ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΕΓΚΑΣ

Ο Στέφανος Ρέγκας γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία, πολιτική
επιστήμη και ιστορία, και εκπονεί διατριβή στη σπινοζική φιλοσοφία. Συμμετέχει στη συντακτική
ομάδα του περιοδικού Kaboom και έχει δημοσιεύσει ποικίλα κείμενα, όπως και μεταφράσεις βιβλίων.
Η ποιητική συλλογή Είδη γνώσης (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ 2022) είναι το πρώτο του βιβλίο.

.

.

.

ΕΙΔΗ ΓΝΩΣΗΣ (2022)

ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΑΓΑΠΗ

Τους βλέπω σήμερα ευδιάθετους,
κάτω απ’ τον ήλιο,
να περιφέρονται άσκοπα
και γεμίζω με μια παράξενη αγάπη

Προσπερνούν το παγκάκι μου,
Συνεχίζουν τον δρόμο τους,
απομένω για λίγο απορημένος –

Γρήγορα καταλαβαίνω,
με έναν αμυδρό κόμπο στον λαιμό:
μας συνδέει ένα κοινό, άφθαρτο νήμα
με όλους αυτούς που εξολοθρεύτηκαν

ΟΣΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ

Όσοι γνωρίζουν λένε
πως ζούμε σε μια εποχή
πολύ επιφανειακή
ζούμε στην πιο επιφανειακή
εποχή απ’ όλες, λένε –

Οι αξίες
έχουν όλες καταρρεύσει
οι μάζες
ποδηγετούνται ως τον όλεθρο
η τέχνη, λένε
έχει γίνει αγνώριστη
και η πολιτική
δεν είναι πια πολιτική

Έτσι λένε
όσοι γνωρίζουν
και γουργουρίζουν ευτυχείς

ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ψηλά
ένας ουρανός
για κάθε κατάσταση πραγμάτων
κάτω
κοινοί άνθρωποι
ξεριζωμένοι, αδαείς, στεγνοί

κι όμως
ανάμεσά τους:
απόκρυψη και μετατόπιση
συμπύκνωση των ουρανών και των
ανθρώπων

ΑΝ ΣΚΟΥΠΙΖΑ ΤΗ ΣΚΙΑ ΣΟΥ

αν σκούπιζα τη σκιά σου
σαν στάχτη και ξερά φύλλα
δεν θα ήταν αρκετό αν
αποθήκευα τον αέρα που
διέσχισες με ύφος αδιάφορο
κι αιχμηρό σαν ερώτημα δεν
θα ήταν αρκετό αν έκλεινα
τα μάτια μου όποτε κοίταζες
προς τη μεριά μου
και άκουγα τους ήχους σου
όπως ακούει κανείς τα κύματα
που συστρέφονται δεν θα
ήταν αρκετό αν έφευγες (και
έφυγες) ακριβώς τη στιγμή
που τα πάντα έπεφταν στη θέση τους
(και έπεσαν) καλώντας όλα
τα στοιχεία όχι σε βοήθεια
μα σε συνεργασία
που θα κρατήσει
για αιώνες
δεν θα ήταν αρκετό

ΑΝΑΔΡΟΜΗ II

δεν ξέρεις καθόλου
πώς τσιρίζουν τα μικρά πράγματα
όποτε τα αρπάζω καγχάζοντας χαιρέκακα
καθώς περιπλανιέμαι αδίστακτος και άνευρος δεν
είδες ποτέ τους δρόμους
τις λεωφόρους στολισμένες
με τα διακριτικά της βίας
να καλύπτουν αυτά της ευτέλειας δεν ήρθες
στιγμή όταν απορούσα
για τα περάσματα και τις εντάσεις
από τα ύψη των φύλλων
στις αβύσσους
των ριζών

δεν κάνεις ότι δεν ξέρεις
-στ’ αλήθεια δεν ξέρεις-
ότι δεν είδες
-στ’ αλήθεια δεν είδες, στ’ αλήθεια
δεν ήρθες

σ’ ακούω να γελάς και αγνοώ
με ποια μεταλλικά σύνεργα
συνηχεί αυτό το γέλιο

ΤΟΠΙΟ I

Όλοι γνωρίζουν
πως κάποτε υπήρξες
κάποιος άλλος·
εσύ απλώς το υποψιάζεσαι.

