ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ

Ο Διονύσης Στεργιούλας γεννήθηκε στα Γρεβενά (1967) και ζει στη Θεσσαλονίκη. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την κριτική και τον δοκιμιακό λόγο. Συνεργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά (Τραμ, Εντευκτήριο, Νέα Συντέλεια, Πόρφυρας, Κουκούτσι, Δυτικές Ινδίες, Δέκατα, Μπιλιέτο, Εμβόλιμον, Θευθ, Καρυοθραύστις, Μικροφιλολογικά, κ.ά.), σε διαδικτυακά περιοδικά και στο ένθετο «Βιβλιοθήκη» της εφημερίδας Ελευθεροτυπία. Επιμελήθηκε αφιερώματα σε Έλληνες λογοτέχνες για το περιοδικό Οδός Πανός (Διονύσιος Σολωμός, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κ. Π. Καβάφης, Ζωή Καρέλλη, Λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης). Συμμετείχε σε εκπομπές της Δημοτικής Τηλεόρασης Θεσσαλονίκης TV100 («Ένα βιβλίο ένα ταξίδι») αφιερωμένες στον Κ. Π. Καβάφη, στον Γιώργο Βαφόπουλο, στον Γιώργο Ιωάννου, στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, κ.ά. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον μουσικό Στέργιο Κώττα (δίσκος «Εξαρχής»).

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

-Οι μαθητευόμενοι της οδύνης, Οδός Πανός, Αθήνα, 1995.
-Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό (Δύο συνεντεύξεις), Οδός Πανός, Αθήνα, 2004.
-Πέντε ποιητές της Θεσσαλονίκης (Αναγνωστάκης, Βαφόπουλος, Θέμελης, Καρέλλη, Πεντζίκης), ανάτυπο, Οδός Πανός, Αθήνα, 2006.
-Επίμετρο στην ανατύπωση του περιοδικού Ο Κύκλος (1932, Κ. Π. Καβάφης), Οδός Πανός, Αθήνα, 2013.
-Ο Καβάφης και η υποδοχή του έργου του (Εμπόδια και αλληλεπιδράσεις), Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2014.
-Ο Φραντς Κάφκα και η Μοσχούλα (Δοκίμιο για τη λογοτεχνία), Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2017.
-Κώστας Καρυωτάκης: Ένας απρόσμενος διάλογος, ανάτυπο, Οδός Πανός, Αθήνα, 2019.
-Καθόλου ποιήματα, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2019.
-Επιμέλεια και εισαγωγή στην ανατύπωση της ποιητικής συλλογής της Ανθούλας Σταθοπούλου Νύχτες αγρύπνιας (Θεσσαλονίκη 1932), εκδ. Οδός Πανός Αθήνα, 2019.
-Καβάφης και Πατριάρχης (Μία πρόταση ερμηνείας), Οδός Πανός, Αθήνα, 2020.
-Το παράδοξο του ζην, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2021.
-Χριστούγεννα στο υπόγειο, ιδιωτική έκδοση, 2021.
-Στο ίδιο δωμάτιο, θεατρικός μονόλογος, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2022.
-Το πιο ωραίο τοπίο, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2023.

.

Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΣ

.

ΤΟ ΠΙΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟΠΙΟ (2023)

ΟΙ ΘΗΡΕΥΤΕΣ

Πρώτα εμφανίστηκαν οι θηρευτές
κι ύστερα ο κόσμος γέμισε θηράματα.
Μα τα θηράματα χρειάζονταν τροφή
κι έτσι εμφανίστηκε το φυτικό βασίλειο.
Και τα φυτά χρειάζονταν κι αυτά τροφή
χώμα, νερό και φως κι αέρα
κι έτσι εμφανίστηκαν οι κήποι
ο άνεμος, ο ήλιος, τα ποτάμια
οι πεδιάδες και οι οροσειρές.
Κι έγιναν όλα όπως έπρεπε
με τη σωστή και δίκαιη σειρά
με τον ενδεδειγμένο τρόπο.
Και τελευταίοι φάνηκαν οι ποιητές
για ν’ αφηγούνται αυτήν την ιστορία.

ΕΝΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε
(δεν του έλειπε τίποτα κι όμως επαναστάτησε)
αποφάσισε να υιοθετήσει τη λύπη
αποφάσισε να δει όσα δεν έβλεπε
και να θυμηθεί την παιδική του ηλικία.

Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε
χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο
χωρίς κανείς να ξέρει αν υπήρχε λόγος.

Γύρω του οι άλλοι ελεύθεροι άνθρωποι
τον κοιτούσαν με βλέμμα απορημένο
κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει
τι τον έκανε να επαναστατήσει.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΓΓΕΛΟΣ

Το ποίημα προχωρούσε αμέριμνο
σε έναν γνωστό του δρόμο.
Έβλεπε άλλα ποιήματα και τα χαιρετούσε.
Έβλεπε την αθωότητα στο βλέμμα τους
και ένιωθε πληρότητα
και ανεκλάλητη χαρά.
Κάτι όμως μέσα του τού έλεγε
να εξερευνήσει περισσότερο την πόλη.
Έστριψε σε ένα σκοτεινό στενό
μπήκε σε μία συνοικία άγνωστη
και είδε πρόσωπα θλιμμένα
είδε ναυάγια στη στεριά
και ναυαγούς στον τρίτο όροφο.
Σκέφτηκε την επιστροφή
και την ηθελημένη αμνησία
αλλά μια δύναμη το έσπρωχνε
στον ζωντανό λαβύρινθο της πόλης.
Μετά από ώρες περιπλάνησης
δεν ήταν πια το ίδιο ποίημα
μα ένα ποίημα ατίθασο
με τα φτερά του ανοιγμένα
και με τον πόνο να κυλά στις λέξεις του.

ΤΟΠΙΟ ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΟ

Μες στην ακινησία το βλέμμα διακρίνει
την πιο ασήμαντη κίνηση
αλλά στην κίνηση το μάτι ξεχωρίζει
αυτό που μένει ακίνητο.
Έτσι διάβαζα τα τοπία κάποτε.
Μα τώρα ανοίγεται μπροστά μου
ένα τοπίο δυσανάγνωστο
με σύννεφα που φέρνουν τη λιακάδα
με δέντρα που κινούνται και πετούν
και με πουλιά που μένουν ριζωμένα.
Ένα τοπίο με αδιευκρίνιστες προθέσεις
γεμάτο με ξερά κλαδιά πάνω στο χιόνι
που μοιάζουνε με άγνωστο αλφάβητο.
Ψάχνω στο αίνιγμα ένα άνοιγμα
για να μπορέσω να σε συναντήσω.

ΔΙΑΣΚΕΨΗ

Μετά από μέρες συζητήσεων
ιδιαιτέρως εποικοδομητικών
αποφάσισαν να διαθέτουν επ’ αμοιβή
σταγόνα σταγόνα το νερό της βροχής
να ζητούν ενοίκιο για τον αέρα
να διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο
το φως του ήλιου και των αστεριών.
Και δεν ξέρουν τι θα πει καλοκαίρι
δεν ξέρουν τι θα πει φθινόπωρο.
Κάθε βράδυ επιστρέφουν στο σπίτι
και το σπίτι δεν τους αναγνωρίζει.
Βγάζουν προσεκτικά τα ρούχα
φορούν βιαστικά το σώμα τους
και βλέπουν όνειρα με αριθμούς.

ΑΦΟΥ ΒΥΘΙΣΤΗΚΑ

Αφού βυθίστηκα στο χώμα
άγγιξα το δικό σου σώμα
κι ύστερα είπαμε μαζί
χωρίς κανείς με βεβαιότητα να ξέρει
ο θάνατος με τη ζωή
αν περπατούν στον δρόμο χέρι χέρι.
Μετά μας ξύπνησε το φως
και μια ολόλευκη σελήνη
που φώτιζε σαν άλλος ήλιος
στον τόπο όπου βασιλεύει η σιωπή
και ζήσαμε για πάντα εκεί
μέσα στου παραδείσου τη γαλήνη.

ΚΑΤΙ ΕΛΕΙΠΕ

Κι ωστόσο κάτι έλειπε απ’ το ωραίο τοπίο
ήταν ο χρόνος που είχε γίνει αόρατος
ήταν η μόνιμη απουσία του απ’ την εικόνα
ήταν οι αλλαγές που θα συνέβαιναν στο μέλλον
αυτά που θα ‘ρχονταν αύριο και μεθαύριο
αυτά που θα συνέβαιναν σε ένα χρόνο
αυτά που θα συνέβαιναν σε χίλια χρόνια.

Ωραίο να το λες, ωραίο να το γράφεις
αλλά οι λέξεις δεν κινούνται στο χαρτί
ωραίο να νομίζεις πως προβλέπεις
πως μόνο εσύ γνωρίζεις τη συνέχεια
αλλά το μέλλον είναι άδηλο
το ‘χουνε γράψει οι αρχαίοι ποιητές
το μέλλον είναι πάντα άδηλο
ούτε η συνέχεια δεν γνωρίζει τη συνέχεια
και το γνωρίζουν μέχρι και οι θεοί
ότι το πότε είναι αστάθμητος παράγοντας
ακόμη κι αν το πώς είναι ήδη ορατό.

.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ ΖΗΝ (2021)

Όταν εκείνο το πρωί της άνοιξης
έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο
να βρεις τον χρόνο που έχασες
η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε.
Ο χρόνος έφευγε τρέχοντας γρήγορα
έτρεχε γρήγορα σε δρόμους άγνωστους
σε κατευθύνσεις που δεν γνώριζες.
Όπου και να κοιτούσες γύρω σου
έβλεπες τον χρόνο να φεύγει.
Νόμιζες ότι όλα αυτά τα είχες ξαναζήσει
κι ότι τη δεύτερη φορά
δεν θα ξανάκανες τα ίδια λάθη.
Νόμιζες ότι η συνέχεια εξαρτάται
μόνο από εσένα και τις πράξεις σου.
Η μέρα σου ξεκίνησε πολύ μονότονα
σ’ ένα κατάστημα που γνώριζες από παιδί.
Μπήκες στον χώρο με μεγάλη σιγουριά
αλλά δεν έβρισκες αυτό που ήθελες.
Σου είπαν ότι το προϊόν εξαντλήθηκε
σου είπαν ότι θα έπρεπε από καιρό
να το είχες αναζητήσει.
Είπες ότι θα περάσεις αύριο
ή μεθαύριο ή σε μία εβδομάδα
για να το έχουν έως τότε αναπληρώσει
και σου απάντησαν ότι αυτό δεν γίνεται
δεν γίνεται γιατί το προϊόν
έχει εξαντληθεί στις αποθήκες
και το εργοστάσιο πια δεν παράγει
πράγματα που δεν έχουν ζήτηση.
«Πρέπει να βρείτε κάτι άλλο
κάτι που να τού μοιάζει», σου είπανε,
«κάτι που να έχει το ίδιο χρώμα
την ίδια χρήση ή το ίδιο όνομα
ή επίσης μπορείτε να αγοράσετε
το νέο προϊόν που σύντομα
θα τοποθετηθεί στο ίδιο ράφι».
Τα δέντρα, όταν βγήκες από το κατάστημα,
έμοιαζαν με σκηνικό της κόλασης
ο γαλάζιος ουρανός ήταν μια απειλή
τα πουλιά που κελαηδούσαν τόσο όμορφα
νόμιζες ότι σε κοροϊδεύουν.
Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση
κι ο μέσος όρος μια ακινησία.

…/…

Στο μεταξύ άρχισε να ψιχαλίζει
τόσο ωραίος καιρός και άρχισε να ψιχαλίζει
είχαν δίκιο όσοι κρατούσαν ομπρέλα
ίσως είχαν διαβάσει το δελτίο καιρού
τώρα εκείνοι δεν βρέχονταν
κάτω απ’ τις ομπρέλες τους ένιωθαν ασφαλείς.
Επιτάχυνες τον ρυθμό των βημάτων σου
και στάθηκες σε ένα υπόστεγο
αλλά η βροχή δυνάμωσε, ο δρόμος γέμισε νερά
οι άνθρωποι φέρονταν αμήχανα
κανείς δεν την περίμενε αυτήν την βροχή.
Σκέφτηκες πάλι τους άντρες με τις ομπρέλες
σκέφτηκες εκείνους που προνοούν
εκείνους που φροντίζουν για το μέλλον
που έχουν κάθε στιγμή ένα πρόγραμμα
σκέφτηκες πόσο τους ζηλεύεις
αλλά τώρα έπρεπε κάτι να κάνεις
δεν μπορούσες να μείνεις για πάντα εκεί
να μείνεις κάτω από ένα υπόστεγο
μαζί με άστεγους και άγνωστα πρόσωπα.
Έπρεπε να φύγεις γρήγορα
έπρεπε να φύγεις κι ας βρεχόσουν
αλλά μόλις έκανες το πρώτο βήμα
η βροχή αμέσως σταμάτησε.
Ήταν ένα ξέσπασμα του καιρού
ήταν μια ξαφνική νεροποντή είπες μέσα σου
ακόμη κι ο καιρός έχει ξεσπάσματα
μόνο εγώ ζω χωρίς αυξομειώσεις
η ζωή μου κυλά εντελώς μονότονα
σαν μια ευθεία σε καρδιογράφημα.
Αν και η βροχή σταμάτησε
το νερό ακόμη κυλούσε
το νερό είχε σχηματίσει ρυάκια
που κατέληγαν στα φρεάτια των υπονόμων.
Την προσοχή σου τράβηξε ένα φύλλο
που είχε παρασυρθεί από το νερό
και σταμάτησε στο καπάκι του φρεατίου
σαν να αρνούνταν να αφήσει το φως.
Προβληματίστηκες για μια στιγμή
αν πρόκειται για εκείνο το φύλλο
που είχες πριν λίγο συναντήσει
για εκείνο το φύλλο που είχες αφήσει
να κυλήσει από τα ρούχα σου στο έδαφος.

…/…

Καθώς προχωρούσες στον μικρό δρόμο
ο μικρός δρόμος μεγάλωνε έγινε λεωφόρος
έγινε αχανής έκταση του μεσημεριού
δεν ήταν πια δρόμος αλλά η ίδια η πόλη.
Άκουγες ήχους που έρχονταν από παντού
άκουγες ήχους που σε περικύκλωναν.
Ήταν ανθρώπινες φωνές και ήχοι μηχανών
μιας πόλης που ποτέ δεν ηρεμεί
έμοιαζαν όμως με τους ήχους της βροχής
με παφλασμούς κυμάτων στην ακτή
με καταρράκτη που κυλά ορμητικά
με θρόισμα των φύλλων ενός δάσους.
Και τότε άκουσες μια μουσική θεσπέσια
να έρχεται από άγνωστη πηγή
μια μουσική που έσβηνε τους άλλους ήχους
και γέμιζε τον δρόμο με τις νότες της.
Μια άλλη μέρα θα έψαχνες για την πηγή
για την προέλευση αυτής της μουσικής
αλλά όχι αυτήν την μέρα που όλα γύρω σου
έμοιαζαν με κατασκευασμένο σκηνικό
με στούντιο της εταιρείας Γιουνιβέρσαλ.
Ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα
κρύβεται μέσα στο μυαλό σου
και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο.
Όλα μιλούσαν με τη φυσική τους γλώσσα
μα τίποτα να ερμηνεύσεις δεν μπορούσες.
Μακάρι να έκλεινες τα μάτια κι όλα γύρω σου
να γίνονταν ένας ουράνιος κήπος
ένας παράδεισος με λόφους και πηγές
με άνθη εύοσμα και πλούσια βλάστηση
με μωβ βατόμουρα και άγριες φράουλες
κι ας ξεκινούσε η ζωή απ’ την αρχή.
Μα έκλεισες τα μάτια και τίποτα δεν άλλαξε
στα καταστήματα μπαινόβγαιναν πελάτες
πάντα το ίδιο κατασκευασμένο σκηνικό.
Και τότε αναρωτήθηκες τί είσαι πιο πολύ
στην ανερμήνευτη αυτή παράσταση:
ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο
ή θεατής που παρακολουθεί παθητικά;
Κι αν στη μικρή αυτή διαδρομή
συμβαίνουν σήμερα τόσα παράξενα
φαντάσου τί θα γίνεται σ’ όλη την πόλη
φαντάσου τί θα γίνεται σ’ όλη τη γη.
Κανείς δεν ξέρει αν οι πόλεις
έχουν συγκεκριμένο κέντρο βάρους
κανείς δεν ξέρει αν οι πόλεις
έχουν ψυχή και συναισθήματα
κι ωστόσο νόμιζες πως σήμερα η πόλη
απεγνωσμένα ήθελε να σου μιλήσει.

…/…

Θυμήθηκες από τα χρόνια του σχολείου
αυτό που άκουγες για την ευθεία
πως είναι η πιο σύντομη διαδρομή.
Ίσως θα έπρεπε να είχες προνοήσει
να σχεδιάσεις εναλλακτικές διαδρομές
μέσα από παράδρομους και άγνωστα στενά
ίσως θα έπρεπε να είχες μελετήσει
μέρες και νύχτες ασταμάτητα
τον αναλυτικό χάρτη της πόλης.
Αν ήξερες πως μια ευθεία
κρύβει τόσους λαβύρινθους
αν ήξερες πως μια γνωστή διαδρομή
μπορεί να γίνει επικίνδυνο ταξίδι
θα έμενες όλη τη μέρα σπίτι
και θα απέφευγες με τρόπο έξυπνο
τις τρικυμίες του οδοστρώματος.
Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματά μας πού μας πάνε;

.

ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2019)

Φύσηξε άνεμος πολλών μποφόρ
μες στο κλειστό δωμάτιο
και το λευκό φύλλο χαρτιού
έσωσε τις ναυαγισμένες λέξεις.
Δ.Σ.

ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΣΑΒΑΝΟ

Τρία ολόκληρα χρόνια η Πηνελόπη
θέλοντας να εξαπατήσει τους μνηστήρες
ύφαινε καθημερινά το σάβανο του Λαέρτη
το ίδιο που ξήλωνε τη νύχτα.
Ποιον άλλον προσπαθεί να κοροϊδέψει
αν όχι τον εαυτό του ο ποιητής
γράφοντας και σβήνοντας μια ολόκληρη ζωή
λέξεις στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί;

ΚΑΘΕ ΤΗΣ ΤΡΙΚΥΜΙΑ

Η θάλασσα αποτελεί
μέλος της οικογένειάς μου.
Το έχω δηλώσει και στο ληξιαρχείο.
Κάθε της τρικυμία
δημιουργεί νέα ναυάγια.
0 σκοτεινός βυθός της έχει γεμίσει
από νεκρές σκέψεις μου.
Αναρωτιέμαι
αν έχει γνώση του εαυτού της
αν έχει αντίληψη της ύπαρξής της
ή αν πρόκειται για έναν καθρέφτη
που έστησε η νύχτα πάνω στη γη.

ΑΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΔΕΝΤΡΟ

Αν δεν ήταν ένα μοναχικό δέντρο
θα ήταν ο πιο κοντινός μου άνθρωπος.
Πάντα το ίδιο παράθυρο ανάμεσά μας.
Το είδα σε στιγμές δύσκολες για εκείνο
με τα μεγάλα φύλλα του κιτρινισμένα
με το κορμί του γυμνό μέσα στο χιόνι.
Στον ίσκιο του τρέφει χιλιάδες κόσμους
οι ρίζες του ποτέ δεν βλέπουν φως
στέκεται πάντα όρθιο όταν πέφτω
με βλέπει και το βλέπω διαρκώς.

ΕΞΩΦΥΛΛΑ ΣΑΝ ΕΠΙΤΥΜΒΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

Δίπλα στην είσοδο του μουσείου
η επιτύμβια στήλη
με την ωραία παράσταση
το όνομα του θανόντος
τον τόπο, τη χρονολογία θανάτου
και τη χαραγμένη με κεφαλαία γράμματα
σύντομη επιγραφή.
Θυμάμαι τα εξώφυλλα των βιβλίων.
Σε τι διαφέρουν οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων
από τα αρχαία κοιμητήρια;
Κι εδώ κι εκεί νεκροί είναι θαμμένοι.
Κι εδώ κι εκεί ολόκληρες ζωές
στριμώχνονται για να χωρέσουν
στο βιαστικό βλέμμα αδιάφορων περαστικών.

ΣΚΛΗΡΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

Από τότε που εξέφρασε την άποψη ότι ο επίσκοπος είναι
ανεπαρκής, όλοι στράφηκαν εναντίον του. Ανέλυαν την
κάθε λέξη του, ώστε να τεκμηριώσουν θρησκευτική πλάνη.
Αυτό θα τον καθιστούσε τελείως αδύναμο. Παρατήρησαν
ότι καλημέριζε τον αιρετικό γείτονά του. Αναφέρθηκαν
σε έναν πρόγονό του, που είχε φυλακιστεί. Ανέσυραν
την πληροφορία για ένα ύποπτο ταξίδι στη Δύση πριν
δεκαετίες. Τώρα περίμεναν μια λάθος κίνηση, μια λάθος
λέξη, μια αφορμή για να τον σύρουν σε δίκη. Ακόμη και ο
αυτοκράτορας θα προσπερνούσε τη σκληρή του κριτική,
αλλά ο επίσκοπος δεν ήταν από αυτούς που συγχωρούν.
Θα έπρεπε να το είχε προβλέψει.

ΣΑΝ ΝΑ ΗΤΑΝ ΝΥΧΤΑ

Σαν να ήταν νύχτα στο φεγγάρι και κάθε αστέρι άνοιγε
μια πόρτα στη σιωπή. Ήμουν εκεί και σε περίμενα να έρθεις
απ’ τη γη. Μα δεν ήσουν ούτε στη γη. Είχες χαθεί από
το πρόσωπό της. Γρήγορα κατάλαβα ότι κεντούσες έναν
νέο γαλαξία αγάπης και μίσους στον ουρανό αφήνοντας
για το τέλος την πιο ωραία βελονιά. Σαν άγριο ζώο της
στέπας, που χάθηκε σε τροπικό δάσος, παρατηρούσα το
κάθε σου βήμα και είχα ξεχάσει τι θα πει χαρά. Μην κλαις.
Πολλές φορές το είχα πει ότι ο Μάιος κρύβει εκπλήξεις.
Αφού λάμπει και η σκοτεινή σου πλευρά, έχει έρθει ο καιρός
να αποσυρθώ. Αλλιώς δεν θα ήμουν ο εαυτός μου.

ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Πολλά ποιήματα σχεδίαζε να γράψει. Ποιήματα για την
αγάπη, για τον φόβο, για πρόσωπα που έφυγαν απ’ τη ζωή
του. Για ένα άγαλμα που πάντα θαύμαζε, όταν διέσχιζε την
κεντρική οδό. Για τη μητέρα του και για τα παιδικά του
χρόνια. Για έναν πρόγονό του μουσικό. Για έναν φίλο του
πολεμιστή. Για τη θεά Ίσιδα και για έναν ερημίτη της
θρησκείας του Ιησού. Πολλά ποιήματα είχε σχεδιάσει. Άλλα
στη σκέψη του, άλλα σε πάπυρο της Αλεξάνδρειας. Αλλά
δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ούτε ένα. Και η ζωή του ένα
ποίημα ημιτελές. Τον βρήκε ο θάνατος στη μέση του
καλοκαιριού. Τον βρήκε ήρεμο και αγνό. Ερωτευμένο και
αποκαμωμένο. Όλα του τα χειρόγραφα ετάφησαν μαζί του.

.

ΕΞΑΡΧΗΣ – CD
ΣΤΙΧΟΙ: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ – ΦΩΝΗ: ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΚΩΤΤΑΣ

.

ΔΟΚΙΜΙΟ

Ο ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ ΚΑΙ Η ΜΟΣΧΟΥΛΑ (2017)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 1

Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες συναντήσεις της ζωής μου πραγματοποιήθηκε όταν ήμουν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη και είχα επισκεφτεί, σε ηλικία είκοσι ετών, πρώτη φορά τον συγγραφέα και ζωγράφο Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, στο διαμέρισμα της οδού Βασιλίσσης Όλγας, όπου έμενε με τη σύζυγό του. Τα όσα μου είπε για τη μορφή που είχε το σώμα του Ιησού μετά την Ανάσταση, για την ψηφαρίθμηση και για τη στενή φιλία του
με τον πατέρα Παϊσιο (που το 2015 αγιοποιήθηκε από την ορθόδοξη Εκκλησία), είχα αργότερα την εντύπωση ότι δεν τα άκουσα αλλά ότι τα φαντάστηκα. Ίσως η ομίχλη, που προσθέτει ο χρόνος στη μνήμη, κάνει κάποια γεγονότα να φαίνονται με τον καιρό μυθικά, εκτός και αν όλα τα γεγονότα και όλες οι σκέψεις έχουν ήδη εν τη γενέσει τους έναν πυρήνα μυθικής δομής.
Μεταξύ άλλων τού διάβασα ένα μικρό ποίημα με τίτλο «Εκδρομή». Είπε ότι περίμενε να ακούσει πού έγινε η εκδρομή, με τι πήγαμε εκεί, αν κατά τη διάρκειά της ερωτεύτηκα κάποιο κορίτσι. Και συνέχισε: «Αντί γι’αυτά όμως, άκουσα να μιλάς για ιδέες. Ο, τι έχει σχέση με τις ιδέες, έχει ειπωθεί. Δεν έχει μείνει τίποτα να πούμε εμείς σε σχέση με τις ιδέες. Μπορούμε να μιλάμε μόνο για τα πράγματα. Τα πράγματα έχουν την αιωνιότητα μέσα τους.»
Ίσως η ερώτηση που θα ήθελα να κάνω στον Παπαδιαμάντη σχετικά με τη Μοσχούλα είχε την αρχή της στις παρατηρήσεις του Πεντζίκη για το ποίημα «Εκδρομή». Ο Πεντζίκης δεν μου είπε πώς πρέπει να γράφω, αλλά τι θα περίμενε ο ίδιος να διαβάσει σε ένα ποίημα με τον τίτλο «Εκδρομή». Ουσιαστικά όμως μου έδειξε ότι, χωρίς καν να το αντιλαμβάνομαι, ήμουν θύμα
των ιδεών αποστρέφοντας το βλέμμα από την πραγματική ζωή, που κυλούσε δίπλα μου «με όλες της τες χαρές».
Ο Πεντζίκης τότε μου είπε και κάτι άλλο: ότι μόνο μετά τα τριάντα μου θα καταφέρω να γράψω καλά ποιήματα και ότι για να γραφτούν καλά ποιήματα πρέπει να υπάρχουν βιώματα, που έρχονται με την πάροδο του χρόνου. Στην παρατήρησή μου ότι κάποιοι ποιητές έγραψαν αριστουργήματα πριν το τέλος της δεύτερης δεκαετίας της ζωής τους, απάντησε ότι υπάρχουν όντως τέτοιες περιπτώσεις («ένας στους χίλιους», όπως είπε), που όμως αποτελούν ακραίες εξαιρέσεις, επειδή τα ποιήματά τους είναι γραμμένα με ιδέες.
Στην ηλικία των είκοσι θεωρούσα τα επόμενα δέκα χρόνια κάτι σαν τα επόμενα εκατό χρόνια. Σχεδόν δεν πίστευα ότι μπορούν κάποτε να παρέλθουν. Επιπλέον ήμουν σίγουρος ότι ήδη έγραφα ωραία ποιήματα και ότι επομένως δεν χρειαζόταν να περιμένω μία δεκαετία. Έπρεπε να περάσουν όχι δέκα αλλά είκοσι χρόνια για να δικαιωθεί μέσα μου -τουλάχιστον ως προς αυτήν την πρόβλεψη- ο Πεντζίκης, μια και έγραψα το πρώτο -με βάση τα μεταγενέστερα, «αναβαθμισμένα» κριτήριά μου- καλό ποίημα λίγο μετά τα σαράντα και ενώ με είχε κυριεύσει από καιρό η αμφιβολία για το αν πράγματι μπορώ να γράψω στίχους που να αρέσουν έστω και σε λίγους άγνωστούς μου αναγνώστες. Την απαισιοδοξία μου για τη ματαιότητα του να γράφει κανείς ποιήματα σε μία γλώσσα στην οποία είχαν ήδη εκφραστεί τεράστιας αξίας ποιητές, όπως ο Κάλβος, ο Σολωμός, ο Καβάφης και ο Καββαδίας, είχα εκφράσει στον καλό μου φίλο και σημαντικό ποιητή Αντρέα Παγουλάτο, ο οποίος αντέδρασε προσπαθώντας να με μεταπείσει, σαν να μην υπήρχε, παρά την εβραϊκή του καταγωγή, η λέξη «ματαιότητα» στο λεξιλόγιό του. Για τον Παγουλάτο, ένα πρωί του Μαρτίου του 2010 (δύο μέρες μετά από μία
εκτενή τηλεφωνική συνομιλία μας, στη διάρκεια της οποίας μου μίλησε για τα σχέδιά του για το μέλλον, αλλά και για τη δραματική κατάσταση στην οποία έβλεπε να εισέρχεται η Ελλάδα εκείνη την περίοδο), έμαθα ότι πέθανε ξαφνικά από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Με ενημέρωσε ο κοινός γνωστός μας Γιώργος Χρονάς και αμέσως τηλεφώνησα στον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη, τον
πιο κοντινό του άνθρωπο από τον χώρο των γραμμάτων, ώστε να επιβεβαιώσω την πληροφορία. Έγραψα και δημοσίευσα, λίγο μετά τον θάνατό του, ένα κείμενο με τίτλο: «Οι ψυχές των ποιητών». Μεταφέρω δύο αποσπάσματα: «Έχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι ο θάνατός του ήταν μία παθητική διαμαρτυρία απέναντι στους ανενεργούς και αμέτοχους στην πνευματική ζωή πολίτες μιας χώρας που βυθίζεται στην αυτοκαταστροφή της, ενώ εκείνοι την ίδια στιγμή κινούνται απορρυθμισμένοι μέσα σε μία
θάλασσα φόβων και στερεοτύπων.» Και το δεύτερο απόσπασμα:
«Αν η αξία του ποιητικού έργου του είναι μεγάλη, η σημασία του έργου του είναι ακόμη μεγαλύτερη, επειδή με το έργο αυτό άνοιξε δρόμους στην τέχνη και στην έκφραση. Ο γλωσσοκεντρισμός του Παγουλάτου έδειξε έναν πρωτοποριακό δρόμο σε σχέση με τη μελέτη και τις πηγές της γλώσσας προχωρώντας πιο πέρα από τον Νόαμ Τσόμσκυ και αφήνοντας πίσω τις κρατούσες σήμερα θεωρίες, που δίνουν έμφαση στη γραμματική και στις δομές της γλώσσας. Οι δομές του λόγου και της σύνταξης, πίστευε ο Παγουλάτος, έχουν σχέση με τις δομές των κοινωνιών. Όσο η γλώσσα συμμετέχει (μέσω της συμβατικής χρήσης και σύνταξης) στο στημένο και αλλοτριωμένο παιχνίδι που κατάντησε να είναι η επικοινωνία, δεν θα δούμε τις κοινωνίες να αλλάζουν.»
Ως θεωρητικός του κινηματογράφου και βαθύς γνώστης της έβδομης τέχνης τιμήθηκε με τη φιλία κορυφαίων σκηνοθετών, όπως του Μανουέλ ντε Ολιβέιρα και του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ενώ είχε κερδίσει την εκτίμηση του Μικελάντζελο Αντονιόνι, του οποίου το έργο είχε μελετήσει και αναλύσει σε κάθε του λεπτομέρεια. Ως ποιητής δεν κατάφερε, παρ’ όλο που το πίστευε
και το επιθυμούσε, να σπάσει το διαχωριστικό όριο που υπάρχει ανάμεσα στο μικρό και ναρκισσιστικό κοινό των διανοουμένων, που γνωρίζουν την ποίηση σε βάθος, και στο ευρύ κοινό, που μπορεί να αισθανθεί και να διαισθανθεί, να θαυμάσει και να ταξιδέψει με την ποίηση, ακόμη και χωρίς να έχει πρόσβαση
στα κλειδιά της ερμηνείας και στα μυστικά της ποιητικής τέχνης.
Επιστρέφω στην ηρωίδα του Παπαδιαμάντη. Στο βιβλίο του με τίτλο Στην άκρη της νύχτας ο Κώστας Μουρσελάς ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο το Όνειρο στο κύμα αντιμετωπίζοντάς το ως βιωματικό κείμενο και γράφοντας μία συνέχεια, όπου η Μοσχούλα, ώριμη γυναίκα πλέον, ζει παντρεμένη στην Αθήνα, χωρίς να έχει ξεχάσει ποτέ τον Αλέξανδρο, με τον οποίο είναι κρυφά ερωτευμένη από τότε που ζούσε στον «ωραίον μικρόν πύργον» του κυρ Μόσχου. Ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται με εξαντλητικό τρόπο τα λιγοστά στοιχεία που ορίζουν τις ανθρώπινες συντεταγμένες του διηγήματος και δημιουργεί μία σχετικά αληθοφανή εκδοχή, που την παρουσιάζει ως αποτέλεσμα της πολυετούς έρευνας ενός από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, για να αποκαλύψει τελικά ότι αποτελεί προϊόν της λογοτεχνικής φαντασίας του κεντρικού ήρωα. Το βιβλίο του Μουρσελά συνεχίζει μία
γνωστή παγκόσμια παράδοση μυθιστορημάτων, που γράφονται ως συνέχειες κορυφαίων λογοτεχνικών έργων και ενώ οι συγγραφείς των πρωτοτύπων έχουν από καιρό πεθάνει.
Σε ό,τι αφορά τους αναχρονισμούς και τις φανταστικές συναντήσεις, όπως η Συνάντηση της Ζέγκερς και όπως η δική μου συνομιλία με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ανήκουν σε μία άλλη, μακραίωνη λογοτεχνική παράδοση, που φτάνει τουλάχιστον ως τον Πλάτωνα, ο οποίος, με την ελευθερία που του δίνει η ιδιότητα του συγγραφέα, «παρακολουθεί» σε έναν από τους διαλόγους του την απευθείας συζήτηση δύο φιλοσόφων που έζησαν σε διαφορετικές εποχές. Ενδεχομένως, η παράδοση αυτή φτάνει ακόμη πιο μακριά, στον Όμηρο. Εκτός από τους αναχρονισμούς, τις συχνές υπερβάσεις των ανθρωπίνων ορίων και τη διαρκή εμπλοκή του υπερφυσικού στοιχείου στις ζωές των ηρώων των ομηρικών επών, περιγράφονται και παράξενες συναντήσεις, όπως η συνάντηση και η συνομιλία του Οδυσσέα με την ψυχή του Αχιλλέα, που βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο του Άδη. Στη συνάντηση αυτή ένας νεκρός, που ανήκει οριστικά στο παρελθόν, μιλά στο παρόν για όσα πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Ο Αχιλλέας τού λέει ότι θα προτιμούσε να είναι υπηρέτης ενός φτωχού ανθρώπου στον κόσμο των ζωντανών, παρά βασιλιάς στον Κάτω Κόσμο.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ  2

