Ο Θεοδόσης Κοντάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968, με καταγωγή από την Ιεράπετρα Κρήτης και από τη Θεσσαλονίκη.
Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Αναγνώριση εδάφους και άλλα ποιήματα (Πλανόδιον, 2009), Τελευταία εποχή (Θράκα, 2016), Μέρες & νύχτες του Οδυσσέα (Κέδρος, 2017). Εξέδωσε επίσης, έναν τόμο με νουβέλες και διηγήματα: Επτά σπίτια (ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου, 2016). Η «Δεύτερη Πορεία» (24 γράμματα, 2022) είναι η τελευταία του ποιητική συλλογή.
Ποιήματα και διηγήματά του έχουν βραβευτεί και δημοσιευτεί σε περιοδικά, καθώς και σε ανθολογίες. Παράλληλα, ασχολείται με την μετάφραση ποίησης από τη γερμανική, την ιταλική, την ισπανική, την καταλανική, τη γαλλική, την πορτογαλική και την αγγλική γλώσσα. Σε μετάφρασή του από τα γερμανικά έχει εκδοθεί η ποιητική συλλογή του Ρ. Huchel Η ένατη ώρα (Βακχικόν, 2017, με την υποστήριξη – χορηγία του Ινστιτούτου Goethe), ενώ έχει εκπονήσει το έργο Ανθολογία γερμανικής ποίησης: 16 γερμανόφωνοι μεταπολεμικοί ποιητές (Οδός Πανός, 2021). Σε μετάφρασή του από τα ιταλικά έχουν εκδοθεί, από τις εκδόσεις Βακχικόν, τα βιβλία: Μ. Luzi, Ποιήματα της ωριμότητας και της όψιμης άνθησης (συνέκδοση με το Fondazione Mario Luzi)· U. Saba, To Βιβλίο των Τραγουδιών (A’ Βραβείο Νέων Μεταφραστών από το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο)· V. Sereni, Τ’ ανθρώπινα εργαλεία – Μεταβλητός αστέρας (με επιχορήγηση του Υπουργείου Εξωτερικών και Διεθνούς Συνεργασίας της Ιταλίας). Τέλος σε δική του ανθολόγηση και μετάφραση έχουν εκδοθεί η ανθολογία “Μετά τον εμφύλιο 16 Ισπανοί ποιητές”
(24 γράμματα, 2022) και “Ανθολογία Καταλανικής ποίησης 12 πρωτοπόροι ποιητές (24 γράμματα, 2023).
.
.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΟΡΕΙΑ (2022)
Α’ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ
Δεν πάει πολλή ώρα που κατέβηκες να κολυμπήσεις τα νερά της
πράσινα σαν τα ’βάφε ο ήλιος – νωθρός εραστής:
στις θάλασσές της είχε καθίσει για καιρό, μα η κορφή
όταν ξεκίνησες -δε θυμάσαι;- χαμένη έμοιαζε σε σύννεφο γκρίζο·
γιατί κι εδώ σκοτεινιάζει συχνά
κι όχι μόνο:
ξεγελασμένοι όσοι μόλις χτες, άγουροι σαν και σένα
περπάτησαν Μάρτη μήνα μεθυσμένοι στη ράχη της –
κάτω απ’ τον ήλιο της γέμισαν τα πρόσωπα ρυτίδες·
κουκουλωμένοι τώρα σκυφτοί περπατούν, βαραίνουν
τα χιόνια στα μαλλιά τους
μα κι από πολύ παλιά
ένα βουητό φτάνει απ’ όσους αλώνιζαν, νέοι σαν και σένα
μες στο κατακαλόκαιρο· μια κρούστα πάγου, διάφανη
σ’ τους καθρεφτίζει τώρα μαρμαρωμένους, αν έσκυβες να δεις
τα μάτια γεμάτα απορία: θα τη νιώσεις και συ, κρύα στάλα,
μα δε θα καταλάβεις· κι ο ήλιος θα σου καίει ακόμα την πλάτη.
ΟΥΡΑΝΟΣ
Τη νύχτα ήτανε το βουνό γεμάτο φαντάσματα:
Τα δέντρα βογγούσαν μες στο σκοτάδι.
Με το χάραμα φανήκαν οι κεραμιδένιες σκεπές
ν’ αναπνέουνε λίγο-λίγο τις πρωινές σταγόνες-
μια μέρα ακόμα: οι κάτοικοι -αν ζουν- θα κοιμούνται
Μέσα στην πάχνη, τα κλαδιά υψώνουν τις παλάμες-
μαλακός βοριάς στην κορφή τραβά
το σώμα: τα μάτια στραμμένα στον ουρανό
κάτι πασχίζουν ν’ αναστήσουν
ξανά, από κάτω προς τα πάνω –
ενώ το τελευταίο άστρο τρεμοσβήνει
Μια φωνή ανεβαίνει, κατεβαίνει με την ψιλή βροχή:
το καμπαναριό, το ρολόι με βγαλμένους τους δείχτες –
η καμπάνα, σκουριασμένη, πενθεί τα χρόνια-
παλιό αμαξάκι, σύντροφος πιστός, κάθεται άχρηστο πια,
τα μπράτσα του φυτεμένα στη γη:
τώρα όλα τρέχουν πολύ γρήγορα
Όμως εδώ τα τρένα φτάνουνε πολύ αργά:
οι σταθμοί πονούν, έχουν αίμα, και δέρμα απαλό –
λίγοι άνθρωποι, πρόσφυγες περιμένουνε γυμνοί
σκυφτοί· εδώ μένουνε – καμιά σκεπή γι’ αυτούς·
όταν σηκώνουν το πρόσωπο, πέρα ψηλά πάει το βλέμμα:
ο κόσμος εδώ είναι πιο λεπτός
απ’ τη δροσιά του πρωινού – ομίχλη κι απάτη·
αλλιώς θα ’ταν αβάσταχτος.
Μια φωνή ανεβαίνει, έπειτα γκρεμίζεται στη γη:
σκληρό κι αέρινο και το στερέωμα και το χώμα,
ομίχλη και σιωπή· μόνο πέρα, στον ορίζοντα
οι κορφές των δέντρων, μυστικές
αγκαλιάζουν τα σύννεφα.
ΚΑΙ ΓΙ’ ΑΥΤΑ ΜΙΛΗΣΑΝΕ…
Και γι’ αυτά μίλησαν κάποτε,
όταν ξεκινήσανε να βαδίζουν – ποιος ξέρει για πού,
ποιες θάλασσες να περάσουνε με ξύλινες σχεδίες
και με μια πρωτόγονη πυξίδα
Στο δρόμο τους στέκονταν κάθε τόσο: σε κύκλο
πιασμένοι στέλνανε τους ύμνους τους – ψηλά
είχανε ζωγραφίσει ένα μεγάλο αυτί: ανάμεσα στα σύννεφα
τα θηρία κοιτούσανε τότε με περιέργεια
τα θηράματά τους, με μάτια αθώα,
γεμάτα άγνοια: σα ν’ απορούσαν
ποιοι να ’τανε τούτοι που τρυπούσαν τον πάγο σκάβανε
το χώμα ματώναν τα δέντρα τα ζώα
και κείνα ξαπλώνανε στις φωλιές τους
μες στις μαλακιές τους τις γούνες – την ίδια ώρα
οι άλλοι, γυμνοί, με μανία οργώνανε τη γη:
σύντομα θα υψώνανε τοίχους γυάλινους πύργους,
μα φύσαγε ακόμα άνεμος αρχαίος
και τα κορμιά τους αγκαλιάζονταν
θυσιάζονταν χάνονταν στον πυρετό –
τα χέρια ιδρωμένα ψάχναν ακόμα
ένα μάτι: ανάμεσα στα σύννεφα –
κι εδώ κάτω ομίχλη μόνο χιόνι στάχτη λευκή
και γι’ αυτά μιλήσανε κάποτε,
με λέξεις άγνωστες κι αινιγματικές –
τα δικά μας τα στόματα.
Β’ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΟΡΕΙΑ
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΔΑΦΟΥΣ
Ένα πλοίο διακρίνεται μέσα σε σύννεφο να πλησιάζει
στον κόλπο μα ποτέ δεν πιάνει λιμάνι –
η ακτή σα ν’ απομακρύνεται· αν μόνο πλησιάσεις
αργά, αθόρυβα, με μια βάρκα να βγεις κλεφτά·
τότε, αν είσαι έτοιμος να περπατήσεις τη χώρα,
στα χωράφια θα δεις τις σκιές να δουλεύουν τη γη.
Κοίταξε και μην ενοχλήσεις· άσε να θρέψουν
το μεγάλο καρπό του κάμπου· μην τους ταράζεις πως:
«δείτε! η θάλασσα είναι μόλις μισή ώρα δρόμος από δω»
Κανένας τόπος δεν είναι άσχημος να τον επισκεφτείς:
μέσ’ από παράθυρα τρένων, ο άνθρωπος είν’ ωραίος εν κινήσει –
μαλακός καρπός κρύβει την ατσάλινη καρδιά-
άγγιξέ τον και συνέχισε για τον επόμενο σταθμό:
πρόσεξε μη χτίσεις σπίτι με κήπο, μη σε παρασύρει
ο καπνός απ’ το τζάκι, κι η ζεστή αγκαλιά μη σε κάψει –
προπάντων μη ζητήσεις να κοιτάξεις
τη σκοτεινή, υγρή λάμψη στο βάθος των ματιών,
γιατί τότε θα πρέπει να πάρεις ξανά
το κουπί στον ώμο, νέο ταξίδι ν’ αρχίσεις
ψάχνοντας στις ξέρες για λιμάνι, γι’ ανθρώπους
που δεν γνωρίζουν αλάτι, ακόμα είκοσι χρόνια
και δε θα προλάβεις.-
ΠΟΡΕΙΑ
Και τότε αφήσαμε πίσω τα ζεστά μας τα σπίτια:
ανεβαίναμε χέρι-χέρι, αλυσίδα ολόκληρη, και μπαίναμε στο σπήλαιο.
Τα δέντρα, μοχθηρά, μας χτυπούσαν στο πρόσωπο
μα κάποτε φτάναμε λίγοι λίγοι, ματωμένοι.
