ΕΡΙΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Η Έρινα Χαραλάμπους γεννήθηκε στη Πάφο το 1980 και ζει στη Λευκωσία.
Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές:
ΤΑΥ, Είκοσι οκτώ ριπές και ένα πολεμικό ανακοινωθέν, (Θράκα, 2022)
Πλεκτάνη (Θράκα, 2020)

.

.

ΤΑΥ

ΕΙΚΟΣΙ ΟΚΤΩ ΡΙΠΕΣ
ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ (2022)
Ι.

Πάνε δέκα χρόνια κιόλας
ατέρμονη αναμονή
για το κυριολεκτικά
ασύλληπτο

Βαθιά εισπνοή

II.

Με όλη τη δύναμη των πνευμόνων
εισπνέω βαθιά τη νύχτα
εκείνη του μήνα
που δεν είσαι εδώ
απαλλαγμένη από ενοχές
μίας πιθανής ύπαρξής σου
εκπνέω τον πόνο
της απίθανης σύλληψής σου
και γίνεται βάλσαμο
καπνός

X.

Κλίνω το γόνυ
το σπέρμα σου να φυλακίσω
μέχρι την τελευταία ρανίδα
τα σπλάχνα καίω να ποτίσω
αιώνια ίσως
αυτή τη φορά

XIII.

της μητέρας μου

Πέφτω στα πόδια σου
ανοίγω τα σκέλια σου
την τραχηλική σου τομή να αγγίξω
να κοινωνήσω τη γέννα σου θέλω
κι εσύ με τυλίγεις στα σπάργανα
και με βαφτίζεις θέλεις
δεν θέλεις
σιωπή

XVIII.

Όλη η αλήθεια του κόσμου με βρίσκει
οριζόντια στο κρεβάτι ώρες πρωινές
στριφογυρίζει κάτω από το στρώμα
περιπλέκεται ανάμεσα στα σεντόνι
στρέφεται απειλητικά προς το μαξιλάρι
πλησιάζει, στα αυτιά μου, φωνάζει
-μου φωνάζει-
μα το κορμί δεν λέει να υπακούσει
-πώς τρομάζει-
κι η μνήμη αρνείται πεισματικά
να την καταχωρίσει

Το φως της μέρας θαμμένη τη βρίσκει,
σ’ εκείνη τη βιτρίνα με τα βρεφικά
στη βάφτιση που πήγαμε, ανάμεσα στις θείες
στις μετάνοιες της γιαγιάς

XXII.

Ουλές σημάδια χαρακιές στο σώμα μου
φαιά ουσία περισσή
ξοδεύοντας αλόγιστα
αγόρασα ακριβά

Ουλές σημάδια χαρακιές στο σώμα μου
όπως τις λέξεις επί κεφαλής
θέτουν συντάκτες και υποτελείς
εκπόρνευσα διακριτικά

Ουλές σημάδια χαρακιές στο σώμα μου
από τα νύχια ως την κορυφή
κάθε δημόσια προβολή
παράταξη εκφυλιστική

Ουλές σημάδια χαρακιές
το σώμα μου εγώ όλα
όλα εγώ με μητρική στοργή
τα επουλώνω

ΕΝΑ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

Τα βράδια κάνω επικίνδυνες δουλειές
διαβάζω την τάδε και το τάδε και την τάδε
ακούω ειδήσεις, μοιράζω αναρτήσεις-
οι λέξεις τραβήχτηκαν
αναρριχήθηκαν στα δώματα
ξεσκίστηκαν στη στέγη
αποτραβιούνται οι δοκοί
κάνουν να πέσουν
κάνουν να σπάσουν
να γκρεμοτσακιστούν
οι λέξεις θα φανερωθούν
-δεν τ’ άκουσες;-
-δεν διάβασες;-
-δεν είδες;-
οι θάλασσες ξεβράζουν πτώματα
όλου του κόσμου τα πηγάδια αναβλύζουν
μέσα από τα ποτάμια αναδίδονται φωνές
σπαράζουν οι γραμματικές
ακούς;

Τι τα θες, η ποίηση πια δε φτουράει
Κι έπειτα, έχει κάμποσες να κλάψουν
τη θλίψη της – τη θλίψη.

Ύστερα όμως -στ’ ορκίζομαι-
την Κόρη μου θα τη γεννήσω
μα δεν θα βγει σαν όλα τα παιδιά.
Η Κόρη μου -σαν ένα κρίνο-
θα έχει λεπτά, όμορφα χέρια
διάφανες κλειδώσεις
η Κόρη μου, κατά πώς φαίνεται,
θα υπογράφει τις ανακοινώσεις.

.

ΠΛΕΚΤΑΝΗ (2020)

ΑΔΙΑΚΡΙΤΩΣ

μέσα σου βυθίστηκα την ώρα της Σελήνης
χίλιους θαλάσσιους ελέφαντες
προσπέρασα Σειρήνες και χειμώνες
για πάντα τον βυθό φωτίζοντας
να κείτεται αντίκρισα
τον θάνατο του κόσμου.

ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Λιάζεται, της Κύπριδος το ζωικό βασίλειο
νωχελικά φυτοζωεί υπό το έλεος του νερού·
την ώρα που ένα κουφάρι έχιδνας συρίζει
όσο μια μύγα αδιάφορα σφυρίζει
πάνω από τα περιττώματα
του χθεσινού πανηγυριού.

Εντός κι εκτός τειχών ωρύεται τυφλό
υπόκωφα θρηνεί υπό το έλος του συρμού·
την ώρα που ο βόρτακος κοάζει
όσο ο κόρακας χαράζει
του θρήνου το τέλος
του καημού.

Κι εσύ, περνάς απέναντι,
στην άλλη όψη του Ήλιου·
μα είναι η μέρα όμορφη
το πρωινό μελτέμι δροσερό
και το τραγούδι των Σειρήνων
άκρως μυστήριο
ανηλεώς
γοητευτικό.

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ Ι

Σημαιοφόρος παρελαύνεις
εν πομπή και παρατάξει
παραστάτες μνημονεύουμε
την όψη σου-
παράσημο η
οπτική απάτη.

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ ΙΙ

Κι αν κατορθώσεις να σπάσεις τα δεσμά,
την πλάτη κι αν ποτέ ανασηκώσεις,
το βάρος της συνήθειας-
τη συνήθεια πώς να αποσείσεις;

ΒΟΥΝΙΟΥ ΚΑΤΑΒΑΣΙΣ

της Λουΐζας

Κύλησε η αλήθεια
και λύγισε το ψέμα
ανεπαισθήτως αν-
βούτηξε στο αίμα
αδιακρίτως αν-
έκοψε το ρέμα
το παραμύθι
της γενιάς
μας.

ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

Ήβραν τον παππούν μου έβαλες τα κλάματα κι από
τον λήθαργο με ξύπνησες απότομα εκείνο το πρωινό
του φθινοπώρου.

Για μια στιγμή με γέλασες, γελάστηκα πως βρέθηκε
ο άντρας της φωτογραφίας ζωντανός γελάστηκα πως
το παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι κρατημένη ίσια
στα μάτια μέσα μου βαθιά με κοίταζε.

Ωστόσο, εκείνο ακριβώς το δευτερόλεπτο του
φθινοπώρου τα μάτια της φωτογραφίας στα μάτια του
άντρα που είχα απέναντι μου ιδωμένα ανάποδα γύρισαν
ίσια να με κοιτάξουν
για τελευταία φορά
πώς σφράγισαν
τα πάντα.

ΑΝ ΕΧΕΙΣ TON ΘΕΟ ΣΟΥ

να τον πάρεις
να τον βάλεις στη θέση του
να του φορέσεις κορώνα τον αιθέρα
να του δώσεις για σκήπτρο τον αέρα
τις μύγες να διώχνει
να εξολοθρεύει τα αρθρόποδα.

Εδώ κάτω,
κάτω εδώ, να του πεις,
πήρε τη θέση του
θρονιάστηκε ο Διάβολος-
με τη Σελήνη φωτίζει
το μέσα μας
και τη σκιά ειρωνεύεται
το έξω μας.

0 Εωσφόρος, να του πεις,
βάζει στον Θάνατο φωτιά.

ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ

0 ελέφαντας βρίσκεται, πάντα
μέσα στο δωμάτιο, το ξέρεις.

Είναι αλήθεια δύσκολο
να τον εκφέρεις-
αλλάζει αδιάκοπα
ονόματα και σχήματα:
υπερβατόν πολύπτωτον
ομοιόπτωτον και κυκλικόν
κυρίως αναφορικόν
αυτο-αναφορικόν κυρίως.

Ωστόσο,
ο ελέφαντας βρίσκεται πάντα
μέσα στο δωμάτιο, το ξέρεις.

Άλλωστε,
τις συντεταγμένες έχεις λάβει:
δέκα χιλιοστά κάτω από τη μύτη σου
μία βλεφαρίδα πέρα από τα μάτια σου
χίλια ντεσιμπέλ μέσα στα αυτιά σου
ο ελέφαντας σαλπίζει.

Είναι αλήθεια δύσκολο
το σάλπισμα να υποφέρεις
τον πολυώνυμο ελέφαντα
στη γλώσσα σου
αρνείσαι να προφέρεις
μα την αλήθεια όμως
πώς προσποιείσαι
πώς δεν ξέρεις;

Ο ελέφαντας βρίσκεται πάντα
μέσα στο δωμάτιο, τον ξέρεις.

ΘΑΛΑΣΣΟΤΑΡΑΧΗ

της Μ.

Είχες να ετοιμάσεις αποσκευές για τον γύρο του κόσμου.
Σήκωσες όλο το σπίτι – κορνίζες, αμύγδαλα κι όλο
το βάρος της ευθύνης.
Περπατήσαμε μαζί την προκυμαία.
Διένυσα αργά, κατανυκτικά τον προθάλαμο.
Βιαζόσουν να φτάσεις στο τέρμα-
στη δική σου αρχή ήν ο Λόγος.
Δεν σε έπαιρνε ο χρόνος.
Δεν με έπαιρναν οι λέξεις.
Κι είπε να πιάσει μια μπόρα μέσα μου,
έτσι όπως βούτηξες με τη βαλίτσα μέσα σου μαζί.
Ούτε που γύρισες να με κοιτάξεις.
Έτσι κι αλλιώς το γνώριζα,
μου το ’χες πει πολλές φορές
υπό άλλες διατάξεις:
από εδώ μέχρι την άλλη όψη
να κολυμπάμε μένουμε
μονάχοι
μονάχοι

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Κι αν γελιέσαι πως του κόσμου σύσσωμη
τη θλίψη εναπόθεσες στις λέξεις που
δεν έχεις, ιδέα δεν έχεις,
μικρό μου πυροτέχνημα.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΑΥ
ΕΙΚΟΣΙ ΟΚΤΩ ΡΙΠΕΣ
ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΝΕΟΝ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 18/6/2022

Ο ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

Με τη δεύτερη ποιητική της συλλογή που τιτλοφορείται ευφυώς ΤΑΥ, η Έρινα Χαραλάμπους διασταυρώνεται πιο τολμηρά και δυναμικά —σε σχέση πάντα με την πρώτη της συλλογή Πλεκτάνη (Θράκα 2020)— με την εναγώνια διεκδίκηση της έμφυλής της ταυτότητας, του νοήματος της ιστορίας, του διαλόγου με τη λογοτεχνική παράδοση (Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα, Τζένη Μαστοράκη, Ζωή Καρέλλη, Κλαρίσε Λισπέκτορ, Κάρολ Αν Ντάφυ κ.ά.) και, κυρίως, του βασανιστικού ερωτήματος: πώς ποιητικοποιείται η οντολογική ελευθερία. Πιο συγκεκριμένα, τα θέματα (α) της ασφυκτικής καταπίεσης της γυναικείας ύπαρξης και του γυναικείου ερωτισμού από μια αντρική μηχανή-κοινωνία, (β) της αυξάνουσας σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, (γ) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου και (δ) της ποιητικής/σωματικής δυστοκίας/υπογονιμότητας συνδεδεμένης με μια τραυματική, αλλά και αναγεννητική για το γυναικείο σώμα και πνεύμα εμπειρία της γέννας, συνυπάρχουν αντιθετικά με ένα έντονο αίσθημα ερωτισμού και αιωνιότητας, καταδεικνύοντας έτσι μια ποίηση που γράφει μια γυναίκα, η οποία αντιστέκεται συνειδητά στις ανδροκρατούμενες συμβάσεις και έχει διαμορφώσει τη γραφή της όχι πάνω στις αρχές της εξομοίωσης με τον άνδρα, αλλά πάνω στη συνειδητοποίηση της διαφοράς της με αυτόν: «Είμαι γυναίκα. Γράφω με αυτό που είμαι» δηλώνει με παρρησία η Luce Irigaray· μιας γυναίκας που αρνείται πλέον µια δηµιουργία σιωπηλή ή ιδιωτική, και επιδιώκει να επαναδιατυπώσει από την οπτική του φύλου της τη σχέση μεταξύ κοινωνίας, καλλιτεχνικής δημιουργίας και κόσμου.

Δεν είναι τυχαίο, επομένως, το γεγονός ότι στη συλλογή σκιαγραφείται μια γυναικεία ποιητική προσωπογραφία, η οποία δομείται αντιστικτικά· από τη μια με πολλές σιωπές και υπονοούμενα, με άλογες, αποσπασματικές εικόνες και αυξημένη κατά περιοχές σκοτεινότητα, κι από την άλλη με ρητά, ενίοτε τολμηρά και ευθύβολα, αιρετικά σχόλια τα οποία συναρτώνται με το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο φαίνεται να λειτουργεί ως μέγγενη που καταπνίγει τον γυναικείο λόγο και μύθο. Δραματική στον πυρήνα της, με ειλικρίνεια, επινοητική εικονοποιία και εκφραστική οικονομία, η Έρινα Χαραλάμπους αναζήτησε και πέτυχε ένα προσωπικό ύφος, για να αποδώσει τον ανυπότακτο αλλά και τραυματισμένο, γυναικείο, εσωτερικό της κόσμο. Και οι συγκεκριμένες συγγραφικές επιλογές δεν αποτελούν μόνο τρόπους αυτογνωσίας και επανακαθορισμού της γυναικείας φύσης και ταυτότητας, αλλά παράλληλα εγείρουν ουσιώδη ερωτήματα σχετικά με τις σχέσεις γυναικείας γραφής και λογοτεχνικής παράδοσης, προβάλλοντας (κυρίως μέσα από τη θηλυκοποίηση του αρσενικού) από τη μια τη βία και την καταπίεση που υφίσταται το γυναικείο ποιητικό υποκείμενο και από την άλλη τη φεμινιστική σημασία της βίας που προϋποθέτει το ίδιο γράψιμο της ποίησης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο γυναικείος λόγος της Έρινας Χαραλάμπους δεν συνδέεται μόνο με τον κοινό φεμινιστικό τόπο τη γυναικείας φύσης-γραφής-τοκετού και τις πληθυντικές λειτουργίες του γυναικείου σώματος οι οποίες συγκρίνονται αντιθετικά με την εγωκεντρικότητα και την κυριαρχικότητα του άντρα, αλλά κυρίως και με το κυρίαρχο στη συλλογή βίωμα της υπογονιμότητας. Έχουμε, δηλαδή, στην πραγματικότητα μιαν αιμάσσουσα και μαχητική ποιητική πραγματεία της υπογονιμότητας ανδρός και γυναικός υπό τους όρους της γλώσσας, της γραφής και του φύλου. Μορφολογικά, επομένως, αυτή η δεσπόζουσα θεματική φωτίζεται με μια τολμηρή, αποσπασματική, σκοτεινή, εκφραστικά ομοιογενή και εν κινήσει επιθετική γραφή (βλ. ενδεικτικά τον υπότιτλο: «είκοσι οκτώ ριπές και ένα πολεμικό ανακοινωθέν»), η οποία καταδεικνύει την αδυναμία ελεύθερης έκφρασης της γυναικείας σεξουαλικότητας και απελευθέρωσης ενάντια πάντα στην πολιτική και κοινωνική ονοματοθεσία, καταπίεση και την καταστολή που επιβάλλει ο ανδρικός μύθος και νόμος. Η συλλογή, επομένως, παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κάθε άνθρωπος υπήρξε αρχικά μέσα σε ένα σώμα γυναίκας, συνυφαίνει τραυματικά και αποσπασματικά το τραυματικό βίωμα της υπογονιμότητας με τον βίαιο σπαραγμό της γυναικείας φύσης, του γυναικείου ερωτισμού και δημιουργικότητας, αλλά και με τη συνεχιζόμενη καταβαράθρωση της γυναίκας στο σκοτάδι της ιστορίας.

XXV.

Εξόν κι αν παραδίδεσαι δεσμούς να λύσουμε σκοπούς
να στήσουμε να τραγουδήσουμε για εσωτερικούς
αρσενικούς αδένες, εξόν κι αν παραδέχεσαι με λέξεις
ύαινες να ξεγελάσουμε την οπτική του σύμπαντος απ’
την αρχή να πλάσουμε τα νύχια βγάζοντας σπινθήρες
βάζοντας στη σκέψη και στις πένες,
η υπογονιμότητα —κυρίως αβάσταχτη—
παντού και πάντοτε θα είναι
μέλους θηλυκού.

XXVI.

Εναποθέτω τις λέξεις αθεόφοβη
πάνω στη μητρική μου γλώσσα
μα το όνομα του Πατρός και
του Αγίου Πνεύματος
τις καταδυναστεύει
εις τους αιώνας
των αιώνων
αμύν
ονται

ΧΧVΙΙ.

Ήθελες να σχεδιάσουμε μαζί
τον επόμενο αιώνα ήθελες
να κατεβούμε στις πλατείες
να φωνάξουμε στο κέντρο
να πετάξουμε τις φλέβες έξω
ήθελες να ενορχηστρώσουμε το άπειρο
να σώσουμε τα παιδιά από τις βάρκες
στην κόρη μας να μάθουμε κρυφτό
γη και ύδωρ στους αποδιωγμένους
ήθελες να δώσουμε χρησμό
μα εγώ, η άνθρωπος ζητούσα
μόνη το ξημέρωμα της νύχτας
σκεφτόμουν πώς
αν είναι δυνατό
τον Λόγο
τον Πατέρα
συν Αγία
Πνεύματη
να σκοτώσω
μέσα
μου

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 5/12/2022

Δύο μόλις χρόνια μετά την πρώτη της ποιητική συλλογή «Πλεκτάνη» 2020, η νέα ποιήτρια Έρινα Χαραλάμπους επανεμφανίζεται στα γράμματα με καινούργια ποιητική συλλογή, υπό τον τίτλο «Ταυ». Η νέα της δουλειά έχει ομοιότητες, αλλά έχει και διαφορές με αυτήν που προηγήθηκε.

