ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΑΤΣΗ

Η Ευαγγελία Τάτση γεννήθηκε το 1967 στο Περιστέρι. Σπούδασε στο τμήμα Χημείας του Πανεπιστήμιου Πατρών. Εργάζεται σε φαρμακευτική εταιρεία στο τμήμα ιατρικής ενημέρωσης. Η πρώτη της ποιητική συλλογή ακακίες στη σαβάνα (εκδόσεις Βακχικόν 2020) συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Γιάννης Βαρβέρης 2021. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε ποιητικές ανθολογίες και λογοτεχνικά ιστολογία. Τα Φυτά εσωτερικού χώρου (εκδόσεις Βακχικόν 2022) είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή και η οποία βραβεύτηκε από την Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης με το Βραβείο Ποίησης για το καλύτερο ποιητικό βιβλίο του 2022.

.

.

ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (2022)

ΚΑΚΤΟΙ

Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ Ι

Βρίσκεσαι κάπου και θέλεις να φύγεις
όχι γιατί δεν θέλεις να μείνεις
παρά μονάχα γιατί θέλεις να φύγεις.

Φεύγεις και πας αλλού.
Εκεί, είναι οπουδήποτε
αλλά είναι κάπως στενά
οπότε θέλεις να φύγεις
ενώ ήδη ξέρεις πως αλλού
θα είναι πάλι πιο στενά

Έτσι ορίζει η ακολουθία
να μη φτάνεις
μα πάντα κάπου πιο στενά
να ’χεις να πας.

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ

Τελευταία
φροντίζω το σώμα μου
με κρυοθεραπείες
και εμφυτεύματα

(ένα όμορφο ολόγραμμα στο μετά)

ένα βινύλιο φτιαγμένο
με αποτσίγαρα
και με την τέφρα των βιβλίων μου
θα παίζει το αγαπημένο μου τραγούδι
σε όλες τις αίθουσες του μουσείου
με τη δική μου φωνή

στο μικρό και το μεγάλο μπαρ
θα καλωσορίζω τους επισκέπτες
πίνοντας όλα τα ποτά
σε άριστη φυσική κατάσταση

ενώ

στη μεγάλη αίθουσα
θα χάνω
μπροστά στα μάτια τους
και με την παρακάτω σειρά
έναν έρωτα
μια μνήμη
και μια πίστη
χωρίς καθόλου να συγκλονίζονται

οι επισκέπτες μόνο θα ρωτούν

Τι πάει να πει χάνω;

ΜΟΝΟ ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΜΕΝΟΥΝ ΖΩΝΤΑΝΟΙ

Θα σηκωθούν όρθιοι
μετά απ’ τον έναν
κι απ’ τον άλλον
κι απ’ τους πολλούς θανάτους τους
ώσπου να συνηθίσουν
στην ωχρότητα της απώλειας
και στη γεύση του αίματος
να παραδοθούν

απέθαντοι

θα διασχίσουν τους αιώνες
οι πρωταγωνιστές στις μεγάλες νύχτες·
τότε που όλοι θα ποντάρουν στον χαμό τους
εκείνοι
θα βρουν ζεστές νεανικές καρωτίδες
λίγο να τις δαγκώσουν

μέχρι που ο Θεός
να εγκαταλείψει τον θρόνο του
θα κουβαλούν ένα ξύλινο βόλι στην τσέπη τους
για κάθε ενδεχόμενο

αλλά όταν έρθει η ώρα
πρώτα θα δικάσουν
για τις ζωές των άλλων
κι έπειτα την εξάρτηση αυτή
θα εγκαταλείψουν

μετά, Θεέ
θα παρατήσουν όπου να ’ναι
τα κλειδιά και το οικόσημο
θ’ αδειάσουν τους κοιτώνες
απ’ τα μάγια τους
τα μάτια ήσυχα θα κλείσουν
κι ο θάνατός τους πια
δεν θα ’ναι τέχνασμα.

ΔΕΔΟΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η ανθρώπινη ιστορία
ξεκινά απ’ τη μέση.
Αν ξεκινούσε απ’ την αρχή
θα είχε δει το τέλος.

Όχι ένα τέλος.
Το τέλος δεν έχει
περιθώρια αρίθμησης.
Είναι τίποτα
απολύτως τίποτα
ολοκληρωτικά
τίποτα.

Για ποια αρχή μου μιλάς;
Η μέση της ιστορίας
είναι ο μόνος χώρος
που έχουμε
για να ζήσουμε.

ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Μπήκαμε μέσα σε μια βάρκα
για να φτάσουμε στην πατρίδα μας

από τη μέρα που γεννηθήκαμε

είμαστε
μέσα στη βάρκα
στη μέση της θάλασσας

κανείς εδώ
δεν πεθαίνει από γεράματα

στη μέση της θάλασσας
μέσα σε μια βάρκα
που μας πάει αλλού
πεθαίνουμε από λύπη.

ΔΙΑΚΕΚΑΥΜΕΝΗ ΖΩΝΗ

Εδώ
έχω στο στόμα
την υγρασία των ανθρώπων
από τη μια
την ξηρασία της ματαιότητας
από την άλλη
—άπνοια μέσα μου—

από τη μια
η μνήμη εξατμίζεται
από την άλλη ξεχειλίζει
από τη μια
ο χρόνος στο ζενίθ
από την άλλη ο χρόνος στο ζενίθ
—δυο φορές—

στους τροπικούς ανάμεσα
οι νύχτες μικραίνουν
από τη μια
κι από την άλλη
και μικραίνουν τόσο
που δεν χωρούν ποτά παράφορα
—μετά τα μεσάνυχτα—
παρά χωρούν
στεγνές αγρύπνιες
σαν μια κανονική εργάσιμη
που ξημερώνει
άπνοια μέσα μου
στο μάτι του κυκλώνα.

ΠΟΘΟΙ ΚΑΙ ΟΡΧΙΔΕΕΣ
ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Δεν πρόκειται για κάτι αιφνίδιο
από παιδί το ’χω
έχει φυτρώσει μέσα μου κι αναρριχάται.
Ίσα που γαργαλούσε τα σωθικά μου παλιότερα
ένα πετάρισμα, μια ώθηση
μα όσο μεγαλώνω, μεγαλώνει

πάει καιρός
που πέρασε από το στομάχι στο διάφραγμα
και δεν σταμάτησε
έχει ανέβει στον οισοφάγο και με πνίγει, γιατρέ.

Ποια μουσική σας αρέσει; με ρώτησε.
Αυτή που με κάνει να κλαίω, του απάντησα.
Όλα καλά λοιπόν, είπε ο γιατρός.
Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου
να κλαίτε φτάνει
για να έχει υγρασία.

ΟΙ ΣΤΑΓΟΝΕΣ

Η αμφιβολία δεν είναι λέξη
είναι οι σταγόνες
κάθε πιθανού μέλλοντος
που θα ζήσουμε
ανόητα
αν έχουμε λίγες
αμέτοχα
αν έχουμε πολλές
Οι θεοί δεν έχουν ούτε μια

ας μιλήσουμε για τα ελάχιστα
είμαστε μόνοι μας.

ΟΣΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΕΣ

Στη Σοφία Ελευθερίου

Ο ποιητής
είναι κάποιος που θέλει
να κρέμεται στο κενό

και για να το πετύχει
καθαρίζει τζάμια στους ουρανοξύστες

ο ποιητής βαριέται πολύ
να καθαρίζει τζάμια
αλλά αυτή είναι η δουλειά του

να κρέμεται στο κενό.

ΣΠΟΥΔΗ ΣΕ ΓΥΜΝΟ ΣΩΜΑ

Εγώ (το ασώματο μέρος μου)
συνηθίζω να σκέφτομαι
μ’ έναν τρόπο που μόνο σκέφτεται

σκέφτομαι με κίνητρο τη σκέψη
που με αναγκάζει
να προβλέψω τη διαδρομή
για μια άλλη σκέψη
και ούτω καθεξής
ενώ δεν περνά
κανένας χρόνος
ανάμεσα στις σκέψεις
που δεν είναι λυτρωτικές
ούτε αδιέξοδες, ούτε απαράβατες
γιατί είναι ρήματα

εγώ πάλι (το σώμα μου)
μαζί τους κρυώνω
—μόνη όπως σκέφτομαι τους ανθρώπους
που οι σκέψεις τους είναι υποκείμενα—
καθώς τους αγαπώ
και τσακίζομαι στα βράχια τους
και πεινάω την πείνα τους
και τους σκέφτομαι παράφορα
όπως τους αγαπώ από έρωτα.

ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ

Η εποχή μου
είναι αυτό το κλειδί
που κανείς δεν έχει
το κλειδί που χάθηκε.

Κατά κάποιον τρόπο
δεν υπάρχει χρόνος
κατά τη διάρκεια
που μια πέτρα απλώς πέφτει
αφού η πέτρα πέφτει χωρίς την ανάμνηση της πτώσης
(την παρακολουθώ —
Χωρίς να τη θυμάμαι μετά)

θέλω να πω
πως πέτρα είναι
ο χρόνος και η μνήμη
που χάνονται ασήμαντα

θέλω να πω
κάτι άλλο.

.

ΑΚΑΚΙΕΣ ΣΤΗ ΣΑΒΑΝΑ (2020)


ΣΕ ΣΤΑΔΙΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ

Έρχονται όποτε, τότε δηλαδή
αλλά ποτέ με του φωτός
την έντονη διάχυση παρούσα
με τη μορφή των ερωτήσεων
των θαυμάτων υπονοούμενα
τα σαφώς ανεξήγητα
του σύμπαντος
που βρίσκομαι
ή έχω

άτακτες λάμψεις
και σκιές ενίοτε
στατιστικά σημαντικές παρατηρήσεις
η σκοτεινή πλευρά της σελήνης μου
θέλω ή πρέπει
πιθανώς και να μπορώ να γίνομαι
όπως κατά τα γούστα της
μια πανσέληνος
τους πόλους μου αντιστρέφει

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ

Έχω πάρει ήδη τις αποφάσεις μου
δεν με γοήτευσαν τα ταχυδρομικά περιστέρια
και οι δρομείς των μεγάλων αποστάσεων
ένα μεγάλο περίπτερο θα ’μαι
σε καμία περίπτωση σε πλατεία
ούτε καντίνα ούτε κάτι άλλο∙
μ’ ενδιαφέρει η ποικιλία των επιθυμιών
η γοητεία των συναντήσεων,
ένα περίπτερο αυστηρά γωνιακό
με κρύες μπύρες για τα μεσημέρια
με κρουασάν, οπωσδήποτε σταυρόλεξα

θα ’μαι περίπτερο για να μείνεις όσο αγαπάς
χωρίς καρτ ποστάλ για βιαστικούς τουρίστες
χωρίς αλάτι και ζάχαρη
για νοικοκυρεμένους γείτονες

τον άστεγο θα κερνάω παγωτό
και στου τρελού τις μεγάλες τσάντες
θα διαθέτω πεζούλι

θα είμαι χρόνος
να σκεφτείς κατά πού θα πας
θα είμαι χώρος
να ξανάρθεις
ένα περίπτερο σε σταυροδρόμι

και δρόμοι πάντα
θα υπάρχουν.
στον πιο άγριο ουρανό
δεν πετούν γερακίνες
να με αρπάξουν έτοιμες
με τα γαμψά τους νύχια

ένας χαρταετός με σέρνει
—χωρίς ποτέ δικός μου να ’ναι—
λες και με δένει εκείνος στο σκοινί του
και ποιος πετά δεν ξέρω
ποιος τεντώνει το σκοινί
ποιος πέφτει
ούτε στα σύρματα αυτά
ποιος βρίσκεται

γνωρίζω μόνο να σας πω
πως οι χαρταετοί
ξέρουν καλά
πώς τις καρδιές να σκίζουν

τόσο πολύ θυμίζουν τους ανθρώπους.

ΣΕ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ

Διατηρείται ο έρωτας
σε συνθήκες δωματίου
ζει αργά την μετάβαση
της φυσικής του κατάστασης
ταυτόσημος με τον χρόνο
μετρά την φθορά

η υγρή του φύση ρισκάρει
να παγώσει ή να εξατμιστεί
από λεπτό σε λεπτό
για το παρόν του∙

τη στιγμή
που μένει ανεκπλήρωτη
μικρή στρογγυλή σταγόνα
γλιστράει πάνω μου

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Επιστρέφω
κι αδειάζω την αισιοδοξία μου
σε ντουλάπια που λιγουρεύονται
ταμπλέτες λεμονιού
τοποθετώ την δύση εναλλακτικά στο τζάκι
για τις περσίδες ίσως
μια μόνο ανατολή να φτάνει.

Τον ουρανό τον λέω κορυφή
ανάσα έχω ώς τα κυπαρίσσια

τα κωνοφόρα χάνονται στο ύψος του Οκτώβρη.

Με ιαχές θα καρφώσω
τη σημαία στα Χριστούγεννα
για τον κατήφορο δεν έχω σχέδιο
ούτε μυρωδιά από Άνοιξη
αδύνατον τα μπαμπού του σαλονιού
να μυρίσουν ανάμνηση

τότε περίπου μου φορούν τη μάσκα οξυγόνου
πάρε βαθιά ανάσα, μέτρα.

Ξυπνάω πάντα στην ανάνηψη
της δεύτερης πανσελήνου
ευτυχής και γκρίζα
όπως η σκιά της πέτρας
ενσωματωμένη πλήρως στο τοπίο μου.

ΔΥΟ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΡΑ

Η θλίψη είναι μια άσπρη γάτα
που λιάζεται
κάτω απ’ το αιώνιο φως
των αντανακλάσεων
σε καθρέφτες
που δεν ράγισαν ποτέ.

Η θλίψη ψάχνει την νύχτα της
για να ζήσει
τον γκιώνη της να κλάψει
μ’ ένα κακό φεγγάρι να μεθύσει
για να γίνει άνθρωπος
— που στέλνει στον ουρανό
το περιστέρι της Αφροδίτης
και τα κοράκια του Όντιν
να ψιθυρίσουν προσευχές
στου Θεού τ’ αυτί
κι ωχρός ακούει
να λαλούν τα χαροπούλια.

Ήττες αμέτρητες χωρούν στον ουρανό
κι από τις φάλαγγες των γερανών
πάντοτε κάποιος λείπει.

«Πώς να μετρήσεις τους θανάτους
που χωρούν στη γη,
μέτρα καλύτερα τους κύκνους
που πετούν και χάνονται.
Πριν πουν το τελευταίο τους τραγούδι
ήταν τ’ αδέρφια σου
που νίκησαν τον φόβο»

είπαν δυο κίσσες
και πετάξαν για την Κίνα.

ΑΓΓΕΛΙΑ

Αν μεγαλώσατε ερωτευμένοι
με αυτόχειρες ντράμερ
και μοιράσατε door to door
τα ποιήματα σας τυπωμένα
σε πολυκατοικίες ξένων πόλεων
κερδίζοντας μια ασυλία
ετεροχρονισμένη
μια απόσταση μόνιμη
από κάθε πατρίδα
από κάθε πληρότητα
που δεν μπορεί να τραγουδήσει
«show must go on»

κι αν οι φίλοι σας δεν κλαίνε
όταν ακούνε κλαρίνα
δεν κλαίνε από την ευτυχία
που στάζει από τα κεραμίδια

στείλτε inbox
η σιωπή είναι μόνο ένα πέπλο
κι αυτό είναι το κάλεσμα μιας απόγνωσης
που δεν κινδυνεύει από τίποτα.

ΑΚΑΚΙΕΣ ΣΤΗ ΣΑΒΑΝΑ

Δεν είμαστε οι Κρεολοί της Νέας Ορλεάνης
ούτε και ποιητές
ωχροκίτρινα και μικρά τα άνθη μας
δεν είμαστε φάροι
ούτε γυναίκες
το κορμί μας στάζει κόλλα
πολύτιμη αρρώστια
δεν ζούμε στις θάλασσες
δεν υπάρχουν ορίζοντες·
βλέπεις τα οπληφόρα ζώα;

Εδώ δεν είναι μια πόλη
πουθενά δεν είναι μια πόλη
ούτε λιμάνι πουθενά
δεν είμαστε οι αυτόχειρες
που αγαπήσαμε

απ’ το Σαντιάγο ώς τη Βηρυτό
μια σαβάνα
το κορμί μας στάζει κόλλα
η Δαμασκός καίγεται
η Βαρκελώνη το ίδιο
η Αθήνα μετά
το Παρίσι μετά∙
βλέπεις τα σαρκοφάγα;

Δεν είμαστε καβαλάρηδες
όλες οι καταιγίδες στέγνωσαν
είμαστε ακακίες σε μια σαβάνα
μικρά ωχροκίτρινα τα άνθη μας
και η σαβάνα πάντα καίγεται.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΣΤΑΧΤΕΣ 23/3/2023

Η Ευαγγελία Τάτση δύο χρόνια μετά την πρώτη της εκδοτική εμφάνιση (ακακίες στη σαβάνα, εκδ. Βακχικόν 2020 επανέρχεται με μια νέα ποιητική συλλογή συμπεριλαμβάνοντας στην υπαρξιακή της αναζήτηση και την εσωστρέφεια του αστικού τοπίου. Πατρίδα, χώρα, ο εγκλεισμός, η μάνα, η ποίηση και η λειτουργία της, η μνήμη, η πίστη, έρωτας, η μοναξιά και η κοινωνική ανησυχία βρίσκουν τόπο στην εσωτερικότητα της ποιητικής της. Το ποιητικό υποκείμενο εναλλάσσεται μεταξύ πρωτοπρόσωπης και της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Το ποιητικό σύμπαν της Ε. Τάτση κινείται διακειμενικά και υπερρεαλιστικά. Σε αρκετούς από τους τίτλους της, όπως «Μεγάλη Χίμαιρα», «Η Νύχτα», «το τριζόνι και εγώ», «Η Απόγνωση της Βρεφοκόμου», παραπέμπει σε κείμενα και συνδιαλέγεται με στίχους και αποσπάσματα των Οκτάβιο Πας, του Ρομπέρτο Χουαρόθ, του Αντρέ Μπρετόν, της Αλεχάνδρα Πισαρνίκ, της Έμιλι Ντίκινσον, του Ζακ Λακάν, του Σάμουελ Μπέκετ, του Αργύρη Χιόνη, του Μ. Καραγάτση.