Θυμάμαι που φέρναμε μαζί κάτι κουλουριασμένους υπνόσακους
πολύχρωμους γιατί ήτανε, λέει, μέσα λευκό και κρύο.
Άρχιζα να συνηθίζω τους παράξενους σχηματισμούς του –
«έτσι κι αλλιώς, εμείς θα μείνουμε λίγο», μας λέγανε.
Γιατί υπήρχανε κι οι άλλοι:
στη μέση, κάτω από ένα κίτρινο στεφάνι που ’φεγγε από τη σκεπή
υπήρχε μια λίμνη με ασβεστόνερο που το λέγαν «του θεού το γάλα»·
εκεί οι αιρετικοί, πιασμένοι γύρω-γύρω, ψέλνανε τους ύμνους τους –
οι φωνές τους μας φτάνανε μεσ’ από στοές και σχήματα απόκοσμα.
Εκεί ζούμε και τώρα:
μέσα του οι σταγόνες ενώνονται, πάνω και κάτω,
και γίνονται κολόνες ψηλές – τις έχουμε τόσο συνηθίσει
που δεν τις βλέπουμε πια: κάθε τόσο ακούμε, ρυθμικά σχεδόν,
ένας, κι έπειτα κι άλλος, να χτυπάνε κει πάνω τα κεφάλια.
Μα κι εμείς έχουμε γίνει διάφανοι:
σεβαστοί, κατοικούμε κοντά στην είσοδο που μπαίναμε τότε –
τα παιδιά μας τα στέλνουμε παραμέσα, στα σχολειά
να μάθουν για την έξοδο κείνη που βγάζει, λέει, στη θάλασσα·
τα μαλλιά μας είναι γκρίζα μα προχωράμε κάθε μέρα κατά κει –
τα βράδια γυρνάμε πίσω, να κοιμηθούμε
μες στους ξεθωριασμένους μας υπνόσακους.
Έχουμε φτιάξει και μια σημαία γαλανή και βαδίζουμε, βαδίζουμε…
ΑΣΤΡΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ
Οι άγγελοι του σπιτιού σκιές, πίσω απ’ την κουρτίνα κρύβονται,
αυτοκόλλητα διάφανα στο τζάμι από Χριστούγεννα παιδικά
σαράντα χρόνια λησμονημένα· γυμνά και τα δέντρα απ’ έξω –
τα κλαδιά τους μάταια υψωμένα, χέρια δίχως παλάμες
και βραδιάζει
ενώ σύννεφα γκρίζα κρύβουν τη σελήνη και τ’ άστρα,
όλα σε μυστήριο κάποιας βαθιάς αναμονής· κι εκεί μια χορωδία
σα να πάλλεται απόκοσμα μες στο κτίριο του επαρχιακού σχολείου
χρυσοκόκκινη πίσω απ’ το τζάμι, αχνίζει σε τούφες έξω στο σούρουπο:
αν κανείς ήθελε ν’ αγγίξει, θα πρέπει να ’χει παλάμη μικρή, απαλή·
μα τώρα νύχτωσε κιόλας
και μόνο ένα κουδούνισμα αχνό
απ’ τα μπαλκόνια-πολύχρωμα φώτα, τροχιά χαμένη σε κάθε βήμα:
αν ένας πίσω κοιτάξει -Χριστούγεννα παιδικά- βαθιά θα πέσει· πάγος
πάνω απ’ το κεφάλι, όμως ξαφνικά τα σύννεφα διαλύονται:
μεσάνυχτα
ο ουρανός ανοίγει, αυλαία, κι άστρο κανένα δε φάνηκε ούτε φεγγάρι,
γιατί με το βλέμμα στη γη πάει ένας μόνος, ξένος – λυτρωμένος.
.
ΜΕΡΕΣ & ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ (2017)
ΓΗ
Τούτη η ξερή γη μιλάει σπάνια. Την πρώτη φορά που θα καλέσεις τ’ όνομά
της είναι μαγεία και πόθος. Δε θα τη διασχίσεις δεύτερη φορά – όχι την ίδια.
Κι ένας περιπατητής μαγεύτηκε μια φορά στην αγκαλιά της σαν ερωτευμένος
– ήταν τότε υγρή: κάποιος βαθύς αχός την έκανε να λαχανιάζει ανεπαίσθητα.
Κάποιος την άνοιγε, φαίνεται, με την τσάπα για να τη σπείρει. Ή είχε περάσει πριν
από λίγο το τρένο κι έκανε τις φλέβες να σπαρταράνε. Κι αλήθεια, οι ράγες λαμπερές
-αλαζονικές θα ‘λεγες- αναπαύονταν τώρα πάνω στο κορμί της, σίγουρες, σαν δίδυμα
παιδιά της. Ο προσκυνητής έστησε αυτί κι άκουσε τη φωνή της σαν παράπονο, μα
ήταν κι αυτό απόλαυση. Έμοιαζε όλος ο τόπος νέος, σαν και τον ίδιο. Κι αυτή
γεννούσε.
Κι οι άνθρωποί της; Αδιάφορους κι ευτυχισμένους τους τραβούσε χωρίς να το
νιώθουν, εραστές της, λες κι είχαν πέταλα μες στα παπούτσια τους: «Μην τους
ξυπνάς.»
Τη δεύτερη φορά κάθε βήμα σβήνει ό,τι γράφτηκε την πρώτη. Να βάρυνε η
ίδια, σαν να γέρασε, ή οι άνθρωποι κουράστηκαν να τη σπέρνουν; Κάτι φθινοπωρινό
κι άγονο μαζί νιώθει ο περιπλανώμενος στα ρουθούνια. Σαν να την ακούει ακόμα,
υπάκουος, ψαχουλεύει το χώμα μέχρι που το χέρι του γίνεται κατακόκκινο. Ένιωσε
το σφυγμό της- αδύναμο. Ο τελευταίος που μαντάλωσε την πόρτα και κρέμασε το
σαμάρι σ’ ένα σκουριασμένο καρφί σήκωσε τους ώμους, κι έμοιαζαν ν’
ανοιγοκλείνουνε στον κόκκινο σβέρκο του δυο χείλη: «Μην ξανάρθεις.»
Η τρίτη φορά είναι για τους τρελούς. Μια πυκνή ομίχλη την κάλυπτε τώρα –
έτσι έπρεπε- καθώς αυτός τη διέσχιζε με πόδια λευκά του μπαμπακιού. Υπήρχε; Μα
ένιωθε πια κι ο ίδιος βαρύς. Κάθε βήμα κι ένα παράξενο τσούξιμο στο στομάχι. Γιατί
κάτι ετοιμαζόταν εδώ και ώρα – μια μορφή, σχεδόν ανθρώπινη γεννιόταν απ’ το
γκρίζο πούσι. Φαινόταν να ζητάει τη βοήθειά του. Έμοιαζε σαν άγγελος γονατιστός.
Μα γιατί μπροστά σε κείνον;
Κοίταξε τα άδεια χέρια του με αμηχανία. «Θα πρέπει να ξέχασα κάτι
σπουδαίο», έτσι μίλησε η παλιά αγωνία πουν τον είχε φέρει εδώ πέρα. Κι αυτό όμως
είχε ειπωθεί έτσι μόνο του: δεν υπήρχε πια κάποιο σημάδι που να βγαίνει από μέσα
της, βαθιά: ήταν βουβή. Πήγε να της γυρίσει την πλάτη, λυτρωμένος· τίποτα δεν τον
κρατούσε στον τόπο εκείνο. Κοίταξε τις ράγες με λύπηση. Είχανε σκουριάσει· με τη
βροχή άφηναν κόκκινες κηλίδες στη γη. Έτσι κι αλλιώς, δεν περνούν πια τα τρένα
πάνω στο σώμα της: μην το πεις πως είναι πεθαμένη.
ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Δεν πρέπει να ’ταν άνθρωπος ασήμαντος, τελικά –
το μαρτυρά η γενειάδα του, όχι μακριά μα σεβάσμια,
το καλαμάρι, με χάρη κρατημένο, λίγο υπερβολική
για μας εδώ κάτω που λέμε, η θάλασσα: πολύ βαθιά,
ο ουρανός: πολύ ψηλά
μα όταν συννέφιαζε, χανόταν·
τότε λευκές μπουγάδες μάς τον έπαιρναν μαζί τους
για να τον φέρουνε ξανά με την πραμάτεια του: σε μας
πάντα κατέβαινε, γνώριμος φίλος
της πόλης του το μπαίγνιο·
αθώα κι ανύποπτα τα παιδιά τον κυνηγούσανε με τις ροκάνες,
τρελοί και ζητιάνοι του καίγανε τα γένια όταν αφηνόταν
μεθυσμένος, και κοιμόταν στο χώμα, όπου λάχαινε,
ένας ξένος
όποιος μιλάει την αλήθεια·
λεπτό μπαστούνι χοντρό μπαστούνι: ο κόσμος μας
βάρβαρος είναι, κι εκείνος πείραζε τους άρχοντες,
ύστερα κουλουριαζόταν κι ένιωθε γνώριμο χτύπημα –
χοντρό μπαστούνι λεπτό μπαστούνι, γαμψό ή μυτερό,
αιμάτινες στάλες στο χαρτί:
μικρά και μεγάλα νησιά
μελετούσε έπειτα μονάχος, κλεισμένος στη γωνιά του
μέσα σε κάτι πορτολάνους· σημάδια άγνωστα για μας
μα στα δικά του, λέει, μάτια ζωντάνευαν, θολώνανε
και -ιδού!- προς τα κει ταξιδεύει με διάφανα πανιά
ή πάλι, ολόγυμνος, στη μέση του ωκεανού κολυμπάει,
προς το βυθό
όστρακα, χταπόδια, καλαμάρια –
τον περίμενε δα η Κυρά της αβύσσου, μόνο εκείνον,
ψηλή, ασύγκριτη, με φύκια στα μακριά της μαλλιά,
στα ρούχα της μυρωδιά από ψαρόλαδο κι αρμύρα, ρουφούσε
κείνος μεθυσμένος
παράξενο θέαμα, όταν πρόβαλλε ξανά
μέσα απ’ το κύμα, φύκια στο φαλακρό κεφάλι, κι οι ναυτικοί
κοιτούσαν, μια εκείνον, μια ο ένας τον άλλο, και στραβώνανε
το στόμα σε γέλιο μισό – μα ό,τι κρατούσε μας το ’δινε:
όστρακα, χταπόδια, καλαμάρια
άσπρα βότσαλα, μαύρα βότσαλα·
κι όλο και ξεμάκραινε και πάντα εδώ γυρνούσε:
δυο φορές το χρόνο, δώρα μας έφερνε από μακριά
κι άσπρα βότσαλα την άνοιξη, μαύρα το φθινόπωρο.
