ΒΙΚΥ ΚΑΤΣΑΡΟΥ

Η Βίκυ Κατσαρού γεννήθηκε το 1987 και ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία, στη Θεατρολογία και στο Η’ Εργαστήρι Επιμελητών του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ). Εδώ και αρκετά χρόνια εργάζεται ως μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων.
Έχει μεταφράσει ποιήματα των Τζον Μίλτον, Ρ. Γ. Έμερσον, Τζόις Κίλμερ κ.ά., τον Προφήτη του Χαλίλ Γκιμπράν καθώς και πρόσφατα ανακαλυφθέντα ανέκδοτα ποιήματά του, ενώ έχει γράψει θεατρικούς μονολόγους που έγιναν experimental films.

Κυκλοφορούν δύο ποιητικές συλλογές της, Τα Κεράσια της Εύας (Εκδόσεις
Ιωλκός, 2018) και Παπούσα (Εκδόσεις Ενύπνιο, 2021).

.

.

ΠΑΠΟΥΣΑ (2021)

Αποφάσισα να γεννηθώ στον κόσμο απ’ την αρχή ξανά,
πόδια ξυπόλυτα ένιωσα στέρεα να πατάνε,
δυο χέρια να βυθίζονται στη γη
κι απ’ τις φτέρνες μου να με τραβούν,
στο στήθος μου άρχισε να χτυπά
χωρίς ντροπή η καρδιά μου,
ανάσα των θνητών τραβήξαν τα πνευμόνια μου,
τη μάνα μου έβλεπα μπροστά μου,
κι ευθύς έκλεισα τα χείλη μου αχόρταγα
στις ρώγες που γάλα ξεχείλιζαν,
μητέρα πεινασμένη, μητέρα να χορτάσω,
«μάνα» χωρίς ντροπή χάρασσαν τα ούλα μου
στο σεπτό της δέρμα.
«Παπούσα σε λένε από δω και πέρα»,
είπε και με φίλησε στο μέτωπο,
«στείρα για χρόνια ήμουν, κι άτυχη, μα εδέησε ο Θεός μας
κι άνθισε η μήτρα μου εσένα, κοριτσάκι». Παπούσα.
Κούκλα στη γλώσσα των τσιγγάνων, της φυλής μας.
Δεν φάγαμε αντίδωρο εκείνη τη χρονιά.
Καταραμένη νόμιζαν πως είμαι,
γεννημένη από ανύπαντρη γυναίκα.
Με την αγάπη της μεγάλωνα, μες στη φτώχεια μας
ψωμί και γάλα η μάνα μου με χόρταινε,
καρπούς που μάζευε απ’ τα δέντρα,
γλυκό νερό απ’ το ποτάμι,
και μόνο ένα κρανίο είχα για παιχνίδι,
της Πεντάμορφης Γοργώς:
τον θάνατο κοιτά στα μάτια,
σε πέτρα του παγώνει.
Γύρω μας περιφέρονταν ακούραστα τσιγγάνοι,
πεζοί αλλά και πάνω στ’ άλογά τους,
δισάκια στους ώμους φορτωμένοι
μα και τσουβάλια ολόκληρα,
πηγαινοέρχονταν
στον λάκκο των οστών,
δενδρολίβανο, λεβάντα, θυμάρι και φασκόμηλο
μαζεύαν για να στολίζουν κόκαλα όταν το μέλλον
πάνω από σφαίρες γυάλινες θα προφητεύαν.
Να τοι μπροστά μου,
ευθυτενείς,
σαν καλαμιές ψιλόλιγνοι,
στάρι μοσχοβολά το δέρμα τους, σαπούνι,
άσπρα τα δόντια τους γυαλίζουν
μέσ’ απ’ τα σκασμένα χείλη τους,
στη θάλασσα βουτούν την παγωμένη
να αφουγκραστούν της γης το ράγισμα,
στων δέντρων τα κλαδιά πηγαινοέρχονται,
φτερωτές ψυχές,
μεταφέρουν των νεκρών μας τα μηνύματα,
πουλιά οι άνθρωποι με τα φτερά σπασμένα,
πετούν με τον παλμό κείνης της φλέβας
που στον λαιμό τους ακούν να τραγουδά
μες στης σιγαλιάς τη νύχτα.
Να τοι μπροστά μου,
παιδί εγώ, ν’ αναζητώ
της μάνας μου το χέρι στο δικό μου
για λίγο να ξεχνώ ότι πέρασε
της μήτρας της η θέρμη,
κι ο αφανισμός μας απειλεί.
Να τοι μπροστά μου, παιδί εγώ, με τη σκιά
του πίσω μου βαδίζω,
κάποια μέρα στον ώμο μου θα με δαγκώσει,
μαζί του θα με πάρει.
Προσώρας στα όνειρά μου μόνο έρχεται,
μα γλιστρώ από τα δάχτυλά του.
Προχθές με δάγκωσε στο πόδι,
κι η γιαγιά Ρόλντα πέρασε στην αντιπέρα όχθη,
το σώμα της στον άλλον κόσμο είδα
με τα σημάδια του χρόνου πάνω του αμείλικτα,
φλέβες ανοιγμένες ξέχειλες ζωής.
Νεκρή τη φίλησα προτού την καταπιεί το χώμα.
Χαβ, πιάβ, τζιβάβ, μεράβ — σόσκετεχουλαϊνάβ ;
Το παιδί μέσα της προσκυνώ
και στων χωμάτων τα σπλάχνα παραχωρώ,
την ανάστασή της προσδοκώ,
παιδιά όλοι είμαστε με τα κορμιά μας πονεμένα.

…/…

Και τούτη η παραμυθία μου ήταν:
Εάν οι άνθρωποι πεθαίνουν, πεθαίνει κι η ψυχή μου.
Στις 30 του Δεκέμβρη του 1814,
ξυπνήσαμε από έναν ολόλαμπρο ήλιο
και τη φύση ανθισμένη.
Όλοι τις πόρτες μας δειλά ανοίξαμε,
πασχαλιά ευωδίαζε ο αέρας,
δεν έβηχε κανείς.
Στις 30 του Δεκέμβρη του 1814 η κατάρα λύθηκε
και ήρθε ξανά η ζωή.
Μετρήσαμε δεκάδες που είχανε φύγει.
Κι εγώ γεννήθηκα ξανά,
ήθελα να βοηθάω κι άλλο τους ανθρώπους.
Και να με, ολόκληρη γυναίκα,
φόρεμα από δαντέλα κόκκινη στο εξής φοράω,
το στήθος μου γυμνό φωτίζει,
ολοστρόγγυλος ο ποδόγυρος του,
ψυχή να ξέρουν πως κι εγώ κατέχω,
κάτω απ’ τους μαύρους τους βοστρύχους.
Κι όλο το χωριό μαζέψαμε τα πράγματά μας,
διαλύσαμε και φορτωθήκαμε τα σπίτια μας
απάνω σε γαϊδούρια
και κινήσαμε να κεντήσουμε
σ’ άλλο της γης σημείο μια νέα αρχή.
Προχωρήσαμε μήνες τρεις και μέρες δέκα,
με τον χειμώνα να μας γδέρνει,
να μας γυμνώνει από το δέρμα μας,
ματωμένες πατημασιές αφήναμε στο χιόνι,
κάποιοι όρθιοι πέθαναν, πάγωσαν στον ύπνο τους,
και το μέρος στοίχειωσαν
γιατί ακόμα νομίζουν ζωντανοί πως είναι.
Οι υπόλοιποι φτάσαμε στη νέα μας πατρίδα,
σ’ έναν παραθαλάσσιο κολπίσκο.
Εμείς, της γης οι Ανέγγιχτοι,
του Θεού το καραβάνι,
απαγορευόταν στις πόλεις ολωνών να μπούμε.
Μοναχά η Φύση μάς δεχόταν.
Ήδη από πού ήρθαμε είχαμε ξεχάσει,
η λησμονιά κι αυτή είναι βότσαλο της μνήμης,
με το παρελθόν μας συζητάμε.
Ποια κληρονομιά ν’ αφήσουμε,
αν στο πετσί μας ζήσαμε πίκρες, μαστίγια
και αρρώστιες;
Ποια κληρονομιά στους επιγόνους μας
αν το μόνο που ζήσαμε ήταν πόνος;
Η λησμονιά είναι κι αυτή βότσαλο της μνήμης,
να κυλάει στις κοίτες του παρόντος η ζωή.
Μόνο έτσι μπορώ να ξεχνώ τον εξουσιαστή μου,
τον βασανιστή μου, μόνο έτσι μπορώ να προχωρώ,
την ελευθερία μονάχα όταν θυμάμαι.
Ζυγό οι Ανέγγιχτοι κανέναν δεν γνωρίσαμε,
ούτε όταν ο Βλαντ με τη βία πίσω μάς γύρισε
να διασκεδάσει επιθυμώντας,
ο σπόρος μας εύφορη γη βρήκε να φυτρώσει.
Την προστασία της Εκκλησίας
οι προπάτορές μου ζήτησαν,
στα μούτρα τους τους έφτυσαν και τους αφόρισαν,
λέγανε πως είμαστε φύτρα του διαβόλου.
Καμία ηθική δεν έχουμε,
η δουλικότητα δεν ξέρουμε τι είναι,
ό,τι κατάφωρα δεσμά περνά στην ύπαρξή μας.
Τρεις μήνες μετά και μέρες δέκα,
ήρθαμε εδώ και το νερό ήτανε πικρό
κι ο τόπος τούτος ονομάστηκε Πικρία.
Και την επόμενη μέρα από τη νέα μας αρχή,
απ’ τα πόδια έξω με σύρανε απ’ το σπίτι,
να με διώξουν Θέλανε γιατί έγραφα ποιήματα,
γιατί κόκκινο ήταν το φουστάνι μου
και Θα ‘φερνα φωτιά στο ριζικό τους.
Κι ο Ιβάν, του χωριού ο νεαρός μας βιολιστής,
με το δοξάρι του χάραξε τα χέρια τους
κι είπε γυναίκα δική του ότι είμαι.
Μόνοι μας σαν μείναμε,
μακριά απ’ των αρπακτικών τα μάτια,
του φίλησα τα χέρια
και του ορκίστηκα ευγνωμοσύνη αιώνια.

…/…

Στα χέρια των Τσιγγάνων έμεινα λιπόθυμη,
έρμαιο του δίκιου τους.
Στο σπίτι μου κλεισμένη τρεις μήνες και μέρες δέκα,
γιατί το φουστάνι μου φοβόνταν
απ’ το φαΐ τους μην περάσει,
τότε το φαγητό να φαγωθεί δεν έπρεπε, ήταν μολυσμένο.
Και της φυλής οι γέροντες ζυγίζανε τα λόγια μου
που τους απηύθυνα απ’ τον βράχο.
Μα κανείς τους δεν μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνουν,
έτσι μου απαγόρεψαν να γράφω.
Τα βράδια γύρω απ’ τη φωτιά μαζεύονταν
και τον Άμπαμπα καλούσαν να τους χαρίσει φώτιση
και άφεση των αμαρτιών τους,
αμαρτίες που ξύπνησα εγώ,
έλεγαν πως είμαι η απόγονος του Κάιν.
Πως η μάνα μου δεν πήγε μ’ άντρα, ούτε η γιαγιά μου,
ούτε καμία γυναίκα της γενιάς μου,
κι όλες στον κόσμο έφερναν κορίτσια.
Σε μήνες τρεις και μέρες δέκα, να με γυναίκα ώριμη εγώ,
φόρεμα από χιόνι αψεγάδιαστο φοράω,
το στήθος και τον λαιμό μου με τη λευκότητά του κρύβει,
κανείς μη βλέπει τα ποιήματά μου,
κάτω απ’ τους λευκούς βοστρύχους μου.
Για χρόνια δέκα, μήνες τρεις και μέρες δέκα,
το φέρσιμο είχα των δασών, της Θάλασσας,
του ήλιου, της σελήνης,
ποτάμι που κυλούσα αθόρυβα στην κοίτη των ανέμων.
Ράβδο κρατούσα και νερά αγίαζα
να ραντίσω τους αρρώστους,
Αμπαμπίνα ψέλλιζαν τα στόματά τους
καθώς ύψωναν τα χέρια, κι εγώ στα γόνατα χόρευα,
με συνοδεύανε νταούλια.
Γιεκ ντρομ, σινέ τα να σινέ.
Και βεβαιωθήκανε τα λόγια που είπα κάποτε,
πληθύνανε οι άρρωστοι, ο πόλεμος μας κύκλωσε.
Μεγάλη η πείνα. Ούτε νερό, ούτε φωτιά, ούτε σκηνή,
ο καπνός τους γκατζός τραβούσε,
στο κρύο να ζήσουμε αδύνατο ήταν.
Ξυπόλυτοι τρέχαμε στο χιόνι,
να μας σκοτώσουν θέλανε απόψε κιόλας.
Μαύρο το δάσος, του σπιτιού μου κάποτε θεμέλιο.
Ο Θεός μαζί μας.
Ο Σάσα με κουρέλια έσφιγγε τα κόκαλά του,
οι μάνες δεν είχαν να ντύσουν τα παιδιά τους.
Κι οι γέροντες, μ’ επίγνωση
ότι το τέλος μας είχα προφητέψει,
γύρω μου μαζεύονταν τα βράδια
και στα πουλιά προσευχόμασταν
τουλάχιστον ο Θεός να σώσει τα παιδιά μας.
Τους γκατζός μπερδέψτε, τυφλώστε τους,
σαν τις οχιές να τους πατήσετε.
Θεέ μου, πόσο όμορφο να ζεις!
Οι Άσπιλοι δεν θα μας αφήσουν…
Κι ένα βράδυ που το φεγγάρι είχε σταθεί
έξω απ’ το παράθυρό μου,
δυο μάτια μέσα μου κοιτούσαν,
σηκώθηκα την πόρτα να ανοίξω.
Ένα όμορφο κορίτσι ήταν των Εβραίων,
απ’ το κρύο έτρεμε, νερό και φαγητό ζητούσε.
Της έδωσα ό,τι είχα.
Πόσες δυστυχίες και πεινασμένοι,
πόσες θλίψεις και δρόμοι,
πόσες αιχμηρές πέτρες διαπέρασαν τα πόδια μας,
πόσα πειράματα λόγχισαν τα σπλάχνα μας,
πόσες σφαίρες πέταξαν από τα αυτιά μας!
Με βάρκες στη Θάλασσα ορμούσαν να προλάβουν
πριν ο εχθρός μάς φτάσει,
και άλλοι ξεβράζονταν νεκροί
άλλους τους ανασέρναμε με πνευμονία,
αχ, Θεέ μου, πόσο ωραία η ζωή
κι εμάς δεν μας την επιτρέπουν.
Κι η προφητεία μου πληρώθηκε κι ήρθε ο αφανισμός μας.

…/…

Μεγάλωσα στο δάσος,
ηλίανθος που κέντησαν φεγγαραχτίδες και διαμάντια.
Αγαπάω τη φωτιά με την καρδιά μου όλη.
Οι άνεμοι με βύζαξαν και με κοιμίζανε στην αγκαλιά τους,
το χώμα μού ανακούφιζε την πείνα,
με ξεδιψούσε η θάλασσα,
οι βροχές ξεπλένανε τα δάχτυλά μου,
ο ήλιος ήταν ο πατέρας μου
κι η μάνα μου μικρή τσιγγάνα
που χρώματα όμορφα έδωσε στο δέρμα,
στην καρδιά μου.
Με θρέψανε λουλούδια και άγουροι καρποί,
η νύχτα τα μαλλιά μου φίλησε,
προτού το χιόνι τα χαϊδέψει,
η νύχτα φίλησε τα μάτια μου
προτού απ’ τα ρυάκια κλέψουνε τη δύναμή τους.
Στο δάσος τη ζωή μου έζησα, της φύσης ερωμένη,
λουλούδι ψήλωσα με πέταλα χρυσά,
τη φωτιά αγαπάω με όλη την καρδιά μου.
Καταρράκτες τα μαλλιά μου κατέληγαν εκεί
που τα ποτάμια έσμιγαν και λουζόταν το Φεγγάρι,
άνεμοι κι αέρηδες με πήραν
και με σκόρπισαν μακριά στον κόσμο,
οι βροχές τα δάκρυά μου ξέπλεναν,
το δέρμα μου στέγνωνε ο ήλιος ο χρυσός μου.
Πόσο όμορφα μες στη σκηνή μου ήταν,
πόσο όμορφα να τραγουδούν οι άντρες
και η φωτιά να καίει,
να κλαψουρίζουν τα παιδιά
και με τις φτέρνες μας στις φλόγες
να κεντάμε παραμύθια.
Περάσανε πια τα νεανικά μου χρόνια,
και της ωριμότητας επίσης,
και να με καταλάβει δεν μπορεί κανείς
παρά μονάχα τα δάση και οι λίμνες.
Το νερό πίσω δεν κοιτά,
ρέει κλωστή ασημένια, στις φλέβες μου,
στον ήχο των ματιών μου, στις τρίχες των μαλλιών,
πάντοτε δραπέτης, περιπλανιέται αιώνια,
το νερό πίσω δεν κοιτά,
βράχος κανείς δεν γίνεται πατρίδα του, κελί του.
Στο βαθύ νερό ανήκω.

Να σβήσει επιτέλους η φωτιά μου.

Στην κοιλάδα της Σκιάς Του περπατώ,
ανάμεσα σε θάλασσες δικαιοσύνης και δάση χλοερά,
το άφθαρτο φως με οδηγεί και τα δεινά μου πάψαν όλα,
κρασί ξεχειλίζει το ποτήρι μου, λάδι το μέτωπό μου.
Ανάμεσα σε δέντρα άφθαρτα και λουλούδια από ζαφείρια,
βλέπω όλη τη φυλή μου,
λευκά ανεμίζουν τα μαλλιά τους, η γιαγιά Ρόλντα
και πίσω της όλες οι γυναίκες της γενιάς μου,
όλες οι γυναίκες που κάποτε υπήρξα.

Κι η μάνα μου ακριβώς μπροστά τους.

.

ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΣ (2018)

ΥΠΑΡΞΗ

Τι κι αν είμαστε υπάρξεις καμωμένες από φως
-κι αναγνωρίζουμε
φως μονάχα-
κι όλη η απόσταση ανάμεσά μας
ονομάζεται σκοτάδι;

ΓΕΝΕΣΙΣ

Εν αρχή ην ο έρως.
Θείος, άλογος,
άναρχος,
αχώρητος, άκτιστος,
άχρονος.
Πατήρ, Υιός κι Άγιο Πνεύμα
-Τριάδα Αγία κι ομοούσια-
ονειρεύονται αγάπη και ειρήνη.
Ρόδο αναβλύζει πέταλα αγάπης.
Ο αγέννητος Πατέρας ενσαρκώνει
το Γεννητό Υιό.
Πνεύμα Άγιο
εκπορεύεται στο Χάος.
Τα Πάντα γεννούν
τα πάντα και το τίποτα.
Η τρισυπόστατη μονάδα
εκχύλισε στο σύμπαν.
Τα τρία πρόσωπα αλληλοπεριχωρούν
προαιώνια σε κοινωνία ερωτική
γιατί Θεός αγάπη εστί,
όχι εγωκεντρική ή κτητική
μα αμοιβαία.
Όχι αυτάρκης
μα ένωση εκστατική.
Κι ο Θεός
-αναίτιος και πλήρης του Εαυτού Του-
ζύμωσε με ύλη αστρική κι έρωτα
τον άνθρωπο·
γιατί όσοι αληθινά αγαπιούνται,
κοινωνούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου.
Και είπεν ο Θεός·
γενηθήτω άνθρωπος-
κι εγένετο Εύα.

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Σ’ όνειρο νοσταλγικό,
άκουγα τ’ άνθη να θροΐζουν
κάτω απ’ τ’ αγαπητό Του Πνεύμα.
Αλγεινές δίνες τρύπησαν
τ’ αλμυρό σκοτάδι των ματιών μου,
έψαυσα το φθαρτό μου πια,
θνητό μου σώμα.
Η ράχη τ’ ουρανού αναριγούσε
μπροστά στην Πτώση του ανθρώπου.
Είχε ξεκινήσει η φθορά μου.
Ήμουν ένα σώμα που τώρα
αρνιόταν να γεράσει.
Όσα αγαπούσα εγώ θα πέθαιναν
αυτή ήταν η βαριά μου τιμωρία,
αυτή ήταν η κατάρα Του.
Άφρων όφις σύρθηκα,
έφτασα στη δροσιά
της πρωτοϊδωμένης θάλασσας
τα σημάδια της εξορίας
απ’ το κορμί μου να ξεπλύνω.
Πέτρα βαριά αφέθηκα
στους χτύπους των κυμάτων,
το τρίχινο ρούχο
που ο Δημιουργός μού φόρεσε
διέλυσαν κομμένες παπαρούνες.
Τα σημάδια του Αζραήλ απλώθηκαν
-πάχνη της αυγής-
μέχρι τις φλέβες των ματιών μου.
Το πνεύμα του Κυρίου πια
με είχε εγκαταλείψει·
γιατί τώρα ήμουν
μόνο κόκαλα και σάρκα.
Και Κύριος ο Θεός μου ένιωσα
ότι ελυπήθη σφόδρα
εν τη καρδία Αυτού,
που ήμουν πια μόνο
σαρξ εκ της σαρκός Του
πι όχι κοινωνός
της ιερής Του αγάπης.

ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

Ονειρεύομαι στην κοιλιά μου πάνω
το πολύτιμο κεφάλι Του.
Ο Θεός μου
επέφανε και προσκυνά
την πιστή Του ερωτευμένη.
Ανάμεσα στα δυο μου χέρια
κρατώ και χαϊδεύω
το μετάξι των μαλλιών Του.
Καλωσορίζω την προσφορά
της ιερής Του αγάπης.
Τον αισθάνομαι να παραδίνεται
και ν’ αναριγά.
Μ’ ένα απ’ τα κόκκινα σεντόνια
το γυμνό κορμί Του πια σκεπάζω
σαν με πορφυρό χιτώνα.
Ως άλλος ερωτευμένος Ιησούς
με θείο έρωτα με πλημμυρίζει.
Κι εγώ
-φλεγόμενη και μη κατακαιόμενη-
δέχομαι εντός μου
το φοβερό πυρ της θεότητός Του.
Ο Θεός μου ενανθρωπίστηκε
και μ’ άπαυστο πόθο καίει
την εξαγνισμένη μου καρδιά.
Και τώρα πάλι
-ανάμεσα στα δυο μου χέρια-
Τον κρατώ, ντυμένο,
κάτω από ένα μισερό φεγγάρι.
Μια πείνα διαφορετική
γεμίζει
την άκρη των χειλιών μου
βλέποντας
τη γλώσσα Του να εξέχει
σαν να κρατά
ανάμεσα στα δόντια Του
κομμάτι απ’ την καρδιά Του.

ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΣ

Τις νύχτες είμαι ταραγμένη.
Στα χείλη μου μασάω
αγιασμένες λέξεις
απ’ τα κόκκινα μύρα
μιας βάφτισης αρχαίας,
μιας τελετής δεσίματος
με τον προαιώνιο λυτρωτή μου.
Τις μασάω
και τα χείλη μου ματώνω,
κεράσια βουτηγμένα
σε μια κολυμβήθρα
γεμάτη υποσχέσεις κι απαιτήσεις.
Με τη βία μ έσυραν
απ’ την κολυμβήθρα αυτή να πιω.
Και τώρα
-αιώνες μετά τη χειραφέτησή μου-
κάθε πρωί
οι εφιάλτες μου ιδρώνουν
στην κούπα του καφέ μου.
Οι εφιάλτες μου ιδρώνουν
στην κούπα του καφέ μου,
έτσι όπως τα κεράσια
μάσησα κι άλεσα,
την πίκρα τους λίγο
μ’ ελπίδα να γλυκάνω.
Και τώρα
-αιώνες μετά τη χειραφέτησή μου-
Εκείνος βυσσοδομεί
ένα σχέδιο εξαπάτησης
για την οριστική επιστροφή μου.
Κι εγώ
-αιώνες μετά τη χειραφέτησή μου-
της νύχτας το σκοτάδι
με πυρετούς φιλοδωρώ,
με τα πικρά κεράσια μου,
κληρονομιά δική Του.
Ιδρώνω και ταράζομαι.
Φοβάμαι στο σφαγείο της Αγάπης Του
αγνός αμνός
ξανά μην μπω,
και τα κεράσια
κόκκινη λεπτή θηλιά
σφίξουν στο λαιμό μου.

ΣΤΗ ΜΕΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Είναι βράδια που μπερδεύομαι
και στο δεξί πλευρό ξαπλώνω.
Τότε αισθάνομαι γυμνή, ευάλωτη·
δέρμα και μαλλιά
να μου τα ξεριζώνουν,
τίποτα πάνω μου
που να με προστατεύει.
Το χέρι μου τ’ αριστερό
ψάχνει ν’ αγκαλιάσει,
το κενό του αέρα να γεμίσει.
Είναι βράδια που μπερδεύομαι
και στο δεξί πλευρό ξαπλώνω.
Τότε μόνη αισθάνομαι·
το δωμάτιο φαντάζει
πιο μεγάλο,
ένας φόβος με βαραίνει,
τους τέσσερις τοίχους του
για πρώτη φορά
πρέπει να δω,
με τις σκιές τους να μιλήσω,
να συμφιλιωθώ.
Υπάρχει ένα φάντασμα εκεί-
όραμα, ψευδαίσθηση,
σκιά, χιμαιρικό,
μ’ ακολουθεί τριάντα χρόνια.
Εκατόν πενήντα τρεις ημέρες πριν,
γλυκά με φίλησε στον ύπνο,
μου ψιθύρισε το όνομά της.
Έκλαψα.
Έκλαψα πολύ, διαμέλισα
τη σάρκα της αγάπης της
και κάρφωσα κομμάτια της
στους τοίχους,
κάδρο εβένινο και πορφυρό
να τη θυμάμαι.
Είναι βράδια που μπερδεύομαι
και στο δεξί πλευρό ξαπλώνω.
Τότε αισθάνομαι γυμνή, ευάλωτη,
μου ψιθυρίζουν οι σκιές,
ένα ατέλειωτο παράπονο
στο κάδρο με τραβάει.
Με το παρελθόν συνομιλώ
να θυμηθώ ότι φιλιώσαμε
και πάλι να το θάψω.
Είναι βράδια που μπερδεύομαι
και στο δεξί πλευρό ξαπλώνω.
Αμέσως θυμάμαι
κι αριστερά γυρνώ
να νιώσω την καρδιά μου.

ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ

Εκατόν πενήντα μέρες
από μια γη παλιά,
στη μεταμόρφωση μιας νέας,
κλωστή κλωστή ράβω
ένα φουστάνι από δέρμα·
ράβω και ξηλώνω
δέρμα παλιό σε νέο απάνω,
γυμνή, όπως έφυγα,
στον Παράδεισο μην μπω.
Χερουβείμ φυλούν τον κήπο της Εδέμ.
Το θρόνο Του περιφρουρούν.
Τα πολυόμματα εξαπτέρυγα στρέφουν
όλα τους τα μάτια πάνω μου και ψέλνουν:
«Μόνη. Μόνη. Μόνη. Τέλος. Τέλος. Τέλος».
Απ’ το μελίσσι των ματιών τους
να ξεφύγω δεν μπορώ.
Αντίδικοι της σωτηρίας μου,
μ’ εξορίζουν σ’ έναν κενό κύκλο ζωής.
Καθηλωμένη
απ’ τ’ ασώματα σώματά τους,
εκούσια θάβομαι στη γη.
Ήμουν στον ουρανό κι εξοστρακίστηκα.
Ήμουν στην αγάπη κι εξέπεσα.
Ήμουν στο κέντρο κι εξορίστηκα
στ’ άκρα της Δημιουργίας.
Εξέπεσα απ’ το υπέρλογο Αθάνατο
στη φθορά.
Δακρυρροούσα,
μένω πια ακίνητη,
την Άλωσή μου περιμένω.
Κάθε ανάσα τελειώνει
σαν να ’ναι η τελευταία.
Ο αέρας μ’ εγκατέλειψε·
ο Θεός μου, όμα>ς, όχι.
«Αγάπα το Θεό σου
εξ όλης της καρδίας σου» είχε πει
κι έτρεχα για αιώνες μακριά.
«Αγάπα τη δούλη Σου,
εξ όλης της καρδίας Σου» Του φώναξα,
Εκείνος έπρεπε πρώτος να μ’ αγαπήσει.
Το κεφάλι μου στο χώμα ακουμπώ,
το αυτί μου βήματα αφουγκράζεται,
λίγη αγάπη γυρεύω ν’ ακούσω.
Να, βήματα ακούω
να περπατούν απάνω μου·
η τρυφερή καρδιά μου
ζυμώνεται κόκκινη στις πέτρες
κάτω απ’ το φορτίο της αγάπης Του.

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

ΣΤΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ “ΕΦ’ ΕΝΟΣ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ” (Ρώμη 2022)
ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ
ΦΩΣ ΓΕΝΝΙΕΜΑΙ

Τη στιγμή που το φως μου ράγισε
το σκότος της αβύσσου,
γεννήθηκα γη που κόχλαζε ζωή.
Τότε οι επικυριάρχοί μου ηδονίστηκαν
καθώς ονειρεύτηκαν την ψυχή μου
να στραγγίζει στην άκρη κάθε μαχαιριού.

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΥΠΑΡΞΗ

Δυο χέρια ανθρώπινα
από τα πόδια με σηκώσαν
και με πέταξαν σε χώμα
σπαρμένο αγριάδες.

Το βάρος να μοιράζεται
σε γόνατα και αγκώνες,
με τα μαλλιά μου μάζευα εδώδιμα αγκάθια,
βελόνα βελόνα κένταγα μάρτυρα της πρώιμης ζωής μου.

Τούτα τα κόκαλα των ξεραμένων άνθεων
έμαθα να τρώω,
μόλις λόγχισε πρώτη φορά
τα σπλάχνα μου η πείνα.

Τετράποδο, με τσακισμένα άκρα,
τη φωνή μου δοκίμαζα βελάζοντας, σκληρίζοντας,
το χνούδι στο σώμα μου όρθωνα
κάθε που μ’ έβρισκε απροστάτευτη η βροχή.

Κι όταν ο ήλιος το δέρμα μου έκαιγε,
όταν έψαχνα σκιά
στο μαύρο της ζητώντας προστασία,
μα ευάλωτη έστεκα
καταμεσής μιας εχθρικής, φτωχής πεδιάδας,
μια θύμηση εμβρυϊκή την πλάτη μου καμπύλωνε
και το κεφάλι μου ακούμπαγα στο σημάδι της κοιλιάς μου.
Γυμνό γεύμα διάβαζα ήταν τ’ όνομά μου,
γυμνό γεύμα ψέλλιζαν τα χείλη μου με αγάπη,
να μάθω λαχταρούσα τι σημαίνει.

Κουρνιασμένη ο ύπνος τότε μ’ έπαιρνε,
Κορμί γυμνό και άμαθο, απ’ τη φύση ραπισμένο.
Στα χείλη των ανθρώπων μου ονειρευόμουν
το όνομά μου να ακουστεί,
να μάθω λαχταρούσα γυμνό γεύμα πώς προφέρεται,
ημερωμένο αγρίμι που θαλπωρή με σκέπαζε
σ’ ανοιχτούς τάφους φειδωλής χυδαίας γης.

ΒΡΟΜΙΚΟ ΝΕΡΟ

Απ’ τα πόδια μ’ έσυραν και τον λαιμό μου έδεσαν.
Μια σκουριασμένη αιωνιότητα τις καρωτίδες μου εξωθούσε.
Στα μηνίγγια μου το αίμα μου μιλούσε
λέξεις που δεν θα μου συλλάβιζε ποτέ κανείς.
Με τσακισμένα γόνατα κι αγκώνες
έγλειφα από έναν κουβά νερό
που από καιρό είχε πεθάνει.
Με της γλώσσας μου την άκρη στράγγιζα
επιβίωση, ανακατεμένη με ψόφιες μύγες,
αναποδογυρισμένα έντομα,
τρίχινους σβόλους που έφερνε ο αέρας.
Συριγμοί μου σκίζανε τα σπλάχνα
μέχρι που ’μαθα ότι για να τους δώσω τέλος
το κεφάλι κι άλλο έπρεπε να σκύψω, σανό να καταπιώ.
Με ξεραμένα χόρτα ανόητα
ανάθρεψα την ύπαρξή μου.

ΠΡΕΠΕΙ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ

Ήμουν πανικόβλητη
όταν γεννήθηκα και είδα τη ζωή,
παρανοϊκή
όταν πρώτη φορά τα πόδια μου
πάτησαν στη γη,
λυπημένη όταν γνώρισα την ύπαρξη,
τώρα απ’ το αίμα της καρδιάς μου θέλω να γλιτώσω.
Με τον αντίχειρα τη λαβή του στέρνου μου πιέζω,
δείκτης μέσος και παράμεσος το τρίτο μου πλευρό
χαρτογραφούν.
Τη λαβή του στέρνου μου πιέζω και κρατώ
κεντιά ο αντίχειρας
τις βαλβίδες της καρδιάς μου
σφίγγει.
Οδύνη η καρδιά μου
κι εγώ το αίμα μου πιέζω
απ’ την περισπωμένη του αρτηρία εξωθώ.

Με τον αντίχειρα, δείκτη μέσο και παράμεσο, μικρό,
μ’ όλα τα δάχτυλα μαζί
την προστασία της καρδιάς μου πασχίζω να ραγίσω.
Άμορφο πρωτόπλασμα γεμάτο πύον και ντροπή,
τις φλέβες μου ρημάζει,
απ’ το δηλητήριο της καρδιάς μου επιτέλους θα γλιτώσω.

Μα οι ρίζες της φαρμακερές έχουν στα σπλάχνα μου στεριώσει,
κι εγώ αιχμάλωτη,
τις φλέβες μου μία μία λύνω, τις άχρονές μου αλυσίδες,
τους κόμπους του Γόρδιου δεσμού μου προσευχητάρι τούς μετρώ,
ποτέ δεν θα τους κόψω.

Απ’ την ύπαρξή μου δεν ξεχάστηκα ποτέ.

ΙΩΒΕΙΑ ΥΠΟΜΟΝΗ

Στη γωνιά ζαρώνω τρομαγμένη.
Στο πλευρό μου ξαπλωμένη χρόνια ήμουν,
ανίκανη να κουνηθώ, ασύλληπτο μαρτύριο,
πέρα από τη φαντασία του Ιώβ.
Με τρυπούσαν, μ’ έβριζαν, με κλωτσούσαν,
στα σπασμένα άκρα μου χορεύαν.

ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

«Προχώρα, ζώο!»

Σκάλα οδηγούσε στο υπόγειο.
Εκεί μου –’χουν πει– πετάνε τα κουφάρια.
Ψόφιων ζώων προσωρινή αποθήκη.
Στη σκάλα αυτή με σέρνουν με κλοτσιές,
τα πόδια μου δεν με βαστάνε άλλο.
Άδειες σακούλες σέρνονται τα στήθια μου,
μητρότητα ποτέ δεν χάρηκα, μήτ’ άγγιγμα ακίνδυνο.
Ο δήμιος με κλοτσά στα σάρκινα απόβλητα κι εγώ να καταλήξω.

ΓΑΛΑ

Όσο ανέβλυζα λευκότητα είχα δικαίωμα στη ζωή.
Σε μια ζωή εφ’ όρου αφανισμένη.
Μα για να ποτίσουν γάλα οι θηλές μου,
πρέπει να γεννήσω το μωρό μου. Πρέπει ν’ αγαπήσω.

Για να στάξουν γάλα οι θηλές μου, πρέπει να γεννήσω,
το μωρό μου να αγαπήσω.
Μ’ απ’ τη μήτρα μου μόλις ξεκολλά,
το παίρνουν μακριά μου και το αλυσοδένουν,
κολλημένη μια ζωή σε μηχανή αρμεκτική,
γάλα γάλα γάλα
να παράγω για το παιδί μου που κλαίει μακριά.
Άχρηστη και για το σφαγείο ακόμα.
Καταλήγω με ηλεκτροσόκ στο κεφάλι.
Ζωντανό νεκρό κουφάρι κι εσύ φιλάργυρος χασάπης.
Να πεθάνω πριν το μωρό από μέσα μου βγει.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ

Την καρδιά μου δεν θα την καταλάβει ποτέ κανείς.
Ξέρω πως όταν πεθάνω, εκείνη την τελευταία στιγμή
που θα παλεύει ο ρόγχος του θανάτου μου να ακουστεί,
εκείνη τη στιγμή που η ζωή μου θα παλεύει μην τελειώσει,
αυτή θα είναι και η τελευταία σκέψη μου:
Την καρδιά μου δεν μπόρεσε να την καταλάβει ποτέ κανείς.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΠΑΠΟΥΣΑ
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

Περιοδικό “Οδός Πανός” 194 Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2022

Διαβάζοντας τους ποιητές

Θεματική αφορμή για την ποιητική σύνθεση της Κατσαρού αποτέλεσε η Παπούσα (η κουκλίτσα), η πρώτη Τσιγγάνα ποιήτρια (σπουδαία στη συνείδηση των απομονωμένη από τη φυλή της εξαιτίας της επιλογής της να μιλήσει για τα μυστικά των περιπλανώμενων και μάλιστα με όχημα την ποίηση. Η Κατσαρού, σε επιλογικό, κατατοπιστικό σημείωμά της, απευθυνόμενη στον αναγνώστη της, θα δώσει το στίγμα της Παπούσα, φανερώνοντας ταυτόχρονα τον ψυχαναλυτικό ρόλο της ποίησης, όταν μέσα από τις αφορμές της και την επεξεργασία των ποιημάτων της στο δικό της έργο, δρα ιαματικά. Μετενσάρκωση μαγισσών (με ενσωματωμένη την αθωότητα, τον κίνδυνο και τη μοναξιά μιας επιλεγμένης περιθωριακής ζωής η Παπούσα θα διατρέξει την ποιητική σύνθεση, πότε ως ιδέα, πότε ως στίχοι εμβόλιμοι, πότε ως ευθύβολη συνομιλία με την ποίηση της Κατσαρού. Σε πρώτο πρόσωπο η «καταραμένη ποιήτρια» των Τσιγγάνων, δείχνει την καταγωγή της. ό,τι στην ουσία της έδωσε την ποιητική ιδιότητα: φωτιά ήμουν, στη φωτιά επέστρεφα,/ φωτιά ξανά να γίνω. Κι αν κάποιος απορήσει γιατί η ιστορία της Παπούσα δεν προτιμήθηκε να αποτυπωθεί πεζογραφικά, θαρρώ η απάντηση είναι απλή: ο ποιητικός τρόπος επιτρέπει την ταύτιση του ποιητή με το ποιητικό υποκείμενο όποια μορφή κι αν αυτό πάρει- περισσότερο συνυποδηλωτικοί οι τρόποι έκφρασης, υποκρυπτόμενη η σχέση, εύκολα θεωρούμενη ως αποστασιοποίηση από το θέμα για να αποδοθεί ευκρινέστερα. Πάντοτε ευθεία η οδός από το εγώ του δημιουργού στο εγώ που κυκλοφορεί μέσα στο ποίημα. Σε μαύρο φόντο το έργο του εξωφύλλου (της Λίνας Ζαρκαδούλα) ταιριαστό με το περιεχόμενο.

ΑΝΤΩΝΗΣ Κ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ

FREAR.GR 31/1/2022

Ποιητικό μνημείο

Με τη δεύτερη ποιητική της συλλογή, που φέρει τον ανοίκειο τίτλο Παπούσα (Αθήνα: Εκδόσεις Ενύπνιον 2021), η Βίκυ Κατσαρού επανεμφανίζεται στα εκδοτικά μας πράγματα με ένα έργο ακόμη πιο σφριγηλό και φιλόδοξο από τα Κεράσια της Εύας, που μας τη συνέστησαν ως αυθεντική και ξεχωριστή ποιητική φωνή πριν από τρία χρόνια (Αθήνα: Θράκα 2018) [1].

Η Παπούσα διατηρεί και εξελίσσει τα θεμελιώδη γνωρίσματα της ποιήτριας, όπως τα πρωτοσυναντήσαμε στα Κεράσια. Πρωτίστως, ο όρος «συλλογή» δεν ακριβολογεί: όπως και τα Κεράσια, η Παπούσα είναι ένα ενιαίο, σπονδυλωτό αφηγηματικό ποίημα σε 3+1 ενότητες [2], στο οποίο δεσπόζει μια κεντρική γυναικεία μορφή, ιστορική στον πυρήνα της, αλλά διακτινιζόμενη προς ποικίλες μυθικές ή μυθοποιημένες κατευθύνσεις. Όπως η Εύα των Κερασιών, έτσι και η Παπούσα προβάλλει ως προμήτωρ της ίδιας της ποιήτριας με τη φωνή της οποίας καταλήγει να ταυτίζεται, σε ένα σχήμα μητρογραμμικής διαδοχής, όπου ιστορικές και μυθικές μορφές αναμειγνύονται ελεύθερα. Η γραφή της Κατσαρού συνεχίζει να είναι στρατηγικά (αλλά όχι πολεμοχαρώς) έμφυλη, η εικονοπλασία της διατηρείται εξίσου εκρηκτική –άλλοτε αισθησιακή, άλλοτε θεολογίζουσα, άλλοτε γήινη, άλλοτε βαθιά μεταφυσική– και ο λόγος της ξεπροβάλλει διαφανής, ώστε να αποκαλύπτεται ένα πολύχρωμο βάθος διακειμένων, λογοτεχνικών, βιβλικών ή άλλων.

Στην Παπούσα, συνειδητά ή μη, η Κατσαρού συντάσσεται με μια τάση της σύγχρονης λογοτεχνίας που γράφεται κυρίως από γυναίκες, η οποία αναπτύσσεται ιδιαίτερα από τις αρχές του τρέχοντος αιώνα στον αγγλοσαξονικό κόσμο, αλλά που όσο γνωρίζω, δεν έχει ριζώσει ακόμη στα ελληνικά γράμματα: πρόκειται για τη «φεμινιστική ποιητική βιογραφία», λογοτεχνική παραφυάδα της αντίστοιχης ροπής στην επιστημονική βιογραφία να συντάσσονται από γυναίκες συγγραφείς βίοι γυναικών, συχνά παραγκωνισμένων ή μέχρι πρότινος ιδωμένων από τη σκοπιά της πατριαρχίας, έτσι ώστε «όχι μόνο να αποκαθίστανται στην ιστορική μνήμη μέχρι τούδε “αόρατες” γυναίκες, αλλά και να διευρύνεται η ίδια η αντίληψή μας ως προς την ιστορική μνήμη» [3].

«Μια άγνωστη ποιήτρια, εγώ, διασώζει μια άγνωστη ποιήτρια, την Παπούσα», μου γράφει η Κατσαρού σε προσωπική μας επικοινωνία μας. Η φερέτιτλη «Παπούσα», άγνωστη βεβαίως μόνο στα καθ᾽ ημάς, εφόσον στην Πολωνία, και όχι μόνο ανάμεσα στους Ρομά, είναι περιώνυμη, είναι η Μπρονισλάβα Βάις (Bronisława Wajs, 1908-1987) [4]. Τσιγγάνα πολωνικής καταγωγής, σε μια εποχή που η κοινότητά της θεωρούσε ταμπού την εγγραμματοσύνη και έγκλημα καθοσιώσεως την αποκάλυψη στους «γκατζός» (τους μη Ρομά) των ιερών και των οσίων της φυλής [5], η Βάις έμαθε περιπετειωδώς γράμματα και έγραψε ένα μικρό σώμα πολύστιχων, αφηγηματικών ποιημάτων στη γλώσσα των Ρομά, τα οποία διέσωσε και μετέφρασε στα πολωνικά ο ποιητής Γέρζυ Φιτσόφσκι (Jerzy Ficowski, 1924-2006) [6].