Η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες [«Κάκτοι» και «Πόθοι και ορχιδέες»]. Η ποίηση της Ε. Τάτση εξομολογείται, στοχάζεται, διαμαρτύρεται υπόκωφα και υπαινικτικά, αφορίζει, καθώς το ποιητικό υποκείμενο βιώνει την αγωνία του εσωτερικού χώρου και αναρωτιέται, «Τι πάει να πει χάνω» (σελ. 17). Πρόκειται για μια υπαρξιακή αναζήτηση η οποία γίνεται περισσότερο καταφανής στη δεύτερη ενότητα, στην οποία ο πρωτοπρόσωπος χαρακτήρας περιγράφει βιωματικά το εσωτερικό ταξίδι του ποιητικού υποκειμένου βαθιά συνδεόμενο με την αγωνία, μα κυρίως τη θλίψη που επιφέρει η μνήμη και η λήθη. Η ποιητική συλλογή αντλεί τον τίτλο της από το ομότιτλο ποίημα, (σελ. 55), όπου χαράζεται βαθιά η θλίψη του εσωτερικού χώρου για τους ανεκπλήρωτους πόθους μα και η εσωτερική δύναμη, που εκφράζεται ως απεύθυνση και καλλιεργεί την ελπίδα της ανθρώπινης βούλησης «Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου/ να κλαίτε φτάνει/ για να έχει υγρασία».

Στην ποίηση της Τάτση κατοικεί η υπερήφανη θλίψη του αστικού τοπίου, ανθρώπων που δεν παραδίδονται. Η υπαρξιακή της δύναμη, άλλοτε ολιγόστιχη, άλλοτε μακροσκελής, μα πάντοτε πυκνή, διαφεύγει συχνά στη θλίψη, κρατώντας χαμηλούς τους τόνους, ακόμα και όταν διαχειρίζεται το «μαύρο» χιούμορ και την ειρωνεία, «Μέσα σ’ αυτόν τον εγκλεισμό/θα είμαι κι εγώ ένα κορίτσι κατοικίδιο./κι όσο γι’ αυτά με τις καρδιές/έχω πολλά να σας πω./Ξέρω καλύτερα απ’ τη φριτέζα.» (σελ.13). Η φωνή της αν και καταγγελτική φέρει τα χαρακτηριστικά της ήρεμης δύναμης. Εκφράζει την εσωτερική δύναμη του ανθρώπου που χάνει το δικαίωμα στην αυτοδιαχείριση, βουλιάζοντας όλο και περισσότερο στην βουβή ανησυχία για τον κοινωνική εσωστρέφεια και τη μοναξιά που επισύρει. «Ενδοκρινείς των δακρύων/οι άνθρωποι που βλέπω/στεγνώνουν/σε μια απλώστρα στην έρημο./Η εικόνα σίγησε.» (σελ. 14).

Η κοινωνική ανισότητα καταγγέλλεται και «Η πικρή ιστορία των παπουτσιών» αφηγείται την προσωποποίηση του κόσμου τούτου. Η κοινωνικές τάξεις ταυτίζονται με τη σωματική αδυναμία, «Ο κόσμος δυστυχώς/γεννήθηκε με μια συγγενή δυσπλασία/-με πιο κοντό το δεξί του πόδι-…», ένα εκ γενετής φυσικό ελάττωμα ενοχοποιείται για αδυναμία του κόσμου να ισορροπήσει, ν’ αγαπηθεί ισότιμα, ν’ αλληλοφροντιστεί. Οι «άνθρωποι περπατούν στην πλατεία Ι & ΙΙ» το επιβεβαιώνουν και το ποιητικό υποκείμενο λυπάται και πάλι και το αστικό τοπίο υποβαστάζει αυτήν τη λύπη σ’ ένα ακόμα παγκάκι. Λυπάται για την αδιέξοδη πορεία, αφού η επιστροφή σ’ εκείνο που ορίζεται ως η προσωπική «εστία» δεν οριοθετείται από μια μεσοτοιχία. είναι ένας «ομφάλιος λώρος στην πλάτη». Οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν την απουσία του ορίζοντα, αλλού τα μάτια κοιτούν και κάπως έτσι, «Στην πλατεία που δεν έχει πουλιά/εξαφανίζονται οι άνθρωποι/σαν τα δέντρα που μόνα τους/γίνονται πέτρες.»

Συχνά η ποιητική της αφήγηση συντροφεύεται από εικόνες που παραπέμπουν σε όνειρα, που φέρουν το χρώμα της λύπης. Ακολουθεί μοτίβα, τα οποία με όχημα τον συμβολισμό αφηγούνται τη θλίψη της απώλειας και μια αναπόφευκτα επιζητούμενης λήθης. Τα πουλιά και η λύπη, οι πεταλούδες, τα παγκάκια, είναι στοιχεία που επαναλαμβάνονται στην ποιητική αφήγηση της Τάτση, όπως ο «Ο κρότος της άρθρωσης». «Οι λέξεις είναι κρεμασμένα πουκάμισα/ στα ερείπια των ποιημάτων ακούω μόνο τον κρότο του ισχίου μου/ ακούω το κλάμα του γκιώνη». Αλλά και στην [Ακολουθία του Γιώνη (παραβολή)], «Οι άνθρωποι κουβαλούν ένα πουλί στους ώμους τους…/Κανείς δεν βλέπει/ εκείνο που στέκει στον ώμο του/εκτός από τους λυπημένους/που κουβαλούν έναν γκιώνη/και τον ακούνε να κλαίει/γι’ αυτό είναι λυπημένοι/ο γκιώνης όμως δεν τους βλέπει/και κλαίνε για πάντα που τους έχασε.» Στο Ο γκιώνης και η λύπη την ακολουθούν και στη δεύτερη ενότητα, [Το κόκκινο παγκάκι (ακολουθία)], όπου το ποιητικό υποκείμενο συνδιαλέγεται με τη λύπη της ενδεχόμενης απώλειας, «Όταν θα έχει φύγει η μάνα μου/ εγώ ακόμα θα φεύγω/ επιστρέφοντας/ σε κείνη τη λύπη της/ που είναι μέσα στη νύχτα/ που ακούω τον γκιώνη».

Στο «Κορίτσι με τον παπαγάλο» το πουλί αλλάζει ώμο, δεν χάνεται, απλά μεταφέρει τη θλίψη ενός «προαναγγελθέντος θανάτου. Ο έρωτας έχει ημερομηνία λήξης και ο παπαγάλος αποτελεί σύμβολο της γνώσης που αποκτάται βιώνοντας. Πρόκειται για μια θλιβερή διαπίστωση που θα παπαγαλίσει το πουλί, ένα έμφυλο μοτίβο-στερεότυπο, που μετατρέπει τον εσωτερικό χώρο από ερωτική φωλιά σε θλιβερή ρουτίνα. «Πρόσφατα νοίκιασαν το διαμέρισμα του τρίτου. Κάθε πρωί μοσχοβολάει έρωτα η σκάλα…./Αύριο θα μιλήσω στο κορίτσι./Τους αγαπώ./Πρέπει να μάθει για τον γκρίζο παπαγάλο, τον πιο έξυπνο απ’ όλους που/κουβαλά στον ώμο της. Σε λίγο καιρό το αγόρι της θα της πει “πάμε μια βόλτα;” Τότε ο/παπαγάλος θ’ απαντήσει “πρέπει να σιδερώσω”. Το αγόρι μόνο και το κορίτσι θα σιδερώσει.»

Στο τέλος της πρώτης ενότητας η ποιητική σύνθεση «Μητρική συνάρτηση» αναφέρεται και πάλι στη μάνα επιτρέποντας στην ποιητική αφήγηση να κινηθεί και πάλι βιωματικά καταλήγοντας, «Όταν οι άνθρωποι γερνούν/μικραίνουν πολύ, πάρα πολύ/τόσο που χωράνε στην καρδιά μας.» Οι πεταλούδες, τα κόκκινα παγκάκια άλλοτε αποκαλύπτουν και άλλοτε αποκαλύπτονται, μα πάντοτε αφηγούνται. Οι μνήμη και η λήθη, η λύπη και η θλίψη στους στίχους της Τάτση υψώνεται σε χρώμα πορφυρό, κάθε που θέλει να τιμήσει τους αγαπημένους της. «Κάθε μέρα συναντιόμαστε/σε εκείνη την πλατεία/με τα μεγάλα δέντρα/ – δίπλα στο καινούριο μου σπίτι-/στα κόκκινα παγκάκια της/καθόμαστε όλοι/οι εξαφανισμένοι.» Στις «Αποκαλύψεις», η αυτοαναφορικότητα στοχεύει στα όνειρα που λοξοδρομούν ακολουθώντας την ανάγκη για αποκατάσταση, την υποταγή στις προσταγές συντήρησης ενός βιοτικού επιπέδου, «ένα κορίτσι που αποφάσισε να σπουδάσει θετικές επιστήμες απαγγέλλοντας Κάλβο.», καταλήγει στη διαπίστωση ότι, «Στο τέλος του πειράματος/όλοι θα γίνουμε πεταλούδες/που χωρούν σ’ ένα εικοσιτετράωρο/ κι όλα τα δίκτυα θα έχουν καταρρεύσει.»

Υπερρεαλιστικές εικόνες, περιγράφουν τη φύση, συνδέονται με τον άνθρωπο και τη ζωή του, «Το μέγεθος ενός μικρού αυτοκινήτου/έχει η καρδιά της γαλάζιας φάλαινας/εκεί ζούμε…», αναμετρούν τη μικρόνοη προοπτική του, το περιορισμένο εσωτερικό οπτικό του πεδίο ορμώμενη από ένα παράδειγμα, δηλωτικό της αντίθεσης. Η κορυφή του υπο- ωκεάνειου βουνού Mauna Kea στη Χαβάη, η οποία είναι κατά πολύ υψηλότερη κι από την κορυφή του Έβερεστ, «…στο βάθος ταου ωκεανού/θα μεγαλώσουμε/ανεξερεύνητοι», (Το τραγούδι των Κριλ).

Τα σύμβολα συνοδεύουν το ποιητικό σύμπαν της Ευαγγελίας Τάτση ως την εσχατιά της ποιητικής της συλλογής, το ίδιο και οι υπερρεαλιστικές της εικόνες. Έχοντας πραγματοποιήσει – βιώσει πολλαπλούς εγκλεισμούς, η έξοδος επιχειρείται με την ορμή που έχουν τα όνειρα. Ο εσωτερικός χώρος υποδέχεται την ανένταχτη ορμή της άγριας φύσης μ’ ένα περικείμενο του Αργύρη Χιόνη. Ένα άγριο άλογο γίνεται το όχημα της έμφυτης τάσης του ανθρώπου για ελευθερία και η ελπίδα εισβάλει ως το ζωογόνο φως του ήλιου. Η ποιήτρια πιστεύει βαθιά στον ορίζοντα και τον προτάσσει, απευθυνόμενη στον αναγνώστη, ελπιδοφόρα. (Σκιά του αλόγου).

