ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Η Ειρήνη Καραγιαννίδου γεννήθηκε στη Δράμα. Σπούδασε Νομική και ζει στη Θεσσαλονίκη.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Παραθαλάσσιο Οικόπεδο (Πανοπτικόν 2017)
Οι τέσσερις εποχές του [Α] (Λογότεχνον 2013)

.

.

ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ (2017)

ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗ

Για εμάς που γνωρίζουμε τη σκοπιμότητα της βροχής,
ο πνιγμός δεν καταλογίζεται στο ποίημα.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΔΟΜΗΣΗΣ
ΤΑ ΣΑ ΕΚ ΤΩΝ ΣΟΚ

Είναι κάποιες πανσέληνοι ίδιες παιδικές χαρές
Σε φέρνουν βόλτα γύρω-γύρω όλοι
Μα ώσπου να γίνεις ο Φιλέας Φογκ
και πεις τις μέρες μοίρες
Έχουνε κιόλας γίνει μία τραμπάλα νύχι
Φιλεύσπλαχνες στο βάθος του χρησμού τους
Να έχεις πάντα κάτι να μασάς.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΠΙΠΛΟΚΗ

Κι ο άλλος που έρχεται
Με μια μικρή ελεγεία στους κροτάφους
Τίποτα δεν γνωρίζει από δακτυλικό εξάμετρο
Αυτά όμως όλα είναι λεπτομέρειες
Πριν φας εσύ τα νύχια
Σε προλαβαίνει ο τόρνος
Δέκα συν δέκα δάχτυλα με μαθηματική ακρίβεια
τα λιώνει ένα-ένα με το χαρτί πάνω στην πέτρα
Κι ουρλιάζει το φεγγάρι ως το σούρουπο
Σαν τη ληγμένη βοδινή κονσέρβα
Που την αδειάζουμε
Κι έπειτα τη χωνεύουμε βελάζοντας στιχάκια.

Μεθαύριο το φεγγάρι θα ’ναι τσέρκι άτσαλα κομμένο
ο πόλεμος τελειώσει θ’ αρχίσει ο θερισμός
Τα μεροκάματά μας σε σιτάρι
Μπορεί και σε μάτια. Τελοσπάντων,
αυτή η αριθμητική μ’ έχει μπερδέψει

Ξεφλούδισέ με ολόκληρη.

ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ

Στην επαρχία ως συνήθως
κάπου μεταξύ Βενιζέλου δώδεκα και Σκρα γωνία
διασταυρώνονται οι σιωπές
όπως διασταυρώνονταν κι οι παύσεις
έντεκα παρά τέταρτο
μ’ εκείνον τον κοκκινολαίμη
που ’σπαγε το παιχνίδι της σιωπής
μόλις σώπαινε ο θόρυβος του αυτοκινήτου

Εσύ κοιτούσες ένα ανοιξιάτικο αστέρι
κι έγραφες ποιήματα
με βραδύτητα που πιθανόν
το χρώμα στον λαιμό του ξέβαφε
αποτελείωνες τη φράση σου συμβολικά
τεντώνοντας μπροστά τα πόδια
η γάτα τρόμαζε από τον γδούπο τής πατημασιάς αφού
με τον καιρό σαφώς και είχε χάσει το ανάλαφρο
το βάδισμα των αιλουροειδών του δάσους
Κατόπιν εγώ γυρνούσα
Και βλέπαμε ειδήσεις
Καθώς έπαιζες νευρικά τα δάχτυλά σου
Δυο-τρεις σταγόνες αίμα έβρεχε.

ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ

Τις νύχτες που μεγαλώνουνε οι φεγγαράδες / παίζουμε τις
παντρειές της ξέρας με τη θάλασσα / είναι καλό παιχνίδι /
παίζεται βουβά/ κι όποιον τον πάρει το σκοτάδι/ καίγεται

Πρώτα ο άνεμος
Ύστερα το λιμάνι
λεπτομερέστατο κάτω απ’ τον ήλιο
τη λογική των πραγμάτων

Μονορούφι καπνίζουμε τις αντοχές
Σκεπάζουμε το στήθος σημαίες καταστρώματος
Τη μνήμη τη φυλάμε στα πιο χλωρά τριφύλλια
δίχως κουκούτσι ελιάς
Είναι φορές η νύχτα βρεγμένη αλισίβα
Πρώτα ο άνεμος
Ύστερα ο άνεμος

Γυρίζω εδώ λιγότερο πουλί.

ΛΑΘΟΣ ΗΛΙΚΙΑ

Βγάλε τον Αύγουστο από το αυτί μου
Ο άκμονας κλωθογυρνάει προπέλα
Στις έξι κάθε μέρα με πιάνει σκοτοδίνη
Βάλε τρεις μέρες του Φλεβάρη
Δεν ξέρω από κοχύλια
Ανάμεσα στις κόρνες των ειδήσεων
σε ποιας ταινίας τίτλους βρίσκομαι,
δεν ξέρω
Θα πήγαινα για ψάρεμα
Μα μόλις δίχτυα ρίξω
Το κόκκινο ανάβει

Είμαι σε ηλικία ασυρματίστριας.

ΑΣΚΑΡΔΑΜΥΚΤΙ

Μ’ αρέσει που θυμώνει όταν με βλέπει
να μπαίνω στο νερό τα βράδια
που γυρίζει ο καιρός και κατεβαίνουν
άδεια τα κλαδιά
Είσαι τρελή φωνάζει όμως πού να ’ξερε
Πόσο χτυπούν οι φλέβες μου
κεράσια ώριμα όταν μιλά
για κρατικούς προϋπολογισμούς,
συνέδρια υπουργικά
Κι εγώ παραμένω σταθερό
μέτριο νόμισμα
Αβλαβής
χαλασμένη συσκευή
που χτυπά ή δεν χτυπά
Κυρίως μια πιστή ρομαντική
Αφού στην ίδια πάντα στάση αυτοκτονώ
Βουτηγμένη ως τον λαιμό
σε αναπτύξεις.

ΚΑΙ ΜΗ ΝΟΜΙΖΕΙΣ Η ΣΙΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΙΑ ΑΓΙΑ

I.

Τα κορίτσια των δώδεκα και κάτι
λαμπάκια πράσινα που αναβοσβήνουν
Την ώρα της προσωποκράτησης
Πριν ο εκταμιευτής τους άστρα ρίξει
Μαζεύουν τα φτερά βολίδα
Φεύγουν ξυπόλυτα από τον χορό
μην τύχει και το γδάρουν το φεγγάρι
γδάρουν τον τελευταίο νυχτοφύλακα
Ξεσαρκωμένα άδεια κουφάρια γίνουν –
Κολοκύθια

Δεν λένε αντίο.

II.

Τα βράδια τρίζω τα δόντια
Εις ώτα μη ακουόντων
Νόσημα αδιόρατο οι κοπτήρες
Κράτα καλού-κακού μικρό καλάθι

Η χώνεψη προϋποθέτει θάρρος.

ΙΔΑΝΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Μπορούσε να μην ήταν ίσκιος
Να ’χε δυο μάτια ζωντανά
Δυο χείλη
Ξεχασμένα προγράμματα στην τσέπη
από έργα κινηματογράφου που έβλεπε μαζί του
Γιατί αυτό γίνεται κανονικά και πάντα
Μια ίδια ώρα
Το λίγο απόγευμα
Μια ίδια νύχτα
Κι ο δρόμος
άλλοτε κι άλλοτε
Ποτέ έξω απ’ το ποίημα.

ΕΝΑ ΚΟΜΜΑ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΔΥΟ

Υπάρχουν κάποιες παράξενες τροχιές
τυφλά εκτεθειμένες
Απ’ όταν ο Ίκαρος αγόρασε
δυο χέρια ξένα μες στις καταιγίδες
πάνω στου χελιδονιού το μάτι
κέντησε την ανάγκη σου.
Μάρτης ίσως ήταν, ίσως μήνας θαλασσινός
σταυρό που γέννησε ο ήλιος
και οι τουρίστες βιαστικά μιαν απεργία πείνας
φορτώσανε στην άσφαλτο.

Έκτοτε όλα βαίνουν κατά τας γραφάς επιεικώς: Η Εγνατία οδός
σχεδόν έχει τελειώσει, εγώ μεγάλωσα, αγόρασα έναν σκύλο, έκανα
τέσσερα παιδιά, μένω σε μονοκατοικία
Ολόκληρη κοπέλα θα ’λεγες εσύ
Δεν θα ’χες κι άδικο
Η ευτυχία δεν είναι ζήτημα ύψους
Κάθε που έφευγες ψήλωνα έναν πόνο.

ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ
ΕΝΤΟΣ ΕΔΡΑΣ

Συνήθως, λένε, οι νεκροί
Έρχονται απρόοπτα
Αν σκάβεις νύχτα θάλασσα με δάχτυλα
Όταν μισοξεχνάς το όνομά τους, τη μάρκα των τσιγάρων,
το χρώμα των ματιών τους
Αν η χωρίστρα ήταν απ’ τη δεξιά μεριά, όταν μισοξεχνάς το σκορ
εκείνου του αγώνα
Δόξα Δράμας-Λεβαδειακός, τη γεύση απ’ το παστέλι, το γυάλινο
μπουκάλι με χυμό ώριμου βύσσινου – 232ml γυάλινη συσκευασία
μιας χρήσης και επιστρεφόμενη –
Όλες αυτές τις λεπτομέρειες
Τότε, λένε, έρχονται
Όπως ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος
να πάρει πίσω το μαχαίρι
Μαζεύουν τα σουσάμια που τους έπεσαν στην πάλη
Την ώρα δεν την ξέρω
Συνήθως, λένε, έρχονται απρόοπτα
όταν διαβάζεις γράμματα σταλμένα από καιρό
Χωρίς φωνές
Χωρίς νερό
Χωρίς εσένα.

.

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ [ Α ] (2013)

[Ειρήνη ημίν]

Κι εγώ
που βλέπω κάθε πρωί
να επαναλαμβάνω τον εαυτό μου
καταγγέλλω τον καιρό
επί οπλοφορία.

Τα σύννεφα τρέχουν
βιαστικά
όταν τα κυνηγά η βροχή.

[Κάποτε θα είναι αλλιώς]

Το βράδυ θα ανοίξω τα παράθυρα
να κοιτάξει το δωμάτιο ουρανό
στην οδό Λησμονιάς
θα γυρέψω την τρικυμία του ωκεανού
στο αλλοτινό βλέμμα σου
μασώντας τα χειρόγραφα
που μου ‘ταξες.

Έτσι λέω.
Στην πραγματικότητα Απόψε
θα διπλοκλειδώσω τις πόρτες
να κουτουλάει αεροστεγώς
το λιβάνι στους τοίχους
θα σφραγίσω τα παράθυρα
Φοβάμαι
τον άνεμό σου
τον αέρα της αναμμένης μου ερήμου.

Εσύ
θα έρθεις μιαν άλλη νύχτα
θα έρθεις να μου διαβάσεις ποιήματα.
Κάποια άλλη νύχτα όμως
γιατί αύριο θα ξαναβρέξει
χαϊδεύοντας λευκές προσμονές.

[Στην πυρά]

Με φορούσες
κι ο κόσμος σου
κατάσαρκα
σε πτυχή αγαπημένη
τσέπης.

Γδύνεσαι τώρα
και τα ρούχα σου
φιλούν τη φωτά
ανθρώπινο προσάναμμα.

Π(υ)ροδότη!

[Φώτα]

Άναψε μέσα μου τη μέρα
όσο νυχτώνει
και χαμηλώνουν οι ώρες
πριν ξημερώσει
να μάθω να ξεχωρίζω
το βήμα σου
πίσω από μένα
και στην αργή συνήθεια των έντιμων συλλαβών σου
να λάμπω
στην άκρη του δρόμου
– Ευρυδίκη –
μέσα
σε τόσους αιώνες σκοταδιού.

[Πριν τα μεσάνυχτα]

Διαβρωτική ύπαρξη η νύχτα
ανοίγει το στόμα της
χάνεται
στη σκληρότητα του πόνου
όπου ό,τι υπάρχει καίγεται
σχεδόν μετά μένους
Εμείς
κισσοί σπασμένοι σε βαλτόνερα
σκαρφαλώνουμε
απ’ τις στάχτες
με περιδίνηση
γινόμαστε η ειμαρμένη
που – τόσο – αφελείς
χειροκροτούσαμε
ως έμπνευση.

[Ίχνη]

Αστόλιστη
σ’ ένα ξεγυμνωμένο πέλαγο
φαντάζομαι καταμεσής
τα μάτια σου
αλογάκια της θάλασσας
εύθυμα να τρέχουν.

Πάτα στις μύτες των ποδιών
μετρώντας καλοκαίρια
δέκα-δέκα τα χνάρια τάφροι
– πόσο απαλό να ‘ναι το βήμα σου
όταν σηκώνεις απουσίες –
να τελειώσεις γρηγορότερα την άθροιση
να σκύψω εσπερινός
να φιλήσω τ’ απομεινάρια στα απόνερα
να αποθέσεις ξερολίθια τάφους στην αμμουδιά
να σμιλέψουν οι πρωινές ηλιαχτίδες τις κόρες σου

γιατί πού να βγάζει αυτός ο δρόμος δίχως θάλασσα
δίχως τη θάλασσά σου;

[Η Άνοιξη άργησε]

Φτιάξε ένα ρούχο
να αντέχει τη φωτιά του φιλιού σου
παπούτσια με φτερά
ζωγράφησε μια μέρα
με όλες τις αποχρώσεις
διαφορετική aπ’ όλες τις άλλες
δέρμα νέο
πάνω στα ίδια κόκκαλα
με μόνιμο παιχνίδισμα του ήλιου
αφαιρώντας τα σύμβολα της δύσης
να πλησιάσουμε το φως
χωρίς να μας βαραίνει
η ζυγαριά του χρόνου
τα ρολόγια να δείχνουν πίσω
ο’ εκείνο το ζεστό εικοσιτετράωρο.

Αργείς.
Περνάμε ενσυνείδητα μεσάνυχτα.

[Καλοκαιρινό παραμύθι]

Επέστρεφε στην όμορφη αθωότητα
στο παραμύθι
Σεβάχ θαλασσινός
v’ ανταμώσεις
τη μνήμη την παλτά,
το χρώμα του αίματος στο κύμα,
τη φωνή δίχως προσωπείο
Λήθη
καραμέλα σε ακηλίδωτο στόμα
που όταν θ’ αγγίξει ξανά υφάλους-χείλη
αυτά θα καπνίσουν
φωτιές.

[Αυγή]

Την αυγή ξεδιαλύνουν οι υπάρξεις
κι’ οι γελωτοποιοί
που φορούν ακάνθινες γλώσσες
σύρονται από τα ενδότερα.

Στο κρεβάτι του θριάμβου
μένουν τα σώματα μόνο
αρχή καλοκαιριού
να χαίρονται την πρώτη τους Άνοιξη.

[01/04… Σαν ψέμα]

Από το άνοιγμα του τοίχου
μιας αργής Δευτέρας
θα σκιτσάρω το φευγιό σου
βήμα-βήμα
κόβοντας τις ρίζες σου
να χαθείς χαρταετός
ανυπεράσπιστα ανεμοδαρμένος

κι εγώ θ’ αγγίζω
– τάχα – ατάραχη
καλούμπα από καπνό και αποτσίγαρα
να κοιτάζω
μέχρι να ακτινοβολήσω ξανά
σημαδεμένη

γιατί θα ο’ έχω λησμονήσει
έναν ψεύτη Απρίλη.

[Θαλάμι]

Δίχως νερό κάποτε
ενδεχομένως
δεν ήμουν άλλο τίποτα
πέρα απ’ το λουλακί όνειρό σου
πέρα από μια προδομένη κορνίζα
ξέθωρη απ’ την αλμύρα.
Άσε την ανάσα αυτό το βράδυ
να σε ψάξει
γίνομαι στεριά
να ακουμπήσεις τρικυμίες

Έλα να μαντέψεις τη δική μου
– θέλει κανάκεμα –
που ανάγλυφα σκαλίζει
Απουσίες
που κάνει δήθεν πως αγνοεί την ησυχία
και παζαρεύει παλιές νηνεμίες.

Να ξαποστάσω – Πρωτέα μου –
γι’ αυτή τη νύχτα μόνο.

[Ηλεκτρική καταιγίδα]

Νερά ακατάσχετα
παίρνουν αντάμα τους
όλα τα κάτωχρα – πια – τετράδια
μην αμελήσεις
να φυλάξεις τ’ αλφαβητάρια,
γιατί ούτε με πλημμυρίδες δε μπορώ
να σε φτάσω.

Απλωτές λήθης

σήμερα
που είναι τα όνειρα
κατάφορτα μετεωρίτες
σκοντασμένα πεφταστέρια
στείλε τη σκιά
έστω και μιας λειψής φτερούγας
να προστατέψω
τα μουλιασμένα οστά μου
κι εγώ θα σε ποθώ
ακόμη και σε νερά μαγνητισμένα
με όλα τα κύματα επ’ ώμου.