Στην ποιητική βιογραφία της Κατσαρού διακρίνονται, κατά το μάλλον ή ήττον καμουφλαρισμένοι, οι βασικοί ιστορικοί πρωταγωνιστές της ζωής της Παπούσα. Αρχικά, οι δύο γυναίκες που τη σφράγισαν: η μάνα, που την ονόμασε «Παπούσα» (Papusza, «κούκλα») [7], και η γιαγιά, η μάνα της μάνας της, που στην εκδοχή της Κατσαρού προβάλλεται περίοπτα, πέραν ίσως των βιογραφικών δεδομένων, επειδή εξυπηρετεί το μητρογραμμικό σχήμα στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω. Ακολούθως, τρεις μοιραίοι άντρες: ο κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερος, καταπιεστικός σύζυγος της Παπούσα Ντιονίζ Βάις (Dionýz Wajs)· ο Γέρζυ Φιτσόφσκι, υπό το προσωπείο του βιολιστή Ιβάν, εραστή της Παπούσα στην εκδοχή της Κατσαρού [8], που την αποκάλυψε ως ποιήτρια στον κόσμο αλλά επίσης –από απροσεξία, αδιαφορία, υστερόβουλο σχέδιο;– την εξέθεσε στη μήνιν της κοινότητάς της· και η Μεγάλη Κεφαλή (Baro Shero ή Shero Rom) των Ρομά, που επέβαλε τον εξοστρακισμό της.

Ο ενημερωμένος αναγνώστης αναγνωρίζει επίσης, κρυμμένα κάτω από τις λυρικές εικόνες και ένα παιγνίδι σύμφυρσης τόπων και εποχών, τα κομβικά γεγονότα της ζωής της Παπούσα: τη γέννησή της εκτός γάμου, που τη σημάδεψε εξ απαλών ονύχων· την επαναστατική της επιλογή να μάθει να διαβάζει και κυρίως να γράφει διαβαίνοντας το κατώφλι από τον προφορικό πολιτισμό της φυλής της στον εγγράμματο κόσμο των «γκατζός»· τον γάμο της με τον βάναυσο αλλά εύπορο Βάις, που ουσιαστικά την αγόρασε από τους γονείς της· τις φρικτές εμπειρίες της από το Ολοκαύτωμα των Πολωνών Ρομά· τη βίαιη σύγκρουσή της με τον κόσμο των ομοεθνών της, που τη θεώρησε υποχείριο του πολωνικού κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο σχεδίαζε και τελικά επέβαλε στους Ρομά την εγκατάλειψη του πατροπαράδοτου νομαδικού τρόπου ζωής· τον νευρικό κλονισμό και τον εγκλεισμό της στο άσυλο· τη μοναχική και αποτραβηγμένη μετέπειτα ζωή της για τρεις και πλέον δεκαετίες, μέχρι τον θάνατό της το 1987.

Τα πιο πάνω, όμως, δεν είναι παρά το εφαλτήριο, για να εξυφανθεί ένα μεγαλόπνοο ποιητικό αφήγημα, που ανάγει την Παπούσα στον μύθο και την καθιστά μορφή ομόλογη της Εύας των Κερασιών. Η Παπούσα της Κατσαρού, όπως και η παλαιά Εύα, δεν είναι παρά η σύγχρονη ενσάρκωση ενός πνεύματος, μιας τελλούριας θηλυκής δύναμης, η οποία διέρχεται τους αιώνες, περνώντας από τη «μάνα» στην «κόρη» και υπερβαίνοντας στο τέλος το ίδιο το βιβλίο εκτεινόμενη προς το μέλλον. Πριν λάβει την υπόσταση της Παπούσα, η Κατσαρού φαντάζεται τη δύναμη αυτή να ενσαρκώνεται σε τρεις γυναίκες αιρετικές, ενοχλητικές, καταραμένες από την πατριαρχία, τρεις γυναίκες που μοιράζονταν με την Μπρονισλάβα Βάις το επιτήδευμα που προέβαλλε μέχρι τέλους ως το πραγματικό επάγγελμά της: αυτό της μάντισσας και της μάγισσας. Οι τρεις μάγισσες που στη φαντασία της Κατσαρού υπήρξαν προϋποστασιώσεις της Παπούσα είναι ιστορικές. Είναι (α) η «Έρσουλα Σάδιλ», όπως την αποκαλεί η Κατσαρού (Ursula Sontheil, γνωστή και ως Μητέρα Σίπτον, Mother Shipton, 1488-1561), η οποία, όπως η Παπούσα, γεννήθηκε εκτός γάμου από άγνωστο πατέρα, εξοστρακίστηκε από την κοινωνία και, ξανά όπως η Παπούσα στη μυθοποιημένη εκδοχή της, φέρεται να προφήτευσε κεντρικά γεγονότα της αγγλικής ιστορίας· (β) η Κατρίν Μονβουαζέν (Catherine Monvoisin, 1640-1680), φαρμακεύτρια και φαρμακολύτρια, όπως η Παπούσα της Κατσαρού· και (γ) η Ιζαμπέλ Γκαουντί (Isobel Gowdie, μάλλον εκτελέστηκε το 1662), που φέρεται να επιδιδόταν σε σατανιστικά και ανθρωποφαγικά όργια στα δάση. Και οι τρεις αυτές μάγισσες τελεύτησαν στην πυρά, όπου συμβολικά ρίχτηκε και η ιστορική Παπούσα (και όπου έριξε και η ίδια μεγάλο μέρος του έργου της). Έμειναν, όμως, «άκαυστες», δηλώνουν στο βιβλίο εμφατικά, αφού ήταν ήδη ένα με τη φωτιά (σσ. 12-14), όπως το έργο και η ουσία της ίδιας της Παπούσα [9]. Η Παπούσα, δηλαδή η διαχρονική και ανακυκλούμενη θηλυκή ουσία που στη δεδομένη συγκυρία έτυχε να λέγεται «Παπούσα», μέσα στα ύδατα και τις φωτιές της ιστορίας, παραμένει η μόνη πραγματικά άσπιλη από το φονικό μίσος των Άσπιλων (ποιητική αναφορά στους Ναζί και την «καθαρή» Αρία φυλή) [10]· η μόνη πραγματικά ανέγγιχτη από τη μεσαιωνική δεισιδαιμονία και τον εσωστρεφή τρόμο των Ανέγγιχτων ομοφύλων της [11] (κατά τη λαϊκή ετυμολογία, που εκμεταλλεύεται η Κατσαρού, ο όρος τσιγγάνος παράγεται από το ἀθίγγανος, α στερητικό + θιγγάνω, αυτός που δεν πρέπει να τον αγγίξεις επειδή μιαίνεσαι) – των Ανέγγιχτων, που, σε μια ειρωνική διαστροφή της ιστορίας, αν και υπήρξαν οι ίδιοι ως γένος θύμα παρόμοιας προκατάληψης από τους «γκατζός» [12], αποβάλλουν ως μολυσμένη την κορυφαία τους ποιήτρια [13].

Καθεμιά από αυτές τις επίσης μυθοποιημένες μάγισσες, η σύντομη «βιογραφία» των οποίων δίδεται στην προλογική ενότητα, που περιγράφει τις διαδοχικές προηγούμενες μετενσαρκώσεις της ουσίας που κατέληξε να λέγεται «Παπούσα» (σσ. 11-15), κληροδοτεί κάτι στην ποιητική της ενσάρκωση. Η Μητέρα Σίπτον προφήτευσε μεταξύ άλλων τη Μεγάλη Φωτιά του Λονδίνου το 1666 (η φωτιά είναι κεντρικό μοτίβο στο βιβλίο), όπως η Παπούσα της Κατσαρού προφητεύει το Ολοκαύτωμα των Εβραίων (σσ. 33-37). Η Μονβουαζέν, το «Σκάνδαλο των Παρισίων» (σ. 11), όπως η Παπούσα ήταν το σκάνδαλο των Τσιγγάνων, βοήθησε τις γυναίκες του Παρισιού να εκδικηθούν με δηλητήριο τους άνδρες που τις ταπείνωναν και τις κακομεταχειρίζονταν [14] (όπως ο Ντιονίσι Βάις την Μπρονισλάβα). Και η Γκαουντί ενώνεται με τα αντρικά σώματα, νεκρά και ζωντανά, με έναν φρενήρη, φρικτό ανθρωποφαγικό αισθησιασμό (σσ. 14-15), η γλώσσα του οποίου ανακαλείται στην περιγραφή της συνεύρεσης της Παπούσα με τον Ιβάν (σ. 32).

Η Κατσαρού επενδύει, επίσης, την κάθε μάγισσα, με μια χρωματική «ετικέτα»-ποιότητα: η «φιλάνθρωπη» Μητέρα Σίπτον (σ. 14) είναι το λευκό· η σκοτεινή Μονβουαζέν είναι το μαύρο· και η παθιασμένη, φλογερή Γκαουντί είναι το κόκκινο. Τα τρία χρώματα ορίζουν διαδοχικά και τα στάδια της ζωής της Παπούσα (και αντιστοιχούν στο χρώμα της δαντέλας που φοράει κάθε φορά). Το λευκό της παιδικής αθωότητας (σσ. 17-20: από την ενσάρκωση της Παπούσα μέχρι την πρώτη της επαφή με το μαύρο του θανάτου)· το μαύρο της εχθρότητας των ομοφύλων και της αρρώστιας (σσ. 20-29: στην ενότητα αυτή ενσωματώνεται η περιγραφή ενός μυθοπλαστικού λοιμού, που κατά την πρακτική της σύντηξης των χρονικών επιπέδων που ακολουθεί συστηματικά στο βιβλίο η Κατσαρού τοποθετείται χρονικά περίπου 100 χρόνια πριν από τη γέννηση της Παπούσα και αντιστοιχεί επακριβώς στη σύγχρονη πανδημία του COVID-19, που ξεσπά περίπου 100 χρόνια μετά)· το κόκκινο του ερωτικού πάθους, της προδοσίας, του εξοστρακισμού, της τρέλας της και της συμβολικής καύσης της Παπούσα στην πυρά (σσ. 29-38: οι ενότητες του μαύρου και του κόκκινου δεν διαχωρίζονται, όπως αλλού, από τυπογραφικό κενό, ένδειξη ότι πρέπει να εκληφθούν ως ένα, αδιαχώριστο σύνολο)· και τέλος το λευκό του θανάτου από την πείνα και τα κρεματόρια των Άσπιλων, της ποιητικής σιωπής, των γηρατειών, του θανάτου, αλλά και της ελπίδας για αναγέννηση που γεννά η επιστροφή του Σαούλ (σσ. 40-44). Με το κλασικό εβραϊκό όνομα «Σαούλ» η Κατσαρού μάλλον υπαινίσσεται, εκτός από την αναγέννηση του εβραϊκού έθνους μέσω του Ισραήλ, και τη συνδρομή ίσως μιας κοινής Εβραίας μανάβισσας στη διαιώνιση της ίδιας της Παπούσα, της μανάβισσας που έμαθε γράμματα στη νεαρή Μπρονισλάβα με αντάλλαγμα μικροπράγματα που η νεαρή έκλεβε και της πήγαινε για πληρωμή, στη διαιώνιση του ονόματος και του έργου της.

Όπως και τα Κεράσια, η Παπούσα κλείνει με έναν τρισέλιδο επίλογο (σσ. 45-47), στον οποίο «η φωτιά» της Παπούσα δείχνει να «σβήνει επιτέλους». Καθώς, όμως, η υλική γυναίκα –συγκυριακή ενσάρκωση, επαναλαμβάνουμε, μιας δύναμης που την υπερβαίνει– πορεύεται προς το τέλος, ενεργοποιείται εκ νέου ο μηχανισμός για τη συνέχιση του κύκλου εις αιώνας αιώνων: στο τέλος της πορείας της Παπούσα στην Κοιλάδα της Σκιάς του Θανάτου (Ψαλμός 23.24: η Παλαιά Διαθήκη είναι τα υπόγεια ύδατα και αυτής της συλλογής της Κατσαρού, όπως και στα Κεράσια, όπου λόγω θέματος δέσποζε), την Παπούσα συναντούν η Γιαγιά και η Μάνα της. Η φωτιά κάποτε σβήνει, αλλά το νερό στα ποτάμια και τις πηγές που σφράγισαν την περιπλανώμενη ζωή της Παπούσα κυλάει ανακυκλούμενο αιώνια. Με το νερό, δηλαδή την ίδια τη ζωή και τον κύκλο της [15], παρομοίασε η Παπούσα τον εαυτό της στην αφετηρία του βιβλίου. Οι πιο κάτω στίχοι επαναλαμβάνονται ακολούθως τακτικά ως leitmotiv:

Το νερό πίσω δεν κοιτά, ρέει κλωστή ασημένια,
στις φλέβες μου, στον ήχο των ματιών μου,
στις τρίχες των μαλλιών,
το νερό κλωστή ασημένια και πίσω δεν κοιτά,
πάντοτε δραπέτης,
περιπλανιέται αιώνια,
βράχος κανείς δεν γίνεται πατρίδα του, κελί του,
το νερό τρέχει και πίσω δεν κοιτά.

«Οι τρεις μάγισσες», μου γράφει η Κατσαρού σε ιδιωτικό σημείωμα, «είναι για μένα τα πρώιμα στάδια του εαυτού, γι᾽ αυτό τις συνδέω με τη φωτιά. Έχουν όλη την ένταση που έχει ο εαυτός όταν ακόμα είναι ακατέργαστος. Η Μπρονισλάβα είναι η τελευταία ενσάρκωση και εκείνη που οδηγεί στην ολότητα» – που δεν επιτυγχάνεται πλήρως παρά με την (επαν)ένωση με τη Μεγάλη Μητέρα. Στη μητέρα της αφιερώνει η Κατσαρού και το βιβλίο. Τα Κεράσια τα είχε αφιερώσει στη γιαγιά της.

Η διαιώνιση της Παπούσα υλοποιείται και μεταποιητικά στο βιβλίο της κατσαρού, στο οποίο ενσωματώνονται, περισσότερο ή λιγότερο διασκευασμένοι, στίχοι από το ίσιο το έργο της Μπρονισλάβα Βάις. Η Κατσαρού οικειοποιείται τη φωνή της Παπούσα, με την οποία συγχωνεύεται η δική της. Το βιβλίο το ίδιο είναι ένα ποιητικό μνημείο στην ουσία της αλλά και μια οιονεί νέα μετενσάρκωσή της [16].

Κάπως τολμηρά, στο κείμενο που έγραψα για τα Κεράσια το 2018, διέβλεψα ότι ποιητικά η Κατσαρού είναι «the real thing». Η Παπούσα με δικαιώνει πλήρως.

ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ

www.poeticanet.gr 42 Ιανουάριος 2022

Δύο αξιοπρόσεκτες ποιητικές συνθέσεις

Η Βίκυ Κατσαρού, από την πλευρά της, συνθέτει μια ποιητική αφήγηση (Παπούσα, Ενύπνιον, 2021) με πρωταγωνίστρια την Παπούσα, την «καταραμένη ποιήτρια των Τσιγγάνων». Η Παπούσα, κατά κόσμον Μπρονισλάβα Βάις, γεννήθηκε το 1908 ή 1910. Μια Εβραία τη δίδαξε γραφή κι έτσι έγινε μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της χώρας της, της Πολωνίας. Η Παπούσα πέθανε το 1987. Στο βιβλίο τίθενται δύο θέματα: η φύση του θήλεος, που ταυτίζεται με μια δύναμη δημιουργίας, αλλά και το ζήτημα της μοναξιάς που βιώνει κάθε ον που επιθυμεί την ελευθερία: Μα οράματα με ζυμώναν στο κρεβάτι/ όσο γνώριζα την καρδιά των Πάντων,/…/ δαιμονισμένη άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν/ όποτε έξω απ’ το σπίτι μου περνούσαν./ Μα μένα η καρδιά μου ολάκερη είχε ανοίξει/ στην αγάπη, στη ζωή,/ στη μάνα που γέννησε τα πάντα/ και το κορμί μου η γαλήνη κατοικούσε. Η Παπούσα είναι η διαρκώς ενσαρκούμενη γυναίκα. Η ίδια αναφέρεται σε προηγούμενες ενσαρκώσεις της: ήταν η Έρσουλα Σάδιλ, η Κατρίν Μονβουαζέν, η Ίζαμπελ Γκάουντι, μάγισσες όλες, άλλοτε του φωτός και άλλοτε του σκότους, αφού ο κόσμος δεν μπορεί παρά να συμφιλιώνει το καλό και το κακό, ώστε να φτιάξει το ένα. Αυτή η πολλαπλότητα εκφράζεται μέσα από υδάτινες εικόνες, που εικονοποιούν τη ροή των μεταβάσεων. Λέει η πρώτη ενσάρκωση, η Έρσουλα Σαδίλ: Το νερό πίσω δεν κοιτά, ρέει κλωστή ασημένια,/ στις φλέβες μου, στον ήχο των ματιών μου,/ στις τρίχες των μαλλιών,/ το νερό κλωστή ασημένια και πίσω δεν κοιτά.

Έτσι ανακαλύπτουμε τη μαγική φύση του θήλεος που δεν κατανοήθηκε και αποκλείστηκε, βασανίστηκε, δολοφονήθηκε μέσα σε πατριαρχικές κοινωνίες, σε μονοθεϊστικές θρησκείες, σε απάνθρωπες ιδεολογίες. Εκείνες που μέσα στους αιώνες καταδικάστηκαν ως μάγισσες ήταν γιάτρισσες, φαρμακεύτριες, ένθεες, φιλόσοφοι, ποιήτριες που προσπάθησαν να αρθρώσουν τη φωνή τους μέσα σε έναν εχθρικό κόσμο. Η Κατσαρού ανανεώνει το ποιητικό σύμβολο του Τσιγγάνου, που φέρνει στον νου μας τον Παλαμά, και προσπαθεί να αφουγκραστεί την ομορφιά που χάθηκε για να θεμελιωθούν κοινωνίες που λησμόνησαν τον σεβασμό προς τη μήτρα της ζωής που είναι κάθε γυναικείο σώμα. Το ποίημα οικειώνεται το παρελθόν και στοχεύει προς το μέλλον, έτσι όπως τα λόγια της ίδιας της Παπούσα εύχονται και προφητεύουν: Κι είχε έρθει η ώρα μου/ να επιστρέψω στην καρδιά μου.

ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΡΑΥΛΟΥ

“Fractal” 8/12/2021

H εμπνευσμένη ποίηση είναι γέννημα της μοναξιάς, της ομορφιάς, της μοναδικότητας και της οδύνης

Η Παπούσα ή Μπρονισλάβα Βάις, η μούσα της Βίκυς Κατσαρού ήταν μια τσιγγάνα ποιήτρια που βίωσε τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα τα οποία συνόδευαν την ιδιότητα, τη φυλή και το φύλο της. Η δημιουργία στίχων αποτελούσε για εκείνη την βαλβίδα της ψυχικής της εκτόνωσης σε ένα κόσμο γεμάτο απαγορεύσεις σε ό,τι διέφερε απ’ τη ζωή που όφειλε να ακολουθεί ένα θηλυκό. Αυτός ήταν ο λόγος που η Παπούσα με την απαράμιλλη ομορφιά και την λουλουδάτη φούστα της, το στίγμα της τσιγγάνικης φυλής της, έκρυβε ως μίασμα την ποιητική της ταυτότητα ζώντας απομονωμένη και απόμακρη απ’ τους ανθρώπους που την περιέβαλαν, περιθωριοποιημένη στην ουσία, μόνο και μόνο επειδή διέθετε τη δυσνόητη και γι’ αυτό απεχθή ιδιαιτερότητα των ποιητών.

Ιδιαίτερα εμβριθής και εύστοχη η παρατήρηση της Κατσαρού ότι η Παπούσα ως ποιήτρια, τσιγγάνα και γυναίκα κατείχε εκείνο το τρίπτυχο ιδιοτήτων που έσπερνε το φόβο ολόγυρά της όπως οι μάγισσες τον Μεσαίωνα που παραδίδονταν στην πυρά όχι επειδή πραγματικά συνεργούσαν με τον Διάβολο αλλά επειδή κάτεχαν γνώσεις φαρμακολογίας σι βοτανολογίας που οι πολλοί αγνοούσαν. Και αυτός ακριβώς ο συσχετισμός του ανθρώπινου φόβου μπροστά σε ό,τι είναι αδύνατο να συλλάβει και να αντέξει ο απαίδευτος και αδαής ανθρώπινος νους, μοιάζει να ενέπνευσε τη Βίκυ Κατσαρού ώστε να συλλάβει και να αποδώσει ποιητικά ένα εξαίσιο εύρημα: να συνδέσει την Παπούσα της με τις ιστορίες τριών γνωστών μαγισσών περνώντας απ’ το ένα σώμα στο άλλο και παρουσιάζοντας με την γοητευτική της πένα την ιστορία τους. Η Παπούσα, μέσα στις σελίδες του βιβλίου ταξιδεύει στο χρόνο με όχημα πρώτα το κορμί της Έρσουλα Σαδίλ, μάγισσας και αρχέτυπο μητέρας, έπειτα της Κατρίν Μονβουαζέν της μάγισσας τιμωρού με τα φαρμάκια της των κακοποιητικών συζύγων και τέλος, κλείνει τον κύκλο των μετενσαρκώσεων με την Ιζαμπέλ Γκαουντί, την πιο εύθραυστη μάγισσα από όλες με την πιο τρυφερή ψυχοσύνθεση και την πιο παραπλήσια στο προφίλ της Παπούσα.

