να θυμίζει σ’ αυτούς που θα ‘ρθούνε,
πως κείνοι οι τόποι ήταν κι ‘ναι δικοί μας.
Αλησμόνητη στον καημό και στη σκέψη…
Ιωνία, αγαπημένη πατρίδα!

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Πρόσφυγες φύγανε σ’ άλλα μέρη να ζήσουν
κι όλο ελπίζανε πίσω να γυρίσουν.
Τα χρόνια περάσανε, οι θύμησες νωπές,
κείνα που γίνανε… τα πνίγουν οι σιωπές.

Χιλιάδες σφαγιάστηκαν πριν μπούνε στα πλοία,
τους ‘κάψαν τα σπίτια τους, τους διώξαν με βία.
Αφήσαν το βιός τους, τις γλυκές αναμνήσεις,
χαρές κι όνειρα… της χαμένης τους ζήσης.

Από το κλάμα οι ψυχές τους μαράθηκαν,
ως ξένοι και μόνοι στους τόπους που βρέθηκαν.
Η καρδιά τους σπαράζει σαν ανοικτή πληγή
κι όλο η σκέψη… σε θλίψη τους οδηγεί.

Τη Σμύρνη τους που χάθηκε ποτέ δεν ξεχνούν
και λένε ιστορίες στα παιδιά που γεννούν.
Πάντα να ξέρουν κι εκείνα όσο θα ζουν,
στις μνήμες οι πατρίδες… ποτέ να μη χαθούν.

ΤΕΣΣΕΡΑ ΨΗΦΙΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ (1974)

Τέσσερα ψηφία,
τέσσερα ψηφία ματωμένα,
τέσσερα ψηφία ματωμένα ξυπνούν μνήμες.
Μνήμες πικρές,
μνήμες σκληρές,
μνήμες νωπές.

Κι ας περάσαν τα χρόνια.
0 γέρος αγναντεύει από μακριά το σκλαβωμένο περιβόλι,
η μάνα πηγαινοέρχεται στα οδοφράγματα με τη φωτογραφία,
η γριούλα στον συνοικισμό με τ’ όνειρο.
Ν’ ανάψει το καντήλι στους τάφους των προγόνων,
να πιει καφέ με τη γειτόνισσα στο κατεχόμενο χωριό,
να ξεδιψάσει το γιασεμί που ‘χε φυτέψει πριν απ’ τον διωγμό.
Η δασκάλα των εγκλωβισμένων θυμάται με δάκρυ…
Δεν ξέχασαν,
δε θα ξεχάσουν,
μέχρι να σβήσει τις μνήμες ο θάνατος.

Τέσσερα ψηφία ματωμένα,
τέσσερα ψηφία…

ΜΕΡΗ MAΣ ΠΟΥ MAΣ ΛΕΙΠΕΤΕ

Κύπρος γλυκιά πατρίδα μου που είσαι πληγωμένη
Μόρφου, Κερύνεια, Αμμόχωστος, τόποι μ’ αγαπημένοι
κι αν χρόνια πέρασαν πολλά οι μνήμες πάντα μένουν
μες στων προσφύγων τις καρδιές που επιστροφή προσμένουν.

Μόρφου μου που ‘σαι όμορφη και πάντα στολισμένη
στης άνοιξης τα χρώματα με μυρωδιές λουσμένη,
λεύτερη θέλω να σε δω, το κρύβω να μην κλάψω
στον Άη Μάμα σου να ‘ρθω ένα κερί ν’ ανάψω.

Κερύνεια μου βασίλισσα που ‘χεις το λιμανάκι
στο κάστρο σου ναυάγιο, κρυμμένο καραβάκι,
να σκαρφαλώσω στο βουνό για να σε αγναντέψω
γνωστούς να δω απ’ τα παλιά μαζί τους να φιλέψω.

Αμμόχωστος μου λαμπερή στην άμμο σου χωμένη
ο πύργος του Οθέλλου σου εκεί μας περιμένει,
τη γη που μας εγέννησε ξανά για ν’ ακουμπήσω
στην ήρεμή σου θάλασσα να ‘ρθω να κολυμπήσω.

Μέρη μας που μας λείπετε, στέκεστε μακριά μας
η μπότα του κατακτητή ματώνει την καρδιά μας,
στον Ύψιστο προσεύχομαι να ‘ρθει εκείνη μέρα
σάλπισμα για τη λευτεριά να ηχήσει στον αέρα.

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Πέταξε ψηλά χαρταετέ…
Ταξίδεψε βόρεια,
προς τ’ αγαπημένα μέρη.
Ανέβα στου Πενταδακτύλου τα όρη,
να δεις τι κάνουνε στα φρούρια οι ιππότες.
Για κοίταξε δυτικά…
«Είν’ ανθισμένες οι πορτοκαλιές της Μόρφου;»
Ρωτάει ο παππούς μ’ αγωνία…
«Φέρε μας νέα απ’ τη σκλαβωμένη γη μας»,
ζητάει επίμονα η γιαγιούλα του συνοικισμού.

Για αγνάντεψε…
πέρα απ’ το βουνό,
προς τη θάλασσα…
το κάστρο της Κερύνειας,
το λιμανάκι,
τις εκκλησιές,
τα περιβόλια,
το κύμα,
τ’ ακρογιάλι,
τις χαρουπιές,
το γιασεμί μες στην αυλή,
τα κυκλάμινα στους βράχους,
τους τάφους των προγόνων μας,
τ’ αρχαία μας μνημεία,
τα σιτηρά της Μεσαρκάς,
της Καρπασίας τα χωριά…
Εκεί να στείλεις χαιρετίσματα!

Στον Απόστολο Αντρέα μέγα τάμα!
Κάνε στροφή για το Βαρώσι!
Είναι χρυσές ακόμη οι αμμουδιές του;
Μας περιμένει ο Πύργος του Οθέλλου;

Και σαν γυρίσει πίσω,
μαντάτα για να φέρεις
σ’ αυτούς που δεν ξεχάσανε…
Ένα να ξέρεις!
Του χρόνου,
σαν έρθει πάλι η Καθαρή Δευτέρα, εκεί να μείνεις.
Ψηλά στον ουρανό της σκλαβωμένης γης μας!
Να τηε θυμίζειε…
Μετά τον Γολγοθά… η Ανάσταση!

ΜΝΗΜΕΣ ΙΟΥΛΗ

Μήνας Ιούλης… σούρουπο,
επιστροφή – κατεύθυνση βόρεια – προς Λευκωσία.
Εμπρός μου αντικρίζω πάλι, στη θλιμμένη σου πλαγιά,
μισοφέγγαρα κι αστέρια.
Πόσο αταίριαστα!

Πόσο αταίριαστα για σε,
που σου φέρανε πλουμίδια, ακριβά,
καράβια του Τεύκρου, του Πραξάνδρου1…

Στέκουν βουβά τα κάστρα σου,
πού κρύβονται οι ιππότες;
Πού να ‘ναι ο Διγενής π’ αγάπησε τη Ρήγαινα2
κι εκείνη του ζήτησε να πιει απ’ τ’ ακριβό νερό σου;

Πίσω, η αγαπημένη θάλασσα!
Πώς τους άντεξε στα σπλάχνα της;
Πώς τους άντεξε στην αμμουδιά της;
Πώς τους άντεξε στον ουρανό της;

Σε μια γωνιά η μάνα…
στο στήθος της αιώνια η φωτογραφία.
Η γριούλα στον συνοικισμό…
με τ’ όνειρο αγκαλιά.
Ο γέρος όρθιος στον λόφο…
αγναντεύει.

Κι εμείς;
Ονειρευόμαστε ακόμη
ξέγνοιαστα ταξίδια του καλοκαιριού!

.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ (2021)

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

2
Αναζήτηση
για μια νέα πορεία
στα ενδότερα.

3
Πάρε μολύβι,
ίδιο πάντα βιβλίο,
γι’ άλλη σελίδα.

4
Να γράψεις ξανά
χωρίς πια παρωπίδες
νέα σελίδα.

27
Γυμνό το κορμί,
μα ‘ναι τόσο ντυμένο,
για παράσταση.

28
Αρχή του τέλους
ή το τέλος μιας αρχής,
στο μεταίχμιο.

29
Μ’ αυτεξούσιο
είναι πάντοτε σοφή
η επιλογή;

ΑΓΑΠΗ

48
Φρόντιζε να ‘χεις
όλη τη ζωή πλήρη
μ’ αγάπης έργα.

49
Τα ‘δώσε όλα;
Η ψυχή του διψάει
αγάπη να πιει.

50
Μετράς οφειλές
που χρωστάς να πληρώσεις
μ’ αγάπης χρέος.

