Η BANNA Γ. ΠΑΣΟΥΛΗ γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά και Νεοελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Γλωσσολογία σέ μεταπτυχιακό επίπεδο. Δίδαξε την ελληνική γλώσσα σέ ξένους φοιτητές στο Διδασκαλείο τής Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών άλλα και στο εξωτερικό. Ποιήματα και διηγήματα της έχουν δημοσιευτεί σέ διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.
Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Μέρες τον νόστου (Ηριδανός, 2008)
LUNARIS (Περισπωμένη 2021)
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Εφταξούσιος (συλλογή διηγημάτων Γαβριηλίδης, 2018)
.
.
LUNARIS (2021)
ΤΟ ΛΙΚΝΟ
Σαν το πλεούμενο πού
ανάβει φώτα στο σκοτάδι
γύριζα και λιτάνευα τα βράδια μου.
Έπλεαν μαγεμένα στη σιωπή
κι αφουγκραζόμουνα συνωμοσία
με το φεγγάρι
ανεξιχνίαστο δισκάρι της Φαιστού
μαλαμοκαπνισμένο ασήμι
με λίκνιζε στα φώτα, στα νερά
και μ’ έδινε στον κόσμο
απ’ την αρχή κάθε φορά.
ΤΟ ΦΩΣ TOΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΡΕΜΕΙ
Πάλι, μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας
κι έπλασε τ ’άστρο της νυχτός και τ’ άστρο τής ημέρας.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
α΄
Ήμουν. Μονάχα αυτό θυμάμαι
κι έκανα τάχα πώς κοιμάμαι
τάχα πώς είχα ξεψυχήσει
κι όλα πως τα ’χα πίσω αφήσει
παιχνίδια, σκανδαλιές, τρεχάλες.
Κρυβόμουνα κάτω απ’ τις σκάλες
ώσπου οι μεγάλοι να γυρίσουν
πλευρό, κι ύστερα να μ’ αφήσουν
να συνεχίσω να υπάρχω
σαν το λουλούδι μες στο βράχο.
β’
Ίσκιος γλυκός μεσημεριού
στ’ άπλωμα τού μικρού χεριού
που όλο να ψάχνει αποζητούσε
ό,τι ήταν ζωντανό και ζούσε.
Η ΚΑΘ’ YΠΝΟYΣ ΜΝΗΜΗ
Υπάρχουν γεγονότα
που μοιάζουν με όνειρα
και όνειρα πού μπορούν
να θεωρηθούν γεγονότα.
Για κείνα τα όνειρα, λοιπόν
που τα θεωρείς γεγονότα
και που χτυπούν αναπάντεχα
σαν προσδοκίες καταλυτικές
βραδιά καλοκαιριού συνήθως
η Άνοιξης που δεν αποφασίζει
αν θα ’ρθει.
Κι ενδίδεις
με λυμένα τα μέλη σου
τραντάζεσαι ολόκληρος
από τ’ αναφιλητά
αυτά τα στεγνά αναφιλητά
που σου αφήνουν το βάρος στο στήθος
κι έπειτα κουβαλάς τον εφιάλτη
για πολύ καιρό
ή για πάντα μαζί σου.
Κι έκτοτε σε κατατρύχει η ανάμνηση
κάθε ονείρου
πού είναι ζωντανό γεγονός.
Η καθ’ ύπνους μνήμη.
Κι εκείνη η πίκρα
και η ταραχή του στεγνού αναφιλητού
που σε κάνει να αισθάνεσαι
ότι κάποιος εφιάλτης παίζει
στο όνειρό σου
αυθαίρετα
με το φως του κόσμου.
ΕΝΘΥΜΗΣΗ
Στο χέρι του κρατούσε το πινέλο.
Τραγιάσκα στο κεφάλι. Σκούπιζε τον ίδρωτα που
έσταζε στα κάγκελα. Το αίμα του δαγκωματιά στο
ποτήρι, η δαγκωματιά του ράγισμα του ποτηριού
το χυμένο νερό η υπόσχεση δροσιάς που δεν
γίνηκε να κρατήσω, τα γεράματά του
δεν ήρθαν ποτέ.
’Έμεινε η εικόνα του μεσήλικα που βάφει
τα μεσημέρια μου στον ήλιο, χλωραίνοντας
το μέτωπο στο τάσι του ροδοκόκκινου ουρανού
που τον σκέπασε.
Ο ουρανός σκέπασε την αγάπη
και την απώλεια
το μυρωδάτο χώμα και η λεπτή σαν το θυμίαμα
σκόνη, που σήκωσε μια ξαφνική νεροποντή
αρχές του Ιουλίου των γενεθλίων μου
όταν τ’ απόγευμα έφερε απότομα
την παρατεταμένη νύχτα
εν σωτηρίω έτει
χίλια εννιακόσια… δεν έχει σημασία…
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΡΗΝΟΥ
Ελεύθερη βοσκή στον Ρήνο.
Και σήμερα
ο ήλιος
έκρυψε το αγκάθι
τον θανάτου.
ΤΟ ΒΗΜΑ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ
Ημερολόγιο πάνω στο πλακόστρωτο
τής πόλης του Χάινριχ
Η μέρα ιχνηλατεί τα βήματά της σταθερά
πάνω στους πεζοδρόμους της παλαιάς πόλης
σαν καμουφλάζ της ακινησίας
στην κυκλική αρχή ρυμοτομίας.
Γύρω από το ίδιο κέντρο, λοιπόν.
Μου φαίνεται πώς αδίκως ξυπνήσανε
και σήμερα τον κύριο Χάινε
τα τακουνάκια μας επάνω στο πλακόστρωτο.
Δεν είμαστε καν σίγουροι
πως γυρεύουμε καινούργια πράγματα
κυκλοφορώντας γύρω από τα ίδια
κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό
που μας χαμογελάει τάχατες αλλιώτικα
κάθε καινούργια μέρα.
Κι ενώ εκείνη φεύγει
το ποτάμι
που κάποτε ίδρωνε να ξεδιψά
τη δίψα των χαλκοφόρων ιπποτών
τώρα αφουγκράζεται τη γρήγορη ανάσα
των δρομέων ιπποτών της κατανάλωσης.
Πάνω, ψηλά, τα σπίτια τα παλιά
ανταλλάσσουν κουβέντες
σε γλώσσα πέτρινη, με λόγια υπερωικά.
Χάσκουν απ’ τα παράθυρά τους
δόντια χρυσά μέσα στο φως το βράδυ.
Μες στους αρμούς τους είναι θαμμένα
τα παλιά τραγούδια.
Δεν τα ακούμε παρά μονάχα
τους χτύπους της καρδιάς μας
τη λαχτάρα μας για καινούργια πράγματα
που δεν ξέρουμε πού να τα ψάξουμε.
Ά, να μπορούσαμε να βρούμε τραγούδια
σ’ ένα ρυθμό που δεν τον έχει τραγουδήσει κανείς
βεγγαλικά πιο όμορφα κι απ’ τη βραδιά των Ιαπώνων
και να ξορκίσουμε την κούραση απ’ τα μέλη μας
όταν η μέρα φεύγει
να πάψει πια να σέρνεται πάνω στο σώμα
σαν ήσυχο, κρύο φίδι
που φέρνει μιάν αλλόκοτη έω.
