Η Κλεονίκη Δρούγκα είναι πτυχιούχος Φιλοσοφικής ΑΠΘ. κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος. Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί της στρέφονται σε σενάριο-κινηματογράφο, ποίηση, πεζογραφία και εκπαίδευση.
Έχει εκδώσει ένα βιβλίο, επιστημονικά άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, εισηγήσεις της σε πρακτικά ελληνικών και διεθνών συνεδρίων και ποιήματα – διηγήματα σε ποικίλα λογοτεχνικά περιοδικά. Συνέγραψε σενάρια μικρού μήκους ταινιών μυθοπλασίας και συνεργάστηκε σε ταινίες τεκμηρίωσης, με βραβεύσεις σε ελληνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς.
Εργάζεται στο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών ΑΠΘ ως μέλος Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΕΠ), με διδακτικό αντικείμενο «Σενάριο».
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Οκλαδόν με τον χρόνο (Μανδραγόρας 2022)
Ξεκάθαρο κρύο (Μανδραγόρας 2023)
.
.
ΞΕΚΑΘΑΡΟ ΚΡΥΟ (2023)
Σπανίως ζητώ χάρες
ΜΙΑ ΧΑΡΗ
Γλιστρά ο Αύγουστος
από τις χαραμάδες των παραθύρων, της πόρτας
γυμνός
στη συκιά
ψήνει το δέρμα κοριτσιών
στα καλντερίμια
φλερτάρει με τη θάλασσα
λυγίζει στα μελτέμια
θρυμματίζει το σκοτάδι
καρφώνοντας ένα φεγγάρι
ολόγιομο
ψηλά
να φλυαρεί.
Στον κήπο στρωματσάδα
επιθυμίες της καρδιάς ή του μυαλού
λένε ιστορίες
για έρωτες
ανήμερα θεριά.
Τινάζει ο Αύγουστος την άμμο
καθώς ρίχνει εσάρπα στους ώμους
έναν Σεπτέμβρη γεννά
στην πόλη
χωρίς φεγγάρι.
Μια χάρη θα ’θελα να του ζητήσω
μία παράταση.
Ο περί-ποίηση(ς) λόγος
ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ
Η λέξη ξεροκαταπίνει
όσο η τελεία σκαρφαλώνει.
—Πού θα σταθείτε; πού;
—Να μπω μετά από σας ή
μήπως είν’ αυθάδεια;
—Ως τελεία επιβάλλεστε
ή κάνουμε δοκιμές;
Η λέξη σταύρωσε τα πόδια της.
Ένα πλεκτό
σκούντηξε μίαν άλλη
άλλαξε θέση ανήσυχη.
—Μετάνιωσα
της είπε η τελεία
και αποσύρθηκε.
Ο ποιητής
την κουβαλά μες στο μυαλό του
μια την στριμώχνει
μια την εξορίζει.
Κάποια στιγμή την εξωθεί ως
και δύο χρόνια μετά
μ’ ακόμη -λες- τη σκέφτεται.
Μικρές ήττες
ΞΕΚΑΘΑΡΟ ΚΡΥΟ
Της αρέσει να μπαίνει στη θάλασσα
χειμώνα
λύνει το κασκόλ
πετάει το παλτό
παίρνει βαθιές ανάσες
εκτίθεται στο κρύο
προβλέψιμο
αμείλικτο
ξεκάθαρο
παρηγορητικό
το προτιμά απ’ τα ημίμετρα
σαρκοβόρα προσωπεία
λωτοφάγων θνητών
που -αλίμονο-
ούτ’ ένας Οδυσσέας μπορεί να επαναφέρει.
Τούτο το χλιαρό την παγώνει.
ΜΑΜΑ
—Μαμά, όσο κι αν θέλω
δεν μπορώ να σου μιλήσω
έχω δουλειά στο κόκκινο.
—Δεν πειράζει, παιδί μου. Είσαι καλά;
(Παύση)
—Μαμά, διορθώνω γραπτά
καθαρίζω το μπαλκόνι
τρώω με φίλους.
—Δεν πειράζει, παιδί μου. Τρως καλά;
(Παύση)
—Μαμά, κολυμπώ στα βαθιά
παγώνω τη φωτιά
λεπτό δεν έχω.
—Δεν πειράζει, παιδί μου. Προσέχεις;
(Παύση)
—Μαμά, θέλω να γίνω πάλι κάμπια
σ’ ένα ζεστό κουκούλι μέσα, αφού
πέρασε ο καιρός
στη Χώρα των ανύπαρκτων θαυμάτων.
Πού είσαι;
(Καμία παύση)
—Εδώ, παιδί μου, εδώ.
—Και πεθαμένη, ακόμη, απαντάς;
Μικρές νίκες
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ένα ασπρόμαυρο ανοιξιάτικο δειλινό
άπλωσα φορεμένα ρούχα στη βεράντα
αποστείρωσα ανάσες
ξέπλυνα δάχτυλα με αντισηπτικό
έσπασα ένα κομμάτι λαδερή χορτόπιτα
χωρίς να γλείψω δάχτυλα
-οι τοίχοι φυλούσαν σκοπιά.
Ύστερα στο τηλεκοντρόλ
το ντέρμπι εμβολιασμένοι-ανεμβολίαστοι
κι είδα την μπάλα στο δοκάρι
μούσκεψα
πάτησα παράταση
άφησα κάτω τη χορτόπιτα
έκλαψα κάτι φιλιά ρουφηχτά
κάτι φιλιά έκλαψα
έκλαψα
μετά έβαλα τα δάχτυλα στο στόμα
ένα ένα
με λαχτάρα
συνωμοτικά.
Ο ασπρόμαυρος κόσμος πήρε χρώμα.