Διαφωνούσατε
και διαφωνείτε
στα βασικότερα ζητήματα.

Πάει καιρός
που είναι σαφές
ότι καθόλου
δεν αποκλείεται
το να πειστείς.

ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ

κάθε μέρα πεθαίνεις
και κάθε μέρα γεννιέσαι
μαζί με τον αποτρόπαιο,
ευγνώμονα χρόνο

κι αυτός, το μόνο που βλέπει
είναι μια ουρά που κουνιέται
και τόσες σταγόνες
που χύνονται, λίγο λίγο

Η ΠΟΙΗΣΗ

η ποίηση δεν είναι
και τόσο ξεχωριστή
σαν καθετί άλλο
έχει να κάνει
με τη στιγμή
που το σώμα προσκρούει
σε ένα εξωτερικό σώμα, η ιδέα
επηρεάζεται
από μια άλλη ιδέα

η ποίηση
μετατρέπει τα πάντα
σε ποίηση
παρουσιάζεται
και αυτοπαρουσιάζεται
πάντα ως ποίηση –
δεν είναι δυνατόν να μπερδευτούμε
να αναρωτηθούμε
«πρόκειται άραγε για
κάποια παράξενη μελέτη;» ή
«αυτό το ρεπορτάζ
είναι ακατανόητο»

πάντοτε το γνωρίζουμε εξαρχής
όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι
με την ποίηση
με λέξεις
που αιφνιδιάζουν
σαν τον κρότο ενός σώματος
που πέφτει από ψηλά
παράγοντας έναν θόρυβο
ακατανόητα έντονο
έτσι
κι αυτό εδώ
δεν είναι θεωρία

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

CULTUREBOOK 12/7/2022

Τα Είδη γνώσης είναι το πρώτο βιβλίο του Στέφανου Ρέγκα. Γεννηθείς το 1983, ο Ρέγκας σπούδασε βιβλιοθηκονομία, πολιτική επιστήμη και ιστορία και συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Kaboom.
Συνήθως ειδικά οι νέοι ποιητές -για να εντυπωσιάσουν- καταφεύγουν σε ιδιόμορφα ποιήματα, γεμάτα αλλόκοτους λεκτικούς αυτοσχεδιασμούς. Άλλοτε έχουν την τάση να τα πούνε όλα μαζί σε ένα ποίημα ή σε μία ποιητική συλλογή. Ευτυχώς εδώ τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει . Και επιπλέον, φαίνεται να το απολαμβάνει καθώς ξεδιπλώνει ιδέες, εικόνες, συνδέσεις στον έκπληκτο αναγνώστη.
O ποιητής με έκφραση λιτή και απαλή ανιχνεύει τους ανθρώπους, τις «ανοίξεις», τα τοπία και την ίδια τη νύχτα ακόμα. Επίσης τον πόνο. Διαβάζω στο ποίημα «Παράξενη αγάπη» (σελ.9) «[…] Γρήγορα καταλαβαίνω, /με έναν αμυδρό κόμπο στο λαιμό:/μας συνδέει ένα κοινό, άφθαρτο νήμα/ με όλους αυτούς που εξολοθρεύτηκαν/» Και αμέσως μετά στο ποίημα «Μικρόκοσμος» (σελ.10) «[…] Ο πόνος μας ακολουθεί,/γέρικο βρεγμένο σκυλί. Γυρνάμε πότε πότε/ να τον αντικρίσουμε /Μας κουνάει την ουρά του/και πλησιάζουμε/»
Η φωνή του δεν ηχεί σαν συναγερμός, άρνηση ή δισταγμός. Αλλά σαν κατάφαση ή μια ευγενική περιδιάβαση στην αγάπη. Μεταξύ άλλων, ξεχωρίζω το ποίημα που μάλιστα έχει αφιέρωση «στη Δήμητρα» και που φέρει τον τίτλο « Όταν ανθίζεις» (σελ/12).