Μα αλίμονο, κάποτε αφιλόξενο τόπο πάτησε
που το ’χαν έθιμο παλιό, με βία
να χωρίζουνε το πνεύμα από το σώμα –
κι έτσι έγινε και τώρα: το κεφάλι του το έθαψαν εκεί
και στείλανε το σώμα με μια βάρκα, να ταξιδεύει
με τους ανέμους· όμως ο Κύριος αντίθετα τα ’φερε:
άνθισε το κεφάλι κι η φωνή του ταξίδεψε τη Γη·
το σώμα πάλι -θαύμα!- στην πατρίδα του έφτασε, χρόνια μετά:
οι άρχοντες το θάψανε με τις δέουσες τιμές, στο μνήμα που και συ
τώρα αντικρίζεις, ξένε φίλε: A.X., POETA, A.D. MDCXV, R.I.P.
.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΛΑΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (2023)
12 πρωτοπόροι ποιητές
ΕΠΙΛΟΓΗ · ΕΙΣΑΓΩΓΗ · ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΕΟΔΟΣΗΣ KONTAKHΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
(Απόσπασμα)
1. Το γλωσσικό και λογοτεχνικό υπόβαθρο
Είθε ο Ήλιος, όταν μπροστά στα μάτια μου
δύσει, να με βρει ν ’ανάβω για μένα
μια φωτίτσα.
Josep Carrier
Η καταλανική ποίηση έχει μια αξιόλογη και μακρά παράδοση, περίπου μιας χιλιετίας. Συγγενής με την οξιτανική γλώσσα της Νότιας Γαλλίας, η καταλανική ξεκίνησε να ανθεί ποιητικά γύρω στο 1100, ενώ κατά τον ύστερο Μεσαίωνα φτάνει σε λαμπρές επιτεύξεις, κυρίως με τα έργα του θεολόγου, φιλοσόφου και ποιητή Ramon Llull και με την -πετραρχικής έμπνευσης- λυρική ποίηση του Ausias March. Ο 15ος αιώνας θεωρείται ο Χρυσός αιώνας της κλασικής καταλανικής λογοτεχνίας, όμως ήδη από τα τέλη του ίδιου εκείνου αιώνα εισέρχεται σε μια σκοτεινή περίοδο, γνωστή στα γράμματα της Καταλωνίας ως La Decadencia (Παρακμή).
Η λογοτεχνική χρήση της γλώσσας υποχωρεί μπροστά στη χρήση της ισπανικής, η οποία ξεκινά με τη σειρά της τη δική της χρυσή εποχή… Αυτό διαρκεί για αιώνες, ώσπου έρχεται στην Καταλωνία, στα μέσα πλέον του 19ου αιώνα, η γενικότερη εθνική και πνευματική Αναγέννηση (Renaixenca).
Τούτη η Αναγέννηση συνδέεται, όπως και σε άλλους λαούς κατά την ίδια εποχή, με τον Ρομαντισμό και τον ρομαντικό εθνικισμό. Πρωτεργάτης της στο πεδίο της ποίησης υπήρξε ο ιερέας Jacint Verdaguer, ο αποκαλούμενος (όπως αργότερα ο Josep Carrier) και «Πρίγκιπας των ποιητών», ειδικά με το πολύτομο επικό του ποίημα L ’Atlantida (Λτλαντίς).
Στα τέλη του ίδιου αιώνα, κυριαρχεί ένα κίνημα που ονομάστηκε μοντερνισμός, με άτυπο ηγέτη τον Joan Maragall. To τελευταίο ενσωματώνει επιρροές από τον συμβολισμό και τον παρνασσισμό. Όμως, ως αντίδραση στις «παρακμιακές» αυτές τάσεις, που προέρχονταν κυρίως από τη Γαλλία, δύο σπουδαίοι -διεθνούς εμβέλειας- ποιητές των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, ο Josep Camer και ο Carles Riba προτείνουν την επιστροφή στον κλασικισμό, με ένα νέο λογοτεχνικό (και γενικότερα καλλιτεχνικό και πνευματικό) κίνημα, που ονομάστηκε Noucentisme. Ο Carles Riba θα δώσει σε ώριμη ηλικία, στην εξορία πια, ένα από τα κορυφαία ποιητικά έργα της ευρωπαϊκής ποίησης στον 20ό αιώνα, τις Ελεγείες της Μπιερβίλ, οι οποίες είναι ευτύχημα ότι έχουν μεταφραστεί υποδειγματικά στα ελληνικά – αποτελώντας, πιθανότατα, τη μοναδική μέχρι στιγμής συλλογή ποίησης που έχει μεταφραστεί στην ελληνική από την καταλανική γλώσσα…
.
J.V. FOIX (1893-1987)
ΗΜΑΣΤΕ ΤΡΕΙΣ, ΗΜΑΣΤΕ ΔΥΟ, ΗΜΟΥΝΑ
ΜΟΝΟΣ ΕΓΩ, ΔΕΝ ΗΜΑΣΤΕ ΚΑΝΕΙΣ...
Στη Ρόζα Λεβερόνι
Ήμαστε τρεις, σκυφτοί, σε τρύγο σκοτεινό,
στα μάτια η θάλασσα, στα χέρια η μούργα,
καθώς καπνίζει το φράγμα στ’ αλάτι των δασών
και στο λόφο αντηχάει ενός παιδιού το κλάμα.
Ήμαστε δυο, στον ξάστερο το βράχο,
ματωμένη η καρδιά, δίχως βέλη και σφεντόνες,
καθώς καίγετ’ ο ξερότοπος κι ουρλιάζουνε οι πίσσες
στις κηλίδες που ’ν’ κρυμμένες μες στων φάρων τις ακτίνες.
Ήμουνα μόνος, μέσα σε σκιές αρχαίες κι εγώ μια σκιά,
άλλης σκιάς μορφή στου λιμανιού
τα βάθρα – ανάμεσα σε δίχτυα απλωμένα,
κει που όλοι αποκοιμιούνται σε σύθαμπα πυρετικά.
Δεν ήμαστε κανείς, με φύλλα σκεπασμένοι στα σκοτάδια,
καθώς βρέχει ο φόβος πάνω στα πέταλα του βάλτου
και τ’ άλλο, το Αγνό, λεύτερο από δοιάκι και πανιά,
σαλπάρει, οραματικό, για τη Στιγμή την καθάρια.
Αύγουστος 1953
JOAN SALVAT-PAPASSEIT
Η ΚΥΡΑ ΜΑΣ Η ΘΑΝΗ,
να μ’ επισκεφτεί θέλησε
μες στους τέσσερις τους τοίχους της κάμαράς μου
της περίκλειστης.
Πορφυρό φορούσε χιτώνα
και δίχως θόρυβο από κόκαλα γλιστρούσε
αδιάντροπη μες στην ηδονή της.
Η κυρά Θανή
είχε μάτι αετίσιο.
Τόσο που να με σκοτώσει μπορούσε
και να με κάνει εραστή της.
Γιατί καιγόμουν από λαχτάρα.
Καρφωμένο το πρόσωπό της στο δικό μου.
Μα εγώ τώρα παραφύλαγα
να ντραπεί για τα πάθη της,
όσο κι αν με βασάνιζαν του νου μου
οι φαντασίες.
Η κυρά Θανή
μου ’κάνε μια γκριμάτσα περιφρονητική,
με λυπήθηκε κι εχάθη
απ’ τους τέσσερις τους τοίχους.
SALVADOR ESPRIU (1913-1985)
ΟΨΙΜΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
IV
Τούτη η θλίψη η απέραντη και παγερή,
που ανέκαθεν πλανιέται από πάνω μας,
κάνει να νιώθουμε σιμά του κόσμου το τέλος.
Ποιος ξέρει όμως, αν κάποιος, από τη θάλασσα αυτή
των ναυαγών, μια μέρα φτάσει σ’ ακτή φωτεινή
και κινήσει και πάλι με σίγουρο βήμα
για δρόμους ίσιους κι ανοιχτούς.
Ίσως τότε να καταλάβουμε το τραγούδι
που υψώθηκε και μας ήρθε με μόχθο πολύ
απ’ την ίδια την καρδιά της νύχτας τούτης.
VI
Λέξεων νήματα, ξετυλίγματα
από κομματιασμένα, θρυμματισμένα νοήματα
δε μας ωφελούν. Μέσ’ από τα σωθικά,
σαν της κίσσας το ράμφος ψαχουλεύουμε,
κάποιο θησαυρό γυρεύουμε,
σε κάθε ψίχουλο. Σκούζοντας από βαθιά,
απ’ τον δρόμο αποκαμωμένοι,
κομπάρσοι μοναχά,
από ύπνο και μισθό στερημένοι,
για φάρσες στα θέατρα τα πλατιά,
στων συμποσίων τις σκηνές πεινασμένοι.
JOAN VINYOLI (1914-1984)
ΠΑΙΓΝΙΟ
Με γυρνά μια μπάλα του μπιλιάρδου
εβένινη, καθώς κυλά χτυπημένη
από στέκα μοχθηρή· και με πόνο
αναπηδά ως του ορθογώνιου τις άκριες,
χτυπημένη με βία στυγνή,
δίχως σταματημό.
Δεν μπορώ ν’ αντέξω πια, πάρε με
απ’ την πράσινη την τσόχα, παίκτη αιώνιε,
άφησέ με να νιώσω πώς οι ώρες περνούνε,
πώς σταματά η κίνηση κι ο ήχος,
πώς, άπραγος, κερί θα γενεί ο έβενος,
να τόνε λιώσει, τέλος-τέλος, το πύρινο το χέρι.
JOSEP PALAU I FABRE (1917-2008)
ΠΕΤΡΑ
Σκληρή όπως είναι το νερό σκληρό.