Έρωτας οριοβάτης
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ
Οι απαντήσεις στο κρεβάτι
πλάτη με πλάτη
με τις ερωτήσεις κάθονται.
Η σιωπή τις γυροφέρνει ενοχλητικά.
(Δεν ξεχρεώνει κανείς με αλήθειες.)
(Γιατί ρωτά;)
Στα ντουλάπια
ανακατεύονται στιγμές
οι βεβαιότητες τινάζονται στον αέρα.
Η σιωπή στύβει τα θεμέλια του σπιτιού
νερά στάζουν παντού
οι λάσπες απλώνονται
λερώνουν τα πατώματα.
Οι απαντήσεις αρματώνονται να μονομαχήσουν
αγώνας αμφίρροπος.
Τα νερά φτάνουν ως τον λαιμό
τραντάζονται.
Η αυγή βρίσκει τις απαντήσεις να αιωρούνται
χτυπώντας τους τοίχους αναλφάβητες.
Αιτία θανάτου: ο πνιγμός.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ
Ανοίγει την ντουλάπα
ντύνεται με τα κύματα
στολίζεται στον καθρέφτη
γεμίζει κοχύλια η ματιά
καράβι γίνεται
φτάνει στα ξένα
στα λιμάνια βγάζει τα ρούχα τη;
αφρίζει θηρίο λαβωμένο
η θάλασσα μέσα της.
Μα όλοι φάσεις περνάμε
ΚΡΟΥΣΤΟ ΑΠΟΒΡΑΔΟ
Κυριακές ευτυχίας
τυλιγμένες σε αυταπάτες
περιστρέφονται μ’ ένα τηλεκοντρόλ
γύρω από σκουριασμένα απογεύματα
χαμογελούν στους καναπέδες
σκεπάζουν κάτω από λινές κουβέρτες
ληγμένες αποφάσεις.
Έδωσα όνομα ποιητικό
σ’ αυτή την Κυριακή
την είπα
ακριμάτιστη.
Δεν είχα σκοπό τ’ όνομα να αλλάξω.
Φώναζαν όμως οι λέξεις.
Κάποια πράγματα δεν…
να μην αλλάξουν γίνεται.
Όλα είναι δρόμος
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
—Αλατοκόριτσο,
είναι πιο δύσκολο απ’ όσο φαντάζεσαι
να σώσεις της θάλασσας τα κύματα όταν
ο ενικός ιδρωμένος
χλευάζει κρυφές πληγές
μ’ αλάτι ενώ
τα υπόγεια ρεύματα επιπλέουν
—Ποτέ δεν συμπάθησα τις ήρεμες θάλασσες
Μεσούσης της τρικυμίας
με οδηγό επιβίωσης
αφρούς κι αλμύρα
ταξιδεύω τον θυμωμένο Ποσειδώνα
στα βουνά
πατώ τις ζάρες στου μέλλοντος τις μέρες
ξαφνιάζω τους καιρούς
και ας κυλάνε
till death do us apart
.
ΟΚΛΑΔΟΝ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ (2022)
Θυμοσοφία
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ
Θέλω να μιλήσουμε
έχω ετοιμαστεί
όμως φοβάμαι·
πριν σου τηλεφωνήσω
φυλλομετρώ ξανά τις σημειώσεις
τις έγραφα
όλη νύχτα
συνδυάζοντας τις συλλαβές
τώρα που ο ήλιος επιμένει να βγει
η επιθυμία να κάνω ένα βήμα
υποχωρεί μέσα μου
έχει περάσει και η ώρα
η μέρα αργοσέρνει δισταγμό
δεν είμαι σίγουρη
να σου μιλήσω αν θέλω τελικά.
ΤΑ ΜΕΡΗ ΜΙΑΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Από τα βάγια που του απλώνανε
στο άρον άρον της πλατείας
ένα τσιγάρο χρόνος τελικά
δομείς το έργο
στην πρώτη πράξη
ο Ιησούς κι οι άλλοι Χαρακτήρες
ταυτίζεσαι με τους κακούς
πίνεις το αίμα του
στη δεύτερη πράξη
μετράς τους Χαρακτήρες στην ψυχική σου ευρυχωρία
τα ρήματα συνωστίζονται
τα χείλη διαγράφουν «θάνατος, σταύρωσέ τον»
παρασύρεσαι πιο μέσα
ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΑ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
Καταπίνω τη συνήθεια σε μικρά κομμάτια
στη σάλτσα της ταχυπαλμίας βουτάω τα δάχτυλα
ανάμεσα στις απολαύσεις
κάπου κάπου ανακατεύω τα λίπη με τη λύπη
καταργώ τη θλίψη με κρασί
τραγουδώντας παράφωνα
ποτέ δεν με απασχόλησε η ορθοφωνία
ύστατη απόλαυση η προσμονή του γλυκού
στην πρώτη μπουκιά ξεφεύγει αναστεναγμός
αλλάζω θέση
η νύχτα απαιτεί χορό
στροφές από τη μία
στροφές από την άλλη
έχω δει ανθρώπους να γερνάνε αμετακίνητοι
το γλυκό το τρώω αργά
η γλώσσα μου κρέμεται και σαλιώνει το ελάχιστο
επιμένω στη σταγόνα που αιωρείται
ηδονή
-πολυτέλεια-
κάνω το τέρμα αρχή.