Αν η συλλογική μνήμη υπάρχει, η Παπούσα, έπειτα απ’ αυτές τις μετενσαρκώσεις και αποθησαυρίζοντας στην ψυχή της όλον τον κατατρεγμό, τον τρόμο, τις στρεβλώσεις και την απαξίωση που υπέμεινε στις προγενέστερες ζωές της, αποκτά μια ψυχή ζυμωμένη με φωτιά και νερό και σμιλεμένη με πόνο όπως πάντα είναι οι ψυχές των πηγαίων ποιητών με το πνεύμα το στιβαρό και το αδάμαστο.

Αν επιχειρούσα να προσδιορίσω το είδος του έργου, θα τολμούσα να μιλήσω για μια ποιητική νουβέλα, προσιδιάζουσα στα αφηγήματα μπονζάι αλλά με κυρίαρχη την οπτική της ποιητικής αφαιρετικότητας και της ποιητικής λογοτεχνικής εκφοράς. Ο λυρισμός του έργου είναι διάχυτος δίχως να χάνεται στιγμή το μέτρο ενώ η ρυθμικότητα και η αρμονία του κειμένου παρασύρουν τον αναγνώστη σε μια απολαυστική επαφή με τις λέξεις μέσα από τις οποίες θαρρείς συνδέεται με τον παλμό της φύσης και το χτυποκάρδι των τριών μαγισσών.

Παρότι πρόκειται για ένα έργο που αποπνέει την πεποίθηση ότι η ποιήτρια έχει τον απόλυτο έλεγχο του κειμένου της, τα συναισθήματα κυριαρχούν, οι φυσικές περιγραφές είναι συγκλονιστικές, οι ιδέες αφθονούν και όλα αυτά τα στοιχεία είναι τόσο σφιχτοδεμένα, αλληλένδετα και απαραίτητα ώστε είναι αδύνατο να εντοπίσεις ο,τιδήποτε αχρείαστο. Τα μηνύματα ξεσπούν σαν λάβα μέσα από λιτές εκφράσεις και αποδίδουν άλλοτε με σαιξπηρικό λυρισμό και άλλοτε με λιτότητα και απίστευτη ευστοχία τις ιδέες της ποιήτριας. Εν κατακλείδι, η Παπούσα είναι ένα έργο διαφορετικό όπως και η ηρωίδα του το οποίο μες στην πολλαπλότητα των ιδεών που εμπεριέχει και την αισθητική ομορφιά που το χαρακτηρίζει στην αφήγηση μιας τόσο αλλιώτικης ιστορίας, αποδεικνύει πως η εμπνευσμένη ποίηση είναι γέννημα της μοναξιάς, της ομορφιάς, της μοναδικότητας και της οδύνης. Και όπως ό,τι η φύση υφαίνει, το ξηλώνει και εκ νέου το πλέκει, έτσι και η ποιήτρια είμαι σίγουρη πως ύφανε, ξήλωσε και ξαναέπλεξε ετούτο το ασύλληπτο υφάδι αμέτρητες φορές ώσπου να φτάσει στην άρτια μορφή του. Και αυτός ο κάματος εξασφαλίζει εκείνη τη διαστρωμάτωση που οδηγεί σε έργα μοναδικά και ανεπανάληπτα.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΓΕΛΗΣ

www.oanagnostis.gr 7/12/2021

Ένα κορίτσι με το παράξενο όνομα Παπούσα
Το βιβλίο της Βίκυς Κατσαρού που φέρει τον παράδοξο τίτλο Παπούσα είναι εκ πρώτης όψεως ένα βιβλίο ασύμβατο με τα γούστα της εποχής. Ένα βιβλίο με πολύστιχα αφηγηματικά ποιήματα που ξεπερνούν τη μία σελίδα συνιστά εκ των πραγμάτων μία σύνθεση που δύσκολα θα προσελκύσει τον μέσο αναγνώστη, ο οποίος, επηρεασμένος από τους ασθματικούς ρυθμούς της εποχής αλλά και τον διαγώνιο τρόπο ανάγνωσης κειμένων στο διαδίκτυο, ελκύεται πολύ ευκολότερα από πιο ολιγόστιχα, κυριολεκτικά fast-food ποιήματα. Από την άλλη, αναρωτιέμαι, ένας Κλωντέλ ή ένας Ρίτσος της Τέταρτης διάστασης στα καθ’ ημάς, τι ελπίδες θα είχαν να διαβαστούν και ν’ αγαπηθούν σήμερα που ο συρμός επιβραβεύει με υψηλές πωλήσεις διεθνώς (αλλά ευτυχώς όχι ακόμα στη χώρα μας) τους λεγόμενους «ποιητές του ίνσταγκραμ»; Μήπως και κατά μία έννοια η βράβευση της Λουίζ Γκλυκ δεν έδειξε τη βούληση της Σουηδικής Ακαδημίας να υποδείξει κάτι πιο κλασικό, έστω και ακαδημαϊκό, απέναντι στις περιστασιακές μόδες του διαδικτύου; Ξαναδιαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο για την ανάγκη αυτής εδώ της παρουσίασης, αποφάσισα να πάω λίγο αντίθετα στο πνεύμα του και να μιλήσω γι’ αυτό κρατώντας σημειώσεις, αντιπαραβάλλοντας κατά κάποιον τρόπο τη δεδομένη ενότητά του με τη θραυσματικότητα των δικών μου παρατηρήσεων που όμως μοιάζουν ενδεχομένως με τη ματιά ενός οποιοδήποτε σύγχρονου αναγνώστη. Ξεκινάμε λοιπόν:

α. Το βιβλίο της Βίκυς Κατσαρού έχει συγκεκριμένο ιστορικό πυρήνα, τη ζωή της Πολωνίδας τσιγγάνας ποιήτριας Μπρονισλάβα Βάις. Στην περιπλανώμενη ζωή της θέλει η ποιήτρια, με κάποια δόση υποκειμενικής αυθαιρεσίας, να εκβάλλουν οι ιστορίες τριών προγενέστερων μαγισσών (της διάφανης Έρσουλα Σάδιλ, της καταχθόνιας Κατρίν Μονβουαζέν και της σχιζοφρενικής Ίζαμπελ Γκάουντι, που όλες τους συνιστούν ενσαρκώσεις της φωτιάς που γίνεται ποίηση). Οι τελετουργικά ξένες μάγισσες εκβάλλουν, δηλαδή, στην φυλετικά και ταυτοτικά ξένη πρωταγωνίστρια. Η χωρίς κάποιον συγκεκριμένο ιστορικό λόγο σύνδεση της Βάις, που είναι γνωστή και ως «παπούσα», που σημαίνει «παιδική κούκλα» στα πολωνικά, με τις τρεις μάγισσες δίνει την ευκαιρία στην Κατσαρού να παρουσιάσει ευκολότερα τη ζωή της, χρησιμοποιώντας κατ’ αρχάς στοιχεία από τον σκοτεινό και ανορθολογικό χώρο των θρύλων, από την πλευρά του φανταστικού δηλαδή, προκειμένου να μιλήσει για την άρριζη ετερότητα της τσιγγάνας πρωταγωνίστριάς της και εν μέρει να εξηγήσει την καταγωγική της αντιπαράθεση με έναν κόσμο που την αποστρέφεται και επιθυμεί να την καταστρέψει.

Η Βάις, την οποία ανακάλυψε ο ποιητής Γιέρζι Φιτσκόφσκι το 1949 να τραγουδά με τη συνοδεία του βιολιστή άντρα της, του Ιβάν του ποιήματος, δικά της τραγούδια, κατέστη αποσυνάγωγη στην κοινότητα των Ρομά κι έζησε μόνη και ατιμασμένη ως τον θάνατό της εξαιτίας της δημοσιοποίησης του έργου της. Η συγγραφή ποιημάτων συνιστούσε απειλή για τα ήθη της περίκλειστης παραδοσιακής κοινότητάς της: «Παπούσα βρήκανε τα ποιήματά σου,/προδίδεις, λένε, τη φυλή σου στους γκατζός./ […] Το ίδιο βράδυ τον Ιβάν έπιασαν/και τον ρωτούσαν τι μυστικά κρατούσα./Μα μυστικό εγώ δεν είχα. /Μόνο τα ποιήματά μου.» Από αυτά τα ποιήματα διασώθηκαν 31, αριθμός ικανός για να αναγνωριστεί η Παπούσα ως σημαντική φωνή της πολωνικής ποίησης. Αυτονόητο είναι ότι η τριπλή ιδιότητά της (γυναίκα, εγγράμματη και διαφορετική: τσιγγάνα) έπαιξε ρόλο στην επιλογή της ως ηρωίδας του ποιήματος της Κατσαρού, ηρωίδας μέσω της οποίας ασφαλώς και η ίδια η Κατσαρού εκφράζει πτυχές της προσωπικότητάς της: την αγάπη της για τη φύση, την προάσπιση των αδυνάτων και ενδεχομένως μια μοιρολατρική ή έστω βαθειά μελαγχολική σύλληψη του κόσμου, μέσα στον οποίο όλοι υπάρχουμε περιπλανώμενοι αλλά και πλανώμενοι ότι είμαστε ελεύθεροι. Μήπως άραγε το γεγονός ότι η Βάις πεθαίνει τη χρονιά που γεννιέται η Κατσαρού υποδηλώνει ότι η ίδια η ποιήτρια αποτελεί τον επόμενο κρίκο σε αυτήν την αλυσίδα των κακοπαθημένων μαγισσών;

β. Αν αφήσουμε κατά μέρος το μυθολογικό κομμάτι της εισαγωγής με τις τρεις μάγισσες, η είσοδος στη σκηνή του κυρίως ποιήματος γίνεται με τους ακόλουθους στίχους, οι οποίοι βεβαίως παρουσιάζουν την Παπούσα ως μετενσάρκωση της Ίζαμπελ Γκάουντι:

Αποφάσισα να γεννηθώ στον κόσμο απ’ την αρχή ξανά,
πόδια ξυπόλητα ένιωσα στέρεα να πατάνε,
δυο χέρια να βυθίζονται στη γη
κι απ’ τις φτέρνες μου να με τραβούν,
στο στήθος μου άρχισε να χτυπά
χωρίς ντροπή η καρδιά μου,
ανάσα των θνητών τραβήξαν τα πνευμόνια μου,
τη μάνα μου έβλεπα μπροστά μου [κ.λπ.]

Η αρχή αυτή συσχετίζει το δεύτερο ποιητικό βιβλίο της Κατσαρού με το πρώτο, Τα κεράσια της Εύας, απ’ όπου διαβάζω:

Ως έκρηξη γεννήσεως
το κλάμα μου ακούστηκε.
Ως ανθός μαραμένος
ξεριζώθηκα
απ’ το γενετήσιο δέντρο
της θνητής μου μάνας.
Γεννήθηκα ξανά
στην παλιά γη […]

Υφολογικά τα δύο ποιήματα έχουν πολλές ομοιότητες, ξεχωρίζεις δηλαδή αμέσως ότι έχουν γραφτεί από την ίδια ποιήτρια (κι ότι έχουν γραφτεί από ποιήτρια), κι αυτή η ιδιοφωνία είναι ασφαλώς από μόνη της ιδιαίτερα σημαντική. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο κοινό: όπως στα κεράσια της Εύας πρωταγωνιστεί κατ’ αποκλειστικότητα η Εύα χωρίς τον Αδάμ, αφού ερωτικό υποκείμενο στο βιβλίο είναι η μορφή του ίδιου του Θεού ή έστω ενός Θεού με στοιχεία αδαμιαία, ανάλογα και στην Παπούσα πρωταγωνίστρια είναι η ανεξάρτητη και διαφορετική ηρωίδα, η ιδιότυπη γυναικεία ευαισθησία της που εκφράζεται μέσα από πέντε οξυμμένες αισθήσεις και τη βιωμένη σωματικότητά της (θυμίζω εδώ το ποίημα «Η άνθρωπος» της Ζωής Καρέλλη). Υπάρχει μία σαφής φεμινιστική ματιά στο βιβλίο (μια τσιγγάνα που παρά την φυλετική της παράδοση γράφει, δηλαδή στερεώνει, καθηλώνει στο χαρτί τον ασταθή/νομαδικό της βίο), η οποία, ακόμα κι αν αποκτά κάποτε ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, σκοπό έχει να παρουσιάσει τη γυναικεία ταυτότητα ως ελεύθερη ηρωική ύπαρξη μέσα στον κόσμο. Μάλιστα αυτή η παρουσίαση δεν γίνεται με τρόπο κραυγαλέο, αλλά εμφανίζεται σαν κάτι αυτονόητο και δεδομένο: το γυναικείο υποκείμενο προηγείται σε σχέση με την κοινότητα απ’ την οποία προέρχεται επειδή αποφασίζει ελεύθερα τους σκοπούς που επιδιώκει. Για να συνδέσουμε πάλι τα δύο έως τώρα ποιητικά βιβλία της Κατσαρού, θα έλεγα ότι η θεολογική ή θεολογίζουσα, γυναικεία πάντως σε κάθε περίπτωση ματιά του πρώτου, γίνεται πολιτική ματιά στο δεύτερο – και εδώ δεν εννοώ βέβαια μόνο το φεμινιστικό βλέμμα που εκφράζει τους γυναικείους ιδιωματισμούς του σώματος, αλλά και την προάσπιση μιας φυλετικής ετερότητας μέσα σ’ έναν γκετοποιημένο κόσμο. Υπό αυτήν την έννοια το νόημα του βιβλίου μπορεί να είναι κι ένας ευρύτερος λόγος υπέρ του αδύναμου και περιθωριοποιημένου ανθρώπου που βιώνει τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση, ένας λόγος υπέρ του αθώου θύματος της Ιστορίας.

γ. Όλα καλά μέχρι εδώ όσον αφορά τους ιδεολογικούς στόχους του βιβλίου και τις συγγραφικές προθέσεις, όμως τι γίνεται με την ουσία, δηλαδή με την ίδια την ποίηση; Η Παπούσα είναι ένα ουσιαστικά και μόνο ποίημα, μια πυκνή αφηγηματική σύνθεση γραμμένη με συγκρότηση, αλλά και με πάθος και ευαισθησία, με λόγο προσεγμένο, εντυπωτικό, καίριο. Η στοχαστική φύση της Κατσαρού, όπως φάνηκε από όσα είπαμε πρωτύτερα, υψώνει μια προσωπική, θηλυκή θεώρηση κόσμου (μακριά από μας ο χαρακτηρισμός «γυναικεία γραφή»), που με ένταση γνησιότητας και σπάνια ευαισθησία διερμηνεύει σκοτάδια ψυχής και μάχεται για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο. Θεωρώ σημαντικό ότι στο βιβλίο δεν διακρίνονται εμφανείς απηχήσεις άλλων ποιητών, η Κατσαρού υπηρετεί το δικό της όραμα με λόγο ρέοντα και διαυγή – και αυτό θα πρέπει να της το αναγνωρίσουμε. Της αναγνωρίζουμε δηλαδή μια θέση δική της στη νεότατη ποίησή μας, που ελπίζουμε να υπηρετήσει και στη συνέχεια με την ίδια συνέπεια και μαχητικότητα.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

http://www.periou.gr 4/12/2021

Ένα διαφορετικό ποιητικό βιβλίο, η Παπούσα της Βίκυς Κατσαρού, έρχεται για να εμπλουτίσει το σύνολο εκείνο των έργων που εκκινούν από μια περισσότερο ή λιγότερο γνωστή προσωπικότητα και καταλήγουν στην ανάδειξη των στοιχείων εκείνων της ζωής και της δράσης της που έχουν αξία διαχρονική και αποτελούν ερμηνευτικά ερεθίσματα του παρόντος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για τη Μπρονισλάβα Βάις, μια τσιγγάνα ποιήτρια που γεννήθηκε το 1908 ή το 1910 σε ένα περιπλανώμενο καραβάνι με προορισμό τη Σουηδία, και πέθανε το 1987, χρονιά κατά την οποία γεννιέται η Κατσαρού. Η σύμπτωση αυτή διαμορφώνει ένα είδος σκυταλοδρομίας ανάμεσα στις δύο δημιουργούς με τη νεότερη να παίρνει τη σκυτάλη από την προγενέστερη και να τεχνουργεί, ουσιαστικά, το έργο της πάνω στο αντίστοιχο της ομοτέχνου της με ορίζοντα και στόχο την εξύμνηση, τον σχολιασμό, την ερμηνεία, τη συμπλήρωση ή ακόμα και την αποκατάστασή του. Όλες αυτές οι μέθοδοι και οι μεθοδεύσεις συνυπάρχουν στο έργο της Κατσαρού το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στη Βάις, αλλά περιλαμβάνει αναφορές σε τρεις ακόμα μάγισσες οι οποίες υπήρξαν πρόσωπα αιρετικά που με την ανατρεπτική τους στάση και δράση προσδιόρισαν το περίγραμμα της επαναστάτριας, με την έννοια της αντισυμβατικής, γυναίκας. Το όλο εγχείρημα, επομένως, καταλήγει μια ξεκάθαρα γυναικεία υπόθεση με τις εμπλεκόμενες ηρωίδες, πρόσωπα πραγματικά και πλασματικά ταυτόχρονα, να προσφέρουν την ευκαιρία για μια καταβύθιση στο ρόλο και τη θέση της γυναίκας μέσα στην τέχνη και μέσα στη ζωή.
Τα κείμενα του βιβλίου είναι γραμμένα εν είδει δραματικών μονολόγων, σε πρώτο ενικό πρόσωπο, και εμφορούνται από έναν ρυθμό και τόνο μάλλον καταιγιστικό, έντονο, αγωνιώδη και, ταυτόχρονα, αφηγηματικό, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εκτίθενται τα βασικά γεγονότα και περιστατικά της ζωής των ηρωίδων παράλληλα με τα στοιχεία εκείνα που προσέδωσαν στις προσωπικότητές τους την ιδιαίτερη δύναμη και δυναμική τους. Αυτό σημαίνει ότι το ποιητικό εγχείρημα της Κατσαρού θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφερθεί στο θέατρο, έχοντας υποστεί μικρότερη ή και καθόλου δραματουργική επεξεργασία, συνιστώντας έτσι μια άριστη ευκαιρία για το θεατρόφιλο κοινό να έρθει σε επαφή με τη λογοτεχνία και να διερευνήσει τους τρόπους και τους δρόμους μέσα από τους οποίους τα δύο αυτά λογοτεχνικά είδη – το θέατρο και η ποίηση – συναντιούνται και συνυπάρχουν αρμονικά, χωρίς, ωστόσο, να καταργούν τα όρια και τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τους. Στην περίπτωση, μάλιστα, της Κατσαρού συναντάται η σπάνια συνύφανση όχι μόνου του ποιητικού με τον δραματικό, αλλά και με τον αφηγηματικό λόγο, εκβάλλοντας έτσι σε ένα αποτέλεσμα που εναγκαλίζεται και γεφυρώνει τις αποστάσεις μεταξύ των επιμέρους τρόπων λογοτεχνικής έκφρασης. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την οικειοποίηση στοιχείων από τα τρία γνωστά είδη της τέχνης του λόγου που αφήνονται να υπάρξουν και να λειτουργήσουν σε ένα ενιαίο πλαίσιο με καθένα από αυτά να διατηρεί την αυτονομία και την αυτοτέλειά του, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να μπορεί να διαβαστεί, να προσληφθεί και να παρουσιαστεί είτε σαν ποίηση, είτε σαν θέατρο, είτε σαν αφήγηση, είτε σαν όλα μαζί, ανάλογα δηλαδή με την οπτική που θα θελήσει ο αποδέκτης να υιοθετήσει.
Η ίδια ολιστική αντίληψη για την τέχνη του λόγου και τις εκφάνσεις της ενυπάρχει και αντικατοπτρίζεται στην κεντρική μορφή του βιβλίου, την τσιγγάνα Παπούσα, που εναγκαλίζεται και οικειώνεται κάθε πτυχή της ζωής, είτε πρόκειται για τις δυσάρεστες και επώδυνες όψεις της, είτε για τις ευχάριστες στιγμές και συντυχίες. Μέσα από την ποιητική της αφήγηση αναδεικνύει όλο το δράμα και το μεγαλείο μαζί της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως το αντιλαμβάνεται ένας άνθρωπος που η ζωή του βρίθει περιπετειών ή, ακόμα καλύτερα, αποτελεί η ίδια μια περιπέτεια. Δεν πρόκειται, δηλαδή, απλώς και μόνο για μια περιπετειώδη ζωή. Πρόκειται για την περιπέτεια όπως την ήθελε, την προδιέγραψε και την όρισε η αρχαία ελληνική τραγωδία και ο μεγάλος της θεωρητικός, Αριστοτέλης, ως μεταβολή και μετάβαση, δηλαδή, από μια κατάσταση ευτυχίας σε μια κατάσταση δυστυχίας και το αντίστροφο. Πράγματι, στο έργο της Κατσαρού παρακολουθεί κανείς αυτήν την ταλάντευση, εν είδει εκκρεμούς, ανάμεσα στη μία κατάσταση και την άλλη, ως στοιχείο σύμφυτο με την ανθρώπινη ύπαρξη και φύση, ως στοιχείο συστατικό του ανθρώπινου βίου και των συνιστωσών του. Αν θελήσει μάλιστα κανείς να προεκτείνει αυτήν την παρατήρηση θα μπορούσε να επισημάνει πως η περιπέτεια οδηγεί και εκβάλει στην αναγνώριση, την αναγνώριση όχι μόνο του περιβάλλοντος κόσμου και χωροχρόνου, αλλά και στην αναγνώριση του ίδιου του εαυτού. Η πορεία και η διαδρομή αυτή συντελείται με όρους κυριολεκτικά ποιητικούς, αφού η αναγνώριση της ηρωίδας περνάει και φιλτράρεται μέσα από την ποίηση, την έμπνευση, δηλαδή, και την πραγμάτωσή της.
Στο σημείο αυτό πράγματι αξίζει να σταθεί κανείς, δεδομένης της έντασης με την οποία η Κατσαρού φαίνεται πως επενδύει την προσπάθειά της να ορίσει το περίγραμμα μιας γυναίκας που αντιστάθηκε σε ό, τι θεωρούσε πως εναντιώνεται και δεν υπηρετεί τον άνθρωπο και, αντίστοιχα, υπερασπίστηκε αυτό που έκρινε πως συνιστά την ιδιαιτερότητα και την ιδιοτυπία της, τη γυναικεία της δηλαδή φύση, όπως αυτή εξέβαλε και εξέθρεψε την ποίησή της. Το όλο εγχείρημα, λοιπόν, ισοδυναμεί με μια υπερασπιστική κίνηση απέναντι στην έκφραση, είτε αυτό γίνεται μέσα από την ποίηση, είτε μέσα από τη γυναικεία ταυτότητα και ιδιοσυστασία. Γιατί ουσιαστικά αυτό που επικροτείται και εξυμνείται εδώ δεν είναι τόσο η δύναμη και η δυναμική της τέχνης του στίχου, ούτε η ξεχωριστή και λαμπερή προσωπικότητα μιας γυναίκας ποιήτριας, όσο η ικανοποίηση της ανάγκης για έκφραση μέσα από τον λόγο και την πράξη. Από αυτήν την άποψη το βιβλίο αυτό προτείνει και προκρίνει μια ανανεωτική ματιά πάνω στον γυναικείο ποιητικό λόγο ως μέσου και οδού κατάκτησης της γυναικείας ανεξαρτησίας και χειραφέτησης. Αυτό αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον μέσα σε μια εποχή που το όλο ζήτημα της χειραφέτησης φαίνεται πως τίθεται υπό αμφισβήτηση ή έστω διερώτηση. Είναι ιδιαίτερα μάλιστα σημαντικό που όλος αυτός ο προβληματισμός και η προβληματική στην οποία παραπέμπει τίθεται με άκρα ευθύτητα από μια γυναίκα ποιήτρια της σύγχρονης εποχής, από τη στιγμή που, ίσως, καταδεικνύει πως η επιθυμητή αυτονόμηση και η απόλυτη ισοτιμία δεν έχει ακόμα κατακτηθεί. Η λογοτεχνία αποτελεί σίγουρα έναν δρόμο που εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο ιδιαίτερα όταν προέρχεται από γνήσιες και αληθινές ανησυχίες και βιώματα, όταν αναδεικνύει την ταύτιση του καλλιτέχνη με το προϊόν της δημιουργίας του, όταν προκύπτει από την ειλικρινή ανάγκη για απελευθέρωση και αναγνώριση του εαυτού μέσα από τον άλλον. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Κατσαρού εμπνέεται από μια γυναίκα τσιγγάνα ποιήτρια αφού οι τρεις αυτές ιδιότητες σηματοδοτούν και αναδεικνύουν μια απόλυτα ανατρεπτική μορφή που ανακαλεί τον γνωστό παλαμικό γύφτο και τον Δωδεκάλογό του, αποτελούν όμως ταυτόχρονα μια απολύτως σύγχρονη μορφή που καθρεφτίζει το διαχρονικό, δυστυχώς, πάντα αίτημα για ελευθερία και έκφραση.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

