ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

Ο Δημήτρης Κ. Μπαλτάς γεννήθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου του 1999 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 2021 με «Άριστα» και στη συνέχεια μετεκπαιδεύτηκε στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Έχει παρακολουθήσει πληθώρα επιμορφωτικών σεμιναρίων, εκπαιδευτικών ημερίδων και επιστημονικών συνεδρίων, μεταξύ των οποίων το σεμινάριο «Επιμέλεια και Διόρθωση Κειμένου» του ΕΚΠΑ και το αντίστοιχο σεμινάριο των Εκδόσεων Πατάκη. Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί σε έντυπες ποιητικές ανθολογίες και έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Η Αρχή (εκδόσεις Οσελότος, 2019),
Μελωδίες λήθης (εκδόσεις Αποστακτήριο, 2021),
Το όνομα του έρωτα (εκδόσεις Αποστακτήριο, 2022),
Περιγραφές του ανεκπλήρωτου (εκδόσεις Κάκτος, 2022)

.

.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΥ (2022)

ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΡΤΠΟΣΤΑΛΙΚΗ

Εικόνα καρτποσταλική
καθεστώτος τυραννικού, αδηφάγου, αιμοσταγούς.
Άνθρωποι πολλοί ιδρωμένοι
να μοχθούν πλούσια ελέη
να προσφέρουν σε λίγους δήθεν γαλαζοαίματους,
φτασμένους πολιτικούς,
πλούσιους ανερυθρίαστους
για την υπερβολική δόση τύχης
μέσα στην τόση νοσηρή ατυχία
που δαμάζει εκείνους που ελπίζουν
στην ελεημοσύνη των ολίγων φοβισμένοι.
Ποιος φοβάται και ποιος θα έπρεπε να φοβάται;
Δυο ερωτήσεις πανομοιότυπες
με απαντήσεις συλλήβδην διαφορετικές.
Απαντήσεις που ακόμα πολλοί δεν τολμούν να ξεστομίσουν.
Ως πότε;

ΜΙΑ ΘΛΙΨΗ ΝΙΩΘΩ

Μια θλίψη νιώθω
για τους απρόσεχτους καλλωπισμούς
του αβυσσαλέου εγώ σου.

Ποτέ δεν κατάλαβα
τι τον ήθελες τριγύρω σου
όλον αυτόν τον συρφετό.

ΨΕΥΤΑΝΘΡΩΠΟΙ

Στην πλατεία με πλησίασε ένα λιπόσαρκο νεαρό αγόρι
με μικρά μάτια και μακριά, σε σχέση με το ύψος του, χέρια
προτείνοντάς μου κάτι χειροποίητα στολίδια
που έφτιαχνε μόνος του και τα πουλούσε.
Δεν ήταν τίποτα το αξιόλογο, αλλά αγόρασα ένα,
για να τον ενισχύσω.
Δίνοντάς του το ευτελές αντίτιμο
με ρώτησε κάπως διστακτικά αν με είχε τρομάξει.
Απόρησα για μια στιγμή που μου φάνηκε ότι
διήρκεσε περισσότερο απ’ ό,τι στην πραγματικότητα
και απάντησα πως δεν είχα τρομάξει καθόλου,
με εκείνον να μου λέει: «Σας ρώτησα,
γιατί προηγουμένως μια κυρία με έδιωξε
λέγοντάς μου ότι τρομάζω τα παιδιά της
και στενοχωρήθηκα».
Τότε ντράπηκα.
Ντράπηκα πολύ και μειδίασα αμήχανα στο παλικάρι
που με ευχαρίστησε και έστρεψε να φύγει

ΛΙΣΤΑ ΑΤΕΡΜΟΝΗ

«Είσαι ευτυχισμένος;» με ρωτάς
και δεν ξέρω τι να σου απαντήσω.
Και γιατί να είμαι ευτυχισμένος;
Τι θα πει να είσαι ευτυχισμένος;
Ποιον βλέπεις τριγύρω σου ευτυχισμένο;
Και μη μου πεις αυτούς που νομίζουν
πως είναι τάχα ευτυχισμένοι…
Η αγάπη δεν ήρθε.
Ο έρωτας δεν μ’ άγγιξε.
Η σοφία λιγόστεψε.
Η εκτίμηση περίσσεψε.
Η επιτυχία απέτυχε εν τέλει.
Λίστα ατέρμονη.
Γιατί να είμαι ευτυχισμένος λοιπόν;
Σαχλαμάρες θα λέμε τώρα;

Η ΠΟΛΗ

Μόλις πέφτει η νύχτα,
κεχριμπαρένιοι δρόμοι
φωτίζουν την πόλη.
Το λευκό των αυτοκινήτων
παντρεύεται με τον κρόκο
του ηλιοβασιλέματος.
Σταχτί τοπίο ολόγυρά μας.
Η νύχτα ανάβει τα πάθη,
φλογίζει το σώμα,
εξάπτει τον έρωτα,
με τον παλμογράφο της ψυχής
να σημειώνει όλο και ανοδική πορεία
μέχρι τη λυτρωτική στιγμή
της κορύφωσης.
Ο έρωτας κοχλάζει
μέσα στα άβατα σοκάκια
του νυχτερινού μανδύα.
Τόνος εξομολογητικός
κάνει το ποίημα αυτό
να στέκει αμήχανο
μπρος στην κατάθεση της ψυχής,
στο άνοιγμα λογαριασμών
συναισθηματικά αδιαφιλονίκητων.
Τόνος εύθραυστος, επιρρεπής
στης νύχτας τον βαρύ καημό.
Ανατριχιάζουν οι λέξεις
απ’ ό,τι αισθάνεται κανείς
σαν φθάσει το μούχρωμα
και προτού ανάψουν τ’ άστρα
οι θεοί του έρωτα στέκουν
στα σύννεφα
τοποτηρητές της φλόγας,
καιροφυλακτούν να μείνει άσβεστη,
αυξάνουν βαθμιαία τους παλμούς
έως ότου το χλομό ομιχλώδες λυκαυγές
πλαισιώσει την πόλη.

ΠΟΙΗΤΙΚΩΣ ΕΙΡΗΜΕΝΟΝ

ΙΙΙ

Η παλιά τζαμένια πόρτα
διαμαρτύρεται παρά την άδεια
τού «ΩΘΗΣΑΤΕ».
Η φιγούρα σαλεύει μόνο τα μάτια
καρφώνοντάς τα στον αναπάντεχο
πελάτη.

«Καλησπέρα. Πώς μπορώ
να βοηθήσω;»
ακούγεται η φωνή βραχνή τρεμάμενη
αλλά εναργής.
«Έχετε ποίηση; Θα ήθελα να ρίξω μια ματιά».

Η απόκριση αργεί να επιστρέψει –
ίσως έτσι φαίνεται σ’ εμένα.

Η φιγούρα, αφήνοντας το στυλό,
κοιτάζοντάς με περισσότερο απορημένα
παρά ό,τι άλλο, δείχνει με το χέρι
τα δύο μόλις ράφια με ποιητικά.
Με κοιτάει, αλλά πλησιάζω όπου τα χαραγμένα
χέρια μού υπέδειξαν.
Τα μάτια μου κοιτούν αφηρημένα τους τίτλους,
ενώ σκέφτομαι τι εντύπωση έδωσα.
Διαλέγω ένα βιβλίο –του οποίου τον τίτλο
δε θυμάμαι πια–, πληρώνω και φεύγω
σχεδόν αμίλητος κι εγώ, με τη μύχια
υπόσχεση πως θα ξαναπεράσω.
Μα αυτό δεν αφορά κανέναν.

ΣΚΥΦΤΟΣ ΠΕΡΝΑΣ

Σκυφτός περνάς από μπροστά μας
με το βλέμμα καρφωμένο στον δρόμο,

με τις πληγές ενωμένες με πόνο.
Τα πάθη σου διηγούνται τα μάτια σου.

Πώς η ζωή σού φέρθηκε μέχρι στιγμής;
Για το γιατί απορείς χωρίς να βρίσκεις

πουθενά μια κάποια εξήγηση πειστική
κι όλο γυρνάς εδώ κι εκεί προσπαθώντας

να βγάλεις τα προς το ζην κάνοντας
λογιώ-λογιώ δουλειές κρύβοντας

το κάθε δάκρυ που δεν κυλά
πιέζοντας τον εαυτό σου καθεμία φορά

να πει την πικρή «καλημέρα»
ορρωδώντας για οτιδήποτε άλλο καλό…

ΤΟ ΔΑΣΟΣ

Μύρισε τη χλόη, τις πρασινάδες ολόγυρά σου.
Δες τα ψηλά σκιερά δέντρα με τις φυλλωσιές τους.
Παρατήρησε τις ακτίνες του ήλιου που αγγίζουν τα πόδια σου.
Νιώσε το απαλό χάδι του αέρα που διαπερνά
τους κορμούς κι εσένα στο διάβα του.
Άγγιξε μια χούφτα νωπό χώμα, κοσκίνισέ τη με τα δάχτυλά σου.
Άκουσε τα πουλιά που κελαηδάνε, αφέσου στο τραγούδι τους.
Αφουγκράσου το κελάρυσμα, το δροσερό απόσταγμα της φύσης.
Κάνε ησυχία! Μην ξεχνάς πως είσαι μουσαφίρης
και –κατά κάποιον τρόπο – λαθρακουστής.

Κάπου εκεί, λοιπόν, έχει στήσει τον καμβά της
–μεταξύ της γλυκιάς ρέμβης και της μελαγχολίας της ανήσυχης–,
έχει απλώσει την παλέτα των χρωμάτων της,
ζωγραφίζει ανενόχλητη.