Εποχές
Φθινόπωρο Χειμώνας Άνοιξη Καλοκαίρι
ΟΣΟ ΚΡΑΤΗΣΕΙ
Ξεπλένω τον χειμώνα
στα νερά του Αιγαίου
Κάτω απ’ το βλέμμα του ήλιου
απλώνω με μανταλάκια μια ιστορία
Οι ωραίες ιστορίες γράφονται πάντα καλοκαίρι
Τεντώνω τ’ αυτιά ν’ ακούσω
τα ερωτικά καλέσματα μιας καρδερίνας
πυργοδέσποινας των βράχων
υπόσχεται δαγκωματιές σε χνουδωτά ροδάκινα
Ακούω τα κύματα που σκάνε θυμωμένα στον βράχο
αναζητώντας ένα πλανόδιο φεγγάρι
Υπόσχομαι πίστη στη θάλασσα· για όσο κρατήσει-
ντύνομαι την απόχρωση του χαλκού
ακουμπώ κοχύλια στις παλάμες των χεριών
τα μετρώ
Χάνω το μέτρημα
απαντώ στην παρόρμηση να επιστρέφω ή να μείνω
εισπνέοντας μια ανάσα φυγής
βαφτίζω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου καλοκαίρι
στο χέρι μου είναι πολύ λίγα άλλωστε
την άνοιξη όμως τη λέω άνοιξη
αυτήν κανείς δεν την πειράζει
κι αποδίδω στο όνειρο τα εύσημα
σε μια ριγέ πολυθρόνα·
όσο κρατήσει.
Σχέσεις
ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ
Να έχεις στο μυαλό σου πως υπάρχουν πηγάδια απύθμενα·
με αυτήν την αλήθεια
να ξεκλειδώνεις τους ανθρώπους.
Κάθεσαι οκλαδόν με τον χρόνο
μπροστά στον καθρέφτη
απλώνεις το χέρι ν’ αγγίξεις την ψυχή σου
τεντώνεις τα δάχτυλα
κακώς ψέγεις τον καθρέφτη
Προσπαθείς πιο πολύ
καταπίνοντας σκόρπιες σκέψεις
σφίγγοντας τα χείλη
τσαλακώνοντας εγκώμια
Ο γκρεμνός των λέξεων σε τρομάζει
το βλέμμα σου μυρίζει άσχημα
μένεις γυμνός
κάνεις κάποια πρόοδο
μιλάς μόνος με ασύνδετο σχήμα
δεν κρατάς τον χώρο σου
σπαταλάς αγωνίες κι ευκαιρίες
ανθίζεις γρήγορα
βαραίνεις
μαραίνεσαι
όσο κι αν ψάχνεις για αναδρομικά
το «παραπάνω» σού φταίει.
ΜΑΣΚΑ
Στην άκρη του δρόμου με φορτία του καιρού
απροσδιόριστα
και μαζεμένα μπράτσα
ανταλλάσσουμε αδιάφορα λέξεις
Υπαινίσσεσαι ότι χαίρεσαι
απρόθυμα τείνεις το χέρι
μυρίζει απόσταση ο αέρας σου
γκρεμίζει οικειότητες
σε κρύβει με μάσκα
σε ντύνει με σκούρο
εκπληρώνοντας το θέλημα της ανωνυμίας
Αναρωτιέμαι όταν τη βγάζεις
αν έχεις στόμα
αν κουνάς τα χείλη
αν χαμογελάς
θέλω να δω τις καταχωνιασμένες ρυτίδες σου
να γράψω με σχήματα καθαρά
το πρόσωπό σου
Αν δε μ’ αρέσεις
δεν είναι ν’ απελπιζόμαστε εντελώς·
ν’ απελπιζόμαστε αν επιμένεις να φοράς τη μάσκα.
Να ξέρεις ότι προσπαθώ, ζωή
Η ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΣΑ
Επικίνδυνη ποδηλάτισσα
στον θρίαμβο του καθαρού αέρα
ρουφά τη ζωή
ξεγελά τις σκέψεις
ξεσκονίζει τις εμμονές
κάνει τις μνήμες λιγότερο αιχμηρές
έρχεται πιο κοντά στην παραλία
-είναι μια εμμονή κι αυτό-
στο σακίδιό της κρασί
με κίνδυνο να χάσει τον έλεγχο του δειλινού
να πέσει
Κι αν αφεθεί να πέσει
σε δρόμο με χαλίκια;
Θα μάθει
Η ισορροπία είναι άθροισμα βημάτων
Θα αναμετρηθεί
Η ισορροπία είναι θέμα χρόνου
θα περιπλανηθεί
θα ψάξει
θα αρνηθεί
μπορεί και να χαθεί.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
FRACTAL 9/11/2022
«Ποδηλατώντας προς τη θάλασσα»
Παίρνω βαθιά αναπνοή
στον δρόμο του χρόνου
τον ξορκίζω και τον διανύω
ακολουθώ τη ρότα κόντρα στις ριπές του ανέμου
σημαδεύω παπαρούνες
ζωγραφίζω στιγμές
μια στιγμή τρέχω
την άλλη διστάζω
ποδηλατώ
ακροβατώ
ονειρεύομαι
περίεργη συμπαράσταση το φως της μέρας
κάνω πεταλιές γι’ αλλού
-το πρώτο βήμα είναι πάντα η αρχή-
ξεχειλίζουν οι όχθες
εισβάλλει η ζωή
πισωπατούν έννοιες
αγουροξυπνημένη
σιωπηλή
ξεκινώ για τ΄ άβατα
παίρνω το σχήμα ενός πουλιού
κι ελπίζω σε μια θάλασσα.