όμως
αυτό το άγριο άλογο μπροστά σου
σε περιμένει να το στρέψεις στον ήλιο

η σκιά του αλόγου σου
θα με λύσει από το φως
που δεν βλέπεις._

.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Α. ΣΙΑΦΑΚΑ

CULTUREBOOK 28/2/2023

Απόδραση στα ενδότερα της δράσης

Η δεύτερη συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση «Φυτά Εσωτερικού χώρου», η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συλλογή που περιλαμβάνει κυρίως ποιήματα εξομολογητικά και στοχασμού –κάποτε και με τη μορφή σύντομων αφορισμών–, που αφορούν το υποκείμενο και την αγωνία του σε σχέση με τον εαυτό του και τον κόσμο, χωρίζεται σε δύο ενότητες [«Κάκτοι» και «Πόθοι και ορχιδέες»], με τη δεύτερη ενότητα να ρίχνει περισσότερο φως στην υπαρξιακή αγωνία. Η συλλογή δανείζεται τον τίτλο της από το ομώνυμο ποίημα, απ’ όπου και η αποκρυπτογράφηση του τίτλου: «Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου/ να κλαίτε φτάνει/ για να έχει υγρασία», ενώ τo ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να απευθύνεται είτε σε πρώτο πρόσωπο είτε διά μέσου της τριτοπρόσωπης απόστασης.
Θέματα που απασχολούν την ποιήτρια είναι ο εγκλεισμός, η ακινησία, η επανάληψη, η ματαίωση, η μοναξιά, η έλλειψη, η μνήμη και η λήθη, ο χρόνος, η ποίηση και η λειτουργία της. Οι τόνοι είναι χαμηλοί με μιαν αμεσότητα που χαρακτηρίζεται άλλοτε από θλίψη «μέσα στο τριζόνι/ μια άλλη νύχτα/ πάλι εγώ», στοχαστική καταγγελία «Να τις φοβάσαι τις μισάνοιχτες πόρτες/ σπάνε δάχτυλα» και κάποτε από υποδόριο χιούμορ και ειρωνεία «Γεννηθήκαμε/ για να γίνουμε θεοί/ ν’ ανοιγοκλείνουμε την πόρτα/ σε μια γάτα».
Από άποψη στιχουργικής, ο στίχος έχει ροή και ολοκληρώνεται συνήθως πολύ σύντομα –είτε σε μικρά είτε σε μακροσκελή ποιήματα–, έχοντας την αναγκαία πυκνότητα. Από τη συλλογή δεν απουσιάζουν και περισσότερο αφηγηματικά ποιήματα, τα οποία, πιθανώς, μία διαφορετική επιλογή φόρμας να τα αναδείκνυε περισσότερο.
Στα παρακείμενα της συλλογής και δη στις προμετωπίδες απαντούν στίχοι του Οκτάβιο Πας, του Ρομπέρτο Χουαρόθ, του Αντρέ Μπρετόν, της Αλεχάνδρα Πισαρνίκ, της Έμιλι Ντίκινσον, του Ζακ Λακάν, του Σάμουελ Μπέκετ, του Αργύρη Χιόνη – κείμενα εκτός κειμένου, δηλαδή, με τα οποία η Τάτση συνδιαλέγεται εμφανώς, επιβεβαιώνοντας τη λειτουργία της διακειμενικότητας, όπως έχει εννοηθεί από την Κρίστεβα, ως ένα κειμενικό σύστημα σημείων τα οποία βασίζονται σε, αφομοιώνονται από και μεταμορφώνουν ένα προηγούμενο. Ως παράδειγμα, ας αναφερθεί, το ποίημα «Απόγευμα χειμερινό», όπου χρησιμοποιείται ως προμετωπίδα το ακόλουθο ποίημα της Ντίκινσον: «Eίναι μια κλίση του φωτός/ απόγευμα χειμερινό/ που μας συνθλίβει σαν σκοπός/ από καθεδρικό ναό». Η ποιήτρια όχι μόνον χρησιμοποιεί ως τίτλο του ποιήματός της τον στίχο της Ντίκινσον, αλλά συνεχίζει να διανοίγει το νόημα δημιουργώντας μια νέα ποιητική σκηνοθεσία. Έτσι, τοποθετεί ένα αυτοκίνητο εμπρός στη θάλασσα κατά τη δύση του ηλίου [φως], προσωποποιεί τον ήλιο, καθιστώντας τον αυτόχειρα, και υποτάσσει τη θάλασσα [απαντώντας στο «συνθλίβει» της Ντίκινσον]. Εν τέλει, ερμηνεύει τον «καθεδρικό ναό» της Ντίκινσον με τον καταληκτικό στίχο της «πάλι δεν μίλησα τη γλώσσα του θεού».
Στο ποίημα «Ποιος θα σου δείξει, αγάπη μου», συνομιλεί εμφανώς όχι μόνον παρακειμενικά με το γνωστό τραγούδι του Χατζιδάκι «Ο ταχυδρόμος πέθανε», δανειζόμενη έναν στίχο του ως τίτλο, αλλά και διακειμενικά, εντός του ποιήματος δηλαδή, παραλλάσσοντας τους χατζιδακικούς στίχους και χρησιμοποιώντας με διαφορετικό τρόπο τα σημαίνοντα, προκειμένου να διανοίξει με απτό τρόπο την υπαρξιακή μπεκετική προμετωπίδα του ποιήματος, η οποία σχολιάζει την υπαρξιακή θέση τού είναι ως μη είναι.
Πολύ συχνή είναι και η αυτοαναφορικότητα, όπου η Τάτση επαναπροσδιορίζει δικά της σημαίνοντα, εν είδει «ακολουθίας» ή μουσικού μοτίβου όπως, για παράδειγμα, αυτό του «γκιώνη» και της «λύπης»: «Κανείς δεν βλέπει/ εκείνο που στέκει στον ώμο του/ εκτός απ’ τους λυπημένους/ που κουβαλούν έναν γκιώνη/ και τον ακούνε να κλαίει» [Η ακολουθία του γκιώνη (παραβολή)]. «Όταν θα έχει φύγει η μάνα μου/ εγώ ακόμα θα φεύγω/ επιστρέφοντας/ σε κείνη τη λύπη της/ που είναι μέσα στη νύχτα/ που ακούω τον γκιώνη» [Το κόκκινο παγκάκι (ακολουθία)]. «Οι λέξεις είναι κρεμασμένα πουκάμισα/ στα ερείπια των ποιημάτων ακούω μόνο τον κρότο του ισχίου μου/ ακούω το κλάμα του γκιώνη» [Ο κρότος της άρθρωσης]. Η λύπη άλλωστε και τα πουλιά είναι συχνά επαναλαμβανόμενα μοτίβα στο ποιητικό της σύμπαν.
Ο χώρος είτε ψυχικός είτε εξωτερικός (δωμάτιο, δρόμος, πλατεία, θάλασσα, βυθός) παίζει σημαντικό ρόλο στην κατασκευή των ποιημάτων, καθώς οριοθετεί αυστηρά το κάδρο της ποιητικής αφήγησης. Η κάμερα παραμένει ακίνητη, ενώ το θέμα της μετακινείται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο θεατής του ποιητικού συμβάντος εισπράττει μιαν αίσθηση ακινησίας, απραξίας και χωρικού εγκλωβισμού, που ενδυναμώνει την υπαρξιακή αγωνία. Παραδειγματικά αναφέρονται στίχοι από το ποίημα «Στη μέση της θάλασσας» [«κανείς εδώ / δεν πεθαίνει από γεράματα/ στη μέση της θάλασσας/ μέσα σε μια βάρκα/ που μας πάει αλλού/ πεθαίνουμε από λύπη», τα ποιήματα «Τα μανουάλια» [«Η πατρίδα μου/ είναι πατρίδα στη μέση/ και Θεός γύρω γύρω/ ένα νησί που αργά/ το τρώει η θάλασσά του/ τώρα πια ξέρω/ τι χρειάζονται οι αμμουδιές της/ εκεί τα κεριά μας ανάβουμε/ για να συγχωρεθούμε»] και «Endless loop» [«Ο κόσμος/ μέσα μου/ βυθίζεται/ όπως/ το χαλίκι/ βυθίζεται/ αργά/ στο βάθος/ του ωκεανού/ χωρίς/ να βουλιάζει/ ποτέ»].
Με την τεχνική επίσης της μπάμπουσκας, όπου πράγματα μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο, άλλοτε δίνεται έμφαση στο αίσθημα του εγκλωβισμού [Αποδημίες], άλλοτε περιγράφεται η σχέση αιτίας αποτελέσματος [Η απόγνωση της βρεφοκόμου], άλλοτε η ενότητα των πραγμάτων [Η νύχτα, το τριζόνι κι εγώ].
Παρά το γεγονός τόσο της στοχαστικής θέασης, όπου το ιδεολογικό πρόσημο είναι επικυρίαρχο, όσο και του έντονα συναισθηματικού και εξομολογητικού τόνου, η Τάτση επιτυγχάνει στο μεγαλύτερο μέρος της συλλογής να δημιουργήσει έναν αμιγή ποιητικό λόγο, εξισορροπώντας και τα δύο προαναφερόμενα στοιχεία, ώστε να περάσει σε μια νέα υπερκείμενη πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από την ανατροπή και την πρωτοτυπία. Τα εκφραστικά της μέσα, αν και λιτά, τοποθετούνται μέσα σε πλαίσια ανατρεπτικά «Ζω σε ένα σπίτι που οι προορισμοί/ έρχονται για να μείνουν»/ ευφημισμός [Η άπειρη ακολουθία της φυγής ΙΙ], «Οι άνθρωποι που βλέπω/ στεγνώνουν/ σε μια απλώστρα στην έρημο»/ ανατροπή στο τοπίο και στη χρήση των αντικειμένων [Σε υψηλή ανάλυση], που μας επιτρέπουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στον ποιητικό λόγο και στον λόγο της καθημερινής επικοινωνίας.
Τα πιο δυνατά ποιήματα της συλλογής χαρακτηρίζονται από τον τρόπο που η ποιήτρια χρησιμοποιεί τη μεταφορά [«Αποδημίες», σμήνος πουλιών στο κεφάλι-λιμνοθάλασσα της ποιήτριας] και τα είδη της –παραβολή [Η ακολουθία του γκιώνη/ αλλοτρίωση] και αλληγορία [Περί ελευθερίας/ οι γλάροι ως σύμβολα ελευθερίας και εγκλήματος], για να αναφερθούν κάποια παραδείγματα.
Προσφιλής τρόπος σύνθεσης του ποιήματος είναι επίσης η εικόνα που λειτουργεί εκ παραλλήλου με την ιδέα, τη διευρύνει ή την επεξηγεί με ιδιαίτερο τρόπο, όπως, για παράδειγμα, στο ποίημα «Το τραγούδι των Κριλ», όπου η αυτογνωσία/ βάθος τοποθετείται στον αντίποδα της φαινομενικότητας/ κορυφή βουνού που βρίσκεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας. Είναι χαρακτηριστική η τεχνική του ποιήματος που εφαρμόζεται και σε άλλες συνθέσεις από την Τάτση. Ενώ μας δίνεται η πληροφορία ότι τελικά δεν είναι το Έβερεστ αλλά το Κριλ το ψηλότερο βουνό του πλανήτη, διότι ξεκινά από τον βυθό της θάλασσας, η ίδια ξεκινά το ποίημα με μιαν ανατρεπτική εικόνα «Το μέγεθος ενός μικρού αυτοκινήτου/ έχει η καρδιά της γαλάζιας φάλαινας/ εκεί ζούμε» […] για να προχωρήσει εν συνεχεία σχεδιάζοντας με διαφορετικούς τρόπους το ορατό/ πάνω/ έξω σε αντιδιαστολή με το αόρατο/ κάτω/ μέσα, καταλήγοντας στο μότο-διαπίστωση «στο βάθος του ωκεανού/ ανεξερεύνητοι/ θα μεγαλώσουμε». Αυτόν ακριβώς, εν τέλει, τον εσωτερικό χώρο είναι που προσπαθεί να διερευνήσει ποιητικά η Τάτση, σε μία ποίηση με στοιχεία εξαιρετικά αξιόλογα, που ο αναγνώστης καλείται να αποκρυπτογραφήσει, επανερχόμενος συχνά στο ποίημα προκειμένου να του αποκαλυφθεί ως μικρό αίνιγμα ή θαύμα.

.

ΑΙΜΙΛΙΑ ΚΑΡΑΛΗ

“ΠΡΙΝ” 11/12/2022

Φυτά εσωτερικού χώρου : ποιήματα απόδρασης από τα δεσμά

Τα Φυτά εσωτερικού χώρου, (εκδόσεις Βακχικόν), αποτελούνται από 50 ποιήματα, σε δύο υποενότητες, «Κάκτοι» και «Πόθοι και ορχιδέες», με έντονες εικόνες, σαν μικρά και μεγάλα κινηματογραφικά πλάνα ή θεατρικές/δραματικές σκηνές, αν και έχουν τη μορφή μονολόγου. Μικρές αφηγήσεις, αυτοτελείς ή σε απρόσμενες συνέχειες-ακολουθίες, με αρχή, μέση και τέλος· όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
Η έγκλειστη και κλειστή πραγματικότητα που σφραγίστηκε από την πρόσφατη πανδημία φαίνεται να αποτελεί την πρωτογενή βάση της σύνθεσης. Στην ποίησή της η Ευαγγελία αισθητοποιεί μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα που κορυφώθηκαν, αναδιατυπώθηκαν ή και δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκειά της. Όμως αυτή η επικαιρική αφορμή είναι απλώς μια πρόφαση. Το ποιητικό της έργο, όπως και κάθε αντίστοιχο έργο με βάθος και αξία, ξεπερνάει το γεγονός. Έχει αυθύπαρκτη υπόσταση και γι’ αυτό διάρκεια. Αφορά κάθε άνθρωπο που νιώθει, αγαπά, σκέφτεται, παρατηρεί, θυμάται, ελπίζει, ονειρεύεται και αντιστέκεται σε συνθήκες ζωής τις οποίες δεν έχει επιλέξει. Αυτές οι συνθήκες σφραγίζονται ευκρινώς από την απώλεια, την απουσία, τη μοναξιά, τη λύπη: «Βλέπω όσα θα πω/και είναι σαν να βλέπω/ένα μαύρο ρούχο / σε ανάστερη νύχτα / η λύπη των ανθρώπων», Σε υψηλή ανάλυση. Κάθε επιθυμία φυγής γίνεται συνεχής καταβύθιση. Ένα είδος εφιάλτη που στενεύει τους ανθρώπους· επακόλουθο και συνεχές ανάπτυγμα του εγκλωβισμού: «Έτσι ορίζει η ακολουθία/ να μη φτάνεις/ μα πάντα κάπου πιο στενά/ να ’χεις να πας», Η άπειρη ακολουθία της φυγής Ι.
α ψηφιακά είδωλα γίνονται οι συνομιλητές μας («Τίνος είσαι παιδί μου;», Οι εξαφανισμένοι· «Θα γελάμε και θα κλαίμε για όσους πεθαίνουν στην τηλεόραση», Μεγάλη χίμαιρα). Οι ηλεκτρονικές συσκευές γίνονται η νέα βιόσφαιρα. Αποκτούν ανθρώπινες ιδιότητες, επικοινωνούν μεταξύ τους και μαζί μας. Γίνονται αποδέκτες συναισθημάτων οργής, λύπης, θυμού· μας μεταμορφώνουν («Μέσα σ’ αυτόν τον εγκλεισμό/ θα είμαι κι εγώ κορίτσι κατοικίδιο», Το κορίτσι στο κινητό σας). Χάνονται οι «παλιοί» τρόποι με τους οποίους εκφραζόταν ο έρωτας, η πίστη, η μνήμη («Τι πάει να πει χάνω;», Η αρχιτεκτονική της αθανασίας). Αλλάζει η σχέση με το σώμα μας, καθώς το φροντίζουμε όχι για το παρόν του, αλλά φαντασιώνοντας το μέλλον του: Ένα όμορφο ολόγραμμα στο μετά.

Αυτή η αποπνικτική ατμόσφαιρα διαπερνά και τον περιβάλλοντα χώρο. Οι δρόμοι σιωπηλοί, ο χρόνος ακίνητος, η νύχτα φωτίζεται από «ένα κτήνος λαμπάτο», μια χοάνη «έτοιμη να ουρλιάξει» (Οι λάμπες της καραντίνας). Κάθε τι ζωντανό εκπίπτει σε άψυχο· στοιχείο και στοιχειό ενός τόπου, ξένου, ερειπωμένου (Η απόγνωση της βρεφοκόμου). Ακόμη κι οι όποιοι έξοδοι καταλήγουν σε ένα σχεδόν επιθανάτιο λυγμό: «Εδώ στο παγκάκι θα κλάψω με τα δάκρυα ενός τόπου χλοερού» (Οι άνθρωποι περπατούν στην πλατεία Ι και ΙΙ). Και όταν οι απώλειες αποκτούν πρόσωπο αγαπημένο («Η μάνα μου…/ με μάτια πεινασμένα/ μου ζητά / το μυαλό της πίσω», Μητρική συνάρτηση) ξαναβρίσκονται αλλιώς μέσα μας: «Όταν οι άνθρωποι γερνούν/ Μικραίνουν πολύ, πάρα πολύ/ Τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας» (Μητρική συνάρτηση). Συνοδοί αυτής της κατάστασης, πολύσημοι οιωνοί θλίψης, επιβίωσης στερεοτύπων, αλλά και μετρητές του χρόνου και του ρυθμού της ζωής γίνονται τα πουλιά, τα έντομα, τα μικρότατα πλάσματα των βυθών (ο γκιώνης, ο γλάρος, το τριζόνι, η πεταλούδα, τα κριλ).

Μια από τις σημαντικές όμως αρετές της ποιήτριας είναι η ικανότητά της να «μαγεύει» έναν «απομαγευμένο» χωροχρόνο. Τα ποιήματα, οι λέξεις τους γίνονται ο παλμός της καρδιάς, τα μέσα δραπέτευσης από τα όποια δεσμά (ΗΚΓ) και το «λίγο δηλητήριο» που περιέχουν «είναι το αντίδοτο στην απόγνωση» (SPC Περίληψη χαρακτηριστικών των ποιημάτων). Η απαγγελία Κάλβου –γιατί όχι;– μπορεί να ανατινάξει κι ένα εργοστάσιο βαρέoς ύδατος (Αποκαλύψεις). Ένα ποίημα μπορεί «να σώσει τον άνεμο», να «φέρει καταιγίδα/ στα φύλλα της καρδιάς», να φυσήξει άνεμο ζωογόνο κόντρα στον λίβα που «έξω φυσούσε» (Η μοναξιά που φυσούσε), να ρίξει το φως από μέσα προς τα έξω (Φωτόπτερα).
Κι αν «Ο ποιητής είναι κάποιος/ που θέλει να κρέμεται/ στο κενό» (Όλες οι δουλειές είναι δύσκολες), εδραιώνει τη μνήμη σε αντικείμενα όπως τα κόκκινα παγκάκια της πλατείας («κόκκινο/όπως το αίμα της ανάμνησης», Το κόκκινο παγκάκι- ακολουθία), που ενώνουν τον χρόνο και τις γενιές (Οι εξαφανισμένοι). Κι επειδή «Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου» μας προτρέπει: «να κλαίτε φτάνει/για να έχει υγρασία» (Φυτά εσωτερικού χώρου).

.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

FRACTAL 18/10/2022

Η εσωτερική άνθιση

Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο αυτής, της δεύτερης συλλογής της Ευαγγελίας Τάτση: «Φυτά εσωτερικού χώρου», δηλαδή οργανικές οντότητες που πετάνε κλαδιά και βαθαίνουν ρίζες σ’ ένα εσωτερικό περιβάλλον, εντός των τειχών. Το όνομά τους μάς δίνεται στο ομότιτλο ποίημα: πόθος, επιθυμία. «Από παιδί το ‘χω», γράφει η Τάτση με αυτό το εξομολογητικό αλλά συνάμα προσηνές και εγκρατές πρώτο πρόσωπο—μια φωνή κατασταλαγμένης σοφίας—που είναι κι ένα από τα σήματα κατατεθέντα της ποίησής της. «Έχει φυτρώσει μέσα μου κι αναρριχάται./Ίσα που γαργαλούσε τα σωθικά μου παλιότερα/ένα πετάρισμα, μια ώθηση/μα όσο μεγαλώνω, μεγαλώνει» (σελ. 54).

Πόθος και επιθυμία για τι; Με ποιο αντικείμενο; Τη γραφή, ασφαλώς. Την ποίηση. Την τέχνη εν γένει. Και πόθος υπό συγκεκριμένες συνθήκες, οι οποίες ονομάζονται ήδη στον τίτλο, στην αναφορά στον «εσωτερικό χώρο» στον οποίο περιορίζονται και είναι αναγκασμένες να μεγαλώσουν οι οργανικές οντότητες της Τάτση—συνθήκες εγκλεισμού: «θα κλείνουμε την τηλεόραση/για να πιούμε λίγο κρασί/θα δουλεύουμε στον υπολογιστή», διαβάζουμε στη «Μεγάλη Χίμαιρα» (σελ. 12)· «Μέσα σ’ αυτόν τον εγκλεισμό/θα είμαι εγώ ένα κορίτσι κατοικίδιο» (σελ. 13) στο «Κορίτσι στο κινητό σας»· «στις εννέα και πέντε/έκοβα βόλτες στο σαλόνι/με τα φώτα όλα ανοιχτά» στις «Λάμπες της καραντίνας» (σελ. 19)· «Έκλεισα ερμητικά τα παράθυρα/άνοιξα τον κλιματισμό/γέμισε το δωμάτιο με αέρηδες κάλπικους» στη «Μοναξιά που φυσούσε» (σελ. 20)· «Εγκλωβισμός/είναι ο ορισμός της κατάστασης» στα «Φωτόπτερα» (σελ. 31). Η συλλογή λοιπόν αυτή φέρει τα σημάδια της συγγραφικής της συνθήκης, του «μεγάλου εγκλεισμού» στα χρόνια της Πανδημίας, και ίσως και ενός ακόμη εγκλωβισμού, πιο εσωτερικού, που δεν έχει όνομα—και δε χρειάζεται να έχει όνομα. Μας αρκεί το γεγονός ότι ξέρουμε πως τα «φυτά εσωτερικού χώρου» είναι οντότητες που μεγαλώνουν και θάλλουν σε συνθήκες εγκλωβισμού, αλλά συνάμα επίσης αποτελούν κάτι σαν σιωπηλές διαμαρτυρίες για αυτόν τον εγκλωβισμό καθώς είναι εκτοπίσεις του «έξω» (της φύσης, της ζωής) στο «μέσα» (στο διαμέρισμα, στον εσωτερικό ψυχισμό): «όπως εγκλωβισμένη είμαι/στον κόσμο/ταυτόχρονα ο κόσμος/εγκλωβισμένος σε μένα/βρίσκεται» (σελ. 31).