51
Πες το «σ’ αγαπώ»,
απ’ τ’ άλφα ως τ’ ωμέγα,
τ’ αλφαβητάρι.

ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΠΟΝΟΣ

52
Χάρτινα σπίτια,
μονάχοι στις σκέψεις τους,
έρημοι δρόμοι.

53
Πόνος σπαράζει
στις σκηνές των προσφύγων.
Πόλεμος τέρμα!

54
Ζώνει το κρύο,
τα κορμιά λαβωμένα,
ρωτούν οι καρδιές

ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

66
Σκότος, μαυρίλα,
των χαμένων ονείρων
η απόγνωση.

67
Σε δάση πυκνά
αχόρταγα ποτάμια
υποκρίνονται.

68
Χαράδρες βαθιές
στ’ ανεμόδαρτα ύψη
αποτυχίας

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ

77
Η παπαρούνα
φυτρώνει στο πεδίο
και στις καρδιές μας.

79
Αναμετριούνται
στην πάλη με τον χρόνο
οι διασώστες.

80
θα ξεπροβάλουν
μες στα χαρακώματα
οι μαργαρίτες.

ΦΙΛΙΑ

82
Είναι ωραίο
φίλους να έχεις καλούς
για αποκούμπι.

83
Φίλος, σκιά του
δεμένη στη δικιά σου,
γι’ αλληλεγγύη.

84
Ζωή ‘σαι φίλε:
βουλιάζει η βάρκα μου,
ρίχνεις σωσίβιο.

ΘΑΛΑΣΣΑ

99
θα σου ζητήσω
αυτά που μας έκρυψες
μες στον βυθό σου.

100
θα χαϊδέψω
τους αφρούς των κυμάτων
στ’ ακρογιάλι σου.

101
Βάρκα δική σου,
ξέγνοιαστη η θάλασσα
σε ταξιδεύει.

104
Μες στο κύμα σου
τα πάθη του έρωτα
σχίζει η πλώρη.
ουρανός

ΟΥΡΑΝΟΣ

105

Ζηλεύω, ήλιε.
Χωρίς καν αποσκευές
πού ταξιδεύεις;

106

Ήλιος; Φεγγάρι;
Στα φτερωτά όνειρα
ποιος σ’ ανεβάζει…;

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ
ΕΞΩ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ

113

Χειμώνας βαρύς
σκεπάζει το σώμα σου
με πέπλο λευκό

121

Ήρθες άνοιξη,
να! Λουλούδια ανθίζουν
πρώτα στις καρδιές.

130

Λάμπει η νύχτα,
τ’ Αυγούστου το φεγγάρι
μα συνοδεύει…

133

Σύννεφα γκρίζα,
προσεύχομαι να ‘ρθουνε
τα πρωτοβρόχια.

ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

134

Έρωτος φύσις…
μ’ αγάπης σκιρτήματα
και παιδέματα.

135

Χαμογελούσες
και τα πουλιά κερνούσες
νότες μαγικές.

136

Χαράς μουσική
χορεύει μεθυσμένα
ρυθμούς μετρικούς.

137

Ήρθες να φέρεις
την αχτίδα του ήλιου
στο μονοπάτι.

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ

172

Μαύρε Ιούλη,
των προσφύγων οι μνήμες
πληγές ανοικτές.

173

Στης Αμμόχωστου
τ’ ακρογιάλι ν’ αφεθώ,
το κύμα κι εγώ.

174

Κερύνεια, βουβό
το Κάστρο σου, ακούω
τον σπαραγμό του.

175
Των πορτοκαλιών
ευωδία η Μνήμη·
Μόρφου, με καλεί.

178

Διεκδικούμε…
αγώνας μέχρι τέλους
για τα δίκαια.

.

ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΥΘΟΙ (2022)

3. Ο ΑΤΛΑΝΤΑΣ ΚΙ Ο ΕΓΚΕΛΑΔΟΣ

Κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει
απ’ του Δία το μένος.

Ούτε ο Τιτάνας Άτλαντας,
που τον περίμενε βαριά τιμωρία,
εκεί στην άκρη της Γης,
τον ουρανό να κρατάει στην πλάτη για πάντα.

Μα και τον άλλονε,
τον γίγαντα Εγκέλαδο,
τον κυνήγησε ως τη Σικελία
και τον έθαψε κάτω βαθιά μες στη γη.
Αυτός μούγκριζε,
έβγαζε λάβα, φωτιά, καπνούς απ’ το στόμα
και η γης σειότανε…

Άτυχος θα ναι
όποιος στο διάβα του επάνω
συναντήσει αδίστακτα πλάσματα,
που γι’ εξουσία διψάνε
και οίκτο δε δείχνουν.

5. ΔΕΛΦΟΙ

Μικρός ήταν ο Απόλλωνας στους Δελφούς,
σαν φόνεψε τον δράκοντα Πύθωνα.
Κι εκεί που τον έθαψε
οι άνθρωποι χτίσανε μέγα ναό, να τον τιμήσουν.
Τα πικρά φύλλα της δάφνης μες στον ναό
μασούσε η Πυθία,
λέγοντας προφητείες και συμβουλές για μελλούμενα.

Το μέλλον, να ξέρεις,
δεν τ’ ορίζει μονάχα η μοίρα,
μα και η δική σου θέληση…
κι απόφαση.

10. Η ΑΡΑΧΝΗ

Ζούσε κάποτε μια όμορφη αρχοντοπούλα.
Αράχνη τη λέγανε, καλά ήξερε να υφαίνει.
Καυχιότανε πως καλύτερα ύφαινε κι απ’ τη θεά Αθηνά.
Να παραβγούνε, της ζήτησε, στον αργαλειό.
Η Αθηνά ύφαινε την πάλη της με τον Ποσειδώνα,
μα η Αράχνη… των θεών τα καμώματα.
Τότε, οργισμένη η Αθηνά τη μετάτρεψε σ’ έντομο,
την καταράστηκε, πάντα κρεμάμενη, ιστό να υφαίνει.

Κι εν τέλει, τούτα παθαίνουνε
όσοι με αλαζονεία επαίρονται!

14. ΕΛΠΙΔΑ: ΤΟ ΠΙΘΑΡΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Η Πανδώρα,
γυναίκα από χώμα και ύδωρ,
προικισμένη με δώρα θεών,
περιέργεια είχε μεγάλη
το πιθάρι ν’ ανοίξει,
μέσα να ιδεί.
Μίσος, απάτη και γήρας,
αρρώστιες, πόλεμοι και πείνα
έξω χύθηκαν με μιας…

Μα ευτυχώς που υπάρχει η Ελπίδα,
αιώνια κρυμμένη στον πάτο,
στους ανθρώπους κουράγιο να δίνει και θάρρος!

17. ΙΚΑΡΟΣ

Απ’ την Αθήνα στην Κρήτη τεχνίτη σπουδαίε,
στον Μίνωα φτιάχνεις παλάτι λαμπρό,
μα να φύγεις δε σ’ άφηνε Δαίδαλε καημένε,
γιατί φοβόταν μη χτίσεις το ίδιο αλλού.
Σκέφτηκες, φυλακισμένος μαζί με τον γιο σου,
με κερί να κολλήσετε στους ώμους φτερά,
να πετάξετε μακριά στην πατρίδα να πάτε.
Κι αν ο Ίκαρος σε είχε ακούσει…
δε θα πετούσε προς τον ήλιο ψηλά
δε θα ‘χε λιώσει ποτέ το κερί
και στη θάλασσα μέσα δε θα ‘χε χαθεί.

Αν τύχει κι εσύ ποτέ να πετάς σε φιλόδοξα ύψη,
τον νου σου να ‘χεις στον ήλιο που καίει
και πάντα ν’ ακούς τη φωνή του πατέρα.
Με λογική και χωρίς έπαρση,
θα φτάσεις στον στόχο.

23. ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ

Σίγησε η φωνή της Κασσάνδρας,
μα κανείς τους δεν πίστεψε…
Μήτε τ’ Απόλλωνα τον ιερέα Λαοκόωντα,
«φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας».
Δυο φίδια τον έπνιξαν και μαζί τα παιδιά του.
Τον Ίππο τον Δούρειο έμπασαν οι Τρώες στην πόλη τους!
Ω… οι αφελείς… οι ευκολόπιστοι… οι άμυαλοι,
με χορό και μεθύσι να γιορτάσουν τη νίκη.
Συμφορά που τους βρήκε σαν έπεσε η νύχτα
και βγήκαν οι Αχαιοί απ’ τα σπλάχνα τ’ αλόγου
και τα ξίφη τους χώσαν στων Τρώων τα στήθη
κι όλα χαθήκαν… στου Ιλίου την πόλη.

