Η Αλεξία Βίκτωρος γεννήθηκε το 2001 στη Λευκωσία. Είναι φοιτήτρια του τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση. Έχει βραβευτεί δύο φορές με το Πρώτο Βραβείο Ποίησης στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό για την προώθηση της Γαλλικής Γλώσσας που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Μελών του Τάγματος του Ακαδημαϊκού Φοίνικα ΑΜΟPA (2017 και 2019). Ποιήματά της έχουν βραβευτεί από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών, τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδας (Ε.Π.Ο.Κ.), τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού Νεανικού Βιβλίου, την Εταιρεία Λόγου – Τέχνης και Πολιτισμού «Ιδεόπνοον» και το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας στο πλαίσιο διεθνών, πανελλήνιων και παγκύπριων διαγωνισμών ποίησης. Παράλληλα, ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν αναρτηθεί σε σελίδες του διαδικτύου.
.
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1974
«Κι έγειρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.»
Π. Μηχανικός, «Ονήσιλος»
Οι ρίζες μου μοιάζουν άχρηστες …
Από τη μητέρα μου έμαθα
πως γεννιόμαστε με την κακεντρέχεια των πτηνών,
εφόσον ασπαζόμαστε την παραλλαγμένη μας διάρκεια.
Φαντάστηκα τη γενιά τους κατά τον Ιούλιο:
Ένα παιδί μού μίλησε σκυμμένο στα τεμάχια –
ήταν τέφρα και θλιμμένη χαραυγή.
Μ’ άκουσε από μια εντύπωση,
ανάμεσα στη συνείδηση δυο ανθρώπων – ήταν περισσότεροι –
ενώ πίσω μας ο φωνογράφος αναπαρήγαγε το «Ζωὴ ἐν τάφῳ».
Ξεπρόβαλλαν στο βάθος προσφυγόπουλα από τα ηλιοτρόπια,
με βαριά πιστόλια,
με σκισμένα παντελόνια,
με βαριά ρούχα,
σκισμένα πανωφόρια και δαγκωμένους μύες,
και μαζί τους άνευροι περαστικοίꞏ εγώ.
Προχωρούσαν όλα, όλοι.
Δε μου μιλούσαν.
Το κρανίο μου
ήταν φτιαγμένο από απολιθώματα
και χωρούσε μέλισσες,
τα όπλα αιωρούνταν – υποβολή ότι υπήρχε Θεός –
κι ένα πελέκι,
με πιασμένα τα μυαλά στα χέρια, φαινόταν σταυροφορικό,
κάτω απ’ τη Δύναμη του μισοφέγγαρου και τα κόκκινά του νύχια.
Οι στρατιώτες, οι δολοφόνοι – οι στρατιώτες – και τα γυναικόπαιδα
είδαν μίαν άβυσσο να στέκεται στα τέσσερα
και να χλιμιντρίζει.
Κάποιος με φώναξε «αδερφή» τρομαγμένα, όταν άλλος προσπάθησε να με πυροβολήσει.
Τον συγχώρησα και προχώρησα στη φαντασίωσή μου.
Είπα σε εκείνο το παιδί ήρεμα:
«Είναι Απόκριες. Μη φοβάσαι». Αυτό κρατούσε το στέρνο του.
Μαζευόμουν εκεί που ήταν όλοι και θερμαίναμε ο ένας του άλλου τα βαλσαμωμένα σωθικά.
Μεγαλώσαμε,
γεννηθήκαμε ως γεννημένοι,
μείναμε αναιρεμένοι στις ιστορικές μας συνοδείες.
Είναι Απόκριες.
Ανέκαθεν ήταν Απόκριες.
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΓΗ
A. Tennyson, «Ulysses»
Τ.S. Eliot, «The Waste Land»
Στο δάσος φύτρωσε ένα φθινοπωρινό χέρι,
μάτια,
ο άνεμος περιχρίει,
οι στρώσεις από τη γη πλάγιασαν,
ανορθώθηκε η δικτατορία της ηχούς μέσα στη λάβα
των οργίων,
οι ταξιδιώτες γύρισαν το κεφάλι κάτω.
Η ταφόπλακα στο μέσο του δάσους έγραφε:
«Εδώ έζησε και ο Οδυσσέας Ομήρου.»