Ξεκινώ με το ποίημα «Θάλασσα» (σ. 41) της Κλεονίκης Δρούγκα, αν και είναι από τα τελευταία στην ποιητική της συλλογή Οκλαδόν με τον χρόνο, Μανδραγόρας 2022. Το παραθέτω ολόκληρο γιατί θεωρώ ότι συμπυκνώνει το ποιητικό της σύμπαν. Η ποιητική αυτή συλλογή διανύει τις εποχές της ζωής του ανθρώπου, τις διαθέσεις του, τις λύπες, τα όνειρα, τις απογοητεύσεις του. Και το ποιητικό πρόσωπο, ως «Ποδηλάτισσα» (σ. 41) ποδηλατεί, άλλοτε ακροβατώντας, άλλοτε πέφτοντας, άλλοτε τρέχοντας, άλλοτε διστάζοντας, με έναν πάντα προορισμό. Να φτάσει στη θάλασσα – «είναι μια εμμονή κι αυτό» σημειώνει. Η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες: «Θυμοσοφία», «Εποχές Φθινόπωρο Χειμώνας Άνοιξη Καλοκαίρι», «Σχέσεις», «Να ξέρεις ότι προσπαθώ, ζωή». Και είναι ανάλογα με τις εποχές, τις φάσεις, που διέρχεται ο άνθρωπος στη ζωή του, είτε ηλικιακά είτε ως ψυχική χρονογραφία. Αρχινάμε με δύναμη, ορμή, συναντάμε θυμό, και απογοητεύσεις, φτάνουμε σε απώλειες και πτώσεις. Η νομοτέλεια όμως, στην ποίηση της Δρούγκα, είναι ότι πάντα θα σηκωνόμαστε, όσο ελπίζουμε σε μια θάλασσα. Όσο κρατάμε μέσα μας το όνειρο ζωντανό. Τον εαυτό μας αληθινό. Όσο κρατήσει η άνοιξη όπως γράφει σε ένα ποίημά της. «Υπόσχομαι πίστη στη θάλασσαׄ για όσο κρατήσει» («Όσο κρατήσει», σ. 27). Ή πώς ο άνθρωπος, μέσα από της ζωής τις περιπέτειες, τα λάθη και τα πάθη, θα καταφέρει να κρατήσει την ισορροπία του, διατηρώντας μέσα του την ελπίδα, το όνειρο, ακόμα και αν πληρώσει το κόστος τού να χαθεί. Ίσως τα ποιήματα αυτά να είναι και ένας απολογισμός. «Κάθεσαι οκλαδόν με τον χρόνο/μπροστά στον καθρέφτη» (Το παραπάνω», σ. 33) και ψαύεις τις διαδρομές, τις δικές σου και αυτές των ζωών των άλλων ανθρώπων που διασταυρώθηκαν με εσένα. Συχνά, μένεις με μια πικρή γεύση στη συνειδητοποίηση του χαμένου, του αξόδευτου, αυτού του «παραπάνω» που δεν κέρδισες και που πάντα το χρησιμοποιείς ως αφορμή και αιτία για τη δική σου αβελτηρία. Κάθε φορά που ξεκινάς, και κάθε φορά που δεν καταφέρνεις να φτάσεις. Και έτσι παραμένεις να ζεις σε έναν υδροβιότοπο. Σε μια όχι αληθινή θάλασσα. Σε μια θάλασσα ματαιωμένη.
Φουσκώνουν τις ρόδες
λαδώνουν τις αλυσίδες
ανεβαίνουν στα ποδήλατα
και λένε τη θάλασσα απ’ έξω
[…]
λένε τις ιστορίες του καλοκαιριού
πλανεύουν τη θάλασσα
για τελευταία φορά φέτος μέσα από τον υδροβιότοπο
από αύριο θα αρχίσουν οι βροχές του φθινοπώρου
μέσα Οκτώβρη θα γεμίσει λάσπη
θα παίρνουν άλλον δρόμο για τη θάλασσαׄ
μια ακόμη αθετημένη υπόσχεση
την επόμενη μέρα έκαναν το ίδιο.
(«Η τελευταία φορά ποτέ δεν είναι τελευταία», σ. 23)
Και όμως, η φωνή της θάλασσας, γράφει η Δρούγκα, ποτέ δε σταματά να φτάνει στα αυτιά σου. Το άλλο σου εγώ, το όνειρό σου, βράζει μέσα σου. Όσο και να προσπαθείς να μην το ακούσεις, όσο και αν το καταπιέζεις, εσύ ή ο κόσμος όλος γύρω σου, «η φωνή της θάλασσας» κάποτε σε ξεσηκώνει ζητώντας τα άσωτα και τα αζήτητα να πληρωθούν.
θάβω το δίλημμα στην άμμο
φωνές απ’ τις σειρήνες στο μέσα τού ορίζοντα
μνήμες που παραφυλάνε
άνεμοι που συνωμοτούν
δεν κολυμπώ δίπλα στα βράχια πια
δεν αφήνομαι όπου να ΄ναι
ακούω τη φουρτούνα σαν έρχεται
Καιρός είναι βουίζουν τα κύματα.
(«Η φωνή της θάλασσας», σ. 17| απόσπασμα)
Όταν κάποιος αφήνει λίγο ανοιχτά τα παραθύρια της ψυχής του για να ακούσει τη φουρτούνα της θάλασσας μέσα του, τότε επιμένει, παραμένει. Και ξεκινά πάλι, έστω και με το ελάχιστο, έστω και με μια σταγόνα νερού που βρίσκει, όπου βρίσκει. Έστω και με το σάλιο του το ίδιο όταν τρώει το γλυκό της ζωής, όπου το βρίσκει. Έτσι κάνεις το τέλος, ξεκίνημα.
η γλώσσα μου κρέμεται και σαλιώνει το ελάχιστο
επιμένω στη σταγόνα που αιωρείται
ηδονή
-πολυτέλεια-
κάνω το τέρμα αρχή.