Προσοχή απ’ όσους φέρουνε δώρα
με σκοπό ύποπτο
και προπάντων…
την προφητική φωνή σοφών ν’ ακούς.

.

ΜΙΑ ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ (2022)

«ΕΦΙΑΛΤΗΣ;»

Την ώρα που θ’ αρχίσει να χαράζει το φως, ο ίδιος πάντα γνώριμος ήχος θα διεισδύει στ’ αυτί του. θα δώσει εντολή στον εγκέφαλο να διακόψει βίαια τον ύπνο του. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, αυτό θα τον ά στρώσει απ’ τον ίδιο πάντα εφιάλτη που τον βασανίζει για χρόνια.
Μα… το ξυπνητήρι δε χτύπησε! Μετά από αρκετή ώρα ο εργένης μεσήλικας, που ζει στο μικρό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, ξυπνά. Τρίβει τα μάτια και κοιτάζει το ρολόι. Η ώρα πήγε 8:00 π.μ. Δεν το πιστεύει! Τινάζεται επάνω και τρέχει σαν άνεμος να ετοιμαστεί. Ποιος ακούει πάλι τις φωνές της προϊσταμένης! Πλένεται γρήγορά, βουρτσίζει βιαστικά τα δόντια και χτενίζει όπως όπως τα αραιά καστανά του μαλλιά. Προσπαθώντας, αγχωμένος, να φορέσει το ριγωτό πουκάμισό του κόβονται δυο κουμπιά. Ανοίγει το ερμάρι και παίρνει άλλο. Φοράει αμέσως το νέο πουκάμισο, το παντελόνι, τις κάλτσες και τα παπούτσια…
Πού χρόνος για πρόγευμα! Τεντώνοντας τον καρπό του ν’ αρπάξει ένα γυάλινο ποτήρι απ’ το ψηλό ντουλάπι της κουζίνας, του πέφτει στο πάτωμα και γίνεται θρύψαλα. Δεν έχει χρόνο να τα συμμαζέψει. Παίρνει ένα άλλο κι ανοίγει το ψυγείο. Το γεμίζει με κρύο γάλα και πίνει δυο τρεις γουλιές. Προσπαθώντας να δει πάλι την ώρα στο φτηνό ρολόι που ‘χει στο χέρι, χύνει το υπόλοιπο επάνω στα ρούχα του και πάει αναγκαστικά ν’ αλλάξει.
Κατεβαίνοντας απότομα τις σκάλες γλιστρά στο πλατύσκαλο. Ακουμπώντας το χέρι στο χτυπημένο του γόνατο βγαίνει απ’ την παλιά πολυκατοικία. Μπαίνει ευθύς στ’ αμάξι και βάζει την όπισθεν. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακούγεται ένας δυνατός ήχος και νιώθει το βίαιο τράνταγμα.
Ένα σπασμένο φανάρι και μια βαθιά γρατσουνιά, με το καφέ σκούρο χρώμα απ’ τον τοίχο του γκαράζ, θα του θυμίζουν την επεισοδιακή αναχώρηση.
Πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα στα φώτα τροχαίας της διασταύρωσης. Μόλις έχει σβήσει το πράσινο και παίρνει αστραπιαία απόφαση να μην ελαττώσει. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακούγεται η σειρήνα του περιπολικού και εισπράττει το τσουχτερό πρόστιμο.
Απίστευτο μποτιλιάρισμα στη λεωφόρο! Είναι ήδη κολλημένος εκεί γι’ αρκετή ώρα, κοιτάζοντας συνεχώς το ρολόι μ’ απόγνωση. Η σκέψη του πάει ξανά στην αυστηρή προϊσταμένη. Τον έχει ήδη στο στόχαστρο εδώ και μήνες.
Σ’ αυτό έβαλε χέρι και η μισητή συνάδερφος, απ’ το διπλανό γραφείο. Έχει τον σκοπό της… να του κλέψει την προαγωγή!
Επιτέλους, φτάνει στο μοντέρνο κτίριο του γραφείου. Κοιτάζει διατακτικά ξανά το ρολόι. Η ώρα είναι 9:30. Αλίμονο του, έχει ήδη αργήσει δυο ώρες. Τρέμει σαν φέρνει στη θύμηση τα λόγια της…
«Εδώ δεν έχουν θέση οι αργοπορημένοι! Βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! Όχι μόνο δε θα δεις προαγωγή αλλά θα ψάχνεις και για δουλειά…»
Μπαίνει φοβισμένος στον ανελκυστήρα και μέχρι να φτάσει στον τέταρτο πρέπει να σκεφτεί μια καλή δικαιολογία. Η πόρτα ανοίγει διάπλατα κι όλο το προσωπικό του γραφείου γυρίζει προς το μέρος του. Δεν αργεί ν’ ακουστεί το τρανταχτό γέλιο της μισητής συναδέλφου. Οι υπόλοιποι συνεχίζουν να τον κοιτάνε επίμονα.
Αντιλαμβάνεται τότε πως το παντελόνι του είναι ξεκούμπωτο και σε κοινή θέα το εσώρουχο. Σκύβοντας από ντροπή παρατηρεί πως οι κάλτσες του έχουν διαφορετικό χρώμα και τρέχει αμέσως στ’ αποχωρητήριο.
Όταν επιστρέφει, η προϊσταμένη τον ζητά επιτακτικά στο γραφείο. Του φαίνεται παράξενο που δεν ακούει τις φωνές της και ξαφνιάζεται διακρίνοντας στο πρόσωπό της ένα πλατύ χαμόγελο. Του δίνει έναν φάκελο. Υποψιάζεται πως μέσα κρύβεται η απόλυσή του.
«Συγχαρητήρια», του λέει και του απλώνει το χέρι. Αυτός αυθόρμητα κάνει χειραψία και την κοιτάει αμήχανα.
«Άντε, λοιπόν, άνοιξέ τον», τον παροτρύνει.
Ανοίγει τον φάκελο και διαβάζει μ’ έκπληξη την επιστολή. Τη διαβάζει ξανά… δυο και τρεις φορές.
«Κύριε Γεωργίου, είμαστε στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσουμε πως η εταιρεία μας, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη σας προσφορά, σας προάγει στη θέση του διευθυντή πωλήσεων. θα υπογράψουμε νέο συμβόλαιο με σημαντική αύξηση των απολαβών σας και με άλλα σπουδαία ωφελήματα».
Την ώρα που άρχισε και σήμερα να χαράζει το φως ο ίδιος πάντα γνώριμος ήχος διείσδυσε στ’ αυτί του. Έδωσε εντολή στον εγκέφαλο να διακόψει βίαια τον ύπνο του.
Η ώρα είναι 6:00 π.μ. Αρχίζει η καινούρια του μέρα. Αυτή τη φορά, ο εφιάλτης που τον βασάνιζε για χρόνια είχε ένα πολύ διαφορετικό τέλος. Ανέλπιστό κι ευχάριστο!
«Άραγε θα αναγνωριστεί η προσφορά του ή μήπως είναι ένα ακόμη παιχνίδι του μυαλού και της φαντασίας του;
Αναρωτιέται κι όχι άδικα».

«ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠ’ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ»

«Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή…»

