ΒΑΡΒΑΡΑ ΧΡΙΣΤΙΑ

Η Βαρβάρα Χριστιά γεννήθηκε το 1968 στην ορεινή Ναυπακτία. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Ζει και εργάζεται στην Πάτρα. Ποιήματά της έχουν βραβευθεί, έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές συλλογές και ανθολογίες, έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες και ιστοσελίδες της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Το 2019 εκδόθηκε η συλλογή «Ασυμφωνία Τύπου Ξι», από τις εκδόσεις ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ. Η συλλογή «Δευτερολογία» είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή.

.

.

ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ (2022)

ΠΑΝΔΗΜΗ ΣΙΩΠΗ

Δες, σώπασαν κι οι ποιητές,
με βυθισμένα πόδια στην ιλύ
των εκβολών του Έβρου,
με διδυμότειχα ακροδάχτυλα
σε εικονικές σκανδάλες περασμένα.

Δες, σώπασαν κι οι ποιητές,
ηχούν μονάχα συριγμοί
από παιδιάστικα πνευμόνια στο αρχιπέλαγος,
ερπύστριες οι θύελλες
ισοπεδώνουν της Σαπφούς τη νήσο.

Δες, σώπασαν κι οι ποιητές,
με χέρια άχρηστα κουπιά,
ριγμένα στ’ ακρογιάλι
-στης πανδημίας τον καιρό
εμπύρετοι οι φόβοι –
με δισκοπότηρα και σύριγγες
κρεμάμενά τους περιδέραια,
ιχνηλατούν απελπισμένα, λέξεις

και σιωπούν,
γερνούν,
μέρα τη μέρα,
κύτταρο το κύτταρο,
φόβο τον φόβο.

Δίσεχτοι κι ύπουλοι οι καιροί, θα πεις.
Πάνδημη τούτη η σιωπή
-και με τρομάζει.

ΚΑΠΟΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

Κάποιοι νεκροί
δεν θέλουν ησυχία.
Δεν θέλουν καντηλέρια κι άσπρα μάρμαρα.
Θέλουν η τέφρα τους να ίπταται στον άνεμο
στων λεύτερων πνευμάτων την ανάσα
να τρυπώνει.

Κάποιοι νεκροί
δεν την αντέχουν την ανάπαυση.
Ζητούν γροθιές σφιγμένες να υψώνονται.
Ζητούν κραυγές
και ουρλιαχτά ψυχής ν’ ακούγονται
φρέσκο γαλβάνι στα ιδανικά που σκούριασαν.

Κάποιοι νεκροί
έχουν για σπίτι τους το στέρνο μας
καντήλι πρέπει τους, η φλόγα της ψυχής μας.
Αν ξεχαστούν, θυμώνουν και στοιχειώνονται
κι έρχονται νύχτα στη συνείδηση ερινύες.

Κάποιοι νεκροί,
– βαθιά σου κράτα το –
κάποιοι νεκροί, αν ξεχαστούν, πεθαίνουν»

(17 Νοέμβρη 2019)

ΜΙΚΡΕΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ

Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ
σε αίθουσες χειρουργείων,
σε χαμηλοτάβανα σχολειά,
σε στοές ανθρακορυχείων,
σε χούφτες που από καρφιά αιμορραγούν
μα σφίγγονται κι υψώνοντ’ από περηφάνια.

Για κείνες τις μικρές αναστάσεις,
της ανεμώνης που σπάει την πέτρα και ανθίζει,
της ανασαιμιάς που επιμένει
σε βομβαρδισμένα σπιτιών κουφάρια,
του επαίτη που κόβει τη μπουκιά στα δυο
και με τ΄ αδέσποτο μοιράζεται,
του χεριού που απλώνεται
στον ναυαγό, στην πόρνη, στον εξαρτημένο,
του στόματος που λέει
«αγάντα αδερφέ μου και θ΄ αντέξουμε»

της αυλής που μοσχοβολάει ασβέστη
της τσιγγάνας που χορεύει στα λασπόνερα,
της καλημέρας,
της ελπίδας,
της συγγνώμης,
των παιδιάστικων βλεμμάτων,
του «σ΄ αγαπώ» που ψιθυρίζει ο ερωτευμένος.

Αυτών, που το φεγγάρι στη χάση του τ΄ αρπάζουν
και με ένα γέλιο τους το μετατρέπουν σε πανσέληνο.

Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ,
που όσες σταυρώσεις κι αν προηγηθούν,
πάντα κι αλάνθαστα στην ώρα τους, θα φθάνουν.

ΔΙΧΩΣ ΘΕΡΟΣ

Σκυφτά κι αγόγγυστα
η προλετάρισσα η Παναγιά
πιστή εργάτρια
σε χρεωμένες πανσελήνους,
μ’ ένα λερό μαντήλι στο λαιμό
—σφιχτά δεμένη η περιδέραια θηλιά της—
μεσ’ σε λιοπύρια με τα χέρια της γυμνά
ανάβει τ’ άσπρα καντηλέρια της αγάπης.

Σε στοιχειωμένους ουρανούς επιχειρεί
γδέρνει σκουριές από ναυάγια αστέρια.
Ξεχνά να γείρει για να κοιμηθεί.

Θρηνεί τους Αύγουστους
που φεύγουν δίχως θέρος.

ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Να ‘πιανα, λέει, το φεγγάρι
σε μια απόχη
την ώρα που βουτάει να κοιμηθεί
στη θάλασσα,

να το ‘κρυβα κάτω απ’ το προσκεφάλι σου
κι όπως θα γείρεις να πλαγιάσεις
να φωτιστούν στο φεγγαρόλουτρο
τ’ αποψινά σου όνειρα.

Κι όλα τα πέλαγα ας έμεναν
—τούτη τη νύχτα μόνο—
σκοτεινά,
ν’ αναζητούν το φως στους φάρους, τ’ άγρια κύματα

και εγώ
εκεί,
ακλόνητος κυματοθραύστης σου,
να μη σε βρέξει δάκρυνη σταγόνα από φουρτούνα.

Αχ, να ‘πιανα, μόνο, το φεγγάρι σε μια απόχη!

ΑΜΑΧΗΤΙ

Εκείνο που πιότερο με πονά,
εκείνο που με καταβάλει
είν’ το κρυφό σημάδι
απ’ τη μάχη που φοβήθηκα να δώσω

κι αμαχητί
σ’ άτιμο βόλι παραδόθηκα.

Κι αν έχει Θρέψει απ’ έξω η πληγή,
μέσα στα τρίσβαθα η ψυχή
κρυφά φλεγμαίνει.

ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΗΣ 25ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΗ 1999

Στον πατέρα μου

Η μουσταρδί ζακέτα
άδεια στην ξύλινη καρέκλα,
γύψινα τα μανίκια σε σχήμα αγκαλιάς.
Το περίγραμμα
απ’ το ευθυτενές κορμί
ισόβιο αποτύπωμα στο στρώμα.

Μισάνοιχτος ο «άσσος φίλτρο»
κι η «συννεφιασμένη Κυριακή»
μισοτραγουδισμένη.
Η εφημερίδα στα κοινωνικά
το βιβλίο ιστορίας
με τσακισμένη τη σελίδα
στη ναυμαχία της Ναυπάκτου.

Κι ο Νοέμβρης να επελαύνει
ψυχρός κι αμείλικτος.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

Έγρουζε ο χειμώνας,
πυκνή η αντάρα
πνιχτοί καπνοί από τζάκια
και μυρωδιά από ξύλο εμποτισμένο.
Γέρναν τα δέντρα.
Θαρρείς βαστούσαν ακόμη κρεμασμένους
από καιρό πολέμου στα κλαδιά τους.

Έπιασε να χιονίζει.
Μα ένα χιόνι αλλιώτικο.
Όπου επάνω του έπεφτε
κόκκινα ανθίζαν τριαντάφυλλα.

Κι αυτός νεκρός από καιρό
-με πράξη ληξιαρχική
δηλώσεις δημάρχων και παπάδων-
σήκωσε τα μισολιωμένα του μανίκια
έπιασε να τσακίζει τα κλαδιά
και ν΄ αρμαθιάζει προσανάμματα και ξύλα.

«Χριστούγεννα είναι» συλλογίστηκε
«και τα παιδιά της γης κρυώνουν».

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Μέσα στα νύχια σου σκόνες αιώνων
παλιά καπνά απ’ τη Δράμα
κι απ’ τη Σαλονίκη.
Στα σταυροδρόμια οι επιτάφιοι στενάζουν
πάχνη βαριά στα βλέφαρα του κόσμου.

Πρώτη του Μάη
έχει πιάσει πάλι κρύο
κι εσύ εργάτης το λησμόνησες πως είσαι;
Τον αλατζά πασχίζεις να πετάξεις
μα κείνοι ξέρουν πιο σφιχτά να σε φασκιώνουν.

Δειλά τα χέρια δεν τολμούν να διεκδικήσουν.
Θολές οι οθόνες
σου Θαμπώθηκαν τα μάτια.
Σ’ ηλεκτρικές Καισαριανές φυλακισμένος
με σιγαστήρα οι βολές που σ’ εκτελούνε.

Απ’ το Σικάγο, απ’ τη Βαστίλη, απ’ το Βραχώρι
ίδια αρμύρα τού εργάτη ο ιδρώτας.
Σε ξηλωμένη πόρτα ξαπλωμένος
«μην παραδίνεσαι»
ψελλίζει ο Τάσος Τούσης.

Στα σταυροδρόμια οι αναστάσεις καρτεράνε.
Πρωτομαγιά, Πρωτομηνιά, πρώτη απεργία.

ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Στη λίστα με τις εκκρεμότητες,
το σημείωμά του,
δίπλα από εκκαθαριστικά, λογαριασμούς,
εορτολόγια με φτηνά στιχάκια.
Σε μια κορνίζα αλουμινίου
κάποια εικόνα ανατολής,
έμοιαζε πια ηλιοβασίλεμα.

«Να με περιμένεις»
με γράμματα καλλιγραφίας
—σε αναιμικό χαρτί—
στην πάχνη του καιρού,
παλιού ναύτη χειρόγραφο.

Και τον περίμενε.

Σαν το αερικό.
Άνυδρες Σποράδες τα στήθη της,
τα λευκά της πόδια, αγεωγράφητα ακρωτήρια.
Στον κόρφο της, άρωμα ιδρώτα αρμυρό,
φυλαχτικό του πρώτου απαντήματος.
Σφιγμένοι φθόγγοι πάθους
σε λήθαργο στον ουρανίσκο.

Και τον περίμενε.

Άλλοι, το είπαν έρωτα.
Άλλοι, πάγια εκκρεμότητα.
Εκείνη, άμπωτη και παλίρροια το έλεγε.
Κρατούσε τη θάλασσα απ’ τα χέρια,
να παγιδέψει τη στιγμή που θα άλλαζε η στάθμη.
Τότε, λέει, θα έρχονταν.

Μα πώς να κρατήσεις το νερό του έρωτα;
Αν είναι να σε πνίξει, θα σε πνίξει.

ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Είχα στρέμματα παράδεισο
μπροστά μου
κι εγώ
διακαώς, ποθούσα το καζάνι σου.

ΚΕΝΟΤΑΦΙΟ

Όλη τη νύχτα πάλευα
με χρόνιους πόθους.
Το πρωί,
η κάμαρα είχε πάρει σχήμα κενοταφίου.

ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ

Κι όσο για τον έρωτα,
Α, μη με ρωτάτε αν έζησα κάποιον μεγάλο.

Έρωτας και μικρός, δεν γίνεται!

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ

Θα σας μιλώ με ποιήματα
από κείνα τα «εκτός ύλης»

εκείνα που διαβάζονται
από βραχνές φωνές
σ’ υπόγεια κουτούκια,
που νύχτα γράφονται
σε τοίχους γειτονιάς
και το πρωί
του δήμου η υδροβολή με μένος τ’ αφανίζει.