Τα φυτά εσωτερικού χώρου τείνουν επίσης να είναι μικρά, όπως μικρά είναι κάποια από τα κομψοτεχνήματα εκφραστικής και συναισθηματικής οικονομίας στη συλλογή. Αναφέρω εδώ ενδεικτικά την «Ακολουθία του Γκιώνη» (σελ. 15), τον «Δεδομένο χώρο» (σελ. 27), το «Στη μέση της θάλασσας» (σελ. 33), «Τα Μανουάλια» (σελ. 45), το «Όλες οι δουλειές είναι δύσκολες» (σελ. 60), «Το Μυστικό» (σελ. 65), «Το Παζλ» (σελ. 69). Όσο για την οικονομία την οποία ανέφερα, αυτή αφορά απλώς την ικανότητα να πεις πάρα πολλά με πολύ λίγα, μια ικανότητα για την οποία υποπτεύομαι ότι παίζει κομβικό ρόλο η μακρά εμπειρία της ζωής και όχι απλώς η εξάσκηση στην τεχνική. Γι’ αυτό άλλωστε έκανα λόγο για «σοφία». Ας αφήσω την ίδια την Τάτση να μιλήσει εδώ. Να μιλήσει για την οδυνηρή συνάντηση με τον θάνατο των αγαπημένων («Ήταν η μάνα μου/είχε κι ένα καπάκι πάνω της/ίδια η μάνα μου/το σήκωσα, μα πίσω του/δεν ήταν τίποτα που να ξέρω», «Μητρική συνάρτηση», σελ. 46)· για τη επώδυνη εμπειρία της γήρανσής τους («Όταν οι άνθρωποι γερνούν/μικραίνουν πάρα πολύ/τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας», ό.π., σελ. 47), για τις αμφισημίες της δικής μας γήρανσης («Το μυστικό της νεότητας/δεν βρίσκεται μέσα μου/πάνω στα μάγουλά μου βρίσκεται/εκεί που περισσεύει η σάρκα/εκεί ακουμπώ καμιά φορά/τις άκρες των δαχτύλων μου/κι ο κόσμος μαλακώνει» («Το μυστικό», σελ. 65). Ή, τέλος, να μας κοινοποιήσει βιωματικά συμπεράσματα: «Η μέση της ιστορίας/είναι ο μόνος χώρος/που έχουμε για να ζήσουμε» («Δεδομένος χώρος», σελ. 27), ή να μας απευθύνει αμφίσημες προειδοποιήσεις: «Να τις φοβάσαι τις μισάνοιχτες πόρτες/σπάνε δάχτυλα» («Μια προφητεία και λίγα συμπεράσματα», σελ. 57).

Η τάση της ολιγόλογης, αποφθεγματικής γραφής, ενός ακόμα σήματος κατατεθέντος της Τάτση, είναι να ξεγελάει εύκολα. Άλλοτε ξεγελάει επειδή έρχεται εύκολα, επειδή είναι ανέξοδη, όπως όμως δεν είναι στην Τάτση· και άλλοτε επειδή φαίνεται πως έρχεται εύκολα, ενώ είναι προϊόν συνειδητής και προσεκτικής δουλειάς· μερικές φορές, δουλειάς που κρύβεται σε λεπτομέρειες. Ας αρκεστώ σε δύο μόνο παραδείγματα, το πρώτο από το ποίημα «ΗΚΓ», Ηλεκτροκαρδιογράφημα, δηλαδή, το οποίο ξεκινά παίζοντας με τους αναγνώστες του: «Είστε έτοιμοι να διαβάσετε/κάτι που δεν είναι ποίημα;» (σελ. 35), και οδεύει προς την ολοκλήρωση ως εξής:

Το ποίημα όμως
πρέπει κάπου να σε πηγαίνει
κάπου
είναι όπως έχεις έστω φανταστεί
είναι εκεί είναι αλλού
εκεί που οι άνθρωποι θέλουν
να πάνε

Είναι ίσως μια διακήρυξη προγραμματικών στόχων, από τις κεντρικές, νομίζω, της συλλογής: Τα ποιήματα της Τάτση πηγαίνουν κάπου. Δείχνουν μια κατεύθυνση, ή μια πρόθεση κατεύθυνσης, εξ αρχής. Αλλά πού;

Το συντακτικό οριοθετεί—πάντοτε—μια κατεύθυνση. Πού μας πηγαίνει το συντακτικό στο απόσπασμα που παρέθεσα; Και πρώτ’ απ’ όλα, αυτό το διπλό «κάπου»; Είναι το δεύτερο «κάπου» επανάληψη του πρώτου; («Το ποίημα όμως/πρέπει κάπου να σε πηγαίνει/ κάπου») Ή είναι η αρχή μιας νέας πρότασης και συνεπώς ένα άλλο «κάπου», ένα «κάπου» αλλού; («κάπου/είναι όπως έχεις έστω φανταστεί») Το ποίημα απαντά: «είναι εκεί είναι αλλού». Το «κάπου» είναι εκεί (στο ποίημα;) και είναι «αλλού» (έξω απ’ το ποίημα;) Το ποίημα πρέπει να σε πηγαίνει κάπου, αλλά το κάπου είναι εκεί και είναι αλλού, είναι «εκεί που οι άνθρωποι θέλουν να πάνε». Το ποίημα σε πηγαίνει εκεί όπου το κάπου είναι, εκεί όπου υπάρχει, αποκτά υπόσταση το «κάπου». Ας το θέσω λίγο διαφορετικά: το ποίημα (ας πω, το είδος του ποιήματος που συχνά γράφει η Τάτση), σε πηγαίνει κάπου όπου ενεδρεύουν οι παγίδες, οι επιπλοκές ενός συντακτικού το οποίο δεν σε ταξιδεύει μόνο οριζόντια (στο λεγόμενο σύνταγμα) αλλά και εγκάρσια (στο λεγόμενο παράδειγμα), στα άδυτα του οχήματος μεταφοράς σου, στη μηχανή της: στη γλώσσα. Εκεί που οι άνθρωποι θέλουν να πάνε, γιατί με τη γλώσσα θέλουν, γιατί η γλώσσα θέλει και ξέρει να θέλει, ξέρει να λέει «θέλω».
Τα ποιήματα πρέπει να σε πηγαίνουν εκεί, δηλαδή αλλού, γιατί τα ποιήματα είναι η γλώσσα αλλιώς και η γλώσσα η οποία γυρίζει αλλιώς εκπλήττει: «από τη μια/ο χρόνος στο ζενίθ/από την άλλη ο χρόνος στο ζενίθ/—δυο φορές—» διαβάζουμε στη «Διακεκαυμένη ζώνη» (σελ. 39). Και εκεί το ποίημα σε πηγαίνει κάπου, στην επανάληψη ως διαφορά, στην παράδοξη ανακάλυψη ότι η έκπληξη, η είσοδος στο αλλού βαίνειν και στο αλλιώς λέγειν, έγκειται στην παρεμβολή μιας επανάληψης εκεί που θα περιμέναμε συντακτικώς τη διαφορά, το αντίθετο του «ζενίθ» και όχι το ίδιο «δυο φορές», το ίδιο που γίνεται άλλο, που μας σταματά καθώς διαβάζουμε (μήπως μας γέλασαν τα μάτια μας;) επειδή επιστρέφει, και επιστρέφει ως αίνιγμα και ως απορία (τι είναι ανάμεσα στον χρόνο στο ζενίθ και στον χρόνο στο ζενίθ);

Εκεί μας πάει το ποίημα. Στην απορία. Εκεί όπου δεν υπάρχει πορεία, εκεί όπου δεν έχουμε πού να πάμε. Εκεί όπου είναι το ποίημα ως έκφραση της απορίας, της ανεστιότητάς μας στη γλώσσα και στον κόσμο, εκεί, αλλού.

Δεύτερο (και τελευταίο) παράδειγμα: «Η νύχτα, το τριζόνι κι εγώ» (σελ. 44):

Αυτή η νύχτα
είναι μια μπάμπουσκα

μέσα της
βρίσκομαι εγώ
—μια άλλη νύχτα—

μέσα μου
είναι αυτό το τριζόνι

μέσα στο τριζόνι
μια άλλη νύχτα
πάλι εγώ

άκου,
αυτή η νύχτα τρίζει

Τρ, τρ, τρ, τρ, τρ
τρ, τρ, τρ, τρ, τρ.

Ο τίτλος ονομάζει τρεις οντότητες. Στην κοινή, ή αν προτιμάτε πεζή λογική, αυτές οι τρεις οντότητες βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη διάταξη: το τριζόνι κι «εγώ» είναι δύο όντα που βρίσκονται (και συναντιούνται, ως πομπός ήχου και ακροατής) «μέσα» στη νύχτα. Αλλά στο ποίημα αυτή η «φυσιολογική» διάταξη έχει δώσει τη θέση της στην εγκιβώτιση. Η νύχτα περιέχει το «εγώ» της αφηγήτριας, το οποίο με τη σειρά του σημειώνει την ταυτότητά του όσο και τη διαφορά του απ’ αυτό στο οποίο περιέχεται (είναι, διαβάζουμε, «μια άλλη νύχτα»). Αυτή η «άλλη νύχτα» με τη σειρά της περιέχει το τριζόνι, το οποίο με τη σειρά του περιέχει και πάλι «μια άλλη νύχτα», η οποία είναι πάλι «εγώ», και δεν αργούμε εδώ να αντιληφθούμε την παρουσία, μαζί με τις έννοιες της επανάληψης και της διαφοράς, οι οποίες ήδη περιέχονται στην «μπάμπουσκα», την άλλη της εννοιακή διάσταση ως μεταφοράς, αυτή της παραπομπής στη δυνητική έστω απειρότητα. Και το ποίημα, με μια προσεκτικότερη ματιά, ξεδιπλώνεται μπροστά μας ως ένας ολιγόστιχος και ολιγόλογος στοχασμός για το άπειρο· το άπειρο που ανακύπτει όταν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα όντα αίρονται, όταν το συνανήκειν τους βιώνεται ως τέτοιο: τα πάντα στο ποίημα, κάθε λέξη του, συγκεντρώνονται στη συμπύκνωση αυτής της σκηνοθεσίας της ταυτότητας και της διαφοράς υποκειμένου και αντικειμένου εντός του κόσμου («αυτή η νύχτα» [στροφή 1], «μια άλλη νύχτα» [στροφή 2], «μια άλλη νύχτα» [στροφή 4], «αυτή η νύχτα» [στροφή 5]), της οποίας η κατάληξη είναι η απελευθέρωση του τριζονιού από ίχνος του αλλότριου αντικειμένου εντός (αυτής της εκδοχής ενός ακόμη «φυτού εσωτερικού χώρου») στο τριζόνι ως υποκείμενο, στην άναρθρη φωνή του ως κάτι που καταλαμβάνει τον έλεγχο της ποιητικής φωνής και την σπρώχνει έξω από τα όρια του έναρθρου λόγου, προς το άλογο αλλά όχι άφωνο εκείνο στοιχείο που παραμένει η αδήλωτη πλευρά της ποίησης (ομοιοκαταληξία, μέτρο, προσωδία, στιχουργική, χρήση του χώρου της σελίδας, κ.λπ), όσο παραμένει επίσης και ο μη αναγώγιμος σε «νόημα» ήχος του κόσμου. Όλο το σύμπαν μέσα και έξω μας στον ήχο ενός ταπεινού τριζονιού, στις λίγες γραμμές ενός λιτού ποιήματος: κάποιες φορές, αν τα φροντίζεις όπως πρέπει, τα φυτά εσωτερικού χώρου γιγαντώνονται πέρα από κάθε προσδοκία.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

STIGMALOGOU 11/10/2022

Έχουμε συνηθίσει τα φυτά εσωτερικού χώρου να ευδοκιμούν στα σπίτια, στα γραφεία, στα ξενοδοχεία και γενικά οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη ή διάθεση καλλωπισμού. Τα φυτά εσωτερικού χώρου στη συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση όμως ευδοκιμούν αλλιώς:

ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (απόσπασμα)

Δεν πρόκειται για κάτι αιφνίδιο
από παιδί το ‘χω
έχει φυτρώσει μέσα μου κι αναρριχάται.

[…]

Έχει ανέβει στον οισοφάγο και με πνίγει, γιατρέ.

Ποια μουσική σας αρέσει; με ρώτησε.
Αυτή που με κάνει να κλαίω, του απάντησα.
Όλα καλά λοιπόν, είπε ο γιατρός.
Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου
να κλαίτε φτάνει
για να έχει υγρασία.

Τα συγκεκριμένα φυτά εσωτερικού χώρου δεν χρειάζονται πότισμα ούτε λίπανση. Ευδοκιμούν πάνω στις ευφάνταστες ιδέες της ποιήτριας: το κουτσό του κόσμου που, μολονότι το κοντό του πόδι διορθώθηκε με εγχείρηση, συνεχίστηκε επειδή ξέχασαν να του αλλάξουν τα άνισα παπούτσια (ποίημα «Η πικρή ιστορία των παπουτσιών») ή η πατρίδα που είναι νησί στη μέση και Θεός γύρω-γύρω με τις αμμουδιές να γίνονται μανουάλι για τα κεριά που «ανάβουμε/ για να συγχωρεθούμε» (ποίημα «Τα μανουάλια») ή οι πραγματικότητες μέσα στις πραγματικότητες όπως η νύχτα, το τριζόνι και το ποιητικό υποκείμενο που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο σαν τις όλο και πιο μικρές εσωτερικές κούκλες μιας μπάμπουσκας (ποίημα «Η νύχτα, το τριζόνι κι εγώ»).

Θεματικά, ο εγκλωβισμός είναι κυρίαρχος σε πολλά ποιήματα που όλα καταλήγουν ότι δεν υπάρχει οδός διαφυγής. Στο ποίημα «Φωτόπτερα» συντελείται μια αντιστροφή της λογικής με τρόπο ωστόσο που φαίνεται απόλυτα λογικός και στο ποίημα «Αποδημίες» τα πουλιά αποφασίζουν να ξεχειμωνιάσουν προτού φτάσουν στον τελικό τους προορισμό. Το «κάπου αλλού» όπου θα ήθελε το εκάστοτε ποιητικό υποκείμενο να πάει και προς το οποίο είχε άλλωστε ξεκινήσει, αναβάλλεται για πάντα ή ματαιώνεται:

Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ

ΙΙ

Αλλού είναι εκεί που δεν είμαι.
Να φύγω είναι απόφαση
να φεύγω είναι το αντίθετο.
Ζω σ’ ένα σπίτι που οι προορισμοί
έρχονται για να μείνουν.

Οι αποφθεγματικές διαπιστώσεις στα ποιήματα της Τάτση είναι αποστομωτικές και σε αυτές οφείλεται μεγάλο μέρος από την έκπληξη που νιώθει ο αναγνώστης με τις κατακλείδες:

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ (απόσπασμα)

[…] βλέπω τον ήλιο
να κόβει τις φλέβες του
και να ματώνει ο κόσμος

Το υπόλοιπο μέρος της έκπληξης που νιώθει ο αναγνώστης αφορά τις απροσδόκητες αλληγορίες που ζωντανεύουν τα ποιήματα με έναν τρόπο απολύτως αιφνιδιαστικό:

Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΚΙΩΝΗ (ΠΑΡΑΒΟΛΗ)

Οι άνθρωποι κουβαλούν ένα πουλί στον ώμο τους
ο καθένας το δικό του
ο καθένας άλλο.

Κανείς δεν βλέπει
εκείνο που στέκει στον ώμο του
εκτός απ’ τους λυπημένους
που κουβαλούν έναν γκιώνη
και τον ακούνε να κλαίει

γι’ αυτό είναι λυπημένοι

ο γκιώνης όμως δεν τους βλέπει
και κλαίει για πάντα που τους έχασε.

Ο θάνατος ή τα σχήματα λόγου που τον αφορούν απαντώνται με διάφορες μορφές μέσα στα ποιήματα. Για παράδειγμα, στο «Οι άνθρωποι περπατούν στην πλατεία Ι» το ποιητικό υποκείμενο είναι ένας πεθαμένος και στο «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί» οι εν λόγω εραστές εμφανίζονται σαν απέθαντοι (δηλαδή βρικόλακες). Συγχρόνως, η τρίτη ηλικία επίσης απασχολεί πολύ την ποιήτρια. Μάλιστα, το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να έχει μια μάνα που πάσχει από άνοια:

ΜΗΤΡΙΚΗ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ

ΙΙ

(Σπιτική συνταγή)

Η μάνα μου
έριχνε λίγο λίγο το μυαλό της
μέσα σε σουτζουκάκια
και λαχανοντολμάδες

τώρα
πρέπει εγώ να μαγειρέψω

με μάτια πεινασμένα
μου ζητά
το μυαλό της πίσω

IV

Όταν οι άνθρωποι γερνούν
μικραίνουν πολύ, πάρα πολύ
τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας.

Η μητρική φιγούρα εμφανίζεται σε μια σειρά ποιημάτων. Πότε είναι η μητέρα του ποιητικού υποκειμένου και πότε κάποιου άλλου προσώπου που εμφανίζεται στα ποιήματα. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Οι εξαφανισμένοι», η μητέρα της κυρα-Μαριάνθης «ρωτούσε τον εκφωνητή των ειδήσεων/ […] “Τίνος είσαι, παιδί μου;”» και όλοι γελούσαν μα εκείνη βούρκωνε – όχι για τα γέλια, αλλά για τη λήθη που είναι η μόνη πραγματική εξαφάνιση. Το ποίημα αυτό είναι το σημείο αναφοράς για ένα άλλο ποίημα: «Το κόκκινο παγκάκι (ακολουθία)». Στο ποίημα με τη μάνα της κυρα-Μαριάνθης οι εξαφανισμένοι συναντιώνται κάθε μέρα σε μια πλατεία με κόκκινα παγκάκια – γιατί κόκκινα; Η εξήγηση δίνεται στο «Κόκκινο παγκάκι»: Επειδή «…το παγκάκι θα ‘ναι κόκκινο/ όπως το αίμα της ανάμνησης». Εκτός από τα παγκάκια υπάρχουν βέβαια και άλλα κόκκινα αντικείμενα (έμβια ή άβια) στη συλλογή, όπως μια κόκκινη πεταλούδα στο ποίημα «Μπορεί» ή ένα κόκκινο καπέλο στο ποίημα «Της χαράς». Πάντως η «πάσα» από ένα ποίημα σε επόμενο, με το επόμενο ποίημα να λειτουργεί σαν επεξήγηση ή εμβάθυνση στο μοτίβο του πρώτου, είναι από τα πλέον αξιόλογα χαρακτηριστικά της ποίησης της Τάτση. Προσωπικά το λάτρεψα, γιατί δείχνει παίδεμα της αρχικής ιδέας και χαρίζει απαράμιλλη συνοχή στη συλλογή.