Ντύσσελντορφ, 2011
ΤΡIA ΕΛΕΓΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ανεπαισθήτως όπως θλίψη
το καλοκαίρι κύλησε.
ΕΜΙΛΤ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
(απόδ. Έλλη Συνοδινού)
ΤΟ ΝΥΣΤΕΡΙ
Στις σκάλες των μαλλιών μου
είναι πλεγμένα κάποια φεγγάρια
του καλοκαιριού ακόμα
παγιδευμένα στα χτενάκια μου.
Με τον αγέρα του χειμώνα
γλιστρούν ηδονικά
απ’ τον αυχένα ως τη ραχοκοκαλιά
ανασαλεύοντας πόθους νεκρούς
μνήμες και πρόσωπα.
Το καλοκαίρι, που ανυποψίαστα
έκρυψε το νυστέρι του στα ρούχα μου
κυλάει δήθεν αδιάφορα
ανάμεσα στα μέλη.
Με τις κλειδώσεις μου σημαδεμένες
τα μάτια κόκκινα
και την καρδιά μήνες μπροστά να προχωρεί
στο καλοκαίρι, ξέρω
προκαταβάλλω τον φόρο του αναλογούντος αίματος
ήδη
από τα μέσα του χειμώνα.
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
Η ζωή δεν είναι άνθρωποι ή τόποι
άλλα σκέψη και αίσθημα.
WALLACE STEVENS
(απόδ. Χάρης Βλαβιανός)
ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Δρόμους πήραμε, δρόμους αφήσαμε…
Περπατήσαμε στο δάσος
φορώντας τα κόκκινα σκουφιά μας ως τ’ αυτιά
αναπαυμένοι στη μυστική συμφωνία των πουλιών
για ένα κομμάτι ουρανό, σ’ ένα διάνυσμα ριπή
ελευθερίας
ή ακόμη και στην υπομονή των δένδρων
όταν κυοφορούν τα μυστικά μας στη σιωπή.
Δεν κοιταχτήκαμε στα μάτια, λοιπόν.
Δουλέψαμε εντατικά, είν’ αλήθεια.
Τυφλοί, κουφοί κι αυτάρκεις
μαζέψαμε λουλούδια.
Στο διάβα μας δεν μάς απάντησε κανένας κυνηγός
(άστοχη, φαίνεται, εποχή σ’ άστοχα χέρια
ποιος προστατεύει πια ανυποψίαστους στα δάση;)
Ο χρόνος μοναχά, πιστό σκυλί
μάς πήρε στο κατόπι
δίχως αφέντη τάχα
και σαν εμείς να κάναμε τούς κυνηγούς.
Μα όπως σέ κάθε παραμύθι
υπάρχει η στιγμή της δολιότητας
κι αν έχει πρόσωπο, έχει φωνή
ξάφνου εμφανίστηκε μπροστά μας
με στόμα λύκου, σαρκαστικός.
Πέθανε, μάς είπε. Έτσι, χωρίς αιδώ.
Γιαγιά δεν υπάρχει πια εδώ.
Τώρα, ποιοι έζησαν καλά και ποιοι καλύτερα
ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΡΧΑΡΙΟΥ ΔΥΤΗ
Θάλασσα απέραντη και βουερή, υγρή μητέρα
ξέρω θα σύρεις
τ’ αλλοτινά μου είδωλα
στη σήψη ή στην οξείδωση αναμφίβολα.
Όμως εκείνα τα ακρογιάλια που ερωτεύτηκα
καθώς η ανάγκη, ανάδοχος της ένδειας
τα είχε βαφτίσει ιδανικά χωρίς να με ρωτήσει
μην τα μολύνω.
Ας μην ξεχνώ πως με την άρμη τους σιτεύτηκα.
Μένει ν’ αποτολμήσω τώρα την κατάδυση
κι ο ενδοιασμός στο ενδεχόμενο του πάτου
και στην ιδέα ενός ανάξιου θανάτου.
Μα για φαντάσου με στην ύστατη ανάδυση
κι όταν το ξόδι μου στολίζουν τ’ αρμυρίκια
την πλανεμένη μου ψυχή καθάρια και ανάλαφρη
ένα μαργαριτάρι ν’ ανασύρει από τα φύκια.
ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΑΤΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
Ο ουρανός και η απελπισία λαλούσι με αποσιωπητικά…
ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΕΙΣ ΠΑΡ’ ΟΛΙΓΟΝ ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΝ
Ένα μεγάλο αστερόεν πηγάδι
και ένα χρόνιο γεώδες μυστικό
του εξασθένισαν τη διάθεση
για αναχώρηση
προς φωτεινό ουρανό υπονοούμενο
γεμάτο αστέρια, ζώδια και φωτιές
γεμάτο με βουστροφηδόν τροχιές
παραλλαγών του χάους.
ΕΙΣ ΚΟΣΜΟΚΑΛΟΓΕΡΟΝ
Μυρίζει χώμα της βροχής
στις βραδινές μοναχικές πορείες του.
Δάκρυ της μοναξιάς του αλεξίσφαιρο
κι αντανακλάσεις πορφυρές της καρτερίας
πάνω σέ πλαίσιο γυάλινο·
ένα καράβι κολυμπάει στον ουρανό
χτυπάει σε ξέρες πότε πότε το δωμάτιο.
«Παράθυρο του κόσμου» το ονομάζει,
που είναι κοντά και είναι, αόρατος
για να κρατάει τις συμβάσεις
να έχει ένα μυστήριο και μια έκσταση
να έχει στον χώρο του μυαλού του τη δέουσα έκταση
να τον κρατάει ως το πρωί σ’ ενδιαφέρον
να δίνει τελικά στις σκέψεις του
εκείνη που τους πρέπει τη γήινη προέκταση.
ΕΙΣ ΦΟΝΙΣΣΑΝ
Έπνιξε και τούτη τη νύχτα
στα παραπήγαδα των λογισμών
χωρίς να λυπηθεί τις
άναρθρες κραυγές της.
Προτού να ξημερώσει
πηγαίνει ακροπατώντας
να την τυλίξει στα σεντόνια της
για να τινάξει το τίποτε
να πέσει στο κενό
μήπως —απόψε έστω—-
κυλήσει κατά λάθος
κάποιο κρυμμένο νόημα
σαν κέρμα που περιμένει
την ανταλλαγή του.
ΕΙΣ ΠΡΩΗΝ ΕΡΑΣΤΑΣ
Στενεύουν κάποτε και οι καρδιές
σαν πολυκαιρισμένα υφάσματα
σέ σώματα πού άλλαξαν διαστάσεις
και δεν χωράνε πια στο μέγεθος
της αγάπης.
ΑΠΟΛΟΓΟΙ
Σκηνή πας ο βίος και παίγνιον· ή μάθε παίζειν
την σπονδήν μεταθείς, ή φέρε τας οδύνας.
ΠΑΛΛΑΔΑΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ MOΥ
Το σπίτι, μου μικρό καράβι.
Έχει παράθυρα για φινιστρίνια
και για ιστία δυο τέντες βουερές
μνήμη απαστράπτουσα σαν τα μωσαϊκά του
και καναρίνια κι απ’ τις δυο αυλές.
