ΜΠΑΜΠΗΣ ΑΝΑΓΙΩΤΟΣ

Ο Μπάμπης Αναγιωτός γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1954. Σπούδασε στη Μόσχα Πολιτικός Μηχανικός. Από το 1980 εργάζεται στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως. Ασχολείται με την ποίηση, τη στιχουργική, το διήγημα, τη μετάφραση, την κριτική, το θέατρο, το ευθυμογράφημα και γενικά με όλο το φάσμα των πολιτιστικών δρώμενων.
Διετέλεσε Πρόεδρος της Κινηματογραφικής Λέσχης Λεμεσού, τεχνικός και καλλιτεχνικός συνεργάτης σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ήταν ιδρυτής Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Γκαλερί Μπουάτ «Νήλιος». Είναι ιδρυτικό μέλος και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού (Ε.Θ.Α.Λ.) από την ίδρυση της το 1988 μέχρι το 2003.
Ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά του έργα έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες στην Κύπρο, Ελλάδα, Αυστραλία, Ρωσία, Αρμενία, Γερμανία, Σλοβακία, Ουγγαρία και Σερβία.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Πορεία (1980)
Συνειρμοί (Λεμεσός 1984)
Μνήμες μιας πόλης (Λεμεσός 2013)
Δυτικά της λήθης (Λεμεσός 2019)
Η Κιβωτός  (Λεμεσός 2023)

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Ο καθρέφτης (1983).

.

.

Η ΚΙΒΩΤΟΣ (2023)

ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ

…άπελθών έκρυψα τό τάλαντόν σου εν τή γή·
Κατά Ματθαίον 25, 25

Να φτάσουμε τις διασημότητες
της σκηνής προσπαθούμε KL εμείς -παρ’ όλο
που δεν δείξαμε τις ικανότητες
ώς στιγμής- κυνηγώντας τον πρώτο ρόλο.

Πλην όμως ποτέ δεν καταφέρνουμε
να σύρουμε απ’ το βάθος το τάλαντό μας,
με ύφος Οιδίποδα βωλοδέρνουμε
μιμούμενοι το πάθος του Ντίλαν Τόμας.

Υποκρινόμαστε στην παράσταση
πότε τον τσιγγάνο, πότε την αρκούδα,
ψάχνουμε κάθαρση στην Ανάσταση
δίχως τον Γολγοθά, χωρίς τον Ιούδα.

Κι όταν η λύση παιχτεί του δράματος
την αμοιβή ζητούμε απ’ τον θεατρώνη:
Χρυσάφι αξίζει τούτος ο κάματος!
Μα κείνος μας απλώνει μια χούφτα σκόνη.

(Μονάχα σκόνη)

ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ

Η ειμαρμένη των χαρταετών
είναι η πτήση.

Όταν η ουρά πάλλεται ξέγνοιαστα
στην ευφροσύνη παραδομένη
της πιο τρελής ελευθερίας
χωρίς την υποψία του σπάγκου.

Το ερωτικό ρίγος ανάμεσα στα ζύγια
καθώς αγκαλιάζουν τη χίμαιρα
αγνοώντας του παιδιού το χέρι
που σκαρώνει τα δικά του πετάγματα.

Ο μετεωρισμός που ανυψώνει
τα αισιόδοξα πτερύγια
μα στον κάμπο προσγειώνει τ’ όνειρο
δίχως έλεος η βαρύτητα.

Η πτήση των χαρταετών είναι η χαρά
πριν την αναπόδραστη πτώση.

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
α

Απόδειπνο
και το φεγγάρι ακέριο
μοσχοβολά τη νιότη σου
να τρων οι πεινασμένοι μου.

β

Την αγάπη της
και ξερό ψωμί
-σε ξεροπήγαδο-
που το κάνει αντί-
δωρο το φιλί
της το φιλήδονο.

γ

Στημόνια βροχής
υφαίνουν τα μάτια σου·
πυρακτώνει τα χείλη σου
η δίψα του κάμπου·
στο βάθος του θάμβους
νυκτεγέρτες υαλουργοί
κατεργάζονται
τον άθραυστο καθρέφτη
όπου αντιφέγγουν
-μοίρα μου- εσύ
κι εγώ -το πεπρωμένο σου.

ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΕΠΙΣΤΡΩΣΕΙΣ

Στις ακτές της αναδυομένης νήσου μου
μετά τον κατακλυσμό κατακάθισαν
αλλεπάλληλες επιστρώσεις άμμου.

Στις πλέον πρόσφατες ανιχνεύω
αστεροειδείς που λησμόνησαν
από καιρό πώς αγαπάνε.

Ανασκάπτω βαθύτερα
μαύρες τρύπες που στέρεψαν
να εκχέουν φλέγοντα τρόμο.

Πιο βαθιά ξεθάβω απομεινάρια
από το δείπνο της δημιουργίας
-κάτι σαν υπόσχεση ευγονίας.

Στα έγκατα ανακαλύπτω κάτοπτρο
απαστράπτον εκθαμβωτικώς
να αντανακλά τη συντέλεια

και μιαν αμυδρή ανάμνηση για το πώς
θα μοιάζει ο κόσμος αναγεννημένος αν
ο νεοσσός έρως τεθεί σε τροχιά γύρω σου.

ΤΟ ΣΟΦΟ ΦΟΡΤΙΟ

Ο καθείς όπως Λεν κουβαλάει το φορτίο του.
Το φορτίο είναι σοφά σχεδιασμένο
για να αίρεται και να φέρεται
από αυτόν που το επωμίζεται.

Ο έμπορος το διακινεί χάριν της ευημερίας του τόπου
ο αχθοφόρος χτικιάζει υπό το βάρος του
η έφηβη το κεντά σταυροβελονιά στο αιδοίο της
στο αγόρι το αποστέλλει διαδικτυακά
ο εκσυγχρονισμένος παιδόφιλος.

Αλλά κι η τιμή του ποικίλλει κατά που λάχει.
Αν για παράδειγμα το μεταφέρει
κλητήρας αξίζει τον μισθό του
όταν όμως το υποβαστάζει
ήρωας κοστίζει τη ζωή του.

Το τι σηκώνω εγώ στην πλάτη μου
ένας θεός το ξέρει μα κάποτε καθηλώνομαι
όπως πόθος που σφαδάζει να σαρκωθεί
κι είναι φορές που ανυψώνομαι
ανάλαφρος σαν αερόστατο έμπνευσης.

Να το ανταλλάξω με άλλο είναι αδύνατον γιατί
το φορτίο έχει καθοριστεί στον καθένα κατ’ ανάγκην
και δεν γίνεται να το πασάρεις σε κάποιον χωρίς
να καταρρεύσει η κρημνοβασία του ορειβάτη.

Ακόμα και να μπορούσα δεν γνωρίζω πόσους
τόνους βαρύτερο στο σβέρκο θα μου φορτώσουν
οπόταν κεντρίζω τον αρσιβαρίστα μέσα μου
επικεντρώσου στον Άτλαντα κάτω απ’ την μπάρα σου.

Η ΚΙΒΩΤΟΣ

…καί έπεπληθύνθη τό ύδωρ
καί έπήρε την κιβωτόν,
καί υψώθη από τής γης.
Γένεσις 7,17

Βάλτωσε πια η σιγουριά
τα γεγονότα αναβλύζουν
δυσοίωνη έκβαση

διασταυρωμένος ανάμεσα
σε σκουριασμένες διόδους
είμαι μπανιέρα διάτρητος
στάζω από παντού

ημιρραγής επιχειρώ
ηρωική έξοδο

ή έρωτας
ή τίποτα

εκπέμπω σήματα
λύσε τον γρίφο μου
και συγκόλλησέ με
αλλά πρόσεξε μην
μπερδευτείς σε
ασταθή φυσικά φαινόμενα

Βάφεσαι Κιβωτός

να διασώσεις προσπαθείς
των σωμάτων μας τα τιμαλφή
όμως όσο ανεβαίνει ο πυρετός
όλο και απεκδύεσαι των ερμάτων
ώσπου δεν πάει άλλο
σίγουρα θα αναληφθείς
χωρίς να συγκρατήσω στον ουρανίσκο
την επίγευση της θηλής σου

Ο ΣΩΖΩΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΩΘΗΤΩ
λοιπόν

.

ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ (2019)

Η ΒΡΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ

Στον Μάριο Αγαθοκλέους

Ρωτώ ξαναρωτώ
τη βρύση των ερώτων
αν μ’ αγαπά
δεν μ’ αγαπά
και ποια
και πόσο μ’ αγαπά
και αν υπάρχει αγάπη.

Ώσπου μιαν μέρα
το ύδωρ το ζων
το λάλον ύδωρ
το γάργαρο νεράκι
μου αποκρίνεται και λέει:

«Αν δεν βαφτιστείς δεν γίνεσαι πιστός.
Αν δεν εξαγνιστείς δεν θα γίνεις μύστης.
Αν δεν κολυμπήσεις δεν περνάς απέναντι.
Αν δεν συλλαβίσεις όλα τα «ε» και «ρω» και «τα»
δεν θα μάθεις ποτέ τη γλώσσα του έρωτα.»

ΚΟΡΑΣΙΔΑ ΕΚ ΜΟΡΦΟΥ

Στον Χρίστο Χατζήπαπα

Αυτή η μελαμψή κορασίδα εκ Μόρφου
που άνοιξε τις στρόφιγγες του νεαρού μου πόθου
με τα σφριγηλά βυζιά του κόρφου
της, εκείνους τους πυραυγείς λόφους
που με παγίδευσαν σε θελκτική σκοτοδίνη
καθώς επαναλάμβανα την έναστρη επωδό
από τον προς χάριν της ύμνο και στάλαξε οδύνη
στα υπόγεια των ενστίκτων μου
κάθε που διάβαινα την οδό
της. Εκείνη η νεάνις
παρόλα τα χρονάκια της
με σαγηνεύει ακόμη
αφαιρώντας την περόνη
του πάθους μου, σαν
την ατενίζω να διαπερνά
κουνάμενη – σεινάμενη τα ερτζιανά.

Την κυνηγώ ανάμεσα
σε οπωροφόρους καταρράκτες
με διψασμένους κατακλυσμούς
εναγκαλισμών την πολιορκώ
την παγιδεύω μέσα στο δίκτυ των βλεφάρων
χάμω την στρώνω, ο άμωμος εγώ αμαρτωλός,
εισβάλλω δαφνοσκεπής αρματολός
στον χειμερινό της κόρφο και παρευθύς
ο πολικός Δεκέμβριος υπερθερμαίνεται
σε πυρακτωμένον Αύγουστο.

ΣΚΙΑΣ ΟΝΑΡ

Όνειρα κι όνειρα κυκλοφορούν
σε παράδρομους νυχτερινούς
χωρίς εφιάλτες, χωρίς ονειρώξεις
δίχως το όραμα του πρωινού
χωρίς ελπίδα αφύπνισης.

Όνειρα όπως το μυστικό παρθένας
ντυμένης με το νυφικό που έραψε
στα μοναχικά ξενύχτια της
κεντώντας τον ίμερο
με τα φλιά του αόρατου εραστή της.

Όνειρα που σε κυκλώνουν απειλητικά
με το μάτι να σε καρφώνει
στο εδώλιο του κατηγορουμένου
γιατί τους στέρησες άστοργα
την προσμονή της εκπλήρωσης.

Όνειρα που χορεύουν λάγνα
τυλιγμένα σε αραχνοΰφαντα χαμόγελα
μα κουβαλούν κρυμμένα στη θαλάμη
το βόλι του κυνηγού
του μπόγια την αρπάγη.

Όνειρα χωρίς οδηγό πλοήγησης
σε ερημικές οδούς δίχως σημάνσεις
που φεύγοντας ρίχνουνε μαύρη πέτρα πίσω τους
βρίσκοντας σε στο δόξα πατρί όταν τα φτάνεις.

Όνειρα που ανάβουν ένα κερί για σένα
στο ξωκλήσι των Χαρίτων
μα το σβήνει παραμονές της γιορτής σου
το σκοτεινό βλέμμα του νεωκόρου.

Η ΟΛΙΓΩΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Γιατί χρειάζεται τόσος
χρόνος να πούμε
“σ’ αγαπώ”;
Γιατί τόση ολιγωρία;

Γιατί μια φράση
δεν εκπυρσοκροτεί στον κρόταφο
να αναβλύσουν αρτεσιανές
και οι πέντε αισθήσεις;

Ακόμα κι έκπτωτος
ο λόγος ανοίγει
επτασφράγιστες πύλες.

Από αμαρτύρητες λέξεις
απωλέσθηκε ο Παράδεισος.

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ

Τα υπομνήματα μου
είναι αναμνήσεις από το μέλλον
που τα αποστέλλω
υπό μορφήν οραμάτων
στον εαυτό μου
για να παγιδέψω
τη στιγμή που γεννιέται
η αγάπη.

Όταν η αγάπη πεθάνει
στα υπομνήματά μου
θα ‘ναι σαν μόλις
τώρα να αρχίζει.

ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΤΟΥΣ

Στον Χρήστο Μαυρή

Οι Λέξεις συνωστίζονται στην ερημική ακτή
ψάχνοντας άδεια κοχύλια
για να ενδύσουν το πεπρωμένο τους κι ύστερα
ασφαλείς μέσα στων ερώτων τους τις πανοπλίες
να σεργιανίσουν το μυστήριο του πελάγου
κορφολογώντας κύματα κι εωθινά μελτέμια
τη σιγουριά του μεσημεριού να αμφισβητήσουν
τη δίψα του ναύτη να κεράσουν
τον ήλιο να παγιδέψουν στα χλωρά τους βλέφαρα.

Πλέοντας δυτικά της λήθης
περνώντας ανάμεσα στις νήσους των οικτιρμών
ατενίζουν εξόριστους ναΐσκους
αγκιστρωμένους σε βράχους
να διαλαλούν τα κουφάρια τους.
Σκίνα, ασπάλαθοι κι αροδάφνες
τις σαγηνεύουν στα δόκανά τους
γεύονται τα αρμυρίκια της προδοσίας
κοινωνούν από καύκαλα
καρατομημένων συντρόφων.

Αποκαμωμένες το σούρουπο οι Λέξεις
επιστρέφουν στο ακρογιάλι τους
ανάμεσα στο πλήθος των παραθεριστών
πιο μόνες κι από τους πρωτόπλαστους
γιατί τώρα ξέρουν
τι θα πει αναχώρηση κι αποχωρισμός
νοσταλγία και ξενιτειά
και θάνατος πατρίδας.

«Οδυσσέα…»
ουρλιάζουν
«… αυτό το ταξίδι
δεν έχει τέλος …»

C.V.

Εύθυμος εκδορέας στιλπνών αγαλμάτων
Επισφαλής ενοικιαστής ονείρων
Σαλτιμπάγκος αιωρούμενων αισθημάτων
Ωτακουστής απρόσμενων σιωπών
Ηδονοθεράπων ερμητικών σωμάτων
Επαίτης ανεκπλήρωτων ερώτων
Λαθροθήρας της ματαιότητας
που φέρνουν οι αποχωρισμοί
Ύποπτος καλλιεργητής απαγορευμένων θαυμάτων
Βέβηλος τυμβωρύχος της υποδόριας
κρύπτης της κραυγής
Νοσφιστής της απόκρυφης ευρωστίας των λέξεων
Εθισμένος χρήστης εσπερινών μεθέξεων
Αιόλος σαλπιγκτής εωθινών επελάσεων
προς άλωση της ουτοπίας.

Ένας αδιόρθωτος ρακοσυλλέκτης
εφημέρων της αιωνιότητας είμαι
κυρίες και κύριοι.

.

ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ (2013)

(Ποιήματα 2003 – 2013)
ΠΟΣΟ ΤΗ ΛΑΤΡΕΨΕΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ

Στον φίλο Τάσο Ανδρέου

Πόσο τη λάτρεψες την πόλη αυτή
κανείς ποτέ δεν θα το μάθει
μέσα στη σκόνη του καιρού έχουν θαφτεί
τ’ ανθρώπινα τα λάθη και τα πάθη.

Μένουν μονάχα κάδρα με παλιές
ξεθωριασμένες αναμνήσεις
λίγα αποκόμματα και γκρίζες πινελιές
που δεν μπορείς ποτέ να λησμονήσεις.

Τις νύχτες σε στενά ερημικά
μια μυστική βλέπεις κηδεία
μ’ απ’ το μπαλκόνι σε κοιτά ερωτικά
αυτή που τώρα θάβουνε η κυρία.

Πιο κάτω, στην παλιά την αγορά
μυρίζει χώμα, καβαλίνα
κι οι άμαξες να περιμένουν στη σειρά
ψώνια, μπαστούνια, γόβες, κρινολίνα.

Στον μώλο πάνω κάτω σεργιανάς.
«Έχεις στραγάλια και φιστίκια;»
«Μου τέλειωσαν», πετά ο τύπος που ρωτάς,
«πάρε, αν θες, τα δυο μου δεκανίκια».

Στα δίνει κι ύστερα βαδίζει αργά
πάνω στη ράχη των κυμάτων,
ξάφνου, φυτρώνουνε στην πλάτη του φτερά
και χάνεται στη χώρα των θαυμάτων.

«Αυτός ο κόσμος είναι μαγικός,
ηδονικά πώς με τυλίγει».
Κοιτάζεις γύρω σου βουβός κι εκστατικός.
Δεν ξέρεις πια αν ζεις ή έχεις φύγει.

Αγγίζεις τα σημάδια των χεριών
κρύβεις την πόλη στην καρδιά σου
ένα μ’ αυτήν κι εσύ, παρόν και παρελθόν
και μέλλον, πάνω στο στερνό το “γεια σου”.

Στάλα τη στάλα θύμηση καυτή
γεμίζουν της ψυχής τα βάθη.
Πόσο πολύ τη λάτρεψες την πόλη αυτή
κανείς ποτέ, ποτέ δεν θα το μάθει.

ΘΑΛΑΣΣΑ

Στη Νατάσα και τον Κώστα Βήχα

Ήρθαν και φύγανε αλλόκοτοι θεοί
λατρεύτηκαν και χάθηκαν στη λήθη
όλα αλλάζουνε γοργά σ’ αυτήν τη γη
σβήνουν και χάνονται, γίνονται μύθοι.

Ήρθαν σαν θύελλες αρμάδες και στρατοί
κουρσέψαν και ρημάξανε την πόλη
ήταν γραμμένο σε πανάρχαιο χαρτί
να φύγουν να χαθούν ορδές και στόλοι.

Μα είναι πάντα κάτι πιο βαθύ
εκεί και επιμένει
η θάλασσα, η θάλασσα
μόνο θα μένει.

Φύτρωσαν σπίτια, εργοστάσια, ναοί,
στολίστηκε μ’ αγάλματα η πόλη,
όμως στο χρόνο ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί;
Όλα θα γίνουνε λάσπη και σβώλοι.

Φεύγει ο έρωτας σαν άνεμου πνοή
δόξα και πλούτη, όνειρα και πάθος
τα πάντα χάνονται σαν μια νεροποντή
και τα σφραγίζει σκοτεινός ο τάφος.

Μα είναι πάντα κάτι πιο βαθύ
που ζει και ανασαίνει
η θάλασσα, η θάλασσα
μόνο θα μένει.

Ήρθα κι εγώ μιαν αυγουστιάτικη αυγή
μια μοίρα μ’ έταξε σ’ αυτήν την κόγχη
μα θα χαθώ, το ξέρω, σαν μαρμαρυγή
που χάραξε μια ματωμένη λόγχη.

Μα είναι πάντα κάτι πιο βαθύ
που άλλους περιμένει
η θάλασσα, η θάλασσα
πάντα θα μένει.

ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Στην Ιφιγένεια

Απ’ το μπαλκόνι σου αδιάφορα κοιτάζεις
τα σπίτια γύρω σου χάρτινο σκηνικό
μέσα στο όνειρο τον δρόμο σου χαράζεις
φεύγεις και χάνεσαι μα μένεις πάντα εδώ.

Η πόλη μέσα σου κοιμάται κουρασμένη
σ’ ένα σεντόνι που το νότισε η βροχή
στον ουρανό ένα μπαλκόνι επιμένει
σαν αερόστατο να ψάχνει την αρχή.

Απ’ το μπαλκόνι σου αρχίζει να χαράζει
άλλη μια μέρα σε κοιτά ερωτικά
κλείνει το μάτι όλο γλύκα κι όλο νάζι
μαζί να ζήσετε αυτό που προσπερνά.

Η πόλη γύρω σου και πάλι ζωντανεύει
από τον λήθαργό αρχίζεις να ξυπνάς
μέσα σου κρύβονται το φως και τα ερέβη
κι απ’ το μπαλκόνι σου εσύ τα κυβερνάς.

Ο ΦΑΡΡΑΣ ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ

Στον αδελφό μου ποιητή Ράκη Αναγιωτό

Ήταν μια χωράφα στην άκρη της πόλης μας
που την είχαμε κοινό περιβόλι μας
την όριζε κάποιος πολύ άσημος
ο πολύ καλός κι αγαθός κυρ Γεράσιμος.

Κάθε χρόνο πάντα μ’ αγάπη την έσπερνε
όμως από τη σοδιά λίγα έπαιρνε
ο φαρράς της δεν ήτανε κι άσχημος
όμως ήταν σκορποχέρης ο Γεράσιμος.

Οι αφέντες μας σαν γνήσια ζωντόβολα
δεν εκτίμαγαν πλάσματα καλόβολα
έκαναν κάτι πολύ κολάσιμο:
«Φάτε», μας λέγαν, «ανήκει στον Γεράσιμο».

Κι εμείς – ζώα – μπαίναμε, τζάμπα, και τρώγαμε
πού να νογούσαμε πως κάτι βρώμαγε
στ’ αφεντικά ταίριαζε το σφάξιμο
που ξεγελούσαν τον άσημο Γεράσιμο.

Έτσι περνούσανε τα χρόνια σαν κύματα
μέχρι που τέλειωσαν όλων τα κρίματα
σε τραπέζι εμείς αναστάσιμο
πήραν τέσσερεις τον καλό μας Γεράσιμο.