Τον άκουσα πολλές φορές να μονολογεί αυτή τη φράση. Μα ετούτη τη φορά διέκρινα έναν διαφορετικό τόνο στη φωνή του. Φαινότανε τόσο αποφασισμένος. Με κοίταζε επίμονα για λίγα δευτερόλεπτα -σαν να ‘θελε να μου πει κάτι ακόμα και ίσως να δίσταζε- κι έπειτα πήρε την τσάντα και το σακάκι, μ’ αποχαιρέτησε κουνώντας το χέρι κι έφυγε βιαστικός να προλάβει το λεωφορείο.
0 Διονύσης πατούσε στα τριανταπέντε και ζούσε μόνος σ’ ένα μικρό διαμέρισμα σε μια καινούρια πολυκατοικία στο κέντρο της πόλης. Μιας πόλης που οι κάτοικοί της όλο έτρεχαν να προλάβουν… μιας πόλης που δεν ησύχαζε ποτέ της. Εδώ και δέκα χρόνια ντυμένος καθημερινά πάντα με σκούρο επίσημο κουστούμι, μεταξωτό πουκάμισο και γραβάτα -ως επέβαλλε ο ενδυματολογικός κώδικας- πίσω από ένα γραφείο, χωμένος σ’ ένα σωρό έγγραφα, συνομιλώντας με δύσκολους πελάτες, σ’ ένα μεγάλο λογιστικό γραφείο. Το ωράριο αρκετά απαιτητικό. Απ’ τις οχτώ το πρωί έως τις έξι το βράδυ, μ’ ένα δίωρο διάλειμμα στις μιάμιση. Κι ύστερα να γυρίζει πίσω αποκαμωμένος και ξανά την άλλη μέρα η ίδια ρουτίνα.
Η ζωή στην πόλη και η εργασία στο λογιστικό γραφείο αποτελούσαν έναν μεγάλο συμβιβασμό που ποτέ του δεν είχε χωνέψει. Ήτανε μαθημένος αλλιώς, μεγάλωσε στην εξοχή, σ’ ένα χωριό, στην επαρχία. Εκεί που οι ρυθμοί αλλά και οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Σε ξέρουνε οι συγχωριανοί σου, σε βλέπουνε και τους βλέπεις στα μάτια, σε χαιρετάνε και τους χαιρετάς, μαθαίνουνε να νέα σου και μαθαίνεις τα δικά τους, χαίρεσαι όταν χαίρονται και λυπάσαι όταν λυπούνται. Εκεί ήταν ο κόσμος του, οι συγγενείς
και οι παιδικοί του φίλοι.
Όταν τελείωσε το σχολείο ο πατέρας του στάθηκε ανένδοτος για την επαγγελματική του πορεία. Κι ας ήτανε τ’ όνειρό του να γίνει αγρότης.
«Γιε μου, είσαι άριστος μαθητής, σε περιμένουνε λαμπρές σπουδές και μια σπουδαία δουλειά σ’ ένα μεγάλο λογιστικό γραφείο στην πόλη. Να προκόψεις. Δε θα χαραμίσεις εδώ το μέλλον σου».
«Άσε το παιδί ν’ αποφασίσει μόνο του», έλεγε η μάνα του. Μα ποιος την άκουγε;
Κι ο Διονύσης δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι. Γι’ αυτό πήγε για σπουδές στο εξωτερικό. Πήρε πτυχία, μεταπτυχιακά, διπλώματα, διακρίσεις… Με τόσα προσόντα ήτανε εύκολη υπόθεση να τον προσλάβουνε.
Την επόμενη μέρα ξαφνιάστηκα που δεν τον είδα μπαίνοντας στο γραφείο. Πάντα ερχότανε πρώτος και με περίμενε να πιούμε μαζί καφέ. Δεν άργησα ν’ αντικρίσω στην οθόνη του υπολογιστή του ακουμπημένο έναν φάκελο που
πάνω έγραφε με τον δικό του γραφικό χαρακτήρα «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ».
Μετά από λίγο καιρό, ένα Σάββατο, ταξίδεψα ίσαμε το χωριό του. Τον συνάντησα στα χωράφια. Μου έκανε εντύπωση το πόσο έλαμπε το πρόσωπό του από χαρά κι ευτυχία. Κατάφερε ν’ αποδράσει απ’ τη δουλειά και τη ζωή της πόλης που ποτέ δε συμπάθησε. Κατάφερε να βγει απ’ τη φυλακή του. Κατάφερε σαν βγήκε να κάνει εκείνο που ‘χε ονειρευτεί από παιδί. Δεν το κρύβω πως τον ζήλεψα.
«Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή…» άρχισα να μονολογώ.
«Άραγε θα βρω κι εγώ το κουράγιο ν’ αποδράσω;»

TΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΩΑ ΓΗ

Όταν πλησιάζει το καλοκαίρι τα ταξιδιωτικά γραφεία πάντα διαλαλούν την «πραμάτεια» τους. Δεκάδες προσφορές για διάφορους τουριστικούς προορισμούς, ώστε να ικανοποιήσουν όλα τα γούστα, ακόμα και τα πιο εξεζητημένα. Ο κόσμος τότε αρχίζει να προετοιμάζεται με ανυπομονησία και να προγραμματίζει όσο καλύτερα μπορεί τις διακοπές και τα ταξίδια του.
Κι εγώ, ως συνήθως, ονειροπολώντας φέρνω στον νου μου δεκάδες ταξίδια… εκατοντάδες ταξίδια… Παντού σ’ ετούτο τον πλανήτη, σε μέρη κοντινά ή μακρινά, μόνος ή και με φίλους. Μα και της φαντασίας μου ταξίδια, σε κόσμους αλλόκοτους και μαγικούς, στο μέλλον ή και στο παρελθόν ή ακόμη και σ’ άλλους πλανήτες. Με πόθους κι οράματα, χαμόγελα κι ελπίδα, για ένα αύριο καλύτερο,
χωρίς αποσκευές του χθες. Έλα όμως που στο μυαλό μου
πλανάται η ιδέα για ένα μονάχα ταξίδι! Αυτό που μου ζητάει κάθε βράδυ στον ύπνο μου επίμονα η γιαγιά. Για να μην το ξεχάσω ποτέ.
«Ταξίδεψε βόρεια, παιδί μου, στης προσφυγιάς τα μέρη. Στα σκλαβωμένα μας χωριά. Εκεί στον Πενταδάκτυλο, να δεις τι κάνουνε στα φρούρια οι ιππότες. Για κοίταξε δυτικά… Είν’ ανθισμένες οι πορτοκαλιές της Μόρφου; Φέρε μου νέα απ’ τη σκλαβωμένη γη μας. Πέρα απ’ το βουνό, προς την αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας. Αγνάντεψε το κάστρο της το ναυάγιο, το λιμανάκι… Τις εκκλησιές, τα περιβόλια, το σπίτι μου το πατρικό, τις γειτονιές που γύριζα μικρή κι ανέμελη παιδούλα… Το κύμα, τ’ ακρογιάλι, τις ελιές, τις χαρουπιές, το γιασεμί μες στην αυλή, τα κυκλάμινα στους βράχους… Τους τάφους των προγόνων μας, τ’ αρχαία μας μνημεία… Τράβα ανατολικά, να δεις τα σιτηρά να λιάζονται στον κάμπο. Στης Καρπασίας τα χωριά να πάρεις χαιρετίσματα, στον Απόστολο Αντρέα να κάνεις μέγα τάμα! Κάνε στροφή για το Βαρώσι! Είναι χρυσές ακόμη οι αμμουδιές του; Μας περιμένει ο πύργος του Οθέλλου; Και σαν με το καλό επιστρέψεις, έλα να φέρεις τα μαντάτα».
«Μια μέρα θα κάνω το ταξίδι σου γιαγιά μου…»
Αυτό της υπόσχομαι κάθε φορά που της πηγαίνω λίγα τριαντάφυλλα στο μνήμα της. Από κείνα τα όμορφα, τα κόκκινα που της αρέσουν. Μα το ταξίδι αυτό ποτέ δε θα ‘θελα να το κάνω ως τουρίστας. Το ξέρει καλά, το ίδιο εξάλλου σκεφτότανε κι εκείνη όσο ζούσε. Από τότες π’ ανοίξανε τα οδοφράγματα. Για αυτό και δεν ταξίδεψε στ’ αγαπημένα μέρη π’ άφησε τον μαύρο εκείνο Ιούλη. Κι έφυγε… με το
παράπονο μεγάλο. Τ’ ανεκπλήρωτο ταξίδι, την ελεύθερη επιστροφή στη γη που τη γέννησε. Να πάει εκεί… να πιει καφέ με τη γειτόνισσα, να ξεδιψάσει το γιασεμί που ‘χε φυτέψει στην αυλή πριν τον διωγμό, να περπατήσει στα στενά δρομάκια, ν’ ανάψει κερί στην εκκλησία του χωριού και το καντήλι στον τάφο των προγόνων.
«Μην ανησυχείς γιαγιά, θα κάνω το ταξίδι σου. Την άγια κείνη μέρα τη λευτεριάς. Στην Πατρώα Γη μας».

Προσφύγων μνήμες

0 άγγοναε αρώταν σε:
_ Πε μου στετέ αλήθκειες,
τες μνήμες που τον τόπο σου τζιαι των δικών σου γρόνων.
Τζιαι σου σσιφτή αποκρίνεσουν να μεν θωρεί πως κλαίεις.
-Τα ρούχα τα ολοτζαίνουρκα άφηκα μες στ’ αρμάριν,
τα στέφανο του γάμου μου πάνω που το κρεβάτιν,
τ’ ασημικά τα φύλαα μες στο παλιόν σεντούτζιν,
τα σκουλαρίτζια τα γρουσά τζιαι τ’ ακριβά βρασσιόλια,
τες μυρωδκιές του γιασεμιού, τον ήλιον, τον αέρα,
τα φκιόρα μέσα στην αυλήν τζιαι την δροσιάν του πεύκου,
τες γειτονιές που επαίζαμεν τζιαι τες στενές τες στράτες.
Τα πορτοκκάλλια που θα φκουν ποιος εν να τα συνάξει;
Ελιές, αμπέλια, τερατσιές ποιος εν να τα γυρέψει;
Τζιαι το χωράφι του παππού μα ποιος εν να το σπείρει;
Τη θάλασσαν, το τζύμαν τηε, την άμμον, τ’ ακρογιάλλιν;
Τες εκκλησσιές που εν μανισσιές τζιαι τα όφτζερα καντήλια;
Τους τάφους των προγόνων μας που έν γεριμωμένοί;
Οι μνήμες έν ηξιάννουνται ώσπου να φκει η ψυσσιή σου…

.

ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (2021)

ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ

Τα σπίτια της πόλης ήτανε μικρά και λιτά. Χτισμένα από πλιθάρια. Επικρατούσε αρκετή ησυχία. Εκεί στο μέσο μιας πλατείας αντικρίσαμε έναν γέροντα, κάτω από μια μουριά, να κάθεται πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Χωρίς να χάσουμε λεπτό τον πλησιάσαμε.
«Γεια σας, γέροντα».
«Γεια σας, παιδιά. Μου φαίνεστε ξένοι. Δεν είστε απ’ τον τόπο μας».
«Σωστά τα λέτε. Ερχόμαστε απ’ αλλού».
«Τι σας φέρνει εδώ;»
«Ακούσαμε για την ξακουστή σας πόλη. Την πόλη με τον γενναίο και περήφανο λαό».
«Αλήθεια όλα αυτά».
Ξεχωριστή μορφή ο γέροντας. Άσπρα μαλλιά, μακριά άσπρη γενειάδα κι άσπρο μανδύα. Πολύ άσπρο βρε παιδί μου… Θυμήθηκα τότε κάτι ταινίες για τ’ αρχαία χρόνια που παρακολουθούσα τα καλοκαίρια στην τηλεόραση.
«Πάλι αυτά βλέπεις Λεωνίδα;»
«Τι σε νοιάζει εσένα Αρίστη;»
«Να δεις και κάτι άλλο. Έχει ωραίες ταινίες για το διάστημα και τις εφευρέσεις».
Όπως καταλάβατε οι διαφορές μας με την Αρίστη δεν γεφυρώνονται με τίποτα. Ελπίζω όμως να μη σας έχω κουράσει μ’ αυτά…
Λοιπόν… πίσω στην ιστορία μας. Δεν παραξενεύτηκα καθόλου απ’ τη φιγούρα και το σκηνικό. Και γιατί να παραξενευτώ άλλωστε; Έχω προσαρμοστεί πια μ’ όλα αυτά που ζούσα παρέα με τον Περικλή. Και στ’ αλήθεια τα ζούσα! Παρόλο που όλο κι όλο τρεις φράσεις είχαμε ανταλλάξει με τον γέροντα σκέφτηκα πως ήταν ευκαιρία να μάθουμε περισσότερα πράγματα γι’ αυτά που προηγήθηκαν εκείνης της εποχής. Εξάλλου, μου φάνηκε σοφός και πρόθυμος να μοιραστεί τις γνώσεις του μαζί μας. Το βλέμμα του ήταν ήρεμο και σοβαρό. Έκανα νόημα στον Περικλή κι αυτός κατάλαβε ακριβώς τι θα ρωτούσα. Χρόνια με ξέρει και δεν αμφέβαλλα γι’ αυτό.
«Καλέ μου γέροντα. Ακούσαμε για πολλούς ανθρώπους να φεύγουν σε ομάδες απ’ τα μέρη σας. Για πες μας, τι συνέβη;»
«Μιλάτε για τις πρώτες μας αποικίες. Απ’ τον τόπο μας μπήκε πολύς κόσμος στα καράβια, πήγε στα νησιά αλλά κι απέναντι απ’ τη μεγάλη θάλασσα. Στην Κρήτη, στη Ρόδο, στην Αλικαρνασσό… ακόμα και στη μακρινή Κύπρο».
Στην Κύπρο είπε κι έλαμψαν τα μάτια μου. Καλά το φαντάστηκα. .. τώρα εξηγούνται οι ρίζες μου, σκέφτηκα.
«Μα γέροντα σ’ αυτά τα μέρη πήγαν οι Δωριείς. Οι άλλοι Έλληνες για πού κίνησαν;»
«Για τους Ίωνες και τους Αιολείς θ’ αναφέρεσαι».
«Ναι σ’ αυτούς,» αποκρίθηκε ο Περικλής που κι αυτός κρεμόταν απ’ τα χείλη του.
«Αυτοί κατευθύνθηκαν αλλού. Οι γείτονες μας, οι Ίωνες, απ’ την Αθήνα κυρίως πήγαν απέναντι στην Εύβοια, στη Σάμο, στη Χίο, στην Έφεσο, στη Μίλητο… Οι Αιολείς πάλι ξεκίνησαν από βόρεια, από Βοιωτία και Θεσσαλία και πήγαν στη Λέσβο, στη Σμύρνη… κι εκεί γύρω».
«Μα γιατί μετακινήθηκε τόσος πληθυσμός;»
«Πολλοί άνθρωποι συναντούσαν δυσκολίες. Πήγαν σε νέους τόπους για να βρουν νέα εδάφη να καλλιεργήσουν, να πωλήσουν τα προϊόντα τους, να βρουν ασφάλεια και καλύτερη τύχη».
«Εκεί φαντάζομαι θα ‘χτισαν τις νέες τους πόλεις που θα ‘μοιαζαν με τις δικές τους;»
«Πράγματι, στις νέες πατρίδες γνώρισαν νέους λαούς, συνήθειες και τρόπο ζωής. Δεν ξέχασαν όμως τα δικά τους. Έχτισαν ναούς για τους Θεούς μας κι έκαναν τις γιορτές τους. Δεν ξέχασαν τις πόλεις τους κι έκαναν εμπόριο μ’
αυτές».
Όταν τ’ ακούσαμε όλα αυτά ήταν ώρα πια να τον αφήσουμε. Αγωνιούσαμε, όπως καταλαβαίνετε, να περπατήσουμε στα δρομάκια της πόλης. Να συναντήσουμε κι άλλους κατοίκους. Διψούσαμε να δούμε, ν’ ακούσουμε, να μάθουμε…
«Σ’ ευχαριστούμε γέροντα,» είπε ο Περικλής. «Θα προχωρήσουμε πιο κάτω».
«Στο καλό παιδιά».
Αχ και να ήταν εδώ η κυρία Ιφιγένεια! Η αγαπημένη μας δασκάλα! Σίγουρα τα ‘ξερε όλα αυτά. Σίγουρα θα ζήλευε το ταξίδι μας.