Το σπίτι μου σαν ταξιδεύει
δεν αγαπάει να μ’ αποχαιρετά
όλο λιμάνια, όλο κάβους πιάνει
και στα θεμέλια σίγουρο πατά.
Ήλιος γλυκός στην πέτρα πάνω
και χιώτικο το γιασεμί
να μη φοβίζουν τα τριξίματά του
να μην αγριεύει στη σιγή.
Σπιτάκι μου, μικρό καράβι
κίτρινα καναρίνια στην αυλή
παράθυρα, λουλούδια, φινιστρίνια
δένδρα που αφήσανε τα ίχνη
και ρίζωσε η απαντοχή
καθώς ημέρωνε του νου η γραμμή
και στον ορίζοντα ξεμάκραινε η λήθη.
Σπίτι, στυλώσου στη γραμμή σου
χάραξε τις συντεταγμένες σου
ταξίδεψέ με απ’ την αρχή
γίνε μαζί βαρκάρης και σκαρί
και ουρί του παραδείσου.
AMARO
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα της γύρης
Όλη η πόλη κατάμονη.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Και αν το σήμερα από το ελάχιστο καμωμένο
σαν άγριο πουλί που αιφνιδιάστηκε
στη λάμψη της υστεροβουλίας
και της μικρότητάς του
κλέβει τις μέρες μας βαλσαμωμένο
επάνω από την πάχνη των βουνών
στα μεθυσμένα μεσημέρια του χειμώνα
ασφυκτιά μεσήλικας, ασθματικός καιρός.
Ίσως το αύριο να δυναμώσει τα ισχνά του χέρια
και να συνάξει πονετικά τη βουβή
μαρμαρωμένη πάχνη επάνω από τη χώρα.
Τότε και ο Αχώρητος του ψηφιδωτού
θα μας παραχωρήσει Πλατυτέρα
που με τα κράσπεδα των ιματίων της
θα σκουπίσει τρυφερά
το δάκρυ του νηστικού παιδιού και του ληστή
τον ένοχο ιδρώτα.
Ύστερα, μέσα σε ιλαρό απόγευμα
δεν θα μπορέσουν ούτε ο τελώνης ούτε ο γραφιάς
παρά να αιχμαλωτίσουν αμήχανα
όσο που να φυσήξει τη χρυσόσκονη
από το ρούχο της η αιθρία
μικρήν αχτίδα φωτός υπερουσίου
προτού εκείνη φυγαδεύσει τις μέρες μας
κρυφά στο καραβάνι της ερήμου τους.
ΖΗΤΗΜΑ ΧΡΟΝΟΥ
Πάνω απ’ τους τάφους των κεκοιμημένων σαν βρεθώ
έχω ένα κέρδος: Τον χρόνο συνήθως αγνοώ.
Γυρίζω ξένοιαστη κι ώσπου να μπω στο σπίτι
κάτι αδιόρατες σταγόνες κόκκινες
διαγράφουν την πορεία μου.
Λεπτά και ανεπαίσθητα
με λεπτοδείκτες διαφανείς έχει καρφώσει εκείνος
το σημείο της καρδιάς που αιμορραγεί
ώσπου φωνάζω: Είμαι ακόμη ζωντανή !
Τρέχοντας να ηχογραφήσω τους παλμούς της
στον παλμογράφο της ανάγκης
σκοντάφτω στο μεγάλο, όρθιο ρολόι του διαδρόμου.
Ισορροπώ στο παρά πέντε.
Όρθια μ’ εκγυμνάζει η καθημερινότητα των ζωντανών
να στέκομαι με προσοχή μπρος σέ μικρά
ή μεγάλα διαστήματα.
Να σέβομαι τον χρόνο, πολύτιμος, σου λέει.
(Τα χρόνια δεν γυρίζουν πίσω.)
Έτσι κι αλλιώς
με σεβασμό ή χωρίς, με διάθεση αγαπητική ή όχι
εκείνος θα μ’ εκδικηθεί. Μια παραχώρηση μονάχα:
Ευχές μου επιτρέπει άπειρες. Δεν του κοστίζουν.
.
ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ (2008)
ΣΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Πως να μιλήσω με τα δένδρα
τη γλώσσα της υπομονής εγώ,
που δεν υπέμεινα μήτε για ένα καλοκαίρι
τον δίκαιο ρυθμό του ουρανού;
Σπαταλημένη μέσα στην αχλή
φλεγόμενου και χαύνου θέρους
εξάτμιζα τον πόθο,
ώσπου της φθινοπωρινής βροχής
το πρώτο δρόσισμα
καινούργια ενυδάτωνε δράματα
κι εφύτρωνε παραμυθητική η ελπίδα
μπροστά στο έλεος της νέας ανθοφορίας.
Άπειρες διαθέσεις άλλαξε ο καιρός,
μεγάλη η σοδειά που άδειασα
μες στις χωματερές των κυκλο-
θυμικών συναλλαγών μου.
Τώρα
στου ήλιου την αναφορά
στοχάζομαι πως πρέπει απ’ την αρχή
να μάθω
τουλάχιστον προπαίδεια της θάλασσας,
για να μη κολυμπάω ανίδεη
στον ρουν των γεγονότων
με διάθεση βεβαίως ενεργητική,
ενίοτε όμως και παθητική
— βοηθούνε τα μελτέμια—
μα πάντοτε ενεστώτος χρόνου
εξακολουθητικού
από την εποχή ακόμη του Ηράκλειτου.
Παίζουν τα βότσαλα στις κοίτες των χείμαρρων
κι ακούω τα βράδια το νεράκι να με λοιδορεί:
ρεί, ρεί, ρεί, ρεί, ρει…
ΜΕΡΕΣ TOΥ ΝΟΣΤΟΥ
Στις μέρες των ερώτων
του νόστου ο έρωτας κάποτε
μας αρρώστησε
(παροξυσμός μιας νοσταλγίας πρωτόγνωρης
για την πατρίδα με τις άκοπες, αλώβητες μηλιές).
Όμως δεν ξέραμε τι πα να πει αγάπη
και κάθε δείλι ονειρευόμασταν
κάτω από διάφανο ουρανό με λίγα ξέφτια απελπισίας
νήπιοι και μωροί
παραδομένοι στην ποδιά ευφρόσυνης οδύνης.
Όταν ο χρόνος ράγισε
και σχηματίστηκαν τα πρόσωπά μας
πρισματικά, χωρίς μορφή
ήταν αργά να μάθουμε ζωή
τι πάει να πει.
Περιδινόμενοι μέσα σ’ αυτά που μας ξεκλήρισαν
σκορπίσαμε
σαν τα παιδιά των πεθαμένων πιά γονιών
που δεν μπορούν
να μοιραστούνε την κληρονομιά
κι αδίκως χαραμίζουνε το κληροδότημα.
ΑΛΛΗΓΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Μνήμη μου καλοτάξιδη
και μη με πας του μάκρου
τι έχω φωνούλες γνώριμες
αγάπες αφημένες
που τις ακούω την αυγή
τους τραγουδώ το δείλι
και το θαμπό τ’ απόβραδο
τους καίω το καντήλι.
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΠΩΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ
Λιτό κι αριστοκρατικό
δωμάτιο
όπως αρμόζει σε μια τέτοια καλεσμένη.