Τέλος, ποτέ κραυγαλέα, πάντοτε με ηρεμία και εσωτερικότητα, στη συλλογή εμφανίζονται διάφορα δίπολα, όπως η σκιά και το φως ή η ξηρότητα και η υγρασία. Το πρώτο από αυτά (σκιά-φως), το είδαμε στον στίχο που διάλεξα ως προμετωπίδα αυτού του σημειώματος, όμως κλείνει και τη συλλογή με το ποίημα «Στη σκιά του αλόγου». Κάνοντας αναφορά σε στίχους του Αργύρη Χιόνη για το φως, η ποιήτρια κλείνει τη συλλογή της γράφοντας:

Μα δεν μπορώ να σου δείξω
το φως που θυμάμαι
είναι δεμένο μέσα μου
κι εγώ
είμαι αυτό που λέμε
η σκιά του

όμως
αυτό το άγριο άλογο μπροστά σου
σε περιμένει να το στρέψεις στον ήλιο

η σκιά του αλόγου σου
θα με λύσει από το φως
που δεν βλέπεις.

Ένα άλλο κυρίαρχο δίπολο αφορά την ξηρότητα και την υγρασία. Αυτά εμφανίζονται π.χ. στο ποίημα «Διακεκαυμένη ζώνη», όπου η «υγρασία των ανθρώπων» αντιπαραβάλλεται με «την ξηρασία της ματαιότητας». Και στο ποίημα «Endless loop», η Τάτση παίζει με τις λεπτές αποχρώσεις, μιλώντας για έναν εσωτερικό κόσμο που βυθίζεται σαν χαλίκι στον ωκεανό αλλά δεν βουλιάζει ποτέ. Ο ωκεανός εμφανίζεται και στο ποίημα «Το τραγούδι των Κριλ», το οποίο κλείνει με το τρίστιχο:

στο βάθος του ωκεανού
ανεξερεύνητοι
θα μεγαλώσουμε.

Είχα τόσα να γράψω γι’ αυτή τη συλλογή, στην οποία προσωπικά αναγνώρισα ένα δείγμα υπέροχης σύγχρονης ποίησης, που δεν μίλησα καθόλου για τα προφανή. Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο, «Κάκτοι», όπως καταλαβαίνουμε από τον τίτλο του, μιλά για αγκαθωτά πράγματα της ζωής (τα κάθε λογής αδιέξοδα, τον θάνατο, την τρίτη ηλικία) και το δεύτερο, «Πόθοι και ορχιδέες», μιλά επίσης για αγκαθωτά θέματα παρά τον τίτλο του (για ανεκπλήρωτους πόθους και τα βάσανα που συνεπάγονται, για το λίγο των θεών, τη χαρά που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί), λειτουργεί όμως σαν μια σπουδή στο πρώτο και μια εκ νέου επίσκεψη της θεματολογίας του, δένοντας σφιχτά αυτή την πραγματικά καλή συλλογή σε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ. ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

FRACTAL 28/9/2022

Το άπειρο και το απειροστό: Σύμβολα και οντολογία μιας ακολουθίας που δεν συγκλίνει

Η νέα συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ, Βακχικόν 2022, με εξώφυλλο της Γεωργίας Συριοπούλου, έρχεται να ολοκληρώσει τον ποιητικό διάδρομο απογείωσης που άρχισε να κατασκευάζει η ποιήτρια με την πρώτη της συλλογή, τις ΑΚΑΚΙΕΣ ΣΤΗ ΣΑΒΑΝΑ, Βακχικόν 2020, συλλογή που συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή για το βραβείο Γιάννης Βαρβέρης 2021. Έναν διάδρομο από φερτά υλικά, άσφαλτο, τσιμεντοκονία και τρυφερό γρασίδι. Στις πλευρές, ενώ πέφτει η νύχτα και αρχίζει η τροχοδρόμηση, πλάι στα κινέζικα φαναράκια των ψυχών, ανάβουν θυμητάρια, κάκτοι κι ορχιδέες, ενδεχομενικές, χωροχρονικές καμπυλώσεις, όλης της γης οι κολασμένοι κι ένα έφηβο κορίτσι που δεν λέει να μεγαλώσει. Η ποιήτρια.

ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

Το υλικό της συλλογής, καθώς αποκαλύπτει την ποιητική ιδέα με αφοπλιστική ειλικρίνεια, μοιάζει πρωτεϊκό: δεν σπαταλάει σχεδόν καθόλου ενέργεια προς μια καλολογική επεξεργασία και ωραιότητα. Αυτό σημαίνει ότι διαβάζουμε πρόχειρη ποίηση; Κυρίως σημαίνει ότι διαβάζουμε ποίηση που υπαγορεύεται από το υποσυνείδητο-από τον βαθύ έσω νου-ήδη δομημένη, η οποία στη συνέχεια αναπτύσσεται αυθόρμητα εντός του εύρους του ποιήματος ενώ τις περισσότερες φορές εκπλήσσει με την κατακλείδα της, συγκινεί ή μας κάνει να χαμογελάσουμε με συμπάθεια. Γενικά, αυτό το χαρακτηριστικό – η ανάγνωση να γεννά τη συμπάθεια προς το ποίημα αλλά και την ποιήτρια – είναι κυρίαρχο σε όλο το σώμα των Φυτών Εσωτερικού Χώρου, και είναι σαφές ότι προκύπτει από την αλήθεια της. Η Ευαγγελία Τάτση είναι μια νέα ποιήτρια της γενιάς της (μόλις η δεύτερη συλλογή είναι αυτή) με διαμορφωμένη -ήδη – ταυτότητα, που διατυπώνει την ουσία της δίχως πολλά πολλά. Αυτό ακριβώς έχουμε ανάγκη άλλωστε (αφού έχουμε χορτάσει από ποιητές που γράφουν εντός του σπηλαίου για να τους διαβάζουν οι σταλακτίτες)

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ

Με λιτή γλώσσα, λοιπόν, απέριττη αλλά αιχμηρή, με ευγένεια – και πάλι – ως προς το σώμα της ποίησης, στο οποίο έρχεται να κοινωνήσει, παράγει περιβάλλοντα και εικόνες που παραπέμπουν σε μιαν εξέγερση -άμα τη γενέσει- ματαιωμένη αναδύοντας ταυτόχρονα μια γυναικεία ταυτότητα που υπόκειται στη μόνιμη και «δεδομένη» υποβάθμιση· την εργασιακή, την προσωπική, τη σεξιστική, την ταξική. Το αποτέλεσμα μοιάζει σαν να προσπαθεί κάποιος να στραγγίξει την ποίηση της Κατερίνας Γώγου από τον θυμό διατηρώντας υψωμένη τη γροθιά και την πίκρα κραταιά.

Το διατυπωμένο υβρίδιο που προκύπτει δεν είμαι σίγουρος ότι λειτουργεί προτρεπτικά προς την κοινωνική εξέγερση, καθώς ο θυμός είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για τις ανατροπές και τις εξεγέρσεις. Εδώ έχουμε μια ομαλοποίηση του θυμού, ένα μαξιλάρι ευγένειας. Μια πιο καλλιεργημένη κοινωνική συνειδητότητα. Είπαμε η ποιήτρια είναι ένας ευγενικός άνθρωπος. Όμως το λεπταίσθητο τρέμισμα τής εν υπνώσει καρδιάς της εργατικής τάξης που χτυπάει ακόμη στο στήθος όλων της γενιάς μας, όλων όσων υπήρξαμε (και συνεχίζουμε να είμαστε) ένα επιστημονικό προλεταριάτο που εξαργυρώνει μπιρ παρά την τεχνογνωσία και τη συνδυαστική σκέψη του διαμορφώνοντας μιαν υπεραξία προϊόντος προς κατανάλωση, είναι εκεί. Δεν βλέπω μόνο τον εαυτό μου στην ποίηση αυτή, βλέπω ολόκληρη τη γενιά μας να ξεροσταλιάζει στο κόκκινο παγκάκι της, να ζει τη μεσήλικη ζωή της μέσα σε κατακλυσμικές υποχρεώσεις και ματαιωμένα όνειρα, μέσα από τις σκιές των απόντων και το λαχάνιασμα των ενόντων, να ανάβει μόνη της τα κεριά της στις αμμουδιές της πατρίδας μας για να συγχωρεθεί, όπως λέει χαρακτηριστικά η ποιήτρια στο ποίημα

Τα μανουάλια

Η πατρίδα μου
είναι πατρίδα στη μέση
και Θεός γύρω γύρω
ένα νησί που αργά
το τρώει η θάλασσα του∙
τώρα πια ξέρω
τι χρειάζονται οι αμμουδιές της∙

εκεί, τα κεριά μας ανάβουμε
για να συγχωρεθούμε.

ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ, ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΥΓΚΛΙΝΕΙ

Εξ αιτίας, ίσως, αυτής της έμφυτης ευγένειας, όπως είπαμε, παρατηρούμε να διαχέεται, σχεδόν σε κάθε ποίημα της συλλογής, μια αίσθηση ταπεινότητας. Όχι με την έννοια της σεμνοτυφίας: με την πίκρα αλλά και τη σιγουριά και την αυθάδεια μιας “συνειδητοποιημένης” τελείας που αναγνωρίζει τη θέση της εντός ενός τρισδιάστατου σύμπαντος. Ταυτόχρονα ορίζει έτσι και τον “μη χώρο της”: η τελεία δεν δύναται να επεκταθεί. Μπορεί να σκέφτεται, μπορεί να θαυμάζει. Αλλά φέρει – εκ των πραγμάτων – την τραγικότητα της αδυναμίας να αντιδρά αφού οι πράξεις της δεν εκτείνονται. Όλοι οι εγκιβωτισμοί της (χρησιμοποιώ τη λέξη προσδίδοντας της κυρίαρχα τη σημασία του ακούσιου περιορισμού) περιέχουν την πικρία αυτής της διαπίστωσης, και, ταυτοχρόνως, έναν αυτοθαυμασμό: της ενδελεχούς κατανόησης των πάντων από μια τόση δα τελεία. Δεν μιλώ για μια ταπεινότητα που μετατρέπεται σε έπαρση. Δεν θαυμάζει τον εαυτό της. Θαυμάζει τον άνθρωπο μέσα από το “είναι”. Αυτός ο θαυμασμός άλλωστε είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη της λειτουργίας της εμπειρικής πρόσληψης του κόσμου ως τέτοιας. Έτσι παγιδευμένη στη σημειακή της διάσταση φαντάζεται τα επίπεδα της ύπαρξης και τα σχηματοποιεί. Τα περισσότερα ποιήματά της τεντώνουν ώστε να φτάσουν μια τέτοια οντολογία. Την κατανόηση του απείρου από το απειροστό. Την κατανόηση της θέσης του απειροστού εντός αυτού του απείρου (είτε χωρικά, είτε χρονικά). Κι αυτό την καταλήγει στην έννοια του ορίου. Η ποίησή της είναι παντού, μια ακολουθία που αγωνίζεται να συγκλίνει. Που έχει ένα όριο, έχει έναν ελκυστή για να οργανώσει το χάος του, μα που δεν καταφέρνει να το φτάσει καθώς ετούτο είναι και το φάντασμα κάθε συνάρτησης που συγκλίνει: το – συγκεκριμένο και πραγματικό μεν – αλλά απομακρυσμένο και άπιαστο όριο δε. Ετούτο το όριο κυνηγάμε σε όλη μας της ζωή. Να βρει ο καθένας μας τη φιλοσοφική του αιώρα. Ένα σημείο όπου η ταλάντωσή μας θα γίνει επιτέλους φθίνουσα και το πλάτος της θα μηδενιστεί (δίχως εννοείται να χρειαστεί να ξεψυχήσουμε). Η Ευαγγελία με την ποίησή της και το κοντεύει αυτό το σημείο, μα και μας υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί κανείς μας να το φτάσει.

Σε αυτό το οντολογικό ταξίδι της, σύμβολα κι αναγνωστικά οδόσημα (ο χρόνος, η ταλάντωση, τα φυτά, τα πουλιά που ίπτανται ή που στέκουν πάνω στον ώμο το κορίτσι με τον παπαγάλο ή η ακολουθία του γκιόνη, το κόκκινο παγκάκι, το κόκκινο χρώμα κλπ) χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν για να ενισχύσουν: α) την ένταση β) το ποιητικό άλμα γ) τις αναγωγές δ) τις μεταφορές ε) τις μετωνυμίες και στ) τις αλληγορίες Ας δούμε ορισμένα εξ αυτών ως χαρακτηριστικά της ποιητικής της.

Ο χρόνος, για παράδειγμα αντιμετωπίζεται όχι μόνον ως ποτάμι που θα εκβάλλει στη φθορά αλλά ως χώρος που περιβάλλει, εκτείνει το τώρα στο διηνεκές και το τραγικοποιεί. Αυτή η χωροχρονική αντιστροφή, εκτός που λειτουργεί ικανά ποιητικά, οδηγεί σε μια θλίψη τόσο μεγάλη όσο κι ο αιώνιος χρόνος που την περιέχει. Μου θυμίζει την εφηβική απελπισία μιας ερωτικής απογοήτευσης που μάς δίνει την εντύπωση ότι θα κρατήσει για πάντα. Στο ποίημα Στη μέση της θάλασσας, σελ. 33, που είναι χαρακτηριστικό και της κοινωνικής της ενσυναίσθησης, λέει:
Στη μέση της θάλασσας

Μπήκαμε μέσα σε μια βάρκα
για να φτάσουμε στην πατρίδα μας

από τη μέρα που γεννηθήκαμε

είμαστε
μέσα στη βάρκα
στη μέση της θάλασσας

κανείς εδώ
δεν πεθαίνει από γεράματα

στη μέση της θάλασσας
μέσα σε μια βάρκα
που μας πάει αλλού
πεθαίνουμε από λύπη.

Η αίσθηση της παλινδρόμησης μιας συνάρτησης που κινείται μεταξύ δύο ακραίων ελκυστών υπογραμμίζεται στο ποίημα ΗΚΓ όπου αναδύεται η αποφασιστικότητά της να οδηγήσει τις λέξεις τις προς την ποιητική κατασκευή που θα ήταν και το ιδανικό επέκεινα

[…] το ποίημα όμως
πρέπει κάπου να σε πηγαίνει
κάπου
είναι όπου έχεις έστω φανταστεί

είναι εκεί που είναι αλλού
εκεί που οι άνθρωποι θέλουν
να πάνε […]

Στα ποιήματά της Η άπειρη ακολουθία της φυγής Ι και ΙΙ επεκτείνει τη δυσκολία εκτίναξης προς ένα όριο, χρονικό η χωρικό, ουσιαστικά αντιμετωπίζοντας τον εαυτό σαν ένα ηλεκτρόνιο μέσα σε ένα πηγάδι δυναμικού δηλαδή σε μια αιώνια παγίδα. Η φυγή, η έξοδος φαίνεται εκεί να συναρτάται ακόμη και με την έννοια του στιγμιαίου και του συνεχούς
λέει:
[…] να φύγω είναι απόφαση
να φεύγω είναι το αντίθετο

ζω σε ένα σπίτι που οι προορισμοί
έρχονται για να μείνουν [… ]

Στα ίδια επιστρέφει και στο εμβληματικό ποίημα Το κόκκινο παγκάκι ( ακολουθία ) που ανήκει στη δεύτερη ενότητα πόθοι και ορχιδέες, όπου την έννοια του στιγμιαίου και του χρονικού συνεχούς την εκμεταλλεύεται για να πραγματοποιήσει το ποιητικό άλμα δίχως να χάσει τον νατουραλισμό της γραφής της, εκτείνει τη λογική της συνέχειας μέσα από τρία εμβληματικά πρόσωπα: τον εαυτό της, τη μητέρα της και την κόρη της, που αλλάζουν διαδοχικά θέση στο κόκκινο παγκάκι, ταυτοχρόνως, ένας διάχυτος λυρισμός γεμίζει το ποίημα τρυφερότητα. Επαναλαμβάνονται κι εδώ σύμβολα, πουλιά και φυτά, το παγκάκι και το κόκκινο χρώμα, που πάνε κι έρχονται ως memorabilia invictus. Ένα τέτοιο γίνεται ακόμη και το διαδίκτυο, ένα περιβάλλον πλέον για όλους μας, που εδώ φιλοξενεί την ποιητική ιδέα.
το κόκκινο παγκάκι (ακολουθία)

Όταν θα έχει φύγει η μάνα μου
εγώ ακόμα θα φεύγω
επιστρέφοντας
σε κείνη την λύπη της
που είναι μέσα στη νύχτα
που ακούω τον γκιώνη
κι ένα λουλούδι
φυτρώνει στο λαιμό μου […]

Αντίστοιχη αίσθηση αποκομίζουμε από το ποίημα αποδημίες, όπου ο χρόνος σταματά αναποφάσιστος σε μία λιμνάζουσα λιμνοθάλασσα και τα αποδημητικά πουλιά ταλαντώνονται ανάμεσα στον βορρά και στον νότο

[…] άκου, μου λένε
αυτός ο άχρηστος άνεμος
δε βγάζει πουθενά
έξω δεν έχει βορρά
ούτε και νότο
καλύτερα εδώ στη λιμνοθάλασσα∙
ας είναι. […]

Στο ποίημα μητρική συνάρτηση καταλήγει

[…] όταν οι άνθρωποι γερνούν
μικραίνουν πολύ πάρα πολύ
τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας.

