ΣΤΕΛΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Ο Στέλιος Νικολάου είναι της γενιάς του ’96, με τόπο γέννησης και διαμονής του τη Λεμεσό, ενώ η άλλη μισή καταγωγή του είναι από το χωριό Αργάκι. Εκτός από νομικός και λογοτέχνης, είναι λάτρης της πυγμαχίας και της
κολύμβησης, όμως το τραγούδι παραμένει η μεγάλη του αγάπη μαζί με τη θάλασσα. Επί μηνιαίας βάσης γράφει στο περιοδικό ποικίλης ύλης Ιδεοστρόβιλος, με το ψευδώνυμο Νισολομού.
Αυτοαποκαλείται ιμπρεσιονιστής και νατουραλιστής, έχοντας όμως πάντα γνώμονά του τον ρομαντισμό.

.

.

ΚΥΠΡΙΩΝ ΓΗ ΑΕΝΑΗ
ΚΑΡΠΑΣΙΑ (2022)

ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ

Μες τα στενά δρομάκια σου
και δίπλα απ’ τις βιολέτες,
θα σταματήσω μια στιγμή,
να αρπάξω μια μικρή οσμή
και ίσως ξεχαστώ απ’ του πολέμου το κακό,
τις θύμησες και τούντον μαρασμό.

Δεν το περίμενα πως θα ’σουνα εκεί,
μα έλα που σε είδα,
σε μια γωνιά να κρύβεσαι
και να περηφανεύεσαι
που η πιάτσα σου γέμιζε παιδιά,
που τρέχανε ξέγνοιαστα και ζωηρά.

Προσέχοντας τα μάτια τους,
δεν είδα πονηριά ούτε καθόλου δόλο,
μονάχα αθωότητα, με λίγη περιέργεια,
ποιος είμαι εγώ, πού πάω, τι θέλω εδώ κι εγώ,
Όμως δεν έμεινα εκεί, μονάχα σας καμάρωνα,
μα πριν να δω και να διαβώ, να που κατηφόρισα.

Τις κολόνες των ερειπίων σου κοίταζα,
με κουρασμένα μάτια,
δεν άντεξα στο θέαμα
και το ’βαλα στα πόδια,
τρεχάμενος στη θάλασσα,
για μια ανάσα καθαρή, εκεί, στο περιγιάλι.

Μου ήρθαν όλα κεραυνός,
και ας είχα ήδη μαρασμό
δεν μ’ έφταναν τα ντέρτια.
Μα τότε εκείνον άκουσα,
να μου μιλάει σιγανά,
«περί γοργόνας και τι εστί γοργόνα».

ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Αποκομμένο απ’ όλα σε βρήκα κει,
κρυμμένο καλά στα πέρα.
Μπροστά σου είχες την Άκρα,
μα πίσω μια οροσειρά περήφανη,
που πάντα φρόντιζε να σε φρουρεί.

Τα δάση της Μέλειας και του Ασπρόβικλα,
εκείνα σ’ έχουν καμάρι.
Μαζί με τα κρυφά σου Ιερά
και ό,τι άλλα μυστικά,
κρύβεις καλά ακόμη.

Ας ειν’ καλά οι Σουηδοί,
εμείς, διόλου χαμπάρι.
Κι ας είσαι κόσμημα κρυφό,
σαν ένα πετράδι Ακριτικό,
αυτής της γης το χάδι.

Στεκόμουν στις βουνοπλαγιές σου,
βλέποντας τους μισταρκούς σου.
Ήταν πίσω απ’ τους τσοπάνηδες,
παρέα με κάτι γαϊδουράκια,
που ας ειν’ καλά, ειν’ λεύτερα.

Σκεπτόμενος τη λευτεριά,
αντίκρισα αντάμα.
Μιλιά δεν έχω για να πω,
τα μάτια μου βουρκώσανε
κι ας είμαι ονειροπόλος.

Το Υψαρόβουνο σου σκάψανε,
χωρίς καν να ρωτήσουν.
Ποιοι να ’ναι και γιατί,
γιατί να θέλουν να πληγωθεί,
η ομορφιά σου μα κι εσύ;

Τα χώματά σου μας φροντίσανε,
σαν αυτής της νήσου μια μικρή πνοή.
Αλλά ποιος φταίει για τα άλλα; Ίσως κανείς,
σ’ αυτή τη λήθη την πικρή,
που τάχα κανείς δεν αγνοεί.