Που τ’ αφουγκράζονται άνθρωποι
κατάστικτοι από πληγές,
με χέρια κίτρινα από άφιλτρους καπνούς,
με μάτια θολερά
από ηλεκτροσυγκόλλησης σπινθήρες,

που ‘χουν αφύλακτη διάβαση, καρδιά.

Θα σας μιλώ με ποιήματα
από κείνα τα «εκτός ύλης».

Της Κατερίνας τα «λευκά κελιά»
του Ναπολέοντα τους «κόκκινους μπερντέδες».

.

ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΥΠΟΥ ΞΙ (2019)

ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΥΠΟΥ ΞΙ

Στης ιστορίας την ανάγκη
παιδιόθεν ποντισμένη,
στην παραλία Ξι,
μεσήλικη και ημιθανή
με ξέβρασε η θάλασσα.

Για τις θεές του κύματος ’ξιστόρησα
τους Ποσειδώνες και τις Κίρκες.
Για ρήγματα τεκτονικά
και πλάκες που συγκρούστηκαν στα μέσα μου.
Για παγωμένα δάχτυλα θανάτου.
Για διαβολόψαρα και δίνες.
Για Ρίχτερ, για Μερκάλι, για Μποφόρια.
Για τέρατα της θάλασσας κι υπόγεια ρεύματα
στης Μελισσάνης τον βυθό
και στης Κουνόπετρας τον βράχο.

Κι εσύ στεγνός ,
και πελιδνός από της πόλης το σαράκι
—σιδερωμένος, μαζί με το σακάκι σου —
σάζοντας τον κόμπο
της κυβισμένης σου γραβάτας
και ατενίζοντας το πέρα-υπερπέραν σου
(με τα οσάκις, τα συχνάκις, τα πολλάκις σου)
για αστούς και για μαστούς
μόνο μου μίλαγες.

Ξένος, ξινός και ξιπασμένος.

Με ασυμφωνία τύπου Ξι διαγνωστήκαμε.

Παραλία Ξι, Μελισάννη, Κοννόπετρα: Παραλία με κόκκινη άμμο, λίμνη
και γεωλογικός σχηματισμός αντίστοιχα στην Κεφαλονιά.

ΜΑΝΑ

Στη μάνα μου

Της μάνας μου
το χέρι το αριστερό
μου ’δείχνε δαίμονες
να τους κοιτώ στα μάτια.
Στραγγάλιζε τον φόβο μου
στο χέρι το δεξί,
με μάθαινε πώς να κρατώ
στο βλέμμα μου τον ήλιο.

Της μάνας μου
τα χέρια και τα δυο,
όσο μεγάλωνα, μίκραιναν
και με σπρώχναν.
Μου ’ριχναν μίτους
την άκρη τους να βρω.
Χειροκροτούσαν
όταν έκοβα το νήμα.

Της μάνας μου
δε στέρεψε η θηλή
να ξεδιψάω
της αγάπης της το γάλα.
Στα σωθικά της
έχει ακόμα ζωντανό
σχεδόν μισό αιώνα
τον πλακούντα.

Της μάνας μου
ζευγάρωσε η ευχή:
«Αν γίνεις μάνα,
μόνο τότε θα με νιώσεις».

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

Έφυγε απ’ το σπίτι αξύριστος.
Με μια πένα στο χέρι
και ένα βιβλίο υπό μάλης.
«Πού πας έτσι;» τον μάλωσε
η μάνα του.

Της τον φέραν τ’ άλλο πρωί ξυρισμένο.
Με ένα χέρι.
Κι ένα γαρίφαλο φυτρωμένο
στο στόμα του.

«Πώς θα του σταυρώσω τα χέρια;»
ούρλιαξε.
Του δίπλωσε το ένα του χέρι
στην καρδιά.
Τον φίλησε στο ξυρισμένο μάγουλο.
«Των νεκρών τα γένια
κάποτε μεγαλώνουν»,
παρηγορήθηκε.

Κι έκλαψε τον γιο της
με γαρίφαλα δάκρυα.

ΠΟΙΗΣΗ

Κι έπειτα,
τι, νομίζεις, είναι η ποίηση;

Λόγια είναι που δεν πρόλαβες να πεις.
Γράμματα που ’γραψες και ποτέ δεν έστειλες.
Φόνοι που σχεδίασες,
μα δεν είχες την ψυχή να διαπράξεις.

Επαναστάσεις είναι,
επαναστάσεις που φοβήθηκες να κάνεις.

Συγγνώμες που δεν είπες
και σε πνίγουν.
Μυστικά που σου καίν’ τα σωθικά.
Κορμιά που πόθησες,
μα δείλιασες ν’ αγκαλιάσεις.
Πέλαγα που ποτέ σου δεν αρμένισες.

Δεκανίκι είναι η ποίηση,
δεκανίκι για το σπασμένο πόδι του ποιητή.

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Αγρυπνώ απόψε
γράφοντας το τελευταίο μου ποίημα.
Έκπτωτη πια ποιήτρια
ενός κόσμου ακρωτηριασμένου.
Αγρυπνώ θρηνώντας
εκείνα τα παιδιά
με τα χέρια τα μελιτζανί
και τα γύψινα πόδια,
με τις νήπιες ρυτιδιασμένες σάρκες.

Τ’ άκουσα απόψε να θρηνούν,
με υγρά τα πνευμόνια τους,
τυμπανισμένα τα σωθικά τους
και τις κόρες των ματιών διεσταλμένες.
Άκουσα κι εκείνες τις γυναίκες,
με το νεκρό φεγγάρι
τρυπωμένο μες στα μάτια τους,
με τα σκισμένα φλάμπουρα για ντύμα τους,
με κείνο το ματωμένο «γιατί»
σφηνωμένο στο λαρύγγι τους.

Τις άκουσα να τους τραγουδούν
— θαρρώ, σ’ όλον τον κόσμο ίδιο είναι—
εκείνο το νανούρισμα:
«Κοιμήσου, αγγελούδι μου,
παιδί μου, νάνι-νάνι,
να μεγαλώσεις γρήγορα,
σαν τ’ αψηλό πλατάνι».

Κι έπειτα εκείνες οι γυναίκες χλόμιασαν.
Και το γάλα στα στήθη τους πέτρωσε.
Και των παιδιών το κλάμα έπαψε.
Και τα κορμιά τους
αιωρήθηκαν στο άπειρο,
απαλλαγμένα πια απ’ τη βαρύτητα.

Κι
έπειτα
άκουσα εκείνα τα καεδεά να με φωνάζουν Μάνα.

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Στην κόρη μου Ακριβή

Εσύ κρατούσες το λουλούδι
μπροστά απ’ το παράθυρο,
κι ο ήλιος που σε ζήλεψε
τρύπησε το τζάμι
και αιφνίδια σε φώτισε
κατάματα.

Κι εκείνη η αχτίδα του η μία
ήταν αρκετή
και το λουλούδι που άγγιζες να ανθίσει
και το δικό σου πρόσωπο.

Μικρούλα μου,
πόσο σου ταιριάζουν
τα μεσογειακά κλίματα.
Πόσο πολύ ανθίζεις μες στα μάτια μου.

Μικρούλα μου,
ποιον ήλιο να παγιδεύσω
για να σε φωτίζει πάντα;
Σε ποιον Θεό ικέτιδα να φτάσω
για να ’σαι πάντα ανθισμένη;

Μικρούλα μου,
αχ, πόσο γρήγορα μεγαλώνεις!

Ρίο, 08/2014

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΑΪΛΑΝ

Ρηχή η μνήμη
μα η θάλασσα βαθιά.
Λύκοι οι άνθρωποι Αϊλάν
και βέβηλες οι μέρες.
Κι εσύ πεσμένος μπρούμυτα,
ακόμη με στοιχειώνεις.
Κοχύλια πια σου σμίλεψε
στα μάτια σου το κύμα.
Οι κόρες τους ορθάνοιχτες,
σμαράγδια παγωμένα.

Πες μου κρυώνεις τώρα εκεί;
Πες μου,
πεινάς; διψάς; φοβάσαι;
Φτερούγισε τα χέρια σου
στ’ αστέρια να στεγνώσουν.

Στο αρμυρό κρεβάτι σου
κρινάκια να ανθίσουν.

Χριστούγεννα είναι Αϊλάν
μα πέρασες στη λήθη.
Παιδί αντίπαλου θεού
σε σκέπασε η άμμος.
Συγχώρα με που σε ξυπνώ,
κοιμήσου άγγελέ μου.
Με όνειρα γαρύφαλλα
χτίσε απαρχής τον κόσμο.
Με της Αγάπης τα υλικά
ξαναθεμέλιωσε τον.

Να ’χει μια φάτνη να χωρά,
παιδιά ξεριζωμένα.

ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ

Στη μνήμη του πατέρα μου

Μικρή πατρίδα
των μικρών μου χρόνων,
μεγάλη ξενιτιά του λογισμού μου.
Στα ώριμά μου χρόνια τώρα
βαφτίζω αναμνήσεις στα νερά σου
κι αγιάζει του πατέρα μου η μνήμη.
Ο φάρος σου στο πέτρινο λιμάνι
μια κρύπτη των ονείρων που ’χω χάσει.

Μικρή πατρίδα
της καρδιάς μου,
πάντα καράβια ήξερες να φτιάχνεις
με τα πανιά τους έτσι γαζωμένα,
που πάντοτε σ’ εσένα να γυρίζουν.

Μικρή πατρίδα
της ζωής μου,
πάντα ο νους σ’ εσένα γέρνει,
η σκέψη στα νερά σου δύει
τις ώρες που ματώνεται η καρδιά μου.

Μικρή πατρίδα,
ζωγραφιά μου.

ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ

Πόσες φορές
προσποιήθηκα πανσέληνο
κι ας ήταν το φεγγάρι μου στη χάση.
Πόσες φορές
τα όνειρά μου καταπόντισα
σωσίβιο να γίνουν στα δικά σου.
Πόσες φορές
για αγάπη σου τραγούδησα
με καρφωμένο το μαχαίρι σου στην πλάτη.
Πόσες φορές,
τα ψέματά σου τα αγάπησα,
κι ας μ’ έκοβε μαχαίρι η αλήθεια.
Πόσες φορές
τα θέλω μου στραγγάλισα
για να ’χουν οξυγόνο τα δικά σου.

Πόσες φορές
τον πόνο σου φυγάδευσα,

για να ’χει στράτα η αγάπη να βαδίσει.

ΤΟΥΤΗ Η ΧΩΡΑ

Τούτη η χώρα, αδερφέ μου,
τούτες οι πέτρες,
που άλλες φορές σμιλεύουνε πολιτισμό
κι άλλες φορές
σαν συμπληγάδες σε συνθλίβουν,
τούτη η χώρα
που κάποτε μεθυστικά
μοσχοβολά βασιλικό
και κάποτε η καμένη σάρκα της
σου καίει το ρουθούνι,
τούτη η χώρα
που άλλοτε σφάζει κι άλλοτε αιμορραγεί,

φωτιά και θάλασσα είν’ μαζί,
μπαρούτι και λιβάνι.

Τούτη τη χώρα, αδερφέ μου,
ετούτον τον γενέθλιό σου τόπο
—τι κι αν τα χρόνια δίσεκτα,
κάποτε σ’ τα χρεώνει,
τι κι αν στην πλάτη σου βαρύ
φορτίο ακουμπά—
σφίγγε τον πάνω σου σαν άγιο φυλαχτό,
κατάσαρκα χιτώνα φόρεσέ τον.
Έχε τον μέσα σου τιμή.

Γιατί είσαι Έλληνας,
και αυτό
είναι Ευθύνη.

ΛΕΥΚΟ ΠΟΙΗΜΑ

Ήθελα απόψε να διαβάσεις
εκείνο το λευκό μου ποίημα,
που ’ναι γραμμένο
με του λογισμού την πένα
και λέξη δεν το λέρωσε καμία.