Κάπου εκεί κατοικεί η Ποίηση.

ΣΤΕΡΗΘΗΚΑ ΠΟΛΛΑ

Στερήθηκα πολλά με το αιτιολογικό
μιας δήθεν αδυναμίας^
στην πραγματικότητα υπήρχε μόνο
μια αφόρητη ατολμία.

.

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (2022)

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Σιγοτρεμάμενη απόψε η ψυχή μου
κατά το πρώτο αντίκρισμά σου.
Σε περίμενα για κάποια λεπτά,
έως ότου σε δω να κατευθύνεσαι
με το χαλαρό και κομψό περπάτημά σου
προς το μέρος μου.
Αφουγκραζόμουν τους παλμούς
της ταραγμένης μου καρδιάς
δυνατά να χτυπούν
— μπορούσα μέχρι και να τους υπολογίσω,
αν ήμουν πιο σχολαστικός —
το στομάχι μου με ενοχλούσε εκνευριστικά,
το μέτωπό μου ιδρωμένο να δέχεται
πρόθυμα το κρύο αεράκι
και τα πόδια μου να με μετακινούν βιαστικά
και αλλοπρόσαλλα γύρω απ’ τον άξονα
του σώματός μου. Σίγουρα θα είχε περάσει
μίση και πλέον ώρα ν’ αναμένω.
Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω
από το άγχος και την αγωνία
που μ’ είχαν ολοκληρωτικά καταβάλει
κατά την προσμονή μου,
μέχρι που φάνηκες στη γωνία και τότε
άκουγα την καρδιά μου να χτυπά
πολύ πιο δυνατά χωρίς να μπορώ
εκείνη την ώρα μήτε και τούτη δω
να εκλογικεύσω το γιατί.
Η ατελεύτητη ανυπομονησία μου
είχε φτάσει στο τέλος.
Μα τι να πω δεν ήξερα.
Ένιωθα κατώτερος της περίστασης,
άπειρος, αδέξιος,
οι λέξεις φάνταζαν λιγοστές, άχαρες,
ανίκανες να δώσουν σάρκα και οστά
περιγράφοντας εναργώς
αυτό που ένιωθε η ταλαιπωρημένη μου ψυχή.
Φοβόμουν να διαχειριστώ τα τολμηρά αισθήματα
που με καταπονούσαν,
να αντέξω την όποια έκβαση
αυτής της από καιρό προσδοκώμενης,
γοητευτικής και, πιθανώς, πολλά υποσχόμενης
— στο σαλεμένο μου μυαλό — συνάντησής μας.
Διακριτικά έψαχνα να βρω στα μάτια σου,
στα χείλη σου, στις κινήσεις των χεριών σου
κάποιο ενθαρρυντικό σημάδι ανταπόκρισης,
κάποια λυτρωτική ένδειξη πόθου,
όσο διαρκούσε η ανήσυχη και
εξουθενωτική αμηχανία των πρώτων μας στιγμών.
Και καθώς περπατούσαμε συζητώντας για διάφορα,
εγώ λίγο τ’ άκουγα αυτά
αποκρινόμενος μηχανικά με κάποια ατημέλεια στο λόγο,
ενώ περίμενα εκείνη τη στιγμή
που ξαφνικά θα με κοιτούσες κατάματα
συνειδητοποιώντας αυτό που ένιωθα και
θα με φιλούσες με όλο σου το είναι
— ονειρεμένη της αναμονής ανταπόδοση
ή θ’ απόστρεφες το βλέμμα σου απαξιωτικά
αφήνοντας την κέρινη καρδιά μου να λιώνει
σιγά σιγά τυραννικά.

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Δυο χέρια πλεγμένα μεταξύ τους
σφιχτά.
Δυο ζευγάρια μάτια να κοιτούν
το ένα το άλλο τολμηρά.
Δυο χαμόγελα να ξεπροβάλλουν
ντροπαλά.
Δυο κορμιά να ποθούν
το ένα το άλλο παράφορα.

Κι ένα ηλιοβασίλεμα να τα αγκαλιάζει
ερωτικά.
Τα βλέμματα χορεύουν ταιριαστά,
τα χείλη ασπάζονται μεταξύ τους
φλογερά,
τα χέρια ταξιδεύουν θαρραλέα
και η καρδιά χοροπηδά εκστατικά.
Κι όλα μαζί ενώνονται αξεδιάλυτα
μουσικά
κάτω απ’ τα τραγούδια της ψυχής.

ΤΟ ΤΖΑΜΙ

Καθόμουν στην πολυθρόνα
απολαμβάνοντας τη συντροφιά
ενός ποτού και ενός τσιγάρου
δίπλα στη σόμπα,
όταν κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο.
Δεν μπορούσα να δω.
Το τζάμι είχε θολώσει.
Κι όμως εγώ επίμονα
προσπαθούσα να διακρίνω
τι συμβαίνει πέρα απ’ αυτό.
Είχα καρφώσει το βλέμμα στο τζάμι,
με διάθεση διαπεραστική.
Ώσπου τρόμαξα και το απόστρεψα.
Σάστισα, όταν στο τζάμι
χαράχτηκε τ’ όνομά σου.

ΜΟΡΦΗ

Σ’ έχω τόσο πολύ ονειρευτεί,
σ’ έχω τόσο πολύ αφουγκραστεί
το χρώμα των ματιών σου,
την υφή των μαλλιών σου,
το άρωμα του σώματός σου,
σ’ έχω σχεδόν αγγίζει,
έχω σχεδόν γευτεί τον καρπό σου.
Μου έχεις χαμογελάσει,
μ’ έχεις ρωτήσει:
«γιατί με σκέφτεσαι;»
Μ’ εμένα να σου απαντώ κομπιάζοντας.
Σ’ έχω αισθανθεί σχεδόν δίπλα μου
που δεν μπορεί να μην υπάρχεις.

ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ

Χάζευα το απέναντι νησί,
ολοκάθαρα διαγραφόταν αντίκρυ μου.
Το άγγιζαν οι καυτές ακτίνες του ήλιου,
ενώ άκουγα τον διακριτικό παφλασμό
των κυμάτων στην ήρεμη θάλασσα.
Νηνεμία.
Πάλι νοσταλγώ τα καλοκαίρια εκείνα,
τα πλεγμένα χέρια,
τα αγκαλιασμένα κορμιά,
τη ζέση που μας χαρακτήριζε.
Νοσταλγώ την αθωότητα,
την ανεμελιά και τη συντροφιά σου.
Τον έρωτα του καλοκαιριού που ζήσαμε.
Θυμάσαι;
Τον έρωτα των γλάρων που κολυμπούν
στον ουρανό, που πλαγιάζουν για λίγο
στη θάλασσα να πιούν νερό και ξανά
ερωτοτροπούν αδιακρίτως.
Θυμάσαι;

ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ

Άραγε οι ερωτευμένοι
μέσα στη ζάλη τους και τον έρωτά τους
μέσα στο πάθος και την ευτυχία τους
αναλογίστηκαν ποτέ τους άλλους ανθρώπους
γύρω τους;
Αφουγκράστηκαν τον ίδιο αέρα μοναξιάς
που αποπνέουν; Και πώς ένιωσαν;
Λυπήθηκαν, συμπόνεσαν, αδιαφόρησαν
ή λυτρώθηκαν μ’ αυτό που αντίκρισαν
απέναντι τους;
Όταν οι ίδιοι ερωτεύονταν και
κοκκινισμένοι απ’ την ένταση πλάγιαζαν μαζί,
ονειρεύτηκαν ποτέ τούς δυστυχείς;
Αυτούς που ξυπνούν μόνοι,
τρώνε μόνοι, μόνοι υπάρχουν
και μόνοι πεθαίνουν;

Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Συχνά με ρωτούν τι σχέση έχω με την ποίηση.
Ερωτική, αγαπησιάρικη, φιλική ή ό,τι άλλο.
Ασφαλώς και όχι. Κανείς τους δεν πέτυχε διάνα.
Η σχέση μου με την ποίηση είναι σχέση
εκμετάλλευσης. Και οι ρόλοι είναι πασιφανείς.
Εγώ εκμεταλλεύομαι την ποίηση. Μάλλον
με όλο το αρνητικό φορτίο της λέξης.
Μπορείς να την πεις και σχέση ερωτική αλλά
με αντίτιμο. Το αντίτιμο άλλο δεν είναι
απ’ το ποίημα, το κάθε ποίημα.
Όπως όταν κανείς αισθάνεται αδύναμος
κι επιχειρεί να φανεί δυνατός, να επανακτήσει
την αυτοκυριαρχία του όπως μπορεί.
Έτσι, χρησιμοποιώ κι εγώ την ποίηση.
Ανάλογα με τις ανάγκες μου κάθε φορά.
Δίχως να πάρω άδεια, δίχως να κοκκινίσω.
Αυτό δεν είναι εκμετάλλευση;

ΔΩΣΕ ΜΟΥ

Δώσε μου ένα φυλαχτά,
για να προσμένω.
Δώσε μου ένα μυστικό,
για να υπομένω.
Δώσε μου μιαν ευχή,
για να ελπίζω.
Δώσε μου έναν όρκο,
για να πιστέψω.
Μήπως ζητώ πολλά;
Αντάλλαγμα της απουσίας σου.
Μήπως ζητώ πολλά;
Αντάλλαγμα της αδυναμίας μου.
Κι ίσως να μην αξίζω τίποτα απ’ αυτά
αλλά θέλω τόσο να νιώθω πως
υπάρχω κατά την απουσία σου
στις σκέψεις και τα όνειρα
της φαντασίας σου.
Γι’ αυτό συγχώρησέ μου αυτήν
την αθυροστομία μου.