ΒΑΣΙΛΙ ΚΑΡΠΑΣΙΑΣ

Χαμένο μες την Καρπασία
και δίπλα από τη θάλασσα,
εκεί σε κάποια Λούματα,
παρέα με μια εκκλησιά,
Άη Βασίλη βασιλιά,
που φανερώνει τα καλά,
μα κρύβει πάντα κι άλλα.

Κάπου στα περίχωρα,
στης Μαζερής τους τόπους,
έχεις και κάποιους τάφους,
που δεν λες σε ποιους ανήκανε
ή πού ’ναι τα προικιά τους,
σ’ αυτή τη γη που έχασε,
αυτά και τα παιδιά σου.

Ένα χωριό Ελληνικό,
ένα με το Λεονάρισσο,
αλλά με χίλια ερείπια,
που τι να μπορούν να πουν κι αυτά,
τι να μου πουν κι εμένα,
σ’ αυτή τη γλώσσα την Αγιολική,
που πια δεν ακούει κανένας.

ΓΕΡΑΝΙ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Χωρώ μικρό και σθεναρό,
στα σύνορα των δύο μεγάλων,
της Μεσαρκάς και Μασαιρκώνας,
με φόντο την Καντάρα,
και βόρεια απ’ τη θάλασσα,
του Μπογαζιού τη μάνα.

Ήρεμο και φιλήσυχο,
με τα μικρά λοφάκια
και τους πολλούς τους κάμπους,
που οι ανθρώποι σου σκαλίζανε,
φροντίζοντάς τα από το χάραμα,
μ’ ένα μεράκι και μια χαρά.

Πάντοτε λάτρευες τη λευτεριά,
πολέμησες γι’ αυτήν·
και μαζί με τα εκκλησάκια σου,
δίνατε μια ψυχή,
που τώρα ίσα π’ αντηχεί,
σ’ αυτή τη γη την ξένη.

Κόψανε τα δέντρα σου
κι ερήμωσαν τις εκκλησιές σου,
πίκρανε κι ο Γεροπόταμος
κι αλλάξανε την ανθρωπιά σου
και το μεράκι το λιτό,
που θρέφαν τα παιδιά σου.

Σαν κάποιους Μοναχούς,
τότε στην Καντάρα,
τώρα περνάς μαρτύριο·
μα ένα ξέρω και θα σ’ το πω,
πως όλος αυτός ο μαρασμός,
κάποτε θα ’χει τελειωμό.

ΔΑΥΛΟΣ

Σαν μισοκαμένο ξύλο,
που φλέγεται αργά,
έτσι σε βγάλανε και σένα,
όσοι ήρθαν απ’ τα Τζιονιά,
σεβόμενοι τη φύση σου
και τα μικρά Ιερά σου.

Κάτω απ’ την Καβαλλαρόπετρα
και κάτω απ’ την Καντάρα,
κάτω από τα δάση της,
που μοιάζουν πράσινα μα και πυκνά,
γεμίζοντας εκείνη την οροσειρά,
με πλούσια στολίδια.

Κάπου βαθιά στο δάσος,
ειν’ ένα εκκλησάκι,
του Άη Νικόλα το καμάρι
μα τώρα μόνο στέκει,
ερείπια απ’ το παρελθόν,
βγαλμένα από ένα χειρόγραφο.

Κοιτώντας μες τη θάλασσα,
τα μάτια μου χαθήκαν,
στα όμορφα πετρώματα,
στα γαλανά νερά σου,
στον κόλπο και στον πύργο σου,
πού είναι η συντροφιά σου.

ΚΩΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ

Μ’ επικλινής απόκλιση,
με θέα το ακρογιάλι
και κάποια λιμνοθάλασσα,
ντυμένη μες τα γαλανά,
και μ’ έναν κόλπο γραφικό,
λιτά ζωγραφισμένο.

Μαζί με την Καρπασία σου,
είσαι μια ζωγραφιά,
στον πίνακα μια πινελιά,
καλά ζωγραφισμένη,
και στο νησί σου μια σταλιά,
για πάντα μαγεμένη.