Σαρωθήκαμε απ’ τον χρόνο σαν φρόκαλα
άνθρωποι και ζώα γίναμε κόκκαλα
μα δεν έδωσε κάποιος παράσημο
στον καλό μας συμπολίτη τον Γεράσιμο.

Δεν έμεινε για μας καμία εκτίμηση
σ’ ολονών όμως θα μένει τη θύμηση
προς τιμήν του ανθρώπου του άσημου
κι η γνωστή φράση: «Ο φαρράς του Γεράσιμου».

ΠΛΑΤΕΙΑ ΗΡΩΩΝ

Για το Ριάλτο τρέχει ο κόσμος βιαστικός
στήνεται στην ουρά μ’ ένα μπιλιέτο
απέναντι σε τρεις καρέκλες αραχτός
κρύβεις στο βλέμμα σου ένα στιλέτο.

Παρέες γιάπηδες μαζεύονται πιο κει
και πνίγουν στους μεζέδες την ανία.
– Ρε πούστη μου, ρωτάς, ποια είναι η ξανθή;
– Νέα πουτάνα απ’ την Ουκρανία!

Σε νάιτ-κλαμπ τον μαύρο θάνατο πουλάς
τοις μετρητοίς τα παίρνεις κι επί τόπου
σε τσόχα πράσινη μετά τα ακουμπάς
μπας και γυρίσει η ρόδα τ’ ωροσκόπου.

Μπάτσοι και φίλοι μια αόρατη θηλιά
κι αγκάθινο στεφάνι η Πλατεία
στις τρεις η ώρα πληρωμένη αγκαλιά
στις δέκα έτοιμος για την ληστεία.

Στα καμπαρέ και μπουζουξίδικα που πας
έχεις λυμένο πάντα το ζωνάρι.
Σου ’πα μια νύχτα: Το κεφάλι σου θα φας.
Μου πες: Δεν θα τους κάνω αυτήν τη χάρη.

– Θυμάσαι τ’ άντερο εκείνο το στριφτό;
Μου πέταξε μια νύχτα ένα αλάνι.
– Μια σφαίρα άδειασε το ύφος το σκληρό
σ’ ένα χαντάκι δίπλα στο λιμάνι.

Μπήκα και κάθισα στη θέση μου μα πού
να δω παράσταση κείνο το βράδυ
βαθειά στη σκέψη μια πανούργα αλεπού
ροκάνιζε το μέσα μου σκοτάδι.

Ξάφνου στην άδεια τη σκηνή χύθηκε φως
κι ο τύπος ο σκληρός ορθός στη μέση
σαν ήρωας μιας τραγωδίας θεϊκός
έσπασε τη σιωπή που είχε πέσει.

– Μην με κοιτάτε τώρα τάχα σοβαροί,
εσείς τη γράψατε αυτήν την ιστορία,
για να ’χετε όλην την πόλη καθαρή
γεμίσατε σκουπίδια την Πλατεία.

ΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Όπως τραβάνε γι’ άλλα μέρη τα πουλιά
έτσι θα φύγουμε κι εμείς μιαν ώρα
όμως ας το ξεχάσουμε και τώρα
ας αφεθούμε στης ζωής την αγκαλιά.

Ακούραστα, λοιπόν, ας χτίσουμε φωλιές
σε άδειες κόγχες, σε ψηλά μπαλκόνια
εκεί ν’ αφήσουμε παιδιά κι εγγόνια
να γίνουμε της ομορφιάς οι εραστές.

Ας μη γεμίσουμε τους δρόμους κουτσουλιές
και πούπουλα τις όμορφες πλατείες
μα μέσα στης χαράς τις αλητείες
σ’ ένα κελάδισμα ας σμίξουν οι φωνές.

Κι έτσι όπως θα φεύγουμε σαν τα πουλιά
την άγια ώρα την ευλογημένη
στο παραθύρι κάποια ερωμένη
τον δρόμο μας θα ραίνει ρόδα και φιλιά.

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΓΕΦΥΡΙ

Το παλιό γεφύρι στα «Τέσσερα Φανάρια»
θα πήρε όπως φαίνεται λάθος αποστολή
όποιος το σχεδίασε τα ’μπλεξε κουβάρια
αντί να σμίγει χώριζε Δύση κι Ανατολή.

Ακόμα και στη δίκη Αρκοντή – Κιαζίμη:2
«Το σύνορο θ’ αποτελεί η γέφυρα αυτή»,
η Θέμις απεφάνθη, βάζοντας προζύμι
σε μιαν τρελλοδιαίρεση που έκτοτε κρατεί.

Έτσι οι δυο τύποι μοιράσανε την πόλη
βρίσκοντας την απόφαση σαν λύση βολική
γίνανε της τρέλλας οι δυο ακραίοι πόλοι
και συμπαραταχτήκαμε εμείς οι λογικοί.

Ποιος τους είχε νοιώσει σαν ζούσαν οι καημένοι
κάτω από την λόξα τους κρύβαν χρυσή καρδιά
τώρα σε καράβι μπαρκάραν μονιασμένοι
κι αντάμα ταξιδεύουνε σε θάλασσα πλατειά.

Είναι φορές τα βράδια, στο παλιό γεφύρι,
που βλέπω στις αντίπερα όχθες του δυο σκιές
ν’ απλώνει η μια λουλούδια σε μικρό ποτήρι
ν’ ανοίγει η άλλη αγκαλιά τα χέρια δυο οργιές

Τα γεφύρια κτίζονται μόνο για να σμίγουν
έτσι θα τα σχεδίασε στον νου του κι ο Θεός
δίνοντας στον άνθρωπο τα κλειδιά π’ ανοίγουν
σε κόσμους όπου γίνεται κι αυτός δημιουργός

Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Στον Μάριο Τόκα

Ήταν θυμάμαι παραμονή Πρωτοχρονιάς,
ένα αγόρι κολλημένο στη βιτρίνα,
σ’ είδα να βγάζεις κάτι λεφτά της ζητιανιάς
να του τα δίνεις κι ας σε θέριζε η πείνα

Και τον πατέρα που άπονα σε ξέγραψε
– τρελλό και νόθο ποιος τον είδε ποιος τον θέλει –
χωρίς να ξέρει, σαν ξέπεσε και γέρασε,
εσύ τον τάιζες με της καρδιάς το μέλι.

Σε μπογαλάκι τα λίγα σου υπάρχοντα
πέφταν αστέρια απ’ τις τσέπες σου τις τρύπιες
βρώμικο χνότο, μα η ψυχή του άρχοντα
έκανε βάλσαμο τις πίκρες σου που ήπιες.

Συγχώρεσέ μας για το άδικο που πράξαμε
όλοι εμείς οι λογικοί σ’ αυτήν την πόλη
για κάτι λίγα ψιλά που σου πετάξαμε
δώσ’ μας μια θέση στ’ ουρανού το περιβόλι.

ΝΕΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Ως νέοι ποιητές κι εμείς ποθώντας να περάσουμε
στην Ιστορία, γράφαμε λίγο αλαλούμ
στον στίχο τον ελεύθερο, μπας και τις ξεπεράσουμε
κάποιες αδυναμίες, με όραμα το… μπουμ.

Στο βάθος τους θαυμάζαμε τους ποιητές που γράφανε
με ρίμα, μετρημένα, λιτά και με ρυθμό
ποίηση αδαμάντινη που σίγουρα τη βγάλανε
με πόνο και ιδρώτα και μ’ αναστεναγμό.

Ως νέοι ποιητές κι εμείς συχνά κυκλοφορούσαμε
σε κάποιες διαλέξεις, σε λέσχες και μπουάτ
σφίγγοντάς τους στο στήθος μας, σάμπως οπλοφορούσαμε,
στίχους που τους φορτίζαν χιλιάδες μεγαβάτ.

Πάντα από την τσέπη μας τους στίχους μας εκδίδαμε
και τους ονομάζαμε «ύμνους» και «συλλογές»
βαρύγδουπα νοήματα συχνάκις τους προσδίδαμε
κι αυτοτιτλοφορούμαστε «Νέοι Ποιητές».

Ως νέος ποιητής κι εγώ έκανα το αμάρτημα
κτίζοντας ποιήματα σαν ένδοξους ναούς
δεν θα τα αποκήρυσσα, όμως, ωσάν παράρτημα
εκδίδω τώρα στίχους απλούς και ταπεινούς.

Δεν το γνωρίζω φυσικά, αν θα ’χουνε απήχηση
στο κάτω κάτω πάντα εσύ είσαι κριτής
μα αν τους βρείτε άτεχνους κι αποτελούν αντήχηση
άλλων, τότε θα φταίει ο… «νέος ποιητής».

Αντί επιλόγου

ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ

«Η Μνήμη, η Μνήμη, η Μνήμη. Η Μνήμη τρέχει με ταχύτητα φωτός
και τυχερός όποιος δει μιαν αχτίδα της». Σηκώνομαι άγρια μεσάνυχτα για να
προλάβω να γράψω αυτήν τη φράση. Ίσως έτσι ξαναβρώ τη χαμένη μου Μνήμη

.

ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ (1984)

ΥΠΟΔΟΜΗ

Οι αισθήσεις δεν βιάζονται στην έκβαση αποφάσεων.
Επισκέπτονται τακτικά τα περιστέρια των φτωχογειτονιών,
τα υπολείμματα των δακρύων,
τα μετωπικά προς τον θάνατο φυλάκια,
τα βαρυνοσούντα αστέρια των παιδικών ονείρων.
Η θάλασσα βοηθά στην ενίσχυση των βιωμάτων
με γαλαζοπράσινους τόνους οργής.
Η σελήνη πλέκει γύρω από τον κυκλώπειο οφθαλμό της
το ερωτικό δίκτυ του μέγα πόθου.
Ο ήλιος αναδεύει θριαμβευτικά πορφυρές φτερούγες.
Με τα «ζήτω» προελαύνουν
οι νεαρές εποχές του πνεύματος.

ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ

Απελπιστικά επίμονα κτυπούσε το τηλέφωνο
στο άδειο δωμάτιο,
στην κούφια πολιτεία,
στην τυφλή μας καρδιά.
Διαπεραστικό το κράξιμο του γυπαετού.
Εκκωφαντική η έκρηξη των νεύρων.
Και ο θάνατος να υποβόσκει
κάτω από τη μεμβράνη της νύκτας.
Κανείς όμως δεν πήρε το κάλεσμα στα σοβαρά.
Το τηλεφώνημα ήταν κατεπείγον
και υπερπόντιο
σαν ηλιοφάνεια.
Τα καλώδια δονούνται ακόμη
με την ένταση ματωμένου συρματοπλέγματος.

.

ΠΟΡΕΙΑ (1980)

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Τα λόγια ειπώθηκαν
Όπως έπρεπε να ειπωθούν
Οι κινήσεις έγιναν
Όπως έπρεπε να γίνουν
Τα μαχαίρια καρφώθηκαν
Όπως έπρεπε να καρφωθούν.

Η αυλαία πέφτει.
Έξαλλα χειροκροτήματα.
Μεγάλες εισπράξεις.

Κανείς όμως δεν βγαίνει
Να υποκλιθεί.
Όλοι τους βρίσκονται
Πεσμένοι στη σκηνή
Με τα μαχαίρια
Καρφωμένα στην πλάτη.

ΤΟ ΣΥΝΟΡΑ ΜΟΥ

Πού σταματούν τα σύνορά μου;

Στον ουρανό;
Στη θάλασσα;
Στη γη;

Αν ήταν το ροθέσι τους εκεί
Θα σκιάζανε τον ουρανό
Θα καίγανε τη γη
Θα ρούφαγαν τη θάλασσα.

Η Λευτεριά
Δεν έχει
Σύνορα!

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η ΚΙΒΩΤΟΣ
ΜΟΝΑ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ

Ένας τίτλος κι ένα εξώφυλλο που αναγκάζουν τον αναγνώστη της ποιητικής τέχνης του Μπάμπη Αναγιωτού να δεκτεί άμεσα το μήνυμα. Από τον Ιερώνυμο Μπος (Hieronymus Bosch) και τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι (Leonardo da Vinci). Η Κιβωτός του Ιερώνυμου Μπος (Ολλανδού ζωγράφου της πρώιμης Αναγέννησης), κατά τη σχεδιάστρια του εξωφύλλου Helena Brian, έχει αγκυροβολήσει στο Αραράτ-κεφάλι της Μόνα-Λίζας, της προσωπογραφίας που ζωγράφισε ο Ιταλός μεγαλύτερος καλλιτέχνης της Αναγέννησης και ζωγράφος του ανθρώπου της Οικουμένης. Από τη ζωγραφική στην ποίηση ή από την πολυδύναμη διασώστρια των ειδών του κόσμου τούτου από τον καταστροφικό κατακλυσμό, στο υπαινικτικό χαμόγελο της Τζοκόντα, του αντιπροσωπευτικότερου έργου, που φωτίζει όλες τις εποχές δημιουργίας από τον 15ον αιώνα και εξής.
Η εικόνα υποστηρίζει τη λέξη. Μια λέξη με δυναμική παρουσία από τη Γένεση έως τον Άρη Αλεξάνδρου και εντεύθεν. «Καί ποιήσεις κιβωτόν μαρτυρίου» η προμετωπίδα του Μπάμπη Αναγιωτού από την Έξοδο, Κεφ. 25,9. Ο δημιουργός και η ποίησή του. Ο δημιουργός και το τάλαντόν του, την προίκα του, το πάθος και τα πάθη του. Το δράμα του ή όπως αλλιώς το διατύπωσε ο Εντγκάρ Ντεγκά (Edgar Degas): «θα ήθελα να είμαι διάσημος και άγνωστος». Ποιο είναι το αντίτιμο της δημιουργικότητας, το αντίτιμο του κάματου του κάθε καλλιτέχνη και λογοτέχνη; Γίνεται να μην υπάρχει Γολγοθάς για το κυνήγι του πρώτου ρόλου; Χρυσάφι για τον δημιουργό, σκόνη για τον θεατή. Ανοίγει η αυλαία της ποίησης για τον Μπάμπη Αναγιωτό με τον ειρωνικό τίτλο «Θεατρίνοι», και τον επιλογικό σε παρένθεση στίχο «μονάχα σκόνη». Από ποια βάθη σκοτεινά της ψυχής η αγάπη για το τάλαντον μετατρέπεται σε τυφλή οιδιπόδεια θωριά; H ανάγκη για κάθαρση αποζητά την Ανάσταση κι ο ποιητής μας προεξοφλά πως εκείνος περήφανα αντιμετωπίζει την ποίηση, γιατί «χρυσάφι αξίζει τούτος ο κάματος», ενώ η πραγματικότητα δεν προσφέρει παρά μια φούχτα σκόνη.
Βαθύς και βαρύς προβληματισμός για την εναρκτήρια σελίδα. Απρόσμενος, θάλεγα. Όπως τα λόγια από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο 25,25, που προεξάρχουν: «… ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ·». Να μην επαίρεσαι για τις ικανότητές σου. Να μην επιδεικνύεις να μιμηθείς τις διασημότητες. Να μην κυνηγάς τον πρώτο ρόλο, που σου αξίζει. Σου αρκεί ο κάματος της έμπνευσης. Ταπεινοφροσύνη, αυτογνωσία, παραμυθία.
Μα επειδή ο δημιουργός (καλλιτέχνης και λογοτέχνης) προσπαθεί να ξεπληρώσει το χάρισμα που του δόθηκε, κατά τον σπουδαιότερο κινηματογραφιστή του κόσμου Ρώσσο Αντρέι Ταρκόφσκι, (Andrei Tarkovsky) ακολουθεί το ποίημα «Το ομιλούν ρόδο», ένα ερωτικό κρεσέντο, μια ελεγεία στην ίδια την ποίηση. Από την ανελέητη αυτοκριτική περνούμε στην αισθαντικότητα, υμνείται η ανθοφορία των λέξεων, η ανεράδα ποίηση, ο λόγος ροδόσταμο, αλλά προσοχή, ο ποιητής δεν χάνεται μέσα στον ροδώνα του κήπου του, ξέρει πως:
«Αιώνια καταδίκη
στην ύβρη του εγκλεισμού σου
απέμεινε ο περίτεχνος ανθώνας
με ένα ρικνό
αμίλητο
καταδικό μου
ρόδο».
Εξομολογείται όμως το μαρτύριο του με μαεστρία, στο ποίημα «Εκείνο». Δεν χρειάζεται να το προσδιορίσει. «Ωσάν φτερούγισμα βρέφους» θα πει, «ωσάν λιβιδινικές του έθνους ενοχές», «όχι ως μαγγανείες και προσευχές», αλλά σαν «στοργικό νανούρισμα για το σπλάχνο του». Οι δύο καταληκτικοί στίχοι αποκαλυπτικοί της προσήλωσής του:
«σ’ όλα τα είδη της ποίησης
του γένους των ερώτων».
Απρόσμενος και πάλι ο εκφραστικός τόπος κι η δυναμική του. Έχει βουτήξει στα βαθιά νερά ο ποιητής, δουλεύει με τους μάστορες και πρωτομάστορες για να στεριώσει το γεφύρι, που χρόνια και χρόνια χαλιέται και πάλι «ακρίτας εκεί που ετάχθη», «όπως ο μύστης» συνεχίζει να ζει με «τον οραματισμό του», υπερθεματίζει ο Αναγιωτός. Τίτλος ποιήματος: «Το στοιχειωμένο γεφύρι». Εύστοχος τίτλος, διφορούμενος, είναι και δεν είναι, (στοιχειωμένο;) μας προκαλεί ο ποιητής. Και στο ποίημα «Χαρταετοί», ο μετεωρισμός, η πτήση, η αισιοδοξία οδηγούν στην αναπόδραστη πτώση. «Δίχως έλεος η βαρύτητα» μας προσγειώνει, να μην ξεχνούμε τους νόμους της φύσης, την ειμαρμένη, όσοι παραδιδόμαστε στη χίμαιρα, στην ευφροσύνη και το απείκασμα της ελευθερίας.
Το ποίημα «Εγώ, αυτός και το παράθυρο», θα λέγαμε ότι είναι Καβαφογενές, αφού αντλεί από το θέμα του Καβάφη «Τα τείχη» και «Τα παράθυρα» με εμβάθυνση και προεκτάσεις για τον αυτοεγκλεισμό και τα όρια της αυτεπίγνωσης. Αλλά και σχόλιο στα λόγια του Σεφέρη: «Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη» συναντούμε στο ποίημα «Γεωμέτρης νηπίων», στο οποίο καταδεικνύει και πάλι ότι οφείλει να υπηρετήσει το ταλέντο του, να σώσει «την εισιτήριο λέξη», να συγκινήσει τον σαλό, τον αναλφάβητο, τον γεωμέτρη του φωτός, να καταγγέλλει, να γίνει διανυκτερεύων σωτήρας πραγματώνοντας την «κατά Χριστόν αγάπη προς τους εχθρούς». Ο ρεαλισμός της αγάπης (φράση του Κυριάκου Μαργαρίτη) βρίσκεται στους τρεις τελευταίους στίχους του ποιήματος «Διανυκτερεύων σωτήρας»:
«Όποιος δεν σώζει
του αλλουνού το πρόσωπο
χάνει και το δικό του».
Και στο ποίημα «Της αγάπης», οι αφορισμοί προσωπικοί, αλλά και αντιπροσωπευτικοί.
«Μοίρα μου- εσύ
κι εγώ -το πεπρωμένο σου».
Ιδού πώς αυτοπαρουσιάζεται στο ποίημα «Άγρια ιστορία με ελπιδοφόρο τέλος»:
«Η αγάπη σου είναι
η μοναδική ελπίδα αφύπνισης
της αναλαμπής που αφήνουμε
δεμένοι σε μια φλόγα
πριν η πυρκαγιά
μας παραδώσει
στην εντροπία
ανέραστης
τέφρας».
Σχολιάζει τον σφετερισμό, την αθέατη όψη του πολέμου, την πληγή και τους δίνει το όνομα «Τίτλοι». Επιγραμματική γραφή, αλλά καίρια. Σχολιάζει τον ρόλο που μπορεί να έχει ο άνθρωπος, ο σύντροφος, που δεν θέλει να γίνει «βορά στους ήσκιους», που βιώνει «την απελπισία των λυπημένων του», αλλά που τελικά αφήνεται να γίνει βορά του χρόνου.
Με αφορμή τα λόγια του Άρη Αλεξάνδρου από «Το Κιβώτιο»: «…δεν φταίω εγώ που το κιβώτιο/βρέθηκε άδειο», καταδικάζει τους νυκτερινούς επισκέπτες, που ρίχνουν την ευθύνη στους άλλους, που καταργούν την επικοινωνία, που στραγγίζουν «το αίμα στο μελανοδοχείο», αλλά δεν οδεύουν πουθενά, παρά στη διάψευση. «Όλα ήσαν σιωπή» θα προλογίσει.
Με συνειδητοποίηση των τερπνών του βίου, π.χ. στην «Πτήση υδροπλάνου» παρουσιάζει ολοπρόσωπη την αγαλλίαση της ύπαρξης και των δώρων της, αλλά με πλήρως μεταφορικό λόγο. «Ενδύομαι», λέει «το θαυματουργό σου δέρας», απευθυνόμενος στην ποίηση, ως αιρετικός, όπως είναι ένας αιρετικός εκτός εμπορίου. Υπάρχουν και ποιήματα για τον πόθο, τον έρωτα και τον εναγκαλισμό του. Δικαίως ο έρωτας, όπως κι η αγάπη, καταφεύγουν στην ποίηση για να μεταστοιχειωθούν σε ελπιδοφόρο λόγο, ν’ αποδείξουν ότι αποτελούν φλεγόμενη βάτο, ότι μπορούν να «τεθούν σε τροχιά γύρω» από τον άνθρωπο, ακόμα και μετά από «αλλεπάλληλες επιστρώσεις άμμου». Ανιχνεύει ο ποιητής «αστεροειδείς που λησμόνησαν/από καιρό πώς ν’ αγαπάνε». Και διερωτάται «πώς θα μοιάζει ο κόσμος αναγεννημένος, αν ο νεοσσός έρως τεθεί σε τροχιά γύρω σου».
Με έντονη κοινωνική συνείδηση, με ανοικτή ματιά προς το σύμπαν, με φιλοσοφική διάθεση κι ενδοσκόπηση εφ’ όλης της ύλης του προσώπου, εννοώ του ανθρώπου, κουβαλεί το σοφό φορτίο του «ανάλαφρος σαν αερόστατο έμπνευσης», που ανυψώνεται, έστω κι αν πριν είχε καθηλωθεί, που επικεντρώνεται στον αρσιβαρίστα μέσα του, στον Άτλαντα, που σηκώνει στους ώμους του τον ουρανό, πριν του φορτώσουν τόνους τη γη. Κουβαλεί το φορτίο του, καθώς ανεβαίνει ορειβάτης στο βουνό. Και βεβαίως δεν γίνεται αυτό «ἀβρόχοις ποσίν», χωρίς δηλ. να μοχθήσει για «να βγάλει ρίζες και κλαριά/ν’ ανθίσει με την άνοιξη». Το «ΑΒΡΟΧΟΙΣ ΠΟΣΙΝ», γραμμένο από τον ποιητή με κεφαλαία γράμματα.
Η συλλογή, που περιέχει 21 καθηλωτικά ποιήματα, τελειώνει ευφυώς με το ποίημα «Η Κιβωτός» και προμετωπίδα του από τη Γένεση 7,17, όπου δοξολογείται ο έρωτας. «…Καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ ὕδωρ/καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτόν/καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς.» Έχει τους ακόλουθους επιλογικούς στίχους, επιλογικούς και για την ποιητική συλλογή:
«Βάφεσαι Κιβωτός