ΜΕΡΑ ΕΒΔΟΜΗ: ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ

Η νέα μέρα μας βρίσκει ξανά σ’ έναν υπαίθριο τόπο. Η καλύβα μας βρισκόταν σε μια απότομη πλαγιά, σ’ ένα κακοτράχαλο μέρος. Από μακριά διακρίναμε ένα στενό πέρασμα ανάμεσα σ’ απότομους λόφους. Καθόμασταν με τον Περικλή έξω απ’ την καλύβα, χαζεύαμε το μέρος και συλλογιζόμασταν.
Να μη σας τα πολυλογώ. Σε λίγο πίσω από τους θάμνους ξεπρόβαλε η γνωστή φιγούρα. Ο σοφός ασπρομάλλης γέροντας, με την άσπρη μεγάλη γενειάδα και τον άσπρο μανδύα.
«Γεια σας παιδιά, πάλι εδώ σας βρίσκω».
«Γεια σου γέροντα,» απαντήσαμε με τον Περικλή, σχεδόν
ταυτόχρονα.
Για έναν παράξενο λόγο περιμέναμε τον γέροντα. Δεν ξέρω γιατί. Γι’ αυτό εξάλλου δεν ξαφνιαστήκαμε που τον αντικρίσαμε. Παρόλο που φαινόταν να πέρασε μόνο μια μέρα, όπως θα διαπιστώσετε αμέσως στη συνέχεια, πέρασε
ήδη σχεδόν μια δεκαετία.
«Σας βρίσκω και πάλι πριν από μια μεγάλη μάχη».
«Μια μεγάλη μάχη;» ρώτησε μ’ έκπληξη ο Περικλής!
Υποψιάζομαι για ποια μάχη μιλά ο γέροντας. Νομίζω σήμερα θα νιώσω τόσο περήφανος όσο ποτέ άλλοτε.
«Μια μάχη που θεωρώ απίθανο να κερδίσουμε».
«Για πες μας, γέροντα».
«Θυμάστε τη μεγάλη μας νίκη στον Μαραθώνα, πριν από δέκα περίπου χρόνια; Νέος βασιλιάς της Περσίας έγινε ο Ξέρξης. Αυτός άρχισε να ετοιμάζει νέα εκστρατεία εναντίον μας. Ο φοβερός στρατός του απ’ όπου περνούσε σκορπούσε τρόμο. Πολυάριθμος και ανίκητος. Οι ελληνικές πόλεις ενώθηκαν κι έκαναν σύσκεψη να δουν πώς θα τον αντιμετωπίσουν».
«Τι αποφάσισαν, πες μας, μη μας κρατάς άλλο σ’ αγωνία,» είπε σχεδόν φωνάζοντας ο Περικλής.
«Πρώτοι απ’ όλους θέση πήραν οι Σπαρτιάτες. Αποφάσισαν, παρόλο φαινόταν ακατόρθωτο, ν’ αντιμετωπίσουν τον στρατό των Περσών σ’ αυτό το στενό πέρασμα απέναντι μας, στα στενά των Θερμοπυλών. Αρχηγός τους ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας με εφτά χιλιάδες Έλληνες πολεμιστές».
Με μιας κρύος ιδρώτας διαπέρασε το κορμί μου κι ένιωσα ρίγος συγκίνησης. Θυμήθηκα τους αγώνες του έθνους, όπως τους μάθαμε στο σχολείο. Απ’ το 1821 και την Ελληνική Επανάσταση γι’ απελευθέρωση απ’ τους Τούρκους, τον Πόλεμο του ’40 και την αντίσταση κατά του φασισμού και του ναζισμού, μέχρι και τον δικό μας Απελευθερωτικό Αγώνα στην Κύπρο του 1955-59 για Ένωση με την Ελλάδα. Ήταν άνισοι αγώνες που έδειξαν, μιμούμενοι το παράδειγμα του Λεωνίδα, το πώς αγωνίζονται και πεθαίνουν οι ήρωες.
Ο γέροντας σε λίγο έφυγε κι εμείς με το βλέμμα στραμμένο στο πέρασμα βλέπαμε μ’ αγωνία τον στρατό των Περσών να πλησιάζει. Ο Λεωνίδας βροντοφώναξε στον Ξέρξη «Μολών λαβέ» όταν του ζήτησε να παραδώσουν τα όπλα. Η μάχη άρχισε. Οι Έλληνες αντιστάθηκαν σκληρά για δυο μέρες. Κανένας δεν μπορούσε να περάσει. Θυμάμαι που μας είπε η κυρία Ιφιγένεια για τον Εφιάλτη που πρόδωσε το μυστικό πέρασμα. Οι Πέρσες κατάφεραν να περάσουν πίσω απ’ τους Έλληνες. Τότε ο Λεωνίδας διέταξε τις υπόλοιπες
δυνάμεις να φύγουν για να οργανώσουν αντίσταση νοτιότερα κι έμεινε εκεί με τους τριακόσιους επίλεκτους και τους εφτακόσιους Θεσπιείς. Δεν είχε άλλη επιλογή απ’ την προτροπή της Σπαρτιάτισσας μάνας του «ή ταν ή επί τας». Εκεί στις Θερμοπύλες έπεσαν όλοι μαχόμενοι.
Με ανάμεικτα συναισθήματα κι έντονα φορτισμένοι γείραμε το βράδυ για ύπνο στην καλύβα μας.

ΜΕΡΑ ΕΝΑΤΗ: ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ

Μια καινούρια μέρα αρχίζει και είμαστε πια πίσω σε γνώριμα λημέρια. Είναι η τρίτη φορά που βρισκόμαστε στη Σπάρτη. Για όσους ξεχάστηκαν λίγο με την ιστορία μας θυμίζω ότι τις προηγούμενες μέρες, αφού φύγαμε απ’ τη Σπάρτη,
μεταφερθήκαμε μαζί με την καλύβα μας, με αυτόν τον παράξενο και υπερφυσικό τρόπο που μόνο στα παραμύθια και στις ταινίες συμβαίνει, σε μέρη όπου έγιναν σπουδαίες μάχες κατά των Περσών. Βρεθήκαμε στον Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες και στη Σαλαμίνα. Τώρα γιατί είμαστε πίσω στη Σπάρτη δε γνωρίζω. Ο γέροντας που μας συνόδευε στα ταξίδια των προηγούμενων ημερών άφαντος.
«Περικλή, νομίζω να πάμε στην πόλη να δούμε τι συμβαίνει».
«Πάμε λοιπόν, μη χάνουμε χρόνο. Ευτυχώς ακόμα οι προμήθειές μας αντέχουν».
Η διαδρομή γνώριμη. Φτάσαμε στην πλατεία με τη μουριά. Εκεί ελπίζαμε ότι θα συναντούσαμε τον γέροντα. Αυτόν με τα άσπρα μαλλιά, την άσπρη μεγάλη γενειάδα και τον άσπρο μανδύα. Πράγματι ήταν εκεί, κάτω από τη μουριά
στο μέσο της πλατείας και μας περίμενε.
«Βρε καλώς τα παιδιά».
«Καλημέρα».
«Μάθατε τα ευχάριστα νέα;»
«Ποια νέα;»
«Τελείωσαν οι Περσικοί Πόλεμοι».
«Μα πώς έγινε αυτό;»
«Ακούστε. Ο Μαρδόνιος που βρισκόταν στη Θεσσαλία ξεκίνησε για την Αθήνα. Φτάνοντας εκεί τη βρήκε πάλι άδεια. Εν τω μεταξύ οι Έλληνες είχαν οργανώσει πελοποννησιακό στρατό μ’ επικεφαλής τον Σπαρτιάτη Παυσανία. Ο Μαρδόνιος όταν το ‘μαθε στρατοπέδευσε στις Πλαταιές, διαλέγοντας ένα πεδινό μέρος, ώστε εκεί να τους αντιμετωπίσει με το ιππικό του. Στη μάχη που ακολούθησε οι Πέρσες γνώρισαν μεγάλη ήττα. Την ίδια μέρα ηττήθηκε κι ο στόλος τους στη ναυμαχία της Μυκάλης. Έτσι πέρασε πια για την Ελλάδα ο περσικός κίνδυνος. Ο ελληνικός στρατός ενθουσιασμένος απ’ τις νίκες συνέχισε να πολεμά τους Πέρσες για ν’ απελευθερώσει κι άλλες περιοχές. Ο Παυσανίας ελευθέρωσε πόλεις στον Ελλήσποντο αλλά και στην Κύπρο. Όμως οι Σπαρτιάτες έχοντας κι άλλα προβλήματα που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν δεν ήταν πρόθυμοι να συνεχίσουν».
«Τι έγινε μετά σοφέ μας γέροντα;»
«Πολλές άλλες μακρινές πόλεις ζήτησαν βοήθεια απ’ την Αθήνα για ν’ απελευθερωθούν κι αυτές απ’ τους Πέρσες. Η Αθήνα με μερικές πόλεις έφτιαξαν συμμαχία για προστασία και συνέχιση του πολέμου κατά των Περσών. Οι πόλεις αυτές έπρεπε όμως να τους δίνουν οικονομικά ανταλλάγματα. Ακόμη, ο Αθηναίος στρατηγός Κίμωνας σκοτώθηκε οι μια μάχη κατά των Περσών στην Κύπρο μα οι Αθηναίοι συνέχισαν τη μάχη και νίκησαν. Τελικά οι Αθηναίοι έδιωξαν τους Πέρσες απ’ τη Μεσόγειο, έκλεισαν συμφωνία ειρήνης μαζί τους κι έφτιαξαν μια ισχυρή ηγεμονία. Ως επικεφαλείς
της συμμαχίας σε κάποιες περιπτώσεις δεν είχαν σωστή συμπεριφορά απέναντι στους συμμάχους τους. Η Σπάρτη δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να πάρει με το μέρος της τις δυσαρεστημένες πόλεις».
Ακούγοντάς τα όλα αυτά χαρήκαμε. Εγώ περισσότερο χάρηκα που άκουσα πως απελευθερώθηκαν απ’ τους Έλληνες πόλεις της Κύπρου. Θυμήθηκα τότε το άγαλμα του Κίμωνα, κοντά στην πιο γνωστή παραλία της Λάρνακας.
Αφήσαμε τον γέροντα και συνεχίσαμε τον περίπατό μας στη Σπάρτη. Ήμουν σίγουρος ότι θα τον συναντούσαμε κι αλλού, ίσως σ’ άλλες εποχές.
Στην πόλη της Σπάρτης η ζωή κυλούσε στους ίδιους ρυθμούς. Οι Σπαρτιάτες συνέχιζαν την εξάσκησή τους στις πολεμικές τέχνες. Επιστρέφοντας στην καλύβα μας κατά το μεσημέρι, μετά το μπάνιο μας στο ρυάκι, ξαπλώσαμε κάτω απ’ τα πλατάνια για να ξεκουραστούμε.
«Περικλή, νομίζω πως οι νίκες στους Περσικούς Πολέμους δεν ήταν σημαντικές μόνο για τους Έλληνες αλλά και για την παγκόσμια ιστορία».
«Αυτό πιστεύω κι εγώ Λεωνίδα. Για φαντάσου να έφταναν οι Πέρσες στην Ευρώπη».
«Ακριβώς».
Αυτά λέγαμε και νιώθαμε όμορφα. Για να είμαι ειλικρινής τις τελευταίες μέρες απορροφήθηκα τόσο πολύ με τους Περσικούς Πολέμους που ‘χα ξεχάσει για λίγο την οικογένειά μου. Το ταξίδι αυτό που δεν ήξερα αν τελικά ήταν αληθινό ή απλώς ένα όνειρο διαρκούσε ήδη αρκετές μέρες. Δεν τις μετρούσα καν. Στην πραγματικότητα η έννοια του χρόνου αλλά και του χώρου ήταν παράξενη. Ήταν όλα μπερδεμένα. Σίγουρα όσο περνούσε ο καιρός ξετυλίγονταν τα γεγονότα της ιστορίας των αρχαίων χρόνων. Η ιστορία που
τόσο πολύ με γοήτευε στο μάθημα της κυρίας Ιφιγένειας.
Πέρασε ακόμα μια μέρα. Το βράδυ ήρθε ξανά κι ο ουρανός πάνω απ’ τη μικρή μας καλύβα γέμισε μ’ αστέρια. Μετρώντας τα αποκοιμηθήκαμε.