“Το Περιοδικό” 21/7/2021

Στη ροή του κόσμου

Το νερό κυλάει και τη ζωή ζητάει, σώζει, κρύβει, δημιουργεί. Αυτή η ακατάλυτη ροή, αυτή η υδάτινη κλωστή που κρατά τον κόσμο ενωμένο, όρθιο, που σώζει την ελπίδα και «συνομιλεί» με τη φωτιά, την άλλη ζωοδότρα πηγή. Και από το νερό και τη φωτιά γεννιέται ο άνθρωπος που είναι έτοιμος να πέσει στη φωτιά, να χαθεί στη ροή του κόσμου τούτου. Θα χαθεί, αλλά πριν απ’ αυτό θα δει, θα ακούσει, θα αισθανθεί, θα αγγίξει και θα μιλήσει. Τα λόγια θα βγουν από την καρδιά, από την ψυχή, από το βλέμμα που χάνεται στη φύση και θα επιστρέψουν πυρακτωμένα και υγρά που θα κάψουν και θα δημιουργήσουν τον κόσμο ξανά και ξανά. Ιερή στιγμή και τον ιερό λόγο μόνο ο άνθρωπος που δίνει ζωή στη ζωή μπορεί να τον μεταφέρει και αυτός ο άνθρωπος είναι πάντα γυναίκα. Η μάνα, η αδελφή, η σύζυγος, η γυναίκα που μάχεται και επιμένει ενάντια στη βαρβαρότητα και στη δύναμη που κακοποιεί και δολοφονεί. Τέτοια είναι η «Παπούσα» (Εκδόσεις Ενύπνιο) της Βίκυς Κατσαρού. Στα λόγια της θα δούμε όσα αγνοούμε, όσα έχουμε ξεχάσει και όσα μας περιμένουν καρτερικά για να μας θυμίζουν ποιοι είμαστε. Ας επιστρέψουμε στο νερό και τη φωτιά.

Η Βίκυ Κατσαρού μας δίνει τη δεύτερη της ποιητική συλλογή (πρώτη Τα κεράσια της Εύας, εκδ. Ιωλκός) και η γενναιοδωρία της μας κερδίζει. Η ποιήτρια δεν διστάζει να αποκαλυφτεί και να μας δώσει τον τόπο και τον τρόπο της δημιουργίας της. Οι ψίθυροι που δεν ακούμε, οι ανάσες που προσπερνάμε, οι καταστροφές που δεν εξηγούμε, η ομορφιά που δεν καταλαβαίνουμε, είναι εδώ, μαζί με τη δύναμη της γυναίκας, του «ξένου», της ποίησης. Η Κατσαρού υμνεί τη γενναιότητα και την επιμονή στο καλό, την ευαισθησία, την αλληλεγγύη και τη σοφία της φύσης, σέβεται και αναδεικνύει τις προσευχές της ψυχής, ιερουργεί και ο σπαρακτικός της λόγος δεν μπορεί παρά να μας αγγίξει, να μας προβληματίσει… Ο λυγμός της ψυχής είναι ο ήχος της ποιητικής ιστορίας της και απαιτείται σεβασμός και απομόνωση για να διαβάσεις τα λόγια τα ατμοσφαιρικά, τα βγαλμένα από την καρδιά του δάσους, τα λόγια αντιφεγγίσματα. Με την «Παπούσα» ταξιδεύουμε εκεί που το μυστήριο και η καλή καρδιά αντιμάχονται την κακία και το μίσος και είναι η ήρεμη δύναμη και η ευαισθησία της ποιήτριας που μας σώζουν και μας λυτρώνουν. Τα ποιητικά λόγια απλώνουν τις ρίζες τους μέσα μας και μένουν για πάντα, δώρα ταπεινά και μεγάλα.

Το βιβλίο είναι βασισμένο στη ζωή της Μπρονισλάβα Βάις και τριών μαγισσών. Η πρώτη είναι τσιγγάνα ποιήτρια που έτυχε να γεννηθεί στην Πολωνία. Μια Εβραία θα τη διδάξει γραφή και ανάγνωση και όπως μας ενημερώνει η Βίκυ Κατσαρού «μέσα της θα γεννηθεί η ποίηση, ως πηγή ζωής, όπως συμβαίνει με όλους τους αληθινούς ποιητές». Τόσο οι μάγισσες όσο και η «Παπούσα», η Βάις, σημάδεψαν την εποχή τους με την «ανίερη» συμπεριφορά τους.
Η Κατσαρού ακολουθεί την πορεία της γυναίκας, γίνεται όλες οι γυναίκες του κόσμου, μεταμορφώνεται σε Έμιλυ Ντίκινσον και ο παθιασμένος λόγος, ο εμπύρετος, μας σαγηνεύει, γίνεται απόκοσμος και θυμίζει κάτι από Πόε. Ενας παντοδύναμος σπαραγμός συντροφεύει τα λόγια και τις σκέψεις της και στη διαδρομή βλέπουμε τη Μάτση Χατζηλαζάρου, την Αννα Αχμάτοβα, την «Πανούκλα» του Καμύ, τον Μιχάλη Κατσαρό. Η φωνή της καλύπτει ερήμους, βουνά, δάση και τιμά τη ζωή, την ύπαρξη, τη χαρά, τον έρωτα. Στην ποιητική αφήγηση πλέκονται γεγονότα όπως το Ολοκαύτωμα των Τσιγγάνων, μια άγνωστη πανδημία που αποδεκάτισε τη φυλή της «Παπούσα»… Η Βίκυ Κατσαρού σκάβει βαθιά μέσα της και μας παρουσιάζει την καλύτερη καλλιτεχνική της στιγμή.

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

ΘΕΥΘ Τ.15, ΙΟΥΝΙΟΣ 2022

Ποιητική αφήγηση. Σύνθεση που αποδίδει ποιητικά την ιστορία της Παπούσας και κάποιων άλλων προσώπων. Συγκεκριμένα, βασίζεται στην ιστορία της Μπρονισλάβα Βάις (τη φώναζαν Παπούσα), που γεννήθηκε σε περιπλανώμενο καραβάνι, μεγάλωσε και έζησε στην Πολωνία και, μέσα στις
δύσκολες συνθήκες της ζωής της, έγραψε ποίηση, μια ποιήτρια των τσιγγάνων.
Η ποιήτρια δίνει επαρκείς πληροφορίες για το πλαίσιο της σύνθεσης. Ωστόσο, όπως συνηθίζω να λέω σε τέτοιες περιπτώσεις, μετά την ανάγνωση των πληροφοριών και των σημειώσεων, καλό θα είναι να ακολουθήσει μια ανάγνωση του ποιητικού κειμένου μόνου του, για να ανιχνεύσει ο αναγνώστης τις δικές του αρετές.
Η Κατσαρού επιλέγει με πολλή προσοχή τα σημεία που θα συμπεριλάβει, τις όψεις που θα τονίσει. Με εικόνες και πλούσια γλώσσα. Το σκοτάδι μπλέκεται με το φως, η σκληρότητα με την τρυφερότητα, ο θάνατος με την ελπίδα και τη
ζωή. Και είναι η ματιά της ποιήτρια Βίκυς Κατσαρού πάνω στους στίχους μιας άλλης ποιήτριας, και στον αγώνα της να επιβιώσει μέσα σε αντίξοες συνθήκες και σε προκαταλήψεις, που δίνει ένα αποτέλεσμα άξιο να διαβαστεί:

Ήμουν φλόγα και ο άνεμος εκείνος,
της φωτιάς ο ανθός που σε άμμο
με θρυμμάτιζε με το ελάχιστο άγγιγμά του,
το αποτύπωμα των δάχτυλων του
το δοξάρι όταν άγγιζε, φρούτο γινωμένο
με ξέπλενε στου ποταμού τις όχθες,
σταφύλι ανάμεσα στα δόντια του,
μέλι στις άκρες των χειλιών του,
αλμύρα στη φωλιά του δέρματος,
υγρό βότσαλο που έγλειφε η θάλασσα
και ώριμο κοχύλι,
φύλλο εγώ σκόρπιζα τη γυαλάδα των ματιών του,
καθρέφτης της γυμνότητάς του,
έλιωναν τα ορμιά μας στους κόμπους επαφής τους,
και δέντρα φύτρωναν στα στόματά μας
τον έρωτά μας να χορτάσουν,
ποιήματα έγραφαν τα χείλη μου πάνω στην ψυχή του
κι εκείνος με τη μουσική του
ημέρωνε τους αναστεναγμούς μου.

.

ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

www.oanagnostis.gr 4/8/2019

Είναι δύσκολο εγχείρημα να γράψει κάποιος ποιήματα με θεολογικό υπόβαθρο. Κι αυτό γιατί αμέσως μπορεί να στιγματιστεί η προσπάθεια πως είναι εκτός εποχής. Τα Κεράσια της Εύας είναι το πρώτο βιβλίο της Βίκυ Κατσαρού. Σε μια πρώτη ανάγνωση του βιβλίου μπορεί κάποιος να πιστέψει πως πρόκειται για μια θρησκευτική ποίηση, λόγω των τίτλων, που παραπέμπουν σε ιστορίες της Βίβλου, αλλά και για την συνεχής αναφορά του θεού, σε πολλά ποιήματα.

Διαβάζοντας όμως προσεκτικά τα ποιήματα είναι εύκολο να διακρίνουμε πως η Κατσαρού δεν γράφει θρησκευτική ποίηση αλλά υπαρξιακή. Χρησιμοποιεί το γνωστό πρόσωπο της Εύας της Βίβλου, για να μιλήσει για την ίδια, για τον αγώνα ενός ανθρώπου να ανακαλύψει τον εαυτό του μέσα στα πολλαπλά και παραπλανητικά κάτοπτρα του κόσμου.

Αυτό που καταφέρνει η Κατσαρού, και δεν είναι αυτονόητο, είναι να γράψει μια βαθιά ερωτική ποίηση, μεταφυσικής πνοής, χωρίς να πέσει στις παγίδες που προανέφερα. Εξάλλου το δηλώνει και ο πρώτος στίχος του πρώτου ποιήματος της συλλογής: «Εν αρχή ην ο έρως», για να συνεχίσει σε ένα άλλο ποίημα παρακάτω:

Γεννήθηκα – μου είπε-
ελεύθερη και πάναγνη
ήμουν – λέει-
καρπός αγάπης.
Μα μόλις τα μάτια μου καθρέφτισαν
το φως της πλάσης,
μόλις το χώμα ψήθηκε
στις ζεστές του Φούχτες μέσα
κι ένιωσα την υγρή Του ανάσα
ούριο άνεμο
να σηκώνει τα ιστία της ζωής μου,
άκουσα στη φωνή Του να βροντούν
χίλιες σάλπιγγες
τα όρη καίγονταν,
τα δάση μου μιλούσαν.

Να ένα είδος γραφής που ο σουρεαλισμός έχει τις καταβολές του σε έναν λυρισμό που σπάνια πια χρησιμοποιείται. Το πρόβλημα της εποχής μας είναι πως έχουμε την τάση να μιλάμε για μεταμοντέρνα γραφή, ισοπεδώνοντας κάθε γέφυρα με το παρελθόν, οδηγώντας την ίδια την γραφή σε αδιέξοδα. Η Κατσαρού δεν φοβάται να εκτεθεί και να μιλήσει απλά για τον άνθρωπο. Αυτόν που αναζητά την αρχή του σε μια Εδέμ που συμβολίζει την αθωότητα. Η υπαρξιακή αγωνία αυτής της αναζήτησης, είναι πως στην πορεία διαπιστώνουμε πως η φθορά μας κατατροπώνει, πως ο έρωτας, η κινητήρια δύναμη σβήνει, ο θεός πεθαίνει, και μένουμε εντέλει μόνοι, ολομόναχοι, αντιμέτωποι με το τέλος:

Έκπτωτη γκρεμίστηκα στη γη,
γεννήθηκα βαριά ενέργεια από θνητούς γονείς,
μεγάλωσα ανελεύθερη, ζωντανή νεκρή.
Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί.
Ένα μήλο μοναξιάς δάγκωνα,
ο κόσμος μόνος κραύγαζε από πόνο.
Το θεό μου αποθύμησα.
Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί.
Χωρίς δέρμα, χωρίς χρώμα
περιβλήθηκα μετάνοια και ταπείνωση.
Ήμουν εξόριστη και γύρισα,
ήμουν απορριπτέα και μ΄ ανακαίνισε,
ήμουν άνθρωπος και τώρα θα με θέωνε.

Ίσως αυτή η γραφή να ακούγεται υπερβολική, αλλά βρίσκω πως ταιριάζει στο όλο το πνεύμα της σύνθεσης. Γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο ποιημάτων, αλλά με μια σύνθεση που διαβάζεται σαν αφήγηση. Η Κατσαρού έχοντας επίγνωση του δύσκολου εγχειρήματός της, αναζητά έναν τρόπο επικοινωνίας άμεσο και το πετυχαίνει.

ΣΤΑΘΗΣ ΙΝΤΖΕΣ

Περιοδικό “Θράκα” 27/3/2019

Υποταγή στη φθορά

Η ποιήτρια Βίκυ Κατσαρού ανήκει στην κατηγορία των λεγόμενων πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών, σε μια εποχή που η προβολή ενός ποιητικού έργου έχει περισσότερη απήχηση από ποτέ. Στα κοινωνικά δίκτυα η ποίηση βρίσκει πρόσφορο έδαφος, απευθύνεται στον αναγνώστη με άμεσο τρόπο, αρκεί να γίνεται σωστή χρήση τους, ένας παράγοντας που πριν από περίπου δύο δεκαετίες δεν υπήρχε. Παράλληλα, οι λίστες βραβείων ή (και) οι διακρίσεις που αυτές επιφέρνουν, ενώ προσθέτουν σαφώς αίγλη στον εκδοτικό οίκο που έχει εκδώσει τα βιβλία, μπορεί να κρύβουν κινδύνους για τον ποιητή που καλείται να διαχειριστεί την προβολή που έρχεται ως συνέπεια, με μετριοπάθεια και σύνεση. Υπάρχουν περιπτώσεις ποιητών που μετά τη διάκριση του πρώτου τους βιβλίου αναλώθηκαν τόσο πολύ ώστε το ενδιαφέρον των αναγνωστών για τα επόμενα βιβλία τους να βαίνει μειούμενο. Επομένως ένας πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής, εκτός από ένα καλό βιβλίο, καλείται να επιδείξει και έναν ισορροπημένο ψυχισμό.
Η παρακμή που τόσο συχνά αποδίδεται στο βιβλίο, ως έννοια, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό έκφραση «αρνητικής» θεολογίας, της πεποίθησης ότι ο άνθρωπος έχει εγκαταλειφθεί από τον Θεό και έχει αποκοπεί από τον πνευματικό πυρήνα της ύπαρξής του. Εδώ, η νοσταλγία για τον έρωτα και για τον χαμένο παράδεισο συμπίπτουν.
Στα κεράσια της εύας της Βίκυς Κατσαρού, κυριαρχεί ο λυτρωτικός
λόγος, η μεταφυσική και η υπαρξιακή οδύνη:
Τι κι
αν είμαστε υπάρξεις καμωμένες από φως
–κι
αναγνωρίζουμε
φως
μονάχα–
κι όλη
η απόσταση ανάμεσά μας
ονομάζεται
σκοτάδι;
και η συνείδηση του τέλους, η οποία
άλλοτε εκφράζεται:
α) με ακραία πεσιμιστικό τόνο

Στο
σκοτάδι για πάντα ας ζήσω […] όλη
μου η ευτυχία γκρεμίστηκε / και πόνο
γέμισα και θρήνο / και δυστυχία
πολλή.

β) με αποκαλυψιακές εικόνες

Στέκομαι
στην άκρη της Εδέμ […] Σωπαίνουν τ’
άστρα και η γη […] μαύρος ο ουρανός
σκύβει

γ) με την εκβολή της στο όραμα μιας θρησκευτικά εννοούμενης λύτρωσης, τοποθετεί το ποιητικό «Εγώ» ως κεντρική αρχή και βασικό φορέα λόγου.
Η ηρωίδα μας φαίνεται αδύναμη απέναντι στην αναπόφευκτη φθορά του χρόνου·

γεννήθηκε υποταγμένη στη φθορά.
Και ο Θεός της είναι αυτός που θα της αποκαλύψει τον μαρασμό που επιφέρει ο χρόνος στη μορφή της:

Και
είδε ο Θεός / μέσ’ από τα χείλη μου
/ την ψυχή μου λείψανο / να βγαίνει
Υπάρχουν ποιήματα αληθινά γοητεύοντα για την αμεσότητα της διάχυσης και την απλότητα των εικόνων:
Τα
μαλλιά μου / βαριές καμπάνες /
καταβυθίζονται στο χάος […]Σωπαίνουν τ’ άστρα και η γη[…]μυρώθηκε το δροσερό χορτάρι.
Η Β. Κ. με το πρώτο της ποιητικό βιβλίο αποδίδει καταστάσεις που εγγράφονται στο θρησκευτικό φρόνημα. Κάτοχος ενός αξιόπιστου ελεύθερου στίχου ερμηνεύει με οικεία μέσα έναν κόσμο προσωπικό.
Αν και θεωρώ ότι η αισθηματολογία κρύβει κινδύνους, στα κεράσια της εύας υπάρχει η ανάγκη καταγραφής του αισθητού στον ποιητικό δρόμο που διάλεξε η ποιήτρια. Τον δρόμο στον οποίο ο λυρικός λόγος υποστηρίζει τη θρησκευτική επένδυση και κομίζει αξιόπιστα μια
ευρύτατα θεολογική και ουμανιστική θέση για την ανθρώπινη περιπέτεια.
Δεν μπορεί κανείς να μην σταθεί στον χαρακτηριστικό τόνο της Β. Κ, δηλαδή την ηρεμία, τη μελαγχολία ή ακόμη και την τρυφερότητα που χωνεύει εντός της την παρακμή, την αγωνία, τον θάνατο και
συντελεί στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης δόνησης.
Με τα κεράσια της εύας η ποιήτριά μας βαδίζει σ’ ένα μονοπάτι από το οποίο άλλοι έχουν επιστρέψει (π.χ. Ζωή Καρέλλη) και μόλις έχει καταλαγιάσει η σκόνη. Είναι στο χέρι της, μιας και η ποίησή της είναι
πολλά υποσχόμενη, να αναδέψει τη σκόνη αυτή και να δημιουργήσει τον δικό της αμμόλοφο.
Ως επίλογο, παραθέτω ένα απόσπασμα από κείμενο του Α. Καραντώνη για τον ποιητή Κώστα Στεργιόπουλο:
Κι όμως θα πρεπε να λέμε πως οι ποιητές δεν πρέπει να πηγαίνουν προς τα πράγματα κρατώντας μια λύρα μα να μας δείχνουν πράγματα εντελώς καινούργια. Όμως ίσως γυρεύουμε μια χίμαιρα. Ας αφήσουμε
λοιπόν τον καθένα να πλάθει την τέχνη του όπως καταλαβαίνει καλύτερα, κι εμείς ας παίρνουμε από την τέχνη του καθενός
ό,τι νομίζουμε πως είναι καλύτερο.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

“Το Περιοδικό” 5/1/2019

Η πρώτη γυναίκα του κόσμου

ι αν είχαν δει θαύματα όσοι έφτασαν μέχρι τον Γολγοθά… Κι αν είχαν πιστέψει πως θα έρθουν κι άλλα… Έτσι, σαν κληρονομιά και σαν ανταμοιβή για την πίστη τους. Αυτό που είδαν όμως δεν ήξεραν πώς να το αξιολογήσουν. Τα καρφιά του σταυρού πεσμένα στη βάση αυτού δίχως ίχνος σκουριάς και χτυπήματος από σφυρί. Το ασημένιο χρώμα τους έλαμπε στο φως του ήλιου και ένα λεπτό κόκκινο στρώμα τα κάλυπτε. Όποιος τα έπιανε λερωνόταν από το αίμα Του κι ας είχαν περάσει χρόνια. Υπήρξαν στιγμές που ο άνεμος σίγουρα θα τα είχε εξαφανίσει. Κι όμως… αυτά ήταν πάντα εκεί. Στο σημείο που βρισκόταν κάποτε ο σταυρός. Ένας βοσκός είδε μια γυναίκα να τα κρατά. Τα είχε βρει και τα είχε φέρει πίσω. Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει κάτι. Την άκουσε μόνο να ψιθυρίζει λόγια του Ελύτη, του Καρούζου και από τα σκέλια της να στάζει αίμα δίνοντας νόημα στον λόγο του Καζαντζάκη. Από τις τσέπες της έπεφταν κεράσια-διαμάντια, φονικό κολιέ γύρω από τον λαιμό του Θεού. Αιώνια καταραμένη, αιώνια ευλογημένη, αιώνια κυνηγημένη, αιώνια καταδικασμένη. Ήταν η Εύα και τα κεράσια της. Ήταν και είναι τα λόγια της Βίκυς Κατσαρού στην πρώτη της ποιητική συλλογή «Τα κεράσια της Εύας» από τις εκδόσεις Ιωλκός.