όταν ανθίζεις, όχι
δεν ανθίζουν όλα μαζί σου αλλά
ξεπροβάλλει ένας αφανής κόσμος,
ανθισμένος-οι βολβοί
βιάζουν τη γη απότομα,
πολύχρωμος ο χορός χάνει
την αμηχανία του
κάθε παιδί γεμίζει παιδικότητα

σε θυμάμαι
σε ατελείωτες σειρές
από λιγότερο σύνθετες μέρες, μη νομίζεις
ορίστε, με ένα βλέμμα
απλοποιούμε τα πάντα ξανά

Ξεχωρίζω ακόμα τα καλογραμμένα ποιήματα «Το νέο όργανο» (σελ.7) που ανοίγει και το βιβλίο, «Το δάσος χορεύει», την «Πολιτεία», το «Τοπίο I», την «Κάθε μέρα», «Η Ποίηση».
O ίδιος ο ποιητής τοποθετείται σε σχέση με τα πράγματα : «η νύχτα/δεν εννοεί/να με αφήσει ήσυχο/»[…]« η νύχτα δεν απορεί, δεν με εχθρεύεται / βγαίνει από έναν καθρέφτη για να μπω εγώ» ( «Η Νύχτα» σελ.20) Και στη σελ 27 :« εγώ θα ντρεπόμουν /να ζω χωρίς τους άλλους » / «Παρέκκλιση». To πρώτο πρόσωπο μας οδηγεί σε μια εξομολόγηση, σε μια αίσθηση προσωπική. Στη σελ 35 στο ΤΟΠΙΟ II διαβάζω κάτι που με κινητοποιεί εσωτερικά: « […] ένα βουνό ορθώνεται/ στην πλάτη μου/ οι τόποι μου εξαντλούνται/ και στρέφομαι/ να το αντικρίσω/ εγώ δεν είμαι/ κανένας άγγελος/ ξεκινάω να σκαρφαλώνω/»
Πολλές φορές χρησιμοποιεί το β ενικό πρόσωπο, υπάρχει ένα άλλο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, χαρίζοντας έτσι δραματικότητα και ζωντάνια στην ποίησή του. Για παράδειγμα:
Στη ΣΤΙΞΗ II στη σελίδα 26 γράφει: « πήγες να σκοτώσεις με τη σιωπή/αυτό που σε σκότωσε/με δάχτυλα · όταν/ τα μαχαίρια τραβήχτηκαν /όλες οι παρεξηγήσεις /ήταν ήδη λυμένες/»
Στο ΤΟΠΙΟ I στη σελίδα 31 : « Όλοι γνωρίζουν / πως κάποτε υπήρξες / κάποιος άλλος · εσύ απλώς το υποψιάζεσαι.»
Και στο ποίημα «’Ηχοι», σελ.33: « Οι λέξεις σπαταλιούνται-/μα όχι όταν βγαίνουν/ δονούμενες άπ΄το στόμα σου/ και πετάνε, για λίγο/προς το μέρος μου»
Γιατί με ενδιαφέρει η ποίηση αυτή; Kυρίως γιατί αισθάνομαι πως δεν είναι κάτι που το συναντώ συνήθως στους «νέους ποιητές». Με φέρνει κοντά σε μια γαλήνια και ουσιαστική μοναξιά, να ψαχουλεύω ενδεχόμενους στίχους που θα με οδηγήσουν σε κείνη τη «στιγμή ακινησίας» ώστε να μπορέσω να αφουγκραστώ τον εαυτό μου.
Υπάρχει μια γνώση – συναισθηματική πες την αν θέλεις- που ισοδυναμεί με τη «μυστική ομοιότητα με τα πράγματα», εκεί όπου «φτάνει μια ματιά και τα χαμόγελα ξεχειλίζουν». Είναι γοητευτικό ένας ποιητής να «συνδέεται κρυφά με τα πάντα». Επίσης, είναι ελπιδοφόρο για μας, που διάγουμε ποιητικά, να συνειδητοποιούμε και τις δικές μας προσωπικές αλλαγές με την βοήθεια ξένων στίχων, αλλά που θα θέλαμε οι ίδιοι να΄χαμε γράψει: «Πλησίασα./Είχες αλλάξει,/μα είχα αλλάξει κι εγώ./» (Το νέο όργανο, σελ.7)