Ποια λέξη τάχα θα μπορούσε
τέτοια κραυγή ψυχής να τη χωρέσει;
Μόνο η σκέψη το ’ντύσε με ρίμα
και του ’στάξε η καρδιά
ζεστή σταγόνα.
Μα η δική σου η σιωπή μαύρη κορνίζα
που τ’ αφανή μου συναισθήματα
εγκλωβίζει.

Λευκό μου ποίημα, άγραφη κραυγή μου.
Λευκό μου ποίημα, αβάσταχτη σιωπή μου.

ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Εσύ που θαύμαζες τον ποιητή
που μας παρότρυνε
«σαν πρόκες να καρφώνουμε τις λέξεις μας
να μην τις παίρνει ο άνεμος»,
τώρα γιατί πια δε μιλάς;
Τώρα γιατί προδίδεις και τον ποιητή;

Αχ, κάποιοι άνθρωποι
πόσο ρηχά διαβάζουν την ποίηση.
Τι επιρρέπεια που έχουν
στην προδοσία.

ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ

Στην κόρη μου Ζωή

Στην πρώτη μάχη σου
προχώρα με ψυχή,
φόρα χαμόγελο στα χείλη
κι ας φοβάσαι.
Πρώτο ταξίδι σου
σε μπόρα δυνατή,
μα η Ιθάκη περιμένει
να θυμάσαι.

Κι αν στο ταξίδι
πέσεις κόντρα στον καιρό
και το κατάρτι σου
τσακίσει απ’ το κύμα,
μη λυπηθείς,
έχεις τα νιάτα σου οδηγό
να προχωρήσεις
στο επόμενο το βήμα.

ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μα εκείνος έπρεπε να την προλάβει!

Πάσχιζε να γεμίσει μ’ οξυγόνο τα πνευμόνια του,
να της ουρλιάξει την αγάπη.
Μα μύριζε ο καιρός αιθάλη, αιθάλη και μπαρούτι,
και το φεγγάρι λαβωμένο πια ξεψύχαγε.
Τα κρίνα μάτωναν κι αυτά τραυματισμένα.
Τύμπανα έσκουζαν στις λεωφόρους
με τις μεμβράνες τους να πάλλονται αλλόκοτα.
Ένα ποτάμι άλικο τού μούσκευε τα πέλματα.
Χέρια μαντέμια τού έκλειναν το στόμα.
Κι οι αλυσίδες του κι αυτές,
πρώτη φορά, κλαίγαν σκουριά απαρηγόρητες.

Μα εκείνος έπρεπε να την προλάβει!

Εκείνη χάνονταν
σαν σε κινούμενη άμμο, μες στον όχλο.
Στο ένα της χέρι μια μεσίστια παντιέρα.
Στα χείλη ένα φιλί που έχασκε ανεπίδοτο.
Μέσα στο πλήθος με τα λαρύγγια τα ξεριζωμένα.
Τρόμος, ριπές, κόσμος που έτρεχε
κι οι συμπληγάδες των καιρών που τους συνέθλιβαν.

Μα εκείνος έπρεπε να την προλάβει!

Την ύστατη ώρα πριν να δύσει η εικόνα της,
«Ελευθερία, σ’ αγαπώ!» της φώναξε.

Μία ριπή
και ένα στερνό σπαρτάρισμα στο μάτι.

Κι ο ποιητής που έγραψε:
«Τούτο θαρρώ πως είν’ ελευθερία:
Να ’ν’ μπορετό κάθε στιγμή
τ’ όνομα της αγαπημένης σου
παντού και δυνατά να το φωνάζεις».

ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ

Φεύγει ο Ιούλιος.
Σκυφτός.
Με βήμα αργό.
Με γυμνές τις πατούσες
στα ένοχα κάρβουνα.

Αποχωρεί,
με δεκανίκια ξύλινους σταυρούς.
Με ροζ δίδυμες πεταλούδες
καρφιτσωμένες στο καμένο πέτο.
Με μια αρμάθα κλειδιά
για πόρτες ληγμένων παραδείσων
ανά χείρας.

Φεύγει ο Ιούλιος.
Με το στήθος του
πυρακτωμένο
και τα ύφαλα της βάρκας του
πισσωμένα με θάνατο.

Φεύγει,
σαν την σκιά που υποδύεται τον άνθρωπο.
Φορτωμένος έναν ηφαίστειο κόσμο
στις αποβάθρες πλάτες του.
Φεύγει.
Φεύ!
Ξένος πια και ξενιστής του θέρους της Ελλάδας.

Για τη μεγάλη πυρκαγιά με τους δεκάδες νεκρούς στο Μάτι, Αττικής,
23 Ιούλιον 2018

ΠΑΡΟΠΛΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ

Ξεχασμένοι,
παροπλισμένοι σταθμοί.
Στέκουν πεισματικά στην ίδια θέση.
Χλομοί,
ασάλευτοι,
απονευρωμένοι,
ελπίζοντας σε κάποιο τρένο.

Κι εσύ κάποτε περαστικός,
τους αγναντεύεις ράθυμα,
τους παγιδεύεις σε μια φωτογραφία.

Ξαφνιάζονται,
χαμογελούν αμήχανα
κι αποτραβιούνται,
θυμώνοντας κατά βάθος
που τους τάραξες τη γαλήνη
της αιώνιας προσμονής.

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ

Ενάντια σε κάθε αντιξοότητα,
ενάντια σε κάθε δυσκολία,
η ζωή
θα βρίσκει πάντα ατραπούς
και μυστικά περάσματα.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΛΟΥΛΟΣ

Τη Βαρβάρα τη γνώρισα κατ’ αρχάς από ανάρτησή της με συγκλονιστικά
ποιήματά της με θέμα τον αγώνα και τη θυσία των νέων στο Πολυτεχνείο. Γίναμε φίλοι από τότε και της ομολόγησα το θαυμασμό μου, καθώς και την παραδοχή ότι τόσα χρόνια ως εκπαιδευτικός, που πολλές φορές διοργάνωσα τη σχολική εκδήλωση μνήμης του Πολυτεχνείου 1973, δεν είχα εντοπίσει πιο κατάλληλα ποιήματα για την περίπτωση και ανακύκλωνα, το ίδιο και άλλοι συνάδελφοι, δυο-τρία γνωστά από τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια ποιήματα. Παραθέτω ένα από αυτά τα ποιήματά της και μπορείτε να κρίνετε και εσείς:

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

Έφυγε απ’ το σπίτι αξύριστος.
Με μια πένα στο χέρι
και ένα βιβλίο υπό μάλης.
«Πού πας έτσι;» τον μάλωσε
η μάνα του.

Της τον φέραν τ’ άλλο πρωί ξυρισμένο.
Με ένα χέρι.
Κι ένα γαρίφαλο φυτρωμένο
στο στόμα του.

«Πώς θα του σταυρώσω τα χέρια;»
ούρλιαξε.
Του δίπλωσε το ένα του χέρι
στην καρδιά.
Τον φίλησε στο ξυρισμένο μάγουλο.
«Των νεκρών τα γένια
κάποτε μεγαλώνουν»,
παρηγορήθηκε.

Κι έκλαψε τον γιο της
με γαρίφαλα δάκρυα.

Εκρηκτικός ο λόγος της Βαρβάρας Χριστιά, με κάθε λέξη κατάλληλα επιλεγμένη, «Να γίνονται εκρήξεις στ’ άκουσμά της», όπως γράφει η ίδια στο ποίημά της «Koκτέιλ Mολότοφ», τέτοια κάθε φορά, ώστε «εκείνη η λέξη η μολότοφ» …«Να σκάσει μες στα χέρια σου σαν τη διαβάσεις…» κι «Όλο κι ακούγονται απ’ τον κήπο μου εκρήξεις…» Έτσι είναι η γραφή της, «μ’ αλατισμένες λέξεις», που να χτυπάνε στην καρδιά προκαλώντας δυνατά συναισθήματα, αλλά και κινητοποιώντας τη σκέψη, το διαλογισμό.
Μετά την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής της «Ασυμφωνία Τύπου Ξι» όπου μας προβληματίζει με τη διαπίστωση:

«Όλα τα ποιήματα που θέλαμε να γράψουμε
μας πρόλαβαν και τα ’γραψαν
οι παρελθόντες ποιητές.
Όλες τις επαναστάσεις που θέλαμε να κάνουμε
μας πρόλαβαν και τις έκαναν
οι παρελθόντες επαναστάτες»,

έρχεται η Βαρβάρα να μας εκπλήξει πάλι με τη νέα ποιητική συλλογή, τη «Δευτερολογία» της και να μας πιστοποιήσει με την εξαιρετική γραφή της πως η πραγματική ποίηση δεν τέλειωσε με τους παρελθόντες ποιητές, όχι γιατί στις μέρες μας πλεονάζουν όσοι γράφουν ή φαντασιώνονται πως γράφουν ποίηση, αλλά γιατί (κι ας μας πρόλαβαν οι παρελθόντες
επαναστάτες) ο στίχος της είναι πραγματικά επαναστατικός, όταν μας προτείνει, πάλι με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου, «φρέσκο γαλβάνι στα ιδανικά που σκούριασαν»:

«Κάποιοι νεκροί
δεν θέλουν ησυχία.
Δεν θέλουν καντηλέρια κι άσπρα μάρμαρα.
Θέλουν η τέφρα τους να ίπταται στον άνεμο
στων λεύτερων πνευμάτων την ανάσα
να τρυπώνει.
Κάποιοι νεκροί
δεν την αντέχουν την ανάπαυση.
Ζητούν γροθιές σφιγμένες να υψώνονται.
Ζητούν κραυγές
και ουρλιαχτά ψυχής ν’ ακούγονται
φρέσκο γαλβάνι στα ιδανικά που σκούριασαν.
Κάποιοι νεκροί
έχουν για σπίτι τους το στέρνο μας
καντήλι πρέπει τους, η φλόγα της ψυχής μας.
Αν ξεχαστούν, θυμώνουν και στοιχειώνονται
κι έρχονται νύχτα στη συνείδηση ερινύες.
Κάποιοι νεκροί,
– βαθιά σου κράτα το –
κάποιοι νεκροί, αν ξεχαστούν, πεθαίνουν»
(17 Νοέμβρη 2019)

Προτρέπει τον καθένα μας να κάνουμε «Μικρές Αναστάσεις», μικρές επαναστάσεις στην καθημερινή ζωή μας, για να μην τελματώσει η ζωή μας, η προσωπική και η συλλογική, που διαπιστώνουμε συχνά πως έτσι γίνεται με τόσα άσχημα που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια (μήπως ανέκαθεν συνέβαιναν;) και όχι απλώς μας τελματώνουν, αλλά και μας φέρνουν πίσω, σε καιρούς που τα κοινωνικά δικαιώματα φάνταζαν …όνειρο θερινής νυκτός και μοιάζει η ζωή μας ένας αγώνας του Σισίφου!…

«Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ
σε αίθουσες χειρουργείων,
σε χαμηλοτάβανα σχολειά,
σε στοές ανθρακωρυχείων,
σε χούφτες που από καρφιά αιμορραγούν
μα σφίγγονται κι υψώνοντ’ από περηφάνια.

Για κείνες τις μικρές αναστάσεις,
της ανεμώνης που σπάει την πέτρα και ανθίζει, …»

για να καταλήξει με ελπίδα:

«…Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ,
που όσες σταυρώσεις κι αν προηγηθούν,
πάντα κι αλάνθαστα στην ώρα τους, θα φθάνουν»

Μια εσωτερική προσωπική επανάσταση διαπιστώνει κανείς στους παρακάτω
στίχους, με μια αυτοκριτική, που πολλοί θα έπρεπε να κάνουν για τα πιστεύω τους και την κοινωνική συμπεριφορά τους:

«…Εγώ που έριξα πειθήνια τις βολές,
όταν διέταξαν το «πυρ» οι αφεντάδες,
έβαλα χέρι στη σκανδάλη αβλεπεί,
κι απέναντι – για σκέψου – άνθρωποι ήταν.
κι απ’ το βαπόρι που μπατάριζε γυρτό
πρώτη σαλτάρισα μέσ’ στη σωσίβια λέμβο.