Όλες ίδιες αναμεταξύ των.
Εγώ δεν είχα θωριά,
Εγώ δεν είχα περιουσία,
δεν είχα ταφόπλακα…
Μόνο το δέντρο και το κοίλωμα στο βάθος.
ΕΓΩ ΣΕ ΕΣΕΝΑ
«Η εγγύτητα ξαφνικά
Φυλακισμένους μας κρατά.
Μελαγχολία υπάρχει
Όταν στο βλέμμα σου και στο δικό μου,
Η βαρύτητα
Μας κρατά αρμονικά μαζί.»
Χάνα Άρεντ, «Αφόρητη Γλυκύτητα», (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου)
Ερωτεύτηκα ένα ονειροπόλημα,
εσένα μαζί με μια πλειάδα περασμάτων.
Θύμιζες ακριβώς τον άνθρωπο,
απαρνιόσουν τη θυσία, ενώ ήσουν ο κόσμος κι η απήχηση.
Αυτός είναι ο τρόμος του έρωτα,
χωρίς να τον ανατρέπει.
Υπολογίζεται,
καθορίζεται
με μοναχικούς όρους
η αυθεντική ανάγκη για τη μυθολογία,
ενώ είναι κανείς φυλακισμένος σε μια ένταση εναρμονισμένη,
απότοκος της εξουσίας και της δύναμης.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟ ΤΩΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΩΝ
«η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, στον κόσμο εδώ κάτω,
έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου»
Α. Εμπειρίκος, «Εις την οδό των φιλελλήνων»
Ένα τάραγμα,
αυγή κατάματα από μια κλεψύδρα,
θαρρούσα πως οι βασίλισσες ήταν μουδιασμένες,
οι φλέβες έφταναν στα αυτιά,
η ακτίνα της αστραπής
μάτωνε το στεφάνι μιας κοπέλας, που είχε φτάσει στο φρύδι της,
μάτωσε το πλήθος που κουκούλωσε
και πάνω της έγδερνε
«Είμαι συνένοχος».
Η γλυκύτητα του πόνου
την έζωνε
για μία ημισέληνο
στο φθινόπωρο,
με το χάδι των φύλλων της στον ωκεανό,
δίπλα από τους Ρούνους και τις αναθυμιάσεις του ομπερζίν.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ
Δεν είναι από μνήμης,
οι ελεύθεροι άνθρωποι
είναι από ένα μέρος της ελάχιστης υποκρισίας
μες στην απάτη τους,
στο θεραπευτικό χάσμα του όχλου.
Σε θωρώ προσεκτικά.
Δόξαζες τη συντροφιά του κρεμμυδιού
και σου αρκούσε μια ιστορίαꞏ
αυτή που λέει
πως μπορείς σπανίως να υποκύψεις.
ΘΥΜΗΣΗ
Είναι η θύμησή σου,
ίδια η λαλιά σου.
Πρόωρα άλλαξες
να ελέγχεις
τη διάβρωση και τη ροή του ανείπωτου.
ΚΛΙΣΗ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ
Τα χελιδόνια του καλοκαιριού
σαν πετούμενα αστέρια,
ανακατατάσσουν τους θεούς,
ο πατέρας φτιάχνει τα κόλλυβα
στο περβάζι
και τα ρίχνει τυχαία,
δεξιά – αριστερά.
Αντηχεί σε όλον τον ουρανό
μια θεωρία πένθους
της γυναίκας των γυναικών,
που στο αληθινό απλώς υποφώσκει η αλήθεια.
ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΨΥΧΡΑ
Στέκομαι μπροστά σου,
ο κρύος χειμώνας κρύωσε,
η ανάσα του ψυχράθηκε
πιο πολύ –
έφτασε ως τους αδιέξοδους κύκνους,
που μοιάζουν με βάρκες
στα θαλασσινά βουνά.
Θυμήθηκα ότι έβρεξες
τα πόδια σου
μπροστά μου κάποτε
με αληθοφανή και περήφανο τρόπο.
Τότε,
σε άρπαξα απ’ το κορμί
και σε ανάγκασα να υποφέρεις για μένα,
με τον μικρό σου εαυτό,
μια έκπτωτη εξουσία.
Στεκόμουν μπροστά σου,
ήσουν κρύος χειμώνας που έτρεμε
και
μία έλαμψη της πρόσοψής σου.