Εκεί βρισκόσουν ήσυχο,
μικρό, γλυκό, φιλόξενο,
με τόσες καλλιέργειες,
όσες χωρεί το μάτι,
σ’ αυτή τη γη που καρτερεί,
μέχρι να γίνει κάτι.

Κάποιος να φέρει μια αλλαγή,
σ’ αυτό το ακρογιάλι,
σε όλα τα ερείπια,
τα ιερά, τ’ αρχαία,
σ’ αυτές τις τόσες εκκλησιές,
χωμένες στην ησυχία.

Πάει πια το σχολείο σου,
κλαίει κι η Μαργαρίτα,
κλαίει κι η λιμνοθάλασσα
και όλη η ομορφιά σου,
που έμεινες μονάχη σου
και κλαις για τα παιδιά σου.

Αυτά που ζούσανε ειρηνικά,
δουλεύοντας τη γη σου,
με το μεράκι του γιαλού
και τις καλές ψαριές σου,
παλεύοντας με τα κύματα
και όσα άλλα κούτζια.

Κάποτε ξέρω θα ξαναρθούν,
σαν πρώτα, απ’ τα ξένα,
για να στεριώσουνε ξανά
τα σπίτια σου με μπέσα
και το μεράκι τους να ’ρθει,
για πάντα να στεριώσει.

ΛΕΟΝΑΡΙΣΣΟ(Ν)

Βγαίνοντας εις τους λόφους σου,
αντίκρισα αντάμα,
τις όμορφες πεδιάδες σου,
τους κήπους σου, τα δέντρα,
τις καπνοκαλλιέργειες
και τα φυτά τα τόσα.

Θυμήθηκα το ταχυδρομείο σου
και το κτηνιατρείο
και τα πολλά αρχαία σου,
που μένουνε μονάχα,
παρέα με κάτι ερείπια,
και κάποια παλιά αγάλματα.

Ήταν σαν να τα άκουγα,
τα γέλια, τις ταβέρνες,
τους μύλους, τους καφενέδες σου
και τα λεωφορεία,
όλα σαν μια παλιά ταινία,
την τότε εποχή της λίρας.

Στο νου μου ήρθε τότε,
το έτος ’31,
Οκτώβρης ήταν ο καιρός,
μέρες του Άη Δημήτρη,
που άρχισε της λευτεριάς,
ο αγώνας για τη νίκη.

Άλσος του Λιονταριού,
έτσι θα σε θυμάμαι,
με τα παιδιά σου θα βρεθώ,
βαριά θα βρυχηθώ,
και σαν λιοντάρι του Βοριά,
θα ’ρθω να σε φροντίσω.

Ελεύθερη πια να σε δω,
στη μάνα Καρπασία,
και πάντα μ’ ένα χαμόγελο,
βαθύ να σε θωρώ
και να σου λέω όσο ζω,
«Λεονάρισσον μου σ’ αγαπώ».

ΜΠΟΓΑΖΙ ΤΡΙΚΩΜΟΥ

Στα μεθυσμένα κύματα
και στα πολλά χαλίκια,
στη μυρωδιά της αλμυρής,
της γαλανής θαλάσσης,
στάθηκα για μια στιγμή
και ένιωσα σαν ναύτης.

Δίπλα απ’ τα ψαροκάικα,
εκεί στο λιμανάκι,
στις όμορφες ακρογιαλιές,
της μάνας Μασαιρκώνας,
μες τα χρυσά πάντα ντυμένες,
μα που ’ναι τώρα ξένες.

Ξένες αυτές και τα καΐκια,
τα γραφικά ψαροπωλεία,
το όμορφο το πράσινο
και τα μικρά τα σπίτια,
που κείτονται ακίνητα,
στον χρόνο ξεχασμένα.

Μα θα ’ρθει κάποτε ο καιρός,
κάποτε θα ’ρθει η μέρα,
που δεν θα είναι ξένα
ούτε και ξεχασμένα,
αλλά μαζί με τον γιαλό,
για πάντα ενωμένα.

ΡΙΖΟΚΑΡΠΑΣΟ

(Απόσπασμα)

Απ’ τα βουνά, τις πεδιάδες
κι απ’ την ανατολή έως τη δύση,
ξεκίνησα για ένα ταξίδι,
που μ’ έπαιρνε πιο μακριά,
σ’ αυτή την Άκρα τη μεριά,
στης Μασαιρκάς τη φύση.