Εγώ, που άφαντους εξύμνησα θεούς
και τον μικρό θεό – τον άνθρωπο – αγνοούσα.
Με συντριμμένη
τεθλασμένη τη φωνή
μιλώ λοιπόν και ισόβια με δικάζω.

Μιλώ εγώ, μιλάς εσύ
οι «ως άνθρωποι φερόμενοι» εμείς.
Μα τι να πούμε;
Τη γύμνια της ψυχής μας μαρτυρούμε.

Ας καταδικαστούμε!»

Μα και στα προσωπικά συναισθήματα, όπως ο έρωτας, αναφέρεται η ποίηση της Βαρβάρας με ξεχωριστό τρόπο, ο έρωτας που μπορεί να περιμένει να εκφραστεί, σαν
«Σφιγμένοι φθόγγοι πάθους
σε λήθαργο στον ουρανίσκο»,
αυτό το έντονο συναίσθημα, που «Αν είναι να σε πνίξει, θα σε πνίξει»,
αφού
«…Α, μη με ρωτάτε αν έζησα κάποιον μεγάλο.
Έρωτας και μικρός, δεν γίνεται!» ομολογεί η Βαρβάρα Χριστιά.

Και πόσο όμορφα όνειρα μας προκαλεί το ποίημα με το οποίο κλείνω αυτή τη μικρή παρουσίαση, γεμάτο τόση ευαισθησία!…

Του φεγγαριού

Να ’πιανα, λέει, το φεγγάρι
σε μια απόχη
την ώρα που βουτάει να κοιμηθεί
στη θάλασσα,

να το ’κρυβα κάτω απ’ το προσκεφάλι σου
κι όπως θα γείρεις να πλαγιάσεις
να φωτιστούν στο φεγγαρόλουτρο
τ’ αποψινά σου όνειρα.

Κι όλα τα πέλαγα ας έμεναν
– τούτη τη νύχτα μόνο –
σκοτεινά,
ν’ αναζητούν το φως στους φάρους, τ’ άγρια κύματα

και εγώ
εκεί,
ακλόνητος κυματοθραύστης σου,
να μη σε βρέξει δάκρυνη σταγόνα από φουρτούνα.

Αχ, να ’πιανα, μόνο, το φεγγάρι σε μια απόχη!

.

ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΚΑΤΣΙΔΗΜΑ- ΛΑΓΙΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 17/9/2022

Το υλικό σώμα της λέξης

Από τις άυλες μορφές τέχνης, η ποίηση είναι η πλέον συμπαγής· πιο σωστά, ίσως, έχει τη δυνατότητα να είναι η πλέον συμπαγής, με δεδομένο ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων αδικείται καταδικαζόμενη σε επιτηδευμένη αερολογία. Το υλικό της σώμα, η λέξη, και πολλές φορές ούτε καν αυτή, πολλές φορές αντί της λέξης ένας μεμονωμένος φθόγγος ή η τεχνητή, εκεί που πρέπει, σιωπή, η εσκεμμένη δηλαδή αποσιώπηση, επιδρούν με τρόπο σχεδόν μεταφυσικό στο θυμικό, και μας οδηγούν σε μία terra incognita · στη γη του εσώτερου κρυμμένου εαυτού· στην πατρίδα του μεγάλου, όπως τελικά αποδεικνύεται, αγνώστου, κερδίζοντας έτσι σπιθαμή προς σπιθαμή το δρόμο προς την αυτογνωσία. Έρχεται η ποίηση, κι έτσι ριγμένοι όπως είμαστε ανάμεσα στις μυλόπετρες της καθημερινότητας, φωτίζει την ουσία μέσω κυρίως του κοινού βιώματος. Ως εκ τούτου η μία συντριβή, η φθοροποιός, η ατελέσφορη, η μάταιη, ηττάται κατά κράτος από τη γλυκιά και γόνιμη συντριβή της αληθινής επικοινωνίας που μας δωρίζεται μέσω του στίχου. Ανακαλύπτουμε τον Άλλο που φυτοζωεί μέσα μας και βρίσκεται σε υπαρξιακό λήθαργο και του οποίου η αξία έγκειται στη συνειδητοποίηση πως η αληθινή ουσία βασίζεται στην συν – ουσία, στην ώσμωση, με τον κάθε Άλλο. Η ποίηση δηλαδή για να μην αδικείται, για να είναι πυκνή, εκπληρώνοντας τη δική της εγγενή ενδελέχεια, που είναι να ταξιδεύει από το ατομικό στο κοινωνικό γίγνεσθαι κι αντίστροφα, από το συλλογικό στη γόνιμη και θρεπτική μοναξιά του ατομικού βιώματος, για να διαδραματίζει δηλαδή τον πολιτικό – με την πλατωνική έννοια του όρου – ρόλο της, η ποίηση πρέπει πάντοτε να διατηρεί το αρχικό της π. Να μην το χάνει ποτέ. Και μάλιστα όχι κεφαλαίο· το αντίθετο, όσο πιο διακριτικό γίνεται. Εξυψώνεται κι άρα εισακούγεται, μόνο ψιθυρίζοντας, ποτέ φωνασκώντας.
Μία τέτοια γραφή είναι κι η γραφή της Βαρβάρας Χριστιά. Με αρετές που τείνουν να γίνουν σπάνιες. Γεμάτη ειλικρίνεια, καθαρότητα, ευαισθησία, σοφή οικονομία στην έκφραση, αριστουργηματική και τόσο ανακουφιστική απλότητα. Ανακουφιστική, μέσα στον κυκεώνα της σύγχυσης που επικρατεί περί του υπερρεαλισμού (λογοτεχνικό ρεύμα που εξαιτίας ίσως της φύσης του εύκολα πέφτει θύμα κακής «χρήσης») και μέσα στον κυκεώνα της παραπλάνησης πως η ποιητική γραφή οφείλει να είναι κρυπτική, σκοτεινή, κοινώς ακαταλαβίστικη. Σύγχυση που συχνά οδηγεί σε γκρεμούς φαιδρότητας επιδεινούμενης διαρκώς από τη μη συναίσθηση αυτής καθεαυτής της φαιδρότητάς της. Η γραφή της Βαρβάρας Χριστιά βαδίζει με βήμα σταθερό στον λείο αλλά ταυτόχρονα τόσο δύσβατο, για λόγους άσχετους με αυτήν, δρόμο της ποιητικής αλήθειας. Στέκεται με γενναιότητα κι ομολογεί :
Εκείνο που πιότερο με πονά/ εκείνο που με καταβάλει/ είν’ το κρυφό σημάδι/ απ’ τη μάχη που φοβήθηκα να δώσω// Κι αμαχητί/ σ’ άτιμο βόλι παραδόθηκα// Κι αν έχει θρέψει απ’ έξω η πληγή/ μέσα στα τρίσβαθα η ψυχή/ κρυφά φλεγμαίνει.
Βυθοσκοπεί με ματιά διεισδυτική τα ανθρώπινα κι εμπνέεται τόσο από γεγονότα εσωτερικά όσο κι από την εξωτερική πραγματικότητα, θραύσματα της οποίας επιτυγχάνει να αποδώσει με αυτοτελή, το καθένα ενότητα, βαθύτητα και κυρίως προοπτική του χρόνου. Ο διαχρονικός στίχος είναι ένα στοίχημα που δύσκολα κερδίζεται. Ο στίχος που ακόμα κι αν γράφτηκε για παράδειγμα τον 6ο αι. π.Χ. από τη Σαπφώ παραμένει πάντοτε σύγχρονος. Στο ποίημα Μικρές Αναστάσεις, το οποίο κατά τη γνώμη μου θα κοσμήσει ανθολογίες του μέλλοντος γράφει :
Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ/ σε αίθουσες χειρουργείων/ σε χαμηλοτάβανα σχολεία/ σε στοές ανθρακωρυχείων/ σε χούφτες που από καρφιά αιμορραγούν/ μα σφίγγονται κι υψώνονται από περηφάνια.// Για κείνες τις μικρές αναστάσεις/ της ανεμώνης που σπάει την πέτρα κι ανθίζει,/ της ανασαιμιάς που επιμένει/ σε βομβαρδισμένα σπιτιών κουφάρια,/ του επαίτη που κόβει τη μπουκιά στα δυο/ και με τ’ αδέσποτο μοιράζεται του χεριού που απλώνεται/ στον ναυαγό, στην πόρνη, στον εξαρτημένο,/ του στόματος που λέει/ «αγάντα αδερφέ μου και θ’ αντέξουμε»/ της αυλής που μοσχοβολάει ασβέστη/ της τσιγγάνας που χορεύει στα λασπόνερα/ της καλημέρας/ της ελπίδας,/ της συγγώμης των παιδιάστικων βλεμμάτων,/ του «σ’ αγαπώ που ψιθυρίζει ο ερωτευμένος.// Αυτών, που το φεγγάρι στη χάση του τ’ αρπάζουν και μ’ ένα γέλιο τους το μετατρέπουν σε πανσέληνο.// Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ/ που όσες σταυρώσεις κι αν προηγηθούν,/ πάντα κι αλάνθαστα στην ώρα τους, θα φθάνουν.
Δε θα μπορούσε να αποτυπωθεί ευκρινέστερα νομίζω και πιο επιδραστικά η νίκη της ζωής και της ανθρωπιάς επί του θανάτου, του όποιου θανάτου. Είναι μια νίκη επί της ηττοπάθειας και του πεσσιμισμού, η οποία πείθει για το αναπόφευκτο της έλευσής της. Το «θα μιλώ» προδίδει ειλημμένη απόφαση μετά από προηγηθείσα εσωτερική διαβούλευση, απόφαση που συμπαρασύρει με την πρωτοπρόσωπη αμεσότητά της και τον αναγνώστη. Αχνοφαίνεται σαν κατακλείδα, σαν ρυθμική επωδός και στο δικό μας στόμα ανάλογη απόφαση, ανάλογη δέσμευση αντίστασης. Σα να ψιθυρίζει ο καθένας μας στο τέλος του ποιήματος : «Κι εγώ θα μιλώ», «κι εγώ…» «κι εγώ…» Είναι σα να κάνουμε ήδη πράξη, σε χρόνο ενεστώτα πια κι όχι μέλλοντα, την αρπαγή του φεγγαριού στη χάση του και τη θαυματουργή μετατροπή του σε πανσέληνο με ένα γέλιο. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί συχνά το α’ ενικό ρηματικό πρόσωπο. Είναι απόδειξη ότι την τροφοδοτεί το προσωπικό της βίωμα, δηλαδή μια απόδειξη της στράτευσής της στην αλήθεια, την οποία κι αποτυπώνει με εκφραστική δεινότητα. Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η επιλογή ίσως να κρατούσε σε μια απόσταση τον αναγνώστη, να τον απομάκρυνε ενδεχομένως από το εκπεφρασμένο συναίσθημα, να το έβλεπε ως ξένο, ως αλλότριο. Είναι όμως η δυναμική της Β. Χριστιά τέτοια που αυτή η πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση διαχέεται άμεσα στον αναγνώστη συνεπικουρούμενη από μία μορφή που οργανικά βλασταίνει μέσα από το περιεχόμενο συνταιριασμένη πλήρως μαζί του, για να γίνει τελικά το δικό μας α’ ενικό, η δική μας εξομολόγηση, εκούσια κι ελεύθερα επιλεγμένη. Τον σεβασμό στην ελευθερία του αναγνώστη η ποιήτρια τον αποδεικνύει και μέσω της έντεχνης αποσιώπησης του β΄ ενικού, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το δρόμο για την ενσάρκωσή του σε ό,τι ο καθένας μας επιθυμεί. Το ποίημα «Στην κόγχη» είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού . Γράφει :
Εκεί θα σε κρατώ/ στην κόγχη του μυαλού.// Εκεί που ακροβατούν,/ εκεί που μετριούνται/ το απέραντο και το μικρό/ το ποτέ και το πάντα// Εκεί που γίνονται τα πιο όμορφα ταξίδια/ κι οι πιο μεγάλοι καταποντισμοί.
Τη θέση του αντικειμένου, τη θέση του «σε» στο στίχο «θα σε κρατώ», ο αποδέκτης είναι ελεύθερος να την καλύψει με τη δική του απωλεσθείσα Ιθάκη από την οποία όμως ποτέ δεν παραιτείται. Για άλλους μπορεί να είναι μία προδομένη ελπίδα, για άλλους ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, μια χαμένη πατρίδα ή η συμφιλίωση με το αναπόφευκτο κ.λπ. Θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη μνεία και στην εξαιρετική αντίθεση των δύο τελευταίων στίχων. Μου θύμισε έντονα τον συγκλονιστικό τρόπο με τον οποίο τελειώνει ο Σολωμός το πολύστιχο, αφηγηματικό του ποίημα «Ο Κρητικός». Λέει ο ήρωας που μόλις έχει καταφέρει μετά από μία τιτάνια μάχη με τα κύματα, να βγάλει την αρραβωνιαστικιά του στην ακτή : «Την απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη». Στον ίδιο στίχο η απόλυτη χαρά με την απόλυτη ματαίωσή της. «Τα πιο όμορφα ταξίδια και οι πιο μεγάλοι καταποντισμοί» γράφει η Χριστιά. Μερικές φορές η ευτυχία αποδεικνύεται μεγάλος τοκογλύφος.
Την άμεση συνομιλία του στίχου με τον αναγνώστη την κατορθώνει η ποιήτρια σε άλλες στιγμές και με την αίσθηση της καθολικότητας που αποπνέει η χρήση του α’ πληθυντικού προσώπου – του πολυσυζητημένου «εμείς». Στο ποίημα «Οίκος αντοχής» με καρυωτακική μουσική υπόκρουση και με πικρή μεν αλλά αξιοπρεπή ειρωνεία που υπογραμμίζει κι ενισχύει τον υπαινιγμό – μια από τις μεγαλύτερες αρετές θεωρώ της ποιητικής γραφής γενικά – γράφει :
Είμαστε κάτι γέρικα κόκαλα/ θρυμματισμένα από οστεοπόρωση,/ σε πόρτες παλιακές κασώματα/ φαγωμένα από σαράκι,/ κορμιά υποψηφίων εραστών/ που παραδόθηκαν στον ύπνο// Είμαστε κάτι πειρατικές κεραίες/ σκιάχτρα σε καπνοχώραφα/ φερτά υλικά στο Δέλτα του Αχέροντα,/ γριές ψαρόβαρκες στο Κάβο Ντόρο,// αμνοερίφια σε στάνες ηλεκτρονικές,/ πυώδη δάχτυλα πληκτρολογίων,/ ξερά λουλούδια του Μαγιού/ σ’ ανήλιαγα σαλόνια από μαόνι,// είμαστε// ισχνοί κι αγύμναστοι πορτιέρηδες/ στον οίκο αντοχής μας.
Σε άλλες στιγμές δε η θεματική της έχει ένα έντονο κοινωνικό πρόσημο. «Θα σας μιλώ με ποιήματα/ από κείνα τα «εκτός ύλης» μας βεβαιώνει, κι εννοεί :
Εκείνα που διαβάζονται/ από βραχνές φωνές/ σ’ υπόγεια κουτούκια/ που νύχτα γράφονται/ σε τοίχους γειτονιάς/ και το πρωί/ του δήμου η υδροβολή με μένος τ’ αφανίζει.
Η Βαρβάρα Χριστιά με τη δεύτερη αυτή ποιητική συλλογή της και γι’ αυτό ίσως κι ο τίτλος «Δευτερολογία» από τη μία αποδεικνύει τη σταθερότητα τής απόφασης να στρατευτεί στο χώρο των ιδεών κι από την άλλη προσφέρει στη σύγχρονη ελληνική ποίηση που τελεί υπό την πολιορκία του εξής οξύμωρου : πολλές εκδόσεις, ελάχιστοι αναγνώστες, έναν λόγο πνευματικά ώριμο, λογοτεχνικά άρτιο και βαθυστόχαστα ουσιώδη. Στο ποίημά της «Αμπελοφιλόσοφοι» ομολογεί : Από τους ποιητές των αμπέλων/ προτιμώ εκείνους των πεζοδρομίων. Αυτή η αυτοαναφορική προτίμησή της κατατάσσει και την ίδια στο στρατόπεδο των δεύτερων, στρατόπεδο μοναχικό αλλά περήφανο, μακριά από το τσίρκο όπως έγραψε ο Λάσκαρης, μακριά από τους ψευτοδιανοούμενους όπως τους περιέγραψε ο Χριστιανόπουλος.
facebook sharing button Sharetwitter sharing button Tweetpinterest sharing button