ΠΗΓΑΔΙΑ
Μαθαίνουν τα πηγάδια να σωριάζονται
στα πράσινα μάτια μιας γάτας
στο ποτήρι
κάτω απ’ το σχολικό παγκάκι
στα λουλούδια του πάγκου
του μπαρ που τσακώθηκε ένας άνθρωπος
με μια καρέκλα.
Μαθαίνουν τα πηγάδια να ανασαίνουν
και νιώθω το χνότο στα πόδια μου
να σηκώνεται
και να βρίζει περαστικούς.
Μαθαίνουν τα πηγάδια να χτυπούν
άτυχους ανθρώπους
με αγκαλιά
ό,τι πιο πολύτιμο έχουν
έναν καφέ για άλλοθι
και τον λήθαργο
της πρώτης τους αγάπης.
ΑΓΙΟΣ
Ήμουν σπίτι
και έγραφα στο κενό
και κοιμισμένη αισθανόμουν
να με ξυπνάει ο αέρας,
να βαριανασαίνω σαν ερπετό
χορτασμένο
από τη Δύση και Ανατολή του φεγγαριού,
που φέρε τη νύχτα
δίχως σκοτάδι,
για να με βρεις,
να γελάς,
εγώ να σέρνομαι στο παραμιλητό σου,
να ακούγεται το όνομά μου
της στιγμής,
να έρχονται και να φεύγουν τα όνειρά μου,
να παραμένουν ίδιες οι αμαρτίες των υπολοίπων,
σαν το χαμόγελο του άσπρου
θύματος,
για να θαυμάζω
ντυμένους δρόμους
που χάθηκαν ελεύθεροι
και άνθρωποι
από μια πέτρα χρησιμοποιημένη
και έναν νόμο,
που αντιγράφει και λέει
ότι το ξένο, αν δεν εκδηλωθεί,
δεν είναι κακό.
ΜΕΡΕΣ
Χτύπαγε η καρδιά μου
στο στομάχι
και στις μέτριες γάμπες,
κάτω,
του μάγου μου κυρ Παγώνη,
που βάζε ξόρκια στα μαλλιά του,
παντού,
και άπλωνε το χωριό,
στης πόλης τα αστεία γάντια
με την προίκα – τελικά –
των δυο ψόφιων περιστεριών – εμένα και ενός άλλου,
μα παλαιότερων,
κάποτε αρχαιότερων –
και εγώ
από τον τρόμο του μισού
βαμμένου
δέντρου
που ερωτεύτηκα
στη βιτρίνα,
με τα είδη υγιεινής του Κολοκοτρώνη,
έβλεπα τη μέρα να ξανάρχεται
και να ξανάρχεται
και να ξανάρχεται…
ΑΝΑΣΕΣ
Με φίλησαν οι ανάσες,
όσες φανταζόμουν από αύριο και χτες -φοβάμαι τις αγάπησα όλες,
η μνήμη μου ψυχράθηκε πια-
και απόρησα
που τόσο φρικτά
θα μπορούσα,
πριν μάθαινα μια κρίσιμη άγνοιά μου,
να ζήσω έτσι
μια ζωή
για μια ζωή,
με φτυάρια από το Κρεμλίνο,
αηδόνια που μοιρολογούν – όπως από τότε –
και ήττες
ξεπερασμένες από του Οβίδιου
το αντίστροφο πένθος
του έρωτα.
Η ΣΥΛΒΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΒΓΑΛΜΕΝΕΣ ΤΙΡΑΝΤΕΣ
«Κλέφτρα!
–πώς σύρθηκες μέσα του
πώς σύρθηκες μονάχη
μέσα στο θάνατο που επιζητούσα τόσο έντονα,
για τόσο καιρό […]»
Anne Sexton, «Ο θάνατος της Σύλβια» (Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου)
Σε ένα δωμάτιο γαλάζιο,
με λαδί πλατίνα,
χόρευα ξέντυτη με ορθάνοιχτα την πόρτα.
Σαν ουρανός
με χίλια μίλια θυμάρι.
Έβλεπα τον μπαμπά μου απέξω να με παρατηρεί. Χαμογελούσε. Έλαμπε. Σαν ήλιος. Σαν φωτιά.