να διασώσεις προσπαθείς
των σωμάτων μας τα τιμαλφή
όμως όσο ανεβαίνει ο πυρετός
όλο και απεκδύεσαι των ερμάτων
ώσπου δεν πάει άλλο
σίγουρα θα αναληφθείς
χωρίς να συγκρατήσω στον ουρανίσκο
την επίγευση της θηλής σου

Ο ΣΩΖΩΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΩΘΗΤΩ
λοιπόν»
Βάφεσαι Κιβωτός, απευθύνεται στην ποίηση σαν να λέει βαπτίζεσαι, παίρνεις χρώμα (προσθέτω εγώ τα χρώματα είναι του παραδείσου) για να διασώσεις ό,τι πολυτιμότερο έχουμε, το πνεύμα, αλλά η έξαρση που προκαλείς, όσο απεκδύεσαι από τα ερείσματά σου, θα οδηγήσει στην ανάληψη, χωρίς να προλάβει ο ποιητής την ερωτική συνεύρεση μαζί σου. Τότε θα μείνει απλά μόνος του, να σώσει ό,τι σώζεται και ό,τι απομένει. Και με αυτό το ποίημα απαντά στο πρώτο ποίημα ή, αν θέλετε, διαλέγεται με το πρώτο ποίημα της συλλογής.
Ποίηση πελυεπίπεδη, με εκτόπισμα, έρχεται από βάθος και παραπέμπει σ’ αυτό. Ο ποιητής αποκαλύπτεται και δεν αποκαλύπτεται. Κρατά για τον εαυτό του το σύμπαν του. Μας προσφέρει θραύσματα, μας προκαλεί, μας υπόσχεται πολλά, που δεν ονομάζει, αλλά υπονοεί.
Η Κιβωτός ως σωτήριος χώρος, ως διασώστης ειδών επίλεκτων γίνεται διασώστης των στοχασμών και συναισθημάτων, των κρίσεων του ποιητή, των γρίφων του, που θέλουν να μείνουν γρίφοι. Δεν αποκαλύπτεται ολοκληρωτικά ο ποιητής. Περιγράφει το σοφό φορτίο του, το άβατο του κήπου του, τη φλόγα του πάθους και μας παρασύρει στις πτήσεις του. Η πληγή και το μαρτύριο του πόθου και του πάθους κινεί την έμπνευση. Μας παίρνει μαζί του μέχρι τέλους, αλλά με τρόπο περίτεχνο, υπαινικτικό κι όχι χωρίς τρυφερότητα από το εγώ στο εσύ. Υπαινικτικό όπως το χαμόγελο της Τζοκόντα.
Ο Μπάμπης Αναγιωτός μας εκπλήσσει ευχάριστα με τη νέα του συλλογή, έκδοση Λεμεσός 2023, για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το θέμα Ποίηση, Έρωτας, Αγάπη, Τάλαντον. Για τη σπουδή του στην Ποιητική Τέχνη. Με έντονη κοινωνική συνείδηση και αναστοχασμό για την Κιβωτό, που είναι η μόνη, που έσωσε όχι μόνο το ανθρώπινο γένος, αλλά σώζει και αενάως τα γράμματα. Τη μνήμη και την ελπίδα μας. Η ποίηση, το ποίημα, η κιβωτός.

4.10.2023

.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ

Περιοδικό Άνευ 11 Ιουλίου 2023

Η Κιβωτός: Μια κρυπτική ποίηση

Μετά από μια πρώτη ανάγνωση της Κιβωτού του Μπάμπη (2023, εκτός εμπορίου), συγχυσμένος, αναζήτησα την προτελευταία του συλλογή Δυτικά της λήθης (2019). Διάβασα τροχάδην τη συλλογή και διεξήλθα υπογραμμίσεις και σημειώσεις. Ήταν ένας τρόπος να μεταφερθώ στο κλίμα της ποίησής του και να μπορέσω να επικοινωνήσω μαζί της. Ένα σημείωμα που έγραψα για εκείνη τη συλλογή με βοήθησε να υπερβώ την κριτική προσέγγιση και να μπω, όσο μπορούσα, στην ψυχή της ποίησής του. Έγραφα σχετικά:
Η ποίηση για τον Μπάμπη Αναγιωτό είναι μια μυστική περιοχή του πνεύματος στην οποία ο «μύστης» ποιητής, ο «ακαταπόνητος ιχνηλάτης ιερογλυφικών οραμάτων», εισέρχεται, μοναχικός ιππότης, περνώντας μέσα από «στενά και μυστικά περάσματα», «ιερουργώντας σε θυσιαστήρια ερμητικά» κι «αναδεύ(οντας) τον θεσπέσιο πολτό της σάρκας και του πνεύματος / ασκώντας την πανάρχαια τέχνη των μυστών / των αλχημιστών / και των πεφωτισμένων».
Περπάτησα τα ποιήματα της Κιβωτού κι είδα τον ποιητή να σκάβει πάλι και πάλι, κατά τον Ρίτσο, στο ίδιο σημείο, αλλά πιο βαθιά. Στη νέα του συλλογή δουλεύει πιο πολύ το «μυστικό» στοιχείο· γίνεται πιο «κρυπτική» (κατά το «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» του Ηάκλειτου)  η ποίησή του. Με πολλαπλές επιχώσεις· που απαιτεί να της δοθείς, να κοιμηθείς μαζί της ξανά και ξανά, για να πιάσεις τους υπερήχους που εκπέμπει η πνοή της· όσους πιάσεις, και ό,τι πιάσεις, ανάλογα με τη διάθεσή σου κάθε φορά και τις δικές σου προσλαμβάνουσες.
Στο ποίημα Γεωμέτρης νηπίων, με προμετωπίδα το σεφερικό «Δε θέλω άλλο παρά να μιλήσω απλά», δηλώνει σχεδόν οργισμένα:
Ε και που μίλησα απλά ποιος με κατάλαβε;
Τα λόγια πέσανε του θανατά
Κρεμάστηκαν σε αυτιά σοφών
ενώτια χαλκευμένα
Οι ακροατές τα πίνουν σφηνάκια στο κυλικείο

Από τώρα και στο εξής λοιπόν
θα ψελλίζω ποτίζοντας περικοκλάδες με υδράργυρο
γρίφους θα τυλίγω σε λαχταριστές μηλόπιτες…

Το ερωτικό υπόστρωμα, που το υποψιάζεσαι κι όταν δεν το πιάνει το μάτι, που στιγμές ανακαλεί το τραγικό στοιχείο της «Ανεράδας», που φορές αναμοχλεύει αντιθετικά στοιχεία του έρωτα μιλώντας για «κολασμούς και γλυκασμούς / ακάνθινων ερώτων», είναι η ζώσα δροσερή φλόγα της βάτου που επιβεβαιώνει τη δύναμη της ζωής· είναι η φλόγα που ανεβάζει τον ποιητή στην υπερβατική λειτουργία του ποιητικού λόγου· όπου αισθήσεις κι αισθήματα και διαλογισμοί και στοχασμοί λειτουργούν αξεδιάλυτα ως διάνοια.
Στο «ομιλούν ρόδο», το σύμφυτο του έρωτα και της ποίησης. Ο έρωτας/δόσιμο, καταλύτης στην «ανθοφορία των λέξεων». Ωστόσο, ο έρωτας/εγώ φυλλορροεί· μαζί και το «ομιλούν ρόδο» (το αμάραντο ρόδο του Δάντη;), μαζί κι ο ροδώνας, που «απέμεινε ο περίτεχνος ανθώνας / με ένα ρικνό / αμίλητο καταδικό μου (του ποιητή) / ρόδο».
Όπως ο Ελύτης στον Μικρό Ναυτίλο δημιουργεί μια δική του Ελλάδα «που ’βγαινε από την άλλη την πραγματική όπως τ’ όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου» , ο Μπάμπης, αντιστρέφοντας τον μύθο του γεφυριού της Άρτας, το βλέπει να το κτίζει ο «μύστης» ποιητής μέσα στο φως της μέρας -ένα γεφύρι πανόραμα- απαύγασμα του οραματισμού του και της άμεσης ζωντανής επαφής του με τη συνεργούσα φύση, και να το χαλούν νύκτα οι μάστορες κι οι πρωτομάστορες με τη στεγνή τους λογική.
Διαβάζοντας το ποίημα «εγώ, αυτός και το παράθυρο», έχεις μια θολή αίσθηση εγκλεισμού όπου δεν υπάρχει ή μπορεί και να υπάρχει θύρα, όπου συμπλέκονται κίνηση και μη-κίνηση, όπου ο ποιητής και ο συνομιλητής του, που απλώς «νεύει» «σφηνωμένος στο κάδρο του ή έγκλειστος εντός πλαισίου σφραγισμένου παραθύρου», διαγράφονται σε ένα θολό τοπίο, σε μια θολή κι άπιαστη πραγματικότητα· αυτήν ίσως που ζούμε; Κρυπτικό θολό τοπίο και στο «διανυκτερεύων σωτήρας», που σου προκαλεί ένα πιο δυνατό σφίξιμο στην ψυχή καθώς διαβάζεις
Φτερό τρικυμισμένου οξύρυγχου
αίμα ποιητή που σφάχτηκε
σε σταυροδρόμι αφέγγαρο
και σάλιο γυναικός που δεν
αγάπησε ποτέ κανέναν
μου σφύριξε στ’ αυτί
το απόκρυφο Ιατροσοφικό.
Και στο τέλος, η «φωνή από το έρεβος»
όποιος δεν σώζει
του αλλουνού το πρόσωπο
χάνει και το δικό του.

Κρυπτικό και αφαιρετικό πιο πολύ, με την αδυναμία επικοινωνίας ως υποψία, στο ποίημα «νυκτερινοί επισκέπτες». Εικόνες επικαλυπτόμενες με ακροθιγείς υπαινιγμούς σε άλ-λα ζητήματα, που σε αφήνουν ενεό και συγχυσμένο. Μην είναι μια θολή αναπαράσταση της θολής και συγχυσμένης εποχής που ζούμε;
Τέλος (σαν ακτίδα φωτός;), στο «αλλεπάλληλες επιστρώσεις», θολά τοπία με «αστεροειδείς που λησμόνησαν / από καιρό πώς αγαπάνε», «μαύρες τρύπες που στέρεψαν / να εκχέουν φλέγοντα τρόμο». Οπόταν, σε ένα κάτι σαν το Big Bang και τη δημιουργία του σύμπαντος, ο ποιητής:
Στα έγκατα ανακαλύπτω κάτοπτρο
απαστράπτον εκθαμβωτικώς
να αντανακλά τη συντέλεια
και μιαν αμυδρή ανάμνηση για το πώς
θα μοιάζει ο κόσμος αναγεννημένος αν
ο νεοσσός έρως τεθεί σε τροχιά γύρω σου.

Είναι κι άλλα πολλά που φτερουγίζουν γύρω μου. Καλύτερα έτσι. Δίνοντας τους μορφή τα ακινητοποιείς και χάνουν τη ζώσα πνοής τους.

.

ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ

(Ανάρτηση στο διαδίκτυο)

Περιδιάβαση στην ποιητική συλλογή, «Δυτικά της Λήθης» του Μπάμπη Αναγιωτού

Αειθαλής η ποίηση του Μπάμπη Αναγιωτού. Οι στίχοι γεννήθηκαν για να περιγελάσουν τον χρόνο, να συνοδεύσουν τον αναγνώστη εκεί, όπου το υποσυνείδητο παλεύει να γεννήσει φως.
Η ποιητική του συλλογή, «Δυτικά της Λήθης» περιλαμβάνει 20 ποιήματα, από τα οποία τα 13 είναι αφιερωμένα σε φίλους, συνταξιδιώτες στην πολυδιάστατη ζωή του. Ο ποιητής ταυτίζεται με τον Άλλον, διεισδύοντας στις ψυχές των ανθρώπων σαν ταξιδιώτης και παρατηρητής, σμιλεύοντας περίτεχνα κι απέριττα τον στίχο που ως εσωτερικός του καθρέφτης τον λυτρώνει . Στον φίλο ποιητή, Μάριο Αγαθοκλέους γράφει, «Αν δεν βαφτιστείς δεν γίνεσαι πιστός. / Αν δεν εξαγνιστείς δεν θα γίνεις μύστης. /Αν δεν κολυμπήσεις δεν περνάς απέναντι. / Αν δεν συλλαβίσεις όλα τα «ε» και «ρω» και «τα» / δεν θα μάθεις ποτέ τη γλώσσα του έρωτα.» Για τον Μπάμπη Αναγιωτό, η ποίηση είναι φως και έρωτας.
Με την μυστηριακή αναζήτηση των πραγμάτων, εντός και εκτός, αντλεί την αλήθεια του από το θαύμα της έμπνευσης και της υπαρξιακής ωριμότητας, αγγίζει το μεταφυσικό όραμα και του δίνει ποιητική υπόσταση. Στο ποίημα του, «Στην οδό Κριεζώτου», το οποίο και αφιερώνει στον Βάσο Αργυρίδη, αποκαλύπτει, «κι ενεφανίσθει εμπρός μου / δύο μέτρα υπεριπτάμενος της παγερής ασφάλτου / άγγελος – αρχάγγελος και Μέγας Ταξιάρχης / … / Από τον κάθε όροφο ανυψούμενος / τρυγούσε τη γύρη κα τον μούστο του κάλλους και της σοφίας / της μαγκιάς και της μπέσας / και της ανδρείας των ολίγων / που ιερουργώντας σε θυσιαστήρια ερμητικά / ανάδευαν τον θεσπέσιο πολτό / της σάρκας και του πνεύματος / ασκώντας την πανάρχαια / τέχνη των μυστών / των αλχημιστών / και των πεφωτισμένων.» Το σώμα και το πνεύμα αποκτούν νόημα και σκοπό όταν συνεχίζει στην επόμενη στροφή, συμπληρώνοντας, « Φτάνοντας στην οροφή, / ο θάλαμος συσπείρωσε μέγιστη ρώμη / όπως Κόρη που κυοφορεί / τη νέα ζωή / την ύπαρξη / και την αθανασία / κι εκσφενδονίσθη στο διάστημα / με τον αρχάγγελο πηδαλιούχο.» Ο ποιητής δίνει έμφαση στην «Κόρη», στην θηλυκή και συμβολική διάσταση της δημιουργίας κι ακολούθως σχηματίζει διαγωνίως με τους επόμενους στίχους την αλήθεια που κυοφορεί ο ίδιος: «Ζωή», «ύπαρξη», «αθανασία».
Μα είναι στιγμές που η ζωή δημιουργεί συγκρούσεις· αν ο ποιητής κρατά τον άνθρωπο εντός, από το χέρι, είναι και κάποιες άλλες στιγμές που τον αφήνει μονάχο του να ταξιδέψει. Στο ποίημα, « Τα κλειδιά, ο ποιητής με συναισθήματα απόγνωσης διαπιστώνει:
Πως μπήκα στο σπίτι
αφού δεν είχα τα κλειδιά;
Που έγειρα να κοιμηθώ
αφού άλλος ξαπλώνει στο κρεβάτι;
Ποιον είδα στον καθρέφτη
να με κοιτά με μάτια ξενιτεμένα;
Εγώ ποτέ δεν ταξίδεψα.
Μέχρι το περίπτερο
πετάχτηκα για τσιγάρα.
Κόψτε την πλάκα.
Φέρτε πίσω τα κλειδιά μου.
Τι κι αν δεν υπάρχει σπίτι.
Δώστε μου έστω τα κλειδιά.
Μιαν ανάμνηση να ‘χω σπιτιού.
Να ‘χω την απόδειξη της φυγής μου.
Ίσως δεν θα πρόβαλλε το όραμα αν δεν αγκάλιαζε πρώτα ο άνθρωπος το εφικτό. Πως να αναγνωρίσει την μεταφυσική αγωνία που τον ορίζει αν δεν κρατήσει στα χέρια τα «κλειδιά». Ίσως είναι ο μόνος τρόπος να ξεκλειδώσει ο άνθρωπος τον ποιητή, να γεννηθεί η ποίηση.
Η σκέψη κατευθύνεται αυθόρμητα στο ποίημα, «Η ολιγωρία του λόγου» για να ολοκληρώσει και ν’ απαντήσει αρκετά από τα υπαρξιακά ερωτήματα που δημιουργούνται στους πιο πάνω στίχους. Έτσι απλά, ο Μπάμπης Αναγιωτός ερωτά στην δεύτερη στροφή, ίσως με κίνητρο τον έρωτα, «Γιατί μια φράση / δεν εκπυρσοκροτεί στον κρόταφο / να αναβλύσουν αρτεσιανές / και οι πέντε ασθήσεις;» και συμπεραίνει, «Ακόμα κι έκπτωτος / ο λόγος ανοίγει / επτασφράγιστες πύλες. / Από αμαρτύρητες λέξεις / απωλέσθηκε ο Παράδεισος.»
Είναι η στιγμή που ένα «σ ‘αγαπώ» δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα κλειδί, απλές λέξεις που ξεκλειδώνουν όχι μόνο την ποιητική δημιουργία αλλά και κάθε ανθρώπινη υπόσταση. Λέξεις, στίχοι και ποίηση εξελίσσουν και μετουσιώνουν το ταξίδι της επιστροφής «Πλέοντας δυτικά της λήθης» – όπως γράφει στο ποίημα αφιερωμένο στον Χρήστο Μαυρή, «Και οι λέξεις έχουν τον Οδυσσέα τους» – σε γνώση. «Γιατί τώρα ξέρουν» αποκαλύπτει ο ποιητής. Στη τελευταία στροφή συμπεραίνει, «Οδυσσέα…» /ουρλιάζουν / «…αυτό το ταξίδι / δεν έχει τέλος …». Για τον ποιητή, το ταξίδι της αιωνιότητας δεν έχει τέλος. ‘Άλλωστε κι ο Νίκος Καζαντζάκης στο ποιητικό του έργο «Οδύσσεια», τον Οδυσσέα τον ξαναταξιδεύει λες και το ταξίδι προς την Ιθάκη είναι όπως το αποκαλεί ο εξαίρετος ποιητής, Μπάμπης Αναγιωτός στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, «C.V», ταξίδι «προς άλωση της ουτοπίας.»