[Ειρωνείες στο κρεβάτι]

Μου αρκεί μια υποψία
βραχνής εντολής
για να βεβηλώσω
την επικράτειά σου
δίχως κανένα αλύχτισμα
– ευτυχισμένη –
που θα λατρεύεις την ηδονή
του κλαυσίγελού μου.

Δε πα να σε κρύβει ο ορίζοντας του σεντονιού..

[Το άλας σου]

Να γευτούμε λίγη άλμη αυτήν
– που με περισσή ακρίβεια
στοιβάζουν τα δάκρυα
στις αλυκές του μυαλού –
και μετά να βυθιστούμε
στην άλλη
– αυτή των φιλιών
τη μη χορτασμένη –
κάτω απ’ τη σιωπή των πευκοβελόνων
να χαράξουμε
με θαλασσινό νήμα
λόγια
από γαλήνιο οργισμένο νερό,
γιατί ανάμεσά μας
θα τρέχει πάντα
η υπόκωφη βοή
μανιασμένης λαχτάρας
φράγμα
που θα πασχίζει να μη σπάσει.

[64 άπνοιες]

Ανάμεσα σε σκιές και φρουρές
περιφραγμένα τετράγωνα
αιφνιδίως μαραμένη
από θέση
– υπερνοτισμένης ισχύος “en passant•” –
σε πλάγια κίνηση
διάλεξα
το χρώμα του κατάφωρου
χηρεμού.

Η μοναδική παράκληση
που έχω τώρα να παίξω
-ανάμεσα σε ριπές “gambit” φθοριούχες
αξιωματικών –
είναι κοιτώντας ίππους λευκούς
ακαθόριστα
-φευ-

Κλείσ’ το!
0 βασιλιάς και το πιόνι
στο ίδιο κουτί φυλακίζονται
εν τέλει.
Με ή χωρίς δεύτερη παρτίδα.

[Γιορτή αιώνιων εκρήξεων]

Κι όπως κοιμάσαι
απατώντας με κύματα
σου μιλώ σαν να σε ξέρω
επειδή μοιάζεις στην ψυχή μου
– θαρρώ –
κατάφωρα εμπλεκόμενη
σε αιχμηρές περιπλανήσεις.

Βάλε απόστροφο το θόλο σου
αντίστροφα,
να προστατέψω την εύθραυστη όψη μου
την ακούραστη αναμονή της λάβας σου
να περισώσω
έστω και σε απανθράκωση
ως άλλη Πομπηία.

[Γοργόνειο άσμα]

Τάχα τι φοβήθηκες;
Πως το πράσινο τρεμούλιασμα
που επιθυμούσε
με περισσή αλλοφροσύνη
να σε κοιτάξει
είναι η Μέδουσα;

Έλα να παραλάβεις το «Γοργόνειο»
σ/π/α/σ/μ/έ/ν/ο.

[Χιονάτη]

Έλα να φυτέψεις λουλουδένια στέμματα
ονειρεύομαι
έναν ύπνο βαθύ
πάνω στον πορφυρό ουρανό σου
κι ένα φιλί λευκό
– πιο πάλλευκο κι aπ’ τ’ όνομά μου – .

Αυτοί που θέλουν
να συντρίψουν
των δηλητηριασμένων
το ξέσπασμα.,
έχουν έμβλημά τους
μόνο τη φωτά
σημαία
κόκκινη στο μαύρο.

Μπες!
Όπως κοιμάμαι με βεγγαλικά σβηστά,
το χαμηλωμένο φως
δε γνωρίζει τίποτα από υπερηφάνεια.

[Χέρια]

Σαν διάφανα πηγαίνουν
σαν πολύχρωμα έρχονται
πουλιά ενδημικά
μόνο παροδικά
τα ακουμπάς
ξαπλώνουν περίλεπτα
επάνω μου
αχνά
σε λινό που σπαράζει
νιώθω εποχές
απ’ όλες τις υφηλίους.

Ύστερα από το ολοκαύτωμα
κάθε ανορθόδοξο πέταγμά μου
γίνεται καλλιγραφία.

[Τι είσαι;]

Αγνοώ
αν είσαι κύμα μαγνητικό
ικεσία πλεούμενης λαχτάρας
ή απλώς θαλάσσια συνείδηση.
Γεγονός είναι
πως και στον ύπνο μου
ακόμη,
είτε σαν αποκολλημένο όστρακο
είτε σαν τρεμάμενος γαλαξίας
ανασυνθέτω
το όλο της ημέρας σου
σε μια κουταλιά θείο
και ξεδιψώ
από παράταση αλμύρας

αλλά
υπάρχει μια οσμή
μπαγιάτικων εσώψυχων στο πάτωμα.

Ήταν η προσπέλαση του εντελώς ξαφνικού,
ήταν που έγινα μπουκάλι
για να σε π-ε-ρ-ι-Έ-Χ-Ω.

[Ο σκοποβόλος]

Στήσου στον ακρόλιθο της μνήμης

αγάλματα ήρθαν
να μας αντικαταστήσουν
και στόχευσε- ———
να ραγίσει συθέμελα
η κρύα μονοτονία της πέτρας
να ξαναζωντανέψουν σώματα
να επιβιβαστούν συσπάσεις
σωτήρια μουγκρίζοντας
για καινούρια ταξίδια
με τις προπέλες προς πάσα κατεύθυνση
σ’ εκείνα τα μέρη
τα ξανθά
της ζωής ή της φαντασίας.

Αν φύτρωναν λουλούδια από σκάγια στα βράχια
θα ήσουν Εσύ.

[Μάτια μου]

Κάτω απ’ την καλύπτρα των σύννεφων
νύχτα
πάνω από την πόλη
ο’ όλο το πλάτος
υπάρχει
η αγκαλιά σου
τα χέρια σου
– αιχμές αστεριών
παρασύρουν
σε μετωπική σύγκρουση
διάττοντες κομήτες –
τα χείλη σου
– κάθε τοίχος πάλλεται
παραλύει στο μειδίαμά τους –

Μα αν τα μάτια σου
ανέβαιναν
απ’ τους άτεμνους ορίζοντες

να ‘ξερες πως
όλα τα φεγγάρια θα ριγούσαν
σκορπίζοντας
γιατί δε θα ‘χαν άλλο φως να κλέψουν.

[Καμβάς]

Θα είμαι εδώ!
Τ’ αυτό το χαρτί
μονοκοντυλιά
υδατοδιαλυμένη εκολίνα
να περιμένω
εσένα

Κι όταν αγγίξεις οριακά
passe partout
και γίνεις καρφί
στη δική μου οπή περιωπής
θα γυρίσω
προσωπογραφία με χρώματα
πάνω σε canson
χασκογελώντας νευρικά
μασώντας φτέρες.

(μέχρι τότε
θα βρίσκομαι κρεμασμένη).

[Αποτέφρωση]

Την τεφροδόχο των στίχων σου
δίχως έλεος θα σκορπίσω
να δω
πως πνίγει η κάθε λέξη
το όνομά μου

Εγώ που έλαμπα
διάστικτη
μέσα στα άσπρα σου δωμάτια,
να κείτομαι τώρα
– απ’ τα χέρια που πιο πολύ αγάπησα-
πλανόδιο νεκροσάβανο
σε θλιμμένο φτηνό τραγούδι.

[Ξέρω]

Ξέρεις πως σε περιμένω
πίσω απ’ το τόξο των φρυδιών
ξέρες πως θα είσαι
η αιώνια έκπληξη.

Να επιστρέφεις κάθε τόσο
νύχτες και ημέρες
με εναλλακτική φορεσιά – να επιστρέφεις –
κάθε τόσο
αργά και ακούραστα.

Είναι ο κενός χώρος που σε απαιτεί,
είναι που η καρδιά μου
είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ
ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

“Εφημερίδα των Συντακτών” 20/1/2018

Τρεις δυναμικές ποιητικές φωνές

Η Ειρήνη Καραγιαννίδου (1979) στο δεύτερο ποιητικό της βιβλίο Παραθαλάσσιο οικόπεδο μας κομίζει μια ποίηση που ενώ ξεχειλίζει από μια δική της αμεσότητα, ταυτόχρονα παραμένει κρυπτική, εκεί όπου η μετωπικότητα −μια ποιητική θα λέγαμε «μαγκιά»− συναντά και συμπορεύεται με μια υπόγεια αμφισβήτηση των πραγμάτων, προσβλέποντας ενδεχομένως στη διάβρωση και ίσως στην αποσάθρωση του υπαρκτού.
Ας ξεκινήσουμε όμως με τον τίτλο: «Παραθαλάσσιο οικόπεδο». Πρόκειται για έναν μετωνυμικό προφανώς τίτλο, καθώς ούτε η θάλασσα φαίνεται να είναι όντως η θάλασσα, ούτε το οικόπεδο αποκαλύπτεται και λειτουργεί ως οικόπεδο. Η θάλασσα μάλιστα εμφανίζεται ως τσιμέντο. Ενας τίτλος που συνδιαλέγεται και παραπέμπει στο εικαστικό έργο του εξωφύλλου, το οποίο και θυμίζει τη ζώνη «Στάλκερ» ή τον ωκεανό του «Σολάρις», του κινηματογραφιστή Αντρέι Ταρκόφσκι και των αδερφών Στρουγκάτσκι και Στάνισλαβ Λεμ −στο επίπεδο των συγγραφέων− αντίστοιχα.