Ριζωμένη στον εαυτό της.
Σ’ αιώνια έκσταση
η αιώνια πέτρα
η πέτρα η αέναη,
η πέτρα, μορφή καθαρή·
και της πέτρας η ιδέα
μέσα μας φτάνει στην πλήρη ωριμότητα.
JOAN BROSSA (1919-1998)
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Ο στίχος τούτος είναι το παρόν.
Ο στίχος που διαβάσατε είναι τώρα παρελθόν
—έχει μείνει κιόλας πίσω μετά την ανάγνωση.
Το υπόλοιπο του ποιήματος είναι το μέλλον,
που υπάρχει έξω από τη δική σας
αντίληψη.
Οι λέξεις είν’ εδώ,
όσο τις διαβάζετε
ή όχι. Και τίποτε στη γη
δεν μπορεί να το αλλάξει.
GABRIEL FERRATER
ΧΑΡΑΜΑ
Φεύγει η νύχτα, μια ακόμα νύχτα, και το φτερό
ενός πελώριου πεσμένου αεροπλάνου παρεμβάλλεται
ανάμεσα στ’ ανοιχτό γαλανό και το παράθυρο, κι αναρωτιέμαι
αν είν’ απ’ το πράσινο το πιο ξέθωρο ή ασημί, παγερό
σαν την κρυάδα την επίμονη του μαχαιριού που αφαιρεί
απ’ τη μήτρα το βάρος της περισσής
ζωής, ή αν είναι τάχα το φως καθώς ανοίγει
τ’ αγοριού η γροθιά, που κουράστηκε να τη σφαλίζει
για να νευριάσει τα συντρόφια, κάνοντάς τα να πιστέψουνε
πως έχει κι εγώ δεν ξέρω τι θησαυρό, κι αφήνει να πετάξει
η λεία, και ξέρω πως τίποτα δε θα λάχει που να μην
υπήρχε μέσα μου και χθες δίχως παρηγοριά, και νιώθω
παγωνιά καθώς με κοιτώ μια μέρα ακόμα, καρπού σάρκα
σάλια γεμάτη, με δίχως χυμούς, έξω απ’ τη νύχτα.
MIQUEL MARTI I POL (1929-2003)
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
(Απόσπασμα)
Το τέλος του κόσμου θα ξεκινήσει ένα καλοκαίρι
μόλις φτάσουνε οι πρώτες οι κοπέλες
με τα μικρά στηθάκια και τα μακριά μπούτια,
και τ’ αγόρια τα γαλανομάτικα,
τα ξανθομάλλικα κι ερμαφρόδιτα.
Ο Μπιέλ ο Φερρατέ πεταλούδα θα ’ναι
και θα πετά, λεύτερος επιτέλους,
γύρω απ’ τα στήθια τα νεανικά.
Καλοκαίρι θα ξεκινήσει το τέλος του κόσμου,
δίχως προφητών σαματάδες και σαλπίσματα,
ράθυμα, λες και θα ’ναι μια πρόβα
για του κόσμου το τέλος κι όχι το ίδιο το τέλος.
Θα ’χει και κόσμο στις παραλίες κι ηλιοβασιλέματα,
κι αγάπες καινούργιες και μισόλογα,
και μοιχείες τρυφερές πολύ κι ελπίδες –
κι άνεμο κι ήλιο και βροχή.
…/…
JOAN MARGARIT (1938-2021)
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΠΕΡΠΑΤΑ
Φορώ όλα τα περασμένα χρόνια που ζήσαμε μαζί
σαν παλτό βαρύ μες στη χειμωνιάτικη τη νύχτα:
τόσες είν’ οι ώρες του πόνου που σκεπάζει.
Καθώς παγώνει το σκότος προσμένοντας την αυγή,
προβολείς περνούν στο βάθος. Φονιάς κανένας
δεν μπορεί να με φοβίσει όσο φορώ τούτο το χοντρό παλτό
που μέσα κρύβω την αγάπη αυτή
με τις κάννες τις πριονισμένες.
Το ποίημα το νιώθω ίσαμε το στομάχι:
μια πείνα που απ’ το θάνατο με σώζει.
Είναι τέτοιο το σκότος μέσα σε κάθε μανίκι
που τώρα τα χέρια μου, τ’ αρθριτικά και ξυλιασμένα,
μια λησμονιά γίνονται, ή καλύτερα ένας αποχαιρετισμός.
MARTA PESSARRODONA (γ. 1941)
MRS X
Το ’ξέρα πως, σε πολύ λίγη ώρα, δε θα θυμόμουνα
τ’ όνομά της: Welcome home, θα ’λεγε έπειτα από
κάποια περίοδο διακοπών, θα σταματούσε τη Hoover,
για να μην καλύψει τα δικά της
τα καλόβολα λόγια. Με συγκινούσε. Thanks,
Mrs… – αν και το γνώριζα, δεν το θυμόμουν ούτε
τ’ όνομα ούτε το πρόσωπο. Κείνος ο διάδρομος της σχολής
του πανεπιστήμιου, άδειος ακόμα από φοιτητές, από
διαβασμένους, γαϊδάρους με πτυχία, τόσο έρημος σα θέατρο
πριν απ’ την πρόβα, σαν εκκλησία μισή ώρα πριν
απ’ τη λειτουργία… Μου λείπει τούτη η τελετουργία.
Mrs X, μακάρι να ’σαι τόσο καλή, όπου κι αν είσαι, ώστε να μπεις
στο κορμί των άλλων καθαριστριών που μέλλεται να γνωρίσω.
FRANCESC PARCERISAS (γ. 1944)
ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Ουρλιάζει ο άνεμος, πάγωσε το νερό
στα λούκια, χιονίζει.
Είν’ εδώ και ώρες σκοτεινά,
παγωμένες στάλες κρέμονται
απ’ τις μαρκίζες.
Πόσο ωραίο είναι να κλείσεις το βιβλίο,
να φυσήξεις τη φλόγα που καίει πάνω στο τραπέζι
και, με την αναλαμπή μέσ’ από το τζάκι,
να κουρνιάσεις στο κρεβάτι, αθόρυβα,
για να μην ταράξεις τον ύπνο αυτού του κορμιού
του νεανικού που κιόλας κοιμάται, αγνό.
Τώρα, κουκουλωμένος μες στις κουβέρτες, κλείσε
τα μάτια κι αναθυμήσου τη μέρα τούτη,
όχι και τόσο διαφορετική απ’ όλες τις άλλες.
Νιώσε αυτή τη σύντομη στιγμή απόλαυσης
που αξίζει τα πάντα, αφήνοντας το χέρι
απάνω σ’ ένα στήθος που ανασαίνει, αποκοιμισμένο –
το πρόσωπο πίσω από μια τούφα μαλλιών κυματιστή.
Έτσι θα ’ναι, ο θάνατος;
Καλοδεχούμενος σαν τούτο τον ύπνο που σε παίρνει,
γλυκύτατος, δίχως μεταμέλειες και παράπονα,
μονάχα μ’ ευγνωμοσύνη για τα απροσμέτρητα δώρα της ζωής;
Θα ’ναι έτσι που, από του σκότους τον δρόμο,
θα πάμε για να συναντήσουμε το φως;
PERE GIMFERRER (γ. 1945)
ΕΝΟΤΗΤΑ
Με το κέλευσμα του δειλινού
και του αγέρα του σκοτεινού, ανοίγει ο κύκλος
κι εκεί κατοικούμε: μεταβάσεις, μεσο-
διάστημα. Ούτε τόπος
της αποκάλυψης, μήτε τόπος
της συνεύρεσης. Το ξίφος
που το φως στα δυο χωρίζει.
Απ’ το μάτι ως τη ματιά,
η αιώνια διαύγεια, των ήχων ο χώρος,
η καμπάνα που περικλείει το γήινο βλέμμα
καθώς τ’ άσβεστο μάτι της μορφής των ανθέων
καταπαύει του ψευδάνθρακα τη φλόγα. Τούτο το μάτι –
-το θωρείς το μάτι μου; Φλεγόμενος καθρέφτης είναι
το μάτι που τώρα με κοιτά. Με του παλάγκου τον ήχο,
τ’ αδράχτια της νυκτός. Αποψιλωμένη,
καταρρέει η σκοτεινιά και, ψηλαφητά,
κάνει ο ήλιος γνωριμιά με τη νύχτα.
.
.
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (2022)
Μετά τον εμφύλιο 16 Ισπανοί ποιητές
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΚΟΝΤΑΚΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
(Απόσπασμα)
1. Ισπανικός εμφύλιος & ποιητικές «γενιές»
Ο Ισπανικός εμφύλιος, η αιματηρή δηλαδή διαμάχη ανάμεσα στους
δημοκρατικούς και στους εθνικιστές, είχε διάρκεια τρία χρόνια
(1936-39), σημάδεψε όμως σε βάθος χρόνου τη χώρα, πολιτικά, κοινωνικά
και πνευματικά. Μετά την επικράτηση των εθνικιστών και την εγκαθίδρυση του Φράνκο στην εξουσία για τέσσερις δεκαετίες (έως τον θάνατό του το 1975), η Ισπανία παρέμεινε βαθιά διαιρεμένη, παρά την αργή και σταδιακή αναδιοργάνωσή της και την υποτιθέμενη αρραγή εθνική ενότητα που επαγγελλόταν ο νέος δικτάτορας. Καθώς οι διώξεις συνεχίζονταν και οι αντίθετες φωνές αντιμετωπίζονταν εχθρικά, κυριάρχησε ο συντηρητισμός, με αποτέλεσμα να ανακοπεί προσωρινά ο εκσυγχρονισμός της χώρας. Επίσης, τα τραύματα του πολέμου, με τις χιλιάδες απώλειες και τον διχασμό ανάμεσα στους πολίτες, παρέμεναν ανοιχτά για πολλά χρόνια, αν θεωρηθεί ότι έχουν κλείσει μέχρι σήμερα – φαινόμενο οικείο, δυστυχώς, και στην Ελλάδα.