(Ανάρτηση στο διαδίκτυο)

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (2021)

Μια συλλογή – ωδή στη δημιουργία

Ο Μπάμπης Αναγιωτός γράφει πλέον ποίηση μεστή κι ολόγλυκη σαν γινωμένο σύκο. Αυτό συμβαίνει στα ώριμα χρόνια της ποιητικής του κατάθεσης, με την ευσύνοπτη συλλογή Δυτικά της λήθης. Είναι η ώρα που ο ποιητής επιλέγει φίλους ακριβούς, αισθήματα πολύτιμα, ιδέες ανεκτίμητης αξίας για την ποιητική του συναναστροφή. Ο θεματικός μετεωρισμός του μεταξύ ποίησης και έρωτα είναι πρόδηλος, συνειδητός και καθ’ όλα φυσιολογικός, καθώς
οι δύο υψηλές έννοιες αλληλεπικαλύπτονται και συγκοινωνούν μεταξύ τους, και εν είδει απολογισμού.
Μόλις είκοσι ποιήματα περιέχει η συλλογή. Και ουδόλως τυχαία τα δεκατέσσερα από αυτά φέρουν αφιερώσεις σε πρόσωπα του στενού περίγυρου του ποιητή, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι και οι ίδιοι δημιουργοί. Εξάλλου, εάν υπάρχει ένας συνεκτικός κρίκος για το σύνολο των ποιημάτων που περιλαμβάνει η συλλογή, αυτός μπορεί να αποδοθεί με τον όρο ωδή στη δημιουργία.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια ποίηση γήινη, αληθινή, χωμάτινη, φτιαγμένη από απλά, αγνά και ταπεινά υλικά, την μπέσα, την ανθρωπιά, την ειλικρίνεια, τον πόνο, τη θλίψη, την εγκαρτέρηση, την πίστη και την ελπίδα. Ποίηση ως εξαγνιστική, λυτρωτική εξομολόγηση. Ποίηση χαμηλών τόνων, ήθους και ταπεινότητας. Ποίηση ψιθυριστή και όχι φωνακλού, με διακηρύξεις και βροντώδεις εκφράσεις: «…δεν ζητούμε σκήπτρα, δάφνες και χρυσοφόρα
κοιτάσματα/μόνο να κλείσουμε με αξιοπρέπεια πίσω μας τις ξώθυρες», (σελ.9)
Επιχειρώντας να βάλω σε μια τάξη τη συγκίνηση, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μου διέγειραν τα νέα ποιήματα του Μπ. Α., θα προσπαθήσω να τα προσεγγίσω διαχωρίζοντάς τα θεματικά. Αρχίζω λοιπόν με τα ποιήματα ποιητικής, ίσως τα πλέον προσφιλή και για τον ίδιο τον
δημιουργό τους.
Ιδιαίτερα εμβληματικό για όλη τη συλλογή θεωρώ το ποιητολογικό ποίημα για τη μοίρα των λέξεων μέσα στην ποίηση, που φέρει τίτλο: «Και οι λέξεις έχουν τον Οδυσσέα τους». Το ποίημα μιλά για το σεργιάνι των λέξεων μέσα στους στίχους, τον πηγαιμό και την επιστροφή τους. Οι λέξεις ανθρωποποιούνται, καθώς τους προσδίδεται γνώση, γνώμη, μνήμη και συνείδηση, συναισθήματα και κρίση. Και τι άλλο δεν είναι οι λέξεις στην άκρη της γραφίδας ενός ποιητή παρά στρατιώτες, σταυροφόροι, εκστρατευτές! Να πως γλαφυρά, λυρικά και παραστατικά τις παρουσιάζει ο Μπ. Α. καθώς ξεκινούν: «Οι λέξεις συνωστίζονται στην ερημική ακτή / ψάχνοντας άδεια κονδύλια / για να
ενδύσουν το πεπρωμένο τους κι ύστερα / ασφαλείς μέσα στων ερώτων τους τις πανοπλίες / να σεργιανίσουν το μυστήριο του πελάγου…». (σελ. 30) Κι ύστερα βέβαια, μέσα σε μια μαγευτική σαγήνη: «Αποκαμωμένες το σούρουπο
οι λέξεις / επιστρέφουν στο ακρογιάλι τους / ανάμεσα στο πλήθος των παραθεριστών / πιο μόνες και από τους πρωτόπλαστους / γιατί τώρα ξέρουν / τι θα πει αναχώρηση και αποχωρισμός / νοσταλγία και ξενιτειά / και θάνατος πατρίδας», (σελ. 31)
Ανάλογου πνοής είναι και το ποίημα «Τεριρέμ», αφιερωμένο στον αδελφό του ποιητή, επίσης ποιητή, Κυριάκο Αναγιωτό. Ο Μπ. Α. υμνεί, δοξολογεί, ενίοτε και οικτίρει τις λέξεις, το κύριο εργαλείο κάθε ποιητή, την κύρια πρώτη
ύλη της δημιουργίας του. Οι ανθρωποποιητές διαστάσεις των λέξεων, όπως τις μετέρχεται ο ποιητής, προκαλούν συγκινήσεις μα και διεγείρουν συνειδήσεις: «Κουρασμένες οι λέξεις / αποχωρούν στα ιδιαίτερα των νοημάτων. / Έχουν εκπληρώσει την αποστολή τους. / Αναμασώντας
και απομυζώντας τις / έχουν απολέσει κάθε ίχνος ικμάδας. / Ξεχειλίζουν από τα συρτάρια μου νέκρες / λέξεις, λέξεις, λέξεις», (σελ. 37)
Ώρα όμως να αναφερθώ και στην ερωτική ποίηση που περιλαμβάνεται στο βιβλίο. Το ερωτικό πάθος, ο ερωτικός πόθος, οι καημοί της σάρκας, γίνονται θέμα ποιητικό. Αλλά χωρίς πλεονασματικούς αισθησιασμούς και λοιπές εντυπωσιοθηρίες, παρά μόνο με το δέος της υπόκλισης στο μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης, κι έναν ρεαλισμό που συνεπαίρνει με την ωμότητα και το ανεπιτήδευτο του. Κι είναι όλα διατυπωμένα με ορμή και ενάργεια. Π.χ. μια
απλή καθημερινή σκηνή με μια σκυλίτσα που τη βγάζει βόλτα το αφεντικό της, την οσφραίνεται ερωτικά άλλος σκύλος, εκείνη ριγεί, αλλά τ’ αυτοκίνητα κορνάρουν και η σκηνή διαλύεται, μετατρέπεται σε ερωτικό πρελούδιο. Κι
ο ποιητής – παρατηρητής αυτοσαρκάζεται ως «επίδοξος ηδονοβλεψίας». Να με πόση γλυκύτητα και πόση τρυφεράδα μιλά στη σκυλίτσα: «Θα παρέμενα ώρα πολλή / να σε εποπτεύω / μικρή μου δεσποινίς / να τρέμεις σύγκορμη / μπρος στα μυστήρια της σαρκός / -τέτοια δημόσια θαύματα / επισυμβαίνουν σπανίως στις μέρες μας – / μα κόρναραν πίσω μου πυρ ομαδόν τυφλοπόντικες οδηγοί…», (σελ. 12)
Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτος θεωρώ πως είναι και ο διακειμενικός διάλογος που αναπτύσσει ο Μπ. Α. με τη «Μουζουρού του Μόρφου», το γνωστό παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι. Πρόκειται για έναν ύμνο στη μνήμη του
ερωτικού καλέσματος της νιότης, το οποίο ενίοτε αναζωπυρώνεται και εκρήγνυται χειμαρρωδώς: «…εισβάλλω δαφνοσκεπής αρματολός / στον χειμερινό της κόρφο και παρευθύς / ο πολικός Δεκέμβριος υπερθερμαίνεται / σε πυρακτωμένον Αύγουστο» (σελ. 11). Όλο το ποίημα είναι ένα κράμα νοσταλγίας, μνήμης και πάθους. Μια ερωτική ψαλμωδία.
Θέλω όμως να ολοκληρώσω αυτήν την παρουσίαση μ’ ένα από τα ελάχιστα αυτοαναφορικά ποιήματα της συλλογής, που καταχωρείται τελευταίο στο βιβλίο και φέρει τον ενδεικτικό τίτλο “C.V.”. Το θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα, αν όχι το καλύτερο, όλου του βιβλίου. Πρόκειται για ένα ποίημα αυτοπροσδιορισμού και αυτογνωσίας, ποίημα ενδοσκόπησης, αισθητικό μανιφέστο, αλλά και διακήρυξη αρχών. Ωδή στη μαγεία των αντιθέσεων και των αντιφάσεων. Ένα ποίημα άριστα δομημένο, αλλά με κύριο στόχο την αποδόμηση και την αυτοκριτική: «Ένας αδιόρθωτος ρακοσυλλέκτης / εφημέρων της αιωνιότητας είμαι / κυρίες και κύριοι», (σελ. 38)

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

ΑΛΗΘΕΙΑ 10/5/2019

Άνοιξα το παράθυρο να μπει ο ήλιος, και ο Μάιος, μέσα, έκοψα μια παπαρούνα από το λιβάδι των ονείρων, κόλλησα στον τοίχο τη φωτογραφία του Οδυσσέα
Ελύτη, έστησα αυτί στο τζιτζίκι που έψελνε καλοκαιρινούς ύμνους, ανέβηκα, με την ιδιότητα του ναυαγού, στη σωσίβια λέμβο των στίχων του Μπάμπη Αναγιωτού και, μόλις η θάλασσα με ξέβρασε σε κάποιο ερημονήσι, μακριά, πολύ μακριά, από την Σκύλα της τεχνολογίας και τη Χάρυβδη της κατανάλωσης, άνοιξα την ποιητική συλλογή με μια δόση αδημονίας. Ήταν φυσικό.
Πάντοτε, μπροστά στην καλλιέπεια της ποίησης, αισθάνομαι παρείσακτος. Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα περί μέτρου και τεχνικής και, επομένως, περιορίζομαι στη συναισθηματική της πτυχή, η οποία όταν συνδυάζεται και με το φευγαλέο μυστήριο, μετατρέπεται σε λογοτεχνική πανδαισία. Αυτό έχει καταφέρει, κατά τη γνώμη μου, ο χαρισματικός και μονίμως τρικυμιώδης Μπάμπης Αναγιωτός: συναίσθημα και μυστήριο και, από εκεί και πέρα, ειρωνική, αλλά μεστή, αυτοκριτική – είμαι ένας αδιόρθωτος ρακοσυλλέκτης, γράφει στο C.V. – αλλά τόσο αυτός, όσο και εμείς, έχουμε μάθει προ πολλού
ότι υπάρχουν και ρακοσυλλέκτες που μαζεύουν, και μετουσιώνουν σε ποίηση, ανεκτίμητους θησαυρούς. Την αγάπη, τον έρωτα, τη φιλία, την ελπίδα αλλά, ταυτόχρονα, αφού η ζωή είναι, και πάντοτε ήταν, τραγελαφική, και το μίσος, και την εκδίκηση, και την απελπισία, και την εγκατάλειψη.
Οι αστείρευτες ευαισθησίες του Μπάμπη Αναγιωτού γλιστράνε, με τη βοήθεια των σχοινιών της αναζήτησης, στο πηγάδι της έμπνευσης για να φέρουν, στο χείλος, αλήθειες που, στα χέρια της πνευματικής ρηχότητας που μας περιβάλλει, κινδυνεύουν να πνιγούν.
Οξυδερκής γραφή, ηρεμία και ένταση αλλά πάντοτε υπό καθεστώς κομψότητας, ένα αναζωογονητικό ταξίδι στον λαμπερό, όσο και σκοτεινό,
γαλαξία της ποίησης. Από το ξερονήσι που έχω αράξει και καθώς, όπως όλα δείχνουν, θα εξασφαλίσω την υπηκοότητά του, σας στέλνω χαιρετίσματα μαζί με το ποίημα «Και οι λέξεις έχουν τον Οδυσσέα τους», το οποίο ο Μπάμπης
Αναγιωτός αφιερώνει στον Χρήστο Μαυρή.
«Οι Λέξεις συνωστίζονται στην ερημική ακτή/ψάχνοντας άδεια κοχύλια/για να ενδύσουν το πεπρωμένο τους κι ύστερα/ασφαλείς μέσα στων ερώτων τους τις πανοπλίες/να σεργιανίσουν το μυστήριο του πελάγου/κορφολογώντας κύματα κι εωθινά μελτέμια/τη σιγουριά του μεσημεριού να αμφισβητήσουν/τη δίψα του ναύτη να κεράσουν/τον ήλιο να παγιδέψουν στα χλωρά τους βλέφαρα/Πλέοντας δυτικά της λήθης/περνώντας ανάμεσα στις νήσους των
οικτιρμών/ατενίζουν εξόριστους ναΐσκους/αγκιστρωμένους σε βράχους/να
διαλαλούν τα κουφάρια τους/Σκίνα, ασπάλαθοι κι αροδάφνες/τις σαγηνεύουν στα δόκανά τους/γεύονται τα αρμυρίκια της προδοσίας/κοινωνούν από καύκαλα/καρατομημένων συντρόφων/Αποκαμωμένες το σούρουπο οι λέξεις/επιστρέφουν στο ακρογιάλι τους/ανάμεσα στο πλήθος των παραθεριστών/πιο μόνες κι από τους πρωτόπλαστους/γιατί τώρα ξέρουν/τι θα πει αναχώρηση κι αποχωρισμός/νοσταλγία και ξενιτειά/και θάνατος πατρίδας/«Οδυσσέα…»/ουρλιάζουν/«… αυτό το ταξίδι/δεν έχει τέλος …»

.

ΜΑΡΙΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ

3/4/2019

Με τη ματιά του Αναγνώστη ή Ταξιδεύοντας δυτικά της λήθης με κωπηλάτες πέντε ποιήματα. Μια προσέγγιση στην ποιητική συλλογή «Δυτικά της λήθης» του Μπάμπη Αναγιωτού

Ρωτώ ξαναρωτώ
τη βρύση των ερώτων
αν μ’ αγαπά
δεν μ’ αγαπά
και ποια και πόσο μ’ αγαπά
και αν υπάρχει αγάπη.

Ώσπου μιαν μέρα
το ύδωρ το ζων
το λάλον ύδωρ
το γάργαρο νεράκι
μου αποκρίνεται και λέει:

“Αν δεν βαφτιστείς δεν γίνεσαι πιστός.
Αν δεν εξαγνιστείς δεν θα γίνεις μύστης.
Αν δεν κολυμπήσεις δεν περνάς απέναντι.
Αν δεν συλλαβίσεις όλα τα «ε» και «ρω» και «τα»
δεν θα μάθεις ποτέ τη γλώσσα του έρωτα.”

Αν βρίσκομαι απόψε εδώ, έτοιμος να σας μιλήσω για το τελευταίο βιβλίο του Μπάμπη Αναγιωτού ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ, βρίσκομαι με την ιδιότητα του αναγνώστη.
Ενός αναγνώστη που διάβασε το βιβλίο αυτό, το ξαναδιάβασε και του άρεσε πολύ.
Το ερώτημα που αιωρείται τώρα είναι το γιατί μου άρεσε.
Αν βρίσκομαι λοιπόν απόψε εδώ, είναι για να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα: Γιατί μου άρεσε το βιβλίο ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ; Kαι, επίσης, χρησιμοποιώντας ως κωπηλάτες ακόμη τέσσερα ποιήματα της συλλογής, που θα σας διηγηθώ κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου, θα προσπαθήσω να σας μυήσω, να σας κάνω κοινωνούς της απόλαυσης που ένιωσα διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το βιβλίο αυτό έχει εκδοθεί, από τον ίδιο τον ποιητή, σε αυτήν την επιμελημένη και καλαίσθητη έκδοση, σε 333 αριθμημένα αντίτυπα.
Το βιβλίο έχει κάποιες ιδιαιτερότητες, που είναι ενδιαφέρον να τις προσέξουμε, διότι μπορούμε να αντιληφθούμε και τη ματιά του ποιητή σε διάφορα θέματα γύρω από την ποίηση και όχι μόνο.
Α. Δεν πωλείται. Χαρίζεται. 332 αναγνώστες θα το πάρουν δωρεάν.
Β. Το δεύτερο ενδιαφέρον. Το βιβλίο δεν υπόκειται σε κανενός είδους βράβευση. Ούτε των Κρατικών Βραβείων αλλά ούτε και των ιδιωτικών. Π.χ. των παγκύπριων βραβείων ποίησης των αποδήμων της Κάτω Έμπας, των πανελλήνιων βραβείων του μορφωτικού συλλόγου της Καβάλας Μακεδονίας και των παγκόσμιων βραβείων που απονέμει ο σύλλογος των πνευματικών ανθρώπων των Καμένων Βούρλων Φθιώτιδος.
Ο ποιητής πιστεύει πως το καλύτερο βραβείο για κάθε βιβλίο είναι το ενδιαφέρον και η αποδοχή του από τους αναγνώστες.
Γ. Το τρίτο ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι τα λίγα ποιήματα. Είκοσι όλο κι όλο. Μου αρέσουν οι συλλογές με λίγα ποιήματα. Μπορείς να τα διαβάσεις, να τα ξαναδιαβάσεις, να τα περικυκλώσεις, να εμβαθύνεις και να ανακαλύψεις όλη την κρυμμένη τους ομορφιά.
Αν σκεφτούμε πως οι μείζονες ποιητές, οι πλείστοι των μειζόνων ποιητών, έχουν μείνει στην αιωνιότητα για μονοψήφιο αριθμών ποιημάτων, προς τι λοιπόν οι εκατοντάδες και οι χιλιάδες ποιήματα; Αν θα έκανα ένα σχόλιο, θα έλεγα: λιγότερα ποιήματα και περισσότερη καλλιέργεια.
Δ. Όλα στη συλλογή αυτή είναι στη θέση που πρέπει να είναι σαν μαθηματική εξίσωση. Ποιο ποίημα θα είναι πρώτο, ποιο δεύτερο, ποιο προτελευταίο και ποιο τελευταίο, καθώς και η σειρά των υπολοίπων, για να επαληθεύεται το αποτέλεσμα.
Παράδειγμα το ποίημα η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ, είναι πρώτο στη συλλογή για δύο λόγους.
Πρώτος λόγος: Το χρησιμοποιεί ο ποιητής σαν γέφυρα της προηγούμενης του δουλειάς, και συγκεκριμένα της συλλογής ΜΝΗΝΕΣ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ, καθώς και της όλης στιχουργικής του δουλειάς, με τη σημερινή. Στις ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ, όπως και στη στιχουργική, χρησιμοποιεί το μέτρο και την ομοιοκαταληξία. Θέλω να σημειώσω εδώ πως ο Μπάμπης είναι ικανότατος χειριστής των μέσων αυτών, της προσωδίας, του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας.
Στο ποίημα ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ, που είναι το πρώτο στη νέα συλλογή, χρησιμοποιεί το μέτρο, όχι όμως τον κλασικό ενδεκασύλλαβο ή δεκαπεντασύλλαβο, αλλά έναν ιδιόρρυθμο συνδυασμό δεκαεπτασύλλαβου με δεκαεννιασύλλαβου. Επίσης, κάτι που πρέπει να προσεχθεί εδώ, είναι ο υψηλός βαθμός δυσκολίας της ομοιοκαταληξίας. Όλες οι ομοιοκατάληκτες λέξεις τονίζονται στην προπαραλήγουσα.
Πριν προχωρήσω στον δεύτερο λόγο, θα σας διηγηθώ το ποίημα αυτό, για να έχουν άποψη και όσοι δεν το έχουν διαβάσει ακόμη.
Παράκληση

Στον Τάσο Α. Ανδρέου

Κύριε,
μια και θα περάσουμε στην αιωνιότητα
ως άκρως ασήμαντες προσωπικότητες
άλλο δεν μένει παρά να απολαύσουμε την ποιότητα
πριν εισέλθουμε στου οριστικού κι αμετάκλητου
τις κοιλότητες.

Καλό καφέ με εκλεκτούς φίλους και διαλεκτά οινοπνεύματα
στιγμές που σου ανοίγουν μιαν άλλη διάσταση
και βλέπεις ότι όσα μας τάζαν ήσαν όλα μυθεύματα
πως θα μας οδηγήσουν, τάχα, στη λύτρωση και στην ανάσταση.

Να βρούμε, Κύριε, τα στενά και μυστικά περάσματα
που σαν εκλάμψεις φωτίζουν τους αυτόχειρες
δεν ζητούμε σκήπτρα, δάφνες και χρυσοφόρα κοιτάσματα
μόνο να κλείσουμε με αξιοπρέπεια πίσω μας τις ξώθυρες.

Τον δεύτερο λόγο, γιατί το ποίημα αυτό είναι πρώτο, νομίζω πως τον έχουμε όλοι αντιληφθεί. Ο Μπάμπης Αναγιωτός θέλει να μας το κάνει ξεκάθαρο από την αρχή ποιος είναι. Να μην υπάρχει σε αυτό καμιά αμφιβολία. Απογοητευμένος από τις διάφορες λύσεις που κατά καιρούς ήλπιζε πως θα τον οδηγούσαν στη λύτρωση και στην ανάσταση, στο νόημα της ζωής, καταλήγει στο συμπέρασμα πως το νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή.
«Άλλο δεν μένει παρά να απολαύσουμε την ποιότητα /
πριν εισέλθουμε στου οριστικού κι αμετάκλητου τις κοιλότητες.»
Να απολαύσουμε με τις αισθήσεις, «καλό καφέ και διαλεκτά οινοπνεύματα», αλλά και με το πνεύμα, «να βρούμε τα στενά και μυστικά περάσματα.»
Όχι όμως μόνοι μας, αλλά με εκλεκτούς φίλους. Κι εδώ, σχόλιο δικό μου, ίσως να δίνει μιαν απάντηση για τις πολλές αφιερώσεις που υπάρχουν στο βιβλίο. Με εκλεκτούς φίλους, λοιπόν, και, όπως το διαπίστωσαν πολλοί πριν από εμένα, οι παρέες δημιουργούν πολιτισμό, γράφουν ιστορία. Υπάρχει και ακόμα κάτι. Ναι μεν θα ανακαλύψουμε τη ζωή και θα την απολαύσουμε με τους εκλεκτούς μας φίλους, αλλά και, όταν έρθει η ώρα να κλείσουμε τις εξώθυρες για να εισέλθουμε «στου οριστικού κι αμετακλήτου τις κοιλότητες», θα τις κλείσουμε με αξιοπρέπεια. Αυτό που θα παραδώσουμε στην επόμενη γενιά, να είναι με σεβασμό και αξιοπρέπεια.
Αυτές είναι οι σταθερές του με τις οποίες θα οικοδομήσει την ποίησή του. Το πού θα αναζητήσει όμως την ποίηση, μας το καθόρισε με το πανέμορφο πρώτο ποίημα που ακούσαμε, τη ΒΡΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ, το οποίο βρίσκεται δεύτερο στη συλλογή. Ευφυής ο τίτλος του ποιήματος, η βρύση με το νερό που δίνει ζωή στη φύση, αλλά και βρύση των ερώτων, που δίνει ζωή στη δημιουργία. Χωρίς το ερωτικό στοιχείο, καμιά δημιουργία δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί.

“… Αν δεν κολυμπήσεις δεν περνάς απέναντι.
Αν δεν συλλαβίσεις όλα τα «ε» και «ρω» και «τα»
δεν θα μάθεις ποτέ τη γλώσσα του έρωτα.”

Είναι και εδώ ξεκάθαρος. Οι ρίζες της ποίησης είναι βαθιά χωμένες στην εμπειρία και στο βίωμα. Ο ποιητής, φυσικά, γνωρίζει πως το βίωμα και η εμπειρία από μόνα τους δεν κάνουν ποίηση. Μεταξύ του βιώματος και της εμπειρίας, από τη μια, και της ποίησης, από την άλλη, υπάρχει ένας μετασχηματιστής. Και όσες περισσότερες δυνατότητες και ικανότητες έχει αυτός ο μετασχηματιστής, βγαίνει και το ανάλογο επίπεδο ποίησης.