Η εικόνα της Εύας είναι αυτή της Παναγίας του Μουνκ. Με κόκκινο στεφάνι, μαύρα, λυτά, μεταξένια και άγρια μαλλιά, γυμνή και με τα μάτια σχεδόν κλειστά επιβεβαιώνει την ύπαρξη (της), τη διαλαλεί, τη διακονεί. Εν μέσω σκιών και ασθενικού φωτός ξεπροβάλει και πορεύεται, μόνη με όλους τους σταυρούς του κόσμου. Πρώτα ο έρως και ο λόγος το σώμα του, η ψυχή πάνω και πρώτα απ’ όλα.
Η Εύα είναι η πρώτη γυναίκα του κόσμου Του και πάντα θα κουβαλά το σκοτάδι μέσα της. Οι ιστορίες που μας διηγείται είναι ανεξίτηλες και όταν μας συστήνεται δεν κρύβεται, δεν φοβάται. Εξέρχεται του παραδείσου σίγουρη ότι η εξορία είναι οι άλλοι κι αν η πορεία είναι η πτωτική, είναι γιατί πριν αναστηθείς πρέπει να θυσιαστείς, να σιωπήσεις. Στην εξομολόγηση της παρατηρούμε οβιδιακές μεταμορφώσεις και όταν το νερό του Ιορδάνη πέφτει πάνω της, η αφήγηση η θεϊκή ανατρέπεται. Η Εύα ξαναγεννιέται αφήνοντας τον Θεό και ξεκινά την πορεία προς την οριστική σταύρωση. Πριν όμως πρέπει να Τον σκοτώσει και μέσα από την κόλαση να βρει τον παράδεισο της. Με μια λέξη -«Ονειρεύομαι…»- αρχίζει η απόλυτη ένωση, αυτή της πραγματικότητας και του ονείρου και το μαύρο της κόλασης και του έκπτωτου αγγέλου, μπλέκεται με την ευαισθησία και την τρυφερότητα της Εύας, της Παναγίας, της Μάνας.
Η συνέχεια είναι σαν τραγικός Αισώπειος μύθος. Η αγάπη τρέφει την Εύα και τις αμαρτίες της, της δίνει θάρρος για να φτάσει σε βάθη αμέτρητα, επικράτειες αχαρτογράφητες, απέναντι στις Σειρήνες της φύσης και μέσα στο χώμα. Θάβεται, προστατεύεται και προχωρά με το σημάδι του Κάιν. Όταν κοιμηθεί σεισμός ισοπεδωτικός, λυτρωτικός, θα ξεσπάσει. Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
«Τα κεράσια της Εύας» είναι η εξιστόρηση της αρχής του κόσμου, του τέλους και της αναδημιουργίας του, από τη μεριά του ηττημένου, μα ποτέ υποταγμένου! Ο Θεός, σύμβολο πατριαρχίας τυραννικό, θυσιάζει τον Υιό Του και μέσα απ’ αυτόν λέει την ιστορία του ανθρώπου, των πρώτων συναισθημάτων, κραυγών, αντιδράσεων… Η γυναίκα όμως, η μήτρα αυτής, είναι η Ζωή. Ενσάρκωση, δικαίωση, καταδίκη, ευλογία Ζωής. Η Κατσαρού σαν μαθήτρια δίπλα στην Παναγία που πονά και δεν μιλά, αρνείται να πιστέψει τη μία εκδοχή και παρουσιάζει με ενάργεια, παραστατικότητα και βιβλική μεγαλοπρέπεια τη δική της. Σαν σκιές ή σαν φως περνάνε μπροστά μας ο Καζαντζάκης και η «Ασκητική», «Ο Χαμένος Παράδεισος» και «Η Θεία Κωμωδία», λάμψεις από τον «Stalker» του Ταρκόφσκι, ο αμετάκλητος λόγος του Νίτσε, ενώ «παζολινικό πνεύμα» διατρέχει τα ποιήματα. «Τα κεράσια της Εύας» κάτω από τη σημαία της ..Ελυτικής συλλογής «Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας». Η βλασφημία της συλλογής είναι καλοδεχούμενη, απαραίτητη και αποκαλυπτική. Η Βίκυ Κατσαρού με λόγο καθαρό όσο και οι αμαρτίες μας αξίζει να διαβαστεί. Εξάλλου, μόνο μια γυναίκα ξέρει την απάντηση στο «τι είναι η ζωή;». Σεβασμός.

ΑΝΤΩΝΗΣ Κ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ

“Fractal” Ιανουάριος 2019

The real thing

Τα Κεράσια της Εύας (Εκδόσεις Ιωλκός, 2018) είναι το πρώτο ποιητικό βιβλίο της Βίκυς Κατσαρού. Τα Κεράσια δεν αποτελούν «συλλογή» αυτόνομων, έστω ομόκεντρων, ποιημάτων, αλλά ένα, ενιαίο, σπονδυλωτό ποίημα, με ευφυώς επιμελημένη συμμετρία. Η τριμερής οργάνωση των Κερασιών, όπως θα την παρουσιάσω πιο κάτω, μού θύμισε τη φόρμα της επίσης τριμερούς κλασικής σονάτας του Μότσαρτ ή του Χάυδν.

Τον κύριο αφηγηματικό κορμό των Κερασιών απαρτίζουν δύο μέρη — «κινήσεις», θα μπορούσαμε να τα πούμε: η πρώτη σε tempo allegro και η δεύτερη μάλλον σε adagio («αργό με έντονη έκφραση», όπως συχνά αποδίδεται ο όρος). Καθεμία από τις πρώτες δύο Κινήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν εννέα ποιήματα η καθεμιά και περίπου ίσο αριθμό σελίδων (18 και 20 αντιστοίχως), εισάγεται από ένα είδος πρελουδίου ή, ακριβέστερα, από ένα προγραμματικό ποίημα, το οποίο δίνει τον θεματικό άξονα και τον τόνο της Κίνησης. Μία εκτενής, πεντασέλιδη σύνθεση, την οποία προσωπικά εισέπραξα ως allegro, προσφέρει το finale. Στα τρία αυτά μέρη θα έδινα τους τίτλους: «Η (Επ)Ανάσταση της Εύας» (σσ. 9–26), «Η Δοκιμασία της Εύας» (σσ. 27–46) και (από το ομότιτλο ποίημα) «Η Κοίμηση της Εύας» (σσ. 47–51).

Στην πρώτη «Κίνηση», που προανακρούεται από την προγραμματική «Ύπαρξη», εννέα ποιήματα αφηγούνται την «(Επ)ανάσταση της Εύας». Η Εύα (ανα)γεννάται, συγκρούεται με τον Θεό-Πατέρα και δραπετεύει από την Εδέμ («Γέννηση», «Ex Amore», «Έξοδος»). Στην Έξοδό της ἐξ οἴκου δουλείας (Δευτερ. 6.12) — αυτόβουλη και αυτοδύναμη απόδραση, όχι ἐξαγωγή ελέω κάποιου Σωτήρος — η Εύα αναβαπτίζεται, όχι ἐν πνεύματι ἁγίῳ αλλά ἐν σαρκί, και ανακαινίζεται («Τότε που έγινα άνθρωπος», «Ιορδάνης», «Γέννηση»). Τελικά, συναντώντας τον Θεό, ούσα η ίδια βάτος καιομένη ἀλλ᾽ οὐ κατακαιομένη, η Εύα θριαμβεύει: ο Θεός τροποντινά ενανθρωπίζεται και ενώνεται μαζί της ερωτικά («Πέθανε ο Θεός», «Καιόμενη βάτος», «Αγίασμα»).

Ο θρίαμβος της Εύας, όμως, είναι προσωρινός. Η «κίνηση» που ακολουθεί δεν έχει πια τη φρενήρη élan της πρώτης. Πιο αργή, βασανιστική, αγωνιώδης, εισάγεται με το δικό της προγραμματικό ποίημα, το οποίο, όχι τυχαία, δίνει τον τίτλο και στη συλλογή. Η δεύτερη «κίνηση» θα μπορούσε, όπως είπα, να τιτλοφορηθεί «Η Δοκιμασία της Εύας». Πρόκειται για το Μαρτύριο (με την αγιολογική σημασία του όρου) της ποιητικής φωνής έξω από την Εδέμ πια, καθώς η φθορά της σάρκας και οι πειρασμοί του Θεού-Πατέρα (ο οποίος ειρωνικά εδώ ταυτίζεται με τον Διάβολο, όπως η Εύα ως έκπτωτος άγγελος είχε πιο πριν ταυτιστεί με τον Εωσφόρο) την περισφίγγουν.

Η δεύτερη «κίνηση» περιλαμβάνει επίσης εννιά ποιήματα, που διαβάζονται ως ένα σώμα, μία ασκούμενη ψυχή: «Κυλήστε δάκρυά μου», «Ο μουσικός», «Παράσιτα», «Οπλές», «Στη μεριά της καρδιάς», «Άγια», «Φύση», «Χερουβείμ» και «Το σημάδι του Κάιν». Η πορεία της Εύας θυμίζει την πορεία των Εβραίων μέσα από την έρημο του Σινά (στο ποίημα «Άγια» γίνεται αναφορά στη «Σκηνή του Μαρτυρίου», στα «Άγια των Αγίων», αλλά και σε «Μάννα, ζωοποιό, σωτηριώδες»). Τα ποιήματα, όμως, για λόγους που θα εξηγήσω, παραπέμπουν και στον σαρανταήμερο Πειρασμό του Ιησού. Η «Δοκιμασία της Εύας» είναι μια πάλη με τον Θεό και τον Εαυτό (με τη μορφή εσωτερικών πολεμίων δυνάμεων) για τον επαναπροσδιορισμό της Αγάπης και την οριστική άρση της Εξορίας, η οποία επιτυγχάνεται στο ποίημα «Το σημάδι του Κάιν».

Όπως ο Μωυσής, έτσι και η Εύα δεν θα δει παρά από μακριά τη Γη της Επαγγελίας, καθώς ο θνητός της βίος, το τίμημα της αθανασίας της, φτάνει στο πλήρωμά του. Η «σονάτα» της Κατσαρού ολοκληρώνεται με την «Κοίμηση της Εύας», μία μακρά, Εξόδιο Ακολουθία. Αν και ωδή θανάτου, η «Κοίμηση» επιστρέφει στη Γένεση: δομείται από την επτάκις επαναλαμβανόμενη βιβλική φράση καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ (Γέν. 1.5. κ.α.) και επανιδρύει τη σχέση Δημιουργού και Δημιουργήματος, όχι απλώς αντιστρέφοντας τους ρόλους αλλά εγκαινιάζοντας μια νέα αμοιβαιότητα, μια νέα Αγάπη, σε ό,τι επί πατριαρχίας λειτουργούσε ως ασύμμετρο δίπολο. Στο νεκροκρέβατό της, καθώς σιγά-σιγά παραδίδεται, η Εύα αναπολεί τις εφτά μέρες της δικής της Αναδημιουργίας, της δικής της «Ανακαίνισης» (με αντεστραμμένη την έννοια που προσδίδει στον όρο η ορθόδοξη θεολογία: ἀνάστασις ἐν ἀνθρώπῳ, όχι ἐν Χριστῷ). Στο τέλος, στο αναπόδραστο τέλος, που δεν ισοδυναμεί όμως πραγματικά με θάνατο, η Εύα-Μήτηρ Θεού αναλαμβάνεται στους ουρανούς («Αυτά λέγει ο Υιός σου: / Είναι καιρός να παραλάβω / τη μητέρα Μου κοντά Μου», σ. 47).

Είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι ο θρίαμβος της Εύας δεν είναι, απλοϊκά, ο θρίαμβος μιας νέας μητριαρχίας, που αντικαθιστά την εξουσία του Άρρενος. Η Νέα Εύα δεν ξαναγεννιέται ως δύναμη αντίμολη προς τον Πατέρα: κάτι τέτοιο θα διαιώνιζε την εξουσία της Πατριαρχίας να υποβάλλει τους γλωσσικούς και οντολογικούς όρους. Η Νέα Εύα της Κατσαρού δεν απορρίπτει τον Θεό, δεν τον εκμηδενίζει, δεν τον ευνουχίζει, αλλά επανεφευρίσκει τη σχέση της μαζί του. Η Νέα Εύα δεν είναι Αρσενικό Μείον· δεν είναι ishah («γυναίκα» στα εβραϊκά), κομμάτι παρμένο από τον ish. Αυτοπροσδιορίζεται. Επιλέγει πια να αποκαλείται Εύα, κι ας εκπορεύεται το εβραϊκό της όνομα (Ḥawwāh) από την ίδια σημιτική ρίζα με τη λέξη «φίδι». Η ίδια, στο ποίημα «Τότε που έγινα άνθρωπος», αυτοαποκαλείται «άφρων όφις». Η οικειοποίηση της δυναστεύουσας γλώσσας είναι λυτρωτική.
Τα Κεράσια της Εύας ξεκινούν με το προγραμματικό όπως είπαμε, ποίημα «Ύπαρξη»:

Τι κι αν είμαστε υπάρξεις καμωμένες από φως
—κι αναγνωρίζουμε
φως μονάχα—
κι όλη η απόσταση ανάμεσά μας
ονομάζεται σκοτάδι;

Εδώ θα αναγνωρίσουν ίσως κάποιοι την καζαντζακική Ασκητική πλήρως αναδιαρθρωμένη:
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Για τον πρωτο-υπαρξιστή Καζαντζάκη η άσκηση είναι ατομικός ανήφορος προς τη Σωτηρία — του Θεού. Ο αγώνας της Εύας προς τη σωτηρία μοιάζει επίσης ατομικός. Απ᾽ άκρου εις άκρον τα Κεράσια είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο· ἐπὶ τῶν ὑδάτων της Νέας Δημιουργίας η φωνή της Εύας ἐστὶν. Και για την Κατσαρού, όπως και για τον Καζαντζάκη, η Σωτηρία της Εύας και η Σωτηρία του Θεού είναι ένα: η Εύα σώζει τον Θεό. Εκεί όμως που στον Καζαντζάκη η επιταγή είναι «να κάνουμε τη σάρκα πνέμα», στην Κατσαρού το Πνεύμα, σύμβολο του ιουδαιοχριστιανικού Λόγου και του Θεού-Πατέρα, σαρκούται, η Σάρκα θεούται και η salvatio dei ισοδυναμεί με την κατάργηση του σκότους που χωρίζει την Εύα από τον Θεό της. Το σκότος καταργείται, όχι όταν ο Θεός απαιτεί την Αγάπη, αλλά αφού έχει ο ίδιος μάθει το μεγάλο μάθημα:

«Αγάπα το Θεό σου
εξ όλης της καρδίας σου» είχε πει
κι έτρεχα για αιώνες μακριά.
«Αγάπα τη δούλη Σου,
εξ όλης της καρδίας Σου» Του φώναξα,
Εκείνος έπρεπε πρώτος να μ’ αγαπήσει.
(«Χερουβείμ, σ. 43)

Στο ποίημα «Γένεσις», με το οποίο εισάγεται η Πρώτη Κίνηση,

Εν αρχή ην ο έρως.
Θείος, άλογος,
άναρχος,
αχώρητος, άκτιστος,
άχρονος.
Πατήρ, Υιός κι Άγιο Πνεύμα
—Τριάδα Αγία κι ομοούσια—
ονειρεύονται αγάπη και ειρήνη.
Ρόδο αναβλύζει πέταλα αγάπης.

(«Γένεσις», σ. 10)

Η Εύα ψάχνει ανυπόκριτα τη Σωτηρία μέσα από την (επαν)ένωση της Σάρκας και όχι την εξαΰλωσή της. Στο ποίημα που ακολουθεί («Ex amore», σ. 12), η πατριαρχική, κτητική, δυναστική αγάπη, την οποία η Αγία Τριάδα «ονειρεύεται» στο ποίημα «Γένεσις», έπλασε την Εύα, αλλά δεν τη γέννησε. Η διαφορά είναι κομβική. Η πρώτη γέννηση της Εύας ήταν γέννηση «υποταγμένη στη φθορά», στον πόνο· και ο Πατέρας δεν ήταν πατέρας, αλλά Κυνηγός. Αξίζει να διαβάσουμε ολόκληρο αυτό το ποίημα:

Γεννήθηκα
υποταγμένη στη φθορά.
Κραυγάζω από πόνο
μα οι κραυγές μου
—ματωμένα περιστέρια—
ξεψυχούν στα στοργικά χέρια
του φιλεύσπλαχνού μου Κυνηγού.
«Απ’ όλα τα δέντρα του κήπου
μπορείς να τρως,
απ’ το δέντρο, όμως, του καλού
και του κακού αρνούμαι.
Την ίδια μέρα που θα φας,
εξάπαντος θα πεθάνεις».
Γεννήθηκα —μου είπε—
ελεύθερη και πάναγνη·
ήμουν —λέει—
καρπός αγάπης.
Μα μόλις τα μάτια μου καθρέφτισαν
το φως της πλάσης,
μόλις το χώμα ψήθηκε
στις ζεστές Του φούχτες μέσα
κι ένιωσα την υγρή Του ανάσα
ούριο άνεμο
να σηκώνει τα ιστία της ζωής μου,
άκουσα στη φωνή Του να βροντούν
χίλιες σάλπιγγες,
τα όρη καίγονταν,
τα δάση μού μιλούσαν.
Η φοβερή φωνή Του
συνέτριψε τους κέδρους,
έσεισε τις θάλασσες,
τρόμαξε τα ζώα.
Ο πρώτος ήχος
που έφτασε στ’ αυτιά μου·
θεία απαγόρευση
που λόγχισε το δεξιό νεφρό μου.
Οδύνη με κατέβαλε,
ένιωσα απορριπτέα.
Ο πρώτος ήχος
που έφτασε στ’ αυτιά μου
δεν ήταν υπόσχεση αγάπης.
Ο δεύτερος ήχος
που έφτασε στ’ αυτιά μου·
η Εντολή Του: «Αγάπα το Θεό σου
εξ όλης της καρδίας σου».
Γεννήθηκα
υποταγμένη στη φθορά,
βαπτισμένη στ’ όνομα
μιας αόρατης Αγάπης,
μέσα σε μια μήτρα θεϊκή.
Μόλις στα μάτια μου άστραψε
το φως της πλάσης,
μόλις μύριες φωνές άκουσα
στην τρυφερή δική Του,
όταν το «μην» Του έσπειρε
ανασφάλεια και φόβο,
τα μάτια πάλι έκλεισα,
εκείνη που θ’ αγαπούσε, σκότωσα.
Ο τρίτος ήχος
που θα ’φτανε στ’ αυτιά μου
θα ήταν η μεταμέλειά Του.

Ο φοβερός Άνδρας-Πατέρας, που «εντέλλεται» και «απαγορεύει»· ο Άνδρας-Λόγος, που υπαγορεύει μονολογικά («μου είπε», «λέει») τους χαρακτηρισμούς ´(«ελεύθερη», «πάναγνη», «καρπός αγάπης») και άρα το αξιακό σύστημα ως απαράγραπτο Δόγμα· ο Άνδρας-Κυνηγός, που βαφτίζει αγάπη την εκβιασμένη επιβολή στο Θηλυκό-Θήραμα, το οποίο μέσα σε μάταιες κραυγές «υποτάσσεται» — αλλά κάπου ανάμεσα σ’ αυτούς εκείνο το επαναστατικό «Μα μόλις…», που οδηγεί σε έναν φόνο: στην αυτοφονία της Παλαιάς Εύας. «Εκείνη που θ᾽ αγαπούσε σκότωσα», εκείνη που θα υπέκυπτε στην εσωτερικευμένη υποταγή δεν υπάρχει πια.

Η Νέα Εύα οδηγείται σε ένα είδος σταυρικής θυσίας. Το δηλώνει ρητά στην καταληκτήρια «Κοίμηση»:

Το ξύλο της ζωής,
που κάποτε αρνήθηκα,
τώρα διά της σταύρωσής μου
κοινωνούσα
ως ξύλο της σταυρικής μου ανάστασης.