Ποια είναι η ενοχή που συνοδεύει τους ήρωες του Κάφκα; Είναι η ίδια, η «κοινή ενοχή» που ακολουθεί πολλούς εγκάτοικους του εικοστού αιώνα; Είναι το βάρος των απωθημένων σκέψεων, που περιέγραψε -ή, κατά μία διαφορετική οπτική, εφηύρε- ο Φρόυντ; Είναι η ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος; Στη Δίκη, όταν ο Κ. ξεφυλλίζει τα βιβλία του ανακριτή, το πρώτο που βλέπει σε ένα από αυτά είναι ένα γυμνό ζευγάρι. Δεν ξέρω
αν πρόκειται για αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα στους πρωτόπλαστους της Γενέσεως, του πρώτου βιβλίου της Πεντατεύχου ή Τορά ή Νόμου του Μωυσή (Νόμος Μωνσέως). Πάντως ο Κ. λέει: «Αυτά είναι τα νομικά βιβλία που μελετούν εδώ;» Και: «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι συνεδριάζουν για να με δικάσουν;»
Όταν τα παιδιά διδάσκονταν πρώτη φορά στο σχολείο, κατά τη θρησκευτική τους εκπαίδευση, την ιστορία του Αδάμ και της Εύας, δικαίως δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς γίνεται, το αμάρτημα που χαρακτηρίζεται προπατορικό», να συνοδεύει αυτούσιο στο διηνεκές, χωρίς να ξεθωριάζει, τους απογόνους του πρώτου ζεύγους. Οι ήρωες του Κάφκα αντιλαμβάνονται συχνά τον κόσμο όπως τα παιδιά. Όπως οι ενήλικοι ενοχοποιούν τα παιδιά για το καθετί, έτσι και οι εκπρόσωποι κάθε μορφής εξουσίας συχνά επιδιώκουν να διατηρήσουν ζωντανό και να εδραιώσουν το αίσθημα της ενοχής στους «υπηκόους» τους. Η αίσθηση της διαρκούς απειλής κάνει αδύναμους τους ανθρώπους, απομυζώντας μεγάλο μέρος της ενέργειας που θα διέθεταν σε επιλογές ελευθερίας.
Το σκηνικό πλαίσιο του Ονείρου στο κύμα θυμίζει τον παράδεισο. Ο νεαρός βοσκός, ενώ έχει πρόσβαση σε όλα τα αγαθά που η φύση προσφέρει απλόχερα, δεν έχει κανένα δικαίωμα στην περιφραγμένη ιδιοκτησία με τον πύργο του κυρ Μόσχου. Το κορίτσι που ζει μέσα στον πύργο είναι ο «απαγορευμένος καρπός». Ο Παπαδιαμάντης γυρίζει το ρολόι πίσω, πριν το προπατορικό αμάρτημα, και δίνει την ευκαιρία σε έναν βοσκό να απαλλάξει
την ανθρωπότητα από ένα ακατανόητο βάρος. Ο πύργος είναι ο πιο συνηθισμένος τύπος κτηρίου των μεσαιωνικών ιπποτικών μυθιστορημάτων και συχνά συνδέεται με την πατρική εξουσία. Ως σύμβολο της εξουσίας λειτουργεί και στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κάφκα (Ο Πύργος).
Στον Κάφκα η ενοχή είναι δεδομένη και προϋπάρχουσα. Κάποιοι ήρωές του εισέρχονται σε έργα του κουβαλώντας την ως αποσκευή. Η ψυχοσύνθεση του Γιόζεφ Κ. στη Δίκη μοιάζει να έχει δομηθεί με πρωτογενή υλικά την ενοχή και τον φόβο. Έναν φόβο που παρουσιάζεται πάντα συγκεκαλυμμένος. Ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από μία αποστασιοποίηση από ό,τι τους συμβαίνει. Σαν να είναι παρατηρητές της ζωής τους. Σαν να έχουν
απομακρυνθεί από τον εαυτό τους και να τον παρατηρούν με τα μάτια κάποιου άλλου. Δεν μπορούν να ηρεμήσουν, όχι τόσο εξαιτίας των εξωτερικών ερεθισμάτων και αιτιών, αλλά εξαιτίας μίας εσωτερικής ανασφάλειας που έχει πάρει μόνιμη θέση στον ψυχισμό τους διώχνοντας τις μικρές χαρές και τις καθημερινές διαχρονικές απολαύσεις. Ο Καβάφης, στο ποίημά του «Θάλασσα του πρωιού», ομολογεί ότι δεν μπορεί να χαρεί την ομορφιά ενός τοπίου, αφού προβάλλονται σε αυτό εσωτερικές του εικόνες και αναμνήσεις. Ένα εφιαλτικό κλίμα ενοχών περιγράφεται στο ακόλουθο απόσπασμα από το εκτενές ποίημα της Ζωής Καρέλλη «Ο καθρέφτης του μεσονυκτίου» (1958). Οι ενοχές εδώ δεν έχουν σχέση με τις Ερινύες, που ακολουθούν όσους έκαναν συγκεκριμένα εγκλήματα. Υποσκάπτουν όμως με παρόμοιο τρόπο την εσωτερική ηρεμία και ισορροπία του θύματός τους:

Των ανθρώπων οι σκέψεις,
οι φόβοι, επιθυμίες και τύψεις επίπονες
θανατώνουν την ευπροσήγορή τους γαλήνη,
απαίσιες μορφές-

λες
δεν έχω κάνει τίποτα, τίποτα
κι όμως φοβάσαι φτωχά και φτηνά
κι εκείνες σε παρατηρούν αδιάφορες,
σα να μην αφορούν εσένα,
βέβαια, εσένα ίσως δεν αφορούν-
όμως επιμένουν σε σένα.
Στέκονται μπροστά σου σα να ’σαι
για όλα ο υπεύθυνος άνθρωπος.

Η ίδια ποιήτρια είχε εκφράσει στην πρώτη της ποιητική συλλογή (Πορεία, 1940), εν είδει προσευχής, ένα ανάλογο αίσθημα φόβου, που αναφέρεται στον ενδότερο εαυτό και όχι στον εξωτερικό κόσμο: «Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω.» Και: «Κύριε, μη με παραδίνεις / στις δυνάμεις που περιέχω.»

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 3

Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το δοκίμιο, πίστευα ότι θα ολοκληρωθεί σε δύο-τρεις σελίδες κειμένου. Όμως γρήγορα άρχισε να λειτουργεί σαν ένα διαστελλόμενο σύμπαν. Κάθε φορά που το ξαναδιάβαζα, προσέθετα νέες παραγράφους, και η έκταση αυξανόταν διαρκώς, τόσο που, αν δεν αποφάσιζα να σταματήσω, ίσως και να μην τελείωνε ποτέ. Γράφτηκε χωρίς συγκεκριμένη σκοπιμότητα, υπήρχαν ωστόσο από την αρχή δύο επιμέρους στόχοι. Ο ένας ήταν να «παγιδεύσω» στη γραφή κάποιες φευγαλέες σκέψεις για δύο λογοτεχνικά έργα που με απασχόλησαν πολύ, τη Δίκη και το Όνειρο στο κύμα. Και ο δεύτερος: να δείξω ότι εκείνο το ακόμη απροσδιόριστο στοιχείο, που μετατρέπει ένα γραπτό κείμενο σε διαχρονικό αριστούργημα, δεν σχετίζεται με συγκεκριμένη θεωρία, θέαση του κόσμου ή τρόπο ζωής του δημιουργού, ούτε με την εφαρμογή κάποιας τεχνικής που υπακούει σε προδιαγεγραμμένους κανόνες.
Τα λογοτεχνικά κείμενα έχουν, όπως τα δέντρα, το ορατό μέρος και τις ρίζες. Ακόμη και αν κανείς εντρυφήσει μια ολόκληρη ζωή στο ορατό μέρος, μόνο εικασίες θα μπορεί να κάνει για την υπόγεια ζωή, τους σχηματισμούς των ριζών και τις μυστικές διαδρομές του νερού και των θρεπτικών συστατικών από το έδαφος προς τα φύλλα και τα άνθη.
Πέρα από το αρχικό ταλέντο ενός συγγραφέα, που μερικές φορές το γιγαντώνουν οι δυσκολίες της ζωής και η διαρκής ενασχόληση με τις λέξεις και τα κείμενα, πέρα από τη βαρύτητα και την ερμηνεία που δίνουν η κάθε εποχή και η κάθε κοινωνία σε ένα έργο, η ουσία της λογοτεχνίας, αν προσπεράσουμε τους επιφανειακούς ορισμούς, όπως και οι αιτίες της έλξης και της γοητείας που ασκούν κάποια λογοτεχνικά κείμενα, παραμένουν πράγματα άγνωστα. Ούτε η ανάλυση της μορφής, της δομής και του περιεχομένου ούτε η ψυχαναλυτική προσέγγιση ούτε κάποιος συνδυασμός μοντέλων, μεθόδων και θεωριών μπορούν να απαντήσουν επαρκώς σε παρόμοια ερωτήματα. Τα ερωτήματα θα παραμένουν ζωντανά και θα αποτελούν διαρκή αφορμή για εσωτερικό στοχασμό και δημιουργικό διάλογο.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΟ ΠΙΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟΠΙΟ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 30/8/2023

«Περπατούσαμε μόνοι και βιαστικοί/ και γύρω μας ένα πλήθος που γιόρταζε»

Ο Διονύσης Στεργιούλας είναι δάσκαλος αγαθών ψυχών, συλλέκτης εξαίρετων στιγμών, υποθηκοφύλακας σπανίων χειρογράφων, ποιητής δημιουργός συγκυριών που αξίζουν να συνηχήσουν στο κοχύλι τού σύμπαντος…
Ήδη από τον τίτλο «Το πιο ωραίο τοπίο» φαίνεται το θετικό πρόσημο τής διαφανούς ματιάς πάνω σε πρόσωπα και πράγματα με την φιλάνθρωπη διάθεση και την αρμονική ανεκτικότητα κάθε συνειδητού κοινωνικού όντος που επιδιώκει την ευμάρεια όλων.
Φωνές σαν αυτή αξίζει να αποσκορακίζονται, να αποθησαυρίζονται, να αποδελτιώνονται, γιατί είναι κυριολεκτικά καταλύτες (όπως λέμε στη Χημεία), διευκολυντές μεγάλων αναγεννησιακών πολιτισμικών αλλαγών.
Ας δούμε όμως και τους επί μέρους τίτλους των ποιητικών (αυτή τη φορά) πονημάτων του (αφού πεζογραφεί και δοκιμιογραφεί μετά περισσής συστολής και λακωνικότητος λελογισμένης):

Περιεχόμενα:

Οι θηρευτές
Σαν είδωλο
Κόκκινο άνθος στο υπόγειο
Να μην είσαι
Το αρχαίο κουβάρι
Κομήτης
Ένας ελεύθερος άνθρωπος
Προτιμούσες
Σκέψεις αρχαίου ποιητή
Μιλάμε για τη βροχή
Το ποίημα άγγελος
Εκείνοι
Πληρώνεις πάντα
Ένιωθε ξένος
Ένα κενό
Τα δευτερόλεπτα
Ιαμβικό μέτρο
Έκρυβε την παρουσία του
Τοπίο δυσανάγνωστο
Ζητώντας απαντήσεις
Έτσι ανταπέδωσε (406 π.Χ.)
Φιλόξενος
Πρέπει να ξέρουμε
Διάσκεψη
Θα ξεχαστείς
Οσία Ξένη
Κανένας άνθρωπος
Αφού βυθίστηκα
Το άλλο μας μισό
Δεν ήταν μόνο
Ίσως να γράψει ένα ποίημα
Το έχουμε ξεχάσει
Κάτι έλειπε

Σημειώσεις

Ας κάνουμε ένα πείραμα: αν δοκιμάσουμε να διαβάσουμε αυτές τις λέξεις ως συνεκδοχικές ψηφίδες ενός αδιοράτου ποιήματος, θα μας οδηγήσουν ασφαλούς σε μία πρώτη εικόνα ενός εσωτερικού τοπίο που το ατενίζουμε μέσα από τις γρίλιες τής συναντίληψής μας. [Χρησιμοποιώ ανοικειωτικώς αυτή τη λέξη, το ξέρω, όμως στην διαμεσολαβημένη, απεσταγμένη, ποιητική γνώση, εκείνο το «συν» δηλώνει σαφώς και ρητώς την συνδημιουργική διαδικασία ΚΑΘΕ ανάγνωσης, που δεν είναι παρά ΕΡΜΗΝΕΙΑ, ακόμα και για τον ίδιο τον ποιητή / ή την ποιήτρια, όταν πιάσει στο χέρι του / της το τελειωμένο, υλοποιημένο βιβλίο].
Ας δούμε και το ποίημα που ο ίδιος ο λογοτέχνης (ή ο εκδότης) επιλέγει να προτάξει (ως αντιπροσωπευτικό ή χαρακτηριστικό) στο Δελτίο Τύπου:

ΘΑ ΞΕΧΑΣΤΕΙΣ

Ποιητής στην αυλή του βασιλιά
έτσι το θέλησε η μοίρα
να υπηρετείς τους ισχυρούς
τα μεσημέρια να γεμίζεις τα ποτήρια τους
διασκεδάζοντάς τους με αστεία στιχάκια.
Να σε γεμίζουν με επαίνους και βραβεία
αυτοί που δεν σκαμπάζουν από ποίηση
και κάθε βράδυ κλαίγοντας να εύχεσαι
να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αλλιώς.
Θα ξεχαστείς κι εσύ κι εκείνοι
όλοι οι στίχοι σου θα ξεχαστούν
και δεν θ’ αργήσει ο βασιλιάς να βάλει
στη θέση σου έναν άλλο σαν εσένα. (σελ. 33).

Έντονος και ο καβαφικός τόνος και η καβαφική θυμοσοφία των «ιστορικών» (κυρίως) ποιημάτων του. Επηρεασμένος από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και από τον Γιώργο Χρονά, που είχε την ευτυχία να τους γνωρίσει από κοντά, ο Διονύσης Στεργιούλας «κομίζει γλαύκαν εις» Θεσσαλονίκην τε Αθήναν, δεδομένου ότι αφομοιώνει δημιουργικά δοκιμασμένους μέσα στον χρόνο ποιητικούς κώδικες και τους αναπλάθει με τον δικό του, προσεκτικό, μετρημένο τρόπο τού Δασκάλου, που θέλει, που επιθυμεί, που επιδιώκει κι επιζητεί να γίνει παράδειγμα προς μίμησιν (κι ουχί προς αποφυγήν). Ετούτη του η έγνοια, τής λογοτεχνικής «ορθότητος» είναι κυρίαρχη στις συγγραφικές επιλογές του. Δεν αυθαιρετεί, δεν βυσσοδομεί, δεν προκαλεί, δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει, κι όταν μετά-ποιεί το πράττει με εκείνη τη σεμνότητα των παλαιών μοδιστρών που ήξεραν να αναδημιουργούν θαύματα με τα πενιχρά τους μέσα.
Η πρωτοτυπία και η ναρκισσιστική διόγκωση τού εγώ δεν συμπεριλαμβάνεται στα ζητούμενα αυτής της θεματικής και ποιητικής. Πρόκειται για μια κοινωνικοποιημένη γραφή υψηλού μορφωτικού (ή και επιμορφωτικού) ρίσκου.
Παράδειγμα το ποίημα «Εκείνοι» στη σελίδα 20:

Είχαν βγει στους κεντρικούς δρόμους
φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα.
Μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά
και αγόραζαν ψεύτικα κοσμήματα
από πάγκους των πεζοδρομίων.
Μερικοί μάς κοίταζαν φευγαλέα
αλλά οι περισσότεροι αδιαφορούσαν
για τη δική μας παρουσία.
Κάπου κάπου ένα λευκό αυτοκίνητο
περνούσε προσεκτικά ανάμεσά τους.
Περπατούσαμε μόνοι και βιαστικοί
και γύρω μας ένα πλήθος που γιόρταζε.

Διδακτισμός με έντονο το στοιχείο τού συμβολισμού, εκφραστική καθαρότητα, αμιγές νόημα, αμάλαγη αίσθηση τού εγώ μέσα στον κοινωνικό χωροχρόνο…

Συνυποδηλωτικότητα.

Λεκτικός διονυσιασμός.

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

FRACTAL 14/6/2023

Τοπίον, το της επαγγελίας

1. Eισαγωγή:
“Έλα να σου δείξω το πιο όμορφο τοπίο”, υπόσχεται ο ποιητής Διονύσης Στεργιούλας, όμως ο αναγνώστης στέκεται αμήχανος μπροστά στο ολόμαυρο εξώφυλλο του βιβλίου. Τα λευκά κεφαλαία γράμματα του τίτλου δεν είναι ικανά να σώσουν την κατάσταση. Θα έλεγα μάλιστα, πως υπογραμμίζουν με τον πιο έντονο τρόπο την κυριαρχία του μαύρου. Μα πού είναι το τοπίο, χωρίς ούτε καν μια εισαγωγική εικόνα; Έπειτα ο αναγνώστης φέρνει στον νου κι άλλο κατάμαυρο εξώφυλλο του ποιητή, (“ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ”, εκδόσεις Νησίδες, 2019), κι αποδίδοντας τη χρωματική επιλογή στην αισθητική και το προσωπικό στυλ του δημιουργού, προχωρά στα ενδότερα. Αυτό που τον περιμένει είναι μια ποίηση άκρως φιλοσοφημένη, όμως φαινομενικά πολύ απλή. Όπως έγραφα και πιο παλιά, αυτή η φαινομενική απλότητα, είναι τελικά το πιο δυνατό στοιχείο της ποίησης του Διονύση Στεργιούλα.

2. Αδιάκοπη ροή του χρόνου:
Περισσότερα από τα μισά ποιήματα του βιβλίου αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στον χρόνο που περνά και καταλύει τα πάντα: Σύμφωνα με τον ποιητή μας, ούτε “Νέα Εποχή” υπάρχει, ούτε “Αρχαιότητα”, ούτε “Μεσαίωνας”. Τα πάντα εξαρτώνται από το χρονικό σημείο που επιλέχθηκε ως σημείο αναφοράς ή ως “οπτική γωνία παρατήρησης”. Επειδή τα πάντα ρέουν και τίποτα δε μένει σταθερό και καθώς τα πάντα είναι σχετικά κι όχι απόλυτα, είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως οι πρόγονοί μας οργάνωναν τη ζωή τους και σχεδίαζαν το δικό τους μέλλον, χωρίς να βάζουν στον νου τους πως θα ερχόμασταν εμείς αργότερα να ονομάσουμε την εποχή τους “αρχαίο κόσμο”.
Ο ποιητής ισχυρίζεται πως οι θηρευτές προηγούνται των θηραμάτων. Μάλιστα, τα θηράματα δημιουργήθηκαν πιο μετά, για χάρη των θηρευτών. Επίσης, το χορτάρι δημιουργήθηκε για να έχουν να τρων τα φυτοφάγα θηράματα. Για να έχει χώρο και τρόπο ανάπτυξης το χορτάρι, δημιουργήθηκαν αντίστοιχα για χάρη του, το χώμα και το νερό. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα οντολογική-υπαρξιακή προσέγγιση της ζωής, καθώς ο ποιητής τονίζει με έμφαση πως σκοπός κι αιτία ταυτίζονται, ή αλλιώς, ότι η ανάγκη γεννάει τα όντα: Πρόκειται για την ανάγκη να καλυφθούν πολύ συγκεκριμένα κενά στην αλυσίδα της δημιουργίας. Αν μπορούσαμε να σταθούμε κάπου έξω από τον χρόνο, χωρίς να έχει πια σημασία, ούτε το “πριν”, ούτε το “μετά”, αυτή η φιλοσοφική ματιά του ποιητή θα έδειχνε εξαιρετικά ελκυστική.
Σκέψεις αρχαίου ποιητή
Για την αλήθεια δε γνωρίζω τίποτα
μα έχω μάθει να παρατηρώ:
Τα φύλλα πέφτουνε στη γη
το δέντρο τρέφεται απ’ τη γη
και είναι πάντοτε το ίδιο φύλλο
και είναι πάντοτε το ίδιο δέντρο.
Και οι νεκρές ιδέες ξαναζούν
στις τωρινές νέες ιδέες σου
και σε όλα εκείνα που ακόμη
δεν έχεις μέχρι σήμερα σκεφτεί.
Και είναι πάντοτε κρυμμένη
μέσα στο πλήθος των συλλογισμών
η ίδια ιδέα μεταμορφωμένη.
Σύμφωνα με τη γνωστή σωκρατική ρήση, η πρώτη αληθινή μας γνώση είναι η συνειδητοποίηση της άγνοιας. Έτσι ο ποιητής μιλάει για την αιώνια κίνηση του κόσμου, για τα φύλλα που πέφτουν στη γη, για να γίνουν λίπασμα και να τραφεί το δέντρο, που θα ξαναβγάλει φύλλα, που θα ξαναπέσουν στη γη, στους αιώνες των αιώνων. Οι ιδέες δείχνουν να παλιώνουν και να ξεπερνιούνται. Όλοι έχουν την εντύπωση πως νέες ιδέες έρχονται να ενθουσιάσουν τους ανθρώπους και να επικρατήσουν. Στην πραγματικότητα, το παλιό επιβιώνει πάντα μέσα στο νέο, ή καλύτερα, καθετί νέο ταυτίζεται με καθετί παλιό, αφού οι παλιές ιδέες, αν και φαινομενικά νεκρές, ξαναζούν στις τωρινές και σε όσες ακόμα δεν ήρθαν, αφού τα πάντα εναλλάσσονται κυκλικά κι αθόρυβα.
Έτσι με αμηχανία στεκόμαστε απέναντι στα πιο απλά πράγματα, αδυνατώντας να τα ονομάσουμε και να τα χαρακτηρίσουμε. Είναι δύσκολο να μιλήσουμε ακόμα και για τα πιο απλά κι αυτονόητα συμβάντα της ζωής. Πού οφείλεται αυτή η άγνοια; Γιατί κατέχουμε πάντα ένα ελάχιστο μόνο μέρος της αλήθειας; Φταίνε οι αισθήσεις που μας ξεγελούν; Ευθύνεται -ίσως- ο τόσο υποκειμενικός τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε τη ζωή;
Μιλάμε για τη βροχή
Μιλάμε για τη βροχή.
Αλλά η βροχή δεν είναι απλώς
μια λέξη σαν τις άλλες λέξεις
είναι μια λέξη που ποτέ
δεν φτάνει μόνη της εδώ
τη συνοδεύει πάντα η μελαγχολία
τη συνοδεύει πάντα ο ήχος “όχι”.

Μιλάμε για τη βροχή.
Αλλά ποιος ξέρει να μου πει
τι πράγμα είναι η βροχή;
Είναι το βρεγμένο χαρτί στο μπαλκόνι
οι σταγόνες πάνω στο τζάμι
το ρυάκι στην άκρη του δρόμου;
Είναι τα στάχυα που μεγαλώνουν
τα υπόγεια ύδατα και τα υδραγωγεία
η μουσική πάνω στη στέγη;
Μπορεί ο καθένας μας να συνεχίσει τις παραπάνω εικόνες, ανάλογα με τα δικά του βιώματα, τις καθαρά προσωπικές αποθηκευμένες εικόνες του μυαλού του. Γιατί ο καθένας μας βιώνει διαφορετικά αυτόν τον ίδιο κόσμο μας. Στο ποίημα “το αρχαίο κουβάρι”, ο ποιητής μιλάει για το νήμα που απλώνει διαρκώς πίσω του ο άνθρωπος στις δαιδαλώδεις στοές του χρόνου, καθώς περνούν οι εποχές, τα χρόνια, κι οι αιώνες, χωρίς σταματημό. Αυτό το αρχαίο κουβάρι αφορά τους πάντες και τα πάντα και φυσικά, ακουμπάει και στη δική μας μικρή κι ασήμαντη ζωή.
Εκείνοι
Είχαν βγει στους κεντρικούς δρόμους
φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα.
Μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά
και αγόραζαν ψεύτικα κοσμήματα
από πάγκους των πεζοδρομίων.
Μερικοί μάς κοίταζαν φευγαλέα
αλλά οι περισσότεροι αδιαφορούσαν
για τη δική μας παρουσία.
Κάπου κάπου ένα λευκό αυτοκίνητο
περνούσε προσεκτικά ανάμεσά τους.
Περπατούσαμε μόνοι και βιαστικοί
και γύρω μας ένα πλήθος που γιόρταζε.
Να λοιπόν, μια φαινομενικά απλή σκηνή του δρόμου, απέναντι στην οποία οι περισσότεροι θα έμεναν αδιάφοροι: Καλοντυμένοι άνθρωποι ψωνίζουν απ’ τους πάγκους ψεύτικα κοσμήματα, μέσα σε μια ατμόσφαιρα εορταστική. Κι ανάμεσά μας εμείς -αλήθεια ποιοι;- σε άλλο χρόνο, σε άλλο τέμπο, σαν να έχουμε συνενώσει δύο διαφορετικές κινηματογραφικές ταινίες, λες και θα ήταν ποτέ δυνατό να δούμε τον κόσμο γύρω μας, ταυτόχρονα, με δυο εντελώς διαφορετικές ματιές, σε δυο διαφορετικούς χρόνους. Οι άλλοι, χαμένοι στη γιορτινή τους ατμόσφαιρα, με ψεύτικες μικρές χαρές που κοστίζουν ελάχιστα, κι εμείς ανάμεσά τους με ταχύτητα να προσπερνάμε. Αλήθεια, για πού; Ποιο είναι το νόημα της βιασύνης; Ίσως είναι σωστό -λέει ο ποιητής- να ονομάσουμε τα δευτερόλεπτα αιώνες και τους αιώνες δευτερόλεπτα. Άλλωστε, δεν έχει νόημα ο χρόνος, αν όλα ρέουν αδιάκοπα, κυκλικά, αν όλα επαναλαμβάνονται, αν όλα είναι νέα και ταυτόχρονα τόσο μα τόσο παλιά.

3.Ο ελεύθερος άνθρωπος:
Ένας ελεύθερος άνθρωπος
Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε
(δεν του έλειπε τίποτα κι όμως επαναστάτησε)
αποφάσισε να υιοθετήσει τη λύπη
αποφάσισε να δει όσα δεν έβλεπε
και να θυμηθεί την παιδική του ηλικία.

Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε
χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο
χωρίς κανείς να ξέρει αν υπήρχε λόγος.
Γύρω του οι άλλοι ελεύθεροι άνθρωποι
τον κοιτούσαν με βλέμμα απορημένο
κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει
τι τον έκανε να επαναστατήσει.
Το ποίημα αυτό μου θύμισε πολύ τη στιχουργική του Διονύση Στεργιούλα στο άλλο του ποιητικό βιβλίο που είχα την τύχη και τη χαρά να παρουσιάσω, το “Παράδοξο του ζην”: Απλότητα, ποιητικός ρεαλισμός και μια δυνατή δόση θεατρικότητας, σαν να στέκονται όλοι γύρω σε έναν κύκλο κι απορημένοι αντικρίζουν τον “ελεύθερο άνθρωπο”. Επειδή αποτελεί φιλοσοφικό ερώτημα “ποιος είναι ελεύθερος άνθρωπος”, η διερεύνηση τέτοιων θεμάτων δεν θα μπορούσε να χωρέσει στους στίχους ενός μόνο ποιήματος, κι έτσι ο ποιητής μάς δίνει την εξήγηση με συντομία. Ελεύθερος δεν είναι μόνο όποιος μισεί την ανελευθερία και τα δεσμά που κάποιοι άλλοι του έχουν επιβάλλει. Είναι εκείνος που διεκδικεί αυτά που ποθεί η ψυχή του, ακόμα κι αν στα μάτια των άλλων αυτό δείχνει ουτοπιστικό ή ανόητο. “Ενώ δεν του έλειπε τίποτα”, “στα καλά καθούμενα”, όπως θα λέγαμε αλλιώς, ο ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε απέναντι στον χρόνο που περνά. Ζήτησε να δει ξανά και να θυμηθεί την παιδική του ηλικία. Ζήτησε μια μικρή, σύντομη έστω, επιστροφή στο παρελθόν, για να θυμηθεί όσα τότε έβλεπε, μα κυρίως, για να αισθανθεί, όσα αισθανόταν τότε και τα έχει ξεχάσει. Αυτή η νοερή επιστροφή ήταν μια μικρή επανάσταση ενός ελεύθερου ανθρώπου, αφού όλοι είμαστε δούλοι του χρόνου που μας καταδυναστεύει. Σε άλλο ποίημα, (“Κόκκινο άνθος στο υπόγειο”), ο ποιητής τονίζει πως η καθεμιά επανάσταση, απαιτεί ένα βαθύ υπόγειο, ώστε να μεγαλώσει “εν κρυπτώ”, χωρίς φως, σαν ένα κατακόκκινο λουλούδι, ίδιο με τη φωτιά που σκορπά το δέος. Θα έλεγα λοιπόν πως η ελευθερία πηγάζει πάντα από τα πιο σκοτεινά μας μέρη, από το απλησίαστο κι ανερμήνευτο ασυνείδητο.
Ο ποιητής διδάσκει πως αν κάποιος προσπαθεί “να είναι ο εαυτός του”, επιλέγει χωρίς να το συνειδητοποιεί τη στασιμότητα, την αδράνεια, την απάθεια, την επανάληψη που κουράζει κι εξοντώνει. Όταν όμως κάποιος τολμά να ξεντυθεί τον εαυτό του, σπάει το καλούπι κι ελευθερώνεται απέναντι σ’ αναρίθμητες δυνατότητες κι επιλογές. Το να αλλάζει κανείς ρόλους σημαίνει πως αμφισβητεί τα πάντα, ακόμα και την ίδια του την ταυτότητα, τα δικά του λόγια και τις δικές του πράξεις, κι όχι μόνο παύει να ζει στη μονοτονία και την πλήξη, αλλά ξάφνου τα πάντα γίνονται καινούρια, και γι’ αυτό συναρπαστικά. Έξω λοιπόν από το ίδιο μας το σώμα είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Συμβουλεύει να είμαστε “πλάνητες” κι όχι “δορυφόροι”. Να προτιμούμε τις “ηλιόλουστες νύχτες” κι όχι τις “σκοτεινές μέρες”. Να επιθυμούμε τις “βόλτες στα βιβλία”, αντί για τον “περίπατο στο δάσος”, γιατί κανείς ποτέ δεν είναι ικανός κι άξιος να ορίσει το δικό μας “σωστό” ή το δικό μας “λάθος”. Δικαιούμαστε το πολύτιμο δώρο της ατομικότητας, αφού οι επιλογές μας αφορούν εμάς και μόνον εμάς.

4. Η ποιητική τέχνη:
Ο ποιητής δεν αναπαύεται στη γαλήνη και την μακαριότητα της τέχνης του. Το ποίημα συχνά βουτάει στα βαθιά της ζωής, χάνεται στις φτωχογειτονιές, αφουγκράζεται παράπονα, αντικρίζει ανθρώπινα ναυάγια και τέλος με τα φτερά του ανοιχτά, ως άγγελος, μια γίνεται προστάτης και μια τιμωρός πάνω απ’ την πόλη. Ο ποιητής νιώθει παντού ξένος: Όταν ταξιδεύει, όταν μένει στο σπίτι του, όταν κοιτάει τον ουρανό, όταν αρκείται στα γήινα, όταν σμίγει με τον κόσμο κι όταν κλείνεται στον εαυτό του. Το ιαμβικό μέτρο που μιμείται τους χτύπους της καρδιάς, κρύβει μέσα του κόσμους άγνωστους, χαμένους.
Ο ποιητής ισχυρίζεται πως η απομόνωση, η σιωπή, η απομάκρυνση από τον θόρυβο των ανθρώπων οδηγούν ευκολότερα στην αρετή, παρά ο αδιάκοπος συγχρωτισμός με τα πλήθη. Στο σημείο αυτό, άθελά μου φέρνω στον νου μου τους πασίγνωστους στίχους του Αλεξανδρινού Δασκάλου:
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
(Κωνσταντίνος Καβάφης, “Όσο μπορείς”)
5.Περί του τοπίου (ή των τοπίων):
Τελικά, ποιο είναι το πιο ωραίο τοπίο που ο ποιητής υποσχέθηκε να μοιραστεί μαζί μας; Μελετώντας πολύ προσεκτικά το βιβλίο κι αναζητώντας στίχους που να αναφέρονται στην έννοια του τοπίου, εντόπισα στη σελίδα 26, στο ποίημα με τίτλο “Έκρυβε την παρουσία του”, τους παρακάτω στίχους:
[…]
Αν η περιπλάνηση σε οδηγήσει
σ’ ένα τοπίο απέριττο και απλό
θεώρησέ το το πιο ωραίο δώρο
και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου.
Στην ακριβώς απέναντι σελίδα (27) υπάρχει το μόνο ποίημα που περιέχει στον τίτλο του την έννοια του τοπίου
Τοπίο δυσανάγνωστο
Μες στην ακινησία το βλέμμα διακρίνει
την πιο ασήμαντη κίνηση
αλλά στην κίνηση το μάτι ξεχωρίζει
αυτό που μένει ακίνητο.
Έτσι διάβαζα τα τοπία κάποτε.
Μα τώρα ανοίγεται μπροστά μου
ένα τοπίο δυσανάγνωστο
με σύννεφα που φέρνουν τη λιακάδα
με δέντρα που κινούνται και πετούν
και με πουλιά που μένουν ριζωμένα.
Ένα τοπίο με αδιευκρίνιστες προθέσεις
γεμάτο με ξερά κλαδιά πάνω στο χιόνι
που μοιάζουνε με άγνωστο αλφάβητο.
Ψάχνω στο αίνιγμα ένα άνοιγμα
για να μπορέσω να σε συναντήσω.
Η ζωή είναι αινιγματική από τη φύση της και γι’ αυτό τα τοπία της που απλώνονται μπροστά μας διαρκώς, δεν είναι παρά νέα κι άγνωστα πεδία δράσης. Το καθένα κρύβει τα δικά του μυστικά και τις δικές του προκλήσεις. Ο ποιητής ζητά ένα άνοιγμα στο αίνιγμα. Αναζητά μια διέξοδο. Δεν ξέρω αν υπάρχει για να τη βρει. Από την άλλη, (για να συνεχίσουμε τον δικό του συλλογισμό), ποιος μας εγγυάται ότι αυτό το άνοιγμα, αυτό το τούνελ, θα μας βγάλει σε κάποιο μέρος πολύ καλύτερο απ’ αυτό που θέλουμε ν’ αφήσουμε πίσω μας; Κάποτε είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε τη ζωή. Τα θαύματά της βρίσκονται μπροστά στα πόδια μας, όμως, ή μένουν τελείως αθέατα, γιατί κανείς δεν έχει μάτια να τα δει, ή απομένουν πάντα ασαφή, αφού δεν θα συμφωνήσουμε οριστικά, ούτε στα πιο απλά ζητήματα. Ο ποιητής λέει πως τα σύννεφα φέρνουν λιακάδα κι αυτό κάνει το τοπίο του δυσανάγνωστο. Παρόλα αυτά, μπορούμε να σκεφτούμε πως τα σύννεφα είναι άρρηκτα συνδεμένα με την έννοια της λιακάδας, γιατί αν δεν τα είχαμε γνωρίσει ποτέ, πώς θα γιορτάζαμε την ξαφνική τους απομάκρυνση;
Στο δικό του δυσανάγνωστο τοπίο τα πουλιά είναι ριζωμένα, ενώ τα δέντρα και κινούνται και πετούν. Ο ποιητής εδώ απλώς παραθέτει γόνιμο προβληματισμό πάνω στις εναλλακτικές εκδοχές της πραγματικότητας, αφού είναι πια γνωστό πως δεν υπάρχει μία και μοναδική πραγματικότητα. Τελικά ποιο είναι το πιο όμορφο τοπίο; Θα έλεγα πως είναι αυτό που κερδίσαμε γιατί είχαμε την τόλμη να αναρωτηθούμε, να ανησυχήσουμε, να περιπλανηθούμε, να αμφισβητήσουμε, να προχωρήσουμε, να τρυπώσουμε σε μαγικά λαγούμια σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.
Κάτι έλειπε
Κι ωστόσο κάτι έλειπε απ’ το ωραίο τοπίο
ήταν ο χρόνος που είχε γίνει αόρατος
ήταν η μόνιμη απουσία του απ’ την εικόνα
ήταν οι αλλαγές που θα συνέβαιναν στο μέλλον
αυτά που θα ‘ρχονταν αύριο και μεθαύριο
αυτά που θα συνέβαιναν σε ένα χρόνο
αυτά που θα συνέβαιναν σε χίλια χρόνια.