.

ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΥΠΟΥ ΞΙ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

“ΓΝΩΜΗ” των Πατρών 14/6/2021

Γεννήθηκε το 1968 στην ορεινή Ναυπακτία. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών. Ζει και εργάζεται στην Πάτρα. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογές, ανθολογίες,θεατρικά έργα,έχουν μελοποιηθεί, έχουν αποσπάσει διακρίσεις, βραβεία και επαίνους,έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες,ιστολόγιατης Ελλάδας και του εξωτερικού και έχουν μεταφραστείστα Αγγλικάκαι στα Ινδικά.

Έχει συμμετάσχει σε παρουσιάσεις Ελλήνων λογοτεχνών και σε εκδηλώσεις-ημερίδες ποίησης και λογοτεχνίας, καθώς και σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς ως μέλος της κριτικής επιτροπής.

Το 2019, εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πικραμένος, η ποιητική της συλλογή «Ασυμφωνία Τύπου Ξι», με 80 ποιήματα. Είναι υπό έκδοση η νέα της ποιητική συλλογή. Η Γραφή της

ΠΟΙΗΣΗ

Κι έπειτα,
τι, νομίζεις, είναι η ποίηση;

Λόγια είναι που δεν πρόλαβες να πεις.
Γράμματα που ’γραψες και ποτέ δεν έστειλες.
Φόνοι που σχεδίασες,
μα δεν είχες την ψυχή να διαπράξεις.

Επαναστάσεις είναι,
επαναστάσεις που φοβήθηκες να κάνεις.

Συγγνώμες που δεν είπες
και σε πνίγουν.
Μυστικά που σου καίν’ τα σωθικά.
Κορμιά που πόθησες,
μα δείλιασες ν’ αγκαλιάσεις.
Πέλαγα που ποτέ σου δεν αρμένισες.

Δεκανίκι είναι η ποίηση,
δεκανίκι για το σπασμένο πόδι του ποιητή.

‘Όπως δεν έχουμε ιδέα πόσο πονάει ένα λουλούδι όταν ανοίγει για πρώτη φορά τα πέταλά του, έτσι δεν ξέρουμε πόσο πονάει ο ποιητής κάθε φορά που καταθέτει λέξη τη λέξη τον λόγο του. Με βεβαιότητα, εδώ, μπορώ να πω πως, γδέρνεται η ποιήτρια, καταπίνει καρφιά, παλεύει με τη λευκότητα του κενού και τη σιωπή που την τρομάζει.

ΠΑΝΔΗΜΗ ΣΙΩΠΗ

Δες, σώπασαν κι οι ποιητές,
με βυθισμένα πόδια στην ιλύ
των εκβολών του Έβρου,
με διδυμότειχα ακροδάχτυλα
σε εικονικές σκανδάλες περασμένα.

Δες, σώπασαν κι οι ποιητές,
ηχούν μονάχα συριγμοί
από παιδιάστικα πνευμόνια στο αρχιπέλαγος,
ερπύστριες οι θύελλες
ισοπεδώνουν της Σαπφούς τη νήσο.

Δες, σώπασαν κι οι ποιητές,
με χέρια άχρηστα κουπιά,
ριγμένα στ’ ακρογιάλι
-στης πανδημίας τον καιρό
εμπύρετοι οι φόβοι –
με δισκοπότηρα και σύριγγες
κρεμάμενά τους περιδέραια,
ιχνηλατούν απελπισμένα, λέξεις

και σιωπούν,
γερνούν,
μέρα τη μέρα,
κύτταρο το κύτταρο,
φόβο τον φόβο.

Δίσεχτοι κι ύπουλοι οι καιροί, θα πεις.
Πάνδημη τούτη η σιωπή
-και με τρομάζει.

Πιστεύω πως η ποίηση είναι ένας εντελώς μοναχικός δρόμος, ένας απόλυτα ιδιωτικός χώρος, συχνά ένας πολύ προσωπικός λυγμός, ακόμα κι όταν σ’ αυτήν εντοπίζουμε οικουμενικές αξίες ή οραματισμούς πολλών ανθρώπων.

Σ’ αυτήν την απόλυτα προσωπική έκφραση, συχνά τόσο γρήγορη όσο ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων, αλλά και συχνά τόσο πυκνή που αρκούν λίγες λέξεις για να παραθέσουν ολόκληρα κομμάτια ζωής, κάθε άλλος λόγος, πλην ο λόγος τού ποιητή, περιττεύει. Και ο λόγος της Βαρβάρας Χριστιά, είναι αρκετά ευρύς και βαθύς, που κάθε άλλος λόγος μάλλον περιττεύει.

Όμως, επειδή πιστεύω, και πως η ποίηση μάς ξανασυστήνει τον κόσμο, αλλά, και κάνει πιο υποφερτή τη συνειδητοποίηση της πίκρας, θαρρώ πως έχω χρέος να καταθέσω τον σεβασμό μου απέναντι στις γραφές της

Η συνειδητοποίηση της πίκρας και της αγανάκτησης , στο ποίημα με τον τίτλο «Τα Χριστούγεννα του Αιλαν» οι εικόνες γίνονται δυο χούφτες, που αντί να κρατούν από ένα μήλο, κρατούν τη θλίψη για κάποια χαμένη άδικα ψυχή:

Τα Χριστούγεννα του Αϊλάν

Ρηχή η μνήμη
μα η θάλασσα βαθιά.
Λύκοι οι άνθρωποι Αϊλάν
και βέβηλες οι μέρες.
Κι εσύ πεσμένος μπρούμυτα,
ακόμη με στοιχειώνεις.
Κοχύλια πια σου σμίλεψε
στα μάτια σου το κύμα.
Οι κόρες τους ορθάνοιχτες,
σμαράγδια παγωμένα.

Πες μου κρυώνεις τώρα εκεί;
Πες μου,
πεινάς; διψάς; φοβάσαι;
Φτερούγισε τα χέρια σου
στ’ αστέρια να στεγνώσουν.

Στο αρμυρό κρεβάτι σου
κρινάκια να ανθίσουν.

Χριστούγεννα είναι Αϊλάν
μα πέρασες στη λήθη.
Παιδί αντίπαλου θεού
σε σκέπασε η άμμος.
Συγχώρα με που σε ξυπνώ,
κοιμήσου άγγελέ μου.
Με όνειρα γαρύφαλλα
χτίσε απαρχής τον κόσμο.
Με της Αγάπης τα υλικά
ξαναθεμέλιωσε τον.

Να ’χει μια φάτνη να χωρά,
παιδιά ξεριζωμένα.

25/12/2017 Για τον μικρό πρόσφυγα Αϊλάν, που πνίγηκε στο Αιγαίο

Οι ποιητές κατοικούν στην ποίηση και η ποίηση κατοικεί εντός τους. Μια σχέση αλλόκοτη, παράξενη, ανερμήνευτη. Ενίοτε γράφουν για ν’ αποκαλύψουν, αλλά κάποιες φορές γράφουν και για να κρύψουν. Κλειδί για την αποκρυπτογράφηση είναι ο συναισθηματικός κόσμος τού αναγνώστη. Το κλειδί για την ποίηση της Βαρβάρας είναι ίσως να διαβάσουμε το ποίημα τόσες φορές, όσες να μας δώσει την πεποίθηση ότι το κάναμε δικό μας, σαν ο ποιητής να το έγραψε για μας και μόνο.