ΑΓΑΠΗ ΑΠΑΝΕΜΗ

Και τώρα που φτάσαμε στο τέλος,
τα γλυκόπικρα αισθήματα ετελεύτησαν
και η αγάπη μας έπλευσε στου Αχέροντα
τα πλωτά σοκάκια,
τι άλλο θες να πω;
Τι έμεινε που δεν ειπώθηκε ακόμη
μεταξύ εμού και της ανύπαρκτης ύπαρξής σου
στον άπλετο χώρο καρδιάς ανυπεράσπιστης;
Τα όπλα μπήκαν στις θήκες τους,
τα στρατεύματα αναπαύονται,
τα καράβια πιάσανε λιμάνι απάνεμο.
Έτσι και η αγάπη μας έληξε απάνεμη.

ΜΕ ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ

Κάτω απ’ τις σκιερές βεντάλιες
του φοίνικα
σου άρεσε να σου διαβάζω ποιήματα.
Με μάτια κλειστά
απολάμβανες να τ’ ακούς
και να συλλογίζεσαι
(ποτέ δε μου έλεγες τι σκεφτόσουν).
Κάποτε έκανες και κάποιους μορφασμούς
άλλοτε χαρούμενους άλλοτε λυπημένους
με τα χείλη κατηφή.
Όμως ποτέ δε μιλούσες
ποτέ δε με διέκοπτες,
για να εκφράσεις κάποια σκάφη,
αντίρρηση, δισταγμό.
Κι όταν σε ρωτούσα αν θέλεις
να συνεχίσω την ανάγνωση,
εσύ μου αποκρινόσουν:
«Πώς να μη θέλω ν’ ακούω
τη μελωδία του ύμνου
στην Αγάπη;»

ΙΝΔΑΛΜΑ ΘΑΥΜΑΣΤΟ

Το όμορφο γυμνό σώμα
της νεότητάς σου
αποπνέει ερωτισμό
τρομακτικά ηδονικό,
με το πέρασμά σου,
μεθυστικά ποθητό.
Ίνδαλμα θαυμαστό.

Ω έκπαγλη απολλώνια οπτασία,
χάρισε μου, καθώς περνάς,
ένα σου βλέμμα φλογερό.

.

ΜΕΛΩΔΙΕΣ ΛΗΘΗΣ (2021)

ΑΝΗΜΠΟΡΟΣ

Άνοιξα τα μάτια απότομα.
Τα βλέφαρα δεν έσεια
ούτε τα χείλη.
Δεν μπορούσα.
Μονάχα άνοιξα τα μάτια
να δω.
Αλήθεια ήταν ή μια φενάκη;

Δεν είδα τίποτα.
Δεν ήσουν εκεί είχες φύγει
αργά το βράδυ.
Πόσο γρήγορα περνούν οι ώρες…
Αυτές οι τελευταίες ώρες
στο κρεβάτι ενός
καταθλιπτικού, παγερού, απόκοσμου
νοσοκομείου.

Ήρθες το πρωί μ’ ένα τριαντάφυλλο.
Μύρισε ζωή όλο το δωμάτιο
σαν να απόδιωξε βίαια το θάνατο
που απλωνόταν δεσποτικά
με τους πρόποδές του
γερά θεμελιωμένους
στα κεφάλια των ασθενών.

Μα μετά δυο μέρες
το τριαντάφυλλο μαράθηκε.

Η ΠΕΡΓΚΟΛΑ

Σιωπηλά το φως σε λούζει.
Φλογερές του ήλιου οι ακτίνες,
διαπερνούν την πέργκολα.
Κάθεσαι μόνη
στην ξύλινη λουστραρισμένη καρέκλα.
Αναπαυτικά.

Κοιτάς απέναντι
ένα έτερο μπαλκόνι,
μια έτερη ύπαρξη
μια έτερη καρέκλα.
Νεύμα κανένα.
Χειρονομία ανύπαρκτη.
Κι όμως είναι πολύ κοντά.
Αν μιλήσεις, θα σ’ ακούσει.
Μα εσύ δε μίλησες.

Έμενες καθισμένη στη ζεστή σου καρέκλα
κάτω από την πέργκολα
να χαζεύεις περιστέρια κι έντομα
ή κάποιο απόλυτα ακίνητο, παγωμένο σύννεφο
που αγκαλιάζει τον ουρανό και τον ασπάζεται.

Δεν αφήνει τα βλέμματα να συναντηθούν
με του σύμπαντος το χαμόγελο.
Μα εσύ δε μίλησες
στον έτερό σου σύντροφο.
Σύντροφο στην απόλυτη ησυχία
και απροθυμία σου.
Ίσως γι’ αυτό να μη διακρίνεις
πια στον καθρέφτη
το δικό σου χαμόγελο.

ΝΑΡΚΩΤΙΚΟ

Μαύρε άνθρωπε
ολημερίς μοχθείς
ένα καλύτερο αύριο να βρεις.
Αυτό το αύριο που ποθείς
και όλο το αναβάλλεις.

Παιδεύεσαι μια ζωή
για πενιχρή ανταμοιβή.
Δίχως να το κατανοείς
εξαϋλώνεσαι ευθύς
μέρα με τη μέρα.

Και όλο προσπαθείς
να φτιάξεις μια στέγη γερή
και ένα τετράτροχο να αγοράσεις.
Πόθοι ταπεινοί.

Τους κόπους σου λησμονείς
για μια σπιθαμή χλιδής
που κάποτε νόμιζες
πως μπορείς να την πλατύνεις.

Μα δε συνέλαβες ποτέ
κι ας περάσαν τόσα χρόνια
ότι αυτή η σπιθαμή,
που σου πετούν και χαίρεσαι,
ένα ξεροκόμματο
που νομίζεις πως κάποτε
ψωμί θα είναι από ζάχαρη
είναι το ναρκωτικό
της πιστής υποδούλωσής σου.

ΜΟΧΘΟΣ

Άνθρωπος δίχως λαλιά
εκεί στου δρόμου τα μισά
ξεκινάς πάλι απ’ την αρχή
για να κερδίσεις τα προς το ζην απ’ το πρωί.

Κάθε μέρα μοχθείς
ένα καλύτερο αύριο να βρεις.
Δε σου ‘παν, φίλε μου, άτι αυτό που ζητάς
για μια ολόκληρη ζωή Θα το λαχταράς.

Και σαν φθάσει κάποτε το πλήρωμα του χρόνου
και την ψυχή σου ακουμπήσεις στην αγχόνη μετά πόνου
ο κύριος δικαστής, ο ιερεύς, ο βουλευτής
θα περιγελούν εσένα που θα βρίσκεσαι επί ξηρού ακμής.

Ο χρόνος τη φτώχεια σου θα επιβεβαιώνει.
Και η μοίρα, που την προσκυνάς, Θα στο επικυρώνει:
«Δεν είσαι εσύ άξιος των τιμών
αλλά υπήκοος των παθών».

ΤΟ ΧΩΜΑ

Μια χούφτα χώμα με λίγο νερό,
λίγος πηλός με λευκή μπογιά χρωματισμένος.
Τα περιστέρια να συνομιλούν,
να ερωτοτροπούν, να καβγαδίζουν.
Το χώμα να ανακατεύεται.
Αέρας και φωτιά στο πάντρεμα συμμετέχουν.
Το φυσάει ο αέρας, το καίει η φωτιά.
Η θάλασσα καφετιά στο χρώμα,
το χώμα το πατάμε δυνατά, νιώθουμε σιγουριά.
Και μετά από λίγο από κάτω του βρισκόμαστε
δίχως άλλο, δίχως γιατί.
Και η φωτιά το χώμα μαυρίζει.

ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ

Ένα κερί αναμμένο
ένα κορμί σκεπασμένο
ένας κήπος μαραμένος
ένα κλωναράκι λυπημένο.

Όλα μαρτυρούν την απουσία σου.
Μακρινή η φυγή απ’ της ψυχής τη φωλιά.

Ένας άγγελος επί της γης
ένα άστρο χαμηλωμένο
ένα άνυδρο πρωινό
ένα αποκεκαλυμμένο μυστικό.

Όλα απηχούν εσένα
τη μορφή σου, την ψυχή σου, τη φωνή σου.

Εσένα που δεν είσαι πια εδώ.

ΚΥΜΑΤΑ ΖΩΗΣ

Ολομόναχος κι απόψε
βρέθηκα πάλι στη μεγάλη πολυθρόνα
καθήμενος να συλλογιέμαι βαθυστόχαστα.
Να παρατηρώ του ήλιου το φως να γερνά,
τα περιστέρια να σιωπούν.
Ησυχία να απλώνεται παντού και
στο βυθό του νου τα κύματα
πελώρια να υψώνονται.
Αγκαλιάζουν την αμμουδιά όλο και πιο πολύ
σα σκάνε με πάταγο στης ακτογραμμής
την άκρη.
Μεγάλα τα κύματα, προκλητικά
για τους τολμηρούς που επιζητούν
να τα κυριέψουν.
Βράδιασε.

ΚΙ ΑΣ ΑΝΕΜΕΝΕΣ

Αποκαμωμένα σύννεφα ν’ αγκαλιάζουν τον ουρανό·
μαύρος ουρανός, απότομος, εριστικός.
Να ακουμπά τη θάλασσα δίχως να τον νοιάζει αν την πονά.
Κι εκείνη αφουγκράζεται τον βαρύ αχό του σαν την αγγίζει,
συθέμελα κουνήθηκε η θάλασσα. Στα κύματα
ζωγραφίστηκε μορφασμός μελαγχολικός.
Σαν να περίμεναν, σαν κάποιος να τα προϊδέαζε
για το νέο τ’ ουρανού ατόπημα.

