ΣΚΕΥΗ ΓΙΑΓΚΟΥ-ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η Σκεύη Γιάγκου Αντωνίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λεμεσό. Σπούδασε αρχιτεκτονικό σχέδιο και διακόσμηση στην Ακαδημία Εφαρμοσμένων Τεχνών Μιλάνου. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού «Βασίλη Μιχαηλίδη».
Παρακολούθησε τα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου και συμμετείχε με ποίηση και πεζό στον τόμο Συν(γ)ραφές, εκδόσεις «Τεχνοδρόμιον» 2018.
Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.  Είναι μέλος της Παγκύπριας Ένωσης Κεραμιστών με πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Έργα της εκτέθηκαν και υπάρχουν τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Κύπρο.
Έχει τρία παιδιά, ζει και εργάζεται στη Λεμεσό. “Στη γλώσσα μου βλάστησε κήπος” (Εκδ. Ρώμη 2023) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή!

.

.

ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΒΛΑΣΤΗΣΕ ΚΗΠΟΣ (2023)

ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Καθημερινά κάτι σπρώχνει τα βήματά μας
στο τέλος του χώματος και στην αρχή του άλλου
που ανάμεσά μας αιωρείται.
Η μέρα γαζώνει τα ξεφτισμένα κορδόνια των εφήβων.
Γνώση υπερτασική στολίζει τις σκιές
με λαμπερές αποταμιεύσεις.
Τα βλέφαρα αποχαιρετούν τον τόπο
και ο τόπος έρημος.
Κομμάτια ματαίωσης στα ερείπια.

Η βαρύτητα εξουδετερώνεται
από αόρατα κύματα φωτός
και ο Νεύτωνας μαζεύει τα μήλα του
σε φτερωτά καλάθια.
Οι μηλιές στον κήπο μου φορτώθηκαν καρπό.
Κόκκινα, κίτρινα πράσινα μήλα.
Να δεις που θα πετάξουν όλα μακριά.
Περπατώ μονάχη χωρίς να φοβάμαι το σκοτεινό.
0 χρόνος αποδέχεται το πεπρωμένο του
και ακινητοποιείται στο πεδίο του μηδενός.
Θα σταματήσει, επιτέλους, να μου κλέβει τα χρόνια;
Κεραυνός φωταγωγεί το πέρασμα.
Η αυλαία ανοίγει.

Και ιδού το ανέσπερο.

ΕΚΤΙΩ ΤΗΝ ΠΟΙΝΗ

Μικρή μάζευα βοτσαλάκια
τόσα όσα χωρούσαν οι μικρές μου παλάμες.
0 πατέρας μ’ έμαθε να μετρώ με ακρίβεια
το σωστό μέγεθος.
Ισορροπούσα.
Κι ύστερα τις πετούσα, μπλουμ, στο πρώτο κύμα.
Τις αποχαιρετούσα χωρίς ίχνος ντροπής
και χαιρόμουν
που τις έδινα φτερά να πετάξουν.
Πάντα ήθελα να κοιτάξω το πρόσωπό μου
στον καθρέφτη της θάλασσας
μου ψιθύρισε κάποτε μια λευκή γυαλιστερή πετρούλα.

Όταν μεγάλωσα μεγάλωσαν κι οι πέτρες.
Στοίβαζα, στοίβαζα…
Έγιναν κολώνες στέρεες, συμπαγείς.
Τις έβαφα, έγραφα στίχους και τις στόλιζα.
Κοιμόντουσαν με τις πόρτες σφραγισμένες
είχαν αναπνοή βαριά, τα βράδια με ξυπνούσαν.
Οι χούφτες μου μάτωναν
από τις κοφτερές ματιές της κλειδαριάς.
Δυσκολευόμουν να κρύψω τις πληγές μου.
Τι θα ’λεγε ο κόσμος;
Με την άκρη των νυχιών μου
άρχισα να σμιλεύω τα θεμέλιά τους.
Σμίλευα αδιάκοπα.