Φως

Παραμονή Χριστούγεννα
κι η πόλη απαστράπτουσα
βουίζει
βεβηλωμένη από ανόητα βήματα.

Κάποια κρυστάλλινη παλάμη
επαιτεί καρτερικά λίγη αγάπη.
Απλώνω άδειο το μάλλινο χέρι μου.
Ένας λευκός σπινθήρας ξεπηδάει στο άγγιγμα.

«Θα ’ναι το φως των Χριστουγέννων»
συλλογίστηκα.

Κι άκουσα κάπου απόμακρα
ένα μωρό να κλαίει.

Ο κόσμος, όπως διαμορφώνεται μέσα στην ποιητρια μετριέται μ’ έναν θρυμματισμένο χρόνο στα όρια του «είναι» και του «αισθάνομαι». Μετέωρες σκέψεις εκεί που η λύτρωση κοστίζει όσο και η ελευθερία.

Ποιος χρόνος; Ο γραμμικός; Ο κυκλικός; Ή αυτός που μας ζητά τα ρέστα μιας ζωής για όσα διστάσαμε να ζήσουμε;

ΜΙΚΡΕΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ

Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ
σε αίθουσες χειρουργείων,
σε χαμηλοτάβανα σχολειά,
σε στοές ανθρακορυχείων,
σε χούφτες που από καρφιά αιμορραγούν
μα σφίγγονται κι υψώνοντ’ από περηφάνια.

Για κείνες τις μικρές αναστάσεις,
της ανεμώνης που σπάει την πέτρα και ανθίζει,
της ανασαιμιάς που επιμένει
σε βομβαρδισμένα σπιτιών κουφάρια,
του επαίτη που κόβει τη μπουκιά στα δυο
και με τ΄ αδέσποτο μοιράζεται,
του χεριού που απλώνεται
στον ναυαγό, στην πόρνη, στον εξαρτημένο,
του στόματος που λέει
«αγάντα αδερφέ μου και θ΄ αντέξουμε»

της αυλής που μοσχοβολάει ασβέστη
της τσιγγάνας που χορεύει στα λασπόνερα,
της καλημέρας,
της ελπίδας,
της συγγνώμης,
των παιδιάστικων βλεμμάτων,
του «σ΄ αγαπώ» που ψιθυρίζει ο ερωτευμένος.

Αυτών, που το φεγγάρι στη χάση του τ΄ αρπάζουν
και με ένα γέλιο τους το μετατρέπουν σε πανσέληνο.

Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ,
που όσες σταυρώσεις κι αν προηγηθούν,
πάντα κι αλάνθαστα στην ώρα τους, θα φθάνουν.

Το συναίσθημα της βρίσκεται σε μια περιδίνηση σχεδιασμού, εντοπιότητας, παράδοσης και αυτόβουλης έκφρασης στο κοινωνικό πεδίο που κινείται το άτομο. Η διάθεση της επικοινωνίας, της συνέκφρασης, της κοινωνικής αντιστοίχησης και διαδρομής, της προσωπικής βούλησης του ατόμου, γίνεται σταδιακά ένας οίστρος πανερωτικής προσέγγισης της, σ΄ όλο το μεγαλείο της λαϊκής έκφρασης, της απλότητας και της περιεκτικότητας που συνυπάρχει στο γλωσσικό μας δυναμικό, της ανθρώπινης πάντα, συμπεριφοράς, σ΄ ένα πεδίο σεβασμού, αλληλοεκτίμησης και βαθύτατης αγάπης, σ΄ όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις που έχει η λαϊκή μούσα της ποίησης, το ομόηχο και το μετρικό της απόδοσης του στίχου και το εσωτερικό φλόγιστρο της ελεύθερης έκφρασης και διατύπωσης.

Η Βάρβαρα Χριστιά προσεγγίζει, με λυγερή παράθεση στίχων, ό,τι ο νους και η καρδιά, στη παρόρμηση της στιγμής, αγγίζει και αγιάζει τον έσω άνθρωπο της βιοτής, του ταξιδιού, της μητρότητας, της θυσίας, της αγάπης, της δοκιμασίας, της συστολής και της αυθορμησίας του λόγου, στα κοινωνικά μας πράγματα. Μέσα σ΄ ένα πεδίο πολυθεματικής και κοινωνικής παράδοσης και κουλτούρας, ανιχνεύει και ποιητικά ερμηνεύει τον άνθρωπο, από τη γέννησή του ως τα στερνά του, στη μετρική της απλότητα, θέλοντας και επιδιώκοντας η ποίηση, σ΄ όλες τις εκφάνσεις της ζωής, να γίνεται το αναπόσπαστο βάθρο της ψυχικής και αισθητικής πανέκφρασης και συνδιαλλαγής των ανθρώπων.

Με πηγαιότητα ποίησης ρέουσα, κεντρωμένη τις ρίζες και τις πηγές της ποίησης, με ουσιαστική προσέγγιση στα καθημερινά μας και με πολλά στοιχεία καλοκάγαθης διάθεσης και πρόσβασης στη ζωή, ενωτίζεται τα γεγονότα και με πραγματικό και Μεράκι μας τα προσφέρει.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

Έγρουζε ο χειμώνας,
πυκνή η αντάρα
πνιχτοί καπνοί από τζάκια
και μυρωδιά από ξύλο εμποτισμένο.
Γέρναν τα δέντρα.
Θαρρείς βαστούσαν ακόμη κρεμασμένους
από καιρό πολέμου στα κλαδιά τους.

Έπιασε να χιονίζει.
Μα ένα χιόνι αλλιώτικο.
Όπου επάνω του έπεφτε
κόκκινα ανθίζαν τριαντάφυλλα.

Κι αυτός νεκρός από καιρό
-με πράξη ληξιαρχική
δηλώσεις δημάρχων και παπάδων-
σήκωσε τα μισολιωμένα του μανίκια
έπιασε να τσακίζει τα κλαδιά
και ν΄ αρμαθιάζει προσανάμματα και ξύλα.

«Χριστούγεννα είναι» συλλογίστηκε
«και τα παιδιά της γης κρυώνουν».

Η Βαρβάρα μας παίρνει από την πλανερή καθημερινότητα και με το μαγικό της μανδύα, μας επιτρέπει την είσοδο στον κόσμο των ιδεών, όπου η αλήθεια και το συναίσθημα συναντώνται σε μια αρμονία που μόνο αυτή καταφέρνει να συνθέσει.

Εμείς οι άλλοι την ευγνωμονούμε για αυτές τις στιγμές που μας προσφέρει.

Στη σημερινή εποχή όπου η φαντασία είναι εξαιρετικά φθαρ­μένη ο εαυτός δεν αναγνωρίζει τον ίδιο του τον εαυτό η δε δυσκο­λία να συνεννοηθεί μαζί του τεράστια ως επίσης και δύσκολο το έργο να τον αναλάβει και να τον διαχειριστεί, όπου οι απλές ερω­τήσεις πληθαίνουν οι δε αινιγματικές απαντήσεις περισσεύουν και γίνονται ταυτόχρονα σοφιστείες. Μέσα σ’ αυτή τη συγχορδία των ασυμφωνιών έρχεται η Βαρβάρα και καθώς η ποίηση προη­γείται της σκέψης και η σκέψη προηγείται της φιλοσοφίας και την υπερβαίνει το δε μυστικό της ποιητικότητας δύσκολα εξιχνιάζεται με τρόπο ποιητικά γαλήνιο, γλαφυρό, μας εισάγει σε ένα γνώριμο πεδίο και μα δίδει το λυτρωτικό νόημα της ζωής όπου η τελική του σκέψη ώριμη κι αξιωμένη συνοψίζεται στην απλή αλήθεια ότι ο εαυτός μας και οι άλλοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ίδιου αστερισμού.

Με αποκορύφωμα και σημείο αναφοράς στην ποίηση της ότι το εσώτατο μυστικό κρύβετε από την κατανόηση διαφεύγει προς το παρελθόν, αγνοείται από το παρόν, και διαφεύγει προς το μέλλον.

Αγαπητή μου Βαρβάρα , περιμένουμε με λυτρωτική αγωνία το νέο σου έργο, μέσα στην άνυδρη λογοτεχνική μας εποχή. Αυτό που σε διακρίνει είναι η ικανότητα να αξιολογείς τους κραδασμούς που δέχεσαι και να τους μετουσιώνεις σε στίχους «Σε στιγμές κραδασμών και αναζήτησης γαλήνης» Ο λόγος σου μεστός και απέριττος μας οδηγεί στα μονοπάτια της αναζήτησης και μαζί του περιπλανιόμαστε στα βαθύτερα νοήματα του λόγου.

Εμπνέεσαι και με τους στίχους σου εκφράζεις βαθιά αισθήματα αγάπης, πίστης, συνέ­πειας, ελπίδας, αλτρουισμού, αυτά που ονομάζονται «σμαράγδια», για να διανύσει τους ατραπούς της πεζής καθημερινότητας μας

Είναι παρήγορο στη σημερινή εποχή να υπάρχουν φωτεινά μυαλά, ευαίσθητες ψυχές, που καθημερινά τοποθετώντας το λι­θαράκι τους στο ανθρώπινο οικοδόμημα, ξεφεύγουν από τη γήινη πραγματικότητα, και εισέρχονται με όραμα στο χώρο της νόησης και της σκέψης. Μια στάση ζωής δοσμένη με την ευαίσθητη πέννα της Βαρβάρας

ΓΥΝΑΙΚΑ

Δώδεκα χέρια ξεδυπλώνεις
από την καρδιά.
Απ’ την παλάμη σου σαν πετονιά
η γραμμή ζωής,
κεντάει αόρατα αγάπη
σε καμβάδες.
Με δύο πόρους μυστικούς
θηλάζεις τη ζωή,
σβήνεις την πείνα του παιδιού,
δαμάζεις την ορμή του άντρα.
Με δάκρυ απήγανο
ξορκίζεις μάγισσες κακές και ξωτικά.
Φοράς στην πλάτη σου
θύελλες πανωφόρια.
Στ’ αχτένιστά σου
τα νυχτερινά μαλλιά
νέα φεγγάρια ηλεκτροδοτούνται.
Βαθιά στα σπλάχνα σου
θεμελιώνεις τη ζωή.
Γιατί εσύ
γεννήθηκες Γυναίκα.

Αγαπητή μου Βαρβάρα Σου εύχομαι ολόψυχα να έχεις μια μακρόπνοη και ευδόκιμη πορεία και να φτερουγίζεις σαν ταξιδιάρικο πουλί μέσα στους χώρους του έντεχνου λόγου.

Είσαι ζωντανός άνθρωπος του καιρού μας, που ξέρει να οδεύει σταθερά με νεανική ορμή και με τα πλούσια βιώματα που έχεις, ας μείνεις, ως το τέλος, η συνείδησης της πνευματικής μας κοινότητας.