(«Αντικριστά στο τραπέζι με τον χρόνο», σ. 20 |απόσπασμα)
Στην πορεία της ζωής, ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τις πολύπλοκες σχέσεις του. Δύσκολες, αμφίθυμες, στενές, και συχνά περιοριστικές, κλείνουν τους δρόμους προς τη θάλασσα. Ένα περίκλειστο ποιητικό υποκείμενο κοιτά τη θάλασσα από μακριά. Τότε είναι φορές που «Η θάλασσα ηττημένη βάζει τα κλάματα» («Υστερόγραφο του καλοκαιριού», σ. 24). Χίμαιρες, αυταπάτες, μικροί καθημερινοί θάνατοι, σπαταλημένες αγωνίες κι ευκαιρίες, σπασμένοι δίαυλοι επικοινωνίας, ψεύτικες στιγμές ηδονής. Το πρόσωπο σε απομόνωση μοναξιά πίσω από τους τοίχους και τα τείχη των κοινωνικών δικτύων. Πρόσωπα που βρίσκονται στο μεταίχμιο της πράξης, το μεταίχμιο της ενέργειας, στο ένα βήμα πριν, στο θα το κάνω, αλλά δεν το κάνουν και επιστρέφουν στο ελάχιστο της ανάσας. Πρόσωπα που επιμένουν να φοράνε μάσκες – επικοινωνούν τη μοναξιά τους με «υβριδικού τύπου επικοινωνίες». Απέλπιδες προσπάθειες για αλλαγές, ερωτικές σχέσεις της στιγμής που όμως συνειδητοποιείς δίχως ο άλλος να καταλάβει ότι είναι ο θάνατος της στιγμής, των στιγμών της ζωής σου- στον ερωτικό εναγκαλισμό μετά σαν κούκλα σωριάζεσαι κάτω, πεθαμένη χωρίς ανάσα. («Χωρίς Ανάσα», σ. 36). Στις ήττες, τις ματαιώσεις, τις πτώσεις του ο άνθρωπος, όταν επιμένει να σηκώνεται, να κρατάει το όνειρο ζωντανό, να φυλάει την πίστη του δυνατή, τότε πάντα θα ζει σε καλοκαίρι. Ακόμα και «όταν γερνά η άνοιξη/ βουρκώνει η χαρά/ βουρκωμένη εποχή» δεν ξεφεύγει από «τον ήλιο της άνοιξης που επιμένει να περνά από τις χαραμάδες» («Από κοντά», σ. 31). Για αυτόν ο ουρανός θα είναι φωτεινός. Τα όνειρα θα ζεσταίνουν τον καιρό και θα ζει σε καλοκαίρι.
κάνεις κότσο τα μαλλιά
φυτεύεις την αλμύρα μέσα
να μη στεγνώσει
κανονίζεις μεγεθυμένο καλοκαίρι
Ζωγραφίζεις στην άμμο
σχήματα ελευθερίας
Ανοίγεις τους μεντεσέδες της ψυχής
με δύο φωνήεντα χαράς
Φοράς το περιδέραιο του μπλε
στο ηλιόφως
Ζέστανε ο καιρός τα όνειρα
Άνοιξες το πουκάμισο
Τίποτε δεν μπορεί να πάει στραβά το καλοκαίρι.
(«Αλμύρα», σ. 26| απόσπασμα)
«Οκλαδόν με τον χρόνο»- ποιήματα ως μια τοπιογραφία των ανθρώπινων σχέσεων, με λόγο λιτό, καθημερινό, ελάχιστα σημεία στίξης επιλεκτικά τοποθετημένα, πρώτο ή δεύτερο πρόσωπο στην ποιητική αφήγηση. Πρώτη ποιητική συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα με μια ωστόσο, ώριμη λογοτεχνική φωνή που προσκαλεί σε ποδηλασίες, νομοτελειακές πτώσεις μα και πτήσεις προς έναν καλοκαιρινό ουρανό, προς μια θάλασσα που πάντα προσμένει εκεί ως υπόσχεση. Όσο και αν η ζωή μας φαίνεται βουρκωμένο Φθινόπωρο. Αρκεί να προσπαθείς. Και να πιστεύεις. Το φτάσιμο εκεί να είναι η υπόσχεση στον εαυτό σου. Θα βρεις το Καλοκαίρι σου.
.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ – ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 12/11/2022
Φέτος υποδεχτήκαμε με μεγάλη χαρά την πρώτη ποιητική συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα μέσω των εκδόσεων Μανδραγόρα. Εκπλήσσει ευχάριστα η ωριμότητα, η ειλικρίνεια και η ποιότητα του λόγου. Η ευαίσθητα τολμηρή ποίηση της κας Δρούγκα μας κάνει κοινωνούς έντονων συναισθημάτων. Το ερωτικό πάθος για τη ζωή είναι διάχυτο. Οι εικόνες και οι συνυποδηλώσεις ηχηρές. Η εναλλαγή του α και β ρηματικού προσώπου δεν μας επιτρέπει να αποστασιοποιηθούμε ούτε στιγμή. Η ματιά κινηματογραφική.
Η ποιητική συλλογή που τιτλοφορείται « Οκλαδόν με τον χρόνο» – ήδη ο τίτλος μας προϊδεάζει για την ποιότητα του περιεχόμενου- έχει οργανωθεί σε τέσσερις ενότητες:
«Θυμοσοφία»
«Εποχές – Φθινόπωρο, Χειμώνας, Άνοιξη, Καλοκαίρι»
«Σχέσεις»
«Να ξέρεις ότι προσπαθώ, ζωή»
Στην πρώτη ενότητα «Θυμοσοφία»,
η ποιήτρια με τόλμη και αφοπλιστική ειλικρίνεια μοιράζεται γενναιόδωρα τη γνώση που της μετέδωσε -όχι πάντα με τον εύκολο τρόπο- η ίδια η ζωή. Με ευαίσθητη ματιά αλλά και τόλμη δεν μασάει τα λόγια της, ούτε κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της. Σε ένα διαρκή διάλογο με τον εαυτό της και τον αναγνώστη/στρια προτείνει στάση ζωής. Μια χαρμολύπη είναι η ζωή και αυτό ακριβώς διαφαίνεται στην ποίηση της Κλ. Δρούγκα. Παρατηρεί, ξορκίζει δαίμονες, αλλάζει ρότα∙ οι δαίμονες βρίσκονται δίπλα μας για να μας προκαλούν και να κάνουν τη ζωή μας να αξίζει.