Ενα εξώφυλλο, που ενώ μας εντάσσει και μας αποκαλύπτει τον κόσμο ως δυστοπία, ως έναν αινιγματικό δύσκολο χωροχρόνο, ταυτόχρονα δεν αποκλείει την -έστω στρεβλή- υλοποίηση της όποιας όντως επιθυμίας μας, στη διαρκή της πάλη με τη μνήμη, στην εμφανή και στην υπόγεια, σκοτεινά περιρρέουσα, διάστασή της.

Εδώ εντάσσεται και το κομβικό ποίημα «Εντός έδρας», το οποίο συνοψίζει την ποίηση της Καραγιαννίδου. Ενα ποίημα όπου με τα γυάλινα μπουκάλια της βυσσινάδας, των 232ml, καλεί και φέρνει, εμφανίζοντας έστω προβολικά −ίσως φασματικά− όχι μόνο τον νεκρό, προφανώς, πατέρα αλλά και άλλους υλοποιημένους νεκρούς. Υπαρκτούς και ανύπαρκτους. Γράφει: «Συνήθως, λένε, οι νεκροί / έρχονται απρόοπτα / αν σκάβεις νύχτα θάλασσα με δάχτυλα». Και συνεχίζει: «αν η χωρίστρα […]», «όταν μισοξεχνάς […]», με «όλες αυτές τις λεπτομέρειες», λοιπόν, «τότε, λένε, έρχονται» οι νεκροί. «Συνήθως, λένε, έρχονται απρόοπτα / όταν διαβάζεις γράμματα σταλμένα από καιρό» «μαζεύουν τα σουσάμια που τους έπεσαν στην πάλη», «έρχονται», «χωρίς φωνές / χωρίς νερό / χωρίς εσένα».

Οπου η ποιήτρια, αν μη τι άλλο, παραπέμπει και συνομιλεί με τους νεκρούς σε μια παραλλαγή, σε μια επίγεια ίσως Νέκυια, όπως ο πρωταγωνιστής του «Σολάρις» που επιστέφει από τις −υπό τον Ωκεανό υλοποιημένες− μνήμες, στα πόδια του γήινου πατέρα. Υπογραμμίζοντας επαναληπτικά πως «Αύγουστο θα σου αλλάξω πλευρό να κοιτάζεις τη θάλασσα» −πατέρα;− και πως «έτσι και αλλιώς, ο θάνατος και ο έρωτας είναι υποθέσεις του κορμιού» («Το σπίτι»), για να αποκλείσει και τις όποιες πιθανές παραπλανητικές παρερμηνείες.

Από εκεί η ποιήτρια ανοίγεται σ’ ένα σύμπαν −πέρα από το ιστορικο-κοινωνικό του όλου πράγματος− που παιχνιδίζει με τρόπο ακατανόητο, τουλάχιστον για μας. Σαδιστικό, με τη σκληρότητα ενός παιδιού, ίσως ως ένας θεός εν εξελίξει. Και μας μιλά για κάποιον που «επιμένει να την κατοικεί»: «Χθες είδα μια στιγμή / Στο άνοιγμα της πόρτας / Εκείνον που επιμένει να με κατοικεί» («Λεωφόρος Νίκης)».

Πρόκειται για μια ποίηση εσωστρεφή και αυτο-απευθυνόμενη. Μια ποίηση όμως που κομίζει τη βεβαιότητα πως η Καραγιαννίδου δεν επιθυμεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη-ακροατή της. Δεν επιθυμεί να επιβληθεί, να κερδίσει έδαφος για τον εκφορέα ενός ακόμη λόγου. Διαποτισμένη από τη ματαιότητα, το περιττό και το πολυτελές του κόσμου, αφρίζει στις παρυφές του χωροχρόνου, κοινωνώντας το περιττό της φύσης και της θέσης της. Αυτο-αναιρείται, αυτο-υπονομεύεται για να δείξει τον πραγματικό πόνο, την αγωνία ενός ανθρώπου, που αναζητά χωρίς προσχηματισμένα φίλτρα και χωρίς συγκεκριμένη φορά. Ως ένα «αγρίμι από κρύσταλλο».