Κάπνιζε το στήθος μου,
με μια φωτιά
που λύγιζε όταν είχε φως από ήλιο – διότι μόνο
αυτό το φως εμπιστευόμουν,
τα υπόλοιπα ήταν κίτρινοι φανατισμοί,
δικά μου ξόρκια,
από λάστιχο και γκάζι – ‘κείνη τη φωτιά,
όποτε ερχόταν,
δεν την άντεχα με τίποτε.
Θαρρώ πως μόνο εγώ τα έβλεπα
στον θάνατό μου.
Μόνο με δυο τιράντες ήμουν τότε
κι έτρεχα μες στο δωμάτιο,
Εβραία,
ξυρισμένη,
με ένα χακί ράδιο στο δεξί μου
να παίζει βίντεο από παλιό καμπαρέ – κι εκεί,
ξαφνικά,
μαύρισαν οι ήλιοι που ‘βλεπα.
Κι έβρισκα ένα χέρι να με κρατά σφιχτά,
από τη μέση,
ένα άλλο πιο χαμηλά,
κι ένα τελευταίο να σβουρίζει –
ατσάλι, ξιφίας και ένας ξερός λογαριασμός –
να με κοπανάει με το ραδιόφωνο,
να παίζει το αγαπημένο του τραγούδι,
αυτό που άκουγε κάθε Κυριακή.
Καίγομαι.
Μου ‘βγάζε τρυφερά
τα σχοινιά μου,
που ‘ταν κρεμασμένα
στις γάμπες
και έσταζε,
θυμάμαι,
ζουμί από αρνί και αίμα,
σαν Σωσίας με δεύτερη ψυχή,
σαν εμένα,
που ορκίστηκα τον τελευταίο μου χορό,
γυμνή,
με πρόχειρες ζαρτιέρες,
που μπήκαν όπως να ‘ναι.
Μα ένιωθα χαρά,
τόση χαρά,
όταν τον έγδερνα επιτέλους
με δυο ψυχές,
που πεταμένες
ανασταίνονταν κάθε τρεις μέρες.
Τόσο πρόστυχα ντυμένη
άφησα τα δυο σχοινιά που κρέμονταν ακόμα
να χαράζουν πάνω του
κάτι από Τζεντιλέσκι. Σαν ζαρτιέρες. Σαν ηλιόλουστα παιδιά.
Κάθε τρεις,
αυτά φορούσα.
Μα ό,τι κι αν του έκανα,
δεν έμοιαζε με γυναίκα.
Κι έμεινα μόνη,
να αντροφέρνω ξώφαλτσα.
Δημοσιεύτηκε στο Λόγω Γραφής 21/6/2021
https://www.logografis.gr/
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Βρόμισε σάρκα η σκόνη
και αίμα η γη,
έδαφος
με δώματα
απέθαντων.
Κάνεις δεν πεθαίνει.
Κάνεις δε ζει, όπως άρχισε να βιώνει.
Είχα να καπνίσω το ίνδαλμά μας στον ήλιο.
Βαφτίστηκα, μπογιατίστηκα και νέγρα
παραπονιόμουν για την ποιότητα της θέρμης.