Χαιρετίζω το γεγονός ότι και στην συλλογή «Ταυ», η Ε.Χ. παρουσιάζεται με την ίδια πειραματική διάθεση, με την ίδια εξομολογητική ευστοχία, αλλά και την ίδια διάφανη διακειμενικότητα, όπως και στην συλλογή «Πλεκτάνη». Αυτή η κατά βάση υφολογική συνέπεια δεν μπορεί παρά να αποφέρει καρπούς. Ένας από αυτούς, ο κυριότερος ίσως, είναι η σταδιακή κατάκτηση και εμπέδωση ενός προσωπικού ύφους.

Στις διαφορές από το προηγηθέν ποιητικό βιβλίο, πρωτίστως θα κατέγραφα την έντονη, βαθιά και απόλυτα συνειδητή εσωτερικότητα. Οι στίχοι της Ε.Χ. έγιναν πιο προσωπικοί, πιο εξομολογητικοί, αλλά και περισσότερο φορτισμένοι με συναισθήματα πόνου, θλίψης, οδύνης, ενίοτε και συντριβής. Σε ό,τι αφορά τις θεματικές της, η νέα ποιητική συλλογή, κατά την άποψή μου, αποτελεί μια ευσύνοπτη ωδή στην γονιμότητα, κατ’ αντιστοιχία αποτελεί κι ένα θρηνητικό άσμα στην υπογονιμότητα, ενώ παράλληλα συνιστά κι ένα οργισμένο ράπισμα στην πατριαρχία.

Αν διεξέλθουμε προσεκτικά τις «είκοσι οκτώ ριπές και ένα πολεμικό ανακοινωθέν», όπως υποτιτλίζει το βιβλίο της η ποιήτρια, θα διαπιστώσουμε κατά πόσο είναι βάσιμη ή όχι η πιο πάνω θεματική αποτίμηση. Ένα βιβλίο με αυτή την θεματική διακλάδωση δεν θα μπορούσε παρά να περιλαμβάνει και στίχους αφιερωμένους στην μητέρα, στην προκειμένη περίπτωση, στην μητέρα της ποιήτριας: «Πέφτω στα πόδια σου / ανοίγω τα σκέλια σου / την τραχηλική σου τομή να αγγίξω / να κοινωνήσω τη γέννα σου θέλω / κι εσύ με τυλίγεις στα σπάργανα / και με βαφτίζεις θέλεις / δεν θέλεις / σιωπή». (σελ. 22) Στίχοι διαποτισμένοι με ρεαλιστική ωμότητα, αλλά και με έφεση στην νοηματική υπέρβαση.

Αναφέρθηκα όμως και σε συναισθήματα πόνου, θλίψης, έγνοιας και προσμονής που απορρέουν από τα ποιήματα αυτής της συλλογής. Για παράδειγμα: «Κι αφού ό,τι έχει τσακιστεί στη μέση είναι θηλυκό / αδιακρίτως – πάντα – κι ανεπαίσθητα ο χρόνος σε λιώνει». (σελ. 27) Ιδού όμως ακόμα ένα παράδειγμα, ίσως πιο έμφορτο με αγωνία, βάσανο, πόνο, αλλά συνάμα και ελπίδα: «Όλη η αλήθεια του κόσμου με βρίσκει / οριζόντια στο κρεβάτι ώρες πρωινές / στριφογυρίζει κάτω από το στρώμα / περιπλέκεται ανάμεσα στα σεντόνια… /….Το φως της μέρας θαμμένη τη βρίσκει / σ’ εκείνη τη βιτρίνα με τα βρεφικά…». (σελ. 28) Πόση παραστατικότητα, αλλά και πόση πίκρα αναδεικνύουν αυτοί οι στίχοι!

Και την ίδια ώρα, η προσμονή, η ελπίδα, η προσδοκία γίνονται βαθιά ουμανιστική σκέψη, αλλά και δημιουργία, και πνευματική ανάταση: «Ουλές σημάδια χαρακιές / το σώμα μου εγώ όλα / όλα εγώ με μητρική στοργή / τα επουλώνω». (σελ. 34) Η δε λέξη «υπογονιμότητα» που υποβόσκει σε όλο το βιβλίο, που ιχνηλατείται συνεχώς χωρίς να κατονομάζεται, καταγράφεται μία και μοναδική φορά σε όλη τη συλλογή: «…η υπογονιμότητα – κυρίως αβάσταχτη – / παντού και πάντοτε θα είναι μέλους θηλυκού». (σελ. 37)

Οι αναφορές της ποιήτριας στην πατριαρχία έχουν πιο γενικευμένο και προγραμματικό χαρακτήρα. Εδώ η προσέγγιση νομίζω ότι φαντάζει λιγότερο προσωπική και περισσότερο προβάλλει ως τοποθέτηση αρχής: «Εναποθέτω τις λέξεις αθεόφοβη / πάνω στη μητρική μου γλώσσα / μα το όνομα του Πατρός και / του Αγίου Πνεύματος / τις καταδυναστεύει / εις τους αιώνας / των αιώνων/ αμύν / ονται». (σελ. 39) Στη συνέχεια, η Ε.Χ. γίνεται ακόμα πιο κατηγορηματική, ρηξικέλευθη και σκληρή: « …μα εγώ, η άνθρωπος ζητούσα / μόνη το ξημέρωμα της νύχτας / σκεφτόμουν πώς / αν είναι δυνατό / τον Λόγο / του Πατέρα / συν Αγία / Πνεύματη / να σκοτώσω / μέσα / μου». (σελ. 41)

Στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής, που φέρει τίτλο «Ένα πολεμικό ανακοινωθέν» η Ε.Χ. επιλέγει να ολοκληρώσει το βιβλίο της με μιας μορφής ανάταση κι ελπίδα που προσωποποιούνται βέβαια με τη φιγούρα ενός παιδιού. Εδώ, και πάλι, έντεχνα και μαεστρικά, συνταιριάζονται με απόλυτη αρμονία η ποιητική με την κύρια θεματική: «…Τι τα θες, η ποίηση πια δεν φτουράει / Κι έπειτα, έχει κάμποσες να κλάψουν / τη θλίψη της – τη θλίψη. / Ύστερα όμως – στ’ ορκίζομαι – / την Κόρη μου θα τη γεννήσω / μα δεν θα βγει σαν όλα τα παιδιά. / Η κόρη μου – σαν ένα κρίνο – / θα έχει λεπτά, όμορφα χέρια / διάφανες κλειδώσεις…». (σελ. 45).

Ως κατακλείδα αυτής της παρουσίασης, αν έχω μια επισήμανση – παρότρυνση να κάνω προς την ποιήτρια, αυτή σχετίζεται με την αναγωγή του προσωπικού βιώματος σε συλλογική πραγμάτωση ή έστω σε κάτι ευρύτερο, πέραν των αυτοαναφορικών προδιαγραφών. Φρονώ πως στην υπό αναφορά συλλογή η αναγωγή του προσωπικού σε κάτι το ευρύτερο, αν όχι σε κάτι το συλλογικό, δεν έχει ευοδωθεί στο βαθμό που ενδεχομένως θα μπορούσε. Εάν αυτή η αναγωγή επιτυγχάνονταν σε πληρέστερο βαθμό, πιστεύω ακράδαντα πως το τελικό, συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα θα ήταν ακόμα πιο ευτυχές.

.

ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ ΛΑΖΑΡΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 14/1/2023

«Τα νύχια βγάζοντας σπινθήρες βάζοντας στη σκέψη και στις πένες»

ΤΑΥ: είκοσι οκτώ ριπές και ένα πολεμικό ανακοινωθέν. Έτσι τιτλοφορείται η δεύτερη ποιητική συλλογή της Έρινας Χαραλάμπους. Ο τίτλος ενός ποιήματος, μιας ποιητικής συλλογής, μιας ποιητικής σύνθεσης είναι και ο πρώτος στίχος του. Υπαινιγμός ή δήλωση, κυριολεξία ή μεταφορά, επιλέγεται από τον ποιητή και φωτίζει τη σκηνή όπου θα πρωταγωνιστήσουν οι λέξεις. Οι λέξεις που δηλώνουν χιλιάδες εναλλακτικές πιθανότητες, που είναι ζωντανές κι ελεύθερες έξω από τα λεξικά και δεν έχουν ποτέ ένα μόνο νόημα.
Ανάμεσα στις πρώτες εντυπώσεις που δημιουργεί η ανάγνωση του ΤΑΥ, είναι η αίσθηση ενός ποιητικού υποκειμένου που συνειδητά μπαίνει στον αγώνα με τις λέξεις· τις αιώνιες λέξεις που πότε δαμάζουν και πότε δαμάζονται. Ακόμη πιο άμεσα και φανερά ξεδιπλώνεται ο αγώνας της ποιήτριας να πυροδοτήσει τις λέξεις έτσι ώστε να μιλήσουν ελεύθερες και να δείξουν τον κόσμο ιδωμένο αυτή τη φορά μέσα από το γυναικείο μάτι. Για να πάρει στα χέρια την πένα μια γυναίκα και να έχει ελπίδα να μπει στον αγώνα της Τέχνης και να δημιουργήσει καλή λογοτεχνία, χρειάστηκε κι ακόμη χρειάζεται να ελευθερωθεί η ίδια από εσωτερικούς δυνάστες, κυρίως κοινωνικές συμβάσεις και ρόλους που καθορίστηκαν ερήμην της, και να διεκδικήσει θέση σε ένα ήδη από αιώνες διαμορφωμένο λογοτεχνικό πεδίο.
Ως προς το θέμα και το ύφος της γραφής του ΤΑΥ, το βιβλίο της Έρινας Χαραλάμπους είναι ένα ευαίσθητο δημιούργημα, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος εύκολα και απλά να χαρακτηριστεί και να παραμεριστεί ως γυναικείο θέμα, που στο κάτω κάτω, όσον αφορά το δυτικό κόσμο και πολιτισμό και λογοτεχνία, δεν αντιμετωπίζεται από κάποιους/ες ως ζέον πρόβλημα, αν ήδη δεν έχει λυθεί κιόλας.
Το ζήτημα της γυναικείας γραφής είναι παλιό. Το γεγονός ότι ανανεώνεται η συζήτησή του με έργα όπως το ΤΑΥ δηλώνει πως υπάρχει ακόμη θέμα. Σε εκδήλωση που έγινε στην Αθήνα το 1990 με θέμα τη γυναικεία ποίηση με ομιλήτριες τις Άντεια Φραντζή, Παυλίνα Παμπούδη, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ρέα Γαλανάκη, Αθηνά Παπαδάκη, η Παυλίνα Παμπούδη καταθέτει στην ομιλία της και τα εξής: «Η Λογοτεχνία, σε πείσμα των Πατέρων της Λογοτεχνίας, δεν είναι ούτε αντρική ούτε γυναικεία ούτε παιδική ούτε γκέι. Είναι, απλώς, κατά περίπτωση, καλή, μέτρια ή κακή. Ο συγγραφέας ποτέ δεν υποδύεται ένα μοναδικό, ατόφιο πρόσωπο γιατί είναι ταυτόχρονα και ο δημιουργός και ο πρωταγωνιστής και οι κομπάρσοι και ο παρατηρητής και ο σχολιαστής του κόσμου του. Αλλάζει αδιάκοπα περσόνες – μάσκες τραγωδίας, καρνάβαλου, εντάφιες, παιχνιδιού, ληστείας, περσόνες που συνοψίζουν ανθρώπινες ψυχολογικές καταστάσεις, και μετακινεί διαρκώς τα διεστώτα στοιχεία, τα συναρμόζει και τα οργανώνει σχηματίζοντας κάθε φορά κάποιο άλλο, λίγο ή πολύ αναγνωρίσιμο, παζλ. Μίλησα προς στιγμήν σοβαρά. Αν θέλω, όμως, να είμαι συνεπής προς το πνεύμα μου, πρέπει να κλείσω στο πνεύμα που άρχισα, χρησιμοποιώντας και πάλι κώδικες φύλου: η προσωπική μου εμπειρία με κάνει να μη μπορώ παρά να παραδέχομαι κι εγώ τελικά πως ο δαίμονας της Λογοτεχνίας διαθέτει, εκτός των άλλων, και ένα απίστευτο αριθμό νοητών αναπαραγωγικών οργάνων – προς γονιμοποίηση ή προς απλή ευχαρίστηση. (Ο εξοπλισμός του αυτός περιγράφεται ως Η κατάρα και η ευλογία του δώρου του Λόγου)».
Και καταλήγει η Παυλίνα Παμπούδη: «Διορθώνω, λοιπόν: Η Λογοτεχνία είναι πανηδονίστρια. Εκδίδεται δε και συνουσιάζεται αμερόληπτα, ανεξαρτήτως του φύλου των συγγραφέων και των αναγνωστών, κατά τις επιθυμίες και κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καθενός».
Τριάντα δύο χρόνια μετά, θεωρώ ότι μπορούμε να επαναλάβουμε. Υπάρχουν ακόμη Πατέρες της λογοτεχνίας που μπορεί να είναι γένους αρσενικού, αλλά και θηλυκού θα προσθέσω, που συντηρούν και αναπαράγουν στερεότυπα για τη γυναίκα, τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και στη λογοτεχνία. Συχνά συγχέουν «το δικό της δωμάτιο», όπως το έθεσε η Βιρτζίνια Γουλφ από το 1929, με κατακτήσεις που δεν έχουν σχέση με τον λογοτεχνικό κανόνα ούτε με την εσωτερική ελευθερία της γυναίκας κι αποδέσμευσή της από όσα την εμποδίζουν να γράψει αυθεντικά, άρα και καλά. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ειρωνικό και σαρκαστικό σχόλιο της Εύας Πολυβίου. Η δρ Εύα Πολυβίου, εκπαιδευτικός, ερευνήτρια, συγγραφέας, σημειώνει σε άρθρο της: «Μπορεί η σωστή ισορροπία ανάμεσα στην αυθεντική έκφραση και την ικανοποίηση κοινού και κριτικής να είναι πρόκληση για κάθε καλλιτέχνη, αποτελεί ωστόσο την αχίλλειο πτέρνα της γυναίκας που φιλοδοξεί να ενταχθεί σε έναν λογοτεχνικό κανόνα ήδη διαμορφωμένο ερήμην της. Ακροβατώντας ανάμεσα σε φιλοδοξίες και όνειρα, κοινωνικά στερεότυπα, ενδόμυχες επιθυμίες, προσδοκίες, πάθη και ενοχές, πιο εφικτό φαίνεται για τη γυναίκα του 21ου αιώνα να αποκτήσει το δικό της σπίτι ή το δικό της γραφείο στη δουλειά παρά ένα δικό της δωμάτιο».
Η Νάνσυ Αγγελή, που έχει μεταφράσει τη Βάσκα ποιήτρια Λέιρε Μπιλμπάο (Νερά Μάνες, Βακχικόν 2022), στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου παρατηρεί ότι ο διάλογος στην εποχή μας ανάμεσα στις φωνές των γυναικών που αποσιωπήθηκαν κι αυτών που παίρνουν με τόλμη τη σκυτάλη είναι αναγκαίος περισσότερο από ποτέ. Περισσότερο από ποτέ, το ζητούμενο είναι το βάθος και η ειλικρίνεια.
Η Έρινα Χαραλάμπους, όπως συνειδητά μπαίνει στον αγώνα των λέξεων, συνειδητά μπαίνει στον ποιητικό αγώνα και ως προς τον σκόπελο των αρσενικών αδένων, την εσωτερίκευση των δεσμών της πατριαρχικής παράδοσης, την αναπαραγωγική μηχανή και τον κρίκο «οι μάνες των μανάδων των μανάδων» και όλα όσα έχει να αντιμετωπίσει η γυναίκα στο κοινωνικό και λογοτεχνικό πεδίο.
Η πρόσληψη του βιβλίου από άντρες ομοτέχνους είναι αξιοπρόσεχτη. Ο ποιητής, φιλόλογος και κριτικός Παναγιώτης Νικολαΐδης καταγράφει και σχολιάζει ως εξής τα θέματα του ΤΑΥ: «Τα θέματα (α) της ασφυκτικής καταπίεσης της γυναικείας ύπαρξης και του γυναικείου ερωτισμού από μια αντρική μηχανή-κοινωνία, (β) της αυξάνουσας σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, (γ) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου και (δ) της ποιητικής/σωματικής δυστοκίας/υπογονιμότητας συνδεδεμένης με μια τραυματική, αλλά και αναγεννητική για το γυναικείο σώμα και πνεύμα εμπειρία της γέννας, συνυπάρχουν αντιθετικά με ένα έντονο αίσθημα ερωτισμού και αιωνιότητας, καταδεικνύοντας έτσι μια ποίηση που γράφει μια γυναίκα, η οποία αντιστέκεται συνειδητά στις ανδροκρατούμενες συμβάσεις και έχει διαμορφώσει τη γραφή της όχι πάνω στις αρχές της εξομοίωσης με τον άνδρα, αλλά πάνω στη συνειδητοποίηση της διαφοράς της με αυτόν». Χαρακτηρίζει δε το έργο της Έρινας Χαραλάμπους ως μία «αιμάσσουσα και μαχητική ποιητική πραγματεία της υπογονιμότητας ανδρός και γυναικός».
Ο ποιητής Σταύρος Ζαφειρίου σημειώνει τα εξής: «Διαβάζοντάς το, για να είμαι ειλικρινής, δεν ένιωθα να με πυροβολούν. Σελίδα τη σελίδα εκείνο που ένιωθα, ήταν σαν να κρατώ στα χέρια μου μια σπαραγμένη μήτρα, σαν να μετρώ σελίδα τη σελίδα τους σπασμούς της. Επειδή αυτό πιστεύω ότι κάνει η Χαραλάμπους στα ποιήματά της: Βυθίζεται στη μήτρα της ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ, την αποσπά και την αποθέτει μπροστά μας, δείχνοντάς μας με τόλμη σε τούτο το σάρκινο όργανο, όχι απλώς το βαθύτερο σημείο της γυναικείας ύπαρξης αλλά κυρίως μια τραυματισμένη μητρότητα που αναμετριέται αφενός με το αβάσταχτό της και αφετέρου με την κοινωνική συνθήκη του ρόλου της. Όμως, δεν είναι μονάχα αυτό. Δεν μας δείχνει μόνον αυτό. Γύρω από το δυσπλασικὸ σχήμα “ταυ” συσπειρώνονται, με ποιητικούς όρους πλέον, η θηλύτητα, η σεξουαλικότητα, οι συμβάσεις και οι καταλύσεις τους, το “ανεπαισθήτως” του χρόνου, η συσσωρευμένη, εντέλει, εμπειρία του φύλου».
Αιμάσσουσα και μαχητική χαρακτηρίζεται η ποίηση της Έρινας Χαραλάμπους και από τους δύο ποιητές. Ριπές ωσάν διαδοχικοί γρήγοροι πυροβολισμοί, ριπές βίαιες, σφοδρές κινήσεις των σπλάχνων, το εν ριπή οφθαλμού συλληφθέν και ασύλληπτο και οι σπασμοί κυριολεκτικά μιας σπαραγμένης μήτρας.
Το ΤΑΥ, που είναι ο πρώτος παλμός της ποιητικής σύλληψης και γέννησης του έργου και που συνοδεύει ως θέμα και ρυθμός όλη τη σύνθεση, προσδιορίζεται με το ποίημα/ριπή XVI. (σελίδα 26). Το σχετικό σχόλιο στις σημειώσεις που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη: «Για επιστημονικά ανεπιβεβαίωτους μέχρι στιγμής λόγους, κατά τη διάρκεια της κύησης, η μήτρα του εμβρύου μπορεί να πάρει σχήμα ταυ. Αυτή η όχι και τόσο σπάνια δυσπλασία της μήτρας, ενίοτε, συνδέεται ιατρικά με την υπογονιμότητα».
Ακόμη κι αν ο αναγνώστης ανατρέξει σε βιβλιογραφία για περισσότερες πληροφορίες και ενδιατρίψει σε επιστημονικές έρευνες, οφείλει να επιστρέψει στη λιτή πληροφορία και στις ακριβείς λέξεις που έχουν επιλεγεί για να επεξηγηθεί ο τίτλος και να ερμηνευθεί η ποιητική σύνθεση. Θα υπογράμμιζα το «ανεπιβεβαίωτους λόγους» και το «ενίοτε, συνδέεται». Αίρουν μεγάλο βάρος ενοχών και όγκο άκυρων και αχρείαστων σχολίων.
Τι άλλο όμως είναι το ταυ; Έξω από ένα λεξικό και πέρα από την αλήθεια μιας λέξης, η ποιήτρια κατορθώνει να δείξει τι είναι συνδυάζοντας περιεχόμενο και φόρμα, κερδίζοντας, όπως και στην πρώτη της συλλογή, το προσωπικό της ύφος:
«διαδοχικές αναλύσεις – ταυ – τακτικές εξετάσεις – ταυ –
απανωτές ακτινογραφίες – ταυ – αναπόφευκτες τομο-
γραφίες – ταυ – ακαριαία αποτελέσματα – ταυ – απα-
ραίτητες επεμβάσεις – ταυ – συνιστώμενες συνταγο-
γραφήσεις – ταυ – βασικές μετρήσεις – ταυ – καθοριστι-
κές τοποθετήσεις