Το ξέρει πως δεν κλήθηκε επί τούτου
κι εγώ το ξέρω
δεν προσπάθησα πολύ
σαν παλιοί γνώριμοι κι οι δυο
δεν επιμένουμε σε αβρότητες.
Στέκει ψηλά, λίγο ψηλότερα από το
θύμα της
μέχρι που στάζουν οι θερμές
σταλαγματιές της
και με κοιλαίνει όπως η βροχή
την πέτρα.
Έτσι σκαμμένη όλο και πιο βαθιά κάθε φορά
με αφήνει άγρυπνη
και χωρίς τύψη αποτραβιέται σιωπηλά
στα μέσα δώματα
τάχα να κοιμηθεί
τον ύπνο του δικαίου.
ΓΡΑΦΗ
I
Γράφεις
και μοιάζεις της σελήνης
που τριγυρνάει στα ερέβη
κάποτε μισή
έλκουσα και έλκόμενη.
Διαγράφεις στην ουσία την ’ίδια πορεία
πότε μιλάς ως Νέα Σελήνη
από τη μεριά του φωτός
κι άλλοτε ως Πανσέληνος
σιωπάς μες στο σκοτάδι.
ΑΠΟΥΣΙΑ
Η ώρα νυχτώθηκε ξεχασμένη
στην ηδονή της ρέμβης.
Δένδρα που χαμηλώνουν
τους τελευταίους προβολείς και
καημοί των κορμών που κοιμούνται και
δάκρυ άστοχα χυμένο
στη φτέρνα της ’Άνοιξης.
‘Ολοένα παίζει τη σιωπή
ο ουρανός
υπογράφοντας την απουσία σου.
ΘΕΡΙΝΟ ΜΗΝΟΛΟΓΙΟ
Το κενό μυρίζει καλοκαίρι
Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
1
Υψώθηκαν τα ιστία στα μπαλκόνια
κι υστέρα η τύρβη αποκοιμήθηκε
μες στο βαθύ παυσίλυπο κρεβάτι
του καλοκαιρινού μεσημεριού,
την ώρα δηλαδή που σκύβει ο ήλιος
λειαίνοντας τα πρόσωπα
κι αχνίζει η ψυχή στο δέρμα που σκουραίνει
ενώ ετοιμάζεις τα δρεπάνια σου
για να θερίσεις τον καρπό του ρεμβασμού
της προσδοκίας, της αποκάλυψης
σ’ ένα κενό γεμάτο αχλή
ακαθόριστο
που μέσα πέφτει πρώτος ο Ιούνιος.
Η ΝΕΑ ΜΕΡΑ
Ανοίγουνε τα μάτια έκπληκτα σχεδόν
μπρος στο μπαλκόνι ο έξω κόσμος
είναι σκόρπιος
κι η υγρασία εξακοντίζει τις περόνες της
στα μπράτσα και στα πόδια και στο κορμί
μια σύψυχη ανατριχίλα.
Πως αγκαλιάζεις έπειτα στο ρούχο το ζεστό
την ώριμη σάρκα σου
τραβώντας τις κουρτίνες ήρεμα να δεις
το σπίνο να ρουφά ζωή απ’ το νερό
που σώθηκε μες στο πεσμένο φύλλο
τα κάγκελα να στάζουν ’δω κι εκεί
και γύρω ανάκατα σκούπες, φαράσια
κι ένα σωρό άλλα πράγματα
νοικοκυριού η κηπουρικής
πεσμένα ανάσκελα δείχνοντας
να μην έχουν χάσει τη βολή τους.
Κι όλα σου φαίνονται καλώς αναπαυμένα
ξαφνικά
και γενναιόδωρη η ανατολή
σου ευαγγελίζεται
ολόκληρη τη νέα μέρα
κι ας ξέρεις πως την έγνοια σου
δεν μοίρασες ξεκάθαρα στο δίκιο
μέχρι τώρα.
ΚΑΙΡΙΚΑ
Ο Καιρός πολύς
ο έρωτας λίγος
άνεμος πάνω στα κύτταρα
των εποχών
φυσάει
μιάν ευωχία φυλλοβόλα
που αναρωτιέται για τον κλήρο της
μα πεινασμένο θα σ’ αφήσει τελικά,
γυμνό κλαρί.
Γυμνή φωνή
που απεκδύεται το λόγο της
και πάνω στο σώμα ασεβούν
άλαλα χείλη.
Ντύνεται τότε το βαρύ παλτό
φοράει ενισχυτικά
μη τον στοιχειώσει η παγωνιά
κόκκινη, πηχτή σαν ξεραμένο αίμα.
Τα βράδια ανατριχιάζει χωρίς φως
γυρίζει το πλευρό κι αποκοιμιέται.
Βλαστάρι αγάπης τοκισμένης
κι εξόριστος σαν ποιητής
απέναντι στο φίδι του Καιρού
που όλο διψάει αναμετριέται.
Η ΗΧΩ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
ΙΙ
Αινείτε Αυτόν
με όλα τα έγχορδα και τα πνευστά
τα δυτικά κρουστά και της Ανατολής
αινείτε Αυτόν
με όλα τα χρώματα
του πρωινού, του δειλινού
μ’ όλες τις συγχορδίες των αστερισμών
με όλα τα φυτά, τα χώματα, τα αρώματα
τους πάγους, τα νερά, τους βράχους
με όλα τα περάσματα
και μ’ όλους τους σεισμούς
και τους κατακλυσμούς
Αινείτε Αυτόν
με τα σαξόφωνα των οδυρμών
στη διαπασών.
ΣΤΙΓΜΗ
Ύστερα βγήκα στη βεράντα
μ’ ένα τσιγάρο αναποφάσιστο στο στόμα
με μια καρφίτσα αδέξια μπηγμένη
στο μέρος της καρδιάς και
το σημάδι φωτεινό
στο στέρνο.
Ανάσαινα βαριά κι αφουγκραζόμουν
τις μυστικές πορείες του νερού,
κάτι τριξίματα ανεπαίσθητα μέσα
στο σκούρο χώμα
που το χαρχάλευαν με άδηλη χαρά τους
τα ζιζάνια.
Σαν την ακρίδα στάθηκε το βλέμμα μου
θολό κι απροσδιόριστο
μισό πάνω στα φύλλα
μισό προς την απέναντι μεριά
με σταθερή κάποια οπτική γωνία
που τράβηξε τον χρόνο από πάνω της
και τον απόθεσε σαν πανωφόρι εωθινό
στο χάος.
ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ
Άφησε το φτερό να του χαράξει
τα τελευταία σύμβολα επάνω στο χαρτί,
κάτι περίεργα ερπετά που σέρνονταν
έτσι όπως τα ’βλεπαν τα θολωμένα μάτια του
και αινιγματικά μισόλογα
μάταια… ματαιόπονα… η κάτι τέτοιο.
Η αποτραβηγμένη του πνοή
πρόσθεσε βάρος περιττό στο σώμα και
στο χέρι που υποχώρησε με βία
κι έπεσε άψυχο στο μελανοδοχείο
χύνοντας το σκοτάδι
στον κόσμο γύρω του
απότομα.
.