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

Περιοδικό “Κοράλλι” 14/12/2017

Η ΝΕΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

Μόλις η δεύτερη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Καραγιαννίδου, το
«Παραθαλάσσιο οικόπεδο» ήταν για εμένα μια άκρως ενδιαφέρουσα ανάγνωση. Η νεανική αμεσότητά της και μια διάθεση απορίας απέναντι στη δήθεν «ευαισθησία και τον υπέρμετρο ρομαντισμό των άλλων»,
αναμφίβολα συνηγόρησαν σε αυτό.
’Ας ξεκινήσουμε όμως από τον τίτλο. Τι πάει να πει «παραθαλάσσιο οικόπεδο»; Καταρχήν, ένα οριοθετημένο τμήμα γης, το όποιο προορίζεται για την ανέγερση κάποιου κτίσματος. Σημαίνει ακόμη: προνομιακή θέση πλάι στη θάλασσα, και μια σχέση μαζί της που, δυνητικά, αναπτύσσεται με πολλαπλές διακυμάνσεις. Θέλω να πω ότι η θάλασσα ενεργεί ως ένα τοπίο συμβάντων, τα όποια προσλαμβάνουμε μέσω των διανοητικών και θυμικών μας λειτουργιών, αλλά μπορεί μέσα μας να μεταστοιχειωθούν σε λειτουργίες του φαντασιακού και μεταφορικά σχήματα. Και εδώ, πράγματι έχουμε να κάνουμε με αυτό. Επιχειρώντας να εντοπίσω στα ’ίδια τα κείμενα τα στοιχεία εκείνα που τα συνδέουν με τον τίτλο, για το μεν οικόπεδο σκέφτομαι ότι ενδεχομένως σημαίνει έναν ιδιωτικό, αν και εκτεθειμένο χώρο, ενώ ό,τι φαίνεται να κυριαρχεί αναφορικά με τη θάλασσα είναι η απειλητική της εκδοχή, με κατάληξη τον πνιγμό. Συνειρμικά, το μυαλό μου πήγε στον Καρυωτάκη και στην πρώτη, αποτυχημένη απόπειρα της αυτοχειρίας του.
Μέσα από τούτη πλέον την οπτική, μπορείς να προσεγγίσεις τα ποιήματα σαν μικρές ελεγείες, μπροστά από τις όποιες, ωστόσο, εμφανίζονται, δίκην σάτιρας, η ειρωνεία, ο σαρκασμός και η αποδόμηση. Κάποιοι δηλαδή από τους, φαινομενικά επιθετικούς, μα κατά βάθος αντιπροστατευτικούς μηχανισμούς που υιοθετούν άτομα τα όποια νιώθουν ευάλωτα και ανυπεράσπιστα. Ευάλωτα απέναντι σε καθετί που αισθάνονται ως απώλεια, ανυπεράσπιστα απέναντι σε συμβάσεις που κανοναρχούν τη ζωή τους, απέναντι στον χρόνο που φθείρει, αλλά και επιβεβαιώνει τίς ουτοπίες και το ανέφικτο. Ευάλωτα, εντέλει, και ανυπεράσπιστα απέναντι στην αδυναμία του ίδιου τους του εαυτού να αντιμετωπίσει διαφορετικά επώδυνες καταστάσεις.
Σε μια τέτοια αμυντική συγκρότηση, ακόμη και ο έρωτας απωθείται συναισθηματικά. «Έτσι κι αλλιώς, ο θάνατος κι ο έρωτας είναι υποθέσεις του κορμιού», υποστηρίζει η Καραγιαννίδου. Και για τον μεν θάνατο, αρκεί να μπορείς να τον παίζεις σωστά. Όσον άφορά όμως στο ερωτικό στοιχείο -από τον σεξουαλικό υπαινιγμό του motto της συλλογής, «’Έχετε δει, υποθέτω,, θάλασσα να πνίγεται αι άνθρωπο, / να λέει όλα μέσα», μέχρι το «εκλιπαρούμε για γλωσσόφιλα» και το «ξεφλούδισέ με ολόκληρη», που συναντούμε στη συνέχεια-, μπορεί αφενός αυτό να προκρίνεται στα ποιήματα ως σωματική ένταση του απτού, από την άλλη όμως υποθάλπει την ιδέα ότι τουλάχιστον η
προτροπή: «ξεφλούδισε με ολόκληρη», είναι στην πραγματικότητα μια επίκληση και μια ανάγκη «να φτάσεις στα βαθιά φυλλώματα», εκεί όπου «το φεγγάρι παραμένει τρυφερό /Ακόμη και στη χάση του».
Σε αντιστοιχία με τον τίτλο, τα περιεχόμενα κατανέμονται σε τρεις ενότητες: την εισαγωγική, ως «Προσημείωση», την κύρια, ως «Συντελεστή δόμησης», και την επιλογική, ως «Έκτος σχεδίου». Θεωρώ ότι πρόθεση της Καραγιαννίδου είναι, όχι το να προσδώσει στη στιχουργική της την έννοια μιας καθαυτής διαδικασίας χτισίματός της, αλλά εκείνη των πολεοδομικών, θα λέγαμε, περιορισμών που τη διέπουν. Αυτό βεβαίως γεννά και ανάλογες προσδοκίες οργάνωσης των κειμένων, τις όπου ι όμως η ποιήτρια φροντίζει να ακυρώνει συνεχώς, παραβιάζοντας η υπονομεύοντας κείμενους τρόπους και κανόνες, και εγγράφοντας, σε ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο, τις αρχές και το περιβάλλον ενός δικού της παιχνιδιού. Γράφει: Τις νύχτες που μεγαλώνουνε οι φεγγαράδες/παίζουμε/τις παντρειές της ξέρας με τη θάλασσα/είναι καλό παιχνίδι/παίζεται βουβά/κι όποιον τον πάρει το σκοτάδι /καίγεται.
Αυτό το παιχνίδι, του γάμου της ξέρας με τη θάλασσα, που εν πολλοίς, είναι το ίδιο το παιχνίδι του ανθρώπου με τη ζωή, επιχειρεί να παίξει με προσωπικούς ποιητικούς όρους η Καραγιαννίδου. Χωρίς να φοβάται τις λέξεις και τα εκκρεμή συμφραζόμενα, δίχως να διστάζει μπροστά σε νοηματικούς διασκελισμούς, παράδοξες μεταφορές και απρόσμενες παρομοιώσεις, δημιουργεί ποιήματα όπου η διαρκώς ανήσυχη και κοφτή κίνηση της γλώσσας αποτυπώνεται σε μια συνεχή αλληλοαναίρεση αισθήσεων και αισθημάτων, εικόνων που ολοκληρώνονται και άλλων που διαθλώνται και μετεωρίζονται στη διαδρομή τους, για να καταλήξουν σε ακροτελεύτιους στίχους, πολλές φορές επιγραμματικούς. Στο ποίημα ΠΙ και Φι διαβάζουμε: Όλο και κάποιος προλαβαίνει το φεγγάρι / μέσα ο έναν καθρέφτη /χρόνια γυρεύοντας να ξεπεράσει / τη γραμμή που ορίζει ι το απόμακρο / εντοιχίζοντας στο μέτωπο το μάτι /Αντίθετα στην ασάφεια περιγραφής των φόνων, / στα αδηφάγα / στόματα χορτάτων / και τις αυθαιρεσίες που φυτρώνουνε αυθαίρετα στους στίχους /’Ώσπου ο Πολύφημος να σπάσει χίλια κομμάτια /Πρέπει ν’ αγαπιόμαστε μονόφθαλμα πολύ.
Είναι το ίδιο φεγγάρι που εδώ είναι μέσα σ’ έναν καθρέφτη, άλλου είναι τσέρκι και άλλου μια τραμπάλα νύχι, πού άλλοτε ουρλιάζει και άλλοτε
είναι ένα φεγγάρι έκθετο στους πέντε δρόμους, και που κατέχει μια θέση κυρίαρχη με σκηνοθεσία των ποιημάτων. Δεν ξέρω αν ή πυκνότατη παρουσία του στο βιβλίο οφείλεται απλώς σε ποιητική διάθεση ή αν, εκλαμβανόμενο ως θηλυκή αρχή της δημιουργίας του κόσμου και ως στοιχειό του γυναικείου φαντασιακού και του υποσυνείδητου, ενέχει εσκεμμένα θέση συμβόλου.
Σύμβολο πάντως η όχι το φεγγάρι, μαζί με το σούρουπο, τα χαμηλωμένα φώτα, τον άνεμο, την απειλητική θάλασσα, συνθέτουν ένα σκηνικό σημαινομένων, τα σημαίνοντα των όποιων, ωστόσο, σκηνοθετούνται άλλου. Σε έναν ενδότερο χώρο, όπου συνομιλούν η συγκρούονται το δραματικό με το γκροτέσκο, οι παραδοχές με την ειρωνική αποκαθήλωσή τους. Στο ποίημα «Δίχως ψέματα στις ούγιες» διαβάζουμε: Έλεγα πως δεν θα τύχαινε σε εμένα / Και να που απόψε λιώνει το φεγγάρι -Όλοι / νομίζουν γίνεται στο έργο / Κι εσύ δεν θέλεις να υποδέσεις και δεν μπορείς /Εάν η πέτρα η το ψαλίδι / Πλανεύουνε καλύτερα Αυλίδες// Καλά λοιπόν. Δέσε τα κορδόνια, λύσε τα σκυλιά /Χρειάζεσαι μια ουλή να κρατηθείς /Όταν υπάρχει ζήτημα.
Τούτη η απεύθυνση στο άλλο πρόσωπο, αποκαλύπτει μια βαθύτερη επιθυμία -η και ανάγκη: Να βγει προς τα έξω το εσωτερικό σκηνικό και οι πράξεις που διαδραματίζονται εκεί, να ακουστούν οι λέξεις που κόβουν τις φλέβες τους, να ενεργοποιήσουν, εντέλει, τον υποκείμενο άλλο. Να τον σηκώσουν από τη θέση του θεατή και να τον κάνουν συμμέτοχο. «Είσαι τρελή, φωνάζει, όμως που να ‘ξερε». Αυτός που δεν ξέρει, πρέπει να μάθει. Να μάθει, τι; Ότι «Με λένε Ειρήνη, Γένος ανυπεράσπιστο», ότι «κοιμάμαι πάντα μπρούμυτα / Με το ‘να άκρο σηκωμένο», ότι «στα δεκαπέντε μου η τώρα στα σαράντα / θα ούρλιαζα με τόσο λίγο πένθος»’ και πρέπει ακόμη να «υποπτευθεί τίς ιστορίες έκτος θέματος».
Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια δοκιμασία ψυχής, την όποια η Καραγιαννίδου επιχειρεί να διασκευάσει, σε διαδικασία διαχείρισης καταστάσεων, επιστρατεύοντας τεχνητές αποστάσεις, απρόοπτες φράσεις, η ακόμη και έναν οιονεί κυνισμό. Όμως, παρά τον υπερθεματισμό της νευρικότητας που διακατέχει την ύπαρξη – την ύπαρξή της- με μια φαινομενική ψυχραιμία, παρά το υδατοστεγές προσωπείο που φορά, η πικρία που προκαλούν οι απογοητεύσεις και οι διαψεύσεις είναι εκεί. Η λύπη για στιγμές και μνήμες αισθήσεων και επιμελώς αποποιημένων συναισθημάτων, που υπήρξαν και δεν υπάρχουν πιά, η που υπάρχουν και προορίζεται νομοτελειακά να χαθούν, είναι παρούσα.
Θα άξιζε τέλος να σταθούμε και στους τίτλους των ποιημάτων -χάριν παραδείγματος αναφέρω μερικούς: «Πτέρυγα Άλφα Ταύ», «Δύο Οδύσσειες και μια υπομονή», «Εσιέν στη σέντρα», «Το κέρατό μου, μέσα»-, τους όποιους θα χαρακτήριζα αντιστικτικούς, σε σχέση με το περιεχόμενο. Αντιστικκτικούς, με την έννοια ενός άλλου γεγονότος, που μπορεί να προκαλέσει διαφορετικούς συνειρμούς, και που καταφέρνουν, εντούτοις, χωρίς να επιγράφουν το νόημα, αλλά μάλλον συμβάλλοντας στην Ατμόσφαιρα, να δημιουργούν την αίσθηση ότι Αποτελούν Αρμονικό κομμάτι του ποιήματος.
Κι ένας μικρός επίλογος: Θέλω να πιστεύω πως η Ειρήνη Καραγιαννίδου διαθέτει τα προσόντα εκείνα ώστε να μεταβεί, Από την ενικότητα του ποιητικού Εγώ, που προς το παρόν τη διακρίνει, στην πολλαπλότητα της γλώσσας και του κόσμου. Άλλωστε, και όπως το διατυπώνει ο Σέιμους Χήνυ, αυτό Ακριβώς είναι η ποίηση: «γλώσσα και κόσμος».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ

“Fractal” Νοέμβριος 2017

«Γιατί η γλώσσα είναι για να σπάει»

Καμιά φορά καταλήγει ιδιαίτερα δύσκολο να προχωρήσεις σε μια κριτική παρουσίαση ενός ανθρώπου που γνωρίζεις a priori πως είναι ποιητής και δεν χρειάζεσαι κανένα τυπογραφικό για να αναγνωρίσεις την αξία του ποιητικού του λόγου.