υποκατέστησαν
τη λέξη
το μέτρο
τη στίξη
το ποίημα
στο σημειωματάριό μου
το κάθε άλλο
παρά προσωπικό
το αλύπητα και αναπόφευκτα
εξωσωματικό»

Συναντούμε το ταυ οκτώ φορές στο ποίημα/ριπή XVI. (σελίδα 26). Ένα ταυ που διακόπτει, αναστέλλει, εμποδίζει και με την επανάληψή του, από σημείο γίνεται ο τόπος όπου μπορούμε να αναζητήσουμε το ασύλληπτο, την ανάσα που χωρίζει κι ενώνει την ύπαρξη από την ανυπαρξία και που εκρήγνυται στη μήτρα της αναπαραγωγής. Κυριολεκτικά. Αλληγορικά, το δράμα του ταυ -με την πρώτη σημασία βέβαια και καθόλου με την έννοια του μελοδραματικού- είναι η περιπέτεια κι ο αγώνας του ποιητικού υποκειμένου που «παλεύ– εἶ» αλλά διαπιστώνει με λύπη του πάντα μια αδιάβατη και απροσπέλαστη περιοχή, που δεν την κοινωνεί με τις λέξεις, με το ποίημα του «το κάθε άλλο/ παρά προσωπικό/ το αλύπητα και αναπόφευκτα/ εξωσωματικό». Το ταυ και οι συνδηλώσεις του καθόρισαν τον ρυθμό και την αρχιτεκτονική όχι μόνο του συγκεκριμένου ποιήματος αλλά ολόκληρης της ποιητικής σύνθεσης.
Από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου είναι η δραματική αφήγηση: «Πάνε δέκα χρόνια κιόλας/ ατέρμονη αναμονή/ για το κυριολεκτικά/ ασύλληπτο/ Βαθιά εισπνοή». Πέντε στίχοι, μόλις δώδεκα λέξεις, τοποθετούν την αφήγηση σε χρόνο συντελεσμένο και ταυτόχρονα διαρκείας.
Ο χώρος δεν είναι άλλος από τη μήτρα. Στο ποίημα/ριπή ΙΙΙ. (σελίδα 11) προτάσσονται οι στίχοι της Έλενας Τουμαζή Ρεμπελίνας: «Η μήτρα μου κι η θάλασσα/ Ποτέ δεν ησυχάζουν». Στίχοι που παραπέμπουν στο γνωστό στίχο του Δ. Σολωμού. Τα σπλάγχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν, στη γυναίκα όμως το κέντρο αγώνα κι ελευθερίας εντοπίζεται στη μήτρα.
Η μήτρα γίνεται ο χώρος όπου εκτυλίσσεται ένα παιχνίδι ανάμεσα στη μη σύλληψη/μη ύπαρξη, στη σύλληψη/γέννηση, στην απώλεια/θάνατο, στον έρωτα/θάνατο. Είναι ενδιαφέρον πώς αυτά τα διεστώτα συμπιέζονται μέσα σε λίγους στίχους, μέσα στο διάστημα εισπνοής-εκπνοής, κάτι που οξύνει την δραματικότητα. Η Έρινα Χαραλάμπους πετυχαίνει να απομακρυνθεί από τον πυρήνα του θέματος κερδίζοντας μια βαθύτερη θεώρηση. Μήτρα είναι και η γλώσσα/γραφή, μήτρα είναι και οι όροι που καθορίζουν τις κοινωνικές συμβάσεις και τους ρόλους. Μήτρα σημαίνει γέννηση και δημιουργία αλλά και καλούπι.
Η Έρινα Χαραλάμπους συνομιλεί με την Τζένη Μαστοράκη, την Έλενα Τουμαζή, την Ζωή Καρέλλη, τη Νίκη Ρεβέκκα Παπαγεωργίου κι από τη συνομιλία ευτυχώς απουσιάζει η φλυαρία κι η «φιλολογία». Είναι πατήματα που συντροφεύουν την ποιητική αγρύπνια της Έρινας. Συλλειτουργούν με σπαράγματα μνήμης, υπαινιγμούς τραγικότητας, μοναξιάς, ερωτισμού, θανάτου, αγώνα απελευθέρωσης με όρους ατομικότητας και φύλου. Η εσωτερική κίνηση μεταξύ τρυφερότητας και επιθετικής διεκδίκησης που φορτίζει συγκινησιακά τους στίχους εξυπηρετείται μέσα από τις αναφορές/συνομιλίες της ποιήτριας με τα θηλυκά πρόσωπα της οικογένειάς της, τη μητέρα, τη γιαγιά, τις θείες.
Στο ποίημα/ριπή XIX. (σελίδες 30-31) o δεκαπεντασύλλαβος διχοτομημένος σε οκτασύλλαβους και εφτασύλλαβους στίχους αυξάνει την ένταση μιας τελετουργίας που παραπέμπει σε αρχέγονες μυήσεις και σκοτεινούς φόβους στους οποίους αντιστέκεται σε πρωταγωνιστικό ρόλο το ποιητικό υποκείμενο.
Η σωματικότητα ως χαρακτηριστικό του ΤΑΥ είναι βασική συνισταμένη της ποίησης γυναικών, όταν με θάρρος λύνουν δεσμά που για αιώνες τις ήθελαν κυριολεκτικά, αλλά και με όρους γραφής, να τηρούν μια σιωπή γύρω από το σώμα τους, τις λειτουργίες και τις επιθυμίες του.
Η τρυφερότητα που χρωματίζει τη φωνή της ποιήτριας σε κάποιες ριπές και στην οποία εύστοχα αναφέρεται και το σχόλιο του ποιητή Βάκη Λοϊζίδη δεν αποτελεί παράδοξο. Το θηλυκό υποκείμενο της αφήγησης που θέλει να καταρρίψει και να απεκδυθεί ρόλους, συμβάσεις, προκαταλήψεις, εξουσίες, συνοδοιπορεί με άλλες γυναίκες, ταυτίζεται και οικειώνεται τον πόνο τους, πολεμά όμως και αντιστέκεται ταυτόχρονα στην αναπαραγωγική μηχανή που στήθηκε κι εδραιώθηκε ερήμην γυναικών και υιοθετήθηκε από γυναίκες εξ ανάγκης και κατόπιν επιβολής.
Στοιχεία αφηγηματικότητας και λιτότητα. Ταυτόχρονα, αποκαλυπτικές αντιστίξεις, γλωσσικές ανατροπές, παιγνίδι λέξεων, συνειρμική κι ελλειπτική σύνθεση σκηνών, όπως συμβαίνει στο όνειρο, καταγράφουν την ψυχική πραγματικότητα του ποιητικού υποκειμένου στην αναζήτηση αυθεντικής γραφής και ζωής εκεί όπου θέτει τα δεσμά της κυριολεκτικά και μεταφορικά η υπογονιμότητα και μια μακρά ιστορία συμβάσεων στην κοινωνία και στη λογοτεχνία.

Η ποιήτρια καρφώνει πότε με λέξεις πότε με το σώμα το κυριολεκτικά ασύλληπτο, την πιθανότητα της ύπαρξης/ανυπαρξίας, την απώλεια, τον θάνατο, τον κομπασμό των λέξεων πάνω στο σώμα που υποκύπτει στο θάνατο, τη θλίψη της μητρότητας, την κραυγή και τον ψίθυρο του μητρικού ρόλου, την πάλη του θηλυκού με το αρσενικό και την αρσενική οπτική του σύμπαντος, που δεν παλεύεται παρά μόνο «τα νύχια βγάζοντας σπινθήρες βάζοντας στη σκέψη και στις πένες». Κι αυτό κάνει με επιτυχία η Έρινα Χαραλάμπους με τη νέα της ποιητική συλλογή.

.

ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ

www.oanagnostis.gr 6/12/2022

Γραφή και σώμα

Η δεύτερη συλλογή της Χαραλάμπους δύο χρόνια μετά την πρώτη (Πλεκτάνη, θράκα 2020) απαρτίζεται από 28 ποιήματα αριθμημένα με λατινικά στοιχεία που, καθ’ υπόδειξη του τίτλου, αποκαλούνται ριπές και κλείνουν με το επιλογικό ποίημα «Ένα πολεμικό ανακοινωθέν». Ανερμήνευτο αρχικά μένει το ΤΑΥ του τίτλου που αποτελεί βασική δομική/ηχητική μονάδα του ποιήματος XVI και εντέλει επεξηγείται στις σημειώσεις: πρόκειται για δυσπλασία της μήτρας που δημιουργείται στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης και «ενίοτε, συνδέεται ιατρικά με την υπογονιμότητα». Βασικός άξονας λοιπόν η συγγενής υπογονιμότητα, συνεπώς το απραγματοποίητο της σύλληψης/τεκνογονίας/βιολογικής μητρότητας. Ήδη από το πρώτο ποίημα η φωνή εκφοράς ορίζει αυτή τη σύλληψη ως κυριολεκτική («Πάνε δέκα χρόνια κιόλας,/ατέρμονη αναμονή/για το κυριολεκτικά/ασύλληπτο/»), δηλαδή ως απαρχή της κυοφορίας, κάτι που σταδιακά θα ανατραπεί, ως ένα βαθμό, συνδέοντας την τεκνογονία με την ποιητική δημιουργία.

Η αδυναμία της σύλληψης μπορεί να παράξει ενοχικό σύμπλεγμα από την έλλειψη ολοκλήρωσης του βιολογικού και κοινωνικού (ακόμη και εθνικού) ρόλου της μητρότητας ως πεπρωμένου. Υπό αυτή την οπτική το νόημα του να είσαι γυναίκα εξαντλείται στο να είσαι μητέρα και η μητρότητα αναδεικνύεται ως δυνητικά βασική, εντός μιας πατριαρχικής δομής, επιτρεπτή κοινωνική δύναμη συνοδευόμενη από μια γκάμα θετικών συναισθημάτων για την μητέρα αλλά και αποτελώντας βασικό στοιχείο της οικονομικής ζωής.[1] Το παραπάνω πλέγμα συνιστά την αιτία προτροπών για «θεραπεία» της υπογονιμότητας. Παράλληλα, η μητρογραμμική προέλευσή του, δηλαδή η δυσπλασία ενόσω το θηλυκό έμβρυο κυοφορείται από τη μητέρα, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την περιπλοκή της σχέσης μητέρας-κόρης.

Πώς χειρίζεται ποιητικά η Χαραλάμπους τα παραπάνω; Στη συλλογή θα μιλήσει το γυναικείο σώμα υπακούοντας στην προτροπή «Και γιατί δε γράφεις; Γράψε! Η γραφή είναι για σένα, εσύ είσαι για εσένα το σώμα σου είναι δικό σου, πάρ’το[…] Γράφε την εαυτή σου».[2] Ποιο λόγο το γυναικείο υποκείμενο/σώμα θα αρθρώσει;

Η Χαραλάμπους επιλέγει μια κλιμακωτή επεξεργασία. Ορισμένα από τα πρώτα 12 από τα 28 ποιήματα διακατέχονται από την έννοια του πόνου, της συνεχούς αναμονής και ελπίδας μιας σύλληψης: «εκπνέω τον πόνο/της απίθανης σύλληψής σου/και γίνεται βάλσαμο/καπνός/» (ΙΙ), Μαζί μετράμε τα χρόνια/μαζί και τις απώλειες/σε ένα παράλληλο σύμπαν/μαζί χάνουμε τα παιδιά μας/εσύ στη θάλασσα εγώ/ας το ονομάσουμε ποτάμι/» (ΙΙΙ), «Διψάω τις νύχτες που στον ύπνο μάς έπιανε ο πόθος/με συγχρονισμένη ακρίβεια/τα κορμιά συναντιούνταν//Καμία επιβολή/κανένα μέτρημα/καμιά ελπίδα» (VIII). Μεταξύ αυτών ωστόσο παρεμβάλλονται δύο ειδών διαφορετικά ποιήματα. Πρώτον αυτά όπου η σύλληψη αποκτά μεταφορική σημασία και η τεκνο-ποίηση μένει στο δεύτερο συνθετικό ως ποίηση δηλαδή γραφή, εισάγοντας ένα πολυσυζητημένο, από πολλές οπτικές, θεωρητικό ζήτημα. Το ΙΙΙ υποβάλλει αυτή την ανάγνωση καθώς το μότο του αποτελεί «παραποίηση» του σολωμικού στίχου όπου τα «σπλάχνα» της αντρικής φωνής γίνονται «μήτρα» της γυναικείας: «Η μήτρα μου κι η θάλασσα/ Ποτέ δεν ησυχάζουν». Δίνεται δηλαδή το προβάδισμα στην περιθωριοποιημένη/αποσιωπημένη γυναίκα να τροποποιήσει τον αντρικό ποιητικό λόγο και να υπερβεί την κυριαρχημένη από άντρες ποίηση ενώ υπογειωμένα λειτουργεί και ο παραλληλισμός με τη θάλασσα ως μήτρα-μητέρα. Το αμέσως επόμενο ποίημα IV εγκαθιδρύει τη μεταφορική εννοιοδότηση της σύλληψης και ταυτίζει το φοβισμένο παιδιόθεν γυναικείο πλάσμα με τα ποιήματα: «Κορίτσι μικρό/τρέμει φοβάται παλεύ-/ει τα ποιήματα» [σημ. το ει τονισμένο είναι το β ενικό πρόσωπο του ειμί=είμαι]. Το VI και το VIΙ και το ΙΧ ενισχύουν την αίσθηση ότι η ποίηση/γραφή -εδώ λέξεις- αποτελούν το συλλαμβανόμενο μέσω του οποίου θα συντελεστεί η αλλαγή: στο πρώτο ποίημα ο αρσενικού γένους Θάνατος «σαρώνει τους γραμματικούς/ και η γραμματική το φύλο, μας διαψεύδει/οι λέξεις μας κομπάζουν, το σώμα μας/δαμάζουν» στο δεύτερο «στη γλώσσα μου τυλίγεται το χάος». Δεύτερον ποιήματα στα οποία εισάγεται ο έρωτας-η ερωτική σχέση με τη χρήση α΄ πληθυντικού και την απεύθυνση σε ένα ερωτικό «εσύ»: «Τον έρωτα τι μου ζητάς αιώνια να σφραγίσεις;» (V).

Μετά το XII ένα σε αγκύλες ποίημα λειτουργεί ως διαχωριστικό [«αυτό το ποίημα δεν/είναι ποίημα είναι/κραυγή έπεται/έκρηξη της εαυτής/σπαρακτική»] για να ξεκινήσει μια νέα ομάδα ποιημάτων όπου η απεύθυνση («κραυγή σπαρακτική») γίνεται προς τη μητέρα που κληροδοτεί στην κόρη την πατριαρχική περιθωριοποίηση «και με βαφτίζεις θέλεις/δεν θέλεις/σιωπή» και προς την εαυτή της φωνής. (XV).

Το επόμενο ενδιάμεσο μονολεκτικό ποίημα σε αγκύλες [χαμαιπετής] συνεχίζει με την αφήγηση της μητρότητας ως γυναικεία μοίρα με τα κομβικά XVI, XVII και το εξομολογητικό XVIII. Στο πρώτο η έκθεση του σώματος υπό το κράτος του ταυ ισοδύναμο της υπογονιμότητας υποκαθιστά «τη λέξη/το μέτρο/τη στίξη/το ποίημα/ και το εξωσωματικό «ποίημα/σημειωματάριο παραπέμπουν στη εξωσωματική σύλληψη. Ακόμη κι αν αυτή η πρακτική «αποκαθιστά» τη γυναίκα[3] κοινωνικά προς τα έξω και ψυχολογικά προς την εαυτή της τέτοιες αναπαραγωγικές τεχνολογίες προέρχονται από τον πατριαρχικό έλεγχο και τίθενται υπό αμφισβήτηση από μερίδα φεμινιστριών.[4]

Η επόμενη ομάδα ποιημάτων ανοίγει την οδό προς την κλιμάκωση ξεκινώντας και πάλι από ένα ποίημα σε αγκύλες [«πώς ανασταίνεται όμως/τα νύχια μπήγοντας τις νύχτες/στο κόκκινο μελάνι»]. Η ανάσταση αρχίζει με την αποκαθήλωση της μητρικής μορφής, με την απόσχιση της κληροδοτημένης μοίρας της κυοφορίας και της σιωπής στο διπλό ποίημα ΧΙΧ που παραπέμπει σε δημοτικό με τη χρήση του σπασμένου σε δίστιχα 15σύλλαβου (8+7), μια απομάκρυνση επίσης από την παλαιά και έμμετρη ποίηση συνδεδεμένη και με το εθνικό παρελθόν. Η σύλληψη και εγκυμοσύνη πλέον είναι θριαμβικά μεταφορική: «Έχω συλλάβει/εγκυμονώ τη λέξη» (ΧΧΙ) και η αυτοφροντίδα η επιστροφή στη μητρότητα της ίδιας της εαυτής (ΧΧΙΙ). Το ύφος μεταστρέφεται από θλίψη σε οργή: η ειρωνική απόδοση της διάρρηξης του παρθενικού υμένα «από λογής αδήλωτους/ανείπωτους/ακατανόμαστους/αρσενικούς/ αδένες» (ΧΧΙΙΙ) ως πράξη δημόσιου εξευτελισμού, βίας και υποταγής, η καταπίεση (ΧΧΙV), το βάρος της ατεκνίας που έξωθεν υποβάλλεται ως ενοχή (XXV) δημοσιοποιώντας πλέον ένα ταμπού με έντονα σωματικό τρόπο, όλα διατρανώνουν όχι την απόπειρα ορισμού της έμφυλης ταυτότητας αλλά την κατακτημένη συνείδησή της.