Ο ΕΦΤΑΞΟΥΣΙΟΣ (2018)
TO ΣΥΧΩΡΙΟ
Γρήγορα κύλησε εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής στην κουζίνα με τα καινούργια της ντουλάπια. Έδειχναν να λάμπουν απ’ τις φωτοσκιάσεις του κρυφού φωτισμού πάνω στον πρωτότυπο συνδυασμό των χρωμάτων που η
ίδια είχε διαλέξει. Έραψε έπειτα τραπεζομάντηλο στις ίδιες αποχρώσεις και κουρτίνες. Τώρα οι καθημερινές δουλειές έμοιαζαν πιο επίσημες, λες κι άλλαξε κάτι στην τελετουργία. Δεν της φαίνονταν ρουτίνα για την ώρα.
Μαζί της κι ο μικρός όλο το απόγευμα. Δεν είχε το κουράγιο να κατεβεί ούτε μέχρι την αυλή για να παίξει, μιας και ο αγαπημένος του φίλος είχε από νωρίς το απόγευμα, σχεδόν μεσημέρι, ξεκινήσει με τους γονείς του για τις καλοκαιρινές του διακοπές. ’Εκείνος θα έφευγε τον Αύγουστο, αφού οι δικοί του ανήκαν στους αδειούχους του Αυγούστου. Ένας μήνας λοιπόν αβάσταχτης μοναξιάς και ρουτίνας χωρίς ενδιαφέρον, μέχρι να έρθει και η δική του η σειρά να αλλάξει παραστάσεις, να αναπνεύσει επιτέλους αέρα κι όχι καυσαέριο, να πλατσουρίσει στα γλυκά πράσινα νερά, δήθεν πως κολυμπάει, «είδες, μαμά, είδες που έμαθα να κάνω βουτιές;», να γίνει ένα με το χώμα μέσα στο κτήμα, να ζήσει φυσιολογικά. Υπάρχουν βέβαια στην πόλη και οι παιδικές χαρές και τα γήπεδα, που πηγαίνει πολλές φορές με τον πατέρα για μπάλα, άλλα ο φίλος είναι το κάτι άλλο. Γι’ αυτό η παρουσία κάποιου άλλου δίπλα του εκείνο το δειλινό ελάττωνε το κενό από την απουσία της ξένοιαστης παιδικής του συντροφιάς. Προτίμησε λοιπόν να μείνει μαζί με τη μητέρα.
’Εκείνη με απλωμένα τα υλικά στους πάγκους και στο τραπέζι, εκείνος με τα αυτοκινητάκια, τις αυτοκόλλητες κάρτες και τους μαχητές του πάνω στον καναπέ. Ολοένα έμπλεκε μέσα στα πόδια της.
«Πήγαινε πιο κει, παιδάκι μου, θα σε πατήσω. Θα μου ρίξεις τις κατσαρόλες!»
Εκείνος όμως όλο κι έβρισκε πρόφαση για να ανακατευθεί:
«Μα θέλω να σε βοηθήσω, μαμά!»
Πιο πολύ ήταν η περιέργεια για το τι έφτιαχνε η μητέρα του με τόση σπουδή εκείνο το απόγευμα, μια κοιτώντας το χαρτί με τη γραμμένη συνταγή, μια ανακατεύοντας τη χύτρα στο μάτι της κουζίνας η ανοιγοκλείνοντας τα ντουλάπια το ένα μετά το άλλο. Ήταν η πρώτη φορά που τα έφτιαχνε μόνη της, και τα υλικά πολλά και ο τρόπος ετοιμασίας συγκεκριμένος.
Ήταν και η μεγάλη συναισθηματική φόρτιση ύστερα από το συγκλονιστικό όνειρο της προηγούμενης βραδιάς…
Τον είδε, τον πατέρα, μετά από τόσα χρόνια, τον είδε στον ύπνο της το προηγούμενο βράδυ, σε κάποιες περίεργες φάσεις, χωρίς συνειρμό. Σαν να ’ταν εκείνος ξαπλωμένος μ’ ένα σκούρο κοστούμι και λουλούδια στο κεφάλι κι από μακριά ένα κύμα φωτός.
Ξύπνησε αναστατωμένη και, σαν πλησίασε το ημερολόγιο, όπως το ’χε συνήθεια να κάνει κάθε πρωί με το φλιτζάνι του καφέ στο χέρι,
ανατρίχιασε. Δάκρυα καυτά χύθηκαν ευθύς από τα μάτια της κι άρχισαν να αυλακώνουν τα μάγουλά της, ενώ ο αριθμός στο ημερολόγιο, θαμπός, της φάνηκε πως κουνήθηκε αργά αργά, λες κι άκουσε κάποιο περίεργο σήμα
εκκίνησης σ’ έναν απόκοσμο αγώνα δρόμου. Σκουπίστηκε με βιάση και ξανακοίταξε: 7 Ιουλίου, Κυριακής Μεγαλομάρτυρος. «’Επτά εβδόμου, εβδομήντα…» Σημαδιακή ημερομηνία για κείνην, για την οικογένεια. ’Όχι τυχαίος ο αριθμός. Πίστευε από τότε πως κάποια περίεργη μοίρα αγκάλιασε το σπιτικό τους.
Έτσι πήρε την απόφαση. Ως τότε η μητέρα ήταν εκείνη που φρόντιζε γι’ αυτά τα πράγματα. Όμως το όνειρο που είδε το προηγούμενο βράδυ, η συγκεκριμένη ημερομηνία, αυτή η σύμπτωση, δεν της φάνηκε καθόλου τυχαία.
Φέτος θα έφτιαχνε εκείνη τα κόλλυβα. Θα τα πήγαινε ύστερα στην εκκλησία και, αφού θα τα διάβαζε ο παπάς, θα τα μοίραζε στη γειτονιά. Άλλωστε την επαύριο ήταν Σάββατο. Κι αυτό σύμπτωση;
Στο μεταξύ ο μικρός, παίζοντας και παρατηρώντας τη διαδικασία της προετοιμασίας, έκανε όλο ερωτήσεις:
«Γιατί, μαμά, τα φτιάχνουμε τα κόλλυβα; Η γιαγιά μου είχε πει πως οι πεθαμένοι θέλουν συχώριο. Τι θα πει συχώριο, μαμά; Κι αφού ο
παππούς μου πήγε στον Χριστό, όπου όλα είναι φωτεινά, όπως λες, γιατί τα μάτια σου είναι κόκκινα; Έκλαιγες, δεν έκλαιγες; Πόσο θα ’θελα να γνώριζα τον παππού μου, που έχω και το όνομά του. Γι’ αυτό, όταν μεγαλώσω, ξέρεις τι επάγγελμα θα κάνω; Θα γίνω αστρομαχητής, για να τον βρω στ’ αστέρια. Μαμά, τι είναι το επάγγελμα;»
«Τι λες, παιδί μου; Δεν υπάρχουν αστρομαχητές!»
«Υπάρχουν, υπάρχουν! Αφού τους βλέπω στην τηλεόραση, στα παιδικά!»
Θεέ μου, τι τα θέλουνε τα παιδικά; Πόσες φορές έκανε τη σκέψη για μια γενναία απόφαση να εξαφανίσει αυτό το καταραμένο κουτί από το
σπίτι. Τι σύγχυση, Θεέ μου, τι διαστροφή!