Η παρούσα ανθολογία παρουσιάζει την πορεία της ισπανικής ποίησης, από το τέλος του εμφυλίου μέχρι τη λήξη της φρανκικής δικτατορίας, ενώ δίνει και κάποια πρόγευση για τις μετέπειτα εξελίξεις. Οι ποιητές που ανθολογούνται κατατάσσονται χρονολογικά (με βάση το έτος γέννησης), ώστε το ελληνικό αναγνωστικό κοινό να παρακολουθήσει με ευχέρεια τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκαν οι Ισπανοί ποιητές μέσα σε τούτο το πλαίσιο, είτε όσοι εξορίστηκαν, είτε όσοι παρέμειναν στη χώρα, είτε -τέλος- όσοι βίωσαν σε πολύ μικρή ηλικία τον εμφύλιο ή γεννήθηκαν έπειτα από αυτόν, ωρίμασαν όμως ποιητικά την περίοδο της φρανκικής δικτατορίας. Σε όλους αυτούς τους ποιητές, το βίωμα του πολέμου, της τυραννίας ή και της εξορίας φαίνεται ότι άφησε βαθύ αποτύπωμα, έχει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον πώς αυτό διαφοροποιείται από γενιά σε γενιά, αλλά και ανάμεσα σε ποιητές της ίδιας γενιάς.
Έτσι, η ανθολόγηση ξεκινά από τους ποιητές που είχαν ήδη αναπτύξει
αξιόλογο ποιητικό έργο πριν από τον εμφύλιο. Ξεκινά, επομένως, από την περίφημη «Γενιά του 1927», την πιο διάσημη ίσως ομάδα Ισπανών ποιητών του 20ού αιώνα (Λόρκα, Αλμπέρτι, Θερνούδα, κ.ά.), η οποία ανανέωσε βαθιά την ισπανική ποίηση, αντλώντας στοιχεία τόσο από τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και την πρωτοπορία, όσο και από την ντόπια ποιητική παράδοση στην πιο γόνιμη μορφή της: από τους ποιητές ιης ισπανικής αναγέννησης έως την, προηγούμενη από τη δική τους, «Γενιά του 1898» (Χιμένεθ, Ματσάδο, κ.ά.).1 Με το ξέσπασμα του Εμφυλίου, αρκετοί από τους ποιητές της Γενιάς του ’27 σπεύδουν να στηρίξουν τις δημοκρατικές δυνάμεις, ενώ κατά κανόνα το ποιητικό τους έργο στα δραματικά αυτά χρόνια επικεντρώνεται σαφώς στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Μετά τον εμφύλιο, όμως, οι περισσότεροι, όσοι
δηλαδή συνέχισαν την ποιητική τους δραστηριότητα, στράφηκαν, ως προς τη θεματολογία, στον προσωπικό-υπαρξιακό. Αυτό συνέβη τόσο στους εξόριστους, που ήταν και οι περισσότεροι, όσο και στους λίγους που
προσπάθησαν να προσαρμοστούν στη μετεμφυλιακή πραγματικότητα της χώρας τους.
.
LEON FELIPE (1884-1968)
ΕΛΘΕΤΩ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Ελθέτω ο ποιητής.
Με έφερες εδώ για να μετρώ τ’ αστέρια,
να λούζομαι στον ποταμό, στην άμμο να σχεδιάζω.
Τούτη ήταν η συμφωνία.
Και τώρα μου όρισες να φτιάχνω δόκανα κι αμπάρες,
τουφέκια να γεμίζω, για δίκες κατάστιχα να γράφω.
Μ’ έφερες εδώ να τραγουδώ σε γάμο
και μου όρισες να θρηνώ πλάι σε τάφο.
JORGE GUILLEN
ΜΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Είναι μια μαργαρίτα
που ’χει δεκαπέντε πέταλα,
τρία τρία
κι από κάτω ανοιχτογάλανο·
προς το ηλιόφως
τεντωμένη, καλά ανοιγμένη
την ενέργειά της κατευθύνει.
Και προς το δειλινό,
καθώς πέφτει η σκιά,
μαζεύεται το άνθος
και κλείνει για τη νύχτα.
Φύση. Θαύμα. Δίχως δίδαγμα.
(Από τη συλλογή Final)
VICENTE ALEIXANDRE (1898-1984)
Η ΤΑΞΗ
Σαν τ’ αγόρι που μες στο βραδινό τ’ αγιάζι λέει το μάθημα
να αποκοιμιέται.
Και κει, πάνω απ’ το πελώριο θρανίο, βουβός στέκει
δάσκαλος δίχως ν’ ακούει.
Κι έχει κατέβει, την τελευταία ώρα, αλαφρύς, επίμονος αχνός
να άξαφνα πυκνός πολύ γύρω απ’ όλους τυλίγεται.
Κι όλοι τους ήμεροι, γαλήνιοι, μαλακοί κι αναστενάζοντας,
αχ, πόσο στ’ αλήθεια οικείοι.
Όλο το πρωινό παίξανε, σπάσαν
να απλώσανε τα όριά τους, τις γωνιές, τα γέλια τους,
τα βρισίδια – ως και τα κλάματά τους.
Και τώρα μια δροσιά ανεπαίσθητη, μια πάχνη, μια σιωπή – σαν φιλί,
τους ενώνει
τους σβήνει, τους χαϊδεύει και γλυκά πολύ
τους ξαναδίνει σχήμα.
Είναι τώρα όπως είναι: μπορείς να τους αναγνωρίσεις.
Κι όλοι τους μες στην τάξη αποκοιμιούνται.
Κι όμως υψώνεται φωνή, γιατί η τάξη η κοιμισμένη ακόμα ζει.
Φωνή αχνή με δίχως προορισμό, που ακουγότανε
κι ας μην ήξερε πια κανείς από ποιο στόμα έβγαινε.
Κι είναι και τ’ αγιάζι το γλυκό, τόσο ευωδιαστό, μεθυστικό,
κι όλοι αναπαύουν την κεφαλή πάνω στο νέφος το μαλακό
που τους τυλίγει.
Κι ίσως ένα οποιοδήποτε αγόρι ξυπνά, τα μάτια ανοίγει,
και κοιτά λίγο να δει την αψηλή, την ξέθωρη την έδρα
κι απάνω της, σωρός πυκνός από κουρέλια, πεσμένος,
κοιμισμένος ο δάσκαλος, χαμένος εκεί πέρα ονειρεύεται.
(Από τη συλλογή Historia del corazon)
EMILIO PRADOS (1899-1962)
ΠΛΑΙ ΣΤΟ ΡΕΜΑ
Ξημέρωμα.
Ονείρου ροή,
βροχή θερινή:
πού ταξιδεύει το σύννεφο
που σε γέννησε;
Δάσους ηχώ,
του ανέμου καρδιά:
πού η φωνή
που σ’ εγκατέλειψε στον ουρανό;
Νερού κελάρυσμα
ανάμεσα σε μίσχους λεπτούς:
κατά πού τρέχει
του ρεύματός σου η δροσιά;
Ανθρώπου κορμί απατηλό,
καλάμι λιανό:
πού λησμόνησε τη γύμνια της
η δίκιά σου η σκιά;
Ομορφιά, μοναξιά
στοχασμός σιωπηλός:
πού του λόγου σου
τ’ άρωμα το πιστό;
(Αντιλαλεί Θεού φωνή
κόντρα στον καιρό…)
Πού να κρύβει η αγάπη
το δικό της το μυστικό;
RAFAEL ALBERTI (1902-1999)
ΓΑΛΑΖΙΟ
1
Έφτάσε το γαλάζιο κι η εποχή του χρωματίστηκε
2
I Ιόσα γαλανά να ’χει δώσει η Μεσόγειος;
3
Αφροδίτη, μητέρα των θαλασσών των κυανών
4
Το κυανό των Ελλήνων
κατέρχεται ως θεός επί των κιόνων
5
Τ’ απαλό κυανό του Μεσαίωνα
6
Το γαλανό της το παρθενικό έφερε η Παρθένος:
Μαρία η γαλανή, η κυρά μας η γαλανή.
7
Στην παλέτα του κατήλθε. Έφερε μαζί του
το πιο κρύφιο γαλανό των ουρανών.
Γονυπετής ζωγράφισε τα δικά του τα γαλανά.
Στο γαλανό τον βαφτίσαν οι αγγέλοι.
Τον ονομάσανε: Μπεάτο Αγγέλικο Γαλανό.
8
Υπάρχουνε παλέτες στο χρώμα τ’ ουρανού, σα φτερά,
που απ’ τα λευκά τα σύννεφα κατεβήκαν.
9
Γαλάζια της Ιταλίας,
γαλάζια της Ισπανίας,
γαλάζια της Γαλλίας…
10
Φτερά είχ’ ο Ραφαήλ,
κι ο Περουτζίνο είχε φτερά
που τα γαλανά του πιτσιλίζανε καθώς ζωγράφιζε.
11
Πούπουλα είν’ οι χρωστήρες
σαν χρωματίζονται από σένανε, λουλάκι.
12
Βενετιά του γαλάζιου του Τισιανού μες στο χρυσό.
13
Ρώμη του γαλανού, κι ο Πουσέν στα πεύκα ανάμεσα.
14
Του Τιντορέτο τα γαλάζια το κεντρί τους μου αφήνουν.
15
Θειάφι οινόπνευμα γαλάζιο, φώσφορος: Ελ Γκρέκο.
Του Γκρέκο το κυανό, χαλκοπράσινο φαρμάκι.
16
Στου Βελάσκεθ την παλέτα όνομα άλλο αποκτώ:
με λένε Γκουανταράμα.
17
Καθώς τυλίγομαι στις σάρκες του από πέρλα,
φλέβα λέγομαι γαλάζια ζωηρή του Ρούμπενς.
18
Και στων λιμνών το γλυκοχάραμα,
με γαλανό που αντιλαλεί
του σκότους την ηχώ: Πατινίρ.
19
Άμωμο του Μουρίγιο το μπλε,
πρόδρομος της λαμπράδας του χρωμίου.
20
Κ ι ο Γιέπολο χάρισε γαλάζιο του αιώνα του.
21
Μια λωρίδα είμαι, κορδέλα λεπτή
από του Γκόγια το γαλανό το αχνό, τ’ αραιωμένο.
22
Θα σου ’λεγα: όμορφη είσαι, τόσο όμορφη,
σαν το γαλάζιο το λαμπρό πάνω στις στέγες.