Ωραίο να το λες, ωραίο να το γράφεις
αλλά οι λέξεις δεν κινούνται στο χαρτί
ωραίο να νομίζεις πως προβλέπεις
πως μόνο εσύ γνωρίζεις τη συνέχεια
αλλά το μέλλον είναι άδηλο
το ‘χουνε γράψει οι αρχαίοι ποιητές
το μέλλον είναι πάντα άδηλο
ούτε η συνέχεια δε γνωρίζει τη συνέχεια
και το γνωρίζουν μέχρι και οι θεοί
ότι το πότε είναι αστάθμητος παράγοντας
ακόμη κι αν το πώς είναι ήδη ορατό.
Να λοιπόν τι λείπει από το πιο ωραίο τοπίο! Λείπει η διάρκεια! Πάντα θα λείπει η διάρκεια! Ο άνθρωπος πάντα θα παλεύει με τον χρόνο. Ποτέ δεν πρόκειται να συμβιβαστεί με την ιδέα της φθοράς. Ο χρόνος θα είναι πάντα το μόνο αληθινό αγαθό στα χέρια του ανθρώπου κι ο μόνος αληθινός του εχθρός.

.

ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ

FRACTAL 31/5/2023

Η σύμπλευση του Απόλλωνα του φωτός με τον γήινο δοξαστικό Διόνυσο

Σε ένα βιβλίο λογοτεχνίας ο τίτλος και το εξώφυλλο είναι το πρώτο ερέθισμα περιέργειας και επιθυμίας για τον αναγνώστη να γνωρίσει το περιεχόμενο και τη σκέψη του συγγραφέα.
Ο αναγνώστης στην τελευταία λιτή και μεστή ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα Το πιο ωραίο τοπίο, από την πρώτη στιγμή διερωτάται αν ο τίτλος είναι απάντηση στο υποτιθέμενο ερώτημα «ποιο είναι το πιο ωραίο τοπίο;» και αν είναι ένας υπαινιγμός καλέσματος του αναγνώστη για μία κοινή συμπόρευση και διερεύνηση του θέματος που αφορά αυτή καθ’ εαυτή την Ποίηση.
Ο Διονύσης Στεργιούλας, για μία φορά ακόμη, στον ποιητικό του λόγο ακριβολογεί, αναζητά τη σιωπηλή εμπειρία της αντιληπτικής συνάντησης ανθρώπου και κόσμου μέσω της τέχνης, όπου η μαθηματική σκέψη ντύνεται με φαντασία, ποίηση και εικόνες. Με επιλεκτικό τρόπο εστιάζεται στην αντίληψη, στο αισθητήριο σώμα και στα αισθητά πράγματα του υπαρκτού κόσμου του, αναζητώντας τον χώρο και τον χρόνο για να τοποθετηθεί, όχι με εφησυχασμό αλλά με πνευματική αφύπνιση.
Ποιεί ένα νέο κόσμο με ναούς, πλανήτες, βιβλία, λέξεις, πράγματα, λευκές βουνοκορφές σ’ ένα αληθινό τοπίο που μπορεί να το αγγίζει με τις αισθήσεις του. Ταξιδεύει και κινείται ανάδρομα, ευθέως και κυκλικά στον χωρόχρονο, διερωτάται, αμφισβητεί, τολμά ρηξικέλευθες ανατροπές, βυθίζεται στα σκοτεινά υπόγεια και αναδύεται στο φως του ήλιου, σε έναν ουρανό που λάμπει από εμπνεύσεις και ποιήματα, σ’ έναν εαυτό που είναι «το πιο ωραίο τοπίο».
Σε όλη την διαδρομή της ποιητικής συλλογής του αναδύεται ο υπαρξιακός προβληματισμός στον χωρόχρονο, η σχέση του ανθρώπου – η προσωπική θέση του ποιητή – με τον υπαρκτό κόσμο απ’ αρχής της δημιουργίας του έως το άγνωστο μελλοντικό τέλος.
Ο Διονύσης Στεργιούλας, ως ποιητικό υποκείμενο, δεν γράφει για ένα θέμα που τον απασχολεί με στενά όρια αντίληψης, ούτε το υποστηρίζει με υποθέσεις και αξιώματα. Αντίθετα κάνει λόγο για την ανταλλαγή και διεργασία ανάμεσα στο μέσα και το έξω του ανθρώπινου Είναι, επιτυγχάνοντας την επικοινωνία τους. Έτσι το σώμα και ο κόσμος δεν είναι δύο διακριτά ξέχωρα πράγματα με αυστηρά όρια, όσον αφορά τον τρόπο ύπαρξής τους. Αντίθετα, συνυπάρχουν σε ένα περίτεχνο υφαντό, όπου το ένα σχέδιο επικαλύπτει το άλλο δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο, όπως φαίνεται και στην γραφιστική προμετωπίδα της συλλογής και την συναντούμε στη συνέχεια στον ποιητικό λόγο και στον προβληματισμό του.
Ο ποιητής, με την τέχνη του λόγου και το μολύβι του, αγγίζει το εσωτερικό τοπίο του εαυτού του, λευκό και μαύρο, τάξη και απλότητα στη φύση, σχήματα όμορα που δίνουν ασφάλεια με την επανάληψη και τις συνάψεις τους. Παρατηρεί και αποτυπώνει τον κόσμο γύρω του με την διεισδυτική ματιά που αγγίζει τις λεπτομέρειες. Είναι «ορών και ορατό», είναι αυτός που βλέπει, παρατηρητής και συγχρόνως παρατηρούμενο αντικείμενο, ποιητικό υποκείμενο και ποιητικό αντικείμενο σε σχέση αμφίδρομης διάδρασης.
Διερωτάται εύλογα ο αναγνώστης αν η εσωτερική αναζήτηση του δημιουργού είναι ικανοποίηση ή προβληματισμός. Αν είναι ύμνος στη θεϊκή ύπαρξη του ανθρώπου ή άρνηση μη αποδεκτών συγκρουσιακών επιθυμιών.
Επώδυνη η ανίχνευση σε άγνωστα μονοπάτια («Πληρώνεις πάντα το εισιτήριο / είτε στην είσοδο είτε στην έξοδο / μπορεί και κατά τη διάρκεια»), της βύθισης στον ασυνείδητο λαβύρινθο του εαυτού.
Ευφάνταστες οι λογοτεχνικές ανατροπές, ανάδρομος ο χρόνος της δημιουργίας του κόσμου στα πρώτα ποιήματά του «Οι θηρευτές» και «Σαν είδωλο». Ο υπαινιγμός ότι το κακό προϋπάρχει του καλού στην θεογονία, ότι το καλό γεννήθηκε με τους ποιητές που διηγούνται την ιστορία του κόσμου, ότι όλα είναι επαναλαμβανόμενα σχήματα φράκταλ στη φύση μας, μας απενοχοποιεί από τις ζοφερές σκέψεις του λάθους, αφού είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού δημιουργού, ποιητή ορατών και αοράτων.
Γράφει στο ποίημά του «Οι θηρευτές» (σελ. 9): «Κι έγιναν όλα όπως έπρεπε / με τη σωστή και δίκαιη σειρά / με τον ενδεδειγμένο τρόπο. / Και τελευταίοι φάνηκαν οι ποιητές / για ν’ αφηγούνται αυτήν την ιστορία.» Και συνεχίζει στο ποίημα «Σαν είδωλο» (σελ. 10): «Κι αυτό που σήμερα μας γοητεύει / θα έχει κάποτε ξεπεραστεί / ενώ αυτό που είναι αδιάφορο / μια άνοιξη σαν είδωλο θ’ αγαπηθεί.»
Προβληματίζεται και επαναστατεί ο ποιητής για τα κακώς κείμενα του κόσμου, όμως αντιστέκεται στους γνωστούς παρωχημένους τρόπους μιας επανάστασης όπου οι λέξεις και οι ιδέες έχασαν το νόημά τους και αυτοπυρπολείται βουτηγμένη στο αίμα. Ακολουθεί με ευχαρίστηση αλλά και φόβο τον προσωπικό μοναχικό δρόμο και την αναγνωρίζει στην ξενότητά της αλλά και στην οικειότητα του δικού του κόκκινου άνθους, του «μυστικού λωτού» που μεγαλώνει στα βάθη του εσωτερικού κήπου με το φως της ψυχής του.
Γράφει στο ποίημα «Ένας ελεύθερος άνθρωπος» (σελ. 15): «Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε / (δεν του έλειπε τίποτα κι όμως επαναστάτησε) / αποφάσισε να υιοθετήσει τη λύπη / αποφάσισε να δει όσα δεν έβλεπε / και να θυμηθεί την παιδική του ηλικία. / Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε / χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο / χωρίς κανείς να ξέρει αν υπήρχε λόγος.»
Ο Διονύσης Στεργιούλας είναι ποιητής που δεν συλλαμβάνει μόνο ιδέες, αλλά τις μορφοποιεί και τις μεταμορφώνει με πράξεις. Σφυροκοπάει με τις λέξεις το κέλυφος του κατασκευασμένου νάρκισσου εαυτού, το γκρεμίζει για να αναδυθεί έξω από το σώμα ένας ελεύθερος εαυτός που μπορεί να «ποιεί» έναν κόσμο πρωτόγνωρο, πέρα από την καταναγκαστική επανάληψη της ρουτίνας και της ασφάλειας.

Το «αρχαίο κουβάρι» του χρόνου ξετυλίγει και σαν παρατηρητής υπερίπταται και ταξιδεύει, ως ένας Οδυσσέας, και επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε, αφού γνώρισε και ύμνησε τον Αλκίνοο, τον ποιητή δημιουργό του νέου φωτεινού εαυτού του.
Στοχάζεται σε μονόλογο και αναστοχάζεται σε συνεχή εσωτερικό διάλογο για τη διυποκειμενικότητα, την προθετικότητα των σχέσεων, τη συνείδηση των πραγμάτων που σιωπηρά ή κραυγαλέα μάς περιβάλλουν, τις ομοιότητες και τις διαφορές, τη συνύπαρξη του εγώ, εμείς, εκείνοι, οι άλλοι, την θέαση ενός κόσμου στο «πιο ωραίο τοπίο».
Γράφει στο ποίημα «Μιλάμε για τη βροχή» (σελ. 18): «Μιλάμε για τη βροχή / αλλά ποιος ξέρει να μου πει / τι πράγμα είναι η βροχή;» Και στο ποίημα «Εκείνοι» (σελ. 20): «Είχαν βγει στους κεντρικούς δρόμους / φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα. / Μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά / και αγόραζαν ψεύτικα κοσμήματα […] / Μερικοί μάς κοίταζαν φευγαλέα / αλλά οι περισσότεροι αδιαφορούσαν / για τη δική μας παρουσία.»
Στη συνέχεια, στο «Ποίημα άγγελος», γράφει για την γέννηση και τη χαρά του ποιήματος, την αθωότητά του, την πολύπλοκη πορεία του στον δαιδαλώδη λαβύρινθο της αναζήτησης του σκοπού του, στη μεταμόρφωση, στο πέταγμα με ανοιγμένα φτερά: «Το ποίημα προχωρούσε αμέριμνο / σε έναν γνωστό του δρόμο. / […] / Μετά από ώρες περιπλάνησης / δεν ήταν πια το ίδιο ποίημα / μα ένα ποίημα ατίθασο / με τα φτερά του ανοιγμένα / και με τον πόνο να κυλά στις λέξεις του.»
Ελεγεία του βιωμένου ποιήματος η προσομοίωση με την υπαρξιακή ανθρώπινη μοναξιά, τον πόνο της ξενότητας των ανθρώπων, το κενό, τον ανύπαρκτο χρόνο της απουσίας, την αναζήτηση τόπου, του πιο ωραίου τόπου. Κραυγάζει ελπίζοντας να ακουστεί ο ποιητής. Γράφει: «Ένιωθε ξένος δίπλα στους ανθρώπους / ένιωθε ξένος με τον εαυτό του.»
Αναζητώντας αυτόν τον ωραίο τόπο, τον δικό του τόπο με το δικό του «Ιαμβικό μέτρο», ο ποιητής καυτηριάζει τα κακώς κείμενα με το θυμικό του, σαν ανάδρομος πλανήτης αλλάζει θέσεις και βλέπει τον χρόνο και τον κόσμο αντίστροφα, στηλιτεύει ως λαθεμένα και τοξικά τα συστήματα μέσα στα οποία υπάρχει και επικοινωνεί, εκφράζει τις μεταφυσικές ανησυχίες και παραδοξότητες, σαν ένα τιμωρό κάρμα και δικαίωση, παίζοντας με έξυπνα λογοπαίγνια και ποιητικούς στίχους.
Και ύστερα ακούει την δική του εσωτερική φωνή, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τον φόβο για την ματαίωση των προσδοκιών, την απώλεια του χρόνου και του χώρου, τον φόβο μιας ματαιότητας του νοήματος για ζωή και δράση, την θλίψη για το γρήγορο πέρασμα στη ζωή και την λήθη. Γράφει στο ποίημα «Θα ξεχαστείς» (σελ. 33): «Ποιητής στην αυλή του βασιλιά / έτσι το θέλησε η μοίρα / να υπηρετείς τους ισχυρούς […] / Να σε γεμίζουν με επαίνους και βραβεία / αυτοί που δεν σκαμπάζουν από ποίηση / και κάθε βράδυ κλαίγοντας να εύχεσαι / να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αλλιώς. / Θα ξεχαστείς κι εσύ κι εκείνοι / όλοι οι στίχοι σου θα ξεχαστούν / και δεν θ’ αργήσει ο βασιλιάς να βάλει / στη θέση σου έναν άλλο σαν εσένα.»
Και στο ποίημα «Αφού βυθίστηκα» (σελ. 36) μονολογεί για τον θάνατο του ποιητή και του ποιήματος: «Αφού βυθίστηκα στο χώμα / άγγιξα το δικό σου σώμα / κι ύστερα είπαμε μαζί / χωρίς κανείς με βεβαιότητα να ξέρει / ο θάνατος με τη ζωή / αν περπατούν στον δρόμο χέρι χέρι. / Μετά μας ξύπνησε το φως / και μια ολόλευκη σελήνη / που φώτιζε σαν άλλος ήλιος / στον τόπο όπου βασιλεύει η σιωπή / και ζήσαμε για πάντα εκεί / μέσα στου παραδείσου τη γαλήνη.»
Πλησιάζοντας στο τέλος αυτού του ταξιδιού της αναζήτησης ενός ωραίου πνευματικού τοπίου, ο Δ. Σ. αναγνωρίζει και αποκαλύπτει με μεταφορές τον λόγο της επώδυνης αναζήτησής του και παράλληλα σε όλη τη διαδρομή υμνεί το δημιουργικό πνεύμα του ποιητή και το δημιούργημά του που είναι το ποίημα.
Επιτυγχάνει τη σύμπλευση του Απόλλωνα του φωτός με τον γήινο δοξαστικό Διόνυσο. Παρά το δύσκολο εγχείρημα της ανακάλυψης του «πιο ωραίου τοπίου» και κουβαλώντας το βάρος της ιστορίας όλων των αιώνων, κατορθώνει να συμφιλιώσει τις δύο εμπόλεμες αντίθετες θέσεις της ύπαρξής του και με την σιωπή και την εσωστρέφεια γράφουν από κοινού ένα ποίημα. Και αυτό το ποίημα είναι το επίγραμμα πάνω στους τάφους όλων των νεκρών και των ζωντανών νεκρών, όλων αυτών που ξεχνούν την ιστορία του ποιητή.
Κλείνοντας αυτή την πνευματική αναζήτηση του σκοπού του, με το ποίημα «Κάτι έλειπε» (σελ. 41), ο ποιητής αφήνει ανοιχτό το τέλος, μιας και αυτό ανήκει στο άγνωστο μέλλον: «Κι ωστόσο κάτι έλειπε απ’ το ωραίο τοπίο / ήταν ο χρόνος που είχε γίνει αόρατος / ήταν η μόνιμη απουσία του απ’ την εικόνα / ήταν οι αλλαγές που θα συνέβαιναν στο μέλλον / αυτά που θα ’ρχονταν αύριο και μεθαύριο / αυτά που θα συνέβαιναν σε ένα χρόνο / αυτά που θα συνέβαιναν σε χίλια χρόνια.»
Πιστεύω ότι το κάλεσμα του ποιητή για την συμπόρευση του αναγνώστη και για την αναζήτηση του «πιο ωραίου τοπίου» δίνεται με το περιεχόμενο του ποιήματος «Ίσως να γράψει ένα ποίημα» (σελ. 39): «[…] Κάτι όμως έπρεπε να κάνει για την ψυχή όλων αυτών που απεργάζονταν σχέδια εναντίον του, αλλά εν τέλει εναντίον του ίδιου τους εαυτού, αφού το θείο δώρο της ζωής το ξόδευαν αλόγιστα. Ίσως να απομακρυνθεί, να ταξιδέψει, να χαθεί για λίγα χρόνια. Ίσως να γράψει ένα ποίημα».

ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 20/5/2023

Το πιο ωραίο τοπίο

Ειλικρινής συζήτηση με τον αναγνώστη
Μέσα σε έναν εκδοτικό ορυμαγδό που τον τελευταίο καιρό κουράζει, έρχεται το δέκατο τρίτο βιβλίο και τρίτο ποιητικό του Διονύση Στεργιούλα να φωτίσει με ανοιξιάτικο φως το συγκεχυμένο λογοτεχνικό τοπίο. Το πιο ωραίο τοπίο είναι ο τίτλος της καινούργιας ποιητικής συλλογής του, με εξώφυλλο και προμετωπίδα δικά του, από τις εκδόσεις Νησίδες. Μια έκδοση λιτή και απέριττη, αλλά αισθητικά και ουσιαστικά εξαιρετική, ανάλογη με το ύφος και τον βίο του ποιητή.
Το βιβλίο με συγκίνησε από την πρώτη σελίδα και ας μου επιτρέψει ο φίλος ποιητής να το προσεγγίσω χωρίς να είμαι ειδικός, μιας κι ο ίδιος ο Δ.Σ. είναι, εκτός από ποιητής και συγγραφέας, διακεκριμένος κριτικός και δοκιμιογράφος.
Ξεκινώντας από το πρώτο ποίημα («Οι θηρευτές», σ. 9), θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει ως ένα έξοχο ποίημα ποιητικής ή έναν ποιητικό τρόπο περιγραφής της Γένεσης και της Δημιουργίας.
Στη σ. 10 («Σαν είδωλο») επιχειρεί με εύστοχο ποιητικό πάντα τρόπο ένα παιχνίδισμα με τον (ανύπαρκτο) χρόνο.
Στη σ. 11 («Κόκκινο άνθος στο υπόγειο») ένα φιλοσοφικό και παράλληλα επαναστατικό ποίημα δοσμένο προς πάσα κατεύθυνση με απόλυτη ειλικρίνεια.
Στη σ. 12 («Να μην είσαι») αμφισβήτηση των πάντων, και του εαυτού μας ακόμη, ώστε να μπορέσουμε να δούμε και να καταλάβουμε την ουσία των πραγμάτων πέρα από τα όρια τα οποία τεχνηέντως μάς έχουν καθορίσει.
Στη σ. 14 («Κομήτης») φωτογραφίζει το ασύλληπτο πέρασμα και τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος και αν οι άνθρωποι μπορούμε (ή είναι αναγκαίο) να τις παρακολουθήσουμε.
Στη σ. 15 («Ένας ελεύθερος άνθρωπος») ένα ποίημα γεμάτο ουσία, ειρωνεία και αλληγορία και συγχρόνως ένας έξοχος ύμνος στην ελευθερία.
Στη σ. 18 («Μιλάμε για τη βροχή») βαθιά στοχαστικός ο Στεργιούλας σε έναν εσωτερικό μονόλογο αναρωτιέται αν ξέρουμε, νιώθουμε, καταλαβαίνουμε αυτά που συμβαίνουν γύρω και μέσα μας, αν βάζουμε τον εαυτό μας να δει πέρα απ’ το τζάμι, να παρατηρήσει, να τολμήσει την υπέρβαση μέσα απ’ την ενδοσκόπηση και την βαθιά καλλιεργημένη σκέψη.
Στη σ. 20 («Εκείνοι») παιχνίδισμα μεταξύ πρώτου και τρίτου πληθυντικού για να καταλήξει ότι εμείς και «εκείνοι» είμαστε μάλλον ίδιοι.
Στη σ. 21 («Πληρώνεις πάντα») μία εξαιρετική ποιητική μεταφορά τού κάθε έντιμου και υπεύθυνου ανθρώπου.
Στη σ. 22 («Ένιωθε ξένος») ένας εξαιρετικός ύμνος στη μοναξιά ή μία ρεαλιστική περιγραφή του σύγχρονου, εσωτερικά και ψυχολογικά, ανθρώπου.
Στη σ. 24 το ποίημα «Έκρυβε την παρουσία του» θα μπορούσε να είναι ένας εύστοχος ορισμός του ανύπαρκτου χρόνου.
Στη σ. 28 το ποίημα «Ζητώντας απαντήσεις» καυστικό για την ανεπαρκή και μη αληθινή πληροφόρηση μας, για το πόσο ανενημέρωτοι είμαστε γιατί έτσι το θέλει η άρχουσα τάξη, μιας και ο σωστά ενημερωμένος και ψαγμένος πολίτης την φοβίζει.
Στη σ. 30 («Φιλόξενος») και σ. 33 («Θα ξεχαστείς») καυτηριάζει το αλληλολιβάνισμα μεταξύ ποιητών και τις αναλήθειες που αποπροσανατολίζουν από το αληθινό πρόσωπο της ποίησης προς ίδιον (όποιο) όφελος.
Στη σ. 32 («Διάσκεψη») κόλαφος μέσω της ποίησής του για την ολιγαρχία και τον καπιταλισμό.
Στις σ. 34 («Οσία Ξένη») και σ. 36 («Αφού βυθίστηκα») στοχαστικά ποιήματα που εκφράζουν τις μεταφυσικές του ανησυχίες.
Στη σ. 37 («Το άλλο μας μισό») αποδίδει απέριττα το εθνικό μας ελάττωμα.
Στο τέλος, στη σ. 41 («Κάτι έλειπε»), και πάλι ασχολείται με την (ασύλληπτη) έννοια του χρόνου.
Συνοψίζοντας, πρόκειται για ποίηση αληθινή, με λέξεις καθημερινές, καθόλου επιτηδευμένες, αλλά με νοήματα πολύ βαθιά, ποίηση που αν και ολιγόστιχη ξεδιπλώνει όλο το ουσιαστικό εύρος της. Η γραφή στο δεύτερο πρόσωπο κάνει το ποίημα πιο οικείο: μια συζήτηση με τον αναγνώστη ειλικρινής και χωρίς ίχνος διδακτισμού. Αξίζει ιδιαίτερη αναφορά στους τελευταίους στίχους, οι οποίοι είναι εξαιρετικοί και δυναμώνουν ακόμη πιο πολύ τα ποιήματά του.

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FREAR.GR 15/11/2023

Η ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα, «Το πιο ωραίο τοπίο», (Νησίδες 2023), εστιάζει στο υπαρξιακό, στον χρόνο που περνά, στη σχετικότητα της ανθρώπινης γνώσης και αντίληψης. Ποίηση εσωτερική και στοχαστική, αποτυπώνεται με καθηλωτική απλότητα στον λόγο. Προτείνει μια επανάσταση προσωπική, την ανάγκη για επιστροφή στην απλότητα και την αθωότητα, τον ανθρωπισμό.

Για το ποιητικό υποκείμενο οι όροι «Αρχαιότητα», «Μεσαίωνας», «Νέα Εποχή», είναι απολύτως σχετικοί. Αντιμετωπίζονται πάντα με την οπτική του παρόντος, όμως τα πάντα αλλάζουν και εμείς δεν είναι εύκολο να δούμε τα γεγονότα έξω από τον ορισμένο χρόνο. Ο κύκλος της ζωής είναι αναπόφευκτος, αλλά η γνωστική και αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου πεπερασμένη.

[…] Τα φύλλα πέφτουνε στη γη/ το δέντρο τρέφεται απ’ τη γη/ και είναι πάντοτε το ίδιο φύλλο/ και είναι πάντοτε το ίδιο δέντρο./ Και οι νεκρές ιδέες ξαναζούν/ στις τωρινές, νέες ιδέες σου/ και σε όλα εκείνα που ακόμη/ δεν έχεις μέχρι σήμερα σκεφτεί./ Και είναι πάντοτε κρυμμένη/ μέσα στο πλήθος των συλλογισμών/ η ίδια ιδέα μεταμορφωμένη. (ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΡΧΑΙΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, σελ. 17)

[…] Μιλάμε για τη βροχή./ Αλλά ποιος ξέρει να μου πει/ τι πράγμα είναι η βροχή;/ Είναι το βρεγμένο χαρτί στο μπαλκόνι/ οι σταγόνες πάνω στο τζάμι/ το ρυάκι στην άκρη του δρόμου;/ Είναι τα στάχυα που μεγαλώνουν/ τα υπόγεια ύδατα και τα υδραγωγεία/ η μουσική πάνω στη στέγη; (ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ, σελ. 18)

Χρησιμοποιώντας μια ποικιλία ύφους, όπως το άμεσο, ζωντανό και παραστατικό, που προσδίδει το πρώτο ενικό πρόσωπο της εξομολόγησης και της υποκειμενικότητας, (πρόσωπο που προκαλεί συγκινησιακή φόρτιση, καθώς ο δέκτης αισθάνεται ότι βιώνει όσα και ο πομπός): Αντί να ταξιδεύω στη γαλάζια θάλασσα/ ταξίδευα πάνω στη λέξη «θάλασσα» […] (ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΥΒΑΡΙ, σελ. 13), το προτρεπτικό ή παραινετικό του δευτέρου ενικού και πληθυντικού προσώπου, (προσώπου του διαλόγου με τον εαυτό ή με τον άλλο): […] Δοκίμασέ το και θα δεις, όλα θ’ αλλάξουν/ όλα θα σου φαίνονται πρωτόγνωρα […] (ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ, σελ. 12), το οικείο και συμμετοχικό του πρώτου πληθυντικού, (προσώπου της καθολικότητας): Αυτό που λέμε σήμερα Μεσαίωνα/ εκείνοι νέα εποχή το έλεγαν/ και αυτό που λέμε νέα εποχή/ εκείνοι θα το λένε κάποτε Μεσαίωνα […] (ΣΑΝ ΕΙΔΩΛΟ, σελ. 10), το αντικειμενικό, ουδέτερο και αποστασιοποιημένο του τρίτου ενικού και πληθυντικού προσώπου: Έγραφε με έναν ασυνήθιστο τρόπο./ Οι αναγνώστες αρχικά παραξενεύονταν/ αλλά γρήγορα όλα άλλαζαν […] (ΙΑΜΒΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, σελ. 25), ο Διονύσης Στεργιούλας μιλά για την ανάγκη ενός ονείρου, μιας ελευθερίας που θα άρει πάνω από τον κομφορμισμό τον άνθρωπο, που θα νικήσει την αλλοτρίωση.

Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε/ (δεν του έλειπε τίποτα κι όμως επαναστάτησε)/ αποφάσισε να υιοθετήσει τη λύπη/ αποφάσισε να δει όσα δεν έβλεπε/ και να θυμηθεί την παιδική του ηλικία.// Ένας ελεύθερος άνθρωπος επαναστάτησε/ χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο/ χωρίς κανείς να ξέρει αν υπήρχε λόγος.// Γύρω του οι άλλοι ελεύθεροι άνθρωποι/ τον κοιτούσαν με βλέμμα απορημένο/ κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει/ τι τον έκανε να επαναστατήσει. (EΝΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, σελ. 15)

Τα ποιήματα του Διονύση Στεργιούλα εκφράζουν την αγωνία της ύπαρξης για τον χρόνο. Μέσα από σκηνές της πόλης ή της φύσης αποτυπώνουν ελλείψεις και συναισθήματα ανεκπλήρωτα, αλλά και έναν αυτοσαρκασμό, μια αυτοαναφορικότητα. Ορισμένα γράφονται με τη μυθική μέθοδο του Καβάφη. Σχολιάζουν ζητήματα φιλοσοφικά, όπως το εφήμερο των καταστάσεων, αλλά και κοινωνικά, την επιτυχία του μαραθωνοδρόμου Σπύρου Λούη, την απληστία, τη χρηματολαγνεία, την «προσφορά» των εχθρών, τη διχόνοια των Ελλήνων.

Χαμηλόφωνη η ποίηση του Διονύση Στεργιούλα, με τόνους αβρούς, εικονοποιία, παρηχήσεις, ερωτήματα, καβαφικές και μπρεχτικές καταβολές, εκπέμπει μία μελαγχολία, ένα βάθος υπαρξιακό και κοινωνικό. Το πιο ωραίο τοπίο είναι τελικά για τον ποιητή η απλότητα, η αυθεντικότητα, το απέριττο: […] Και αν η περιπλάνηση σε οδηγήσει/ σ’ ένα τοπίο απέριττο και απλό/ θεώρησέ το το πιο ωραίο δώρο/ και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου. (ΕΚΡΥΒΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ, σελ. 26).

Είναι το να αμφισβητείς, να διερωτάσαι, να ψάχνεις απάντηση στο αίνιγμα: […] Μα τώρα ανοίγεται μπροστά μου/ ένα τοπίο δυσανάγνωστο/ με σύννεφα που φέρνουν τη λιακάδα/ με δέντρα που κινούνται και πετούν/ και με πουλιά που μένουν ριζωμένα./ Ένα τοπίο με αδιευκρίνιστες προθέσεις/ γεμάτο με ξερά κλαδιά πάνω στο χιόνι/ που μοιάζουνε με άγνωστο αλφάβητο./ Ψάχνω στο αίνιγμα ένα άνοιγμα/ για να μπορέσω να σε συναντήσω./ (ΤΟΠΙΟ ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΟ, σελ. 27).

Είναι το να απλώνεις το χέρι σου στον «Άλλο μετέωρο άνθρωπο», προκειμένου να τον συναντήσεις, γιατί το μέλλον είναι άδηλο/ το ‘χουνε γράψει οι αρχαίοι ποιητές/ το μέλλον είναι πάντα άδηλο/ ούτε η συνέχεια δεν γνωρίζει τη συνέχεια/ και το γνωρίζουν μέχρι και οι θεοί/ ότι το πότε είναι αστάθμητος παράγοντας/ ακόμη κι αν το πώς είναι ήδη ορατό. (ΚΑΤΙ ΕΛΕΙΠΕ, σελ. 41)

ΛΟΥΚΑΣ Δ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 18/11/2023
Μας συνέδεσε ο Ιουλιανός τού Καβάφη, πριν από δώδεκα χρόνια. Οι διαφορετικές μας απόψεις, που υποστηρίχθηκαν με επιχειρήματα, εμφύσησαν τον σεβασμό και έδωσαν αρχή σε μια φιλία η οποία, εκτός των άλλων, μου έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθώ από τότε αδιαλείπτως την πνευματική του παραγωγή και να χαίρομαι για την εξέλιξη του ποιητικού του έργου και ως προς την τεχνική και ως προς την θεματική.

«Το Πιο Ωραίο Τοπίο» είναι η τρίτη ποιητική συλλογή τού Διονύση Στεργιούλα. Προηγήθηκαν το 2019 τα «Καθόλου Ποιήματα» και το 2021 «Το Παράδοξο του Ζην». Σε μια συνέντευξη, την οποία παραχώρησε πρόσφατα ο ποιητής, ο δημοσιογράφος σχολίασε ως εξής τον αριθμό τών συλλογών αυτών: «Δεν έχεις πολλές». Έχω καταλήξει, ύστερα από απειράριθμα διαβάσματα, και δεν είμαι ο μόνος, πως, κατά κανόνα, η αξία ενός ποιητικού έργου είναι αντιστρόφως ανάλογη του όγκου του. Ο Γκάτσος για παράδειγμα δεν σταμάτησε να γράφει, το στιχουργικό του έργο βρίθει ποίησης, όμως δεύτερο ποιητικό έργο δεν εξέδωσε, αφού έκρινε πως δεν είχε να παρουσιάσει κάτι σημαντικότερο ή διαφορετικό από την «Αμοργό» του. Οι μεταθανάτιες εκδόσεις από τον Ίκαρο (1995), συλλογή στιχουργημάτων υπό τον τίτλο «Φύσα αεράκι φύσα με μη χαμηλώνεις ίσαμε», και τον Πατάκη (2018), υπό τον τίτλο «Όλα τα τραγούδια», πόρρω απέχουν από το να λογίζονται ποιητικές συλλογές. Ας το προσέξουμε, η περίπτωση του Γκάτσου δεν είναι ακραία επειδή με ένα ποίημα έγινε ποιητής, αλλά διότι είναι όντως ποιητής. Δεν είμαστε λοιπόν υπολογίσιμο μέγεθος, για το λόγο ότι μπορούμε να επιδεικνύουμε ικανό αριθμό τίτλων συλλογών μας. Αυτό το έχει υπόψη του και ο Στεργιούλας.