Με την εσταυρωμένη Παλαιά Εύα, ο Παλαιός Άνθρωπος συνεσταυρώθη, ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ. Μόνο που εν προκειμένω «αμαρτία» είναι η διαιωνισμένη δουλεία σε ένα Θεό που δεν ξέρει να (την) αγαπά. Η Εύα σώζεται — και σώζει μαζί της τον Θεό ­­­— όταν ανασταίνεται όχι ἐν σώματι, όπως ο Ιησούς, αλλά ἐν σαρκί. Πρόκειται πια για Νέα Σάρκα: σάρκα Όλη, σάρκα Θηλυκή, πρωτογενή, προαιώνια, ανυπόκριτα δοσμένη σε ό,τι αρνείται να αναγνωρίσει ως Αμαρτία.

Λέει η Εύα στο ποίημα «Έξοδος» (σ. 15-16), το οποίο και πάλι υπεξαιρείται τo πατριαρχικό discourse της Λύτρωσης, για να ανακαινίσει ό,τι η Πατριαρχία χαρακτήρισε Πτώση:

Είμαι η Εύα. Η αμαρτία,
η ατίμωση, η πτώση,
ο δήμιος της θέωσης
όλων των ανθρώπων.
Να γυρίσω πίσω δεν μπορώ.
Από το κύπελλο της αγάπης
Το ξέχασα να τρώω.
Στις φλέβες μου γεννιέται
ένα θυσιαστήριο ελευθερίας.

Η κατάργηση του Θανάτου δεν ισούται με την απλή ενδυνάμωση του Θηλυκού, αλλά με την πλήρη υπέρβαση των Όρων (των ορίων, των ορισμών, των κανόνων) της Πατριαρχίας. Η απελευθέρωση της Εύας από την Εδέμ, από την Παλαιά Εύα, δεν είναι πράξη ανυπακοής· διότι αυτή τούτη η έννοια της «ανυπακοής» προϋποθέτει αυτοδικαίως την ύπαρξη ενός ρυθμιστικού Κανόνα, στον οποίο υποτάσσεσαι ή εναντιώνεσαι αναγνωρίζοντάς τον. Όχι, τέτοιος Κανόνας δεν αναγνωρίζεται, άρα δεν υπάρχει. «Καμία εντολή του δεν παράκουσα. / Έφευγα εκούσια», δηλώνει η Εύα στην «Πτώση» (σ. 16). Η τω όντι νέα Εύα, η κομίζουσα Διαθήκην Καινήν, πάει κι ένα βήμα παραπέρα: οὐκ ἦλθε καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι τὸν Νόμον, που η Πατριαρχία, όπως οι διάδοχοι του Μωυσή, αλλοίωσαν. Η Ανάσταση δεν έρχεται με την κατάπνιξη της Φωνής του Κυρίου, αλλά τη στιγμή που μέσα από κείνη τη Φωνή μπορεί πια να διηθείται η μεταμελημένη Του τρυφερότητα· όταν η φωνή του Κυρίου δεν είναι πλέον μόνο «το μήν Του» (οὐ… οὐ… οὐ…) — le Non du père, όπως θα το αποκαλούσε ο Λακάν. Η Εύα καταφέρνει να Του διδάξει εξ αρχής ότι ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Ἔρως και όχι ο Λόγος, επιτυγχάνοντας έτσι, όπως διακηρύσσει στην αρχή του ποιήματος «Τα κεράσια της Εύας», «μια τελετή δεσίματος / με τον προαιώνιο λυτρωτή μου».

«Τελετή δεσίματος» όμως; Αμφίσημη έκφραση, που υποδηλοί τις ρεζέρβες της Πατριαρχίας, τη δυνατότητά του Θεού-Πατέρα να αντισταθεί μέχρις εσχάτων. οι κατάδεσμοι ήταν πανάρχαιες τελετές ερωτικής μαγείας και ταυτόχρονα μαγικές κατάρες, που έχουν σκοπό να δέσουν τον εχθρό — την Εύα ως Εχθρό του Θεού, που «βυσσοδομεί». «Με τον προαιώνιο λυτρωτή μου»: Ποιος θα μας λυτρώσει από τους λυτρωτές μας (Quis custodiet ipsos custodes? Ιουβ. Sat. 6. 347–8); Και οι αντιστάσεις του ενισχύονται από το γεγονός ότι η πατριαρχία είναι εσωτερικευμένη και οι εξουσιαστικές της δομές φυσικοποιημένες. Στις πιο ύπουλες εκδοχές της, η Πατριαρχία δεν καθυποτάσσει αλλά δήθεν προτάσσει το Θηλυκό. Στο εξώφυλλο των Κερασιών δεσπόζει μια μορφή που θυμίζει τα προϊστορικά ειδώλια της Μεγάλης Μητέρας. Τα μικρά στήθη του ειδωλίου είναι κόκκινα, όπως τα κεράσια που η Εύα δαγκώνει ξανά και ξανά, καθώς, αίφνης, στην αρχή της δεύτερης «κίνησης», της «Δοκιμασίας», βιώνει την αποκόλληση από τον Θεό ως ερωτική απώλεια: πρόκειται για την εμφιλοχώρηση του Πειρασμού. Ο Πειρασμός, όπως τον αντανακλά η μορφή του εξωφύλλου, αποκαλύπτει μια βαθιά αλήθεια: η Μεγάλη Μητέρα ήταν όργανο της Πατριαρχίας, η ανδρική οικειοποίηση και εξημέρωση του Θηλυκού, της θηλυκής ενέργειας, η στρατολόγησή του στην αναπαραγωγή της φαλλικής εξουσίας. Γυναίκα, Γυναικεία Φωνή, Γυναικείο Βλέμμα, Écriture Féminine, δεν υπήρξαν ποτέ πραγματικά στο παλαιό καθεστώς. Η Προαιώνια Εύα του εξωφύλλου, των προϊστορικών ειδωλίων, δεν είναι παρά η Παλαιά Εύα, ο «καρπός της αγάπης» ενός Θεού-Άνδρα. Τα γλυκά, μικρά, όμορφα κερασάκια παραπειστικά και προσώρας γλυκαίνουν τη στιφάδα που προκαλεί ο εφιάλτης της συνθηκολόγησης, της Επιστροφής στον Άνδρα-Πατέρα «αιώνες μετά τη χειραφέτηση».

«Μιας τελετής δεσίματος / με τον προαιώνιο λυτρωτή μου». Στα «Κεράσια της Εύας», ποίημα που τοποθετείται στο θεματικό και τυπογραφικό επίκεντρο της συλλογής, η Εύα, όπως ο Ιησούς στη Γεσθημανή, λυγίζει, φοβάται, δοκιμάζεται. Κλαίει («Δάκρυά μου / κυλήστε απ᾽ τις πηγές σας», σ. 29)· σέρνεται στα γόνατα «για να Τον βρει» λες και η αναγέννησή της ήταν τελικά νεκρωτική («Ο μουσικός», σ. 31)· αισθάνεται να υφαρπάζουν την αγάπη της «παράσιτα», ένα σκουλήκι-ταινία που δεν την αφήνει ποτέ να χορτάσει («Παράσιτα», σσ. 32-3)· νιώθει να γεμίζει η ψυχή της με το πιο ισχυρό δηλητήριο της Πατριαρχίας: την Ενοχή, την «άφθονη τιμωρητική σιωπή» της Ενοχής («Οπλές», σ. 34). Το βράδυ, καθώς κοιμάται, στρέφεται αγωνιωδώς στο δεξί της πλευρό: «ψάχνει ν᾽ αγκαλιάσει» («Στη μεριά της καρδιάς», σ. 36) Εκείνον εκ της πλευράς του οποίου ἐλήμφθη (Γέν. 2.23). «Υπάρχει ένα φάντασμα εκεί· όραμα, ψευδαίσθηση, σκιά, χιμαιρικό, μ’ ακολουθεί τριάντα χρόνια», όσα και τα χρόνια της Κατσαρού, όταν έγραφε αυτά τα ποιήματα. Αυτό το «μπέρδεμα» όμως δεν διαρκεί πολύ. Η Εύα «αμέσως θυμάται κι αριστερά γυρνά να νιώσει την καρδιά της». Κράζει προς στιγμήν προς τον Θεό, ακούει τη Φύση, τη Δημιουργία Του, να την καλεί να επιστρέψει με κτηνώδεις φωνές («αλυχτούσαν», «έκρωζαν», «ούρλιαζαν», «βρυχιούνταν»). Αλλά εκείνη την ώρα και πάλι αντιστεκόμενη ζητά προκαταρκτικά έλεος από τον δικό της Οδηγό σε αυτή την πορεία στο Καθαρτήριο:

Και είπα μες στην καρδιά μου:

«Μνήσθητί μου, αγάπη μου,
όταν ο θυμός με στρέψει εναντίον σου».
(«Φύση», σ. 41).

Υποψιάζομαι με ποιον ταυτίζεται, στο βιογραφικό επίπεδο, αυτός ο Οδηγός-Καρδιά της Νέας Εύας. Ίσως να είναι ο άνθρωπος στον οποίο η Κατσαρού αφιερώνει τη συλλογή της.

Έρχεται λοιπόν κάποτε η ώρα που η Εύα, με τη βοήθεια της Καρδιάς-Οδηγού, νικά τον Πειρασμό — κι ας φέρει στο εξής το σημάδι του Κάιν, κατάρα εκ Θεού με τη μορφή της ψευδοπροστασίας, που σκοπό έχει να μην επιτρέψει στον οποιονδήποτε να σκοτώσει τον Κάιν τελειώνοντας το μαρτύριό του (Γεν. 4.15). Ο Κάιν δέχθηκε τη σήμανσή του με τύψεις: μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ αφεθῆναί με. Η Νέα Εύα το δέχεται ως «ευλογία της αγάπης», «υπενθύμιση εξορίας / κι επιστροφής συνάμα» («Το σημάδι του Κάιν», σ. 45).
Η Βίκυ Κατσαρού, στα τριάντα ένα της χρόνια, συνσταυρούται με την Παλαιά Γυναίκα, την ishah, την σάρκα ἐκ τῆς σαρκός του Αρσενικού, και ανασταίνεται στα γράμματά μας ως Νέα Εύα, που εκφωνεί το ανακαινιστικό, αγαπητικό μήνυμα ενός καινούριου φεμινισμού απολυτρωμένου από τον πρωτογενή, παλαιό εαυτό του. Τα Κεράσια της Εύας πόρρω απέχουν από πρωτόλειο· είναι ώριμη συλλογή, που κουβαλεί (και σηκώνει) πολλά, βαριά διαβάσματα. Στη συλλογή-σονάτα της Κατσαρού, μέσα από την «αποστασία» της Εύας («Πέθανε ο Θεός», σ. 22), παίζεται κατ᾽ επανάληψη το βιβλικό δράμα της Γένεσης και της Πτώσης, της Δουλείας και της Εξόδου, του παλαιού Νόμου και της καινής του Πληρώσεως. Στους στίχους ακούγεται, σαν αρμονική τριφωνία, η αντίδραση μιας Γώγου, που κατακεραυνώνει τους καταπιεστές της, η αγαπητική οργή μιας Πλαθ, όταν απευθύνεται στον Daddy, αλλά και ο απελπισμένος ερωτισμός μιας Πολυδούρη, που δεν παύει να αποζητά την ένωση των χειλιών. Από τα ποιήματα ξεπροβάλλει ο νιτσεϊκός θάνατος του Θεού αναβαπτισμένος ως salvatio dei, όχι πια όμως με την μπερξονική-καζαντζακική της έννοια· το Συμβολικό-Πατρικό πεδίο του Λακάν, αλλά ως ενσωμάτωση του Nom du Père στο νέο Θηλυκό· η σαρκικότητα της écriture féminine, όπως τη φαντάστηκε η Ελέν Σιξού, αλλά κυρίως η Λυς Ιριγκαρέ, της οποίας η parler–femme αρνείται, όπως και η Εύα της Κατσαρού, την απεικόνιση της Γυναίκας ως Απουσίας του Άνδρα (ή, όπως είπαμε πιο πάνω, ως Male Minus). Κυρίως, στα Κεράσια αντηχεί ως σημειωτική σταθερά η γλώσσα της εξέγερσης της Κριστέβα, αφού η Νέα Εύα είναι κατεξοχήν sujet–en–procès: υποκείμενο εν προόδω, Άνθρωπος (και όχι απλώς Γυναίκα) in statu nascendi, καθώς ανακαινίζει τη Μεγάλη Μητέρα του εξωφύλλου μας, την Εύα την Παλαιά.

Σε δύσκολους εκδοτικά καιρούς και κόντρα στον συρμό να απαιτείται από τους συγγραφείς η περιβόητη «συμβολή», οι Εκδόσεις Ιωλκός εν σοφία επένδυσαν στη Βίκυ Κατσαρού. Ο εκδότης φρόντισε την έκδοση με μαστοριά. Το εξώφυλλο είναι απλά αριστουργηματικό. Η γραμματοσειρά είναι υπέροχη, το χαρτί σε προκαλεί να το χαϊδέψεις. Αγοράστε και διαβάστε αυτό το βιβλίο. Μέσα στον σημερινό πληθωρισμό ποιητών, η Κατσαρού είναι — το λέω με πεποίθηση — the real thing.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ

“Fractal” Δεκέμβριος 2018

Ο πικρός καρπός της ζωής

«Και εφύτευσε Κύριος ο Θεός παράδεισον εν τη Εδέμ κατά ανατολάς και έθεσεν εκεί τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε.

Και Κύριος ο Θεός έκαμε να βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ώραίον… και το ξύλον της ζωής εν μέσω του παραδείσου…»

Θέλησα να ξεκινήσω μ’ ένα μικρό απόσπασμα από τη Γένεση όσον αφορά το πρώτο έργο μιας νέας ποιήτριας, της Βίκυς Κατσαρού, η ποίηση της οποίας βλέπει μακριά, σε μια μυθική εποχή πριν το σκοτάδι και το φως, πριν τους φοβερούς κατακλυσμούς της Ιστορίας, που στρέφει το βλέμμα στις απαρχές του κόσμου, του κόσμου μας, που καταστρέφεται και ξαναγεννιέται αέναα. Μια ποιητική ενότητα στην οποία διαγράφεται ένας κύκλος ολόκληρος που ξεκινά με τη γέννηση και καταλήγει στον θάνατο. Σ` έναν θάνατο, όμως, που μοιάζει περισσότερο μ’ έναν ύπνο που τον ταράζουν τα όνειρα της ζωής, που ούτε καν αυτός δεν σηματοδοτεί κάποια οριστική παύση, αφού η αρχή διαδέχεται το τέλος και το μεγάλο ποτάμι του κόσμου κυλά αδιάκοπα. Μου έγινε η τιμή να μιλήσω για ένα βιβλίο που είναι ένας ψαλμός και μια έκπληξη κι ένα δώρο. Γι’ αυτά τα κεράσια της Εύας που δεν είναι τίποτε άλλο από τον ίδιο τον πικρό, τον πικρότατο καρπό της ζωής και ταυτόχρονα η χαρά και το θαύμα της ύπαρξης. Αυτά τα κεράσια που κληροδότησε ο Θεός στον άνθρωπο και, όπως λέει η ποιήτρια, σφίγγουν σαν κόκκινη λεπτή θηλιά τον λαιμό μας. Τι είναι λοιπόν αυτό το βιβλίο που μιλά, με παραμύθια και παραβολές, για τη δόξα και την πτώση του ανθρώπου αλλά και για την ελπίδα της μεταμόρφωσης; Νομίζω ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με μια ποίηση ξεχωριστή από το ξεκίνημά της, μια ποίηση που της αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα, που επείγεται να μιλήσει για την τραγική ελευθερία του ανθρώπου και για τη σχέση του με τον Θεό, που διαισθάνεται την αγωνία και τη μοναξιά του ανθρώπου που, παγιδευμένος σ` αυτό τον θλιβερό κύκλο της γέννησης και του θανάτου, στρέφει το βλέμμα προς την αιωνιότητα και το φως των άστρων. Γνωρίζοντας ότι –τα πάντα γεννούν τα πάντα και το τίποτα– όπως πολύ ωραία μας λέει σ’ έναν άλλο στίχο η ποιήτρια, και ότι η ζωή, ολόκληρη η σύντομη ζωή μας, είναι ποτισμένη από το πένθος και την πίκρα της αιώνιας απώλειας του παραδείσου.

Κι ο Θεός
–αναίτιος και πλήρης του εαυτού Του–
ζύμωσε με ύλη αστρική και έρωτα
τον άνθρωπο·
γιατί όσοι αληθινά αγαπιούνται,
κοινωνούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου.
Και είπεν ο Θεός
Γενηθήτω άνθρωπος·
κι εγένετο Εύα.

Αλλά έπειτα; Τι συνέβη έπειτα; Ο άνθρωπος εξέπεσε, εξορίστηκε για πάντα στην αφιλόξενη γη και άναψε στον κόσμο η μεγάλη φωτιά της δυστυχίας και από τότε ρίχνουν τη βαριά σκιά τους στη γη η απληστία, το δουλεμπόριο και η αγχόνη, και άρχισε ο άνθρωπος να επιβάλλει στον άνθρωπο και στ’ άλλα πλάσματα μαρτύρια και δεινά αναρίθμητα και από τότε η γη ολόκληρη είναι μια φλεγόμενη βάτος. Γιατί όμως απώλεσε ο άνθρωπος τον παράδεισο; Εδώ είναι ένα κρίσιμο ερώτημα που παραμένει μετέωρο. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν γνωρίζουμε. Ούτε γιατί απωλέσθη ο παράδεισος για τον άνθρωπο, ούτε γιατί ο Θεός υποβάλλει τον Ιώβ σε τόσο φρικτά μαρτύρια, ούτε αν είναι ο Θεός της σωτηρίας, της καταστροφής ή και τα δυο ταυτόχρονα. Βαδίζουμε σε σκοτεινό, αχαρτογράφητο έδαφος και προφήτες δεν υπάρχουν για να μας δώσουν μια εικόνα του μέλλοντος. Υπάρχουν ωστόσο οι ποιητές. Υπάρχει επίσης μόνο μια βεβαιότητα και αυτή είναι ότι άνθρωπος σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, κινδυνεύει θανάσιμα. Καλό είναι όμως να θυμόμαστε πάντοτε ότι –όπου υπάρχει κίνδυνος, εκεί και η σωτηρία– όπως έγραψε κάποτε ο μέγιστος Γερμανός ποιητής της τρέλας.
Ας μου επιτραπεί ν’ ανοίξω εδώ μια μικρή παρένθεση: Αν υπάρχει Θεός, ο άνθρωπος είναι σκλάβος, λέει κάπου ο Μπακούνιν. Ωστόσο αυτή η υπέρτατη θεολογία της εξουσίας, που διαλύει και καταβασανίζει τον άνθρωπο, είναι δημιούργημα του ανθρώπου και μόνο, είναι η δραματική συνέπεια της πτώσης του, του εξακοντισμού του στο χάος και αντίθετη στη θέληση του Θεού. Ο Θεός δεν κατέχει από στόχους ή τέτοια, λέει και ο δικός μας ποιητής κάπου. Ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος, δεν μπορεί να κάνει τους παραλυτικούς να βαδίσουν ούτε να δώσει το φως στα πλήθη των τυφλών, ο πηλός του δεν φτάνει για τόσα εκατομμύρια τυφλά μάτια. Ο άνθρωπος απώλεσε τον παράδεισο και από εκείνη ακριβώς τη στιγμή μεταβλήθηκε σε εμπόρευμα. Η ζωή η ίδια δεν αξίζει πια τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο που αδιανόητα εγκλήματα διαπράττονται σε πλανητική κλίμακα και ο άνθρωπος είναι ένα απλό γρανάζι στην απάνθρωπη, παγκόσμια καπιταλιστική μηχανή που συνθλίβει τα πάντα στο διάβα της. Αυτή είναι η φοβερή, η ολέθρια σκλαβιά που πρέπει ν’ αποτινάξουμε. Δένδρο μας εξόρισε από τον παράδεισο και δέντρον ευσκιόφυλλον θα μας επαναφέρει, γράφει κάπου ο Νίκος Εγγονόπουλος. Κλείνει η παρένθεση.
Στέκομαι στην άκρη της Εδέμ.
Τα μαλλιά μου
–βαριές καμπάνες–
καταβυθίζονται στο χάος
να σημάνουν την Ανάσταση.

Ερχόμαστε από πολύ μακριά, εξόριστοι για πάντα από τον τόπο της Θείας καταγωγής μας. Τα ρούχα μας έγιναν κουρέλια και τα πόδια μας είναι γυμνά και πληγωμένα έπειτα από αιώνες και αιώνες περιπλάνησης. Ο ουρανός είναι κλειστός. Το κακό κυβερνά τον κόσμο και ο Θεός είναι βουβός και απρόσιτος. Μόνη παρηγοριά είναι η ελπίδα η άσβεστη της επιστροφής. Όχι πια σ’ έναν παράδεισο που απωλέσθηκε αλλά σε μια γη καθαγιασμένη και εξευγενισμένη από τα ίδια μας τα δάκρυα. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της Βίκυς Κατσαρού, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα αυτού του βιβλίου, ονομάζεται «Κυλήστε, δάκρυά μου». Ας έχουμε στον νου μας και τα δάκρυα των παλιών εξόριστων που, διωγμένοι από τη γενέθλια γη, έκλαιγαν με λυγμούς και έπαιρναν μαζί τους, φεύγοντας, το κλειδί του σπιτιού τους. Η ποίηση είναι ίσως αυτό το ολόχρυσο κλειδί που δεν ανοίγει πια καμία πόρτα αλλά υπάρχει για να μας υπενθυμίζει τη Θεία καταγωγή μας μέχρι να σπάσει η αλυσίδα της καταπίεσης, της καταστροφής και της εκμετάλλευσης. Ακόμα και αν όλες μέχρι τώρα οι μεγάλες προσπάθειες για την ανθρώπινη χειραφέτηση κατέληξαν σε ιστορική τραγωδία, η αλυσίδα θα σπάσει κάποτε και τότε θα βαπτιστούμε ξανά, σαν βρέφη αθώα, στους μυθικούς κρυστάλλινους ποταμούς, στον Φισών, στον Γιο, στον Τίγρη και στον Ευφράτη, κάπου εκεί, στην ιερή γη της Μεσοποταμίας, πανάρχαιο λίκνο πολιτισμών, που σήμερα πνίγεται στο αίμα, σπαραγμένη από τον πόλεμο, τη βαρβαρότητα και τον όλεθρο.