Πέρασαν ώρες ολόκληρες. Το κόλλυβο ετοιμάστηκε. Ήρθε το βράδυ. Εκεί, ανάμεσα στο στάρι, στο αλεύρι, στα ρόδια και στο συμβολισμό τους, επιστράτευσε όλη της τη σοφία και τη μαεστρία για να πείσει το παιδί να μην πιστεύει σε άστρο μαχητές, που βίαια θα φέρουν τη δικαιοσύνη και την ευτυχία στον κόσμο.
Προς στιγμήν έδειχνε να πείθεται εκείνο κοιτώντας τη με τα πελώρια μάτια του όλο εμπιστοσύνη, αλλά και θαυμασμό για το έργο των χεριών της, που είχε ολοκληρωθεί πιά, Ύστερα από λίγο έσκυψε πάλι πάνω στα παιχνίδια του,
που με καλή πρόθεση, και άγνοια ίσως, του προμηθεύσαν στις γιορτές θείοι, νονοί, παππούδες. Άστρομαχητές, σκληροί διεκδικητές της επίγειας δικαιοσύνης, μορφές σκληρές, μυώδεις, ανάλγητες. Έφερε στο νου της το παιδί τα βράδια που κοιμάται τριγυρισμένο από τις περίεργες αυτές φιγούρες και θυμήθηκε αυτό που της είχε πει κάποτε: «Τα βάζω δίπλα μου για να με φυλάνε». Πάγωσε, όπως και τότε.
Ο ύπνος δεν ερχόταν στα βλέφαρα εκείνο το βράδυ. Θες από τη συγκίνηση για την επόμενη μέρα, θες από τη συζήτηση με το παιδί όλο το απόγευμα…
«Όσα δεν μπορείς να τα πεις στο παιδί πες τα στην Παναγία» της είπε ο γέροντας, άγια μορφή, κάποια φορά που αξιώθηκε να πάρει ευλογία. Γαλήνεψε η ψυχή της τότε και παρακάλεσε ώρα πολλή, ώσπου αποκοιμήθηκε.
Το πρωινό του Σαββάτου ξύπνησε από τις φωνές και τα σκουντήματα του παιδιού:
«Σήκω, μαμά, και περιμένει ο παππούς το συχώριο στην εκκλησία! Εγώ θα καθίσω απέναντι από την πόρτα που ανοιγοκλείνει ο παπάς και βγαίνει με τα παπαδάκια, αυτήν με τον ζωγραφιστό άγγελο, που είναι όμορφος σαν τον Άγιο Γεώργιο που έχω πάνω απ’ το κρεβάτι μου. Και θα είμαι φρόνιμος, θα δεις!»
2001
Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ
Πράσινες θάλασσες συναντούσε συχνά άλλοτε. Κλεισμένες προστατευτικά μέσα σε κόλπους, περιτριγυρισμένες από πεύκα και άλλα είδη πευκοειδών και θάμνων, σωματοφύλακες πιστοί και παρατηρητές μιας αέναης κίνησης, κλειστής φαινομενικά αλλά κάθετα συνδεόμενης με τα μυστήρια και τα απροσδόκητα των ουρανών. Έτσι αναδεικνύουν τον περιβάλλοντα χώρο τους, που σου αποκαλύπτεται κάποτε εντελώς αναπάντεχα. Εκεί που γι’ αλλού πήγαινες, έξαφνα αυλαία σκηνικού μπροστά σου.
Ουράνιες τις έλεγε, παρότι πράσινες. Μεγαλειώδεις, παρότι μικρές. Σ’ αυτές έβρισκε τον εαυτό του. Στη μεγάλη παραλία χανόταν. Δεν τον θάμπωναν τα χιλιόμετρα που χάνονταν στον ορίζοντα. Η μικρή θάλασσα τον έσκεπε. Όριζε την αντοχή και τα όριά του. Ήταν σαν το σπίτι του. Οι φωνές των άλλων
τριγύρω έμοιαζαν οικείες, συγγενικές. Η φροντίδα προσωπική. Έτσι ανοργάνωτες όπως ήταν συνήθως, ο καθένας μόνος του προνοούσε για τα απαραίτητα της καθημερινής απόλαυσης. Μια όαση φυσική, παρθένα,
ανοιχτή στον κόσμο, μα καθόλου κοσμική, φτιαχτή, κραυγαλέα.
Σε τέτοιες οάσεις καθηλωνόταν με τις ώρες. Μέτραγε το χώρο σπιθαμή προς σπιθαμή, δεν έμενε βραχάκι ανεξερεύνητο, γούβα που να μην αφουγκραζόταν τον παφλασμό των κυμάτων, κοχύλι που να μη μετρούσε το σχήμα του, αδιαφορώντας για τα βλέμματα των άλλων πάνω του. Η πιο αγαπημένη του
όμως απασχόληση ήταν η συλλογή βοτσάλων. Αναζητούσε τα πιο σπάνια βότσαλα, αυτά με τις λεπτές ραβδώσεις που εγχάραξαν οι αιώνες πάνω τους. Διακρίνονταν μονάχα όταν το κύμα άφηνε το βερνίκι του στο σώμα τους. Τις
έπαιρνε στο σάκο του και τις φορτωνόταν στο ταξίδι για την Αθήνα. Όταν έφτανε, τις παρατούσε στο υπόγειο του σπιτιού κι η μάνα συνέχεια φώναζε. Τι θα τις κάνει όλες αυτές τις πέτρες που πιάνουν το χώρο ανάμεσα στους
τενεκέδες με το λάδι και τα εργαλεία του πατέρα; Εκείνος σκεφτόταν να τις βερνικώσει κάποτε και να φτιάξει με αυτές μια σπάνια κατασκευή εις ανάμνηση των απίστευτων στιγμών που του χαρίζονταν σε αυτές τις μικρές χαϊδεμένες του παραλίες, στα πράσινα νερά τους όπου βυθιζόταν, όπως μέσα στη σκέψη ατέλειωτες ώρες τα βράδια κάτω από τον αστερόεντα ουρανό τους.
Την επόμενη χρονιά, σε μια άλλη θάλασσα πράσινη, ουράνια, μεγαλειώδη, αναζητούσε πάλι τα βότσαλά του. Όχι οποιαδήποτε. Εκείνα με τα πιο ανεπαίσθητα χρώματα, τα ευγενικά και αδιόρατα με την πρώτη ματιά, που όταν τα ξέπλενε στο θαλασσινό νερό, του χόρευαν μπροστά του χρωματιστούς χορούς με χίλιες δυο κορδελίτσες και δαχτυλιδάκια εγχαραγμένων πετρωμάτων.