Θα ήταν επομένως σοφότερο να μας ρωτούν, και εμείς να αναρωτιόμαστε, πόσα από τα ποιήματα που γράψαμε θα μείνουν. Η διόλου αμελητέα πιθανότητα να μην αφήσουμε τίποτα και να χαθούν όλα μετά θάνατον σχολιάζεται στο ποίημα «Θα ξεχαστείς». Ο ποιητής απευθύνεται στον εαυτό του και στους ομοτέχνους του: «Ποιητής στην αυλή του βασιλιά / έτσι το θέλησε η μοίρα / να υπηρετείς τους ισχυρούς (…) / Να σε γεμίζουν με επαίνους και βραβεία / αυτοί που δεν σκαμπάζουν από ποίηση / και κάθε βράδυ κλαίγοντας να εύχεσαι / να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αλλιώς. / Θα ξεχαστείς κι εσύ κι εκείνοι / όλοι οι στίχοι σου θα ξεχαστούν (…)» (σελ. 33).

Κοινά παρατηρήματα μπολιάζουν στίχους και μέσα από αυτούς αποδίδονται τροφή σκέψης στον αναγνώστη. Στις γραμμές εμφωλεύει η υπαρξιακή αγωνία, η οποία με το πέρασμα του χρόνου απλώνει βαθύ ρίζωμα. Η αναζήτηση αναλογιών από τις σελίδες τής Ιστορίας προσφέρει μια σοβαρή παραμυθία, έτσι όμως τα κείμενα γίνονται ιδιαίτερα απαιτητικά. Αυτή η δυσκολία προσπέλασης του ποιήματος επιτείνει τη μοναξιά τού ποιητή, ιδίως στους σημερινούς καιρούς τής ευκολίας, της ημιμάθειας, της μετριότητας, της προβολής και επιβολής τού τίποτα. Για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας γράφει το ποίημα «Φιλόξενος»: «“Δεν μου αρέσουν τα ποιήματά σου” / είπε ο Φιλόξενος στον Διονύσιο / “κι αν θέλεις κλείσε με στη φυλακή / αν θέλεις στείλε με στα λατομεία. / Αλλά να ξέρεις, όλοι γύρω σου / σου λένε ψέματα, σε κοροϊδεύουν / όλοι γνωρίζουν ότι είσαι ατάλαντος / ότι η ποίηση υποφέρει εξαιτίας σου / και σε φοβούνται ή γελούν μαζί σου”. / Δεν ξέρω τι απέγινε ο Φιλόξενος / όταν δραπέτευσε από τα λατομεία / δεν ξέρω καν πώς βρέθηκε εδώ / σ’ αυτήν την εποχή, σ’ αυτό το ποίημα» (σελ. 30).

Στο ποίημα αυτό ο Στεργιούλας διηγείται την ιστορία τού σπουδαίου στην εποχή του διθυραμβοποιού Φιλόξενου από τα Κύθηρα, ο οποίος τόλμησε να κρίνει τα ποιητικά κατασκευάσματα του Διονυσίου τού Πρεσβυτέρου, τυράννου των Συρακουσών, και για τιμωρία εστάλη να σπάζει πέτρες στα λατομεία. Όμως, μια και στο νησί τού Φιλόξενου λατρευόταν η Κυθέρεια Αφροδίτη, ο νους με μετέφερε στην Κύπρο, όπου έζησε 2-3 αιώνες μετά, τον 2ο π. Χ. αιώνα, ένας άλλος Διονύσιος, ποιητής τραγικός, που από το έργο του δεν σώθηκε μήτε μισή αράδα. Όπως μας πληροφορεί ο ιστότοπος «polignosi», ήταν «άρχων, μέλος δηλαδή του διοικητικού συμβουλίου τού κοινού τών περί τον Διόνυσον τεχνιτών, της Παγκύπριας δηλαδή Θεατρικής Ομοσπονδίας». Πώς να μην σκεφτεί κανείς όλους εκείνους τους Διονυσίους, μέλη τής ιντελιγκέντσιας του καιρού τους, που πίστεψαν πως τους δόθηκε άνωθεν η εξουσία του «δεσμείν και λύειν» [Ματθ. 16.19].

Πρέπει να επισημάνουμε ότι ο λόγος τού ποιητή μας ουδέποτε γίνεται καταγγελτικός, δεν παρουσιάζει άρα την παραμικρή έκπτωση. Απευθύνεται με νηφαλιότητα στον αναγνώστη του: Μα πώς δεν το βλέπεις; «Αυτό που λέμε σήμερα Μεσαίωνα / εκείνοι νέα εποχή το έλεγαν / κι αυτό που λέμε νέα εποχή / εκείνοι θα το λένε κάποτε Μεσαίωνα. / Κι αυτό που σήμερα μας γοητεύει / θα έχει κάποτε ξεπεραστεί / ενώ αυτό που είναι αδιάφορο / μια άνοιξη σαν είδωλο θ’ αγαπηθεί» (Σαν είδωλο, σελ. 10). Ιστορική συνείδηση αποκτούν οι ποιητές, όχι οι ιστορικοί.

Σημαντική στο έργο τού Στεργιούλα είναι η σχέση με τον εαυτό μας. Μια ενδιαφέρουσα πρόταση μας δίδεται στο ποίημα «Να μην είσαι»: «Το θέμα είναι να μην είσαι ο εαυτός σου. / (…) Πρέπει κατά καιρούς ν’ αλλάζεις ρόλους / ν’ αμφισβητείς τις πράξεις και τα λόγια σου / να μοιράζεσαι με τους εχθρούς σου ό,τι έχεις / και να συμφωνείς με όσα σου καταλογίζουν. / (…) Δοκίμασέ το και θα δεις, όλα θ’ αλλάξουν / όλα θα σου φαίνονται πρωτόγνωρα / το καλούπι του εαυτού σου θα έχει σπάσει / και θα χαμογελάς με όλους εκείνους / που θα σε συμβουλεύουν να είσαι ο εαυτός σου» (σελ. 12). Το ποίημα μπορεί να διαβαστεί και ως συνομιλία τού ποιητή με τον Λεό Μπουσκάλια: «Μας κυβερνάει τόσο πολύ αυτό που μας λένε οι άλλοι ότι πρέπει να είμαστε, που έχουμε ξεχάσει ποιοι είμαστε».

Αυτή η σχέση με τον εαυτό μας εξετάζεται και σε ένα άλλο, εξαίσιο ποίημα, που επιγράφεται «Ένιωθε ξένος»: «Ένιωθε ξένος όπου κι αν ταξίδευε / ένιωθε ξένος κι όταν δεν ταξίδευε. // Ένιωθε ξένος όταν κοίταζε τον ουρανό / ένιωθε ξένος όταν βάδιζε στη γη. // Ένιωθε ξένος στο μεγάλο δάσος / ένιωθε ξένος στον μικρό του κήπο. // Ένιωθε ξένος όταν γύριζε στον κόσμο / ένιωθε ξένος όταν γύριζε στο σπίτι. // Ένιωθε ξένος δίπλα στους ανθρώπους / ένιωθε ξένος με τον εαυτό του» (σελ. 22). Η αίσθηση αυτή επαναλαμβάνεται και στο ποίημα «Οσία Ξένη», που καταλήγει: «Και με το όνομά της η αγία να μου θυμίζει / πως πάντα ένιωθα περαστικός και ξένος» (σελ. 34).

Η λέξη «ξένος» με απασχολεί εδώ και καιρό. Σημαίνει, μεταξύ άλλων, τον φίλο, εκείνον του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα ή και την καταγωγή. Σε αυτόν τον άγνωστο φίλο απευθύνονται οι Θερμοπυλομάχοι στο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου: «Ω ξειν…». Με αυτή την ειδική σημασία μπαίνω στον πειρασμό να διαβάσω πάλι τα παραπάνω ποιήματα και έχουμε μια άλλη εκδοχή τους.

Βασικός άξονας στο corpus τού Στεργιούλα είναι ο λαβύρινθος. Διαβάζουμε το ποίημα «Το αρχαίο κουβάρι»: «Αντί να ταξιδεύω στη γαλάζια θάλασσα / ταξίδευα πάνω στη λέξη «θάλασσα» / κι από τα δύο δεν ξέρω πια τι προτιμώ. / (…) Κι ύστερα κύλησε η ζωή μου σε απογεύματα / κι όλο ξετύλιγα χωρίς να σταματώ / εκείνο το αρχαίο κουβάρι του λαβύρινθου / κι ούτε που σκέφτηκα έστω για μια στιγμή / ν’ αρχίσω πάλι να το κουβαριάζω. (…)» (σελ. 13). Το ταξίδι τού ποιητή δεν είναι κατάβαση στα έγκατα μιας σπηλιάς που γεωμέτρησε ο Θεός, μια Κάθοδος στον Άδη, (έτσι όπως παριστάνεται στην βυζαντινή εικονογραφία), στον θάνατο δηλαδή που μπορεί να γίνει ζωή, αλλά πορεία στα τρίσβαθα ενός λαβυρίνθου, που αρχιτεκτόνησε ο Δαίδαλος / άνθρωπος, πορεία δηλαδή στη ζωή, ακόμη κι αν στο τέλος ελλοχεύει ο θάνατος. Η αναπαράσταση του λαβυρίνθου ως κύκλου, που περιέχει εντός του αλλεπάλληλους ατελείς κύκλους, μου φαίνεται πως εξυπηρετεί αυθεντικότερα την αντίληψη περί του κυκλοδίωκτου ανθρώπου.

Η προμετωπίδα που κοσμεί το βιβλίο είναι έργο τού ποιητή, ο οποίος ασκεί εαυτόν με επιτυχία και στην τέχνη τής ζωγραφικής. Είναι φανερό πως θέλει να αφήσει και εκεί το στίγμα του και όντως διαθέτει τα προσόντα.

.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ ΖΗΝ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 18/9/2021

«Ένας συνηθισμένος άνθρωπος σ’ έναν συνηθισμένο δρόμο»

Στα ποιητικά βήματα του Διονύση Στεργιούλα

Εισαγωγή:
Με ποιον τρόπο κερδίζει κανείς το στοίχημα, αν έχει να γράψει για μια συνηθισμένη βόλτα ενός συνηθισμένου ανθρώπου, σε έναν συνηθισμένο δρόμο, ένα οποιοδήποτε πρωινό μιας οποιασδήποτε άνοιξης; Το ερώτημα καταντά προκλητικό: Γιατί αξίζει να αναρωτηθούμε τι το ιδιαίτερο και αξιομνημόνευτο μπορεί να κρύβει αυτή η βόλτα. Με αμηχανία λοιπόν, ακολουθούμε τα βήματά του, σε απόσταση αναπνοής.
Εκείνος, κάπου έξω από το σώμα του, πραγματοποιεί το ίδιο εγχείρημα ξανά, για χάρη μας. Ως παρατηρητής του ίδιου του του εαυτού, τού απευθύνει τον λόγο σε β΄ πρόσωπο που έχει και συμβουλευτικό, αλλά και οικείο χαρακτήρα. Υποθέτω ότι στον εαυτό μας μπορούμε όλοι μας να μιλάμε στο β΄ πρόσωπο. Μας ξέρει, τον ξέρουμε και οι συστάσεις μεταξύ μας είναι περιττές. Ή μήπως όχι;
Είναι λοιπόν πρωί άνοιξης, μιας οποιασδήποτε άνοιξης. Αν ο προσδιορισμός του χρόνου δεν μας φαίνεται επαρκής, δεν είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει. Ίσα ίσα, η πρώτη του πληροφορία είναι ότι ο χρόνος χάθηκε. Βρισκόταν -λέει- κάπου στο κομοδίνο! Τώρα, έγινε άφαντος! Τρέχει μόνος του σε δρόμους άγνωστους, σε κατευθύνσεις απροσδιόριστες, κι έτσι ο ποιητής μας, εκτός χρόνου πια, βγαίνει στον δρόμο. Στον δικό του γνωστό δρόμο. Αυτός ο προσδιορισμός του τόπου μας φαίνεται ικανοποιητικός; Φοβάμαι πως ούτε αυτό θα μας φανεί βολικό. Τον ακολουθούμε λοιπόν, με μικρά ανασφαλή βήματα.
Έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο
να βρεις τον χρόνο που έχασες
η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε.
Ο χρόνος έφευγε τρέχοντας γρήγορα
έτρεχε γρήγορα σε δρόμους άγνωστους
σε κατευθύνσεις που δεν γνώριζες.
(Το παράδοξο του ζην, σελ.9)
Σκηνή 1η:
Ο ποιητής μπαίνει σε κάποιο γνωστό του κατάστημα. Δυστυχώς όμως το επιθυμητό προϊόν δεν είναι διαθέσιμο. Πληροφορείται ότι μόλις εξαντλήθηκε. Ίσως επιλέξει κάτι παραπλήσιο, ίσως περιμένει να φέρουν στο κατάστημα κάτι ανάλογο, ικανό να του καλύψει τις ανάγκες του. Κι ενώ δε δηλώνεται ποια ήταν τελικά η απόφασή του, ξαναβγαίνει στον δρόμο. Τα πάντα μοιάζουν γνωστά και συνάμα άγνωστα. Τα πάντα δείχνουν οικεία, μα και τρομακτικά. Ίσως, γιατί ο ποιητής μας κινείται έξω από τον χρόνο. Είπαμε: Ο χρόνος βρισκόταν κάπου στο κομοδίνο, όμως χάθηκε.
Τα δέντρα, όταν βγήκες από το κατάστημα,
έμοιαζαν με σκηνικό της κόλασης
ο γαλάζιος ουρανός ήταν μια απειλή
τα πουλιά που κελαηδούσαν τόσο όμορφα
νόμιζες ότι σε κοροϊδεύουν.
Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση
κι ο μέσος όρος μια ακινησία.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 11)
Αλήθεια, ποιος είναι ο «μέσος όρος»; Τα πάντα γύρω μας μας είναι γνωστά χάρη στις πέντε αισθήσεις μας που λειτουργούν μεταφέροντας διαρκώς ερεθίσματα μέσα από ένα απίστευτα πολύπλοκο σύστημα νευρώνων στον εγκέφαλο. Αλήθεια όμως, βλέπουμε σωστά ό,τι βρίσκεται μπροστά μας; Κι έπειτα, τι πάει να πει «αλήθεια» ή «σωστά»; Ο αναγνώστης θα μπορούσε να πει: «Ο ποιητής χαρακτηρίζει σκηνή της κόλασης έναν γαλάζιο ουρανό κι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μια αυθαίρετη κρίση. Γιατί δεν είναι όμορφος και γαλήνιος; Κι αν τα πουλιά κελαηδούσαν πραγματικά όμορφα, γιατί θα έλεγε κανείς ότι μας κοροϊδεύουν;» Στα παραπάνω, οι λέξεις «αυθαίρετα» και «πραγματικά», νομίζω πως ανοίγουν πόρτες για να μπούμε βαθύτερα στον φιλοσοφικό στοχασμό του ποιητή: Πάντα σκεφτόμαστε αυθαίρετα. «Πραγματικό» και «αληθινό» δεν είναι παρά αυτό για το οποίο συμφωνούμε οι περισσότεροι. Έξω από τον χρόνο, σε άλλον ρυθμό, τίποτα δεν είναι γνωστό. Αλλόκοτος μοιάζει ακόμα κι ο δρόμος μπροστά από το σπίτι μας.
Σκηνή 2η:
Ο ποιητής βλέπει ένα κορίτσι που κρατά μια μεγάλη μαύρη τσάντα και πίσω της μερικοί καλοντυμένοι κύριοι που κρατούν μαύρες ομπρέλες. Θυμάται πως κι αυτός έχει κάπου να πάει, όμως να, που έχασε τον χρόνο κάπου στο κομοδίνο και τώρα κινείται σε άλλο ρυθμό. Δε νομίζω πως έχει σημασία τι ακριβώς συναντά στην πορεία του. Νομίζω πως άλλο θέλει να τονίσει: Ότι ποτέ δεν παρατηρούμε τι συμβαίνει γύρω μας. Αφήνουμε την πόλη να μας προσαρμόσει στον δικό της ρυθμό, την αφήνουμε να μας καταπιεί. Αν ξαφνικά σταθούμε, ίσως αρχίσουμε την παρατήρηση. Έχω την αίσθηση ότι ο ποιητής δεν αναφέρεται μόνο στην εξωτερική πραγματικότητα. Αναφέρεται εξίσου σε όλα αυτά που αναδύονται διαρκώς μέσα μας. Αυτός κι αν είναι περίπλοκος άγνωστος κόσμος!
Σκηνή 3η:
Ένα πράσινο φύλλο πέφτει στον ώμο του ποιητή. Η βόλτα του έχει λοιπόν διάφορα απρόοπτα. Το φύλλο δεν είναι κίτρινο, δεν είναι νεκρό. Έπειτα, δεν είναι Φθινόπωρο, αλλά Άνοιξη και δεν έχει λόγο να πέσει, έτσι καταπράσινο που είναι. Το κοιτάζει με απορία, επικεντρώνοντας την προσοχή του στην απίστευτη γεωμετρία των γραμμών του. Αλήθεια, δώσαμε ποτέ σημασία σε τόσο «μικρά κι ασήμαντα» πράγματα; Ποιος καθορίζει ποια πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «μεγάλα και σημαντικά»; Να, λοιπόν, που ένα μικρό φύλλο μπορεί να αποτελέσει θεσπέσιο πρωτόγνωρο θέαμα.
Σκηνή 4η:
Και τότε είδες ξαφνικά πολλούς περαστικούς
να στρέφουν το κεφάλι τους στον ουρανό
και να κοιτούν ψηλά απορημένοι.
Θα είναι κάποια έκλειψη ηλίου, σκέφτηκες,
αν και δεν είχε σκοτεινιάσει ιδιαίτερα.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 14)
Να, λοιπόν, που εντελώς τυχαία οι διαβάτες σταματούν. Η πόλη για λίγο αλλάζει ρυθμό. Στέκεται. Ο ποιητής καταφέρνει για λίγο να συντονιστεί με τους άλλους. Η σκηνή μού φέρνει λύπη: Ούτε τον ήλιο δε νιώθουμε λοιπόν; Δεν απολαμβάνουμε τη ζέστη του και το φως του; Δεν μας τρομάζει η ολιγόλεπτη -έστω- απουσία του σε μιαν έκλειψη; Πόσο θλιβερή είναι η εικόνα των ανθρώπων που κινούνται σαν καλοκουρδισμένες άβουλες μηχανές! Μου προκαλεί λύπη το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι, στην ποίηση του Διονύση Στεργιούλα, ούτε νιώθουν ούτε συμπεριφέρονται ανθρώπινα. Λείπει η ζωντάνια, το σφρίγος, το τυχαίο χωρατό, η όρεξη για γέλιο, για ζωή.
Σκηνή 5η:
Ένα γατάκι πηγαινοέρχεται εγκλωβισμένο σε μια σχεδόν άδεια βιτρίνα ενός καταστήματος. Είναι μια εικαστική παρέμβαση ή ένα δυστυχισμένο ζώο που υποφέρει; Πολλοί στέκονται και το παρατηρούν. Κάποιοι γελούν με το αναπάντεχο θέαμα. Μια γυναίκα φωνάζει:
«Απελευθερώστε αυτό το ζώο
αφήστε το να φύγει, μην το βασανίζετε»
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 15)
Τελικά, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με συναισθήματα, άνθρωποι που τολμούν να υψώσουν με θάρρος τη φωνή τους πάνω από το πλήθος. Ο ποιητής δεν συνεχίζει τη σκηνή, για να δούμε αν υπήρξε ανταπόκριση στο αίτημά της, αν το γατάκι ελευθερώθηκε τελικά ή όχι. Υποθέτω ότι αυτό δεν έχει σημασία. Αυτό που μετράει είναι η γενναία φωνή που διαχώρισε την άγνωστη γυναίκα από το αδιάφορο πλήθος.
Σκηνή 6η:
Μια ξαφνική νεροποντή δικαιώνει τελικά εκείνους τους άντρες που βάδιζαν στον δρόμο με ανοιχτές τις μαύρες ομπρέλες τους. Να, που οι πιο αλλόκοτοι γύρω μας, ίσως έχουν τους δικούς τους λόγους για τη συμπεριφορά που επιλέγουν. Εμείς συνηθίζουμε να τους δείχνουμε με το δάχτυλο, όμως είναι πιθανό να φαινόμαστε εξίσου παράξενοι στα δικά τους μάτια.
Σκέφτηκες πάλι τους άντρες με τις ομπρέλες
σκέφτηκες εκείνους που προνοούν
εκείνους που φροντίζουν για το μέλλον
που έχουν κάθε στιγμή ένα πρόγραμμα
σκέφτηκες πόσο τους ζηλεύεις
[…]
… αλλά μόλις έκανες το πρώτο βήμα
η βροχή αμέσως σταμάτησε.
Ήταν ένα ξέσπασμα του καιρού
ήταν μια ξαφνική νεροποντή, είπες μέσα σου
ακόμα κι ο καιρός έχει ξεσπάσματα
μόνο εγώ ζω χωρίς αυξομειώσεις
η ζωή μου κυλά εντελώς μονότονα
σαν μια ευθεία σε καρδιογράφημα.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 16)
Εδώ έχουμε για πρώτη φορά τη λέξη «εγώ». Ο ποιητής μονολογώντας θέτει το ερώτημα αν αξίζει μια μονότονη ζωή, χωρίς εναλλαγές, χωρίς κινδύνους, χωρίς συγκινήσεις, χωρίς ξεσπάσματα. Καταλήγει στην άποψη ότι απόλυτα απαθής και ήρεμος δε σημαίνει «ασφαλής», αλλά «νεκρός».
Σκηνή 7η:
Μια αναπάντεχα όμορφη εικόνα τον περιμένει λίγο πιο κάτω. Σ’ αυτή την υπέροχη βόλτα τού αποκαλύπτεται ο κόσμος από την αρχή, σαν να μην τον έχει δει ξανά: Ένα σταματημένο ποδήλατο κι ένα σπουργίτι που ξεκουράζεται πάνω του. Σκέφτεται να φωτογραφίσει την όμορφη εικόνα. Τελικά, η ομορφιά είναι πάντα αναπάντεχη. Φυλακίζεται όμως; Υπάρχει τρόπος να την κλέψει κανείς και να τη διασώσει αναλλοίωτη, για να είναι κτήμα του για πάντα; Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι τόσο ωραίες εικόνες υπήρξαν πολλές και τις προηγούμενες μέρες. Δυστυχώς, οι ομορφιές παραμένουν αθέατες είτε γιατί βιαζόμαστε πάντα σε υπερβολικό βαθμό είτε γιατί τα μάτια μας δεν είναι αρκετά εκπαιδευμένα, ώστε να τις ξεχωρίσουν και να τις απολαύσουν.
Αν κάποιος επιβαίνει σε ένα αυτοκίνητο που τρέχει με διακόσια χιλιόμετρα την ώρα, φτάνει νωρίς στον προορισμό του. Αν όμως επιβραδύνει αρκετά, προλαβαίνει να παρατηρήσει τα σύννεφα, τους λόφους στον ορίζοντα, τα πουλιά που πετούν σε σχηματισμό, τα δέντρα δεξιά κι αριστερά του δρόμου, ένα όμορφο πέτρινο σπιτάκι, τα αρνιά που βόσκουν ήρεμα, κι ένα σωρό άλλες ομορφιές. Αν μπορούσε μάλιστα να αφήσει το αυτοκίνητο και να βαδίσει στον χωραφόδρομο, θα μπορούσε να ανακαλύψει ένα σωρό μικρά και μεγάλα αθέατα θαύματα, λουλούδια με υπέροχα χρώματα κι έντομα παράξενα με διάφανα φτερά. Τα θαύματα βρίσκονται πάντα κάπου κοντά μας, όμως δε σκύβουμε να τα δούμε.
Σκηνή 8η:
Κόσμος μαζεύτηκε να δει το θέαμα
να δει τα στραπατσαρισμένα αυτοκίνητα
να δει τις συνέπειες της ταχύτητας
όμως εδώ, έλεγαν, φταίει μόνο ο ένας
ο άλλος βρέθηκε στον δρόμο του
φταίει ο ένας αλλά την πληρώνουν και οι δύο
«δεν είναι άδικο;» ρωτούσαν μεταξύ τους.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 19)
Ο ποιητής μάς θυμίζει ότι η ζωή είναι άδικη. Δεν τιμωρείται μόνο αυτός που ξεκίνησε το κακό, αλλά πολύ συχνά το σφάλμα του ενός παρασέρνει στην καταστροφή κι άλλους αθώους κι ανύποπτους. Μερικές φορές υποφέρουν πολλοί αθώοι κι ο πραγματικά ένοχος μένει αλώβητος. Είναι η «κακιά στιγμή», οι «αστάθμητοι παράγοντες», η «ατυχία». Διαβάζω τη λέξη «στραπατσαρισμένα» και προσπαθώ να φανταστώ τον πόνο των ανθρώπων, όταν δεν καταστρέφονται άψυχες λαμαρίνες, αλλά διαλύονται ζωές. Νομίζω πως το σημείο αυτό μας υποχρεώνει να κάνουμε μια σειρά σκέψεων: Όλοι έχουμε βιώσει μικρές ή μεγάλες απώλειες.
Σκηνή 9η:
Συναντά τον ποιητή μας ένας παλιός συνάδελφός του, ο οποίος αναπολεί τα παλιά. Τώρα, λέει, δεν έχουν εξουσία πάνω του τα ρολόγια. Πάντως, ήταν ωραίες οι εποχές τότε που κι αυτός υπάκουε σε ένα γνωστό πρόγραμμα.
Πάει κι αυτό, σκέφτηκες μόλις τον αποχαιρέτησες,
πολύ παράξενος σήμερα αυτός ο δρόμος
σαν να διαβάζω ένα βιβλίο περιπέτειας
[…]
Μάλλον θα πρέπει να κρατήσω σημειώσεις
ίσως στο μέλλον γράψω ένα ποίημα
για όλα αυτά που συμβαίνουν
για τα κρυμμένα μυστικά κάθε αποκάλυψης
για το παράδοξο του ζην.
[…]
Ποιος θα διαβάσει μια ιστορία χωρίς πλοκή
μια ιστορία χωρίς δάκρυα και συναίσθημα
για έναν άνθρωπο που περπατά
για έναν συνηθισμένο άνθρωπο που περπατά
σ’ έναν συνηθισμένο δρόμο
(Το παράδοξο του ζην, σελ.21)
Παρατηρώ στο σημείο αυτό, ότι ο πρωταγωνιστής μας, ο άνθρωπος που βαδίζει στον δρόμο, δεν κάνει κάποια προσπάθεια να περιγράψει τον παλιό του συνάδελφο. Πρόκειται για πρόσωπο-σκιά που έρχεται και φεύγει αθόρυβα. Λέει ό,τι είναι να πει και χάνεται σαν να τον καταπίνει το πλήθος ή ο ίδιος ο δρόμος. Σαν να μην έχει σάρκα και οστά. Επιπλέον, ο πρωταγωνιστής μας δεν εκφράζει κάποιο συναίσθημα. Άραγε, χάρηκε που τον συνάντησε μετά από καιρό; Ήρθαν στο μυαλό του ξεχασμένες αναμνήσεις από την παλιά τους συνεργασία; Μήπως του είναι δυσάρεστη η παρουσία του παλιού του συναδέλφου; Το παράδοξο είναι ότι ο πρωταγωνιστής μας δεν ένιωσε το παραμικρό. Άκουσε τα λόγια του άλλου απόλυτα αδιάφορα, σαν τίποτα να μην έγινε. Σα να μη βρέθηκε ποτέ απέναντί του. Είναι τελικά, τρομακτικός αυτός το δρόμος! Είναι απίστευτα ρηχές οι σχέσεις των ανθρώπων που κινούνται σαν φαντάσματα στο φως του ήλιου.
Κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει αυτός ο ποιητικός περίπατος. Άλλωστε, ο ίδιος ο ποιητής τονίζει πως σ’ αυτό το ποιητικό αφήγημα δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν υπάρχει πλοκή που να ακολουθεί κάποιο σχέδιο και -θεωρητικά τουλάχιστον- θα μπορούσε να διαρκεί επ’ άπειρον. Τα κρυμμένα μυστικά που αποκαλύπτονται, καταδεικνύουν το παράδοξο του ζην, λέει ο ποιητής μας, όμως «το ζην» χαρακτηρίζεται από μια απερίγραπτη ελαφρότητα. Δεν υπάρχουν σ’ αυτό το έργο μεταφυσικές ανησυχίες. Απουσιάζει επίσης η αγωνία απέναντι στον θάνατο. Σαν να είναι η ζωή ένα αχανές πεδίο δράσης, ένα απίστευτα μεγάλο θέατρο, στο οποίο ο καθένας μας είναι ταυτόχρονα θεατής κι ηθοποιός, στον βαθμό που επιθυμεί: Αν δεν αρέσει σε κάποιον η δράση, αρκείται στον ρόλο του παθητικού παρατηρητή, του κομπάρσου, που απλώς γεμίζει το πλάνο με την παρουσία του. Ακόμα κι έτσι όμως, είναι, έστω κι έμμεσα, μέρος της δράσης με την ευρύτερη έννοια του όρου, αφού παραμένει μέλος του τεράστιου θιάσου. Αυτό το θέατρο δεν τελειώνει ποτέ. Αυτή η παράσταση δεν ξέρω αν έχει διδακτικό χαρακτήρα. Τι νόημα έχει η ίδια η ζωή, τι αξία έχουν όλα όσα μπορεί να μας διδάξει, αν το νήμα της κόβεται απότομα κι απομένουμε στο απόλυτο κι αιώνιο σκοτάδι της ανυπαρξίας; Δεν είναι θλιβερό να καταλήγει η τόσο ακριβά αγορασμένη γνώση μας, η τόσο σκληρά αποκτημένη σοφία μας στο απόλυτο τίποτα;
Καθώς προχωρούσες στον μικρό δρόμο
ο μικρός δρόμος μεγάλωνε έγινε λεωφόρος
έγινε αχανής έκταση του μεσημεριού
δεν ήταν πια δρόμος αλλά η ίδια η πόλη.
Άκουγες ήχους που σε περικύκλωναν.
Ήταν ανθρώπινες φωνές και ήχοι μηχανών
μιας πόλης που ποτέ δεν ηρεμεί
έμοιαζαν όμως με τους ήχους της βροχής
με παφλασμούς κυμάτων στην ακτή
με καταρράκτη που κυλά ορμητικά
με θρόισμα των φύλλων ενός δάσους.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 22)
[…]
Έμοιαζαν με κατασκευασμένο σκηνικό
με στούντιο της εταιρίας Γιουνιβέρσαλ.
Ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα
κρύβεται μέσα στο μυαλό σου
και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο.
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 23)
Σκηνή 10η
Το ίδιο κορίτσι, (αυτό που εμφανίστηκε στη 2η σκηνή),εμφανίζεται ξανά με τσάντα κόκκινη. Πίσω της σε κάποια απόσταση, ακολουθούν οι ίδιοι καλοντυμένοι κύριοι, μόνο που τώρα κρατούν κι αυτοί κόκκινες ομπρέλες. Άρα, ακόμα και στο τυχαίο, υπάρχει μια κανονικότητα, μια αναλογία. Έτσι η ζωή είναι αρκετά προβλέψιμη. Για να μην προκληθεί σύγχυση στους αναγνώστες, εννοώ ότι η κοπέλα θα μπορούσε άνετα να παρουσιαστεί με τσάντα κίτρινη, αρκεί πίσω της οι καλοντυμένοι κύριοι να εμφανίζονταν κρατώντας επίσης κίτρινες ομπρέλες. Παρόλα αυτά, ο ποιητής μας απορρίπτει την αναλογία ως «μη πραγματική». Επειδή είναι αδύνατον να ορίσουμε τι είναι «πραγματικό» και τι «μη πραγματικό», αφήνω ασχολίαστη αυτή τη θέση.
Σκηνή 11η:
Στίχοι-γρίφοι αναδύονται στη συνείδηση του ποιητή κι αναρωτιέται μιλώντας δυνατά στον ίδιο του τον εαυτό πώς γίνεται τα ξεχασμένα να επανέρχονται και κυρίως πώς εξηγείται να μας πολεμάει ο ίδιος μας ο εαυτός. Αυτή η επίθεση πώς ερμηνεύεται και σε τι αποσκοπεί; Και να, μπροστά του ένα δέντρο όμορφο και μεγάλο με πλούσιο φύλλωμα, με κορμό ψηλό και δυνατό. Πού ρίζωσε; Πού χώθηκαν οι ρίζες του, αφού κάτω από τα τσιμέντα υπάρχουν υπόγεια, καλώδια, υπόνομοι και στοές; Πώς επιβίωσε; Αν ο άνθρωπος ριζώνει στον τόπο του και λέει πως εκεί ανήκει, πού βρήκε χώμα και νερό σε τόσο δύσκολα χρόνια;
Κοίταξες τους περαστικούς
κοίταξες τα θλιμμένα πρόσωπά τους
σου φάνηκαν θολά χωρίς περίγραμμα
κοίταξες στον καθρέπτη μιας βιτρίνας
κοίταξες το δικό σου πρόσωπο
ήταν κι αυτό θολό, χωρίς περίγραμμα.
[…]
Αν ήξερες πως μια γνωστή διαδρομή
μπορεί να γίνει επικίνδυνο ταξίδι
θα έμενες όλη τη μέρα σπίτι
και θα απέφευγες με τρόπο έξυπνο
τις τρικυμίες του οδοστρώματος.
Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματά μας πού μας πάνε;
(Το παράδοξο του ζην, σελ. 31)

Αντί επιλόγου:
Μια από τις μεγαλύτερες αρετές αυτού του ξεχωριστού έργου είναι η φαινομενική του απλότητα: Ο ποιητής Διονύσης Στεργιούλας χρησιμοποιεί ανεπιτήδευτη γλώσσα, με πολύ απλές και καθημερινές λέξεις και το ύφος του είναι πεζολογικό. Εδώ δεν έχουμε έναν συνηθισμένο φιλοσοφημένο ποιητικό λόγο, αλλά πολύ περισσότερο, μια εκλαϊκευμένη φιλοσοφία ζωής μέσα από στίχους. «Το παράδοξο του ζην» είναι ένα μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα που εκτείνεται σε είκοσι δύο (22) τυπωμένες σελίδες. Η προσπάθειά μου να το χωρίσω σε σκηνές αποσκοπεί στην καλύτερη κατανόηση της δομής του. Παρόλα αυτά, ο ίδιος ο ποιητής γράφει συνεχόμενα, χωρίς να διακρίνει ενότητες. Το εντυπωσιακό είναι ότι θα μπορούσε ο ποιητής να αφαιρέσει ή να προσθέσει μερικές σελίδες, χωρίς να αλλοιώσει τον χαρακτήρα του έργου, γιατί δεν υπάρχει αρχή μέση και τέλος, αλλά μια αέναη κυκλική κίνηση. Έχω μάλιστα την άποψη ότι ο αναγνώστης «προσθέτει» με τη δική του φαντασία τις δικές του σκηνές, γιατί εύκολα ταυτίζεται με τον πρωταγωνιστή, με τον άνθρωπο που βαδίζει και παρατηρεί την αχαρτογράφητη κι αβυθομέτρητη «θάλασσα» της ρέουσας πραγματικότητας.
Σε αυτή τη «θάλασσα» χαίρεται κανείς τα ρηχά καθαρά νερά και τα όμορφα βοτσαλάκια, κι έπειτα, τελείως απροσδόκητα, παραδίνεται ξανά στ’ αφρισμένα κύματα. Τελούμε σε κατάσταση μόνιμης σύγχυσης, λέει ο ποιητής, κι είμαστε απόλυτα ανίκανοι να μάθουμε από τα λάθη μας. Αγνοούμε ακόμα και τα πιο βασικά: Πώς μοιάζει ο δρόμος έξω από το σπίτι μας, πώς είναι η γειτονιά μας κι ας διανύουμε αυτές τις αποστάσεις διαρκώς, χρόνια και χρόνια. Όλη μας τη ζωή κινούμαστε σ’ αυτούς τους ίδιους δρόμους. Πιο πέρα, σ’ άλλες γειτονιές, σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες, σε άλλες ηπείρους, πόσες χιλιάδες χιλιάδων θαύματα, μικρά και μεγάλα συντελούνται αθέατα; Το «ζην» τελικά, δεν είναι παρά ένα πολύ γρήγορο πέρασμα, μια πολύ σύντομη βόλτα, σ’ έναν τυχαίο δρόμο, ένα τυχαίο πρωί, μιας οποιασδήποτε άνοιξης.