Πέρασα από τα πράσινα,
της Καρπασίας τα δάση,
με τα ψηλά τα πεύκα τους
και τα μυστήριά τους,
τους θρύλους και τους μύθους τους
και τα ιστορικά τους.

Τα θαύμασα για μια στιγμή,
αυτά και τα εδάφη,
τα εύφορα της Μασαιρκάς,
που ’ταν γεμάτα καλλιέργειες,
καπνούς, ελιές και σιτηρά
και ήτανε πάντοτε αρκετά.

Σαν θαύμαζα τη φύση σου,
κοίταξα ένα εκκλησάκι,
μόνο του έμοιαζε κι αδειανό,
σαν σιωπηλό στο δάσος,
θυμίζοντας μια άλλη εποχή,
αχ βρε Άη Ιωάννη.

Δεν πρόλαβα να λυπηθώ,
ένιωσα κάτι πίσω,
Ήταν σαν να μου φώναζε,
«φέρε τον χρόνο πίσω»
την Παναγιά τότε λυπήθηκα,
που κλαίει που μένει πίσω.

Και τότε εγώ προχώρησα,
με βουρκωμένα μάτια,
μπήκα βαθιά μες το χωριό
και ένιωσα τη ζήση,
με το μεράκι των κατοίκων σου,
που πλέον μ’ έχει μεθύσει.

Με πότισε με αίσθημα,
χαράς και υπερηφάνειας,
τη Ρωμιοσύνη την κρατούν,
ψηλά ωσάν καμάρι
και καρτερούν μερονυχτίς,
να ’ρθεί να γίνει κάτι.

Κάτι να γίνει, να συμβεί,
ν’ αλλάξει τα συμβάντα
και να τους λούσει μια φορά,
ξανά με το γλυκό νερό της λευτεριάς,
που τόσο πολύ το λησμονούν
και τόσον καιρόν το καρτερούν.

ΤΑΥΡΟΥ

Ανάμεσα στις καλλιέργειες,
το δάσος της Πυρόγειας,
στα δέντρα και στις ρεματιές,
σε είδα σαν τα πρώτα,
ήρεμο, λιτό, καμαρωτό,
εκεί στην Καρπασία.

Είδα την εκκλησία του Άη Σέργη σου,
φαίνεται ακόμη στέκει,
σ’ αντίθεση με του Άη Γιώργη σου,
που μένει ερειπωμένη,
σ’ αυτό τον τόπο που πονάει
και κάτι περιμένει.

Που περιμένει λευτεριά,
μια λύτρωση για ’κείνους,
αυτούς που φύγαν μακριά
και τη μικρή Αντρούλα σου,
που πόσο θα ήταν τώρα λες,
την έκλαψε η καρδούλα σου.

Μα η λύτρωση να δεις θα ’ρθεί,
θα ’ρθεί και θα στεριώσει,
αιώνες των πάντων πάντοτε,
δω πέρα θα ριζώσει,
κι οι ταύροι σου ξανά θα ’ρθουν,
σε σένα θα στεριώσουν.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΡΠΑΣΙΑΣ

Όλοι ξέρουνε για το τζαμί σου,
χριστιανικό στη φύση του,
μεμέτικο στη ζωή του,
μα πάντοτε Κυπριακό,
με την Αγιά Μαρίνα μερτικό
και τι όνομα καμαρωτό.

Ξέρουνε και για τη Μασαιρκά,
που μες στα στήθια σ’ έχει,
σ’ αυτή την Ακριτική περιοχή,
που μόνο γαλήνη έχει,
μήτε φωνές, μόνο ανθούς
και κάνα γαϊδουράκι.

Ξέρουνε και για τη λίμνη σου,
που μέσα χτίσαν δρόμους
και γύρω χώμα βάλανε,
νερό για να κρατάει
και τα πουλιά που έρχονται,
με χάρη να φυλάει.

Πόσοι όμως λες να ξέρουνε,
τα άλλα μυστικά σου,
όπως αυτό το σπήλαιο,
του ασκητή τ’ Άη Σωζόμενου,
που τώρα ερείπιο μένει,
σ’ αυτή τη γη της παρακμής.