Η επίπληξη από τη θάλασσα ποτέ δεν ήρθε
κι ας ανέμενες κάποιο ξέσπασμα φαντασμαγορικό.

Ο ΦΟΒΟΣ

Στους μύχιους στοχασμούς
ψυχών ανεξερεύνητων.

Στις απατηλές αισθήσεις
φευγαλέων εντυπώσεων.

Στα απόκρημνα Ακροκεραύνια όρη
δύστροπου μυαλού.

Αγγελιοφόρος ο φτερωτός θεός
φόβο σκορπίζει.
Φόβος.
Αίσθημα παντοτινό,
τρωκτικό μοχθηρό.

Σέρνεται ύπουλος
στις παρθένες πεδιάδες
των αθώων βλεμμάτων.

Κελευστής θανάτου
η τρομερή ηχώ του.

.

Η ΑΡΧΗ (2019)

ΦΩΣ

Δεν μιλάς. Περιμένεις να δεις του ήλιου το βασίλεμα.
Ποιος ήταν άραγε ο νυχτερινός επισκέπτης; Χθες.
Η σκιά του φώτισε τον τοίχο. Πελώριος μου φαινόταν.
Δεν είναι;
Όπως τα κλαριά του δέντρου,
τόσο μεγάλα, χοντρά, τρομακτικά στο σκοτάδι.
Όμως, σαν τ’ αγγίξεις με το χέρι, τόσο ήρεμα και γαλήνια.
Πολλές φορές μικρά, άκακα.
Το γδάρσιμό τους, όμως, ποιος νους γνωρίζει
τι μπορεί να προξενήσει;
Δεν είναι;
Δεν μιλάς. Περιμένεις ακόμη να δεις του ήλιου το βασίλεμα.

ΜΝΗΜΗ

Της ζωής σου το μέτρημα,
βιβλίου φυλλομέτρημα.
Τι ψάχνεις να βρεις σε σελίδες;
Παλιές, ξεθωριασμένες σελίδες.
Αναπολείς, ελπίζεις, ζητείς.
Μια ζωή έτσι περνάς.
Προσδοκάς.

Της ζωής σου η αποτίμηση,
λογαριασμού εκτίμηση.
Τι δίνεις, τι παίρνεις,
τι θυμάσαι, τι αφήνεις.
Μια ζωή θες να ξεχνάς,
μα δεν μπορείς.

Πάντα θυμάσαι.

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΡΑΤΩΝ

Θάλασσα δίχως ψάρι.
Ουρανός δίχως πουλί.
Ποτάμι δίχως χέλι.
Λίμνη δίχως ερωδιό.
Δάσος δίχως πεύκο.
Σ’ αυτόν τον κόσμο ζεις.
Τον απάνθρωπο.
Τον πολιτισμένο.
Τον αφύσικο.
Φύση αλλού ίσως, εδώ όχι.
Στην κοινωνία σου
δεν υπάρχει θέση για τη φύση.
Σε λίγο δεν θα χωράς ούτε συ.
Μη λησμονείς.
Είσαι κι εσύ κομμάτι της φύσης.
Το πιο επικίνδυνο.
Όχι για εκείνη,
για σένα.
Μόνο για σένα…

ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ποθείς το απαγορευμένο.
Λυπάσαι για το αναπόφευκτο.
Επικρίνεις το ανώτερο.
Ειρωνεύεσαι το καλύτερο.
Χαίρεσαι με το υποδεέστερο.
Επιζητείς το «καλώς φαίνεσθαι».
Λησμονείς το ασύμφορο.
Κυνηγάς το ανήθικο.
Αλλάζεις το συνηθισμένο.
Διαφημίζεις το μεγαλόπρεπο.
Καυχιέσαι για τον νου.
Περνάς τα όρια.
Είσαι άνθρωπος.

ΜΟΝΑΞΙΑ

Μοναχός και σήμερα
αγναντεύεις απ’ το μπαλκόνι.
Ρεμβάζεις διαβάζοντας το βιβλίο π’ αγαπάς ή
ακούγοντας κλασική μουσική.
Ξέρω, σε συνεπαίρνει ο Μπετόβεν.
Χάνεσαι στις σκέψεις σου.
Αναπολείς κι εσύ κάποια γλυκιά στιγμή,
περασμένη πια.
Ακούς ήχους της πολύβουης πόλης,
μα το μυαλό ακούει άλλα.
Τρέχει σε εικόνες γαλήνιες, ήρεμες, μοναχικές.
Βλέπεις τη θάλασσα ασάλευτη σχεδόν,
έναν ανθισμένο κήπο,
έναν μικρόσωμο σκύλο.
Όλα μπλέκονται μεταξύ τους.
Είσαι μόνος,
παρέα με τόσες σκέψεις κι εικόνες.
Και δεν αισθάνεσαι μόνος.
Δεν πλήττεις.
Ας κλείνεσαι και να υφαίνει ο νους ιστορίες.
Ένα φορτηγό κορνάρει επίμονα.
Ξυπνάς.
Ο καφές κρύωσε πάνω στο τραπέζι.

Η ΓΑΤΑ

Άσπρη, παχουλή, ναζιάρα,
καθήμενη δίπλα μου, όταν τρώγω
το κεφάλι της ανασηκώνει,
τα μάτια της γουρλώνει,
προτάσσει τη γλώσσα της
γλείφοντας τα μακριά μουστάκια της,
στο πόδι μου χαϊδεύεται και νιαουρίζει.
Και μόλις χορτάσει, φεύγει.
Πάει να τυραννήσει κανέναν γάτο
ή να παίξει με τις φίλες της.
Σημασία δεν μου δίνει.
Ε, λοιπόν, πιο ιδιοτελές ζώο δεν έχω γνωρίσει!
Μόλις κάνει τη δουλειά της,
ούτε σε ξέρω, ούτε σε είδα η κυρία.
Σαν τον άνθρωπο κι αυτή,
δεν χαρίζεται, δεν πειθαρχεί,
παρά μόνο καμαρωτή περπατεί
με μια αλαζονεία πρωτοφανή
και μια απαίτηση εκνευριστική.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ανακάτεμα των λέξεων αλλόκοτα.
Ανακάτεμα των λέξεων γοητευτικά.
Ανακάτεμα των λέξεων επικίνδυνα.
Ανακάτεμα των λέξεων λυρικά.
Ανακάτεμα των λέξεων σαγηνευτικά.
Αυτό να ναι άραγε η ποίηση;
Ίσως. Ίσως πάλι και όχι.
Κι ο ποιητής;
Συγκλονίζεται, μεταβάλλεται, καταρρέει
σ’ αυτή την αγωνιώδη, επιβεβλημένη,
παράλογη ανάγκη εκτόνωσης.
Γυρεύει να εύρει το τι και το πώς
όλων όσων τον κρατούν δέσμιο τους.
Και μόλις τελειώσει, δεν θυμάται
από πού ξεκίνησε αυτή η αφύσικη
διαδρομή της σκέψης του.

ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ

Ψυχές εγκλωβισμένες, θλιμμένες, με φωνή αποκρουστική·
τρομερή ηχώ δημιουργεί στ’ αυτιά των ανυποψίαστων περαστικών
εκείνο το ερειπωμένο, απρόσιτο, τρομακτικό σανατόριο.

Απομονωμένες ψυχές ανέπνεαν εκεί για χρόνια πολλά
ξερνώντας αίμα, πασχίζοντας τη γιατρειά να βρουν
στον καθαρό αέρα και στην ανεμπόδιστη θέα.

Έτσι αποτυπώνονται στη μνήμη των περαστικών,·
απελπισμένοι επιζητώντας
-αν και ζωντανοί ανάμεσα σε ζωντανούς-
επιβεβαίωση για τη ζωή τους, μια λύτρωση, μια σωτηρία, έναν ήλιο.

Μόνοι κι έρημοι εκεί άφησαν την τελευταία τους πνοή
κι έτσι λαξεύτηκαν στο πάρκο των ψυχών τη στιγμή εκείνη
που έπαψαν πια να είναι μελλοθάνατοι.

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Το δωμάτιο άδειο.
Φορτωμένο με έπιπλα κινέζικου στιλ.
Ένα μισοτελειωμένο κραγιόν,
ένα ζευγάρι παντόφλες.
Σκόνη παντού,
στο πάτωμα, στα έπιπλα, στα κάδρα.
Το κρεβάτι σκεπασμένο με βαρύ πάπλωμα.

Ήταν χειμώνας όταν έφυγες.
Νιφάδες χιονιού έπεφταν και ψιλόβροχο.
Εσύ, ντυμένη στην τρίχα,
έβαλες τη βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ
κι έφυγες.
Σε λίγο χάθηκες από τον ορίζοντα.

Κι εγώ… απόμεινα εκεί.
Να κοιτάζω
μέσα από τον καθρέφτη της τουαλέτας σου,
μέσα από το πορσελάνινο φλιτζάνι τσαγιού,
μέσα από το επιχρυσωμένο φωτιστικό
το είδωλό σου να χάνεται,
να φεύγει.

Ξέρω ότι θα ξαναέρθεις,
ποτέ δεν άφηνες το τσάι σου μισοτελειωμένο,
πάνω στο κομοδίνο.
Θα ξαναέρθεις, για να πιεις το τσάι σου.

Ο ΤΙΤΛΟΣ

Η εφημερίδα έχει τίτλο,
ένα βιβλίο έχει τίτλο,
ένα έγγραφο έχει τίτλο,
ένας πίνακας έχει τίτλο,
ένα τραγούδι έχει τίτλο.
Όλα έχουν κι από έναν τίτλο.
Έναν τίτλο που τα προσδιορίζει.

