ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΝΕΣΤΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ.

Ο Ανέστης Ευαγγέλου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ανέστη Παπαδοπούλου) γεννήθηκε το 1937 στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς κατάγοντας από τον Πόντο και ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα το 1922, μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Τέλειωσε το, τότε επτατάξιο, Αμερικανικό κολλέγιο «Ανατόλια». Το 1955 και για ένα διάστημα (1955-1956) παρακολούθησε νομικά στο Αριστοτέλειο. Το 1952, με τη βοήθρια λίγο αργότερα και των δασκάλων του Λάμπρου Παραρά και Νίκου Παπαχατζή (του μετέπειτα διεθνώς γνωστού, λαμπρού μελετητή και μεταφραστή του Παυσανία), δυο βαθιά καλλιεργημένων και αντισυμβατικών πνευματικών ανθρώπων, αλλά και χάρη στην πλούσια δανειστική βιβλιοθήκη του «Ανατόλια», αρχίζει να διαβάζει λογοτεχνία και φιλοσοφία και ν’ ανακαλύπτει Καβάφη, Καρυωτάκη, Ρίλκε, Ντοστογιέβσκι, αλλά και Σοπεγχάουερ και Σπινόζα και Φρόυντ και Φρειδερίκο Νίτσε, από τις, θρυλικές πια, εκδόσεις Γκοβόστη, Μαρή, Δαρεμά, Αναγνωστίδη…
Το 1955, μαθητής ακόμα, γνωρίζει από κοντά τον ποιητή Γιώργο Θέμελη (που κατοικούσε τότε σε μια παλιά αλλά υπέροχη τουρκική μονοκατοικία, ένα στενό πιο κάτω από το πατρικό του σπίτι, στην Πάνω Πόλη) και γράφει την πρώτη, μαθητική μελέτη για την ποίηση του. Το 1956 εγκαταλείπει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, για ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα και εμφανίζεται για πρώτη φορά στη λογοτεχνία με το ποίημα Προετοιμασία και ώρες αναμονής πριν από το μακρύ ταξίδι (τεύχος 6 Δεκέμβριος 1958, σελ. 154, του περ. «Το περιοδικό μας»).
Μετά το θάνατο του πατέρα του (1957) , ένα γεγονός που, μαζί με το θάνατο του αδελφού του, σε πολύ τρυφερή ηλικία, τον σημάδεψε βαθιά και τον οδήγησε στη ποίηση, σαν σε καταφύγιο, παίρνει μέρος στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του Δήμου Θεσσαλονίκης το 1960 και διακρίνεται με Πρώτο Έπαινο – βραβεία δεν είχαν δοθεί εκείνη τη χρονιά – για την, ανέκδοτη τότε, συλλογή του Περιγραφή εξώσεως. Στην κριτική επιτροπή, ανάμεσα σε άλλους : Εμμανουήλ Κριαράς, Βασίλης Τατάκης, Μανόλης Αναγνωστάκης. Στην τελετή απονομής γνωρίζεται, για πρώτη φορά, με τον ποιητή των Εποχών και της Συνέχειας, που τον ενθαρρύνει την ίδια χρονιά, γράφοντας το πρώτο κριτικό σημείωμα για την πρώτη του συλλογή (που, στο μεταξύ, κυκλοφόρησε) – ένα σημείωμα άκρως επαινετικό στη συντομία του (περ. «Κριτική», Σ. 11-12, Σεπτ. – Δεκ. 1960).
Δυο άνθρωποι τον βοήθησαν αποφασιστικά στα πρώτα του βήματα, οι ποιητές Γ. Θέμελης και, κυρίως ο Αναγνωστάκης. Αργότερα βέβαια, γνωρίστηκε και με όλους τους συγγραφείς της πόλης, που τους οφείλει πολλά, και ιδιαίτερα, από τους παλιούς, με τον Γ. Θ. Βαφόπουλο, με τον οποίο τον συνδέει μια σχεδόν ταυτόσημη βιοθεωρία. Γενικά, ο ποιητής θεωρεί την ποίηση και την πεζογραφία του, πέρα από ξένες γόνιμες επιδράσεις (Ρίλκε, Κάφκα, κ.ά.), πνευματικό παιδί της λογοτεχνικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης, που άρχισε να δημιουργείται από το 1932, με την ίδρυση του περ. «Μακεδονικές Ημέρες».
Η λογοτεχνική αυτή παράδοση χαρακτηρίζεται έντονα από το στοιχείο της ενδοστρέφειας, της οδυνηρής αναδίπλωσης, μιας τάσης να αναδεικνύεται, σχεδόν αποκλειστικά, η σκοτεινή πλευρά της ζωής ως η πιο σταθερή και βαρύνουσα διάσταση της. (Δεν είναι τυχαίο ότι ο αμιγής, υμνητικός, λυρικός, πρώτος υπερρεαλισμός, δεν ευδοκίμησε ποτέ σ’ αυτή τη μουντή, γεμάτη βυζαντινές μνήμες και μυστικιστική πνευματική ατμόσφαιρα, πόλη. Η Θεσσαλονίκη δεν είχε ποτέ – και δεν θα έχει ίσως και στο μέλλον – έναν δικό της Γκάτσο, έναν Εμπειρίκο, έναν Εγγονόπουλο και φυσικά, έναν ηλιοπότη, μεταφυσικό του φωτός Οδυσσέα Ελύτη). Γιατί ο πόνος, δεν είναι συνήθως το βασικό δομικό υλικό της τέχνης όλων σχεδόν των αξιόλογων δημιουργών της Θεσσαλονίκης, ποιητών και πεζογράφων.
Ο Ευαγγέλου – στο ψευδώνυμο κατέληξε γιατί η ενασχόληση με τη λογοτεχνία, και ιδιαίτερα με την ποίηση, εθεωρείτο ίδιον… μη σοβαρού ανθρώπου την εποχή εκείνη, και οι ποιητές ζούσαν περίπου ως παράνομοι και παρίες του κοινωνικού περιθωρίου – εργάστηκε ως εκτελωνιστής στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης επί 32 συνεχή χρόνια, από το 1960 ως το τέλος του 1991, οπότε αποσύρθηκε για λόγους υγείας.
Εξέδωσε 8 ποιητικά βιβλία και το 1988 συγκέντρωσε σε ένα τόμο όλη την ως τότε ποιητική εργασία του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Παρατηρητής» με τίτλο Τα ποιήματα, 1956 – 1986. Έγραψε ακόμα και δημοσίευσε τα πεζογραφήματα Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά (Νεφέλη 1985) και τα βιβλία Ανάγνωση και Γραφή («Παρατηρητής», 1981) και Εννέα εκδοχές για τη ποίηση και την ποιητική («Παρατηρητής», 1990) όπου συγκέντρωσε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Φέτος εξέδωσε το τελευταίο (ένατο) ποιητικό βιβλίο του, με τίτλο Το Χιόνι και η Ερήμωση («Χειρόγραφα», 1994) και τον τόμο
Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950 – 1970) («Παρατηρητής», 1994) μια ανθολογία και συγχρόνως γραμματολογία της αφανούς και παρασιωπημένης αυτής γενιάς; των ελληνικών γραμμάτων, έργο που τον απασχόλησε 25 χρόνια, μια έρευνα, μελέτη του έργου των εκπροσώπων της, όταν κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτούς και οι περισσότεροι ήταν παντελώς άγνωστοι (συχνά και με τη θέληση τους), ακόμα και (κάποιοι απ’ αυτούς) και στο εξαιρετικά περιορισμένο, εξειδικευμένο και ενήμερο κοινό της ποίησης (ποιητές, κριτικούς και γραμματολόγους). Η ανθολογία αυτή, στις 630 περίπου σελίδες της αρχίζει με ένα εκτεταμένο πρόλογο του ανθολόγου – επιμελητή, συνεχίζεται με μια εμπεριστατωμένη εισαγωγή του καθαρόαιμου κριτικού της γενιάς αυτής Γιώργου Αράγη, όπου, μέσα σε 35 πυκνοτυπωμένες σελίδες, γίνονται καίριες τομές και βγαίνουν γόνιμα συμπεράσματα, ακολουθεί η εκτεταμένη ανθολόγηση 45 ποιητών, συμπεριλαμβανομένου και του ανθολόγου, ποιήματα του οποίου, σε επίμετρο, ανθολόγησε ο Γ. Αράγης, και κλείνει με τους πίνακες και τα ευρετήρια. (Χρονολογικός πίνακας ποιητών, με το έτος γέννησης, έτος πρώτης δημοσίευσης και έτος πρώτης έκδοσης, Χρονολογικός πίνακας ποιητικών συλλογών των ποιητών που ανθολογούνται, από το 1950 ως το 1992, οπότε και σταματάει η έρευνα του επιμελητή, Ευρετήριο τίτλων και πρώτων στίχων, Ευρετήριο ποιητών και, φυσικά, με τον Πίνακα περιεχομένων).
Η ανθολογία περιέχει επαρκή ανθολόγηση, σύντομο και τυποποιημένο βιογραφικό σημείωμα, πλήρη εργογραφία, μεταφράσεις ποιημάτων σε ξένες γλώσσες, και εκτεταμένη κριτικογραφία για το έργο των παρακάτω ποιητών, κατά σειρά πρώτης εμφάνισης, εκτός του ανθολόγου που, όπως προαναφέρθηκε, ανθολογείται σε Επίμετρο: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Βασίλης Καραβίτης, Σπύρος Τσακνιάς, Κική Δημουλά, Τάσος Κόρφης, Νίκος Αλέξης-Ασλάνογλου, Ζέφη Δαράκη, Αλέξης Ζακυνθηνός, Βύρων Λεοντάρης, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ορέστης Αλεξάκης, Λουκάς Κούσουλας, Τάσος Πορφύρης, Λεωνίδας Ζενάκος, Γιάννης Νεγρεπόντης, Μάρκος Μέσκος, Ματθαίος Μουντές, Νίκος Γρηγοριάδης, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ, Λεία Χατζοπούλου-Καραβία, Θωμάς Γκόρπας, Κώστας Πασβάντης, Χρίστος Ρουμελιωτάκης, Θανάσης Τζούλης, Γιώργης Μανουσάκης, Γιώργος Δανιήλ, Τάσος Ρούσσος, Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, Γιολάντα Πέγκλη, Π. Σωτηρίου, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Ανδρέας Αγγελάκης, Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μάνος Ελευθερίου, Τάσος Γαλάτης, Νίκος Καρανικόλας, Μάριος Μαρκίδης, Βαγγέλης Ροζακέας, Κώστας Ροδααίκης, Τάσος Δανέγρης, Τόλης Νικηφόρου, Νανά Ησαΐα, Χρίστος Λάσκαρης, και Μαρία Καραγιάννη. Πρόκειται για ανθολογία ποιητών και όχι ποιημάτων. Αυτό σημαίνει ότι δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτήν ποιητές που έγραψαν ένα ή και περισσότερα καλά ποιήματα (που δεν συγκροτούν όμως μαζί με όσα έγραψαν, ένα ιδιαίτερο, αναγνωρίσιμο σύνολο), αλλά όσοι με το έργο τους, μικρό ή μεγάλο σε έκταση – δεν έχει σημασία – έχουν κερδίσει πια την προσωπική τους φωνή και έχουν προσθέσει τον δικό τους, ευδιάκριτο ήχο, στην πολυφωνία της ποίησης της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της. Λογική συνέπεια που απορρέει από το είδος αυτών των ανθολογιών, καθώς αποσκοπούν στον εντοπισμό και την ανάδειξη κοιτασμάτων μάλλον παρά στην ανακάλυψη μεμονωμένων ψηγμάτων, είναι ο περιορισμένος αριθμός των ποιητών αλλά σ’ αντιστάθμισμα, η επαρκής ποσοτικά δειγματοληψία του έργου τους, ενώ θυσιάζονται αναπόφευκτα αρκετά καλά, αλλά μοναχικά και χωρίς συνέχεια ποιήματα. Η ανθολογία περιλαμβάνει ποιητές που γεννήθηκαν από το 1929 ως το 1940, χρονικά όρια που καθορίστηκαν από τον Αργυρίου και, όσο ξέρω, δεν αμφισβητήθηκαν σοβαρά από κανέναν. Ο παρενθετικός, εξάλλου, χρονικός δείκτης του τίτλου θέλει να δηλώσει ότι οι ποιητές, που τελικά συγκροτούν με το έργο τους την ανθολογία, εμφανίστηκαν όλοι, εκτός από δυο εξαιρέσεις, στην εικοσαετία 1950-1970. Πρόκειται για ανθολογία αντιπροσωπευτική όλων των τάσεων, που υπάρχουν και έχουν επισημανθεί από την κριτική, οπότε – σπανίως – η τελευταία καταδέχτηκε να προσέξει
κάποιους από τους εκπροσώπους της γενιάς αυτής, με μοναδικό κριτήριο την ποιότητα, εννοημένη αποκλειστικά ως αισθητική δικαίωση της γνησιότητας: οι καλύτεροι ποιητές κάθε τάσης με τα καλύτερα ποιήματα τους. Κάθε κριτικογραφική πληροφορία που μας έστειλαν οι ποιητές – συχνά ελάχιστες, γιατί πολλοί απ’ αυτούς αδιαφόρησαν ή δεν κρατούσαν αρχείο – διασταυρώθηκε από τον επιμελητή, όσο γινόταν, για την αποφυγή τυχόν λαθών και συμπληρώθηκε με την έρευνα σε 55 περιοδικά της περιόδου 1950 – 1992, με αποδελτίωση κριτικών σημειωμάτων, δοκιμίων, άρθρων και μελετών για τους ποιητές της ανθολογίας.
Ο επιμελητής προσπάθησε να δώσει μια αυστηρή, δωρική σχεδόν μορφή στην ανθολογία – αποφεύγοντας εικόνες, φωτογραφίες και άλλα εντυπωσιακά στοιχεία – προσπαθώντας να την καταστήσει, εκτός από ενημερωτικό καθρέφτη της ποίησης μιας εποχής, εργαλείο για τους μελλοντικούς μελετητές της λογοτεχνίας μας.
Σε ότι αφορά την πρόσφατη συλλογή μου Το Χιόνι και η Ερήμωση, αποτελείται από δυο μέρη (στο Χιόνι με ποιήματα της περιόδου 1987 – 1990, μέρος που συνεχίζει, ως ένα βαθμό, το κλίμα και την ατμόσφαιρα της προηγούμενης συλλογής Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα («Ιδίοις Αναλώμασιν» 1987), και (Ερήμωση), με ποιήματα γραμμένα από το 1989, χρονιά που με πρωτοχτύπησε η επάρατος, ως το 1993.
Ο Ευαγγέλου μετά την μεταπολίτευση του 1974, πήρε ενεργό μέρος στην πολιτιστική κίνηση της Θεσσαλονίκης, κυρίως μέσω της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Β. Ελλάδος, που την εποχή εκείνη ανέπτυξε εντονότατη δράση. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Σε ότι αφορά τέλος την πνευματική ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης αυτή βοηθάει, μακριά απ’ τους πειρασμούς της εύκολης δημοσιότητας και προβολής της Αθήνας, στην απομόνωση των συγγραφέων και στην όσο γίνεται πιο επιμελημένη γραφή. Η ατμόσφαιρα αυτή βοήθησε αποφασιστικά και τον Ευαγγέλου και διαμόρφωσε καίρια το έργο του.

.

.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

«Περιγραφή εξώσεως», Θεσσαλονίκη, 1960 & εκδ. Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη, 1995
«Μέθοδος αναπνοής», Θεσσαλονίκη, 1966
«Αφαίμαξη ’66-’70, Θεσσαλονίκη, 1971
«Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1970)» (συγκεντρωτική έκδοση), Θεσσαλονίκη, 1974
«Το διάλειμμα», Θεσσαλονίκη, 1976
«Τα χαι-κάι», εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1978
«Απογύμνωση», εκδ. Τραμ, Θεσσαλονίκη, 1979
«Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα», Θεσσαλονίκη, 1987
«Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1986)» (συγκεντρωτική έκδοση), εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1988
«Το χιόνι και η ερημοποίηση», εκδ. Χειρόγραφα, 1994
«Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1993)» (συγκεντρωτική έκδοση), εκδ. Καπάνι, Θεσσαλονίκη, 2007

ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ :

«Το ξενοδοχείο και το σπίτι», 1966
«Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1985 & εκδ. Σύγχρονοι ορίζοντες, Θεσσαλονίκη, 2001

ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΡΙΤΙΚΗΣ :

«Ανάγνωση και γραφή», εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1981
«Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική», εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1990

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ :

«Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά», εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1994

.

.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΞΩΣΕΩΣ (1960)

Μη με ρωτάτε, δεν ξέρω ποιος είμαι
και πού πάω, έχασα το σπίτι μου.
Γ. ΘΕΜΕΛΗΣ

ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΕΙ

Ποιος μπορούσε λοιπόν να φανταστεί
τη βίαιη έξωση από το προγονικό σπίτι,
με τα παλιά έπιπλα πεταμένα στους δρόμους, σπασμένα,
όταν ακόμα το παιδί αμέριμνα έπαιζε
τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού.
Κι όμως ο Θεός το ήξερε: το σπέρμα του κακού
υπήρχε από τότε ακόμα, αθόρυβα, μυστικά
απεργάζονταν το πεπρωμένο μου.

Κυκλοφορώ σ’ ένα χώρο αφηρημένο
κινούμαι σε μια περιοχή φανταστική
ο κόσμος μου είναι καμωμένος από υλικά του ονείρου.
Γνωρίζω καλά το παρόν, διαρκώς βεβαιούμαι
απέκτησα τη βεβαιότητα των πεθαμένων
ομιλώ με σταθερή φωνή για τις ερχόμενες μέρες.

Εποχή του θρύλου, ω πόσο χαμένη,
απίθανη φαντάζεις, απρόσιτη
και στην πιο τολμηρή φαντασία.

Δεν έχω μια παλιά φωτογραφία να ζεστάνω τη μνήμη.

Πού είναι τα μάτια μου και τα παλιά μου τα ρούχα.
Πού είναι το πρόσωπό μου και τα τρύπια μου παπούτσια.
Τι έγινε η φωνή μου, ποιος την έκλεψε
πού είναι τα μεγάλα παλαιικά δωμάτια που φύλαξαν την άγνοιά μας.

ΜΕ ΜΙΚΡΑ ΒΗΜΑΤΑ

Με μικρά βήματα μέσα στη μνήμη περνάς,
μακρινή μουσική, ήχοι ενός άλλου κόσμου,
ως εσύ, αθόρυβη, ανοιχτή πάντοτε πληγή
γι’ αυτούς που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους ή τα ’χασαν ανεξήγητα,
για όσους δεν έχουνε πού την κεφαλήν κλίναι,
καθώς όταν σου ρίχνουνε φαρμάκι στο ποτήρι
και δεν έχεις πια γεύση παρά μόνο για πίκρα,
καθώς ένα παιδί που του αρπάζουνε το παιχνίδι του
και το αφήνουν με άδεια χέρια σε μια έρημη σάλα–
με μικρά βήματα μέσα στη μνήμη περνάς
σταλάζεις ένα σύννεφο στην καρδιά, θολώνεις τη μέρα
τυλίγεις με ομίχλη τα πρόσωπα, παιδεύεις
τα τελευταία που μας έμειναν όνειρα.

ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ

Τοπίο υγρό, ακαθόριστο, μες στην ομίχλη,
αίσθηση φευγαλέα πραγμάτων λησμονημένων μες στο χρόνο∙
φωνές ανασυρμένες από σκοτεινά βάθη,
κομματιασμένες, μισοφαγωμένες,
ποντισμένες βαθιά σ’ αβέβαιη καταχνιά
κι εκείνοι οι ερειπωμένοι τοίχοι
με πλούσια, πυκνή βλάστηση, στους πρώην διαδρόμους.

Έτσι έρχονται κάποτε μέσα στον ύπνο
τα εξαίσια πράγματα της πρώτης αίγλης:
το σπίτι με τον καλό καπνό που ανεβαίνει,
η στέγη και το κατάλυμα.

ΕΛΑ ΛΟΙΠΟΝ ΜΕΣ’ ΑΠΟ ΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ

Έλα λοιπόν μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,
μορφή μικρή και τρυφερή, σταματημένη στην πρώτη ηλικία,
έλα, πνεύμα του καλού, μυθικό πρόσωπο,
όταν στους δρόμους βρέχει μοναξιά
κι η νύχτα πέφτει νωρίς δίχως ύπνο και όνειρα,
πλύνε το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο,
καθάρισε τον ουρανό, προχώρησε,
άνοιξε δρόμο μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,
κάνε μου ένα χώρο να σταθώ, να κινηθώ,
να μπορώ να υπάρξω πιο ανθρώπινα.

ΑΝ ΘΡΗΝΩ

Αν θρηνώ
δεν είναι τόσο γιατί έχασα το σπίτι μου
και δεν έχω πια πού την κεφαλήν κλίνη
(σ’ αυτό ίσως κι εγώ να φταίω εν μέρει)
δεν είναι τόσο για το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο
που μου νυχτώνει την όψη∙
είναι που είμαι γεμάτος από λέξεις,
βάρος αβάσταχτο από λέξεις, λόγια, φράσεις
έτοιμες από καιρό, νοήματα
που δεν μπορούν να βγουν
αφού εσύ
δεν μπορείς πια ν’ ακούς ανθρώπινες ομιλίες.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Υπάρχουν άνθρωποι που και μόνον επί τη θέα τους τρομάζεις:
δε χρειάζεται καν να σου αποκαλύψουν την ψυχή τους,
πρόσωπα με σταματημένη την κίνηση, απολιθωμένα,
φαγωμένα, βαθουλωμένα σαν τις θαλάσσιες πέτρες,
–πνοή ζωής δεν περνάει ποτέ απ’ αυτά τα μάτια–
άλλοτε πάλι παραμορφωμένα οικτρά, αγνώριστα,
δίχως μύτες, στόμα, παρειές, και στα μάτια
δυο άδειες τρύπες.

Καμιά φορά τους συναντάς στο δρόμο
κι έντρομος το πρόσωπο αλλού στρέφεις ή αρχίζεις
να τρέχεις όσο πιο γρήγορα μπορείς για ν’ αποδιώξεις
έτσι το απαίσιο θέαμα.

(Τίποτα, τίποτα δε φτάνει
την οξύτητα της οδύνης στα πρόσωπά μας.)

ΠΡΟΛΑΒΕ, ΠΟΙΗΣΗ

Τούτη την τελευταία ώρα που νιώθω κιόλας
να τρίζουν τα θεμέλιά μου, που ακούω
οι μυστικοί μου αρμοί να παίζουν, απειλώντας με
κάθε στιγμή να πέσω και να σωριαστώ–
τούτη την ύστατη ώρα
πρόλαβε, ποίηση
λέξεις
αίμα από το αίμα μου
από τη σάρκα μου σάρκα
πρόλαβε, ποίηση
πριν έρθει η νύχτα
να διασώσω κάτι από το πρόσωπό μου.

ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΡΝΙΕΜΑΙ ΤΗΝ ΟΔΥΝΗ
I

Δεν την αρνιέμαι την οδύνη, δε φυγομαχώ
θα μπορούσα ν’ αντέξω τον μεγαλύτερο πόνο, όμως κάπως,
να βρεθεί κάπως ένας τρόπος να εξανθρωπίσω τον πόνο μου,
να μη με κυνηγούν φαντάσματα. Όλα θα μπορούσα
να τα υποστώ τ’ ανθρώπινα μαρτύρια, όλα για να μπορέσω
πλήρης, επιτέλους, να πορευτώ, να υπάρξω
θέλω να πω, να διανύσω συμπαγής
την περιοχή που μου δόθηκε.

ΚΑΘΩΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΠΡΟΧΩΡΕΙΣ

Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς και βλέπεις
μέρα τη μέρα να πληθαίνουνε τα ερείπια,
να πέφτουν ένα ένα τ’ αγκωνάρια
που απάνω τους είχες χτίσει τη ζωή σου,
καταλαβαίνεις ολοένα πιο πολύ, διδάσκεσαι,
πως μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου:
είναι δικά σου τούτα τα ερείπια κι είσ’ εσύ
που πρέπει να σηκωθείς, να πάρεις
νερό και λάσπη, με τα ίδια
υλικά να ξαναχτίσεις τους τοίχους σου.

Τώρα που βλέπεις καθαρά, που ξέρεις επιτέλους
πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις.

ΜΗΝ ΑΠΟΡΕΙΣ, ΜΗΤΕΡΑ

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις
τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια,
λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν
από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα,
το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως
δικά του είναι, μητέρα· αυτόν εικονίζουν.

Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία,
χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν,
πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος
πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα.

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός
μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει
το γιο σου, που εσύ δε βλέπεις:
μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα
που τον στυλώνει, τον κρατά μ’ όρθιο το κεφάλι,
που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα,
μέσ’ απ’ ερείπια ν’ ανοίγει δρόμο και να προχωράει.

ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥΣ

Όπως ξενιτεμένος ή ταξιδιώτης
που την πατρίδα άφησε πίσω και γυρίζει
από τόπο σε τόπο, μακριά
από το πάτριο χώμα, και δίχως
να το καταλαβαίνει η νοσταλγία
του τρώει τα σωθικά, τον φθείρει,
και κάποτε, σαν από ύπνο βαθύ ξυπνώντας
να γυρίσω, φωνάζει, πότε θα γυρίσω —
έτσι κι εσύ πώς μοιάζεις, ψυχή μου,
που από θάνατο σε θάνατο γυρνώντας
σε χώρες σιωπής περιδιαβάζοντας
από τον ένα τον χαμό στον άλλο τον χειρότερο
ξάφνου θυμάσαι αυτή τη γη, αυτόν
τον δίχως τέλος ουρανό, τον ήλιο
τη γήινη γεύση των καρπών στον ουρανίσκο
κι όταν
καμιά φορά επιστρέφοντας όπως ταιριάζει
σ’ αυτούς που πολύ προχώρησαν στο θάνατο και τη ζωή
με μάτια νέα αντικρίζεις, ακριβώς όπως
ο ταξιδιώτης, ο ξενιτεμένος την πατρίδα —
πώς το φως, τη γη, τον ουρανό, με πόση
λαχτάρα τα δέχεται όλα αυτά, σαν βρέφος
που από τη σκοτεινή βαθιά σπηλιά της μάνας βγαίνοντας
πρώτη φορά τον κόσμο βλέπει.

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΑΠΟ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ 
I

Στη σειρά καθόμαστε και περιμένουμε:
έτοιμες οι βαλίτσες, οι αποσκευές.
Βλέπεις την ώρα, βηματίζεις,
όλο αναμονή ’σαι, ανησυχία,
κι οι μελλοντικοί σύντροφοι, όλοι
σιωπηλοί, μοναχικοί, σαν χαμένοι
μέσα τους, μιλούνε και στη στιγμή
αισθάνεσαι στην αδιάκοπη απουσία:
μόνοι, πικροί και σαν υπνωτισμένοι.

II

Δεν σε αρνούμαι, ζωή, με όσα κι αν φέρνεις
όμως πολύ, με θάνατο, μου έρχεσαι αλλοιωμένη.
Πολλές παραχωρήσεις έκαμα, δείχτηκ’ απέναντί σου
συγκαταβατικός, στην οδύνη κατεύνεσα,
αγάπησα σχεδόν τούτους τους στενούς
λασπωμένους δρόμους, τη νύχτα, την ομίχλη και τα τρωκτικά —
όμως μη με εξαντλείς, στο έσχατο
μη με φέρνεις σημείο.

.

 

ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ (1966)

Εδώ που βρίσκομαι σε σας μιλώ
εγώ ο φτωχός καθώς εσείς, ο έρημος.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΞΩΣΕΩΣ

ΔΕ ΜΙΛΗΣΑ ΑΚΟΜΑ

Δε μίλησα ακόμα όσο έπρεπε
έχω πολύ απόθεμα που με βαραίνει
πολλές ακόμα λέξεις, πολλά λόγια
άπειρο πλήθος από φράσεις κι από λόγια
όμως μη με κατηγορείτε φίλοι μου που αργώ
που δυσκολεύομαι τόσο να μιλήσω —
πρέπει να βρω τα σύμβολα που πρέπουν
τις σκοτεινές μου αλληγορίες.

Πώς να μιλήσεις, πώς να εκφραστείς
πώς να δεχτείς έτσι γυμνό το θάνατο.

ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ, ΘΕΕ ΜΟΥ

Το ξέρεις, Θεέ μου, πως δε θέλω
πολλά πράγματα για να ζήσω· ξέρεις
πόσο ολιγαρκές είναι το τέκνο σου.
Χρήματα δε σου ζήτησα ποτέ
να με βοηθήσεις ν’ αποκτήσω, μήτε
ωραία γυναίκα, να ζηλεύουν οι άλλοι.
Τίποτα δε σου ζήτησα κι όχι μονάχα
τώρα που δε μ’ ακούς παρά και πρώτα.
Να σ’ απασχολήσω δεν τόλμησα με το άτομό μου
να σου μιλήσω, να σου πω για το χαμένο σπίτι.
Όμως τώρα σ’ το ζητάω, Θεέ μου, δεν μπορώ
απόκαμα να τριγυρνώ στους δρόμους σαν αλήτης
έκανα υπομονή όσο μπόρεσα
άλλο δεν έμεινε κουράγιο στην καρδιά μου:

βρες μου ένα σπίτι, χτίσε μου ένα σπίτι —
δεν μπορώ έτσι άστεγος να ζήσω.

ARS POETICA

Το ποίημα δεν είναι τραγούδι,
ανάερη θλίψη για κάτι μακρινό, χαμένο,
έστω με την πιο τέλεια μουσική∙ δεν είναι
αναμονή του άγνωστου, γοητευτική,
μες στην αβεβαιότητά της, προσδοκία.

Το ποίημα είναι μια ανοιχτή πληγή που τρέχει –
όσο πιο ανοιχτή τόσο καλύτερα∙ κάνω ποίηση
θα πει τρυπώ το θώρακα μ’ ένα νυστέρι
ψάχνω με χέρι σταθερό όπως οι χειρούργοι
γυρεύω την καρδιά και την τρυπώ, χύνω το αίμα
άφθονο μες στις λέξεις – κόκκινο,
ζεστό, το αίμα, όλοι το ξέρουν,
το πιο θαυμαστό, το πιο όμορφο πως είναι πράγμα.

ΥΠΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΙΚΗ

Να το ξεγράψεις πια το σπίτι, να το σβήσεις
από τη μνήμη σου εντελώς· είναι καιρός
να τ’ αγαπήσεις πια αυτά τα έπιπλα
που άλλοι πριν από σένα τα μεταχειρίστηκαν,
με τα σπασμένα πόδια, το σωρό τη σκόνη,
τις ξεχαρβαλωμένες σούστες τους, να τ’ αγαπήσεις
σαν να ’τανε δικά σου από τα παιδικά σου χρόνια·
είναι καιρός να συνηθίσεις τα χοντρά ποντίκια
που τριγυρίζουν στις γωνίες, να γίνεις φίλος
με τους ρουφιάνους και τους χαρτοκλέφτες, ν’ αγαπήσεις
σαν να ’ταν σπίτι σου το πανδοχείο αυτό.

Να το ξεγράψεις πια. Είν’ επικίνδυνη
και μόνο η σκέψη του σπιτιού, η ανάμνηση —
πρέπει να ζήσεις, βέβαια, είσαι νέος.

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΓΗΙΝΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ

Τώρα που γήινο στήριγμα δε με κρατεί
πάρεξ η θαμπωμένη μνήμη του σπιτιού∙
τώρα που εσπάσαν ανεξήγητα μία μία
(ή εγώ τις έσπασα) όλες οι γέφυρες∙
τώρα που και η πλέον δύσβατη ατραπός που απέμεινε
από εχθρικά και άγρια χόρτα έχει φράξει–
καιρός πλέον να μιλήσουμε εμείς οι δύο
καιρός σαν παλιοί φίλοι να δώσουμε τα χέρια
να συνεννοηθούμε επιτέλους.

ΘΥΜΑΤΑ ΑΠΑΤΗΣ

Θε μου η ζωή, ξέραμε, είναι κάτι χωριστό
απ’ το θάνατο, πράγμα διαφορετικό, αντίμαχο —
κυρίως αυτό. Έτσι κινήσαμε αθώοι και πλήρεις
ανύποπτοι και δυνατοί, ανοιχτήκαμε
στην άπλα του πελάγου, στον πολύβουο πόντο,
δίχως προφύλαξη καμιά, καθώς ταιριάζει
στους αθώους, στους ανύποπτους και δυνατούς,
ανοιχτήκαμε
όσο βαστούσε η δύναμη κι η μπόρεσή μας.

Τώρα
μετά από τόσα χρόνια ταξιδιού
μετά από τόση περιπλάνηση, από τόση πάλη
με τα στοιχεία της θάλασσας, με τον αέρα
καταλαβαίνουμε το νόημα της περιπέτειας
το νόημα του ταξιδιού, πως θύματα
απάτης πέσαμε, πως ξεγελαστήκαμε
αφού εκείνο που ζωή ονομάζαμε
δεν ήταν (τώρα το βλέπουμε) παρά
η άλλη όψη του θανάτου.

Θε μου, πέσαμε θύματα απάτης.

ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΣ

Έλα, λοιπόν, τέρας με τα πολλά κεφάλια, το άγριο στόμα,
ύπουλο τρωκτικό που από τα μέσα τρως τα σωθικά μου,
χθαμαλό φίδι, εργατικό και ακούραστο,
που αθόρυβα μου φαρμακώνεις την καρδιά με μικρές δόσεις·
έλα, κοράκι αχόρταγο με τ’ άγρια νύχια
τέρας με τα πολλά κεφάλια, το άγριο στόμα,
έλα και σήμερα να πάρεις ματωμένη σάρκα
να πιείς αίμα ζεστό και κόκκινο,
έλα, δε σε φοβάμαι πια, δεν κρύβομαι —
δεν έμειναν πια σωθικά, δεν έμεινε αίμα,
δεν έμεινε άλλη σάρκα, άλλη καρδιά,
έλα να μετρηθούμε πια στήθος με στήθος.

ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ, ΟΤΑΝ ΟΛΟΙ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ

Τις νύχτες, όταν όλοι κοιμούνται
κι εγώ γελιέμαι πως ο Θεός μ’ ακούει και προσεύχομαι,
πόσες φορές δε ζήτησα
πόσες φορές δεν παρακάλεσα:

Θεέ μου, κάνε πιο απλόν
πάρε αυτό το κορμί και τσάκισέ το
σπάσε τα κόκαλά μου, αφάνισε το δέρμα μου
πάρε αυτήν την πολύπλοκη καρδιά και κάν’ τη στάχτη
κάνε μου λιώμα το κρανίο
δώσε ένα τέλος στο τυραννισμένο αυτό μυαλό –
κι ύστερα πάρε κάνε με από την αρχή,
γέννησέ με ξανά όπως δε μ’ έκαμεν η μάνα μου,
κάνε με απλόν και μονοκόμματο
όπως κομμένον άγριο βράχο σε φαράγγι.

ΦΟΡΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ

Φορές φορές συλλογίζομαι τι χρειάζονται όλ’ αυτά
τι χρειάζεται η ξοδεμένη δύναμή σου
η μετρημένη σου χαρά και η βαθιά σου οδύνη
το πιο πολύτιμο που έκανες, η ποίησή σου.

Τι θ’ απογίνουμε, τι θ’ απογίνουν.

ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ

Χρόνια στην εξορία δύσκολα,
δίχως πατρίδα, ξένος μες στους ξένους,
άστεγος και γυμνός, με τσάκισαν.

Το μέλλον μου ασφαλές:
ότι είχα μου το πήρεν η ζωή
και του θανάτου δεν αφήκε τίποτα να πάρει.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Φαρμακερά λουλούδια, σαρκοβόρα,
ρουφάν αχόρταγα το αίμα απ’ την καρδιά.

Αλλιώς δεν τρέφονται, αλλιώς δε μεγαλώνουν.

Παράξενες βλαστήσεις, τερατώδεις,
αλλιώς δε δίνουν το άρωμά τους.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Είχε ανέβει στην πιο ψηλή κορφή
κι η φωνή του, λευκό πουλί στον ουρανό.
Στους πρόποδες μυρμήγκιαζε πλήθος αμέτρητο
άκουγαν τη φωνή κι ολοένα ανέβαιναν
μίκραινε ο κύκλος και κρατούσαν ξύλα
μαχαίρια κράταγαν και πέτρες και πλησίαζαν
ακούγονταν κραυγές σκοτώστε τον
να πέφτουν άρχισαν μετά οι πρώτες πέτρες
λάμψαν στον ήλιο τα μαχαίρια
κατάλαβε το τέλος του.

Όμως η φωνή του
λευκό πουλί πέταγε πάνω απ’ τα κεφάλια τους
και δεν τη φτάναν οι κραυγές και τα μαχαίρια.

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ

Το δικαίωμα να μιλήσω πάλι μου ’δωσε
απόθεμα βαρύ και πλούσιο του θανάτου.
Θηρία αρπακτικά καραδοκούνε το χαμό μου,
διεκδικούν το σώμα μου και την ψυχή μου,
ζητάνε πάνω απ’ όλα τη φωνή μου.

Όμως εγώ είμ’ εδώ και κάνω πόλεμο
παίζω διαρκώς κορόνα γράμματα τη ζωή μου
πολλές φορές τ’ άκουσα μες στ’ αυτιά μου τα ουρλιαχτά
είδα τα δόντια και με ζέσταναν τα χνότα τους
όμως την τελευταία στιγμή
έρχεται πάντα η ομιλία και με σώζει.

.

ΑΦΑΙΜΑΞΗ ’66-70 (1971)

ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

Εδώ είναι ένα κομμάτι σάρκας, αναγνώστη,
μια φέτα είναι ψυχής.
Πέρνα απαλά,
παρακαλώ σε, από σελίδα σε σελίδα,
από τη μια στροφή στην άλλη
των ποιημάτων.
Πρόσεχε
μην τα πονέσεις.

ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Θε μου, πέσαμε θύματα απάτης.
ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ

ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΟΥΛΙ ΜΟΥ

Παράξενο πουλί μου, μαθημένο
στα σκοτεινά

σου στήσανε παγίδες, σε κυνήγησαν
σου ’κοψαν με γυαλιστερά στιλέτα τα φτερά
νόμισαν πως σε σκότωσαν.

Έσκυψα ταπεινά, με δάχτυλα που τρέμαν,
το στήθος μου άνοιξα κι ευλαβικά
σε πήρα κι σε απίθωσα βαθιά.

Η φωνή σου
θαυματουργά ραντίζει τώρα τις πληγές μου
γίνεται φίλτρο μαγικό

παράξενο πουλί, μαθημένο
στα σκοτεινά.

ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ MOΥ

Δεν τα θυμούνται πια τα τραύματα, δεν έχουν μνήμη,
το σπαραγμό, το αίμα και την παραμόρφωση.
Βούλιαξαν όλα μαγικά και χάθηκαν.

Ήμερο φως, παρήγορο, φωτίζει τώρα τη μορφή τους
κι αχνό χαμόγελο, αράγιστο και ωραίο.