Ίσως καταλήξει ανορθόδοξη αυτή η αισθητική ανάγνωση του βιβλίου της Ειρήνης Καραγιαννίδου από τις εκδόσεις Πανοπτικόν (2017)

Η ποιητική συλλογή «Παραθαλάσσιο Οικόπεδο» σκεδάζεται εντός του τυπωμένου βιβλίου σε τρία μέρη:

Προσημείωση
Συντελεστής Δόμησης
Εκτός Σχεδίου
όπου αντίστοιχα:
στο πρώτο μέρος φιλοξενείται ένα δίστιχο ακαριαίο ποίημα, το αγαπημένο μότο της ποιήτριας: «Για εμάς που γνωρίζουμε τη σκοπιμότητα της βροχής, ο πνιγμός δεν καταλογίζεται στο ποίημα»,
το δεύτερο μέρος αποτελείται από σαράντα ποιήματα ακραίας συμπύκνωσης
και το τελευταίο μέρος από δύο ποιήματα που το τελευταίο το θεωρώ ως μότο αποφώνησης (Καμιά φορά σε γαζώνω. Να μπορείς τον θάνατο να παίζεις σωστά.)

Όσοι γνωρίζουν το έργο της Ειρήνης Καραγιαννίδου νομίζω πως πραγματικά έλκονται από την ευρηματικότητα μιας νεογλώσσας που χρησιμοποιεί, ενδυναμώνοντας την αφαίρεση μέσω αφηρημένων τέλεια συνταγμένων ετεροπροσδιορισμών. Στην πραγματικότητα οι στίχοι της, όπως κτίζονται καταργούν την οριζόντια σκέψη ακόμα και του πιο υποψιασμένου αναγνώστη, δημιουργώντας νησίδες που σε εξαναγκάζουν σε άλματα νοητικά και συναισθηματικά.

Η Ειρήνη Καραγιαννίδου δεν χρησιμοποιεί καμία αργκό για να εντυπωσιάσει αφού νομίζω, υποψιάζομαι δηλαδή πως γνωρίζει πολύ βαθιά τον κανόνα της ποίησης. Ξέρει πως η αργκό ή η όποια γλωσσική επιτήδευση ζει για όσον καιρό ωφελείται από το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται και κατανοείται· και μετά, ω! δυστυχώς εξαφανίζεται βουλιάζοντας και το ποίημα και τον ποιητή. Αυτό είναι ένα δίδαγμα που λαμβάνει κανείς διαβάζοντας τέτοια ποίηση.

Θα εμμείνω, λέγοντας πως η ποιήτρια έχει απαλλαχθεί από τις αδρές της επιρροές, τις έχει χωνέψει και έχει ιδρύσει το δικό της γλωσσικό ιδίωμα, άρα μια φωνή η οποία είναι ολωσδιόλου αναγνωρίσιμη και την ξεχωρίζει. Πατάει πάνω σε ρίζες υπερρεαλισμού, αλλά τα επίθετά της έχουν μια ελυτική οικειότητα, όπου η αγάπη, η ευσπλαχνία, ο πόνος, ο φόβος, ο έρωτας και ο θάνατος μπορούν να αναφέρονται σε όλους.

Απορώ με την ευαισθησία μερικών
Και τον υπέρμετρο ρομαντισμό των άλλων
Μ’ όλα αυτά τα μάι γκοντ και μάι λορντ
Με τα εξαίσια των Καναρίων νήσων τα καρτ ποστάλ
και τις σελήνες μες στα βάζα
Σε άλλα νέα λοιδορώ
Να’ χει η χάρη σου αξίωση
να μπλέκονται στα πόδια δορυφόροι.

Ξέρετε τι σημαίνει το φεγγάρι να’ ναι έκθετο στους πέντε δρόμους
Μάτι δεν κλείνει όλο το βράδυ.

Έχει ένα οικείο σαχτουρικό σύμπαν. Αντιλαμβάνεται την φύση με υπερβολές κι αφήνεται να τρωθεί κι από ανέμους κι από φεγγάρια κι από πουλιά, ενώ έχει μια έντονη μεταφυσική, θεολογική σχεδόν συνομιλία, με τις εγκατεστημένες εικόνες της περιόδου που η Ελλάδα προσπαθούσε να συνταιριάξει το όποιο χριστιανικό ιδεώδες πρέσβευε με την δυτική της κοινωνικοποίηση.
Σαφώς και αυτός ο εγκιβωτισμός, αποκαλύπτει μια τρομερή ευαισθησία, μια ισορροπία τρόμου και αυτήν τη μεγάλη σιωπή της ποιήτριας. Τα ποιήματά της είναι σιωπηλά. Δεν μπορώ να τα απαγγείλω μεγαλοφώνως ίσως γιατί να επιδρούν πάνω μου ακόμα πιο καταλυτικά. Έχουν μια σκληρή και τραχιά επιφάνεια ή είναι ένα καλειδοσκόπιο, που κάθε φορά ανάλογα με το φως λαμβάνουν άλλες διαστάσεις, αλλά η σιωπή της επιμένει.

ΕΚΠΟΙΗΣΗ

Υπάρχουν νύχτες, γράφεις,
Που τα φεγγάρια δεν σε χορταίνουν
Θες να δαγκώσεις δρόμους
Να ξεσκίσεις στηθαία
Να καταπιείς χιλιόμετρα

Μ’ αυτά και μ’ αυτά
Οι ποιητές νηστικοί όλο μένουν

Ρε, άσε τα χαρτιά σου λέω κι έλα.

ΖΑΝΑΞ

κι είχες μια πίστη για την αγάπη
όπως το δάσος στα καταραμένα έντομα

Αύριο θα σου αλλάξω μεριά
Θα σε βάλω να κοιτάς το παράθυρο
Όμορφη χαραυγή θα μουρμουρίζει ο κόσμος
Όταν τριζοβολάς την απαγορευμένη λέξη.
Υπό άλλες δικαιολογίες παλιά
Τέτοιες μέρες σ’ έβγαζα στη βεράντα
ν’ ανάψεις τσιγάρο
Φύτευες καύτρες στη γλάστρα
Μέχρι που πήρες σκύλο
Γαύγιζα επικαλούμενη κυριότητα εγκαυμάτων.

Η Ειρήνη Καραγιαννίδου από τους ποιητές που σαρώνουν τη γλώσσα και όταν φτάνουν στα χέρια μου τους αποθέτω δίπλα μου και μιλάμε μιλάμε μιλάμε μέχρι εξάντλησης κι έπειτα κοιμόμαστε κι ονειρευόμαστε πως η γλώσσά μας στέγνωσε κι έσπασε, γιατί η γλώσσα είναι για να σπάει.

Αν και τα ποιήματα έχουν μια συναισθηματική αλληλουχία, ένα κοινό τοπίο ανάδυσης, εντούτοις εγώ θα σας συμβούλευα να τα διαβάσετε αποσπασματικά. Λειτουργούν άμεσα, αλλά θα κατανοήσετε πως έχουν τη δυνατότητα εναπόθεσης και ανάδυσής τους σε χρόνο και τόπο που δεν φαντάζεστε. Είμαι πεπεισμένος πως τα ποιήματα της Καραγιαννίδου δεν είναι μολότοφ αλλά καλοσχεδιασμένες βόμβες τρομοκράτη.