Να είχε κι άλλα σκαλοπάτια ο καιρός.

ΕΠΟΧΙΑΚΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ

Φθινόπωρο:

Είμαι το τρελό αγόρι του χρόνου
το πιο ριψοκίνδυνο.
Στις παρυφές των γκρεμών
ξε-φυλλίζω παλιά περιοδικά
με φωτογραφίες ξεθωριασμένες.
Αποχαιρετώ τα χελιδόνια
κρύβω στις φωλιές τους παραμύθια.
Με τη μουσική κατοπτεύω
μελαγχολικά καλντερίμια
σπασμένους φεγγίτες, δέντρα γυμνά.
Η ορχήστρα των παιδιών
υποτάσσει τις χαμηλές νότες
ξαγρυπνά στις σκοπιές της μοίρας.

Η γη παρακολουθεί και μ’ εμπιστεύεται.

ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ…

Αν έχω περηφάνια κι αν έχω να
φουμίζω μες στον κόσμο εις εσού
κ’ εις του σπαθκιού σου του
γρουσού την δύναμη ορπίζω.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

[Με τον τρόπο του Νίκου Ορφανίδη]

…το νησί των Αγίων που ξενυχτούν
στην κορυφή των καμπαναριών.
Το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα
το ακρινό προσκέφαλο της προσευχής μες στο γαλάζιο.

Το χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στις συγχορδίες του Μίκη.
Δεν ματώνει το Φθινόπωρο
είναι η παλάμη του Θεού
που επιπλέει στην προέκταση του παραδείσου.

Κύπρος είναι οι ήρωες που σκότωσαν
τη θηλιά του θανάτου
κι ανέβηκαν μονοπάτια.
Είναι ο Ευαγόρας.
Κρυφοκοιτάζει τις γλάστρες στο περβάζι.
Κλάμα πικρό να ξεραθούν τα αγριόχορτα.

Κύπρος είναι η Κερύνεια, η Αμμόχωστος, η Μόρφου
το κρυφό δάκρυ στο απόσταγμα των ανθών.

Είναι τα αγρινά που τρέχουν στα βουνά
κι ελευθερώνουν τα σκλαβωμένα μας μάτια.

Είναι η Λευκωσία με το κρυφό μουρμουρητό.
Ξύπνιο κρατά τον Πενταδάχτυλο
να ποτίζει τον δρόμο του γυρισμού.

Είναι η Λάρνακα με το ψηλό ανάστημα.
Οι φοινικιές μετρούν το μπόι της ανδρείας.

Κύπρος είναι η Λεμεσός.
Με τις ορθάνοιχτες πόρτες στις καντάδες
και στο γλυκό κρασί.
Είναι ο τόπος μου
η μυρωδιά που σκάει στα πνευμόνια
τη χαρά του λεβάντη.

Κύπρος είναι η γιαγιά με το πολύχρωμο μαντήλι
την ποδιά και τα μακριά χέρια.
Περιπλανιέται η νοικοκυροσύνη στις κατσαρόλες
με τα γλυκά του κουταλιού
καρυδάκι, κιτρόμηλο, βαζανάκι.
Μέσα σε χάλκινη κατσαρόλα
το χαλούμι μοσχοβολά παράδοση
κι ο τραχανάς ρουφά τα κρύα βράδια του χειμώνα.

Κύπρος είναι τα στενά δρομάκια των χωριών.
Ανηφορίζουν τα βουνά παρέα με τα τρυγόνια.
Πίνουν νερό από ποτάμια που ξεχειλίζουν έρωτα
και τα σκοτεινά χρόνια διαγράφουν.
Τσαμπιά από σταφύλια κρύβουν τα μυστικά τους
σε πυθάρια με μήτρα σφραγισμένη.