Έτσι ακριβώς ζωγράφιζε. Ποτέ δεν έκανε το περίγραμμα έντονο. Ποτέ δεν έβαζε κλειστά και έντονα χρώματα στο σχέδιο. Του φαίνονταν αναιδή, αδιάκριτα. Δικά του ήταν τα απαλά χρώματα που θα τραβούσαν τον άλλο
κοντά, πολύ κοντά, για να τα ξεδιαλύνει και να αποκρυπτογραφήσει τα κίνητρά του, την έσω τοπιογραφία του. Θεωρούσε μερικά πράγματα
προεκτάσεις του εαυτού του, της ψυχής του, γι’ αυτό τα προστάτευε. Δεν τα άφηνε εκτεθειμένα ούτε στους επαίνους ούτε στα πειράγματα ούτε στο φθόνο των άλλων. Προτιμούσε να τα έχει κρυφά. Όπως το χόμπι του για συλλογή βοτσάλων τα καλοκαίρια. Οι ελάχιστοι φίλοι που γνώριζαν τα έργα του μιλούσαν για κρυφό ταλέντο και οι συμφοιτητές του στη σχολή και στους φοιτητικούς ομίλους όπου συμμετείχε για «σιγανό ποτάμι». Έγραφε τα κείμενα, τις πρωτότυπες προσκλήσεις με τα σκιτσάκια —καλέσματα σε μαζικές μαζώξεις, όπως τα έλεγαν στην ξύλινη μεταπολιτευτική γλώσσα τους οι περισσότεροι—, τις ανακοινώσεις με προσεγμένο λεξιλόγιο, επενδυμένο πάντοτε με μια γεύση χιούμορ, αρκετές φορές πικρού, χωρίς να υπογράφει, κι άφηνε τους άλλους να ψάχνονται. Από μια τέτοια αφορμή του κόλλησαν και
παρατσούκλι, όταν κάποιος συμφοιτητής του τον είδε να τοιχοκολλά μια ανυπόγραφη ανακοίνωση και συμπλήρωσε αποκάτω «ανωνύμου του Μενιδιάτου», καθότι ήταν γνήσιος απόγονος Αχαρνέων. Από τότε έγινε για όλους ο ανώνυμος Μενιδιάτης, και για συντομία «ο άνώνυμος». Μόνιμη ξεκούραση και καταφυγή του το διπλανό εκκλησάκι των Άγιων Αναργύρων, χωρίς να είναι κάτι συνειδητοποιημένο αυτή του η κίνηση. Θυμόταν όμως αρκετά συχνά το τροπάριό τους, που το έψελνε η μάνα του: «Άγιοι Ανάργυροι και θαυματουργοί… δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε ημίν». Κολλούσε πάντοτε σ’ αυτό το «δωρεάν». Υπέθετε πως αφορούσε όλους τους ανθρώπους και ένιωθε άγχος όταν το καλοέβαζε στο νου του. Αυτό, και την Παραβολή των ταλάντων, που αγαπούσε ο παππούς του. Το άγχος αυτό τον παρέλυε. Και διαρκώς ανέβαλλε.
Αναβολή στην αναβολή, τα χρόνια πέρασαν. Τα καλοκαίρια διαδέχονταν το ένα το άλλο, το μικρό υπόγειο δε χωρούσε πιά άλλες πέτρες. Ο χώρος στένευε τώρα και στη μικρή αυλή. Μα δεν αποφάσιζε να κάνει κάτι μ’ αυτές.
Κάποια στιγμή το παλιό σπίτι δόθηκε αντιπαροχή· Ο εκσκαφέας μέσα σ ένα πρωινό γέμισε το χώρο τσιμέντο και χώματα. Οι πέτρες του ανακατεύτηκαν με τα μπάζα. Ένα πυκνό σύννεφο σκόνης τύλιξε τη ζωή τους, που έγινε για
λίγο ένα κουβάρι από άχρηστα υλικά κι ύστερα τίποτε. Άδειο πεδίο. Κενό. Οι πέτρες του ανακατεύτηκαν η μία με την άλλη τραβώντας το δρόμο για το βουνό. Εκείνη της Πάτμου μ’ εκείνη της Αμοργού. Κι η άλλη, η γκριζοπράσινη με τις λεπτές χρυσοκαφετιές γραμμούλες, όπως τα μάτια του κοριτσιού που γνώρισε στην άκρη του νησιού του Ανατολικού Αιγαίου, και που το ονειρεύτηκε πάμπολλες νύχτες μετά. Ποιος ξέρει που να στριμώχτηκε πονεμένη, πλάι σε κάποιο υπόλειμμα πορσελάνινου νιπτήρα η σωλήνα αποχέτευσης.
Τις παλιές του έμμονες και συνήθειες τις ισοπέδωσε ο πανδαμάτωρ ιατρός, ο χρόνος. Στη δική του περίπτωση, όπως και σε πολλές άλλες άλλωστε, λειτούργησε μάλλον σαν παμφάγα φωτιά που τα έκαψε όλα στο πέρασμά
της και άφησε μονάχα τη στάχτη να τον περιβάλλει και να θολώνει την εικόνα γύρω από το πρόσωπό του. Ένας ευπρεπής κύριος, με κόσμια περιβολή και συμπεριφορά, περιφερόταν στα βόρεια προάστια, ένας ακαταμάχητος
κομπιουτεράς, που όλοι συμβουλεύονταν στις δύσκολες περιπτώσεις, ένας άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας. Έπρεπε να ζήσει μια ζωή σοβαρή, λογική και μετρημένη, όπως του δίδαξαν. Να αφήσει τα παιδιάσματα και τα ονειροπολήματα. Απέστρεψε το πρόσωπό του από τη ρήση «ούκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται…» που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του νεανικού του
δωματίου και αποφάσισε ότι πάντως το «δωρεάν δότε» δεν αφορούσε τον ίδιο. Έμαθε να χτυπάει με θόρυβο τη σφραγίδα του στο έγγραφο, για να φαίνεται καλά, να βάζει μεγάλη και έντονη την υπογραφή του «διά το
γνήσιον», να μετράει τα λόγια του και, για να μη νιώθει αμηχανία στα βλέμματα των άλλων, να χάνεται στην ανωνυμία των μεγάλων παραλιών με τις αχανείς θάλασσες και την πολυκοσμία. Αισθάνεται εντούτοις ακόμη περίεργα όταν κάποιες φορές βρεθεί τυχαία, εντελώς αναπάντεχα, σε κάποια από εκείνες τις μικρές πράσινες θάλασσες, ενώπιος ενωπίω, και συλλαμβάνει τον εαυτό του να περιεργάζεται τα μικρά βοτσαλάκια της παραλίας με τα γλυκά ανεπαίσθητα χρώματα, που του κλείνουν το
μάτι λουσμένα στο θαλασσινό νερό, αποκαλύπτοντάς του για λίγο, πολύ λίγο, όσο που να προλάβει ο ήλιος, συνεπής ακαταπαύστως, να εξαλείψει τα ίχνη. Τα κρυμμένα μυστικά της πάλαι ποτέ εφηβικής ψυχής του.
2002
ΠΙΚΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Κατεβαίνω τρέχοντας προς την Αυλή, τη μεγάλη πλατεία του χωριού, με τα κόκκινα δερμάτινα παπούτσια μου, που έχουν τρυπούλες για να αερίζεται το πόδι και άσπρη λεπτή σόλα. Πετάω κυριολεκτικά. Δεν υπολογίζω τα κακόβολα, τις μεγάλες πέτρες του δρόμου. Σταματάω που και που άμα συναντήσω κανένα μεγάλο σκύλο, μα εκείνοι όλο έρχονται κοντά μου και με μυρίζουν. Τότε ανασαίνω βαριά, τα πόδια μου κόβονται, είμαι έτοιμη να φωνάζω, ώσπου συναντώ κάποιον στο δρόμο και μου λέει: «Λάλιε, δε δαγκώνει, μη φοβάσαι».