Γι’ αυτό και το τελευταίο μέρος αποτελεί μια απόρριψη του Θεού-Πατέρα που ξεκινά με το μονολεκτικό [filiaque] ως νέα ομολογία πίστης, σε νέα θρησκευτικά (γυναικεία) σύμβολα: η Εωσφέρουσα, Η Σατανάς, συν Αγία Πνεύματη που θα σκοτώσει «τον Λόγο του Πατέρα»

Στοιχεία που χαρακτήρισαν την πρώτη συλλογή της Χαραλάμπους (πειραματισμοί με τη γλώσσα-στρεβλώσεις και αμφισημίες-, δοκιμές στη φόρμα (σύντομα ποιήματα αλλά και πεζόμορφα – χρήση μέτρου), ενθυλάκωση και διάλογος με άλλους ποιητικούς λόγους) απαντούν και στο Ταυ ενώ ο ένας και μόνον θεματικός άξονας δίνει στη συλλογή την αίσθηση ενός ενιαίου ποιήματος που κορυφώνει με μια σταδιακή συστροφή στο «πολεμικό ανακοινωθέν». Εκεί, ρητά ανακαλώντας και σε διάλογο με το εμβληματικό ποίημα της Μαστοράκη «Η χαρά της μητρότητας» αφενός η δυνατότητα της ποίησης ή μέρους της είναι συζητήσιμη αφετέρου εγκαινιάζεται ανοιχτή σύγκρουση όπου η Κόρη, η συνέχεια, αφήνοντας πίσω το παρελθόν «θα υπογράφει τις ανακοινώσεις» αν και θα έχει «λεπτά, όμορφα χέρια» και όχι «γερά ποδάρια».

Η συλλογή της Χαραλάμπους πέρα από το ρητό διάλογο με Καρέλλη -το εμβληματικό «Η άνθρωπος»- και Μαστοράκη (ευρύτερη επιρροή ιδίως από Το σόϊ), συνομιλεί με το Στεφάνι (1993) της Άντειας Φραντζή, με ποιήματα της Βάγιας Κάλφα («Δεν είμαι χρήσιμη στο έθνος μου») της Πελαγίας Φυτοπούλου και άλλα που δεν ανακαλώ αλλά δεν υπολείπονται των αναφερόμενων.

Μήπως το ΤΑΥ αποτελεί συμπυκνωμένη έκφραση ενοχών της θηλυκής φωνής, υπαρξιακής αγωνίας της ανολοκλήρωτης έμφυλης ταυτότητας, επομένως κατάφαση στον αναπαραγωγικό ρόλο ως στοιχείο υποταγής; Ή εντέλει η μητρότητα φαίνεται να αποτελεί μια πολιτική απόφαση αυτοδιάθεσης που αντί να μεταδώσει την καταπίεση θα εισάγει την αυτοδυναμία και την ελεύθερη γυναικεία βούληση; Η δική μου ανάγνωση προκρίνει ένα είδος, αν και όχι ολοκληρωτικής, νίκης τόσο της αρχικής κατάθλιψης από τη μη ανταπόκριση στον κοινωνικό μητρικό ρόλο όσο και της γενικότερης πατριαρχικής επιβολής διαμεσολαβημένης και από το πρόσωπο της μητέρας. Ή αλλιώς μέσω της ανοιχτής έκθεσης του τραύματος και του τρόπου με τον οποίον επουλώνεται (;) -με τη δημόσια έκθεση μέσω της ποίησης- επιχειρείται το ορατό ξεπέρασμα μιας αρχικής βάσης της υποβάθμισης της γυναίκας: της φροϋδικής αδυναμίας του μικρού κοριτσιού με το ανίσχυρο Υπερεγώ που αποκλείει το κορίτσι πολιτιστικά.[5]

Η συλλογή ακροβατεί επιχειρώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην ένταση της καταγγελίας με βάση το βίωμα (εννοείται δεν αναφέρομαι επ’ ουδενί σε αυτοβιογραφικό στοιχείο που καθόλου δεν ενδιαφέρει την ανάλυσή μου) και την εξομολόγηση της θλίψης. Ένας διστακτικός χαμηλός τόνος σταδιακά επιδιώκει να μετατραπεί σε ηχηρή διαμαρτυρία και το ΤΑΥ λειτουργεί ως πρόθεση πολεμικής («πολεμικό ανακοινωθέν») μέσα από το ίδιο το εργαλείο -γλώσσα- που εγκαθιδρύει την πατριαρχία. Έτσι, οι γλωσσικές στρεβλώσεις οι οποίες στην προηγούμενη συλλογή υπηρέτησαν άλλη στόχευση, αναδεικνύονται ένα εργαλείο ανακατασκευής της γυναικείας υποκειμενικότητας μέσω της ποίησης: «σπαράζουν οι γραμματικές», «Εναποθέτω τις λέξεις αθεόφοβη/πάνω στη μητρική μου γλώσσα/μα το όνομα του Πατρός και/του Αγίου Πνεύματος/τις καταδυναστεύει/εις τους αιώνας των αιώνων/ αμύν/ονται». (XXVI με έμφαση στο διακεκομμένο αμύν-=αμήν ονται).

Διερωτώμαι: η παγίδα της ουσιοκρατίας που έχει καταλογιστεί π.χ. στην Ιριγκαρέ πόσο είναι παρούσα σε μια τέτοιας θεματικής συλλογή; Η μεταφορική σύλληψη και γέννηση, οι λέξεις και η ποιητική τους σύνθεση, υποκαθιστούν ή αντικαθιστούν την κυριολεκτική σύλληψη; Ο συσχετισμός αντιμαχόμενων θεωρητικών μοντέλων και εντός της φεμινιστικής θεωρίας με μια ποιητική συλλογή της στερεί ή της προσθέτει (ή τίποτα από τα δύο;) σε δραστικότητα;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

stigmalogou.gr 4/10/2022

Μια συλλογή περί της γυναικείας φύσης είναι αυτή της Έρινας Χαραλάμπους, με το «Ταυ» του τίτλου να εξηγείται στο επίμετρο ως το σχήμα που παίρνει μερικές φορές η μήτρα, «για επιστημονικά ανεπιβεβαίωτους μέχρις στιγμής λόγους», κατά την κυοφορία – ένα φαινόμενο που ενδεχομένως να συνδέεται ιατρικά με την υπογονιμότητα. Όμως δεν είναι μια συλλογή εξύμνησης της γυναικείας φύσης, όσο μια συλλογή πολεμική ενάντια σε ό,τι και όποιον προσπαθεί να την καταπιέσει – όπως άλλωστε διευκρινίζεται και στον υπότιτλό της: «Είκοσι οκτώ ριπές και ένα πολεμικό ανακοινωθέν».

Δυστυχώς εν έτει 2022 τα έμφυλα πρότυπα δεν έχουν ούτε κατά διάνοια ξεπεραστεί και μάλιστα οι γυναίκες ανά την υφήλιο υφίστανται τα πάνδεινα στα χέρια των ανδρών που, εξαιτίας αφενός της μεγαλύτερης φυσικής δύναμής τους και αφετέρου της οικονομικής αντίστοιχης σε περιπτώσεις που η γυναίκα δεν εργάζεται, τις καταδυναστεύουν. Τα περιστατικά γυναικοκτονιών στη χώρα μας αλλά και τα μεγάλα ποσοστά κακοποίησης γυναικών το επιβεβαιώνουν.

Τα ποιήματα της Έρινας λοιπόν σχηματίζουν ένα ηχηρό «κατηγορώ» ενάντια στον κόσμο που μοιάζει να είναι φτιαγμένος από άντρες για άντρες, με ακόμη και τον Θεό να παρουσιάζεται με ανδρικό πρόσωπο και με λόγο καταπιεστικό για τις γυναίκες, σε όλες τις θρησκείες:

μα εγώ, η άνθρωπος ζητούσα

μόνη το ξημέρωμα της νύχτας

σκεφτόμουν πώς

αν είναι δυνατό

τον Λόγο

τον Πατέρα

συν Αγία

Πνεύματη

να σκοτώσω

μέσα

μου

(από το ποίημα «ΧΧVIII.»)

Είναι κατάφωρη αδικία αυτή για τη γυναικεία φύση που, στο κάτω-κάτω, κυοφορεί καθετί νέο και που από τη μήτρα της προκύπτει οποιαδήποτε ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο:

VII.

Στη μήτρα μου επιτελείται το ασύλληπτο

στη γλώσσα μου τυλίγεται το χάος

εσύ στην πίστη σου τυφλώνεσαι

κι εγώ στις λέξεις μου

φοβάμαι

Όσο για τα παιδιά, αν είναι κορίτσια, νιώθουν να πέφτουν πάνω τους δύο αντίρροπες ματιές, η αρσενική που τις καταδυναστεύει και η θηλυκή που αντιπροσωπεύεται από τη μάνα και ορθώνεται μέσα τους:

ΧΧVII.

Κι αφού οι αντίρροπες ματιές συναντήθηκαν πάνω της με τέτοια ένταση

Κι αφού ό,τι έχει τσακιστεί στη μέση είναι θηλυκό

αδιακρίτως – πάντα – κι ανεπαίσθητα ο χρόνος

σε λιώνει.

Καρέλλη, Μαστοράκη, Παπαγεωργίου και άλλες δημιουργοί δανείζουν τα λόγια τους στους στίχους της Χαραλάμπους, όπως στα πιο πάνω ποιήματα, και η ποιήτρια χτίζει επάνω τους νέα σχήματα λόγου, νέες μεταφορές. Μέσα από μια τέτοιου είδους αναπλαισίωση των πρωτότυπων λέξεων γεννιέται κάτι νέο, όμως ο απόηχος των έργων-πηγή κάνει αυτό το νέο να αντηχεί με τη βαρύτητά τους.

Οι μετασχηματισμοί της Χαραλάμπους δείχνουν ωστόσο ότι εντέλει συντελείται μια τεράστια εσωτερίκευση: ζώντας σε έναν κόσμο φτιαγμένο σύμφωνα με τα ανδρικά πρότυπα και μεγαλώνοντας μέσα σε αυτά, οι γυναίκες πείθονται μέσα τους ότι έτσι είναι πραγματικά ο κόσμος και ότι δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.

Έχω συλλάβει

εγκυμονώ τη λέξη

περνούν οι μήνες

αδημονώ για τις ωδίνες

μα διαστολή καμία

δεν επιτελείται

Μια συστολή

μια συστολή μοναχή

συντελείται μέσα μου

(από το ποίημα «ΧΧI.»)

Αυτήν ακριβώς την επικίνδυνη εσωτερίκευση πυροβολεί με τις ριπές της η ποιήτρια: τα «θηλυκά που μάζεψαν στο πλύσιμο της θλιβερής ζωής τους», τους «αρσενικούς αδένες» και γενικά τα αρσενικά που πάντοτε «είναι, είναι αρσενικά τα πάντοτε όμως, όμως πάντοτε»:

Θέλω να γίνω η Εωσφέρουσα και δώρα φέρουσα

σαν άλλη Μήδεια – η άλλη

τις λέξεις τα παιδιά σου να ξεσκίσω

την ποίηση να τεμαχίσω

να σ’ την προσφέρω

αμάσητη

αχώνευτη

προς θλίψιν.

(από το ποίημα «XXVII.»)

Το βιβλίο κλείνει με ένα «πολεμικό ανακοινωθέν» που κρύβει την παραδοχή ότι η γενιά της ποιήτριας δεν κατάφερε να αλλάξει τα πράγματα, αλλά και την ελπίδα πως θα τα καταφέρει η επόμενη γενιά:

…οι θάλασσες ξεβράζουν πτώματα

όλου του κόσμου τα πηγάδια αναβλύζουν

μέσα από τα ποτάμια αναδίνονται φωνές

σπαράζουν οι γραμματικές

ακούς;

Τι τα θες, η ποίηση πια δε φτουράει

Κι έπειτα, έχει κάμποσες να κλάψουν

τη θλίψη της – τη θλίψη.

Ύστερα όμως – στ’ ορκίζομαι –

την Κόρη μου θα τη γεννήσω

μα δεν θα βγει σαν όλα τα παιδιά.

Η Κόρη μου – σαν ένα κρίνο –

θα έχει λεπτά, όμορφα χέρια

διάφανες κλειδώσεις

η Κόρη μου, κατά πώς φαίνεται

θα υπογράφει τις ανακοινώσεις.

Παίρνω βαθιά ανάσα και κλείνω το βιβλίο. Μπορεί η ποίηση πια να μη φτουράει όπως στο παρελθόν, τη δύναμή της όμως τη διατηρεί αλώβητη σε χέρια δυνατών ποιητών | ποιητριών όπως η Χαραλάμπους.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΛ ΓΚΕΝΤΙ

Περιοδικό “Χάρτης” 50 Φεβρουάριος 2023

Εμπόλεμες θηλυκότητες: Η έλευση της Κόρης

Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για μια έμφυλα προσδιορισμένη καλλιτεχνική δημιουργικότητα; Πώς –στις συνάψεις του αισθητικού με το πολιτικό– μπορούν να αναδυθούν νέες κατηγορίες και επανεννοιολογήσεις των παλαιών κατηγοριών; Πώς εκείνη η κομβική στιγμή της συνειδητοποίησης του είναι-μέσα-στον-κόσμο μπορεί να αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα ενός πολιτικού σε τελική ανάλυση αγώνα; Το δεύτερο ποιητικό βιβλίο της Έρινας Χαραλάμπους, αποτελώντας, μεταξύ άλλων, και έναν αναστοχασμό πάνω στη θηλυκότητα, δεν προτρέπει σε διάλογο και ίσως δικαίως κόβει τα νήματα της συζήτησης – αντιθέτως, διακηρύσσει πολεμικώ τω τρόπω την έλευση της Κόρης, εννοούμενης ως το θηλυκό τέκνο και ως η νεαρή γυναίκα.

Ι. Οι ήχοι

Αρθρωμένη σε 28 σύντομα ποιήματα και ένα ακροτελεύτιο «Πολεμικό ανακοινωθέν», η ποιητική σύνθεση της Χαραλάμπους αποτελεί μια καλοδουλεμένη, σφιχτή μάλλον και οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα στη ρητορική της εκφορά εργασία. Στο Ταυ η ποιήτρια φαίνεται να αφήνει πίσω την κυπριακή συνθήκη, τις άμεσες και ευθείες αναφορές στην ιστορία και το σύγχρονο γίγνεσθαι της Κύπρου, στοιχεία που υπήρχαν έντονα στην πρώτη της ποιητική συλλογή (Πλεκτάνη, 2020), χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπει βασικούς θεματικούς άξονες της ποιητικής της. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ταυ και μάλλον της ποιητικής μεθοδολογίας της Χαραλάμπους αποτελεί ο λεκτικός πειραματισμός, ο οποίος κινείται σε δύο κυρίως επίπεδα – αυτά εντοπίζονται και στην Πλεκτάνη: αφ’ ενός μεν ένας λεξιπλαστικός πειραματισμός, ο οποίος εκμεταλλεύεται εν εκτάσει τον ήχο της γλώσσας, την τυπογραφική διάταξη και την απροσδόκητη συμπαράθεση λέξεων (ομόηχα, αναγραμματισμοί, αλλαγές γενών) και αφ’ ετέρου ένας σημασιολογικός πειραματισμός, ο οποίος δίνει ένταση, βάθος και παράγει ερμηνευτική πολλαπλότητα, από τη στιγμή που αυτός συνήθως παράγεται από τα τουλάχιστον διττά σημασιολογικά επίπεδα αρκετών λέξεων. Το ύφος του Ταυ γνωρίζει τις διαβαθμίσεις μιας φωνής, η οποία κινείται από τη σεσοφισμένη απόφαση εκφοράς λόγου, βαδίζει στον σπαραγμό, προκειμένου να καταλήξει, μέσω της καταγγελίας, σε μια αγωνιστική και διαυγή διατύπωση.
Αν και οι γραμματολογικές επισημάνσεις εύκολα μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω, η Χαραλάμπους με το Ταυ συνομιλεί με ένα μέρος της συγκαιρινής μας ποιητικής παραγωγής: αφ’ ενός μεν χάρη στις μεθοδολογικές της επιλογές (ποιητικό βιβλίο/σύνθεση, λεκτικός και μετρικός πειραματισμός, δειλή προς το παρόν ενσωμάτωση και άλλων ειδών λόγου, φωνητική διάσταση πολλών ποιημάτων) και αφ’ ετέρου σε σύμπνοια με ποιητικές κοινότητες που επανερμηνεύουν και ανανοηματοδοτούν μέσω της γραφής τούς έμφυλους όρους παραγωγής του καλλιτεχνικού έργου.