Με φωνή ώριμη και ασυμβίβαστη δηλώνει κάθε λάθος κίνηση /δεν έχει δικαίωμα στην άνοιξη ( «Μην κλωτσάς τη γάτα»). Δεν είναι πως έχει την απάντηση για όλα αφού η μέρα αργοσέρνει δισταγμό («Δισταγμός») είναι όμως έτοιμη για δύσκολες αποφάσεις και σε διέγραψα («Delete»). Διαβάζει τον άνθρωπο δύο ξέχωροι δείχτες/ το μέσα και το έξω («Δείκτες). Κάνει απολογισμό είκοσι χρόνια μετά/χαζεύει την ανάμνηση («Ο απολογισμός») Στον καθρέφτη/ δεν βλέπεις πια τον εαυτό σου («Η σκάλα»), μαθαίνει να διαχειρίζεται τα πάθη χαμήλωσε τη φωτιά/στο μπόι των λέξεων («Θυμός») και γίνεται πιο συνετή δεν κολυμπώ δίπλα στα βράχια πια («Η φωνή της θάλασσας»).
Η δεύτερη ενότητα «Εποχές – Φθινόπωρο, Χειμώνας, Άνοιξη, Καλοκαίρι»,
μας θυμίζει τη σχέση μας με τη φύση, μια σχέση δυναμική και αμφίδρομη. Οι στίχοι έξυπνοι, οι εικόνες κινηματογραφικές, οι μεταφορές εύστοχες. Αβίαστος και χωρίς επιτηδευμένες ασάφειες ο λόγος, μας ταξιδεύει.
H αγάπη για το καλοκαίρι -και ό,τι αυτό φέρει και συμβολίζει- δεν κρύβεται. Οι υπόλοιπες εποχές υπάρχουν για να φέρουν στη ζωή μας το καλοκαίρι ακριβώς όπως και όλα τα δυσάρεστα, ακόμη και τα τραγικά, συμβαίνουν για να ανοίξουν δρόμο στην ευτυχία μας. Βαθιά αισιόδοξο το μήνυμα: Ανοίγεις τους μεντεσέδες της ψυχής, Τίποτε δεν μπορεί να πάει στραβά το καλοκαίρι («Αλμύρα»), Οι ωραίες ιστορίες γράφονται πάντα καλοκαίρι, βαφτίζω ό,τι περνάει απ’το χέρι μου καλοκαίρι («Όσο κρατήσει»).Η ευτυχία, φυσικά, είναι στιγμές, δεν είναι κατάσταση μόνιμη και εξασφαλισμένη αλλά…: όσο κρατήσει∙(«Όσο κρατήσει»).
Πανταχού παρούσα και η άλλη μεγάλη αγάπη, αυτή που απελευθερώνει και θεραπεύει την ψυχή και ταυτόχρονα συμπάσχει μαζί της∙ η θάλασσα: και λένε τη θάλασσα απ’έξω («Η τελευταία φορά ποτέ δεν είναι τελευταία»), η θάλασσα βάζει στοίχημα με τον καιρό, Η θάλασσα ηττημένη βάζει τα κλάματα («Υστερόγραφο του καλοκαιριού»). Μεσημέρι του Δεκέμβρη/ οι λουόμενοι ξεντύνονται τις αμαρτίες τους («Οι Χειμερινοί»), λίγοι μπορούν να καταλάβουν αυτήν τη σχέση («Οι Χειμερινοί»), Υπόσχομαι πίστη στη θάλασσα ∙ για όσο κρατήσει∙(«Οσο κρατήσει»).
η τρίτη ενότητα «Σχέσεις»,
μας ωθεί να προβληματιστούμε για τις σχέσεις μας. Η σχέση με τον χρόνο απασχολεί βαθιά Κάθεσαι οκλαδόν με τον χρόνο («Το παραπάνω») και βέβαια η σχέση με τον ευαυτό μας Το βλέμμα σου μυρίζει άσχημα («Το παραπάνω») Πηγάδι από ψέματα η μνήμη («Μνήμη») Πώς να ξεφύγεις όμως από τον ήλιο της άνοιξης («Από κοντά»).