Αυτές είναι οι δύο σταθερές του. Χωρίς αμφιταλαντεύσεις, χωρίς ανατροπές, χωρίς εκπλήξεις, χωρίς κομμένες ανάσες. Οποιαδήποτε αλλαγή επισυμβαίνει σε αυτές είναι ανεπαίσθητη, όπως η κίνηση της γης σε εμάς.
Εκεί, λοιπόν, που υπάρχουν οι αμφιταλαντεύσεις, οι ανατροπές, οι εκπλήξεις, οι κομμένες ανάσες, είναι στα ποιήματά του.
Η Ποίηση, για τον Μπάμπη, δεν είναι μόνο «καρφώματα σταυρών σε μνήματα» ή «ενθύμια φρίκης» ούτε μόνο παρηγοριά μέχρι να βγει η ψυχή μας αλλά ούτε μόνο «ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου». Είναι ένα εργαλείο στα χέρια και στο μυαλό του για να αποκωδικοποιήσει τον περιβάλλοντά του χώρο. Όπως οι επιστήμονες, ο καθένας στον τομέα του, προσπαθούν να προσθέσουν έστω και μιαν γραμμούλα γνώσης στην ήδη υπάρχουσα, έτσι και η ποίηση, στον τομέα της, ανακαλύπτει νέες ευαισθησίες, νέες οπτικές, τις οριοθετεί, τις νομοθετεί. Μας υποδεικνύει το αόρατο που υπάρχει γύρω μας, που μόνο οι ευαίσθητες κεραίες ενός ποιητή το συλλαμβάνουν, και μας το αποκαλύπτει.
Δεν είναι τυχαίο που ο Φρόιντ είπε πως: «Όπου και να με πήγαν οι θεωρίες μου, ένας ποιητής ήταν εκεί πριν από μένα.»

Ο εξαγνισμός του ιεραποστόλου

Στον Κώστα Μακρίδη

Εξωθούμαι εις αυτήν την εξομολόγηση
από δυνάμεις αοράτους και καταχθονίους
όπως ιεραπόστολος που τριγυρνά απέλπιδα
στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου
κυνηγημένος από τον εναργή
κι ανομολόγητό του πόθο για τη νεαρή
ενορίτισσα με τα εωσφορικά χείλη
και τα αγγελικά μάτια
που εξομολογεί κάθε βράδυ
πριν ο ύπνος τον οδηγήσει
στις μυστηριακές του ατραπούς.

Πιασμένος από το μαγκάνι του οίστρου
ο διαπρύσιος ιεραπόστολος
κήρυσσε μπροστά σε ένα ευλαβικό
ποίμνιο κανιβάλων
που τον σούβλιζαν με ξέφρενους αλαλαγμούς
ψάλλοντας εκστασιασμένοι
“… την σάρκαν ημών την επιούσιαν…”
ετοιμάζοντας κατανυκτικά
το πασχαλινό τους δείπνο.

Άκουσα κι εγώ την απόκοσμη κραυγή
μες στον ορυμαγδό της νεκρικής σιγής
“… το σώμα μου καίγεται
για χατίρι σου…”

Η ηχώ της έμοιαζε με τον πάλλοντα υμένα
της νεαρής παρθένου
που εξαγνιστικά τον απανθράκωσε κι επιτυχώς
κάθε βράδυ πριν αποκοιμηθώ
αποπλανεί λυτρωτικά κι εμένα.

Το ποίημα αυτό το διατρέχουν δύο κύριες ιστορίες, τις οποίες ο ποιητής διαχειρίζεται με εξαιρετικό τρόπο. Η μια εξωτερικού χώρου, όπου ο κανίβαλος πόθος μάς κατατρώει τις σάρκες, που εμείς με ευχαρίστηση τού προσφέρουμε, και η άλλη εσωτερικού χώρου, στο κλειστό σκοτεινό δωμάτιο, το μαγειρείο των πιο τολμηρών φαντασιώσεων, όπου το σώμα μας καίγεται για χατίρι της.
Ο καταιγισμός των εικόνων, αλλά και η εναλλαγή τους, μας κόβουν την ανάσα.

«Πιασμένος από το μαγκάνι του οίστρου
ο διαπρύσιος ιεραπόστολος
κήρυσσε μπροστά σε ένα ευλαβικό
ποίμνιο κανιβάλων
που τον σούβλιζαν με ξέφρενους αλαλαγμούς
ψάλλοντας εκστασιασμένοι
“… την σάρκαν ημών την επιούσιαν…”
ετοιμάζοντας κατανυκτικά
το πασχαλινό τους δείπνο.»

Το έχω πει και στον ίδιο, το έχω πει και σε φίλους με τους οποίους συζητήσαμε αυτό το ποίημα, ότι μου αρέσει πολύ. Το λέω και τώρα δημοσίως. Ζηλεύω αυτό το ποίημα. Πολύ θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ.
Όμως δεν υπάρχει συνταγή για να γράψεις ένα καλό ποίημα. Αν υπήρχε, θα ήμασταν όλοι μείζονες ποιητές. Έτσι, ο καθένας, με τα όπλα που διαθέτει, προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική του ποιητική πορεία.
Ας δούμε λοιπόν τι όπλα χρησιμοποιεί ο Μπάμπης Αναγιωτός για να δημιουργήσει τη δική του ποιητική πορεία και να φτάσει σε αυτό το εξαιρετικό ποιητικό αποτέλεσμα.
Ως αναγνώστης, και μη έχοντας άλλες εξειδικευμένες γνώσεις και προσόντα, με βολεύει να χρησιμοποιήσω την δια της εις άτοπον απαγωγής μέθοδο. Να προσπαθήσω να αφαιρέσω αυτά που δεν ισχύουν και να παραμείνουν τα ουσιαστικά, όπου εκεί σιγά σιγά τα ίδια θα μας αποκαλύψουν τα μυστικά της ομορφιάς τους.
Το πρώτο που αντιλαμβάνομαι είναι πως: Δεν χρησιμοποιεί τεχνάσματα, τρικ και εξυπνάδες, για να εκβιάσει τα συναισθήματα του αναγνώστη. Αν διατρέξεις τη συλλογή, πουθενά δεν θα βρεις τέτοια φαινόμενα.
Δεν μακρηγορεί, δεν επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια.
Δεν καταφεύγει σε λαϊκισμούς. Δεν χρησιμοποιεί την ευκολία για να οδηγηθεί στο ζητούμενο. Πουθενά δεν θα εντοπίσεις τέτοια θέματα λαϊκισμού και ευκολίας. Ακριβώς το αντίθετο. Ακολουθεί τον δύσκολο δρόμο, διότι δεν υπάρχει άλλος για να δημιουργήσεις. Έχει ποιήματα που για χρόνια τα κρατεί στο ποιητικό του εργαστήρι. Και αναφέροντας μιαν επίκαιρη λέξη, τα ποιήματά του, με όλην αυτήν την επεξεργασία, έχουν χάσει το «λίπος» τους. Τίποτε περιττό. Μόνο τα ουσιώδη μένουν. Με μεγάλη δυσκολία θα μπορεί κάποιος να προσθέσει ή να αφαιρέσει ή να αντικαταστήσει έστω και μιαν λέξη από τα ποιήματα της συλλογής.
Ο Μπάμπης Αναγιωτός είναι ένας παραμυθάς. Διηγείται ιστορίες, με αρχή μέση και τέλος. Μέσα από κάθε ιστορία ποίημά του, κάνει και μιαν διάγνωση. Τι αντιλαμβάνεται ο ίδιος, τι κατανοεί για τη λειτουργία του περιβάλλοντά του χώρου, δηλαδή τη ζωή.
Όπλα του οι λέξεις, οι εικόνες και η επινόηση.
Την επιδιωκόμενη απόλαυση, διαβάζοντας το βιβλίο, θα την βρει ο αναγνώστης σε πρώτο επίπεδο με τις αισθήσεις. Σε ένα δεύτερο με τη νόηση, όταν αρχίσει να επεξεργάζεται περισσότερο αυτό που το μυαλό συνέλαβε. Εδώ πιστεύω είναι η δύναμη του ποιητή Μπάμπη Αναγιωτού. Μας δίνει μιαν διαρκή πνευματική απόλαυση.
Αν με καλούσαν ως ποιητή, ή με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα που έχω ή δεν έχω, να μιλήσω σε κάποιο συνέδριο ή να πάρω μέρος σε δεξαμενή σκέψης με θέμα «Η ακτινογραφία του σημερινού Έλληνα», δηλαδή πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή, με τι οράματα γαλουχήθηκε και συντηρείται στη ζωή, αλλά και τι προσδοκά, θα έπαιρνα μαζί μου μόνο ένα ποίημα του Μπάμπη Αναγιωτού. Παρακαλώ, ακούστε το.

Στην οδό Κριεζώτου

Στον Βάσο Αργυρίδη

Ανηφόριζα την Κριεζώτου
μιαν μέρα ζοφερή και αγχωμένη
ενδεδυμένος τη χειμερινή μου θλίψη.

Αίφνης
ηκούσθησαν
θροΐσματα φτερούγων
ντιντίνισμα θυμιατού
κι εξαπτερύγων γκλίγκλισμα
κι ενεφανίσθη εμπρός μου
δύο μέτρα υπεριπτάμενος της παγερής ασφάλτου
άγγελος-αρχάγγελος και Μέγας Ταξιάρχης
με όλα τα φυσεκλίκια
και τα άρματα ζωσμένος σταυρωτά
που αγλάιζε μες στην απλότητά του.

Μπήκε ανάλαφρος στον ανελκυστήρα
του υπ’ αριθμόν 3 μεγάρου
κι άρχισε να ανεβαίνει ένα ένα τους ορόφους
αόρατος εις τα όμματα του πλήθους
που ψώνιζε συνωστιζόμενο
στην Πανεπιστημίου και στην Ακαδημίας
εναργώς όμως υλοποιημένος
εις τας αισθήσεις των μεμυημένων
που διόπτευαν τη σκηνή από τα αετώματα
του Παρθενώνος και του Θησείου.

Από τον κάθε όροφο ανυψούμενος
τρυγούσε τη γύρη και τον μούστο
του κάλλους και της σοφίας
της μαγκιάς και της μπέσας
και της ανδρείας των ολίγων
που ιερουργώντας σε θυσιαστήρια ερμητικά
ανάδευαν τον θεσπέσιο πολτό
της σάρκας και του πνεύματος
ασκώντας την πανάρχαια
τέχνη των μυστών
των αλχημιστών
και των πεφωτισμένων.

Φτάνοντας στην οροφή
ο θάλαμος συσπείρωσε μεγίστη ρώμη
όπως Κόρη που κυοφορεί
τη νέα ζωή
την ύπαρξη
και την αθανασία
κι εκσφενδονίσθη στο διάστημα
με τον αρχάγγελο πηδαλιούχο.

Άνοιξε τότε διάπλατα
η μήτρα του ουρανού
να τον προϋπαντήσει
μυριάδες ασωμάτων έψαλλαν
το “Χαίρε” των Ελλήνων
κι όλων των καιρών
και των αιώνων οι καθημερινές
γίνανε σχόλες, Κυριακές
κι Ανάστασης ημέρα.

Κάθιδρος
πέταξα από πάνω μου ό,τι με βάραινε
κι έριξα μπρος στα σκαλοπάτια
του μεγάρου ρόιδι την ευχή:
«Να ’χουν οι άνθρωποι κρασί
να ’χουν ψωμί κι ελιά προσφάι
και λίγη τοσηδά υπομονή
και περηφάνια
να βγάλουνε κουτσά-στραβά
και τούτον τον Χειμώνα».

Κάθε φορά που τελειώνω το ποίημα αυτό, και πιστέψετέ με, για να το αποστηθίσω με το γεροντικό μου μυαλό, το είπα εκατοντάδες φορές, όποτε το τελειώνω, μια λύπη συσσωρεύεται στο στήθος μου, λύπη που σιγά σιγά μετατρέπεται σε απόγνωση και θέλω να ουρλιάξω: «Άθλιοι, τρισάθλιοι πολιτικοί, πού καταντήσατε τον Έλληνα του Ρήγα Φεραίου, του Διονύσιου Σολωμού, του Ανδρέα Κάλβου, του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, της πνευματικής γενιάς του ’30;»

Για να κάνει τις σωστές του ποιητικές διαγνώσεις, ο Μπάμπης Αναγιωτός έχει ακόμα δύο όπλα στη φαρέτρα του, δύο Ηθικές, που, χωρίς αυτές, δεν θα μπορούσε να κάνει βήμα ποιητικό.
Την πρώτη, θα μας βοηθήσουν δύο από τους τεράστιους Έλληνες, που ανέφερα προηγουμένως, να την ανασύρουμε κάτω από το χαλί, όπου την έχουμε καταχωνιάσει, ανάμεσα στα διλλήματα και στους φόβους, και να την ξαναθυμηθούμε.
α’ Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
β’ Αυτή επτέρωσε τον Ίκαρον·
και αν έπεσεν πτερωθείς κ’ επνίγη
θαλασσωμένος.

γ’ Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος.
Όλοι αναγνωρίσαμε τους ανεπανάληπτους στίχους από την ωδή «Εις Σάμον», του Ανδρέα Κάλβου.
Του δεύτερου Έλληνα θα χρησιμοποιήσω έναν στίχο. Έναν μόνο στίχο, που έπρεπε όλοι να τον έχουμε στην πόρτα του ψυγείου με μαγνητάκι, για να τον βλέπουμε την ώρα που τρώμε, στο ταβάνι πάνω από το κρεβάτι μας, για να είναι το τελευταίο πράγμα που θα δούμε πριν κοιμηθούμε και το πρώτο μόλις ξυπνήσουμε, στην πόρτα, πριν φύγουμε από το σπίτι. Κι αν θέλετε ακόμα, να εμφανίζεται μόλις ανοίξουμε τον υπολογιστή ή το έξυπνο μας κινητό.
«Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά».
Αν επέμενα τόσο πολύ σε αυτόν τον στίχο του Ρήγα Φεραίου, είναι γιατί πιστεύω πως είναι ένας οδικός χάρτης, για να μην χάνουμε τον προσανατολισμό μας, μέσα στον ορυμαγδό των διλημμάτων, των διαπλοκών της καθημερινότητας αλλά και των προσωπικών μας φόβων.
Η Ηθική της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Είναι το ένα όπλο στην ποιητική του φαρέτρα.
«Πέταξα από πάνω μου ό,τι με βάραινε», θα μας πει ο Μπάμπης στο ποίημα που μόλις ακούσαμε. Διατρέχοντας ολόκληρη τη συλλογή, αντιλαμβάνεσαι πως κανένα βαρίδι δεν κουβαλά σε κανένα ποίημα.

Όμως, η ηθική της ελευθερίας, από μόνη της, δεν δημιουργεί ποίηση. Σωστούς ανθρώπους ναι, αλλά όχι ποίηση. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται απαραιτήτως και το δεύτερο όπλο, η δεύτερη Ηθική.
Η Ηθική της Αισθητικής. Η Αισθητική είναι το μαγικό άγγιγμα, το μαγικό χάδι στις λέξεις, που τους διοχετεύει ηλεκτρισμό και τις μεταμορφώνει σε ποίηση.
Πάνω στις δύο αυτές Ηθικές, ο Μπάμπης Αναγιωτός, ελεύθερος και ωραίος ως Έλληνας, κτίζει την ποιητική του.

Προχωρώντας προς την έξοδο της δικής μου διάγνωσης ως αναγνώστης του βιβλίου ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ, θα ήθελα να σταθώ σε ακόμα δύο ποιήματα που συμπληρώνουν την ποιητική εξίσωση της συλλογής. Το τελευταίο και το προτελευταίο. Όπως είπα και στην αρχή, το κάθε ποίημα έχει τη θέση του στο βιβλίο. Έτσι, τελειώνει με το C.V., ένα αυτοβιογραφικό ποίημα, όπως άρχισε με αυτοβιογραφικό. Τα δύο αυτά ποιήματα προσεγγίζουν τον ποιητή με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Αυτό θα το διαπιστώσετε όταν θα έρθετε σε επαφή με τα δύο αυτά ποιήματα.
Εγώ θα σταθώ λίγο περισσότερο στο προτελευταίο ποίημα το οποίο ονομάζεται ΤΕΡΙΡΕΜ. Το ποίημα αυτό, όπως και το πρώτο, είναι τα μοναδικά ποιήματα της συλλογής που, εκτός από την ποιητική τους διάγνωση, προχωρούν και προτείνουν και λύση.
Ποια είναι λοιπόν η διάγνωσή του;

«Κουρασμένες οι λέξεις
αποχωρούν στα ιδιαίτερα των νοημάτων.»

«Αναμασώντας κι απομυζώντας τις
έχουν απολέσει κάθε ίχνος ικμάδας.»

Οι λέξεις ως φορείς πολιτισμού, έχουν χάσει το αρχικό νόημα που κουβαλούσαν, προσαρμόστηκαν στις σκοπιμότητες και στις ανάγκες της εξουσίας.
Η λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, είναι μια λέξη μαϊμού, τόσο σε κρατικό, κοινωνικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο.
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ έχει προσαρμοστεί πλήρως με την κομματοκρατία. Όσοι δεν μπορούν να ενταχθούν σε κόμματα και να γίνουν ποδηλάτες, να πατούν δηλαδή τους κάτω και να σκύβουν στους πάνω, γίνονται περιθώριο.
Η λέξη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, όπως έχει καταντήσει με τα τελευταία καμώματα των δικαστών του Ανωτάτου, μας θύμισε ξανά τον ιστό της αράχνης, όπου οι μικροί δανειολήπτες καταβροχθίζονται και οι μεγάλοι με τις τράπεζες σχίζουν τον ιστό και ξεφεύγουν.
Αλλά και το Γλωσσάρι, που πλασαρίστηκε τελευταίως για να διευκολύνουν τάχα τη συνεννόηση με τους Τουρκοκύπριους, μου θύμισε το 1984 του Όργουελ. Οι λέξεις εισβολή, κατεχόμενα, ελεύθερες περιοχές, αγνοούμενοι, θα ονομαστούν διαφορετικά. Λες κι αν ρίξεις την ουσία τους κάτω από το χαλί, και δεν αντιμετωπιστούν όπως αρμόζει, δεν θα τις βρούμε πάλι μπροστά μας.

«Ξεχειλίζουν από τα συρτάρια μου νεκρές…»

Ποια η λύση που προτείνει; Να πάμε ξανά από την αρχή.
Επιστροφή στη φύση. Να ανακαλύψουμε τις λέξεις και τα νοήματα που κουβαλούν μέσα στους ήχους της θάλασσας, τους ήχους των πουλιών, της φύσης. Να ανακαλύψουμε τα βότανα που θα μας γιατρέψουν τις πληγές, να βρούμε τους ήχους των λέξεων που θα μας βοηθήσουν να απελευθερωθούμε από τη φυλακή μας. Να αρχίσουμε να ανεβαίνουμε τη φλεγόμενη κλίμακα, που ίσως μας οδηγήσει σε μιαν καλύτερη εξέλιξη των πραγμάτων.

Αυτή είναι η ερμηνεία μου, αυτή τη συγκεκριμένη εποχή, ως αναγνώστης του ποιήματος αυτού, αλλά και του βιβλίου ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ, γενικότερα.

Παραφράζοντας τον αγαπημένο Ουμπέρτο Έκο, θα έλεγα: «Το ποίημα όταν αποχωριστεί από τον ποιητή και από την πρόθεση του ποιητή, αιωρείται στο κενό ενός εν δυνάμει απείρου χώρου πιθανών ερμηνειών.»

Η δική μου ερμηνεία είναι μία ανάμεσα στον πιθανό αριθμό των αναγνώσεων που θα δεχθεί.

Τεριρέμ

Στον Κυριάκο Αναγιωτό

Κουρασμένες οι λέξεις
αποχωρούν στα ιδιαίτερα των νοημάτων.
Έχουν εκπληρώσει την αποστολή τους.

Αναμασώντας κι απομυζώντας τις
έχουν απολέσει κάθε ίχνος ικμάδας.
Ξεχειλίζουν από τα συρτάρια μου νεκρές
λέξεις, λέξεις, λέξεις.

Αρκούμαι λοιπόν σε κάτι
βίρα και μάινα και χέι χέι χοπ
που με ταξιδεύουν πάνω απ’ τα κύματα.
Στα λικνίσματα του άλα και του όπα
ξαναφυτρώνουν τα κομμένα μου φτερά
κι απογειώνομαι με ντιρλαντά.
Ασκούμαι στη γλώσσα των πουλιών
με τσιριτρί και κικκαβαύ
και ίτω ίτω, τιό τιό τιοτίγξ.
Κρατώ το ίσον ευλαβικά
στα ευοί ευαί ευάν και ομ αούμ.
Με τα ουζέ ουζέ και άλλη-αλληλούια
γητεύω μία μία τις πληγές στο σώμα μου.
Με ελελεύ και λελαλεύ
γλιστρώ από τη φυλακή μου.
Εκστατικός με τερερέμ και τεριρέμ
ανεβαίνω τη φλεγόμενη κλίμακα.