ΙΙ. Κάποιες ριπές

Η Χαραλάμπους στο Ταυ κατασκευάζει πολλαπλές αλληγορίες και συνεχώς μεταθέτει το νόημα, σε μια προσπάθεια αναζήτησης και αναδιαπραγμάτευσης εκείνων των λόγων που καθιστούν ευάλωτο το υποκείμενο. Κεντρική θέση κατέχει η υπογονιμότητα και η δυστοκία ως κυριολεκτικές και μεταφορικές συνθήκες. Το αναγνωστικό και ερμηνευτικό κλειδί, πρωτίστως για τον τίτλο της σύνθεσης και κατόπιν για μια σειρά ποιημάτων, δίνεται στις Σημειώσεις:

Για επιστημονικά ανεπιβεβαίωτους μέχρι στιγμής λόγους, κατά τη διάρκεια της κύησης, η μήτρα του εμβρύου μπορεί να πάρει σχήμα ταυ. Αυτή η όχι και τόσο σπάνια δυσπλασία της μήτρας, ενίοτε, συνδέεται ιατρικά με την υπογονιμότητα (σ. 47)

Η χρήση της ιατρικής μεταφοράς, ανανοηματοδοτημένη και ενίοτε αντεστραμμένη, αποτελεί κεντρικό σημείο του έργου. Ξεκινώντας από το «κυριολεκτικά/ ασύλληπτο» (σ. 9), αυτό που ακόμη δεν έχει γεννηθεί αποτελεί σχεδόν φασματική οντότητα, κινούμενο ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία, σε κάθε όμως περίπτωση προκαλεί οδύνη. Η προσπάθεια σύλληψης, κυοφορίας και γέννας τού κατ’ ουσίαν ασύλληπτου είναι ικανή να δημιουργήσει μια φαντασιακή κοινότητα απώλειας, παρά τα διαφορετικά της χαρακτηριστικά, εφ’ όσον «[μ]αζί μετράμε τα χρόνια/ μαζί και τις απώλειες/ […] μαζί χάνουμε τα παιδιά μας» (σ. 11). Σε άλλες πάλι περιπτώσεις –και εδώ η Χαραλάμπους αποδίδει λεπτές και αποσιωπημένες ίσως αποχρώσεις και πτυχές– το ασύλληπτο λειτουργεί ως εξουσία εν τη απουσία του. Το ασύλληπτο προκαλεί φόβο και βρίσκεται στο διάκενο μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης, όπως το μη διανοητό βρίσκεται μεταξύ πίστης και φόβου:

Στη μήτρα μου επιτελείται το ασύλληπτο
στη γλώσσα μου τυλίγεται το χάος
εσύ στην πίστη σου τυφλώνεσαι
κι εγώ στις λέξεις μου
φοβάμαι
(VII, σ. 15)

Η ποίηση στην υλικότητά της, δηλαδή αφ’ ότου έχει συλληφθεί, αποτελεί αλήθεια και αρχή, αν όχι αιωνιότητας, τουλάχιστον μιας χρονικότητας που ενέχει την ολότητα: «Το όλον που ερωτεύτηκες εχάθηκε στο πάντα/ κλέω» (σ. 13) και «[Τ]α σπλάχνα καίω να ποτίσω/ αιώνια ίσως/ αυτή τη φορά» (σ. 18).
Μετά τη 12η ριπή συντελείται μια τομή, υπάρχει ένα σημείο καμπής κατά το οποίο η ποίηση μεταμορφώνεται και μετατρέπεται σε κραυγή – εδώ εμφιλοχωρεί και το ζήτημα ενός βιώματος που καταργεί, λόγω της έντασής του, την τέχνη. Η Χαραλάμπους και εδώ συλλαμβάνει τη λεπτή απόχρωση, παρ’ ότι η αντιφώνηση/δήλωση (σ. 21) ενέχει κάποια ποιητική ευκολία.
Η μη σύλληψη και η μη γέννα καθιστούν άφωνο το υποκείμενο, παράγοντας σιωπή – η διάρρηξη αυτής της σιωπής συντελείται μέσω της ποίησης, της εύρεσης δηλαδή μιας φωνής και της προσπάθειας αυτοπροσδιορισμού. Σε μια ακόμη μετάθεση του νοήματος, η Χαραλάμπους ακολούθως αυτοαναιρείται, υπαινισσόμενη το πρωτείο της φωνής, του έναρθρου εν προκειμένω λόγου, έναντι της ποίησης.
Το έδαφος έχει προετοιμαστεί καλά για τις ριπές 16-18, όπου από τη φωνή περνάμε στην υλικότητα του σώματος. Η σωματική ασθένωση, η θηλυκότητα ως κατάσταση, η ευθραυστότητα και η ευαλωτότητα, οι κοινωνικές νόρμες είναι εκείνα τα στοιχεία που επανέρχονται σε πολλούς στίχους, με κομβική την περίπτωση της 16ης ριπής:

διαδοχικές αναλύσεις –ταυ– τακτικές εξετάσεις –ταυ– απανωτές ακτινογραφίες –ταυ– αναπόφευκτες τομογραφίες –ταυ– ακαριαία αποτελέσματα –ταυ– απαραίτητες επεμβάσεις –ταυ– συνιστώμενες συνταγογραφήσεις –ταυ– βασικές μετρήσεις –ταυ– καθοριστικές τοποθετήσεις

υποκατέστησαν
τη λέξη
το μέτρο
τη στίξη
το ποίημα

στο σημειωματάριό μου

το κάθε άλλο
παρά προσωπικό
το αλύπητα και αναπόφευκτα

εξωσωματικό

(XVI, σ. 26-27)

ΙΙΙ. Ευθείες βολές

Κάπου ανάμεσα στην πρώτη τομή, μετά τη 12η ριπή, και σε μία άλλη, μετά τη 18η, συντελείται μια υφολογική και ποιοτική αλλαγή. Αυτή η αλλαγή χαρακτηρίζεται από ένταση και αγωνιστικότητα, το ένα της σκέλος έχει προετοιμαστεί και παρουσιάζει το υποκείμενο της εκφώνησης όχι αναδιπλωμένο και σε εσωτερική συστροφή αλλά στο προσκήνιο και με διάθεση καταγγελίας. Δύο είναι τα μείζονα στοιχεία που ορίζουν αυτή την αλλαγή και ίσως τις δυναμικότερες στιγμές της σύνθεσης, νοηματοδοτώντας την παραλλήλως: αφ’ ενός μεν η «γραμματική του φύλου» και αφ’ ετέρου μια αντεστραμμένη ή επανεννοιολογημένη θρησκευτικότητα.
Η Χαραλάμπους σε ένα διπλό επίπεδο προσπαθεί ποιητικώ τω τρόπω να καταγγείλει τα δεσμά της γλώσσας που αποστερούν τη φωνή στις θηλυκότητες, επανερμηνεύοντας συνάμα ένα σύνολο ιδεών/πεποιθήσεων/συμβόλων που ορίζουν τον χώρο της θρησκευτικότητας. Γλώσσα και θρησκευτικότητα είναι οι στόχοι και τα μέσα διά των οποίων –έτσι, μαζί και στην αχώριστη συναρμογή τους– η ποιήτρια οικοδομεί την τελική της εναλλακτική πρόταση. Αυτό το αξεδιάλυτο σύνολο λόγων λειτουργεί καταπιεστικά, πράγμα που η Χαραλάμπους εμφατικά τονίζει, δείχνοντας με ένα νεύμα (ή μήπως με υψωμένη γροθιά;) τα πατριαρχικά θεμέλια μιας κοινωνίας που είναι δομημένη από και για το αρσενικό – εννοούμενο εν προκειμένω ως μετωνυμία της πατριαρχίας, της κανονικότητας και της ετεροσεξουαλικής κανονιστικής συνθήκης:

Σημεία απόστροφα, υπό διαστολή
υπό διάλυση κυρίως περιβάλλουν
την έντονη ή άτονη φωνή σου–
ορίζεσαι ωστόσο απ’ τις εγκλίσεις
όλου του κόσμου τις συμβάσεις
τις διαθέσεις του λυγμού
που ατελεύτητα την απαλείφουν
ανηλεώς και κεκλιμένα την εκφέρουν
διά και προ παντός
εντός
(XIV, σ. 23)

Εναποθέτω τις λέξεις αθεόφοβη
πάνω στη μητρική μου γλώσσα
μα το όνομα του Πατρός και
του Αγίου Πνεύματος
τις καταδυναστεύει
εις τους αιώνας
των αιώνων
αμύ
ονται
(XXVI, σ. 39)

Αυτή η εναλλακτική θρησκευτικότητα και η καταγγελία της γλώσσας –επιμένω να τα βλέπω αχώριστα– προσπαθούν να ορίσουν ένα διαφορετικό πεδίο, μια αφήγηση, έναν κόσμο. Η επιθυμία της ενσάρκωσης, δηλαδή η επιθυμία για το ποίημα που θέλει να γεννηθεί, μετατρέπεται σε επιθυμία υπέρβασης ενός θανάτου από το αρσενικό· η θηλυκότητα καθίσταται εκείνο το στοιχείο που είναι ικανό να επουλώσει τα συλλογικά τραύματα· η επικυριαρχία του αρσενικού υπονομεύεται παράλληλα προς την κατάδειξη των καταπιεστικών μηχανισμών προς τις θηλυκότητες και την ειρωνική καταγγελία αντικειμενοποίησής τους· ο θηλυκός μα και ο ουδέτερος χώρος όμως, που προσδιορίζονται από την πρωτοκαθεδρία του αρσενικού, έχουν εναλλακτική επιλογή: στην 25η ριπή η ποιήτρια ευκρινώς παίρνει τα όπλα και αντιστέκεται, καλώντας στον αγώνα, και μας προσκαλεί «μαζί να τραγουδήσουμε για εσωτερικούς αρσενικούς αδένες» και «την οπτική του σύμπαντος απ’ την αρχή να πλάσουμε», διότι «η υπογονιμότητα –κυρίως αβάσταχτη–/ παντού και πάντοτε θα είναι/ μέλους θηλυκού» (σ. 37). Σε μια ύστατη δε αποστροφή η Χαραλάμπους μεταθέτει πάλι το νόημα και στη βία απαντά με βία: «[θ]έλω […]/ την ποίηση να τεμαχίσω/ να σ’ την προσφέρω/ αμάσητη/ αχώνευτη/ προς θλίψιν» (σ. 40).

IV. Κήρυξη πολέμου

Η Χαραλάμπους με το Ταυ κατασκευάζει μια εναλλακτική θεολογία, η οποία σημαίνεται με την τελευταία τομή του βιβλίου που καταχωρείται ως «filiaque» (σ. 38). Η συμπερίληψη της Κόρης στο θεολογικό σχήμα αφ’ ενός μεν πρέπει να αναγνωστεί σε συμφωνία με την τελευταία ριπή στην οποία γίνεται –με τρόπο γενναίο εκ μέρους της Χαραλάμπους– αναφορά στην εξάλειψη της εσωτερικευμένης πατριαρχίας και αφ’ ετέρου προοικονομεί το αποκαλυπτικό «Πολεμικό ανακοινωθέν». Η Κόρη ως ενσαρκωμένος θηλυκός Λόγος, ως η γεννημένη ποίηση, ως πρακτικός λόγος και πράξη, ως –εν τέλει, ας το πούμε– θηλυκός μεσσίας είναι εκείνη που «θα υπογράφει τις ανακοινώσεις» (σ. 45):

Τα βράδια κάνω επικίνδυνες δουλειές
διαβάζω την τάδε και το τάδε και την τάδε
ακούω ειδήσεις, μοιράζω αναρτήσεις–
οι λέξεις τραβήχτηκαν
αναρριχήθηκαν στα δώματα
ξεσκίστηκαν στη στέγη
αποτραβιούνται οι δοκοί
κάνουν να πέσουν
κάνουν να σπάσουν
να γκρεμοτσακιστούν
οι λέξεις θα φανερωθούν
–δεν τ’ άκουσες;–
–δεν διάβασες;–
–δεν είπες;–
οι θάλασσες ξεβράζουν πτώματα
όλου του κόσμου τα πηγάδια αναβλύζουν
μέσα από τα ποτάμια αναδίδονται φωνές
σπαράζουν οι γραμματικές
ακούς;

Τι τα θες, η ποίηση πια δε φτουράει
Κι έπειτα, έχει κάμποσες να κλάψουν
τη θλίψη της – τη θλίψη.

Ύστερα όμως –στ’ ορκίζομαι–
την Κόρη μου θα τη γεννήσω
μα δεν θα βγει σαν όλα τα παιδιά.
Η Κόρη μου –σαν ένα κρίνο–
θα έχει λεπτά, όμορφα χέρια
διάφανες κλειδώσεις
η Κόρη μου, κατά πώς φαίνεται
θα υπογράφει τις ανακοινώσεις

(«Πολεμικό ανακοινωθέν», σ. 44-45)

Αν η Χαραλάμπους κατασκευάζει με το έργο της μια θηλυκότητα που «θα έχει λεπτά, όμορφα χέρια/ διάφανες κλειδώσεις» (σ. 45), δεν σημαίνει ότι κατασκευάζει μια αιθέρια γυναικεία ύπαρξη, τέτοια και όμοια με αυτήν που έχουμε κληρονομήσει από τη λογοτεχνική παράδοση, ακόμη ίσως και ανάστροφα παρεμφερή με τις αρρενωπές και σκληρές Αμαζόνες. Στην κατασκευή της Κόρης εκ μέρους της Χαραλάμπους πρέπει –νομίζω– να δούμε την ενσάρκωση μιας εναλλακτικής πρότασης – εντός αισθητικού και εντός πολιτικού. Αυτή η πρόταση ίσως έχει περισσότερη δυναμική από αυτή που δίνουν οι 28 ριπές, ακριβώς διότι τοποθετείται σε χρόνο μέλλοντα: στιγμιαίο για την ενσάρκωσή της («θα τη γεννήσω», σ. 44) και εξακολουθητικό για τη δράση της («θα υπογράφει», σ. 45).
Το Ταυ, ως τέκνο της εποχής του, βρίσκεται στο σταυροδρόμι ποικίλων λόγων αλλά και γεγονότων, διαθέτει μια προϊστορία –τη γραμματολογική– και μια γενεαλογία – την πολιτική. Πριν δύο μέρες και κάμποσα χρόνια, στις 25 Νοεμβρίου 1960, κατόπιν εντολής του Ραφαήλ Τρουχίλιο, τότε δικτάτορα στη Δομινικανή Δημοκρατία, οι αδελφές Πάτρια, Μαρία και Αντωνία Μιραμπάλ βασανίστηκαν άχρι θανάτου για την αντιδικτατορική τους δράση και αργότερα αναγνωρίστηκαν και έγιναν σύμβολα της γυναικείας χειραφέτησης, μαζί και του αντιδικτατορικού αγώνα, οδηγώντας τον ΟΗΕ να θεσπίσει την 25η Νοεμβρίου ως διεθνή ημέρα εξάλειψης της βίας κατά των γυναικών. Στην εποχή μας η έμφυλη βία, ως έκφανση της πατριαρχίας, αυξάνεται συνεχώς, θέτοντας, μεταξύ άλλων, στο στόχαστρο όλο το φάσμα της θηλυκότητας – από το Ιράν μέχρι την Κύπρο και την Ελλάδα. Η Κόρη της Χαραλάμπους, ως εμπόλεμη θηλυκότητα, γίνεται ένα δυνητικό σύμβολο αγώνα ενάντια στους καταπιεστικούς μηχανισμούς της πατριαρχίας και παραμένει επίκαιρη και αναγκαία – όλα αυτά πέρα από τα όρια του αισθητικού και στην καρδιά του πολιτικού.

.

ΠΛΕΚΤΑΝΗ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

FRACTAL 30/3/2021

«Να καθαρίσει ο τόπος»

Μετά την πρώτη και ίσως σιωπηλά αποκηρυγμένη πεζογραφική της απόπειρα Μ’ αγαπούς; (2010), η Έρινα Χαραλάμπους επανέρχεται με μιαν ωριμότερη ποιητική κατάθεση που τιτλοφορείται Πλεκτάνη (Θράκα 2020). Στα ολιγόστιχα, κατά βάση, όχι ποιητικά ισοϋψή κείμενα της ανά χείρας καλαίσθητης συλλογής πληθαίνουν οι εξομολογητικές στιγμές ενός ευαίσθητου ποιητικού εγώ που ασφυκτιά στο άξενο και διαβρωμένο κοινωνικοπολιτικό του περιβάλλον. Σε αρκετά, λοιπόν, ποιήματα του βιβλίου η κοινωνική περιθωριοποίηση, η εξαχρείωση των αισθημάτων, η κατανάλωση των σχέσεων, αλλά και η γενικότερη πολιτικοκοινωνική διαφθορά και αλλοτρίωση αποτελούν διάφορες εκδοχές της υπαρξιακής ερημιάς και του σύγχρονου παράλογου. Πιο συγκεκριμένα, τα θέματα α) της διάψευσης των παιδικών-νεανικών ονείρων, β) των προσωπικών και συλλογικών αδιεξόδων της νέας γενιάς, γ) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, δ) της πανταχού παρούσας ηθικής, πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής έκπτωσης-διαφθοράς και τέλος ε) το διαχρονικό δράμα του πολέμου, της τρομοκρατίας και της μετανάστευσης συνδέονται άρρηκτα στη συλλογή με μιαν επώδυνη βυθοσκόπηση στην αυστηρά ιδιωτική περιοχή του ποιητικού προσώπου· εκεί όπου κυριαρχούν η αίσθηση της μόνωσης, του θανάτου και της διάψευσης του έρωτα, που συνυφαίνονται με την αποτυχία του στίγματος της σύγχρονης κοινωνικής κατάστασης ή της συλλογικής ταυτότητας.

Εγκλωβισμένο, λοιπόν, σε μιαν απρόσωπη, επικίνδυνη πόλη και σε έναν αλλοτριωτικό, ανούσιο καταναλωτικό τρόπο ζωής, το ποιητικό υποκείμενο αντιδρά από τη μια ειρωνικά, καταγγέλλοντας πολιτικές καταστάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές, ενώ από την άλλη συσπειρώνεται τραυματικά στον εαυτό του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας ο τίτλος της συλλογής Πλεκτάνη αποτελεί αφενός ένα ευθύ σχόλιο απέναντι στην πολιτική διαφθορά, τον καιροσκοπισμό και την κοινωνική αθλιότητα ενός κόσμου ανερμάτιστου και αφετέρου έναν αυτοσαρκαστικό-αυτοαναφορικό προβληματισμό απέναντι στην ίδια τη λειτουργία ενός ειρωνικού, καταγγελτικού, αλλά κενού στην ουσία, από οποιοδήποτε κοσμογονικό ή συνεκτικό όραμα, ποιητικού λόγου, ο οποίος επιχειρεί να σηκώσει το επιφανειακό πέπλο του καθωσπρεπισμού και του καταναλωτισμού και να φωτίσει την καταλυτική παρουσία της φθοράς και την κυρίαρχη στη συλλογή αίσθηση διαφθοράς και κοινωνικού αδιεξόδου. Και ίσως για τούτο, συνταιριάζοντας έναν ευθύ αναπαραστατικό λόγο με μιαν αυξημένη σκοτεινότητα, η ποιήτρια δεν επιχειρεί να συνθέσει μόνο ένα σπαρακτικό ατομικό ψυχογράφημα που κλονίζεται συνεχώς από τον υπαρξιακό φόβο του θανάτου, αλλά και μιαν εναγώνια κατάθεση για τη μοίρα του τόπου και του ανθρώπου γενικότερα.

Δεν είναι τυχαίο, επομένως το γεγονός ότι στη συλλογή, σκιαγραφείται μια γυναικεία ποιητική προσωπογραφία, η οποία δομείται αντιστικτικά· από τη μια με πολλές σιωπές και υπονοούμενα, με άλογες, αποσπασματικές εικόνες και αυξημένη κατά περιοχές σκοτεινότητα, κι από την άλλη με ρητά, ενίοτε τολμηρά και ευθύβολα, αιρετικά σχόλια. Όλα αυτά συναρτώνται, πάντως, με το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο φαίνεται να λειτουργεί ως μέγγενη που καταπνίγει τον γυναικείο μύθο και τη διαφορετικότητα. Μέσα, λοιπόν, από τη σύγκρουση με τους αδίστακτους μηχανισμούς της πατριαρχικής λογοκρισίας και της διάχυτης κοινωνικής εξουσίας, με συνεχή ενδοσκόπηση και αναμόχλευση του βιώματος, αλλά και με τη συνεπακόλουθη ενοχικότητα των προσωπικών διαψεύσεων, η Έρινα Χαραλάμπους διασταυρώνεται με την εναγώνια αναζήτηση της έμφυλής της ταυτότητας, του νοήματος της ιστορίας, του διαλόγου με τη λογοτεχνική παράδοση και, κυρίως, του βασανιστικού ερωτήματος πώς ποιητικοποιείται η οντολογική ελευθερία.