Μοναχικοί, αλαφροΐσκιωτοι, σχεδόν παιδιά
ίσως μόνο μ’ εν’ αδιόρατο παράπονο στα χείλη
κάτοχοι της πιο τέλειας ομορφιάς
οι αγαπημένοι μου κοιμούνται σε απρόσιτα άστρα.

ΝΥΧΤΑ ΠΕΡΙΛΑΜΠΡΗ

Νύχτα περίλαμπρη με τα βεγγαλικά,
με φωταψίες, τραγούδια, μέθη και χορούς,
ωραία παγίδα στολισμένη μ’ άνθη,
δόκανο σίγουρο κι αλάθητο για τους αθώους,
μην ανυπομονείς, λοιπόν, μη βιάζεσαι –
τον έχεις στο χέρι σου κι αυτόν.

Ήτανε βέβαια λίγο δύστροπος, σε κούρασε,
όμως δε σου ξεφεύγει πια είναι δικός σου
— και ποιος σου ξέφυγε, άλλωστε, ποτέ –
μόνο που δε σου δίνει τώρα τη χαρά του θρίαμβου –

μόνος του σου προσφέρεται, σπεύδει σχεδόν,
έτοιμος για όλα τα ενδεχόμενα, αποφασισμένος,
βεβαιωμένος, πια, βεβαιωμένος,
κάτοχος του πολύπλοκου μηχανισμού της σκευωρίας.

Ο ΚΗΠΟΣ ΜΟΥ

Ο κήπος μου, είναι παράξενος πολύ.
Ήλιος δεν τον ζεσταίνει ουδέ πνοή
αέρα από τα δέντρα του περνά ποτέ,
άνθρωπος δεν τον είδε, δεν τον διάβηκε,
μες στα βαθιά μου υπόγεια τον έχω κρύψει.

Εκεί, τις νύχτες μόνο, με προφύλαξη,
όταν οι ένοικοι του σπιτιού μακάρια κοιμούνται,
λαθραία γλιστρώ από μυστική καταπακτή κι ακροπατώντας,
στο σκοτεινό μου υπόγειο, ασφαλής, τρυπώνω.

Νερά δεν έχει ο κήπος μου- εγώ το ξέρω
πώς μεγαλώνουνε τα δέντρα του, πώς βγάζουν άνθη.
Τη μέρα ασφυκτιούν, συστρέφονται, κραυγάζουν,
γίνονται άγρια φονικά, τρων τα παιδιά τους,
σχίζουν τίς σάρκες τους.

Όμως τις νύχτες
έρχομαι εγώ και τα ποτίζω με αίμα
ανοίγω όλες τις φλέβες μου να πιούν
να μεγαλώσουν τα πικρά μου δέντρα
ν’ ανθίσουν τα φαρμακωμένα τους λουλούδια
και στα κλαδιά
την πλέον απόκρυφη ώρα της νυχτός
τ’ ακρωτηριασμένα μου πουλιά να κελαηδήσουν.

ΤΟΥΡΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ

Την ώρα πού φυσούσε μ’ όλη τη δύναμη του στέρνου του
κι έσβηνε, όλα μεμιάς, και τα τριαντατρία κεριά,
κι οι άλλοι, ανύποπτοι, τσούγκριζαν τα ποτήρια τους
και τον χειροκροτούσαν—
πώς μπήκε εκεί, πώς τρύπωσε μες στο μυαλό του
—αχ, πώς δεν επρονόησε να φράξει τίς ρωγμές,
τίς επικίνδυνες, απατηλές ρωγμές, του εγκεφάλου—
πώς παρεισέφρησε παρείσακτη η σκέψη
και εξογκώθηκε ραγδαία σαν τον καρκίνο,
επίμονη, αδηφάγος, μοχθηρή,
πώς να
έτσι περίπου,
σαν με ένα φύσημα,
έσβησαν και χαθήκανε τα τριαντατρία του χρόνια,
κι ανάμεσά τους τα καλύτερα
και τα μοναδικά.

ΖΩΗ

Γριά φτιασιδωμένη,
με κούφια δόντια,
βήχοντας και καπνίζοντας,
με χνότα που βρομούν,
πίνοντας αλκοόλ και βλαστημώντας,

άπιστη ερωμένη μου παλιά,
κακεντρεχή συντρόφισσα, υποκρίτρια,
εγώ, το πιο ανύποπτο απ’ τα θύματά σου,
γριά φυματική μου πόρνη,
ξοφλημένη τώρα,
εγώ
σ’ αγαπώ.

ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ MOΥ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ

Όλοι, θυμάμαι, μου ’λεγαν ν’ αλλάξω επάγγελμα.

Πρώτος μου ’κάνε λόγο, σοβαρά, ο πατέρας μου,
υστέρα η μάνα μου, παρακαλεστικά, με δάκρυα στα μάτια,
έπειτα οι φίλοι μου, οι συμμαθητές, οι συγγενείς,
ν’ αλλάξω επάγγελμα για να προκόψω.

Σαν να ’μουν άρρωστος, σαν να ’θελα γιατρό.

Πόσος καιρός επέρασε από τότε…
Μ’ ανοιχτά
μάτια, πικραμένος, πέθανες πατέρα μου,
μάνα μου άσπρισαν τα μαλλιά σου,
φίλοι καλοί σκορπίσατε κι οι πιώ πολλοί
έχετε τώρα γιούς να συμβουλεύετε—

όμως εγώ, στο μεταξύ, δεν πρόκοψα,
μου ήταν τελείως αδύνατο:

έμεινα εκεί, στον κήπο μου και στα φυτά μου,
στο πίσω μέρος του σπιτιού, στη σκοτεινή αυλή,
μ’ εκείνα τα παλιά μου σύνεργα, ένας κηπουρός.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Τι αίμα, Θεέ μου, πόσος πόνος,
τι δάκρυα καυτά,
πόσο
ν’ αναλωθώ έπρεπε,
πόσο, σαν τους ερωτευμένους,
όλος λαχτάρα,
με κρυφή προσμονή,
να σπεύδω κάθε φορά προς τη βέβαιη καταστροφή μου,
να πέφτω γυμνός, δίχως προφύλαξη, σ’ όλες τις φωτιές.

Πόσο έπρεπε, λοιπόν, η φτωχή σάρκα να ταπεινωθεί,
να γίνει άθυρμα και ανώνυμος κονιορτός,
ετούτα τα γυμνά, τα ελάχιστα,
τα πιο δικά μου οστά για να κερδίσω.

Ανάβαση
Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου. Δεν είμαι μόνος.
ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ
ΑΝΑΒΑΣΗ

Σπίτι μου πατρογονικό, σ’ αφήνω πια.
Όχι που σε ξεχνώ, που σε ξεγράφω,
— φέγγουν εντός μου τα ερείπιά σου και με ζεσταίνουν,
θησαυρισμένα με καημό και υπομονή,
λάμπουν μέσα στο αίμα μου — όμως τώρα
σ’ αφήνω πια.

Φόβοι μου σκοτεινοί για τη ζωή,
φθορά των ημερών μου ανεπαίσθητη,
τρόμε του καθημερινού θανάτου,
όχι που δεν υπάρχετε, που σας αρνούμαι —
το μαρτυράει κάθε πρωί το σώμα μου,
φέρνει τα ίχνη ματωμένα η ψυχή μου — μα τώρα
σας αφήνω πια.

Ήδη εννοώ: τα ερείπιά μου
τμήμα απειροελάχιστο των ερειπίων, κι ο θάνατος
τμήμα καθολικότερου θανάτου.

Με τι φωνή να πω για σένα, σπίτι μου
όταν γύρω γκρεμίζονται χιλιάδες σπίτια,
και πώς για τους καθημερινούς μικρούς θανάτους μου
και τους μικρούς μου τρόμους να μιλάω ακόμα,
τώρα που ένα ένα σκοτώνονται τ’ αδέρφια μου,
πέφτουνε δολοφονημένα απ’ τους Ενόχους;

ΧΩΡΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ

Δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος
είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
Θ.Σ. ΕΛΙΟΤ

Κορμιά ταπεινωμένα των αθώων,
χέρια και πόδια ανάκατα, σωρός,
μνημεία μικρά της αδικίας, ανώνυμα,
κρανία που, βέβαια, αγιάσατε —κι ας λεν
κι ας σας ξεγράφουνε ολούθε οι Γραμματείς,
οι Υπέρμαχοι των ’Ιδεών, οι Τηρηταί των Νόμων,
όλο το Τσούρμο, Θεέ μου, ας χύνει τη χολή του—
αίμα πάνω στο αίμα, μαύρο και πηχτό,
σώματα φτωχικά των αδελφών μου,
γενήκατε πολλά, πού να σας βάλω.

Χώρος δεν είναι πια, μέρος δεν έμεινε,
όλες οι κάμαρές μου γέμισαν,
γέμισαν τα υπόγειά μου, ξεχείλισαν,
άλλο δεν παίρνει ο κήπος μου, δε φτάνει.

Πού να σας βάλω αδέλφια μου, πού να σας θάψω,
κανένας να μη μείνει παραπονεμένος,
μια σκοτεινή, ζεστή γωνιά, για τον καθένα,
θήκη μικρή, πονετική της λησμονιάς,
πού να ’βρω λίγο δίκαιο χώμα

ΠΑΝΤΟΥ ΤΟ ΚΛΕΒΟΥΝ ΤΟ ΨΩΜΙ

Παντού το κλέβουν το ψωμί.

Τ’ αρπάζουν χέρια τοκογλύφων,
το παίρνουν Γραμματείς Εντεταλμένοι,
το χώνουμε σε υπόγεια, το στοιβάζουν.

Εκεί τ’ αναλαμβάνουν ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι
και στα σοφά των δάκτυλα Ειδικοί,
χείλη ποιητών, αβρά, το κάνουν ύμνο
να τον μαθαίνουν τα παιδιά,
του πλέκουν φωτοστέφανο να λάμπει.

Εκεί αρχίζει η λεπτή διαδικασία,
οι απαραίτητες διεργασίες συντελούνται,
επέρχονται οι εκπληκτικές διαμορφώσεις

για να βγει θάνατος μια μέρα
για να βγει αίμα.

Παντού το κλέβουν το ψωμί
Θεέ μου, παντού.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ

Τώρα που το καράβι βουλιάζει αύτανδρο στα σκοτεινά
και το νερό —το νιώθεις— ανεβαίνει,
προσπάθησε μες στις κραυγές του πανικού και την αλλοφροσύνη
να συναρμολογήσεις τα λόγια σου· να πεις
για το ναυάγιο αυτό και να το μνημονέψεις,
για την καταστροφή και για το μακελειό των χρόνων μας,
για όσα δε λεν οι επίσημες αναφορές,
και πιο πολύ να πεις για τους ενόχους,
βάζοντας όλη σου την αντοχή για νάβρεις τους ενόχους —
σαν να σ’ ακούει κανείς μέσα σε τούτο το χαλασμό,
σαν να ’χει τον καιρό, σαν να προφταίνει,
σαν να μην είναι να ρουφήξει η θάλασσα σε λίγο
και πλοίο κι εσένα και όλους τους συντρόφους.

Σ’ Ο,ΤΙ ΕΧΩ ΓΡΑΨΕΙ ΩΣ ΤΩΡΑ

Σ’ ό,τι έχω γράψει ως τώρα, ό,τι έχω κάνει, ό,τι έχω πει,
κι εκεί ακόμα όπου είναι δύσκολο να ξεχωρίσει,
όπου, αντίθετα, δείχνομαι τόσο διαφορετικός,
μοναχικός και άγριος μες στις κραυγές μου,
απρόσιτος με τις μεγάλες μου φωνές μέσα στη νύχτα —

όχι μονάχα τώρα αλλ’ από πάντοτε,
σ’ όλο το δρόμο που έκανα, δεν ήταν ούτε μια στιγμή
που να μην είχα επίμονα, καρτερικά απλωμένα
τα χέρια μου σε σένα, γείτονά μου και αδελφέ μου.

.

ΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ (1976)

ΤΟ ΦΩΣ

Και στα πιο σκοτεινά λαγούμια
τα πιο βαθιά
τα πιο λησμονημένα
έρχεται κάποτε
ωσάν σε διάλειμμα
κι όταν κανείς πια τίποτε δεν περιμένει
θαυματουργό
παρήγορο
το φως.

ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ
ΕΛΕΥΣΗ

Χρόνια της πέτρας, δύσκολα, καιροί
σκληροί, σε βράχον απάνω άνυδρο, φαρμακερό
γρανίτη, με σαύρες ολόγυρα κι ουδ’ ένα
πράσινο φύλλο, σ’ έχτισαν, ψυχή μου.

Πόσος καιρός επέρασε δεν ξέρω,
χειμώνα καλοκαίρι, γυμνός και πένης,
σε τούτη την ξερολιθιά της συμφοράς.

Κι ήρθες εσύ
έτσι αναπάντεχα, βούλα της άνοιξης, σώμα
ανάερο της αυγής, και αξιώθηκα
για μια στιγμή να σε κρατήσω τρυφερά
στην αγκαλιά μου. Μες στο σκοτάδι
άκουσα την καρδιά σου να χτυπά∙ σε πήρα,
καθώς που παίρνουν τα πουλιά, στα χέρια μου.

Αχ, δεν το φανταζόμουνα πως μια στιγμή
μονάχα πάθους, ένα μόριο χρόνου,
θα ’φτανε να ζεστάνει όλη τη ζωή μου.

Πώς πρέπει τώρα
να προσέχω, Θεέ μου.
Και μία μόνον
αδέξια κίνηση, εμέ του αμάθευτου, του στερημένου,
μπορεί να σε πληγώσει.

Δεν είχε,
λοιπόν, παγώσει όλο μου το αίμα;
Είχε απομείνει,
σε τούτη την ξερολιθιά της συμφοράς, μια κρύπτη;

Έλα να σε φιλήσω, βούλα της άνοιξης,
σώμα ανάερο της αυγής,
αγάπη–

πρώτη φορά τρελαίνονται τα λόγια μου,
κι όλα αυτά τα παράξενα συμβαίνουν
πρώτη φορά.

ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΟΥ ΕΓΙΝΕ ΛΙΒΑΔΙ

Το στήθος μου έγινε λιβάδι·

άνθη μυστηριακά φύτρωσαν στα σημάδια
χλόη καλύπτει τίς ουλές θαυματουργά,
πουλιά με κατοικούν, νερά αναβλύζουν

το στήθος μου έγινε λιβάδι.

ΣΑΝ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΔΑΔΙ

Αν ήθελες να μ’ αγγίξεις λίγο
και τα χέρια να φέρεις απαλά επάνω στις πληγές
θα ’βλεπες πόσο εύκολα θα πετούσα
κλαδιά και φύλλα.

Πόσο,
σαν ελατήριο συσπειρωμένος, τόσα χρόνια,
είμαι έτοιμος να τιναχτώ·

και προπαντός,
σαν το παλιό δαδί, το στεγνωμένο,
ή σαν τα δάση τα ξερά στον κατακόρυφο
ήλιο του Αυγούστου,
φωτιά ν’ αρπάξω μ’ ένα τίποτα
και να καώ.

ΤΟ ΝΕΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Βγήκε το νέο φεγγάρι ξαναμμένο, ερωτικό,
και στα νυχτερινά νερά του ποτάμιου βουτάει
στην έξαψή του.

Καλό φεγγάρι, αδερφικό, που με καταλαβαίνει,
έτσι που δίπλα του, ανάμεσα στα νοτισμένα
χόρτα, στις ιτιές, όμοια αναστατωμένος, ξαγρυπνώ,
καθώς σε περιμένω, χλωρός και εύρωστος,
στην έξαψή μου.

ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΛΑΦΥΡΟ

Στιγμή μοναδική
του χρόνου λάφυρο.

Σε κράτησα νυχτερινή
απτή
κι όνειρο δεν ήταν
πλάνη δεν ήτανε της στέρησης
αντικατοπτρισμός της παιδεμένης
φαντασίας

που μπλέχτηκαν τα σώματά μας
που πάλεψαν
που ο θάνατος για μια στιγμή
μοναδική
είχε καταργηθεί.

ΕΞΟΔΟΣ

Αχ, σκοτεινό λαγούμι μου, σ’ αφήνω πια.
Περάσαμε πολύν καιρό μαζί
σ’ αγάπησα.

Όστρακα απόκρημνα, πονετικά
αιχμηρά γυαλιά κι εσείς, αγκάθια μου
αγαπημένα, καλά με προστατέψατε
ως εδώ, καλά με κρύψατε:
χέρια
και πόδια και στήθος και πλευρά,
και τα μάτια να λάμπουν, άγρυπνα πάντα,
πίσω απ’ τις πολεμίστρες.
Καλά ως εδώ. Γιατί ήρθε
με τα φτερά της τρέλας και καθώς μπόρα καλοκαιρινή,
αγάπη ήρθε αναπάντεχη, ιαματική, και με μαλάκωσε
λάδι γλυκό πότισε το κορμί μου.

Ένα ένα
πέφτουνε τώρα, ξεκολλούν άχρηστα πια τα όπλα μου.
Καιρός
να βγω στο φως. Γυμνός· ανθρώπινος πια· ημερωμένος.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ

ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΣΩΜΑ

Ψυχή και σώμα διαρκώς έτοιμα, ανοιχτά,
και σ’ επιφυλακή κράτησα πάντα
(κι ας ήτανε για να καταστραφώ)
όλος εμπιστοσύνη μέσα μου για να δεχτώ,
και να ’μαι άξιος γι’ αυτό, την άγια,
την αναπάντεχη επίσκεψη της έκπληξης.

ΦΤΩΧΟΙ ΚΑΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ

Όποιος τολμά και δίνει, οποίος φτωχαίνει από
παράφορη προσφορά —μην τον λυπάσαι: γίνεται
πλουσιότερος, πιο ωραίος.

Ο που κινδυνεύει,
ο πού χωρίς επιφυλάξεις αφήνεται στα κύματα
και ένα ένα χάνει τα ρούχα του και γυμνός
απομένει και έρημος καταμεσής του πόντου—
μην τον λυπάσαι
στο αίμα του λάμπει βαθιά ο άπεφθος χρυσός
των αφρισμένων κυμάτων.

Να κλαις
αυτόν που δεν μπορεί από φιλαργυρία να δώσει,
τον που φοβάται μη φθαρεί κι ολημερίς
κλεισμένος στο καβούκι του μετράει το βιός του
κι έντρομος βλέπει ολοένα ν’ αλαφραίνει
το πουγγί του —αυτόν να κλαις:

ασκημαίνει με τον καιρό και κιτρινίζει
ωσάν το σουρωμένο δαμάσκηνο, το στρεβλωμένο,
πού δεν επρόλαβε να το γλυκάνει ο ήλιος
που αδικημένο απόμεινε και δε μαλάκωσε
γιατί από μέσα το ρούφηξε κακό σκουλήκι.

ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Ανάμεσα από σωρούς σκουπιδιών, ερειπίων, θανάτων
και ποταμούς δακρύων,
λάμπουνε καταχωνιασμένα, ελάχιστα,
τα υλικά της χαράς.
Ψάχνε
με υπομονή και πίστη απέραντη
καθώς τα πετεινά τ’ ουρανού σε χιονισμένον
έρημο κάμπο
και μάζευέ τα πετραδάκι πετραδάκι.

ΣΑΝ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΑ
Ι

Σαν τα παλιά εικονίσματα που ανάμεσα
απ’ τα φθαρμένα χρώματα και το λιωμένο ξύλο
απ’ την πικρήν αρπάγη του καιρού
κρατάν ακόμα απείραχτα τα μάτια
και βουρκωμένα σε θωρούν, σοφά
από πολλήν επίγνωση μες στη σιωπή τους
από πολλήν ακινησία κι από μόνωση-
έτσι
μέσ’ από τον καιρό μού έρχεσαι τώρα
και τα μάτια σου πονεμένα με θωρούν.

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΧΕΡΙ

Γύρισε πάλι.
Κάθε βράδυ
ένα χέρι κακό μπαίνει στο σπίτι μου,
αναποδογυρίζει τα έπιπλα, βάφει
μαύρους τους τοίχους, ξηλώνει τα σανίδια
από το δάπεδο, ξεσχίζει τις κουρτίνες,
σπάνει τις λάμπες μία μία, θολώνει
τους καθρέφτες, ρίχνει φαρμάκι στο νερό,
ανοίγει το ψυγείο και μαγαρίζει
όλα τα τρόφιμα, καίει τα χαρτιά μου.

Μαύρο χέρι.
Τα ξημερώματα, αποκαμωμένο,
έρχεται στο λαιμό μου να κουλουριαστεί,
με πνίγει.
Μην αργείς άλλο, λοιπόν.
Βλέπεις;
Δεν έχω περιθώριο, εξάντλησα
και το πιο ελάχιστο, το τελευταίο
απόθεμα της αντοχής μου: γύρισε πάλι.

ΠΟΣΟ ΛΙΓΟ

Πόσο λίγο χρειάστηκε
ένα τίποτα
για να χτυπήσει πάλι άρρυθμα η καρδιά σου
και σαν ελάφι χλωρό ν’ αναπηδήσει
έκπληκτο

πόσο εύκολο ήταν
απλό
για να κυλήσει πάλι στις φλέβες σου το αίμα.

ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΦΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ

Στην καταφρόνια και στη φτώχεια πέρασες τα χρόνια σου–
μην το ξεχνάς.
Κι αν τώρα
τόσο αναπάντεχα εγύρισε ο τροχός
και βρήκες ρούχα κι έντυσες τη γύμνια σου
και σπίτι και φωτιά να ζεσταθείς
και δυο γλυκές κουβέντες–
μη λησμονείς ποτέ την προσφυγιά
και μιαν αγάπη για τους στερημένους.

.

ΤΑ ΧΑΙ-ΚΑΙ (1978)

ΝΕΚΡΟΙ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ

1

Ωραία που λάμπουν
ματωμένα τα στήθη
των αδελφών μου.

2

Αχ, το αίμα, το αίμα
αδέρφια μου, που εχύθη
πού να το κρύψω.

3

Ω, να προσπέσω
στα κάγκελά σου, Πόρτα,
τα στρεβλωμένα.

4

Κ.Ρ.
Τα πόδια ετούτα
να προσκυνήσω, κόρη,
που σ’ τα ετσακίσαν.

5

Το χώμα τούτο
Έλληνες κλείνει εφήβους.
Διαβάτη στάσου.

6

Ε, μαυροπούλι!
Πες τους πως στην καρδιά μου
τους έχω κλείσει.

7

Απ’ τους νεκρούς πιο
αμείλικτο δικαστή
ξέρεις κανέναν;

8

Χάδι μητέρας
αττικό χώμα γίνου
για τον Διομήδη.

9

Λάμψαν τα ουράνια —
ψηλά ανεβαίνει ωραίος
ο Διομήδης.

10

Αυτοί ’ναι οι άγιοι
που πίστεψα, παιδί μου.
Μην το ξεχάσεις.

11

Μάταια φωνάζεις —
οι νεκροί δεν ακούνε,
δεν ζωντανεύουν.

ΑΡΡΩΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

1

Μπουμπουλίνας 18
Σ’ εκκλησιές, άλλοι.
Εγώ σ’ εσένα θα ‘ρθω
άγια Ταράτσα.

2

Παιδί της Κύπρου
μη με κοιτάς στα μάτια,
μη με ανακρίνεις.

3

Μέρες του ’76.
Αχ, πώς γελάνε
και στα κρυφά για σφαγείο
μας ετοιμάζουν.

4

Βρες μου έναν τόπο
όπου να μη ματώνουν
τους ποιητές του.

10

… κι οι ποιητές να εκ-
λείψουν, πάση θυσία —
μας ξεσκεπάζουν.

11

Εδώ μιλάνε
όλοι· για το καλό σου
λέγε τι ξέρεις.

12

Σκοτάδι πέφτει
βαρύ, στον κόσμο πάλι.
Προσευχηθείτε.

13

Τι να σου κάνει
κι η ποίηση σ’ έναν τόσο
βρόμικο κόσμο.

18

Απ’ όξω πάντα.
Βολικό καταφύγιο
κι άλλοθι η ποίηση.

19

Ποιον κοροϊδεύεις;
Τα λόγια σου δεν κρύβουν
τη μέσα γύμνια.

20

Όταν μας κρίνουν
αύριο, η ποίηση μόνη
δε θα σε σώσει.

25

Τα σπαραγμένα
λόγια μας ποιος θ’ ακούσει
και δε θα κλάψει.

26

Ανάσα ανθρώπου
λαχτάρησα να νιώσω
σ’ αυτή τη ζούγκλα.

27

Φύσα αεράκι
να μαλακώσει λίγο
η σκληρή καρδιά τους.

33

Θα σε συντρίψουν
φουκαρά μου, όπως είσαι
φτωχός και αθώος.

34

Ο αδερφός βγάζει
το μάτι του αδερφού σου
για λίγο κέρδος.

35

Κι ο που τολμήσει
κόντρα να πάει στο ρέμα,
αλίμονό του.

43

Ήλιε μου γιάνε
τα βαθιά μας σημάδια.
Αθώωσέ μας.

44

Αδικημένος,
πλάι στους αδικημένους
η θέση σου είναι.

45

Με τη φωνή μου,
ανάπηρη έστω, εδώ είμαι
πάντα αδερφοί μου.

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

1

Θυμάσαι τότε
που, φυλαχτό, στο στήθος
μου σε κρατούσα;

2

Ά, τα μαλλιά σου
μοσχοβολάνε ακόμα
μέσ’ απ’ τα χρόνια.

8

Μια στιγμή μόνο
χαράς κι έλαμψε όλη
μεμιάς η ζωή σου.

9

Α, πόσο λάμπει
το σώμα – το ημέρεψε
βάλσαμο της αγάπης.

12

Απόψε η νύχτα
μου συντρίβει το στήθος,
μ’ εξουθενώνει.

13

Τραγούδι βγάζει
το συντριμμένο στήθος
ή όνειρο βλέπω;

18

Ω, μη μιλάς πια
για φτερά — είναι καιρός
να τα ξεχάσεις.

19

Τα γυμνά δέντρα
ν’ αποφεύγεις: θυμίζουν
την ερημιά σου.

21

Δε θα γλιτώσω:
τα μάτια σου δε σβήνουν
ούτε στον ύπνο.

22

Λάμπουν στον ύπνο
αμείλικτα φεγγάρια
τα δυο σου μάτια.

26

Φεγγαράκι τής
κόλασης ανατέλλει
το πρόσωπό σου.

27

Πότε, επιτέλους,
θα πεθάνει η μορφή σου,
θα μ’ αθωώσεις;

28

Λάμπεις αγάπη
πολύ για των ανθρώπων
τ’ άπραγα μάτια.

ΑΣΤΕΓΑ

1

Πώς ευωδιάζουν
τα δάκρυα των ανθρώπων,
πώς λάμπει ό πόνος.

2

Τρυφερή που ήταν
η κοιλιά σου όταν μέσα
σάλευε ο γιος μου.

3

Κλάματα ακούω.
Βρέφος γεννήθη ή μήπως
ξόδι περνάει;

7

Αυγινή χλόη,
δάκρυα χαράς μού φέρνεις
μες στο Φλεβάρη.

8

Να σε φιλήσω
που μάχεσαι το χιόνι
πυράκανθά μου.

9

Κι oι πεθαμένοι
κάθε άνοιξη σκιρτάνε
μέσα στο χώμα

13

και τρόπος για να την αποφεύγουμε
Διάβαζε πρόζα —
στις φυλλωσιές των λέξεων
θηρία δεν κρύβει.

14

Α, τι καθρέφτης
τρομαχτικός η ποίηση.
Έλεος δεν έχει.

18

Βαριά λιθάρια,
σωρός, έχουν συνθλίψει
τη μικρή ζωή σου.

19

Οι ματωμένες
γούβες θα μαρτυράνε
το πέρασμά μας.

24

Πόσο θ’ αντέξεις
γυμνός ακόμα,
δίχως καμιά αυταπάτη;

25

Τη δύσκολη ώρα,
όταν όλα τελειώνουν,
πού θ’ ακουμπήσεις;

31

Στην άγρια νύχτα
η καρδιά μου αγρυπνάει
για σέ, αδερφέ μου.

32

Με το θηρίο
μετρήθηκα για σένα.
Να με θυμάσαι.

.

ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ (1979)

ΑΙΝΟΣ

Επίμονο
σφριγηλό
ακατανίκητο
μεσ’ απ’ τα ερείπια πάντα θα φυτρώνει
και θα παρηγορεί
το φλογερό τριαντάφυλλό σου
ποίηση.

Η ΚΩΜΩΔΙΑ

Νύχτα περίλαμπρη με τα βεγγαλικά,
με φωταψίες, τραγούδια, μέθη και χορούς,
ωραία παγίδα στολισμένη μ’ άνθη.
ΑΦΑΙΜΑΞΗ ’66- ’70

ΤΟ ΧΡΕΟΣ

Σιωπή τρομακτική του στερεώματος,
μην πουν δεν έκαμα το χρέος,
απόφυγα την αναμέτρηση μαζί σου.
Φωνές
χιλιάδες μέσα στη φωνή μου και χέρια
τεντωμένα μες στα χέρια μου· αίμα
μέσα στο αίμα μου, προγονικό, εδώ είμαι
δε σας πρόδωσα:
στην κόψη ετούτη του γκρεμού
από σας ανεβασμένος —με πόσο πόνο
αλλά και πείσμα αδάμαστο— χρέος
που το αποδέχτηκα και με περήφανο
πένθος το σηκώνω, που άλλη δεν ξέρω
έπαλξη πιο άγρια, πιο μοναχική,
με νύχια και δόντια κρατημένος καταμεσής
στο χάος για να βλέπω και να μαρτυρώ—
εδώ είμαι αδέρφια μου κι από το στήθος
τραγούδι βγάζω μ’ όση δύναμη έχω
η ανθρώπινη φωνή για ν’ ακουστεί
και το σκοτάδι για μια στιγμή να λάμψει
να ταπεινωθεί
ν’ αντιλαλήσει η μαύρη νύχτα απ’ την κραυγή μας.

ΟΙ ΦΩΝΕΣ

Τη μέρα πνίγονται απ’ τους θορύβους
των μηχανών τις σκεπάζουν
οι αγώνες για το ψωμί, για το δίκιο,
η φλογερή βουή των δρόμων, η άσπλαχνη
έως θανάτου αναμέτρηση για μια φέτα
ζωής.
’Αν θες ν’ ακούσεις ψίθυρο του έρωτα
ή βόγκο του θανάτου και προπαντός
παράπονο της μοναξιάς, στήσε τ’ αυτί
στη σιγαλιά της νύχτας κι αφουγκράσου
καθώς τις πρέπει, με άκρο σεβασμό,
ως αναδύονται από έρημα κρεβάτια,
τις φωνές των ανθρώπων.
Και φίλησε
καθώς εικόνα σ έρημη εκκλησιά, με συντριβή,
τα σιωπηλά τους δάκρυα που ευωδιάζουν
παράξενα, και στην καρδιά σου κλείσ’ τα.

Η ΟΔΥΝΗ ΛΑΜΠΕΙ

Τ’ αληθινό διαμάντι για ν’ αναφανεί
με αξίνες και λεπίδια κοφτερά
ανάγκη να το μακελέψεις,
μεθοδικά και αλύπητα,
από το κάρβουνο που στοργικά το κλεί.

Το φως δεν είναι που αστράφτει στις πλευρές του
τώρα που το κρατείς στα χέρια και το χαίρεσαι.
Η οδύνη μόνο λάμπει της εξόρυξης, πόνος
βαθύς, ώσμε τις ρίζες, που στοιχειώνει
σαν σιγανή φωτιά από μέσα τον πυρήνα
και στις πλευρές αντανακλά θαυματουργά.
Λάμψη άχραντη που τίποτε δεν τη θολώνει.

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Άγνωστε φίλε του τωρινού η του μελλούμενου καιρού
τώρα που το σώμα μου ζεστό ανασαίνει δίπλα σου τον ίδιο αγέρα
ή όταν θα γίνω τρυφερό ανοιξιάτικο χορτάρι σε ραχούλα,
πάρε προσεχτικά και ζέστανε τούτες τις λέξεις
σε φιλικό σκοτάδι.

Τα μεθυσμένα λόγια των ποιητών
κρυώνουν πάντα μέσα στις σελίδες των βιβλίων
κι αδιόρθωτα ονειρεύονται διαρκώς αποδράσεις

ΜΕΙΝΕΤΕ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ

Μείνετε, ποιήματα μου, στη σκόνη και στη σιωπή
του συρταριού, και συνηθίστε στο πυκνό σκοτάδι.
Έτσι κι αλλιώς,
θα ταξιδεύετε ολομόναχα μέσα στα χρόνια,
τα άνυδρα χρόνια που επελαύνουν σαν χιονοστιβάδα,
έτσι κι αλλιώς,
πρέπει να ετοιμάζεστε: το σκότος προεκτείνεται παράξενα
μέσα στο φως, η σκόνη στη διαφάνεια κι η σιωπή
μέσα στον ήχο.
Έτσι κι αλλιώς,
στην άκρη υπομονετικά μας περιμένει
για να μας καταπιεί κι ανθρώπους και ποιήματα
η μαύρη νύχτα που όλους θα μας εξισώσει.

ΤΟ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ

Βρέθηκα στο καταγώγιο-
μη με ρωτάτε πώς βρέθηκα
ΑΦΑΙΜΑΞΗ ’66-‘70

ΦΑΡΜΑΚΩΜΕΝΟ ΑΓΕΡΙ

Φαρμακωμένο αγέρι του καιρού
για στάσου να ξεκουραστείς στην ερημιά η φύγε
για λίγο από τ’ αστέρι μας, όπου γυρίζεις
σε κακιά τύψη ακόμα και τον έρωτα,
το γέλιο των παιδιών η την πιο ταπεινή,
πρώτη ευφροσύνη των ανθρώπων, να ζεσταίνονται
στου ήλιου το φως.

Προπάντων
σταμάτα να σφυρίζεις κι απορίες
—ρωτήματα αναπάντητα— να επισωρεύεις
στα λαμπερά του μάτια κι από τώρα
να τα θολώνεις: σ’ ανασαίνει ο γιός μου.

ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ

Πόρνες ξεδοντιασμένες και χοντρά ποντίκια
στους διαδρόμους, πράκτορες, μαστροποί,
κλέφτες, φονιάδες, προσωπιδοφόροι,
σημαδεμένοι όλοι από φριχτές πληγές,
με χαλασμένο το αίμα τους, αγόρι μου, και σάπιο
το μεδούλι βαθιά βαθιά στα κόκαλά τους

εδώ λοιπόν σου μέλλεται να ζήσεις
κι εσύ, τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν
κινείται, Ιστορία παλιά, λάσπη αιώνια,
αγαπημένο, βρωμερό πανδοχείο.

ΜΕ ΠΑΡΑΧΑΡΑΓΜΕΝΗ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

Με παραχαραγμένη τη ζωή μας,
που άλλοι κινούν, αθέατοι, τα νήματά της,
παραμορφωτικά αλλοιωμένοι στο μηχανικόν αιώνα,
τραυλίζοντας γλώσσες ακατάληπτες, δίχως πατρίδα
και ρίζες μες στην ίδια μας πατρίδα,
περνούν τα χρόνια, φίλοι μου, περνώ κι εγώ
με το μαχαίρι της φωνής μου στομωμένο.

ΜΕΡΑ ΤΗ ΜΕΡΑ

Μέρα τη μέρα, ανεπαίσθητα,
πως εκποιήσανε τα χρόνια σου
μέρα τη μέρα πως εξάρθρωσαν
πως παρόπλισαν τη φωνή σου.

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Ό,τι πιο πολύ αγάπησες στη ζωή τόσα χρόνια,
το σπίτι σου, τα βιβλία σου, τα έμπιστα
πράγματα που ένα κομμάτι τούς έδωσες
απ’ την ψυχή σου, και κρυφά τα καμάρωνες,
και με στοργή, τις νύχτες, τα ταξινομούσες,

τώρα που τρίζουν τα δοκάρια, οι σοβάδες
πέφτουν, η οροφή χάσκει ανοιχτή
στον ουρανό και καταχθόνιο το σκοτεινό
νερό εισβάλλει από παντού–

ανάγκη να τα παρατήσεις και να βγεις στους δρόμους
και μην κοιτάξεις τίποτε να διασώσεις
τώρα που ένα ένα χάσανε το νόημά τους
και τόσοι φίλοι, που δεν τους λογάριαζες ως τώρα,
σε περιμένουνε στους δρόμους, τόσοι σύντροφοι,
σ’ έχουν ανάγκη, και τους έχεις, σε καλούν.

ΤΩΡΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΤΑΠΕΙΝΟΣ

Τώρα να γίνεις ταπεινός, ν’ αφήσεις
τη μάταιη σοφία των βιβλίων και στης πράξης
το μεγάλο σχολείο να μαθητέψεις.
Εκεί να δεις
πόσο λίγο μετρούν, πόσο φτωχά φαντάζουν
όλα τα χρόνια που έχασες γνώσεις μαζεύοντας,
όλα σου τα χαρτιά μαζί πως δεν βαραίνουν
στη δίκαιη πλάστιγγα που όλους τελικά θα μας μετρήσει
–όχι την υπερβατική εκείνη αλλά την άλλη,
την πιο ταπεινή, που καθημερινά, ωστόσο, μας ελέγχει–
όσο μια μόνο απλή χειρονομία ζεστής
αλληλεγγύης προς τ’ αδέλφια σου, μια ανώνυμη,
ανάμεσα σε χιλιάδες παρόμοιες ολόγυρά σου,
πράξη θυσίας.

ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΧΑΡΕΣ

Στον Τόλη Καζαντζή

Άρρωστα χρόνια
λύκοι φυλάν τα πρόβατα
κι όσο θυμάμαι
μέσα στη λάσπη πάντα κολυμπούσες
και πού να βγάλεις φωνή, δε βγαίνει
με το στόμα γεμάτο από σκατά
κι αν βγει

κανείς δε θα σ’ ακούσει.

Αχ, πού μας οδηγούν
ποιοι και προς τα πού τα νήματα κινούνε,
βρώμικο, χοντρό παιχνίδι, στο καταγώγιο του αιώνα,

τα μάτια μου προσπαθώ να καθαρίσω, να δω –
τίποτα:

Στη Νέα Υόρκη, στη Μόσχα, στο Πεκίνο,
λύκοι φυλάν τα πρόβατα παντού.

Από τις σχάρες γαντζωμένος του υπόνομου
εδώ είμαι, αδέρφια μου, κι απόκριση ζητώ.

ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΛΑΜΠΕΙ

Ωραία που λάμπει σήμερα ο ήλιος.
Σημαίες κυματίζουν στα μπαλκόνια,
ακούγονται εμβατήρια, κι ο κόσμος
ξεχύθηκε έξω πάλι, εαρινός.
Το βράδυ
μετά από την παρέλαση, τους λόγους,
στη φωταγωγημένη πόλη μας θα μας δεχτούν
(τι εκλεκτά φαγιά, τι μουσικές, τι λάμψη!)
χαμογελώντας, μ’ όλα τους τα επιτελεία, οι Αρχηγοί,
κι ως το πρωί στους δρόμους θα κρατεί ο χορός.