Κλείνω με την ευχή να έχεις την Υγεία σου να είσαι χαρούμενη και ευτυχισμένη κοντά στους δικούς σου ανθρώπους και οι στόχοι σου πάντα να ικανοποιούνται. Επίσης σου εύχομαι πάντοτε οι στίχοι σου να λάμπουν σαν ήλιος μέσα στα πνευματικά σκοτάδια και να ακτινοβολούν ευφρόσυνα, ευφλόγιστα, λυσιτελή και λυτρωτικά συναισθήματα μέσα σε κάθε διψασμένη ψυχή.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

7/2019

Σύντομη κριτική μου στο ποιητικό ΄΄ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΥΠΟΥ ΞΙ΄΄ εκδ.ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ–2019.της Β.Α.Ρ.Β.Α.Ρ.Α.Σ …Χ.Ρ.Ι.Σ.Τ.Ι.Α
Με την ΄΄Ασυμφωνία τύπου Ξι΄΄ παρέρχεται η ποιήτρια τα εφήμερα, σαν ύστατη ώθηση, ψυχικής και ποιητικής αυτάρκειας-δοκιμασίας και λύτρωσης, συλλέγοντας ώρες-εποχές και συναισθήματα, από τα δρώμενα της ζωής ,μεγεθύνοντας ποιητικά, τα ερεθίσματα του καιρού της, μ΄ ένα πρωτόφαντο δέος-αλήθειας και καρτερίας. Γράφει σελ. 8,΄΄Να αποκλίνω από τις νόρμες,// Να δραπετεύω από τις ευταξίες.//…ξορκίζω έμβρυες αναστολές, // φυτεύω λέξεις στο νωπό μου στήθος΄΄, στη σελ.9, ΄Όταν ο ναυτικός αρνηθεί τη θάλασσα // ένας άσπρος γλάρος // ακρωτηριάζεται //…Ένα δελφίνι //σέρνεται θρηνώντας στ΄ αρμυρίκια //…αυτή δεν έχει λόγο να υπάρχει΄΄. Ανταριασμένη, με τις απροσδόκητες συμπληγάδες του καιρού, φωτισμένη με τον ήλιο που καίει τα σωθικά της, στραγγισμένη ΄΄με γαρίφαλα δάκρυα΄΄,για τα Πολυτεχνεία της καθημερινότητας, μεγαλωμένη με τη μοσκοβολιά της αγάπης που στάζει ελπίδα δημιουργίας και ποίησης, γράφει σελ.15,για την Ποίηση, ΄΄Γράμματα που΄ γραψες και ποτέ δεν έστειλες //…επαναστάσεις που φοβήθηκες να κάνεις // Συγγνώμες που δεν είπες // και σε πνίγουν // Μυστικά που σου καίν΄ τα σωθικά //…δεκανίκια για το σπασμένο πόδι του ποιητή΄΄. ΄΄Ικέτιδα τις ανθισμένης ματιάς ΄΄της κόρης της ζυγιάζει το πρόσωπο του χρόνου, διαβλέποντας-πάντα -την ανάγκη της εγρήγορσης και της αντίστασης, στις διερχόμενες ουτοπίες της εποχής, της έκφρασης και της πράξης. Γράφει σελ.34.΄΄ Αχ, πόση Πρέβεζα έχει απόψε η καρδιά μου΄΄ [!!!!] Στα ποιήματα, αφιερωμένα [ τίτλοι ποιημάτων ] όπως …΄΄Στη Γυναίκα–στον Πατέρα–στη Ναύπακτο-στις Νυχτερινές Αναδιπλώσεις, στη Μητέρα Φύση-στην Αφωνία των Καιρών-στην Αρτιμέλεια της Ψυχής-Την έλεγαν Ελευθερία΄΄ κλπ, προσμετράει και ξορκίζει τα μέλλοντα, θεμελιώνει και προβάλει την ευθύνη και το μέγεθος της κοινωνικής ποιότητας των πραγμάτων, σημαδεύει και αναδιπλώνεται στο ποικίλο πρόσωπο της εποχής και στο εύρος της ΄΄περίσκεψης΄΄ και της αιώρησης των συναισθημάτων, όταν γράφει σελ. 58 για τη Μητέρα Φύση ΄΄…θλιμμένες οι ρίζες της ιτιάς //…Θανάσιμα θρηνείς τραυματισμένη //…στα υγρά σου σωθικά // έθαψα ανίερες συναλλαγές //…Εξάχνωσα κι απόσταξα // το πόσιμό σου δάκρυ //…πόση συγχώρεση ακόμη // θα μου δώσεις ; ΄΄ και στη σελ, 59, ΄΄φωτιά και θάλασσα είν΄ μαζί // μπαρούτι και λιβάνι ΄΄ και στη σελ,71,΄΄Κοφτερά πτερύγια οι λέξεις // σφαδάζουν τον ουρανίσκο μου // …Πυρακτωμένες οι αντιστάσεις // …Ατενίζω το θλιβερό μου είδωλο // σε ραγισμένο κάτοπτρο // …Κρύβω μονάχα πύρινη κραυγή // βαθιά στα σωθικά μου πακτωμένη ΄΄. Ποίηση που γίνεται ένας διαρκής διασκελισμός ενόρασης-συναισθήματος-διαλογισμού και προσωπικής οδοιπορίας, και αυτοέλεγχος των γεγονότων [ προσωπικών και κοινωνικών ]-πάντα- συνοδευόμενος με την τρέχουσα πραγματικότητα και την αυτολύτρωση και δικαίωση των πραγμάτων της ζωής, όταν γράφει σελ. 70 ΄΄…έσβησε το φεγγάρι // κι έφυγε // Κανένας δεν μπορεί να αγγίξει πια // τις θωρακισμένες της αναμνήσεις ΄΄.Η ποιήτρια γεννήθηκε στην ορεινή Ναυπακτία. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπ. Πατρών .Εργάζεται στην Τεχν. Υπηρεσία της Εθνικής Τράπεζας και κατοικεί στο Ρίο Πατρών. Έχει δύο κόρες. ΄΄ Η Ασυμφωνία Τύπου Ξι΄΄, είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
Καλοτάξιδο και καλοπόρευτο στη ζωή και στη λογοτεχνία το βιβλίο σου φίλτατη Βαρβάρα Χριστιά, και κάθε καλό στη ζωή σου.

.

Λ. Δ. Παπαδάκης 

συγγραφέας

Είναι ζητούμενο να έχουμε σύγχρονούς μας συγγραφείς ποίησης, που να είναι ολοκληρωμένα άτομα, δηλαδή συνειδητοποιημένοι πολίτες. Μια τέτοια συγγραφέα βρήκα στο πρόσωπο της Βαρβάρας Χριστιά, διαβάζοντας την ποιητική της συλλογή «Ασυμφωνία Τύπου Ξι»: «Όλα τα ποιήματα που θέλαμε να γράψουμε / μας πρόλαβαν και τα ’γραψαν / οι παρελθόντες ποιητές. / Όλες τις επαναστάσεις που θέλαμε να κάνουμε / μας πρόλαβαν και τις έκαναν / οι παρελθόντες επαναστάτες. // Κι εμείς τώρα, / τόσο άδειοι από ποίηση και επανάσταση, / τόσο άδειοι από ιστορία, / εμείς / γράφουμε τη σπαρακτικότερη. // Εκείνη / που τα βιβλία του μέλλοντος θ’ αποκαλούν / Ανιστόρητη Ελληνική Ιστορία» (Ανιστόρητη Ιστορία, σ. 66).
Η ποιητική της έκφραση σχετίζεται με την άρνησή της να ζήσει με τις συμβάσεις που συνέχουν την κοινωνία μας, ιστορικές και ερωτικές: «…Να αποκλίνω από τις νόρμες. / Να δραπετεύσω από τις ευταξίες…» (Ωριμανθοί, σ. 8). Η ρήξη θεατροποιείται σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, στην παραλία Ξι τής Κεφαλονιάς. Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι τού ποιήματος, με το οποίο και ανοίγει το βιβλίο, που αποδίδουν το πάθος τής γυναικείας φύσης, πάθος που τρομάζει τους ανασφαλείς, όμως συναρπάζει και εμπνέει έναν άντρα: «…Κι εσύ στεγνός / και πελιδνός από της πόλης το σαράκι / –σιδερωμένος, μαζί με το σακάκι σου– / σάζοντας τον κόμπο / της κυβισμένης σου γραβάτας / και ατενίζοντας το πέρα-υπερπέραν σου / (με τα οσάκις, τα συχνάκις, τα πολλάκις σου) / για αστούς και για μαστούς / μόνο μου μίλαγες. // Ξένος, ξινός και ξιπασμένος. (…)» (Ασυμφωνία τύπου Ξι, σ. 7).
Αυτή η γυναικεία φύση γεννάει το «σ’ αγαπώ», μια λέξη που και μισοειπωμένη ακόμη χτίζει αποξαρχής τον κόσμο. Μάλιστα εκδηλώνει η γυναίκα την αγάπη της, την ίδια στιγμή που η ζωή φροντίζει να την μισερώνει: «Στα μισογραμμένα ποιήματά μας. / Στα μισοτραγουδισμένα μας τραγούδια. / Στα μισοειπωμένα «σ’ αγαπώ» / Στις μισοπαρμένες αποφάσεις. / Στις μισοτελειωμένες αγκαλιές. / Στα μισοπνιγμένα δάκρυά μας. / Στα μισογεμάτα μας ποτήρια. / Στα μισογκρεμισμένα όνειρά μας. // Σε όλα εκείνα τα μισά / που μισούμε, / κι ήταν ολόκληρη η ζωή μας» (Αφιερωμένο, σ. 81).
Η ποιήτριά μας καταθέτει τις σκέψεις της και για όσα δοκιμάζουν την ανθρωπιά μας, προσέχοντας να μην περιορίζεται σε σχολιαστικές διατυπώσεις. Εύχεται για τον Αϊλάν, τον μικρό πρόσφυγα που πνίγηκε στο Αιγαίο τα Χριστούγεννα του 2017: «…Να ’χει μια φάτνη να χωρά / παιδιά ξεριζωμένα» (Τα Χριστούγεννα του Αϊλάν, σ. 38).
Στιγμές η Χριστιά μιλά κουβεντιαστά, τα κεφάλια σκύβουν, έρχονται κοντά, σχεδόν ακουμπά το ’να τ’ άλλο, θυμίζοντας Ρίτσο: «Καὶ νὰ ἀδελφέ μου ποὺ μάθαμε νὰ κουβεντιάζουμε ἥσυχα κι ἁπλά. / Καταλαβαινόμαστε τώρα, δὲν χρειάζονται περισσότερα». Μιλά: «Κι έπειτα, / τι, νομίζεις, είναι η ποίηση; // Λόγια είναι που δεν πρόλαβες να πεις. / Γράμματα που ’γραψες και ποτέ δεν έστειλες. / Φόνοι που σχεδίασες, / μα δεν είχες την ψυχή να διαπράξεις. / Επαναστάσεις είναι, / επαναστάσεις που φοβήθηκες να κάνεις. (…)» (Ποίηση, σ. 15). Πώς το έθεσα σε μια φίλη πρόσφατα; Εμείς, οι συγγραφείς, αυτά που δεν τολμούμε να πούμε και να κάνουμε τα γράφουμε κι ύστερα τα τυπώνουμε. Αλλά αυτή είναι η ποίηση, το πρώτο, το μεγάλο βήμα.
Μέρα που είναι, επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, σκέφτομαι τους νεκρούς του, τους νεκρούς μας, από τα κόκκαλα των οποίων βγήκε η Δημοκρατία μας. Κάποιοι θέλουν να πιστεύουν ότι όλα αυτά είναι παραμύθια και αυτό από μόνο του δείχνει πόσο μακριά βρίσκονται οι άνθρωποι αυτοί από την ελληνική περί ζωής αντίληψη. Αδυνατούν να αντιληφθούν τι εστί μύθος. Διότι το Πολυτεχνείο είναι ένας σύγχρονος μύθος, χωρίς τον οποίο είναι αδύνατο να διεκδικήσουμε και να διαμορφώσουμε την πραγματικότητα του καιρού μας.
Αντιγράφω το αριστουργηματικό ποίημα της Βαρβάρας Χριστιά (σ. 13):

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
Έφυγε απ’ το σπίτι αξύριστος.
Με μια πένα στο χέρι
και ένα βιβλίο υπό μάλης.
«Πού πας έτσι;» τον μάλωσε
η μάνα του.
Της τον φέραν τ’ άλλο πρωί ξυρισμένο.
Με ένα χέρι.
Κι ένα γαρίφαλο φυτρωμένο
στο στόμα του.
«Πώς θα του σταυρώσω τα χέρια;»
ούρλιαξε.
Του δίπλωσε το ένα του χέρι
στην καρδιά.
Τον φίλησε στο ξυρισμένο μάγουλο.
«Των νεκρών τα γένια
κάποτε μεγαλώνουν»,
παρηγορήθηκε.
Κι έκλαψε τον γιο της
με γαρίφαλα δάκρυα.