Αυτή όμως που πρωταγωνιστεί είναι η σχέση με τους συνανθρώπους μας, τους περισσότερο ή λιγότερο δικούς μας, Να έχεις στο μυαλό σου πως υπάρχουν πηγάδια απύθμενα∙/ με αυτήν την αλήθεια/ να ξεκλειδώνεις τους ανθρώπους («Το παραπάνω»), ν’ απελπιζόμαστε αν επιμένεις να φοράς τη μάσκα («Μάσκα»). Οι σχέσεις είναι δύσκολες και οι προσπάθειες για τη διατήρησή τους αγωνιώδεις και επώδυνες∙ δεν τα καταφέρνουμε πάντα θα προεκτείνουμε καποιες αλήθειες, δεν θα τρίψουμε με γυαλόχαρτο ο ένας το πρόσωπο του άλλου, ο ειρμός της σκέψης σου/κάνει τους αρμούς να τρίζουν («Αλλαγές στον χώρο»). Τολμά να αγγίξει ακόμη και σχέσεις καταστροφικές με τραγική κατάληξη όπως αυτή του άνανδρου άντρα που επιβάλλεται στην αδύναμη γυναίκα Πρόστυχη νίκη μια πεθαμένη να κρατάς («Χωρίς Ανάσα»)
Ο τίτλος της τέταρτης ενότητας «Να ξέρεις ότι προσπαθώ, ζωή»,
μιλάει ο ίδιος. Η ύπαρξη μας δεν είναι τυχαία και δεν πρέπει να την αντιμετωπίζουμε σαν τέτοια. Το πέρασμά μας από τη ζωή πρέπει να σφραγιστεί από προσπάθεια για να έχει αξία αυτό το ταξίδι. Τη δύναμη για αυτή την προσπάθεια την αντλούμε από την αστείρευτη αγάπη για αυτήν η ζωή ναλυσσομανά μέσα μου, Ε,είναι μεγάλο κίνητρο ο έρωτας για τη ζωή («Γενέθλια»). Τίποτε δεν περισσεύει για να σπαταληθεί να αντιστέκομαι σε σπατάλες χωρίς νόημα(«Γενέθλια»). Η ισορροπία είναι το ζητούμενο Η ισορροπία είναι άθροισμα βημάτων, Η ισορροπία είναι θέμα χρόνου («Η ποδηλάτισσα») και η κίνηση νομοτέλεια είναι άλλωστε νομοτέλεια η κίνηση («Νομοτέλεια»). Η ελπίδα και το φως όμως βρίσκονται πάντα εκεί για όσους θέλουν να τα βρουν παίρνω το σχήμα ενός πουλιού/κι ελπίζω σε μια θάλασσα («Θάλασσα»), η επόμενη ανατολή θα φέρει πάλι φως («Νομοτέλεια»).
Συγχαρητήρια στις εκδόσεις Μανδραγόρα διότι πρόκειται για μια από τις πιο αξιόλογες, καλαίσθητες και σοβαρές δουλειές που έχουμε διαβάσει τελευταία.
Ευχαριστούμε την κα Δρούγκα για τη βαθιά ανθρωποκεντρική ποίησή της που μας αποκαλύπτει τη ζωή όπως είναι∙ αγωνιώδη, κοπιώδη, επώδυνη αλλά στο τέλος φωτεινή. Τι άλλο αξίζει περισσότερο από το φως!
Το μόνο πρόβλημα: προκαλεί προσδοκίες υψηλές για τις επόμενες εκδόσεις.
.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ 15/1/2023
Η ισορροπία είναι άθροισμα βημάτων
Κάθε λάθος κίνηση
δεν έχει δικαίωμα στην άνοιξη
παίρνω το σχήμα ενός πουλιού
κι ελπίζω σε μια θάλασσα.
Διαλέγω τέσσερις στίχους από τα δυο τελευταία ποιήματα της πρώτης ποιητικής συλλογής της Κλεονίκης Δρούγκα για να επιβεβαιώσω τη λιτή σαφήνεια αλλά και την καθαρότητα της γραφής: σαφώς ταξινομημένης, δίχως πλατειασμούς και λυρικές εξάρσεις, δίχως περιττά σχήματα, με τις λέξεις να ανακτούν το γνώριμο βάρος τους μέσα σ’ έναν μεστό ώριμο ποιητικό λόγο: μην επιτρέψεις στη θάλασσα να περάσει χωρίς νόημα/ μάθε να αναπνέεις στον βυθό/ είναι μια δεξιότητα/ στρέψε το βλέμμα σου/ δες τη χελώνα πώς σέρνει το δισάκι της/ αν έχει ο αέρας κάτι να πει/ ας μιλήσει τελευταίος («Θυμός»).
Η συλλογή οκλαδόν με τον χρόνο είναι χωρισμένη σε τέσσερις ενότητες. Πρώτη η «Θυμοσοφία» [η ιδιότητα του θυμόσοφου, αυτού που αντιμετωπίζει τα καθημερινά ζητήματα της ζωής με ψυχική ηρεμία και φιλοσοφική διάθεση]. Άξων δηλαδή κεντρικός η ζωή, όπως και στην τελευταία ενότητα που κλείνει το βιβλίο υπό τον τίτλο: «Να ξέρεις ότι προσπαθώ, ζωή». Στην ομάδα αυτή να εντάξουμε και την τρίτη ενότητα του βιβλίου: τις [ανθρώπινες] «Σχέσεις». Δηλαδή αρχή και τέλος στο υλικό που πραγματεύεται η Δρούγκα υπάρχει ως κεντρική αναφορά «η ζωή» και φυσικά η βασική παράμετρός της, ο άνθρωπος. Η ουσία της ποίησης. Απ’ την οποία εμφανώς παραλείπεται η άλλη συνιστώσα αυτή του θανάτου. Σημάδι ότι η συλλογή γράφεται «Με ύστατο εφόδιο τη νιότη» και τις ξεχορταριασμένες, άρα αισιόδοξες σκέψεις. Ακόμη και οι Εποχές, στη σχετική ενότητα ξεκινούν από το Φθινόπωρο για να καταλήξουν στο Καλοκαίρι.