ΜΕΡΑ ΔΕΚΑΤΗ: ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Ακόμα ένα πρωινό ξύπνημα σε γνώριμα μέρη. Ήμουν σίγουρος πως ξυπνήσαμε στην Αθήνα. Από μακριά ξεχώριζε ο ιερός βράχος της Ακρόπολης.
«Περικλή, ξύπνα. Νομίζω σήμερα είναι η μέρα σου. Είμαστε ξανά στην Αθήνα».
Είχα ένα προαίσθημα ότι εκείνη τη μέρα θα ζούσαμε το μεγαλείο της πόλης στον χρυσό της αιώνα. Πλυθήκαμε αμέσως στο ποτάμι, προγευματίσαμε και κινήσαμε για την πόλη. Ο γέροντας θα ήταν σίγουρα εκεί, σε μια πλατεία να
μας περιμένει, το νιώθαμε και οι δύο. Πράγματι…
«Καλημέρα, παιδιά».
«Καλημέρα, γέροντα».
«Σας καλωσορίζω στην πόλη που ανάδειξε τον σπουδαίο ρήτορα, τον Περικλή. Σ’ αυτόν οφείλουμε πολλά».
Αμέσως ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του καλύτερού μου φίλου.
«Οπωσδήποτε,» απάντησε ο Περικλής με περηφάνια.
«Σπουδαία προσωπικότητα και άνθρωπος με πολλά χαρίσματα. Έκανε την πόλη μας πνευματικό κέντρο ολόκληρης της Ελλάδας. Την πιο μεγάλη δύναμη στην πόλη μας έχει η Εκκλησία του δήμου. Όλοι οι ελεύθεροι πολίτες παίρνουν μέρος στη λήψη των αποφάσεων. Κάθε χρόνο εκλέγονται δέκα στρατηγοί που φροντίζουν για την ασφάλεια της πόλης. Κυρίαρχη θέση έχουν οι Αθηναίοι πολίτες, δηλαδή όσοι έχουν πατέρα και μητέρα που κατάγονται απ’ την Αθήνα. Εδώ ζουν και ξένοι, οι μέτοικοι που είναι κυρίως έμποροι. Υπάρχουν βέβαια και δούλοι αλλά η ζωή τους είναι καλύτερη εδώ παρά σ’ άλλες πόλεις».
Από εκεί που βρισκόμασταν μπορούσαμε να δούμε γύρω μας τα σπίτια των Αθηναίων. Ήταν απλά και χαμηλά, χωρίς παράθυρα στον δρόμο. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν και φαίνονταν χαρούμενοι.
«Σ’ αφήνουμε για λίγο γέροντα. Θα περπατήσουμε στα δρομάκια της Αθήνας. Η μέρα είναι υπέροχη».
Προχωρήσαμε και φτάσαμε σε μια γειτονιά. Μια οικοκυρά σκούπιζε έξω απ’ το σπίτι της. Την πιάσαμε κουβέντα. Οι γυναίκες έμεναν στα σπίτια κάνοντας δουλειές. Μαγείρευαν, ζύμωναν, ύφαιναν. Συνηθισμένα φαγητά ήταν το
ψάρι, τα λαχανικά, οι ελιές, ενώ κρέας έτρωγαν στις γιορτές και στις θυσίες που έκαναν προς τους θεούς τους. Παρόλο που έμεναν πολλές ώρες στο σπίτι ντύνονταν όμορφα, χτενίζονταν ωραία και κάποιες βάφονταν.
Συναντήσαμε, περνώντας έξω από ένα σπίτι, ένα παιδί, περίπου στην ηλικία μας. Είχε τελειώσει το μάθημά του στον γραμματιστή και με τη συνοδεία του παιδαγωγού του, ενός δούλου, επέστρεφε σπίτι του. Μας είπε ότι μάθαινε να διαβάζει, να γράφει, να λογαριάζει ακόμα να παίζει λύρα και κιθάρα. Ο αδερφός του που ήταν αρκετά πιο μεγάλος, κοντά στα είκοσι, παρακολουθούσε συζητήσεις στην Αγορά και ετοιμαζόταν να υπηρετήσει την πόλη του με δύο χρόνια θητείας στον στρατό.
Στην Αγορά και στα γυμναστήρια συναντήσαμε πολλούς Αθηναίους. Εκεί περνούσαν τον ελεύθερό τους χρόνο. Συζητούσαν για την πόλη και τα καθημερινά τους προβλήματα.
Φτάνοντας στην Ακρόπολη δεν μπορούσαμε με τίποτα να κρύψουμε τον θαυμασμό μας. Ανεβαίνοντας αντικρίσαμε πρώτα τα Προπύλαια. Στα δεξιά ήταν ο ναός της Αθηνάς Νίκης. Στο ψηλότερο σημείο ο Παρθενώνας. Εκεί ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης σχέδιασαν όλα τα σπουδαία έργα. Μέσα στον ναό υπήρχε το υπέροχο χρυσελεφάντινο άγαλμα, της θεάς Αθηνάς, έργο του Φειδία, ο οποίος επέβλεπε μετά από οδηγίες του Περικλή όλα τα έργα της Αθήνας αυτή την περίοδο. Είδαμε και το Ερέχθειο, γύρω ένα σωρό αφιερώματα. Ανάμεσά τους το χάλκινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς, ύψους 7 μέτρων. Διακρίναμε ότι τ’ αγάλματα δεν έμοιαζαν τόσο πολύ στους Κούρους και στις Κόρες. Τα πρόσωπα είχαν πιο φυσικά χαρακτηριστικά, ενώ τα πόδια φαίνονταν να έχουν κίνηση.
Θυμήθηκα τότε τους κλεμμένους θησαυρούς της Ελλάδας που είναι στο εξωτερικό. Η κυρία Ιφιγένεια μας είχε πει ότι στο Ερέχθειο υπήρχαν έξι γλυπτά με γυναικείες μορφές, οι Καρυάτιδες. Όμως μόνο οι πέντε βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο της Ακρόπολης, αφού ο λόρδος Έγλιν είχε μεταφέρει μια από αυτές στο Βρετανικό Μουσείο.
Κατηφορίζοντας απ’ τον ιερό βράχο της Ακρόπολης γύρω στο μεσημέρι κάναμε στάση για να φάμε κάτι απ’ τις προμήθειες που είχαμε στα σακιά μας και για να θαυμάσουμε το θέατρο που βρισκόταν στους πρόποδες. Ποιον λέτε να συναντήσαμε εκεί ξανά; Μα φυσικά τον γέροντα!
«Πώς πάει η βόλτα σας παιδιά;»
«Φανταστικά,» απαντήσαμε και οι δύο μ’ ένα στόμα, αφού δεν μπορούσαμε να κρύψουμε τον θαυμασμό μας για τα σπουδαία έργα που είχαμε δει.
«Ακόμα δεν έχετε ακούσει τίποτα για το τι έχουν πετύχει πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι αυτά τα χρόνια. Από ποιον να αρχίσω και με ποιον να τελειώσω».
«Απ’ όπου θέλεις καλέ μας γέροντα,» απάντησε ο Περικλής.
«Κρεμόμαστε απ’ τα χείλη σου,» συμπλήρωσα εγώ.
«Η Αθήνα μοιάζει μ’ ένα μεγάλο σχολείο. Σε διάφορα μέρη, έξω απ’ τα δημόσια κτίρια, την Αγορά, τις πλατείες, συναντάς σοφούς που μιλούν για σοβαρά θέματα και διδάσκουν τους νέους. Ξεχωρίζει ο Σωκράτης που μιλά για δύο σημαντικές αρετές που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι, τη δικαιοσύνη και την τιμιότητα. Δύο σπουδαίοι ιστορικοί ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης γράφουν για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Εδώ στον χώρο που βρισκόμαστε και σ’ άλλα θέατρα ανεβάζονται σπουδαίες παραστάσεις. Τα έργα είναι
κάποτε σοβαρά και θλιβερά, δηλαδή τραγωδίες, άλλοτε χαρούμενα και αστεία, δηλαδή κωμωδίες. Τα πιο γνωστά τα έχουν γράψει ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής και ο Αριστοφάνης. Ο λαός της Αθήνας παρακολουθεί μαζικά και
με μεγάλο ενδιαφέρον τις παραστάσεις».
Θυμήθηκα ότι ακόμα και σήμερα, σε αρχαία θέατρα στην Ελλάδα αλλά και στην Κύπρο, αρκετοί ηθοποιοί συμμετέχουν σε έργα που βασίζονται σε κείμενα απ’ τις γνωστές κωμωδίες ή τραγωδίες της αρχαιότητας. Μετά αποχαιρετήσαμε ξανά τον γέροντα. Βέβαια, τον αποχαιρετήσαμε προσωρινά, διότι ήμασταν σίγουροι ότι θα τον ξανασυναντούσαμε τις επόμενες μέρες, όπως και τις προηγούμενες. Ίσως σ’ άλλον τόπο, ίσως σ’ άλλη εποχή.
Μετά από αρκετές βόλτες στις γειτονιές της Αθήνας και αφού πλησίαζε πια το δειλινό, αποφασίσαμε να πάρουμε τον δρόμο για την επιστροφή στην καλύβα. Το βράδυ πριν πέσουμε για ύπνο συλλογιζόμασταν και συζητούσαμε για το μεγαλείο της Αθήνας. Ο αιώνας αυτός μετά και το τέλος των Περσικών Πολέμων αποτέλεσε τον χρυσό αιώνα του Περικλή. Όλα αυτά που θαυμάσαμε ανήκαν στα Κλασικά χρόνια. Τα χρόνια που ονομάστηκαν έτσι διότι δόξασαν την Ελλάδα και έμειναν αξεπέραστα στους αιώνες. Σήμερα την
προβάλλουν και την αντιπροσωπεύουν παγκοσμίως, αφού έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου πολιτισμού, μέσα απ’ την προσφορά της στα γράμματα, στις τέχνες και στις επιστήμες.