Τέρε ρέρι τερερέμ
ρέρι τεριρέμ…

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ

(Ανάρτηση στο διαδίκτυο)

Ο ποιητής ως αειθαλής κορυδαλλός
Μπάμπη Αναγιωτού: Δυτικά της λήθης. Ποίηση. Λεμεσός 2019. Σελ. 40.
Ένα μικρό σε έκταση βιβλίο γνήσιας ποίησης που εκδόθηκε σε 333 αριθμημένα αντίτυπα για λογαριασμό του ποιητή προκειμένου να το χαρίσει σε όποιον κρίνει άξιο για αυτό και περιλαμβάνει είκοσι εν όλω ποιήματα. Σε εμένα απεστάλη το υπ’ αριθ. 098 αντίτυπο. Τον ευχαριστώ από καρδιάς.
Έχουμε συνηθίσει, η ποίηση που γράφεται στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια, μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την κατάκτηση του βόρειου τμήματος της νήσου, να είναι, κατά κύριο λόγο, πολιτική, με σαφή αναφορά σε αυτό το τραγικό για τον ελληνισμό γεγονός και να διεκτραγωδεί την κατάσταση που δημιουργήθηκε με το χωρισμό των δύο κοινοτήτων που τείνει να γίνει μόνιμος πια. Μία αναφορά που συνοδεύεται τις περισσότερες φορές και από ανάλογες κοινωνικές αιχμές. Δεν θέλω να πω πως αυτό είναι κακό ή καλό, ίσα-ίσα μάλιστα, δεν κάνω καμία αξιολόγηση σε αυτό, ο κάθε ποιητής έχει τα δικά του κριτήρια, δέχεται τα δικά του ερεθίσματα από το περιβάλλον του, απευθύνεται στο δικό του αναγνωστικό κοινό και μπορεί να γράφει ελεύθερα και κατά την επιθυμία του. Εκείνο όμως που θέλω να πω μόνο εδώ είναι πως το ανά χείρας βιβλίο ξεφεύγει από αυτό τον κανόνα, αν πρόκειται για κανόνα βέβαια και εξαπλώνεται με επιτυχία σε άλλα θέματα, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η αγωνία για την ύπαρξη, θέματα που απασχολούν, μαζί με άλλα που δεν είναι της ώρας να αναφερθούν σε αυτό εδώ το κείμενο, το σύνολο σχεδόν της ποίησης που γράφεται σε ελληνική γλώσσα σήμερα.
Ο τίτλος, συνειρμικά, παραπέμπει στον Οδυσσέα Ελύτη, «δυτικά της λήθης», κατά το «Δυτικά της λύπης» του Ελύτη της συλλογής «Μονόγραμμα» και αντιθετικά στο «Ανατολικά της Εδέμ» του Ηλία Καζάν. Νομίζω ότι, πέραν αυτής της παρατήρησης, που δεν ξέρω κιόλας αν είναι αναγκαίο να αναφερθεί, δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ειπωθεί, εκτός του γεγονότος ότι διαφαίνεται κάποια γόνιμη επίδραση του παλαιότερου ποιητή στο νεότερο, όπως και άλλων σπουδαίων ποιητών της ελληνικής ενδοχώρας, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιώργης Παυλόπουλος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, η Αποκάλυψη του Ιωάννη, το δημοτικό τραγούδι. Ίχνη αυτών των επιδράσεων ανιχνεύονται στα λιγοστά ποιήματα της συλλογής του Μπάμπη Αναγιωτού. Το ποίημα «Στην οδό Κριεζώτου» ο λόγος, η γλώσσα, η περιγραφή, οι εικόνες, η αίσθηση που αποκομίζω είναι κάτι μεταξύ Εμπειρίκου και Εγγονόπουλου:
« Αίφνης
ηκούσθησαν
θροΐσματα φτερούγων
ντιντίνισμα θυμιατού
κι εξαπτερύγων γκλίγκλισμα
κι ενεφανίσθη εμπρός μου
δύο μέτρα ιπτάμενος της παγερής ασφάλτου
άγγελος-αρχάγγελος και Μέγας Ταξιάρχης
με όλα τα φυσεκλίκια
και τα άρματα ζωσμένος σταυρωτά» (σελ. 16).
Με την ποίηση προσπαθούμε να αποφύγουμε τη λήθη, τη λησμονιά σημαντικών ή ασήμαντων στιγμών της ζωής μας, προσώπων ή πραγμάτων που αγαπήσαμε κάποτε και που τώρα θέλουμε να τα επαναφέρουμε στη μνήμη μας, να τους δώσουμε μία δεύτερη ευκαιρία. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό το μέσο με το οποίο θα επιτύχουμε κάτι τέτοιο, υπάρχουν κι άλλα, αλλά η ποίηση είναι το σπουδαιότερο. Στο πρώτο ποίημα της συλλογής που έχει τη μορφή προσευχής, έχει άλλωστε τον τίτλο «Παράκληση», παραπέμποντας σε σπουδαίες λυρικές στιγμές της εκκλησιαστικής, λατρευτικής ποίησης των Ελλήνων (η θέση του δεν είναι τυχαία εκεί, νομίζω), αυτό επιβεβαιώνεται πλήρως. Μία πρώτη ανάγνωση, επιφανειακή, μας οδηγεί στην προσευχή ενός μπον βιβέρ, που σε άλλα ποιήματα της συλλογής έχει μετανοήσει και ζητάει συγχώρηση, τον βλέπουμε εδώ να προσπαθεί να βρει τα «μυστικά περάσματα» που είναι αναγκαία στον άνθρωπο για να βρεθεί για πάντα στην αιωνιότητα της ύπαρξης. Αυτό είναι που τον βασανίζει, αυτά προσπαθεί να αποκαλύψει, όχι πάντα με επιτυχία, με οδηγό, άλλοτε, την πίστη, άλλοτε τον έρωτα, την αγάπη για τη ζωή και τον άλλο. Μία απλή ζωή ζητάει με πάθος, αλλά και ταπεινότητα ο ποιητής, μακριά από κούφια μεγαλεία και μεγαλεπήβολα σχέδια ή επιτυχίες που δεν προσφέρουν τίποτα στην ευτυχία του ανθρώπου:
«Να βρούμε, Κύριε, τα στενά και μυστικά περάσματα
που σαν εκλάμψεις φωτίζουν τους αυτόχειρες
δεν ζητούμε σκήπτρα, δάφνες και χρυσοφόρα κοιτάσματα
μόνο να κλείσουμε με αξιοπρέπεια πίσω μας τις ξώθυρες» (σελ. 9).
Ο έρωτας και η αγάπη είναι η οδός για να περάσει κανείς στην αιωνιότητα, η γλώσσα του η μόνη πηγή της ζωής και η γυναίκα η πηγή κάθε ευχαρίστησης, κάθε ηδονής, κάθε ενδιαφέροντος, ο προορισμός για την επίτευξη κάθε επιθυμίας και μιας ήσυχης, απλής και ευτυχισμένης ζωής. Ο έρωτας είναι βίαιος, ενίοτε αλαζόνας, ονειρώδης και ονειρικός, η πεμπτουσία της ζωής και κάποιες εικόνες που μας έρχονται από την ποίηση της αρχαίας όσο και της νεότερης Ελλάδας. Ένα μικρό δείγμα:
«Όνειρα όπως το μυστικό παρθένας
ντυμένης με το νυφικό που έραψε
στα μοναχικά ξενύχτια της
κεντώντας τον ίμερο
με τα φιλιά του αόρατου εραστή της» (σελ. 20).
Λόγος απλός, λιτός, φιλοσοφικός, ουσιαστικός («ότι περί ουσίας γαρ ο Λόγος», σελ. 19), χωρίς περιττά στολίδια και ενοχλητικές φιοριτούρες ή ανούσια μπιχλιμπίδια που τον βαραίνουν αδικαιολόγητα και μικραίνουν τη δραστικότητά του, στιβαρός, σαγηνευτικός, πειστικός. Το ίδιο ισχύει και για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής, που είναι πλήρης, πλούσια, εμπλουτισμένη για την ακρίβεια και με λέξεις, εκφράσεις και γραμματικούς τύπους μιας ζωντανής ακόμη καθαρεύουσας, που δεν χρησιμοποιείται πια στο σύνολό της, κατά τα πρότυπα των Ελλήνων υπερρεαλιστών ποιητών, που προσθέτουν μία ιδιαίτερη ομορφιά, αλλά και εκφραστικότητα στο λόγο και χρησιμεύουν κάποτε ως κρύπτες, ως προσωπεία που κρύβουν για λίγο πράγματα, πρόσωπα και γεγονότα, ώστε να μην βρίσκονται πάντα σε πρώτη θέα στα μάτια όσων αδυνατούν να προσλάβουν με επιτυχία την ποίηση και να απολαύσουν με ευχαρίστηση αυτή την ομορφιά. Κι ακόμη, μία ελαφρά ειρωνική διάθεση, απαραίτητη σε κάποιες στιγμές της ζωής του καθενός, ως όπλο άμυνας ή και επίθεση κάποτε. Το ίδιο και οι εικόνες, ευκρινείς, ζωηρές, ζωντανές και κάποτε, όπως και οι λέξεις μεταξύ τους, με απίθανες αλλά επιτυχημένες συνάψεις. Μία ποίηση στα όρια της παράδοσης και του καινούριου, που απεικονίζεται με απόλυτη επιτυχία και αληθοφάνεια η σημερινή πραγματικότητα του κόσμου μας:
«μα κόρναραν πίσω μου πυρ ομαδόν
τυφλοπόντικες οδηγοί
που έσπευδαν ασθμαίνοντας να βυθιστούν
στον εσπερινό τους υπόνομο.
Έτσι άδοξα εξατμίστηκε
η επερχόμενη πανήγυρις των αισθήσεων» (σελ. 12-13).
Ο ποιητής είναι ένας ιερωμένος βουτηγμένος στα πάθη του και σε αυτό που αποκαλούν αμαρτία. Βρίσκεται πάντα με όλες τις αισθήσεις ανοιχτές και σε πλήρη λειτουργία ακόμη και την ώρα του ύπνου. Αυτή η αίσθηση της αμαρτίας που υπάρχει στην ποίηση του Μπάμπη Αναγιωτού τον οδηγεί στον εμπλουτισμό του γλωσσικού του οργάνου με λέξεις, τύπους, εκφράσεις, εικόνες παρμένες από τη θρησκευτική, την εκκλησιαστική, λατρευτική παράδοση (π. χ. Κασσιανή) σε συνάψεις που έχουν άμεση σχέση με τον έρωτα, τον σαρκικό έρωτα θέλω να πω. Ο έρωτας τελικά είναι μία θρησκεία από μόνος του, ίσως και γι’ αυτό τον είχαν θεοποιήσει και οι αρχαίοι Έλληνες. Μην ξεχνάμε πως η μεγάλη θεά του έρωτα, η Αφροδίτη, γεννήθηκε, σύμφωνα με μία παράδοση, στα γαλανά νερά της Κύπρου:
«Άκουσα κι εγώ την απόκοσμη κραυγή
μες στον ορυμαγδό της νεκρικής σιγής
«… το σώμα μου καίγεται
για χατίρι σου…» (σελ. 15).
Ο ποιητής, παράλληλα «αειθαλής ως κορυδαλλός
θα φορέσει στο ανθρώπινο γένος
την ανθοφορία των σπερμάτων» (σελ. 33) για να τραγουδήσει την ομορφιά και τον έρωτα, τη ζωή, τη χαρά και τον πόνο των ανθρώπων, την αγωνία για την ύπαρξη και τον αγώνα για τη ζωή, το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον.
Και πάντα η εγρήγορση της μνήμης, αφού τίποτα δεν πρέπει να λησμονηθεί, η ανάγκη να μάθει κάποιος ν’ αγαπάει, παιχνίδια γοητευτικά με τις λέξεις και άλλα που είναι αναγκαίο να πάρει κάποιος το βιβλίο στο χέρι του, να το μελετήσει ολόκληρο με προσοχή και να τα ανακαλύψει μόνος του, τότε έχει πράγματι αξία η ποίηση,, να μεθύσει με αυτήν, με τις εικόνες, τις λέξεις, την ομορφιά, τη γυναίκα, την ελευθερία. Εγώ τι να του πω!
«Ένας αδιόρθωτος ρακοσυλλέκτης
εφημέρων της αιωνιότητας είμαι
κυρίες και κύριοι» (σελ. 38)
Αλλά το ταξίδι της ποίησης, γιατί για ταξίδι πρόκειται, δεν έχει τελειωμό, γι’ αυτό και οι λέξεις «Οδυσσέα…»
ουρλιάζουν
«… αυτό το ταξίδι
Δεν έχει τέλος…» (σελ. 31).
Εδώ όμως τελειώνει και το δικό μας ταξίδι, η δική μας περιήγηση στην ποίηση του Μπάμπη Αναγιωτού. Αν σας έδωσα κάποια ιδέα για αυτήν, τότε όλα είναι καλά. Διαφορετικά, τι να πω! Πάντως θα είναι καλύτερα αν την περιηγηθείτε μόνοι σας. Αυτή είναι η μόνη βεβαιότητα που έχω.

.

ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
ΛΕΦΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ

Νέα Ευθύνη 29 (Μάιος-Ιούν. 2015)

Ο Μπάμπης Αναγιωτός (γενν. 1954) εμφανίστηκε στα γράμματα με δυο νεανικές, αρκετά πειραματικές ποιητικές συλλογές (Πορεία, 1980, Συνειρμοί, 1984) και μια συλλογή διηγημάτων (Ο καθρέφτης, 1983). Στη συνέχεια ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή θεατρικών κειμένων, αλλά εξέδωσε και ένα μυθιστόρημα (Λίνα, 2008). Χρειάστηκαν τρεις περίπου δεκαετίες από την εμφάνιση των Συνειρμών του για να προχωρήσει στην έκδοση μιας νέας ποιητικής συλλογής, που είναι αφιερωμένη εξολοκλήρου στη γενέθλια πόλη, τη Λεμεσό. Η έκδοση κοσμείται κατάλληλα με εικαστικά έργα του αρχιτέκτονα και συλλέκτη Τάσου Ανδρέου, που είναι εμπνευσμένα από κείμενα του βιβλίου.
Τα νέα ποιήματα του Αναγιωτού αποτελούν για μας ευχάριστη έκπληξη, για διάφορους λόγους. Πρώτα πρώτα η δουλειά αυτή είναι μια κατάθεση ψυχής. Ο ποιητής επιχειρεί να ανακαλέσει τη «χαμένη μνήμη» για να ανασυνθέσει το πρόσωπο της αγαπημένης πόλης ή έστω να συλλάβει και να σκιτσάρει εικόνες και όψεις μιας άλλης εποχής. Γνωρίζει ότι το πραγματικό πρόσωπο της παλιάς πόλης πάει να σβήσει ή του ξεφεύγει· αλλά επιδιώκει να συγκρατήσει ορισμένες ψηφίδες της, κάποιο απαύγασμα από την παρελθοντική μαγεία της, για να το καταθέσει ως αντίβαρο ή ως ανακούφιση στην ισοπεδωτική και απρόσωπη εποχή μας. Τα λόγια του πρόπαππου που κατατίθενται στο ισορροπημένο προλογικό σημείωμα («Η Μνήμη ’εν στέκει έναν τόπον. Γιά παρπατά, γιά βουρά») λειτουργούν ως ερέθισμα και ως κινητήρια δύναμη για αναζήτηση της «χαμένης μνήμης». Αυτή η αναζήτηση της μνήμης επανέρχεται και διακλαδώνεται ως βασικός θεματικός άξονας στα ποιήματα της συλλογής, τα οποία αποτελούν μια συγκροτημένη ενότητα.
Όψεις, περιστατικά, χώροι, επώνυμα και ανώνυμα πρόσωπα, ατομικές και συλλογικές μνήμες και συγκινήσεις από την ανθρωπογεωγραφία της Λεμεσού, όλα δοσμένα μέσα από τη διάσταση του ιστορικού χρόνου και επιζωγραφισμένα με την εικαστική ματιά και την ευαισθησία του ποιητή, αναβιώνουν με τη μαγεία του έντεχνου λόγου: Η αιώνια θάλασσα που πλαισιώνει την πόλη, αρχοντικά και άλλα κτίσματα που έχουν κατεδαφιστεί ασυλλόγιστα (όπως το κέντρο αναψυχής «Ακταίον»), η περιώνυμη Πλατεία Ηρώων, επώνυμα πρόσωπα όπως ο Δάσκαλος Ανδρέας Θεμιστοκλέους, ο λόγιος Γεώργιος Σ. Φραγκούδης, η μητέρα του ήρωα Χριστόδουλου Σώζου, ο πρωταθλητής Αναστάσιος Ανδρέου και πολλοί άλλοι, ανώνυμες φιγούρες που καλύφθηκαν με τη σκόνη της λήθης, χώροι και μνημεία που διασώζουν παλιές ιστορίες και συγκινήσεις ή μαρτυρούν τη συμβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων – το καθένα από αυτά παίρνει τη θέση του στη συλλογή και αναπαλιώνει ή συμπληρώνει το πολύχρωμο ψηφιδωτό της πόλης ή κομίζει κάτι από τη μαγεία μιας άλλης εποχής.
Ο ποιητής κατορθώνει να υποβάλει την αισθητική συγκίνηση, πετυχαίνοντας πάνω απ’ όλα να «επαναμαγεύσει» τον ελεύθερο στίχο με αρκετά στοιχεία της προσωδίας: Όλα τα ποιήματα της συλλογής διατηρούν βασικά γνωρίσματα του έμμετρου στίχου (ρυθμό, ρίμες), χωρίς να λείπουν τα μετρημένα ανοίγματα στον ελεύθερο στίχο. Προσωπικά δεν γνωρίζω άλλον σύγχρονο κύπριο ποιητή που να πετυχαίνει με τέτοια δεξιοτεχνία το πάντρεμα του ελεύθερου στίχου με την προσωδία. Αλλά δεν πρόκειται απλώς για στιχουργική δεξιοτεχνία ή για καλοπλασμένους στίχους που προορίζονται για μελοποίηση· πρόκειται για ποίηση.
Κεντρική θέση στο βιβλίο κατέχει το ποίημα ποιητικής «Νέοι ποιητές», μια ειλικρινής όσο και χιουμοριστική εξομολόγηση που λειτουργεί και ως αυτοκριτική. Ο Αναγιωτός εκφράζει τον θαυμασμό του για την έμμετρη, παραδοσιακή ποίηση («Στο βάθος τούς θαυμάζαμε τους ποιητές που γράφανε / με ρίμα, μετρημένα, λιτά και με ρυθμό / ποίηση αδαμάντινη που σίγουρα τη βγάλανε / με πόνο και ιδρώτα και μ’ αναστεναγμό»). Χωρίς να αποκηρύσσει τα πρώτα του ποιήματα, παραδέχεται ότι επιστρέφει στον χώρο της ποίησης με μια πιο απλή (και στέρεη) γραφή, που είναι κατά πολύ πιο ώριμη από τους υπερρεαλίζοντες και γενικά μοντερνίζοντες πειραματισμούς της νιότης, που έχουν όμως και αυτοί τη σημασία τους: «Ως νέος ποιητής κι εγώ έκανα το αμάρτημα / κτίζοντας ποιήματα σαν ένδοξους ναούς / δεν θα τα αποκήρυσσα, όμως, ωσάν παράρτημα / εκδίδω τώρα στίχους απλούς και ταπεινούς».
Το αφιερωμένο στον Νίκο Καββαδία ποίημα («À bord du S/S Marabou 2013») δεν είναι απλώς μια ενδιαφέρουσα προσωπογραφία του σημαντικού ποιητή του μεσοπολέμου, αλλά και μια δίκαιη απόδοση τιμής στον ποιητικό πρόγονο. Εκτός από τα παραπάνω ποιήματα, θα θέλαμε να δηλώσουμε την προτίμησή μας και στα: «Πλατεία Ηρώων» (από τα πιο δυνατά ποιήματα της συλλογής· με ρεαλιστική τόλμη και με ευαίσθητες εικόνες σκιτσάρονται οι αντιφατικές όψεις της ομώνυμης πλατείας), «Πόσο τη λάτρεψες την πόλη αυτή» (αφιερωμένο στον Τάσο Ανδρέου, μαρτυρεί την αφοσίωση μιας εμβληματικής μορφής στον γενέθλιο χώρο), «Ο πόνος της Αρχόντισσας» (αφιερωμένο στη μητέρα του ήρωα Χρ. Σώζου, που διαισθάνθηκε τον θάνατο του γιου της, όταν αυτός έπεσε στο πεδίο της μάχης στις 6.12.1912), «Το μπαλκόνι» (με λεπταίσθητες εικόνες επιτυγχάνεται η αναγωγή από το συγχρονικό στο διαχρονικό, από το πραγματικό στο ονειρικό και γενικά η ποιητική απογείωση) και «Ωδή στις σεπτές κυρίες» (εδώ αποτυπώνεται ο κλειστός κόσμος των γυναικών, που βιώνουν την πλήξη και σπαταλούν τη ζωή τους έγκλειστες στα αρχοντικά τους). Ίσως στα εκτενέστερα, πιο αφηγηματικά ποιήματα του βιβλίου η έμπνευση να ξεθυμαίνει κάπως, καθώς ο λόγος τείνει να πλατειάζει. Σε γενικές γραμμές, όμως, ο Μπάμπης Αναγιωτός κατορθώνει να γράψει ώριμα και αξιόλογα ποιήματα για την πόλη του και να υποβάλει την αισθητική συγκίνηση με καλοπλασμένους στίχους, αξιοποιώντας αποτελεσματικά την προσωδία.

.