Έτσι είναι τα πράματα,
έτσι ειν’ τα γραφτά σου
τι να σου πω τώρα κι εγώ,
δεν ξέρω παραπάνω,
μονάχα για ειρήνη εύχομαι,
σε εσέ και στα παιδιά σου.

.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΚΥΠΡΙΩΝ ΓΗ ΑΕΝΑΗ

Μια συλλογή που προσπαθεί να σμίξει τα ιστορικά, γεωγραφικά, παραδοσιακά και ανθρωποκεντρικά στοιχεία των κατεχόμενων χωριών της Κύπρου μαζί με την ιμπρεσιονιστική περιγραφή και ποιητική αφήγηση από τα μάτια ενός περιηγητή.

Στο παρόν βιβλίο, ο περιηγητής διαβαίνει ψυχή τε και σώματι κάθε σπιθαμή της μυθικής Καρπασίας, αφιερώνοντάς μας τις γεμάτες από αγάπη, πόνο και πόθο ποιητικές του σκέψεις για αυτόν τον ήρεμο μα κιόλας πονεμένο τόπο.

Κάθε ποίημά του είναι αφιερωμένο σε ένα από αυτά τα χωριά και εστιάζει στην ανάδειξη της όποιας ομορφιάς τους, ελπίζοντας να ελκύσει τη σημασία των λατρών της Κύπρου, της ιστορίας, του ρομαντισμού και της φύσης.

Σκοπός της ποιητικής συλλογής είναι να δώσει το μήνυμα της ειρήνης, της ομορφιάς, αλλά και να αναβιώσει τις θύμησες που οι πλείστοι νησιώτες έχουμε τόσο αφήσει στο περιθώριο, αφήνοντάς τες να ξεθωριάζουν μέρα παρά μέρα.

Και ίσως έτσι, όταν αύριο ο ήλιος ανατείλει και φωτίσει αυτό το νησί από το ακρωτήρι Αρναούτης, μέχρι τα νησιά των Κλείδων, η μέρα να μας βρει σε ένα γαλήνιο σκηνικό που πάντα νοσταλγούσαμε.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

“Κυπρίων γη αέναη – Καρπασία”: Μιλάμε με τον Στέλιο Νικολάου

Στην ποιητική συλλογή Κυπρίων γη αέναη – Καρπασία, ο Στέλιος Νικολάου επιχειρεί μια ποιητική περιήγηση στην Καρπασία της Κύπρου. Κάθε χωριό και ποίημα, κάθε ποίημα και χωριό. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του από τις εκδόσεις Βακχικόν, ο Στέλιος Νικολάου μιλά στο περιοδικό Vakxikon.gr, για το ποιητικό του ταξίδι και τα όσα επιθυμούσε κατά τη διάρκειά του: “πρώτον, να προσπαθήσω να συμπυκνώσω όσες περισσότερες θύμησες μπορώ σε κάθε ποίημα, με σκοπό για τον κάθε Κύπριο και τον κάθε πρόσφυγα να μην μπορεί να ξεχάσει κάτι που θα το έχει νιώσει. Δεύτερον, να καταφέρω με τη λογοτεχνική μου ταυτότητα να ταξιδέψω τα μυαλά των αναγνωστών σε ένα όμορφο ταξίδι που ίσως καταφέρει να κάνει το αύριο εκείνων των ατόμων αλλά και της κοινωνίας, καλύτερο”.

“Κυπρίων γη αέναη – Καρπασία”. Η ποιητική σας συλλογή που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν είναι μια ποιητική περιήγηση στα κατεχόμενα χωριά της Κύπρου. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας λίγα πράγματα για το ταξίδι της δημιουργίας της αλλά και για το τι σημαίνει για εσάς αυτό το βιβλίο;