Όμως εγώ
που ξόδεψα τα χρόνια μου, νύχτες ατέλειωτες,
ολόμονος να μελετώ πίσω από την επίσημη
των λόγων εκδοχή τι αναδεύεται κάθε φορά,
ν’ αποκρυπτογραφώ χαμόγελα και στάσεις,
εγώ
που ήδη τους βλέπω να τρέχουνε στα ενδότερα
και τα χέρια, χαιρέκακα, να τρίβουν,
τα κέρδη λογαριάζοντας με τους σοφούς τους υπολογιστές
σε χάρτες σκυμμένοι, σε διαγράμματα και σε καμπύλες
αλάνθαστες, και να τσουγκρίζουν τα ποτήρια–

εγώ σας εξορκίζω, φίλοι μου, τη νύχτα
αυτή μη γελαστεί κανείς και ξεκινήσει
κανείς πια να μην πάει στη γιορτή παρά
να μαζευτούμε όλοι μαζί, σαν ένας άνθρωπος,
να δούμε τι μπορεί να γίνει με τους Αρχηγούς,
μ’ όλους, χωρίς εξαίρεση, τους Αρχηγούς,
γιατί ακονίζουν κιόλας τα μαχαίρια, αδέλφια μου,
και νευρικά τα ρολόγια τους κοιτάζουν,
–λάμπουν παράξενα τα μάτια τους, σημαδιακά–
γιατί, άλλη μια φορά, μας ετοιμάζουν για σφαγείο.

ΔΥΟ ΕΡΗΜΑ ΙΧΝΗ

Θα μείνουν τάχα
στα μαύρα ετούτα βράχια που κληροδοτούμε
στα παιδιά μας, σαύρες γεμάτα
κι έχιδνες μοχθηρές,
θα μείνουν
δυο έστω ματωμένα ίχνη
έρημα
να μαρτυράνε ταπεινά στον αιώνα
το πέρασμά μας;

.

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1987)

Ένοχος όλων των δακρύων
ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Νύχτα ήταν, περασμένες δύο, χειμωνιάτικη,
έξω χιονιάς λυσσομανούσε κι έκανε φριχτά
να τρίζουν τα παραθυρόφυλλα, σαρώνοντας
των δέντρων τα γυμνά κλαδιά, όταν χτύπησε
το κουδούνι της πόρτας.
Ποιος να ’ναι τέτοιαν
ώρα, σκέφτηκα, και με τέτοιο διαβολόκαιρο,
και την καρδιά μου να φτεροκοπάει σαν τρομαγμένο
πουλί, νιώθοντας μέσα μου, προς την εξώθυρα
κίνησα αφήνοντας στη μέση τα χαρτιά μου.

Στ’ άνοιγμά της,
κατάκοπος από μακριάν οδοιπορία, ως φαίνεται,
με τους ώμους σκυφτούς, κάτασπρος απ’ το χιόνι,
το βαλιτσάκι του κρατώντας στο ζερβί του χέρι,
είδα να στέκεται ο Γιατρός και πριν προλάβω
λέξη ν’ αρθρώσω την είσοδο να δρασκελάει
και βαρύς να σωριάζεται στην πρώτη πολυθρόνα
καρφώνοντας το βλέμμα του μ’ επιμονή
πότε στα μάτια μου και πότε στο ρολόι του
σαν να ’λεε: άργησα.

Κύριε Καθηγητά,
δώστε μου ακόμα μια παράταση, τραύλισα τότε,
από πόνον οξύ μορφάζοντας στα σωθικά μου,
δώστε μου ακόμα μιάν ελάχιστη παράταση.

Το ξέρω,
είναι ένα ζώο κακό, μ’ έχει ρημάξει
με τα γαμψά του νύχια, μου ήπιε το αίμα,
ρούφηξε το μεδούλι από τα κόκαλά μου
μεθοδικά, μ’ έχει γεράσει πρόωρα.

Τις νύχτες,
ωστόσο, με την απαλή του γούνα μου σκεπάζει
συχνά τις πληγές και με ζεσταίνει, είπα,
κι όπως αυτός συνέχιζε να με κοιτάει στα μάτια
μειδιώντας τώρα αινιγματικά κι ένιωσα ξάφνου
τα μέλη μου να παραλύουν και κρύος ιδρώτας
να περιρρέει το σώμα μου, θα μπορούσα, ικέτεψα,
να γίνω σκλάβος σας στο υπόλοιπο του βίου μου,
να γράφω ωδές νυχθημερόν για τη δόξα και το μεγαλείο σας,
να βράζω ταπεινά και να ετοιμάζω τα νυστέρια σας,
μόνο μη μου το βγάλετε το ζώο αυτό απ’ το στήθος—
δεν έχω, Κύριε, υπάρχοντα, δεν έχω φίλους,
δεν έχω τίποτα δικό μου σ’ αυτό το παγωμένο
άστρο.
’Αν είναι ανάγκη να επέμβετε οπωσδήποτε,
τα χέρια θα δεχόμουν να μου κόψετε η τα πόδια
κι αν αυτό δεν αρκεί, με τις σοφές ενέσεις σας,
δώστε μου τότε ένα γαλήνιο τέλος.

’Έτσι είπα
και στα μάτια τον κοίταξα εκλιπαρώντας,
όλος λαχτάρα, μιάν απάντησή του.

‘Όμως εκείνος
αμίλητος σηκώθηκε τότε και πήγε
προς την κουζίνα και τον είδα να βγάζει
από το βαλιτσάκι του και να φοράει
με τελετουργικές κινήσεις τη λευκή του μπλούζα,
απρόσιτος και ανεξιχνίαστος, τρομερός,
με το γιγάντιο τώρα σώμα του γεμίζοντας όλο το χώρο,
και να ετοιμάζει τα νυστέρια του χαμογελώντας.

ΑΓΑΠΗ

 

Όρμηξαν και τον ξέσκισαν στα δυο
η λέαινα η μεγάλη κι η λέαινα η μικρή
με νύχια κόκκινα, με δόντια αστραφτερά.

(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)

Τη σάρκα σπάραξαν και μόνο στην καρδιά
και στο μυαλό σαν έφτασαν χυμήξανε
η μια στην άλλη μήπως κι αστοχήσουν
στη δίκαιη μοιρασιά.

(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)

Τέλος ριχτήκαν λιμασμένες και του λιάνισαν
τα κόκαλα κι ηδονικά τα τραγανίσανε
ως το μεδούλι κι έγλειψαν το χυμένο αίμα
μην απομείνει τίποτε να τον θυμίζει πια.

(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)

ΒΡΟΧΟΥΛΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ

’Ήμασταν όλοι μαζεμένοι στο προαύλιο
’κείνο το πρωινό του Οχτώβρη και λιαζόμασταν
με κόπο σέρνοντας τα κάτισχνα μας πόδια
στο βρώμικο λιθόστρωτο, με τα κουρέλια
των ενδυμάτων μας που είχαν κολλήσει
στις ανοιχτές πληγές, όταν —ποιος το περίμενε;—
τρυφερά συννεφάκια ξεπρόβαλαν στον ουρανό
και τρέχανε και παίζανε και έσταξαν
μια κι υστέρα δυο και τρεις σταγόνες
κι άρχισε μια βροχούλα σιγανή,
ουράνια δρόσος.
Τότε σηκώθηκε ένας απ’ το πλήθος
κι έκλαιγε και στηθοκοπιόταν κι έλεγε
κι όλοι μαζί έπαναλαβαίναμε τα λόγια του:

Βροχή, βροχούλα ιαματική των ουρανών
πλύνε μας τις πληγές, καθάρισέ μας
μαλάκωσε το σώμα μας και την ψυχή μας
γιάτρεψε το μυαλό μας
μην αποστρέφεις πιά το πρόσωπό σου απ’ τους φτωχούς σου.

Τέλος του Οχτώβρη, παραμονές Χειμώνα, μη μας λησμονείς
τέλος του Οχτώβρη, παραμονές Χειμώνα, ελέησέ μας
μάθε μας την ’Αγάπη.

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ

Βρήκα χτες βράδυ το Χριστό,
ρακένδυτο, σε μια γωνιά να ζητιανεύει.

Ήταν ισχνός και κάτωχρος, μες στο δριμύ
ψύχος του φετινού χειμώνα, αξύριστος,
τα δόντια του χτυπούσαν, βήχας φριχτός
του ξέσκιζεν αλύπητα το στήθος.

Καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι κι έβγαλα
κονιάκ από το πανωφόρι μου και του έδωσα.

Μάλωσα με το γέρο μου, αδελφέ μου,
τα βρόντηξα όλα κι όπως όπως τώρα
στου λιμανιού τα στέκια αυτά τη βγάζω,
μου είπε και μου ζήτησε τσιγάρο.

ΚΕΝΤΗΜΑ

Καθώς χαράζουνε το δέντρο της μαστίχας
με ξυραφάκι ή με μαχαίρι κοφτερό
και κέντημα το λεν
κι εκείνο βγάζει δάκρυ που ευωδάει
και το μαζεύουν κόμπο κόμπο–
όμοια
με ξυραφάκι και μαχαίρι κοφτερό
χαράχτηκε απ’ τα χρόνια η ζωή μου
κι απ’ του κορμιού μου τις ρωγμές ανάβλυσαν
σταλιά σταλιά οι λιγοστοί μου στίχοι.

ΧΕΡΙΑ

Χέρια του έρωτα ανυπόμονα, όλα
να τα γνωρίσουνε, για ν’ απομείνουνε και πάλι άδεια

χέρια που υψώνονται γροθιές σε διαδήλωση, ενωμένα
και φεύγει νικημένη η μοναξιά

χέρια που με τα νύχια χάραξαν στους υγρούς τοίχους
των φυλακών ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ και τώρα
εγγράφουν κέρδη και ζημίες σε λογιστικά βιβλία

χέρια των νηπίων σπαραχτικά γιατί όταν
μεγαλώσουν θα γίνουν χέρια συναλλαγής
και χέρια
άπρακτα των ανθρώπων όταν αμίλητοι
κάνουνε το σταυρό τους ή βγάζουν το καπέλο τους
μπροστά στο μυστηριακό και το αναπότρεπτο.

ΛΟΥΚΑΣ ΒΕΝΕΤΟΥΛΙΑΣ

Κύριε, ανάπαψε τον με τους δίκαιους.
Το κόκκινο
που τόσο αγάπησε, κι από τα χέρια του
παρήγορα έλαμψε ευγενέστερο των ρόδων,
δεν ήταν μόνο της ιδέας που τον αξίωσε
αδελφικά να σμίξει με συντρόφους, φεύγοντας
–όσο αποφεύγεται με τέτοια, όσο ξορκίζεται–
την κοινή μοίρα.
Το κόκκινο, που τόσο αγάπησε,
ήταν η αθώα καρδιά του που αγρυπνούσε
τις νύχτες που η αγαπημένη του Θεσσαλονίκη
γλυκοκοιμόταν, και μυστικά, δίχως παράπονο,
μάτωνε για τ’ ανθρώπινα.
Κύριε, αν υπάρχεις,
κι ένα ολιγόπιστο μπορείς ν’ ακούς, κατάταξέ τον
–ότι πολύ μαρτύρησε η ψυχή του για την ομορφιά
και στον τροχό οσιώθηκε το φτωχό σώμα–
κατάταξέ τον με τους δίκαιους κι ανάπαψέ τον.

Μ/Σ ΝΙΚΟΛΑ ΒΑΠΤΣΑΡΩΦ

Πρωί στο πολυθόρυβο λιμάνι πάλι βρέθηκα
ανάμεσα σε τσιμινιέρες που καπνίζαν,
σε γερανούς και σε καμιόνια φορτωμένα.

Στο χέρι χαρτοφύλακα κρατώ γεμάτον
μ’ έγγραφα τελωνειακά.
Ιούλιος μήνας
και ο ήλιος ανάλγητος στην άσφαλτο που λιώνει.

Περπατώντας βιαστικός, με το μαντίλι μουσκεμένο
στο λαιμό, ξάφνου διακρίνω ανάμεσα
στο δάσος των καταρτιών και των φουγάρων
σκαρί ολόλευκο, παράξενα υπερήφανο
και ωραίο. Στην πλώρη του με κόπο ξεδιαλύνω
συλλαβίζοντας συγκινημένος –τρέμουν
τα χείλη μου, υγραίνονται τα μάτια–
σε δύστροπη, κυριλλική γραφή, με κόκκινα γράμματα.
τ’ όνομά του: ΝΙΚΟΛΑ ΒΑΠΤΣΑΡΟΦ.
Όνομα
όχι ενός άγιου της χριστιανοσύνης, καθώς
συνηθίζεται, αλλά ενός όσιου κι ενός μάρτυρα
της Ποίησης και της Επανάστασης.
Συντριμμένος
παίρνω το μουσκεμένο μου μαντίλι και σφουγγίζω
τα δάκρυά μου· στοχάζομαι το παλικάρι.
Εκείνος
διάβηκε τον σύντομο έστω βίο του, φλεγόμενο άστρο
και κάηκε τέλος μες στην πίστη του, ωραίος.
Δεν ήτανε γραφτό του να επιζήσει και να δει
πώς εκποιούνται τα όνειρα, πώς αποφέρει
σε συμπαιγνίες στυγερές υπεραξία το αίμα
και να πεθαίνει λίγο λίγο σε φριχτή απιστία.

Η ΝΤΡΟΠΗ

Ξύπνησα το πρωί
και είδα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη.

Και μέτρησα ένα ένα τα φριχτά σημάδια.

Και την ντροπή της γέννησής μου συλλογίστηκα
καθώς με την ανάστροφη του δεξιού χεριού μου
εσκούπιζα ατελέσφορο, ανεπαρκές
ένα μου δάκρυ.

ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΗ

Εχτές το βράδυ μου τηλεφώνησε
ο πατέρας μου.
Στείλε μου μερικά
πενηνταράκια ούζο, μου είπε,
και καναδυό κούτες τσιγάρα
σέρτικα, να κάθουμαι τα βράδια
να σας συλλογιέμαι.
Και –να μην
το ξεχάσω– και πεντέξι δίσκους
φωνογράφου μ’ εκείνα τα παλιά, ξέρεις,
ποντιακά τραγούδια, τα λυπητερά.

Εδώ στα ξένα δύσκολα περνούν οι μέρες
και πού να βρεις τσιγάρα, ούζο και τραγούδια
της πατρίδας, στα μαγαζάκια τ’ ουρανού.

ΓΑΛΑΞΕΙΔΙ

Είδα στο Γαλαξείδι τα καράβια.
Μεγάλα
φορτηγά, που διασχίζαν κάποτε
πάμφωτα τους ωκεανούς τις νύχτες, αψηφώντας
τους σφοδρούς άνεμους και τα ερεβώδη κύματα

δεμένα τώρα το ένα δίπλα στ’ άλλο, με σκουριασμένες
τις αλυσίδες, σ’ ακινησία θανάτου.

Με τα επιβλητικά ονόματά τους, κάπου
ψηλά στην πλώρη, ξεθωριασμένα.
Με όλους
τους ναύτες, ξέμπαρκους από καιρό,
να περιφέρουν την απελπισία τους άνεργοι
στα καταγώγια και τα πορνεία του Πειραιά.

Παραιτημένα, υπάκουα πιά, δεμένα
το ένα δίπλα στ’ άλλο, με κάτι, ωστόσο,
απ’ την παλιάν ορμή στο φέρσιμό τους,
κάτι ανυπόταχτο στη στάση τους παρ’ όλες
τις ταπεινώσεις που έχουν υποστεί,
όλες τις συμπαιγνίες, τις φρικτές, της Τύχης.

Είδα στο Γαλαξείδι τα καράβια.
Κι άθελά μου
τα μεγαλόπνοα σχέδια της νεότητάς μου συλλογίστηκα
που τα χλευάζει ο μοχθηρός και δολοπλόκος Χρόνος.

ΠΑΡΑΠΟΝΟ

Γιατί ’σαι πάλι λυπημένος,
μου λέει ένα πρωί η μητέρα μου καθώς
στη σκοτεινή γωνιά μου μ’ ηύρε ασάλευτον
ως πάντα, καθισμένου στην αρχαία καρέκλα,
μ’ εκείνα τα παλιά μου ενδύματα που λιώσαν
επάνω μου και κρέμονται ξεφτίδια, μα εσύ κλαις,
αγόρι μου, μου κάνει, τα δάκρυά σου,
βλέπω, κυλούν και βρέχουνε τα μάγουλά σου, τι έχεις,
τι να ’χω, βρε μάνα μου, της λέω, δεν είναι
τίποτα, να έτσι, λιγάκι μόνο εσυλλογίστηκα
εκείνα τα μεγάλα μας φτερά, τα εξαίσια,
που ανένδοτα επιμένουν πάντοτε ν’ ανοίγουν,
μη διδασκόμενα ποτές απ’ τις αποτυχίες, υπερήφανα,
κι οι ώμοι μας οι αδύναμοι δεν τα κρατούν και πέφτουν
μες στην ντροπή την άθλια και την ταπείνωση—
και το παράπονο με πήρε.

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Πότε θα κουραστείς και θα με λησμονήσεις;
ρώτησα το φεγγάρι.
Δεν τιμωρήθηκα αρκετά;
Άλλος δεν είναι
που όμοια να σε προκάλεσε για ν’ αποσπάσει
την προσοχή και τα χτυπήματά σου;

Δεν θα σου ξαναρίξω πέτρες –σου τ’ ορκίζομαι
θα είμαι καλό παιδί
και θα κοιτάζω μόνο τα μαθήματά μου.

Εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους, είπε αργά
και βαθιά λυπημένο το φεγγάρι,
εσύ έχεις αίμα φεγγαρίσιο
εσένα πάντοτε θα σ’ αγαπώ.

ΣΤΗ ΜΕΣΗ TOY ΤΑΞΙΔΙΟΥ

Χωρίς πικρία, χωρίς ελπίδα, χωρίς φόβο
στη μέση του ταξιδιού,
τριάντα χρόνια σκίζοντας
τις σάρκες μου μ’ αλύπητα μαχαίρια να σ’ εξευμενίσω,
στραγγίζοντας με λύσσα και την τελευταία
σταγόνα του αίματός μου για να ξεδιψάσεις,

τριάντα χρόνια —αιώνες, κάθε μέρα
τη ζωή μου καταστρέφοντας για ν’ αξιωθώ
χαρούμενη επιτέλους να σε δω
Αρχόντισσά μου—

και να ’μαι τώρα:
χωρίς διόλου
πικρία, στη μέση του ταξιδιού,
χωρίς ελπίδα, χωρίς φόβο,
γαλήνιος καρτερώ το θάνατο αφημένος
στα χέρια σου.
Πες το γλυκό,
πλάνο τραγούδι σου, Κυρά μου,
καθώς ο ήλιος γέρνει πίσω απ’ τα βουνά
και η νύχτα φτάνει. Νανούρισέ με.

Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ

Στον Κλείτο Κύρου

Ένα πρωί θα ’ρθουν, δε θα ξεφύγεις
—και ποιος, άλλωστε, ξέφυγε ποτέ—
άγγελοι μ’ άσπρες μπλούζες, θα σε πάρουν
στα χειρουργεία τ’ ουρανού, θα σε ξαπλώσουν
σε λευκά σεντόνια τρεις μέρες και τρεις νύχτες να σου βγάλουν
το ανάπηρο πουλί που κατοικεί μες στην καρδιά σου,
μεθοδικά να σου λειάνουν τις γωνιές του εγκεφάλου
που σε ξεχώρισαν φρικτά μέσα στον κόσμο, να σ’ αποδώσουν
αρτιμελή και γιατρεμένο, χωρίς τα μαύρα
εκείνα στίγματα που σημαδεύουν το κορμί σου
να ενταχθείς κι εσύ επιτέλους και να ησυχάσεις
να ζήσεις το υπόλοιπο του βίου σου εν ειρήνη.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Όσο για μένα μην ανησυχείτε—
είμαι καλά, πολύ καλά.
Δεν έχω βέβαια,
τίποτα πιά δικό μου, τα ’χασα όλα
με του καιρού το πέρασμα ένα ένα
όμως βολεύτηκα
σε τούτο το ετοιμόρροπο ξενοδοχείο κι οι μέρες μου
κυλούν ειρηνικά κι ασπρίζω δίκαια.

Τα βράδια, για να περάσει η ώρα, παίζω
χαρτιά με τους ρουφιάνους και τα πουτανάκια,
κλέβουμε ο ένας τον άλλο, τσακωνόμαστε,
όμως στο τέλος όλα μέλι γάλα.
Κάποιος
θα φέρει κόκκινο, φτηνό κρασί, άλλος
μεζέδες, κι αφού τα κοπανήσουμε για τα καλά
θα διασκεδάζουμε μ’ αισχρά και βρωμερά
ανέκδοτα ώσπου να φέξει.

Άλλοτε πάλι,
κάποια, γλυκά απογεύματα του Σεπτεμβρίου, την ώρα
που ο ήλιος γέρνει πίσω απ’ τις οικοδομές κι ακούγεται
μέσα στο σούρουπο που κατεβαίνει ακροπατώντας μουσική
απόμακρη από φυσαρμόνικα, ο νους μας τρέχει
στα ευρύχωρα δωμάτια των παιδικών μας χρόνων
στα σπίτια που είδαμε για πρώτη
φορά το φως, πριν μας τ’ αρπάξουνε και πριν
μας τα γκρεμίσουνε και τότε
αγκαλιαζόμαστε όλοι και με φλογερά
δάκρυα που μουσκεύουνε τα φτωχικά
και παλιωμένα ρούχα μας κομμάτι
νιώθουμε να ζεσταίνονται τα κόκαλά μας
και το αίμα να κυλάει μια ιδέα πιο γρήγορα
στις παγωμένες φλέβες.
Λοιπόν,
ας είμαστε ολιγαρκείς:
κουτσά στραβά
δ καιρός περνάει και προσεγγίζουμε
επιπλέον και το τέρμα.
Ευλογημένο
ας είναι τ’ όνομά Του.
Να ’στε
πάντα χαρούμενοι και ν’ αγαπάτε.

.

ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΚΑΙ Η ΕΡΗΜΩΣΗ (1994)

Στην Ντίνα
ΤΟ ΧΙΟΝΙ (1987-1990)]
ΤΟ ΧΙΟΝΙ

Στον Κρίτωνα Ζωάκο

Χιονίζει πάλι σήμερα.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.
Θυμάμαι
ένα πρωί, σαν ήμασταν παιδιά –χαράματα ήταν
κι έτσι και τότε χιόνιζε– βγαίνω στον κήπο
και βρίσκω τ’ αδερφάκι μου.
Είχε ανοίξει
μια τρύπα μες στο χιόνι κι είχε μπει
μέσα κι έπαιζ’ εκεί με τ’ αρκουδάκι του.
Τι κάνεις
εδώ, του λέω, μονάχος, δεν κρυώνεις;

Δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι σας, άκουσα τη φωνή του
οδυνηρά αινιγματική, γεμάτη πείσμα
και μια κακία που δε θα λησμονήσω
–κι έλαμπαν στο μισόφωτο τα ωραία του μάτια–
για ν’ απομείνει εκεί στους άθλιους πάγους
για ν’ απομείνει εκεί ανεξήγητα
παρ’ όλες έκτοτε τις συνεχείς εκκλήσεις μου.

Τη μέρα εκείνη μίσησα το χιόνι
κι ορθός, σε στάση προσοχής, μπρος στ’ αδερφάκι μου
ορκίστηκα να το πολεμώ μέχρι θανάτου.
Αυτά ήτανε τα πρώτα μου μαθήματα
πολύ προτού μάθω την αλφαβήτα.
Αργότερα,
όσο ο καιρός περνούσε κι ένιωθα
να μου έχει δωρηθεί από τους θεούς
της ομιλίας η χάρη, είναι γνωστό το χιόνι
πως όχι μόνο το κατάγγειλα με χίλιους τρόπους
παρά πως του αφιέρωσα για να το στιγματίσω
τις πιο παράφορες, πιο ρωμαλέες στροφές της ποίησής μου.

Σήμερα ωστόσο,
μισό σχεδόν αιώνα απ’ το πρωί εκείνο
των πρώτων παιδικών μου χρόνων,
χιονίζει πάλι.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.

Πέφτει το χιόνι τώρα και σκεπάζει
με μια δική του απόρρητη δικαιοσύνη
τις πράξεις και τις παραλείψεις μας
τις χαρές και τις λύπες μας
τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις μικρότητές μας
τους έρωτες
τις φιλίες
τα λάθη μας και τις εξάρσεις.

Κατευνάζει την αλαζονεία∙
διδάσκει την ισότητα∙
χορηγεί την ειρήνη.

Χιόνι της Ευσπλαχνίας –όχι της Ορφάνιας.
Χιόνι της Συγκατάβασης –όχι της Τιμωρίας.

Χιόνι της μυστικής αγάπης πια.

Ο ΑΝΤΡΕΑΣ

Τα βράδια πίνω τον καφέ μου
στο καφενείο των τρελών.
Πιάνω ένα τραπεζάκι, στη γωνιά,
κι ένας ένας έρχονται οι φίλοι μου, καλά
παιδιά, αίφνης ο Αντρέας, ο καπετάνιος, με την ωραία,
κι ας έλιωσεν απάνω του, στολή, με τα χρυσά
σιρίτια του, με το κασκέτο
άψογα φορεμένο στο λευκό κεφάλι,
έχασα το συμβολισμό μου, καλέ μου
κύριε, μου λέει, και δεν είναι
ζωή πιά αυτή.

Τον άκουγα καπνίζοντας
απανωτά τσιγάρα και μιλήσαμε έτσι
πολλήν ώρα, ωσότου ενύχτωσε για τα καλά,
ο πόνος της ψυχής είναι φριχτός, κύριέ μου,
γι’ αυτό και κάθε Κυριακή πάω στο γήπεδο,
εγώ είμαι λάτρης, ξέρετε, του ποδοσφαίρου,
γιατί εκεί μαζεύονται πολλοί άνθρωποι μαζί
κι είναι μια ζεστασιά, όσο να πεις, και δεν κρυώνουμε
γιατί εγώ δεν έχω το συμβολισμό μου
κι αυτό που κάνετε τώρα, φίλτατέ μου,
για μένα τον φτωχό, τον τιποτένιο, που μ’ ακούτε
με τόση προσοχή, εγώ δεν πρόκειται ποτέ
να το ξεχάσω και να σας ευλογεί ο Χριστός—
και δάκρυα αυλάκωναν, θερμά, το γερασμένο
πρόσωπό του.
Ο Αντρέας ο καπετάνιος,
ο αδερφός μου, στο καφενείο των τρελών.

ARS POETICA

Όχι στη μαγεία των λέξεων
στη λάμψη και στα κουδουνίσματα που βγάζουν
όταν χτυπά η μια στην άλλη—
όχι στην αλχημεία της γλώσσας

όχι στο λαβύρινθο των πολλαπλών παραπομπών
στην αναιμική ποίηση των σοφών εργαστηρίων
που βγάζουν δεκαπέντε στίχους
και τρεις σελίδες σημειώσεις για να τους στηρίξουν

ναι στις υπέροχες
στρογγυλές
πολυδύναμες
τέλεια σμιλεμένες από τον καιρό
λέξεις της γλώσσας μας
καθώς κροκάλες μαύρες στο Εμπόριό
που βγήκαν λάβα φλογερή απ’ τα σπλάχνα
της γης μας και τις ελείανε το κύμα
χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια
όσο να ’ρθούν να λάμψουν από μέσα τους
και να δοξάσουν πάλι την τρομερή καταγωγή τους

όχι στη μεταφυσική με τη γραβάτα
στην ’Αγωνία της “Ύπαρξης με κεφαλαία
στα μεγάλα συνθετικά ποιήματα
που γράφονται στις διακοπές τα καλοκαίρια

όχι στις ιδέες κοινής χρήσεως
στη ρητορεία της αδελφοσύνης
στα γλυκερά αισθήματα
στα φουσκωμένα λόγια

όχι στον ανώδυνο λυρισμό

ναι στα αιχμηρά πράγματα
στην απαράμιλλη λάμψη της απόλυτης γύμνιας
στους αδάμαντες των δακρύων

ναι στο ζεστό
παντοδύναμο
κατακόκκινο αίμα.

ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ‘60

Ανάμεσα στο φαρμάκι της οχιάς
και του λύκου το δόντι
μες στην ομίχλη και το φόβο
μες στον πανικό
και υπό το βλέμμα πάντα των χαφιέδων
γνωρίσαμε τον κόσμο εμείς.

Για τούτο είναι τα λόγια μας φτωχά,
δίχως εξάρσεις, δίχως μουσική,
κι οι στίχοι μας αιμορραγούν συνήθως.

ΣΑΡΑΚΙ

Ζηλεύω τους χριστιανούς
ζηλεύω τους κομμουνιστές

έχουν τα ευαγγέλια, τους προφήτες τους
έχουν στρατιές αγίων και μαρτύρων
να δείχνουν σταθερά το δρόμο
να ορθοτομούν το λόγο της αλήθειας
να έρχονται αρωγοί και σύντροφοι
τη δύσκολη ώρα
όταν βυσσοδομούν οι αιρετικοί ή όταν
ορδές άπιστων εμφανίζονται αιφνιδίως
προ των πυλών και κινδυνεύει η Πόλη.

Δεν έμαθαν ποτέ τους τι σημαίνει
κατάρα του μυαλού

δεν ξέρουν τι θα πει σαράκι.

ΤΗΛΕΦΩΝΟ

Τηλέφωνο —άπιστο σκυλί
σε φροντίζω κάθε μέρα
σε ξεσκονίζω
να λάμπεις, να ’σαι ωραίο

στην πιο περίοπτη θέση
σε θρόνιασα του σαλονιού
στην πιο ακριβή κονσόλα

πληρώνω ανελλιπώς τα τέλη σου
βρέξει-χιονίσει
μη και σου λείψει τίποτα

κι εσύ εκεί
μαύρη κατάμαυρή μου σφίγγα
αχάριστη
υποκρίτρια
πεισματικά σωπαίνεις χρόνια τώρα.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Α, τα ποιήματα
που έπαψαν να σαλεύουν στην ψυχή
σ’ έκπαγλη νιότη

που γράφτηκαν
που τέλειωσαν
που κρυσταλλώθηκαν σε λέξεις

που κάποτε
–σπανίως–
αγγίζει την ακινησία τους μια αληθινή καρδιά.

Σαν τους ωραίους, απαρηγόρητους νεκρούς,
όταν, καμιά φορά, αναδύονται στον ύπνο μας
με λίγη γύρη αθανασίας στα χείλη.

ΕΡΗΜΩΣΗ (1989-1993)
ΚΑΘΙΖΗΣΗ

Στον Γιώργο Αράγη

Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.

Ήταν που ήταν πρόχειρα φτιαγμένος
απ’ την αρχή
ήταν που κλέψαν οι εργοδηγοί
και οι εργολάβοι
που βάλανε λειψό χαρμάνι
οι αχρείοι

ήρθε από πάνω και η βροχή
κι ανοίξανε τα ουράνια
και κάθισε
και βούλιαξε
και γέμισε ρωγμές βαθιές
ωσάν πληγές
κι ωσάν κραυγή διαμαρτυρίας προς τα άστρα.

Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.
Σαν τη ζωή μου.

ΜΕ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΟ ΠΡΙΟΝΙ

Έκανες καλά τη δουλειά σου.

Χωρίς βιασύνες κι επιπολαιότητες
και τις γελοίες αναστολές των αρχαρίων
αργά
μεθοδικά
με άψογο στυλ
μου πήρες ένα μεγάλο κομμάτι
απ’ την ψυχή μου.

Με σκουριασμένο πριόνι
με πετσόκοψες.

Βασιλιά Παντοκράτορα
Ύψιστε Νομοθέτη
έκανες καλά τη δουλειά σου.

Οι ΜΙΚΡΕΣ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ

Να μην ξαναγυρίσεις γρήγορα.
Κοίτα να πας σε άλλες γειτονιές
σε άλλα βουνά και σ’ άλλες θάλασσες—

θα βρεις κι εκεί αρτιμελή, ανίδεα σώματα
για να τα μακελέψεις
με το κατάμαυρο φτερό σου να μαυρίσεις
κι άλλες ψυχές—

κοίτα να λησμονήσεις λίγο τη Θεσσαλονίκη
κι αυτόν ο που σε κάρφωσε τόσες φορές
άφοβα μες στα μάτια
σαν άντρας άλλον άντρα
και δεν ελάκισε ποτές στη φριχτή θέα.

Να μην ξαναγυρίσεις γρήγορα.
Γιατί έχω μερικά ποιήματα
να φτιάξω ακόμα
να τροχίσω εδώ μια λέξη
να στιλβώσω εκεί μια φράση

—αυτές οι μικρές εκκρεμότητές μας που λατρεύεις
και για τη διαιώνισή τους άοκνα φροντίζεις—

να ψάλω και άλλους ύμνους, άλλα εγκώμια
όλα για σένα, ’Άρχοντά μου και Δεσπότη μου
όλα για τη δόξα, το μεγαλείο και τη δύναμή σου.

ΚΑΚΟΗΘΕΣ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑ

Προσηλωμένος πάντα
στους δρόμους όπου μ’ έταξε
η θέλησή Σου,
κοιτώντας χαμηλά
μην τύχει και πατήσω
από τα ταπεινά Σου πλάσματα ούτε ένα,
γυμνόν, ανυπεράσπιστο κοχλία,
μυρμήγκι, σκουληκάκι, κάμπια,
πάντα με αγαθές προθέσεις, με καλό ήθος-
γιατί με κακοήθεια μ’ ανταμείβεις;

ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ

’Ας γράφουν άλλοι για το έργο σου, ας πουν
για την Κυρα-Λισάβετ, την Παρέλαση,
το Τελευταίο σου καταφύγιο, τον Σκαρίμπα.
Αρμοδιότεροι υπάρχουν, να το κάνουν.

Σ’ έμενα πέφτει ο κλήρος να θυμίσω
την άλλη σου διάσταση, τη θρυλική,
δόξα και καύχημα των μακεδονικών γηπέδων.

Πρωταθλητή των πόνων, σέντερ φορ
οι μαγικές σου ντρίπλες δε θα ξεχαστούν
το ψυχωμένο παίξιμό σου και τα γκολ
ενάντια στην ομάδα του Θανάτου.

Ήσουνα πάντα το ίνδαλμά μου.
Εσύ
στην πρώτη ομάδα, χαρισματικός,
κι εγώ αναπληρωματικός, να περιμένω.

Στις προπονήσεις προσπαθούσα να σε μιμηθώ
κι από τον πάγκο σε καμάρωνα τις Κυριακές
και ζητωκραύγαζα σε κάθε ενέργειά σου.

Τώρα, που ήρθε η ώρα μου να καθιερωθώ
—δυόμισι χρόνια παίζω ανελλιπώς
στην πρώτη ομάδα—
ορκίζομαι σε στάση προσοχής
τη θέση σου να μην ντροπιάσω, παλικάρι.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΤΩΧΟ ΣΙΟΡΑΝ

«Ο σταυρός είναι το αποκρουστικότερο
σχήμα που υπάρχει στον κόσμο.»
Στον Κυρ-Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη

’Α, που να ξεραθεί το χέρι του, αναφώνησα
ο που ετόλμησε να γράψει βλαστήμια τόσο βδελυρή
—και τι σαν το ’πε ο Γκαίτε,
δεν ήταν ανθρωπάκι σαν κι εμάς κι αυτός,
δεν έσφαλλε ποτές του;—
να βρίσει το Σταυρό Σου, Χριστέ μου, και τον δικό μου πιά
τώρα που αφήνομαι σιγά σιγά στα χέρια Σου
τα αιματωμένα, να μου καλύψουνε τη γύμνια
του σώματος και της ψυχής—
και ευθύς,
είσαι μαλάκας, χάραξα οργισμένος
στο περιθώριο της σελίδας.

Αργότερα,
όταν τον διάβασα ολόκληρον,
συχώρα τον, Χριστέ μου, Ικέτεψα
—κι έκλαιγα μ’ αναφιλητά—,
ετούτος είναι μες στην άρνησή του
πιο κι από μένα τον φτωχό για σένα διψασμένος,
συχώρεσε το γειτονάκι μου
τη φλογερή ψυχή
που ξενιτεύτηκε στα εικοσιεφτά του στη Γαλλία
που έχασε και γλώσσα και πατρίδα,
και στείλε την ουράνια δρόσο Σου και σύντρεξε τον
έτσι καθώς έμενα, τον πολύ πιο ταπεινό,
ευδόκησε η πονεμένη Σου καρδιά να με συντρέξει.

ΕΡΗΜΩΣΗ

Είμαι ένας φτωχός και έρημος άνθρωπος πιά
όμως με κρατάει ορθό η αγάπη του Θεού.

Το σώμα μου το κόψαν και το ράψαν
το φαρμακώσανε πολλές φορές
το έκαψαν
το τρύπησαν με μεγάλες βελόνες.

Άγγελος του Θανάτου με κεραύνωσε
σύντριψε την αλαζονεία μου
πήρε κομμάτια από σώμα και ψυχή.

Κύριε, εσύ που δέχτηκες
φτωχούς, τυφλούς και ανάπηρους
στον οίκο Σου
δέξου κι εμένα τώρα που το αξίζω.

ΑΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ,
ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ, ΚΥΡΙΕ

Αν πρέπει να τελειώνει, να τελειώνει, Κύριε—
δεν διαφωνώ επί της ουσίας πιά
δεν διαμαρτύρομαι.
Όμως αλλού
υπέροχα, με μιαν ανακοπή, συνοπτικός
—πού τέτοια τύχη για μας τους παρακατιανούς,
για τη φτωχολογιά Σου— κι αλλού
να τον αφήνεις να εκτραχηλίζεται
να αμαυρώνει τη φήμη Σου στους αιώνες
εξαντλώντας όλες τις διαδικασίες
περιφέροντας την απόφαση από γραφείο σε γραφείο
μη και λείψει καμιά υπογραφή οιμωγής
καμιά σφραγίδα πόνου—
ο Λιγδιάρης;

ΤΟ ΓΟΡΓΟΝ ΚΑΙ ΧΑΡΙΝ ΕΧΕΙ

«Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis nick
vidi in ampulla pendere, et cum illi pueri dicerent:
Σίβυλλα τι θέλεις; respondebat ilia: άποθανειν θέλω »

Μωρέ όχι μόνο αποθανείν
όχι μόνο θέλω
αλλά και πάραυτα
και εκλιπαρώ αποθανείν,
και όχι γιατί γέρασα τάχα
και χαλεπόν το γήρας και άλλα τέτοια
—σωστά, σωστότατα βεβαίως, που φθέγγονται
όσοι τα ζήσανε εντούτοις τα χρονάκια τους—
άλλα γιατί
το σώμα είναι φτωχό και δεν αντέχει
έλιωσε πιά
και η ψυχή —α, η ψυχή— κι αυτή ανθρώπινη είναι
και κάποτε λυγίζει
κι έχει, με τα λιανά χεράκια της
υψώσει ήδη
λευκή σημαία.

ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Αυτά, στο προηγούμενο ποίημα.
Ευθύς αμέσως όμως, συντριμμένος,
ήμαρτον Χριστέ μου, απολογούμαι,
εσύ μονάχα ξέρεις για τα βάσανα
του κόσμου και για τις συμφορές που πέφτουν
στο κεφάλι μας.
Εσύ μόνο κατέχεις το χρυσό
κλειδί, που ξεκλειδώνει ένα ένα όλα τα μυστήρια
όπου παραπατάει ζαλισμένο το φτωχό μυαλό μας.

Φώτισέ με.
Δωσ’ μου τη δύναμη ν’ αντέχω,
να τα δέχομαι όλα.

Αγόγγυστα·
γαλήνια·
εν ειρήνη.

.

ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΕΖΑ (2001)

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Δυο ελάχιστοι χώροι, σχεδόν κελιά, ήταν όλο κι όλο το σπίτι. Διάδρομο δεν είχε: ή εξώπορτα άνοιγε κατευθείαν στο μοναδικό δωμάτιο, όπου δεξιά, σου, μια άλλη μικρότερη οδηγούσε στην κουζίνα. ’Αντικριστά της εισόδου, κατά
μήκος του τοίχου, υπήρχε ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι και, αριστερά, εάν παλιό, μικρό ανάκλιντρο. Την όλη επίπλωση συμπλήρωνε μια αρχαία καρέκλα, βοηθώντας, μαζί με τ’ άλλα δυο έπιπλα που ανάφερα, στο να γεμίζει ό περισσότερος χώρος του δωματίου. Πάνω από το ανάκλιντρο, ένα μικρό, τετράγωνο άνοιγμα στον τοίχο, χρησίμευε για παράθυρο. Από κει εισχωρούσε ένα σκοτεινό φως τα καλοκαίρια κι ακόμα σκοτεινότερο το χειμώνα, γιατί ήταν βορινό και δεν το ’βρίσκε ήλιος. Μόνο τ’ απογεύματα, απ’ την εξώθυρα, που την αφήναν ανοιχτή στις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, έμπαινε λίγο φως ήλιου, φτάνοντας ως τη μέση, επειδή το σπίτι ήταν χαμηλό, και για λίγην ώρα, το σιδερένιο κρεβάτι. Τον περισσότερο χρόνο όμως η πόρτα έμενε κλειστή κι έτσι το δωμάτιο φωτιζόταν μόνο απ’ το μελαχρινό φως που εισέδυε απ’ το βορινό παράθυρο.
Στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος, κατάκοιτος, ένας άνθρωπος περίπου πενήντα χρονών, μάλλον ψηλός, αποστεωμένος τελείως, γεμάτος πληγές. ’Έμενε μονίμους σχεδόν ανάσκελα, με τα χέρια και τα πόδια τεντωμένα πάνω στα σεντόνια, μακριά, κοκαλιάρικα, δίχως σάρκα. Το δέρμα είχε κολλήσει πάνω στα οστά, που ξεχώριζαν καθαρά, και οι πλευρές μετριούνταν όπως στα σφαγμένα ζώα. Όλο το σώμα του πρόβαλλε κατάσπαρτο από τρύπες, το πρόσωπο, ο λαιμός, το στήθος, τα χέρια, μέχρι κάτω στα δάχτυλα των ποδιών, απ’ όπου, κάθε λίγο, έβγαινε πύο και αίμα και κυλούσε πάνω σε απλωμένα, πάνω από τα λερωμένα, άπλυτα από καιρό σεντόνια, χαρτιά κι εφημερίδες.
Ο άνθρωπος ήταν αναγκασμένος να μένει συνεχώς σχεδόν ακίνητος, γιατί και η παραμικρότερη κίνηση προκαλούσε τρομερούς πόνους στις πληγές. Κάθε μέρα, έστρεφε για λίγα λεπτά μόνο στο ένα πλευρό για να ξεμουδιάσει και μετά γυρνούσε πάλι στην ίδια θέση. Ωστόσο, παρ’ όλη τη συνεχή αυτή ακινησία, δεν κατόρθωνε ν’ απαλλαγεί απ’ τους πόνους. Έπασχε από μιάν άγνωστη αρρώστια, που τον βρήκε πολλά χρόνια πριν, όταν ακόμα ήταν παιδί. Εκεί που δεν είχε τίποτα, άρχισε ξαφνικά ν’ αδυνατίζει χωρίς λόγο, ενώ συγχρόνως φάνηκαν κάτι σπυριά στην αρχή που, με τον καιρό, μεγάλωσαν κι έγιναν πληγές που δεν έκλειναν. Έκτοτε δοκίμασε όλα τα γνωστά φάρμακα δίχως αποτέλεσμα και οι γιατροί, που επανειλημμένα τον εξέτασαν, στάθηκε αδύνατο να διαγνώσουν από τι έπασχε.
Ο άνθρωπος στην αρχή έλπιζε, ήταν και η ηλικία που μπορεί να ελπίζει κανείς, σιγά σιγά όμως άρχισε να το καταλαβαίνει, να συνηθίζει στην ιδέα της αρρώστιας, στο τέλος το πήρε απόφαση πως δεν επρόκειτο να γιατρευτεί. Σ’
αυτό το κρεβάτι έμενε ξαπλωμένος από τότε, σαράντα χρόνια, στην ίδια τον περισσότερό καιρό στάση, βλέποντας το ταβάνι. Κάθε τόσο τιναζόταν από φρικτούς πόνους ουρλιάζοντας και νέο αίμα έτρεχε τότε απ’ τις πληγές. Οι γείτονες είχαν συνηθίσει πιά τις φωνές, δεν διαμαρτύρονταν κι όταν ακόμα ξύπναγαν τρομαγμένοι τη νύχτα: είχαν μπει, κατά κάποιον τρόπο, στη ζωή τους οι φωνές αυτές. Ωστόσο, είχε στιγμές που ηρεμούσε μίση, μία, ακόμα και δύο ώρες, και τότε ήταν σχεδόν ευτυχισμένος, αγαπούσε τα πάντα εκείνη την ούρα: το λερωμένο κρεβάτι, τα παλιά έπιπλα, τη σκόνη, και προπαντός το λίγο, το μετρημένο φως του ήλιου, που έμπαινε απ’ την ανοιχτή πόρτα τα καλοκαίρια. Δεν τον άγγιζε το φως, δεν έφτανε. Κρεμούσε όμως το ένα χέρι κάτω, από τη μια πλευρά του κρεβατιού, και το έψαυε. Είχε μια περίεργη αίσθηση για το φως, αίσθηση που ασφαλώς στερούνται οι υγιείς: όταν άγγιζε τον ήλιο αισθανόταν ν’ αγγίζει κάτι ζωντανό, το ’πιάνε και το χάιδευε όπως χαϊδεύουμε αγαπημένο ζώο.
Τον άρρωστο τον υπηρετούσε μια γριά, ψηλή, ξερακιανή, με πρόσωπο τετράγωνο και σκληρά χαρακτηριστικά. Ήταν η μητέρα του. Η ομιλία της βαριά, σχεδόν αντρική, σταθερή, δίχως το παραμικρό σπάσιμο στη φωνή. Το
πρόσωπό της γεμάτο βαθιά αυλάκια, που κατέβαιναν κάθετα από τα ρουφηγμένα μήλα στο τετράγωνο πηγούνι, είχε κάτι σκληρό κι αποφασιστικό στην έκφραση. Μιλούσε σπάνια, μόνο για τ’ απαραίτητα, παραστέκοντας τον κατάκοιτο ανόρεχτα, με κινήσεις μηχανικές. Κινούνταν με δυσκολία στον λίγο χώρο ανάμεσα στο κρεβάτι, την καρέκλα και το ανάκλιντρο (που το χρησιμοποιούσε για ύπνο το βράδυ), φρόντιζε τον άρρωστο, καθάριζε τις πληγές, άλλαζε τις λερωμένες εφημερίδες με νέες, του έδινε το φαΐ μέσα στο στόμα, τον βοηθούσε να εκτελεί επί τόπου τις φυσικές του ανάγκες. Αυτό γινόταν όλη την ημέρα από τότε που εκείνος αρρώστησε: μαγείρευε το πρωί στην κουζίνα κι ύστερα, ως το βράδυ, και τις περισσότερες ώρες τη νύχτα,
ως τα χαράματα, ξαγρυπνούσε κοντά του. Ποτέ δεν επαναστατούσε μ’ αυτή την κατάσταση πιά: όπως και ο γιός της, το είχε πάρει κι αυτή απόφαση. Αυτό είναι, σκεφτόταν συχνά, και πρέπει να το κάνεις. Ο Θεός σ ’ έκανε για
ν’ αλλάζεις πληγές. Της ήταν αδιάφορο εντελώς ότι ζούσε, φρόντιζε τον κατάκοιτο μηχανικά, σαν κάτι που πρέπει να γίνει, που δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Αισθήματα δεν είχανε μείνει σ’ αυτή την ύπαρξη, μιλούσε με μετρημένες, άχρωμες, κοφτές κουβέντες, δίχως την παραμικρή σύσπαση στο πρόσωπο, σαν η φωνή να μην έβγαινε απ’ το στόμα αλλ’ από βαθιά, μεσ’ απ’ τα σπλάχνα. 
Ο άνθρωπος, στην κατάσταση που βρισκόταν, δεν μπορούσε ποτέ σχεδόν να σκεφτεί, δεν του έμενε καιρός να συνειδητοποιήσει τη μοίρα του: ζούσε όπως ένα τραυματισμένο μυρμήγκι που το πάτησαν αλλά δεν το σκότωσαν η όπως τα άρρωστα, γέρικα άλογα, που πρέπει ακόμα να δουλεύουν. Ωστόσο, σ’ εκείνες τις σπάνιες στιγμές που ηρεμούσε, έφτανε στο σημείο ν’ αποδέχεται, μ’ ευγνωμοσύνη σχεδόν, πως η ζωή ωραία είναι.

.

ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Ήταν πρωί όταν κατέβηκε τη σκάλα του ξενοδοχείου και πήρε πάλι τους δρόμους. Το σπίτι το θυμόταν, βέβαια όχι μ’ όλες του τις λεπτομέρειες, αλλά μπορούμε να πούμε πως συγκροτούσε ακόμα στη μνήμη του τα κύρια χαρακτηριστικά του. Ήταν μία μεγάλη, διώροφη μονοκατοικία παλιού ρυθμού, με μεγάλα παράθυρα στον ήλιο, κήπο με οπωροφόρα, σε κάποια ήσυχη γειτονιά, μακριά απ’ το πολυθόρυβο κέντρο της πόλης. Θυμότανε το δρόμο και τον αριθμό του σπιτιού, κι ακόμα, όλους τους κοντινούς μ’ αυτόν δρόμους, αλλά απ’ τον πολύ καιρό που είχε να περάσει απ’ τα μέρη εκείνα, αμφέβαλλε αν θα το ’βρίσκε τελικά, γι’ αυτό και πήρε για κάθε ενδεχόμενο, κι αυτή τη φορά, κι έναν οδηγό πόλεως.
Συντελούσε η θαυμάσια, καλοκαιρινή μέρα, ο αέρας που ανέβαινε απ’ τη θάλασσα κι εισχωρούσε δροσερός στα πνεμόνια, και δεν το κατάλαβε πως είχε γίνει κιόλας μεσημέρι όταν έφτασε σε μια μικρή πλατεία και γύρευε να ’βρει την πινακίδα με τ’ όνομά της παίρνοντας με τη σειρά τα σπίτια; Δεν ήξερε. Γευμάτισε πρόχειρα σ’ ένα λαϊκό μαγειρείο, στο πόδι σχεδόν, για να συνεχίσει την αναζήτηση, φοβούμενος μην τον πάρει η νύχτα και δεν προλάβει.
Η πλατεία όπου είχε φτάσει ήταν τόπος αφετηρίας πολλών δρόμων, ο ένας απ’ τους οποίους διακλαδιζόταν σ’ άλλους μικρότερους όπου, σ’ έναν απ’ αυτούς, έπρεπε να υπήρχε το σπίτι. Μόλις έστριψε στη γωνία, αμέσως πέρασε σαν σε οθόνη κινηματογράφου, αστραπιαία, από τη μνήμη του, όλη η γειτονιά, ο δρόμος όπου βρισκόταν το κτίριο, τα γειτονικά οικήματα, μερικά μαγαζιά, ένας γέρος που σε μιαν άκρη επαιτούσε, παίζοντας μ’ εν’ αρχαίο ακορντεόν τραγούδια της εποχής. Χαμογελούσε καθώς βάδιζε: ήταν φανερό πως αυτή τη φορά είχε πετύχει: το σπίτι, το δίχως άλλο, θα ’ταν εκεί. Έβαλε τον οδηγό στην τσέπη του αφού δεν του χρειαζόταν πιά και περπατούσε, έτρεχε σχεδόν, σκοντάφτοντας κάθε τόσο πάνω στους έκπληκτους διαβάτες, που γυρνούσαν και τον κοίταζαν άλλοι απορώντας κι άλλοι βρίζοντας χαμηλόφωνα, μέσα στα δόντια τους.
Είχε αρκετή ακόμα απόσταση να διανύσει αλλά, καθώς επαλήθευαν μια μια οι παλιές αναμνήσεις όσο προχωρούσε, δεν σκεφτόταν τίποτ’ άλλο από το σπίτι: ούτε την κούραση που αισθανόταν στα πόδια ύστερα από τόσων ωρών συνεχές βάδισμα, ούτε τον ήλο που άρχιζε να χαμηλώνει, να κρύβεται πίσω απ’ τις οικοδομές, αφού δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος να μην προλάβει να φτάσει πριν πέσει η νύχτα: ήταν ζήτημα δέκα λεπτών δρόμου ακόμα.
Βρισκόταν τώρα σε μια μεγάλη πάροδο απ’ όπου, προχωρώντας και περνώντας άλλες τρεις παρόμοιες, θα συναντούσε μια άλλη στενότερη, όπου, μπαίνοντας, θ’ αντίκριζε να φράζει την πάροδο η σιδερένια πόρτα του κήπου του παλιού δίπατου σπιτιού. Προχώρησε, πράγματι, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πέρασε τις τρεις παρόδους και πλησίαζε στη γωνιά της τέταρτης. Εκεί, έπρεπε να ήταν ένα περίπτερο και, πλάι, ο γέρος με το ακορντεόν, που τώρα δεν θα ζούσε βέβαια. Πραγματικά, ήταν εκεί το περίπτερο και, στην άλλη γωνιά, κάτι γνώριμα μαγαζιά. ’Έσπευσε ακόμα λίγο λαχανιασμένος, πήρε τη στροφή. Μπροστά του απλωνόταν ένας ολόισιος, ασφαλτοστρωμένος δρόμος, που χανόταν στο βάθος του ορίζοντα δίχως τίποτα να τον φράζει.
Εκείνη τη στιγμή κάτι τον τσίμπησε, κανένας κοριός μάλλον η καμιά ψείρα, και ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια του και ψαχουλεύοντας στο σκοτάδι γύρισε κάποιον διακόπτη. Ένα ποντίκι, αιφνιδιασμένο απ’ το έξαφνο φως, άφησε στη μέση κάτι που ροκάνιζε κάτω από ένα τραπεζάκι στο κέντρο του δωματίου, έκανε ένα γύρο ταχύτατα στις γωνιές σαστισμένο, για να πάει να χωθεί μετά στην τρύπα του, κάτω από τα σαρακοφαγωμένα σανίδια του πατώματος. Ο άνθρωπός μας, έτριψε τα μάτια του για λίγο, με άτρεμο, σταθερό χέρι, γύρισε το διακόπτη κι έπεσε να συνεχίσει τον ύπνο του.
Έμενε, χρόνια τώρα, σ’ αυτό το ελεεινό ξενοδοχείο, μαζί με πόρνες, λαθρέμπορους και σκοτεινούς ανθρώπους του υπόκοσμου. Το σπίτι του το είχε χάσει πολλά χρόνια πριν, όταν ακόμα, ήταν έφηβος. Βολεύτηκε, από τότε, σ’ αυτό το παλιοξενοδοχείο, που, σιγά σιγά σχεδόν τ’ αγάπησε, το ’κάνε δεύτερο σπίτι του. ’Αγάπησε τις ετοιμόρροπες, ξύλινες σκάλες, που έτριζαν, τα λερωμένα σεντόνια όπου πλάγιαζε, τα δυο τρία άθλια έπιπλα, σκεπασμένα από παχύ στρώμα σκόνης και λέρας χειμώνα—καλοκαίρι, το σαρακοφαγωμένο δάπεδο όπου περιδιάβαζαν τη νύχτα, ανενόχλητα, τα τρωκτικά, αγάπησε τους μεσονύχτιους καβγάδες και τις φωνές των κοινών γυναικών, που έμεναν στα πλαϊνά δωμάτια και μάλωναν, ενίοτε, με τους δύστροπους και απαιτητικούς πελάτες, έγινε φίλος, γρήγορα, μ’ όλο τον υπόκοσμο που έμενε εκεί.
Ωστόσο, δεν έπαψε ποτέ να νοσταλγεί το παλιό, δίπατο σπίτι του, με τον κήπο του και τα πολλά του τα δέντρα. ’Αναρίθμητες φορές το γύρεψε, έκανε μέρες ολόκληρες περπατώντας, πόσα χιλιόμετρα δεν διάνυσε, αφήνοντας κατά μέρος όλες του τις δουλειές, για να το εντοπίσει. Φτάνοντας, τέλος, στη διαπίστωση, πως άμα χάσει κανείς μια φορά το σπίτι του δεν μπορεί πιά να το βρει, είχε περιοριστεί από καιρό τώρα να το αναζητεί, σπανίως βέβαια κι αυτό, στον ύπνο του. 

.

ΚΑΤΙ ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Καμιά φορά τα βράδια, όταν ησυχάζουν οι θόρυβοι κι οι δικοί μου κοιμούνται στα διπλανά δωμάτια, δεν ξέρω τι με σπρώχνει να σκαλίζω παλιές φωτογραφίες και προπαντός να στέκω στις δικές σας. Είναι βέβαια και οι άλλοι, αγαπημένοι κι αυτοί καθώς εσείς, δεν λέω, όμως να, πως η το πω, υπάρχει ο τρόπος, δεν χρειάζονται γι’ αυτούς φωτογραφίες. Μπορώ να τους ξυπνήσω, καθώς χαμογελούν αχνά μέσα στον ύπνο τους, και να τους αγκαλιάσω σφιχτά για να βεβαιωθώ- μπορώ να τους μιλήσω, ν’ ακούσω τη φωνή τους, να μυρίσω την ιδιαίτερη μυρωδιά που αναδίνει το σώμα τους και έχει ποτίσει όλα τους τα ρούχα. Όμως με σας; Που τέτοιες δυνατότητες. Σήμερα, βέβαια, υπάρχουν τα μέσα, για τη φωνή τουλάχιστον. Παίρνεις ένα μαγνητόφωνο κι εγγράφεις τη φωνή, και την έχεις πρόχειρη όταν τη χρειαστείς. Την εποχή εκείνη, ωστόσο, που να βρεθεί τέτοιο πράμα -μόλις που είχαν αρχίσει να εισάγονται τα διαβολικά αυτά μηχανήματα απ’ το εξωτερικό, και ήταν πανάκριβα.
Θυμάμαι, στην προτελευταία τάξη του γυμνασίου, είχανε φέρει στο σχολείο τη μαγική συσκευή, για ν’ αρχίσουμε, λέει, να συνηθίζουμε σιγά σιγά στις τεχνολογικές επινοήσεις της εποχής μας. Περνούσαμε ένας ένας μπροστά στο μικρόφωνο, οι δύο ρόδες περιστρέφονταν αργά, με μιάν αλάνθαστη και παντοδύναμη σοφία, λέγαμε ο καθένας ό,τι του κατέβαινε την ούρα εκείνη, κι ύστερα ακούγαμε τη φωνή μας μ’ επιφωνήματα έκπληξης αλλά και με γέλια, μόλις περνούσε το πρώτο ξάφνιασμα, γιατί οι περισσότεροι είχαμε πάρει ύφος προηγουμένως, και συνήθως κοροϊδεύαμε τους καθηγητές μας, απομιμούμενοι την προσποιητή αυστηρότητα της φωνής τους και το, καθιερωμένο πιά, σούφρωμα των φρυδιών. 
Μένουν, λοιπόν, οι φωτογραφίες, η λάμπα του γραφείου μου και ο μεγεθυντικός μου φακός. Φτωχά σύνεργα, δε λέω, ξεπερασμένα, όμως κάτι πετυχαίνει κανείς και μ’ αυτά.
Να, λόγου χάρη, αυτή η νεανική φωτογραφία σου, πριν παντρευτείς και κάνεις οικογένεια, όταν, εργένης και ρέμπελος γλεντζές καθώς ήσουν, παίρνατε τα σαββατοκύριακα, με τον αχώριστο φίλο σου τον Γιάννη Μανωλίδη, τις κοπέλες σας, και χανόσασταν σ’ ακρογιαλιές η σε δάση. Εδώ, στη ρίζα ενός πλατάνου, στο Χορτιάτη, με το κορίτσι σου αγκαλιά, και πάνω ο Γιάννης, στα κλαδιά, να προσπαθεί να πιάσει το δικό του, που του έχει, βλέπω, ξεφύγει, και σαν κατσίκι σκαρφαλώνει επιδέξια προς την κορυφή, με μιάν ανάλαφρη κίνηση, χαριτωμένη, του κορμιού.
Εδώ, πάλι, αρκετά χρόνια αργότερα, με τη μητέρα, στην Έδεσσα, ανάμεσα σε νερά τρεχούμενα και πλούσια βλάστηση. Όρθιοι, οι δυο σας μόνο σε πρώτο πλάνο, στο βάθος κιόσκι τουριστικό και —κουκκίδες— δυο τρία παιδιά που κυνηγιούνται, έχεις περάσει το δεξί σου χέρι απαλά γύρω από το λαιμό της, φοράς ψαθάκι του παλιού καλού καιρού ριγμένο προς τα πίσω μόρτικα, τα κεφάλια σας μόλις που γέρνουν ακουμπώντας μεταξύ τους αλαφρά, και οι δυο ντυμένοι του συρμού, με τριαντάφυλλο, αν δε γελιέμαι, στην κομβιοδόχη σου, το δεξί πόδι σου με χάρη διπλωμένο πάνω στ’ άλλο, γέλιο ανέμελο δίχως καμιά σκιά όσο κι αν ψάχνω, αγναντεύοντας μακριά, σάμπως τον ουρανό, με μιάν ανεπαίσθητη κλίση, προς τα πίσω, του κεφαλιού σου.
Την ίδια χαριτωμένη στάση, η μάλλον κίνηση, το ίδιο ανέμελο ύφος έπαιρνες, θυμάμαι, όταν, χρόνια μετά, γυρνώντας τις μικρές ώρες σπίτι, σουρωμένος θα ’ρθω πάλι στην παλιά σου γειτονιά, ακουγόταν η φωνή σου να τραγουδά, κι από τη μισανοιγμένη πόρτα της κρεβατοκάμαράς μου, καθώς το φως που άναβες στο σαλόνι με ξυπνούσε ξαφνικά, σ’ έβλεπα να κάνεις αδέξια τα βήματα του ρεμπέτικου χορού, πηγαίνοντας σιγά σιγά προς το διπλανό δωμάτιο, όπου η μητέρα ξαγρυπνούσε περιμένοντάς σε, και προσπαθώντας έτσι να της πάρεις τον αέρα, να την εξευμενίσεις με γέλα και με τραγούδια, σαν να μην ήξερε τι έκανες όλες αυτές τις ώρες, που ξενυχτούσες κάθε βράδυ, που έχανες ό,τι με τόσο κόπο και αγωνία οικονομούσες την ήμερα.
Μες στο σκοτάδι, στήνοντας τ’ αυτί, άκουγα τα παράπονα της μητέρας, ενώ εσύ προσπαθούσες να την καλοπιάσεις. Δε θα τα ξαναπιάσω στα χέρια. μου, σ’ το υπόσχομαι —ήταν η συνηθισμένη σου καταφυγή, και μια φορά θυμάμαι που σ’ άκουσα, μ’ αναφιλητά που δεν προσπαθούσες καθόλου να τα κρύψεις, να κλαις, χτυπώντας με απελπισία τις γροθιές σου στο κομοδίνο, δίπλα στο μεγάλο σιδερένιο σας κρεβάτι. Συνήθως, βέβαια, η μητέρα σε συγχωρούσε, αν και το ήξερε πια πως τα ίδια θα επαναλαμβάνονταν ακριβώς και την άλλη μέρα, και όλες τις άλλες, οπούς χθες και προχθές, τόσα χρόνια τώρα, και τότε αρχίζατε τα χάδια και τα φιλιά κι εγώ έγερνα, ήσυχος πιά, ανακουφισμένος, να συνεχίσου τον ύπνο μου, χαμογελώντας, με ικανοποίηση σχεδόν, μες στο σκοτάδι.
Κάποτε, ωστόσο, άρχιζε να κλαίει εκείνη, πνίγοντας τους λυγμούς της στο μαξιλάρι, κι εσύ τότε γινόσουν έξω φρένων, φώναζες και της μιλούσες με τον χειρότερο τρόπο, κι άρχιζε μια λογομαχία αλύπητη, που δεν έλεγε, θαρρείς,
να τελειώσει. ’Α, τι βαριές κουβέντες αλλάζατε τότε, θεέ μου, τι άγρια, σπαραχτικά λόγια, ώσπου ν’ ακούσω το χαρακτηριστικό τρίξιμο του κρεβατιού που σήμαινε ότι, αποκαμωμένοι πιά να σχίζετε τις σάρκες σας, γυρίζατε πλάτη με πλάτη και βουλιάζατε ο καθένας στη γωνιά του, μουρμουρίζοντας, μέσα στα δόντια του, τα δικά του.
Κάτι τέτοιες νύχτες ήτανε, που ενώ, σε λίγο δεν ακουγόταν το παραμικρό απ’ την κρεβατοκάμαρά σας -σημάδι πως είχατε, ήδη, βυθιστεί στον πρώτο ύπνο-εγώ, στριφογυρνούσα, ως το πρωί σχεδόν, στο αναστατωμένο μου στρώμα, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κλείσω μάτι, και, την αυγή, καθώς μου έφερνε το γάλα η μητέρα, απορούσε όταν της παραπονιόμουν διαρκώς για πονοκέφαλο, περίεργο, λέγοντας, εσύ, μικρό παιδί, να μην μπορείς να κοιμηθείς, να υποφέρεις από τώρα από αϋπνίες.
Τα τελευταία χρόνια, αν και ανέκαθεν ήτανε τέτοιο το σκαρί σου -ξερακιανός αλλά στητός, στεγνός αλλά μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική λεβέντικη κορμοστασιά των ορεσίβιων προγόνων σου του Πόντου— άρχισες λίγο λίγο να
χλομιάζεις, να χάνεις το αγέρωχο σου ύφος, κι ένα παράπονο να γράφεται στις κόγχες των ματιών σου. Άρχισες να μην έχεις όρεξη, να κουράζεσαι γρήγορα, κάτι μικρό ενοχλήσεις όταν ουρούσες, λίγο αίμα αργότερα, και ο γιατρός να σου το πει έτσι ξεκάθαρα, χωρίς προσχήματα. Τι γρήγορα ήρθαν όλα τ’ άλλα, θεέ μου, τι γρήγορα έρχονται, παρ’ όλα όσα λένε.
Μου μένουν βέβαια τώρα οι φωτογραφίες σου, κιτρινισμένες ίσως λίγο απ’ τον καιρό, θαμπές, η λάμπα του γραφείου μου και ο μεγεθυντικός μου φακός. Φτωχά σύνεργα, δε λέω, ξεπερασμένα, όμως κάτι πετυχαίνει κανείς και μ’
αυτά.

.

Ο Ανέστης Ευαγγέλου διαβάζει δύο ποιήματά του

.

Ποίηση Ανέστης Ευαγγέλου
Μουσική Κώστας Λειβαδάς

.

Ποίηση: Ανέστης Ευαγγέλου
Μουσική: Κυριάκος Σφέτσας

.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΕΣΤΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ:
ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
Ο ποιητής ο πεζογράφος ο κριτικός (Εκδόσεις Σοκόλη 2006)

Α. ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

…/…

Ας δούμε όμως αναλυτικά τις ποιητικές συλλογές και τις συγκεντρωτικές
εκδόσεις, καθώς και τα συγκεκριμένα εμπειρικά και βιωματικά δεδομένα που
τες μεταπλάθουν.

1. Περιγραφή εξώσεως, Θεσσαλονίκη 1960.

Ο ποιητής περιγράφει ως εξής βιβλιογραφικά τη συλλογή, όπως και όλες τις
εκδόσεις άλλωστε ως το 1985, σε «Βιο-βιβλιογραφικό σημείωμα», που έστειλε στις 3.2.1986 στην Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ) και αντίγραφό του βρίσκεται στο Αρχείο (ΙΙ.3.1): «Περιγραφή εξώσεως. Ιδιωτική έκδοση. Τυπώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1960 στη Θεσσαλονίκη από τον εκδοτικό οίκο Μ. Τριαντάφυλλου Υιοί, σε 500 αντίτυπα. Περιέχει 22 ποιήματα, γραμμένα από το 1956 ως το 1960, ποιήματα που, πριν δημοσιευτούν σε βιβλίο, είχαν υποβληθεί στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Δήμου Θεσσαλονίκης το 1960 τιμήθηκαν με Δ’ Έπαινο (Βραβείο δεν απονεμήθηκε τη χρονιά εκείνη). Σελ. 30».
Η επιγραφή (μότο) της συλλογής («Μη με ρωτάτε, δεν ξέρω ποιος είμαι/έχασα το σπίτι μου») προέρχεται από την πρώτη ενότητα («I», στίχ. 23-24) της συλλογής του Γιώργου Θέμελη (1900-1976) Δενδρόκηπος (1955) [= Ποιήματα Θεσσαλονίκη 1969] και προαναγγέλλει με σαφήνεια χαρακτηριστική τη θεματική της συλλογής. Από τα είκοσι δύο ποιήματα τα μισά, όσα κατέχουν τις θέσεις 1, 4, 5, 7, 8,11,12,16,17, 18,19, είναι άτιτλα, ενώ στα περιεχόμενα σημαίνονται με τον πρώτο στίχο ή τις πρώτες φράσεις του. Θα τιτλοφορηθούν οριστικά, για συγκεκριμένους πρακτικούς λόγους, στη συγκεντρωτική έκδοση
του 1974, οπότε και θα προστεθούν άλλα δύο ποιήματα. Θεματικός πυρήνας είναι η απώλεια του προγονικού σπιτιού, η «έξωση από το προγονικό σπίτι» για την ακρίβεια («Ποιος μπορούσε λοιπόν να φανταστεί»), και η υποχώρηση 
του ποιητή στα ενδότερα της ύπαρξης. Το ποιητικό υποκείμενο, έχοντας χάσει το σπίτι του, βρίσκεται εκτεθειμένο μέσα σ’ έναν κόσμο εχθρότητας και φθοράς. Ερείπια, χαλάσματα, σκοτάδι, ομίχλη και λασπωμένοι δρόμοι συνθέτουν το καινούριο τοπίο, στο οποίο καλείται να υπάρξει. Μέσα σ’ αυτόν τον άξενο χώρο, που προκαλεί το αποκρουστικό αίσθημα του ερπετού κάτω από τα ρούχα («Θέλω, ακόμα, να πω»), το ποιητικό υποκείμενο ασφυκτιά, οδύρεται, δραπετεύει εντέλει στη χώρα του μύθου, που ενσαρκώνει η ανάμνηση της παιδικής ηλικίας, η εποχή της άγνοιας και της αθωότητας, η οποία στα μάτια του παίρνει το σχήμα του χαμένου παραδείσου. Καθώς όμως η επιστροφή είναι αδύνατη, η αναζήτηση, δειλά έστω, στρέφεται στην ανίχνευση των αιτίων του αδιεξόδου αλλά και στην εξεύρεση, ανεπιτυχή ακόμα, οδών διαφυγής, όπως οι άλλοι κι ο Θεός. Ένας τρόπος διάσωσης του προσώπου εντοπίζεται για μια στιγμή στην τέχνη της ποίησης. Ωστόσο το ποιητικό υποκείμενο δεν αρκείται σ’ αυτό. Μπροστά στην αναγκαιότητα αποδέχεται την οδύνη, αρκεί να αντισταθμίζεται από την ανθρώπινη αλληλεγγύη.

2. Μέθοδος αναπνοής, Θεσσαλονίκη 1966.

«Μέθοδος αναπνοής. Ιδιωτική έκδοση. Τυπώθηκε τον Ιανουάριο του 1966 στη Θεσσαλονίκη από το τυπογραφείο Ν. Νικολαΐδη, σε 300 αντίτυπα. Περιέχει 23 ποιήματα, γραμμένα από το 1960 ως το 1965. Σελ. 31» («Βιο-βιβλιογραφικό σημείωμα του Ανέστη Ευαγγέλου», ό.π.).
Την επιγραφή της συλλογής αποτελούν δύο στίχοι της προηγούμενης: «Εδώ που βρίσκομαι σε σας μιλώ / εγώ ο φτωχός καθώς εσείς, ο έρημος» («Εδώ», στίχ. 6-7). Αυτό σημαίνει πως η εσωτερική εξορία του ποιητικού υποκειμένου συνεχίζεται. Τα μοτίβα παραμένουν τα ίδια, αν εξαιρέσει κανείς την παραίτηση από την αναζήτηση του χαμένου παραδείσου της παιδικής
ηλικίας. Βέβαια επείγει κι εδώ το πρόβλημα της στέγης, καθώς μεγαλώνει η εχθρότητα του περιβάλλοντος, ομολογείται όμως η αλλοτρίωση και αναγνωρίζεται επίμονα η αναγκαιότητα αποδοχής της κατάστασης, ενώ αναφαίνεται για πρώτη φορά το μοτίβο «ζωή-σκευωρία». Το ποιητικό υποκείμενο συνειδητοποιεί πως η μοναξιά του δεν είναι μοναδική, αλλά η όποια απόπειρα υπέρβασής της αποβαίνει άκαρπη. Καθώς ούτε κι ο Θεός αποκρίνεται στις εκκλήσεις του, δεν του μένει παρά να καταφύγει στην ποίηση, που στην περίπτωσή του σώζει ως «μέθοδος αναπνοής». Κείμενα ποιητικής τα περισσότερα, δείχνουν μια «επικίνδυνη» άφεση στην καλλιτεχνική ψευδαίσθηση, ενώ ο τόνος γίνεται οξύτερος, καθώς το αδιέξοδο φαντάζει πλήρες.
Τον ίδιο μήνα του 1966 εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη και η πρώτη συλλογή πεζογραφημάτων Το ξενοδοχείο και το σπίτι, ιδιωτικά κι αυτή, με πέντε κείμενα και μια παράλληλη θεματική, ένα είδος προ-ποιητικού υλικού.

3. Αφαίμαξη ’66-70, Θεσσαλονίκη 1971.

«Αφαίμαξη ’66-’70. Ιδιωτική έκδοση. Τυπώθηκε τον Φεβρουάριο του 1971 στη Θεσσαλονίκη από το τυπογραφείο Ν. Νικολαΐδη, σε 500 αντίτυπα. Περιέχει 25 ποιήματα, γραμμένα από το 1966 ως το 1970. Σελ. 42» («Βιβλιογραφικό σημείωμα του Ανέστη Ευαγγέλου», ό.π.).
Η συλλογή ανοίγει μ’ ένα προλογικό ποίημα («Στον αναγνώστη»), που εφιστά την προσοχή του αναγνώστη στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προσεγγίσει τα κείμενα, και μοιράζεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη επιγράφεται «Το κακό παιχνίδι» και περιλαμβάνει δεκαέξι ποιήματα. Έχει ως επιγραφή ένα στίχο από την προηγούμενη συλλογή: «Θε μου, πέσαμε θύματα απάτης» («Θύματα απάτης», στίχ. 20). Η δεύτερη, με τίτλο «Ανάβαση» και οχτώ ποιήματα, δανείζεται κι αυτή ως επιγραφή ένα στίχο από την ίδια συλλογή: «Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου. Δεν είμαι μόνος» («Είναι πολλοί», στίχ. 5). Οι θεματικοί άξονες προαναγγέλθηκαν ήδη. Από τη μια, η ζωή, όπως παρουσιάζεται στην καθημερινότητά της, καταπιεστική, εξοντωτική, «καταγώγιο» («Κατάθεση»), «σκευωρία» («Νύχτα περίλαμπρη»), «παιχνίδι σικέ» («Ένα παιχνίδι σικέ»), «διαδικασία σταδιακής εξαπατήσεως» εντέλει («Η κατάληξη»). Από την άλλη, η ιδεολογική ωρίμανση και η ενεργητική στάση απέναντι στα πράγματα. Εγκαταλείπεται πια το προγονικό σπίτι και η στέγαση συντελείται στην προσέγγιση με τους άλλους. Η κοινωνική οπτική φαίνεται να παρακολουθεί τους ιστορικούς καιρούς (δικτατορία του 1967), κατονομάζοντας αδίσταχτα τους ενόχους κι αποδίδοντας σαφώς τις ευθύνες. Και βέβαια δεν απολείπει η ποιητική αυτοαναφορά: η ποίηση-πουλί, η ποίηση-θηρίο, ο ποιητής-κηπουρός αλλά κι ο ποιητής-θύμα. Οι θεματικές πάροδοι ελάχιστες: η μνήμη των μακρινών νεκρών και το πέρασμα του χρόνου.

4. Τα ποιήματα (1956-1970), Θεσσαλονίκη 1974.