.

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ

FRACTAL 14/9/2021

Ανερμήνευτη παράσταση

Ο Διονύσης Στεργιούλας, με καταγωγή από τα Γρεβενά, ζει και εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ήδη από τα μαθητικά του χρόνια είχε εκδηλώσει τον ζήλο και την αγάπη του για τη λογοτεχνία και την ποίηση, αλλά από το 1995 και εντεύθεν άρχισε να αρθρογραφεί τακτικά σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και να ασχολείται συστηματικά με την κριτική και το δοκίμιο. Το 2019 εξέδωσε την πολύ σημαντική ποιητική συλλογή με τον εναντιόσημο τίτλο Καθόλου ποιήματα, με τριάντα ποιήματα ευρείας θεματολογίας, στην οποία κυριαρχούν «η ζωή και ο θάνατος, η Ιστορία, τα ανθρώπινα λάθη, η πίστη, οι εν δυνάμει επιλογές του βίου, η Θεσσαλονίκη ως παρελθόν και παρόν, η σχέση με τη φύση». Φαίνεται από αυτήν τη συλλογή ότι ο ποιητής διανύει πλέον το ώριμο στάδιο της ζωής του και ο λόγος του αλλά και οι χυμοί της ποίησής του έχουν μεστώσει και έχουν γλυκάνει.
Την άνοιξη του 2021 ο Δ. Στεργιούλας, δύο χρόνια μετά, επανέρχεται με ένα βαθυστόχαστο και φιλοσοφικό ποίημα με τον εξίσου αινιγματικό και συμβολικό τίτλο Το παράδοξο του ζην, με σχετικά μικρή έκταση μόλις 31 σελίδων. Φαίνεται ότι έχει πρότυπό του τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή που στόχευε στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα (ουκ εν τω πολλώ το ευ, αλλ’ εν τω ευ το πολύ). Αν θέλαμε επιγραμματικά να εντοπίσουμε το κύριο θέμα του, γιατί υπάρχουν πάρα πολλά άλλα επιμέρους, θα λέγαμε, με κάθε επιφύλαξη, ότι είναι η υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου στις πολυάνθρωπες και απρόσωπες μεγαλουπόλεις και η προσπάθειά του να ανιχνεύσει το θολό του πρόσωπο στο ήρεμο χάος τους.
Αυτό επιβεβαιώνεται από το εξώφυλλο που είναι έργο του συγγραφέα και, όπως ήδη έχει επισημανθεί, αμέσως μόλις το παρατηρήσουμε μας θυμίζει ανθρώπινο πρόσωπο, ίσως του ποιητή που παρατηρεί με τα ακανόνιστα παραλληλόγραμμα μάτια του, οσφραίνεται με την παράξενη μύτη του και που το γκρίζο, σπειροειδές και ήρεμο χάος του μυαλού του, που αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο, εκφράζοντάς το με το λευκό τετράγωνο στόμα του από το οποίο αναβλύζει ο λόγος του και προσπαθεί να κατανοήσει αυτόν τον παράδοξο κόσμο.
Θέλω εξαρχής να επισημάνω το πρόσωπο που επέλεξε ο ποιητής για να συλλάβει και να εκφράσει όλες του τις αγωνίες, τις ανησυχίες και τις παραδοξότητες που συνάντησε μια μέρα σε μια συνηθισμένη καθημερινή διαδρομή πολύ κοντά στο σπίτι του: είναι το δεύτερο ενικό πρόσωπο, το αγαπημένο πρόσωπο του Κ. Π. Καβάφη, που ευνοεί τον εσωτερικό μονόλογο ή τον διάλογο με τον εαυτό του, καθώς ο ποιητής, όπως γράφει, «εδώ δεν βρίσκεις έναν άνθρωπο / να σε ακούσει ενάμισι λεπτό». Μόνο με τον εαυτό του λοιπόν μπορεί να συζητήσει ο ποιητής σοβαρά και για πολλή ώρα (όπως έκαναν το βράδυ οι Πυθαγόρειοι), σύμφωνα και με την έκφραση του Ηράκλειτου «Εδιζησάμην εμεωυτόν», δηλαδή «μελέτησα και εξέτασα καλά τον εαυτό μου». Μία τέτοια μελέτη του εαυτού και του σύγχρονου παράδοξου κόσμου είναι και το νέο ποίημα του Διονύση Στεργιούλα.

«Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματά μας πού μας πάνε;»

Αυτό το εναγώνιο ερώτημα αποτελεί τον επίλογο του ποιήματος, αλλά ο ποιητής το προτάσσει και στη σελίδα 7, θέλοντας να τονίσει με ένα σχήμα κύκλου την άγνοια όλων μας για την πορεία μας στην «οικεία» μας θάλασσα με τα «αβυθομέτρητα σημεία», αλλά και στον «χάρτη του ουρανού» με τις «αχαρτογράφητες πορείες». Αυτό κατάλαβε ο αφηγητής του ποιήματος εκείνο το πρωινό της άνοιξης που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τον χαμένο του χρόνο: «Όπου και να κοιτούσες γύρω σου / έβλεπες τον χρόνο να φεύγει». Ο ήρωάς μας θα ξεκινήσει τη μέρα του μονότονα πηγαίνοντας σε ένα πολύ γνωστό του κατάστημα για να αγοράσει ένα προϊόν, το οποίο όμως έχει εξαντληθεί γιατί «το εργοστάσιο πια δεν παράγει / πράγματα που δεν έχουν ζήτηση», γεγονός που θα τον απογοητεύσει και μόλις θα βγει έξω σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, θα αρχίσει να παρατηρεί την «οικεία θάλασσα» πιο προσεκτικά («Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση / κι ο μέσος όρος μια ακινησία») και θα εκτυλιχθούν μπροστά στα μάτια πολλές εικόνες-σκηνές που θα τον κάνουν να απορήσει και να σκεφθεί σοβαρά για τα ανθρώπινα αδιέξοδα και παράδοξα: το κορίτσι με τη μαύρη τσάντα και τους καλοντυμένους άντρες με τις μαύρες ομπρέλες (το χρώμα της τσάντας και των ομπρελών αργότερα, μετά τη βροχή, θα γίνει κόκκινο, γεγονός που θα το θεωρήσει μη πραγματικό), το φύλλο της δεντροστοιχίας που θα πέσει στο σώμα του και θα τον ξαφνιάσει σαν κάτι ξένο, δείχνοντας την αποξένωση του αστού από το φυσικό περιβάλλον. Έχοντας την αγωνία να μην αργήσει στην προγραμματισμένη από καιρό συνάντηση, καθότι θεωρούσε τη συνέπεια το σημαντικότερο πράγμα, πέρασε έξω από «ένα διάσημο κατάστημα» που η βιτρίνα του ήταν άδεια από την καταναλωτική μανία και παρατήρησε ένα ασπρόμαυρο γατάκι φυλακισμένο και, ενώ όλοι γελούσαν, άκουσε μια γυναίκα να φωνάζει: «Απελευθερώστε αυτό το ζώο / αφήστε το να φύγει, μην το βασανίζετε». Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και εγκλωβίστηκε σε ένα υπόστεγο μαζί με άλλους άστεγους και άγνωστα πρόσωπα και έπρεπε να φύγει – η αποξένωση των ανθρώπων στην πόλη. Μόλις έκανε το πρώτο βήμα η βροχή σταμάτησε απότομα, όπως άρχισε, αλλά ο χρόνος τον κυνηγούσε («Η ώρα περνούσε και μαζί της / περνούσε ο χρόνος κι έφευγε») και σκέφτηκε να τον φυλακίσει με μια φωτογραφία του σπουργιτιού πάνω στη σέλα ενός ποδηλάτου για να τον αποδυναμώσει και να νιώθει σαν τον Οδυσσέα «που όλο επιστρέφει». Ενώ σκεφτόταν όλα αυτά και «της ζωής του το κενό», ένα τρακάρισμα τον επανέφερε στην πραγματικότητα και είδε τις συνέπειες της ταχύτητας και την αδικία («φταίει ο ένας αλλά την πληρώνουν και οι δύο»). Πολύ κοντά από το σπίτι του «κι έβλεπες γύρω σου τον κόσμο σε περίληψη / την ιστορία του κόσμου συμπυκνωμένη». Η συνάντησή του με έναν συνάδελφο συνταξιούχο θα τον προβληματίσει για το μέλλον, την τρίτη ηλικία, αφού θα του προτείνει να αγοράσει μονοκατοικία με κήπο για να αποφύγει την πλήξη του διαμερίσματος. Όλα αυτά τα παράξενα τον κάνουν να σκεφτεί να γράψει ένα ποίημα στο μέλλον, αλλά

«Μα ποιος διάβαζει σήμερα ποιήματα […]
ποιος θα διαβάσει μια ιστορία χωρίς πλοκή
μια ιστορία χωρίς δάκρυα και συναίσθημα
για έναν άνθρωπο που περπατά
για έναν συνηθισμένο άνθρωπο που περπατά
σε έναν συνηθισμένο δρόμο
σε μια συνηθισμένη πόλη […].»

Καθώς προχωρούσε, ο μικρός δρόμος έγινε λεωφόρος που οδηγούσε στην αχανή πόλη. Άκουγε «ανθρώπινες φωνές» και τους ήχους των μηχανών «μιας πόλης που ποτέ δεν ηρεμεί», «μια μουσική θεσπέσια» και
«Ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα
κρύβεται μέσα στο μυαλό σου
και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο».

Σε αυτό το κατασκευασμένο σκηνικό οραματίστηκε έναν άλλο όμορφο κόσμο, έναν παράδεισο:
«Μακάρι να έκλεινες τα μάτια κι όλα γύρω σου
να γίνονταν ένας ουράνιος κήπος […].»

Αλλά δυστυχώς θαύματα δεν γίνονται. Και τότε ξεπρόβαλε αμείλικτο το δίλημμα: ποιος ο ρόλος του σε αυτήν την ανερμήνευτη παράσταση;

«Και τότε αναρωτήθηκες τί είσαι πιο πολύ
στην ανερμήνευτη αυτή παράσταση:
ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο
ή θεατής που παρακολουθεί παθητικά;»

Αυτή λοιπόν την παράξενη μέρα νόμιζε ότι η πόλη του ήθελε απεγνωσμένα να του μιλήσει και έτσι μοιραία έκανε μια σύγκριση με τις πόλεις του παρελθόντος, τις περίκλειστες και ασφαλείς και τις σύγχρονες αχανείς και εκτεταμένες. Τότε θυμήθηκε κάποιους αινιγματικούς στίχους («ο δρόμος δεν αρχίζει ούτε τελειώνει / και η σιωπή σου όλο δυναμώνει»), που μας παραπέμπουν στο «οδός άνω κάτω μία» του Ηράκλειτου και καταλαβαίνει ότι σε αυτόν τον δρόμο, που τον έχει διανύσει άπειρες φορές όλες τις εποχές του έτους και δεν έχει αλλάξει καθόλου, κάτι πολύ σημαντικό συμβαίνει:

«[…] μια φλόγα που σιγόκαιγε αόρατη
μία φωτιά που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει
σε χρόνο ανύποπτο και να σαρώσει
ό,τι κινείται κι ό,τι μένει ακίνητο.»

Δέχεται στο «ήρεμο χάος» του μυαλού του μία επίθεση από τις σκέψεις του που του θυμίζουν όλα εκείνα που νόμιζε ότι είχαν ξεχαστεί.
«Πώς γίνεται οι ίδιες σου οι σκέψεις
να στρέφονται εναντίον σου
να σου επιτίθενται, να σε ταλαιπωρούν
να σου θυμίζουν όλα εκείνα
που νόμιζες πως είχαν ξεχαστεί;»

Το ποίημα θα τελειώσει με δύο πολύ ωραίες εικόνες-σκηνές: του μεγάλου δέντρου με τις τεράστιες ρίζες του χωμένες κάτω από τα κτήρια και τα υπόγεια καλώδια (ο ασφυκτικός εναγκαλισμός του τεχνητού και του φυσικού περιβάλλοντος), εκεί που κάποτε θα υπήρχαν δάση και ποτάμια και μπορεί πάλι στο μέλλον να υπάρξουν, και με τα θλιμμένα και θολά πρόσωπα των περαστικών, όπως και το δικό του, που έχουν το καθένα τη δική του ιστορία και πορεία, κοιτάζοντας την ίδια στιγμή τα δέντρα της δεντροστοιχίας «που έμοιαζαν να στέλνουν ένα μήνυμα / με τις παράλληλες ευθείες τους στον ουρανό». Στον επίλογο συνειρμικά θα αναφερθεί στην ευθεία οδό που έμαθε να βαδίζει θεωρώντας την πιο σύντομη, αλλά σήμερα κατάλαβε ότι κρύβει πολλούς λαβυρίνθους και τρικυμίες. Η οδύσσειά του λοιπόν τελειώνει με το εναγώνιο εκείνο ερώτημα «πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν / τα βήματά μας πού μας πάνε;» επιβεβαιώνοντας την σωκρατική άγνοια «Έν οίδα ότι ουδέν οίδα».
Ο Διονύσης Στεργιούλας δούλεψε σκληρά για ένα περίπου χρόνο, όπως αρμόζει σε έναν πολίτη της «πόλης των Ιδεών» και μας χάρισε ένα ωραίο, καλοδουλεμένο και καλοδιαρθρωμένο ποίημα, σε ρέουσα, απλή και καθημερινή γλώσσα, αποδεικνύοντας ότι η Ποίηση είναι ζωντανή, είναι παρούσα και μπορεί να αφυπνίσει τη ναρκωμένη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου και να τον φέρει μπροστά σε ουσιαστικά υπαρξιακά ερωτήματα προσπαθώντας να αναμετρηθεί μαζί τους. Σε 430 στίχους – λίγο λιγότερους από την Έρημη χώρα του Τόμας Έλιοτ – με επιδράσεις από τη μοντέρνα ποίηση και λογοτεχνία (Τζέημς Τζόυς, Φραντς Κάφκα, Σάμουελ Μπέκετ) και βέβαια από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, κυρίως την προσωκρατική (Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Ζήνων) – ο τίτλος εξάλλου παραπέμπει στα παράδοξα του Ζήνωνα, αξιοποιώντας και τη διαλεκτική και τα αντιθετικά ζεύγη (ήρεμο χάος) των αρχαίων φιλοσόφων –, ο ποιητής καταπιάστηκε με σημαντικά θέματα, τον χώρο, τον χρόνο, την κίνηση και την ακινησία, τον ρόλο του σύγχρονου κοσμοπολίτη ανθρώπου, χωρίς εθνικότητες και θρησκεύματα, τη θέση και τη σχέση του με την πόλη, τα πράγματα και τους (συν-)ανθρώπους του. Λύση βέβαια δεν μπορεί να δώσει στα παράδοξα και αδιέξοδα της εποχής μας, αλλά το σημαντικό με αυτό το ποίημα είναι πως αποτελεί μία πρόκληση και μία πρόσκληση για προβληματισμό για το παρόν και το μέλλον του σύγχρονου κόσμου.

.

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

bookpress.gr 30/8/2021

«Να έχεις κάποτε έναν δικό σου κήπο», συμβουλεύει ένας παλιός γνώριμος το ποιητικό εγώ, όταν συναντιούνται στη μέση του πεζοδρομίου, στη μέση του ποιήματος. Ωστόσο, ο κήπος δεν εμφανίζεται ξανά στο ποίημα, δεν γεννά καμιά νοσταλγία για τον κήπο της Εδέμ. Ο χρόνος που κρύβεται μέσα σε κομοδίνο, οι κατευθύνσεις που αγνοούμε, με τις δύο έννοιες της λέξης, χαράζουν την πορεία του ποιητή και την ταυτίζουν με την πορεία του σύγχρονου ανθρώπου, καθώς πηγαίνει «σε μια συνάντηση / που έχει προγραμματιστεί από καιρό». Όλα καλά οργανωμένα, ακόμη και το πότε θα βρέξει. Κάποιοι κυκλοφορούν με ανοιγμένες τις ομπρέλες τους. Το ρήμα «σκέφτομαι» επανέρχεται συχνά στο ποίημα και ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι το απόν ποιητικό εγώ, καθώς μοιάζει να μην έχει δική του φωνή, θέλει να πείσει τον εαυτό του ότι υπάρχει. Τελικά, πείθει τον αναγνώστη για το αντίθετο, κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες να σκέφτεται, προφανώς γιατί νιώθει ότι δεν αρκεί η σκέψη και ότι σκεπτόμενο ον δεν υπάρχει. Προκύπτουν διάφορες ερωτήσεις, που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Γιατί το εγώ μιλά αποκλειστικά στο δεύτερο πρόσωπο; Γιατί συνεχίζει στον δρόμο που μπορεί να οδηγήσει οπουδήποτε εκτός από τον προορισμό του;
Οι πρώτες λέξεις του ποιήματος, «Όταν εκείνο το πρωί της άνοιξης», σηματοδοτούν διπλά, ώρα και εποχή, μια νέα αρχή, αλλά αποδεικνύονται μάταιες, καθώς το εγώ ψάχνει τον χρόνο που έχασε και όχι αυτόν που μπορεί να βρίσκεται μπροστά του. Η βροχή έρχεται αναπάντεχα και τότε τρέχει σε υπόστεγο να προστατευτεί. Νωρίτερα ένιωθε τον γαλάζιο ουρανό σαν απειλή, περαστικοί κοιτούσαν τον ουρανό απορημένοι. Και απόρησε ο ίδιος όταν είδε τρεις άνδρες με μαύρες ανοιγμένες ομπρέλες. Αναρωτιέται γιατί κρατούν ομπρέλες μια ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη μέρα. Προφανώς το ασυνείδητό του γνωρίζει ότι μια βροχερή μέρα ανατρέπει τη νέα αρχή που προμηνύει η άνοιξη, όπως γνωρίζει ότι οι τρεις καλοντυμένοι άνδρες, αντίθετα από τον ίδιο, ξέρουν να προστατεύονται και να αποφεύγουν τις ευθύνες, συμβολισμός της ομπρέλας σε πολλούς πολιτισμούς. Όταν τους ξανασυναντά, οι ομπρέλες έχουν γίνει κόκκινες. Το ίδιο συνέβη με το κορίτσι που κρατούσε μια μεγάλη μαύρη τσάντα. Το παιχνίδι με το μαύρο χρώμα τονίζει την ανάγκη του πεζοπόρου να επικοινωνήσει με την πρωτόγονη πλευρά του ανθρώπου. Ίσως αυτός είναι ο αρχικός προορισμός του. Το εγώ στο οποίο απευθύνεται ο αφηγητής έχει επομένως πολλές όψεις. Όταν το μαύρο γίνεται κόκκινο, αναδεικνύεται η αποτυχία του εγώ, καθώς μαύρο και κόκκινο, στις αρχετυπικές θεωρίες, συμβολίζουν την αδύναμη πλευρά, τη θηλυκή, του ανθρώπου.
Το ποίημα του Διονύση Στεργιούλα, Το παράδοξο του ζην, αρχίζει με μότο που αποδεικνύεται παρμένο από το τέλος του ποιήματος, άρα το ποίημα ανοίγει και κλείνει με τους ίδιους στίχους, την ίδια απορία, αλλά δεν θα το μάθουμε αν δεν διαβάσουμε πρώτα όλο το ποίημα, όταν θα έχουμε φτάσει στο τέλος, όταν θα είναι πολύ αργά για να αλλάξουμε την πορεία μας, να αποφύγουμε τις τρικυμίες του οδοστρώματος. Ίσως πάλι να τονίζει την ιερότητα της άγνοιας που οδηγεί στη γέννηση του στοχασμού:
«Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματά μας πού μας πάνε;»
Η σύγχρονη πόλη, χωρίς «τείχη και οριοθέτηση», αναιρεί την έννοια της καινούργιας αρχής, όταν μεγαλώνει συνεχώς, σε σημείο να συναντήσει μια άλλη πόλη, να χάσει τη δική της αυτοδυναμία. Ο ποιητής έχει την έντονη εντύπωση ότι η Πόλη-Μητέρα θέλει απεγνωσμένα να του μιλήσει.
Το κρυμμένο καλά μέσα στον λόγο Εγώ εξομολογείται σε ένα Εσύ, που ψάχνει σε όλη την πόλη, χωρίς να απομακρυνθεί πολύ από το σπίτι του, να βρει τον εαυτό του. Όταν στην αφήγηση, το Εσύ μεταμορφώνεται σε Εγώ, για μια στιγμή, αποκτά για πρώτη φορά αυτοπεποίθηση και παίρνει τη μεγάλη απόφαση:
«Μάλλον θα πρέπει να κρατήσω σημειώσεις
ίσως στο μέλλον γράψω ένα ποίημα […]
για τα κρυμμένα μυστικά κάθε αποκάλυψης
για το παράδοξο του ζην».
Ένας ποιητής γεννιέται, αλλά με στόχο να γράψει ένα ποίημα μέσα στο ποίημα, να μιμηθεί το Εγώ εγκιβωτισμένο μέσα στο Εσύ. Σε λίγο το πολύμορφο Εσύ απευθύνεται ξανά στον εαυτό του ως αποδέκτη του μηνύματος:
«Και τότε αναρωτήθηκες τι είσαι πιο πολύ
στην ανερμήνευτη αυτή παράσταση:
ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο
ή θεατής που παρακολουθεί παθητικά;»
Διάλογος ή μάχη ανάμεσα στο Εσύ και το Εγώ-Εσύ, καθώς παίζουν στη σκηνή του ασυνειδήτου. Το Εγώ απευθύνεται σχεδόν πάντα στο alter ego του ως Εσύ, ενώ μόνο κατ’ εξαίρεση ως Εγώ όταν γίνεται ποιητής. Πολύμορφα πρόσωπα και προσωπεία, το Εγώ, το Υπερεγώ και το Εκείνο βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Χρειάζεται πάλη για να γεννηθεί το ποίημα:
«Πώς γίνεται οι ίδιες σου οι σκέψεις
να στρέφονται εναντίον σου
να σου επιτίθενται, να σε ταλαιπωρούν
να σου θυμίζουν όλα εκείνα
που νόμιζες πως είχαν ξεχαστεί;»
Ωστόσο, στην πορεία μαθαίνουμε τι σημαίνει ματαιότητα της νέας αρχής, αφού δεν ξέρουμε πού πάμε, ματαιότητα του χρόνου, του χώρου, ακόμη και της ποίησης, αφού το ίδιο το ζην είναι ένα παράδοξο. Ο Διονύσης Στεργιούλας γράφει ένα εκτενές στοχαστικό ποίημα, με παιχνιδίσματα ανάμεσα σε προσωπεία του Εγώ, με την τεχνική του ποιήματος εν ποιήματι να αναιρεί με ποιητικότητα τη μονοτονία της ζωής, με διάλογο και δραματική γραφή, κυρίως με προσεγμένο ρυθμό, που παρασύρει τον αναγνώστη του να το διαβάσει σε βάθος και να αποδεχθεί τα μυστικά που κρύβονται στον ουρανό και επιστρέφουν στη γη με την αναπάντεχη για τον ήρωα βροχή.

.

ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 5/6/2021

Τι συμβαίνει όταν η μέρα ξυπνάει αλλιώς; Όταν βγάζει το παλιό της πουκάμισο, την παλιά φθαρμένη ζωή της και γυμνή οδεύει προς το φως της; Μια μέρα που ανοίγουν ξαφνικά τ’ άλλα μάτια κι έρχεται η ώρα της αναμέτρησης με τον εαυτό, την μέχρι πρότινος πραγματικότητα κι αυτή που διεκδικεί ζωή; Όλα υπό νέο φως ή φως. Στο νέο ποιητικό βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα, «Το παράδοξο του ζην», όλα βρίσκονται υπό καθεστώς ανατροπής, κατάρρευσης, ανακάλυψης και αποκάλυψης. Ένα πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα, χωρισμένο σε μέρη, χωρίς τίτλους. Ο μοναδικός τίτλος, που υπό τη σκέπη του τελεί όλη η σύνθεση, είναι ο τίτλος του έργου. Στο εξώφυλλο, που μαζί με τα γκρίζα δαιδαλώδη σχήματα και τα ανάκατα πλαίσια , τις μετέωρες ροές και τους φιδωτούς δρόμους (έργο του συγγραφέα), που δημιουργούν και την ψευδαίσθηση της συνεχούς κίνησης, διαμορφώνουν στον αναγνώστη έναν ορίζοντα προσδοκιών του παράδοξου ως ανατροπή, αταξία και κίνηση. Ατμόσφαιρα ονείρου, αίσθηση κινηματογραφικού σκηνικού, όπου δεν είσαι απλώς θεατής, αλλά μετέχεις. Ολόκληρος. Αυτή η συγχρονία δημιουργεί την αίσθηση του τρισδιάστατου. Η μέθεξη δε συνιστά υπερβολή εδώ. Η απεύθυνση, εξάλλου, στο β΄ενικό πρόσωπο επιτείνει αυτή τη συνθήκη.
Το ρεαλιστικό με το υπερρεαλιστικό, το όνειρο (σαν να ονειρεύομαι στο κρεβάτι μου ) με το εξ’ αντικειμένου πραγματικό συμφύρονται, έτσι ώστε αυτό που δείχνει υπερρεαλιστικό να γίνεται η αληθινή όψη των πραγμάτων. Μια περιδιάβαση σε εσωτερικά και εξωτερικά τοπία που συναιρούνται, έτσι ώστε γίνονται οι δύο όψεις ενός νομίσματος.
Έχει, λοιπόν, τη δύναμη να σε μεταφέρει στο σύμπαν του και να σε κάνει μέτοχο. Των δονήσεων, φανερών ή κρυμμένων, πίσω από τις λέξεις. Του οικείου και του ανοίκειου, που παίζουν συνεχώς και, εν τέλει, της συμφιλίωσης με ένα σύμπαν που έχεις μέσα σου ανεπίγνωστα. Ένα ποιητικό όραμα της ζωής που εκκρεμεί και που ξυπνά ξαφνικά και ζητά χώρο, χαρτογράφηση, βυθομέτρηση; Μια βουτιά στην ύπαρξη, στη selva oscura του ασυνείδητου; (Δε γνωρίζουμε ούτε καν τα βήματά μας πού μας πάνε). Ο χρόνος το έναυσμα. Κι ο καταλύτης. Η επίγνωση, κατ’ αρχάς, του ανελέητου, αμείλικτου, εχθρικού χρόνου που καλπάζει και χάνεται. (Όπου κι αν κοιτούσες γύρω έβλεπες τον χρόνο να φεύγει). Αγωνία του χρόνου και προσπάθεια να τον φυλακίσει. Ίσως ο χρόνος εδώ είναι ο δείκτης, το όριο μιας ζωής υπό εγκατάλειψη, ενός χρόνου που τρέχει γιατί είναι τόσο ελαφρύς, αφού στερείται πραγματικού νοήματος, ουσίας. Η λειτουργία του χρόνου πάντως παρουσιάζει στο έργο εξαιρετικό ενδιαφέρον. Χρόνος διαφορετικών ταχυτήτων, με φανερή τη σχετικότητά του, που αντανακλά και τις διαφορετικές ποιότητες των δύο συνθηκών και βρίσκει το ανάλογό του στη ζωή μας. Έτσι η αναφορά, αρχικά, είναι ενός χρόνου άπιαστου, που τρέχει ατέλειωτα, αλλά η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης – μέτοχος είναι ενός χρόνου βραδέος. Ο χρόνος λειτουργεί διαφορετικά στα δύο σύμπαντα. Στο πρώτο, ο χρόνος της συνήθειας , της φθοράς, της εγκατάλειψης, της τρέχουσας λογικής , ο χρόνος που γλιστράει σαν άμμος από τα δάχτυλά μας. Εδώ ο χρόνος είναι πανδαμάτωρ, όλα είναι υποταγμένα σ’ αυτόν. Κι ο άλλος χρόνος, ο βραδύς. Μιας πραγματικότητας που ενυπάρχει σε αυτήν αλλά την υπερβαίνει, όπου όλα λειτουργούν στην αυθεντικότητα και γνησιότητά τους, στην ουσία και αλήθεια τους, στην αιώνιά τους διάσταση . Εδώ ο χρόνος είναι γεμάτος, βαρύτερος, πυκνότερος, δυσκίνητος, έχει πιαστεί στην απόχη, νικημένος και αιχμάλωτος. Νίκη επί του χρόνου. Είμαστε στην περιοχή της ποίησης. Εδώ που η ταχύτητα της ψυχής φαίνεται να υπερβαίνει αυτή του χρόνου. Ένα σύμπαν που μόνο η τέχνη μπορεί να εκφράσει. Ως δυνατότητα. Ο χρόνος που δεν τρέχει, στοιχείο και βαθιάς εσωτερικότητας του υποκειμένου και εσωτερικότητας των πραγμάτων που αυτή συνεπάγεται. Έτσι η νέα πραγματικότητα αντανακλά τη βουτιά στα ενδότερα με αφορμή το τέλος μιας συνθήκης που έχει πλέον εξαντληθεί. Αυτή η αντίστιξη των δύο χρόνων στοιχείο αυθεντικότητας και γνησιότητας και ακριβούς αποτύπωσης των δύο κόσμων. Πραγματικά ποιητικό επίτευγμα.
Σ’ αυτό οφείλεται και το γεγονός ότι παρά το πεζολογικό ύφος της σύνθεσης, το κείμενο είναι άκρως ποιητικό. Υπάρχει βέβαια η συνειρμική γραφή, απόλυτα συμβατή εδώ και η ρυθμικότητα, αλλά η ποιητικότητα έχει να κάνει με την ατμόσφαιρα και την παρουσία του κόσμου αυτού, που λειτουργεί ποιητικά, όπου όλα βρίσκονται στην καθαρότητα και διαφάνειά τους. Ποίηση όχι απλώς μέσα από τις γραμμές, αλλά αίσθηση ότι βρίσκεσαι στον χώρο της.
Ποιο όμως συνιστά εδώ το παράδοξο; Η ζωή που έχουμε μάθει, (θυμήθηκες από τον χρόνο του σχολείου αυτά που άκουγες για την ευθεία), της γραμμικής αλληλουχίας, του εύκολα προβλέψιμου, του συνήθους, της ζωής με κανονιστικές αρχές; Ή το ανοίκειο μιας ανατροπής που ζητά τα «αβυθομέτρητα σημεία» κάθε οικείας θάλασσας και τις «αχαρτογράφητες πορείες» , μιας ζωής που ασφυκτιά και εξεγείρεται; Που ζητά τα εαυτής, τη γυμνή ζωή της. Μιας πραγματικότητας που, ενώ μοιάζει παράδοξη, κερδίζει λίγο λίγο την αλήθεια της; Όπου «όλα μιλούν με τη φυσική τους γλώσσα μα τίποτα να ερμηνεύσεις δεν μπορούσες», όλα ξυπνούν από τον λήθαργο και απεγνωσμένα θέλουν να μιλήσουν. Ή μήπως, τελικά, η διαπίστωση της ύπαρξης των διαφορετικών αυτών πραγματικοτήτων στη ζωή μας, των διαφορετικών ποιοτήτων , ενός σύμπαντος αληθινού που αιωρείται, πέρα από τους φθαρμένους τρόπους και που από αδυναμία μας δεν μπορούμε ν’ αγγίξουμε;
Η βροχή, το ρέον νερό, στοιχείο που εντείνει τη ροή των πραγμάτων. Κάνει διάφανα τα μάτια για να δουν το νέο. Στοιχείο κάθαρσης και αναβάπτισης με νέους όρους. Ο ίδιος δεν κρατά ομπρέλα, δεν έχει προβλέψει αυτήν την εξέλιξη, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που συναντά, οι οποίοι κρατάνε ομπρέλες και μάλιστα πριν αρχίσει να βρέχει. Φαίνεται πως ήταν έτοιμος , ανεπίγνωστα το περίμενε. Η βροχή, σύμβολο της ροής του ασυνείδητου που είναι παρόν.
Το υποκείμενο εμφορείται από μια ποικιλία συναισθημάτων και στάσεων. Παρατηρεί, διαπιστώνει, απορεί και εξίσταται, παλινδρομεί. Στο πριν και το μετά. Ανάμεσα στη σιγουριά της επανάληψης που τον τραβά πίσω και στη νέα ζωή, όπου έχει αρχίσει να περιπλανιέται. Ο ίδιος βέβαια διερωτάται για όλη αυτή την ανερμήνευτη κατάσταση αν όλα συνωμοτούν εναντίον του. Αν είναι ηθοποιός, που παίζει ρόλο ή θεατής, που παρακολουθεί παθητικά. Κάπου χάνει τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικού. Πότε μοιάζει να συμφιλιώνεται , πότε όλο αυτό φαντάζει εχθρικό, ξένο κι αντιστέκεται. Φαίνεται κάποτε σαν να μην εγκολπώνεται τη νέα κατάσταση. Γίνεται όμως κοινωνός αυτής της αλήθειας. Υπάρχει η έκπληξη, η ταλάντευση, το χάος του μυαλού, οι σειρήνες στον δρόμο, το αίνιγμα μαζί με τη λύση του. Η παλιά ζωή επιμένει αλλά έχει φτάσει στο απώτατο όριό της:( Μόνο εγώ ζω χωρίς αυξομειώσεις/ η ζωή μου κυλά εντελώς μονότονα σαν μια ευθεία σε καρδιογράφημα) κι αλλού:( Ένιωσες ότι το σώμα σου δε σου ανήκει).
Κάποτε ξυπνά ο Οδυσσέας μέσα του(θα μπορούσες να ταξιδεύεις διαρκώς σαν ένας Οδυσσέας που όλο επιστρέφει).
Κείμενο πολύ πυκνό, που παραπέμπει στις πυκνές γραμμές του εξωφύλλου, που μοιάζει να αναπαριστά αυτήν την πυκνότητα. Απλά κι απέριττα τα εκφραστικά μέσα, γυμνά θα λέγαμε, χωρίς γλωσσικές υπερβολές και ακρότητες. Ένα αρχιτεκτόνημα όπου όλα είναι βαλμένα ακριβώς στη θέση τους, με χειρουργική ακρίβεια. Δεν εξέχει τίποτα, δε λείπει τίποτα, δεν μπορεί να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι. Αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα σταθερότητας στον αναγνώστη.
Η αφήγηση κάνει κύκλο, ξεκινά και τελειώνει με τους ίδιους στίχους, που ο δημιουργός τοποθετεί ως μότο της σύνθεσης, αλλά είναι και οι καταληκτικοί στίχοι:
«Πώς γίνεται να μην έχεις προσέξει πως κάθε οικεία θάλασσα έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού έχει αχαρτογράφητες πορείες πως δε γνωρίζουμε καν τα βήματά μας πού μας πάνε».
Θα λέγαμε ότι η νέα αυτή πραγματικότητα που δίνεται λειτουργεί κι αυτόνομα , όσο παράδοξο κι αν φαίνεται αυτό, μέσα κι έξω από το ποιητικό υποκείμενο, ένας κόσμος που ίπταται περιμένοντας να τον ανακαλύψουμε και να τον ζήσουμε, μια συνθήκη αληθινή που μας διεγείρει και μας υποψιάζει για τη ζωή που μπορεί να εκκρεμεί και να μας διαφεύγει. Κοινωνοί ενός σύμπαντος που λανθάνει πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων και που μπορούμε να προσεγγίσουμε με μια μικρή μετατόπιση πέρα από την τρέχουσα λογική.
Το μήνυμα που αφήνει το βιβλίο είναι ακριβώς αυτό. Η ανατροπή των δεδομένων βεβαιοτήτων κι η αναζήτηση μιας διαφορετικής γεωγραφίας , ιχνηλατώντας και ανακαλύπτοντας τόπους πρωτόγνωρους κι ανεξερεύνητους, έξω από τα στενά όρια μια ζωής που κρύβει δυσθεώρητες δυνατότητες. Του ανθρώπου που αναζητά το «όλον αυτού». Που ποθεί να πραγματώσει έναν διαφορετικό τρόπο ελευθερίας.
Ένα βιβλίο εμπειρία, όπου η ποίηση φορά τα γιορτινά της.