23
Γαλανού εκρήξεις στις αλληγορίες.
24
Στου Μανέ το γαλάζιο τραγουδούν οι αντίλαλοι
ένα σπανιόλικο γαλάζιο μακρινό.
25
Με λένε και Ρενουάρ. Με φωνάζουν.
Μα απαντώ καμιά φορά
με. κυανό που μέσα του περνά της πασχαλιάς το χρώμα.
26
Σκιά είμαι γαλαζωπή,
του κορμιού σου καθαρή σιλουέτα.
Για τα γέρικα τα μάτια, σκάνδαλο.
27
Δώσαν οι Βαλεαρίδες το γαλανό τους στη Ζωγραφική.
28
Καμιά φορά η θάλασσα εισβάλλει στην παλέτα του ζωγράφου
και του δίνει
έναν γαλάζιο ουρανό που μονάχα δίνει στα κρυφά.
29
Πιο γαλάζια είν’ η σκιά όταν πια το κορμί
που τη ρίχνει έχει χαθεί.
30
Το γαλάζιο το εκστατικό νοσταλγεί,
σαν ήτανε γαλάζιο καθάριο εν κινήσει.
31
Κι αν δεν είναι το γαλάζιο μες στο κάδρο
το τυλίγει μες στο φως του σαν προβολέας.
32
Είπε το γαλάζιο μιαν ημέρα:
– Σήμερα έχω ένα όνομα καινούργιο. Με λένε
Γαλάζιο Πάμπλο Ρουίθ, Γαλάζιο Πικάσο.
GABRIEL CELAYA (1911-1991)
ΑΝΟΙΧΤΟΦΟΒΙΑ
Λαβύρινθος απ’ έξω,
μορφές, παρακαμπτήριες.
Λαβύρινθος από μέσα,
φώτα, καθρέφτες.
Τι ανακαλύπτει κανείς;
Χώρο δίχως κέντρο,
συνείδηση του κανενός
και κόσμο μηδενικό.
Λεν υπάρχει φρουρός.
Δεν είναι κανείς στη μέση.
Τρόμος! Είν’ ένας χώρος
απλώς ανοιχτός.
Κάποιος τότε κραυγάζει. Είναι τρομερό:
δεν υπάρχει ηχώ.
Κι επιστρέφει στη σπηλιά
και στο φόβο,
και στο διάλογο με τον εαυτό του
για τον ουρανό-μηδέν.
Ο έσχατος λαβύρινθος: το φίδι
της σκέψης.
ANGEL GONZALEZ (1925-2008)
ΓΙΑ ΝΑ ΛΕΓΟΜΑΙ ΑΝΧΕΛ ΓΟΝΘΑΛΕΘ
Για να λέγομαι Άνχελ Γονθάλεθ,
για να ζυγίζομαι πάνω στο χώμα,
αναγκαίος ήτανε χώρος ευρύς
και χρόνος μακρός:
άνθρωποι απ’ όλη τη θάλασσα και τη γη ολάκερη,
γόνιμες γυναικείες κοιλιές, κορμιά
κι άλλα κορμιά, αδιάκοπα χωνεμένα
σε κορμί καινούργιο.
Ηλιοστάσια κι ισημερίες φωτίζανε
με φως που εναλλασσόταν, μ’ ουρανούς μεταβλητούς,
της σαρκός μου το χιλιόχρονο ταξίδι
καθώς σκαρφάλωνε σ’ αιώνες και οστά.
Απ’ το πέρασμά του τ’ αργό κι οδυνηρό,
απ’ τη φυγή του μέχρι το τέρμα, επιβιώνοντας
σε ναυάγια κι αγκυροβολώντας
στων νεκρών τον ύστατο στεναγμό,
δεν είμαι παρά τ’ αποτέλεσμα, ο καρπός,
τ’ απομεινάρι που ανάμεσα στα λείψανα σαπίζει-
ό,τι βλέπεις εδώ,
τούτο είναι μοναχά:
ένα απόβλητο επίμονο, ν’ αντιστέκεται
στην αποσύνθεσή του πολεμώντας τον άνεμο,
ν’ ανεβαίνει δρόμους που οδηγούν
στο πουθενά. Η επιτυχία
κάθε αποτυχίας. Η παράφορη
δύναμη της απόγνωσης…
JOSE MANUEL CABALLERO BONALD (1926-2021)
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΜΕ ΚΑΡΑΒΙΑ
Νιώθω να περνούνε τα καράβια απ’ ία βάθη
της νυκτός. Έρχονται από μιαν εποχική
χειμερινή παραμονή και τραβάνε για μιαν άλλη
προσωρινή στάση γι’ αργοναύτες∙
τούτες οι ρότες
οι χιμαιρικές που περιπολούνε
τα λιμάνια τα μαγευτικά της φαντασίας.
Αόρατα φορές φορές, οργώνουνε τις χώρες της ομίχλης τις βαθιές,
μεσ’ από κόσμον έρημο περνούν
σε κάποιες θυελλώδεις αφηγήσεις
από υαλογραφίες ξέθωρες, μοιάζουνε
με το αίσθημα που πίσω τους αφήνουνε κάποια όνειρα.
Ως εδώ πέρα φτάνει η γοργή
των μηχανών η ανάσα, η ορμή
του νερού πάνω στην πορεία’
και καμιά φορά
μια σειρήνα ξεδιπλώνει
της θλίψης της την κακόφωνη κορδέλα
μες στους θολούς τους κύκλους του ανέμου.
Τούτων των καραβιών ο κώδικας είν’ ο δικός μου.
Με κείνα κάθε νύχτα πάει και πάει η ψυχή μου
JAIME GIL DE BIEDMA (1929-1990)
ΚΑΤΆ ΤΟΥ JAIME GIL DE BIEDMA
(Απόσπασμα)
Τι ωφελεί, ήθελα να ’ξέρα, ν’ αλλάξω πάτωμα,
ν’ αφήσω πίσω ένα υπόγειο πιο μαύρο
και από τη φήμη μου -κι αυτό τα λέει όλα-,
να βάλω κουρτινάκια λευκά
και να πάρω υπηρετριούλα,
αν είναι να ’ρθεις μετά εσύ, κουραστικέ,
οχληρέ μουστερή, ένας βλάξ με τα δικά μου τα κοστούμια,
κηφήνας, άχρηστος κόπανος,
με τα καθαρά σου τα χεράκια,
να τρως απ’ το πιάτο μου και να λερώνεις το σπίτι;
Σε συνοδεύουν οι μπάρες και τα μπαρ
της νύχτας τα τελευταία, νταβατζήδες, λουλουδούδες,
του ξημερώματος δρόμοι πεθαμένοι
και μισοφωτισμένα ασανσέρ,
καθώς γυρνάς, τύφλα, και σταματάς
για να στραφείς στον καθρέφτη,
να δεις τη φάτσα σου τη φθαρμένη,
με μάτια ακόμα γεμάτα οργή
που δε θες να κλείσεις. Κι άμα σε πάρω απ’ τα μούτρα
γελάς μαζί μου, μου θυμίζεις το παρελθόν
και λες πώς γερνάω.
JOSE ANGEL VALENTE (1929-2000)
ΛΑΜΠΡΟΤΗΤΑ, ΠΟΙΗΜΑ 34°
Τι ξέρεις, σώμα, εσύ για μένα
καθώς έτσι με κοιτάς
τούτη τη μελαγχολική βραδιά,
με εξετάζεις, στοχάζεσαι, σαλεύεις
το κεφάλι κατά κει που αναπάντεχα διαρκεί
ο άνεμος
της νιότης μας εκείνης.
Και τώρα
που το ταξίδι μακρό αναγγέλλεται και τίποτα
δε μοιάζει ν’ απομένει που να μην το ’χουμε σκοτώσει,
σώμα γυμνό, πες μου,
τι ξέρεις τάχα εσύ για μένα καθώς έτσι με κοιτάς
στην όχθη τη θολή και σκοτεινή της θάλασσας ετούτης.
FRANCISCO BRINES (1932-2021)
ΟΙ ΔΥΟ ΜΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ
Ήμουν ένας μικρός θεός: αθάνατος γεννήθηκα.
Ένας χρυσός απεσταλμένος,
αθάνατα άφηνα και ζωντανά της θαλάσσης τα νερά
και γύρευα απείραχτο να κρατήσω το σώμα μες στη φρεσκάδα του·
κατοικούσε κείνο τους πορτοκαλεώνες με μέλισσας τραγούδι,
και λυγίζανε τ’ ανθισμένα κλαδιά απ’ την αφθονία των καρπών.
Απέραντο, γλυκύτατο, κατέβαινε το γαλανό
στ’ αψηλότερα των πεύκων τα κλαριά,
κι αγέρι, αόρατο, τα σάλευε.
Φως ήταν η σιωπή.
Μέσ’ από των ματιών μου το πιο ισχυρό κέντρο
έσχιζα εγώ τα πέπλα των ανέμων,
των νυκτών το πέταγμα το γαλήνιο
και μες στο φλογερό ρόδισμα από ’να δάκρυ
σίμωνε η γέννηση των άστρων.
Γυμνός ήταν ο κόσμος, μονάχα εγώ τόνε θαύμαζα.
Κι όλα τα κατόρθωνε η αθωότης.
Ακόμα κρατεί ο κόσμος. Και υπάρχουμε.
Κοιτάξτε με τώρα, θνητό· μα κι ένοχο.
Από τη συλλογή Insistencias en Luzbel (1977)
CLAUDIO RODRIGUEZ (1934-1999)
ΠΡΟΣ ΤΟ ΦΩΣ
Και για να δεις θα πρέπει να υψώσεις το κορμί,
η ζωή η εσώτερη να εισέλθει στο βλέμμα
προς το φως, τόσο μυστηριώδες και τόσο απλό,
προς τούτη τη λέξη την αληθινή.
Τώρα ξημερώνει και τούτο το φως απ’ την Ανατολή
το σταχτί,
που ’ναι παράδοση και προστασία,
μες σε δρόμους τόσο μοναχικούς και τόσο διαυγείς
μας βασανίζει και μας φροντίζει,
καθώς η σκιά μέσα του γυμνώνεται
κι ορθώνεται αληθής του ανέμου η υπόσχεση.