ενώ σε άλλο σημείο εγκιβωτίζει και πάλι παράγοντας αέναες διαδοχές

[…] ήταν η μάνα μου
είχε και ένα καπάκι πάνω της
ίδιο η μάνα μου
το σήκωσα μα πίσω του
δεν ήταν τίποτα πού να ξέρω […]

στο ποίημα οι εξαφανισμένοι στη σελίδα 40 επαναφέρει το κόκκινο παγκάκι ως ένα σύμβολο του Αχέροντα και ταυτόχρονα ένα σύμβολο της γλυκιάς λήθης εν ζωή, λέει

III

[…] Κάθε μέρα συναντιόμαστε
σε κείνη την πλατεία
με τα μεγάλα δέντρα
-δίπλα στο καινούργιο μου σπίτι-

στα κόκκινα παγκάκια της
καθόμαστε όλοι

οι εξαφανισμένοι.

όμορφα διαχέει τη συμβολιστική της διάθεση στο ομότιτλο της συλλογής φυτά εσωτερικού χώρου, όπου από το κλάμα μεγαλώνει το λουλούδι του πόθου.

Η λογική της συμπερίληψης και του εγκιβωτισμού προφανώς εκτείνονται δικαίως και στο ποίημα η νύχτα το τριζόνι και εγώ που εξέτασε ενδελεχώς ο Αντώνης Μπαλασόπουλος.
Εν κατακλείδι θεωρώ ότι το ποίημα endless loop περιγράφει απολύτως όλη την ποιητική της η οποία τρόπον τινά σχηματοποιείται και μορφοποιείται κιόλας εφόσον οι στίχοι της εκεί, γίνονται σχεδόν μονολεκτικοί και κοφτοί σαν κόκκοι άμμου σε μια κλεψύδρα που περιμένει να αδειάσει από την μια πλευρά για να ξαναγυρίσει αμέσως από την άλλη.

Ο κόσμος
μέσα μου
βυθίζεται
όπως
το κοχύλι
βυθίζεται
αργά
στο βάθος
του Ωκεανού
χωρίς να βουλιάζει

ποτέ.

Αξίζει να μνημονεύσω επίσης τα βαθιά λυρικά ποιήματα της που δεν υπακούουν στην μεθοδολογική αποτίμηση που επιχειρώ όπως
το τραγούδι των κριλ

το μυστικό της Χαράς
της σκιάς

ενώ η σπουδή σε γυμνό σώμα επιστρέφει ουσιαστικά στην έννοια του εγκιβωτισμού του απειροστού και του άπειρου όπως και τα ξεχωριστά ποιήματα ποιος θα σου δείξει αγάπη μου και αιώνιος φοιτητής στο μάθημα της ανατομίας που ουσιαστικά καταγράφουν μια εμπειρία ζωής η οποία εκθέτει τον χρόνο απέναντι στο ίδιο το ποιητικό υποκείμενο.

Τέλος οι λάμπες της καραντίνας είναι επίσης ένα από τα λίγα ποιήματα της συλλογής που ΔΕΝ εντάσσεται στη συλλογιστική που ανέπτυξα, παρόλα αυτά το αγάπησα για τη Σαχτουρική υπόσταση και τη σαρωτική του απλότητα καθώς είναι ένα ποίημα που σωματοποιείται, που γίνεται κραυγή. Και που δείχνει και τον δρόμο στην ποιήτρια για την επόμενη συλλογή της. Παραθέτω το ποίημα.

οι λάμπες της καραντίνας
Στις εννέα και πέντε
έκοβα βόλτες στο σαλόνι
με τα φώτα όλα ανοιχτά∙
άκουγα τα βήματα
εκείνου που έκοβε βόλτες
στον από πάνω όροφο
έβλεπα τον απέναντι
με τα φώτα όλα ανοιχτά
είχα βουρκώσει στη σκέψη του αμίλητου δρόμου
της ακίνητης νύχτας
που απλώθηκε κάτω απ’ τα πόδια μιας πόλης
κλεισμένης στις λάμπες της
να παραμιλάει με όποιον της έτυχε
κι ούτε που ξέρω που με βρήκε
ο μάστορας του ήχου
την πιο σωστή ώρα
για να μου πει
“αυτό να πάρεις!”
-δεν είναι ενισχυτής
είναι ένα κτήνος λαμπάτο,
έτοιμο,
ζεστά κι από τα βάθη της χοάνης του,
να ουρλιάξει.

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

ATHENS VOICE 6/9/2022

Fast Track anesthesia: Τα «Φυτά Εσωτερικού Χώρου»

Ακούστηκε το ρολόι που χτυπά κάθε μισή και κάθε μια ώρα. Είχε πέσει βαριά η νύχτα, υγρή, νύχτα παιδιών και ερωτευμένων. Μάζεψε τα ποιήματα από τα χαρτιά τους. Κάτι στίχοι που είχαν μπερδευτεί μπήκαν πρόχειρα πρόχειρα μες στις ανθολογίες. Αύριο, κάποιος θα γυρεύει τα βαθύτερα νοήματα και τις σκοτεινές σημασίες. Δεν θα έχει ιδέα για όσα συνέβησαν εκείνη την βραδιά, μα η υποψία θα του καίει την καρδιά. Και όλο θα γυρεύει μια απόκριση στον απόκρημνο στίχο που μιλά μέσα από την μοναξιά μας, την πιο δική μας μοναξιά. Αυτήν την ίδια που διδαχτήκαμε τόσο σκληρά πριν από μερικά χρόνια.

Όλα βρέθηκαν στην θέση τους. Τίποτε δεν είχε απομείνει να μαζέψει. Τα σπίτια διαθέτον μια κρυψώνα για κάθε τι είπε και ένιωσε μεμιάς πιο μόνη από ποτέ. Τότε ήταν που θυμήθηκε τα Φυτά εσωτερικού χώρου που πεθαίνουν διψασμένα στις γωνιές του σαλονιού. Στάθηκε υπομονετικά εμπρός από τις μεγάλες, πήλινες γλάστρες και είπε τις μυστικές προσευχές που προστατεύουν τα λουλούδια από τον Ιούλιο. Στο φόντο η πόλη που άχνιζε, με τα φανάρια της και τα λιγοστά της τροχοφόρα, με τους κατοίκους της βαλμένους βαθιά μες στα υπόστεγα και τις κουζίνες και τα χωλ και τις αναμνήσεις του εκλεκτισμού που γερνάει πίσω από τα οικοδομικά πανιά. Κοίταξε προσεκτικά τα φυτά. Δεν είχε απομείνει κανένα παραπονεμένο. Σε κάθε ένα από αυτά συναντούσε τον εαυτό της μα η χίμαιρα γλιστρούσε και κανένας από τους εαυτούς της δεν της έκανε εκείνη την βραδιά. Έτσι μονάχη, μες στο πολύ πέλαγο η γυναίκα εκείνη συλλογίστηκε με τι τρόπο να θεραπεύσει την παραμόρφωση της νύχτας. Σκέφτηκε τα ποιήματα, σαν καλά κρυμμένα φύλλα, έτοιμα να κρίνουν αποφασιστικά την παρτίδα. Ποιήματα που δεν γυρεύουν να επιστρέψουν στις αθωότητες μα στέκουν σαν φακοί μεγεθυντικοί παίζοντας με την αλήθεια, με την ευθύνη, με την φαντασία την ίδια. Έριξε λίγο νερό ακόμη στα φυτά του εσωτερικού χώρου, όπως κανείς ρίχνει λίγο χώμα με το τρεμάμενο χέρι του σφραγίζοντας μια εποχή, έναν έρωτα, ολοκληρώνοντας έναν σκληρό αποχαιρετισμό.

Το πέπλο του καπνού πλανήθηκε για λίγο πάνω από τον εξώστη. Λίγο πιο πέρα τα γλυκύτατα φώτα έριχναν παντού σκιές αδύνατες. Η πόλη αποκοιμόταν κάτω από το γενικό απαγορευτικό. Αυτήν την μοναξιά διάλεξε η Ευαγγελία Τάτση και μες στην αθεράπευτη σιωπή που είναι πατρίδα των ποιημάτων, ψιθύρισε έναν στίχο της στιγμής. Τα πουλιά φτερούγισαν μια τελευταία φορά και έπειτα ακούμπησαν στους ώμους των ανθρώπων. Από παντού έφθαναν αντανακλάσεις της εποχής που διανύουμε, κάθε τι παλιό περνούσε στην αιωνιότητα με μια αλόγιστη έκπληξη. Σκέφτηκε τι να είναι εκείνο που μπορεί και γαληνεύει τους ανθρώπους, που προσφέρει στα ποιήματα μια δεύτερη ευκαιρία έτσι όπως τρέμει από ακεραιότητα η νύχτα. Έριξε μια ματιά στην απολιθωμένη πολιτεία και δανείστηκε λίγο από τον παλμό της που μια τέτοια ώρα ακούγεται αντίστροφα, έρχεται και πάει μες στο δωμάτιο, βραδυκαρδείς λέξεις και ακόμη πιο βραχύβιες ευτυχίες.

Δεν πάει άλλο με τα αδέσποτα τα ποιήματα, είπε. Θα πρέπει να λογαριάζουν μια ζωή με κανόνες όπως ότι ο χρόνος ήταν πάντα γέρος, πως ο χρόνος είναι ο παππούς μου, πως η τιμωρία συνιστά ένα είδος ευθανασίας, πως οι λέξεις λέει είναι κρεμασμένα πουκάμισα, -κάπου προσμένει η Ελένη-, πως η φαντασία είναι δωμάτιο ιδιωτικό με υπερήχους πόνους. Και πάλι τίποτε δεν κατόρθωσε, τα πουλιά πετούσαν τριγύρω όπως τα πλάσματα της μοναξιάς με το κατακόρυφο βάρος τους όσο οι Κασσάνδρες ουρλιάζουν την αλήθεια εδώ και εκεί. Είπε, δεν κάνουν έρωτα όπως παλιά, οι μουσικοί διαθέτουν πια δυο καλά, αριστερά χέρια για να παίζουν τις συγχορδίες τους, οι άνθρωποι πεθαίνουν στις τηλεοράσεις πια, η βροχή έχει χίλιους λόγους για να σταματήσει. Ένιωσε πως η βιογραφία αυτού του διαμερίσματος την πνίγει, πως οι τοίχοι ζυγώνουν, πως ένας ενισχυτής πολλαπλασιάζει την εξάρτησή της. Πήρε να περπατά, κατηφόριζε δρόμους μικρούς, προσπερνούσε ανθρώπους που είχαν αφήσει το κορμί τους, ποιος ξέρει σε ποια δωμάτια, σε τι αναμνήσεις. Κοίταξε τις βιτρίνες με τους χαμηλούς φωτισμούς, τα παρατημένα πράγματα, την ζωή που κρατιέται από την σιωπή. Στάθηκε έξω από το κατάστημα των εκδόσεων Βακχικόν, στο ύψος της Σόλωνος. Είχε και εκεί φυτά εσωτερικού χώρου, κάτι ποιήματα με τρυφερή φυλλωσιά που ελίσσονται ψηλά ως πάνω στην βιτρίνα. Στο βάθος του γυαλιού αντίκρισε τα παλιά σπίτια που γεννιούνται σε αυτήν την πολιτεία. Είδε μανάδες να πηγαινοέρχονται σε δικαστήρια και τάφους, είδε την ιστορία να μπλέκει με τους στίχους και τα μωρά να χορταίνουν χρόνια με τα ερείπια. Κάποιος Θεός προστάζει τα ποιήματα και εκείνα αφηγούνται σταθμούς από μια ολόκληρη εποχή. Ένα φως, μα τι φως, τόνιζε το δράμα εκείνου του δρόμου. Συλλογίστηκε τις πατρίδες των πραγμάτων, την ρίζα που συγκρατεί ανθρώπους και πράγματα στις αρχετυπικές τους θέσεις. Γύρισε και έφυγε κρατώντας σφιχτά μες στις χούφτες της μια εικόνα του ντόπιου πολιτισμού.

.

ΑΚΑΚΙΕΣ ΣΤΗ ΣΑΒΑΝΑ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

VAKXIKON.GR Οκτώβριος 2022

Τι συμβαίνει στον “Συρτό στα τρία” της Ευαγγελίας Τάτση;

Πρόκειται για ένα ποίημα – φόρο τιμής στη φιγούρα του πατέρα: εξομολογητικό, προσωπικό, συγκρατημένα και δωρικά σπαρακτικό, γραμμένο στη γραμμή της παράδοσης της σημαντικής ηπειρώτικης ποίησης (Γκανάς, Ζαρκάδης, κ.α.).

Αλλά είναι επίσης ένα ποίημα για τον χορό του πατέρα.

Ο συρτός στα τρία είναι ένας απλός χορός. Τρία βήματα διαδέχονται το ένα το άλλο και κατόπιν το πόδι (το αριστερό) σηκώνεται (προς τα δεξιά)· κατόπιν σηκώνεται το δεξί (προς τα αριστερά). Πέντε βήματα συνολικά, όπως πέντε είναι συνολικά και οι στροφές του ποιήματος.

Οι τρεις πρώτες στροφές, τα πρώτα τρία βήματα του ποιήματος, είναι εξάστιχες και έχουν«στρωτή» ομοιοκαταληξία: αββααβ/αββααβ/ααβββγγ. Ωστόσο, όπως είναι ήδη σαφές, η τρίτη διαφοροποιεί τη δομή της ομοιοκαταληξίας. Το μορφικό αυτό σκόνταγμα θεματοποιείται στον πρώτο και δεύτερο στίχο της τρίτης στροφής, που δίνουν και το περικείμενο του τίτλου: «Δε μπόρεσε ποτέ του να χορέψει/συρτό στα τρία που τον είχε σαγηνέψει».

Σαν τον πατέρα, λοιπόν, η ρίμα «σκοντάφτει» στην τρίτη στροφή, στο τρίτο βήμα, και από αυτό περνά στο τέταρτο βήμα, το μετέωρο:

«Κι όπως μιλούσε ήταν πια χρονών οχτώ». Ο πρώτος στίχος της τέταρτης στροφής είναι κυριολεκτικά μετέωρος: δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία για αυτόν (το σχήμα εδώ είναι αββγγβ). Το ποίημα έχει εδώ πλήρως διακόψει τον «ομαλό» βηματισμό που προανήγγειλαν οι δύο πρώτες στροφές.

Γιατί;

Επειδή η τέταρτη στροφή περιέχει το αφήγημα του πατρικού τραύματος, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί την ποιητική αιτιολόγηση του κλειστού, απόμακρου, θυμωμένου ακόμα («μια τελετή [ο χορός] για να χωρίσει απ’ τον θυμό του») χαρακτήρα του πατέρα.

Όσο για το όνομα του τραύματος, κι αυτό επίσης ονομάζεται ρητά: «στα χέρια κοίταζε που σήκωναν τη μάνα […] πήγε να κλάψει μα του δώσαν εντολή/δεν κλαιν τ’ αγόρια για να γίνουν δυνατοί». Πρόκειται λοιπόν για την απώλεια (της μητέρας) και την απαγόρευση του πένθους και του θρήνου στο νεαρό αγόρι. Ή αλλιώς, πρόκειται για το τίμημα με το οποίο εξαγοράζεται η παραδοσιακή«αρρενωπότητα», που έχει γίνει βραχνάς ψυχοσωματικός, παρεμποδίζοντας το σώμα, «κλειδώνοντάς» το και αποτρέποντάς το απ’ το να βιώσει την ελευθερία του χορού.

Στην πέμπτη και τελευταία στροφή ωστόσο έρχεται για την πατρική φιγούρα η λύτρωση: «λυτρωθείς/πατέρας, γιος και αιφνιδίως ευτυχής/μπροστά μου έδωσε, να που το βάσανό του/μαντήλι κράτησε να στήσουν τον χορό του». Ταυτόχρονα όμως έρχεται κι η αποκατάσταση της «ομαλότητας» στην ομοιοκαταληξία: αββααββ. Με άλλα λόγια, κλείνει ο κύκλος κι επιστρέφουμε πίσω στο πρώτο «βήμα» του χορού, αλλά με μια διαφορά: η τελευταία στροφή είναι επτάστιχη, έχει έναν στίχο παραπάνω.