.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ Τ. 67 Νοέμβριος 2022

Είχα καιρό να απολαύσω μια τέτοια ισορροπημένη ποίηση, μια τόσο αρμονική σχέση ερεθίσματος και μηνύματος, μιας τόσο διαλεκτικά φιλοσοφικής
(παρόλα αυτά άκρως προσλήψιμης) τέχνης, η οποία μάλιστα εκπονείται από έναν πρωτοεμφανιζόμενο λογοτέχνη, σχετικά νέο και επαρκώς μορφωμένο. Ο Στέφανος Ρέγκας λοιπόν, γράφει με στόχο να επικοινωνήσει τις εμπειρίες του, τα βιώματά του, τις φιλίες του, τα γεγονότα που τον καθόρισαν, τις καταστάσεις που έζησε, με τρόπο σχεδόν ρεαλιστικό (τηρούνται βέβαια
όλες οι προσβάσεις στην σπουδαιότερη τέχνη και τους κανόνες της) σχεδόν πραγματιστικό, να γίνει δηλαδή ταχυδρόμος ειδήσεων, ποιητική πρόταση που θα δώσει χαρά, έμπνευση, αλλά και ψυχαγωγία σε όσους πλησιάσουν αναγνωστικά, τέλος να προσδιορίσει λεπτές και ευαίσθητες πτυχές, οι οποίες δεν παραμένουν επτασφράγιστα μυστικά αλλά βγαίνουν στην επιφάνεια, όσο
το δυνατόν πιο εκκωφαντικά. Βέβαια και παρά τις αφιερώσεις ποιημάτων σε ανθρώπους που ο ίδιος γνωρίζει, με τους οποίους ίσως έχει κοινά ενδιαφέροντα και τους συνδέει κάποια έντονη φιλία, τίποτα δεν προσωποποιείται, όλα μένουν στην αφάνεια και στη γενικότερη αχλή της ποίησης, άρα ή όλα αυτά αφορούν το σύνολο των δεκτών ή το αντίθετο μόνο τον ίδιο τον ποιητή και τις συνομιλίες του με την τέχνη. Λέει λοιπόν στο
ποίημα «Αγώνας» σελ. 17: δούλεψε μέχρι θανάτου/ επιτιθέμενος/ στην έννοια της εργασίας η/ κριτική τους/ στην αποτελεσματικότητα/ λαχτάρησε να πετύχει/ το στόχο της οφείλουμε να/ συνεχίσουμε να υπάρχουμε/
ενάντια στην εμμονή/ της στείρας επιβίωσης θυσιάστηκες στηλιτεύοντας/ την αυταπάρνηση κι εγώ εκμηδενίστηκα/ παλεύοντας/ να προκρίνω την ζωή-// πάντα τρέξατε να γλιτώσετε/ από το γεγονός/ πως τίποτα δεν σας
καταδίωκε.
Όλα τα ποιήματα του τόμου ξεπερνάνε κατά πολύ ένα ποιοτικό μέσο όρο, εκεί όμως που ο ποιητής κυριολεκτικά υπερπηδά άλατα εμπόδια και φτάνει σχεδόν στην «ελεγεία» σηματοδοτώντας μια ατομική προσδοκία κυρίως για το πώς θα εκληφθεί, είναι το τελευταίο μακροσκελές έργο του «Ο καιρός της φιλίας». Εκ πρώτης όψεως, όλοι οι πρωτοεμφανιζόμενοι παραδίδουν προς ανάγνωση ένα τέτοιο εκτενές ποίημα, κυρίως γιατί αφενός δεν μπορούν να σταματήσουν την έμπνευση της στιγμής (ή των ωρών ή των ημερών) αφετέρου γιατί καθορίζονται λειτουργικά από ένα τέτοιο ποίημα, πλησιάζοντας άλλους παλιότερους ποιητές (ο Μανόλης Αναγνωστάκης