Είναι τ’ ουρανού η ευωδιά,
είναι τ’ άρωμα της διαύγειας,
καθώς εισερχόμαστε εν σκοτία στην ημέρα,
σε φως τόσο πληγωμένο απ’ του ματιού
την τυφλότητα, γιατί ’ναι το βλέφαρο πολύ τρυφερό για ν’ ανοίξει
του στοχασμού τις θύρες,
τη στήλη της ψυχής,
την πρώιμην άνθηση της μνήμης.
Συ, φως, ουδέποτε γαλήνιο,
θα μου δώσεις τάχα τώρα τη γαλήνη;
ANTONIO COLINAS (1946)
ΠΑΓΕΡΗ ΠΑΡΘΕΝΑ ΟΜΟΡΦΙΑ
Πίσω απ’ τις νιφάδες, σελήνη παγερή,
λιβάδια, σειρές οι λεύκες, σκεπές…
Από δρόμους νοτισμένους έφτασα
σιμά πολύ στα μάτια σου, στο χιόνι.
Τρούλοι κατακόκκινοι, μαυροπούλια
ξεπαγιασμένα να τσιρίζουνε: ποίηση.
Πίσω απ’ τον τοίχο τον πρασινισμένο, κρυστάλλινο
ποτήρι κολονάτο, που ’χει μέσα
σαμπάνια, φιλιά και λόγια.
Φιλιά πλάι στο τζάκι, κούτσουρα, βουβά
τα σύνεργα του κυνηγού, άνθη πεθαμένα
πολυκαιρισμένα μες στη νεκρικήν υδρία.
Παγωμένη η λίμνη, κει που το καλοκαίρι
τραγουδάνε τα βατράχια μες στα βαθιά τ’ απογέματα.
Φεύγουνε τα σμήνη, ως μέσα στο αίμα πόνο φέρνουνε
τ’ αλυχτίσματα και του βοσκού το τραγούδι.
Πυκνώνει η νύχτα με τ’ αστέρια της.
Βαρύ είναι να θωρείς τέτοια παρθένα ομορφιά.
Πάνω απ’ το σπίτι, καθώς σαλεύει
τούτη τη φλογισμένη και μαγική γωνιά,
τρίξιμο σε θόλο ουράνιο ακούγεται ο Θεός.
GUILLERMO CARNERO (1947)
ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑ
Οι θεοί μάς παρατηρούν μέσ’ από ιη γεωμετρία
που εικόνα τους είναι.
Δε φοβούνται το φως οι ναοί τους-
μέσα σ’ αυτό ορθώνουνε τη στίλβη
της λευκότητάς τους· οι κιονοστοιχίες
προβάλλουνε τ’ αστραποβόλημά τους
κόντρα στον ουρανό.
Υπάρχουν μες στο φως.
Έτσι οι βάρβαροι οι λαοί
νιώθουνε την ταραχή των ζοφερών θεών τους
που αντίλαλοι είναι, σ’ άφωτα χάσματα χαλκευμένοι:
χλαπαταγή από πετράδια μέσα σε άδεια σήραγγα.
Εδώ οι θεοί είναι,
όπως και των κιόνων τούτων η σύλληψη,
απόλαυση μοναδική: η νόηση
και τα γεννήματά της, πάμφωτα φαντάσματα.
Από τη συλλογή Variacionesy figuras sobre un tema
de La Bruy ere, 1974
LEOPOLDO MARIA PANERO (1948-2014)
THE END
Τη ζωή μου κάπνισα κι απ’ τη φλόγα της
την αναπάντεχη απέμειναν
στη μνήμη μου γελοία κατακάθια:
πλάσματα που δε μ’ έβλεπαν, γυναικών αχνός,
καπνός στα στόματα και σιωπή
να σκεπάζει σα μανδύας
κείνο που δε θέλησα να ’μαι – και ήμουν
πάχνη ή ίχνος από πετούμενο πάνω σε κύματα ράθυμα, αγόρια
με τα ναυτικά που στο σχολειό μαθαίνανε το Λάθος.
Κανένανε δεν είχα σε κείνο το υπόγειο, ήταν
άδειο το μπουντρούμι, σκέφτομαι καθώς
– ανοίγοντας πια την πύλη και σπάζοντας
επιτέλους την αμπάρα που μ’ έδενε
μάταια με τους αητούς, που μ’ έκανε
τα νησιά ν’ αγαπώ, το μηδέν να λατρεύω –
ανακαλύπτω
ελάχιστο, να μου χαμογελά, το φως.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
SALVADOR ESPRIU (1913-1985)
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΕΙΡΕΣΙΑ
Τώρα η θανή* μού στερεί
τα μάτια, για να σ’ αντικρίσω.
Χαμένος φωνάζω, και καταλαβαίνω:
μ’ έκανε αυτή τυφλό· πώς με κοιτά!
Παίρνεις τα όρη και τα βουνά,
κει που λες πώς θα ’σαι ασφαλής.
Σκέφτεσαι ίσως: «Εκτρέφω σκυλιά,
χρυσάφι φυλάω, ξέρω από βιβλία.
Μπορεί τάχα η μάντισσα να μ’ αναγνωρίσει,
τόσο βαθιά σε τούτα τα όνειρα χωμένο;»
Μάλιστα, όμοια σαν και τους άλλους:
πρόσωπο, δρόμο και κρυψώνα.
Μα παίρνει η θανή
τα μάτια τα παλιά, και πλησιάζει.
* Ο Θάνατος στα καταλανικά είναι γένους Θηλυκού, όπως και στις άλλες λατινογενείς γλώσσες.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΕΡΕΣ & ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
Fractal 17/1/2018
Λίγο πολύ οι ποιητές καταπιάνονται με θέματα γνωστά, εκείνο που εξετάζουμε κάθε φορά είναι ο τρόπος που πραγματεύονται το θέμα τους και αν κάτι νέο με αυτόν τον τρόπο κομίζουν. Επίσης, μοιραία οι ποιητές αλληλεπιδρούν και πρέπει να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας μέσω των λέξεων και των στίχων πράγματα που τροφοδοτούν και τις δύο πλευρές. Ο Θεοδόσης Κοντακης φαίνεται να έχει μια λίγο μοναχική πορεία, πειραματιζόμενος με δικά του υλικά και τρόπους, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση και αγάπη στην ανάγνωση και μετάφραση Ευρωπαίων κυρίως ποιητών. Με δεδομένα τα όσα λέγονται πιο πάνω, ο Κοντάκης «δείχνει» ή χαράζει ένα δρόμο κάπως διαφορετικό από αυτόν των σύγχρονών τoυ ποιητών. Έχει όντως μια έντονη ιδιοπροσωπία η ποίησή του, ο χρόνος, ωστόσο, πάντα μιλάει καλύτερα από όλους για όλα τα πράγματα.
Στις «μέρες και νύχτες του Οδυσσέα» του, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος» καταθέτει ποιήματα με πεζολογικό χαρακτήρα, ποιήματα σαν μικρές ιστορίες που ανιχνεύουν το χρόνο, το βίο του ανθρώπου, αλλά και το μοτίβο της περιπλάνησης. Υπάρχει μια γαλήνη, μια διάχυτη σοφία και ήρεμη δύναμη σε αυτά τα ποιήματα, σαν να είναι προϊόντα περισσότερο μιας θυμοσοφικής διάθεσης παρά μιας εγκεφαλικής κατασκευής. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί το «ξανακερδισμένο παιδί» με την υποβλητική του ατμόσφαιρα: Aν μπορούσα να δω μέσ’ απ’ το παράθυρο/κει που φτάνει ο δρόμος του φεγγαριού: ίσως πίσω/ απ’ τα παντζούρια, δίχως σκοτούρα πλάσμα νέο κοιμάται-/ξέρω πάντως πως πέρσι είχαν χάσει ένα παιδί/ οι άνθρωποι το σπιτιού’ οι φωνές φτάναν ως το κύμα/ κείνη τη νύχτα, φανταζόσουν τους δυο τους ένα κουβάρι/ να οδύρεται, δίχως δρόμο: μαύρο, όμως κι αυτοί/ εδώ δίπλα κοιμούνται ακόμα, τα πόδια πλεγμένα-και ξημερώνει. Ο παρατηρητής που στοχάζεται, το δυνατό μοτίβο του χαμένου παιδιού, ο οδυρμός, η εικόνα των ανθρώπων που μας μιλά, η έντονη αίσθηση της απώλειας.
Τα στοιχεία της φύσης τα συναντάμε κατά κόρον μέσα στα ποιήματα. Το χώμα, το κύμα, η βροχή, το φεγγάρι, τα δέντρα, η νύχτα, μπλέκονται με τη φωνή του αφηγητή ή άλλοτε δημιουργούν εντυπώσεις μέσα στο ποίημα που συχνά συνδέονται με κάποια παρουσία ή απουσία. Στο ποίημα «Όχι πολύ μακριά» επίσης της πρώτης ενότητας, διαβάζουμε: «Όχι πολύ μακριά από κει, στον πίσω δρόμο/το κύμα ακούγεται στο βάθος, μοιάζει όμως/να ‘ναι μίλια μακριά’ εκεί πάει ένας μονάχος-/το φεγγάρι, καθώς χαμηλώνει ,ούτε που φτάνει/στην άσφαλτο’ κάθε βήμα προδίδει/την άσκοπη παρουσία: πώς βρέθηκε εδώ;/κανένας δε ρώτησε/»
O συνεχής διασκελισμός δεν αναιρεί τον πεζόμορφο χαρακτήρα, αλλά είναι πανταχού παρών, σκοπίμως προφανώς. Ίσως γιατί στη συνείδηση του ποιητή δίνει κάποιο τέμπο, ή υπονοεί κάποιον ρυθμό.