Το ταξίδι της δημιουργίας αυτής της ποιητικής συλλογής ήταν αληθινά αγνό και όμορφο. Αντίθετα με προηγούμενες δουλειές μου όπου έπρεπε να φτιάξω κάποια ιστορία ή ακόμη και να δημιουργήσω κάποια φανταστική γλώσσα και μυστικά ιπποτικά τάγματα, η δημιουργία αυτής της συλλογής δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο παρά το να ταξιδέψω πίσω στις απλοϊκές ρίζες μου σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης. Δηλαδή απλά μελέτησα και ένιωσαμε την καρδιά μου τη μεγαλύτερη μου τριβή που είναι η Κύπρος. Σε αυτό το ταξίδι μίλησα με άτομα, πρόσφυγες και εγκλωβισμένους, άκουσα ιστορίες, ξέθαψα εικόνες και βίντεο από βιβλία, το διαδίκτυο και από όπου αλλού μπορούσα, και εν τέλει ήρθα σε επαφή με αυτή τη χερσόνησο που για πολλούς μένει αρχέγονη. Ως εκ τούτου, αν θα μπορούσα να πω με μια φράση το τί σημαίνει για εμένα αυτό το βιβλίο (και κατ’ επέκταση αυτή η ευρύτερη συλλογή), είναι το καμάρι μου σαν Κύπριος και σαν απόγονος προσφύγων.

Τι θέλατε να επικοινωνήσετε στο αναγνωστικό κοινό μέσα από αυτή τη συλλογή;

Στους αναγνώστες θα ήθελα να επικοινωνήσω δύο πράγματα. Πρώτον, να προσπαθήσω να συμπυκνώσω όσες περισσότερες θύμησες μπορώ σε κάθε ποίημα, με σκοπό για τον κάθε Κύπριο και τον κάθε πρόσφυγα να μην μπορεί να ξεχάσει κάτι που θα το έχει νιώσει. Δεύτερον, να καταφέρω με τη λογοτεχνική μου ταυτότητα να ταξιδέψω τα μυαλά των αναγνωστών σε ένα όμορφο ταξίδι που ίσως καταφέρει να κάνει το αύριο εκείνων των ατόμων αλλά και της κοινωνίας, καλύτερο. Στην τελική, θέλω να περάσει το απλό μήνυμα, πως όσο θυμόμαστε, ελπίζουμε, και αν κάποιος στην ελπίδα αναμένει, τότε κάποτε θα τον βρει ο ήλιος.

Πέρα από τη φύση και την ανθρωπογεωγραφία, έντονο είναι το ιστορικό στοιχείο. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μεταφερθεί το ιστορικό φορτίο σε ένα ποίημα; Πώς δουλέψατε πάνω σε αυτό;

Ωσάν λαογραφικός συγγραφέας, σαφώς και δεν θα μπορούσα να αφήσω τη δομή της συγγραφής μου, την ιστορία (τη λαογραφία) εκτός. Δεν μπορώ να μιλήσω για τους υπόλοιπους συγγραφείς, αλλά οι δικές μου τριβές, τα βιώματα και οι γνώσεις, μου δίνουν τη δυνατότητα μιας ομαλής λειτουργείας με την ανάμιξη της ιστορίας τόσο στην ποίηση όσο και στην ευρύτερη λογοτεχνία. Ωστόσο, το να μεταφερθεί το ιστορικό στοιχείο σε ένα ποίημα είναι όντως δύσκολο. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την ιστορική γνώση από τη λογοτεχνική δημιουργία, και κατ’ επέκταση, η ιστορία πρέπει να σμίξει με το φανταστικό (ή στην περίπτωση του βιβλίου μου με τα ποιητικά λεγόμενα του περιηγητή). Για την επίτευξη αυτής της χρυσής τομής, προσπάθησα να δημιουργήσω όσες περισσότερες τριβές μπορούσα με κάθε χωριό ξεχωριστά, έτσι ώστε οι γνώσεις που είχα για ιστορικά στοιχεία όπως εκκλησίες, ιπποτικά τάγματα, Κυπριακές ευγενείς οικογένειες, χάνια, ιστορικές φιγούρες, κτλ., να μπορούσαν να συνυπάρξουν με τα συναισθήματα και τα βιώματα του μέσου ανθρώπου, τη φύση και τις ομορφιές της, αλλά και τις γνώσεις που περισύλλεξα για τη ζωή του κάθε Καρπασίτη, που πλέον στην προσφυγιά λαχταρά κάποιες θύμησες. Επίσης, απλώς θέλω να αναφέρω πως αν δεν υπήρχε το έργο «Περπατώντας στην άκρη της γης μας» από την κυρία Άννα Μαραγκού, αλλά και οι ογκώδεις πληροφορίες που περισύλλεξε ο κύριος Άντρος Παυλίδης και που είναι διαθέσιμες στην Polignosi, το παρόν έργο θα δημιουργείτο πολύ πιο δύσκολα.