Ο βιωματικός, πάντως, πυρήνας του βιβλίου, το γεγονός ότι στην ψυχοσυναισθηματική πηγή των περισσότερων ποιημάτων βρίσκεται αφενός η μόνιμη αγωνία της φθοράς και του θανάτου και αφετέρου ο καημός, η πίκρα, η απογοήτευση και η αγανάκτηση ενός νέου ανθρώπου-γυναίκας από την περιβάλλουσα κοινωνική εξουσία, αλλά και τη θεσμική διαφθορά, φαίνεται ότι προσδιόρισε και εν πολλοίς καθόρισε τις εκφραστικές επιλογές της ποιήτριας, η οποία επιστρατεύει στοιχεία και τεχνικές μιας αιρετικής γλώσσας. Από τον τίτλο του βιβλίου, εξάλλου, Πλεκτάνη διαφαίνεται η πρόθεσή της για παιγνιώδη και ανατρεπτικά σχόλια, καθώς από το έντονο λεκτικό παιχνίδι, την προκλητική γλώσσα και τον αυτοσχεδιασμό απορρέει η πικρή ειρωνεία, η αντισυμβατικότητα και ο μελαγχολικός σαρκασμός.

Πιο συγκεκριμένα, η δεσπόζουσα χιουμοριστική, ειρωνική ή σαρκαστική και ανατρεπτική διάθεση υποστηρίζεται τόσο γλωσσικά όσο και μορφολογικά∙ γλωσσικά επιτυγχάνεται με τη χρήση συμβόλων (π.χ. αλυσίδες, παραμύθι κ.ά.), με το (όχι πάντα αισθητικά λειτουργικό και επιτυχημένο κατά την άποψή μου) λεκτικό παιγνίδι (βλ. π.χ. τον τίτλο του ποιήματος «Λεσκωφία») και τέλος με μια προκλητική γλωσσική ετερομιξία η οποία δομείται αντιστικτικά (π.χ. υψηλό-χαμηλό, ιερό-ανίερο, προσωπικό-εθνικό και συλλογικό, πεζολογικό-λυρικό) και υποστηρίζεται από γλωσσικά ίχνη προφορικότητας, κυπριακής διαλέκτου, τεχνοκρατικού, δημοσιογραφικού και πολιτικού λόγου, αλλά και με διακειμενικές αναφορές ή ποιητικές συνομιλίες με τους Σεφέρη, Μόντη, Ρίτσο, Καβάφη, Χαραλαμπίδη, Ήβη Μελεάγρου κ.ά. Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό γλωσσικό μείγμα, είναι εμφανές, κατά την άποψή μου, ότι το μπόλιασμα του ποιητικού σώματος με ιδιωματικές λέξεις, η σποραδική, με άλλα λόγια, χρήση της διαλέκτου εντάσσεται οργανικά στη συνειδητή προσπάθεια της ποιήτριας να οικοδομήσει μιαν αιρετική, ανοίκεια και αντισυμβατική ποιητική γλώσσα, που να αντιμάχεται την τυποποίηση, τη σοβαροφάνεια και τον πουριτανισμό. Στο μορφολογικό από την άλλη επίπεδο, η αιρετική-αντισυμβατική διάθεση του βιβλίου υποστηρίζεται ενίοτε με ομοιοκαταληξίες-καλαμπούρια, με την αξιοποίηση του ελλοχεύοντος διφορούμενου, με ασυνήθιστους τρόπους κάλυψης συντακτικών θέσεων και στοίχισης του ποιήματος, με τον δημιουργικό συλλαβισμό των λέξεων, με τη χρήση μεταφορών, ακρωνυμίων, αντιστροφών, αναγραμματισμών, παύσεων, αποσπασματικότητας, αλληγοριών, συμβόλων και άλλων ρητορικών σχημάτων, πρωτίστως, όμως, με την ειρωνική, ανατρεπτική χρήση του λόγου.

Συνοψίζοντας, η ποιητική κατάθεση της Έρινας Χαραλάμπους Πλεκτάνη αποκαλύπτει μια νέα ποιήτρια που διαθέτει και ευαισθησία και ταλέντο. Επιμέρους ενστάσεις για αχώνευτα ποιητικά δάνεια, μια τάση για ευκολία όσον αφορά την ποιητική έκφραση και για ένα παρακινδυνευμένο λεκτικό παιγνίδι αυθορμητισμού που δεν λειτουργεί πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση υπάρχουν και αποτελούν τα αρνητικά στοιχεία του βιβλίου. Ωστόσο, η συλλογή αυτή αποτελεί μιαν ειλικρινή και ενδιαφέρουσα κατάθεση, μια στέρεη κατά τη γνώμη μου βάση, η οποία μας αναγκάζει να περιμένουμε τη συνέχεια και την εξέλιξη της ποιητικής της.

ΒΟΥΝΙΟΥ ΚΑΤΑΒΑΣΙΣ

της Λουΐζας

Κύλησε η αλήθεια
και λύγισε το ψέμα
ανεπαισθήτως αν-
βούτηξε στο αίμα
αδιακρίτως αν-
έκοψε το ρέμα
το παραμύθι
της γενιάς
μας.

*

ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΣΟΥ

να τον πάρεις
να τον βάλεις στη θέση του
να του φορέσεις κορώνα τον αιθέρα
να του δώσεις για σκήπτρο τον αέρα
τις μύγες να διώχνει
να εξολοθρεύει τα αρθρόποδα.
Εδώ κάτω,
κάτω εδώ, να του πεις,
πήρε τη θέση του
θρονιάστηκε ο Διάβολος―
με τη Σελήνη φωτίζει
το μέσα μας
και τη σκιά ειρωνεύεται
το έξω μας.
O Εωσφόρος, να του πεις,
βάζει στον Θάνατο φωτιά.

*

ΕΝΤΟΜΗ

Πάνω στην άθικτη χαρτοπετσέτα
κείτεται το κουφάρι μου
απομεινάρια και τα δυο
ανέλπιστης γιορτής·
ανεπαισθήτως αδιάκριτα
στο πίσω ράφι
στα έγκατα κρυμμένα
το φως προσμένοντας·
να λυτρωθούν
εν τόπω χλοερώ
να αναπαυθούνˑ
να καθαρίσει ο νους
να καθαρίσει ο νους σου
να καθαρίσει ο τόπος
από τα αρθρόποδα
και τις συνομοταξίες.

*

SOUL-D

Δεύτε τελευταίον ασπασμόν σύριξε εκκωφαντικά και
ανελέητα το γύρισμα του κλειδιού στην κάτω αυλή,
απόγευμα Παρασκευής. Το τελευταίο μετά από έντεκα χρόνια
ταξίδια μνήμης.

Δεν είναι για τη μηχανή τα δάκρυα και η θλίψη του
μαγιάτικου δειλινού· είναι που πουλήσαμε τη νιότη μας
για να εξαγοράσουμε το σώμα· είναι που ο χρόνος
συνοψίζεται στη στιγμή που τα βλέμματα την αλήθεια
κοιτάνε και βουρκώνουν ακόμα· είναι που ο Απρίλης
έφυγε, μα τα τριαντάφυλλα της κάτω αυλής αναδίνουν
θάνατο και χώμα.

.

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΡΑΚΑ 12/6/2021

Η «Πλεκτάνη» είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Έρινας Χαραλάμπους. Είχε προηγηθεί το 2010 το πειραματικό βιβλίο εν είδει ημερολογιακού μυθιστορήματος «Μ’ αγαπούς;» (εκδ. Πολιτιστικός Σύνδεσμος Πάνθεον).

Αν και η πρώτη ποιητική της συλλογή, η ποιήτρια ξεχωρίζει για τον μεστό της στίχο. Βασική παράμετρος είναι η τραγωδία της Κύπρου και τα σημερινά τραγικά κοινωνικά αδιέξοδα, χωρίς να λείπουν ο ερωτισμός, η ποιητική πρόσληψη της καθημερινότητας και τα ποιήματα ποιητικής. Αφορμώμενη από την πολιτική κατάσταση και την τρέχουσα επικαιρότητα (“Λεσκωφία Ι”: «ΕΛΛΑΔΑ-ΚΥΠΡΟΣ-ΕΝΩΣΙΣ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΕΟΚΑ Β΄ ΞΑΝΑΧΤΥΠΑ ΟΧΙ ΝΑΙ ΣΑΝ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟΝ ΕΝ ΕΣΙΕΙ REFUGEES GO HOME»), αναποδογυρίζει τον καθρέφτη και τις λέξεις, αποκωδικοποιεί τον κυρίαρχο λόγο, αποδομεί και αποκαλύπτει τη γύμνια μας, την υποκρισία, την ψευτιά (“Λεσκωφία Ι”: «οι λέξεις [δεν]/κρύβουν την αλήθεια,/ […] ξεπετάγονται/[…] θρασύτατες φωνάζουν/[…] χλωμές σπαράζουν» και “Επιμνημόσυνος πόνος”: «ακροβατούν οι λέξεις πάνω/σε ερείπια πλατειάζουν/δεν μιλούν πια/με παραμύθια και παραβολές») την αδιαφορία, την «πλεκτάνη», ασκώντας ανελέητη κριτική στη συμπεριφορά μας, στην παρακμή και τη φθορά-διαφθορά, στην ανυποληψία της πολιτικής, «στη χώρα των γενναίων ψευδαισθήσεων» (“Σημεία πήξης”), των αντιφάσεων και της μεγαλοστομίας. Συνήθως το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται άλλοτε με ειρωνεία, άλλοτε με απογοήτευση και αγανάκτηση, στο δεύτερο πρόσωπο ενικού, προς τον αναγνώστη, δηλαδή όλους εμάς, τονίζοντας αυτή την υποκρισία, καθώς κωφεύουμε και αρνούμαστε να δούμε κατάματα την πραγματικότητα μέσα στη ραστώνη και την ευδαιμονία μας (“SOUL-D”: «πουλήσαμε τη νιότη μας για να εξαγοράσουμε το σώμα»).

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι, πέρα από την αποδόμηση της συμπεριφοράς μας, η λοξή ποιητική ματιά και η απομυθοποίηση (λόγω της κατάχρησής τους) των ποιητικών συμβόλων της κατοχής και του αγώνα όπως του Πενταδαχτύλου ή της ημικατεχόμενης, μοιρασμένης Λευκωσίας. Για τον σκοπό αυτό, η ποιήτρια συνομιλεί γόνιμα με μεγάλες μορφές της ποίησής μας (Καβάφης, Σεφέρης, Ρίτσος, Μόντης, Χαραλαμπίδης), αλλά και με έργα της κυπριακής πεζογραφίας (“Ανατολική Μεσόγειος” της Ήβης Μελεάγρου, “Το βουνί” της Λουίζας Παπαλοΐζου), τη μυθολογία, την κλασική και εκκλησιαστική γραμματεία.

Από την ποίηση της Έρινας Χαραλάμους δεν λείπουν οι πειραματισμοί, π.χ. ο απρόσμενος συνδυασμός λέξεων, προκειμένου να σχολιαστούν ποιητικά και κριτικά τα τεκταινόμενα. Η συχνή αντίθεση φως-σκοτάδι (Σελήνη-Ήλιος) και τα αρνητικά φορτισμένα ουσιαστικά (θάνατος, αλυσίδες, θρήνος, έχιδνα, αίμα, πτώματα, νεκροί, κουφάρι), περιγράφουν την περιρρέουσα ποιητική ατμόσφαιρα. Ωστόσο, δεν πρόκειται για κλειστή, σκοτεινή ποίηση, καθώς η λοξή ποιητική ματιά, το χιούμορ και η ειρωνεία «ελαφρύνουν» τη διάθεση του αναγνώστη, προκαλούν ενδιαφέρον και δικαιώνουν τις επιλογές της ποιήτριας. Και ακριβώς αυτή η ιδιαίτερη ματιά και η ειρωνεία, η κατάκτηση της προσωπικής φωνής, πιστοποιούν πως το στοίχημα της συλλογής κερδήθηκε.

Λεσκωφία Ι”

Είναι ένα βουνό. Ανάποδο, στέκει ανάμεσα σε πέντε δάχτυλα. Ακριβώς πάνω από το μεσαίο απαστράπτουσα σεληνιάζεται η Λεσκωφία˙

“Πενταδάκτυλος Ι”

Σημαιοφόρος παρελαύνεις
εν πομπή και παρατάξει
παραστάτες μνημονεύουμε
την όψη σου-
παράσημο η
οπτική απάτη

“Πενταδάκτυλος ΙΙ”

Κι αν κατορθώσεις να σπάσεις τα δεσμά,
την πλάτη κι αν ποτέ ανασηκώσεις,
το βάρος της συνήθειας-
τη συνήθεια πώς να αποσείσεις;

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 21/6/2021

Το πρώτο που με δελέασε στην ποίηση της Ερίνας Χαραλάμπους είναι η εύτολμη προσπάθειά της – από την πρώτη κιόλας ποιητική συλλογή – να αναπτύξει διακειμενικούς διαλόγους με προγενέστερους ομότεχνούς της, στο έργο των οποίων και προφανώς θήτευσε. Εκτιμώ ότι όλες οι συναφείς προσπάθειες της είναι αξιοπρεπείς και αξιοπρόσεκτες. Σε όλες τις περιπτώσεις, το έργο των προγενέστερων δημιουργών λειτουργεί ως ποιητικό ερέθισμα και το αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηριστεί ως επαρκές αισθητικό γύμνασμα.

Η πρωτοεμφανιζόμενη, τουλάχιστον εκδοτικά, ποιήτρια θέτει στόχους υψηλούς καθώς επικαλείται τον Καβάφη, τον Ρίτσο, το Σεφέρη, αλλά και τους ημέτερους Κυριάκο Χαραλαμπίδη και Παντελή Μηχανικό.

Αλλά, ας τα πάρουμε ένα ένα και με τη σειρά. Πρώτα η παρώδιση του Καβάφη, σίγουρα τολμηρή αλλά και ολίγον …«βλάσφημη»: «Ύστερα από τόσους αιώνες / πόση ιστορία σεληνιακής μαλάκυνσης [;] / ήδη θα το κατάλαβες / το ξέρεις πια οι αλυσίδες / τι σημαίνουν». (σελ. 13)

Η ποιήτρια συχνά ερωτοτροπεί και πειραματίζεται με τις λέξεις σ’ ένα παιγνιώδες γύμνασμα ποιητικής, δελεαστικό, όμορφο και ολόδροσο από φρεσκάδα και νιότη: «…τι κι αν οι λέξεις ξεπετάγονται μέσα από τα παρτέρια, τι κι αν θρασύτατες φωνάζουν μέσα από τα παντζούρια, τι κι αν χλωμές σπαράζουν μέσα από τα τούβλα εντός εκτός και επί ταυτά, εσύ κι η πόλη, η πόλη σου κι εσύ, σεληνιάζεστε επίμονα αμετανόητα απρόσκοπτα, στον βωμό [της αλήθειας] της Σελήνης». (σελ. 12)

Η Ε.Χ. μετέρχεται λόγο ειρωνικό, σαρκαστικό, χλευαστικό, ενίοτε και διαπομπευτικό: «Λιάζεται της Κυπρίδος το ζωικό βασίλειο / νωχελικά φυτοζωεί υπό το έλεος του του νερού∙ / την ώρα που ένα κουβάρι έχιδνας συρίζει / όσο μια μύγα αδιάφορα σφυρίζει / πάνω από τα περιττώματα / του χθεσινού πανηγυριού». (σελ. 15) Πέρα από τον πασιφανή ψόγο, είναι εμφανές – και όχι μόνο εδώ – ότι η ποιήτρια ελκύεται από τις παρηχήσεις και τις αξιοποιεί δεόντως.

Από την άλλη, η ειρωνεία και η ανατρεπτική διάθεση είναι διάχυτες παντού. Πχ στο ποίημα «Πενταδάκτυλος ΙΙ» διαβάζουμε: «Κι αν κατορθώσεις να σπάσεις τα δεσμά / την πλάτη κι αν ποτέ ανασηκώσεις, / το βάρος της συνήθειας – / τη συνήθεια πώς θα αποσείσεις;». (σελ. 17) Πέραν του σπέρματος της αμφισβήτησης, εδώ ιχνηλατείται κι ένας υποδόριος αλλά προφανής διακειμενικός διάλογος με τον Μόντη.

Η Ε.Χ. δεν συνομιλεί όμως μόνο με ποιητές. Το ποίημα της «Μονόδρομος» (σελ. 22) αφιερώνεται στη μνήμη της πρωτοποριακής πεζογράφου μας Ήβης Μελεάγρου και έχει ως κατακλείδα τους στίχους: «Ένα καντήλι μονάχα / σε τούτη τη γη / Ανατολική / και / Πένθιμη». Εδώ προφανώς η συνομιλία εστιάζεται στο μοντέρνο για την εποχή του αλλά και ως τις μέρες μας εμβληματικό μυθιστόρημα της Μελεάγρου «Ανατολική Μεσόγειος».

Η ποιήτρια δέχεται ερεθίσματα και από τη ζώσα πολιτικοκοινωνική επικαιρότητα. Και η προσέγγισή της παραμένει το ίδιο κριτική και καυστική: «οι πάλλευκες πρωτεύουσες ξεδιάντροπα / θα συνεχίσουν να τρομοκρατούνται / οι θάλασσες τους να ξεβράζουν πτώματα– ». (σελ. 25) Γενικά, στίχοι οργής και πίκρας απαντώνται διάσπαρτα μέσα στο ευσύνοπτο βιβλίο της Ε.Χ. που φέρει τίτλο «Πλεκτάνη».

Εκεί όπου η ποιήτρια οξύνει την πολιτική κριτική της, εκεί που ο ψόγος της θέλει να γίνει όσο πιο δριμύς γίνεται, εκεί που επιθυμεί το κατηγορητήριό της να ακουστεί όσο πιο στεντόρειο γίνεται, επιστρατεύει την κυπριακή διαλεκτό: «Είναι μια αρμαθιά λιμπούροι / στο αίθριο της Βουλής. / Κατέλαβαν συθέμελα το κτίριο / Αναρριχώνται στους ορόφους. / Στα δώματα τρυπώνουν ανεμπόδιστα, / πίσω από τα καλώδια, / μέσα από σωλήνες». (σελ. 30) Αυτή η πρακτική, οφείλω να παρατηρήσω, προσλαμβάνει διαστάσεις φαινομένου και απαντάται σε ολοένα και περισσότερους ποιητές των νεότερων γενιών που μετέρχονται λέξεις, φράσεις και εκφράσεις της κυπριακής διαλεκτού, προκειμένου να διερμηνεύσουν βαθιά συναισθήματα πόνου, συγκλονισμού, οργής ή αγάπης. Βρισκω αυτούς τους πειραματισμούς πολύ ενδιαφέροντες, κυρίως για τη φρεσκάδα και το ανεπιτήδευτο τους, αλλά και για τη χωριστή ιδιομορφία που παρουσιάζει ο καθένας από αυτούς.