Δημοσιεύτηκε στο Ποιείν 22/6/2022
www.poiein.gr
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Συνέντευξη στον ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΝΙΟ
Εφημερίδα Αλήθεια 11/5/2020
Ειλικρινή, δεν θα ήθελα να προσθέσω τίποτα σε όσα λέει, πιο κάτω, η Αλεξία Βίκτωρος από τον φόβο μήπως και αλλοιώσω τον άφθαστο λυρισμό και την αξεπέραστη ευαισθησία που τη χαρακτηρίζουν, Ωστόσο, ο πειρασμός είναι μεγάλος και οφείλω να σημειώσω μονάχα αυτό. Μέσα στην πνευματική βαρυχειμωνιά που μας έχει σκεπάσει, η παρουσία της Αλεξίας Βίκτωρος αποτελεί μια πανέμορφη και ζεστή ηλιαχτίδα. Εσείς, δεν έχετε παρά να καθίσετε στη βεράντα σας, κρατώντας μια ανθοδέσμη με στίχους, και να χαρείτε τη μαγεία της ποίησης και την ποίηση της μαγείας, παρέα με τη σημερινή φιλοξενούμενη μας η οποία, πάντως, έχει μαζέψει ήδη τη δική της παρέα: Σολωμός, Σεφέρης, Ελύτης, Καβάφης, Ρίτσος, Σαχτούρης, Καζαντζάκης, Λειβαδίτης. Μάντης, Παλαμάς, Έλιοτ, Σαίξπηρ, Πετράρχης, Δάντης, Μπωντλαίρ, Κορνάρος. Η Αλεξία Βίκτωρος γεννήθηκε το 2001, στη Λευκωσία, Είναι πρωτοετής φοιτήτρια του τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση. Έχει βραβευτεί δύο φορές με το Πρώτο Βραβείο Ποίησης στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό για την προώθηση της Γαλλικής Γλώσσας, που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Μελών του Τάγματος του Ακαδημαϊκού Φοίνικα ΑΜΟΡΑ. Είναι η μοναδική Κύπρια, μέχρι στιγμής, που έχει βραβευτεί δύο φορές με το πρώτο βραβείο στον συγκεκριμένο διαγωνισμό και η δεύτερη παγκόσμια. Ποιήματά της έχουν βραβευτεί από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδας, τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού Νεανικού Βιβλίου, την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών, την Εταιρεία Λόγου – Τέχνης και Πολιτισμού «Ιδεόπνοον» και το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας στο πλαίσιο διεθνών, πανελλήνιων και παγκύπριων διαγωνισμών ποίησης. Παράλληλα, ποιίματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν αναρτηθεί σε σελίδες του διαδικτύου.
Εάν οι στίχοι ήταν λουλούδια ή πουλιά, πώς θα λέγονταν;
θα αδικήσω τον πολιτισμό της φύσης με οποιαδήποτε παρομοίωση. Το μόνο
σίγουρο είναι ότι θα μπορούσε να είναι μία πρόσμειξη ειδών, ίδιου εγκάρδιου
τύπου αλλά διαφορετικού ύφους. Κάτι πολύ δικό της, που δεν αλλοιώθηκε και
απλώς ξέσπασε σε εκρήξεις σχημάτων και σχηματισμών.
Εάν, επίσης, είχαν ήχο, πώς θα ακούγονταν άραγε;
Σε αυτή την εποχή, θα ήταν η σιωπή, που σε κάθε βήμα θα είχε εναλλακτικό
χρώμα. Σε περιόδους μαγείας και επαναμάγευσης, θα ήταν ο ήχος του βουνού, που δεν μπορείς να προσδιορίσεις απόλυτα τη δημοκρατία του.
Με συμβατικούς όρους, τι είναι, για σένα, η ποίηση;
Τεράστιο ζήτημα… Δεν υπάρχει καθοριστικός ορισμός και, κατά την άποψή
μου, δεν θα πρέπει και να υπάρξει. Η τέχνη είναι ξεκάθαρα εσωγενής διεργασία, που απορροφά όλο και περισσότερα αξιώματα, διότι τα εκτεθειμένα
ψυχογραφήματα γίνονται ολοένα και πιο αποδεκτά. Η ποίηση είναι η προέκταση των απάντων. Ξεπερνά τις φιλοσοφικές προσκείμενες, αφού ακόμα και η φιλοσοφία και γενικότερα η φιλολογία, παρατηρώ ότι εγκιβωτίζει ιδεολογίες που δεν θα τις ξεπεράσει ποτέ ολοκληρωτικά. Για να απαντήσω στο ελάχιστο με Παπαδιαμάντινη γλωσσολαλιά: Η ποίηση είναι ο άρρωστος νέος, που έχει καταντήσει φάντασμα και για πρώτη φορά μετά τη θεραπεία του βλέπει από το παράθυρό του τον κόσμο ή είναι ο ερωτευμένος που προσμένει τη θελκτικότατα της ανατολής μες στην απόλυτη μοναξιά ή ο αμαρτωλός που μετανοεί και επικαλείται τον Θεό, για να τον σώσει. Γενικότερα, η ποίηση είναι «Εωσφόρος και άβυσσος», χρησιμοποιώντας κατάλοιπα των «μύθων» από μελέτες του Γκυ Σωνιέ.