ασφαλώς και δεν είναι άγνωστος στον Στέφανο Ρέγκα έστω και αν εκείνος έγραψε πολύ λίγα μεγάλα ποιήματα, σε έκταση εννοώ) οι οποίοι όμως είχαν και την πείρα αλλά και την ικανότητα να τα διαχειριστούν. Ο Ρέγκας όμως
δεν τους προσβάλλει, δεν τους κάνει να ντρέπονται, δεν τους κάνει να κοκκινίζουν, δεν τους κάνει να στρέφουν αλλού το πρόσωπό τους, το αντίθετο με το συγκεκριμένο ποίημα ανακτούν όλοι την μεγαλοπρέπειά τους, ο ποιητής τούς παίρνει από το χέρι και προχωρά. Ο Στέφανος Ρέγκας έχει εντρυφήσει σε αυτό που λέμε μεταπολεμική και μεταπολιτευτική ποίηση στην Ελλάδα, έχει διαβάσει, έχει τοποθετήσει ποιήματα στην προσωπική του
ενασχόληση με την τέχνη του λόγου, στην οποία όλοι προστρέχουν (πείτε μου κάποιον που οι γονείς του δεν έγραφαν «ποίηση») έχει αφομοιώσει διδάγματα συγγραφής και εντέλει δικαιώνει τον εαυτό του με το συγκεκριμένο βιβλίο, το οποίο σίγουρα θα προσεχθεί, θα μαθευτεί, σίγουρα θα γίνει λόγος γι’ αυτό.
Επειδή όμως όπως είπαμε το ποίημα είναι μεγάλο και δεν μπορούμε να το παραθέσουμε ολόκληρο, παίρνουμε ένα κομμάτι του από την σελίδα 43:
Πήρα μια αλυσίδα και μας έδεσα/ έξω από τις λέξεις και αυτές έντρομες/ πετάρισαν μακρά/ βλαστημώντας, απειλώντας/ τρίβοντας τα πηγούνια τους υπομονετικά, με τόσο θράσος/ μας κυνήγησαν,/απεγνωσμένοι μανιακοί/μ’ ατρόχιστα μαχαίρια.
Συχνά, όταν ανακαλύπτω ενός τέτοιου επιπέδου ποιήματα και μάλιστα από κάποιον πρωτοεμφανιζόμενο, ο νους μου πάει κατευθείαν στον Σεφέρη. Μπορούμε λοιπόν να ξεπεράσουμε τον Σεφέρη, να τον πάμε ένα βήμα πιο κάτω, να τον αφομοιώσουμε παίρνοντας τα θετικά και απορρίπτοντας τις ατέλειες του; Τότε γράψε. Και δεν εννοώ φυσικά να πάρουν τα μυαλά του καθενός αέρα, νομίζοντας πως είναι ο πρώτος και ο μόνος. Απλά, γράφοντας ταπεινά και χωρίς να υπερτιμώνται οι δυνάμεις σου, σφήνα στο κεφάλι σου να υπάρχει, αυτή η προοπτική. Τότε γράψε. «Αναδρομή I»: στον Γιάννη Π.
όλες οι διαιρέσεις/ του επιστητού πάντοτε/ μας εμπόδισαν με αγριότητα/ να σκεφτούμε όλοι οι/ ξύλινοι πάγκοι/ υπήρξαν λημέρια/ χασάπηδων όλα/ τώρα /τα τραγούδια / είναι εναλλάξιμα-// με συνάντησες να κραδαίνω ένα όπλο σαν φίλος/ περιέγραφες στην γειτονιά σου/ που ήταν και δική μου/ θεατές ενός χορού/ λειψάνων πρώτος/ έτρεξα πρόθυμα/μέσα στις ρωγμές (σελ. 29).

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.