Επιστρέφοντας στην Ε.Χ. θα έλεγα ότι γενικά η γραφή της είναι εύτολμη και πειραματική, χωρίς να ακολουθεί την πεπατημένη και τα εν πολλοίς εμπεδωμένα και «ασφαλή» ποιητικά σχήματα. Αξιοποιεί δε σωστά και με λειτουργική αφομοίωση όλο το υποδομικό υλικό του οποίου είναι κάτοχος μέσω των μελετημάτων της, τόσο από την εγχώρια όσο και από την πανελλήνια αλλά και τη διεθνή ποίηση.

Από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου θεωρώ τα ποιήματα «Σημεία πήξης» (σελ.31) και «Εγερτήριο σάλπισμα». (σελ. 32) Το πρώτο αναφέρεται στη στάση ζωής της δημιουργού του, με ευρηματικότητα και φαντασία, αξιοποιώντας τα σημεία στίξης. Το δεύτερο είναι ένα πλήρες, ένα ολοκληρωμένο ποίημα ενδοσκόπησης, βαθιάς εσωτερικότητας και ουσιαστικού νοήματος, με φιλοσοφικές απολήξεις.

Θέλω να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με το «Επίμετρο» της συλλογής που, κατά τη γνώμη μου, αποδεικνύει ότι η Ε.Χ. δεν γράφει τυχαία ποίηση, εκφράζοντας παράλληλα τη βεβαιότητα ότι θα ξαναδούμε εκδομένη δουλειά της, θα ξανακούσουμε γι’ αυτήν. Στο ολιγόστιχο αυτό ποίημα ανιχνεύουμε έναν αποσυμφορητικό, λυτρωτικό σαρκασμό, που αποτελεί από μόνος του εχέγγυο καλής συνέχειας: «Κι αν γελιέσαι πως του κόσμου σύσσωμη / τη θλίψη εναπόθεσες στις λέξεις που / δεν έχεις, ιδέα δεν έχεις, / μικρό μου πυροτέχνημα». (σελ. 43)

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

Η ΑΛΗΘΕΙΑ 14/4/2021

Μου αρέσει να διαβάζω ποίηση τις βραδινές ώρες, καθώς το φεγγάρι
απλώνεται σαν έργο τέχνης. Όταν μάλιστα πέφτει και βροχή, νιώθω
ότι γίνομαι κι εγώ ένας στίχος: λίγο φωτεινός, λίγο σκοτεινός, λίγο αινιγματικός όπως, εξάλλου, είναι και η ζωή μας. Αυτή τη φορά, πάντως, η ήρεμη και θυελλώδης ταυτόχρονα ποίηση της Έρινας Χαραλάμπους με έκανε να φτερουγίσω. Ποίηση που αναδύεται από τα σωθικά της ψυχής.
Εκεί όπου στήνουν, τις πλείστες φορές, χορό τα αδιέξοδα. Είτε προσωπικά είναι, είτε συναισθηματικά, είτε υπαρξιακά, πρωτίστως υπαρξιακά θα έλεγα.
Μια υπόσχεση, λοιπόν, που έμεινε μετέωρη και ανεκπλήρωτη, μια βαλίτσα που χωράει εντός της χαρές, λύπες και όσα βρίσκονται ανάμεσά τους, η πρωτεύουσα που, εκτός από διχοτομημένη, είναι και αναγραμματισμένη! η θάλασσα που υποτάσσεται στις ορμές του Ποσειδώνα, μια επέτειος που
στενάζει κάτω από το βάρος της φλυαρίας και των κουραστικών ειωθότων, η στροφή του χρόνου ο οποίος τρέχει ανεμπόδιστος προς το τρομακτικό άπειρο, μια πλεκτάνη που στήνουν οι λέξεις, οι λέξεις που μυρίζουν σαν άνθη, οι λέξεις που σφαδάζουν από εγκατάλειψη, οι λέξεις, εντέλει, με στιχουργικές καταβολές και προοπτικές, που αιμορραγούν ασταμάτητα.
Η Έρινα Χαραλάμπους δεν φοβάται να βαδίσει σε κινούμενη άμμο, ούτε να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια μιας κοινωνίας, και ενός κόσμου, που τρεκλίζουν έχον τας χάσει τον προσανατολισμό τους παρόλο που, για να είμαι ειλικρινής, κάπου κάπου, χρειάζεται να σπρώχνουμε τον προσανατολισμό στην άκρη και να ακολουθούμε τις δικές μας διαδρομές: με αγκάθια που τρυπάνε, με γκρεμούς που δεν είχαμε υπολογίσει, με πατρίδες που πνίγονται στα σύννεφα των αντιφάσεών τους, με βεβαιότητες που σωριάζονται χάμω με το πρώτο δυνατό φύσημα του αγέρα, με παιδάκια που πληρώνουν τις αμαρτίες των μεγάλων:“Κολυμπούσε στα ίδια νερά μ’ εκείνο/πάλευε σκληρά ενάντια
στα κύματα/το ίδιο μ’ εκείνο/άφριζε για πολλή ώρα πριν από το τέλος/όμοια μ’ εκείνο/το αγόρι που ξέβρασε η θάλασσα/το σούσι πώς/τρως;”
Στη συλλογή “Πλεκτάνη” δεν θα βρούμε κανένα περιττό στοιχείο, ούτε ίχνος πλατειασμού. Ίσα-ίσα: σαφήνεια, καθαρότητα και ακρίβεια διαπερνούν τις γραμμές της.
Πέρα, βεβαίως, από την ανελέητη καθημερινότητα – και όχι τις σημαιοστολισμένες βιτρίνες που διαφημίζει το σύστημα – πέρα από την ανησυχία που προσδίδει βάθος στους στίχους, η Έρινα Χαραλάμπους παραχωρεί ψίθυρο, φωνή, κραυγή σε αλληγορίες που μόνο η ποίηση μπορεί να διακρίνει, αφού για τους κοινούς θνητούς, και τους άμουσους, περνάνε απαρατήρητες: “Πάνω στην άθικτη χαρτοπετσέτα/κείτεται το κουφάρι
μου/απομεινάρια και τα δυο/ανέλπιστης γιορτής/ανεπαισθήτως αδιάκριτα/στο πίσω ράφι/στα έγ κατα κρυμμένα/το φως προσμένοντας/να λυτρωθούν/εν τόπω χλοερώ/να αναπαυθούν/να καθαρίσει ο νους/να καθαρίσει ο νους σου/να καθαρίσει ο τόπος/από τα αρθρόποδα/και τις συνομοταξίες”.
ΜΙΑ ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΗ ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΗ
Είναι μια αρμαθιά λιμπούροι στο αίθριο
της Βουλής.
Κατέλαβαν συθέμελα το κτίριο.
Αναρριχώνται στους ορόφους.
Τρυπώνουν ανεμπόδιστα στα δώματα,
πίσω από τα καλώδια,
μέσα από τους σωλήνες.
Διαπερνούν πουκάμισα και νόμους.
Ανήκουστα και νοερά ψελλίζουν
πρόνοιες, άρθρα, επιφυλάξεις,
μυστικά.
Μα, δεν τους κρώννεται κανείς.
Κι ας είναι μια αρμαθιά λιμπούροι στο αί θριο της Βουλής.

ΣΗΜΕΙΑ ΠΗΞΗΣ
Να βάζεις μια άνω τελεία στη σκέψη και
μία τελεία στη βούληση –
ενίοτε διπλή.
Τα ερωτηματικά στο βήμα και
τα θαυμαστικά στην ημερήσια διάταξη.
Να καταθέτεις τα αποσιωπητικά στην πυρά.
Οι παύλες χρήσιμες –
κυρίως αυτές που προϋποθέτουν την ανά παυλα της μνήμης.
Λιγότερο σημαντικές οι διπλές ανούσιες –
τα κόμματα εξυπηρετούν ποικιλοτρόπως.
Τα εισαγωγικά να εκφωνείς με στόμφο,
μεγαλόφωνα.
Τις παρενθέσεις μόνο,
αυτές κυρίως να φοβάσαι –
εάν κι εφόσον ανοίξουν τις φτερούγες τους,
σε μεταφέρουν ανυπάκουα αυτοτελώς
στον πλανήτη των μεγάλων αντιφάσεων
στη χώρα των γενναίων ψευδαισθήσεων
του ανύπαρκτου της τήξης
(στις παρενθέσεις δεν χωράνε αναστολές).

.

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ – ΦΩΤΙΑΔΟΥ

CULTUREBOOK 20/10/2021

Μια άλλη θέαση της σύγχρονης κυπριακής πραγματικότητας

Μισό σχεδόν αιώνα μετά την τουρκική εισβολή του 1974, με γενιές ανθρώπων να γεννιούνται και να μεγαλώνουν στην ιδιομορφία μιας ημικατεχόμενης πατρίδας και της μοναδικής στον κόσμο μοιρασμένης πρωτεύουσας, είναι ενδιαφέρουσα μία εναλλακτική ποιητική οπτική στο ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι ενός κόσμου που αναπνέει, ως συνθήκη επιβίωσης, τις πραγματικότητες που έχουν επιβληθεί εντός τειχών, τα οποία καθόλου ανεπαισθήτως αλλά ερήμην τους έχουν διαμορφωθεί.

Αυτό που χαρακτηρίζει την πρώτη ποιητική συλλογή της Κύπριας Έρινας Χαραλάμπους (Θράκα 2020) και το εισπράττει άμεσα ο αναγνώστης, είναι οι ιδιοτυπίες προσωπικού ύφους, με εμφανέστερη την πυκνή χρήση στοιχείων από άλλα κείμενα και την ποικίλη και διαφοροποιημένη χρήση τους από την ποιήτρια, σε σημείο που να προσδιορίζουν εν πολλοίς την ιδιαίτερη αυτή ποιητική ιδιοπροσωπία με την οποία συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό.

Η ποιήτρια δείχνει να ζυμώνει τα ποιητικά δάνεια μέσα στην προσωπική πρόσληψη της περιρρέουσας πραγματικότητας, να τα αναλύει και να τα ανασυνθέτει με μια νέα έως λοξή και ειρωνική ματιά, η οποία δεν κρύβει και δεν έχει σκοπό να κρύψει, άλλωστε, πως η ποιήτρια ως εκφραστής εκούσια ή ακούσια της γενιάς της, κουβαλεί στους ώμους και στη γραφίδα της την κατάρρευση των ψευδαισθήσεων μέσα σε ένα άγονο πέρασμα του χρόνου.

Κύλησε η αλήθεια/και λύγισε το ψέμα/ανεπαισθήτως αν-/βούτηξε στο αίμα/αδιακρίτως αν-/έκοψε το ρέμα/το παραμύθι/της γενιάς /μας. (Βουνίου κατάβασις, σελ. 19)

Παράλληλα, ο ποιητικός της λόγος επεμβαίνει με αλληγορικές εικόνες στην παρούσα κατάσταση, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς η ποιητική ευαισθησία διαπιστώνει τον κίνδυνο που ελλοχεύει στις σύγχρονες Σειρήνες.

Λιάζεται της Κύπριδος το ζωικό βασίλειο/νωχελικά φυτοζωεί υπό το έλεος του νερού /την ώρα που ένα κουφάρι έχιδνας συρίζει/όσο μια μύγα αδιάφορα σφυρίζει/πάνω από τα περιττώματα/του χθεσινού πανηγυριού.{…} Κι εσύ, περνάς απέναντι/στην άλλη όψη του ΄Ηλιου/μα είναι η μέρα όμορφη/το πρωινό μελτέμι δροσερό/και το τραγούδι των Σειρήνων/άκρως μυστήριο/ανηλεώς/γοητευτικό/ (Επέτειος, σελ. 15)

Στην ποιητική εξόρυξη μίας ατέρμονης πολιτικής και κοινωνικής αβεβαιότητας, η ποιήτρια επιστρατεύει και συνομιλεί με χαρακτηριστικά ποιήματα γνωστών λογοτεχνών. Αναφέρω ενδεικτικά:

Παντελής Μηχανικός, «Ονήσιλος»
Οι καμπάνες σημαίνουν σ΄ετούτη την πόλη/στην πόλη ετούτη βομβούν οι σειρήνες∙/μα λες κωφή να’ ναι/σαν άλλες χιλιάδες δέκα μέλισσες /τις αποδιώχνει( Λεσκωφία II, σελ. 14)

Κώστας Μόντης, «Στιγμές της εισβολής»
Κι αν κατορθώσεις να σπάσεις τα δεσμά/την πλάτη αν ποτέ ανασηκώσεις/το βάρος της συνήθειας/τη συνήθεια πώς να αποσείσεις; (Πενταδάκτυλος II, σελ. 17)

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Παιδί με φωτογραφία»
Για μια στιγμή με γέλασες, γελάστηκα πως βρέθηκε/ο άντρας της φωτογραφίας ζωντανός /γελάστηκα πως το παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι κρατημένη ίσια στα μάτια μέσα μου βαθιά με κοίταζε.(Επιθανάτιος Λόγος, σελ. 21)

΄Ηβη Μελεάγρου , «Ανατολική Μεσόγειος»
Ένα καντήλι μονάχα/σε τούτη τη γη την /Ανατολική/και /Πένθιμη. (Μονόδρομος, σελ. 22)

Κωνσταντίνος Καβάφης, «Ιθάκη»
ήδη θα το κατάλαβες/το ξέρεις πια οι αλυσίδες/τι σημαίνουν (Λεσκωφία I, σελ. 13)

Το ποίημα, όμως, που αντανακλά στον μεγαλύτερο βαθμό τον ιδιότυπο και μη συμβατικό τρόπο γραφής της ποιήτριας είναι αυτό που αντιστικτικά καταγράφει στο ποίημα « Επιμνημόσυνος Πόνος», με τον Τελευταίο Σταθμό του Σεφέρη να λειτουργεί ως ένα είδος λογοτεχνικού κάντους φίρμους. Επειδή το όλο εγχείρημα υποστηρίζεται και από τη μορφολογία του ποιήματος, όπως συμβαίνει και σε άλλα της συλλογής, με παρενθέσεις, πλάγια γραφή και ιδιαίτερη στοίχιση των λέξεων, το παραθέτω με τον τρόπο που αυτό εικονίζεται στο βιβλίο.

Δεν μιλάω
για ήρωες
πώς να μιλήσω;

«Στα σκοτεινά-

ακροβατούν οι λέξεις πάνω
σε ερείπια πλατειάζουν
δεν μιλούν πια
με παραμύθια και παραβολές∙
η φρίκη πήρε τη θέση της
σε πλαίσιο στους δρόμους
στις εθνικές και στα μνημόσυνα

δεν είναι ζωντανή
δεν είναι αμίλητη
δεν προχωράει ∙
η φρίκη κουβεντιάζεται
πενθούμε
Την πενθούμε∙
σπάει τη μέρα
σπάει στον ύπνο
λυσιπήμων πόνος-

πηγαίνουμε στα σκοτεινά
{επιμένουμε να}
προχωρούμε…»

Αν και το ποίημα του Σεφέρη είναι από τα πλέον γνωστά της ελληνικής γραμματείας, θα πρέπει να τονισθεί πως η αποτελεσματική λειτουργία μιας τέτοιας ποιητικής προσέγγισης εδράζεται στη γνώση τόσο του δημιουργού όσο και του αναγνώστη για το πρωτότυπο κείμενο. Αλλιώς η όλη προσπάθεια ενδέχεται να πέσει στο κενό, αφού θα υπάρχει μεν ο πομπός του λογοτέχνη, αλλά δεν θα υπάρχει ο επαρκής δέκτης-αναγνώστης για να προσλάβει το μήνυμα.

Χαρακτηριστικά τα λεκτικά παιχνίδια και οι μορφολογικοί νεοτερισμοί. Στις Σημειώσεις για τη συλλογή, οι οποίες παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου, αποσαφηνίζεται πως οι πλάγιοι χαρακτήρες, οι οποίοι είναι διάσπαρτοι στη συλλογή, «…αποτυπώνουν υπόγειες φωνές και θραύσματα της ευρύτερης συλλογικής μας μνήμης». Η ποιήτρια εκφράζεται ποιητικά μέσα από έναν εσωτερικό μονόλογο, καθώς καλείται καθημερινά να ζήσει σε μια χώρα και μια πόλη όπου τα δεσμά δεν μπορεί κανένα ψέμα ή καμία ψευδαίσθηση να τα εξωραΐσει και όπου όλα φαίνεται να κωφεύουν μπροστά στην απτή πραγματικότητα.

Θέλοντας λοιπόν /κυρίως θέλοντας/γελιέσαι/χα-/γιατί η Σελήνη/καλύπτει την /ασχήμια/μα -/ οι λέξεις {δεν} κρύβουν την αλήθεια. (Λεσκωφία Ι, σελ. 11)

Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συλλογής θα πρέπει κανείς να αναφέρει τη συχνή χρήση φράσεων της εκκλησιαστικής γραμματείας αλλά και λέξεων της κυπριακής διαλέκτου. Το όλο φραστικό σκηνικό που στήνει με τις λέξεις της η ποιήτρια θα έλεγε κανείς ότι συνοψίζει γλωσσικά αυτό που εμφανίζει σήμερα η Κύπρος ως πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι. Και η κατοχή, σε σκηνή και παρασκήνιο, ένας μόνιμος λόγος ανησυχίας, αβεβαιότητας και αγωνίας για το ό,τι μέλλει γενέσθαι. Έχει άραγε ποιητικό ήχο ο φόβος της νεότερης γενιάς;

Κάθομαι στη γωνία/το τασάκι διαδέχεται το ποτήρι/{πώς αποδίδεται ηχητικά το παγωμένο αίμα;} στο λερωμένο πάτωμα/κείτεται το κουφάρι σου (Νύχτες χαλασμένες, σελ. 26)

Αξίζει να γίνει και μια αναφορά στο εξώφυλλο της συλλογής, στο οποίο μία ύφανση δείχνει να εισχωρεί στην άλλη. Εξ ού και η «Πλεκτάνη», τίτλος ο οποίος επιδέχεται διάφορες ερμηνείες. Υπάρχουν εξάλλου κάποια ποιήματα στη συλλογή, στα οποία η αφαιρετικότητα δημιουργεί αμφισημίες έως και πολυσημίες. Χαρακτηριστικό το ομότιτλο ποίημα.