«Συγκεντρωτική, ιδιωτική έκδοση. Τυπώθηκε το 1974 στη Θεσσαλονίκη από
το τυπογραφείο Α. Συνάπαλος και Σία, σε 1500 αντίτυπα, με εξώφυλλο και
γραφική επιμέλεια του Δ. Καλοκύρη. Περιέχει τα ποιήματα των προηγούμενων τριών συλλογών, με την προσθήκη δύο ανέκδοτων ποιημάτων (“Ενδοστροφή”, “Σαν τους ξενιτεμένους”). Σελ. 101» («Βιο-βιβλιογραφικό σημείωμα του Ανέστη Ευαγγέλου», ό.π.).
Η έκδοση επιχειρήθηκε να γίνει από τα «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου, αλλά τελικά ναυάγησε λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι Εκδόσεις. Ο λόγος αυτής της επιδίωξης εξηγείται παραστατικά από τον ποιητή σε μια από τις επιστολές που έστειλε στον εκδότη των «Κειμένων»:

Έχω βγάλει μέχρι τώρα 3 ποιητικά βιβλία. Το πρώτο το ’60 σε 300 αντίτυπα, το δεύτερο το ’66 σε 300 πάλι και το τελευταίο πέρσυ, σε 500 – όλα ιδιωτικές εκδόσεις. Όπως έχω γράψει και του Έκτορα [Κακναβάτου], και όπως και σεις πολύ καλά γνωρίζετε, οι εκδόσεις αυτές ήταν και είναι καταδικασμένες. Βγάζεις το βιβλίο σου, το στέλνεις σε πέντε-δέκα ανθρώπους που καταλαβαίνουν, λογοτέχνες (και που, αλλιώς, απαξιούν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ν’ αγοράσουν βιβλίο ομοτέχνου τους, ιδίως νέου, θεωρώντας το γόητρό τους προσβλημένο) και σε δυο τρεις εφημερίδες και περιοδικά, παίρνεις ύστερα υπομάλης τα αντίτυπα και τα γυρίζεις από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο αντιμετωπίζοντας τα εχθρικά βλέμματα των βιβλιοπωλών -όταν δεν σε αποπέμπουν κιόλας «δεν παίρνουμε, κύριε, ποιήματα»- τέλος δίνεις όσα κατορθώσεις να δώσεις και ύστερα από ένα χρόνο πας και τα μαζεύεις σαν ένοχος ή τα εγκαταλείπεις εντελώς, γιατί ντρέπεσαι να πας και να σου πουν «πουλήθηκε ένα ή δύο αντίτυπα» ή, πολλές φορές, και κανένα. Έτσι, τα βιβλία είναι σα να μη βγήκαν ποτέ, εφ’
όσον δεν έφτασαν στον άλλο, δεν έγιναν γέφυρα επικοινωνίας.
(27.1.1972, AAE.VII.4.34)

Το θέμα των ιδιωτικών εκδόσεων είναι κεντρικό στο έργο του Ευαγγέλου. Ο ποιητής θα τυπώσει ιδιωτικά τις εφτά από τις δεκαπέντε εκδόσεις του -εξαιρείται η ανεπίσημη Οι άλλου για τον Ευαγγέλου-, που συμβαίνει μάλιστα και οι εφτά να αφορούν το λογοτεχνικό του έργο: πέντε ποιητικές συλλογές, πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων και πρώτη έκδοση των
πεζογραφημάτων. Το γεγονός μάλλον δεν είναι τυχαίο, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια με την εκδοτική περιπέτεια της ποιητικής συλλογής Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα και της δεύτερης συγκεντρωτικής έκδοσης Τα ποιήματα (1956-1986).
Με δεδομένη τη στάση του ποιητή να μην επεμβαίνει στο προγενέστερο έργο του, οι διαφοροποιήσεις στη συγκεντρωτική έκδοση του 1974 δεν μπορεί παρά να είναι ελάχιστες, πέρα βέβαια από τα στοιχεία στίξης και ορθογραφίας, και όλες εκτός του κειμενικού σώματος. Στα άτιτλα ποιήματα της πρώτης συλλογής Περιγραφή εξώσεως η συγκεντρωτική βάζει τίτλους, όπως ήδη επισημάνθηκε, που τους παίρνει ατόφιους από τα περιεχόμενα της συλλογής και που συνήθως είναι ο πρώτος στίχος ή οι πρώτες φράσεις του: 1 («Ποιος μπορούσε λοιπόν να φανταστεί»), 4 («Μα πώς λοιπόν μεγάλωσε τόσο»), 5 («Έλα λοιπόν μέσ’ από τα χαλάσματα»), 7 («Αν θρηνώ»), 8 («Ω εσύ, πράγμα αρπαγμένο»), 11 («Θέλω, ακόμα, να πω»), 12 («Υπάρχουν άνθρωποί»), 16 ‘Τούτο τον κίνδυνο»), 17 («Πού οδηγούμαι λοιπόν Θεέ μου»), 18 («Δεν την αρνιέμαι την οδύνη»), 19 («Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς»). Η τιτλοφόρηση υπαγορεύτηκε από συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι έχουν να κάνουν τε τη σύγχυση που προκλήθηκε στην Ανθολογία συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως 1930-1960 των Άρη Δικταίου – Φαίδρου Μπαρλά (Εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, Αθήναι 1961, σσ. 177-178), όταν κάτω από δύο έντιτλα ποιήματα, Ομίχλη» και «Πρόλαβε, ποίηση», οι ανθολόγοι παρέθεσαν, προφανώς από απροσεξία, δύο, άτιτλα τότε, ποιήματα («Θέλω, ακόμα, να πω» και «Υπάρχουν άνθρωποι») στην πρώτη περίπτωση και ένα, άτιτλο επίσης («Τούτο τον κίνδυνο»), στη δεύτερη. Σύγχυση που, κατά το πρώτο της μέρος, αναπαράγεται και στην ποιητική ανθολογία του Βασίλη Βασιλικού. Η δεύτερη και σημαντικότερη βέβαια διαφοροποίηση έχει να κάνει με την προσθήκη δύο ποιημάτων, τα οποία «χρονικά και συναισθηματικά», όπως γράφει ο ποιητής στη σημείωση της έκδοσης (σ. 101), «ανήκοντας στο κλίμα και στην εποχή που γράφτηκε η συλλογή Περιγραφή εξώσεως, έμειναν ως τώρα ανέκδοτα και ενσωματώνονται εδώ, βρίσκοντας τη θέση τους, στον φυσικό τους χώρο». Πρόκειται για το ποίημα «Ενδοστροφή», που παίρνει τη 19η θέση, ανάμεσα στα ποιήματα «Δεν την αρνιέμαι την οδύνη» και «Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς», και για το ποίημα «Σαν τους ξενιτεμένους», που μπαίνει μπροστά από το τελευταίο ποίημα «Προετοιμασία και ώρες αναμονής πριν από μακρύ ταξίδι». Τέλος στο ποίημα «Ανάβαση» της τρίτης συλλογής Αφαίμαξη ’66-ΎΟ προστίθεται ένα κενό ανάμεσα στους στίχους 13-14, προφανώς για να τονιστεί η κοινωνική συνειδητοποίηση, που δηλώνεται στους στίχους 14-16.

5. Το διάλειμμα, Θεσσαλονίκη 1976.

«Το διάλειμμα. Ιδιωτική έκδοση. Τυπώθηκε τον Ιανουάριο του 1976 στη Θεσσαλονίκη από το τυπογραφείο “Κρόνος”, Ν. και Κ. Σουρνόπουλος, σε 650 αντίτυπα, με εξώφυλλο και γραφική επιμέλεια του Δ. Καλοκύρη. Περιέχει 27 ποιήματα, γραμμένα από το 1972 ως το 1975. Σελ. 43» («Βιο-βιβλιογραφικό σημείωμα του Ανέστη Ευαγγέλου», ό.π.).
Η συλλογή, που ανοίγει μ’ ένα προλογικό ποίημα, «Το φως», και κλείνει μ’ ένα επιλογικό, «Στην καταφρόνια και στη φτώχεια», μοιράζεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη έχει τον τίτλο «Στο καμίνι» και περιλαμβάνει δεκατρία ποιήματα, ενώ η δεύτερη, «Μετά την καύση», δώδεκα. Βασική θεματική της συλλογής αποτελεί το λυτρωτικό γεγονός του έρωτα. Στην πρώτη ενότητα εκφράζεται η έκπληξη και η υψηλή συναισθηματική θερμοκρασία που προκαλεί η αναπάντεχη επίσκεψη της χαρμόσυνης στιγμής. Στιγμής που υπογραμμίζεται εντονότερα, καθώς βρίσκει το ποιητικό υποκείμενο αγριεμένο σε μια εποχή στέρησης και ερημιάς. Η ερωτική ευφροσύνη το ημερώνει, μεταποιεί το σκότος σε φως και παγώνει το χρόνο καταργώντας το θάνατο, παρόλο που δεν απουσιάζει ολότελα και η υποψία του τέλους μέσα στην έξαρση της ευδαιμονίας. Το δεύτερο μέρος γίνεται στοχαστικότερο. Ύστερα από το πάθος έρχεται η ώρα της περισυλλογής και της φιλοσοφικότερης θεώρησης των πραγμάτων. Κάτω από τη νέα οπτική το ποιητικό υποκείμενο επισημαίνει τη σπουδαιότητα της προσφοράς και τη φωτεινή πλευρά της ζωής, αν και βυθίζεται στην απελπισία, κάθε που απομακρύνεται για λίγο από το αντικείμενο του πόθου.
Για Το διάλειμμα λέει ο ποιητής σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ΕΤ-1 («Τέχνη και πολιτισμός», 17.4.1989) και που κείμενο και αντίγραφά της βρίσκονται στο Αρχείο του (II.3.3, III.26, 27) [περ. Εντευκτήριο 50 Απρίλιος- Ιούνιος 2000) 74]:

Ο έρωτας εισβάλλει τροπαιοφόρος, θα μπορούσε κανείς να πει, στο βιβλίο αυτό: το λαμπαδιάζει και το φεγγοβολεί αναγεννητικά απ’ την αρχή ως το τέλος. Στο πρώτο μέρος της συλλογής, παρακολουθούμε την έλευση και τη νίκη του έρωτα πάνω στη σκοτεινή πλευρά της ζωής, στη φθορά και στο θάνατο, ενώ στο δεύτερο, βλέπουμε τη μεταμόρφωση του ερωτευμένου προσώπου, μεταμόρφωση που το συμφιλιώνει λυτρωτικά με τους ανθρώπους και με τα πράγματα του κόσμου τούτου, ακόμα και με το αποτρόπαιο σκουλήκι του τάφου, ωσάν φανέρωμα κι αυτό της αιώνιας και παντοδύναμης συνέχειας της ζωής. Γενικά, πιστεύω ότι το βίωμα αυτό είναι το πιο φωτεινό μέσα σε όσα έχω γράψει.

Αν όμως το βίωμα αυτό είναι το πιο «φωτεινό», την ίδια στιγμή συμβαίνει να είναι και το πιο προσωρινό, όπως ο ίδιος και πάλι γράφει σε σημείωση της συνέντευξής του προς το Θανάση Θ. Νιάρχο, δέκα χρόνια νωρίτερα:

Τέλος, σ’ ένα επίπεδο ιδιωτικό αυτός, που δεν είναι όμως διόλου άσχετο με τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές δομές, αντίθετα μάλιστα, επηρεάζεται βαθύτατα, κάποτε ακόμα και καθορίζεται τελεσίδικα από αυτές, υπάρχει βέβαια ο έρωτας, που παραμένει πάντα μια υπέροχη δυνατότητα, ένα παράθυρο που μας δόθηκε για την ελπίδα, αλίμονο όμως πολύ εύθραυστο για το αδέξιο φέρσιμο των ανθρώπων μας προσφέρθηκε ο τρόπος της εξόδου προς το φως, αλλά όχι και η δύναμη ν’ αντέξουμε για πολύ, συνηθισμένοι στο σκοτάδι, την εκτυφλωτική του λάμψη – ακόμα μια, ανάμεσα σ’ άλλες, απόδειξη της Ασυναρτησίας.
(«Συνομιλία με τον Θανάση Θ. Νιάρχο», Ανάγνωση και γραφή, σσ. 112-113)

6. Τα χάι-κάί, «Κέδρος», Αθήνα 1978.

«Τα χάι-κάι. Τυπώθηκε τον Απρίλιο του 1978 στην Αθήνα από τις εκδόσεις “Κέδρος”, σε 1.000 αντίτυπα. Περιέχει 116 ποιήματα, γραμμένα από το 1976 ως το 1977. Σελ. 44» («Βιο-βιβλιογραφικό σημείωμα του Ανέστη Ευαγγέλου», ό.π.).
Τα ποιήματα κατανέμονται σε τέσσερις ενότητες: «Νεκροί του Νοέμβρη» (1-11), «Άρρωστα χρόνια» (1-45), «Της αγάπης» (1-28), «Άστεγα» (1-32). Οι τίτλοι των ενοτήτων είναι εύγλωττοι. Επιστρέφει εδώ η κοινωνική θεματική, η οποία συνδέεται με την εμπειρία της εφτάχρονης δικτατορίας (1967-1974).
Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στους νέους που θυσιάστηκαν στο Πολυτεχνείο στις 17 του Νοέμβρη 1973. Η πύλη του Πολυτεχνείου και οι νεκροί καθαγιάζονται στα μάτια του ποιητικού υποκειμένου, ενώ ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Διομήδης [Κομνηνός] (1956-1973) κι ο Αλέξανδρος [Παναγούλης] (1939-1976). Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στα δύσκολα χρόνια της εφταετίας. Μοτίβα επανερχόμενα εδώ η μητριά πατρίδα, τα βασανιστήρια, η δίωξη των ποιητών και των ονειροπόλων, οι τύψεις του ποιητή για την αδυναμία του να πράξει σαν τους ήρωες, η ποίηση-άλλοθι, το σπίτι-βόλεμα, το εχθρικό περιβάλλον των δεινοσαύρων. Η τρίτη ενότητα χτίζεται στις μνήμες της ερωτικής εμπειρίας: η ιαματική δύναμη της αγάπης, το φύτρωμα των φτερών στους ώμους και η τυραννική παρουσία της μνήμης είναι ορισμένα από τα μοτίβα της ενότητας αυτής. Η τελευταία στεγάζει τα ποιήματα που δε χώρεσαν στις προηγούμενες, προφανώς γιατί δεν ταίριαζαν με το συγκεκριμένο εμπειρικό πυρήνα τους. Αναφέρονται κι αυτά πάντως σε όψεις του έρωτα και του θανάτου αλλά και σε όψεις της ποίησης και της ποιητικής.
Τους λόγους που επέβαλαν την καταφυγή στην ιδιότυπη μορφή του χάι-κου εξηγεί ο ποιητής στο κείμενο της τηλεοπτικής του συνέντευξης, που όμως κατά το μέρος αυτό δε μεταδόθηκε (ό.π.):

Αν εξαιρέσει μάλιστα κανείς καμιά δεκαπενταριά όλο κι όλο ποιήματα της μιάμισης ή των δύο το πολύ σελίδων στο σύνολο της εργασίας μου, κανένα άλλο ποίημα δεν ξεπερνά σε έκταση τη μια σελίδα, ενώ πάρα πολλά αρκούνται σε δέκα ή δεκαπέντε μόνο στίχους. Στα Χάι-κάι τώρα, για ν’ απαντήσω στο ερώτημα σας (που, ας σημειωθεί, γράφτηκαν την εποχή που έγραφα κάποια από τα ποιήματα της Απογύμνωσης, του επόμενου δηλαδή βιβλίου μου, 1976 ως 1977) κατέφυγα από μιαν ανάγκη που αισθάνθηκα κάποια στιγμή να πειθαρχήσω σε μια αυστηρότατη και άκρως απαιτητική ποιητική φόρμα, όπου σε τρεις μόνο στίχους δεκαεφτά συνολικά συλλαβών, θα έπρεπε να κλείνω ένα πλήρες ποιητικό σύμπαν αυτή τη φορά, με την αυτοτέλεια και την αυτάρκεια του ακαριαίου λόγου.

Τον ίδιο χρόνο ο ποιητής συγκεντρώνει ανεπίσημα σ’ έναν πρόχειρο τόμο το μεγαλύτερο μέρος των κριτικών -μαζί και ορισμένες επιστολές ή αποσπάσματά τους- που γράφτηκαν για το ως τότε έργο του κάτω από τον τίτλο Οι άλλοι για τον Ευαγγέλου (Θεσσαλονίκη). Η έκδοση προοριζόταν για τους μελετητές και τους ανθολόγους και έλυνε προβλήματα πρακτικής φύσης
όπως γράφεται στη σημείωση της δεύτερης σελίδας.

7. Απογύμνωση, «Εγνατία», Θεσσαλονίκη 1979.

«Απογύμνωση. Τυπώθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη από τις εκδόσεις “ΕΓΝΑΤΙΑ/σειρά ΤΡΑΜ”, σε 1.000 αντίτυπα, με δύο σχέδια του Π.Χ. Μάρκογλου. Περιέχει 26 ποιήματα, γραμμένα από το 1970 ως το 1978. Σελ. 46» («Βιοβιβλιογραφικό σημείωμα του Ανέστη Ευαγγέλου», ό.π.).
Η συλλογή θυμίζει την Αφαίμαξη ’66-70 από πολλές απόψεις. Ύστερα aπό ένα προλογικό ποίημα («Αίνος»), που υπογραμμίζει την ανεξάντλητη αντοχή της ποίησης, κατανέμει τα υπόλοιπα είκοσι τέσσερα σε δύο ενότητες, όπως και η Αφαίμαξη: «Η κωμωδία», με εννιά ποιήματα, και «Το πανδοχείο», με δεκάξι. Ως επιγραφή και στα δύο μέρη επιλέγονται στίχοι της Αφαίμαξης, διόλου τυχαία ασφαλώς. Για το πρώτο: «Νύχτα περίλαμπρη με τα βεγγαλικά, φωταψίες, τραγούδια, μέθη και χορούς,/ωραία παγίδα στολισμένη μ’ άνθη» («Νύχτα περίλαμπρη», στίχ. 1-2)· για το δεύτερο: «Βρέθηκα στο καταγώγιο-/μη με ρωτάτε πώς βρέθηκα» («Κατάθεση», στίχ. 1-2). Κωμωδία, και μάλιστα «φρικτή» («Η κωμωδία»), δεν είναι παρά το «Το κακό παιχνίδι» της Αφαίμαξης, η ζωή της οδύνης και της ματαιότητας, η ζωή -εμπαιγμός. Ο ποιητής- μάρτυρας του καιρού του, ο ποιητής-έρημο στρουθί, τα έρημα κρεβάτια της νύχτας, η ευωδιά των δακρύων, η λάμψη της οδύνης, η πρόσληψη της ποίησης η νύχτα που θα εξισώσει ανθρώπους και ποιήματα, είναι οι επιμέρους όψεις της βασικής θεματικής δομής στην πρώτη ενότητα. Στη δεύτερη το κέντρο καταλαμβάνει απόλυτα η ασχήμια του κόσμου. Πανδοχείο «βρωμερό» ο κόσμος («Πανδοχείο»), «φαρμακωμένο» το αγέρι («Φαρμακωμένο αγέρι»), η ζωή παραχαραγμένη» («Με παραχαραγμένη τη ζωή»), και το ποιητικό υποκείμενο κάνει έκκληση στους κατατρεγμένους να συνειδητοποιήσουν τις αιτίες της μοίρας τους και να περάσουν στη δράση, σμίγοντας με τους συντρόφους. Την ίδια στιγμή διχάζεται ανάμεσα στην αναγκαιότητα της δράσης και στο ιδεολογικό αδιέξοδο, ενώ και πάλι σπαράσσεται από τις τύψεις για τη διάσταση λόγου και πράξης που το χαρακτηρίζει. Τύψεις που εντείνονται όλο και περισσότερο, καθώς έχει την ικανότητα να βλέπει πίσω από τους καθρέφτες, δείχνοντας τους ενόχους.
Το 1981 κυκλοφορούν στη Θεσσαλονίκη από τον εκδοτικό οίκο «Παρατηρητής» τα κείμενα λογοτεχνικής κριτικής Ανάγνωση και γραφή και το 1985, από τις Εκδόσεις της Αθήνας «Νεφέλη» αυτήν τη φορά, σε δεύτερη έκδοση και με την προσθήκη δύο ακόμα κειμένων, τα πεζογραφήματα Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά.

8. Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα, «Ιδίοις αναλώμασιν», Θεσσαλονίκη 1987.

Πρωτοκυκλοφόρησε το 1987 στη Θεσσαλονίκη, ιδιωτικά και πάλι, με σχέδιο και επιμέλεια εξωφύλλου του Μάρκου Μέσκου, και περιέχει είκοσι πέντε ποιήματα, που γράφτηκαν από τον Ιανουάριο του 1981 ως τον Οκτώβριο του 1986. Ο όρος «Ιδίοις αναλώμασιν» προέρχεται από τον τίτλο της έκδοσης Ιδίοις αναλώμασιν. Μια συλλογική έκδοση, που πραγματοποίησαν το 1985
στη Θεσσαλονίκη ποιητές, πεζογράφοι και κριτικοί της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Η συλλογή επιχειρήθηκε να εκδοθεί από οίκο της Αθήνας, όπως φαίνεται από τη σχετική αλληλογραφία του Ευαγγέλου, αλλά η απόπειρα δεν ευοδώθηκε. Σε επιστολή του προς τον Αντώνη Φωστιέρη ο ποιητής εκθέτει την αδυναμία του να εκδώσει τη συλλογή στην Αθήνα, κατονομάζοντας οίκους και εκδότες στους οποίους απευθύνθηκε, και εκφράζει τη βαθιά του πίκρα γι’ αυτήν την αντιμετώπιση:

Αντώνη, είμαι πενήντα χρονώ και έχω πίσω μου μια κάποια ιστορία με το «κερατένιο επάγγελμα του λογοτέχνη». Δεν είμαι αυτός που θα κρίνει την ιστορία αυτή! Για ένα πράγμα, ωστόσο, είμαι βέβαιος: Στο θηρίο της ποίησης πρόσφερα τις σάρκες μου πάντα μ’ εμπιστοσύνη, με αγόγγυστη προθυμία και με ανένδοτη ειλικρίνεια. Και φτάνω τώρα, «στη μέση του ταξιδιού», να γράψω μερικά από τα καλύτερα ποιήματα μου, τα πιο ώριμα, τα πιο σπαραχτικά υπαρξιακά κείμενα που αξιώθηκα ποτέ, -είμαι βέβαιος ότι κι εσύ θα το διαπιστώσεις όταν τα διαβάσεις- και δεν έχω τον τρόπο να τα κοινοποιήσω, να φτάσουν στους ανθρώπους, τη στιγμή που άλλοι, με πολύ μικρότερη θητεία στην ποίηση, τα καταφέρνουν θαυμάσια. Τι συμβαίνει, αλήθεια; Είμαι άραγε τόσο ανάξιος, τόσο κακός ποιητής;

(14.10.1983 [1986], AAE.VII.1.55)

Η εξήγηση του γεγονότος από τον ίδιο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, αν μάλιστα πάρει κανείς υπόψη του και το ναυάγιο, έναν περίπου χρόνο νωρίτερα, της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του από τις Εκδόσεις
«Νεφέλη»:

Αποφάσισα λοιπόν να τυπώσω πρώτα τη συλλογή μου και, για το σκοπό αυτό, κατέβηκα στην Αθήνα το Σεπτέμβρη εις αναζήτησιν εκδότη. Δυστυχώς δεν κατάφερα τίποτα. Διαπίστωσα ακόμα μια φορά, ότι αν δεν είσαι δικτυωμένος
με τα κατεστημένα κυκλώματα που ελέγχουν σήμερα την πνευματική μας ζωή, είσαι χαμένος «από χέρι». Τίποτε και καμιά δύναμη, δεν μπορεί να τα βάλει μαζί τους. Η αξία, η αυθεντικότητα, η αθωότητα της ποίησης, είναι πολύ ανίσχυρες, αν δεν συνοδεύονται από άλλα προσόντα, για να παλέψουν με τους πνευματικούς ελέφαντες του λεκανοπεδίου. Αποφάσισα λοιπόν να εκδώσω, ιδίοις αναλώμασιν, τη συλλογή μου.

(Επιστολή προς Δημήτρη Μαλακάση -Τσέκο, 26.10.1986, AAE.VII.2.27)

Οι τόνοι στη συλλογή αυτήν έχουν χαμηλώσει οριστικά και η θεματική έχει
αλλάξει ριζικά. Υπάρχουν βέβαια τα γνώριμα μοτίβα της απώλειας του σπιτιού, των κατατρεγμένων, η ποίηση-βάσανο και η ποίηση-ζώο, η ιδεολογική διάψευση, ο κόσμος-πανδοχείο, μαζί με ορισμένα καινούρια αλλά περιορισμένα, όπως η διάψευση των ονείρων της νιότης και το σημάδεμα του φεγγαριού. Κυρίως όμως υπάρχει η παραδοχή του θανάτου. Ο χρόνος που πέρασε απάλυνε τις μνήμες, που τόσο νωρίς και τόσο βαθιά σημάδεψαν τον ποιητή. Οι αγαπημένοι νεκροί αναδύονται από το βάθος του καιρού με τις θνητές τους συνήθειες, επανεντάσσονται στη ζωή και γίνονται μέρος της καθημερινότητας. Το ποιητικό υποκείμενο συνδιαλέγεται ή απλώς συναντιέται μαζί τους στο σπίτι ή στο δρόμο, πάντα απροσδόκητα, ενώ δεν απουσιάζουν και οι νωπές εκδοχές του θανάτου, όπως του δεκατετράχρονου αγοριού και του αγαπημένου φίλου.

Για την αίσθηση θανάτου που αναδίδει η συλλογή ο ποιητής λέει στην
τηλεοπτική του συνέντευξη (ΑΑΕ.ΙΙ.3.3, ΙΙΙ.26,27 = περ. Εντευκτήριο 50, ό.π.,75-76):

Υπάρχουν αρκετά επιτύμβια ή μάλλον ποιήματα διαλόγου με αγαπημένους
νεκρούς. Ωστόσο δε νομίζω ότι από αυτή τη συλλογή βγαίνει μια αίσθηση θανάτου τόσο όσο μια αίσθηση αποδοχής, στωικής αποδοχής του θανάτου. Αποδοχής που έχει να κάνει με την ωριμότητα ή, αν θέλετε, με τη δύσκολη ηλικία των πενήντα, όπου στενεύουν κάποια περιθώρια, αλλά και αποκτάται η γνώση ότι καθετί που έχει μιαν αρχή είναι σωστό, δίκαιο και τελικά κατευναστικό, να έχει και κάποιο τέλος.

Εκτενέστερα θα μιλήσει για τα θεματικά αλλά και τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της συλλογής λίγο αργότερα σε επιστολή του προς το Γιώργο Αράγη (7.2.1990, AEE.VII.3.14).37 Συγκεκριμένα, ανακρούοντας την άποψη του κριτικού, που βλέπει στη συλλογή «εμπειρική στασιμότητα και καμιά ουσιαστική εμπειρική διαφοροποίηση από την αμέσως προηγούμενη συλλογή, την Απογύμνωση», θα πει σχετικά με τη θεματολογία της συλλογής:

Εγώ λοιπόν, αντίθετα, πιστεύω ότι όχι μόνο από την Απογύμνωση, αλλά και από όλο το υπόλοιπο έργο μου, η Επίσκεψη διαφοροποιείται σημαντικά, όχι μόνο στο πεδίο της εμπειρίας, αλλά και όσον αφορά την ίδια την ποιητική.
Γιατί είναι η πρώτη φορά που: Πρώτον: Ο θάνατος, άλλοτε ως επικρεμάμενη άμεση απειλή «στη μέση του ταξιδιού», άλλοτε ως γεγονός που αφορά αγαπημένα πρόσωπα του οικογενειακού ή φιλικού μου περιβάλλοντος, εισβάλλει τόσο καθοριστικά στο σώμα των ποιημάτων (π. χ. Η Επίσκεψη, Βροχούλα φθινοπωρινή του ελέους, Χιόνι της Μοίρας, Λουκάς Βενετούλιας, Η Συνάντηση, Υπεραστική Συνδιάλεξη, Η εμφάνιση, Στη μέση του ταξιδιού, Η επέμβαση, Υστερόγραφο) και χρωματίζει τόσο έντονα τη συλλογή μου. (Βέβαια, καιπαλαιότερα ο θάνατος έκανε την εμφάνισή του σε πολλά από τα ποιήματά μου αλλά αυτό γινόταν κατά κανόνα έμμεσα, με τη μορφή της φθοράς. Ποτέ σχεδόν, και πάντως ποτέ τόσο κυριαρχικά και βίαια, ως άμεση απειλή του βιολογικού τέλους.) Δεν είναι τυχαίο, λ.χ., ότι για πρώτη φορά υπάρχουν εδώ ποιήματα όπου οι ζωντανοί συνδιαλέγονται με τους νεκρούς σχεδόν άνετα, ζουν από τώρα μαζί, σαν να μην υπάρχει τίποτε που να τους χωρίζει.

9.Τα ποιήματα (1956-1986), «Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη 1988.

Η έκδοση, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του ποιητή, είχε μια περιπέτεια ανάλογη με εκείνη της συγκεντρωτικής του 1974. Επρόκειτο αρχικά να γίνει το 1986 από τη «Νεφέλη», μαζί με την έκδοση των πεζογραφημάτων Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά -αυτή έγινε-, αλλά ο εκδότης υπαναχώρησε και, καθώς δεν υπήρχε συμβόλαιο, η έκδοση τελικά ματαιώθηκε, σύμφωνα με τα λεγάμενα του Ευαγγέλου. Στο ζήτημα της έκδοσης αυτής από μεγάλο οίκο της Αθήνας ο ποιητής έδινε ιδιαίτερη σημασία, όπως δείχνουν οι επιστολές που έστειλε σε μια σειρά φίλους λογοτέχνες, ζητώντας τους συχνά να μεσολαβήσουν. Σε μια από αυτές προς τον Κώστα Στεργιόπουλο εξηγεί τους λόγους που τον αναγκάζουν να απευθυνθεί σε οίκους της Αθήνας κι όχι της Θεσσαλονίκης. Κατά τα γραφόμενά του, οι εκδοτικοί οίκοι της πόλης του, τους οποίους αριθμεί σε τρεις και κατονομάζει, είναι άσχετοι με την έκδοση ποιητικών κειμένων, με αποτέλεσμα να κάνουν εκδόσεις «από αισθητική άποψη, εντελώς απαράδεκτες», και είναι «ξεκομμένοι από τα μέσα ενημέρωσης», ενώ, θεωρώντας τη λογοτεχνία «συμπλήρωμα της προσφοράς τους», την προωθούν ελάχιστα (18.4.1985, AAE.VII.1.36).
Τελικά η έκδοση θα γίνει στη Θεσσαλονίκη από τον «Παρατηρητή» και θα συμπεριλάβει όλες τις συλλογές που είχαν κυκλοφορήσει ως το 1987, ενώ τα χρονικά όρια του τίτλου αναφέρονται προφανώς στο χρόνο γραφής των
ποιημάτων. Συνεπής στη γνωστή, από τη συγκεντρωτική έκδοση του 1974, διακηρυκτική του αρχή να μην επεμβαίνει στο προγενέστερο έργο του, ο ποιητής διατηρεί τη μορφή των κειμένων, αλλάζοντας ελάχιστα μονάχα τη στίξη και διορθώνοντας τα ορθογραφικά λάθη. Εξαίρεση αποτελεί το ποίημα της Απογύμνωσης Πανδοχείο», που εδώ παρατίθεται χωρίς τους τελευταίους στίχους:

11 Αχ, μήτε ο θάνατος δε θα μπορέσει
να μας ξεπλύνει από τις αποτρόπαιες
πράξεις μας.

Ο ποιητής είναι πολύ προσεκτικός, όταν παρατηρεί ότι η αλλαγή αυτή «δε συνιστά μεταγενέστερη επέμβαση αλλά μια δεύτερη μορφή (παραλλαγή) του ποιήματος, παραλλαγή που το 1978, χρονιά που τέλειωσε η γραφή του, υπήρχε ήδη αλλά δεν είχε τότε προτιμηθεί, και τώρα προκρίνεται ως ισότιμη με την πρώτη και καταχωρείται εδώ χωρίς να την αναιρεί» (σημείωση Α’. β, σ. 251).
«Ισότιμη» βέβαια η παραλλαγή είναι τρόπος του λέγειν, μια και, απουσιάζοντας από τη συγκεντρωτική έκδοση, καταδικάζεται στην αφάνεια της επιμέρους συλλογής. Η μοναδική αυτή επέμβαση ίσως δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι για τους συγκεκριμένους στίχους είχε εκφράσει τις επιφυλάξεις του, τον καιρό που πρωτοεκδόθηκε η Απογύμνωση, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ένα πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπητό στον ποιητή:

Πάρα πολύ μ’ αρέσει και το της σελ. 25 [«Πανδοχείο»], μολονότι εδώ θα είχα να κάνω μια (διόλου υποχρεωτική) παρατήρηση. Νομίζω πως οι τρεις τελευταίοι στίχοι μπορούσαν και να λείπουν. Το νόημα και η συγκίνηση ολοκληρώνονται ήδη. Έχω την υποψία ότι και σένα σε προβλημάτισαν λίγο αυτοί οι στίχοι.
(Επιστολή προς Ανέστη Ευαγγέλου, Ηράκλειο Αττικής,
[23.6.1979], AAE.VIII.7.1· βλ. και σ. 671)

Δυο χρόνια αργότερα, το 1990, κυκλοφορεί στη Θεσσαλονίκη, από τον «Παρατηρητή» και πάλι, το κείμενο – μανιφέστο του ποιητή Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική, που μοιράζεται σε εννιά, αριθμητικά τιτλοφορημένες, ενότητες. Το ποιητικό αυτό δοκίμιο φαίνεται να έχει υπόψη του κυρίως τη συλλογή του Γιώργου Θέμελη Arspoetica (Θεσσαλονίκη 1974), η οποία επίσης τιτλοφορεί αριθμητικά τις δώδεκα ενότητές της.

10. Το χωνί και η ερήμωση, «Χειρόγραφα», Θεσσαλονίκη 1994.

Η τελευταία συλλογή -και η μοναδική με αφιέρωση (στην Ντίνα)-, που κυκλοφορεί το Φεβρουάριο, δύο μήνες πριν από το θάνατο του ποιητή, μοιράζεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη, «Το χιόνι (1987-1990)», περιλαμβάνει εννιά ποιήματα, ενώ η δεύτερη, «Ερήμωση (1989-1993)», δεκατρία, γραμμένα όλα στα χρόνια της ασθένειας. Το πρώτο μέρος συνεχίζει να κινείται κατά βάση στην κατεύθυνση της προηγούμενης συλλογής: συνάντηση με το νεκρό μικρό αδερφό στο πρώτο και πιο εκτεταμένο ποίημα της ενότητας, η ποιητική σταδιοδρομία και η ποιητική τέχνη, η μοναξιά και η ιδεολογική διάψευση. Το δεύτερο αναφέρεται εξολοκλήρου στην αγωνία που προκαλεί η εμπειρία του επικείμενου θανάτου. Το ποιητικό υποκείμενο, ολότελα ακάλυπτο μπροστά στην αμείλικτη στιγμή του τέλους, βιώνει βασανιστικά τον αβάσταχτο πόνο του σώματος. Στην οριακή αυτήν κατάσταση διαμαρτύρεται, αντιστέκεται, κάνει επείγουσες εκκλήσεις στο Θεό, την ίδια στιγμή που ειρωνεύεται και σαρκάζει τη μεροληπτική αγαθότητά του και τον παραλογισμό του θανάτου.
Τον ίδιο μήνα κυκλοφορεί στη Θεσσαλονίκη, από τον «Παρατηρητή» αυτήν τη φορά, το τελευταίο έργο του Ευαγγέλου Δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, 1994, με εκτενή εισαγωγή του Γιώργου Αράγη.