Είναι τα σπίτια και οι άνθρωποι
που φυλάγουν στα μπαούλα τα προικιά
το δίκαννο του παππού και τη χλαίνη του ’40.
Κανείς δεν τολμά ν’ αμφισβητήσει τη σταγόνα το αίμα
ανυπότακτο ψιθυρίζει το σύνθημα.
Η νίκη μετρά στιγμές
και τα βήματα πλησιάζουν την πράσινη γραμμή.

Κύπρος είναι τ’ αηδόνια στις Πλάτρες του Σεφέρη.
Ακοίμητοι φρουροί απαντούν με παρασύνθημα:
«τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις»
και πετάνε ψηλά.

Είναι τα Λευκαρίτικα κεντήματα
οι Μοδίτικοι σιεμέδες.
Κάθε βελονιά μια προσευχή
η νύφη να έχει τύχη καλή.
Είναι το ρέσι και ο ταβάς στους γάμους.
Το πλούμισμα και οι ευχές.

Κύπρος είναι όλοι αυτοί
που ξενιτεύτηκαν μετά το ’74.
Τους γκρέμισαν τα σπίτια.
Από τότε οι βαλίτσες έτοιμες για ιην επιστροφή.
Είναι τ<> δέντρο με τις φωτογραφίες των αγνοουμένη
Και ο πόνος που σκαλίζει το χώμα χρόνια τώρα.
Είναι ο Λοπέρτης
και το «καρτερούμεν μέρα νύχταν…»

Κύπρος είναι τα αναπτυγμένα κτίρια
έφαγαν τη γη και μεγάλωσαν.
Είναι τα παράθυρα με τα διπλά γυαλιά
και τα μοντέρνα χρώματα.
Οι κάμερες στις εισόδους που καταγράφουν
τους επισκέπτες.
Κάποτε όλοι ήξεραν πού ήταν κρυμμένο το κλειδί.

Είναι τα δέντρα που έφτασαν πετώντας.
Χαμένα στους δρόμους
ψάχνουν να βρουν την ανατολή
και την ταυτότητά τους.
Μας κοιτούν αφ’ υψηλού.
Τα άλλα προσπαθούν να βρουν τις ρίζες τους.
«Φύτεψε συτζιά για τα παιδκιά σου
ελιά για τ’ αγγόνια σου
καρυδκιά τζαι τερατσιάν
για τα δισέγγονά σου», έλεγε ο πατέρας.

Στο περιβόλι μου φύτεψα όλα τα είδη.

ΕΧΕΙ ΙΔΕΑ ΕΑΥΤΟΥ

Λαμπερό το κόσμημα, σφιχτοδένει τον καρπό.
Το αίμα αντιστέκεται με θρόμβους
θολώνει τον εγκέφαλο.
Έχει θράσος, σκέφτεται.
Με αυτό το σαδιστικό του επιφώνημα
τικ τακ, τικ τακ μας ξεγελά
και η πληγή βαθαίνει μέχρι το χώμα.
Όμως κανείς δεν ανάβει το αμπαζούρ
ούτε τραβά τις κουρτίνες που επιστρέφουν.
Τα δακτυλικά αποτυπώματα
φοβούνται τη διαλεύκανση της υπόθεσης.

Και η ζωή προχωρά με διασκελισμούς.
Ξέχασα τι μέγεθος παπούτσι φορώ.
– Στο επόμενο βήμα θα φοράς μεγαλύτερο
και θα περπατάς σε τρύπιο σύννεφο.
– Θα γίνω βροχή και θα μπω ξανά σε μήτρα;
Τικ τακ, τικ τακ η μνήμη ξεκουρδίζει το σύμπαν.
Το πουλί απλώνει τα φτερά του και με αγγίζει.
Το παρόν διαθέτει το νερό
τα σπόρια και τον ήλιο.

Πετάξαμε μαζί στο κλαδί
που γνωρίζει πως είναι κλαδί.

ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΤΑ ΕΛΕΓΑ ΝΩΡΙΤΕΡΑ, ΜΑΜΑ…

Στη μητέρα μου

Τώρα που τα ξανθά μου μαλλιά έχουν ασπρίσει θυμήθηκα το
χαμομήλι να μουρμουρίζει στο νερό. Μέχρι το πρωί έτοιμο το
αφέψημα να κρατήσει ζωντανές τις αποχρώσεις.
Κι εσύ το άπλωνες με τα απαλά σου χέρια. Ήθελες η άνοιξη
να θρέψει τις ρίζες, να μεστώσει τους καρπούς. Με τη χτένα
χάραζες στο κεφάλι μου ισημερινούς και παράλληλους. Κι οι
χώρες φωταγωγούσαν τους δρόμους μέσα στις τούφες που
τύλιγες στο δάχτυλο ρολό. Τις στερέωνες με φουρκέτες.

Πάμε Ελλάδα, ψιθύριζες.
Για Αθήνα, συμπλήρωνα εγώ και έδινες στο χτένισμα
χαρακτήρα εκπαιδευτικό.
Το ταξίδι συνεχιζόταν σε όλες τις πρωτεύουσες. Το παιχνίδι
είχε την πιο ωραία συνέχεια, μαμά. Εσύ το έβλεπες σαν
ιεροτελεστία. Κι όσο καθόμουν στην κούνια να δώσει ο ήλιος
τις ακτίνες του κι ο αέρας τα κουπιά του να στεγνώσουν τα
μαλλιά τραγουδούσα δυνατά:
«Η καλύτερη μαμά του κόσμου». Βάσταζα τον πόνο όταν οι
φουρκέτες τρυπούσαν το δέρμα. Τηρούσα, βλέπεις, τη
συμβουλή: «κράτα πόνο για ομορφιά».
Κι όταν, επιτέλους, οι φουρκέτες άφηναν το κεφάλι ελεύθερο
και έπεφταν οι μπούκλες στους ώμους μου ζωντανές η αγάπη
γλιστρούσε μέχρι τα δάχτυλα.

Πώς αλλιώς θα κατάφερνα να γράψω τούτο το κείμενο
μαμά;

ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ

Στη μνήμη της αδελφής μου

Καθ’ οδόν προς τη via San Babila
το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα.
0 δρόμος χανόταν σαν κινούμενη άμμος.
Περπατούσα αργά, παρακολουθούσα τον Βέρντι
που γλιστρούσε στις συγχορδίες της Τραβιάτα.
Η Βιολέτα αφημένη στον ρόλο της
πρόσφερε καμέλιες στους περαστικούς
έκρυβε τον έρωτά της
κάτω από τα ερείπια των λουλουδιών.

Ο μαέστρος ύψωσε την μπαγκέτα ψηλά.
Σιγή στη χορωδία.
Στη σιωπή ανθίζουν οι μυρωδάτες λέξεις.
Εξάλλου και τον θάνατο
σιωπηλά τον εμπιστευόμαστε.
Δίκαιος ή άδικος ο θάνατος
ποιος θα το απαντήσει;
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει.
Περπατούσα αργά.
Η χορωδία κρατούσε τον ρυθμό
μη χάσω το βήμα.
Η κούκλα στη βιτρίνα υποδυόταν τον ρόλο της.
Με κοίταξε με κάτι μάτια λαμπερά
μου χάρισε τα λευκά της γάντια.
Ψάχνεις αυτήν;
Τράνταξε μέσα μου η σιωπή, δεν σιωπούσε.
Τα φόρεσα.
Είχαν κάτι από την κλίση των δαχτύλων της
την ώρα που με αποχαιρετούσε.
Ένιωσα ξανά την ανάσα του δέρματος.
Θα τα κρατήσω, είπα
Μέσα γλιστράνε δάχτυλα ανυποψίαστα.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.