Και η ζωή μας;
Έχει κι αυτή έναν τίτλο
που, μάλλον, δεν της τον χαρίσαμε εμείς.
Μας προσδιορίζει,
μας δίνει έναν μπούσουλα να προχωρήσουμε.
Μας περιορίζει κιόλας.
Ο τίτλος λειτουργεί περιοριστικά.
Δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια
φαντασίας, παρόρμησης, ελευθερίας.

Μήπως θα ταν καλύτερα στη θέση του
να υπήρχε κενό;
Θα ήμασταν πιο ελεύθεροι,
αυθόρμητοι και ζωντανοί.
Όχι για πολύ…
Μέχρι να έρθει ο επόμενος τίτλος
κι ο μεθεπόμενος
και -λίγο αργότερα- ο τελευταίος.
Ο τίτλος τέλους,
όπως στον κινηματογράφο.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΥ
ΘΕΩΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΑΠΟΓΙΑΝΝΗ

Η ποιητική συλλογή “Περιγραφές του ανεκπλήρωτου” (εκδ. Κάκτος, 2022) αποτελεί το τέταρτο ποιητικό έργο του Δημήτρη Μπαλτά. Διακρίνει κανείς στα ποιήματα αυτά την ιδιοτυπία ενός ρεαλισμού που συμπλέκεται με μια ποίηση ιδεών. Στην περίπτωση αυτή, η απεικόνιση της ελλειμματικότητας της καθημερινής ζωής υποκινεί στο ποιητικό υποκείμενο σφοδρή την επιθυμία για ανύψωση σ’ ένα επίπεδο ενδεχόμενης πληρότητας. Πρόκειται, κυρίως, για την αδιάσπαστη και μαζί συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα σε δύο επίπεδα: εκείνο μιας ωμής και συχνά φθαρτικής πραγματικότητας και το άλλο μιας πραγματικότητας ιδεατής, όπου οι βαθύτερες και ουσιαστικότερες επιθυμίες της ψυχής εκπληρώνονται. Τούτο μάλιστα είναι, θεωρώ, και το κυρίαρχο όραμα του ποιητή, το οποίο ενέπνεε επίσης τα ποιήματα των προηγούμενων συλλογών του.
Το ποίημα “Περιγραφές του ανεκπλήρωτου”, που δανείζει και τον τίτλο του στη συλλογή, αποτελεί ποίημα-πυρήνα γύρω από το οποίο περιστρέφονται ποιήματα με ποικίλες αλλά συναφείς θεματικές, τα οποία αναπτύσσονται κάθε φορά στο ύφος που αρμόζει στην καθεμιά. Ο ποιητής δοκιμάζει διάφορες φόρμες, στην προσπάθειά του ν’ ανακαλύψει τον ποιητικό βηματισμό που τον εκφράζει περισσότερο. Έτσι, στο παραπάνω ποίημα, για παράδειγμα, η εικονοποιία είναι πυκνή, κοφτή, μια σειρά εικόνων που γρήγορα διαδέχονται η μια την άλλη, σε αντιστοιχία παρόλα αυτά, για να καταλήξουν, όλες μαζί, να ομοφωνήσουν στο “ανεκπλήρωτο”: “Το πελιδνό πρόσωπο του αγοριού//Η ξεχασμένη τσάντα στην καρέκλα//…..Η σταχτιά μυρωδιά του αέρα//Το δειλό τρίξιμο της πόρτας//Η θλιβερή στάση του λεωφορείου//…Η άλλοτε μοσχοβολιστή γαρδένια στο μπαλκόνι//…” Εικόνες που μεταδίδουν την εμπειρία της απογοήτευσης για κάτι που δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί, δοσμένες με μια διάθεση μελαγχολίας και νοσταλγίας.
Βέβαια, το βασικό ερώτημα που διατρέχει, ρητά ή υπόρρητα, τα περισσότερα ποιήματα είναι αυτό περί του νοήματος της ζωής (π.χ. “Ζωή αποδεκατισμένη”. “Καμώματα”). Κι ο έρωτας προβάλλεται ως η κατεξοχήν υπόσχεση ευτυχίας ( π.χ. “Μεταμφίεση”, “Στο κοσμηματοπωλείο”). Όμως, την προσμονή διαδέχεται η ματαίωση και η διαπίστωση του ανεκπλήρωτου (π.χ. “Στον αέρα”). Τα ποιήματα “Λαμπιόνια” και “Ενυδρείο” αποτελούν μεταφορές της ανθρώπινης κατάστασης. Προβάλλονται σ’ αυτά, κυρίως, η φθαρτότητα του σώματος και τα πάσης φύσεως όρια μέσα στα οποία είναι υποχρεωμένος να ζει ο άνθρωπος. Σε αναζήτηση διεξόδου “Με φτιασιδωμένες απολαύσεις, πρόσκαιρες,//ενδυναμώνεται η απεγνωσμένη ψυχή//…” (“Ενυδρείο”). Είμαστε όντα πεπερασμένα χρονικά. “Είμαστε δεσμώτες του χρόνου”, όπως υπογραμμίζεται στο τρίστιχο ομότιτλο ποίημα, το οποίο ο ποιητής επιλέγει να βάλει ως επίλογο στη συγκεκριμένη συλλογή. Η θνητότητά μας, άλλωστε, είναι σύμφυτη με τη χρονικότητα ως διαρκή αλλαγή και προσωρινότητα. Στο ποίημα “Ωρα μεσημεριού” ανάγλυφα παρουσιάζεται όχι μόνο μια γενικότερη απερήμωση αλλά και η απειλητική παρουσία του θανάτου: “Ώρα μεσημεριού//ήλιος με δόντια//σιγή νεκρική//πόλη νεκρή.//Πάλι πέρασε//ο ψυχοπομπός//με κόκκινο φανάρι.” Παρόλα αυτά, η ελπίδα, και η ουτοπία ακόμη, αντιμετωπίζεται ως ζωτική ανάγκη: “Ας έχουν περάσει τόσα αύριο,//ας μην έχει αλλάξει τίποτα,//πάντα το παρηγορητικό “θα” ενός//ουτοπικά πολλά υποσχόμενου αύριο//θα…σε συντηρεί” (από το ποίημα Το “θα”).Έτσι, η έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους, η μοναξιά και η εγκατάλειψη μπορεί να οδηγήσει στην επαφή με τη φύση και τα ζώα. Κάτι τέτοιο αναδεικνύεται ως ιδιαίτερα ενθαρρυντικό στα ποιήματα “Η κυρία με το σκυλάκι” και “Μια μικρή Οδύσσεια”.
Συνδεδεμένα με το ερώτημα περί του νοήματος της ζωής και τη διάθεση ενδοσκόπησης, γενικότερα, είναι και κάποια ποιήματα στα οποία ο ποιητής αναφέρεται στη δική του σχέση με την ποίηση και την εσωτερική αναγκαιότητα που τον ωθεί προς αυτήν: “Ποίηση, πάλι υπέπεσα στην ανάγκη σου.//Βοήθησέ με” (από το ποίημα“Βοήθησέ με”). “Γιατί, αν λείψει η ποίηση,//πώς θα ειπωθεί το ανείπωτο,//….Να διαβάζεις κάπου-κάπου//παντοτινούς στίχους λησμονημένων ποιητών//…” (από το ποίημα “Ποιητικώς ειρημένον”). Άλλωστε, η ποίηση και η τέχνη, γενικότερα, μας προστατεύει από τη φθαρτική επίδραση της καθημερινότητας: “Τέχνη τίκτει τείχη,//τείχη παντοία//μα πάνω απ’ όλα τείχη επιβίωσης//…” (από το ποίημα “Τέχνη τίκτει τείχη”).
Δεν θα μπορούσε, επίσης, να μην αναφερθεί κανείς και στην κοινωνική διάσταση κάποιων ποιημάτων, εφόσον η ανθρώπινη κατάσταση διαμορφώνεται, σε μεγάλο βαθμό, από τις ισχύουσες αντικειμενικές συνθήκες: “Μιλούν αυτοί που δεν γνωρίζουν//τι θα πει λιοπύρι και μεροκάματο,//που δεν έχουν πιάσει ασβέστη και χώμα” (από το ποίημα “Βαφτίσια”). Ανάλογης κατεύθυνσης είναι και το ποίημα “Τρόχισμα”: “Βρήκαν τη λύση,//όπως τη βρίσκουν πάντα.//Σκότωσαν το χαμόγελο”.
Φαίνεται εντέλει ότι, παρά την αδιέξοδη και συχνά επώδυνη σχέση που βιώνει ανάμεσα στην καθημερινότητα και σε μια εξυψωμένη πραγματικότητα, ο Δημήτρης Μπαλτάς, αν και αρκετά νέος ακόμη, διαθέτει τις αρετές του λόγου που του επιτρέπουν δημιουργικά να χαράζει τον δρόμο του προς την ακεραίωση του εαυτού.