Μ.Α. ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ

Ένας ποιητής-Αναγνώστης

Ο Μπάμπης Αναγιωτός κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες τη νέα του ποιητική συλλογή, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μνήμες μιας Πόλης» η οποία έρχεται μετά από πολλά χρόνια να προστεθεί στο σύνολο του εκδομένου έργου του, αφότου κυκλοφόρησε η πρώτη του συλλογή με τίτλο «Πορεία» (Λεμεσός, 1980) και η δεύτερή του, με τίτλο «Συνειρμοί» (Λεμεσός, 1984). Και οι δύο συλλογές έτυχαν ευμενούς υποδοχής, ώστε να πάρουν Έπαινο από το Υπουργείο Παιδείας (μάλιστα, η πρώτη πήρε έπαινο για «έργο νέου λογοτέχνη»). Έκτοτε, κινήθηκε στη συγγραφή θεατρικών κειμένων τα οποία ανεβάστηκαν με επιτυχία από διάφορους θιάσους στην Κύπρο, στη συγγραφή μιας σειράς παιδικών ιστοριών από τη Μυθολογία και την Ιστορία της Κύπρου. Το μυθιστόρημά του «Λίνα» (εκδόσεις Επιφανίου 2008) ήταν η πρώτη του προσπάθεια στο μυθιστόρημα.
Το έργο του Μπάμπη το γνωρίζω από την περίοδο των μαθητικών μας χρόνων στο Λανίτειο, από την εποχή των σπουδών μας (εκείνος στη Μόσχα κι εγώ στην Αθήνα), αλλά όσα χρόνια έτυχε να βρίσκομαι στο εξωτερικό (1979-2002) δεν έπαψα να παρακολουθώ το έργο του: ποιητικό, πεζό, θεατρικό και συλλεκτικό-ερευνητικό. Πιστεύω στο φυσικό ταλέντο του ανθρώπου αυτού στην συγγραφή, το οποίο πηγάζει από τις ευαισθησίες, τις ανησυχίες και το αστείρευτο ταλέντο του. Είχα την τύχη να επιμεληθώ στην Αθήνα το 1976 την πρώτη του «συλλογή» στις αθώες εκδόσεις που δοκιμάσαμε να ετοιμάσουμε με τις «Εκδόσεις Προοδευτική», στη φοιτητική ένωση της Αθήνας, όπου με μεγάλη δυσκολία «στοιχειοθετήσαμε» κυριολεκτικά το βιβλίο σελίδα σελίδα. Έγινε η επίσημη παρουσίασή της συλλογής με δική μου ομιλία για «Το έργο του ποιητή Μπάμπη Αναγιωτού», όπου εξαντλήθηκαν σε χρόνο ρεκόρ όλα τα αντίτυπα, γύρω στα 35 αν θυμάμαι καλώς. Στη συλλογή αυτή, συμπεριλαμβάνονταν και κάποια διηγήματα, ένα μάλιστα, με τίτλο «Ο Βασιλικός» (με θέμα την ελληνο-τουρκική φιλία στη Λεμεσό, όταν το θέμα αυτό δεν «πουλούσε», ήταν μάλλον επικίνδυνο), το χρησιμοποίησαν πολλοί εκπαιδευτικοί στην Αυστραλία στα μαθήματά τους, στα εκεί παροικιακά σχολεία. Ευτυχώς, έχω διασώσει ένα αντίγραφο στο προσωπικό μου αρχείο. Διάβασα τα δοκίμια και της δεύτερης συλλογής του και, κατά τη διάρκεια των ετών, διατηρήσαμε κάποια αλληλογραφία, κατά καιρούς, όσο επέτρεπαν και των δυο μας οι υποχρεώσεις. Κάποτε απομακρυνόμασταν και κάποτε βρισκόμασταν, αλλά ποτέ δεν χαθήκαμε ούτε χάσαμε πνευματική επαφή. Ένα, μάλιστα ποίημα, για τον Χριστόδουλο Σώζο, με τίτλο «Ο Πόνος της Αρχόντισσας» (37-40), κατά δική του ομολογία στις υποσημειώσεις και τον πλούσιο υπομνηματισμό (που διατρέχουν το κάθε ποίημα, για ενίσχυση των γνώσεων του αναγνώστη, έτσι ώστε να γίνουν πιο βατά τα ποιήματα), έγινε στην εκδήλωση που οργανώσαμε από το Ιστορικό Αρχείο στη Δημοτικό Μέγαρο, στις 6 Δεκεμβρίου 2012, όπου η Σάντρα Ζήνωνος μίλησε για κάποιες οικογενειακές μνήμες που έμειναν στην ευρύτερη οικογένεια του ήρωα-Δημάρχου Χριστόδουλου Σώζου. Έτσι, «ξανασυναντηθήκαμε», έστω εμμέσως.
Έτσι, όταν πήρα τη νέα μου συλλογή στα χέρια μου, είχα αρκετά στοιχεία στην φιλολογική μου φαρέτρα και παρακαταθήκη για να ξεκινήσω το διάβασμα. Φυσικά, γνώριζα την ύπαρξη αυτής της συλλογής όταν ξεκινούσε να γράφεται πριν πολλά χρόνια, όταν, παρεμπιπτόντως, συζητούσαν με τον Μάριο Τόκα τη μελοποίηση των ποιημάτων ως στιχουργική βάση. Το εγχείρημα δεν τελεσφόρησε… Όμως, έμεινε «δώρο ασημένιο νόμισμα» και να το, τώρα, που εκδίδεται ως μια ενιαία ποιητική συλλογή, η οποία ένεκα του περιεχομένου των ποιημάτων – όλα για τη Λεμεσό – διανθίζεται από πίνακες του αρχιτέκτονα Τάσου Ανδρέου, με το βιβλίο του οποίου, Λεμεσός. Αναδρομή Μνήμης (Νότος, 2009), η συλλογή του Μπάμπη είναι σαν να ρίχνουν διαγώνιες, φιλικές ματιές η μια της άλλης!
Ανέφερα, ειδικά, τη μελοποίηση στίχων του, γιατί ο Μπάμπης έχει ευτυχήσει ώστε κάποιοι στίχοι του να γίνουν τραγούδια. «Κάνεις τα όνειρά σου προσευχή», λέει σε ένα από αυτά, το «Ταξί», και στο τραγούδι «Γυναίκα», διαβάζουμε τους καταπληκτικούς στίχους «στο στήθος τους σε χάραξαν/ παράδεισου σημάδι» με τη μελοποίηση του Βάσου Αργυρίδη, και με ερμηνεία του Κώστα Μακεδόνα στον πολυσυλλεκτικό δίσκο του Κώστα Μακεδόνα «Του έρωτα το φως».

Ξεκίνησα κι εγώ να μελετώ την νέα του συλλογή από την πλευρά της μνήμης, γιατί, καθώς παραθέτει ο ίδιος στη λυρική εισαγωγή, που έθεσε «Αντί Προλόγου», με τίτλο «Αναζητώντας τη χαμένη μνήμη», όλα στο έργο αυτό είναι Μνήμη, όχι χαμένη, αλλά βιωμένη, άλλοτε ουσιαστικά και άλλοτε υποθετικά (ένεκα των διαβασμάτων του Μπάμπη στην ιστορία της Λεμεσού, αλλά και της πλούσιας Κυπρολογικής και Λεμεσιανοκεντρικής του Βιβλιοθήκης).

Η συλλογή περιέχει 21 ποιήματα και δυο πεζά: η εισαγωγή και ο επίλογος, και τα δυο με θέμα τη μνήμη. Όλων, όμως των κειμένων, ο άξονας επί του οποίου αναπτύσσει ο ποιητής τη θεματική τους είναι η σχέση ανάμεσα στο πριν και το τώρα ως θετική εμπειρία η οποία έμεινε φιλτραρισμένη ως ανά-μνηση. Γενικά, σε ποιήματα αυτού του είδους και τύπου, όπου η μνήμη ως ανάμνηση τροφοδοτεί την καλλιτεχνική εμπειρία πλέον, βρίσκουμε το ενδιαφέρον. Δηλαδή, το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και όχι το πραγματολογικό περιεχόμενο των ποιημάτων. Η μνήμη, που άφησε η πόλη ως εμπράγματο πολιτισμικό φαινόμενο και όχι τα δεδομένα αυτά καθ’ εαυτά, δίνονται με τη χρήση ενός συστήματος όπου οι εικόνες και οι αναμνήσεις μετασχηματίζονται σε αισθητικό αποτέλεσμα. Ανάμεσά στην εμπειρία και τη γραφή υπάρχει μια φαντασιακή ανάπλαση την οποία ο Αναγιωτός δίνει με την αφηγηματική του τεχνική, η οποία στα περισσότερα κείμενα ακολουθεί την παραδοσιακή στιχουργική, δηλαδή, πιο κοντά στην αισθητική της εποχής που γέννησε τα αντικείμενα τα οποία πραγματεύεται ο ποιητής π.χ. Ακταίον, αποβάθρες, δρόμοι, κτήρια, άνθρωποι του παρελθόντος. Δεν είναι τυχαίο που ο ποιητής έδωσε αυτό τον τίτλο στη συλλογή του «Μνήμες μιας πόλης». Αξιοποιώντας, την «εποικοδομητική ασάφεια», που τόσο ταλαιπώρησε την πολιτική σκηνή της Κύπρου (!), ο Αναγιωτός, κινούμενος σε ένα πνεύμα ιδιάζοντος συμβολισμού στη γραφή του, υπαινίσσεται ότι τα «πράγματα» της πόλης του από «αντικείμενα» γίνονται «κειμήλια» μέσα από το πέρασμα του χρόνου, αφενός, και της επίδρασης της μνήμης, αφετέρου. Δημιουργεί αυτό που ονομάζουμε ‘αντικειμενική συστοιχία’, όπου δημιουργείται μια εξίσωση των χωροχρονικών πλαισίων με το αντικείμενο που περιγράφεται. Ιδού ένα παράδειγμα από το ποίημα «Ακταίο» (σελ. 11), το οποίο αντιπροσωπεύει ως «μνήμη» την παλαιά, ρομαντική Λεμεσό του Μεσοπολέμου:

Ήσουν γυάλινο καράβι
αραγμένο στο μουράγιο
που ταξίδευες μ’ αμπάρι
κέφι, πνεύμα φορτωμένο.
Πάει καιρός που ’χεις σαλπάρει
σ’ άλλον κόσμο μαγεμένο
και στη θέση σου τρεις γλάροι
να θυμίζουν το ναυάγιο.

Η Λεμεσός είναι η πιο τραγουδημένη πόλη της Κύπρου. Είναι η πόλη της Κύπρου που έχουν γραφτεί χιλιάδες στίχοι γι’ αυτήν, έχουν γραφτεί εκατοντάδες βιβλία με θέμα την ιστορική της πορεία και, γενικά, η πολιτιστική πρωτεύουσα του νησιού, πολύ πριν ξεκινήσει ο θεσμός των ευρωπαϊκών πολιτιστικών πρωτευουσών. Ο Τάσος Ανδρέου, που υπογράφει τα σχέδια που συμπληρώνουν τη θεματική των ποιημάτων, θεωρείται από τους πιο καλούς γνώστες της σύγχρονης ιστορίας της Λεμεσού. Είναι, εκτιμώ, ευτυχής συγκυρία αυτή η δημιουργική συνάντηση του ποιητή Μπάμπη Αναγιωτού με τον αρχιτέκτονα και εικαστικό καλλιτέχνη Τάσο Ανδρέου. Το βιβλίο του Λεμεσός. Αναδρομή Μνήμης (εκδ. Νόστος, 2009), διασταυρώνεται εικαστικά σε πολλά σημεία με την ποίηση του Μπάμπη. Θεωρώ το «Μνήμες μιας Πόλης» με το Λεμεσός. Αναδρομή Μνήμης, δίδυμα έργα. Θα πρέπει να διαβάζονται (και) μαζί.

Η συλλογή του Μπάμπη Αναγιωτού θα μπορούσε να έχει ως υπότιτλο «Ένα ποιητικό Δοκίμιο για τη Λεμεσό». Τόσο η θεματογραφία των ποιημάτων, όσο η εικαστική φιλοξενία του Τάσου Ανδρέου, όσο και ο υπομνηματισμός σε κάθε έργο αναφορικά με την ιστορική πτυχή του κάθε τι που αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα, παραπέμπουν σε ένα τέτοιο ποιητικό είδος. Κινείται με τον ίδιο τρόπο που κινούνται οι ταινίες του Θεόδωρου Αγγελόπουλου μέσα στο σώμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ως κινηματογραφικά δοκίμια ιστορίας. Ο Μπάμπης κινείται οριζόντια, κάθετα και διαγωνίως μέσα στο σώμα της ιστορίας της πόλης και ξετρυπώνει σημαντικές λεπτομέρειες που μόνο ένας ποιητής μπορεί να ανακαλύψει. Όλα δίνονται από την πλευρά του ποιητή, εκείνου του ανθρώπου, δηλαδή, που δοκιμάζει να ευαισθητοποιήσει τα ιστορικά δεδομένα και όχι να τα καταγράψει ως ιστορικά δεδομένα, που άλλωστε έχουν ήδη καταγραφεί στα βιβλία Ιστορίας από τους εκάστοτε ειδικούς του κάθε θέματος. Με τον ίδιο τρόπο κινούνται και οι πίνακες του Τάσου Ανδρέου. Ελλειπτικά. Ο Τάσος αφήνει μεγάλα λευκά, κενά σε κάθε πίνακα, για να υποδηλώσει, θαρρώ, το κενό που θα πρέπει να ανακαλύψει ο «αναγνώστης» του πίνακα.

Η μνήμη είναι ο ένας αντίποδας που υπάρχει στη συλλογή. Ο άλλος αντίποδας είναι το στοιχείο της Εντοπιότητας, εκείνης, δηλαδή, της δημιουργικής ιδιότητας που θα πρέπει να διαθέτουν οι ερευνητές, οι καλλιτέχνες κ.λπ., όταν προσεγγίζουν ένα «τόπο», όχι ως μια αδρανή και αμετακίνητη τοπικιστική πράξη, αλλά ως δημιουργική πρόταση για αυτό που απλά λέμε «χρώματα κι αρώματα» ενός τόπου. Μπορώ να χαρακτηρίσω αυτή τη συλλογή ως μια ποιητική πράξη στην ανίχνευση της εντοπιότητας ως βασικής παραμέτρου της μνήμης, για το οποίο θα κάνουμε λόγο πιο κάτω, εκτενέστερα.

Ένα βασικό στοιχείο της συλλογής είναι ότι ξεκίνησε για να γίνει μια στιχουργική βάση για μελοποίηση και ολοκληρώθηκε ως ποιητική συλλογή. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον στιχουργό και τον ποιητή είναι το πρακτικό αποτέλεσμα. Δηλαδή, ο στιχουργός γράφει εκτάκτως για να μελοποιηθούν τα κείμενά του, χωρίς να περιμένει αυτά να αποτελέσουν τον κορμό μιας ποιητικής, εκδομένης συλλογής, ενώ ο ποιητής γράφει συστηματικά για να κυκλοφορήσουν τα κείμενά του ως τυπωμένο ποιητικό βιβλίο. Δεν είναι θέμα της ποιότητας του κειμένου ή όχι, αλλά η πρακτική που ακολουθείται μέχρι να γραφτεί το κείμενο. Επιμένω στη λέξη «κείμενο» γιατί και οι στίχοι και το ποίημα είναι ένα «κείμενο» με δομή και διάταξη στιχουργική. Ο Μπάμπης επιμένει σ’ αυτό που ονομάζουμε η ‘ακρίβεια της λέξης’, γιατί η επιλογή της σωστής λέξης είναι προϋπόθεση της ποιητικής και είναι σ’ αυτή την ελάχιστη λεκτική μονάδα που στηρίζεται ένα ποίημα.

Η συλλογή «Μνήμες μιας πόλης» κινείται σε έναν ενδιάμεσο χώρο. Είναι μια συλλογή στίχων για μελοποίηση (σε ένα μεγάλο μέρος της, τον αρχικό πυρήνα), που ευτύχησε να μετεξελιχθεί σε ποιητική (καθαρόαιμη) συλλογή. Ιδού δυο παραδείγματα:

Aπ’ το μπαλκόνι σου αδιάφορα κοιτάζεις
τα σπίτια γύρω σου χάρτινο σκηνικό
μέσα στο όνειρο τον δρόμο σου χαράζεις
φεύγεις και χάνεσαι μα μένεις πάντα εδώ.
(Το Μπαλκόνι», σελ. 21)

Στα νιάτα μου ονειρεύτηκα στης θάλασσας τα βάθη
να ταξιδέψω, σκίζοντας πλατιούς ωκεανούς,
του ποιητή π’ αγάπησα τους στίχους και τα πάθη
ν’ ακολουθήσω τη γραμμή κι όπου δεν βγάζει ο νους.
(«A bord du s/s/ Marabou 2013»

Ο Μπάμπης Αναγιωτός στη συλλογή αυτή μεταμορφώνει το παρελθόν της Λεμεσού σε αφήγηση για όλες τις εποχές. Τα ζητήματα που θέτει ο ποιητής στη συλλογή αυτή είναι πολλά και πολυσύνθετα, γιατί ενώ αφορούν τη μνήμη μιας πόλης, αφορούν ταυτόχρονα και το μέλλον της. Τον απασχολεί όχι πώς θα περισωθεί η μνήμη μιας πόλης, της Λεμεσού εν προκειμένω, αλλά το πώς θα αξιοποιηθεί εκείνο το σύνθετο πρότυπο που συνιστούν, τοπόσημα όπως: «Το Ακταίον», «Η Πλατεία Ηρώων», «Τα Τέσσερα φανάρκα», «Το Ριάλτο» και «Το Γιορδαμλή» και πρόσωπα της λεμεσιανής ιστορίας όπως: «Ο Σώζος», «Ο Πάνος Φασουλιώτης», «Ο Πλουτής» και όλοι εκείνοι που ανάστησαν τη Λεμεσό μέσα από την πολιτική, την κοινωνική και την εν γένει πολιτιστική τους δράση, όχι ως μέρος της βιωμένης τους Ζωής (από τη γέννης μέχρι τον θάνατό τους, αλλά του Βίου τους (η ζωή που ξεκινά μετά το φυσικό της τέλος). Ως λαμπρά παραδείγματα προς μίμησιν, ως «raw models», που θα λέγαμε αγγλιστί. Δηλαδή, εκείνα που αναφέρονται ή αποδίδονται σε ένα άτομο ή ένα γεγονός ως δημιουργικές ή καταλυτικές ιδιότητας. Έτσι, μετά από την ανάγνωση του κάθε ποιήματος (με τις υποσημειώσεις και την εικαστική του φιλοξενία) προκύπτουν μια σειρά ερεθιστικών ερωτημάτων, όπως: Μπορεί κάποιος να βάλει όρια στη μνήμη ενός ποιητή για την πόλη του; Κι αν ναι, πώς σχετίζονται με την ακρίβεια των πραγματολογικών δεδομένων; Ποια η διαφορά ανάμεσα στη διάρκεια και τον στιγμιαίο χρόνο; Πώς διαχειριζόμαστε τον θησαυρό της μνήμης; Πώς μπορεί ένας ποιητής να φτάσει ώστε να σηματοδοτήσει δημιουργικά εκείνο το επικίνδυνο πέρασμα από την απλή παράθεση ονομάτων, δηλαδή σε μια ξερή παράθεση ονομάτων στην επιβραδυντική αφήγηση, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ποίημα «Ο Χορός» (σελ.29-32); Ποια η διαφορά της πραγματικής από την πιθανή ζωή; Πώς και πότε αντιστοιχεί ο γραπτός κόσμος στον πραγματικό; Στο ποίημα «Πλατεία Ηρώων» (σελ.35-36) διαβλέπω να δικαιώνονται όλα αυτά τα ερωτήματα και κυρίως στις τελευταίες στροφές:

[…] Μπήκα και κάθισα στη θέση μου μα πού
να δω παράσταση κείνο το βράδυ
βαθειά στη σκέψη μια πανούργα αλεπού
ροκάνιζε το μέσα μου σκοτάδι.

Ξάφνου στην άδεια τη σκηνή χύθηκε φως
κι ο τύπος ο σκληρός ορθός στη μέση
σαν ήρωας μιας τραγωδίας θεϊκός
έσπασε τη σιωπή που είχε πέσει.

– Μη με κοιτάτε τώρα σοβαροί
εσείς τη γράψατε αυτή την ιστορία
για να ’χετε όλη την πόλη καθαρή
γεμίσατε σκουπίδια την Πλατεία.