Τα άλλα παιδιά είναι ήδη στην Αυλή. Φοράνε τα πλαστικά τους πέδιλα. Μια παράξενη κίνηση διακρίνεται ανάμεσα στους χωριανούς, πηγαδάκια παντού, το ραδιόφωνο του καφενείου δεν παίζει τραγούδια, «εσύ ‘σαι αριστοκράτισσα κι εγώ φτωχός μπατίρης…», κάποιες γυναίκες χτυπούν τα μάγουλά τους,
ένα απόκοσμο ογού, ογού, ακούγεται, σάμπως να ’ρχεται από μακριά, απ’ τα χωράφια, κι ο ήλιος ένας σκληρός εξαϋλωμένος τιμωρός. Το κάμα του σήμερα μοιάζει αφόρητο, φύλλο δεν κουνιέται, τα καλντερίμια βράζουν, οι τοίχοι των σπιτιών αχνίζουν. Άντρες και γυναίκες βγάζουν τα καρό μαντίλια απ’ το κεφάλι, σκουπίζουν τον ιδρώτα και τα δάκρυα.
Το ασημί ταξί σταμάτησε στην είσοδο της Αυλής και βγήκαν από μέσα με μπουρνούζια και καπέλα δύο ζευγάρια και μία νεαρή κοπέλα. Μιλούν άλλη γλώσσα απ’ αυτήν που βουίζει στην πλατεία, άλλα σύμφωνα στριμώχνονται ανάμεσα στα άσπρα τους δόντια και λίγα πνιγμένα φωνήεντα. Όταν ενημερώνονται για το μοιραίο συμβάν που αναστάτωσε το χωριό, φεύγουν σκυφτοί, ανηφορίζοντας για το σπίτι της θείας μου που τους φιλοξενεί.
Το απόγευμα στο σπίτι της πληγείσας οικογένειας κόσμος πολύς και αχός μοιρολογιού. Γυναίκες καθισμένες στα καρεκλάκια σε ημικύκλιο, με λυμένες μαντίλες και λυτά μαλλιά, μοιρολογούν ανατριχιαστικά το παλικάρι που
μπάρκαρε στα καράβια στα δεκαεπτά του, που στο πρώτο ταξίδι του κάνανε δύο χρόνια να τον δουν, που γύρισε με χαλασμένο συκώτι απ’ το ποτό, που δεν τον χάρηκαν το τελευταίο του καλοκαίρι, γιατί όλο έλειπε, που δεν τους
αποχαιρέτησε κι έφυγε οριστικά στα είκοσι τρία του χρόνια.
Σπρώχνω τους μεγαλύτερους που μου κρύβουν τη θέα και βγαίνω μπροστά. Η ατμόσφαιρα είναι υγρή και αποπνικτική. Ιδρώτας και ξινίλα, μαζί με μυρωδιά φρεσκοψημένου καφέ και σούμας. Και ξαφνικά χαμηλώνουν οι
στριγκλιές και εμφανίζεται δίπλα μου η ψηλή λυγερόκορμη Γερμανιδούλα με το κοντό φουστάνι και τις άσπρες γόβες της. Εγώ κοιτάζω μια τα κόκκινα παπούτσια μου, μια τις άσπρες γόβες της και το υπέροχο παράστημά της. Η
μάνα του παλικαριού και οι αδερφές του άπλωσαν τα χέρια τους προς το μέρος της και με ένα σιγανό παρακαλεστό μουρμούρισμα την κάλεσαν κοντά τους. Η Γερμανιδούλα σάστισε, έριξε ένα αμήχανο βλέμμα γύρω της, έκανε στροφή και βγήκε από το σπίτι με εμφανή απορία, αφήνοντας πίσω της μια αύρα αρώματος.
Την άλλη μέρα σύσσωμο το χωριό περίμενε τη σορό του παλικαριού στην Αυλή για την εξόδιο ακολουθία. Οι μεγάλοι μα και οι νεαρότεροι ψιθύριζαν κάτι σαν «Δε φάνηκε», «Θα έρθει», «Σιγά που θα ’ρθει, να χάσει το μπάνιο
της!», «Το τρέλανε το παιδί, δεν τ’ άφησε να φύγει ήρεμο, για χάρη της έπινε όλη μέρα, δεν έπρεπε με χαλασμένο συκώτι».
Οι Γερμανοί φιλοξενούμενοι της θείας δεν ήρθαν στην κηδεία. Μπήκαν στο μικρό Φολκσβάγκεν που είχαν νοικιάσει και πήγαν για μπάνιο και για αρχαιολογικούς χώρους. Κι εγώ μικρό παιδί δεν κατάλαβα πως γίνεται να είναι κάποιοι όλη μέρα μαζί, να πίνουνε απ’ τα μπουκάλια, να γελούν, να χάνονται στην Κάτω Βρύση πίσω απ’ τα φυλλώματα ολόκληρο το απόγευμα και να γυρνούν το βράδυ στο χωριό, ύστερα αυτός να κείτεται παγωμένος και
χλομός μέσα σε ξύλινο κρεβάτι κι αυτή να παραγγέλνει ασημί ταξί, να μπαίνει μέσα με σορτς και ψηλές άσπρες γόβες, μαζί με τους πολιτισμένους και καθαρούς γονείς της, και να φεύγει χωρίς να αποχαιρετήσει κανέναν.
2012
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ
ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΠΟΥΛΑΚΟΣ
www.vakxikon.gr 8 Δεκέμβριος 2009-Φεβρουάριος 2010
Ένα πένθος ακέραιο
που να καλύπτει απ’ άκρη σ’ άκρη
τη θλίψη μου
ζητώ.
Δικαίωση
για τ’ ανεκπλήρωτα όνειρα
που μάχονται καθ’ ύπνους.
Ένα βιβλίο γεμάτο ζωή. Αυτό ένιωσα όταν έπεσε στα χέρια μου η ποιητική συλλογή της Βάννας Γ. Πασούλη. Τα ποιήματα της κυρίευσαν την “ανάγνωση”, σαν λέμε. Δεν με άφηναν να τα αφήσω. Όμως απ’ όλα αυτά, η λέξη “ζωή” είναι εκείνη που σηματοδοτεί το πέρασμα στη γραφή της ποιήτριας.
Το πέρασμα σε ένα άλλο επίπεδο, πιο απλό και καθημερινό, που να προσεγγίζει προβλήματα και καταστάσεις. Οι “Μέρες του νόστου” είναι ένα βιβλίο αναμνήσεων, ονείρων, σκέψεων, βιωμάτων. Που αγκαλιάζουν όλο το φάσμα μιας ολοζώντανης πραγματικότητας χωρίς να μετατρέπουν τη συλλογή σε χρονογράφημα, ημερολόγιο ή σημειωματάριο.
Αλλά δείχνουν το δρόμο προς την αγνή καταγραφή στιγμών, που έχουν βιωθεί στο πετσί της συγγραφέως στο ακέραιο. Αυτό είναι το κέρδος του βιβλίου της Πασούλη. Ότι σε κερδίζει επειδή είναι αληθινό. Και η αλήθεια βρίσκεται στα συναισθήματα όχι στις πράξεις καθ’ αυτώ.
.