.

ΛΟΥΚΑΣ Δ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

FREAR 1/6/2021

Το ζην, ένα παράδοξο

Το 430 στίχων ποίημα αρχίζει τούτη τη φορά τη στιγμή που ο ήρωας, ο ποιητής, «πηγαίνοντας σε μια συνάντηση / που έχει προγραμματιστεί από καιρό» (σ. 21), συνειδητοποιεί «πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν / τα βήματά μας πού μας πάνε». Με αυτά τα λόγια, που κλείνουν το ποίημα, γίνεται η εισαγωγή μας σε αυτό.

Δεν γνωρίζει λοιπόν κανείς στα πού πορεύεται· όπου οι άλλοι; όπως όλοι οι άλλοι; Ίσως Ποίηση δεν είναι παρά μια διαδρομή, μοναχικό πέρασμα από πολυσύχναστη διάβαση: «Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση / κι ο μέσος όρος μια ακινησία» (σ. 11). Και οι στίχοι πάλι τι χρειάζονται, «εδώ δεν βρίσκεις έναν άνθρωπο / να σε ακούσει ενάμισι λεπτό» (σ. 21).

Και όμως σε σκιές πάνω και μέσα σε οδούς – λέξεις συνηθισμένες, θαμπές απ’ την πολυχρησία και λερές, σε λέξεις κάθετες ή παράλληλες, οι άνθρωποι, αναγνωρίζουν εαυτούς και αλλήλους: «ένιωθες ότι το σώμα σου δεν σου ανήκει / ότι ένα άλλο σώμα φορά τα παπούτσια σου» (σ. 12). Σκιές σ’ ένα κόσμο μουντό, σκιές που γεννά μια λάμπα, μια αστραπή, ένα βλέμμα που αποσύρεται. Αυτή εδώ η γραφή, μέσα στο ζόφο τών ημερών μας, είναι στον αντίποδα της αντίληψης του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της / όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. / Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. / Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος».

Μια ξαφνική μπόρα δεν θα σταθεί αρκετή να καθαρίσει τα πράγματα, δηλαδή τα άπλυτα: «…ένα φύλλο / που είχε παρασυρθεί από το νερό / και σταμάτησε στο καπάκι του φρεατίου / σαν να αρνούνταν να αφήσει το φως» (σ. 17). Αλλά ποιο φως, που την ίδια στιγμή αυτό ακριβώς το φύλλο με την άρνησή του έφερνε πάλι στον έξω κόσμο το σκοτάδι ως έσω φως. Για να δώσω μια συνεπή ερμηνεία, γυρίζω και διαβάζω τα «Σκόρπια φύλλα» τού επίσης Θεσσαλονικιού και αγαπημένου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: «Σκόρπια φύλλα του φθινοπώρου / οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή / ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια / “ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;” / αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών / από Νεαπόλεως της νυν Καβάλας / Προς Θεσσαλονικείς Α΄ Επιστολής το ανάγνωσμα / ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων / ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί…».

Ένα παρόν που κυριαρχείται από μια οικονομική κρίση και μια πανδημία επιτείνει στη σκέψη μας την εντύπωση της διάστασης ανάμεσα στον προσωπικό και τον συλλογικό χρόνο. Η μέρα αναφοράς αυτού του ποιήματος είναι τόσο τυχαία όσο τυχαία είναι η 16η Ιουνίου 1904 του Λέοπολντ Μπλουμ, ή μια οποιαδήποτε μέρα, σαν αυτή τού Ιβάν Ντενίσοβιτς στο γκούλαγκ· γεννιέται για να δοκιμάσει να χωρέσει ο ποιητής την κατάβαση της ύπαρξής του στον ιδιωτικό του λαβύρινθο. Ένα καθημερινό επεισόδιο στους δρόμους, «ένα τρακάρισμα δύο αυτοκινήτων / –το ένα ήταν λευκό το άλλο γαλάζιο–» μάς τοποθετεί στο σήμερα, που επιπλέον βαρύνεται με τις εορταστικές εκδηλώσεις για τη δεύτερη εκατονταετηρίδα τής Επανάστασης. Αντιλαμβάνομαι τώρα τα εθνικά χρώματα όχι σε αρμονία, αλλά σε σύγκρουση μεταξύ τους. Οι Βένετοι της Πόλης, οι άνθρωποι του λαού, και οι Λευκοί είναι παρόντες.

Πιανόμαστε από μια λυτρωτική προσέγγιση, ότι ο χρόνος που φεύγει, σαν κάθε τι που χάνεται, μπορεί και να ξανακερδηθεί, με τίμημα όμως τη θυσία του παρόντος: «Όταν εκείνο το πρωί της άνοιξης / έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο / να βρεις τον χρόνο που έχασες / η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε» (σ. 9). Υπάρχει έτοιμη η λύση, που πρότεινε ο T. S. Eliot: «Time present and time past / Are both perhaps present in time future». Έτσι ξεκινά το «Burnt Norton», το πρώτο από τα Τέσσερα Κουαρτέτα, προτάσσοντας μότο από τον Ηράκλειτο: «Ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή».

Πώς παριστάνεται ακριβέστερα ο χρόνος; Με την ταλάντωση εκκρεμούς, με κινήσεις που έχουν το στοιχείο τής επανάληψης ή με το ταξίδι του Οδυσσέα, χωρίς ή με δρόμο; Όπως και να είναι, ο χρόνος γεννιέται και χάνεται μόνο στη διαδρομή: «…ήθελες μόνο να είσαι συνεπής / να είσαι στην ώρα σου εκεί που σε περίμεναν / ή εκεί που νόμιζες ότι σε περιμένουν. / Για σένα αυτό είχε πάντα σημασία / κι όχι ο δρόμος κι όχι κάτι άλλο» (σ. 28).

Ο χρόνος χάνεται, πάει να πει η απόσταση τείνει στο άπειρο, «Αν ήξερες πως μια ευθεία / κρύβει τόσους λαβυρίνθους» (σ. 30). Το ζην είναι από μόνο του ένα παράδοξο σαν εκείνα που έθεσε ο Ζήνων. Κλείνω το βιβλίο και συλλογίζομαι πως είναι ανεξάντλητο αυτό που διαρκεί μια μέρα.

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

CULTUREBOOK 25/5/2021

Η λυρική γοητεία της ποίησης του Διονύση Στεργιούλα

Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματά μας πού μας πάνε;
Το Παράδοξο του ζην του Διονύση Στεργιούλα (Νησίδες, 2021) είναι ένα ποιητικό έργο με λυρική γοητεία που κατακτά επάξια την ξεχωριστή του θέση στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
Πρόκειται για πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα με κυκλική δομή και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Εξιστορεί μια δραματική ανθρώπινη περιπέτεια με πραγματικά και φανταστικά στοιχεία και τρόπο που παραπέμπει σε παραλογές ή έργα της δημώδους νεοελληνικής γραμματείας.
Ο ποιητής περιδιαβαίνοντας την πόλη του, έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους και τις όψεις της. Μέσω των πολλαπλών και εναλλασσόμενων εστιάσεων καταθέτει την αγωνία του για τη ζωή και την ύπαρξη. Σκηνικό είναι ο δρόμος μιας οικείας πόλης που δεν κατονομάζεται, προσδίδοντας στο περιεχόμενο διανθρώπινη ισχύ και περιλαμβάνοντας τις πόλεις όλων μας. Τα γεγονότα εξελίσσονται γραμμικά. Διαρκούν μία ημέρα και έχουν για αφετηρία τους το πρωί. Η μέρα είναι συνηθισμένη και ανοιξιάτικη, το πρόσωπο που αφηγείται μιλά στο δεύτερο ενικό και με αφορμή το υπερβατικό γεγονός της βιαστικής αναζήτησης του χρόνου που έχασε στο κομοδίνο του.
Όταν εκείνο το πρωί της άνοιξης
έψαχνες βιαστικά στο κομοδίνο
να βρεις τον χρόνο που έχασες
η σχέση σου με το παρόν λιγόστευε.
Πρώτος σταθμός του αφηγητή-περιπατητή η παιδική ηλικία. Κουβαλά την ονειροπόληση και την αθωότητα, όμως χάνεται απότομα και αμετάκλητα.
[…] Η μέρα σου ξεκίνησε πολύ μονότονα
σ’ ένα κατάστημα που γνώριζες από παιδί.
Μπήκες στον χώρο με μεγάλη σιγουριά
Αλλά δεν έβρισκες αυτό που ήθελες.
Σου είπαν ότι το προϊόν εξαντλήθηκε […]
«Πρέπει να βρείτε κάτι άλλο
κάτι που να του μοιάζει», σου είπανε […]
Η ενηλικίωση οδηγεί στην υπαρξιακή αναζήτηση και την εσχατολογική αναφορά. Πίσω από τις ποικίλες εκφάνσεις της πεζής πραγματικότητας της πόλης θα αναδυθεί η ρευστότητα της ζωής, αλλά και η απώλεια του ουσιαστικού στην οποία έχουμε οδηγηθεί, το άδηλο μέλλον και το λανθασμένο παρελθόν, με τα προσωπικά σφάλματα. Οι στίχοι θα θυμίσουν τον πίνακα Ο Κήπος των επίγειων απολαύσεων του υπερρεαλιστή ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος (Hieronymus Bosch, περ. 1450-1516).
Τα δέντρα, όταν βγήκες από το κατάστημα,
έμοιαζαν με σκηνικό της κόλασης
ο γαλάζιος ουρανός ήταν μια απειλή
τα πουλιά που κελαηδούσαν τόσο όμορφα
νόμιζες ότι σε κοροϊδεύουν.
Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση
κι ο μέσος όρος μια ακινησία.
Ο περιπατητής-αφηγητής εξερευνά τους ήχους και τα θεάματα της πόλης σαν τον Λέοπολντ Μπλουμ (James Joyce,1882 – 1941, Ulysses, 1922). Σταθμοί του ένα κορίτσι με μεγάλη μαύρη τσάντα, κάποιοι άνδρες με ομπρέλες, ένα φύλλο που έπεσε από μια δεντροστοιχία, η βροχή, μία γάτα, ένα σπουργίτι, ένα τρακάρισμα αυτοκινήτων, η συνάντηση με έναν συνταξιούχο συνάδελφο.
Η χειμαρρώδης εξιστόρηση αντιπαραβάλλει τον εσωτερικό βίο με τη ρηχότητα, τη ζωή με τον θάνατο, την αιωνιότητα με τη στιγμή.
Τότε είδες ένα σπουργίτι
ένα φοβισμένο μικρό σπουργιτάκι
πάνω σε ένα παρκαρισμένο ποδήλατο.
Σκέφτηκες ότι η σκηνή είναι ωραία
σκέφτηκες να το φωτογραφίσεις
να το κλείσεις για πάντα στη φωτογραφία.
Εάν κατάφερνες να φυλακίσεις τη στιγμή
να φυλακίσεις μια οποιαδήποτε στιγμή
ο χρόνος θα ήταν αδύναμος απέναντί σου
ή τουλάχιστον λιγότερο εχθρικός
και θα μπορούσες να ταξιδεύεις διαρκώς
σαν ένας Οδυσσέας που όλο επιστρέφει
χωρίς να σκέφτεσαι ότι σε λίγο θα νυχτώσει
χωρίς να σκέφτεσαι ότι η ταινία θα τελειώσει
χωρίς να σκέφτεσαι ποτέ την ώρα.
Οι άνθρωποι δέσμιοι του χρόνου και της σύμβασης, σαν το εγκλωβισμένο ασπρόμαυρο γατάκι στη μεγάλη βιτρίνα του διάσημου καταστήματος που περιγράφει ο ποιητής. Προσωπεία. Θεσμοί και κανόνες που μοιάζουν με φυλακή. Ωραίος καιρός που ξαφνικά μετατρέπεται σε βροχή. Ψιχαλίζει κι οι άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι να προφυλαχτούν κάτω από υπόστεγα. Ανοίγουν ομπρέλες, για να νιώθουν ασφαλείς. Άστεγοι και άγνωστοι, σε σύγχρονες πόλεις ανοιχτές, όχι τις περίκλειστες της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Κίνηση και βιασύνη, συνέπεια, προγραμματισμός.
Ζωή χωρίς αυξομειώσεις. Μονότονη. Σαν μια ευθεία σε καρδιογράφημα. Φύλλα οι ζωές μας που καταλήγουν στο φρεάτιο, παρασυρμένα από το νερό της βροχής.
Ο Διονύσης Στεργιούλας εντάσσει με μαεστρία τους διηνεκείς ανθρώπινους προβληματισμούς και τα υπαρξιακά αδιέξοδα σε αυτό το αφηγηματικό βιβλίο περιπέτειας με κέντρο τον μικρό δρόμο που προσωποποιείται και γίνεται λεωφόρος, η ίδια η πόλη, η ζωή. Με οπτική κινηματογραφική και λόγο καίριο, χωρίς ούτε λέξη περιττή, σκηνοθετεί τη ζωή του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό.
Οι θαυμαστές φαντασιώσεις ανατριχιάζουν με τη λάμψη της φωτιάς και του σκοταδιού που εκπέμπουν. Η παράσταση της ζωής που σκηνοθετεί ο ποιητής με ηθοποιό τον άνθρωπο (ή μήπως θεατή που παρακολουθεί παθητικά;) καταλήγει στη Ηρακλείτεια φιλοσοφία της μόνιμης μεταβλητότητας. Οι ανθρώπινες μορφές περιγράφονται με το θολό και ομιχλώδες του όλα δεν είναι και όλα είναι, του Ηράκλειτου. Μόνον τα πρόσωπα του τώρα, τα παρόντα, εμφανίζονται με περίγραμμα. Τα υπόλοιπα χάνονται μέσα στο θολό και το αόριστο, στην αέναη ροή του γίγνεσθαι, της αλλαγής των εποχών και των πραγμάτων. Ενταγμένο στη φιλοσοφική αυτή αντίληψη, το ποίημα κλείνει με το σχήμα του κύκλου, όπως άρχισε.
Όμως η ζωή, παρά τα αβυθομέτρητα σημεία και τις αχαρτογράφητες πορείες, παρά τα παράδοξα που περικλείει, έχει τη γοητεία της.
[…] Και τότε άκουσες μια μουσική θεσπέσια
να έρχεται από άγνωστη πηγή
μια μουσική που έσβηνε τους άλλους ήχους
και γέμιζε τον δρόμο με τις νότες της. […]
Το Παράδοξο του ζην του Διονύση Στεργιούλα είναι έργο υποβλητικό, καθηλωτικό, με στοιχεία σαρκαστικά και ηθοπλαστικά, που υμνεί τη ζωή με τις δυναμικές της. Τη διαχρονική θεματική συνοδεύει το υψηλής αισθητικής εικαστικό του εξωφύλλου, έργο του ποιητή, αλλά και το σημαντικό πλεονέκτημα πως διατηρεί τον ρυθμό, τη φρεσκάδα, την αμεσότητα και τη γοητεία του μέχρι τον τελευταίο στίχο. Ο ενδόμυχος πεσιμισμός που ενοχοποιεί την ηθική ανεπάρκεια του ανθρώπου και την αναποτελεσματικότητα των θεσμών, εκπέμπει κάτι από το spleen του Μπωντλέρ, ενώ η σύνθεση, στο σύνολό της, συνιστά εικονογραφία της εποχής και της τραγικότητας της ύπαρξης.

.

ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 22/5/2021

Αχαρτογράφητες πορείες

Στο καινούργιο του βιβλίο ποίησης Το παράδοξο του ζην ο Διονύσης Στεργιούλας μάς καλεί με τον ποιητικό του λόγο να παρακολουθήσουμε μαζί του την παραδοξότητα της ζωής. Από την αρχή, πριν ακόμη ξεφυλλίσει κανείς το βιβλίο, το εξαιρετικό εξώφυλλο (εικαστικό έργο του ιδίου) μας εισάγει στα ερωτήματα που αναδύονται μέσα από τα προσωπικά ερεθίσματα μιας καθημερινότητας που επαναλαμβάνεται ίδια αλλά πάντα με διαφορετικό πρόσωπο παραλλαγής ή αλλαγής. Η διεισδυτική ματιά του συλλαμβάνει εικόνες, μεταφορές και συμβολισμούς στον δρόμο, στο σπίτι, στο γραφείο, στην πορεία μιας τυχαίας μέρας που μοιάζει με αιωνιότητα. Ανεβαίνει και κατεβαίνει στα επίπεδα των σκέψεών του με άνεση έμπειρου στοχαστή και τολμάει να περπατήσει σε αχαρτογράφητες πορείες ουρανού και θάλασσας.
Στο εξώφυλλο αποτυπώνει την αέναη κίνηση της Συμπαντικής Ενέργειας και την εσωτερική ροή της, που άλλοτε συσπειρώνεται με εσωστρέφεια γύρω από το Εγώ και άλλοτε ξεδιπλώνεται ανιχνεύοντας στον έτερο άλλον «το παράδοξο του Ζην». Μέσα σε αυτή την δίνη της υπαρξιακής αναζήτησης, με γραμμική αλλά και κωδικοποιημένη επικοινωνία, καταφέρνει να έχει λευκά, και γιατί όχι τετράγωνα λογικά πλαίσια, όπου καταχωρεί τις νέες αντιλήψεις και εισάγει τις προσωπικές του διαδρομές. Παράλληλα μας καλεί μ’ ένα ερώτημα και έναν τρόπο αφύπνισης να προσέξουμε μαζί αυτό που τόσο άτεχνα μας διέφυγε. Γράφει:
«Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματα μας πού μας πάνε;»
Ο ποιητής στοχάζεται και ανά-στοχάζεται για τον χρόνο, αυτόν που έζησε και αυτόν που θα έρθει. Ανασκαλεύει τις απώλειες, τις λαθεμένες επιλογές, τις επαναλήψεις στο παρελθόν, στο παρόν ίσως και στο μέλλον. Βάζει στο μικροσκόπιο τις ιδέες για την προσωπική ευθύνη του καθένα. Μας μεταφέρει τόσο περίτεχνα, για να μην φοβηθούμε, στην παιδική ηλικία που όλα τα βλέπαμε με την σιγουριά της αθωότητας και της επιθυμίας.
«Η μέρα σου ξεκίνησε πολύ μονότονα
σ’ ένα κατάστημα που γνώριζες από παιδί.
Μπήκες στον χώρο με μεγάλη σιγουριά
αλλά δεν έβρισκες αυτό που ήθελες.
[…] σου είπαν ότι θα έπρεπε από καιρό
να το είχες αναζητήσει.»
Μας μεταφέρει στον χρόνο εκείνο που ξέραμε τι θέλαμε αλλά σήμερα δεν ξέρουμε. Μας θυμίζει ότι αυτό που ξέρουμε σήμερα είναι «αυτό που μοιάζει» με αυτό που θέλαμε, αλλά έχουμε ξεχάσει τι ήταν αυτό που θέλαμε. Πόσο οδυνηρό είναι να ακούμε από τον ίδιο τον εαυτό μας, τον ψεύτικο εαυτό, ότι αυτό που θέλαμε (αγκαλιά, φιλί, γάλα, βλέμμα και ό,τι άλλο) μας τελείωσε και δεν θα το βρούμε σε κανένα ράφι. Σπαρακτική η ματαίωση και η εσωτερική ακινησία, όταν ένας άλλος εαυτός ξέρει την συμπαντική ενέργεια του δημιουργικού εαυτού. Σκηνικό κόλασης, αντιστροφή της πραγματικότητας. Όλα παράδοξα, τυχαία, χωρίς εξήγηση και σκοπό.
Μετά πάλι ροή και κίνηση. Ο ποιητής ξεκινάει την αναζήτηση του «άλλου», μέσα από τον οποίο, σαν σε καθρέφτη θ’ αναγνωρίσει τον εαυτό του. Εικόνες συμβολικές, συναντήσεις συνηθισμένες και καινούργιες που ξαφνιάζουν, ανοίκειες, που δημιουργούν απορία και δισταγμό. Το κορίτσι με την μαύρη τσάντα, οι άνδρες με τις ομπρέλες, το φύλλο του δέντρου, μετά την καταιγίδα, που κρύβεται στην τσέπη, η ανοιξιάτικη μέρα, όλα αυτά που αργοπόρησες να τα φωτογραφίσεις ή να αποθηκεύσεις στις σελίδες του βιβλίου σου (του μυαλού σου), σε ξεπερνούν. Μία κατάσταση κενού. Όλα σαν μία κωμωδία, σαν κοροϊδία γραμμένη στα ξένα πρόσωπα των περαστικών.
«Και τότε είδες ξαφνικά πολλούς περαστικούς
να στρέφουν το κεφάλι τους στον ουρανό
και να κοιτούν ψηλά απορημένοι.»
Αφύπνιση. Νέα παρατήρηση του κόσμου που συνεχίζει να κινείται και να υπάρχει ερήμην σου. Στην βιτρίνα, αντί για πλαστική κούκλα ντυμένη στην μόδα, ένα μικρό εγκλωβισμένο γατάκι. Μία γυναίκα, η θηλυκή anima, κάπου την ξέρεις και ας μην θυμάσαι από πού, φωνάζει και παροτρύνει να μην το βασανίζεις και να το ελευθερώσεις. Η ψυχή ζητάει την ελευθερία της, δεν είναι η θέση της σε μία βιτρίνα σαν ψεύτικη persona.
Και η βροχή πάντα παρούσα σε κάθε επόμενο βήμα, σε κάθε επόμενη μέρα. Εκεί πάντα για να ρευστοποιεί τις ακαμψίες, να ξεπλένει τα ανείπωτα. Η βροχή, καταιγίδα ή νεροποντή, ακολουθεί την ροή του χρόνου και παρασύρει στους υπονόμους ό,τι βρει στον δρόμο της. Και εμείς, σύμφωνα με τον ποιητή, αφήνουμε ευκαιρίες ζωής να χάνονται στα υπόγεια ρεύματα κάτω από την γη. Ο δημιουργός με την φαντασία του αφουγκράζεται το παράδοξο της ζωής. Όλα περνούν μπροστά του διαστρεβλωμένα και παράξενα. Τίποτε δεν ταιριάζει με τις αντιλήψεις του.
«Η ώρα περνούσε και μαζί της
περνούσε ο χρόνος κι έφευγε.
Τα πρόσωπα των περαστικών
έμοιαζαν τώρα πιο γερασμένα
εκτός κι αν ήταν άλλα πρόσωπα
εκτός κι αν η βροχή είχε ξεπλύνει
όχι μόνο τον δρόμο αλλά και τα πρόσωπα.»
Η γλώσσα του ποιητή πάλλεται. Η μεταστροφή δημιουργεί κανάλια έμπνευσης. Το εγκλωβισμένο γατάκι τώρα είναι ένα πουλί, ένα σπουργιτάκι, ικανό να πετάει, να ταξιδεύει, να ζει τους σταθμούς του ταξιδιού του, αλλά να καίγεται από νόστο για την επιστροφή στην πατρίδα, σαν ένας Οδυσσέας που όλο ταξιδεύει και επιστρέφει, και φεύγει για μία νέα εξερεύνηση, χωρίς να σκέφτεται τον χρόνο.
Ο ποιητής συγκλονίζει τον αναγνώστη με την θέρμη και την αντίσταση στον χρόνο. Γράφει με πυρετό στίχους όπου, σαν ταινία χωρίς τέλος, συνεχίζει να παρακολουθεί το παράδοξο του ζην.
Τώρα ξαναβλέπει να περνούν, όπως στους κυκλικούς ιμάντες των αεροδρομίων, οι ίδιες εικόνες αλλά διαφοροποιημένες. Το κορίτσι έχει μία κόκκινη τσάντα, οι ομπρέλες είναι κόκκινες, οι δρόμοι έχουν γίνει λεωφόροι, η ρουτίνα δεν πνίγει και το σπίτι μπορείς να το κατοικείς, σαν να μην έφυγες ποτέ. Και μετά όλα άλλαξαν.
«Και τότε άκουσες μια μουσική θεσπέσια
να έρχεται από άγνωστη πηγή
μια μουσική που έσβηνε τους άλλους ήχους […].
Ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα
κρύβεται μέσα στο μυαλό σου
και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο.»
Ο Διονύσης Στεργιούλας, με την ψυχική του ενέργεια, την ποιητική δεινότητα στον λόγο και την γραφή, την τόλμη να αγγίζει μνήμες ξεχασμένες και να ανιχνεύει εκ νέου δρόμους ξεκάθαρους από την ομίχλη της λήθης, μετουσιώνει την παραδοξότητα της ζωής σε βεβαιότητα και αναγνωρίσιμη αξία. Ενισχύει και φρεσκάρει τις απωθημένες επιθυμίες, επουλώνει παλαιά τραύματα και συμφιλιώνεται με τον «εσωτερικό εχθρικό και ελεγκτικό εαυτό».
Βουτάει και αναμοχλεύει τις υπόγειες ρίζες στον υπόγειο ασυνείδητο κόσμο του. Καθρεφτίζεται και αναγνωρίζει τα όρια στα πρόσωπα των άλλων. Επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει λάθη, γιατί έτσι πραγματώνει στον παρόντα χρόνο τις επιθυμίες του, αυτές που κάποτε στο μαγαζί της παιδικής ηλικίας του δεν μπόρεσε να αγοράσει.
Ο δρόμος της προσωπικής πορείας, αν και είναι ίσια γραμμή με αρχή και τέλος, δεν παύει να είναι ένας λαβύρινθος με πολλά ζικ-ζακ και αναστροφές, αλλά πάντα, με τον μίτο της ψυχής και τον έρωτα για ζωή, βρίσκει διεξόδους.

« Αν ήξερες πως μια ευθεία
κρύβει τόσους λαβύρινθους
αν ήξερες πως μια γνωστή διαδρομή
μπορεί να γίνει επικίνδυνο ταξίδι
θα έμενες όλη τη μέρα σπίτι
και θα απέφευγες με τρόπο έξυπνο
τις τρικυμίες του οδοστρώματος.»
Ευχαριστώ τον Διονύση Στεργιούλα που με το υπέροχο ποίημα και τον στοχασμό του δίνει την ευκαιρία και σ’ εμάς να ταξιδέψουμε μαζί του στο Παράδοξο του Ζην.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ

PASPARTOU.GR 19/4/2021

Δυο ορθογώνια παραλληλόγραμμα μάτια, με αμφιβληστροειδή το όνομα και το επίθετο του ποιητή αντίστοιχα μέσα τους, αφ’ υψηλού εποπτεύουν το παράδοξο. Μία τεθλασμένη μύτη με τον τίτλο της συλλογής, αποτελείται από ένα ζήτα ή από ένα ήτα ή από ένα νι ή και από όλα τούτα μαζί, αναλόγως
(α) του πότε και
(β) της θέασης τη θέση,
όπως ακριβώς συμβαίνει με το απαρέμφατο: ζην.
Παρατηρώντας προσεκτικότερα, βλέπεις το ζήτα-ήτα-νι να παίρνει τη μορφή δρόμου. Το παράδοξο των ματιών βρίσκεται προς το παρόν άνωθεν του δρόμου, κάτωθεν του οποίου τι; Το στόμα, ως λευκό τετράγωνο, ίσως ως ρόπτρο-ρόμβος στη θύρα της ποίησης. Το υπόλοιπο πρόσωπο; Το φόντο; Γραμμικές αλληλουχίες σε καμπύλες τροχιές, ως δακτυλικά αποτυπώματα σκέψεων ή ως γραμμικοί στρόβιλοι ψυχής. Μπορεί και ως στιγμιαία καταγραφή ποτάμιας ροής συνειρμών ή ως ασπρόμαυρη απεικόνιση της κυκλοφοριακής ροής της πόλης. Το άλλο πρόσωπο της πόλης. Αποτύπωση του χάους. Το γιν και το γιαν σε πάλη για εξισορρόπηση. Από το εξώφυλλο (εικαστικό του ποιητή) στο Χάος του Ησιόδου, από εκεί στον δρόμο, από τον δρόμο στην πόλη, από εκεί στη γη, και από τη γη κατευθείαν ξανά στην ψυχή. Αναζητήσεις Ορφικές. Παράδοξο; Όσο το ζην. Εξώφυλλο; Απόλυτα ταιριαστό με το περιεχόμενο.
Τα ποτάμια των γραμμών εκβάλλουν και μορφικά στις λέξεις, επιβάλλοντας την Ηρακλείτεια ρήση «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή», με άλλα λόγια το ποίημα αρχίζει με μότο μία επτάστιχη όσο και εφτάψυχη ερώτηση και τελειώνει ακριβώς με αυτήν. Όλα εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, όπως και στον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόυς, μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, μεταξύ ξύπνιου και ονείρου και μάλιστα σε διάστημα ενός μέρους αυτής και μάλιστα σε μικρή, συγκεκριμένη έκταση χώρου.
Αυτά συμβαίνουν σε έναν κατά τα φαινόμενα συνηθισμένο άνθρωπο, “μία ωραία πρωία”, “στα καλά του καθουμένου”. Το ποιητικό υποκείμενο βγαίνει στον δρόμο για να πάει σε μια συνάντηση, όπως πάμπολλες φορές ως τώρα. Τυπικός, καθωσπρέπει, συνεπής, “κύριος”:

ήθελες μόνο να είσαι συνεπής
να είσαι στην ώρα σου εκεί που σε περίμεναν
ή εκεί που νόμιζες ότι σε περιμένουν.
Για σένα αυτό είχε πάντα σημασία
κι όχι ο δρόμος κι όχι κάτι άλλο.

Ο δρόμος είναι αρχικά η σκηνή όπου “παίζεται το δράμα”. Ξαφνικά κάτι γίνεται και όλα αλλάζουν. Γίνεται ανατροπή στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή. Όλα τα αντιλαμβάνεται πλέον διαφορετικά. Αρχίζει να βλέπει αλλιώς, αρχίζει να βλέπει και τα “αλλιώς”:

Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση
κι ο μέσος όρος μια ακινησία.

Παραίσθηση, επιφοίτηση, ενόραση, υπερρεαλιστική έκρηξη; Εκεί που

νόμιζες ότι όλα αυτά τα είχες ξαναζήσει
κι ότι τη δεύτερη φορά
δεν θα ξανακάνεις τα ίδια λάθη

συνειδητοποιείς το αίμα στην κόψη της λεπίδας της συνήθειας, της επανάληψης, της ρουτίνας. Σε στιγμές διαύγειας, όπως τούτη, ο διαπιστωτικός απολογισμός είναι το σήκωμα του ποδιού για την έναρξη του πρώτου βήματος αυτογνωσίας, χάρη στο οποίο θα μπορέσεις ενδεχομένως να πας παραπέρα:

ακόμη κι ο καιρός έχει ξεσπάσματα
μόνο εγώ ζω χωρίς αυξομειώσεις.

Τούτο το καθόλου τυχαίο εγώ σε φέρνει σε θέση παρατηρητή. Ασφαλής ως τώρα (εγώ ζω), απεκδύεσαι την απομόνωση (μόνο εγώ ζω), τον διαχωρισμό (χωρίς), την ευθεία πορεία (χωρίς αυξομειώσεις) και έρχεσαι στην τεθλασμένη, στον δρόμο που γίνεται αρένα. Υπάρχεις Εσύ και οι Άλλοι. Οι Άλλοι. Κάποιοι από αυτούς ζητάνε να προσαρμοστεί η ζωή στα μέτρα τους, να βρουν επί γης δικαιοσύνη, σε ένα σύστημα όπου η δράση του ενός έχει επίδραση και στον άλλο:

φταίει ο ένας αλλά την πληρώνουν και οι δύο
«δεν είναι άδικο;» ρωτούσαν μεταξύ τους.

Οι Άλλοι. Κρατάνε ομπρέλες για να προστατευτούν από την ευλογία της βροχής. Επιθυμητό το ατσαλάκωτο, το μακιγιαρισμένο φαίνεσθαι, το “αβρόχοις ποσί”, η στεγνότητα, η προσωπίδα.
Εσύ. Εσύ και η μοναξιά. Εσύ και η μεγαλύτερη μοναξιά: εσύ ανάμεσα στους άλλους. Εσύ και η μοναξιά της ποίησης, εσύ απέναντι από τις φιλαυτίες τους:

Μα ποιος διαβάζει σήμερα ποιήματα
εδώ δεν βρίσκεις έναν άνθρωπο
να σε ακούσει ενάμισι λεπτό.