Ενώ πρόκειται για μια συλλογή που ο τίτλος της παραπέμπει στη «μνήμη» ως εκείνη την άυλη δύναμη που κρατά τους ανθρώπους συναισθηματικά δεμένους με το παρελθόν τους, εντούτοις η προσέγγιση του Αναγιωτού, ως προς το τι συναποτελεί τις «μνήμες μιας πόλης» (καθώς αναφέρει στον τίτλο), είναι πολλά υλικά και άυλα στοιχεία. Η συλλογή του Μπάμπη καταγράφει με τον καλύτερο τρόπο αυτό που σήμερα επιστημονικά καταγράφεται ως «Άυλη και Υλική Πολιτιστική Κληρονομιά» . Πέρα από τα ποιήματα που αποτελούν το καλλιτεχνικό μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας ένιωσε την ανάγκη, πάλι με ένα λυρικό τρόπο, να εκθέσει στην εισαγωγή της συλλογής με τίτλο: «Αναζητώντας τη χαμένη μνήμη» (σελ. 9) μια θέση την οποία έδωσε σε μια εξελικτική πορεία, ξεκινώντας από το «Η μνήμη εν στέκει σ’ έναν τόπον. Για παρπατά, για βουρά» την οποία μετεξέλιξε στη συνέχεια σε: «Η μνήμη ποτέ δεν σταματά να πάρει μιαν ανάσα» κι αμέσως μετά, μέσω του στόματος κάποιου τρίτου που ακούμε δίκην διαλόγου, ακούμε πως: «Η μνήμη ποτέ δεν ξαποσταίνει. Ή περπατά ή τρέχει με χίλια[…] πάνω σε Χιλιάρα[…] και μας προσπερνά στη μεγάλη Λεωφόρο». Αυτή η ταχύτητα που πιστώνει ως βασικό στοιχείο στη μνήμη, παίρνει ανάλογες ποιητικές στροφές στα ποιήματα, με τη δύναμη ρημάτων όπως:

Θυμίζουν [το ναυάγιο] σελ.11

Άλλοτε ουσιαστικά όπως:

Θύμηση, σελ.15

Άλλοτε μετατρέπεται φράσεις όπως:

Μέσα στη σκόνη του καιρού, σελ.13
Ξεθωριασμένες αναμνήσεις, σελ.13
Όμως στον χρόνο ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί; σελ.19

Ένα βασικό θέμα της συλλογής είναι ο θάνατος, ο οποίος δεν αφορά μόνο την πόλη (θάνατος κτηρίων, δρόμων, τοποσήμων κ.λπ.), αλλά ο θάνατος ως το τέλος της ζωής, γι’ αυτό και υπάρχουν πολλές στιγμές όπου ο ποιητής πραγματεύεται το ζήτημα αυτό μέσα από πολλές θέσεις, στιγμές, εκφάνσεις κ.λπ. Υπάρχει ένα ολόκληρο ποίημα με τίτλο «Ο Θάνατος» (σελ.23-24), το οποίο είναι αφιερωμένο σε ένα μεγάλο τέκνο της πόλης, τον Γεώργιο Σ. Φραγκούδη, που η δράση του ξεπέρασε τα όρια της Κύπρου με το έργο του στην Αθήνα:

Σήμερα πεθαίνουμε παγερά μονάχοι
σε γηροκομεία φριχτά και κλινικές
κι είναι τώρα ο θάνατος μια χαμένη μάχη
κι είναι πια τώρα ο θάνατος, θάνατος δυο φορές (σελ.23)

Μη γύρει και παραδοθεί στον φόβο του θανάτου (σελ.25)

Ο Αναγιωτός είναι ένας ποιητής-αναγνώστης, ρυθμίζοντας σταθερά τη διακειμενικότητα της έμπνευσής του, ένεκα της φύσης των ποιημάτων που κινούνται ανάμεσα στη σχέση που δημιουργείται στο κείμενο (το τελικό ποίημα) και το διακείμενο (τα άλλα έργα που ενυπάρχουν μέσα στο κάθε ποίημα). Με την έννοια «Διακειμενικότητα», που αρχικά την οφείλουμε στην Julia Kristeva , (η οποία με τη σειρά της δέχτηκε επιδράσεις από τους Saussure και Bakhtin) εννοούμε «ένα ή περισσότερα κείμενα, που ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει προκειμένου να κατανοήσει ένα λογοτεχνικό κείμενο στην πλήρη του σημασία» . Η διακειμενικότητα, στο έργο αυτό του Μπάμπη Αναγιωτού, είναι «εκ των ων ουκ άνευ». Εντοπίζοντας τη διακειμενικότητα στο έργο του Αναγιωτού, μπορούμε να έχουμε καλύτερη εποπτεία του παραχθέντος ποιητικού έργου. Μας βοηθά, επίσης, να το νοηματοδοτήσουμε, να φωτίσουμε το ποίημα που λειτουργεί δίκην παλίμψηστου, δηλαδή, που ‘πατά’ θεματικά πάνω σ’ ένα παλαιότερο ‘κείμενο’, όχι με την έννοια του γραπτού κειμένου, αλλά ως στοιχείου που κουβαλά τη δική του αφήγηση μέσα στον χρόνο, που, άλλωστε, ο ποιητής φρόντισε να παραθέσει στις υποσημειώσεις του στο τέλος κάθε ποιήματος.

Ως ιστορικό διακείμενο για τον Αναγιωτό παρατηρούμε ότι λειτουργεί κάθε τι λεμεσιανό: οικία, δρόμος, πρόσωπο, βιβλίο, επιγραφή κ.λπ., τα οποία ο ποιητής φωτίζει ανάλογα με το πού θα ήθελε να κατευθύνει το ποίημα ξε-φεύγοντας από το ιστορικό περίβλημα του ιδίου του αντικειμένου. Πολλά ποιήματα έχουν τις αφορμές, αλλά και τις εφορμήσεις τους σε κάτι που διάβασε. Ως συλλέκτης βιβλίων (και όχι μόνο) για τη Λεμεσό και την Κύπρο εν γένει, έχει την ευκαιρία να βυθίζεται μέσα σε παλιά βιβλία από τα οποία «κλέβει» φράσεις τις οποίες μετουσιώνει σε ποίηση, δίνοντας όμως σε υποσημειώσεις τις πηγές του. Θα δώσω ένα μόνο παράδειγμα: Στο ποίημα «Η του Δασκάλου πράξις» (σελ. 25-26) αφιερωμένο στη μνήμη του σχολάρχη της Λεμεσού Ανδρέα Θεμιστοκλέους (1843-1918), διαβάζουμε τον στίχο «έδωσες και αγόρασες μίαν υδρόγειο σφαίρα», κι αμέσως στις υποσημειώσεις διαβάζουμε: «… προμηθευόμενος δι’ αδράς εξ ιδίων δαπάνης πολύτιμα συγγράμματα, επιστημονικά περιοδικά, όργανα φυσικής και αστρονομίας», από απόσπασμα πανηγυρικού που εκφώνησε ο γυμνασιάρχης και γαμπρός του Αργυρός Δρουσιώτης το 1911, που το βρίσκουμε στο βιβλίο του Κλεόβουλου Μυριανθοπούλου Δύο Μεγάλαι Μορφαί – Ανδρέας Θεμιστοκλέους, Χριστόδουλος Σώζος, Λεμεσός, 1938, σελ. 18-19. Εδώ βλέπουμε την ευαισθησία του ποιητή να εμπνευστεί από την πράξη του δασκάλου να αγοράσει ‘όργανα φυσικής και αστρονομίας’, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα ‘υδρόγειο σφαίρα’. Πρόκειται για την καλλιτεχνική ματιά η οποία ξεκινά από την ευαισθησία που δείχνει ο καλλιτέχνης απέναντι στα μικρά ή ακόμα σ’ αυτά που υπονοούνται, όπως η «υδρόγειος σφαίρα» του ποιήματος, για να πετύχει την ομοιοηχία με τον «αιθέρα».

Ένα στοιχείο, καθώς υπαινίχθηκα στην αρχή, που διέπει τη συλλογή αυτή, είναι το δημιουργικό στοιχείο της Εντοπιότητας. Όλα τα ποιήματα κινούνται γύρω από αυτό τον φιλοσοφικό άξονα που εξετάζει το «εντόπιο» στοιχείο, όπως μας το κληροδότησε ο Αριστοτέλης, ως ένα βασικό σημείο αναφοράς της ταυτότητας ενός λαού. Σήμερα, ιδιαίτερα με το άνοιγμα του κόσμου στην παγκοσμιοποίηση (όχι την οικουμενικότητα), οι άνθρωποι δεν έχουν πολλά σημεία αναφοράς ώστε να νιώθουν ότι ανήκουν κάπου σε ένα σταθερό σημείο. Το αίσθημα του «ανήκειν» είναι ένα ζητούμενο σήμερα στην εποχή μας. Η εικόνα της Λεμεσού και κυρίως το παραλιακό μέτωπο, όπως έχει απαθανατιστεί στις φωτογραφίες των J. P. Foscolo και Edward (Voskeritchian), αποτελεί μια βασική πηγή έμπνευσης γι’ αυτή την εντοπιότητα αναφορικά με τη σύνδεση με την πόλη. Η θάλασσα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο γι’ αυτή την αίσθηση των Λεμεσιανών για την πόλη τους, την οποία ο Αναγιωτός εγκιβωτίζει στο ποίημα «Θάλασσα» (σελ. 20-21), από το οποίο γράφουμε το «ρεφρέν»:

Mα είναι πάντα κάτι πιο βαθύ
που άλλους περιμένει
η θάλασσα, η θάλασσα
πάντα θα μένει.

Υπάρχουν, όμως, πέρα από τη θάλασσα ως το ενοποιητικό στοιχείο ακόμα τέσσερις άξονες που συνιστούν την ουσία μιας πόλης: η γεωγραφική της θέση, η θέση της μέσα στην ιστορία, τα προϊόντα της, η πολιτιστική και πνευματική της δημιουργία και η κουλτούρα των ανθρώπων της πόλης. Η Λεμεσός, επίσης, διαθέτει τέσσερα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: τον ήχο της, δηλαδή οι λεμεσιανές καντάδες. Το άρωμά της, δηλαδή η Κουμανδαρία, το παλαιότερο κρασί, με το ίδιο όνομα, του κόσμου, το χρώμα της, δηλαδή η ώχρα με την οποία βάφονταν τα περισσότερα σπίτια, και η ψυχή της, που είναι η χαμογελαστή διάθεση των κατοίκων της Όλα αυτά μαζί, καθορίζουν την ‘εντοπιότητα’ των Λεμεσιανών, η οποία προσδίδει και τα ιδιαίτερα τους γνωρίσματα. Τα πνευματικά και υλικά μνημεία, που σφράγισαν την πόλη ως ένα σταυροδρόμι ιστορίας και πολιτισμού, είναι το ορατό σημείο αυτού του λεμεσιανού κόσμου. Ο Μπάμπης Αναγιωτός, σ’ αυτή τη συλλογή, πραγματεύεται πολλά από αυτά τα στοιχεία της εντοπιότητας.

Πριν κλείσουμε την προσέγγισή μας, θα ήθελα να κάνω και μια επισήμανση, αναφορικά με την παρουσία της «Γυναίκας» ως φορέας μνήμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Ο πόνος της Αρχόντισσας» (σελ. 37-38), αφιερωμένο στη Μαρία Χριστοδούλου Χατζηπαύλου, μητέρα του ήρωα-δημάρχου της πόλης, Χριστόδουλου Χατζηπαύλου, που έπεσε ηρωικά στο Μπιζάνι, στις 6 Δεκεμβρίου του 1912, όντας εν ενεργεία Δήμαρχος της Λεμεσού. Είναι σαν σε όλη τη συλλογή να εμφανίζονται κάθε τόσο «Κυρίες στο μετάξι, στο σατέν» («Ο Χορός», σελ. 30). Εμφανίζονται κάποτε με τη μορφή της Πολυξένης Λοϊζιάδος ή της Ελένης Αυτονόμου («Ο Χορός», σελ. 31) ή σε μια μεγάλη αντίθεση από τις σεμνές δασκάλες σαν «Νέα πουτάνα από την Ουκρανία» («Πλατεία Ηρώων», σελ. 35). Υπάρχει διάχυτη η γυναικεία παρουσία στο έργο, είτε ως «η κυρία του παλιού αρχοντικού» («Το Κυπαρίσσι», σελ. 45), είτε ως επίκληση στις «σεπτές κυρίες που αργοσαλεύετε/στο θαμπόφωτο των σαλονιών σας» («Ωδή στις σεπτές κυρίες» (σελ. 61) είτε στην καταληκτική ποιητική φράση «η αγαπημένη μου γιαγιά άφησε χρόνους/αφού στυλώθηκα στο μπόι αρκετά» («Ναβαρίνου και Ειρήνης γωνία», σελ. 15).

Τελικά, η Συλλογή «Μνήμες μιας πόλης», του Μπάμπη Αναγιωτού, είναι ένα από τα πιο χρήσιμα βιβλία για τη Λεμεσό, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως ένας ύμνος για τη δημιουργική δύναμη της πόλης, αλλά και της δημιουργικής φαντασίας που θα πρέπει να διέπει το έργο των ποιητών ή των καλλιτεχνών γενικά. Κυρίως, όταν αξιοποιούν ένα πλήθος πληροφοριών για να συνθέσουν ένα κάτοπτρο, ώστε μέσα σ’ αυτό να βλέπουν οι πολίτες πώς το παρελθόν μιας πόλης μπορεί να μετουσιωθεί σε αφήγηση για όλες τις εποχές, με βάση τη δημιουργική δύναμη που προσφέρει η εντοπιότητα, εκείνο το στοιχείο που θα πρέπει να υπάρχει σε κάθε έργο που θέλει να ονομάζεται χρήσιμο.

Ως εν κατακλείδι, θα ήθελα να παραθέσω μια στροφή που κλείνει όλη την ποιητική πορεία του Μπάμπη Αναγιωτού:

Ως νέος ποιητής κι εγώ έκανα το αμάρτημα
κτίζοντας ποιήματα σαν ένδοξους ναούς
δεν θα τα αποκήρυσσα, όμως, ωσάν παράρτημα
εκδίδω τώρα στίχους απλούς και ταπεινούς.
(«Νέοι Ποιητές», σελ. 56)

.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ

Στη Λεμεσό των εφηβικών μας χρόνων μας ταξιδεύει ο Μπάμπης Αναγιωτός με τη νέα ποιητική του συλλογή Μνήμες μιας πόλης, Λεμεσός, Δεκ. 2013. Οι ερευνη-τικές εργασίες που έχει διεξέλθει, οι οποίες προκύπτουν από τις πολλές υποση-μειώσεις, και συνακόλουθα και τα πιο πολλά ποιήματα, εντρυφούν περισσότερο στη Λεμεσό των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Η οποία όμως Λεμεσός, του-λάχιστον ως τη δεκαετία του ’50 που τη ζήσαμε ως έφηβοι, δεν είχε αλλάξει πο-σώς. Ήταν η μικρή ζεστή πόλη των 25 χιλιάδων που ξεκινούσε από τον Δημόσιο Κήπο κι έφτανε ως το Κουμποποιείο στον Άη Γιάννη, όπου η μετέπειτα Λεωφόρος Μακαρίου ήταν το By-pass που έφτιαξαν οι Άγγλοι (1950-51) για να ενώνει τις βάσεις Δεκέλειας και Ακρωτηριού περνώντας …έξω από την πόλη! Ήταν η πόλη με την πολύβουη λαϊκή αγορά στο κέντρο, τα αρχοντικά με τα μπαλκόνια στους στε-νούς δρόμους στην περιοχή της Καθολικής, τα ζαχαροπλαστεία και τις αποβάθρες στην παραλία, τις λέσχες στην Αγίου Ανδρέου, κι αργότερα τα λαϊκά καφέ και τα θερινά σινεμά στη Γλάδστωνος, όπου μαζεύονταν όλοι οι Λεμεσιανοί…
Ο Μπάμπης μιλά με αγάπη για την πόλη και τους ανθρώπους της, πιο πολύ για τους ανθρώπους. Νοσταλγεί όμως τα παλιά σκηνικά, που είναι διάσπαρτα μες στο βιβλίο (πίνακες που φιλοτέχνησε ο Τάσος Ανδρέου), και συγκλονίζεται κυριολεκτι-κά όταν άξαφνα βρίσκεται αντιμέτωπος με τον φόνο ενός παλιού σπιτιού. Περνώ-ντας κάποιο βράδυ σκοτεινό / από την Βασιλείου Μακεδόνος / σ’ αυτόν τον δρό-μο τον στενό και ταπεινό / είδα να γίνεται μπροστά μου ένας φόνος. Στου προ-βολέα το φως το παγερό / και δίπλα στη φιγούρα μιας μιμόζας / ένα ακόμη σπίτι έπεφτε νεκρό / σκληρά σφαγμένο απ’ τη χούφτα της μπουλντόζας. Κι ενόσω συ-ντελείται ο φόνος, πλάθει, με τη φαντασία του, παραστάσεις νοσταλγικές από τις παλιές δόξες του σπιτιού και των ανθρώπων του, κι αφήνει να παρελάσουν απ’ αυ-τό όλοι όσοι άφησαν ιστορία στην πόλη, αστοί και διανοούμενοι. Οι στίχοι του, έμμετροι ομοιοκατάληχτοι, είναι μια επιλογή που ταιριάζει θαυμαστά με το ρεπερ-τόριο της συλλογής, μια επιστροφή στην παλιά ρομαντική εποχή που κυλούσε αρ-γά μέσα σ’ ένα αχνό δίχτυ, όπου πλέκονταν μαζί αξεδιάλυτα μύθος και πραγματι-κότητα. Κι ο μελωδικός νοσταλγικός τρόπος που τραγουδά την παλιά πόλη πόσο ταιριάζει με το ποιητικό κλίμα της συλλογής!
Μένουν μονάχα κάδρα με παλιές / ξεθωριασμένες αναμνήσεις /λίγα αποκόμματα και γκρίζες πινελιές / που δεν μπορείς ποτέ να λησμονήσεις.
[…] «Αυτός ο κόσμος είναι μαγικός / ηδονικά πώς με τυλίγει» / Κοιτάζεις γύρω σου βουβός κι εκστατικός / Δεν ξέρεις πια αν ζεις ή αν έχεις φύγει.
Αγγίζεις τα σημάδια των χεριών / κρύβεις την πόλη στην καρδιά σου / ένα μ’ αυ-τήν κι εσύ, παρόν και παρελθόν / και μέλλον, πάνω στο στερνό το «γεια σου».
Εκείνο που κάνει αίσθηση, πέρα από την ποιητική αφήγηση, σε στυλ μπαλάντας, περιστατικών ή οικογενειακών δραμάτων που άφησαν εποχή, είναι η σατιρική διά-θεση με την οποία ο Μπάμπης Αναγιωτός προσεγγίζει γεγονότα και νοοτροπίες, πιο πολύ τις αστικές νοοτροπίες της περιόδου. Η σατιρική του όμως διάθεση αγγί-ζει και τα πολιτικά γεγονότα. Χαρακτηριστικό επί του προκειμένου το ποίημα Το παλιό γεφύρι, τα «Τέσσερα Φανάρια», πάνω στον παλιό Γαρίλλη, που χώριζε την τουρκική συνοικία στα ανατολικά από την αντίστοιχη ελληνική. Εδώ η πολιτική σά-τιρα αναδύεται μέσα από την αλληγορική αναφορά στη «δίκη» Αρκοντή-Κιαζίμη, δυο γραφικών τύπων της εποχής (ο Αρκοντής Ελληνοκύπριος, ο Κιαζίμης Τουρκο-κύπριος).
Το παλιό γεφύρι στα «Τέσσερα Φανάρια» / θα πήρε όπως φαίνεται λάθος αποστο-λή / όποιος το σχεδίασε τα ’μπλεξε κουβάρια / αντί να σμίγει χώριζε Δύση κι Ανα-τολή.
Ακόμα και στη δίκη Αρκοντή-Κιαζίμη / «το σύνορο θ’ αποτελεί η γέφυρα αυτή», / η Θέμις απεφάνθη, βάζοντας προζύμι / σε μιαν τρελλοδιαίρεση που έκτοτε κρατεί.
Έτσι οι δυο τύποι μοιράσανε την πόλη / βρίσκοντας την απόφαση σαν λύση βολι-κή / γίνανε της τρέλλας οι δυο ακραίοι πόλοι / και συμπαραταχτήκαμε εμείς οι λο-γικοί.

28 Φεβρουαρίου 2014

.

ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ
Α. ΠΑΝΑΤΟΣ

Νέα εποχή Τεύχος 168-169 Σεπτ.-Δεκεμ. 1984

Με το τρίτο του βιβλίο ο Αναγιωτός κάνει ένα «ποιητικό-ποιοτικό» άλμα. Ανανεωμένος όσον αφορά τα εκφραστικά του μέσα και με γλώσσα ®Ηυ διαφέρει από ποίημα σε ποίημα άλλοτε καθαρεύουσα του Εμπειρικού, κι άλλοτε κυπριώτικη του Μαχαιρά υμνεί από τη μια τον έρωτα, τη φύση και το αιώνιο μήνυμα αισιοδοξίας και καρτερίας που εκπέμπει, την ποίηση, τη λυτρωτική δημιουργία, την ανθρωπιά, την ειρήνη και σαρκάζει από την άλλη τον πόλεμο τον εφησυχασμό, το βόλεμα, την καταναλωτική κοινωνία, τη διαστρέβλωση αξιών και ιδανικών, την πατριδοκαπηλεία, το πραξικόπημα του 74 κ.α.
Τρυφερός στο πρώτο μέρος: «Στα πελαγίσια πρόβατα έβλεπε το εκστατικό κυμάτισμα των μαλιών της… Κι όταν στην επίμονη έρημο της αγάπης αντίκρυοε τα κυκλάμινα των ματιών της κατάλαβε πόσο την αγαπούσε».
Γίνεται πιο κάτω ωμός: «Οδηγείτε προσεκτικώς και εφθέως, ουδέποτε δε διαγωνίως της λογικής και καθέτως των αισθήσεων. Μην ρίπτετε επί του οδοστρώματος τους ετοιμοθάνατους συνεπιβάτας σας. Μπορεί τοιουτοτρόπως να προκαλέσετε συνωστισμόν εις τας συνειδήσεις σας. Μην συνουσιάζεοθε επί του παρ – μπριξ. Μπορεί να διεγείρετε την εβαίοθητο επιδερμίδα της ασφάλτου…».
Στη συλλογή δεν υπάρχει δομημένος στίχος κι η όλη διάταξη του υλικού θυμίζει πεζοτράγουδο γι αυτό κι ο συγγραφέας νοιώθει την ανάγκη να βάλει ερωτηματικό στον υπότιτλο: ποίηση (;). Παρ’ όλα αυτά όμως στέκει σαν ποίηση, μια κι ο αναγνώστης δεν έχει παρά να βάλει τη δική του μετρική συμμετέχοντας κατά κάποιο τρόπο και στη δημιουργία. Τα νοήματα υπάρχουν, όπως υπάρχουν και τα εύγλωττα σχέδια του Αντρέα Μακαρίου που υπομνηματίζουν κι υπογραμμίζουν τις ποιητικές αναφορές. Μπορεί μερικά από τα σχέδια αυτά να λειτουργούν ανεξάρτητα από το κείμενο και να υπερτονίζουν το ερωτικό στοιχείο είναι όμως τόσο επιβλητικά που στέκουν από μόνα τους σαν μια παράλληλη δημιουργία.
Ίσως, καλύτερα έτσι. Η φωνή του Αναγιωτού νευρώδης και «χυμώδης» δεν καλύπτεται απ’ αυτά αλλ’ αφήνεται ν’ ακουστεί ευκρινώς μέσα στον πανζουρλισμό της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας:
«… Και τα δεντρά εμαράναν τους καρπούς τους για να μην τους βλέπουν και τα ζωντανό -είδες αν είναι και κτηνά εναγούσαοιν – επήραν των ομματιών τους, για να μην γρικούν την συχαμερήν συνουσίαν. Οι μούγιες εστήσασιν
ζιαφέτιν μέσα σε βοθροειδή κρανία. Και αφού το κακόν αβγάτιζεν απού μέραν της ημέρας, οι άλλοι οι καημένοι, ίντα να κάμουσιν, επιάσαν έναν πεζούνιν, αποθέσασιν στες γαλάτες του την μέλισσαν της ορπίδας και το ελάτρεφσαν
μουλωχτά».

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.