ΜΕΡΑ ΔΩΔΕΚΑΤΗ: ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Η καινούρια μέρα μας βρήκε από πολύ νωρίς ξύπνιους και έτοιμους να μάθουμε για το τέλος των κλασικών χρόνων στην αρχαία Ελλάδα. Η χθεσινή μέρα οφείλουμε να παραδεχτούμε πως ήταν απογοητευτική. Όπως θα έχετε φαντάζομαι υποψιαστεί βρισκόμαστε σ’ έναν νέο τόπο, μια νέα πόλη και στην είσοδό της συναντούμε φυσικά τον ασπρομάλλη φίλο μας. Η νέα πόλη ονομάζεται Πέλλα.
«Καλημέρα παιδιά. Καλωσορίσατε στην πόλη του μεγάλου στρατηλάτη Αλέξανδρου γιου του Φίλιππου του Β’, βασιλιά της Μακεδονίας. Τα κατορθώματά του θαυμαστά σ’όλο τον ελληνικό χώρο αλλά και στα βάθη της Ανατολής».
«Καλημέρα γέροντα, είμαστε πολύ περήφανοι που βρισκόμαστε εδώ στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας,» απάντησε ο Περικλής.
Όπως το φαντάστηκα. Τα κλασικά χρόνια τελειώνουν με τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στο μυαλό μου ήρθαν τότε όλα όσα η καλή μας δασκάλα, η κυρία Ιφιγένεια φυσικά, μας έλεγε γι’ αυτόν τον σπουδαίο άντρα. Ας αφήσουμε όμως τον γέροντα να μας τα πει από πρώτο χέρι. Τον παρακίνησα λοιπόν ν’ αρχινήσει.
«Σε ακούμε. Πες μας για τα λαμπρά του κατορθώματα».
«Μιλούνε για αυτόν σ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Από Δύση σε Ανατολή, από Βορά σε Νότο. Διαδέχτηκε στο βασίλειο τον πατέρα του, τον Φίλιππο. Ο Φίλιππος, αφού έκανε τη Μακεδονία δυνατό κράτος κινήθηκε προς τον νότο και νίκησε εύκολα όλες τις ελληνικές πόλεις. Ο στρατός του εξάλλου ήτανε πανίσχυρος. Ήτανε φημισμένος για τη μακεδονική φάλαγγα που ήταν παρατεταγμένη στις μάχες σαν φρούριο με το μακρύ δόρυ των στρατιωτών του, τη σάρισα, να αποτελεί αήττητο όπλο. Φέρθηκε με επιείκεια στις ελληνικές πόλεις και τέθηκε αρχηγός στην εκστρατεία που σχεδίαζε να κάνει εναντίον των Περσών. Αυτή την εκστρατεία πραγματοποίησε ο νεαρός Αλέξανδρος, όταν πέθανε ο πατέρας του. Από τον Ελλήσποντο πέρασε στην Τροία και στον Γρανικό ποταμό. Εκεί πέτυχε την πρώτη ένδοξη νίκη του. Οι Πέρσες άρχισαν να υποχωρούν και ο Αλέξανδρος να κατακτά τη μια περιοχή μετά την άλλη. Ακόμα μια μεγάλη νίκη στην Ισσό και η προέλασή του συνεχίστηκε προς τη Φοινίκη και μετά στην Αίγυπτο, τη χώρα των Φαραώ. Στη συνέχεια κινήθηκε ανατολικά με μια σπουδαία νίκη στα Γαυγάμηλα.
Η υποταγή του περσικού κράτους ήταν πια γεγονός. Πέρασε νικητής στα Σούσα, κατακτώντας και υποτάσσοντας πολλούς λαούς και έχοντας στην κατοχή του στρατού του μια τεράστια έκταση. Οι φιλοδοξίες του δε σταμάτησαν και προχώρησε προς την Ινδία. Αρκετές δυσκολίες απότρεψαν τα σχέδιά του και τον ανάγκασαν να επιστρέψει πίσω στα Σούσα. Από εκεί πήγε στη Βαβυλωνία που ήθελε να την κάνει μεγάλη πρωτεύουσα. Αρρώστησε όμως βαριά και πέθανε σε ηλικία μόλις τριάντα δύο χρονών. Το απέραντο κράτος του έμεινε χωρίς αρχηγό».
Νιώθοντας μεγάλο θαυμασμό για τα σπουδαία κατορθώματα που μας είπε ο γέροντας για τον Μ. Αλέξανδρο τον αφήσαμε και περιπλανηθήκαμε στους δρόμους της Πέλλας. Όλοι οι άνθρωποι που συναντούσαμε μιλούσαν με περηφάνια και ευγνωμοσύνη για τον ήρωα τους που μετάφερε την
ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό πολύ πιο μακριά από την Ελλάδα. Τον ήρωά τους που ίδρυσε πολλές πόλεις. Αρκετές πήραν το όνομά του και ήταν όλες στολισμένες με λαμπρά κτίρια, ναούς, θέατρα και γυμναστήρια.
Το απόγευμα στην καλύβα μας λέγαμε πως η εκστρατεία του Μ. Αλέξανδρου άλλαξε τη μορφή του κόσμου. Μαζί με τον στρατό του θυμάμαι που είχα διαβάσει πως ακολουθούσαν ιστορικοί, γεωγράφοι, μηχανικοί και καλλιτέχνες. Η εκστρατεία του δεν ήταν σπουδαία μόνο από τις νίκες του στρατού του αλλά και από τον πολιτισμό που διαμορφώθηκε με την προσθήκη του ελληνικού στοιχείου στους άλλους πολιτισμούς. Γι’ αυτό και η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και τα χρόνια που ακολούθησαν Ελληνιστικά.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.