.

ΑΝΤΩΝΙΑ ΚΑΠΠΕ

Λογοτέχνιδα κι επιμελήτρια του περιοδικού «Δευκαλίων ο Θεσσαλός»

2019

Ασυμφωνία τύπου ξι, η πρώτη ποιητική συλλογή της Βαρβάρας Χριστιά και, όπως μας εξηγεί η ίδια η ποιήτρια στην αρχή του βιβλίου της, ο τίτλος παραπέμπει στην παραλία Ξι της Κεφαλονιάς.
Εκκινώντας λοιπόν από τον τίτλο του έργου, ο αναγνώστης επικεντρώνεται στην ιδιαίτερη σύσταση και οπτική της παραλίας Ξι -με την κατακόκκινη άμμο της αργίλου- και την εκ διαμέτρου «ασυμφωνία» της με τις υπόλοιπες παραλίες. Γεγονός που τον προϊδεάζει, εν μέρει, από την αρχή για την συμβολική διάσταση του λόγου που ακολουθεί στις σελίδες του βιβλίου.
Η Μνήμη, το βίωμα, η έμπνευση και προπάντων η αισθαντικότητα αποτελούν το έναυσμα και οδηγούν τη γραφίδα της Β. Χριστιά. Μια ποιήτρια της εποχής μας που θεωρώ ότι με το μεστό, ρεαλιστικό και συμβολικό λόγο της εισέρχεται στον μεγαλειώδη κόσμο της ποίησης για να μείνει.
Με τη χρήση ενεργητικών ρημάτων, συνειδητοποιημένη, ώριμη και αποφασισμένη, προβαίνει σε γενικό απολογισμό και, με δίαυλο τους στίχους της, ομολογεί τις προθέσεις της:

Έφτασε μεστός ο χρόνος
να γκρεμίσω τα «πρέπει» μου
στους ώριμους Καιάδες του μυαλού μου.

Να αποκλίνω απ’ τις νόρμες
Να δραπετεύσω απ’ τις ευταξίες.
Να αποχωρήσω εθελούσια
από τις στείρες μήτρες
που με κυοφορούν.

Τα ποιήματά της «ωριμανθοί» μηνυμάτων για επίμαχα θέματα, των οποίων η βαρύτητα ταλάνιζε και συνεχίζει να ταλανίζει τον άνθρωπο και τη ζωή του: η φύση, η πατρίδα, ο πόνος, η μοναξιά, ο θάνατος, ο ξεριζωμός, ο έρωτας και στο κέντρο ο άνθρωπος, ως υποκινητής αυτής της «ασυμφωνίας», αφού αποτελεί τον βασικό μοχλό και ορίζει την εξέλιξη αυτών των θεμάτων.
Ασυμφωνία τύπου Ξι
Η ποίησή της, δομημένη κυρίως με ελεύθερο στίχο, φέρει πολύπλευρες καταβολές (ρεαλισμού, συμβολισμού και λυρισμού) και κινείται στον απόηχο του Καβάφη, του Καρυωτάκη και του Γκανά. Οι Λέξεις, δεμένες σφικτά, γίνονται «κοφτερά πτερύγια». Κάθε ποίημα και ένα αυτοτελές έργο με αρχή, μέση και τέλος, ένας άρτιος συλλογισμός που είτε έχει ανακληθεί από το παρελθόν δια μέσου του βιώματος και της μνήμης, είτε δημιουργείται αυτοστιγμεί μετά από αισθαντική παρατήρηση και αποτελεί μια ηχηρή ρήση. Μια ρήση που προκαλεί συνειδησιακά τη σκέψη και τον προβληματισμό του αναγνώστη με το νόημα και τη φιλοσοφία της:

Σαν Δελφικό Παράγγελμα να έχεις
-μέσα στη σκέψη κρατημένο- για οδηγό σου,
Πως τολμηρός δεν γράφεται εκείνος
που δεν φοβάται τη ζωή του να ρισκάρει,
αλλά αυτός
που, κι αν φοβάται, προχωράει.

Η πάλη των συναισθημάτων, η ανομοιογένεια και το κλίμα της γενικής ασυμφωνίας δηλώνουν ρητά ότι τα πάντα τελούν υπό εκκρεμότητα και τίποτα δεν προσπερνιέται ανώδυνα σ’ αυτή τη ζωή. Μια λεπτή ισορροπία που τις περισσότερες φορές διαταράσσεται από την υπαρξιακή ανασφάλεια, τον ατομισμό και τα στεγανά της κοινωνίας, της οποίας η συσπείρωση αρκετές φορές ορίζει τον άνθρωπο ασφυκτικά:

Έζησα τα μικράτα μου
με τον τρόμο των συνεπειών
μιας ενδεχόμενης
άγνοιας της προπαίδειας.

Και όμως,
πιο χρήσιμος απ’ την προπαίδεια
στάθηκε στη ζωή μου ο Καβάφης.
Κι ας μην ποτέ κανείς μου το πε.

Παρ’ όλα αυτά, η Β. Χριστιά αποποιείται την άρνηση, την παραίτηση και την λιποψυχία, και κάνει την ποίησή της «δεκανίκι», προσπερνώντας επιδεικτικά την όποια «ασυμφωνία» συναντά στο δρόμο της. Εμμένει, εξυμνώντας τα ανθρώπινα ιδανικά και επικροτώντας τα πηγαία και αληθινά συναισθήματα. Για την ίδια, η ζωή αποτελεί έναν αδιάκοπο αγώνα που θέτει σε συνεχή δοκιμασία τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, και η αισιοδοξία φαντάζει ως ένα επίγειο φως που ξεκινά από τη δύναμη της θέλησης και της πίστης. Ο άνθρωπος πάντα θα βρίσκει το δρόμο του κι ας συναντά χιλιάδες εμπόδια σε αυτόν. Πάντα θα έχει το σθένος και την αντοχή να πολεμά και να πορεύεται στο αύριο:

Ενάντια σε κάθε αντιξοότητα,
ενάντια σε κάθε δυσκολία,
η ζωή
θα βρίσκει πάντα ατραπούς
και μυστικά περάσματα.

Περίληψη: Η “Ασυμφωνία τύπου ξι” είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Βαρβάρας Χριστιά.
Ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται εδώ έχουν αποσπάσει βραβεία, επαίνους και διακρίσεις, έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές συλλογές και ανθολογίες και έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες και ιστοσελίδες.

.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΤΟΥΧΑΣ

(Μηχανικός – Δημοτικός σύμβουλος Δήμου Πατρέων)

13 Απριλίου 2019
·

Θέλω μέσα από την καρδιά μου να ευχηθώ στην Βαρβάρα κάθε επιτυχία στο πρώτο της ποιητικό βιβλίο. Η ποίηση είναι το δυσκολότερο κομμάτι από κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος. Ίσως να απευθύνεται και σε πιο περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Αλλά είναι ο πιο δυνατός γραπτός λόγος. Ο λόγος που μπορεί να μιλάει στην καρδιά των ανθρώπων. Που κινητοποιεί τα συναισθήματα. Που προκαλεί συγκίνηση. Που με ένα περίεργο τρόπο ακριβολογεί. Είναι συμπυκνωμένος λόγος, δεν περιγράφει, κυριολεκτεί, αξιοποιεί τον γλωσσικό μας πλούτο, για να χρησιμοποιήσει τα πιο κατάλληλα υλικά, για να προκαλέσει συναγερμό, για να δώσει μηνύματα, για να γίνει τραγούδι, για να εξεγείρει την ευγένεια, να τιθασέψει την αγριάδα, να ημερέψει τον πόνο.
Είμαστε η χώρα των πιο μεγάλων ποιητών, από τον Όμηρο μέχρι τον Παλαμά και τον Ρίτσο, μια παράδοση λογοτεχνικού μεγαλείου, που και στην πιο μακραίωνη περίοδο αγραμματοσύνης, αναλφαβητισμού, ραγιαδισμού και κοινωνικής υποταγής, μπόρεσε να συνεγείρει, να παρηγορήσει, να συντηρήσει μια ταυτότητα. Άλλοτε με τον πλούτο των δημοτικών μας τραγουδιών, με τα μοιρολόγια, με τον Ερωτόκριτο, με τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου, δώσαμε συνέχεια στην παράδοση των αιώνων, καλλιεργήσαμε κοινωνική και εθνική συνοχή, ενωθήκαμε και αντέξαμε. Ίσως η αντοχή μας να οφείλεται στο μεγαλύτερο μέρος στους επώνυμους και ανώνυμους ποιητές μας.
Η Βαρβάρα, με όσα ποιήματα της έχει δημοσιεύσει και ορισμένα ίσως από αυτά παρουσιάζει στην «Ασυμφωνία τύπου Ξι», συστήνεται με πολύ μεγάλη σοβαρότητα στο αναγνωστικό κοινό, έχοντας όλα τα προσόντα μιας διαρκούς παρουσίας και παρέμβασης. Ξέρει την Ελληνική γλώσσα, ξέρει να εκφράζεται με ακρίβεια, (βοηθάει σε αυτό και η επιστημονική της ειδικότητα), έχει τον πλούτο των συναισθημάτων και των βιωμάτων της, είναι απόλυτα συγκροτημένος και ευαίσθητος άνθρωπος και μπορεί με τα γραπτά της να ενεργοποιεί τα συναισθήματα ημών των υπολοίπων, να στέλνει με τον λόγο της μηνύματα, να περιγράφει τον κόσμο των ονείρων.
Παραθέτω αντί επιλόγου κάτι σαν κριτική, που της έγραψα για ένα ποίημα της:
«Βαρβάρα, δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη προσταγή, αλλά κυρίως δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο γλυκιά παρότρυνση από το «ΜΑΧΟΥ». Παρότρυνση και προσταγή προς όλους, προς τους νέους ανθρώπους κυρίως. Για την αξία της μάχης, για την αξία της νίκης, μα κυρίως για του αγώνα την ανεκτίμητη, διαχρονική, τροφοδοτική, διδακτική αξία και παρακαταθήκη.
Μάθημα ζωής και των υπέρτατων αξιών της αυτό το ποίημα, αλλά η ποίηση σου γενικότερα. Και είσαι η ίδια, είναι τα λόγια σου το πιο ζωντανό παράδειγμα. Επειδή, ούτε στιγμή δεν διστάζεις να τολμάς, να διεισδύεις, να καινοτομείς στον πιο απαιτητικό και δύσκολο πνευματικό χώρο. (Που γίνεται ενίοτε, δυσκολότερος από τους ίδιους, ικανούς και μη, «καταξιωμένους»). Λένε, ότι της ποίησης η αρετή, είναι να αποδίδεις με λίγες λέξεις νοήματα πυκνά, συμπεράσματα καίρια της ανθρώπινης εμπειρίας και διαδρομής. Της διαδρομής των κοινωνιών προς ένα μέλλον καλύτερο, όχι πάντα προβλέψιμο, αλλά πάντα μέσα από δρόμους συλλογικών και προσωπικών, στις πάμπολες των περιπτώσεων, χαμένων; μαχών. Οι ποιητικές σου παρεμβάσεις, φωτίζουν, ανοίγουν, μεγαλώνουν τέτοιους δρόμους.
Βαρβάρα ζηλεύω την γραφή σου και το θάρρος σου! Χαίρομαι τόσο πολύ με κάθε βράβευση σου. Αλλά, εσύ το είπες: Νικιέται, όχι εκείνος που ηττήθηκε στην μάχη, αλλά εκείνος που δειλιάζει να τη δώσει». Να είσαι πάντα το ίδιο ακμαία και σπινθηροβόλα. Των ονείρων τραγουδιστής και ζωγράφος.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.