Πριν κλείσω αυτό το σημείωμα αισθητικής ανάγνωσης, θέλω να επισημάνω ένα σημείο: σας μίλησα για την σιωπή της ποιήτριας και θέλω να διευκρινίσω πως ξεχωρίζω πάντα το έργο από το πρόσωπο. Το άρτιο αυτό γλωσσικό της χειροτέχνημα σαφώς και την εμπεριέχει, αλλά έχει απόλυτα τη δική του φυσιογνωμία. Ο Στρατής Πασχάλης λέει ό,τι θα ήθελα ακριβώς να πω: «όσο πιο προσωπικά ασκούμε το γράψιμο, τόσο πιο πολύ νιώθουμε την ανάγκη της ατομικής αυτοθυσίας στο όνομα του κειμένου. Της απόλυτης πραγμάτωσής μας στο χαρτί, πάνω κι έξω από το εγώ μας. Ο αληθινός (ποιητής), τελικά, ψάχνοντας να αποτυπώσει το πιο αυθεντικό του πρόσωπο, καταντά να νιώθει, όταν γράφει, ένας άνθρωπος χωρίς πρόσωπο».

Λεωφόρος Νίκης

Χθες είδα μια στιγμή
Στο άνοιγμα της πόρτας
Εκείνον που επιμένει να με κατοικεί
Σαν να ‘χε μεταμορφωθεί
Σ’ ένα σπιτίσιο πράγμα
Σ’ ένα ακόμη έπιπλο.

Οι φοινικιές θ’ ανθίσουνε κι εφέτος
Όπως θα’ λεγε κι ο ποιητής
παίζοντας το ψέμα στα δάχτυλά του.

Όλα ήταν όπως τ’ άφησε
πράσινα, κόκκινα, μαβιά
Μ’ ένα σακάκι μαύρο θάνατο
πάνω απ’ την ομορφιά τους.

.

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ [Α]
ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΚΟΚΚΟΣΗ

www.vakxikon.gr Ιανουάριος 2015

Με την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων που συναπαρτίζουν την ποιητική συλλογή της Ειρήνης Καραγιαννίδου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λογότεχνον, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως το θέμα που δεσπόζει είναι ο έρωτας. Οι εποχές εναλλάσσονται χωρίς τη φυσική τους αλληλουχία. Έτσι, την ερωτική άνοιξη διαδέχεται ο κλειστός χειμώνας, που παραδίδει το ποιητικό υποκείμενο σε μια άνιση μάχη, σε μια σιωπή εκκωφαντική. Γι αυτό και η αφηγηματική φωνή ζητά να σφυρηλατηθεί από την αρχή, για να έρθουν οι εποχές στη φυσική τους αλληλουχία. Οι εποχές μπλέκονται μεταξύ τους σκιαγραφώντας τη διάθεση των σωμάτων που άλλοτε χαίρονται αρχή καλοκαιριού την πρώτη τους άνοιξη και άλλοτε τα γυροφέρνει ο χειμώνας αρχή άνοιξης.
Οι πρωταγωνιστές παραδίδονται σε ένα παιχνίδι ρόλων, όπου εναλλάσσουν μορφές προκειμένου να περιΕΧΟΥΝ ο ένας τον άλλο. Αγνοώ αν είσαι κύμα μαγνητικό/ Ικεσία πλεούμενης λαχτάρας/Η απλώς θαλάσσια συνείδηση. Επιδίδονται σε ένα παιχνίδι λέξεων όπου δεσπόζει το στερητικό Α, που εκφράζει την Α-γωνία της εγκαταλελειμμένης φωνής, την α-σημαντη προσπάθεια της ποιήτριας να αρθρώσει έστω και το -Α-, αυτό το Α που της στερεί την ερωτική γαλήνη, που θα μπορούσε να συμβολίζει την αγάπη, την απώλεια, την απόγνωση ή την αμφιθυμία της. Γραμμένα άλλοτε σε α’ και άλλοτε σε β’ ενικό, τα ποιήματα της συλλογής αποτυπώνουν τις εναλλαγές των συναισθημάτων σε αντιστοιχία ή αναντιστοιχία με τις εναλλαγές των εποχών, σκιαγραφώντας το γενικότερο αμφίθυμο κλίμα της συλλογής.
Η ποίηση της Καραγιαννίδου δημιουργεί εικόνες στο χαρτί σαν προσωπογραφίες σε καμβά και ήχους όμοιους με άσματα. Σήμερα μ’ αυτή την καταστροφική λάμψη του φεγγαριού θα γιγαντώσω το κενό σου θα δια στείλω τον ορίζοντα ώστε να είναι τα χάδια επιβραδυνόμενα σε μια άστοχη μάζα αγκαλιάς- της δικής μου. (…) Πνίγοντας τη γλώσσα στο οξύ του ονόματος σου φωνάζουν “έλα” με ταχύτητα φωτός.
Η συλλογή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελεγεία στον έρωτα ή στην απουσία αυτού. Κάθε ποίημα της συλλογής αποθεώνει τον έρωτα, παρόντα και απόντα, επερχόμενο και παρελθοντικό, προσδίδοντάς του μια νέα νοηματική διάσταση, μια νέα δυναμική.

ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ

frear.gr 7/10/2014

Περιδιαβαίνοντας στην πρώτη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Καραγιαννίδου με τίτλο Οι τέσσερις εποχές του [α] ο αναγνώστης/τρια δεν μπορεί παρά αρχικά να σταθεί στον αρχέγονα γλωσσολαλικό ήχο του σημαίνοντος Α, που αποτελεί υπέρτατη παραπομπή σε πληθώρα σημαινόμενων: Το Α σαν επιφώνημα χαράς και λύπης, οδύνης και ηδονής, έκπληξης, και έκστασης, λυγμού και θρήνου αφού και το Απολλώνειο, αλλά και το Διονυσιακό στοιχείο περικλείει. H συλλογή θα μπορούσε ακόμη να διαβαστεί ως ένα ενιαίο μακροσκελές ποίημα με πρόλογο την προμετωπίδα του, που φέρει τον τίτλο «Σ’ εσένα» και επίλογο το τελευταίο της συλλογής ποίημα με τίτλο «Ξέρω». Μετά την ανάγνωσή τους, Οι 4 εποχές του α δεν είναι, εν τέλει, μόνο τέσσερις, μια και αποτελούν πολλαπλάσιο: Αγάπης αγώνα άγονου της ανάγκης, της απαίτησης, της απουσίας, της ανάσας, της απελπισίας, της αναμονής, της προσμονής, της αβεβαιότητας, της αρχής και του ατελεύτητου τέλους, της επανάληψης και της επιστροφής, της ματαίωσης, του ετεροκαθορισμού, της επιθυμίας (που συνεχώς ξεγλιστρά μετατοπιζόμενη), της γλώσσας (που την κατοικεί και την ορίζει), της ηδονής και της οδύνης, του «υπάρχειν» εις τον Κόσμον κατά Χάιντεγκερ.

Ο έρωτας είναι όλες οι εποχές του α, «ένα βάσανο, μια λέξη, ένα γράμμα» γράφει η Τζούλια Κρίστεβα στις Ιστορίες Αγάπης. Μοναχικός, καθότι στην ουσία του ανεπικοινώνητος αφού τη στιγμή κατά την οποία το άτομο ορά εαυτό ως εξόχως αληθινό, έντονα υποκειμενικό, αλλά και βιαίως ηθικό – ως γενναιόδωρα έτοιμο να κάνει τα πάντα για τον άλλο – ανακαλύπτει ταυτόχρονα τα όρια της κατάστασης του, καθώς και την αδυναμία και την ολισθηρότητα του συμβολικού της γλώσσας συστήματος, αλλά και τη μοναδική καταφυγή (παρότι αβέβαιη και ρευστή) που αυτή του προσφέρει. Ως σύγχυση «ταυτότητας», σύγχυση και συμφυρμός λέξεων, ό έρωτας είναι στην κλίμακα του ατόμου μια αναπάντεχη επανάσταση, ένας αθεράπευτος κατακλυσμός, ένα κοντινό πλάνο στην αιωνιότητα για τον οποίο μπορείς να μιλήσεις μόνο εκ των υστέρων. «Υπό το κράτος του αδυνατείς να μιλήσεις γι΄αυτόν», σύμφωνα με την Κρίστεβα, διότι τότε τα περιττά άνθη πασών των συμβάσεων πέφτουν, φουντώνει και φλέγεται το δέντρο της επιθυμίας και ανυπεράσπιστα θρυμματίζονται στους ανέμους τα φιλιά που δεν χορταίνονται ποτέ. Αλλά και ο Ρολάν Μπαρτ στα Αποσπάσματα Ερωτικού λόγου μας λέει:

«Ο ερωτικός λόγος (όπως και το σημαινόμενο του) χαρακτηρίζεται από μιαν άκρα μοναξιά. Το λόγο αυτόν τον μιλούν χιλιάδες υποκείμενα .… αλλά δεν τον στηρίζει κανείς. Τον έχουν εγκαταλείψει πλήρως οι περιρρέουσες γλώσσες, οι οποίες ή τον αγνοούν, ή τον υποτιμούν ή τον χλευάζουν. Έτσι ο λόγος αυτός βρίσκεται αποκομμένος όχι μόνο από την εξουσία αλλά και από τους μηχανισμούς της (επιστήμες, γνώσεις, τέχνες). Όταν ένας λόγος παρεκκλίνει κατ’ αυτό τον τρόπο, συρόμενος από την ίδια του τη δύναμη, προς την κατεύθυνση του ανεπίκαιρου και φέρεται εκτός πάσης αγελαιότητας, δεν έχει άλλη επιλογή: πρέπει να αποβεί ο τόπος, ο ισχνότατος έστω, μιας κατάφασης».