Εσύ επέλεξες εκείνη ή εκείνη επέλεξε εσένα;
Νομίζω πως την επέλεξε ο θάνατος για εμένα. Λειτούργησε ως μεσάζοντος,
όταν έχασα τη γιαγιά μου. Την ώρα της κηδείας, πάνω από το φέρετρο, έπιασα μια κόλλα χαρτί και άρχισα να γράφω με κρυστάλλους στα μάτια. Κάτι… δεν ξέρω αν ήταν ποίηση. Ωστόσο, σίγουρα δεν ήταν επικήδειος. Είπα ό,τι είχα να πω, συνομιλώντας με τη φήμη της, έστω και στην έσχατη στιγμή αποκάλυψης ως κύκνειο άσμα της. Ένιωσα ότι ήταν επεισόδιο μετεμψύχωσης με έναν τρόπο. Από τότε άρχισε να γράφει το χέρι. Ας πούμε ότι, εν τέλει, την επέλεξαν τα άκρα μου και με επέλεξαν οι αιχμές της ατυχίας ή της τύχης της. Θα δείξει ο χρόνος.
Από πού αντλείς, συνήθως, τις εμπνεύσεις σου;
Πιστεύω στην έμπνευση υπό την έκφανση της ψυχεδέλειας της εκτροπής.
Κάποιες φορές, όμως, πιστεύω στις διαυγείς αναλαμπές. Πριν από έναν χρόνο, άρχισα να βλέπω αυτολεξεί ποιήματα στον ύπνο μου. Τέτοιες τρομάρες είναι αποδείξεις της σκοτεινής συγγραφικής σου οικείωσης, μιας εσώτερης ανακαίνισης. Οι «άρρωστες μούσες» – κατά τον Μπωντλαίρ και τον Καρυωτάκη – η «Πολύμνια» ή ο Λίνος είναι τρομερά ασταθείς και ταυτόχρονα ανιαρά ακριβείς στα κύματα που καρφώνουν.
Υπάρχουν ποιητές που επηρέασαν τον τρόπο που γράφεις;
Έμαθα να κλέβω – όπως είπε και ο Έλιοτ και να πορεύομαι με τη διακειμενικότητα. Προς το παρόν, με επηρεάζουν αρκετοί ποιητές π.χ. Σολωμός, Σεφέρης, Ελύτης, Καβάφης, Ρίτσος, Σαχτούρης, Καζαντζάκης, Λειβαδίτης, Μάντης, Παλαμάς, Έλιοτ, Σαίξπηρ, Πετράρχης, Δάντης, Μπωντλαίρ, Κορνάρος, ακόμα και άγνωστοι ποιητές που έζησαν κατά τον
Μεσαίωνα.
Γράφοντας, λύνεις απορίες που σε απασχολούν τί προσθέτεις και άλλες απορίες στις ήδη υφιστάμενες;
Αρχικά, δεν ξέρω τι γράφω. Η συγγραφική προθετικάτητα τις περισσότερες
φορές είναι θολή. Μελετώντας, αργότερα, τα ποιήματα, τα επεξεργάζομαι,
χωρίς να καταλήγω απαραίτητα σε ένα σχεδίασμα, Μπορεί φαινομενικά να
λύνω απορίες σε αναγνώστες, αλλά πάντα αμφισβητώ τον εαυτό μου.
θυμάσαι το πρώτο ποίημα που έγραψες;
Το 2011, έγραψα το πρώτο μου ποίημα με τίτλο «Γίνε τολμηρός».
Συμφωνείς με τη θέση πως, οι ποιητές οφείλουν να είναι αιρετικοί, ακόμα και κολασμένοι, ή πρόκειται περί μύθου;
Ο κάθε ποιητής θεωρεί ότι έχει ως χρέος μία μεταδοτικότητα, την οποία
βαφτίζει διαφορετικά. Όπως και να ‘χει, οφείλει να θίγει τον καταφατικό δογματισμό του αναγνώστη. Εκτός αυτού, η τέχνη δεν υποσχέθηκε ποτέ την ηθική. Οι ποιητές είναι τα καθάρματα του θεού. Δεν συμβαδίζουν με την ορθότητα του «πανοπτικού»…
Ποιες προϋποθέσεις απαιτούνται για να καθίσεις μπροστά στον υπολογιστή;
Να πονώ. Με θρέφει τρομερά η δυστυχία.