Γιατί;

Ίσως επειδή εδώ η στιχουργική μορφή και η θεματική αλληγορία της (ο χορός), πρέπει να χωρίσουν δρόμους. Αν ο «χορός» του ποιήματος είναι, στην πραγματικότητα, η εργασία πάνω στο τραύμα, δεν μπορεί να είναι επίσης τέλεια κυκλικός. Κάτι έχει αλλάξει στη διαδικασία της εκτύλιξης του ποιήματος και κάτι έχει κερδηθεί: η συμμετρία αποκαθίσταται, ο «μετέωρος», χωρίς ζευγάρι στίχος εξαλείφεται ως ενδεχόμενο στην τελευταία στροφή. Κι όμως κάτι «περισσεύει» κυριολεκτικά σε σχέση με τα πρώτα στροφικά βήματα. Περισσεύει, ίσως, γιατί έχει διανυθεί μια απόσταση. Γιατί το ποίημα μοιάζει μεν με τον χορό, με τον «συρτό στα τρία», δεν είναι όμως ο χορός αλλά μια τεχνουργημένη και στοχαστική ανακατασκευή του. Γιατί η ποίηση είναι σκέψη – λανθάνουσα, υπόγεια, πιο γρήγορη ίσως από ό,τι η συνειδητή της πρόσληψη, αλλά σκέψη, με τα δικά της, ξέχωρα βήματα.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Περιοδικό “Μανδραγόρας” 66 Μάιος 2022

Πρώτη ποιητική συλλογή ms Ευαγγελία5 Τάτση με την Πάτρα, όπου σπούδασε, να βαραίνει δημιουργικά στην ποίησή της. Υπάρχουν στίχοι: Χρόνια δεν είχε δει/ τις ζωγραφισμένες οροφές των στεγασμένων πεζοδρομίων…, Οι πύργοι υπάρχουν για τα γυμνασιόπαιδα/ που ενθουσιάζονται/ με τις πέτρες τους/ και βλέπουν τους νεκρούς/ να φυτρώνουν κάθε Πρωτομαγιά/ κατακόκκινοι… και ποιήματα: «Τζουκ μποξ», «Αγγελία», «Συνήθως νεκροί»… που ξεχωρίζουν, παρά τα όποια προβλήματα που θα είχαν αποφευχθεί με μια καλή επιμέλεια. Υπάρχει πάντως καλό υλικό αξιοποιήσιμο στη συνέχεια. «Οι κρεολοί»: Ήρθαμε σ’ αυτήν την πόλη που μ’ αρέσει να την λέω λιμάνι, ενώ η πόλη θα ‘ναι αλλού, ακόμα κι αν είναι η ίδια. Βρεθήκαμε μεταξύ μας με αυτοσχέδιο βηματισμό, τυφλοί χορευτές, μετανάστες, μετά ήρθαν κι άλλοι άστεγοι της πόλης μαζί μας. Εμείς είχαμε ονόματα, Γεωργία, Βάγια, Σωκράτης και Λίνα, Δημήτρης, Σοφία και Γιώργος, και πολλά άλλα όπου μιλάω για μας, θα λέω οι κρεολοί γιατί μ’ αρέσει να λέω οι κρεολοί για
κάποιους λόγους./Και κάναμε πρόβες παντού. Σε αμφιθέατρα, σε σκυλάδικα, σε πλατείες, μα πιο πολύ στους δρόμους. Παθιασμένη ορχήστρα με πρόγραμμα σκληρό. Το δέρμα στα δάχτυλα ξεφλουδισμένο από την αλευρόκολλα, σκισμένο από τις προκηρύξεις, αχάιδευτο. Τα μάτια κόκκινα και οι μύτες υγρές, είχε μια υγρασία το λιμάνι. Οι χορδές βραχνιάζανε από τα συνθήματα και μαλακώνανε με τις ρακές και τα burbon. Μετρούσαμε τα
ferry boat μέχρι να ξημερώσει γιατί ντρεπόμαστε να φιληθούμε. Γελούσαμε με τα δακρυγόνα αντί να κλαίμε. Ξαπλώναμε μαζί με τα σκυλιά στα κυλικεία ενώ μπορούσαμε κι αλλού να ξαπλώσουμε μαζί. Όμως αλλού θα ήταν μια πόλη και όχι το λιμάνι. Και τα λέω όλα αυτά για να καταλάβετε πως οι κρεολοί
στις πόλεις πια παίζουν τα σόλα το τους, τόσο δεξιοτέχνες σ’ αυτή τη μοναξιά, όχι τυχαία.// Οι κρεολοί ήταν πάντα τζαζ.

.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ

FRACTAL 22/12/2020

Ωδή στους σύγχρονους κρεολούς των λιμανιών

Η Ευαγγελία Τάτση είναι χημικός. Γεννήθηκε στα 1967, στο Περιστέρι, και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Μετά από την εργασία της για πολλά χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση, τελευταία εργάζεται σε φαρμακευτική εταιρεία στον τομέα της ιατρικής ενημέρωσης. Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή είναι η πρώτη της εκδοτική προσπάθεια. Εδώ η νεόκοπη ποιήτρια μας φέρνει σε επαφή με κάποιες γνώσεις φυτολογίας και ορυκτολογίας, γιατί άραγε; Για όσους ανατρέξουν σε κάποια σχετικά εγχειρίδια θα διαπιστώσουν ότι οι ακακίες ευδοκιμούν, πέραν των άλλων γνωστών και εύφορων, και σε δύσκολα εδάφη με παρουσία λίγης ποσότητας νερού και το σπουδαιότερο σε μεγάλου εύρους θερμοκρασίες του περιβάλλοντος. Ίσως εκείνο που θα έπρεπε να συγκρατήσει ο αναγνώστης είναι ότι μετά το τριακοστό έτος η ανάπτυξή τους αρχίζει να δείχνει σημεία στασιμότητας και ν’ αρχίζει η παρακμή του δέντρου. Όμως να μην μας διαφεύγει πως προτιμάται ακόμα και για διακόσμηση πάρκων και άλλων σχετικών δομών.

Αν τώρα συνδυάσουμε τις λέξεις του τίτλου της συλλογής θα δούμε την παρουσία ακακίας σε σαβάνα, κάτι που παρατηρείται αρκετά σε μέρη όπως σε εκείνες τις μεγάλες πεδινές εκτάσεις της ανατολικής Αφρικής. Όμως η ποιήτρια χρησιμοποιεί τον όρο «κρεολοί», σε δύο ποιήματά της, στο πεζό «Οι Κρεολοί» και σε εκείνο που δίδει και τον τίτλο στην συλλογή, «Ακακίες στη σαβάνα», έναν όρο που η έννοιά της σε διαχρονική βάση παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις, με συνηθέστερη την ταμπέλα του μιγά, αυτού δηλαδή που δεν γεννήθηκε στον τόπο όπου ζει ή της καταγωγής του, χωρίς φυσικά να αποκλείεται εκείνη η ομάδα των πλούσιων κρεολών, οι οποίοι σε συγκεκριμένα μέρη και εποχές βρέθηκαν στην κορυφή από κοινωνικής σκοπιάς.

Η Τάτση χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο τίτλο στη συλλογή της, προφανώς, για να δείξει ή να υπαινιχθεί την παρουσία των όποιων ανθρώπων και πρωταγωνιστών που αναφέρονται στα ποιήματά της μέσα σε χώρους και πεδία αφιλόξενα, σε καταστάσεις δύστροπες, όχι οικείες μη επιθυμητές. Από το πρώτο ήδη ποίημα της συλλογής, με τίτλο «Σε στάδιο πειραματικό», η Τάτση μας εισαγάγει στον πλανητικό κόσμο της και μας περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτός διαμορφώνεται, «…ποτέ με του φωτός /την έντονη διάχυση παρούσα…», αλλά με «άτακτες λάμψεις» και παρούσα την πανσέληνο.

Οι άνθρωποι της Τάτση, όπως και οι Κρεολοί, ήρθαν στον περιβάλλοντα χώρο της από διάφορα γεωγραφικά μέρη και ανήκουν σε διάφορες κοινωνικές ομάδες και επαγγελματικούς χώρους, όπως οι Κρεολοί της πόλης Νέας Ορλεάνης στη Λουϊζιάνα του αμερικάνικου Νότου, πολίτες «με τα δάχτυλα ξεφλουδισμένα από την αλευρόκολλα» λόγω προφανώς της άφθονης αφισοκόλλησης, της διανομής των προκηρύξεων, αντιδραστικοί σε κάθε απάνθρωπη καθεστηκυία τάξη, μουσικοί, φτωχοί και άστεγοι, μικροί καθημερινοί επαναστάτες, την έλλειψη παράλληλα του επιθυμητού ανθρώπινου χαδιού, πλημμυρισμένους από την ελληνική ρακή και το δημοφιλές burbon στην αντίπερα πλευρά του Ατλαντικού, ανάμεσα από δακρυγόνα, οράματα και ελπίδες, συνοδεία σκυλιών και μοναξιάς, σ’ ένα λιμάνι γεμάτο με τη συνήθη υγρασία, αλλά και προτίμηση και προστασία των όποιων ανεπιθύμητων. Στο ποίημα «Ραντεβού στο περίπτερο», ξεδιπλώνεται με παραδείγματα ο χαρακτήρας της ποιήτριας, ανοιχτός στις όποιες προκλήσεις και προσκλήσεις των καιρών και του άλλου, χρόνος για να «σκεφτεί» κάποιος που θα πάει, ή «…χώρος/ να ξανάρθεις…».

Στο «Μαγικό κόλπο», φέρει στο προσκήνιο και αναφέρεται στον καθρέφτη, όπως και σε κάποια άλλα ποιήματα, με την διαφορά ότι εδώ τον χρησιμοποιεί σπασμένο, ίσως για ατενίσει έναν διαφορετικό εαυτό, ίσως να δει κάποια δική της βεβαιότητα με άλλα μάτια περισσότερα και διαφορετικά και πιθανόν με ορθότερο τρόπο και βλέμμα. Η ποιήτρια ακολουθεί μια πορεία, στο χώρο και στο χρόνο, την οποία και μας παρουσιάζει μέσα από τους στίχους της, από την συνήθως επιβεβλημένη εφηβική «Αποψίλωση» των τριχών σε διάφορα σημεία του σώματος, έως την «Πάτρα 1991», εποχή προφανώς κατά την οποία φοιτούσε στο εκεί Πανεπιστήμιο, με τις κάποιες χαρακτηριστικές της σκεπασμένες ή ξέσκεπες μεριές και νοσταλγίες. Οι τοποθεσίες παρεμβάλλονται ή και συνοδεύονται από συναισθηματικές εκλάμψεις και εκφάνσεις, άλλοτε φορτισμένα, άλλοτε απλώς περιγραφικά.

Η παρουσία και η αναφορά πολλών ποιημάτων της στη γυναίκα, είναι συχνή στο βιβλίο, από την μικρή ηλικία, έως τις μεγαλύτερες. Από την ερωτευμένη νεαρή, στην μεγαλύτερη ηλικία αγκαλιά με όλες τις επακόλουθες ιδιότητες, όπως στην προαναφερόμενη «Αποψίλωση», στο «Το μυστικό του φάρου», ή τις «Αντανακλάσεις» με την ειδική και μοναδική σχέση μητέρας και κόρης. Όπως και για τις γυναίκες, έτσι το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για τη μουσική που αρκετά συχνά αναφέρεται ανάμεσα στους στίχους της, με προεξάρχοντα ρόλο την τζαζ, σήμα κατατεθέν της πόλης της Νέας Ορλεάνης με το κρεολικό στοιχείο, και το ρεμπέτικο από την εδώ μεριά, με ενδιάμεσες, φυσικά, παρεμβολές άλλων μουσικών ειδών, θεμάτων και ονομάτων. Κι’ αν αυτά ισχύουν για τις μουσικές και συναισθηματικές εκφάνσεις της ποιήτριας, εκπλήσσει αρκετά ευχάριστα η αναφορά στον «πατέρα». Το ποίημα «Συρτό στα τρία», είναι αρκούντως προσωπικό και συνάμα συγκινητικό όταν αναφέρεται σε εκείνον, που «Δεν τις συμπάθησε ποτέ τις τελετές/ογδόντα χρόνια πριν γεννήθηκε στην Άρτα/και παραπάνω απ’ τα μισά χτυπούσε κάρτα/μισές οι λύπες του, μισές και οι χαρές/το κυριακάτικο τραπέζι μια απ’ αυτές/λίγες μπουκιές για να βγουν τα χρόνια σκάρτα…», και τελειώνει βέβαια το ποίημα με τον χορό: «…Το μεσημέρι αυτό, αυτής της Κυριακής/μια τελετή για να χωρίσει απ’ τον θυμό του/μπροστά στα μάτια μου ν’ αφήσει τον σταυρό του/τις απαντήσεις που ζητούσα λυτρωθείς/πατέρας, γιος και αιφνιδίως ευτυχής/μπροστά μου έδωσε, να πουν το βάσανό του/μαντήλι κράτησε να σύρουν το χορό του»!

Στην πρώτη ποιητική συλλογή της Τάτση, «ακακίες στη σαβάνα», παρελαύνουν γυναίκες όλων των ηλικιών, κάποιοι μεμονωμένοι άντρες, τοπία και γνωστά γεωγραφικά μέρη της, με την απαραίτητη συναισθηματική φόρτιση, τη νοσταλγία κάποιες φορές, τους αγώνες και την ελπίδα για μια καινούργια μέρα, όλους εμάς που «δεν είμαστε καβαλάρηδες», αλλά «..είμαστε ακακίες σε μια σαβάνα…», με τα «…μικρά ωχροκίτρινα τα άνθη μας…»! Η Ευαγγελία Τάτση με ετούτη, την πρώτη της ποιητική συλλογή, από τις εκδόσεις Βακχικόν, μας ταξιδεύει μέσω των δικών της ανησυχιών στους ευρύτερους στοχασμούς μας με ακατόρθωτα και κατορθωτά πράγματα, με ανεκπλήρωτα όνειρα και οράματα και ελπίδες, παρά την ξηρασία της κοινωνικής σαβάνας και την διάχυτη υγρασία των λιμανιών μας.

.

ΣΟΦΙΑ ΠΟΛΙΤΟΥ – ΒΕΡΒΕΡΗ

FRACTAL 6/10/2020

«Υπάρχει τραγωδία δίχως κάθαρση;»

Η ποίηση είναι ένα παιχνίδι που κρατά το μυαλό μας ζωντανό. Και δεν υπάρχει πιο τολμηρός και συγκινητικός λόγος από αυτόν της ποίησης. Η ποίηση αποκαλύπτει πάντα το αδήλωτο με τον πιο ευφάνταστο, γι’ αυτό και πολλές φορές αναληθή –για τους άλλους- τρόπο. Λέγοντας την αλήθεια διωκόμαστε ποινικά, ευτυχώς, όμως, οι διώκτες μας είναι «αναλφάβητοι», γι’ αυτό και χρησιμοποιούμε την ποίηση ως μέσο έκφρασης. Αποφεύγουμε τη σύλληψη μέσα από την «τρέλα» της «σύλληψης».

Ξεκινώ από τον τίτλο της ποιητικής συλλογής της κυρίας Ευαγγελίας Τάτση που είναι «ακακίες στη σαβάνα». Ο τίτλος της συλλογής είμαστε εμείς, όμως, αυτό θα μας το εξηγήσει με τον δικό της τρόπο της η ποιήτρια κοντά στο τέλος του βιβλίου, με ένα ποίημα που βγάζει τις μάσκες σε όλες τις περσόνες, τις μορφές, τις φόρμες, τις καταστάσεις που υποδυθήκαμε εμείς, δηλαδή οι πρωταγωνιστές των σκηνικών στα ποιήματά της.

Ως ακακίες ευδοκιμούμε σε φτωχά εδάφη, αντέχουμε στην ξηρασία, όμως, αντέχουμε και στις χαμηλές θερμοκρασίες. Ψηλώνουμε και ψηλώνουμε, ενώ αργούμε να παρακμάσουμε. Πυκνά τα άνθη μας και κίτρινα, το χρώμα του ήλιου στο μέτωπό μας φορεμένο, έστω και αχνό. Αν αυτό δεν είναι μια αισιόδοξη, δυναμική οπτική σε πείσμα των καιρών, τότε τι;

Με τις λέξεις να λειτουργούν άλλοτε ως κάτοπτρο, άλλοτε ως μεταφορικό μέσο, άλλοτε ως άξονα περιστροφής γύρω από τον χρόνο, ξεκινώ με το πρώτο ποίημα του βιβλίου με τίτλο «Σε στάδιο πειραματικό» και, διαβάζοντάς το, παίρνω ως αναγνώστρια την πρόσκληση από τη δημιουργό για την είσοδο στον χωροχρόνο της, στο ποιητικό της σύμπαν. Μας προετοιμάζει, μας προειδοποιεί για το πού πρόκειται να εισέλθουμε. Ορίζουμε το γίγνεσθαί μας σε σχέση με την πλανητική επιρροή, ενώ παράλληλα η ποιήτρια αφήνει το συμπαντικό τοπίο να την αφομοιώσει.

Αμέσως μετά, μας συστήνει τον θίασό της, που μέλη του είμαστε κι εμείς. Βαφτιζόμαστε από την ποιήτρια Κρεολοί της Νέας Ορλεάνης –υποπτεύεστε το γιατί άραγε;- έχοντας πολλές ξεχωριστές ιδιότητες: τυφλοί χορευτές, μετανάστες, άστεγοι της πόλης, μουσικοί παθιασμένοι, επαναστάτες. Μοναχικοί και ονειροπόλοι βουτάμε με τη μουσική μας στα λιμάνια της μοναξιάς, που μόνο μια πόλη μπορεί και συντηρεί τόσο καλά.

Στο ποίημα «Ραντεβού στο περίπτερο» βεβαιώνουμε τη γενναιοδωρία της ποιήτριας παρά την προσωπική πληγή που κρύβει μέσα της. Να δίνει, να δίνεται, να προσφέρει σε κάθε επιθυμία. Να γοητεύεται από τη συνάντηση με το άγνωστο, να μην αφήνει καμία σχέση να μένει απρόσωπη. Άλλοτε, επιθυμεί η ίδια να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς σε όλους τους καιρούς. Και κυρίως στους δύσκολους.