Όλες σου οι εμπειρίες, σύσσωμες οι μνήμες, κατά ριπάς οι γνώσεις σου, πυροδότησαν σήμερα τη μεγάλη έκρηξη. Κουρτίνες κάηκαν (δεν θέλεις σύνδεση με τις πληγές του παρελθόντος, δεν θέλεις καν κουρτίνες, κάηκαν, δεν βάφτηκαν –άκου αείμνηστο Μητροπάνο). Παντζούρια άνοιξαν. Άπλετο διαισθητικό φως ξεπλένει τη σκόνη και τη μούχλα της κλεισούρας του έσω δωματίου:

Δεν είχες απομακρυνθεί από το σπίτι σου
ούτε διακόσια μέτρα ούτε τρία τετράγωνα
κι έβλεπες γύρω σου τον κόσμο σε περίληψη
την ιστορία του κόσμου συμπυκνωμένη.

Ο κόσμος όλος γυρίζει γύρω από τον δρόμο, ο οποίος διασχίζει ως ποταμός την πόλη. Έτσι, ο κόσμος όλος –και ο κόσμος του ποιήματος– περιστρέφεται με τη σειρά του γύρω από την πόλη, η οποία όχι μόνο είναι ζωντανή, μιας και

κανείς δεν ξέρει αν οι πόλεις
έχουν ψυχή και συναισθήματα

αλλά και η μόνη ελεύθερη αφού

… οι πόλεις του καιρού μας
δεν έχουν τείχη ούτε οριοθέτηση
μπορούν να επεκτείνονται ανεμπόδιστα
ώσπου να βρουν στον δρόμο τους μια άλλη πόλη.

Αυτά και άλλα πολλά άρχισες να τα καταλαβαίνεις σήμερα. Να είχε κάτι η βροχή; Η ατμόσφαιρα; Τα χθεσινά χάπια για τον ύπνο; Τα πρωινά για την πίεση; Να είναι κάποιος ιός; Μαγνητικά κύματα μιας επικείμενης Αποκάλυψης; Φλοίσβος από το Υπερπέραν; Ή όνειρο; Περπατάς ή υπνοβατείς;
Έχει σημασία; Εσύ είσαι και στο ένα και στο άλλο (βλ. Παρμενίδη). Στην αρχή,

σκέφτηκες εκείνους που προνοούν.

Το έκανες με κάποιο παράπονο, ίσως γιατί ήθελες να είσαι αποδεικτικά ταυτισμένος με εκείνους περισσότερο. Ήδη όμως ήσουν ένας από αυτούς κι ας μην το ομολόγησες ποτέ στον εαυτό σου. Μετά άρχισες να φοβάσαι γιατί

ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα
κρύβεται μέσα στο μυαλό σου
και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο.

Πάντοτε βιαστικός προσπερνούσες τα πάντα, πάντοτε με βιασύνη περνούσες από τον δρόμο και πήγαινες στον προορισμό σου. Ποτέ δεν στάθηκες να αφουγκραστείς τη φύση, να δεις τι έχει να σου πει ένα φύλλο, όπως αυτό που έπεσε πάνω σου σήμερα. Γύρω σου διαρκώς

όλα μιλούσαν με τη φυσική τους γλώσσα
μα τίποτα να ερμηνεύσεις δεν μπορούσες.

Έχεις βέβαια μελετήσει ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ. Εμπεδοκλή, Παρμενίδη, Αριστοτέλη. Παρόλα αυτά, όχι μόνο δεν μπορούσες να δεις τον ίδιο δρόμο τόσα χρόνια (χώρος), σχεδίαζες να τιθασεύσεις και τον χρόνο, νόμιζες πως με μια φωτογραφία,

εάν κατάφερνες να φυλακίσεις …
… μια οποιαδήποτε στιγμή
ο χρόνος θα ήταν αδύναμος απέναντί σου
ή τουλάχιστον λιγότερο εχθρικός.

Ο χρόνος όμως δεν είναι ούτε φιλικός, ούτε εχθρικός. Ούτε δυνατός ούτε αδύναμος. Το να απαθανατίσεις τα ορατά σε μια στιγμή αυτό δεν σημαίνει ότι τα φυλακίζεις. Μόνο τα αρχειοθετείς σε εκτυπωμένη ή ηλεκτρονική μνήμη για να μπορείς να τα ανακαλείς ευκρινώς όποτε θέλεις, να μπορείς να επιστρέφεις σε αυτά και στη στιγμή τους (άρα και στα αόρατα μέσα σε αυτά) κατά βούληση. Προσπαθείς να γεφυρώσεις το παρελθόν με το παρόν. Το ξέρεις πως έτσι είναι, το λες, μπορείς,

σαν ένας Οδυσσέας που όλο επιστρέφει.

Στον χρονικό κυκλικό δίσκο του ποιήματος, ο οποίος περιέχει εσωτερικά έναν άλλο δίσκο κάποιων ωρών της συγκεκριμένης μέρας, πολλά συνέβησαν εντός και εκτός του ποιητικού υποκειμένου, εντός και εκτός του δρόμου, εντός και εκτός των σελίδων. Παράδοξα ή μη, έλαβαν χώρα είτε στο συνειδητό, είτε στο ασυνείδητο, είτε στο ανάμεσα, σίγουρα όμως κάποια βγήκαν στο χαρτί.
«Παράδοξο»: περίεργο, παράξενο, μη αναμενόμενο, κάτι που δεν θεωρείται «κανονικό» ή «φυσιολογικό». Γιατί όλα τούτα προσάπτονται (ως επίθετα άραγε ή ως φαινόμενα) στο ζην; Τι πιο θαυμαστό, όμορφο, φυσιολογικό, κανονικό, γλυκό από τη ζωή; Μήπως θαυμαστό, όμορφο, φυσιολογικό, κανονικό, γλυκό είναι το υπάρχειν και παράδοξο το ζην, αφού συχνά το «υπάρχειν» δεν σημαίνει αναγκαστικά και ζην; Ή ακριβώς το αντίστροφο;
Πώς ορίζεται το ζην σε ατομικό και πώς σε συλλογικό επίπεδο; Ορίζεται;
Το ζην είναι εν τέλει παράδοξο ή παράδοξος ο σύγχρονος τρόπος του ζην;
Το παράδοξο συμβαίνει ή ο άνθρωπος δεν το βλέπει και ζει στη δική του κατασκευασμένη ψευδοπραγματικότητα, θεωρώντας παράδοξα τα έξω από αυτήν;
Τα παράδοξα του Ζήνωνα του Ελεάτη; Κινείται τελικά το βέλος του;
Κινείται ο περιπατητής ή ο δρόμος;
Παράδοξα κατά το φαίνεσθαι, παράδοξα κατά την επαγωγική διαδικασία, παράδοξα κατά τη συλλογιστική και τη διατύπωση, ίσως, παράδοξα όμως κατά το «είναι»;

Το ζήτημα επεκτείνεται εκθετικά, γιατί δεν είναι μόνο τα παράδοξα σε ένα πεζοδρόμιο ή σε μια στοά ενός δρόμου:

κι αν στη μικρή αυτή διαδρομή
συμβαίνουν τόσα παράξενα /…/
φαντάσου τι θα γίνεται σ’ όλη τη γη.

Το ποίημα, με άξονα τον δρόμο-πόλη, κατά των αρχαίων την πόλη-κράτος, εστιάζει στην κίνηση-παλινδρόμηση του σύγχρονου ανθρώπου όχι μόνο «εντός» αλλά και «επί» της Πόλης-Οδού, αναζητώντας κάποτε το «επεί», διακρίνοντας καθαρά, όπως κάποιες φορές συμβαίνει όταν σαν να ξυπνάμε από λήθαργο βλέπουμε ότι η μέχρι τώρα στάση μας είναι για γέλια:
«Επεί νυν γέλως έσθ’ ως χρώμεθα τοις πράγμασιν»
(Δημοσθένης, Κατά Φιλίππου Α΄, 25).

Αποτελείται από μικρότερες ποιητικές –πολλές εκ των οποίων αυτόνομες ή ημιαυτόνομες– υποενότητες, οι οποίες συγκροτούν την όλη ποιητική σύνθεση, ακριβώς όπως χωρικά οι δρόμοι συνθέτουν την πόλη, ακριβώς όπως χρονικά οι στιγμές συνθέτουν τη διάρκεια της ζωής, ακριβώς όπως λεκτικά οι στίχοι συνθέτουν το ποίημα. Μικρό μεν σε έκταση (τριάντα δύο σελίδες συν δύο άγραφες για σημειώσεις) μεγάλο δε σε αξία. Επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά τη φράση “οὐκ ἐν τῷ μεγάλῳ τὸ εὖ κείμενον εἶναι, ἀλλὰ ἐν τῷ εὖ τὸ μέγα” (βλ. Διογένης Λαέρτιος, Βίος Ζήνωνος: ρήση του αυλητή Καφησία ή βλ. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί).
Οφείλω να σημειώσω επίσης τη συνειδητή χρήση γλώσσας ομαλής και ρέουσας, χωρίς ακρότητες λέξεων ή εκφράσεων, χωρίς καμία πρόθεση εντυπωσιασμού ή επίδειξης, παρόλο το γλωσσικό μήκος, πλάτος και βάθος του εκφραστικού αποθέματος του συγγραφέα, κάτι που μαρτυρά κατά τη γνώμη μου ήθος ποιητικόν.
Μανιφέστο του παραδόξου; Δοκίμιο για την οδό; Σουρεαλιστική έκλαμψη του ζην; Απόπειρα ενσωμάτωσης στην πόλη (βλ. οπωσδήποτε και Καβάφη); Αγωνία για κατανόηση της Φύσης; Εναρμόνιση με το τεχνητό περιβάλλον;
Συνειδητός Εναγκαλισμός του Άστεος
ή Ασυνείδητη Ομολογία Πλάνης;

Με τούτο το βιβλίο ο Διονύσης Στεργιούλας, προερχόμενος από τις Νήσους του Δοκιμίου και της Κριτικής, επαξίως αποβιβάζεται με αποσκευές πλέον στο νησί της Ποίησης, έχοντας στην έσω τσέπη του σακακιού του γραμμικές συνθέσεις από τη Νήσο των Εικαστικών.
Κομίζει ακόμα μία ηχηρή απάντηση σε όσους συνεχίζουν να αμφιβάλλουν αν γράφεται αξιολογότατη σύγχρονη Ποίηση. Παράδοξο; Καθόλου. Το παράδοξο του αξίως ποιείν διατρανώνει την ευλογία της δημιουργίας, όσο παράδοξη κι αν είναι αυτή.
Εντός ή εκτός της πόλεως. Άλλωστε η πόλη πάντοτε εκεί:

«Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.»
(Καβάφης, Η Πόλις, 1910)

Και οι δρόμοι της πάντα εκεί. Ανοιχτοί. Όπως και κάποιοι άνθρωποι.
Όπως οι Ποιητές.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 23/3/2021

«Θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση για ένα “ολικό καλλιτέχνημα” απίστευτης ομορφιάς»

Είναι κάποιες μέρες που σπάει το πλέγμα των πεποιθήσεών μας, εκείνων που μας βοηθούν να νιώθουμε κατά το μάλλον ή ήττον ασφαλείς στο καβούκι μας, αλλά τότε μέσα από μια ακαθόριστη ρωγμή του χωροχρόνου, χαίνουσα, περνάμε μέσα από το σουρωτήρι του matrix και νιώθουμε για πρώτη φορά σαν τον Ηράκλειτο όταν κονταροχτυπήθηκε με τα θυελλώδη μαγνητικά ρευστά του σύμπαντος κόσμου.
Είναι κάποιες μέρες που η θεωρία των χορδών παύει να είναι απλώς μια ακόμα θεωρία των Φυσικών Επιστημόνων στην απέλπιδα προσπάθειά τους να εξηγήσουν τον χαοτικό κόσμο γύρω μας και μέσα μας. Τότε κολυμπάς με ταχύτητες απείρως μεγαλύτερες του φωτός σε λάβες αγνώστων ηφαιστείων που δεν έχουν εκραγεί ακόμη… Και τότε είναι που έρχεσαι αντιμέτωπος με το αναπάντεχο: έναν άλλο καθρέφτη που δεν αντανακλά το είδωλό σου, σαν να μην υπήρξες ποτέ, σαν να μην είσαι ούτε καν σκιά σκιάς, μήτε ένα απλό όνειρο, φευγαλέο όνειρο στον ύπνο ενός Γίγαντα που δεν ξέρει ότι κοιμάται, δεν έχει καν επίγνωση της ύπαρξής του.
Και τι είναι άραγε ακριβώς αυτό που λέμε “αυτεπίγνωση”, “αυτοσυνείδηση” πάρεξ μια φευγαλέα απεικόνιση στη σαπουνόφουσκα της πραγματικότητας;
Ο Σάμιουελ Μπέκετ γοητευμένος από ένα ανάλογο τραγούδι των Σειρήνων βγαίνει κάθε μέρα του τέλους της επίγειας ζωής του και περπατάει μέχρις εξαντλήσεως, μέχρι να πέσει αναίσθητος στο κοντινότερο χαντάκι, σαν σκουπίδι, σαν φύλλο που το παρέσυρε η βροχή και αρνείται να κρυφτεί μακριά από το ζωοποιόν φως τού ήλιου.
Αυτή την εικόνα αναπτύσσει ο συλλέκτης σπανίων στιγμών Διονύσης Στεργιούλας σε αυτό το υβριδικό πόνημά του με τα έντονα δραματικά στοιχεία. Ποιητικό αφήγημα από τα λίγα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα, γιατί προσθέτει στην ανάγλυφη εικονοπλασία μία κινηματογραφική ρυθμικότητα του συναισθήματος όταν αρνείται να συνδιαλλαχθεί με τον παράλογο ύπνο που σαρώνει τις ζωές μας.
Τι θα συνέβαινε αν ξυπνούσαμε ανάμεσα στους ζωντανούς; Σε αυτό το υποθετικό ερώτημα απαντάει με τον καλύτερο και διεξοδικότερο τρόπο ο επαρκής λογοτέχνης που κατέχει την μέθοδο του Στανισλάβσκι να ανασύρει από τη μνήμη του, από τη μνήμη μας, από τα βάθη του Συλλογικού Ασυνείδητου, αισθήσεις της πρώτης παιδικής μας ηλικίας, με την θλίψη της βροχής να επιτείνει το περιβάλλον τρόμου και ανέχειας που κάθε σύγκρουση με το Άγνωστο συνεπάγεται.
Είναι ποίημα, στο βαθμό που συνδιαλέγεται με το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου, είναι όμως τόσο συνειρμικά δομημένο που θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση για ένα “ολικό καλλιτέχνημα” απίστευτης ομορφιάς.

Σπανίως εκστασιάζομαι διαβάζοντας κείμενα συγχρόνων μου λογοτεχνών. Όμως αυτό πάει πάρα πέρα, τραβάει μια διαχωριστική με τα τετριμμένα, είναι διδασκαλικό αλλά όχι και διδακτικό, όχι απαραίτητα.
Ψάχνω και ξαναψάχνω τι κρύβεται κάτω από αυτές τις σελίδες, ανάμεσα στις τυπωμένες γραμμές και καταλήγω πως αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η Ποίηση, η καθαρή Ποίηση χωρίς τα στολίδια των δοκησισόφων.
Θυμάμαι εικόνες, αναθιβάνω μνήμες, ενεργοποιούμαι και γνωστοποιούμαι, κοινοποιώ την παρουσία μου στον ίδιο τον εαυτό μου μέσα από τις σοφά δομημένες σκέψεις. Όμως δεν πρόκειται για ένα θέατρο ιδεών, μήτε για “δράμα του εγώ”, είναι κάτι κοινό αλλά και ειδικό συνάμα, γενικό αλλά και ιδιοσυχνάζον σε μήκη και πλάτη της γης ιδιότροπα, λες και δεν κατοικούμε όλοι στον ίδιο πλανήτη.
Αυτό το παραξένισμα, η ανοίκεια του καθημερινού γλωσσικού κώδικα δίνει και το εξαιρετικό στίγμα σε αυτή την απόκοτη αγριελιά ενός κόσμου άκτιστου, όπως και το Φως που γέννησε τα πάντα μέσα από έναν κβαντικό κυματισμό του.

.

ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

diastixo.gr 12/6/2020

Η αντίπερα όχθη κι η άλλη πλευρά. Και τι βρίσκεται απέναντι; Τι βρίσκεται στην άλλη όχθη; Τι χάσκει στην άλλη πλευρά της τάφρου; Μήπως ο ποιητής οχυρώθηκε ήδη από καιρό και παρατηρεί; Και τι είναι αυτό που βλέπει; Μήπως τον θρίαμβο της ματαιότητας; Και τι είναι αυτό που βρίσκει μέσα στα κάστρα των λέξεων; Μια απάντηση σε κάθε πραγματικότητα και μια ανταπόκριση σε κάθε όνειρο; Τη γεφύρωση και περιφρούρηση κάθε ματαιότητας με αυτό το άυλο «δομικό» υλικό ονείρων;

Οι λέξεις σαν πέτρες μπορεί να είναι στρογγυλές και αιχμηρές, βαριές και ελαφριές, λείες ή τραχείες, ομοιόμορφες ή ανομοιόμορφες, σε κάθε περίπτωση οι λέξεις μπορούν να κρύβουν έναν μοιραίο άνθρωπο εντός τους, εντός των πέτρινων τειχών τους. Είναι της πραγματικότητας ο κατατρεγμένος που τις έχει επιλέξει για ασφαλές καταφύγιο και λόγο ύπαρξης και δράσης, όταν διαβάζοντας και γράφοντας η ζωή του νοηματοδοτείται ξανά με κατοικία αυτό το παράδοξο χάρτινο εν τέλει σπίτι –το σπίτι των βιβλίων– και το μόνο που φοβάται είναι μην τύχει και βρέξει και μουλιάσει και χαθεί το χάρτινο κουκούλι του και μουλιάσει και χαθεί κι αυτός μαζί του.

Η αμφισημία του τίτλου της συλλογής Καθόλου ποιήματα στεγάζει μια αξιοπρόσεκτη σειρά από μικρές ή μεγάλες καλλιτεχνικές ανησυχίες, που «κορνιζώνονται» επιτυχώς σε ομοιόσχημα πεζόμορφα ποιήματα μέσα από μικρές, συμπαγείς πινελιές και κινήσεις που χρωματίζουν το λιτό ύφος και υπογραμμίζουν την έμφαση. Μια απλή φαινομενικά «ζωγραφική» μεταμορφώνεται σε απλή και ουσιαστική ποίηση με κυρίαρχα τα πεζολογικά στοιχεία. Ο Διονύσης Στεργιούλας, με τη χρήση απέριττης όσο και περιεκτικής αφηγηματικής τεχνικής, επιχειρεί και πετυχαίνει να χωρέσει μια στενόχωρη έννοια, μια κακή ιστορική στιγμή –πραγματική ή φανταστική– σε ένα μικρόχωρο ποίημα. Αυτό που μοιάζει να τον απασχολεί μεταξύ άλλων είναι οι αντιθέσεις στα σημεία των καιρών και των πραγμάτων, ιχνηλατώντας στιγμιότυπα της ιστορίας της πόλης, αλλά και το πέρασμα πέρα από τη γραμμή της ιστορίας, με ένα ερωτηματικό να πλανάται μεταφορικά: Είναι η γραμμή ευθεία ή τεθλασμένη;

Επιλεγμένοι στίχοι από το ποίημα με τίτλο «Χρονολόγιο Θεσσαλονίκης»: Και η πορεία της νύμφης του Θερμαϊκού πάνω στην γραμμή της Ιστορίας συνεχίζεται, με τη βεβαιότητα όλων ότι δεν θα συμβούν παρόμοια πράγματα στο μέλλον.

Μέσα από μια γόνιμη τροφοδοσία που αντλεί από τη συλλογή σπάνιων βιβλίων, από τη διεισδυτική ανάγνωση και την πεπαιδευμένη κριτική σκέψη και έρευνα, αλλά κυρίως από τη βαθιά γνώση που επιμένει να «συλλέγει», ο Διονύσης Στεργιούλας φαίνεται πως γνωρίζει καλά ότι η λογοτεχνία είναι μια αέναη αναμέτρηση με την πραγματικότητα και την Ιστορία κι ότι σε κάθε βήμα του ο πνευματικός άνθρωπος βυθίζεται στον πίδακα μιας ιστορικής ή σαν ιστορικής στιγμής. Η ποίηση είναι κι αυτή με τη σειρά της μια κωπηλασία στην άγρια θάλασσα της Ιστορίας με στοιχεία καθοριστικά, όπως η ζωτική ορμή και η στασιμότητα, η ακμή, η παρακμή και η επαναφορά, ένας κόσμος σε βαθιά κατάψυξη ή σε χρόνιο βρασμό, η συνύπαρξη χώρου και χρόνου, η κοινωνία και η αναμονή, το όνειρο και η ψευδαίσθηση, το μεγαλείο στο δίπολο ζωής-θανάτου, το απολύτως τυχαίο που καθορίζει το απολύτως πραγματικό, όπως και το αντίθετο, αλλά και μια αίσθηση αβεβαιότητας για όσα βλέπουμε και όσα μας κινούν και όσα οφείλουν να μας συγκινούν. Ο ουρανός δεν είχε πια αινίγματα/ και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν φωναχτά/ τα μυστικά του κήπου αποκαλύφθηκαν/ κι ωστόσο παραμείναν μυστικά.

Η αποτύπωση του ανθρώπινου βιώματος, η υπαρξιακή επιβεβαίωση και μοναξιά, αλλά και η συνειδητοποίηση της αποστολής, της ανάγκης δηλαδή που νιώθει κανείς να προσθέσει κάτι στον κόσμο, φέρνουν την ποίηση στο προσκήνιο των αβέβαιων καιρών που ζούμε σαν του τέλους «την πιο ωραία βελονιά».

Οι ποιητές θα αμφιβάλλουν για την κάθε τους λέξη και το κάθε τους βήμα, σίγουροι για τη ματαιότητα των λόγων και των έργων τους, και οι μισθοδοτούμενοι των τυράννων θα παρακολουθούν από τη σκιά, σίγουροι ότι προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα.

Ένας σιγανός και απόλυτα σεμνός ύμνος στη σημασία των λέξεων και την αξία των βιβλίων, αλλά και ένα διακριτικό φως στην επανανάγνωση επιλεγμένων ιστορικών (ή σαν) στιγμών διέπει τη συλλογή Καθόλου ποιήματα του Διονύση Στεργιούλα. Ο κόσμος των βιβλίων είναι ο κόσμος των λέξεων – ένας κόσμος απατηλός, όπου υποδύεσαι ότι υπάρχεις. Είναι ο κόσμος των λέξεων ο θαυμαστός που ξεκουρδίζει τα ρολόγια, απορρυθμίζει την τάξη και καμπυλώνει την ευθυγράμμιση. Είναι πλέον του δέοντος αληθινή η διαπίστωση ότι οι λέξεις μας είναι ο πολιτισμός της υπόστασής μας, κι ας είναι χάρτινοι αυτοί οι πολιτισμοί, αποδεικνύονται σίγουρα προτιμητέοι από τους τσιμεντένιους για έναν λόγο μοναδικό και σπουδαίο: Γιατί αποτελούν το φυσικό αντίδοτο στον βιολογικό κυνισμό της ζωής και της οργάνωσής της. Η τέχνη των λέξεων είναι άλλη μια θεμελιώδης φυσική αντίσταση του ανθρώπου στον ανεπανόρθωτο προγραμματισμό.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ

FRACTAL Ιούνιος 2020

Εντυπώνεται εξαρχής στο νου το καθόλου χρωματιστό (μαύρο με άσπρα γράμματα), με καθόλου σχήματα, εικαστικά ή εικόνες εξώφυλλο, φτιαγμένο από τον ίδιο τον ποιητή. Όπως και η προμετωπίδα, η οποία με καθόλου κανονικότητα, καθόλου χρώμα (ελεύθερο γραμμικό σχέδιο), καθόλου αναστολή, αποτυπώνει καθ’ όλα τον αναβρασμό στην ψυχή του δημιουργού της (ή μήπως την επιτακτική ανάγκη υλικής έκφρασης της έμπνευσής του;), όπου εμφανής η αγωνία στον δικό του λαβύρινθο των καθόλου λέξεων, όπως αυτός χαρτογραφείται στην κατάσταση που επικρατούσε εν έτει 2019 στο δικό του νησί.
Εμφανείς οι καμπύλες, οι χωρικές προβολές, οι σωλήνες (για κρύψιμο, για ροή;), οι δίαυλοι, το νερό (ομόκεντροι κύκλοι από πέτρα σε λίμνη, κυματισμοί, παραλίες), οι λόφοι και οι οροσειρές, το χαρτί, οι πάμπολλες α-γωνίες στις διάσπαρτες γωνίες με σημείο αναφοράς τις ορθές, αλλά και τα δομικά υλικά (δεκαεξάοπο τούβλο, πλέγμα, τριγωνικά χαλίκια). Ένα ψηφιδωτό ανομοιογενών, φαινομενικά μπερδεμένων γραμμών, σε ένα ομοιογενές όμως ψυχογραφηματικό αποτύπωμα γραφής.

Προκλητικός και ο τίτλος. Ποίηση με καθόλου ποιήματα; Τότε με τι; Πώς γίνεται;
Έτσι όπως:

{τα μυστικά του κήπου αποκαλύφτηκαν
κι ωστόσο παραμείναν μυστικά};

Ίσως έτσι, κατά Γιώργο Γεωργούση [1]:

«ως πέτρα σε χωράφι χέρσο
ανοίγεται δειλός ανθός μια θλίψη
που μόνο η απουσία θα τον δέσει σε καρπό».

Βέβαια, κατά Κώστα Ριζάκη [2]:

«γραπώνει τρόμον πάλιν η πληγή˙ στον τρόπο τής επαύριον
πόσα εγκλήματα εν κρυπτώ μπορείς να φανερώσεις;»

Στην ερώτηση αυτή ο Διονύσης Στεργιούλας (Δ.Σ. στη συνέχεια) απαντά (λες και αυτή –η εσαεί για με ερωτεύσιμη θεά– η δ ι α κ ε ι μ ε ν ι κ ό τ η τ α, υπάρχει έξω από μας, σε ένα δικό της παράλληλο –όχι αναγκαστικά με τον Ευκλείδειο ορισμό– σύμπαν):

{ποιον άλλον προσπαθεί να κοροϊδέψει
αν όχι τον εαυτό του ο ποιητής
γράφοντας και σβήνοντας μια ολόκληρη ζωή
λέξεις στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί;}

Η χρήση της λέξης «κοροϊδέψει» στη δεύτερη ανάγνωση, πιάνει από το χέρι και τοποθετεί στη θέση της και τις: «κατανοήσει», «αγκαλιάσει», «βρει», «φιλιώσει με», «εξερευνήσει», «καταλαγιάσει», «εκτονώσει», κ.ο.κ. Υπέροχη χρήση του ρήματος, σε σωστή θέση, στο χείλος του γκρεμού (στίχου), με δυνατότητα αντικατάστασης, ακολουθούμενου από φράσεις («γράφοντας και σβήνοντας», «μια ολόκληρη ζωή», « λευκό χαρτί») με ισχυρή θέση στην τρέχουσα γλώσσα και από μία λέξη («σάβανο»), με ισχυρή παρουσία στο υποσυνείδητο. Έξοχη στροφή, ποιητικά, μεταφορικά και κυριολεκτικά.

Η θεματική του βιβλίου ευρεία, με επικέντρωση στην ιστορία, στα βιβλία, στο παρελθόν, τη μοίρα, το περιβάλλον (αστικό, ιστορικά συγκυριακό, κοινωνικό, θρησκευτικό, κ.α.), τον θάνατο, σε μεγάλες μορφές της παγκόσμιας σκηνής (Σίβυλλα, αυτοκράτορας Θεοδόσιος, Sun Tzu, Ανδρέας Κάλβος, Καβάφης), πόλεις που τον σημάδεψαν (Έφεσος, Πόλη, Θεσσαλονίκη).
Αρκετά ποιήματα καταπιάνονται με το ζήτημα της γραφής της ποίησης, της σχέσης της με τους ποιητές (ενν. και ποιήτριες στο εξής, αυτονόητο άλλωστε) και με τις λέξεις. Έχουν ειπωθεί πάρα πολλά, θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα, κρατάω εδώ μόνο τη ρήση του Δ.Σ. για τον ποιητή:

{στο άγνωστο νησί που τώρα ζει
δεν νοσταλγεί του κόσμου τη βοή
γιατί έχει τις λέξεις του μαζί του}.

Η μοναξιά, η απομόνωση (θυμίζω εδώ και τη γνωστή φράση του ποιητή John Donne (1572-1631): “No man is an island”), οδηγεί σε οργασμική «σύλληψη» και ακόμη περισσότερο οργασμική γέννηση λέξεων, οι οποίες σπάζοντας πλέον τη μοναξιά, κρατούν συντροφιά στον ποιητή. Διορθώνω: τον κρατούν στη ζωή. Τώρα για τα όσα υπονοεί μέσα από το μεγαλείο της γλώσσας μας μια τόση δα λεξούλα, η κτητική αντωνυμία «του», οι «λέξεις του», ενδεικτικά αναφέρω τα ενδεχόμενα: της μόνης περιουσίας του, της αυτοαναφορικότητας, των εργαλείων, του εγωκεντρισμού, της (ψευδ;)αίσθησης ασφάλειας, του υποκατάστατου, της εγωπάθειας, του alter ego του, του καταφυγίου του (κατά μέγα Καρυωτάκη) όπου και «το μόνο της ζωής του ταξείδιον» (κατά τον μέγα Βιζυηνό), κλπ.

Ίσως να είναι το πεπρωμένο των ποιητών. Όσο για το πεπρωμένο των άλλων, ή και όλων, αφού και οι ποιητές είναι κύτταρα ολοζώντανα του κορμιού της κοινωνίας,

{κανείς δεν μπόρεσε από το πεπρωμένο
να ξεφύγει˙ αυτό δεν λιγοστεύει
της ζωής την ομορφιά
και του θανάτου την οδύνη}.

Μπορεί η ομορφιά της ζωής να μη λιγοστεύει, αλλά για να τη νιώσεις χρειάζεται να σταθείς, να μην την προσπερνάς, να μην αφήνεσαι στη ροή του σύγχρονου τρόπου ζωής και του συνακόλουθου ρυθμού του, αλλά πεισματικά να αντι-σταθείς, να αρχίσει να ρέει ο δικός σου χρόνος εντός. Να μετατραπείς εσύ σε μια μη επισκευάσιμη διαρροή των υδραυλικών, που κατασκευάζονται πλέον με σωληνώσεις πολυπροπυλενίου τελευταίας τεχνολογίας, μέσα στις οποίες προσπαθούν να σε διοχετεύσουν, υπό ελεγχόμενη πίεση, ροή, θερμοκρασία, εκμετάλλευση και έξοδο φυσικά. Η αρχή γίνεται όταν (αν) κάποια στιγμή, από το πουθενά, όπως η έμπνευση, έρθει η αφύπνιση:

{παράξενο που τόσα χρόνια
πάντα στην ίδια αυτή διαδρομή
δεν είχες δει ούτε τα δέντρα, ούτε τα βουνά
παράξενο που όλο έτρεχες για να προλάβεις
σαν μια σκηνή από ταινία σε επανάληψη}.

Τότε μπορεί να σταματήσεις το τρέξιμο και τη σπατάλη δυνάμεων και χρόνου. Παρατηρείς. Αφήνεσαι. Ζεις. Μετά αποφασίζεις για το πώς θα πορευτείς. Ο Δ.Σ. έχει τη δική του πρόταση, ένα αψεγάδιαστο κατά τη γνώμη μου ταφικό επίγραμμα:

{αγωνίσου με όλες σου τις δυνάμεις για την ήττα
και κάνε τους να πιστέψουν ότι πάλεψες για τη νίκη}.

Αυτόματη η σύνδεση με μια σκέψη της Ελένης Γκίκα από το τελευταίο της βιβλίο [3]:

«Έπαιξα κι έχασα. Μπορεί και να ήμουν, όμως, ήδη χαμένη. Μεγάλο το κέρδος κι εγώ μόνο αυτό ήθελα κάποτε, να καταλάβω. Γι αυτό έχω ακόμα να χάσω πολλά».

Εμφανείς δια γυμνού οφθαλμού οι Καβαφικές επιρροές και οι καθόλα έντιμες τροπικές συμπορεύσεις μαζί τους (όπως λ.χ. και στα ποιήματα “ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΝΗΣΙ”, “ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ,390 μ.Χ.”, “Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ”, “ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ (591 μ.Χ.)”, “ΘΕΑΤΡΟ”, “ΣΚΛΗΡΗ ΚΡΙΤΙΚΗ”, “Ο ΠΡΙΝ ΒΕΒΗΛΟΣ ΤΡΟΠΟΣ”):

{φεύγουν μακριά κι όταν γυρίζουν
δεν είναι οι ίδιοι και κανείς
δεν τους αναγνωρίζει μες στα ξένα ρούχα,
τους ξένους τρόπους, την παράξενη φωνή}

με νοηματικές συμπορεύσεις και με άλλους ποιητικούς πρωταγωνιστές, όπως λ.χ. με τους ευγενικούς ξένους της οδού Καραολή, της Χλόης Κουτσουμπέλη [4], οι οποίοι:

«περπατούν αθόρυβα
δεν ενοχλούν κανέναν /…/
σαν κάποιοι απ’ αυτούς
λίγο να με αγάπησαν
μα ξέχασαν το πότε και το πώς».

Όταν ο κοντινότερος σε μας άνθρωπος φύγει μακριά, χωρίς επιστροφή, από αγαπημένος γίνεται ξένος, ο χρόνος μετριέται αλλιώς και η αγάπη από αμόνι που άντεχε κάθε χτύπημα, γίνεται σφυρί που ξεσπάει σπάζοντας:

{από τότε που μια μέρα του χειμώνα
ξαφνικά σταμάτησες να με λατρεύεις
υπάρχω μόνο στο βλέμμα εκείνων
που αντικρίζοντας σπασμένα κομμάτια
αντιλαμβάνονται το σχήμα μου}.

Πώς από τα σπασμένα κομμάτια, από τα τμήματα μιας ποιητικής συλλογής να έχεις επαρκή αντίληψη για το όλον σχήμα; Μελετώντας τα ξανά και ξανά, ώστε να πάψουν να είναι ξένα.
Από τα τριάντα συνολικά ποιήματα-κείμενα της συλλογής, τα δεκαοκτώ πρώτα είναι ποιήματα ελεύθερου στίχου με ελάχιστη έως αόρατη ομοιοκαταληξία, γραμμένα με τον καθαρόαιμο της ποίησης τρόπο, στίχο-στίχο. Καθ’ όλα ποιήματα, καθόλου επιτηδευμένα.
Ήταν καιρός ο Δ.Σ., πέρα από τη μακρόχρονη και άκρως επιτυχημένη ενασχόλησή του –με ανάλογη βιβλιογραφική παρουσία– με το δοκίμιο και τη λογοτεχνική κριτική αλλά και τη συμμετοχή με ποιήματά του είτε σε έργα συλλογικά είτε σε διάφορα περιοδικά, να εκδώσει αυτόνομα το πρώτο του βιβλίο ποίησης.