Αυτές είναι οι οχτώ ποιητικές συλλογές και οι σημασιολογικές τους δομές. Μια συνολικότερη θεώρησή τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε ορισμένες γενικότερες παρατηρήσεις. Οι έξι από τους οχτώ τίτλους είναι συμβολικοί και υποδηλώνουν γενικά το
θέμα τους. Μία δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένο θεματικό πεδίο (Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα), ενώ μια άλλη έχει τίτλο τεχνοτροπικό (Τα χάι-κάι). Με εξαίρεση την ειδική περίπτωση αυτής της τελευταίας, όλες οι άλλες συλλογές κινούνται ανάμεσα στα είκοσι και είκοσι εφτά ποιήματα: 24 (Περιγραφή εξώσεως), 23 (Μέθοδος αναπνοής), 25 (Αφαίμαξη ’66-’70), 27 (Το διάλειμμα), 116 (Τα χάι-κάι), 26 (Απογύμνωση), 25 (Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα), 20 (Το χιόνι και η ερήμωση). Σύνολο: 286 ποιήματα. Ή 170, αν εξαιρεθούν τα 116 της συλλογής Τα χάι-κάι, που έτσι κι αλλιώς έχουν έναν άλλο, ιδιότυπο, χαρακτήρα λόγω της σύντομης και πάγιας μορφής τους. Κατά μέσο όρο οι συλλογές κυκλοφορούν κάθε τέσσερα περίπου χρόνια, με πιο
κοντινές μεταξύ τους Το διάλειμμα (1976), Τα χάι-κάι (1978) και την Απογύμνωση (1979). Αν παραμερίσουμε τις δύο πρώτες από αυτές τις τελευταίες (163 ποιήματα οι δυο μαζί, πάνω από το μισό της συνολικής παραγωγής), οι οποίες γράφονται παράλληλα με τα ποιήματα της Απογύμνωσης, κάτι που διαπιστώνεται πρώτη και τελευταία φορά, συνιστώντας κι από την άποψη αυτή διάλειμμα, θεματικό η πρώτη, τεχνοτροπικό η δεύτερη, τότε ο μέσος όρος ανέρχεται σε πέντε τόσα χρόνια. Όχι μικρός, για να γραφούν είκοσι, σύντομα εν γένει ποιήματα, της μιας σελίδας, τέσσερα το χρόνο. Το γεγονός πως στο μεταξύ γίνονται κι άλλες εκδόσεις δεν αλλάζει σε τίποτα τα πράγματα, γιατί ο Ευαγγέλου είναι, πριν από οτιδήποτε άλλο, ποιητής.
Δύο συλλογές παίρνουν τον τίτλο τους ενόλω ή ενμέρει από ποιήματά τους (Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα, Το χιόνι και η ερήμωση). Πέντε από τις οχτώ (Αφαίμαξη ’66-’70, Το διάλειμμα, Τα χάι-κάι, Απογύμνωση, Το χιόνι και η ερήμωση) μοιράζουν τα ποιήματά τους σε ενότητες, θεματικά οι τέσσερις πρώτες, η πέμπτη και χρονολογικά. Σε δύο ενότητες μοιράζουν τα ποιήματα οι τέσσερις (Αφαίμαξη ’66-’70, Το διάλειμμα, Απογύμνωση, Το χιόνι και η ερήμωση) και σε τέσσερις η ειδική περίπτωση Των Χάι-κάι. Όταν οι ενότητες είναι δύο, υπάρχει προλογικό ποίημα (Αφαίμαξη ’66-’70, Το διάλειμμα, Απογύμνωση) – σε μια περίπτωση και επιλογικό (Το διάλειμμα). Η επωνυμία των ενοτήτων αντλείται από τίτλο ποιήματος τους σε τρεις συλλογές: Αφαίμαξη
’66-’70, Απογύμνωση, Το χιόνι και η ερήμωση. Στην τελευταία μάλιστα συλλογή η συναρμογή είναι στενότερη, καθώς οι τίτλοι των δύο ποιημάτων δεν είναι μονάχα τίτλοι των ενοτήτων, αλλά ανάγονται και στον τίτλο της συλλογής.
Τρεις συλλογές έχουν επιγραφή (Περιγραφή εξώσεως, Μέθοδος αναπνοής, Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα). Όταν όμως η συλλογή μοιράζεται σε δύο μέρη, οι επιγραφές μεταφέρονται στις ενότητες σε δύο περιπτώσεις (Αφαίμαξη ’66-’70, Απογύμνωση), σε μία δεν υπάρχουν καθόλου (Το διάλειμμα), ενώ σε άλλη μία υποκαθίστανται κατά κάποιον τρόπο από τους χρόνους γραφής (Το χιόνι και η ερήμωση). Με εξαίρεση την επιγραφή της πρώτης συλλογής, που είναι ξένη, όλες οι άλλες, συλλογών και ενοτήτων αλλά όχι ποιημάτων, είναι αυτοπαραθέματα, τα οποία αντλούνται κατά κανόνα από την προηγούμενη κάθε φορά συλλογή.41 Παράλληλα τίτλοι ποιημάτων γίνονται συχνά τίτλοι ενοτήτων, ενώ σπανιότερα τίτλοι ποιημάτων ή ενοτήτων γίνονται τίτλοι συλλογών. Αυτή η αναγωγή τίτλων από τα ποιήματα στις ενότητες και στις συλλογές αλλά κι ο τρόπος που μπαίνουν οι επιγραφές σε συλλογές και ενότητες παρουσιάζουν μια ορισμένη συμμετρία, όπως διαφαίνεται από τον πίνακα που ακολουθεί (όπου Ε= επιγραφή):

Τίτλοι συλλογών
Περιγραφή εξώσεως Ε(ξένη) ενοτήτων ποιημάτων
Μέθοδος αναπνοής
Αφαίμαξη ’66-’70 Ε Το κακό παιχνίδι Ε Ένα παιχνίδι σικέ
Ανάβαση Ε Ανάβαση
Το διάλειμμα Στο καμίνι
Μετά την καύση
Τα χάι-κάι Νεκροί του Νοέμβρη
Άρρωστα χρόνια
Της αγάπης
Άστεγα
Απογύμνωση Η κωμωδία Ε Η κωμωδία
Το πανδοχείο Ε Το πανδοχείο
Η επίσκεψη και άλλα Ε
ποιήματα Η επίσκεψη
Το χιόνι και η ερήμωση Το χιόνι (1987-1990) Το χιόνι
Ερήμωση (1989-1993) Ερήμωση

Η συμμετρία δομικής υφής, που διαπιστώνεται από τον πίνακα, φαίνεται να στηρίζεται σε μια ανάλογη διευθέτηση των σημασιολογικών δομών. Στις δύο πρώτες συλλογές, Περιγραφή εξώσεως και Μέθοδος αναπνοής, τα βασικά θέματα είναι η έξωση από το σπίτι των προγόνων, η εχθρότητα και η σήψη του κοινωνικού χώρου, το επικοινωνιακό αδιέξοδο. Το ποιητικό υποκείμενο αντιμετωπίζει απολύτως αρνητικά το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο καλείται να ενταχθεί και, μην έχοντας τη συνείδηση και τη δύναμη να παλέψει τις αντιξοότητες, υποχωρεί στα ενδότερα, παρόλο που αναζητά στηρίγματα στον
έξω κόσμο: στους άλλους, στο Θεό. Σ’ αυτήν τη φάση η πιο κοντινή διέξοδος είναι η ποίηση, επιλογή που γρήγορα αποδεικνύεται αναποτελεσματική, καθώς η ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου για ουσιαστική επικοινωνία
υπερβαίνει το ψεύδος-υποκατάστατο της τέχνης. Αυτή η οντολογική διάσταση μετασχηματίζεται σε κοινωνική στην τρίτη συλλογή Αφαίμαξη ’66-’70, κυρίως στη δεύτερη ενότητά της, και παγιώνεται με τις συλλογές του 1976 Το διάλειμμα και του 1978 Τα χάι-κάι, για να κορυφωθεί στη συλλογή του 1979 Απογύμνωση, και πάλι κατεξοχήν στη δεύτερη ενότητα. Οι συνθήκες ζωής, πολιτικές και κοινωνικές, ωθούν το ποιητικό υποκείμενο στην υπέρβαση της εσωτερικής του εξορίας και στην προσέγγιση με τους άλλους, η οποία έχει δύο μορφές: την αρχέγονη του έρωτα (Το διάλειμμα και η τρίτη ενότητα «Της αγάπης» της συλλογής Τα χάι-κάι) κι εκείνη της κοινωνικής ένταξης ή και της στράτευσης (Αφαίμαξη ’66-’70, οι δύο πρώτες ενότητες της συλλογής Τα χάι- κάι «Νεκροί του Νοέμβρη» και «Άρρωστα χρόνια» και Απογύμνωση). Αυτήν τη διαδικασία εξόδου από τον ατομικό χώρο και ένταξης στον κοινωνικό αποδίδει ο ποιητής με τον όρο «κοινωνικοποίηση της γραφής». Στις δύο τελευταίες συλλογές Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα και Το χιόνι και η ερήμωση επιστρέφει η οντολογική διάσταση των πραγμάτων και του κόσμου, καθώς το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί με τους αγαπημένους μακρινούς νεκρούς του (Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα), αλλά και αγωνιά για το δικό του, επικείμενο λόγω της νόσου, τέλος (Το χιόνι και η ερήμωση). Μια γενική ιδεολογική σκιαγράφηση του ποιητικού του έργου κάνει ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξη που παραχώρησε στους δημοσιογράφους Βησσαρίωνα Σταύρακα και Κωστή Λιόντη το 1986, ένα χρόνο πριν από την έκδοση της προτελευταίας συλλογής Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα:

Έτσι αν θα μπορούσε κανείς να επισημάνει μια υπαρξιακή διάσταση στην ποίησή μου, διάσταση που βρίσκει την έκφρασή της κυρίως στις δυο πρώτες συλλογές μου και στα πρώτα πεζογραφήματά μου, θα μπορούσε επίσης να προσθέσει άλλες δύο: την ερωτική (κατά κύριο λόγο στη συλλογή Το Διάλειμμα και σε αρκετά από Ταχάι-κάι) και αυτήν της κοινωνικής συμμετοχής, της ένταξης, θέλω να πω, των ατομικών πληγών μέσα σε ευρύτερα πλαίσια, ένταξη που καταλήγει κάποτε ακόμα και στην πολιτική «στράτευση» (Αφαίμαξη ’66- ’70, Τα χάι-κάι και Απογύμνωση). Ανακεφαλαιώνοντας, θα έλεγα ότι το άγχος, ο φόβος και η συνείδηση της υπαρξιακής ορφάνιας των πρώτων χρόνων, χωρίς να χάνονται, χωνεύονται λίγο λίγο και από συλλογή σε συλλογή μες στην επίγνωση της κοινότητας της ανθρώπινης μοίρας και στις διαρκείς απόπειρες για την υπέρβασή της με όπλα τον έρωτα και την κοινωνική αλληλεγγύη – τη «στράτευση» ενάντια στην αδικία και την ποικιλόμορφη βία της εξουσίας. […] Έτσι, στα νεότερα ποιήματά μου, όσα έγραψα μετά την Απογύμνωση και δεν έχουν ακόμα συγκεντρωθεί σε βιβλίο, έχουν ωστόσο κάποια απ’ αυτά δημοσιευτεί σε περιοδικά και συλλογικές εκδόσεις, θα μπορούσε κανείς εύκολα να επισημάνει
μια επιστροφή σε υπαρξιακούς τόνους, αυτή τη φορά ίσως οξύτερους παρά ποτέ και βέβαια, ενισχυμένους με την εν τω μεταξύ κτηθείσα πείρα.
[«Η υπαρξιακή οδύνη ενός συγγραφέα», εφ. «Η Αυγή» (16.3.1986)]

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ

Το Τραμ, τχ. 13-14 (Ιούνιος 1990),

«Ανέστης Ευαγγέλου: Τα ποιήματα (1956-1986)»

Τα Ποιήματα (1956 – 1986) του Ανέστη Ευαγγέλου αποτελούν συνολική έκδοση της μέχρι τώρα δημοσιευμένης ποιητικής δουλειάς του. Πρόκειται για μια δουλειά τριάντα χρόνων που είχε παρουσιαστεί νωρίτερα με τις ακόλουθες εφτά συλλογές. Περιγραφή εξώσεως 1960, Μέθοδος αναπνοής 1966, ‘Αφαίμαξη 1971, Το Διάλειμμα 1976, Τα Χάί – Και 1978, Απογύμνωση 1979. Η Επίσκεψη και άλλα ποιήματα 1987. Τα ποιήματα αυτών των συλλογών μας παραπέμπουν ευθέως στην προσωπική σχέση του ποιητή με το περιβάλλον μέσα στο όποιο έζησε. Ένα περιβάλλον εξαιρετικά αρνητικό για το όποιο αξίζει να γίνει ιδιαίτερα λόγος.

I

Ο Ευαγγέλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1937. Ανήκει συνεπώς στην «κλάση» του ’60 η στη «χαμένη γενιά» η «γενιά χωρίς ιδανικά», σ’ αυτή που για να συνεννοούμαστε ονομάζουμε συμβατικά δεύτερη μεταπολεμική. Αναφορικά με τα ιστορικά γεγονότα θα πρέπει να θυμόμαστε πως η γενιά αυτή μεγάλωσε κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η πρώτη επαφή της με τον κόσμο έγινε μέσα στον πόλεμο και στην κατοχή και άρχισε να παίρνει συνείδηση του εαυτού της στη διάρκεια του εμφύλιου. Έζησε τα χρόνια της πρώτης ωριμότητας κάτω από το βάρος της μετεμφυλιακής ψυχροπολεμικής κατάστασης και, μόλις πρόλαβε να γνωρίσει την αναλαμπή του «ένα – ένα – τέσσερα», ήρθε η δικτατορία και τα υπόλοιπα. Πάνω απ’ όλα όμως ό,τι σφράγισε αρνητικά τον ψυχισμό της είναι το γεγονός ότι μπήκε στη ζωή σε μια στιγμή που δεν έμενε γι’ αυτή κανένας ενεργός ρόλος. Το Ιστορικό δράμα είχε παιχτεί σύντομα κι αιματηρά κι ό,τι έμενε μετά ήταν το καταθλιπτικό βάρος των συνεπειών του. Το πως είδαν και έζησαν τις συνέπειες αυτές οι πρωταγωνιστές του δράματος είναι στενά συναντημένο με τον τρόπο της συμμετοχής τους σ’ αυτό. Για τους πρωταγωνιστές δηλαδή οι συνέπειες, ανεξάρτητα από την ποιότητά τους, στάθηκαν χρωματισμένες από το είδος της συμμετοχής τους στα σχετικά γεγονότα.
Η πρώτη μεταπολεμική γενιά π.χ., σχεδόν στο σύνολό της, είδε πάνω στην εφηβεία της να χαράζουν κάποιες ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Πίστεψε σ’ αυτές και αγωνίστηκε με ζήλο και αυταπάρνηση για την πραγματοποίησή τους. Στον αγώνα της αυτό, καθώς είναι γνωστό, ατύχησε. Και μάλιστα πλήρωσε ακριβά τα όνειρά της που τα ‘δε τελικά να διαψεύδονται βάναυσα. Πάντως έστω κι έτσι, μ’ έναν αγώνα αδικαίωτο στην πλάτη της, η πρώτη μεταπολεμική γενιά βρέθηκε για ένα σύντομο διάστημα πάνω στη σκηνή της ιστορίας σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Σύντομο διάστημα που στάθηκε εντούτοις έντονα και πολύτροπα δραστικό. Και κάτι τέτοιο από μια άποψη μπορεί να γεμίζει έκτοτε και μια ολόκληρη ζωή. Βέβαια δε θα ‘λεγε εύκολα κανείς, αν έβλεπε συνολικά το πράγμα, πως είναι μια αξιοζήλευτη γενιά η πρώτη μεταπολεμική. Κάθε άλλο. Κοιταγμένη ωστόσο από τη μεριά της δεύτερης μεταπολεμικής είναι αξιοζήλευτη. Γιατί η δεύτερη μεταπολεμική υπήρξε από την αρχή κι εξακολουθητικά αποπαίδι της ιστορίας. Όπως είπα παραπάνω τη γενιά αυτή τη σφράγισε το γεγονός ότι μπήκε στη ζωή σε μια στιγμή που δεν είχε τίποτε να κάνει. Σα να ‘ρθε σε μια ώρα που ήταν περιττή η αχρείαστη. Έτσι, καθώς βρέθηκε από νωρίς έξω από το ιστορικό παιχνίδι, δεν είχε καμιά δυνατότητα ομαδικής δράσης. Πράγμα που σημαίνει αναγκαστικά έλλειψη ομαδικής ζωής και μάλιστα σ’ όλα τα επίπεδα, όπως λ.χ. στο πνευματικό. Δεν είναι π.χ. τυχαίο ότι ποτέ δεν εκπροσωπήθηκε από ένα περιοδικό, μια κίνηση, μια δραστηριότητα με διάρκεια κ.λπ. Να σημειωθεί έξαλλου πως ενώ την ίδια εποχή σε άλλες χώρες είχε παρουσιαστεί η αντίδραση της οργής, εδώ σε μας μια τέτοια αντίδραση ήταν αδιανόητη εξαιτίας της ιδιόμορφα καταπιεστικής κατάστασης που επικρατούσε. Με αυτές τις προϋποθέσεις – ιστορικά απόβλητη, έλλειψη ομαδικής ζωής και αναπνέοντας τη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα μιας αρκετά μακρόχρονης περιόδου – η δεύτερη μεταπολεμική γενιά προσανατολίστηκε προς τη μόνη δυνατότητα που της έμεινε. Τη δυνατότητα της στενά ατομικής εμπειρίας και της περισυλλογής. Μια δυνατότητα που ευνόησε βέβαια τις διαπιστώσεις και τις κρίσεις από τη μια μεριά αλλά και το σκεπτικισμό και την απαισιοδοξία για τα γενικότερα ζητήματα από την άλλη.

II

Να περάσουμε όμως στα ποιήματα του Ευαγγέλου. Και πρώτα πρώτα να δούμε την κάθε μια από τις εφτά συλλογές του από εμπειρική άποψη. Να δούμε δηλαδή το εμπειρικό υλικό της. Με την πρώτη συλλογή, την Περιγραφή εξώσεως, έχουμε το οδυνηρό ξύπνημα μιας νέας ύπαρξης μέσα σ’ ένα ψυχρό και άξενο περιβάλλον. ’Οδυνηρό γιατί η νέα ύπαρξη αποζητάει ενστικτώδικα, ως περιβάλλον, έναν κόσμο καλύτερο. Έτσι κινείται σε δυο διαφορετικά και μάλλον αντιθετικά επίπεδα. Από το ένα μέρος μαθαίνει πάνω στο πετσί της τις αρνητικές πτυχές της συγκεκριμένης πραγματικότητας. Και από τ’ άλλο, καθώς δε συμβιβάζεται μαζί της, βυθίζεται ολοένα και περισσότερο σε μια κατάσταση εσωτερικής εξορίας. Έκτοτε αυτή η κατάσταση της εσωτερικής εξορίας της γίνεται ο οικείος χώρος όπου μπορεί σχετικά να οικονομεί τον εαυτό της. Ως κάτοικος του βασιλείου της μιλάει για το αίσθημα της ασφυξίας που την πνίγει και το κλίμα της απάτης που δηλητηριάζει τις ψυχές. Μιλάει επίσης για τις θετικές βεβαιότητες τις όποιες αναζήτησε χωρίς να τις βρει, για τα σημεία του κακού: την ομίχλη, τα ερείπια, τους λασπωμένους δρόμους κ.λπ. Πρόκειται για μια διαμαρτυρία αρητόρευτη, μια ομιλία ήπια θρηνητική που συχνά παίρνει τη μορφή της προσευχής. Προσευχής βέβαια χωρίς θρησκευτική χροιά. Καλύτερα όμως ν’ ακούσουμε, δειγματοληπτικά, τον ίδιο τον ποιητή.

Όπως ξενιτεμένος ή ταξιδιώτης
που την πατρίδα άφησε πίσω και γυρίζει
από τόπο σε τόπο, μακριά
από το πάτριο χώμα, και δίχως
να το καταλαβαίνει η νοσταλγία
του τρώει τα σωθικά, τον φθείρει,
και κάποτε, σαν από ύπνο βαθύ ξυπνώντας
να γυρίσω, φωνάζει, πότε θα γυρίσω —
έτσι κι εσύ πώς μοιάζεις, ψυχή μου,
που από θάνατο σε θάνατο γυρνώντας
σε χώρες σιωπής περιδιαβάζοντας
από τον ένα τον χαμό στον άλλο τον χειρότερο
ξάφνου θυμάσαι αυτή τη γη, αυτόν
τον δίχως τέλος ουρανό, τον ήλιο
τη γήινη γεύση των καρπών στον ουρανίσκο κι όταν
καμιά φορά επιστρέφοντας όπως ταιριάζει
σ’ αυτούς που πολύ προχώρησαν στο θάνατο και τη ζωή
με μάτια νέα αντικρίζεις, ακριβώς όπως
ο ταξιδιώτης, ο ξενιτεμένος την πατρίδα —
πώς το φως, τη γη, τον ουρανό, με πόση
λαχτάρα τα δέχεται όλα αυτά, σαν βρέφος
που από τη σκοτεινή βαθιά σπηλιά της μάνας βγαίνοντας
πρώτη φορά τον κόσμο βλέπει.

Ο τίτλος της συλλογής. Περιγραφή εξώσεως, στην κυριολεξία σημαίνει – εννοώ μέσα στα κείμενα που στεγάζει – έξωση από το πατρικό σπίτι. Είναι αλήθεια πως την εποχή που γράφεται η Περιγραφή εξώσεως συντελείται η ανοικοδόμηση των μεγάλων πόλεων. ‘Ανοικοδόμηση που έχει ως συνέπεια το πέρασμα του κόσμου από τα σπίτια – μονοκατοικίες στα άξενα διαμερίσματα των πολυκατοικιών. Πάντως ο Ευαγγέλου δεν περιορίζει τη σημασία του τίτλου στο θέμα της «έξωσης» από το πατρικό σπίτι – μονοκατοικία. Το νόημα του τίτλου είναι κατεξοχήν μεταφορικό και σημαίνει τη στέρηση του περιβάλλοντος εκείνου που ο κάθε άνθρωπος το προϋποθέτει και το αναζητάει μετά τη γέννησή του. Αυτό το περιβάλλον που ο ποιητής δεν το γνώρισε παρά ως επιθυμία, ως έλλειψη και ως αναζήτηση. Περιττό να πω ότι περιβάλλον εδώ σημαίνει το κάθε τι που αποτελεί θετική προϋπόθεση υλικής, ψυχικής και πνευματικής ζωής.
Με τη δεύτερη συλλογή, τη Μέθοδο αναπνοής, συνεχίζεται η εμπειρική δοκιμασία της πρώτης. Αίσθημα ασφυξίας, κλίμα απάτης, έλλειψη θετικών βεβαιοτήτων, αδιέξοδο και αντίρροπα πάλι αποδοχή της εσωτερικής εξορίας ως ένα τρόπο επιβίωσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η φράση εσωτερική εξορία έχει την έννοια της παθητικής αντίστασης στις αρνητικές συνθήκες του περιβάλλοντος. Το νέο άτομο δε δέχεται τους όρους με τους οποίους παίζεται το κοινωνικό και πολιτικό παιχνίδι. Αρνιέται τους προαποφασισμένους κανόνες αυτού του παιχνιδιού και μένει αμέτοχο. Και καθώς, στη συγκεκριμένη περίσταση πάντα, οποιοδήποτε είδος πρακτικής αντίστασης στους δοσμένους κανόνες συνεπάγεται βέβαιο κίνδυνο και μάλιστα χωρίς αντίκρισμα, υποχωρεί στον πλασματικό μικρόκοσμό του. Το άτομο αυτό μπορεί να παρακολουθεί τα γεγονότα, να τα εξετάζει από διάφορες πλευρές, να τα κρίνει και κάποτε να τα κατανοεί, όχι όμως και να τα δέχεται. Πρόκειται δηλαδή για οντότητα μόνο εσωτερικά ενεργή. Πάντως όσο και να οικονομεί κανείς τον εαυτό του με μια τέτοια ενεργητικότητα, εφόσον αυτή προκύπτει ως προϊόν σκληρής ανάγκης και όχι ως προϊόν ελεύθερης εκλογής αποτελεί τελικά μια κατάσταση δυσάρεστη ως οδυνηρή.

Ό τίτλος Μέθοδος αναπνοής δηλώνει από πρώτη άποψη προσπάθεια εθισμού και συμφιλίωσης με το περιβάλλον. Σέ σχέση όμως με τα ποιήματα πού στεγάζει ή φράση είναι ειρωνική και σημαίνει μάλλον το αντίθετο. Θέλω να πω ότι επισημαίνει κυρίως τη δυνατότητα και επομένως τον κίνδυνο του συμβιβασμού. Εξάλλου καθεαυτή ή φράση Μέθοδος αναπνοής αποτελεί οξύμωρο σχήμα λόγου το όποιο δηλώνει ανοίκεια καταπίεση ή τέτοια άσκηση σωματικής λειτουργίας. Να δούμε όμως ένα συναφές ποίημα τής συλλογής. Επιγράφεται «’Υποθήκη πατρική».

ΥΠΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΙΚΗ

Να το ξεγράψεις πια το σπίτι, να το σβήσεις
από τη μνήμη σου εντελώς· είναι καιρός
να τ’ αγαπήσεις πια αυτά τα έπιπλα
που άλλοι πριν από σένα τα μεταχειρίστηκαν,
με τα σπασμένα πόδια, το σωρό τη σκόνη,
τις ξεχαρβαλωμένες σούστες τους, να τ’ αγαπήσεις
σαν να ’τανε δικά σου από τα παιδικά σου χρόνια·
είναι καιρός να συνηθίσεις τα χοντρά ποντίκια
που τριγυρίζουν στις γωνίες, να γίνεις φίλος
με τους ρουφιάνους και τους χαρτοκλέφτες, ν’ αγαπήσεις
σαν να ’ταν σπίτι σου το πανδοχείο αυτό.

Να το ξεγράψεις πια. Είν’ επικίνδυνη
και μόνο η σκέψη του σπιτιού, η ανάμνηση —
πρέπει να ζήσεις, βέβαια, είσαι νέος.

Η τρίτη συλλογή, η ‘Αφαίμαξη, φέρνει στο νου – ως λέξη και ως επισήμανση τη συλλογή Καθημαγμένοι του Γιάννη Νεγρεπόντη, ενός άλλου ποιητή της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Εξάλλου γενικότερα, ως πραγματογνωσία, συγκλίνει προς ένα σημείο προς το όποιο συγκλίνουν από διαφορετικούς δρόμους και άλλοι συνομήλικοι του ποιητή. Ο Καρανικόλας π.χ., ο Μάρκογλου, ο Λεοντάρης και πιο αιρετικά αλλά σαφώς η ερωτική τριάδα των Χριστιανόπουλου, Ασλάνογλου, Ιωάννου. Υπάρχουν βέβαια κι εδώ όλα τα βασικά εμπειρικά δεδομένα που συναντούμε στις δυο προηγούμενες συλλογές του ποιητή. Αν κάτι αλλάζει τώρα είναι η οπτική γωνία του υποκειμένου που παρουσιάζει κάποια διαφοροποίηση.
Αρχικά παρατηρούμε πως η πρώτη οξύτητα της διαμαρτυρίας υποχωρεί σε μια ηπιότερη αντίδραση. Ο νεανικός πόνος, η έκπληξη, τα ανήσυχα ερωτήματα, δίνουν τόπο σε μια καρτερικότερη ενατένιση των συντελεσμένων. Κι ίσως γι’ αυτό βλέπουμε μια σχετική μετακίνηση από το στενά ατομικό προς το συ λογικότερο. Το ενδιαφέρον βαθμιαία στρέφεται προς τα γενικότερα ζητήματα με ανάλογες διαπιστώσεις και συλλογισμούς. Το ποιητικό εγώ διαπιστώνει αποτελέσματα αλλά και σκέφτεται πάνω στις αιτίες και στους πιθανούς ένοχους. Υπάρχει δηλαδή εδώ περισσότερη στοχαστική στάση απέναντι στα πράγματα και ανάλογη επεξεργασία των εμπειρικών στοιχείων. Με δυο λόγια θα έλεγα πως στις δυο προηγούμενες συλλογές κυριαρχεί το πάθος, ενώ στην ’Αφαίμαξη κερδίζει έδαφος η στοχαστική διάθεση. Ήδη όμως στη Μέθοδο αναπνοής είχαν φανεί τα πρώτα σημάδια αυτής της φοράς προς μια στοχαστικότερη επεξεργασία της συγκίνησης. Θα ήταν πάντως δύσκολο να διακριθεί με σαφήνεια αν δεν έπαιρνε τις διαστάσεις που πήρε στην Αφαίμαξη. Να πάρουμε όμως πάλι μια ιδέα της ποιητικής πράξης από πρώτο χέρι.

Τώρα που το καράβι βουλιάζει αύτανδρο στα σκοτεινά
και το νερό —το νιώθεις— ανεβαίνει,
προσπάθησε μες στις κραυγές του πανικού και την αλλοφροσύνη
να συναρμολογήσεις τα λόγια σου· να πεις
για το ναυάγιο αυτό και να το μνημονέψεις,
για την καταστροφή και για το μακελειό των χρόνων μας,
για όσα δε λεν οι επίσημες αναφορές,
και πιο πολύ να πεις για τους ενόχους,
βάζοντας όλη σου την αντοχή για νάβρεις τους ενόχους —
σαν να σ’ ακούει κανείς μέσα σε τούτο το χαλασμό,
σαν να ’χει τον καιρό, σαν να προφταίνει,
σαν να μην είναι να ρουφήξει η θάλασσα σε λίγο
και πλοίο κι εσένα και όλους τους συντρόφους.

Περιγραφή εξώσεως. Μέθοδος αναπνοής. Αφαίμαξη, τρεις συλλογές γεμάτες σκοτεινιά, οδύνη και αδιέξοδο, όπου η θετική όψη της ζωής φαίνεται οριστικά χαμένη. Ξαφνικά όμως για το ποιητικό εγώ το σκηνικό αλλάζει άρδην. “Αν και στη γενική κατάσταση δεν αλλάζει τίποτε, από ορισμένη πλευρά αστράφτει φως.
Ευτυχισμένες στιγμές έρχονται να διακόψουν την οδυνηρή πραγματογνωσία και να σημάνουν την ώρα του έρωτα. Η τέταρτη συλλογή, Το Διάλειμμα, αφορά την εμπειρία της ερωτικής ευφροσύνης. Για την ακρίβεια η συλλογή χωρίζεται σε δυο μέρη, με πρώτο το Στο καμίνι και δεύτερο το Μετά την καύση. Στο πρώτο μέρος βλέπουμε το πάθος για ζωή να εκδηλώνεται τόσο έντονα όσο ανέλπιστα του δόθηκε η δυνατότητα να εκδηλωθεί. Τα πάντα ξεχνιούνται για λίγο για να χωρέσει όσο γίνεται πιο ατραυμάτιστη η νέα εμπειρία.

Στιγμή μοναδική
του χρόνου λάφυρο.

Σε κράτησα νυχτερινή
απτή
κι όνειρο δεν ήταν
πλάνη δεν ήτανε της στέρησης
αντικατοπτρισμός της παιδεμένης
φαντασίας

που μπλέχτηκαν τα σώματά μας
που πάλεψαν
που ο θάνατος για μια στιγμή
μοναδική
είχε καταργηθεί.

Βέβαια για μια στιγμή ίσως όλα μπορούν να ξεχαστούν. ’Αλλά πόσο κρατάει μια στιγμή; ‘Ήδη στο δεύτερο μέρος, το Μετά την καύση, η συγκίνηση αρχίζει να δίνει έδαφος στη σκέψη. “Αν και βρισκόμαστε ακόμη στο ερωτικό αλώνι, το δεύτερο μέρος αποτελεί μάλλον έναν απολογισμό του πρώτου. ’Από την πλευρά αυτή το Στο καμίνι, ως εμπειρία θυμική, είναι αντίστοιχη με την Περιγραφή εξώσεως και τη Μέθοδο αναπνοής, ενώ το Μετά την καύση, ως στοχαστικότερο, είναι αντίστοιχο με την ’Αφαίμαξη. Φυσικά από αυτή την πλευρά μονάχα, δηλαδή απλώς ως αντίδραση απέναντι στα πράγματα περισσότερο η λιγότερο ευθέως θυμική και τίποτε άλλο. Από τα προηγούμενα θα φάνηκε πως ο τίτλος Διάλειμμα έχει τη σημασία της ερωτικής σφήνας η όποια αμβλύνει, όσο διαρκεί, την άμεση επαφή του ποιητικού εγώ με τη γύρω του καταθλιπτική κατάσταση.
Η πέμπτη συλλογή, Τα Χάι – Κάι, δεν αντιπροσωπεύει ορισμένη εσωτερική περιπέτεια. Μάλλον προδίνει το δισταγμό του ποιητή να καταδυθεί αμέσως ύστερα από το Διάλειμμα στον εσωτερικό του παιδεμό. Δεν αρνιέται βέβαια το κεκτημένο φορτίο των περασμένων αφού με γνώρισμα αυτό το φορτίο παρατηρεί όσα συμβαίνουν γύρω του. Και γύρω του συμβαίνουν αξιοπρόσεχτα γεγονότα. Το βλέμμα του λοιπόν είναι στραμμένο προς τους άλλους. Θεματικά Τα Χάι – Κάι αναφέρονται
στο Πολυτεχνείο («Νεκροί του Νοέμβρη»), στη Χούντα («Άρρωστα χρόνια»), στον έρωτα («Της Αγάπης») και σε διάφορα άλλα μικροθέματα («Άστεγα»). Όπως προανάφερα Τα Χάι – Κάι προδίνουν μάλλον το δισταγμό του ποιητή να περάσει αμέσως μετά Το Διάλειμμα στο βασανιστικό στίβο της εσωτερικής του ζωής. Πράγμα που του δίνει το περιθώριο να ασκηθεί πάνω σ’ ένα είδος τεχνικής η όποια από το ένα μέρος απαιτεί δεξιοτεχνία μικρογράφου, ενώ από τ’ άλλο αποκλείει ανοιχτές θεματικές αναπτύξεις. Έτσι μ’ αυτή τη συλλογή έχουμε ένα μικρό γαλαξία διάφορων διαπιστώσεων, παρατηρήσεων, κρίσεων κ.λπ. Ενώ κατά τα άλλα υπάρχει σχετική ανάπαυλα.
Με την έκτη συλλογή, την ’Απογύμνωση, έχουμε σαφή υποχώρηση προς την Αφαίμαξη. Φαίνεται πως κανένας έρωτας δε μπορεί να στηρίξει για πολύ μια ζωή με ιστορικό μείον. Κι εδώ αμέσως μετά την ένταση της ερωτικής συνάντησης ο ποιητής νιώθει πάλι τις σκληρές αιχμές της γύρω του πραγματικότητας. Τα βασικά στοιχεία που φέρνουν την Απογύμνωση κοντά στην Αφαίμαξη είναι, πρώτα, ότι τα πράγματα βλέπονται από κάποια απόσταση και με σχετική στοχαστική διάθεση. Έχουμε δηλαδή σε μεγάλο βαθμό επεξεργασία των θυμικών καταστάσεων και ανάλογη διατύπωση. Έπειτα και στις δύο συλλογές υπάρχουν αντιδράσεις πάνω σε γεγονότα συλλογικά. Κι αυτό θα πει πως το στενά ατομικό δίνει έδαφος στο συλλογικότερο. Υπάρχει επίσης η ίδια στυφή γεύση της πραγματικότητας και το ίδιο βάθος της απόγνωσης. Η Απογύμνωση γράφεται στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και θα ’λεγε κανείς πως κάποια, έστω και μικρή, αισιοδοξία θα έπρεπε να είχε εισχωρήσει στα κείμενά της. Κι όμως όχι, κανένα ίχνος αισιοδοξίας δε διαφαίνεται. Φανερό πως για τον ποιητή, που είναι ώριμος πιά από πείρα και γνώση, που ξέρει πως η ζωή του έχει σφραγιστεί αρνητικά για πάντα και που βλέπει πέρα από τις διακυμάνσεις της
τρέχουσας πραγματικότητας, δεν προκύπτει κανένας σοβαρός λόγος αισιοδοξίας.
‘Υπάρχουν απλώς ορισμένα γεγονότα που αξίζει να προσεχτούν και να υπογραμμιστούν. Κάπως έτσι.

Με παραχαραγμένη τη ζωή μας,
που άλλοι κινούν, αθέατοι, τα νήματά της,
παραμορφωτικά αλλοιωμένοι στο μηχανικόν αιώνα,
τραυλίζοντας γλώσσες ακατάληπτες, δίχως πατρίδα
και ρίζες μες στην ίδια μας πατρίδα,
περνούν τα χρόνια, φίλοι μου, περνώ κι εγώ
με το μαχαίρι της φωνής μου στομωμένο.

Η έβδομη και τελευταία συλλογή, Η Επίσκεψη και άλλα ποιήματα, δείχνει μάλλον εμπειρική στασιμότητα. Σ’ αυτή για πρώτη φορά ο Ευαγγέλου (εξαιρώ Τα Χάι – Κάι που είναι προϊόν τεχνικής άσκησης στο περιθώριο μιας ψυχικής ανάπαυλας) δε δηλώνει με την επιγραφή της ορισμένη εμπειρική φάση. ‘Αφήνοντας έτσι να εννοηθεί πως δεν υπάρχει ουσιαστική εμπειρική διαφοροποίηση από την αμέσως προηγούμενη συλλογή, την ’Απογύμνωση. Κάτι που επαληθεύεται από τα ίδια τα πράγματα, από την ανάγνωση δηλαδή των κειμένων της ’Επίσκεψης. Παραπέμποντας έτσι σε ό,τι είπα για την ’Απογύμνωση, αντιγράφω παρακάτω ένα χαρακτηριστικό κείμενο της τελευταίας συλλογής.

Στα βρώμικα νερά του λιμανιού
μια μέδουσα επιζεί.
Αγκομαχώντας,
με το δυσκίνητο και πλαδαρό κορμί της,
που έχασε το γαλάζιο του και γέμισε
φριχτά σημάδια του αναπόφευκτου,
βούλες του γένους της καταραμένες,
κινείται αργά μεσ’ από κόπρανα
μεσ’ από προφυλακτικά και πετρελαιοκηλίδες.

‘Εδώ γεννήθηκε, εδώ μεγάλωσε, εδώ έκανε
τα μαγικά ταξίδια της νεότητας
στα πέρατα του κόσμου: στον κυματοθραύστη.
’Εδώ ερωτεύτηκε κι ανάστησε με τον καιρό
παιδιά κι εγγόνια για να χάσει, τέλος,
όλες τις αυταπάτες της, μία μία,
για θάλασσες τάχα πιο καθαρές που κάπου
– δεν μπορεί – πρέπει να υπάρχουν.

Κάθε πρωί τη βλέπω δακρυσμένος,
την προσκυνώ
και τη χαϊδεύω με το βλέμμα.
Είναι γριά, είναι άσχημη και μόνη πιά
μέσα στο πλαδαρό κορμί της’ όμως επιμένει.
Μες στον μεγάλο υπόνομο του κόσμου
συντηρεί το είδος.

Κοιτάζοντας εποπτικά τη δουλειά του Ευαγγέλου, με βάση τα εμπειρικά στοιχεία της, θα παρατηρούσα τα ακόλουθα. α) Στις συλλογές Περιγραφή εξώσεως. Μέθοδος αναπνοής και Το Διάλειμμα, προέχουν οι στενά προσωπικές αντιδράσεις. Ενώ στην Αφαίμαξη, Τα Χάι – Κάι, την Απογύμνωση και την ’Επίσκεψη περνούμε σε συλλογικότερο δεδομένα, β) Στην Περιγραφή εξώσεως. Μέθοδο αναπνοής και πρώτο μέρος από Το Διάλειμμα (Στο Καμίνι), έχουμε ανταποκρίσεις από μια άμεση επαφή με τα πράγματα, όπου η συγκίνηση και το πάθος δίνουν το βασικό τόνο. Αντίθετα σ’ όλο το υπόλοιπο μέρος των ποιημάτων έχουμε ανταποκρίσεις από κάποια απόσταση από τα γεγονότα και στοχαστικότερη διάθεση, γ) Το Διάλειμμα είναι η μόνη συλλογή όπου η στάση του ποιητικού εγώ είναι θετική απέναντι στην πραγματικότητα, ενώ σ’ όλο το άλλο έργο είναι έντονα αρνητική.

ΙΙΙ

Στα προηγούμενα είδαμε την ποίηση του Ευαγγέλου από εμπειρική σκοπιά κι ίσως είναι σκόπιμο να τη δούμε αμέσως παρακάτω από βιωματική. Από βιωματική βέβαια είναι ένας λόγος, αφού μεταξύ άλλων θα πρέπει, κανονικά, να πάρουμε ένα ένα όλα τα ποιήματα του βιβλίου και να τα δείξουμε, όσο γίνεται, από τη συγκεκριμένη πλευρά. Κάτι τέτοιο ωστόσο θα οδηγούσε σε μια ανοικονόμητη εργασία η όποια δεν είναι στις προθέσεις του κειμένου τούτου. Θα πάρω έτσι την ελευθερία, γενικεύοντας αυθαίρετα. να σχηματοποιήσω.
Θα έλεγα λοιπόν πως όλα τα ποιήματα του Ευαγγέλου – εξαιρώ για την ώρα τη συλλογή Το Διάλειμμα στην όποια θα αναφερθώ υστερότερα ξεχωριστά για λόγους που θα εξηγήσω – προϋποθέτουν δυο καταστάσεις. Μία πραγματική και μία αποζητούμενη η επιθυμητή. Η πραγματική αφορά το υπαρκτό περιβάλλον του ποιητικού εγώ, ενώ η αποζητούμενη αποτελεί μάλλον πλάσμα του. Η πραγματική αντιμετωπίζεται πάντοτε αρνητικά και η επιθυμητή πάντοτε θετικά. Αυτές οι δυο καταστάσεις δεν εκφράζονται σ’ όλα τα ποιήματα συμμετρικά. Η πρώτη, η πραγματική που άφορά το υπαρκτό περιβάλλον, δεν απουσιάζει από κανένα ποίημα.
Και, έκτος από ένα μικρό μέρος, καλύπτει εκφραστικά ολόκληρο σχεδόν τον όγκο των κειμένων. “Ένα σχετικό παράδειγμα.

Εδώ που βρίσκομαι τώρα, μέσα σ’ αυτούς
τους σκοτεινούς λασπωμένους δρόμους όπου προχωρούμε.
όλο προχωρούμε μεσ’ από γούβες ψηλαφώντας.
τυφλοί μες στο σκοτάδι και την καταχνιά
βουτώντας ως τα γόνατα στην παχιά λάσπη –
εδώ που βρίσκομαι σε σας μιλώ
εγώ ο φτωχός καθώς εσείς. ο έρημος.
γυμνός μέσα στα βρώμικα νερά σε σας μιλώ
εδώ που τώρα βρίσκομαι, εδώ
που τα κοράκια διεκδικούν το σώμα μου και την ψυχή μου.

Πρόκειται, όπως είναι φανερό, για μια καθαρά αρνητική εκδοχή του περιβάλλοντος του ποιητικού εγώ. Εκδοχή που τη συναντούμε έτσι η αλλιώς εκφρασμένη σ’ όλο το έργο του Ευαγγέλου – με μόνη εξαίρεση Το Διάλειμμα. Η δεύτερη κατάσταση, η αποζητούμενη, άλλοτε εκφράζεται ως ένα βαθμό, άλλοτε απλώς δηλώνεται και άλλοτε υπονοείται χωρίς να δηλώνεται καν. Και μοναχά σε λίγες περιπτώσεις τυχαίνει να καλύπτει εκφραστικά ένα σημαντικό μέρος κειμένου. Κάτι που συμβαίνει π.χ. στο ακόλουθο ποίημα.