Πότε και με ποια αφορμή αρχίσατε να γράφετε ποίηση και τι κατέληξε να σημαίνει για εσάς;

Η αφορμή για να γράφω ποίηση έχει δύο πτυχές. Μια προσωπική και μια επαγγελματική. Η επαγγελματική πτυχή, φανερώνει πως μετά από 4 χρόνια συγγραφής και έρευνας είχα γράψει ένα τεράστιο έργο, το οποίο μόλις τελείωσε έφερε την εξής ερώτηση. “Και τώρα τί;”. Το ένα έφερε το άλλο, και αποφάσισα να γράψω για την Κύπρο που την αγαπώ, καλυτερεύοντας παράλληλα και διευρύνοντας τις δυνατότητες μου σαν συγγραφέας. Η προσωπική πτυχή, φανερώνει πως ανέκαθεν έκρυβα, κρύβω, και θα κρύβω μια απέραντη αγάπη για την Κύπρο και για την ιστορία αυτού του τόπου, που πολλοί άλλοτε αλλοιώνουν και άλλοτε ξεχνούν. Γι’ αυτό και αποφάσισα να αφήσω το δικό μου στίγμα στον Κυπριακό πολιτισμό, που είναι διάχυτο από τα συναισθήματα μου. Όσο αφορά το τί κατέληξε να σημαίνει για εμένα η ποίηση, όπως καταλαβαίνετε, στο παρόν στάδιο μπορώ να πω πως είναι το λογοτεχνικό μέσο μου για να εκφράσω τα συναισθήματα μου για την πατρίδα μου. Στο μέλλον η απάντηση ίσως να εμπλουτιστεί, όμως μέχρι στιγμής, αυτό σημαίνει για εμένα.

Τι ποίηση σας αρέσει να διαβάζετε; Υπάρχουν ποιητές που θα λέγατε ότι σας έχουν επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο;

Ίσως να ακουστεί περίεργο, όμως σπάνια διαβάζω ποίηση, για διάφορους λόγους και παρότι διαβάζω συνέχεια νέα βιβλία. Σίγουρα έχω τριβές, και εμπλουτίζω τα συναισθήματα μου, με Ελύτη, Κώστα Μόντη, Σεφέρη, Βασίλη Μιχαηλίδη, και άλλους Κύπριους ποιητάριες όπως τον Τερλικκά, τον Άζινο, και τον Παλαίση, όμως η αληθινή μου τριβή είναι όντως η ιστορία και η λαογραφία της Κύπρου. Ωστόσο, αν θα μπορούσα να πω δύο ονόματα που με επηρεάσανε, δεν θα ήταν αυτοί οι ποιητές/ποιητάριες (με εξαίρεση τον Ελύτη που έχω σαν πρότυπο συγγραφέα), αλλά θα ήταν δύο μουσικοί. Εξάλλου και τα τραγούδια ποίηση είναι στην τελική. Ο ένας είναι ο ρεμπέτης Χρήστος Κωνσταντίνου, και ο άλλος ο τραγουδοποιός Αλκίνοος Ιωαννίδης, οι οποίοι ειδικά στην ποίηση, με τα λεγόμενα τους και με τα άτομα τους, καταφέρνουν να με επιστρέφουν πίσω στο απλοϊκό συναίσθημα που θεωρώ απαραίτητο για να γράψω ποίηση.

Δουλεύετε πάνω σε κάτι καινούργιο αυτή την περίοδο;

Εκτός από λογοτεχνικούς διαγωνισμούς που λαμβάνω μέρος, και άλλα κείμενα/ποίηση που γράφω περιστασιακά, αυτή την περίοδο γράφω δύο βιβλία, το ένα είναι ένα λαογραφικό μυθιστόρημα, και το άλλο μια νεανική νουβέλα. Παράλληλα κάνω έρευνα και παίρνω τις σημειώσεις μου για τα επακόλουθα βιβλία του έπους που έγραψα, αλλά και της παρούσας ποιητικής συλλογής που εκδόθηκε.

1 σκέψη για το “ΣΤΕΛΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ”

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.