Στήσανε χορό οι λέξεις/και σου ζήτησαν να παίξεις/έναν φόνο Χ θανάτους/δυο τρυγόνια πιάστηκαν/στα δίχτυά τους. (Πλεκτάνη, σελ. 40)

Η Έρινα Χαραλάμπους έχει κατορθώσει με την πρώτη της ποιητική συλλογή να προκαλέσει το ενδιαφέρον μας. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για το «πρώτο σκαλί» ενός νέου λογοτέχνη. Πειραματίζεται με ευαισθησία αλλά και με δημιουργική τόλμη. Μπορεί το αποτέλεσμα να μη δικαιώνει πάντα ή στον απόλυτο βαθμό τις προθέσεις της. Οπωσδήποτε, όμως, η «Πλεκτάνη» μάς θέτει σε αναμονή και περιέργεια για το επόμενο βήμα της ποιήτριας.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ ΤΕΥΧΟΣ 66 Μάιος 2022

Απαστράπτουσα σεληνιάζεται η Λεσκωφία

Θέλοντας λοιπόν
κυρίως θέλοντας
γελιέσαι
χα-
γιατί η Σελήνη
καλύπτει την
ασχήμια
μα-

οι λέξεις [δεν]
κρύβουν την αλήθεια

Κυπρία, συμπεριελήφθη στη Βραχεία λίστα πρωτοεμφανιζόμενης ποιήτριας για τα Βραβεία Ζαν Μορεάς 2021 Γραφή που γεννά υποσχέσεις.
Προσεκτική και προσεγμένη. Βαραίνει το παρατεταμένο δράμα του διαμελισμού της Κύπρου. Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συλλογής θα πρέπει κανείς να αναφέρει τη συχνή χρήση φράσεων της
εκκλησιαστικής γραμματείας αλλά καί λέξεωντης κυπριακής διαλέκτου. Το όλο φραστικό σκηνικό που στήνει με τις λέξεις της η ποιήτρια θα έλεγε κανείς ότι συνοψίζει γλωσσικά αυτό που εμφανίζει σήμερα η Κύπρος ως πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι. Καί η κατοχή, σε σκηνή καί παρασκήνιο, ένας μόνιμος λόγος ανησυχίας, αβεβαιότητας και αγωνίας για το ό,τί μέλλει γενέσθατ Έχει άραγε ποιητικό ήχο ο φόβος της νεότερης γενιάς;« σημειώνει μεταξύ άλλων η ποιήτρια Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου στην παρουσίαση της συλλογής στο Culture Βοοk, 20.10.2021.
Ένα από τα καλύτερα ποιήματα τα «Σημεία πήξης»: Να βάζεις μία άνω τελεία στη σκέψη και/ και μία τελεία στη βούληση-/ ενίοτε διπλή./ Τα ερωτηματικά στο βήμα καί/ τα θαυμαστικά στην ημερήσια διάταξη./ Μα καταθέτεις τα αποσίωπηπκά στην πυρά./ Οί παύλες χρήσιμες-/ κυρίως αυτές που προϋποθέτουν/ την ανάπαυλα της μνήμης./λιγότερο σημαντικές οί διπλές/ -ανούσιες-/ τα κόμματα εξυπηρετούν ομοίοτρόπως./ Τα εισαγωγικά τα εκφωνείς με στόμφο,/ μ ε γ α λ ό φ ω ν α// Τίς παρενθέσεις μόνο,/ αυτές κυρίως να φοβάσαι -/ εάν κί εφόσον ανοίξουν τις φτερούγες τους/ σε μεταφέρουν ανυπάκουα αυτοτελώς/ στον πλανήτη των μεγάλων αντιφάσεων/ στη χώρα των γενναίων ψευδαισθήσεων/ στο ανύπαρκτο της τήξης/ (στις
παρενθέσεις δεν χωράνε αναστολές).

.

ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 6 Χειμώνας 2021-2022

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ-ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟΥ

Από τις ποικίλες αρετές της πλεκτάνης τής Έρινας Χαραλάμπους —μεταξύ
άλλων πυκνότητα έκφρασης, εσωτερικός ρυθμός, μεταφορά, αλληγορία, ειρωνεία, δραματικότητα, εξομολόγηση και ειλικρίνεια— το παρόν κείμενο στέκεται σέ δύο συγκεκριμένες αρετές, δύο στοιχεία γραφής και ποιητικής στάσης, τα οποία δεν αρθρώνονται συχνά στη σύγχρονη κυπριακή ποίηση, ειδικότερα αν κάνουμε τον (συχνά ενοχλητικό, ενίοτε απαραίτητο) διαχωρισμό ανάμεσα σέ γυναίκες και άντρες ποιητές.
Ας ξεκινήσουμε με το ζήτημα τής προσωπικής σχέσης τού ποιητικού υποκειμένου, τού Κύπριου πολίτη έν προκειμένω), με την πολιτική συνθήκη, την ιδιάζουσα και ιδιαζόντως παρατεταμένη εκκρεμότητα τού μοιρασμένου τόπου. Στην Πλεκτάνη δεν διαβάζουμε απλώς πως το άτομο ως μέρος του συνόλου υποφέρει, μαζί με το σύνολο, μαζί με τους άλλους, από την πολιτική ανορθοδοξία και τα συνακόλουθά της. Βεβαίως, στην Πλεκτάνη ο αναγνώστης θα αισθανθεί και θα συναισθανθεί τον πόνο και τη μοιραία αδοξία του συνόλου – είναι εξάλλου και ο ίδιος μέρος του. Θα δει όμως και κάτι άλλο, πολυτιμότερο, που σπανιότερα εκφράζεται: πως το πολιτικό πρόβλημα
(και δεν μιλάμε μόνο για το Κυπριακό ως εθνικό πρόβλημα, αλλά κυρίως με ό,τι “το εθνικό πρόβλημα” επέφερε ως επιπρόσθετο βαρίδι ταυτότητας στις επόμενες γενεές) είναι ζήτημα προσωπικό, πως η εκκρεμότητα, το ανολοκλήρωτο, το θραύσμα στον τοίχο της παλιάς Λευκωσίας, στο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό, στην αδιέξοδο οδό, της Λήδρας, της
Ερμού κ.ο.κ., γίνεται ένα ενοχλητικό χαλικάκι στον δρόμο του περίοικου ή του
περιπατητή της πρωτεύουσας. Η Λευκωσία, η κατά το συγκινητικά κλισέ μοιρασμένη πόλη, η κατά τη βιωμένη πραγματικότητα πόλη που δεν εξελίσσεται και δεν προχωρά, δομεί ένα αστικό περιβάλλον δυσνόητο, όπως την αλλόκοτη ρυμοτομία της, όπως τον αναγραμματισμό του ονόματος της με έναν τρόπο κυριολεκτικά —κατά την παραδοχή της ποιήτριας— παιδικό, μια αντιστροφή η όποια στοιχειώνει την ενηλικίωσή της. Τη «Λεσκωφία I» βαραίνει η φοβερή και μέχρι πρότινος (άλλα εκ της συνήθειας όχι πιά) αποτροπιαστική σκιά του βουνού, μια απόδειξη πως τη ζωή μας εδώ μάλλον τη χάσαμε:

Είναι ένα βουνό. Ανάποδο, στέκει ανάμεσα σέ πέντε
δάχτυλα. Ακριβώς πάνω από το μεσαίο απαστράπτουσα
σεληνιάζεται η Λεσκωφία-
η πόλη πού [δεν] κοιμάται [ποτέ].

Δεμένη από τη Σελήνη
—νύχτα-μέρα—
με σχοινιά κι αλυσίδες
—κυρίως μ’ αυτές—
παριστάνει την όμορφη
φεγγαρομαλλούαα πασχίζοντας
να κρύψει την αλήθεια.

Θέλοντας και μη
κυρίως θέλοντας
σεληνιάζεσαι μαζί της
περπατώντας τα σοκάκια
ερείπια και πλέγματα
προσέχοντας μη, πώς
και χάσεις την ισορροπία
και ζαλιστείς από τις λέξεις:

ΕΛΛΑΔΑ – ΚΥΠΡΟΣ – ΕΝΩΣΙΣ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ
ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΕΟΚΑ Β’ ΞΑΝΑΧΤΥΠΑ ΟΧΙ ΝΑΙ ΣΑΝ
ΤΗΝ ΚΥΠΡΟΝ ΕΝ ΕΣΙΕΙ REFUGEES GO HOME

Το λευκωσιάτικο τείχος έχει αρχή —φαινομενικά στη νότια, θεατή του πλευρά— και μια αθέατη συνέχεια, άγνωστη, στη βόρεια πλευρά· όχι του νησιού γενικότερα άλλα τής Λευκωσίας ειδικότερα. Η Πλεκτάνη χαρτογραφεί τη λειψή και διχασμένη (και με τις δύο βασικές της έννοιες) πόλη τής Λευκωσίας. Την ίδια στιγμή υπηρετεί επάξια και ένα είδος σπάνιο για τα κυπριακά γράμματα, και ίσως όχι αδικαιολόγητα, αφού πάντα κάτι άλλο, μεγαλύτερο, τα βαραίνει. Όντως λίγα έργα αστικής λογοτεχνίας —με την
τυπική της έννοια, τής εμπειρίας του αφηγητή περιπατητή μέσα στην πόλη—
έχει να επιδείξει η κυπριακή παραγωγή. Στην Πλεκτάνη καθώς χαρτογραφείται πρώτα η πόλη —πρώτα, εξ ου και αστική λογοτεχνία—, χαρτογραφείται και η κυπριακή ψυχή, που θέλησε να ζήσει, αλλά ανατράφηκε από το ψέμα. Αναπαρίσταται η διαδρομή τής τελευταίας γενιάς “που ίσως να κατάφερνε να-” πάνω στο γέρμα τής νιότης της, πάνω στον τραυματικό βωμό τής συνειδητοποίησης: «Σημαιοφόρος παρελαύνεις /εν πομπή και παρατάξει/ παραστάτες μνημονεύουμε / την όψη σου— / παράσημο ή / οπτική απάτη («Πενταδάκτυλος I»).
Στην Πλεκτάνη η ευθύνη δεν είναι των άλλων: «Λιάζεται τής Κύπριδος το ζωικό βασίλειο / νωχελικά φυτοζωεί ύπό το έλεος τοΰ νερού’ / τήν ώρα πού ένα κουφάρι έχιδνας συρίζει / όσο μιά μύγα αδιάφορα σφυρίζει / πάνω άπό τά περιττώματα / του χθεσινού πανηγυριού»(«Επέτειος»).»
Η Πλεκτάνη ποτίζει τις ρίζες της αποτίνοντας φόρο τιμής στην έντιμη παρακαταθήκη τού Παντελή Μηχανικού, τού όποιου οι μέλισσες στο γνωστό ποίημα «Ονήσιλος» αντί να αφυπνίσουν, κωφεύουν και νεκρώνουν τη πόλη, στον αέρα τής όποιας μάταια σημαίνουν οι καμπάνες, «βομβούν οι σειρήνες» («Λεσκωφία II»).» Η Πλεκτάνη ποτίζει τις ρίζες της αποτίνοντας φόρο τιμής στη γενναιότητα τού (σκόπιμα;) περιθωριοποιημένου κληροδοτήματος τής Κύπριας πεζογράφου Ήβης Μελεάγρου, το όποιο με οξυδέρκεια είχε υποδείξει τον μονόδρομο τής ύπαρξής μας πάνω σέ αυτό τον μοναχικό βράχο τής Ανατολικής Μεσογείου (1969), στάση που ασπάζεται και η ποιήτρια:

ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ

Μνήμη Ήβης Μελεάγρου

Μα πώς να αυτοκτονήσουμε τον Ίωνα;
Πώς να αναστήσουμε τον Κυπριανό;
Πώς να βγάλουμε από το κάδρο τον Κορνάρο;
Πώς να τραβήξουμε ίσια κι όχι λοξά
ετούτη την πράσινη ευθεία
την προτελευταία ετούτη φορά;

Ένα καντήλι μονάχα
σέ τούτη τη γη την
Ανατολική
και
Πένθιμη.

Παράλληλα, καθώς το έργο φωτίζει — χωρίς στόμφο, αλλά μόνο όπως και όποτε χρειάζεται— τις διακειμενικές του σχέσεις με τη νεοελληνική παράδοση, μοιάζει να δηλώνει, με το ίδιο θάρρος παρά την όποια αμηχανία του εγχειρήματος, με ποια λογοτεχνική παράδοση δεν κατόρθωσε να αναπτύξει γερούς δεσμούς, ή έστω διατηρεί αμφίθυμη στάση, διαλεγόμενη κριτικά έως και συγκρουσιακά. Η Πλεκτάνη θέτει επί τάπητος το colpo grosso μιας συγκαλυμμένης πολιτικής ήττας, η όποια σκόπιμα κρύβεται πίσω από την κατάχρηση του πατριωτικού λόγου με μόνο στόχο το βραχυπρόθεσμο όφελος. Έτσι, στο ποίημα «Πενταδάχτυλος II» η Χαραλάμπους αναμετράται με τον βαραίνοντα λόγο τού Κώστα Μόντη: «Κι αν κατορθώσεις να σπάσεις τα δεσμά, / την πλάτη κι αν ποτέ ανασηκώσεις, / το βάρος τής συνήθειας— / τη συνήθεια πώς να αποσείσεις;». Και αντίστοιχα, στην «Εμπόλεμη ζώνη»: «Κατάπαυση πυρός καμία δεν / επιτελείται στου Ήλιου την άκρη· / μας τράβηξε ο θάνατος / το κύμα του μας έσβησε στην άρμη— […)».
Και χωρίς υπαινικτικότητα πιά, χωρίς υπονοούμενα, με πικρή ειλικρίνεια και
αποδοχή ως να είναι αυτός ο τρόπος τής λύτρωσης, αν αυτή υπάρχει έστω και την ύστατη, η ποιήτρια θα διαλεχθεί ανοιχτά και χωρίς υπεκφυγές με συγγραφείς τής γενιάς της· όντως, μιλά κανείς πιο εύκολα και καθαρά σέ εκείνον που τον καταλαβαίνει εκμυστηρεύεται βαθύτερα. Στο ποίημα «Βουνίου κατάβασις», το όποιο είναι αφιερωμένο στη Λουΐζα Παπαλοΐζου, συγγραφέα του μυθιστορήματος Το Βουνί (Το Ροδακιό, 2020), ενός έργου
ζωής, ένα πολυφωνικό διαμάντι που χάρισε πρόσφατα η Παπαλοΐζου στην κυπριακή και νεοελληνική γραμματεία, η Χαραλάμπους, η οποία ήταν και η επιμελήτρια τού βιβλίου, επισημαίνει (ή άπαντά) με πικρία και θλίψη:

Κύλησε η αλήθεια
και λύγισε το ψέμα
ανεπαισθήτως αν-
βούτηξε στο αίμα
αδιακρίτως αν-
έκοψε το ρέμα
το παραμύθι
της γενιάς
μας.

Καθότι η πολιτική συνθήκη καθορίζει το μέτρο της ευτυχίας, της ελπίδας του οράματος του καθενός, το πολιτικό είναι πρωτίστως και αναμφίβολα προσωπικό. Η πολιτική απώλεια γίνεται έτσι προσωπικός όλεθρος, καθώς «τις αλυσίδες δεν ξεχνάς· / στο πυρ το εξώτερον /[…) πιστά, τυφλά και ανάλγητα / αιώνια θα γυρίζεις» («Αλληγορία»).Η γεννηθείσα μετά το 1974 γενιά δεν βίωσε το τραύμα του πολέμου και δεν έχασε η ίδια μνήμες, σπίτια, εδάφη· έχασε όμως μέσα στην αλυσίδα του ψεύδους το δικαίωμα για την αλήθεια και το όνειρο για μια μη ανορθόδοξων χαρτογραφικών διατάξεων πολιτεία, χωρίς φυλάκια και συνοροφύλακες, χωρίς τοίχους-ντουβάρια, για
μια Λευκωσία ζωντανή και όχι σεληνιασμένη, για μια ψυχή με θάλλουσα ακόμα την ελπίδα «να καθαρίσει ο τόπος / από τα αρθρόποδα / και τις συνομοταξίες» («Εντομή»). Οι “ευνοημένοι” μετά το 1974 γεννηθέντες μιας επίπλαστης ευμάρειας στέκουν αμήχανοι, κατά το παράδειγμα προς αποφυγήν του όποιου γίνονται δέσμιοι και ακόλουθοι, απέναντι σε κάθε ευκαιρία που τους δίδεται να απαιτήσουν εμπράκτως την ελευθερία (έξω τους και μέσα τους) και όχι μόνο να μιλάνε για αυτήν: «δεν υπάρχει πιο γλυκιά ηδονή από τα δεσμά της ελευθερίας / να μισείς / ανερυθρίαστα / τα πάντα»(«Τα εν οίκω μη εν δήμω»). Και αυτή η αμηχανία, η δειλία ή η αδράνεια της κυπριακής ύπαρξης, της βαλλόμενης από βορρά και νότο, από θάλασσα και από βουνό, μοιάζει να βυθίζει σε αιώνιο ύπνο και σε αιώνιο πένθος την
πόλη-σύμβολο του ακατόρθωτου: «Κάθε απόπειρα αστερισμού της στο πηλίκο· / λες κωφή να ‘ναι ετούτη η πόλη / λες νεκρή / να ‘ναι /;» («Λεσκωφία II»).
Πέραν όμως της όποιας ταύτισης με το κοινωνικοπολιτικό πεπρωμένο και τον πόνο για τον χαμένο τόπο και την αποπροσανατολισμένη ψυχή του, τι είναι αυτό που ωθεί περαιτέρω τον αναγνώστη να σταματήσει απέναντι στα ποιήματα και να αφουγκραστεί; Είναι μάλλον το γεγονός ότι τα ποιήματα —τουλάχιστον στην πλειονότητά τους— υποδεικνύουν ότι ο λόγος δεν είναι μόνο τυπογραφική αποτύπωση, άλλα είναι ήχος και εκφορά, έχει συγκεκριμένη ηχητική ταυτότητα και αποτελεί μια επιτελεστική καλλιτεχνική πράξη, ή μάλλον επιτελεί την καλλιτεχνική πράξη, καθώς ξεδιπλώνει βεβαίως με ιδιαίτερη φροντίδα στην περίπτωση της Χαραλάμπους και την οπτική του ταυτότητα. Με άλλα λόγια, τα ποιήματα είναι συνειδητά γραμμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να ενεργοποιήσουν όλες τις δυνατότητάς τους, να εκτελούνται δημόσια, να διαβάζονται, όχι απλώς να αναγιγνώσκονται, να επιτελεστούν ως έργα τέχνης με πολύ συγκεκριμένους τρόπους. Τα πάντα όμως στην τέχνη αποτελούν ένα διακύβευμα, έτσι και το ζήτημα της εκφοράς-φοράς-στόχου. Το ολιγόστιχο ποίημα «Επίμετρο» συμπυκνώνει και μετουσιώνει όλα τα παραπάνω σε μια πρώτη ποιητική συλλογή μεστή και τολμηρή —τον καλλιτεχνικό στόχο, την προσωπική επιθυμία, το πολιτικό όραμα— τα όποια ωστόσο πάντα τίθενται και εν τέλει ηττώνται απέναντι στον «θάνατο του κόσμου»:

Κι αν γελιέσαι πως του κόσμου σύσσωμη
τη θλίψη εναπόθεσες στις λέξεις που
δεν έχεις, ιδέα δεν έχεις,
μικρό μου πυροτέχνημα.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.