‘Έλα λοιπόν μ «τ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,
μορφή μικρή και τρυφερή, σταματημένη στην πρώτη ηλικία,
έλα, πνεύμα του καλού, μυθικό πρόσωπο,
μικρή φωνή χαμένη, περιπλανημένη.
όταν στους δρόμους βρέχει μοναξιά
κι η νύχτα πέφτει νωρίς δίχως ύπνο και όνειρα,
πλύνε το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο,
καθάρισε τον ουρανό, προχώρησε,
άνοιξε δρόμο μεσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,
κάνε μου ένα χώρο να σταθώ, να κινηθώ,
να μπορώ να υπάρξω πιο ανθρώπινα.

Σύμφωνα με τα προηγούμενα η πρώτη από τις δύο καταστάσεις παρουσιάζεται ως υπαρκτό κακό, ενώ η δεύτερη ως επιθυμητό καλό προς το όποιο γίνεται συχνά επίκληση. Για την πρώτη έχω μιλήσει αρκετά όταν αναφέρθηκα στην εμπειρική βάση των ποιημάτων και δε χρειάζεται τώρα ιδιαίτερη παρουσίαση. Για τη δεύτερη θα πρέπει ίσως να πω δυο λόγια. Πρόκειται για έναν ευκταίο κόσμο προς τον όποιο προσανατολίζεται ορμέμφυτα το ποιητικό εγώ και μάλιστα από αντίδραση προς το υπαρκτό περιβάλλον του. Αν και δεν έχει μορφή συγκροτημένου και οργανωμένου συνόλου, είναι εντούτοις έντονα αισθητός μέσα στα ποιήματα. Έχουμε άλλωστε κάμποσους στίχους η φράσεις που αναφέρονται στην έλλειψή του. Όπως π.χ. οι παρακάτω στίχοι:

’Εποχή του θρύλου, ω πόσο χαμένη,
απίθανη φαντάζεις, απρόσιτη
και στην πιο τολμηρή φαντασία.
η
Με μικρά βήματα μέσα στη μνήμη περνάς,
μακρινή μουσική, ήχοι ενός άλλου κόσμου,
ω εσύ αθόρυβη, ανοιχτή πάντοτε πληγή…

Ό,τι όμως κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, αναφορικά με τον αποζητούμενο κόσμο, είναι το γεγονός ότι, ενώ καλύπτει ως έκφραση ελάχιστη έκταση των κειμένων και συνήθως μονάχα υπονοείται, εντούτοις ασκεί ισχυρότατη έλξη στο ποιητικό εγώ το όποιο φέρεται πάντοτε προς αυτόν. Είναι σαν τη βελόνα της πυξίδας που έλκεται πάντα προς το βόρειο πόλο. Η θέση βέβαια από την όποια ξεκινάει η ποιητική πυξίδα για να στραφεί προς το δικό της πόλο είναι εκείνη του περιβάλλοντος. Αυτό είναι το έδαφος πάνω στο όποιο οργανώνεται εκάστοτε η αφετηρία του ποιητικού γεγονότος. Αφετηρία που συνήθως ως διατύπωση καλύπτει ολόκληρη την έκταση των κειμένων. ’Έχουμε συνεπώς σε κάθε ποίημα βάση η αφετηρία το πραγματικό περιβάλλον και φορά προς τον αποζητούμενο κόσμο του ποιητή. Αυτό ασφαλώς δε σημαίνει ότι σε κάθε ποίημα έχουμε την ίδια ακριβώς αφετηρία, ούτε την ίδια ένταση φοράς. (Το δοσμένο περιβάλλον, πέρα από το επίπεδο της θεωρητικής γενίκευσης όπου αναφέρεται σαν ένα, στο επίπεδο της καθημερινής πράξης παρουσιάζει άπειρες πτυχές). Είπα παραπάνω πως κάνει εντύπωση το πόσο ισχυρή έλξη ασκεί στην ύπαρξη ο αποζητούμενος κόσμος της. Πράγμα που σημαίνει ότι με ανάλογη ένταση στρέφεται από την κάθε φορά συγκεκριμένη αφετηρία προς το σημείο αυτού του κόσμου. Και παρατηρείται το φαινόμενο πως όσο πιο αρνητικά εκφράζεται η εκάστοτε αφετηρία, τόσο πιο έντονα τελικά απογειώνεται απ’ αυτή το ποιητικό υποκείμενο. Πρόκειται, καθώς πιστεύω, για μια μορφή αντιστροφής, όπου όσο βαθύτερα ζει κανείς μια αρνητική κατάσταση τόσο ουσιαστικότερα την υπερακοντίζει. Έχω πει πως στην ποίηση του Ευαγγέλου υπάρχει εμπειρικό αδιέξοδο εξαιτίας του αποπνικτικού περιβάλλοντος. Αυτό είναι αλήθεια. ‘Αλλά βιωματικό αδιέξοδο σ’ αυτή την ποίηση δεν υπάρχει, γιατί το βίωμα καθαυτό αποτελεί υπαρξιακή δικαίωση. Από τη στιγμή που ο Ευαγγέλου καταφέρνει να κάνει ποίηση, που θα πει να βιώνει και να εκφράζει το εμπειρικό του αδιέξοδο, καταφέρνει ταυτόχρονα και να κολάζει αυτό το αδιέξοδο. Στο βιωματικό επίπεδο η κάθε αρνητική λεπτομέρεια της πραγματικότητας μπορεί ν’ αποτελεί υλικό μιας συναρπαστικής περιπέτειας, όπου στο τέλος το υποκείμενο βγαίνει κατά κάτι κερδισμένο. Και ακριβώς μιας τέτοιας περιπέτειας την ανάπτυξη μας δίνουν τα ποιήματα του Ευαγγέλου ως βιώματα. Την κάπως εκλογικευμένη θέση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα μας τη δίνει και ο ίδιος ο ποιητής στο παρακάτω ποίημα.

Τούτο τον κίνδυνο πρέπει πολλές φορές ακόμα να τον αρθρώσω,
έστω με άλλα λόγια το ίδιο πράμα να πω,
πρέπει άπειρες φορές και μ’ όση δύναμη έχω να μιλάω γι’ αυτόν
ώσπου να γίνει βουή μεγάλη, συνεχής, στα τύμπανά μου –
κι όχι για να τον κάνω πιο οικείο, να το συνηθίσω,
αφού για την περιουσία μου δεν πρόκειται,
το σπίτι μου, την υπόληψη έστω, τα υπάρχοντά μου
μα για τα πιο βαθιά μου κύτταρα, τα μυστικά
αγκωνάρια που στηρίζουν την ύπαρξη.

Πρέπει πολλές φορές ακόμα να τον αρθρώσω για να σηκώνονται
εκείνες οι κρυφές, άγιες φωνές, μεσ’ απ’ τα κόκαλα
μεσ’ απ’ τα κόκαλα να σηκώνονται και ν’ αγρυπνούν.

Δύσκολα θα διατύπωνε καθαρότερα κανείς αυτή την αντιστροφή των πραγμάτων κατά την όποια «αρθρώνοντας» το κακό «σηκώνονται… οι κρυφές, άγιες φωνές…». Από τα προηγούμενα θα έγινε αντιληπτό, πιστεύω, ότι ο τρόπος με τον όποιο αντιμετωπίζεται και εκφράζεται η πραγματικότητα, στην ποίηση του Εύαγγέλου, είναι σαφώς αρνητικός. Κι επειδή αυτός ο τρόπος καλύπτει ως έκφραση τα εννιά δέκατα των δοσμένων κειμένων, μπορώ να πω ότι είναι ο κυρίαρχος και ο
αντιπροσωπευτικός. Από αυτή την άποψη η ποίηση του Ευαγγέλου βρίσκεται στη συνέχεια μιας παράδοσης η όποια αρχίζει από το δημοτικό τραγούδι κι έχει στα νεότερα χρόνια κορυφαίους σταθμούς την ποίηση του Καρυωτάκη, του Σεφέρη και του Αναγνωστάκη.
Από τα σχετικά με τη βιωματική πλευρά της ποίησης για την όποια μιλώ εξαίρεσα από τα προηγούμενα τη συλλογή Το Διάλειμμα. Η εξαίρεση αυτή έγινε επειδή με Το Διάλειμμα αλλάζει κάπως το σκηνικό. Στα ποιήματα αυτής της συλλογής έχουμε πάλι δυο καταστάσεις αλλά κι οι δυο είναι πραγματικές. Η μία είναι το γνωστό μας περιβάλλον και η άλλη ορισμένο ερωτικό γεγονός. Η πρώτη δεν εκφράζεται αλλά δηλώνεται απλώς η υπονοείται. Η δεύτερη εκφράζεται κατά τρόπο που ως λόγος να καλύπτει ολόκληρη σχεδόν την έκταση των κειμένων. Η πρώτη αντιμετωπίζεται κι εδώ πάντοτε αρνητικά, ενώ η δεύτερη πάντοτε θετικά. Έτσι Το Διάλειμμα, συγκριτικά με το υπόλοιπο έργο του Ευαγγέλου, παρουσιάζει τις εξής διαφορές, α) Στο υπόλοιπο έργο ο λόγος αφορά κατεξοχήν το περιβάλλον, ενώ στο Διάλειμμα ο λόγος προϋποθέτει απλώς την ύπαρξη αυτού του περιβάλλοντος, β) Στο Διάλειμμα, το υποκείμενο φέρεται προς μια απτή και συγκεκριμένη πραγματικότητα την όποια αποζητάει – την ερωτική εμπειρία, γ) Στο Διάλειμμα, αντίθετα από το άλλο έργο, η έκφραση έχει έντονα θετικό χαρακτήρα. Πέρα βέβαια από αυτές τις διαφορές, στο επίπεδο του βιωματικού γίγνεσθαι καθαυτού έχουμε μάλλον ομοειδές «πηλίκον». Γιατί στο επίπεδο αυτό δεν έχει καθοριστική σημασία η διάφορη εμπειρική ποιότητα που χωρίζει Το Διάλειμμα από το υπόλοιπο έργο. Είτε οικονομεί δηλαδή κανείς ορισμένο βίωμα μέσα από αρνητικές εμπειρικές συνθήκες, είτε το οικονομεί μέσα από θετικές, το τελικό αποτέλεσμα έχει την ίδια ειδολογική άξια. Έτσι όταν ο Ευαγγέλου σκιαγραφεί στο Διάλειμμα την ερωτική ευφροσύνη. την σκιαγραφεί ως εμπειρία. Ενώ στο βιωματικό επίπεδο μας δίνει ότι από τη σχετική αναφορά κερδίζεται ως ποίηση.

IV

’Αναφορικά με την τεχνική πλευρά στην ποίηση του Ευαγγέλου τα πράγματα είναι αρκετά άπλα. Αν εξαιρέσουμε Τα Χάι – Κάι. επικρατεί ο ελεύθερος (ανισοσύλλαβος, ανομοιοκατάληκτος) στίχος. Ο λόγος – όπως συμβαίνει άλλωστε γενικότερα στη σύγχρονη ποίηση – εκφέρεται σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο, έτσι ώστε να ταυτίζει κανείς το ποιητικό εγώ με τον ποιητή η έστω με ορισμένη εκδοχή του. Παρόλο όμως το πρώτο πρόσωπο η θέση του ποιητικού εγώ απέναντι στην πραγματικότητα δεν είναι πάντα ίδια. Στις συλλογές Περιγραφή εξώσεως. Μέθοδος αναπνοής, και πρώτο μέρος από Το Διάλειμμα (Στο Καμίνι) η ποιητική όραση παρακολουθεί από κοντά, θα ’λεγα εξ επαφής, την πραγματικότητα. Και ο λόγος είναι λόγος μάρτυρα που υποφέρει και εκφράζει τις συναισθηματικές του αντιδράσεις. Αντίθετα στις υπόλοιπες συλλογές υπάρχει κάποια απόσταση από τα πράγματα, με συνέπεια ο λόγος να είναι μάρτυρας πάλι αλλά λιγότερο θυμικού χαρακτήρα. Πάντως η βασικότερη τεχνική στην ποίηση του Ευαγγέλου είναι η τεχνική της μεταφορικής σχηματοποίησης που πιάνει συνήθως όλη την έκταση των κειμένων στα όποια εφαρμόζεται. Και μια κι έγινε κουβέντα για μεταφορική σχηματοποίηση θα ήθελα να πω ότι ένας τύπος της που βλέπουμε αρκετές φορές είναι εκείνος της προσευχής Ως έκφραση τώρα ο συγκεκριμένος λόγος είναι λιτός, απερίφραστος, και γυμνός από κοσμητικά στοιχεία. Κάτι που μεταξύ άλλων σημαίνει ότι δε συγκαλύπτει αδυναμίες με διάφορα υπερρεαλιστικά τεχνάσματα. Απλώς ως έκφραση γυρεύει να αντιστοιχεί κατά τον καιριότερο τρόπο με τα εκάστοτε βιωματικά δεδομένα. Θα ήταν ίσως δυνατό κρίνοντας αβασάνιστα κανείς να θεωρήσει αυτόν το λόγο αδούλευτο η εύκολο. Κάτι τέτοιο βέβαια δε συμβαίνει – δεν πρόκειται για αδούλευτο λόγο. Στο επίπεδο της διατύπωσης, εφόσον διαχωρίζουμε χοντρικά, υπάρχουν τρεις τύποι λόγου. Ο ακαλλιέργητος, ο σχετικά καλλιεργημένος που επιδείχνει την όποια επεξεργασία του και ο καλλιεργημένος που δε φανερώνει το μόχθο της επεξεργασίας του. Συνήθως θεωρούμε το δεύτερο τύπο σπουδαία και δύσκολη μορφή λόγου. Στην πραγματικότητα εντούτοις αποτελεί αλάνθαστο σύμπτωμα εκφραστικής μειονεξίας. Στην ποίηση για την όποια μιλώ έχουμε διατύπωση του τρίτου τύπου, όπου ένας δουλεμένος λόγος έχει ξεπεράσει τη φάση της επεξεργασίας, κερδίζοντας την απλότητα και την ευθύτητα προς τις όποιες αποβλέπει κάθε σοβαρή εκφραστική προσπάθεια. Πρόκειται συνεπώς για κατάκτηση που είναι, εφόσον μιλούμε για
ποίηση, εξαιρετικής σημασίας. Πως το ξέρουμε όμως, πως φαίνεται δηλαδή αυτό μέσα στο κείμενο; Όσο μπορώ να κρίνω φαίνεται η διαφαίνεται από τα ακόλουθα: από την έλλειψη αμηχανίας, τη διαφάνεια και την πληρότητα της διατύπωσης. Ο λόγος – ο γραφτός εδώ – έχει τη δυνατότητα να υποδηλώνει πράγματα τα όποια δεν ελέγχονται από τη θέληση των συγγραφέων. Κι ένα απ’ αυτά είναι η εκφραστική αμηχανία που βλέπουμε τόσο συχνά στα κείμενα ιδίως των νέων. Το άλλο, η διαφάνεια, αφορά την καθαρότητα με την όποια μας παρουσιάζεται κάθε φορά το αντικείμενο της διατύπωσης. Κατά πόσο δηλαδή ο λόγος αποδίνει το αντικείμενό του έτσι που να διαγράφεται, με ορισμένο τρόπο, απτά στην αντίληψη του αναγνώστη. Το τρίτο, η πληρότητα, είναι ασφαλώς δυσκολότερο να σταθμιστεί. ‘Υπάρχει ωστόσο μια κάποια δυνατότητα να σταθμίζει κανείς αν έχει να κάνει με ολοκληρωμένο λόγο η με ανολοκλήρωτο. Να κρίνει μ’ άλλα λόγια αν η διατύπωση, μολονότι ας πούμε διαφανής, στενεύει η ακρωτηριάζει ως κάποιο βαθμό το αντικείμενο της. Πράγμα που σημαίνει ότι στο κείμενο υπάρχουν αθέλητα εκφραστικά κενά τα όποια δείχνουν ότι ο συγγραφέας του δεν ήταν κύριος του εκφραστικού οργάνου του. Ας δούμε τώρα ένα γραφτό του Ευαγγέλου.

Όταν έπεσε το βαρύ μαχαίρι
και μου άνοιξε τη βαθιά πληγή που έχω στο στήθος
δεν μπορούσα, βέβαια, να καταλάβω τη σημασία του:
έπρεπε ο χρόνος να διαγράψει την τροχιά του.

Έκτοτε έπαθα και έμαθα πολλά – κυρίως
αυτό: πως πρέπει πλέον να συνηθίσω,
να αγαπήσω την πληγή
να αγαπήσω το βαρύ μαχαίρι.

Ελπίζω να συμφωνούμε ότι δε βλέπουμε σ’ αυτούς τους στίχους αμηχανία, αδιαφάνεια και έλλειψη πληρότητας, με την έννοια που ανάφερα αυτές τις λέξεις παραπάνω. Και αντίθετα ότι ο λόγος υποδηλώνει – όπως και σ’ ολόκληρη τη δουλειά του ποιητή – σίγουρο χέρι που διαγράφει μια μεταφορική κατάσταση με σαφήνεια και πληρότητα. Αναφορικά με τον απέριττο τρόπο της διατύπωσης στην ποίηση αυτή είναι χαρακτηριστικό πως δυο πολύ συχνά σχήματα σύνταξης είναι τα ακόλουθα: υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο, ρήμα – υποκείμενο – κατηγορούμενο. Πράγμα που μεταφράζεται σε ουσιαστικό η αντωνυμία – ρήμα – ουσιαστικό η αντωνυμία – ρήμα – επίθετο. Κι όμως μ’ αυτόν τον τόσο απέριττο τρόπο όχι μόνο δεν έχουμε εκφραστικά κενά αλλά αντίθετα έχουμε σαφή δείγματα εκφραστικών επιτευγμάτων. ’Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως λέξεις όπως «σπίτι», «πανδοχείο», «ομίχλη», «μνήμη», «χαλάσματα», «δρόμοι», «παιδί» και τόσες άλλες έχουν αναβαπτιστεί έτσι που να κερδίζουν μέσα στη δοσμένη ποίηση ειδική φόρτιση.
Ο Ευαγγέλου ανήκει στην κατηγορία των ποιητών εκείνων που παρουσιάζονται ώριμοι αμέσως, από το πρώτο ποίημα της πρώτης συλλογής. Εννοώ ώριμοι από κάθε άποψη. Επειδή όμως εδώ αναφέρομαι στην έκφραση θα έλεγα πως σ’ αυτόν τον τομέα, από την πρώτη ως την τελευταία συλλογή, δεν έχουμε ουσιαστική εξέλιξη, αλλά ευθύς εξαρχής εκφραστική ωριμότητα. Και πως η μόνη αξιοπρόσεχτη διαφοροποίηση είναι αυτή που έχω σημειώσει ήδη, ότι δηλαδή στις πρώτες συλλογές κυριαρχεί η συγκίνηση , ενώ στις επόμενες κερδίζει έδαφος η στοχαστική διάθεση. Κι η τέτοια διαφορά αντανακλά, όπως είναι φυσικό, στο χαρακτήρα της έκφρασης.
Είχα πει στην αρχή σ’ ένα σημείο πως η συγκεκριμένη ποίηση αποτελεί μια αρητόρευτη διαμαρτυρία. Με τη λέξη αρητόρευτη εννοούσα δυο πράγματα. Πρώτα χαμηλό τόνο φωνής. Κάτι που δε θα δυσκολευτεί κανείς πιστεύω να το διαπιστώσει στα λίγα κείμενα που χρησιμοποίησα στις προηγούμενες σελίδες η διαβάζοντας ολόκληρο το έργο. Είναι αλήθεια πως ο Ευαγγέλου διαμαρτύρεται, αλλά διαμαρτύρεται χωρίς κραυγαλέους τόνους. Η διαμαρτυρία του γίνεται αντιληπτή κυρίως ως αίτημα δικαιοσύνης ενός ανθρώπου με ανθρωπιστικά ιδεώδη. Το δεύτερο συστατικό της λέξης αρητόρευτη έχει να κάνει με την ανιδιοτέλεια του λόγου. Ιδιοτελής είναι ο λόγος που είναι πριν απ’ όλα υποκριτικός. Με την έννοια ότι έχει στόχο τον αναγνώστη και όχι το αντικείμενο που σύμφωνα με άγραφη συνθήκη οφείλει να εκφράσει. Η πιο συνηθισμένη μορφή τέτοιας παρασπονδίας, όπως τη διαπιστώνουμε καθημερινά σε διάφορα κείμενα του συναφιού, είναι εκείνη της φίλαυτης υπερβολής. ‘Υπερβολικός πόνος, υπερβολικό δέος, υπερβολική αθωότητα, υπερβολική γνώση κ.λπ. Στην ποίηση για την όποια μιλώ η διατύπωση, σ’ όποιο επίπεδο και να την εξετάσει κανείς, δεν παρουσιάζει τέτοιου είδους έκτροπές. Γι’ αυτό και είναι
εξαιρετικά πειστική.

V

Τα Ποιήματα (1956 – 1986) αποτελούν έναν τόμο 250 σελίδων. Μέσα σ’ αυτές τις σελίδες κατασταλάζει η δοκιμασία μιας ζωής, η οποία σύμφωνα με όσα προανάφερα παρουσιάζει τα εξής τρία βασικά επίπεδα. ‘Ιστορικό και συνακόλουθα εμπειρικό αδιέξοδο στα πλαίσια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Βιωματική ανάλωση του δοσμένου αδιεξόδου ως τις ακραίες του συνέπειες. ’Οργανική έκφραση, τέλος, της ανάλωσης αυτής κατά τρόπο δεξιοτεχνικά λιτό και επαρκή. Πρόκειται δηλαδή για τη δοκιμασία μιας ζωής η όποια μεταφράζεται σε έξοχη ποίηση. Το γεγονός ότι η ποίηση αυτή, παρόλα τα σχετικά που γράφτηκαν, δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη ως μία από τις αξιολογότερες μεταπολεμικές, χαρακτηρίζει ευθέως την κριτική μας ανεπάρκεια. Με τον Ευαγγέλου και όλους σχεδόν τους συνομήλικούς του ποιητές ξαναγίνεται με άλλο τρόπο ό,τι είχε συμβεί με την πρώτη μεταπολεμική γενιά στις δεκαετίες του 50 και του 60. Τότε που δημοσιεύονταν διάφορα συγκαταβατικά κειμενάκια για τον Αναγνωστάκη, τον Παπαδίτσα, το Σαχτούρη κ.λπ. Θα πει ίσως κανείς ότι δεν είναι τόσο η κριτική μας ανεπάρκεια που προέχει, όταν παραγνωρίζονται αξία έργα, όσο η πολύμορφη πολιτική της συναλλαγής. Μπορεί να είναι αλήθεια, άλλα χρειάζεται μου φαίνεται εξαιρετική δόση ανεπάρκειας για να ενδίδει η λογοτεχνική κίνηση ενός τόπου στην ευτέλεια μιας τέτοιας πολιτικής. ‘Άλλωστε είναι παρατημένο πως η επάρκεια κατά κανόνα συνεπάγεται ανάλογη αξιοπρέπεια.

.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΖΟΥΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΕΣΤΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Το χιόνι και η ερήμωση, ποιήματα, εκδόσεις χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη 1994

Εξώπολις, τχ. 1 (Φθινόπωρο 1994)

και η ψυχή -ά, η ψυχή- κι αυτή ανθρώπινη είναι
και κάποτε λυγίζει
κι έχει με τα λιανά χεράκια της
υψώσει ήδη
λευκή σημαία.
(ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ)

Χθες (ανήμερα του Αγίου Πάσχα), αργά προς το βράδυ, τηλεφώνησα στον ποιητή της Θεσσαλονίκης ΑΝΕΣΤΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, για τις καθιερωμένες ευχές με την ευκαιρία της ονομαστικής του εορτής αλλά και για να του ανακοινώσω ότι διαβάζω το βιβλίο του ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΚΑΙ Η ΕΡΗΜΩΣΗ, παράλληλα με τον βιβλίο του Πρόδρομου Μάρκογλου Σημειώσεις για ποιήματα που δεν γράφτηκαν και το σχολιάζω στο περιθώριο, σκοπεύοντας πολύ σύντομα να δημοσιέψω τους συνειρμούς που μου γεννάει η ανάγνωσή του.
Πάντα τιμούσα και ξεχώριζα τον αποτραβηγμένο προς τα βάθη του ποιητικού του πυρήνα ποιητή της Θεσσαλονίκης με το προστατευτικό περικάρπιο της σιωπής γύρω του για να μη φθείρεται μέσα στην πολλή συνάφεια του κόσμου και τις αθέμιτες και αλόγιστες αντιφάσεις του. Τον στοχάζομαι στην κέλλα του σαν τους παλαιότερους μοναχούς αφοσιωμένο σε ό,τι πιστεύει και υπηρετεί με ένα είδος επίμονης ιδεοληψίας· ποτέ δε νέρωσε το κρασί του σε θέματα αρχών, συνέπειας και ποιότητας του λόγου-ένας αμπελουργός περιχαρακωμένος, αλλά καθόλου μισαλλόδοξος και ναρκισσικά εσώκλειστος, στην άμπελο της ποίησης του, φυτευμένη και καταρτισμένη από τον ίδιο και ποτισμένη από κρουνούς του αίματός του αθέατους, γιατί κυλούν προς τα μέσα, προστατευμένοι από το αδιαπέραστο φράγμα του ήθους του, για να μην κηλιδωθούν στων σχέσεων το καθημερινό παιγνίδι, σε μια εποχή που ο καθένας θέλει να έχει τον κολαούζο του και τον πολιτικό του πιο πολύ από όσο το γιατρό του και τον δάσκαλό του (πού, αλήθεια, να βρεθεί ο τελευταίος στις μέρες της σιτοδείας που περνούμε;)
Γράφω σήμερα (δεύτερη μέρα του Αγίου Πάσχα) και μπερδεύεται ο λόγος μου ανάμεσα σε παροντικούς και παρελθοντικούς χρόνους (οι δεύτεροι με το ζόρι γλιστρούν στο κείμενο), γιατί μόλις χθες το βράδυ, στην εορταστική μου τηλεφωνική επικοινωνία, πληροφορήθηκα από την γυναίκα του ότι την προτεραία είχε επιστρέφει από το νεκροταφείο, όπου είχαν εμπιστευθεί το σκήνωμα του Ανέστη φαγωμένο και κατατρεγμένο από την ύπουλη αρρώστια. Όπως μάλιστα άκουα, έμενα αποσβολωμένος και εκτεθειμένος στο θόρυβο που σήκωναν τα λόγια μου, γιατί ήμουν πολύ παρορμητικός στην τηλεφωνική επικοινωνία- δεν άφηνα τη γυναίκα του να ανακόψει το κύμα των λόγων μου (έχω από καιρό μεγάλη και ανυπόκριτη αγάπη στην άπεφθη ανθρωπιά και αμεσότητα -θα έλεγα τραυματισμένη αθωότητα- που έχει ο λόγος του Ανέστη ισοζυγισμένος με ανάλογη πράξη ζωής).
Τι τραγικές εμπλοκές και εκπλήξεις (προς τη μεριά του μαύρου) επιφυλάσσει η μοίρα στον αδύναμο άνθρωπο, που δεν μπορεί να απομακρυνθεί πολύ από το χείλος του γκρεμού- εκεί παίρνει σημάδι, όπως γίνεται στα παιχνίδια των παιδιών…
Καθώς μάλιστα μας περιβάλλει ο θάνατος από πολλές μεριές, νιώθουμε κιόλας τον ακοίμητο σκώληκα, που έλεγε ο μακαρίτης Ανδρέας Εμπειρικός, να κατεβαίνει από τα απατηλά φυλλώματα της συκομουριάς, που είναι το δένδρο της ζωής μας, και να διολισθαίνει κοντά μας για τα δικά του αναπότρεπτα δικαιώματα. Θεέ μου, λέω, πόσο με διακατέχει ο θάνατος Ανέστη Ευαγγέλου και πόσο έκθετα και έντρομα είναι τα συναισθήματά μου μπροστά στην ιλαρότητα και την τέρψη του Αγίου Πάσχα, που ανέτειλε μόλις χθες με τις χοές των θεοφρόνων μυροφόρων στον ορίζοντα του έαρος…
Αλλά, από την άλλη μεριά, οι επιτάφιες και επικήδειες σκέψεις με βοηθούν να ξαναδιαβάσω, μέσα από το θάνατο του φίλου που προέκυψε, το βιβλίο του ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΚΑΙ Η ΕΡΗΜΩΣΗ. Το γεγονός του θανάτου του μάλιστα είναι ένα άλλο κείμενο μέσα στο ποιητικό του κείμενο, πιο αρχαϊκό και αυθεντικό- το συνάντησα αυτό το πρωτογενές θανατηφόρο προ-κείμενο κατά τις προηγούμενες αναγνώσεις, αλλά δίσταζα να φέρω στο φως τις απροκάλυπτες συνδηλώσεις του – τα εμφανή του σημαίνονται που από όλες τις μεριές τους έμπαζαν το μαύρο επισκέπτη. Με εμπόδιζε και το φράγμα της βιογραφίας και παθογραφίας, παρόλο που το θεωρώ πολύ επισφαλές και απατηλό δίχτυ, που μπερδεύει και παγιδεύει- από τις τρύπες του υπεκφεύγει και απουσιάζει το ζητούμενο.
Εδώ αλλάζουν τα πράγματα, γιατί ο ποιητής είχε την φοβερή συναίσθηση -όχι απλώς την προαίσθηση που επιτρέπει κάποια απόσταση- του επερχόμενου, που εγώ αγνοούσα- μόλις λίγα θραύσματα είχα πάρει από το στόμα του δια τηλεφώνου, μέσα φυσικά από άμυνες του εγώ του- ποιος τολμά άλλωστε να πάει την ερώτηση πιο πέρα; Απωθούμε στο ασυνείδητο το αναπότρεπτο από ανυποψίαστα αποθέματα άμυνας. Έπειτα, δε μας αφήνει ο ναρκισσισμός της ζωής, αν κι αυτό το ενορμητικό συναίσθημα είναι από ζωή και θάνατο, σαν ένα κράμα σχεδόν ομοούσιο. Θέλω να πω (μιλώντας γενικά) πιάνεται και από το κενό του ο αβοήθητος βροτός, όταν έρθει η έσχατη ώρα. Ακόμα και ο ιερός Δαμασκηνός της Νεκρώσιμης ακολουθίας -του τραγικού ποιήματος με το οποίο απερχόμαστε πλούσιοι και φτωχοί- δεν αποσιωπά το μέγα τρόμο που δεν έχει το εγκόσμιο αντίγραφό του και αντίτιμό του:

«Οίμοι οίον αγώνα έχει η ψυχή,
χωριζομένη του σώματος!
Οίμοι πόσα δακρύει τότε
και ουχ’ υπάρχει ο ελαιών αυτήν!
Προς τους αγγέλους τα όμματα
ρέπουσα,
άπρακτα καθικετεύει
Προς τους ανθρώπους τας χείρας
εκτείνουσα,
ούκ έχει τον βοηθουντα…

Χρειάστηκε ο θάνατος του Ανέστη Ευαγγέλου για να φωτιστούν τα κείμενα του από μέσα, όπως συμβαίνει στο Φαίδωνα του Πλάτωνα, που ο πράος φιλόσοφος προστρέχει στην παρηγοριά της ποίησης· δε βρήκε πιο σίγουρο παραμύθιον, για να μεταβεί από το εδώθε στο εκείσε με ελαφρότερη την ψυχή: «Ασφαλέστερον γαρ είναι μη απιέναι πριν αφοσιώσασθαι ποιήσαντα ποιήματα και πειθόμενον τω ενυπνίω» (Φαίδων, 61 α-b). Μουσικήν ποιεί και εργάζεται και ο ποιητής μας καθώς πλησιάζει στου μνήματός του το ανοιχτό στόμα. Το κλίμα της ποίησης του δεν είναι αυτό της Νέκυιας, όπου η αναγωγή του ατόμου (της μονάδας) στο συμπάσχον σύνολο θα μετρίαζε ενδεχομένως την κυριαρχία του θανάτου- λείπει από τα ποιήματα της Ερήμωσης ο πληθυντικός που συναντούμε αίφνης στο Νεκρόδειπνο του Σινόπουλου ή στο τοπίο με τους ασφοδέλους του Νίκου Κάλας. Όταν το άτομο συναντά τους άλλους ή τον Άλλο (με κεφαλαίο Α), που λέει ο Jacques Lacan, γενικεύει ή καθολικεύει την περίπτωσή του, όσο τραγική και άν είναι· κ’ αυτή η γενίκευση λειτουργεί ακόμα και μπροστά στο ανοιχτό στόμα (το χαίνον στόμα) του τάφου, ως ο έσχατος αμυντικός μηχανισμός, παρόλο που φαίνεται ως παραδοξολόγημα. Έτσι καταλαβαίνω
τους στίχους T.S. Eliot:

Πεθαίνω το δικό μου θάνατο και
τον θάνατο εκείνων
που έρχονται κατόπιν

(Ένα τραγούδι για τον Συμεών, μεταφρ. Κλείτου Κύρου).

Στον Ευαγγέλου έχουμε το κατάμονο άτομο μέσα στη ερημότητα του θανάτου του – καταλαβαίνω γιατί ο επιμέρους τίτλος του βιβλίου του είναι «ερήμωση».
Τα τελευταία ποιήματα του Νίκου Καρούζου ή, παλαιότερα, τα Επικείμενα (νομίζω πως αυτός ήταν ο τίτλος) του Φαιδρού Μπαρλά κινούνται στο ίδιο κλίμα∙ μου αφυπνίζουν κοινούς συνειρμούς.
Ο τόσο πρόωρα χαμένος ποιητής της Θεσσαλονίκης βγαίνει από το ίδιο το χτυπημένο κορμί του, όχι για να το αρνηθεί, αλλά για να περιγράφει (από μέσα και από έξω) τη διαδοχική φθορά του (μια τέτοια στάση μέσα και έξω από το καταρρέον σώμα συναντά κανείς στο Franz kafka). Δε λείπει μάλιστα από τα ποιήματα του Ευαγγέλου και μια διάθεση τραγικής σάτιρας (θα ’λεγα και τραγικής ειρωνείας, γιατί ο ποιητής προ-γνωρίζει και προοικονομεί το επερχόμενο), που, αν καταλαβαίνω καλά, απομυθοποιεί ή και λοιδορεί τον ίδιο το θάνατο. Αλλά πρέπει να προφυλάξω τον αναγνώστη ή τον εαυτό μου ορθότερα, γιατί ο αναγνώστης μπορεί να οικειώνεται αμεσότερα την ποίηση του Ευαγγέλου, χωρίς τα προκαταρκτικά που σωρεύω σ’ αυτή. Θέλω να πω πως θα είναι λάθος αν συνδέσουμε ή συνδυάσουμε την απομυθοποίηση του θανάτου και επιπλέον την τραγική ειρωνεία με μιαν υπονούμενη άρνηση προς τη ζωή. Αντίθετα, ο Ευαγγέλου σ’ όλο το έργο του καταφάσκει στη ζωή· ψίχα και ψυχή του έργου του είναι η ανθρωπιά, έστω και βαλλόμενη από πολλές μεριές ή επειδή ακριβώς βάλλεται και δεν έχει τον βοηθούντα.
Θα παραθέσω τέσσερα ποιήματα, που υποστηρίζουν, όπως νομίζω, τις σκέψεις μου αυτές (φοβούμαι την οίηση για να μιλήσω για ερμηνευτική εκδοχή):

ΜΕ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΟ ΠΡΙΟΝΙ

Έκανες καλά τη δουλειά σου.
Χωρίς βιασύνες κι επιπολαιότητες
και τις γελοίες αναστολές των
αρχαρίων
αργά
μεθοδικά
με άψογο στυλ
μου πήρες ένα μεγάλο κομμάτι
απ’ την ψυχή μου.

Με σκουριασμένο πριόνι
με πετσόκοψες.

Βασιλιά Παντοκράτορα
Ύψιστε νομοθέτη
έκανες καλά τη δουλειά σου.

ΚΑΚΟΗΘΕΣ ΝΕΟΠΛΑΣΑ

Προσηλωμένος πάντα
στους δρόμους όπου μ’ έταξε
η θέλησή Σου,
κοιτώντας χαμηλά
μην τύχει και πατήσω
από τα ταπεινά σου πλάσματα
ούτε ένα,
γυμνόν, ανυπεράσπιστο κοχλία,
μυρμήγκι, σκουληκάκι, κάμπια,
πάντα με αγαθές προθέσεις, με
καλό ήθος∙
γιατί με κακοήθεια μ’ ανταμείβεις;

ΤΟ ΓΟΡΓΟΝ ΚΑ ΧΑΡΙΝ ΕΧΕΙ

«Nam sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis
vidi in ampulla pendere, et cum illi pueri dicerent:
Σίβυλλα τι θέλεις· respondebat ilia: αποθανείν θέλω».

Μωρέ όχι μόνο αποθανείν
όχι μόνο θέλω
αλλά και πάραυτα
και εκλιπαρώ αποθανείν,
και όχι γιατί γέρασα τάχα
και χαλεπόν το γήρας και άλλα τέτοια
-σωστά, σωστότατα βεβαίως, που φθέγγονται
όσοι τα ζήσανε τα χρονάκια τους∙
αλλά γιατί
το σώμα είναι φτωχό και δεν αντέχει
έλιωσε πια
και η ψυχή -ά, η ψυχή- κι αυτή ανθρώπινη είναι
και κάποτε λυγίζει
κι έχει, με τα λιανά χεράκια της
υψώσει ήδη
λευκή σημαία.

ΑΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ,
ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ, ΚΥΡΙΕ

Αν πρέπει να τελειώνει, να τελειώνει, Κύριε—
δεν διαφωνώ επί της ουσίας πιά
δεν διαμαρτύρομαι.
Όμως αλλού
υπέροχα, με μιαν ανακοπή, συνοπτικός
—πού τέτοια τύχη για μας τους παρακατιανούς,
για τη φτωχολογιά Σου— κι αλλού
να τον αφήνεις να εκτραχηλίζεται
να αμαυρώνει τη φήμη Σου στους αιώνες
εξαντλώντας όλες τις διαδικασίες
περιφέροντας την απόφαση από γραφείο σε γραφείο
μη και λείψει καμιά υπογραφή οιμωγής
καμιά σφραγίδα πόνου—
ο Λιγδιάρης;

Σε δύο επίσης ποιήματα από τα καλύτερα (αν και ρητορικότερα) του βιβλίου (Τόλης Καζαντζής και ω, ανημπόρια του σώματος πριν από το τέλος) ο συγκρατημένος θυμός του ποιητή εξισορροπείται ή και υπονομεύεται από την ίδια σάτιρα όπως και στα προηγούμενα τέσσερα ποιήματα, αλλά με πιο συγκρατημένο τρόπο- παραθέτω το δεύτερο:

Ω, ΑΝΗΜΠΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Αφού την -ψυχή ζητάς
γι’ αυτήν παθιάζεσαι και κάνεις σαν τρελός
ψυχή, ψυχούλα να’ ναι κι όποιου να’ ναι,
αδιαφορώντας για ηλικίες κι άλλες μικρολεπτομέρειες
που σάρκωσαν τις έννοιες αδικία, παράλογο
κι ακατανόητο στους φτωχούς ανθρώπους

αφού την ψυχή ζητάς
ακόρεστος πάντοτε και διψασμένος
ακατάβλητος,
που δεν έγειρες να κοιμηθείς ούτε λεπτό
απ’ την αυγή του κόσμου

με τα πολλά κουστούμια, τα καπέλα σου
τις άπειρες γραβάτες, τα πουκάμισα, τα πανωφόρια,
με τις στρατιές των παπουτσιών σου-
όλα διαφορετικά
σ’ απέραντη ποικιλία σχεδίων, χρωμάτων και συνδυασμών
εσύ
ο Μέγας Μεταμφιεσμένος κι ο Μέγας σιωπηλός

αφού την ψυχή ζητάς
γιατί δεν στέλνεις
τουλάχιστο τον αδελφό σου
-τί πιο απλό-
έστω, στη χάση και στη φέξη,
έστω, δύο τρεις ωρίτσες,
κομμάτι να ξεκουραστεί
να μην πονεί, να μην σπαράζει
-εξόν κι αν πρόκειται για κάποιους τυχερούς
που τους θερίζεις ανεξήγητα μια κι έξω-

τί σου ’φταίξε και το λιανίζεις λίγο λίγο
που είναι από τη φτιάξη του εύτρωτο
έστω κι αν σε φωνάζουν Αχιλλέα

αφού δεν είναι ο στόχος σου
δεν είναι το ζητούμενο
παντάπασι

γιατί το σώμα τύραννός
βρε Αθλιε;

Ο ενικός του ποιητή μου θυμίζει το Γάλλο φιλόσοφο Montaiqne, ο οποίος θεωρούσε το θάνατο ατομική υπόθεση· είναι ο έσχατος ναρκισσιμός του άραγε ή η πλήρης εγκαταβίωση του κενού; Ίσως και τα δύο, γιατί ο ναρκισσισμός είναι από ζωή και από θάνατο. «Στην τέχνη», λέει η γνωστή Γαλλιδα φιλόσοφος, που ερωτοτροπεί με την ψυχανάλυση, Sarah kofman, «ικανοποιούνται συγχρόνως ο Έρως και οι ενορμήσεις του Θανάτου. Εντούτοις μπορούμε να πούμε ότι αυτές που κυριαρχούν είναι οι ενορμήσεις του θανάτου. Το κλειδί της τέχνης είναι ο ναρκισσισμός» (Ι’ en fance de l’ art, une interpretation de Γ esithetique freudienne, Payot 1970 σελ. 180). Αυτές τις ενορμητικές και συναισθηματικές καταστάσεις η Sarah kofman της συνδέει με την παιδική ηλικία και ιδιαίτερα με το μηχανισμό της μετουσίωσης ( Sublimation), που βρίσκεται στα ριζώματα γένεσης της τέχνης. Εντέλει η τέχνη συνδεόμενη άμεσα και έμμεσα με τον έρωτα και τον θάνατο, διαμέσου του μηχανισμού της μετουσίωσης, προσφέρει αμυντικές υπηρεσίες (είναι το παραμύθιον που συναντούμε στο Φαίδωνα ή η
νάρκη του άλγους και οι ηδονές εν φαντασία και λόγω, καθώς λέει ο Καβάφης).
Είμαι βέβαιος (αν και πρέπει να αποφεύγει κανείς τέτοιες αποφάνσεις, όχι μόνο για τον φόβο της οίησης και της ύβρης αλλά και για να μην απολιθώνεται και γίνεται αδιαλεκτική η σκέψη του) είμαι βέβαιος λοιπόν ότι ο μηχανισμός της μετουσίωσης, που σημαίνει παροχέτευση της ενόρμησης σε μορφώματα τέχνης, λειτουργεί ως λύτρο, ως φάρμακο (νάρκη του άλγους που λέει ο Αλεξανδρινός) στα ποιήματα του Ανέστη Ευαγγέλου· γιατί έχω τη γνώμη πως κάτω από ένα δεύτερο ή τρίτο στρώμα ανάγνωσης διαφαίνεται αυτό το στέρεο κλίμα του κουράγιου, με το οποίο ο ποιητής αντικρίζει το μαύρο άγγελο, μέσα στο τόσο ανθρώπινο αλωνάκι του πόνου του. Έχει πρό-γνωση τελεία του επερχόμενου, που λέει ένας από τους πατέρες της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα ελέγχει το άλγος εσωτερικεύοντάς το, αποποιείται της σπαραξικάρδιες οιμωγές ή των δειλών τα παρακάλια και υπερβαίνει (όπως νομίζω τουλάχιστον) τον πανικό – τέτοιο βίωμα εγώ δε συνάντησα στα ποιήματα του Ευαγγέλου και αυτό το λογίζω προς τιμήν της ζωής του και του βιολογικού θανάτου του όπως και προς τιμήν της ποίησης του. Μέσα σε μια εποχή αποσάθρωσης των πατροπαράδοτων αξιών και των ερεισμάτων που έχει ανέκαθεν η ψυχή του ανθρώπου, ο ποιητής της Θεσσαλονίκης έδειξε έμπρακτα πως η ποίηση μας βοηθάει να ζήσουμε και (το κυριότερο) να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια, χωρίς να αρνηθούμε ούτε στο ελάχιστο τις ομορφιές της ζωής· μέσα στο παιγνίδι του κόσμου, καθώς θα έλεγε ο πλατωνικός Αξελος, είναι και το κέρδος και η ζημία (για παιγνίδι μίλησε ως γνωστόν και ο Πλάτων στο Φαιδρό και στη Ζ’ Επιστολή).
Το ότι μπόρεσε ο ποιητής να κρατήσει το μέτρο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, αποποιούμενος τόσο τη σιωπή όσο και τη οιμωγή, είναι ένα κέρδος για τον άνθρωπο και την ποίηση· κοιτάξτε την ισομετρία του παρακάτω
ποιήματος, παρόλο που εντός του κεραυνώνεται η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπου:

ΕΡΗΜΩΣΗ

Είμαι ένας φτωχός και έρημος άνθρωπος πιά
όμως με κρατάει ορθό η αγάπη του Θεού.

Το σώμα μου το κόψαν και το ράψαν
το φαρμακώσανε πολλές φορές
το έκαψαν
το τρύπησαν με μεγάλες βελόνες.

Άγγελος του Θανάτου με κεραύνωσε
σύντριψε την αλαζονεία μου
πήρε κομμάτια από σώμα και ψυχή.

Κύριε, εσύ που δέχτηκες
φτωχούς, τυφλούς και ανάπηρους
στον οίκο Σου
δέξου κι εμένα τώρα που το αξίζω.

Αν μπορούσε να εργαστεί κανείς διακειμενικά, προσφεύγοντας σε άλλα κείμενα, ομόλογα, όπως συνηθίσαμε να λέμε, ή συνάλληλα, ακολουθώντας τους νόμους των συνειρμών που γεννά η ανάγνωση του επιθανάτιων αυτών κειμένων του Ανέστη Ευαγγέλου, θα έβλεπε πόσο δύσκολη υπόθεση είναι η προσέγγιση του μέτρου (δεν τολμώ να πω η κατάκτηση του), γιατί εύκολα ο λόγος, που αρθρώνεται μπροστά στου μνήματος το ανοιχτό στόμα με τον ακοίμητο σκώληκα να σαλεύει στα φυλλώματά του, μπορεί να εκτραπεί, να αποκόψει τις εσωτερικές ίνες και τους ειρμούς που τον κρατούν συνεπή προς το όποιο ύψος του, όπως θα έλεγε ο ανώνυμος συγγραφέας της πραγματείας Περί ύψους, και να μεταβληθεί σε κοπετό αδόλεσχο, που δε θα έπειθε (η πειθώ του κειμένου είναι από τις κύριες αρετές του ύφους του). Καταλαβαίνω πόσο δυσκολεύονται και πόσο εύκολο είναι να εκκλίνουν και να παραπατήσουν, όταν αρθρώνουν τον επιθανάτιο λόγο ακόμα και δάσκαλοι αυτού του ύφους, όπως ο Μπέργκμαν, ο Μπουνουέλ και ο Μπατάιγ ή ο δικός μας Παλαμάς στον Τάφο, παρόλο που στις παραπάνω περιπτώσεις -εκτός από αυτή του Μπατάιγ- βλέπουμε το θάνατο απέξω ή μέσα σε έναν πλατύ πληθυντικό, όπως νομίζω πως συμβαίνει στον Ελιοτ, το Σεφέρη και το Συνόπουλο. Τα μεγάλα υπαρξιακά θέματα, όπως αυτό του θανάτου, που είναι άλυτη και αναπάντηση πρόκληση για την τέχνη, από την εποχή του Ευριπίδη (νομίζω πως είναι ένας από τους πρώτους υπαρξιακούς μελετητές του θέματος μαζί φυσικά με τον Πλάτωνα του Φαίδωνα) είναι ένα είδος φωτιάς στα χέρια του δημιουργού που μπορεί να προξενήσει θαύματα αλλά και εγκαύματα μη ιάσιμα.
Υπόδειγμα στο είδος αυτού του λόγου νομίζω πως αποτελούν τα Νεκρώσιμα ιδιόμελα (ισάριθμα προς τους οχτώ ήχους) του Ιωάννου Μοναχού του Δαμασκηνού όπως ανέφερα και παραπάνω. Μου κάνει εντύπωση, πολύ ευμενή, ο υπαρξιακός (θα έλεγα βιολογικός) τρόμος, που δεν κρύβεται μέσα σε σχήματα μεταφυσικά και υπερβατικά αλλά ούτε και εκκλίνει προς το ανεξέλεγκτο και απειθάρχητο σπαραγμό, που θα καθιστούσε το
λόγο ανειμένο και αδόλεσχο:

Θρηνώ και οδύρομαι
όταν εννοήσω τον θάνατον
και ίδω εν τοις τάφοις
κειμενην την κατ’ εικόνα Θεού
Πλασθείσαν ημιν ωραιότητα,
άμορφον, άδοξον,
μη έχουσαν είδος.
Ω του θαύματος!
τι το περί ημάς
τούτο γέγονεν μυστήριον;
Πώς παρεδόθημεν τη φθορά,
και συνεζεύχθημεν τω θανάτω;…

Πρόκειται για εξαίσιο ποίημα, παρόλη την τραγικότητά του ή ίσως γι’ αυτό- διότι αποτυπώνει το απαράδεκτο της φθοράς, που συνέχει και βυθίζει στην ανυπαρξία την πλασθείσαν ημίν ωραιότητα, την οποία βλέπει ο ιερός ποιητής «άμορφον, άδοξον, μη έχουσαν είδος». Ορθώς ο Ιωάννης Δαμασκηνός, που είναι από τους σωματικότερους ποιητές της γλώσσας μας, (παραμένει ανεκμετάλλευτο και αγνώριστο ακόμα μεταλλείο η σωματικότητα στην ποίηση της ορθοδοξίας) προσονομάζει το θάνατο «φοβερώτατον μυστήριον; Αυτό το φοβερότατο μυστήριο της φθοράς -φθοράς οντολογικής της πλασθείσας ωραιότητας – είχε την τόλμη ο Ανέστης Ευαγγέλου να το αντικρίσει κατά πρόσωπο και όχι μόνο μια στιγμή, που δεν αφήνει το κεραυνοβόλο χτύπημα περιθώρια να δει κανείς ως το βάθος τη σημασία του και τις συνέπειες του, αλλά σε μεγάλη διάρκεια που τη μάκραινε περαιτέρω η οδύνη και το άλγος όπως κι η βεβαιότητα του επερχόμενου μαύρου αγγέλου. Εννοώ πως είχε την τόλμη να αντικρίσει το μαύρο με τα δώρα που του είχε χαρίσει η μνημοσύνη, η μητέρα των Μουσών που την τίμησε ως την ύστερη πνοή του:

Αυτό, στο προηγούμενο ποίημα.
Ευθύς αμέσως όμως, συντριμμένος,
ήμαρτον, Χριστέ μου, απολογούμαι,
εσύ μονάχα ξέρεις για τα βάσανα
του κόσμου και για τις συμφορές που πέφτουν
στο κεφάλι μας.
Εσύ μόνο κατέχεις το χρυσό
κλειδί, που ξεκλειδώνει ένα ένα όλα τα μυστήρια
όπου παραπατάει ζαλισμένο το φτωχό μυαλό μας.

Φώτισε’ με.
δωσ’ μου τη δύναμη ν’ αντέχω,
να τα δέχομαι όλα.

Αγόγγυστα
γαλήνια
εν ειρήνη.

(Ποίημα που θέλει να γίνει προσευχή)

Έκαμε, με άλλα λόγια ποίημα, τον ίδιο το θάνατό του, όπως γράφει ο Γκαίτε στον Τορκουάτο Τάσσο. Αυτή την έσχατη πράξη ευγένειας και θάρρους την παρομοιάζω με δωρεά σώματος που σώζει ζωές. Αν είναι έτσι, τότε δεν είναι μικρή τιμή για την ποίηση στις μέρες σιτοδείας που ζούμε.

Σημείωση:
Την κριτική δοκιμή για το βιβλίο του Ανέστη Ευαγγέλου Το χιόνι και η ερήμωση τη συνέλαβα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας ή λίγο νωρίτερα, με άλλη διάρθρωση, άλλη δομή καθώς συνηθίσαμε να λέμε- άρχιζα
πιο σχηματικά από το πρώτο μέρος του βιβλίου που ο τίτλος του προλέγει τη διφυΐα του. Έριχνα μάλιστα προκαταρκτικά το βάρος σε δυο κείμενα αφηγηματικά του ‘πρώτου μέρους (Το χιόνι, σλ. 11- 13, και Σταδιοδρομία, σελ. 14- Ι 5), που τα θεωρώ από τα καλύτερα σ’ όλη την δουλειά του Ανέστη, με κύριο γνώρισμα του ύφους τους την απρόσκοπτη αφήγηση και τη συνειρμική-ανακλητική ροή των γεγονότων. Το πρώτο κείμενο (Το χιόνι) το έβλεπα μέσα από μια ψυχαναλυτική ανάγνωση ως κύριο σημαίνον, που παλινδρομεί ανάμεσα στο παρόν και τα παρωχημένα και απωθημένα στο ασυνείδητο του δημιουργού βιώματα και πλάσματα. Χτίζει ο ποιητής μέσα από τις ασυνείδητες προσχώσεις και εκβολές του Εγώ του τον προσωπικό μύθο του, που τα κύρια στοιχεία, τα ριζώματα (με την έννοια που έδινε ο Εμπεδοκλής στη λέξη)
έρχονται από την παιδική ηλικία. Αγγίζουμε εδώ το θέμα της απορροής της τέχνης (των διαφόρων μορφωμάτων της), τόσο από τα πεδία της παιδικής ηλικίας – χαμένα και άγνωστα μέσα στα πετρώματα της συνείδησης- όσο και
από τις βαθύδινες και σκοτεινές περιοχές του ίδιου του ασυνειδήτου του δημιουργού, που είναι και χώρα των ονείρων. Μόλις αγγίζω αυτό το θέμα, όπως. είπα, που θέλει πολλή μελέτη (βλ. το βιβλίο μου Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία, εκδ. Οδυσσέας Αθ. 1993). Σημειώνω μόνο εν παρόδω όσα
l;eei o Fr;oynt sto dok;imi;o toy la creation litteraire et le reve eveille (G. WWWWW. ΩΙΙ, σελ. 217-218):
«Ένα σημαντικό σύγχρονο γεγονός αφυπνίζει στον ποιητή την ανάμνηση ενός γεγονότος του παρελθόντος, που ως επί το πλείστον ανήκει στα χρόνια της
παιδικής ηλικίας, από όπου προέρχεται η παρούσα επιθυμία που βρίσκει την πλήρωσή της στην ποίηση…» Κάνω αυτή την παρέκβαση με αφορμή το κείμενο Α. Ευαγγέλου Το χιόνι, που ο ποιητής το βλέπει αμφίθυμα:

Χιονίζει πάλι σήμερα.
Απ’ το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.
Θυμάμαι
ένα πρωί, σαν ήμασταν παιδιά –χαράματα ήταν
κι έτσι και τότε χιόνιζε– βγαίνω στον κήπο
και βρίσκω τ’ αδερφάκι μου.
Είχε ανοίξει
μια τρύπα μες στο χιόνι κι είχε μπει
μέσα κι έπαιζ’ εκεί με τ’ αρκουδάκι του.
Τι κάνεις
εδώ, του λέω, μονάχος, δεν κρυώνεις;

Δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι σας, άκουσα τη φωνή του
οδυνηρά αινιγματική, γεμάτη πείσμα
και μια κακία που δε θα λησμονήσω
–κι έλαμπαν στο μισόφωτο τα ωραία του μάτια–
για ν’ απομείνει εκεί στους άθλιους πάγους
για ν’ απομείνει εκεί ανεξήγητα
παρ’ όλες έκτοτε τις συνεχείς εκκλήσεις μου.

Τη μέρα εκείνη μίσησα το χιόνι
κι ορθός, σε στάση προσοχής, μπρος στ’ αδερφάκι μου
ορκίστηκα να το πολεμώ μέχρι θανάτου.

Αργότερα ο ποιητής (μέσα, πάντα, στο ίδιο κείμενο) όχι μόνο συμφιλιώνεται με το χιόνι αλλά και το θεωρεί «χιόνι της μυστικής αγάπης πια». Μέσα από τα αμφιθυμα (αλληλοεναντιούμενα) συναισθήματά του αρπάζεται από τους όρμους της παιδικής ηλικίας, για να γλιτώσει από τις δίνες και τα ναυάγια. Η παλιννόστηση στη χώρα της παιδικής ηλικίας – μητρική χώρα την λέει η Joulia Kristeva, απηχώντας απόψεις του Πλάτωνα από τον Τιμαιο- είναι
και επιστροφή στο φαντασιακό (imaginaire) που σχετίζεται με
το χαμένο παράδεισο της δυαδικής σχέσης μας (Relation duelle)
με το μητρικό μορφοείδωλο (Imago Maternelle).
Το άλλο κείμενο του Ανέστη Ευαγγέλου με τον τίτλο Σταδιοδρομία συνείρει μέσα μου ανάλογες σκηνές από μια νουβέλα του Κάφκα που ο μοναδικός ταξιδιώτης της χάνεται στην χιονισμένη kalda.

Αλεξανδρούπολη, Παρασκευή της Διακαινησίμου, που συμβάλλεται η ακολουθία της Ζωοδόχου Πηγής

.

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

DIASTIXO.GR 15/12/2019

«Ανέστης Ευαγγέλου: Μια άλλη ανάγνωση των ποιημάτων του»

Αφορμή να γραφτεί ετούτο το κείμενο υπήρξε ένα σύντομο γράμμα του αείμνηστου ποιητή Ανέστη Ευαγγέλου που βρήκα, εντελώς τυχαία, στο αρχείο μου ανάμεσα σε γράμματα φίλων, χαρτιά με στίχους, σημειώματα και άλλα χειρόγραφα. Συχνά, στη ζωή κάθε ανθρώπου συμβαίνουν γεγονότα, εντελώς τυχαία, που για κάποιο λόγο έπρεπε να συμβούν, όπως η συνάντησή μου και η γνωριμία με τον αναγνωρισμένο ταλαντούχο Θεσσαλονικιό ποιητή.

Ήταν το καλοκαίρι του 1965, όταν, επιστρέφοντας από μια σύντομη παραμονή μου στο Λονδίνο, έμεινα λίγο στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, φιλοξενούμενη της μητέρας του, της αείμνηστης κυρίας Κλειώς. Είχα πάει στην Αγγλία να συνεχίσω ανώτερες σπουδές με εκπαιδευτική άδεια. Αλλά δεν έμεινα. Εντελώς τυχαία, εκεί γνώρισα την αδερφή του, την Ηρώ, και τη μητέρα τους και συγκατοικήσαμε το λίγο διάστημα που έμεινα στο Λονδίνο. Στη συνέχεια, γίναμε φίλοι και ανταλλάξαμε τα πρώτα μας βιβλία. Για ένα μάλιστα από τα δύο πρώτα του βιβλία είχα γράψει σε εφημερίδα του Αγρινίου. Ύστερα, χαθήκαμε ίσαμε το 1996, οπόταν βρεθήκαμε ξανά με την Ηρώ και πληροφορήθηκα ότι και ο Ανέστης Ευαγγέλου από το 1994, δύο χρόνια πριν από τον συνομήλικό του, τον Κώστα Χωρεάνθη, είχε εκδημήσει στην άλλη διάσταση.

Διαβάζοντας τις λίγες γραμμές στο συγκεκριμένο γράμμα, που αναφερόταν σε «μια ξεπερασμένη (φιλολογική) κόντρα» ανάμεσα σ’ εκείνον και τον συνομήλικό του, αείμνηστο επίσης, ποιητή Κώστα Χωρεάνθη και κολακευτικά σχόλια για τα ποιήματα της συλλογής μου Μυρρίνη που, προφανώς, του είχα στείλει, συγκινήθηκα.

Σκέφτηκα να κάνω ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του, έχοντας υπόψη μου τα πρώτα του ποιήματα. Μελετώντας, ωστόσο, το σύνολο του δημοσιοποιημένου ποιητικού του έργου, που η σύζυγός του κυρία Ντίνα Παπαδοπούλου-Ευαγγέλου είχε την καλοσύνη να μου εμπιστευτεί, εκτιμώ ότι το κατορθωμένο ποιητικό έργο του σημαντικού Θεσσαλονικιού δημιουργού χρήζει μιας από περιωπής θεώρησης, απαλλαγμένης από οποιαδήποτε συναισθηματική φόρτιση.

Γράφοντας ετούτες τις γραμμές μιλάω αποκλειστικά για την ποίηση του Ανέστη Ευαγγέλου, σε μια απόπειρα κατανόησης του βαθύτερου νοήματος και της ουσίας της, προτάσσοντας το επιγραμματικό ποίημα της ενότητας: «Αφαίμαξη» (’66-’70) που αναφέρεται στην επάρατη επταετία της Χούντας των συνταγματαρχών και στην ιστορική επέτειο του Πολυτεχνείου, μέσω του οποίου απευθύνεται στον αναγνώστη και του εφιστά την προσοχή:

Εδώ είναι ένα κομμάτι σάρκας, αναγνώστη,
μια φέτα είναι ψυχής.
Πέρνα απαλά,
παρακαλώ σε, από σελίδα σε σελίδα,
από τη μια στροφή στην άλλη
των ποιημάτων.
Πρόσεχε
μην τα πονέσεις.
(«Στον αναγνώστη», σελ. 65)

Έμμεσα, ωστόσο, πλην σαφώς, δίνει το στίγμα της ποίησής του, ποίησης τρυφερής, λαγαρής και απροσποίητης, αληθινής, θαρρείς κομμάτι από την ίδια του τη σάρκα, φέτα της ψυχής του. Και σου επιβάλλει να τη σεβαστείς, να μην την αγγίξεις με ανόσια χέρια και βέβηλα μάτια. Αυτό που θέλει να πει, δεν έχει ενδοιασμούς, το λέει καθαρά και με παρρησία.

Δεν είναι ο ποιητής της ήττας, που δέχεται τον θάνατο μοιραία. Και δεν τον ξεχνάει, ωστόσο. Τον αναφέρει αδιαλείπτως, γιατί τον έχει κάνει έμπειρο η ίδια η ζωή.

Ποιητής ήπιων τόνων ο Ανέστης Ευαγγέλου, σεμνός, με ήθος και όραμα, με αίσθηση του μέτρου, του ρυθμού και της αρμονίας, με προσωπικό ύφος, ευαίσθητος αλλά και μαχητικός, με σταθερές απόψεις, ανέντακτος, αγωνιστής με συναίσθηση ευθύνης και με πείσμα, με αγάπη για τον τόπο, για την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Θεσσαλονίκη, για την Ελλάδα και τον πολύπαθο λαό της. Ποιητής με αρχές και σταθερά πιστεύω. Πονάει, γνοιάζεται τον απλό, τον καθημερινό άνθρωπο, τον βιοπαλαιστή, που συνθλίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες της αγωνίας κι αργοπεθαίνει στα γρανάζια της βιοπάλης για το ψωμί της φαμελιάς του. Το καθολικό πρόβλημα είναι και δικό του, το νιώθει. Μπαίνει στη θέση του άνεργου που θυσιάζει την προσωπική του ζωή, τα δικά όνειρα, τα ιδανικά, το δικό του μέλλον, για να δώσει ικανοποίηση, λίγη ανακούφιση στην οικογένειά του, παρηγοριά στην αδύναμη μητέρα του:

Την εποχή εκείνη είχα μείνει πάλι χωρίς δουλειά.
Δύσκολα χρόνια, ο πατέρας είχε πεθάνει, ο αδερφός μου
στην ξενιτιά, το πατρικό μας λησμονημένο, σε ξένα χέρια,
πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, κι εμείς να στριμωχτούμε τελικά
σε τούτο το παλιόσπιτο το τούρκικο, όπου έμπαζε από παντού
νερά κι ο αγέρας το χτυπούσε απ’ όλες τις μεριές, να το σαρώσει…
(«Σταδιοδρομία»)

Γεννημένος το δεύτερο έτος μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, μεγαλώνει στα μαύρα χρόνια που ακολούθησαν, βιώνει τον πόλεμο του ’40 και τον Εμφύλιο, όπως όλοι της δικής μας γενιάς, που κουβαλούμε στο κορμί μας τις πληγές και τους νεκρούς που άφησαν πίσω τους η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Δεν ξεχνάει. Ταράζουν εφιάλτες τον ύπνο του. Ο θάνατος είναι πάντα εκεί, τον διαισθάνεται δίπλα του, ορατός, αόρατος, μόνιμος συγκάτοικος στην ποίησή του. Η παρουσία του θανάτου, αμέσως ή εμμέσως, είναι αισθητή στο σύνολο σχεδόν των ποιημάτων του, χωρίς να επηρεάζει την κοινωνική του ζωή. Είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος που ζει έντονα την καθημερινότητά του. Εργάζεται, αγαπάει, ερωτεύεται. Δεν είναι ο ποιητής της ήττας, που δέχεται τον θάνατο μοιραία. Και δεν τον ξεχνάει, ωστόσο. Τον αναφέρει αδιαλείπτως, γιατί τον έχει κάνει έμπειρο η ίδια η ζωή. Ξέρει, είναι ενήμερος, δεν έχει αυταπάτες, δεν παριστάνει τον γενναίο, αλλά ξέρει, είναι βέβαιος πως τον ακολουθεί. Αν «η ζωή είναι το μέγα καλό και πρώτο», ο θάνατος είναι το μέγιστο κι αναπότρεπτο Κακό. Και άδικος. Και δεν μπορεί να καταλάβει την ανοχή του Θεού.

Βρίσκεται πάντα στη μεριά των αδικουμένων και των προοδευτικών ανθρώπων. Η έξωση από το σπίτι, η αίσθηση ότι είναι εξόριστος εξ ορισμού είναι ολοφάνερη.

Στο πρώτο ποίημα της δεύτερης συλλογής διαφαίνεται πόσο τον έχει βασανίσει η απώλεια αγαπημένων, πόσο τον έχει στιγματίσει ο θάνατος ως γεγονός και ως κακό μη αναστρέψιμο:

Δεν μίλησα ακόμα όσο έπρεπε
έχω πολύ απόθεμα που με βαραίνει
πολλές ακόμα λέξεις, πολλά λόγια
όμως μη με κατηγορείτε φίλοι μου που αργώ
που δυσκολεύομαι τόσο να μιλήσω –
πρέπει να βρω τα σύμβολα που πρέπουν
τις σκοτεινές μου αλληγορίες.

Πώς να μιλήσεις, πώς να εκφραστείς
πώς να δεχτείς έτσι γυμνό το θάνατο.
(«Δε μίλησα ακόμα», σελ. 39)

Η συλλογή κυκλοφόρησε το 1960, όταν ο ποιητής ήταν 23 ετών. Ίσαμε τότε είχαν συμβεί τόσες συμφορές. Πόλεμοι, χαλασμοί, ξεσπιτωμοί, θάνατοι προσφιλών του που δεν μπόρεσε ποτέ να αποδεχτεί. Έχει φωλιάσει μέσα του η υποψία της επέλασης του θανάτου από τότε που συνειδητοποίησε τι συνέβαινε γύρω του και ύπουλα τον πιλατεύει, φθείροντάς τον σωματικά με κάθε τρόπο, με την αγωνία για το αύριο, με τον πόνο των άλλων, βλέποντας το κακό να πέφτει πάνω στα κεφάλια των αθώων. Δεν τον αφήνει να ησυχάσει το άδικο, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Σε όσους επιθυμούν κι επιδιώκουν να του κλείσουν το στόμα, να του σταματήσουν τον καταγγελτικό λόγο, κάνει σαφές ότι διεκδικεί το δικαίωμα να μιλήσει με τη δύναμη που του δίνει η εμπειρία του θανάτου, γεγονός που σηματοδοτεί και τη σχέση του με τον πνευματικό περίγυρο, αλλά και την απόφασή του να εναντιωθεί στο σαθρό κοινωνικό και πνευματικό κατεστημένο που θέλει να τον κάνει να σωπάσει. Απαντάει με ένα ποίημα καυστικό, δηλωτικό της δυναμικής του ποιητικού του λόγου:

Το δικαίωμα να μιλήσω πάλι μού ’δωσε
απόθεμα βαρύ και πλούσιο του θανάτου.
Θηρία αρπακτικά καραδοκούνε το χαμό μου,
διεκδικούν το σώμα μου και την ψυχή μου.

Όμως εγώ είμ’ εδώ και κάνω πόλεμο
Παίζω διαρκώς κορόνα γράμματα τη ζωή μου
πολλές φορές τ’ άκουσα μες στ’ αυτιά μου τα ουρλιαχτά
είδα τα δόντια και με ζέσταναν τα χνότα τους
όμως την τελευταία στιγμή
έρχεται πάντα η ομιλία και με σώζει.

Σε όλο του το ποιητικό έργο βλέπεις την αγωνία του ποιητή για το μέλλον αυτού εδώ του τόπου και του ταπεινού λαού του. Από τους πρώτους στίχους της πρώτης του ποιητικής συλλογής, Περιγραφή εξώσεως, εικονογραφεί τη θέση του και τη σχέση με τον κόσμο που τον περιβάλλει. Ξέρει πού βρίσκεται. Έχει επίγνωση, γνωρίζει τι έχει στον σάκο των αποσκευών του, διατυπώνει σαφείς απόψεις, προβληματισμούς που χαρακτηρίζουν την εν γένει στάση του στη ζωή και στην Τέχνη. Πίσω από τους συμβολισμούς που ενέχουν οι λέξεις «άστεγος», «ακάλυπτος», «εξόριστος», «πρόσφυγας», νιώθει μόνος και ενδεής μέσα στο ίδιο του το σώμα, μετέωρος μέσα σ’ έναν κόσμο αδιάφορο, με θολό παρελθόν, με ένα διαρκώς μετακινούμενο παρόν και ένα δυσοίωνο μέλλον. Ως τα είκοσι τρία του χρόνια (χρονολογία έκδοσης της πρώτης του συλλογής), έχει απόψεις ξεκάθαρες, αποκρυσταλλωμένες ιδέες, σταθερές θέσεις, η σκέψη του είναι προσηλωμένη στα ιδανικά που πιστεύει, ο λόγος του σαφής, συγκροτημένος, η ποίησή του είναι διαυγής, αποσαφηνισμένοι οι στόχοι του:

Ποιος μπορούσε να φανταστεί
τη βίαιη έξωση από το προγονικό μου σπίτι…
…Κυκλοφορώ σ’ ένα χώρο αφηρημένο
δεν έχω μια παλιά φωτογραφία να ζεστάνω τη μνήμη

Βρίσκεται πάντα στη μεριά των αδικουμένων και των προοδευτικών ανθρώπων. Η έξωση από το σπίτι, η αίσθηση ότι είναι εξόριστος εξ ορισμού είναι ολοφάνερη. Υπάρχει διάχυτη αγωνία, ένας διαρκής φόβος και πόνος για τον πρόσφυγα που δεν έχει «πού την κεφαλήν κλίναι», που δεν βρίσκει πουθενά απανεμιά, μια σταθερή παλάμη γης να ακουμπήσει, να σταθεί και να βρει συμπόνια, λίγη αγάπη, ανθρωπιά. Μέσα σ’ αυτό το χάος που δημιούργησαν οι απανωτές συμφορές στη χώρα και στην οικογένειά του, αισθάνεται ο ίδιος σκόρπιος, μόνος κι έρημος, ψάχνει απεγνωσμένα τον πρώτο του εαυτό, το παιδικό, το μυθικό του πρόσωπο στα χρόνια της αθωότητας μέσα σ’ έναν ερειπωμένο, κατεστραμμένο κόσμο:

Έλα λοιπόν μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια, μορφή μικρή και τρυφερή, σταματημένη στην πρώτη ηλικία,
έλα πνεύμα του καλού, μυθικό πρόσωπο,
[…] άνοιξε δρόμο μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,
να μπορώ να υπάρξω πιο ανθρώπινα

Αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση του ουσιώδους και του δρόμου προς τον χαμένο παράδεισο της ψυχής, κάποτε γίνεται έμμεση, πλην σαφής αμφισβήτηση της άνωθεν αρωγής και εκφράζεται εμμέσως με τους εύδηλους στίχους:

Αν θρηνώ […]
είναι […] που εσύ δεν μπορείς πια ν’ ακούς ανθρώπινες ομιλίες
(«Αν θρηνώ», σελ. 15)

και εμφανίζεται συχνά στο ποιητικό του έργο, δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ, γιατί δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη του κακού στον κόσμο και τον θάνατο:

…ήτανε μόνο
δεκατέσσερω χρονώ – και μου το παίρνεις, Θάνατε;
[…] Στο πανδοχείο που, άξαφνα, έγινε ο κόσμος
πού ν’ ακουμπήσω; Οι άνθρωποι πού είναι;
Και τ’ ουρανού η κουβέρτα πώς να με ζεστάνει
έτσι που σε μια νύχτα, έλιωσε και εισβάλλει
από παντού το ψύχος του θανάτου;
(«Χιόνι της μοίρας», σελ. 220-221)

Ακόμα και στα όνειρά του, στη συνάντηση με φίλο του, προσπαθεί να του θυμίσει πως υπάρχει:

…εσύ ’σαι σαρανταπέντε χρόνια κιόλας πεθαμένος, ψέλλισα
και νέα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό μου…
(«Η συνάντηση», σελ. 230-231)

Τα ποιήματά του όλα εκφράζουν το καθολικό αίτημα για ισότητα και δικαιοσύνη, αλλά όχι με κραυγές και διαμαρτυρίες εντυπωσιασμού, αλλά με πόνο ψυχής, μιας ψυχής που κλαίει και μιας τρυφερής καρδιάς που πονάει για τον πόνο του άλλου, καταγγέλλει το άδικο που γίνεται εις βάρος του άλλου, του πλαϊνού του, τον οποίο αποκαλεί αδερφό του και τον νιώθει σάρκα από την ίδια σάρκα με τη δική του:

Στην άγρια νύχτα
η καρδιά μου αγρυπνάει
για σε, αδερφέ μου.

Με το θηρίο
μετρήθηκα για σένα.

Να με θυμάσαι
(Χάι Κάι – «Άστεγα», σ. 176, 31, 32)

Τα 116 Χάι Κάι, χωρισμένα σε 4 ενότητες –«Νεκροί του Νοέμβρη» (11), «Άρρωστα χρόνια» (45), «Της αγάπης» (28) και «Άστεγα» (32)– από σελίδα 135 έως σελίδα 176 σε σύνολο 302 σελίδων, με την επιγραμματική μορφή, τη θαυμαστή πυκνότητα, τη χαρακτηριστική δομή και τη διακριτική νοηματική σχέση που συνδέει μεταξύ τους τα τρίστιχα κάθε ενότητας, κατέχουν, ίσως όχι τυχαία, τον μεσαίο χώρο του συνόλου των σελίδων του βιβλίου, όπου εκ των πραγμάτων εστιάζεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αποτελούν το κέντρο βάρους του περιεχομένου και της ενότητας που απαρτίζει το σύνολο των ποιημάτων και των συλλογών του κατορθωμένου έργου του Ανέστη Ευαγγέλου.

Το επισημαίνω αυτό γιατί τα πριν και τα μετά ποιήματα, παρά τις όποιες διαφορές και αυξομειώσεις που παρουσιάζουν, είναι ισοβαρή. Υπάρχει ισορροπία μεταξύ των δύο μερών. Από το πρώτο ίσαμε το τελευταίο ποίημα, υπάρχει η ίδια ένταση, η ίδια φόρτιση. Ωστόσο, ο δρόμος δεν ήταν εύκολος. Ο ποιητής, εκτός από τον αγώνα και την αγωνία της έκφρασης, όσο προχωρούσε συνειδητοποιούσε πως είχε να παλέψει και με εκείνους που κρατούσαν ξύλα και μαχαίρια και πέτρες και κραύγαζαν: «Σκοτώστε τον». Και θέλουν να τον γκρεμίσουν από το ηθικό του βάθρο, να φάνε τις σάρκες του, να ξεσχίσουν το υλικό του περίβλημα, να αμαυρώσουν το ηθικό του κάλλος:

…Όμως η φωνή του
λευκό πουλί πέταγε πάνω απ’ τα κεφάλια τους
και δεν τη φτάναν οι κραυγές και τα μαχαίρια
(«Ο ποιητής», σελ. 60)

Όπως διεκδικεί και το δικαίωμα να ζήσει. Να ολοκληρώσει το ποιητικό του έργο θέλει, να μην αφήσει πίσω του εκκρεμότητες. Η ποίηση είναι η μεγάλη του αγάπη, η έγνοια του. Και προτρέπει τον θάνατο, που πολλές φορές τον έχει μακελέψει, να πάει αλλού με το κατάμαυρο φτερό του να μαυρίσει/ κι άλλες ψυχές:

…Να μην ξαναγυρίσεις γρήγορα.
Γιατί έχω μερικά ποιήματα
να φτιάξω ακόμα
να τροχίσω εδώ μια λέξη,
να στιλβώσω εκεί μια φράση

–Αυτές οι μικρές εκκρεμότητές μας που λατρεύεις
και για τη διαιώνισή τους άοκνα φροντίζεις–
(«Οι μικρές εκκρεμότητες του βίου», σελ. 271)

Παραγγέλλει του θανάτου, υποκλινόμενος μπροστά στην παντοδυναμία και τη δόξα του, και αποκαλεί «Άρχοντά» του και «Δεσπότη» του. Παρά ταύτα, μέσα από τις ανατροπές, τις ελάχιστες αναθεωρήσεις και επανατοποθετήσεις που κάνει, παραμένει πιστός στις αρχές του και στις αξίες του ανθρωπισμού, όπως αξιώνει η «δικαιοσύνη» και η «ηθική» της ποίησης, γιατί «η ζωή μας δεν πάει ποτέ χαμένη».

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.