ΒΑΝΑ ΒΛΑΧΟΥ

Η ποιητική συλλογή Περιγραφές του ανεκπλήρωτου, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2022 από τις εκδόσεις «Κάκτος», είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή του 24χρονου φιλόλογου και ποιητή Δημήτρη Μπαλτά.
Το βιβλίο αυτό με τα 37 ποιητικά κείμενα ο ποιητής το αφιερώνει «στους ανήσυχους και ονειροπόλους του κόσμου», σε όλους εκείνους που νοιάζονται για όσα συμβαίνουν, συναισθάνονται τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων, αγαπούν την ποίηση, αντιμετωπίζουν τη ζωή με ευαισθησία και ενσυναίσθηση.
Η αφιέρωση αυτή δίνει, θα έλεγα, και το φιλοσοφικό στίγμα της συλλογής.
Οι «Περιγραφές του ανεκπλήρωτου» έχουν λοιπόν ήδη φτάσει στον προορισμό τους, στο λιμάνι της ποίησης, που όλους μας χωρά και όλους μας αφορά.
Κι αυτό, γιατί τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής αναφέρονται στον σύγχρονο άνθρωπο και τη ζωή του, ιδιωτική και δημόσια, και τα βιώματά του, ατομικά και συλλογικά μέσα στο σημερινό κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, όπου το ανεκπλήρωτο διαπερνά κάθε έκφανση της ζωής:
Είναι Η μοναξιά
Κάτι τέτοιες ώρες η μελαγχολία της μοναξιάς / επελαύνει σαν την κακοκαιρία
(Χιονισμένη πόλη)
Η απουσία της ευτυχίας
Η αγάπη δεν ήρθε. Ο έρωτας δεν μ΄ άγγιξε / Η σοφία λιγόστεψε / Η εκτίμηση περίσσεψε. / Η επιτυχία απέτυχε εν τέλει. /
/Λίστα ατέρμονη/
/Γιατί να είμαι ευτυχισμένος λοιπόν; / Σαχλαμάρες θα λέμε τώρα;
(Λίστα ατέρμονη)

Η φθορά του χρόνου
Κοιτώ γύρω μου στο καθιστικό / τα παλιά έπιπλα, την ιριδίζουσα βαριά / κουρτίνα, τους επιτοίχιους πίνακες, / τους φθαρμένους από την πολυκαιρία / βραχίονες της πολυθρόνας. / Κλείνω τα μάτια συγκλονισμένος / απ΄ τη φθαρτότητα της ύλης. / Της ύλης και του σώματος.
(Λαμπιόνια)

Το υπαρξιακό κενό
Ζωή περιφρονημένη / Η χάρη της αντίχαρη δεν έλαβε
(Ζωή αποδεκατισμένη)
Οι αυταπάτες ενίοτε
Αυταπάτες διαφυγής / απ την πλουμιστή τύρβη / ζωής αμφιλαφούς, / ζωής αποκαρωμένης
(Ψωμί)
Η σπασμωδική αντίδραση ως διαφυγή από αδιέξοδα
Αλλά ποτέ δεν αναρωτιούνται / γιατί τα κάνουν όλα αυτά / Σε τι αποσκοπούν με τούτα / τα καμώματα
(Καμώματα)
Και μια παρήγορη ελπίδα εκπλήρωσης κάθε επιθυμίας
Σκέφτεσαι το αύριο. / Αυτό το αύριο σε κρατάει ζωντανό. / Η ελπίδα ότι το αύριο θα διαφέρει από το σήμερα. / Κάτι σημαντικό θα συμβεί αύριο! / Μα ναι, οπωσδήποτε, αύριο θα είσαι ευτυχής! / Αύριο θα αναστηθείς από την εκ νεκρών ζωή./Θα λάβεις αύριο την πολυπόθητη απάντηση / ή ένα προσδοκώμενο τηλεφώνημα. / Θα σε θυμηθούν αύριο όσοι νομίζεις / πως σε έχουν ξεχάσει. / Τον καφέ σου θα τον πιεις αύριο με συντροφιά / φίλων αγαπημένων. / Όλα θ΄ αλλάξουν αύριο!
(Το «θα»)
Σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο είναι:
Η κοινωνική αδικία και οι ταξικές ανισότητες
Μιλούν αυτοί που δεν γνωρίζουν / τι θα πει λιοπύρι και μεροκάματο, / που δεν έχουν πιάσει ασβέστη και χώμα.
(Βαφτίσια)

Τα πολιτικά εγκλήματα
Και τώρα «Θεός σχωρέσ΄τον» λένε / και βαφτίζουν τη δολοφονία / «εργατικό ατύχημα» / για να σώσουν το τομάρι τους. / Λες και κινδυνεύει ποτέ το τομάρι / το δικό τους.
(Βαφτίσια)
Τα ασφυκτικά όρια των κατεστημένων θεσμών
Τα ψάρια αναρωτιούνται: / «Πού ΄ναι οι εκβολές του ποταμού;» / «Πού ΄ναι άραγε η θάλασσα;» / «Πού ΄ναι τ΄αδέλφια μας;»
(Ενυδρείο)
Η διάψευση των ελπίδων, ατομικών και συλλογικών,
Στα αυτιά μου ηχεί η φωνή του περαστικού: / «Απ΄την οδό Αθηνάς τη Δευτέρα όταν περνάς …» / Πόσες φορές έχω περάσει κι εγώ απ΄αυτή την οδό; / Αμέτρητες. Κι όμως κάθε φορά που περνώ αναμηρυκάζω / τη ζωή των διαψευσμένων προσδοκιών, / των κακοφορμισμένων ιδανικών, των ξεθωριασμένων ιδεών.
(Στην Αθήνα)
Όμως και η ανυποχώρητη πάλη και οι ταξικοί αγώνες.
Κοιτάχτε! / Στέκεται αλύγιστος, / κρατάει σφιχτά τη μαγκούρα / με το αριστερό χέρι. / Τα μάτια του καρφωμένα μπροστά. / Το βλέμμα σταθερό / κοιτάζει πάντα τον αγώνα, / τον δικό του αγώνα / τον δικό του και των εργατών αδελφών του. / Παλεύει.
(Στην πορεία)

Προβλήματα μονίμως άλυτα – μήπως η διαιώνισή τους, αποτελεί αναγκαίο συστατικό του κοινωνικού και πολιτικού παρόντος;
Τα περισσότερα από τα ποιήματα αποτυπώνουν με ρεαλισμό τη δυστοπική κοινωνία του καιρού μας.
Ο τόνος συχνά ακούγεται μελαγχολικός , εκφράζει ανησυχία και θλίψη προβληματισμό, αγανάκτηση – σπανιότερα υπάρχει μια σπίθα χιούμορ ή ειρωνείας.
Όμως πώς όλο αυτό το υφαίνει ποιητικά; Πώς εικονοποιεί το ανεκπλήρωτο; Με ποια μέσα ποιητικά εκπληρώνεται η υπόσχεση που περικλείει ο τίτλος «Περιγραφές του Ανεκπλήρωτου»;
Στις περιγραφές ο ποιητής φλερτάρει με τις εικαστικές Τέχνες : την Τέχνη της Φωτογραφίας, του Κινηματογράφου, της Ζωγραφικής.

Φωτίζει τον χώρο επιλέγοντας τον κατάλληλο χαμηλό φωτισμό. Ο «φακός» του καθοδηγεί τη διαδρομή που θα κάνει το βλέμμα παρατηρώντας κάθε ανεπαίσθητη κίνηση και κάθε χαρακτηριστική λεπτομέρεια.

Απόβραδο / Απλίκες ωχρές φωτίζουν / το πέτρινο σοκάκι της πλατείας. / Χωμένο εκεί μικρό βιβλιοπωλείο / λιλιπούτειο μπιμπελό
(Ποιητικώς ειρημένον)
Ενώ κάποιες φορές οι εικόνες είναι σύντομα – διαδοχικά – αλλεπάλληλα καρέ
Το πελιδνό πρόσωπο του αγοριού / Η ξεχασμένη τσάντα στην καρέκλα / Οι εμβρόντητοι θαμώνες μιας ταβέρνας συνοικιακής
(Περιγραφές του ανεκπλήρωτου)
Όταν «δανείζεται» την παλέτα του ζωγράφου: χρώματά του γίνονται οι λέξεις, προπάντων τα επίθετα. Αυτά φωτίζουν και χρωματίζουν την εικόνα του ουσιαστικού, χαρακτηρίζουν και μεταδίδουν ή προκαλούν σκέψεις και συναισθήματα .
Στα ποιήματα της συλλογής ο ποιητής αξιοποιεί ποικίλες μορφές της ποιητικής έκφρασης: Κυρίαρχη είναι η χρήση του ελεύθερου στίχου βρίσκουμε όμως ένα ποίημα σε στροφές, που μάλιστα έχει τον ομώνυμο τίτλο «Στροφές», συναντάμε ακόμη και μια υποψία ομοιοκαταληξίας, ενώ το ποίημα «Ποιητικώς ειρημένον» ξετυλίγεται σε πέντε ενότητες.
Προπάντων μας ξαφνιάζει όταν φαίνεται να εξερευνά τα όρια και να ισορροπεί ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία.
Σαν κάποιες φορές να δοκιμάζει να νομιμοποιήσει ένα είδος μεικτό, που θα μπορούσα να το ονομάσω «ποιητικό αφήγημα».

Στη συλλογή αυτή επανέρχονται δύο πολύ αγαπημένα θέματα: ο έρωτας και η ποίηση. Ο έρωτας είναι μια οπτασία, ή μια ανάμνηση, η άπιαστη ευτυχία, μορφή του ανεκπλήρωτου. Ζωτικός του χώρος η νύχτα Μέσα στη νύχτα ζει και κυριαρχεί – και διαρκεί όσο και εκείνη, ως το ξημέρωμα.

Το δεύτερο αγαπημένο θέμα είναι η Ποίηση.
Ποίηση: όνομα ουσιαστικό, πολύ ουσιαστικό, γένους επίμονου (εδώ) .
Ο ποιητής βρίσκεται σε μια διαρκή φιλοσοφική αναζήτηση, σε έναν εσωτερικό διάλογο με επίκεντρο ερωτήματα όπως:
• Τι είναι η ποίηση;
• Γιατί γράφουν οι ποιητές;
• Ποιοι και πόσοι αγαπούν την ποίηση;
• Γιατί τέλος πάντων υπάρχει η ποίηση;

Η ποίηση συντροφεύει, ενδυναμώνει και προστατεύει τον ποιητή:

Τέχνη τίκτει τείχη, / τείχη παντοία / μα πάνω απ όλα τείχη επιβίωσης
(Τέχνη τίκτει τείχη)

Άλλωστε μέσα στο δάσος της ποίησης έχει στήσει το δημιουργικό του εργαστήρι. Εκεί ο ποιητής απεργάζεται το νόημα της ύπαρξής του.