Ποια είναι η κεντρική διαφορά του ποιητικού και του πεζού λόγου;
Η ροή τους. Η ποίηση είναι περισσότερο φιλοσοφικά περιγραφική, σε ένα στενότερο μορφολογικά πλαίσιο, με ευρύτερες προσωπικές προεκτάσεις. Η
πεζογραφία είναι πιο αφηγηματική, με μία κατευθυντήρια γραμμή κυρίως διατεταγμένου συνόλου γεγονότων, που είναι πιο λεπτομερώς δοτική ως προς
την επιβολή της.
Ποιο κλασικό ποίημα θα ήθελες να είχες γράψει;
Το «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» του Διονυσίου Σολωμού.
Ποιος είναι ο χειρότερος εχθρός της λογοτεχνίας;
Η ουδετερότητα, η αδράνεια της γλωσσικής αυτό-αναφορικότητας και η κρίση.
Οι ποιητές μπορούν να γελαστούν στην οξυδέρκεια της εγκεφαλικής ανάσας,
με αποτέλεσμα να μην δίνουν μετρική ή συναισθηματική βάση στα στιχουργήματά τους.
Και ο πιστότερος της σύμμαχος;
Η σύμβαση μεταξύ εξωτερίκευσης και εσωτερικότητας. Η αποτύπωση φτασμένης ή προβλεπόμενης οικείωσης σε ένα φορμάτ απελευθέρωσης per mare per terra. Ο αφελής οραματισμός οικουμενικότητας, όταν δηλαδή η διάνοια του καλλιτέχνη αναγνωρίζει ακριβώς σε τι κόσμο ζει, αλλά πιστεύει στον θεό ως απαρχή αμφισβήτησης και αφετηρία ανώτατης δικαίωσης. Ταυτόχρονα… Πιστεύει στην αγιοποίηση όσων αγγίζει η γραφή του, κι
ας βλέπει επεισόδια χαοτικής δυσοσμίας.
Ανδρέας Κούνιο
andreaskounios@gmail.com
Δυο ποιήματα της Αλεξίας δημοσιευμένα με τη συνέντευξη.
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
Ο άνθρωπος είτε σκέφτεται κάτω από τη γη, είτε πάνω απ’ τον ουρανό.
Πότε δεν πατεί
στη γη του.
Εφαρμοστά τον ουρανό και το υπόγειο δεν τα ήθελε ποτές.
Τον εξωθούσε η μεσάζουσα βαρύτητα,
ό,τι τον ρίζωσε στα ξένα,
ό,τι του ‘σφάλισε τα φρένα.
Έχει μια ολόκληρη ζωή,
-όμως-
να δέρνει το στριφτάρι που του πρόσταζαν να πάρει για ευχή του.
Τα σύννεφα να μεγεθύνει,
τα ασπράδια των ξέβαθων.
Σαν τον κάτασπρο τοίχο,
που ζει μες στην πολυχρωμία του λευκού του,
χωρίς να μπορεί να δει τον εαυτό του.
Χωρίς να τον πιστεύει…
και πείθεται με όποιον τυχαίο έβρει να του πει:
«Σαν να σε βλέπω χλωμό, μες στο σκοτάδι.»
Ο ΓΥΠΑΣ
Μες στην εκκλησιά τρυπώ τα φτερά μου.
Ένα ζευγάρι μού ‘δώκαν αφεντιά,
χωρίς σπίρτα.
Τα υπόλοιπα ήταν από σκόνη, σταξιές κεριών και λάδι.
Κάλιο να μου ‘δίνασιν ξίδι με θυμάρι.
Η ζωή μου τότες, θα ‘ταν εντιμότερη.
Σε τέτοια ηλικία,
τη χλιαράδα τι να την κάμεις;
Μες σε καζάνια, οι άγγελοι κλέβουν τα μαυρισμένα πούπουλα
και τα ασπρίζουν για μόστρα,
για έναν χαραμοφάη Ίκαρο.
Έτσι παρατήρησα πως πετά ο άνθρωπος.
Με τη ράχη του στην πλάτη.
Έτσι πετάμε κι εμείς
τα σκίτσα του χωριού.
Όλα τα πλάσματα πάντοτες από σκίρτημα
γίνονται εγκληματίες.
Από το πολύ βάρος.
Μες στις φωλιές τους δε λυγάνε οι σφαίρες
αλλά τα καρφιά τους.