Τα επόμενα δώδεκα μπορεί να θεωρηθούν με την ευρεία έννοια πεζόμορφα ποιήματα, κι αυτό γιατί δεν υπάρχουν γενικά αποδεκτοί κανόνες που να ορίζουν τι θα κατατάσσεται ως ποίημα και τι ως μικρο-ιστορία, ιστορία μπονζάι, αφήγημα-διήγημα αστραπή κλπ. Πώς να οριστεί η ποίηση, αφού η ίδια της η ύπαρξη κείται έξω από ορισμούς, περιορισμούς και συνταγές; Μπορεί σήμερα οι λεγόμενες «δημιουργικές γραφές» να έχουν τις δικές τους απόψεις, όμως ο χρόνος θα δείξει τι θα μείνει και πώς. Το αν ένα κείμενο είναι ποίημα ή όχι, είναι πια προσωπική υπόθεση του καθενός. Η δική μου θέση είναι ότι από τα δώδεκα τελευταία κείμενα του βιβλίου, πεζόμορφα σαφώς ποιήματα είναι τα: Ο ΠΡΙΝ ΒΕΒΗΛΟΣ ΤΟΠΟΣ, ΒΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΒΙΟΣ, το δεύτερο ήμισυ του ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ, ΛΙΣΤΑ ΟΝΟΜΑΤΩΝ. Τα υπόλοιπα τα θεωρώ μικρο-ιστορίες (micro-story), οι οποίες όμως παρόλο που κατά τη γνώμη μου δεν είναι καθόλου ποιήματα, επειδή έχουν ενσωματωμένη την ποιητική πρόθεση και προέλευση, καλώς έχουν θέση στο βιβλίο γιατί άσχετα με το πώς θα τις (τα) χαρακτηρίσει κανείς, άσχετα με το αν κάποιος θα νιώσει ή δεν θα νιώσει μουσικότητα, ρυθμό, δόνηση, παλμό, γλώσσας εγρήγορση-εξέλιξη-τιμή, πύκνωση, ροή, και όλα της ποίησης τα μοναδικά,
(α)έχουν σημαντικά να πουν
(β)είναι ολοκληρωμένα
(γ)νοηματικά, υφολογικά, εκφραστικά δένουν αρμονικότατα με το όλον
(δ)αντί να οδηγηθούν σε μια τεχνητή στιχόμορφη παρουσίαση στο χαρτί, αφήνονται με σεβασμό και εντιμότητα λεύτερα και αναλλοίωτα να κατοπτρίσουν την ψυχή του ποιητή ή της έμπνευσης τη θέληση
(ε)δεν έχουν σημασία οι ετικέτες όταν ένα κείμενο είναι λογοτεχνικά άρτιο γιατί αδιάφορα από την –πάντοτε εκ των υστέρων– κατάταξή του, σημασία έχει το αν μιλάει ή όχι στην καρδιά του αναγνώστη, κάτι που εδώ γίνεται όχι από την πλειονότητά τους, αλλά από όλα.

Τα βιβλία, ίσως να είναι ανοιγοκλείνοντες κατά βούληση τάφοι λέξεων. Τα βιβλιοπωλεία;

{Σε τι διαφέρουν οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων
από τα αρχαία κοιμητήρια;
Κι εδώ κι εκεί νεκροί είναι θαμμένοι.
Κι εδώ κι εκεί ολόκληρες ζωές
στριμώχνονται για να χωρέσουν
στο βιαστικό βλέμμα αδιάφορων περαστικών}.

Περαστικοί άλλωστε είμαστε όλοι από εδώ, κατά τη λαϊκή σοφή ρήση (όσοι ελπίζουν για το αντίθετο, περαστικά τους). Στον χρόνο έχει ανατεθεί ο ρόλος των μέτρων και των σταθμών της διάρκειας αλλά και της ίδιας της έννοιάς της, πώς θα μπορούσε λοιπόν να λείπει από το βιβλίο; Προσωρινός, περαστικός κι αυτός, περι-αστικός ή μη,

{και η ζωή της πόλης συνεχίζεται μέσα από χιλιάδες αντιθέσεις, μέσα από ήχους και σιωπές, μέσα από ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις, μέσα από όνειρα και αγρυπνίες}

όπως και της Ποίησης η ζωή.
Συνεχίζεται. Μέσα από όλα, μέσα σε όλα. Όσο υπάρχουν άνθρωποι.

.

ΝΙΚΟΣ ΤΑΚΟΛΑΣ

FRACTAL Φεβρουάριος 2020

Συμπόρευση ποιητικού λόγου και Ιστορίας

Η κριτική σε έναν έμπειρο κριτικό και δοκιμιογράφο, όπως ο Διονύσης Στεργιούλας, είναι δύσκολη απόπειρα, ιδιαίτερα όταν και η ποίησή του δεν είναι εύκολη. Με αυτήν την πρώτη, επίσημα, ποιητική συλλογή του επιχειρεί μία επιδέξια διάτμηση σε θέματα που τον ενδιαφέρουν. Η Ιστορία, η Θεσσαλονίκη («Χρονολόγιο Θεσσαλονίκης»), το απέραντο βασίλειο των λέξεων, ο πόλεμος και η ειρήνη, το θέατρο, η αιώνια φύση («Θα είναι πάντα εκεί»), το τραχύ πεπρωμένο, η προδοσία («Το δέντρο και το τσεκούρι»), οι στρεβλωμένες αλήθειες και η αποκατάστασή τους, η ζωντανή αρχαιότητα, οι ισχυρές προσωπικότητες του λόγου («Ανδρέας Κάλβος»), οι πάντα παρόντες νεκροί και ο θάνατος είναι από τα αγαπημένα του θέματα. Ευδιάκριτες οι καβαφικές επιρροές, καθώς και οι επιδράσεις από τους ποιητές της Θεσσαλονίκης.

Αν και πρόκειται για την πρώτη ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα, η κεκτημένη παιδεία τού δίνει άνεση γραφής και ευχέρεια στον χειρισμό των ποιητικών εννοιών. Έχει άλλωστε παρουσιάσει πολλές φορές ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ωστόσο, απέναντι στην απρόσιτη ουτοπία των ποιητών διαφοροποιείται και επιλέγει την ευτοπία μιας συγκροτημένης θεώρησης πραγμάτων και την αποποίηση της διαρκούς ήττας. Αυτό δηλώνεται π.χ. με την επαναληπτική αναφορά στην ευθύνη των ατόμων για την τύχη τους («Θεοδόσιος, 390 μ.Χ.», «Πήγαινες στη δουλειά»). Έτσι το λογοτεχνικό υποκείμενο διαγράφεται στο βιβλίο αδρό και σύγχρονο, διαμορφώνοντας την ποιητική αφήγηση σε ενιαίο και εν τέλει αισιόδοξο κόσμο λόγου.

Οι λέξεις και τα βιβλία (ιδίως τα σπάνια) μοιάζουν να είναι περισσότερο από το μισό σύμπαν του ποιητή («Μόνο για τα βιβλία»). Έχει κανείς την αίσθηση πως ο Δ.Σ. αντιμετωπίζει σαν βιβλία ακόμη και ανθρώπους όταν τους περιγράφει, αφού η νόηση αποτελείται από λέξεις και νοήματα. Πολύ σημαντικές είναι και οι ιστορικές λεπτομέρειες που τον συνεγείρουν, ιδιαίτερα όταν έχουν τη σφραγίδα του ασυνήθιστου ή του αποσιωπημένου, όπως ακριβώς τον γεωλόγο τον προσελκύουν οι κρυμμένες σπάνιες γαίες. Ο Στεργιούλας γνωρίζει πως έντεχνος λόγος και Ιστορία συμπορεύονται στον χρόνο και μπορούν να δημιουργήσουν ισχυρή διακριτή «μορφή», κάτι το οποίο και αναδεικνύει με επιτυχία. Και μέσα σε αυτήν την μορφή συμπλέουν κοινωνικές διεργασίες και ατομικές πραγματικότητες.

Φανερή είναι η αγάπη του για τη γνώση, το προσωπικό μυστικό, τον χαμηλό φιλοσοφημένο τόνο και ξανά για τα βιβλία, αυτό το πολύπτυχο διαβατήριο για άλλους χώρους και καινούρια συναισθήματα. Στο θαυμάσιο ποίημα «Σίβυλλα» ο ποιητής μιλά για το κρυπτικό μήνυμα του ποιήματος – ως χρησμού και ελευθεριότητας νοήματος. Μία αύρα απομονωτισμού και ατομικής κάθαρσης από τα καθημερινά υποφύεται σε κάποια ποιήματα («Κρύφτηκε στη σιωπή»). Ανάμεσα στους στίχους υποπτευόμαστε τον ποιητή να κρύβει προσωπικές αξίες της ζωής του, καημούς και προβληματισμούς, σε ένα παιγνίδι με τον έμπειρο αναγνώστη.

Η φιλία είναι μια άλλη διακριτή συνιστώσα της ποίησής του, βασικός μορφότυπος για έκφραση-περιγραφή ισχυρών σχέσεων των ανθρώπων. Ευδιάκριτη είναι επίσης η βάσανος της έμπνευσης και της απανωτής ακύρωσης σκέψεων στη μάχη με το άγραφο χαρτί («Το δικό του σάβανο»). Η ποιητική του κοινωνία περιλαμβάνει ζώντες, τεθνεώτες, μυθικά πρόσωπα, παράξενα όντα και ιστορικές προσωπικότητες. Οι επιτύμβιες στήλες και τα αγάλματα εισάγουν στα ποιήματά του την αιωνιότητα και το άχρονο.
Τη μικρή συλλογή ποιημάτων κοσμούν πανέμορφες μεταφορές, οξείες κρίσεις, απρόσμενα μηνύματα και μια βαθιά κοινωνικότητα. Το ερωτικό στοιχείο υπορρέει μύχια και διακριτικά. Το μαύρο εξώφυλλο προσκαλεί στην προσέγγιση της ποίησης από το μηδέν, απ’ το άπλαστο, και ο παιγνιώδης φαινομενικά τίτλος Καθόλου ποιήματα κινείται ανάμεσα στο καθόλου-διόλου και το εφ΄ όλου-πλήρως.

Η συλλογή διαπερνά με επιλεκτικό τρόπο θέματα της ζωής αναλύοντας, σχολιάζοντας ποιητικά και κρίνοντας τον πρωταγωνιστή άνθρωπο ικανό για το καλό και το κακό, κύριο υπεύθυνο και αρμοστή της μοίρας του. Διαλέγουμε για τέλος μια χαρούμενη νότα από το ποίημα «Βίος θάνατος βίος»: «Και η ζωή της πόλης συνεχίζεται μέσα από χιλιάδες αντιθέσεις, μέσα από ήχους και σιωπές, μέσα από ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις, μέσα από όνειρα και αγρυπνίες».

.

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΤΖΕΛΟΣ

FRACTAL Σεπτέμβριος 2019

Η «δυσοίωνη κυκλικότητα» στην ποίηση του Διονύση Στεργιούλα

Είχα την τύχη να πέσει στα χέρια μου η πρώτη ποιητική συλλογή του Διονύση Στεργιούλα. Με εξέπληξε ευχάριστα. Με γραφή σχεδόν πεζολογική, με πυκνό και σθεναρό προσωπικό ύφος, γίνεται αντιληπτό με την πρώτη ματιά ότι ο ποιητής προσέχει ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια.
Ο αντιποιητικός τίτλος «Καθόλου ποιήματα», με χρώμα λευκό πάνω σε μαύρο φόντο, λειτουργεί από την αρχή ως αντικλείδι, για να ανοίξουμε τον νοηματικό πυρήνα της συλλογής. Προφανώς και θέλει να δηλώσει την εναντίωση στον λυρισμό και στον φλύαρο λόγο. Είναι ένας τίτλος που προσπαθεί να απομυθοποιήσει το ποίημα, ως μη υφιστάμενο. Φαινομενικά αντιστρατεύεται την ίδια την ποίηση, μέσω της αναίρεσης και της εναντίωσης, ενώ στην ουσία επιδιώκει να την αναζωογονήσει και να την εμπλουτίσει. Προχωρώντας πιο βαθιά και ακολουθώντας τη συνειρμική σκέψη, ο αναγνώστης θα διακρίνει την αντιφατική ανθρώπινη φύση, όπου παλεύει το φως με το σκοτάδι, η φθορά με την ανυπαρξία και τον θάνατο.
Το μαύρο χρώμα στο εξώφυλλο δίνει κομψότητα στο βιβλίο και δύναμη. Παραπέμπει στο μυστήριο του θανάτου και στον φόβο για το άγνωστο. Δημιουργεί την αίσθηση της προοπτικής και του βάθους. Ας μου επιτρέψει ο ποιητής να του κλέψω μία ιδέα και να πω ότι μου φέρνει στο νου πράγματι επιτύμβια στήλη (σελ. 28), όπου το μυστικό εντέχνως αποσιωπάται. Μπορούμε όμως μέσα από τον τίτλο, που λειτουργεί σαν μία δέσμη φωτός, να εισχωρήσουμε βαθιά μες στο σκοτάδι και να το ανακαλύψουμε.
Όπως στο εξώφυλλο, έτσι και στα ποιήματά του δίνει ειδική προσοχή και δουλεύει με λεπτότητα τον κάθε στίχο. Αυτό που θέλει να δηλώσει, το διατυπώνει με σαφήνεια και ρεαλισμό. Μορφή και περιεχόμενο συμβαδίζουν απόλυτα και δίνουν μία πυκνή ποίηση, λιτή και συχνά πεζολογική. Ποίηση που ακουμπά πάνω σε βάση γνωστική και διανοητική. Ο ποιητής έχει ανοίξει τα παράθυρα προς τον εσωτερικό χώρο και διεισδύει σε μύχιες ψυχικές καταστάσεις. Νοησιαρχική και όχι περιγραφική, απαλλαγμένη από λυρικές εξάρσεις και στοιχεία αυθορμητισμού, φαίνεται να πηγάζει από τα ιστορικά γεγονότα και από τα νοήματα και όχι από τα αισθήματα και τις λέξεις που φορτίζουν συναισθηματικά. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συναισθήματα στον ποιητή. Το αντίθετο συμβαίνει.Υπάρχουν και είναι τόσο βαθιά, που μέσα από τη σιωπή και μέσα από τον βαθυστόχαστο λόγο αναδύονται και αναπλάθονται.
Ο ποιητής, ακροβολισμένος πάνω στη «γραμμή της ιστορίας» κα με το πρόσχημα των ιστορικών γεγονότων, σκηνοθετεί με αντιποιητικό λόγο μία δυσοίωνη κυκλική πραγματικότητα. Παρελθόν, παρόν και μέλλον κινούνται κυκλικά, αλλά και διασταυρώνονται. Τα γεγονότα για τον ίδιο επαναλαμβάνονται και καταλήγουν σε μία τραγική κυκλικότητα.
Για τον ποιητή οι λογαριασμοί με το παρελθόν δεν έχουν κλείσει, αλλά παραμένουν ανοιχτοί. Τα σφάλματα και τα εγκλήματα βαραίνουν πάνω στους ανθρώπους. Κάτι σκοτεινό και μυστήριο υπάρχει και έχει επικαθίσει στη μοίρα του μέλλοντος ως «πεπρωμένο», παραμονεύοντας να σημαδέψει με την κηλιδωμένη σφραγίδα του Ολοκαυτώματος την «ιστορική γραμμή» της Θεσσαλονίκης και της παγκόσμιας κοινωνίας. Ακούγεται ο ήχος του τρένου, ανείπωτων πραγμάτων. Αυτό δηλώνεται ξεκάθαρα στο ποίημα «Χρονολόγιο Θεσσαλονίκης». Χρησιμοποιώντας και επαναλαμβάνοντας την πρόθεση «κατά», εκτός από την κυκλικότητα των γεγονότων, δίνει και μία βιβλική διάσταση της επερχόμενης καταστροφής, παρ’ όλο που εκφράζουν οι πάντες τη βεβαιότητα ότι τίποτα δεν θα συμβεί. Το συγκεκριμένο ποίημα λειτουργεί και ως επεξηγηματική πρόταση, αφού ξεκλειδώνει το ποίημα «Θεοδόσιος, 390 μ.Χ.». Εδώ συνειδητά ο δημιουργός γίνεται μύστης και μυσταγωγός και μιλά αρχικά σε πρώτο πρόσωπο, ώστε να έχει αμεσότητα ο λόγος του, και κατόπιν σε τρίτο πρόσωπο, όπου παίρνει οικουμενική διάσταση: «Κι ήθελα να τους πω: Προσέξτε…». Η λέξη «Προσέξτε» λειτουργεί εδώ ως επίκληση και παράκληση στους ανυποψίαστους πολίτες, τους οποίους προσπαθεί να μυήσει στο μυστήριο, ενώ για τον ίδιο ως εξαγνισμός.
Βαθυστόχαστη ποίηση, όπου το ιστορικό παρελθόν, η μοναστική ζωή, ο θάνατος, τα βιβλία και ενίοτε αντικείμενα καθημερινής χρήσης (π.χ. κινητό τηλέφωνο) γίνονται πηγές της ποιητικής έμπνευσης. Ρεαλισμός, σκεπτικισμός και εκφραστική λιτότητα τα κύρια χαρακτηριστικά της.
Ο ποιητής δεν αφήνει την έμπνευση και τις λέξεις να τον κυβερνήσουν, αλλά μεταπλάθει τα πάντα σε πυκνό και βαθυστόχαστο ποιητικό λόγο, δίνοντας ποιήματα υψηλής αισθητικής απόλαυσης. Απουσιάζει η ρητορική επιτήδευση και ο στίχος έχει την ευλυγισία της προφορικής ομιλίας. Εξαίρεση αποτελεί το ποίημα «Για έναν κήπο», όπου ο ποιητής εντυπωσιάζεται από τη φύση, παρασύρεται από το συναίσθημα και με έντονες λυρικές εξάρσεις προσπαθεί να συγκινήσει τον αναγνώστη. Λειτουργεί περιγραφικά, με τη λεκτική επιφάνεια, και από τις λέξεις απουσιάζουν η αμφισημία και το νοηματικό υπόστρωμα που θα δώσει το έναυσμα για πνευματικές διεργασίες και αντιδράσεις. Ακολουθεί την παραδοσιακή μορφή, προσδίδοντας έναν σχετικό ρυθμό και ομοιοκαταληξία στις τελευταίες στροφές. Έτσι έρχεται σε πλήρη αντίθεση και με τον τίτλο της ποιητικής συλλογής, αλλά και με το ύφος της, που είναι πυκνό σε νοήματα και σχεδόν πεζολογικό.

Δεν ξέρω αν έχει γίνει ηθελημένα για να λειτουργήσει ως αντίβαρο έναντι των άλλων ποιημάτων, εκτονώνοντας τον αναγνώστη από την ένταση των σκέψεων και των συναισθημάτων, καθότι ο ποιητής δείχνει να μην αφήνει τίποτα στην τύχη. Τιθασεύει την έμπνευση και τη φαντασία, χαλιναγωγεί το συναίσθημα και τη στοχαστική διάθεση, δεν κουράζει τον αναγνώστη με δυσνόητα στοχαστικά νοήματα και τα δημιουργήματά του είναι έργα αισθητικά ολοκληρωμένα. Με πρόσχημα το ιστορικό γεγονός και με ώριμη ιστορική συνείδηση εξηγεί διαχρονικά την ανθρώπινη ιδιοτέλεια και απερισκεψία με γνήσιο ποιητικό ρεαλισμό. Η ποίησή του είναι επηρεασμένη από τον αλεξανδρινό Κ. Π. Καβάφη. Το ιστορικό γεγονός ως πρόσχημα, το ύφος και η πεζολογική διάθεση, η επιμονή στην επεξεργασία του στίχου και οι τίτλοι κάποιων ποιημάτων παραπέμπουν ευθέως στον Καβάφη. Επίσης και οι δύο ποιητές εισχωρούν από τη ρωγμή των ιστορικών γεγονότων και μετατρέπουν το μερικό και τοπικό σε καθολικό. Χρειάζεται να ανατρέξεις στη γραμματολογική πηγή για να πάρεις τις σχετικές πληροφορίες, που θα σε βοηθήσουν να κατανοήσεις το ποίημα. Όμως στον Κ. Π. Καβάφη τα γεγονότα κατά βάση είναι «πλασματικά», «ιστορικοφανή» και χρονικά αποστασιοποιημένα από την εποχή του, σε αντίθεση με την ποίηση του Δ. Στεργιούλα, όπου τα περισσότερα γεγονότα είναι αντικειμενικά και διαδραματίζονται στην σύγχρονη εποχή.
Ως προς τον νοηματικό της πυρήνα η συλλογή του Δ. Σ. μου θυμίζει και το ποιητικό έργο του Γιώργου Θέμελη, αφού η επαναληπτικότητα και η αέναη δυσοίωνη κυκλικότητα έχουν τον πρώτο λόγο. Επίσης η τραγικότητα της μοίρας του ανθρώπου, που επαναλαμβάνεται ως «πεπρωμένο», καθώς και το ότι χρειάζονται κάποιες ειδικές γνώσεις για να απολαύσεις το ποίημα, είναι και στοιχεία της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη. Θεωρώ, χωρίς να είμαι σίγουρος, ότι αυτοί οι ποιητές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ποίησή του.
Ανέφερα παραπάνω ότι ο Διονύσης Στεργιούλας δουλεύει με επιμονή το κάθε του ποίημα, από την αρχή μέχρι και τον τελευταίο στίχο. Με τον τίτλο πολλές φορές αποκαλύπτει τη γραμματολογική πηγή και μας δίνει το κλειδί, ώστε να ανοίξουμε κι εμείς περισσότερο το ποίημα και μέσα από το μικροϊστορικό γεγονός να οδηγηθούμε στην παγκόσμια, «καθολική» πραγματικότητα, όπου πράξεις και γεγονότα έχουν μια αέναη και δυσοίωνη κυκλικότητα. Ένα σκηνικό στημένο πάνω στις εμπειρίες και τα γεγονότα της ανθρώπινης Ιστορίας, όπου παίζεται ένα δράμα. Τούτο το δράμα παρουσιάζεται από τον ποιητή –ο οποίος άλλοτε είναι θεατής και άλλοτε πρωταγωνιστής– ως νομοτελειακό γεγονός, ως «πεπρωμένο». Η επαναληπτικότητα και τραγικότητα, η αέναη πάλη φωτός-σκοταδιού, καλού και κακού, φθοράς και θανάτου είναι τα μέρη του δράματος.
Έχει εισχωρήσει βαθύτατα ο ποιητής στην ανθρώπινη αντιφατική φύση και στον ψυχικό διπολισμό, όπου ο άγγελος-άνθρωπος μεταπλάθεται σε διάβολο και θέλγεται από την ίδια την αυτοκαταστροφή του. Ιστορικό παρελθόν, παρόν και μέλλον κινούνται κυκλικά, αλλά και διασταυρώνονται πάνω στην τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας. Η κοσμοθεώρηση αυτή, ως στοχαστικός διδακτισμός και ως «προφητική» διάθεση, δεν έχει σκοπό να παγιώσει σκοτεινές αντιλήψεις και καταστάσεις, αλλά να απογυμνώσει την ψυχή του αναγνώστη από τις αυταπάτες, και να κατανοήσει τον αντίκτυπο των πράξεών του. Να οδηγηθεί «ενώπιος ενωπίω» με τον εαυτό του.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ

BOOKPRESS 18/7/2019

Είδα το παρελθόν να επιστρέφει

Ο αείμνηστος καθηγητής του Α.Π.Θ. Πάνος Μουλλάς, είχε κάποτε αποκαλύψει σε άτομα του στενού του κύκλου πως «η Ιστορία είναι πολύ σπουδαίο πράγμα για να την εμπιστευτεί κάποιος στους ιστορικούς». Φράση που φανερώνει περίτρανα απ’ τη μια τη μεγάλη του αγάπη για την Ιστορία, από την άλλη την πεποίθησή του πως αυτή είναι πιο ενδιαφέρουσα, αντικειμενική και, κατά κάποιο τρόπο γοητευτική, όταν είναι ενταγμένη –είτε ως αφήγηση ιστορικών γεγονότων είτε ως μικροϊστορία ομάδων ή ατόμων– στη λογοτεχνία.

Ο ποιητής Διονύσης Στεργιούλας

Ο συγγραφέας Διονύσης Στεργιούλας γνωρίζοντας καλά αυτή τη γόνιμη διαπλοκή της λογοτεχνίας –εν προκειμένω της ποίησης– με την Ιστορία, κυρίως μέσα από τα ιστορικά ή ψευδοϊστορικά ποιήματα του Καβάφη, έχει συμπεριλάβει στη συλλογή του Καθόλου ποιήματα αρκετά ποιήματα παρόμοιας στόχευσης και κατεύθυνσης. Γράφει δηλαδή ποιήματα, στα οποία κάποια πραγματικά ή φανταστικά ιστορικά πρόσωπα ή γενικά κάποια επίπλαστα ή αληθινά γεγονότα δεσπόζουν στους στίχους του, όχι τόσο για την καταγραφή και την επικύρωση των γεγονότων αυτών καθ’ εαυτών, όσο για την επαναφορά τους στην εποχή μας, με απώτερο στόχο να αποτελέσουν την αιτία φιλοσοφικής ενατένισης και την πηγή ενός ιδιότυπου στοχασμού.

Αντιγράφω από τη σελίδα 15 του βιβλίου το ποίημα «Θεοδόσιος, 390 μ.Χ.»

Όσο ζουν άνθρωποι σ’ αυτήν την πόλη / θα επανέρχεται στη σκέψη τους / το αίμα που ένα μεσημέρι / χύθηκε στις μαρμάρινες κερκίδες. / Χτες το πρωί ένα τυχαίο γεγονός / μ’ έφερε στην πλατεία Ιπποδρομίου. / Κοιτώντας τους περαστικούς / που βιαστικά πήγαιναν στις δουλειές τους / είδα το παρελθόν να επιστρέφει / κι ήθελα να τους πω: «Προσέξτε, / δεν είναι όπως τη φαντάζεστε η ζωή / μέσα στο φως ένα σκοτάδι ανθίζει / το χέρι που θα μας θερίσει έχει οπλιστεί».

Ωστόσο τα ποιήματα της συλλογής δεν βασίζονται αποκλειστικά σε ιστορικά γεγονότα ή ιστορικές προσωπικότητες. Η Σίβυλλα, ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, η τέχνη του πολέμου, η θάλασσα, ανώνυμοι γέροντες και προσκυνητές, παράξενοι αναχωρητές της ζωής, οι αδηφάγες λέξεις και ο παιδεμός της γραφής και η αντιπαράθεση του θεάτρου με την πραγματική ζωή, είναι μερικά μόνο από τα θέματα-κλειδιά ή, καλύτερα, τα θέματα-σπινθήρες που, με την ανάφλεξή τους στο ποιητικό εργαστήρι, μεταποιούνται σε στίχους και σε ποιήματα.

Ο Διονύσης Στεργιούλας παράλληλα, έχει δεχτεί έντονη επίδραση στην ποιητική γραφή του και από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο (ιδίως από τα πεζόμορφα πατριωτικά του ποιήματα), για τον οποίον τύπωσε στο παρελθόν, βιβλίο με δύο συνεντεύξεις του για τον Διονύσιο Σολωμό (Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό – δύο συνεντεύξεις, εκδ. Οδός Πανός). Έτσι, θα μπορούσε να ενταχθεί, έστω μέσα από αυτό το πρώτο ποιητικό του βιβλίο, μεταξύ των ποιητών που πρόσφεραν και κινήθηκαν δημιουργικά στον απόηχο της τάσης της Διαγωνίου. Ποιήματα εξομολογητικά, κουβεντιαστά, πεζόμορφα, απλά αλλά όχι απλοϊκά, δίχως εξεζητημένο λεξιλόγιο ή περιττά λεκτικά στολίδια, με έναν εσωτερικό ρυθμό να τα διέπει, όπου, συχνά, από ένα ασήμαντο, καθημερινό συμβάν, από μια εικόνα, μια πληροφορία ή από μια γόνιμη σκέψη, προκύπτει η ποιητική ιδέα. Αντιγράφω από τη σελίδα 39 το ποίημα «Λίστα ονομάτων»

Όταν πέθανε ένας καλός μου φίλος, δίστασα να σβήσω το όνομά του από το κινητό μου τηλέφωνο. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, τα ονόματα αυτών που έφυγαν έχουν αυξηθεί. Κάθε φορά που ψάχνω στη συσκευή έναν αριθμό, νιώθω ότι περνώ ανάμεσα από τάφους.

Στην περίπτωση του Στεργιούλα ίσως και να προκαλεί εντύπωση ότι η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοτική του απόπειρα αναφορικά με την ποίηση χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιότητα και ωριμότητα γραφής. Ένας γνώστης, όμως, των πραγμάτων και της λογοτεχνικής πορείας του δεν θα παραξενευτεί. Γιατί ο Στεργιούλας έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει δεκάδες ποιημάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας –κυρίως στην «Οδό Πανός»– αλλά και έχει τυπώσει ποιητικά μονόφυλλα ή δίπτυχα με υψηλή αισθητική ποιότητα, κατά το πρότυπο των μονόφυλλων του Καβάφη ή άλλων σημερινών ακόλουθών του στην ποιητική και καλλιτεχνική του ατραπό, όπως ο ποιητής και εκδότης του «Μπιλιέτου» Βασίλης Δημητράκος.

Η ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου στον σύντομο βίο της –πέθανε από φυματίωση το 1935, σε ηλικία μόλις 25 ετών– ήταν μια νέα κοπέλα, με φυσική ευφυΐα και «μια ωριμότητα δυσανάλογα μεγάλη για την ηλικία της», όπως μας επισημαίνει ο Διονύσης Στεργιούλας, ως δοκιμιογράφος αυτή τη φορά, ο οποίος έγραψε εκτενή εισαγωγή στην ανατύπωση, ύστερα από 87 χρόνια, της μοναδικής ποιητικής συλλογής της ποιήτριας, με τον τίτλο Νύχτες αγρύπνιας. Η Σταθοπούλου –η πρώτη γυναίκα του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου– ήταν αξιοπρόσεκτη ποιήτρια της εποχής της, αφενός για το ταλέντο και την ποιητική της ωριμότητα, αφετέρου για την περήφανη φύση της και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα της. Γράφει σχετικά ο Βαφόπουλος: «Είχε μέσα της το πνεύμα της ανταρσίας ως τα όρια της τρέλλας». Πρόλαβε, όπως μας επισημαίνει ο Στεργιούλας, να επισκεφτεί στη σύντομη ζωή της τον Παλαμά, να συναντήσει τον Μαλακάση, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου και τη Μυρτιώτισσα και συζητούσε με πρόσωπα της παρέας των «Μακεδονικών Ημερών».
Η γραφή της Σταθοπούλου μπορεί με μια πρώτη, επιφανειακή ανάγνωση των ποιημάτων της να φανεί παραδοσιακή και απλή –αυτήν την πρόχειρη εντύπωση επιτείνει και η ύπαρξη της ομοιοκαταληξίας– όμως φαίνεται πως η ποιήτρια έθιξε θέματα τολμηρά και απλησίαστα για την εποχή της. Η χαρά του έρωτα, η μοναξιά, η αποτίναξη των ερωτικών δεσμών, η αγωνία του θανάτου, η πικρή ζωή των φθισικών, ο έκνομος έρωτας, η δύναμη της μουσικής, και η μεταβολή των καιρικών φαινομένων σε αντιπαράθεση με τις αλλαγές της ζωής κυριαρχούν ως ποιητικές ιδέες σε πολλά της ποιήματα. Η επίδραση από την ποίηση του Καρυωτάκη είναι εμφανής στους στίχους της, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να εικάσουμε πως δεν απέκτησε ολότελα δική της φωνή. Ήταν ένα ποιητικό ταλέντο που, πιθανότατα, να εξελισσόταν σε σημαντική ποιήτρια, αν η ζωή της δεν ήταν τόσο σύντομη. Επιπροσθέτως, έναν δημιουργό θα πρέπει πάντα να τον κρίνουμε ενταγμένο στην εποχή του και όχι με τα καλλιτεχνικά στάνταρ και τις απαιτήσεις της εποχής μας.
Ο Στεργιούλας στην αρχή της εισαγωγής του επισημαίνει: «Νύχτες αγρύπνιας μπορούν να θεωρηθούν οι νύχτες που αγωνιούσε για την κατάσταση της υγείας της, οι νύχτες που ταξίδευε με την πένα της και με τη φαντασία της, οι νύχτες που τις περνούσε με τον αγαπημένο της. Σε μία διαφορετική ανάγνωση μπορούμε να δούμε τη νύχτα ως συνώνυμο του θανάτου και την αγρύπνια ως συνώνυμο της ζωής».
Είναι τιμητικό, τόσο για τον ποιητή και εκδότη Γιώργο Χρονά όσο και για τον Διονύση Στεργιούλα, που αποφάσισαν να ασχοληθούν με το μοναδικό ποιητικό βιβλίο αυτής της, κάπως ξεχασμένης σήμερα, όμως τραγικής στη ζωή της, αξιόλογης ποιήτριας. Αντιγράφω από τη σελ. 65 του βιβλίου, το ποίημα «Έκνομη ηδονή», στο οποίο νομίζω είναι εμφανές το ποιητικό εκτόπισμα και η τόλμη τής Σταθοπούλου να μιλήσει για θέματα-ταμπού σε μια εποχή σεμνότυφη, υποκριτική και περιχαρακωμένη.
Μες στην ολέθρια κάμαρη κλεισμένοι
με τα νεύρα μας άρρωστα πολύ,
δινόμαστε στα χάδια μας τρελλοί
από το έκνομο πάθος νικημένοι.
Τραγικών εραστών την ιστορία
οι τέσσαροί της τοίχοι μέσα κλείνουν.
Και ξέρουμε ποια θάναι η τιμωρία
για όσους από τη φύση παρεκκλίνουν.
Δέσμιοι μιας μοιραίας γνωριμίας,
κι οι δυο χωρίς περίσκεψη καμμιά,
λυγίσαμε τα νέα μας κορμιά
στο βάρος μιας τρελλής αδυναμίας.
Της λεπτής ηδονής μύστες μεγάλοι
τη ζωή μας σ’ αυτήν έχουμε δώσει.
Και όμως κανείς δε θα μας δικαιώσει
όταν η τρέλλα θα κτυπήση στο κεφάλι.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.