Λες κι αν δεν γράψουν , θα πεθάνουν, / θα χαθούν
(Ποιητικώς ειρημένον)
Μα τι χρειάζεται η ποίηση;

Γιατί αν λείψει η ποίηση
Πώς θα ειπωθεί το ανείπωτο,
πώς θα υπάρξει το ανύπαρκτο,
πώς θα ιδωθεί το αόρατο;
(Ποιητικώς ειρημένον)

Ο ποιητής επιλέγει σχολαστικά τις λέξεις που προσδιορίζουν την οπτική γωνία και αποπνέουν το συναίσθημα που θέλει να μεταδώσει. Στο λεξιλόγιό του δεν διστάζει να εντάξει λόγιες λέξεις και εκφράσεις, οι οποίες εναρμονίζονται με το καθημερινό λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί, ακόμη και με το οικείο ύφος πολλών στίχων.

«Τι περίεργο!» μονολόγησα. «Από εκεί που / επιδιώκεις να ξεφύγεις, μέρα τη μέρα χώνεσαι όλο και πιο βαθιά. / Αντιστάθμισμα στη μοναξιά που εμφωλεύει στην ψυχή μας».
(Στο ταξί)

Μέσα στο σύνολο του έργου του Δημήτρη Μπαλτά τα ποιήματα της πρόσφατης αυτής συλλογής αποτελούν συνέχεια και εξέλιξη της ποιητικής του τέχνης. Τολμά ποικίλες μορφές του στίχου. Διαμορφώνει και αναδιαμορφώνει ένα πολύ ιδιαίτερο ποιητικό στυλ.
Η συλλογή «Περιγραφές του Ανεκπλήρωτου» αποτελεί τη δική του αξιόλογη συνεισφορά, την οποία εκόμισε και αφιέρωσε εις την Τέχνην αλλά και σε μας, τους αναγνώστες του.

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
ΚΩΣΤΑΣ Α. ΤΡΑΧΑΝΑΣ

VIVLIO-LIFE.GR 19/9/2022

«Ω Έρωτα, εσύ που σιωπηλά χαμογελάς, άκουσέ με.
Άσε τη σκιά της φτερούγας σου
να μ’ ακουμπήσει.
Άφησε την παρουσία σου
να με τυλίξει, σαν το σκοτάδι
να ‘ταν κύκνου πούπουλα.
Άσε με να δω το σκοτάδι αυτό
με τη λάμπα στο χέρι,
τον τόπο αυτό να γίνεται
άλλος τόπος, ο ιερός του πόθου.
Νυσταγμένε θεέ,
βράδυνε τους τροχούς της σκέψης μου
για ν’ ακούω μόνο
το χιονένιο σου θρόισμα
σαν με κυκλώνεις.
Κλείσε με μαζί με τον αγαπημένο μου
στον κλοιό- καπνό της δύναμής σου,
για να γίνουμε, ο ένας για τον άλλο,
μορφές φλόγας,
μορφές καπνού,
μορφές σάρκας
πρωτοειδομένες μες στο σούρουπο.»

Ύμνος στο θεό Έρωτα – Ντενίς Λέβερτοφ

«… Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο…»
Γιάννης Ρίτσος

«Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν…
Μαρία Πολυδούρη

-«Αγάπη… πριν πω το όνομά σου ήμουν βουβός.
Τι είμαστε;
Είμαστε φευγάτοι από τον καπνό, απ’ τις ρόδες και απ’ τα σίδερα. Είμαστε δυο μαλακοί σάρκινοι άνθρωποι.
Τι είμαστε;
Περπατάμε τυλιγμένοι μες στη χλαμύδα του πρωϊνού κι’ ούτε ένα έντομο δε μας κόβει το δρόμο. Κλειούμε στη φούχτα μας ο ένας του άλλου τα δάκτυλα κι’ αυτό είναι όλο, όλο που θέλουμε…
…Μόνο τούτη η ιερή γη το ξέρει….
είμαστε δυο έκπλαγοι εραστές με μυρωμένα στεφάνια στις κόμες. ..
με μαλακά σάνδαλα.
Ζούμε τα ανθεστήριά μας, τις ξανθές σελήνες των ερώτων μας.
Είμαστε δυο που περίμεναν και δεν περιμένουν.
Δυο που κοιτούσαν τους δρόμους και τώρα κοιτούν τα μάτια τους. Ήμασταν δυο άδειες αγκαλιές και τώρα δυο αγκαλιές γεμάτες.
Πάνω στα μέτωπά μας λάμπουν τα φιλήματα των Θεών.»
Μενέλαος Λουντέμης

Το σημαντικό είναι το γιατί ξεκινάει κάποιος να γράφει ποίηση. Δεν ξέρουμε αν φέρνει κάτι καινούργιο σαν ποιητής, αλλά πιστεύουμε πως ο κάθε άνθρωπος έχει αμέτρητες παραστάσεις εμπειρίες και επιρροές μέσα του και το τι θα βγεί τελικά στην δική του δημιουργία και «σύνθεση» από όλη αυτή την προσωπική του «δεξαμενή», είναι πολύ ιδιαίτερο και ενδιαφέρον. Είναι ένα μυστήριο και για τον ίδιο. Αν είναι βέβαια ένας ειλικρινής εκφραστής της ψυχής του και των συναισθημάτων του και όχι ένας επιτήδειος αντιγραφέας.
Το τι εκφράζει δε και τι συγκινεί τον καθένα είναι –ειδικά στην ποίηση– ένα πολύ υποκειμενικό και ιδιαίτερο ζήτημα, που έχει να κάνει με την αισθητική, το πνευματικό επίπεδο, τον ψυχισμό, ακόμα και την χρονική συγκυρία που έρχεται σε επαφή με ένα ποίημα. Άρα οι ποιητές είναι εκτεθειμένοι και αποζητάνε την κρίση του αναγνώστη, όπως και την επαφή και τον «διάλογο» μαζί του.
«Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» λέει ο Σεφέρης. Ναι ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι ένας αληθινός, αυθεντικός ποιητής είναι η φωνή των πολλών ανθρώπων, γιατί έχει το χάρισμα, την ευαισθησία, γιατί μπορεί να «ακούσει» τις αγωνίες και το συναίσθημα των πολλών. Η σχέση όμως είναι αμφίδρομη. Ο Δημήτρης Μπαλτάς σαν ευαίσθητος δέκτης που είναι, παίρνει ερεθίσματα και μηνύματα από το περιβάλλον του και κυρίως από τα πάθη και τις έγνοιες των ανθρώπων, και τα μετουσιώνει σε τέχνη που τους αντιπροσωπεύει και πολλές φορές τους λυτρώνει.
Όταν άστρα και φωτεινά σώματα συναντιούνται και ορισμένες φορές συγκρούονται στα ουράνια , είναι Έρωτας! Όταν στην αρχή της άνοιξης ο χυμός φουσκώνει την καρδιά του δέντρου , είναι Έρωτας! Όταν δυο πλάσματα βρίσκονται κι αγκαλιάζονται για μία ώρα ή για μία ζωή , είναι πάντα Έρωτας! Πόσο θλιβερή θα ήταν η ζωή μας χωρίς αυτόν! Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς να πετάξουμε στα ουράνια όπως ο Ίκαρος ,δεν μπορούμε όμως αληθινά να ζήσουμε χωρίς Έρωτα…
Έρωτας ήταν ο φτερωτός έφηβος που πολύ συχνά βλέπουμε ,πάνω σε αγγεία , να πετάει πάνω στο μαύρο φόντο ενός ουρανού αβαρύτητας. Το γεγονός ότι ο Έρωτας βρίσκεται πάντα στον αέρα θέλει να πει ότι έχει την εξουσία να ελαφραίνει αυτό που βαραίνει τον άνθρωπο, κάνοντας πιο ανάλαφρη την καρδιά εκείνου που αγαπάει κι εκείνου που αγαπιέται…
Έρωτας είναι η δύναμη που κάνει τα πράγματα να κινούνται , τα όντα να συγκινούνται.
Ο Έρωτας δεν κοιτάζει ηλικίες. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν εξάλλου οι πρώτοι που παρουσίασαν ήρωες ερωτευμένους χωρίς φόβους ηλικίας .Ένα παράδειγμα είναι η Φαίδρα. Ακόμα και ο φτωχός Οιδίποδας είναι ερωτευμένος με μια γυναίκα γερασμένη σαν τη μητέρα του.
Η αγάπη είναι το μόνο ενδιαφέρον στη ζωή ,πολύ περισσότερο από τη δύναμη, από την εξουσία, από τη δόξα και από τα χρήματα…

«Έδεσμα ηδονής ηδύ
ο έρως ο αμετροεπής
κλυδωνιστής των φύλων της ψυχής,
παντεπόπτης αναίσχυντος
κάθε κλίνης ερμητικά κλειστής,
απών εκ του ρεαλισμού του νοσηρού,
ρεμβαστής πραγματικότητας ουτοπικής
νεφελώδους και ηλιόλουστης,
θηριοδαμαστής αδύναμος ορμών θηριωδών.
Έρωτα , εσύ, πολλών επικλήσεων γητευτή»