Τη δικαιοσύνη του ήλιου αντίκρισα και η άφθαρτη ζωή ανέτειλε

λέει η Βίκυ Κατσαρού με τη φωνή της Εύας, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής που είναι ένα ποίημα αποχαιρετισμού και επιστροφής ταυτόχρονα.
Μια νέα ποιήτρια, που ψάχνει τον βηματισμό της, με το βλέμμα καθαρό και τα μάτια της να λάμπουν, προσέρχεται με ταπεινότητα σπάνια στην ποίηση, σ’ αυτή την τέχνη την τόσο δύσκολη και μάταιη αλλά και πολύτιμη και ανεκτίμητη όσο και η ίδια η ζωή.
Ας την καλωσορίσουμε.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΣΤΟΦΟΡΟ

“Δρόμος της Αριστεράς” 27/11/2021

Η Παπούσα, ένα πραγματικό πρόσωπο, μια τσιγγάνα-ποιήτρια είναι η πρωταγωνίστρια στο ομώνυμο βιβλίο της Βίκυς Κατσαρού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο. Ένα ποιητικό έργο ξεχωριστό που σε βυθίζει από την αρχή σε έναν υδάτινο κόσμο, με τρεις ιστορίες μαγισσών για να ακολουθήσει ένα είδος «ποιητικής βιογραφίας».

Το βιβλίο είναι σπονδυλωτό και ξεκινά με τις πραγματικές μάγισσες Ερσούλα Σαδίλ, Κατρίν Μονβουαζέν, Ιζαμπέλ Γκάουντι. Διαφορετικές εποχές. Διαφορετικές ιστορίες. Όμως η συγγραφέας βρίσκει τον μίτο που τις ενώνει με τη βασική της ηρωίδα: Την ασημένια κλωστή του νερού…

«Το νερό πίσω δεν κοιτά/ ρέει κλωστή ασημένια, στις φλέβες μου./ στον ήχο των ματιών μου, στις τρίχες των μαλλιών/ πάντοτε δραπέτης, περιπλανιέται αιώνια,/ το νερό πίσω δεν κοιτά/ βράχος κανείς δεν γίνεται πατρίδα του, κελί του. /Στο βαθύ νερό ανήκω»

Η συγγραφέας σε βυθίζει –ως αναγνώστη– σε έναν παράξενο κόσμο κι είναι λες και βρίσκεσαι εκεί. Στον καταυλισμό όπου ελευθερία και σκλαβιά συνυπάρχουν. Βραδινές φωτιές, δάση παράξενα, ερωτισμός, αλλά και απαγορεύσεις.

Μια τσιγγάνα δεν μπορεί να γράφει ποιήματα. Δεν μπορεί να αποκαλύπτει τα μυστικά της φυλής. Δεν μπορεί να ερωτεύεται έναν ξένο. Η ίδια η Παπούσα έγινε ένα είδος «καταραμένης ποιήτριας» για τους τσιγγάνους.

Διάβασα συμπτωματικά το βιβλίο λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του έφηβου τσιγγάνου από τους άνδρες της ΔΙΑΣ και ένιωσα λες κι ήταν ένα προμήνυμα.

Άνοιξα και διάβασα κάποιους από τους στίχους που είχα σημειώσει:

«…Σκιές οι Ανέγγιχτοι είμαστε/ πότε μας είδαν τους τσιγγάνους;/ Ποιος βασιλιάς πλάι του μάγειρα δεν είχε;/ Ποιος αυτοκράτορας έχτισε μόνος το παλάτι του;/ Πώς υποτάξαν οι στρατηλάτες/ άγνωστα της Γης σημεία;/ Με ποιους στους τάφους τους /μαζί οι ευγενείς θάφτηκαν; /Εμείς ήμασταν τα ξωτικά πουλιά…»

Τι ήταν αυτό που σε έκανε να γράψεις ένα ποιητικό βιβλίο για την Παπούσα – την Μπρονισλάβα Βάις;

Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο μου, διάλεξα μια γυναίκα εξόριστη προκειμένου να μιλήσω τόσο για την ύπαρξη όσο και για τη φυλετική αλλά και κοινωνική αδικία. Οι Τσιγγάνοι, οι Ρομά, είναι άνθρωποι κατατρεγμένοι στο πέρασμα των αιώνων από το κράτος, θύματα ρατσιστικών ιδεοληψιών, ένας λαός-μυστήριο θα έλεγα, που η ταυτότητά του χάνεται στα βάθη του χρόνου. Μέσω αυτών λοιπόν καταδεικνύω την ταξική πάλη, την ανισότητα, τα ακραία μέτρα καταστολής που εφαρμόζουν οι συντηρητικές κυβερνήσεις σε καθετί διαφορετικό και παράλληλα τον αγώνα μιας γυναίκας, μιας καλλιτέχνιδας, να υψώσει την ποιητική φωνή της σε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη. Μια γυναίκα που ερωτεύεται, γράφει ποίηση, ζει δοσμένη στη φωτιά, καίει τις φτέρνες της και τις πληγιάζει όταν τα βήματά της τη φέρνουν αρκετές φορές κοντά στον θάνατο. Πρόκειται για μια γυναίκα ελεύθερη, της οποίας η ψυχή φλογίζεται από δύο φράσεις: «Δώσε μου, Θεέ μου, δύναμη να αντέξω τόση ελευθερία» και «Γαλήνη βρίσκουμε όταν υποτασσόμαστε στην ύπαρξη».

Θα μπορούσες να μας πεις λίγα λόγια για τη ζωή της;

Η Μπρονισλάβα Βάις γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου 1908 ή στις 10 Μαΐου 1910. Η μητέρα της τη φώναζε κουκλίτσα, «Papusza», επειδή ήταν πολύ όμορφη. Κερασένια μάγουλα, μαύρα άκοπα μαλλιά, λεπτεπίλεπτη και πάντοτε με το χαμόγελο. Ήταν μία από τις ελάχιστες τσιγγάνες που είχε μάθει μόνη της να διαβάζει και να γράφει. Στα δεκάξι της παντρεύτηκε τον αδερφό του πατριού της, τον θείο της και αρπιστή Ντιονίσι Βάις, που ήταν μεγαλύτερός της κατά είκοσι πέντε χρόνια. Παρότι δεν τον ήθελε, δεν είχε κανένα δικαίωμα να αρνηθεί. Κάθε φορά που την έβλεπε με βιβλίο, την έδερνε, καθώς ανάμεσα στους τσιγγάνους το διάβασμα θεωρούνταν ανήθικο. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το καραβάνι της βρήκε καταφύγιο στα δάση της Δυτικής Ουκρανίας, όπου κρύβονταν σε λαγούμια υποφέροντας από το κρύο και τη φριχτή πείνα, αλλά κατάφεραν να επιβιώσουν. Η γνωριμία της με τον ποιητή Γιέρζι Φιτσκόβσκι υπήρξε καθοριστική. Ο Φιτσκόφσι γοητεύτηκε από την Παπούσα, αναγνωρίζοντας το ακτινοβόλο πνεύμα της και το ποιητικό της ταλέντο όταν άκουσε τους αυτοσχέδιους στίχους της, τους οποίους την πίεσε να καταγράψει. Στην πραγματικότητα επρόκειτο, πέραν των άλλων, για έναν καταπιεσμένο έρωτα. Όταν η κυβέρνηση επέβαλε την απαγόρευση της νομαδικής ζωής, η χαμένη ελευθερία έγινε το βασικό μοτίβο στην ποίηση της Παπούσα.

Καθώς στη φυλή της την αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση, επειδή ήταν από κάθε άποψη διαφορετική, κατέρρευσε ψυχολογικά και νοσηλεύτηκε αρκετές φορές σε ίδρυμα μέχρι τον θάνατό της, το 1987.

Δώσε μου, Θεέ μου, δύναμη να αντέξω τόση ελευθερία

Πώς τη συνδέεις με τη ζωή τριών «μαγισσών»;

Επέλεξα τις τρεις μάγισσες, Έρσουλα Σάδιλ, Κατρίν Μονβουαζέν και Ίζαμπελ Γκάουντι, ως γυναικεία αρχέτυπα. Τη μητέρα, την επαναστάτρια, την ερωμένη. Είναι όλες οι γυναίκες μαζί αλλά και κάθε γυναίκα χωριστά, όλες οι γυναίκες που υπήρξαν και θα υπάρξουν. Μια γραμμή αίματος γυναικών που δεν τελειώνει ποτέ. Είναι οι γυναίκες που οι πατριαρχικές κοινωνίες μίσησαν στο πέρασμα των χρόνων και τις βασάνισαν, τις έκαψαν, τις σκότωσαν. Είναι οι γυναίκες εκείνες που σήμερα στην Πολωνία φωνάζουν για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματός τους. «Είμαστε οι εγγονές των μαγισσών που δεν μπορέσατε να κάψετε», όπως παγιώθηκε το σύνθημα που χρησιμοποίησαν αυτόνομες φεμινιστικές ομάδες το 1968.

Το νερό και η φωτιά είναι δικές σου εμμονές ή μεταφέρεις αυτές της Παπούσα στο ποίημά σου;

Το νερό και η φωτιά λειτουργούν συμπληρωματικά αλλά και αντιθετικά. Στη γέννηση του κόσμου της Μπρονισλάβα, από την πρώτη ενσάρκωση της πρώτης κιόλας μάγισσας, αυτή η επαναληπτικότητα στη ροή του νερού που κυλάει αδιάκοπα δείχνει το συνεχές το χρόνου, το αδιάκοπο της ζωής. Στον κορμό της ποιητικής αφήγησης όμως σημαίνοντα ρόλο έχει η φωτιά, αυτή η εσωτερική φλόγα που τρεμοπαίζει στην ψυχή μας κι οι πιο τολμηροί την προκαλούν και τη θεριεύουν, της προσφέρουν την ύπαρξή τους για να πουν στο τέλος ότι έζησαν. Και τελικά το βιβλίο ολοκληρώνεται και πάλι με το νερό. Απλά τώρα η φωτιά είναι που εκούσια του παραδίδεται, σαν ερωμένη που χόρτασε την ορμή του εραστή της κι ήρθε η ώρα να ησυχάσει.

Αναγνώρισα κάποια αναφορά στον Μπρεχτ και κάποια άλλη στο άσμα Ασμάτων. Δεν ξέρω αν ισχύει… Ποιοι ποιητές σε έχουν επηρεάσει περισσότερο;

Μάλλον ισχύει. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι υπάρχουν ποιητές που με έχουν επηρεάσει. Τα αναγνώσματά μου ήταν πολλά και ξεκινούν από πολύ μικρή ηλικία. Στο σπίτι μας είχαμε μια Αγία Γραφή της γιαγιάς μου, την οποία, όταν ανακάλυψα, ξεκίνησα να διαβάζω από το τέλος. Αυτό σημαίνει ότι η πρώτη μου επαφή με τη θρησκεία έγινε μέσω της Αποκάλυψης του Ιωάννη που με συγκλόνισε. Έτσι ίσως εξηγείται γιατί υπάρχει μια βιβλικότητα στα ποιήματά μου. Αργότερα, στην εφηβεία, ο αδερφός της μητέρας μου με φόρτωνε με βιβλία που ήταν αδύνατον να κατανοήσει ένα παιδί δώδεκα χρονών, αλλά ομολογώ ότι κατέβαλα φιλότιμη προσπάθεια, ξεκινώντας με Καβάφη και Κούντερα. Παραφράζοντας όμως την ερώτηση, θα σας πω ποιους ποιητές αγαπώ πολύ: Ζωή Καρέλλη, Κ. Π. Καβάφης, Νίκος Καρούζος, Ναπολέων Λαπαθιώτης.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΣΤΟΦΟΡΟ

“Δρόμος της Αριστεράς” 1/6/2019

«Τα κεράσια της Εύας»

Τον περασμένο Δεκέμβριο είχα τη χαρά να γνωρίσω και να συνομιλήσω με τον Καταλανό ποιητή Αρνάου Πονς για το βιβλικό του ποίημα «Ερήμωση». Πολλοί είναι οι ποιητές που εμπνεόμενοι από τα βιβλικά κείμενα αρθρώνουν τον δικό τους λόγο μιλώντας για το σήμερα.
Στο ίδιο πλαίσιο, με μια δική της διαφορετική και πρωτότυπη οπτική κινείται και μια νέα ποιήτρια η Βίκυ Κατσαρού με την συλλογή «Τα κεράσια της Εύας» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ιωλκός.
Αν και πρώτο της βιβλίο, μέσα από τους στίχους αναδεικνύεται ωριμότητα και γνώση. Οι εικόνες πολύ δυνατές, με το ομώνυμο ποίημα να σου δίνει κλειδιά για να κατανοήσεις περισσότερο τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα, ο οποίος δεν είναι καθόλου ουδέτερος, όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας και τη συνέντευξή της.

«Φοβάμαι στο σφαγείο της Αγάπης Του
αγνός αμνός
ξανά μην μπω,
και τα κεράσια
κόκκινη λεπτή θηλιά
σφίξουν τον λαιμό μου»

Για άλλη μια φορά βλέπει κανείς τη δύναμη της ποίησης. Και σκέφτομαι πόσο διαφορετικά θα ήτα τα πράγματα αν όλο και πιο πολλοί εξοικειώνονταν με τον ελλειπτικό λόγο, τον υπαινικτικό και παράλληλα αιχμηρό.

Όπως το γράφει και η ποιήτρια στο ποίημα «Ύπαρξη» που ανοίγει –όχι τυχαία– και τη συλλογή:

«Τι κι αν είμαστε υπάρξεις καμωμένες από φως
-κι αναγνωρίζουμε
φως μονάχα-
κι όλη η απόσταση ανάμεσά μας
Ονομάζεται σκοτάδι;»

Διαλέγεις να γράψεις ένα είδος «Βιβλικού» ποιήματος. Πώς προέκυψε αυτή σου η ανάγκη;

Ήθελα να μιλήσω για τις απαρχές του κόσμου μας, ενός κόσμου που πεθαίνει και ξαναγεννιέται διαρκώς. Τα «Κεράσια της Εύας» διαγράφουν έναν πλήρη κύκλο της ζωής, διανθισμένο από τα όνειρά της, την τραγικότητα του ανθρώπου, το θαύμα της ύπαρξης αλλά και του παραδείσου που λαχταρούμε όλοι μας. Χρησιμοποιώ τη βιβλικότητα κυρίως για τον εσχατολογικό της χαρακτήρα, για τις υποσχέσεις εκείνες που δίνονται και εκπληρώνονται πριν από το ίδιο το μέλλον, με διάθεση ανατρεπτική. Έχουμε την ευθύνη του εαυτού μας, των πράξεών μας, κι η ευθύνη αυτή δεν εδράζεται σίγουρα σε εξωγενείς παράγοντες.

Σε επηρέασαν κάποια δικά σου διαβάσματα σ’ αυτή την επιλογή και ποια;

Τα ευρύτερα αναγνώσματά μου έχουν δημιουργήσει την ποιητική μου συνείδηση, δίνουν σίγουρα ρυθμό στον βηματισμό μου. Στόχος μου ήταν να αποδομήσω τη Γένεση και την Έξοδο της Βίβλου. Γι’ αυτό χρειάστηκε να μελετήσω τα κείμενα αυτά για αρκετά χρόνια και να έρθω σε επαφή και με άλλες θρησκείες αλλά και εβραϊκές παραδόσεις.

Ο Αδάμ απουσιάζει από το ποίημά σου. Συμβολίζει κάτι αυτό;

Υπάρχει συγχώνευση του Αδάμ και του Θεού αλλά και αναφορές στον Ιησού. Δεν αναφέρω τον Αδάμ εσκεμμένα, γιατί αν και τα κείμενα παραδίδουν ότι η Εύα είναι ίση του, νεφρό από το νεφρό του, και πάλι εξακολουθεί να είναι σάρκα από τη σάρκα του, η πνοή του Θεού της τρέφει τα πνευμόνια της. Οι δυνάμεις ζωής που την κινούν δεν είναι δικές της αλλά της έχουν παραχωρηθεί. Και γι’ αυτό οφείλει στον Θεό-Πατέρα-Κυνηγό την ύπαρξή της, του οφείλει υπακοή. Εκείνη αποστατεί για να γεννήσει ξανά η ίδια τον εαυτό της, να γίνει αυτάρκης και να ορίσει μόνη της την ταυτότητά της. Επιλέγει τη ζωή, κι έτσι και τον θάνατο. Επί της ουσίας αυτό είναι που κάνουμε όλοι: εξελισσόμαστε για να υπάρχουμε.
Στην ποίηση πάντοτε κρύβεται μια επανάσταση, που σε πολλούς ίσως μοιάζει αποτυχημένη

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «φεμινιστικό» το ποίημά σου;

Είναι κυρίως αυτό. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την κριτική του κ. Αντώνη Πετρίδη, αναπληρωτή καθηγητή στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου:

«Είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι ο θρίαμβος της Εύας δεν είναι, απλοϊκά, ο θρίαμβος μιας νέας μητριαρχίας, που αντικαθιστά την εξουσία του Άρρενος. Η Νέα Εύα δεν ξαναγεννιέται ως δύναμη αντίμολη προς τον Πατέρα: κάτι τέτοιο θα διαιώνιζε την εξουσία της Πατριαρχίας να υποβάλλει τους γλωσσικούς και οντολογικούς όρους. Η Νέα Εύα δεν απορρίπτει τον Θεό, δεν τον εκμηδενίζει, δεν τον ευνουχίζει, αλλά επανεφευρίσκει τη σχέση της μαζί του. Η Νέα Εύα δεν είναι Αρσενικό Μείον· δεν είναι ishah («γυναίκα» στα εβραϊκά), κομμάτι παρμένο από τον ish. Αυτοπροσδιορίζεται. Επιλέγει πια να αποκαλείται Εύα, κι ας εκπορεύεται το εβραϊκό της όνομα (Ḥawwāh) από την ίδια σημιτική ρίζα με τη λέξη “φίδι”. Με την εσταυρωμένη Παλαιά Εύα, ο Παλαιός Άνθρωπος συνεσταυρώθη, ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ. Μόνο που εν προκειμένω “αμαρτία” είναι η διαιωνισμένη δουλεία σε ένα Θεό που δεν ξέρει να (την) αγαπά. Η Εύα σώζεται –και σώζει μαζί της τον Θεό– όταν ανασταίνεται όχι ἐν σώματι, όπως ο Ιησούς, αλλά ἐν σαρκί. Πρόκειται πια για Νέα Σάρκα: σάρκα Όλη, σάρκα Θηλυκή, πρωτογενή, προαιώνια, ανυπόκριτα δοσμένη σε ό,τι αρνείται να αναγνωρίσει ως Αμαρτία».

Ποια είναι η θέση της ποίησης στις μέρες μας; Θα μπορούσε να μεγαλώσει το κοινό της και με ποιον τρόπο;

Η ποίηση υπηρετεί το βάθος και σπάει τους κανόνες της επικοινωνίας. Θα έλεγα ότι ο ποιητής είναι εκείνος ο αγωγός ανάμεσα σε πανανθρώπινες αλήθειες και στους αναγνώστες. Ο ποιητής δεν εκφράζει κάτι πρωτόγνωρο για τους ανθρώπους. Έχοντας ένα πιο ευαίσθητο νευρικό σύστημα, αντιλαμβάνεται τη σταγόνα εκείνη της βροχής, που κρέμεται μετέωρη από το πρώτο φύλλο της άνοιξης, ίδια με τους παφλασμούς των ωκεανών. Τόσο έντονα βιώνει τα πάντα. Για μένα, η θέση της είναι αυτή που ήταν πάντοτε: λύτρωση, απάλυνση της υπαρξιακής αγωνίας, αφύπνιση μέσω του μοιράσματος κοινών ανησυχιών, ιδεών, σκέψεων, παραδοχή της κοινής μοίρας που μας συνέχει. Στην ποίηση πάντοτε κρύβεται μια επανάσταση, που σε πολλούς ίσως μοιάζει αποτυχημένη. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, το κοινό της θα μπορούσε να μεγαλώσει αν, για παράδειγμα, οι μεγάλοι εκδοτικοί επένδυαν σε αυτό το είδος περισσότερο και προωθούσαν τη φιλαναγνωσία μέσα και από ποιητικά αναγνώσματα.

Αφιερώνεις το βιβλίο σου στη μνήμη των θυμάτων στο Μάτι… Θα έγραφες κάτι πιο παρεμβατικό και αιχμηρό;

Αιχμηρά θεωρώ και «Τα Κεράσια της Εύας» λόγω του ανατρεπτικού τους πνεύματος. Δεν είναι μόνο η φεμινιστική τους σκοπιά, αλλά και ο υπαρξιστικός τους χαρακτήρας, ο οποίος σε ένα πιο βαθύ επίπεδο είναι και ταξικός. Ωστόσο, ναι, το επόμενο που γράφω είναι αρκετά σκληρό, πιο σκοτεινό, και εστιάζει στον ρατσισμό, τις κοινωνικές διακρίσεις και την αναλγησία που απορρέει από τη θέση εξουσίας, ενώ παράλληλα από τα σπλάχνα του πρωτοπρόσωπου αφηγητή αναδύεται το όραμα της επανάστασης. Εξάλλου η πάλη θα είναι πάντα ταξική.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.