Η ποιήτρια μάς περνάει μέσα από το νερό, άλλοτε μας βουτάει στον βυθό με ορμή, άλλοτε μας αφήνει να περιστραφούμε γύρω από τη μηδαμινότητά μας έχοντας για καθρέφτη τη θάλασσα. Με τον ίδιο τρόπο μας περνάει μέσα από τόπους-σταθμούς της ζωής της: οι αποψιλωμένοι λόφοι του εφηβικού σώματος, Η Πάτρα των φοιτητικών της χρόνων, κάπου αλλού η Μάνη, αλλά και τόποι στους οποίους η Ευαγγελία Τάτση εστιάζει με τόση λεπτομέρεια που δεν ξεχωρίζεις τη γεωγραφική περιοχή αλλά τη βαθιά συναισθηματική.

Μέσα από ένα πρίσμα αναλύει τις προθέσεις και τις διαπιστώσεις της δίχως η αναζήτηση να κοπάζει. Αναλύει τα τοπία, τις σχέσεις και τους ανθρώπους της κι έπειτα τα συνδέει και πάλι σε μια νέα κεντρική αρτηρία διαδρομής.

Ισχυρή η παρουσία της γυναίκας και των βασικών κοινωνικών της ρόλων στην ποίηση της Ευαγγελίας Τάτση. Ερωμένη, μητέρα, κόρη, έφηβη, ενήλικη, φάρος ψυχών. Η γυναίκα ως ήρεμη δύναμη, ως μεγάλη δύναμη, ως τυραννίδα, ως άλλη αθάνατη αγαπημένη που ψάχνει τις μελωδίες τις αφιερωμένες κατ’ αποκλειστικότητα σ’ εκείνη και μόνο.

Εκτιμώ τους ανθρώπους που μεγαλώνουν με τη μουσική από κοντά. Όχι απαραίτητα τους μουσικούς εκτελεστές, οι ακροατές μου φτάνουν ειδικά όταν αυτοί μεγαλώνοντας ξέρουν να μνημονεύουν τις στιγμές που μουσικά θέματα τους άγγιξαν, τους προστάτεψαν, τους ενέπνευσαν, του πέρασαν πάνω από αδιέξοδα. Συντροφιά, παραμυθία και σχεδία διάσωσης οι μελωδίες στη ζωή της δημιουργού, βρισκόμαστε μπροστά σε μουσικές που η ποιήτρια εκτιμά και αναφέρει με μεγάλη φροντίδα, όπως η τζαζ, οι Ντορς και οι Κουίν, τα κλαρίνα και η Σωτηρία Μπέλλου. Μινοράκια οικειοποιημένα, γνώριμες πια φωνές και μουσικά μοτίβα που είτε κατευνάζουν, είτε ξεσηκώνουν το θυμικό. Γιατί η μουσική μόνο δίνει. Δίνει ανεξάντλητα και δεν σου στερεί τίποτα.

Θα ήθελα να αναφερθώ στα ποιήματα τα αφιερωμένα στους γονεϊκούς ρόλους. «Συρτό στα τρία» τιτλοφορεί το αφιερωμένο ποίημα στον πατέρα, το οποίο είναι και το μοναδικό έμμετρο σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή. Δυνατό και συγκινητικό, μια προσωπική υπόθεση που η Ευαγγελία Τάτση τη μοιράζεται με αξιοπρέπεια και σεβασμό.

Επίσης δυνατό και συγκινητικό το ποίημα που αφιερώνει στη μητέρα και την κόρη και το αντίστροφο, με τον εύστοχο τίτλο «Αντανακλάσεις». Το ποίημα διαβάζεται και ως δίστηλο αλλά και πλέκοντας τις αράδες από τη μια στήλη στην άλλη, προκαλώντας ποικιλία συναισθημάτων με τα νοήματα και τους συμβολισμούς που αναδύονται.

Ωστόσο, ακολουθεί το ποίημα «Αποψίλωση», που ταρακουνάει το έδαφος των οικογενειακών σχέσεων, αποψιλώνοντας τις πλαστές εικόνες μαζί με τα αγριόχορτα του κορμιού, αυτά που χαρίζουν τις οσμές, τα χαρακτηριστικά, την προσωπική μας σφραγίδα στη χημεία που έλκει τον άλλον.

Μάνα και κόρη. Τι κουβαλάει τελικά η μια, τι αφήνει η άλλη, τι μοιράζονται, τι πετούν από το φορτίο αυτής της σύνδεσης, ποιο το καλό παράδειγμα και ποια η αποφυγή.

Έξυπνο το ποίημα το «Ανεκπλήρωτο θεώρημα», το μαθαίνεις απέξω όταν θέλεις να μιλήσεις για ανεκπλήρωτο έρωτα, για μια συναισθηματική επένδυση που λήγει άδοξα. Και πόσους ευφάνταστους τρόπους βρίσκουν οι ποιητές και οι ποιήτριες για να το πετύχουν αυτό προκαλώντας τη διάνοια των αναγνωστών, το συναίσθημα, το χαμόγελο, τη νοσταλγία.

Στην απέναντι σελίδα στημένο το ποίημα «Τα κυπαρίσσια της Γκοντβάνα», και από το ανεκπλήρωτο πάμε μαζί στο άπειρο από την αρχή του κόσμου, πάντα με την ανησυχία της αναχώρησης, του χώρια, της διακοπής. Ένας διάλογος, κάθε αράδα αλλάζει κάτοχο, κάθε αράδα δένει για πάντα αυτούς που δίχως να το έχουν επιδιώξει, θα ζήσουν το ανεκπλήρωτο.

Το πολυδιάστατο της προσωπικότητας της δημιουργού καταγράφεται και διαφαίνεται. Οι διαπιστώσεις, οι νίκες, οι ήττες, ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων.

Κάθε χρονιά και δυσκολότερη στον βυθό της χειμερινής ενδοσκόπησης, διαπιστώνουμε στο ποίημα με τίτλο «Φθινόπωρο». Κάθε χρονιά όλο και πιο αναγκαία η ανάδυση στο εαρινό φως, στην εξωστρέφεια της μικρής ζωής εναντίον του μεγάλου θανάτου.

Μεγάλο το ερώτημα και ακόμα αναπάντητο, αυτό που θέτει η ποιήτρια στη σελ. 35: Υπάρχει τραγωδία δίχως κάθαρση; Ανήκει στο ποίημα «Το τεκμήριο της αμφιβολίας». Από νερό και κρασί, οι τελετές αυτού του κόσμου καταλήγουν χώμα και στάχτες. Αυτού του κόσμου που γεννιόμαστε και πεθαίνουμε, ποντάροντας στη μια από τις δύο πλευρές του νομίσματος της ζωής. Όμως, υπάρχουν δύο πλευρές: Η προπατορική αμαρτία από τη μια και η αρχαία ύβρις από την άλλη, όπως καταγράφει η ποιήτρια.

Θαυμασμός για το ποίημα της Ευαγγελίας Τάτση με τίτλο «Τζουκ μποξ». Οι αθάνατοι πεθαμένοι μας, αυτό το αόρατο σχοινί που μας ενώνει. Ένα παιχνίδι με τα κέρματα -φιλοδώρημα στον βαρκάρη του περάσματος για τον Κάτω Κόσμο- και τα κέρματα για τις τελευταίες παραγγελιές στο τζουκ μποξ, παρατάσεις ζωής και ανάμνησης των κεκοιμημένων.

Το ποίημα «Ακακίες στη σαβάνα» αναιρεί όλες τις αναφορές των προηγούμενων ποιημάτων, ακυρώνει όλους τους σταθμούς που μας σημείωσε η Ευαγγελία Τάτση στον χάρτη ανάγνωσης της ποιητικής συλλογής της και όλους τους ρόλους που υιοθετήσαμε ή ταυτιστήκαμε με αυτούς κατά την ανάγνωση της συλλογής. Άραγε, ποιο είναι το ψέμα και ποια η αλήθεια μέσα από της ποίησης τα σκηνικά και τις ενδυμασίες;

Και φτάνουμε στο τέλος με το ποίημα «Η λύπη του κόσμου», αυτήν τη φορά αφιερωμένο στον Κωστή. Και αναρωτιόμαστε: Ήττα και τέλος ή νέα αρχή; Η ποιήτρια ξέρει πως ο κόσμος μπορούσε να αλλάξει πάλι και το δηλώνει. Μαζί της κι εμείς. Η λύπη του κόσμου μικρές πικρές μπουκιές στο στόμα των πτηνών και το δικό μας, που γερνάμε ανόρεκτα. Γράφει η ποιήτρια: Ίσως η μνήμη να μας εξολοθρεύσει όλους, οι μισοί να πεθάνουμε από άνοια, οι υπόλοιποι από τις αναμνήσεις.

Κρατώ το Α της άνοιας και το Α των αναμνήσεων, και σημειώνω στο τετράδιό μου: Αυτό το Α να ξαναγίνει η αρχή του κόσμου, του νέου κόσμου που περιμένει τους ποιητές και τις ποιήτριες να εμφυσήσουν τη ζωή μέσα του.

Καλοτάξιδη η νέα ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Τάτση, καλή σπορά, καλή συγκομιδή να δώσει, γιατί το αξίζει.

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

LITERATURE.GR 25/9/2020

Τα δακρυγόνα μας κάνουν να γελούμε

Πριν το τέλος, λίγη φυτολογία. Οι ακακίες ευδοκιμούν σε πυριτικά εδάφη, αμμώδη και φτωχικά. Μεγαλώνουν ολομόναχες πάνω ακριβώς από τον ίσκιο τους και αργά πεθαίνουν μες στην ιδιαιτερότητα της ενηλικίωσής τους. Οι πιο τυχερές φύονται μες στον ιστό των πόλεων που παραμένουν ανυπόφορα ερημικές, παρά το πλήθος και τον σφυγμό αυτού του αδιάκοπου κόσμου. Θυμίζουν ποιήματα, ελαστικά, σωρούς σίδερα και σκραπ, πράγματα που κατοικούν την πολλή ξηρασία, την γυάλινη της Λευκής Μόλφεση. Ας πούμε πως οι ακακίες φύονται πρώτα απ΄όλα μες στις καρδιές μας, πως ρίχνουν τον ίσκιο τους και επιβιώνουν με δίχως στόμα, ψυχές γυμνές πάνω στο λιγοστό χώμα. Κάνουν ειδυλλιακά τα τοπία και έτσι όπως γέρνουν όλο τυχαιότητα μες στην ερημιά, θυμίζουν πύργους εξωτικούς ή την ακίνητη στιγμή κάποιου παλιού ανέμου.

Σε αυτήν την κατηγορία της πιο σπάνιας φυτολογίας ανήκουν τα ποιήματα της Ευαγγελίας Τάτση, στην πρώτη συλλογή της από τις εκδόσεις Βακχικόν, με τίτλο Ακακίες στην Σαβάνα. Ποιήματα μικρά και μεγαλύτερα, θολά, άγρια δάση που γεννιούνται και μεγαλώνουν μες στην αυλή των μυστηρίων κάποιας πόλης. Ποιήματα που θυμίζουν ανθρώπους, στίχοι που αναμετρώνται με τις πιο πεζές πραγματικότητες, δίνοντας ένα διακριτικό στίγμα για τον ρυθμό και το αίσθημα που καραδοκούν στα πιο παράδοξα σημεία της βιογραφίας μας. Σε περίπτερα και σαβάνες , σε συνθήκες δωματίου διόλου εργαστηριακές, σε πεδία βολής μοντέρνα από χάλυβα και μελαγχολία, στην σκιά των λέξεων, την καρδιά των Χριστουγέννων. Η Ευαγγελίας Τάτση υπενθυμίζει εκείνες τις μοναχικές εκκλησιές που ράγισαν και όμως κρατούν επτασφράγιστα τα μυστικά και τους μύθους τους. Μιλά στο χνούδι του νερού, σε εκείνη την υποψία του ουρανού που επενδύουμε το βλέμμα μας, στο ρεφραίν ενός εμβληματικού, αμερικάνικου τραγουδιού που μας θέλει αναβάτες της καταιγίδας. Πρόκειται για βαθιές ανάγκες, για ακατόρθωτα μυστικά, πράγματα και αισθήσεις που δεν κατόρθωσε ποτέ μέχρι τώρα να αποκρύψει ο ιερέας, ο συνοδοιπόρος, ο σύντροφος, ο άγνωστος που διασταυρώνεται πάνω στην αποφασιστική μεταστροφή της πορείας μας. Μορφές παραστατικές, προικισμένες από το δικαίωμα της φαντασίας που δεν κάμπτεται και δεν υποβιβάζεται, μορφές μιας οικείας αρχιτεκτονικής που περιέχουν εντός τους όλους τους όρους της μετέωρης ζωής. Μια συγκλονιστική εικονογραφία, παρόν και παρελθόν διαμορφώνουν οριστικά τα συνθετικά στοιχεία των ποιημάτων της κυρίας Τάτση. Εκείνων που επιβιώνουν μες στην πεζολογία του κόσμου, ανασυνθέτοντας τους όρους της πρόζας που μας οδηγεί από την αίσθηση στο συναίσθημα. Τα ποιήματα γεννιούνται μες στην μεγάλη κατάφαση της ζωής μας, αυτήν εννοούν με αφοπλιστικές εξομολογήσεις και επάνω της καταπραϋντικά εγκαταλείπουν το αποτύπωμά τους. Απομένει στον καινούριο δημιουργό να ιχνηλατήσει τα βήματα, να ανακαλύψει τα απομεινάρια και τα απόφωνά τους, τα λεπτά ψηλαφήματα που προσμένουν πάντα στην βάση των σπουδαιότερων, ανθρώπινων πύργων.

Η καινούρια έκδοση του Βακχικόν φιλοξενεί τα ποιήματα μιας γραφής που δεν είναι άλλο από το σπασμένο δικαίωμα, το ελάχιστο, ελεύθερο πεδίο ενός ανθρώπου που συνθέτει τις κινήσεις γύρω του, ώσπου να αγγίζει την αιωνιότητα της θάλασσας, να φωτίσει το τελευταίο σκαλί μιας σκάλας που οδηγεί στον σφυγμό του τον ίδιο, να επαναφέρει εκείνη την φλέβα στο μέτωπο που τσακίζει, σωστή νοσταλγία για τούτο τον καιρό και κάθε άλλο. Η ποιήτρια αφήνει ένα σημάδι της στα πιο απίθανα σημεία της αστικής τοπιογραφίας, προχωρεί στην εκλέπτυνση της μελαγχολίας της και μέσω της τέχνης των υπαινιγμών που με τόση επάρκεια εκτελεί, χαρίζει στον κόσμο μια άλλη αίσθηση, το είδος της ευσεβούς παρατηρητικότητας που αναμορφώνει την έκταση του κόσμου. Ο λαιμός της Ευαγγελίας Τάτση σπάει, το μέτωπό της καρφώνεται σε εκείνο το ρετάλι του ουρανού που έτσι αυτόκλητα το ορίσαμε δικό μας όνειρο, υψώνεται σαν τον χαρταετό του Τρούμαν Καπότε, με μια καρδιά αρπαγμένη από το φως. Και αν η Κλυταιμνήστρα είδε στην πορφύρα την αιωνιότητα της θάλασσας, η Ευαγγελία Τάτση γνωρίζει τι πράγμα ανώφελο, τι άσκοπη ροή είναι τούτο το απολιθωμένο ταξίδι. Και όσα ξέρει τα κάνει τραγούδι μιλώντας για τις μικρές και τις μεγάλες μορφές που γυρεύοντας μια άλλη φλέβα του χρυσού στέλνουν τις ψυχές ως το όνειρο. Οι επιρροές της μηδαμινές, εμπνευσμένες από αυτήν την λεπτή υαλογραφία του κόσμου που αλλάζει μες στο εκκλησίασμα των αιώνων. Ένα περίπτερο, ένας τρελός, μια ανάμνηση δροσιάς τραγουδούν την πένθιμη προσευχή τους κάτω από το φεγγαρόφωτο του τραγουδιού που ποτέ δεν κοιμάται. Οι Ακακίες στην Σαβάνα αφορούν εκείνα τα κατάπληκτα και ερημικά που κάποτε εγκαταλείψαμε και τώρα όλα ξεγλιστρούν μαζί με τις χίμαιρες που ξοφλήσανε και πάνε.

Οι εκδόσεις Βακχικόν έχουν δώσει κατά καιρούς χώρο και φωνή σε εξαιρετικούς, νέους ποιητές. Φωνές που βρίσκουν την στέγη τους στις σελίδες των καλαίσθητων εκδόσεων αθροίζοντας τον εαυτό τους μες σε αυτήν την επίμονη και επίκαιρη, ποιητική γραφή. Η Ευαγγελία Τάτση πρωτοτυπεί, αναγνωρίζοντας στα πράγματα, τους ανθρώπους και τα τραγούδια εκείνο το αειθαλές στοιχείο, τον δρόμο που σε φέρνει κοντύτερα στον ουρανό και τ΄άστρο. Οι στίχοι της επιτελούν πράγματα που η φύση αδυνατεί να κατορθώσει. Ξαπλώνουν με σκυλιά έξω από κυλικεία, γελούν με δακρυγόνα, μεταφέρονται αυτούσιοι στα λόγια εκείνων των μοναχικών τζαζ τραγουδιών που πετούν παντού γύρω μας και λένε για την μοναξιά της πόλης και της καρδιάς μας. Η ποίηση της Ευαγγελίας Τάτση κυκλοφορεί άνεργη στους δρόμους, αρνείται τις αγορές τις κάλπικες και φέρεται με τρόπο αφοπλιστικό σε πρώτο πρόσωπο. Έχει λόγο ύπαρξης η εξαιρετική έκδοση του Βακχικόν και της Ευαγγελίας Τάτση που δίχως να το ομολογεί, κοπιάζει όπως όλοι μας να βρει την φωνή της αθωότητας που αρμόζει σε μας, σε ζώα θυσιασμένα στις γρήγορες τροχιές και τους βιαστικούς εναγκαλισμούς.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.