Βασικό θέμα της ποιητικής συλλογής «Το όνομα του έρωτα» αποτελεί ο Έρωτας. Αυτό το έντονο, ιδιαίτερο, συγκλονιστικό αίσθημα που αποτελεί μία βασική κινητήρια δύναμη της ζωής.
Στόχος της ποιητικής αυτής συλλογής είναι να προσφέρει καταφύγιο σε όλους όσους βίωσαν κάποια στιγμή στη ζωή τους , βιώνουν ή αποζητούν να βιώσουν τον έρωτα…
Σε κάθε του στίχο, ο Δημήτρης Μπαλτάς ,φροντίζει να εξυμνεί τον έρωτα, χαρίζοντας μας κάποια από τα πιο συναισθηματικά και ερωτικά ποιήματα.
Ο Δημήτρης Μπαλτάς δεν είναι δημιουργός υψηλών τόνων, δεν είναι ποιητής ηχηρών σχημάτων. Είναι ταπεινός μέσα στη μεγαλοσύνη του, αγνός δουλευτής του ελληνικού λόγου, έμπειρος καλλιεργητής της ποιητικής αμπέλου . Είναι γνήσιος, βγαλμένος μέσα από τα σπλάχνα της ελληνικής φυλής, καθαρός σαν τη θάλασσα που περιβάλλει τον τόπο που τον γέννησε και τον ανάστησε. Και η ποίησή του είναι ζωντανός άρτος και ομιλητικό νερό.
Προβάλλει στους στίχους του ο ποιητής τα νιάτα, τον έρωτα, τη δίψα για ζωή, τη σφίζουζα πνοή της αγάπης.
«…Αλαργινέ μου έρωτα ,/γιατί είσαι τόσο αλαργινός; /Πλησίασέ με,/λύτρωσέ με./Σε εκλιπαρώ».
«Περάσαμε στιγμές ερωτικές /πάθους κι ηδονής στην/περιποιημένη κάμαρής σου,/ κοντά στα βιβλία σου και/ δίπλα απ΄ την αγαπημένη σου αζαλέα./Ώσπου ξέφτισαν τα κρόσια της/ αγάπης μας/ τα λαμπρά κοσμήματα του/έρωτά μας,/κάλπικα αποδείχθηκαν./Και κάπως έτσι η άλλοτε/φλογερή σχέση μας έληξε/ψυχρά/συγκαταβατικά./ Και κάπως έτσι ο δικός μας Τιτανικός/συνετρίβη στο παγόβουνο/της απελπισίας, της μιζέριας».
Μέσα από τα ερωτικά πλήγματα γινόμαστε σοφότεροι. Οι ουλές είναι τα παράσημά μας. Από τον έρωτα και την άγρια θάλασσα δεν βγήκε ποτέ κανείς αλώβητος (μια χαρακιά έστω). Τιμητικό και για τους δύο πρώην εραστές αυτό το ανεξίτηλο βίωμα.
Διαβασμένος κι ευθυτενής ο ποιητής Δημήτρης Μπαλτάς έρχεται σήμερα να αντιμετωπίσει το φιλοθεάμον κοινό σε μια ποιητική παντομίμα αισθημάτων και συναισθημάτων μονάκριβων, ανταλλάξιμων όμως με την δική μας προσωπική εμπειρία.
Πολλές οι προσλαμβάνουσες εικόνες και οι κοινοί τόποι όπου συναντιούνται οι ματιές μας, συναυτουργών και συνδημιουργών επαρκών αναγνωστών-θεατών.
Εικονική η διήγηση, ακουστική η αφήγηση, περιγραφικός ο λόγος. Εσωστρεφής και ταυτόχρονα φωτεινός, στα ποιήματά του, ο Δημήτρης Μπαλτάς.
Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι πρωτότυπος, γλωσσικά λιτός και συγκρατημένος βλασταίνει στη γη σαν τον υάκινθο, ενώ ηδονικά ατενίζει τον ορίζοντα. Είναι ένας πέρα για πέρα υπαρξιακός, ερωτικός ποιητής.
Πάθος, μελαγχολία, ερωτικό κάλεσμα κι ένα ευφάνταστο νοηματικό και εικονοποιητικό γλωσσικό παιχνίδισμα καλούν τον αναγνώστη σε ένα ποιητικό ταξίδι γεμάτο εκπλήξεις.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΝΙΚΑΣ

CULTURE POINT 10/8/2022

Η νέα ποιητική συλλογή του Δημήτρη Μπαλτά “Το όνομα του έρωτα” από τις εκδόσεις Αποστακτήριο, έχει ξεκάθαρη στόχευση και σε προϊδεάζει εξαρχής για το περιεχόμενο της. Ο έρωτας, αυτό το υπέρτατο συναίσθημα είναι το μοναδικό αντικείμενο του ποιητικού λόγου, το μόνο πεδίο διερεύνησης της παλέτας των συναισθημάτων που προκαλεί, των καταστάσεων που τον προκαλούν, τον επιτείνουν, τον ανατρέπουν, τον καθιστούν πρωταρχική κινητήριο δύναμη για κάθε άνθρωπο.
Ποιήματα που μοιάζουν με μικρά κινηματογραφικά στιγμιότυπα, με σκηνές αισθηματικής έξαρσης και θλίψης ή απογοήτευσης. Σύντομες εξομολογήσεις για απατηλές ελπίδες, ανεκπλήρωτα όνειρα, εν δυνάμει εμπειρίες που το παραπλανημένο μυαλό τους δίνει σάρκα και οστά πριν καν μετατραπούν σε απτή πραγματικότητα.
Ποίηση φορτισμένη με τη δύναμη της καρδιάς που πάλλεται από προσδοκίες. Ρίμες αφηγηματικές με μαεστρία και αναφορές σε κλασικές ποιητικές μορφές της χώρας μας.
Ο Δημήτρης Μπαλτάς, παρά το νεαρό της ηλικίας του, δείχνει αξιοθαύμαστη ικανότητα να αγγίζει με την προσήκουσα προσοχή και επιμέλεια, το πιο ξακουστό και δύσκολο ποιητικό θέμα, τον έρωτα. Τα δείγματα γραφής είναι παραπάνω από ικανοποιητικά και εμφανή τα διδάγματα από τους κλασικούς κολοσσούς της ελληνικής λογοτεχνίας.
Δώστε μια ευκαιρία στον έρωτα, έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται η νεανική ορμή αλλά η σκωπτική πλευρά του νεαρού ποιητή. Είναι σίγουρο ότι δεν θα σας απογοητεύσει.

ΜΕΛΩΔΙΕΣ ΛΗΘΗΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΤΕΡΑΚΗ

ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ 8/4/2023

Κάθε που ανταμώνω με νέους, νιώθω ένα αίσθημα μέγιστης ευθύνης. Μάνα, που σκύβει, ν’ αφουγκραστεί και τον πιο αμυδρό ήχο τους, για να δωρίσει ζωή.
Αν συμβεί να ανταμώσω νέο ποιητή, νιώθω, συνάμα, θαυμασμό και συγκίνηση.
Ένας νέος, ποιητής, ο Δημήτρης Μπαλτάς, βρέθηκε στο δρόμο μου, με το βιβλίο του: “Μελωδίες λήθης”, από τις εκδόσεις Αποστακτήριο.
Ένας αυθεντικός, αληθινός, ωραίος άνθρωπος, προδιαγράφει ένα μέλλον ολόφωτο στο χώρο της γραφής. Ένας ποιητής, που σέβεται τη Ζωή και την Τέχνη. Λιτός, με ξεκάθαρα λόγια, με το όνειρο του ανθρώπου για μια όμορφη κοινωνία των αξιών, για την κοινωνία εκείνη, που κάποιοι έδωσαν και δίνουν τη ζωή τους.
Ο Δημήτρης Μπαλτάς γνωρίζει ότι Έρωτας σημαίνει Ζωή. Και γνωρίζει, πως Ζωή δίχως Επανάσταση δεν υφίσταται.
Γνωρίζει, επίσης, πως έρωτας και θάνατος είναι δυο άκρες που συναντώνται.

Γράφει ο ποιητής:

“…..
Πόσο γρήγορα περνούν οι ώρες…
Αυτές οι τελευταίες ώρες
στο κρεβάτι ενός
καταθλιπτικού, παγερού, απόκοσμου
νοσοκομείου.

Ήρθες το πρωί μ’ ένα τριαντάφυλλο.
Μύρισε ζωή όλο το δωμάτιο
σαν να απόδιωξε βίαια το θάνατο
που απλωνόταν δεσποτικά
με τους πρόποδές του
γερά θεμελιωμένους
στα κεφάλια των ασθενών.

Μα μετά δυο μέρες
τριαντάφυλλο μαράθηκε.”
Με μια, εντυπωσιακά, ήρεμη δύναμη, κι έντονη ευαισθησία, ο Ποιητής καυτηριάζει το παρακμιακό σύστημα που επικρατεί και καταδυναστεύει τους υπηκόους του. Καυτηριάζει το ρατσισμό, τη δουλοπρέπεια, και την υποταγή. Βαθιά ανθρώπινος, προτρέπει στο σπάσιμο των αλυσίδων, που μας έδεσαν και που επιτρέψαμε να μας δέσουν.

Επισημαίνει ότι ο φόβος,

“Στους μύχιους στοχασμούς
ψυχών ανεξερεύνητων

Στις απατηλές αισθήσεις
φευγαλέων εντυπώσεων……” είναι

“Αίσθημα παντοτινό,
τρωκτικό μοχθηρό.

Σέρνεται ύπουλος
στις παρθένες πεδιάδες
των αθώων βλεμμάτων.
Κελευστής θανάτου
η τρομερή ηχώ του.”

Το λεξιλόγιο του Δημήτρη πλούσιο και άριστη η πλοκή των στίχων του.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.