Υπάρχει στις συνθέσεις μια αφηγηματική χροιά που αφήνει την αίσθηση μιας ζεστής, βαθιάς και εξομολογητικής ενίοτε φωνής. Οι στίχοι του Κοντάκη κινούνται «ανάμεσα στο τραγούδι και τη σιωπή». Υπάρχει ακόμα μια ζωή που πάλλεται, μια ζωή μυστική και απόκοσμη ανθρώπων που δηλώνονται στο ποιήματα «Από τη μυστική χώρα» και «Πέρασμα». Στο πρώτο ποίημα, υπάρχει κάτι το κατανυκτικό και το φοβιστικό συνάμα. Μια αβεβαιότητα, μια θολούρα, κάποιο στοιχείο γκόθικ πλανιέται στον αέρα. Διαβάζω: «και να! μια ακτίνα περνά διαγώνια/το φαλακρό κρανίο, τα λευκά μαλλιά, χαϊδεύει την πλάτη-/κι απ’ έξω το μάτι, μια δεξιά στο παράθυρο μια αριστερά/στον τοίχο του κοιμητηρίου’ πουλιά κατεβαίνουν/στα μνήματα των κοινωνημένων, ευλαβικά αποθέτουν /μικροσκοπικούς σπόρους: τα ‘χε ξαναδεί όταν στα μισάνοιχτα μπαίνανε παράθυρα/ των νοσοκομείων, τα ιερά δωμάτια των ετοιμοθάνατων-»
Το Πέρασμα, έχει μια θεολογική διάσταση, αν μπορώ να το πω έτσι ,που όμως εισπράττεις και από αλλού μέσα στο βιβλίο. Είναι πιθανόν μια αίσθηση ιδιαίτερης πνευματικότητας αναφορικά με τον άνθρωπο και τον τρόπο που ενεργεί και περιπλανιέται μέσα στον κόσμο, διερευνώντας αυτό που βλέπει και ακούει και αγγίζει, διερευνώντας τα τοπία που του ανοίγονται μπροστά στα μάτια του, αλλά και τη θέση του μέσα σε αυτά.
Και στα δύο ποιήματα ένας σκύλος έχει το ρόλο του στη σκηνή. Αναφέρω στο μεν πρώτο: «[…]ο σκύλος μόνος πλησιάζει, βλέμμα βαθύ-κάποιος τον είχε κλοτσήσει, θέλησε κι αυτός να μπει μέσα…» (Από τη μυστική χώρα)
Στο δεύτερο, στο «Πέρασμα» «μονάχα ο σκύλος πρόλαβε τη γραμμή να περάσει ψάχνοντας τόπο, κείνα τα κόκαλα να θάψει/που μάζεψε κάτω από το ιερό μας τραπέζι/»
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τίτλο «το χώμα και οι φωνές του» η φύση έχει ρόλο παρηγορητικό προς τον άνθρωπο. Εκείνος όμως πώς την αντιμετωπίζει; Οι αντιδράσεις του μπορεί να ποικίλουν, αλλά είναι σε κάθε περίπτωση άξιες διαλόγου. Αποδοχή, πίστη, αμφιβολία, δυσπιστία, δέος. «Τούτη η ξερή γη μιλάει σπάνια. Την πρώτη φορά που θα καλέσεις το όνομά της είναι μαγεία και πόθος. Δεν θα τη διασχίσεις δεύτερη φορά, όχι την ίδια. Κι ένας περιπατητής μαγεύτηκε μια φορά στην αγκαλιά της σαν ερωτευμένος» Ο προσκυνητής στήνει αυτί να την αφουγκραστεί, τους ανθρώπους τους έλκει, τους κάνει ευτυχισμένους. Είναι μαγική η δύναμή της. Ο περιπλανώμενος, υπάκουος ψαχουλεύει το χώμα μέχρι που το χέρι του γίνεται κατακόκκινο. Νιώθει το σφυγμό της αδύναμο. Στο πεζοποίημα «Γη »είναι δυνατή η αλληλεπίδραση ανθρώπου -περιβάλλοντος. Στο ποίημα «Ουρανός» λίγοι άνθρωποι, πρόσφυγες, περιμένουν γυμνοί, σκυφτοί, χωρίς καμιά σκεπή να υπάρχει γι’ αυτούς, εκτεθειμένοι στη φύση, σώματα μετέωρα, ζωές μετέωρες. Στο ποίημα «Ψηφίδες» θα γράψει: «άδικα κανείς δεν πλανήθηκε» και θα φτιάξει εικόνες με τη «γέρικη μήτρα», τη θάλασσα, και τις διαθέσεις της σε αλληλεπίδραση πάλι με τους ανθρώπους και τη μοίρα τους. Ο Κοντάκης με πληθώρα εικόνων αέρινων, γήινων, εύστοχων, εικόνων που ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας «κάτι πασχίζει ν’ αναστήσει ξανά».
Πάντα δίνεται η αίσθηση ή η υπόνοια μιας μεταφυσικής στις συνθέσεις του Κοντάκη. Είναι μια γραφή που κυλάει στα δικά της μονοπάτια, αφού δεν φαίνεται να έχει εμφανείς τουλάχιστον επιρροές. Λείπουν τα λεκτικά πυροτεχνήματα, οι άλογες ή παράλογες ανατροπές, καθώς και οι έντονοι νοηματικοί ακροβατισμοί για το κέρδος των εντυπώσεων και μόνο. Η κάθε σύνθεση έχει η λογική της, που ανοίγεται μπροστά στα μάτια μας, ακριβώς επειδή υπάρχει συνέπεια στα επιμέρους στοιχεία-στίχους, υπάρχει συνοχή των προηγουμένων με τα επόμενα, ο αναγνώστης παρακολουθεί κάτι να εξελίσσεται, σαν συμβάν. Επομένως δεν μιλάμε για τα κλασικού τύπου ποιήματα με την μεγάλου βαθμού πύκνωση και αφαίρεση. Ο επίμονος αφηγηματικός χαρακτήρας των συνθέσεων παραπέμπει αυτόματα σε μια άλλου τύπου οικονομία.
Ο Κοντάκης δεν είναι εμφανώς και επιμόνως αυτοαναφορικός, δεν είναι μοντέρνος ή μεταμοντέρνος, δεν είναι και κλασικός. Δεν είναι και βαριά διακειμενικός. (Για παράδειγμα, στοιχεία διακειμενικότητας συναντώνται στα εξαιρετικά Primitive Art, Γωγ και Μαγώγ και Πορεία 2)
Η τελευταία ενότητα του βιβλίου περιέχει μέρος του έργου «Τελευταία Εποχή».
Άνθρωποι, εικόνες αβέβαιες, που κυριαρχούν εν όψει ενός αβέβαιου ή θολού μέλλοντος. Είναι δύσκολο να ορίσει κανείς το πρόσωπο του αύριο, πόσο μάλλον όταν αυτό δεν έχει ένα μόνο πρόσωπο, αλλά πολλά και ποικίλα.
Στο ποίημα «Χρησμός» γράφει: «Στεκόμουν στην εξώπορτα όλη μέρα, κι όταν νύχτωσε/«το αύριο ,πώς θα ‘ναι άραγε;» σε ρώτησα-κι εσύ:/Περίεργα παιχνίδια κάνουν εδώ κάτω η θάλασσα με τη γη:/είναι δεν είναι εκατό μέτρα το νερό, μα αδύνατο να περάσεις/ απέναντι, τα πλοιάρια όλα δεμένα από φόβο για τη νύχτα/ τη φουρτουνιασμένη ‘ κι η γέφυρα θα κόστιζε πολύ ακριβά-/«και τι σχέση έχουν όλα αυτά;» «μα το θεό, εγώ δεν έχω ιδέα,/συ όμως θα δεις, ίσως, σα συνηθίσεις»‘
Ενώ το ποίημα «Κατάβαση» ξεκινάει ως εξής: «Ξένη στα μάτια μου η πόλη, κι ας μείνω εδώ κάθε μέρα:/κάθε ώρα πιο σκοτεινή, για όσους μπορούν ακόμα να δουν-/ή είναι το δικό μου βλέμμα που ξέμαθε το φως/αυτοί είναι λοιπόν οι ορίζοντές μας, το τοπίο/άχρωμο/κλείνει αυτό το ποίημα πριν καν αρχίσει ΄ τέλος// όμως μια στιγμή/»
Μια διάχυτη απαισιοδοξία πιο πολύ βλέπουμε να κυριαρχεί μέσα στις εκτενείς συνθέσεις. Στο ποίημα με τίτλο «Σε στιγμές γαλήνης» γράφει: […] αβάσταχτο μοιάζει πως δεν θα μας θυμούνται για πολύ,/κι όμως είναι πιο ανθρώπινο να μην είναι αιώνια η μνήμη» Υπάρχει πάντα ο άνθρωπος ο μόνος, ο ξένος, ο μετέωρος, με την θολή του μοίρα που αλληλεπιδρά με την άλλη έξοδο της σπηλιάς, με το γαλάζιο κύμα, με τον ουρανό, με τα δέντρα, με το χλομό φως, με τον παγωμένο άνεμο, με «το απελπισμένο πλήθος». Η φύση λοιπόν εμπλέκεται σχεδόν πάντα, όπως επίσης δίνεται πάντα η αίσθηση μιας πορείας. Υπάρχει κάτι το απροσδιόριστο, το κρυφό στην ποίηση του Κοντάκη, που πάει να αγγίξει τα ενδόμυχα του ανθρώπου δίνοντας ταυτόχρονα διαστάσεις μιας αλληγορικής ερμηνείας των πραγμάτων. Όμως, και εδώ είναι το παράξενο, έχεις ως αναγνώστης ταυτόχρονα την αίσθηση και του γήινου αλλά και του υπερβατικού συνάμα.
Κλείνω τούτο το σημείωμα με το πρώτο μέρος της σύνθεσης Γεράματα. Σύντομο, όμως διαθέτει συνέπεια στον τρόπο που ξεδιπλώνεται και δίνεται στον αναγνώστη:
Γεράματα
1.
Κάπου πρέπει να μπέρδεψα τις ανταποκρίσεις
και νύχτωσα σε τούτο τον άγνωστο σταθμό
μόνη-κι ούτε ξέρω ποιο δρομολόγιο γύρευα
Σαν να θυμάμαι πως ρώτησα κάποιον φύλακα
και μου’ πε να περιμένω ή να φύγω ή
ότι λυπάται: κρατούσε-θαρρώ-κάτι βαριά κλειδιά
Τώρα το κτίριο του σταθμού είναι κλειδωμένο
και τα σκυλιά αλυχτούν στο βάθος’ κάνει κρύο
μες στη νύχτα, κι έπεσε ομίχλη βαριά
Μ’ ακούει κανείς;
.
.