Στην ποιητική συλλογή της Ε. Καραγιαννίδου συναντάμε αυτή την κατάφαση του έρωτα, ακόμη κι όταν δεν υφίσταται παρά ως μια ανάσα που προσπαθεί να επιβληθεί στη δύσπνοια σε τόπους κενού και απουσίας. Η κατάφαση αυτή άλλοτε χτίζεται γρήγορα κι άλλοτε μισογκρεμίζεται ή καταρρέει σαν από δυνατό σεισμό για ν’ αναδυθεί και πάλι ως μικρό νησί μέσα από ταραγμένο ωκεανό μόνο και μόνο για να προσφέρει καταφύγιο στον ερωτικό λόγο της ποιήτριας, γιατί όσο ζωογόνο κι αν είναι το αντικείμενό του, δεν γίνεται να μας κυριεύσει δίχως να μας κάψει αφήνοντας πίσω τη χάσκουσα (και χαίνουσα) ναρκισσιστική πληγή στην επαφή μας με τον εξειδανικευμένο Άλλο, μετατρέποντάς την, ωστόσο, σε τόπο παραγωγής σημείων, παραστάσεων και νοήματος. Ωστόσο ο έρωτας στα ποιήματα της Καραγιαννίδου δεν δραπετεύει από κανένα παραμύθι. Δεν παρουσιάζεται σαν πρεσβευτής μιας – εφήμερης έστω – ευτυχίας, αλλά ξεγυμνωμένος απ’ την αχλή του μύθου φορά μόνο το διάφανο ρούχο της προδιαγεγραμμένης ματαίωσης. Εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς σενάριο, δίχως πρόβα, για να δείξει το πρόσωπό του μετά την συναναστροφή του, αιώνες τώρα, με τους θνητούς κι αδύναμους ανθρώπους, στις πραγματικές του διαστάσεις, δηλαδή.

[Το άλας σου]

Να γευτούμε λίγη άλμη
αυτήν
-που με περισσή ακρίβεια
στοιβάζουν τα δάκρυα
στις αλυκές του μυαλού-
και μετά να βυθιστούμε
στην άλλη
-αυτή των φιλιών
τη μη χορτασμένη-
κάτω απ’ τη σιωπή των πευκοβελόνων
να χαράξουμε
με θαλασσινό νήμα
λόγια
από γαλήνιο οργισμένο νερό,
γιατί ανάμεσά μας
θα τρέχει πάντα
η υπόκωφη βοή
μανιασμένης λαχτάρας
φράγμα
που θα πασχίζει να μη σπάσει.

σα να ‘ναι το τραγικό
-αυτονόητα-
αναγκαία συγκοπή
της ευτυχίας.

Το ατελεύτητο του έρωτα είναι δεδομένο αρχής γενομένης με εκείνο το Εδεμικό αφήγημα μέσω του οποίου ντύθηκε την ενοχή και αιώνες τώρα προχωρά ανυπεράσπιστος. Αυτή την ενοχή απεκδύεται η ποιήτρια και κάνει πολύ καλά αν κρίνουμε από το ποιητικό αποτέλεσμα. Ο έρωτας είναι ατελεύτητος σαν συναίσθημα, σαν ουσία, σαν ποιητικό φετίχ, σαν πίστη. Η παραδοχή για την ιερότητα του έρωτα προβάλλεται στα ποιήματα αυτά με όλα τα όπλα που διαθέτει η ποιήτρια στο δικό της Άσμα Ασμάτων.

Να επιστρέφεις κάθε τόσο
νύχτες και ημέρες
με εναλλακτική φορεσιά -να επιστρέφεις-
κάθε τόσο
α ρ γ ά και ακούραστα.

Είναι ο κενος χώρος που σε απαιτεί,
είναι που η καρδιά μου
είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου.

Κι ενώ ξέρουμε καλά ότι είναι «φτωχό» το οπλοστάσιο, των λέξεων για να «μιλήσει» » για κάτι τόσο δυνατό, εδώ μας αποκαλύπτεται η ύπαρξη και η εγκαθίδρυση ενός ισχυρού όπλου. Είναι οι ρωγμές και τα διάκενα ανάμεσα στις λέξεις (αυτών που σώθηκαν και πήραν τη θέση τους στο ποίημα). Είναι οι αιχμηρές ακμές των λέξεων που κείτονται κομματιασμένες στο πάτωμα και τα απομεινάρια των άλλων που σερνάμενες προσπαθούν να περισώσουν κάτι απ’ τα φτερά τους. Είναι οι σιωπές και η εκκωφαντική ηχώ τους. Η Καραγιαννίδου καταφέρνει και μαζεύει τα κομμάτια τους, περιποιείται τα τραύματα των συλλαβών και τις ανασυνθέτει. Καταφέρνει να μιλήσει γι αυτό που «αποσιωπάται», φωνάζει η σιωπή εδώ, η διαδρομή απ’ το συναίσθημα στην οιμωγή αποτυπώνεται στο ποίημα. Το γδάρσιμο στα τοιχώματα του ουρανίσκου και το κάψιμο στο λαιμό αποκτούν περίγραμμα και γίνονται αρμοί για το ποίημα.

Εσύ
θα έρθεις μιαν άλλη νύχτα
θα έρθεις να μου διαβάσεις ποιήματα.
Κάποια άλλη νύχτα όμως
-γιατί αύριο θα ξαναβρέξει-
χαϊδεύοντας λευκές προσμονές.

Είναι έντονη, ωστόσο, και η σωματική παράμετρος του έρωτα εν είδει τρικυμίας στην εν λόγω συλλογή. Αυτή την τρικυμία περιγράφει στα ποιήματά της τρόπο ιδιαζόντως η ποιήτρια με το αναγνώστη και την αναγνώστρια να μη βγαίνουν ατσαλάκωτοι, ούτε στεγνοί απ’ αυτήν, μια και στα ποιήματά εμπεριέχεται η εξόχως ανθρώπινη πτυχή του έρωτα, το εξιδανικευμένο του κατάλοιπο, όπως και το υπαρξιακό του αδιέξοδο.
«Ωρες, ώρες μια πληγή κι άλλες ώρες μια ευτυχία μου γεννά την επιθυμία να χαθώ» λέει ο Βέρθερος του Γκαίτε. Στα ποιήματα της Ε. Καραγιαννίδου νιώθεις στο δέρμα σου να ανασηκώνεται ελαφρά η επιδερμίδα απ’ τον αέρα αυτό του αφανισμού που μπορεί να πνέει είτε από τον ουρανό της απόλυτης πληρότητας του έρωτα, είτε από το σκοτεινό πηγάδι της απώλειας και της απελπισίας, τα οποία καταφέρνει και ισοσκελίζει στη ζυγαριά, σα να χρωστά ένα παλιό ξεχασμένο χρέος που πρέπει να ξεπληρώσει με τις λέξεις. Η ευαίσθητη ισορροπία των στίχων της, καταφέρνει να διαγράψει ισόπλευρα και φωτεινά πρίσματα με ρευστά υλικά, όπως άλλωστε είναι τα βασικά υλικά του έρωτα και της ζωής που χάρη στην πρωταρχική κατοπτρική προσήλωση στον αγαπώμενο Άλλο, μεσω της στέρησης και της συνακόλουθης επιθυμίας του ως απόντως – επιθυμία ακατάσβεστη, ολική και αδύνατη. «Έτσι κι’ αλλιώς», σύμφωνα με την ποιήτρια, «Ο Βασιλιάς και το πιόνι στο ίδιο κουτί φυλακίζονται εν τέλει»

[Άλεφ]

Σκάψε λίγο ακόμη
σ’ εκείνο το λακκάκι του λαιμού
με σκαπάνη ένα γράμμα
σκάψε βαθιά
να νοτίσει το χώμα
ν’ ανθίσουν πουλιά
με σπόρους πλανητών
και σπάνιες λάμψεις

θα ονειρευτώ
πως είσαι καταπακτή
λουσμένη από μαργαρίτες
να μπω
να μη μπω
να μπω
δε θα μπω.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.