Η μνήμη μάς ανήκει γράφει στον «Απολογισμό» η Κλ.Δρ. διατηρώντας σε όλο το βιβλίο το γνώριμο εύστοχο ύφος της, μια ενεργητική διάθλαση ρημάτων, τον ολοζώντανο λόγο της, στίχους που είτε θα χρειαστεί χρόνος ν’ αναλυθούν είτε θα επιλέξουμε απλώς να τους παραθέσουμε προκειμένου να μοιραστούμε την έκπληξη και την απόλαυση από κοινού. Κι αυτό είναι ποίηση: κάθε λάθος κίνηση/ δεν έχει δικαίωμα στην άνοιξη… Μετρά η βάρκα τα καλοκαίρια στα κύματα/ μετρώ τη ζωή με ένα λευκό καφτάνι… Μια έκρηξη μέσα της απανθρακωμένη… Πολιορκημένος ισότιμα από το μπλε του ουρανού… Η θάλασσα ηττημένη βάζει τα κλάματα… Μεσημέρι του Δεκέμβρη/ οι λουόμενοι ξεντύνονται τις αμαρτίες τους («Οι Χειμερινοί»). Δίχως να έχω επαρκές δείγμα ξέρω ότι η Κλεονίκη ασχολείται και με τον πεζό λόγο. Διαβάζοντας και την επόμενη νέα της συλλογή που θα κυκλοφορήσει τον Γενάρη του ’23 θα έλεγα πως ο λόγος της είναι κατεξοχήν ποιητικός: πύκνωση, δωρικότητα, ακρίβεια, ουσία, ευφυΐα, αισιόδοξη οπτική, εν ολίγοις σωθήκαμε από τους χιλιάδες κλαυθμούς και οδυρμούς, συστατικά για ορισμένους της ποίησης.
Η ποίηση θέλει μαεστρία. από την οξύνοια του λόγου και την εύστοχη αναδιάταξη των απλών λέξεων/ έξεων (βλ. η συνήθεια, η έξη, εκείνο που αποκτάται από τη συνεχή εξάσκηση, τη διαρκή άσκηση) προκύπτει η συγκίνηση και η ευχάριστη έκπληξη. Δυο δείγματα: το ένα αφορά το ξαφνικό πέρασμα από το γήρας στην ευχαρίστηση μέσω μιας παρήχησης του «γ» και του «σ»:
έχω δει ανθρώπους να γερνάνε αμετακίνητοι
το γλυκό το τρώω αργά
η γλώσσα μου κρέμεται και σαλιώνει το ελάχιστο
επιμένω στη σταγόνα που αιωρείται
ηδονή
–πολυτέλεια–
κάνω το τέρμα αρχή.
Συγκρατήστε την ακριβή περιγραφή και το σταδιακό πέρασμα εικόνων/συναισθημάτων/καταστάσεων. Από το ίδιο ποίημα «Αντικριστά στο τραπέζι με τον χρόνο» οι αμέσως προηγούμενοι στίχοι από αυτούς που μόλις ανέφερα περιγράφουν μια αυτονόητη κατάσταση στη διάρκεια του καθημερινού ύπνου μας: μια τόσο καίρια περιγραφή απλή και ταυτοχρόνως συμβολική:
αλλάζω θέση
η νύχτα απαιτεί χορό
στροφές από τη μία
στροφές από την άλλη
έχω δει ανθρώπους να γερνάνε αμετακίνητοι. Αμετακίνητοι στη δουλειά, στη σχέση, στην ψήφο, στην πληκτική καθημερινότητά μας. Ενώ όλοι ξέρουμε πως στη ζωή δυο πράγματα μένουν αναπόφευκτα αμετακίνητα: η ομάδα ποδοσφαίρου και η ομάδα αίματος. Όλα τ’ άλλα οφείλουν να αλλάζουν.
.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
Περιοδικό Μανδραγόρας 24/5/2022
Οκλαδόν με τον χρόνο είναι ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής της Κλεονίκης Δρούγκα. Το εξώφυλλο κοσμεί το έργο του Paul Gauguin, «Arearea» (1892). Εμπνευσμένος από τη ζωή του ζωγράφου στην Ταϊτή, ο πίνακας έχει ως κεντρικό θέμα δύο νέες γυναίκες να κάθονται σε στάση οκλαδόν. Η πρώτη μας κοιτάζει κατάματα αν και κάπως εξεταστικά −υπό γωνίαν−, ενώ η δεύτερη, πίσω δεξιά της, είναι απορροφημένη παίζοντας ένα είδος φλογέρας. Στο πρώτο επίπεδο του πίνακα υπάρχει ένας σκύλος που, μάλλον αμέριμνος, έχει εισέλθει από τα αριστερά, ενώ στο βάθος τρεις γυναικείες μορφές μοιάζουν να μετέχουν σε κάποιο είδος λατρευτικής τελετής μπροστά σε ένα τοτέμ.
Αν και είναι η πρώτη συλλογή της Δρούγκα, θεωρώ ότι η γραφή της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ώριμη καθώς τα ποιήματά της φαίνεται ότι έχουν μεθοδικά σμιλευτεί: Οι εικόνες τους είναι γρήγορες, δοσμένες με οικονομία και με έναν ρυθμό καταιγιστικό ο οποίος, κατά μία έννοια, αντικατοπτρίζει τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου καθώς και τις ανησυχίες του σε μια εποχή που μόνο πηγή ανασφαλειών και διχαστική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί: «μέσα της στάζει όνειρα/ έξω της φορά φίλτρα/ ζυγίζει βλέμματα/ τρίβει λυχνάρια/ δύο ξέχωροι δείχτες/ το μέσα και το έξω» («Δείκτες», σ. 15).
Εύστοχη και η κατανομή των 25 ποιημάτων της συλλογής στις τέσσερις ενότητές της («Θυμοσοφία», «Εποχές», «Σχέσεις», «Να ξέρεις ότι προσπαθώ ζωή»), συνδηλωτικές αφενός της ανάγκης του σύγχρονου ανθρώπου να αντιπαλέψει τις νέες προκλήσεις που το δυστοπικό κλίμα της εποχής εκτοξεύει και αφετέρου να κατανοήσει τον ρόλο του και να αφήσει το αποτύπωμά του, μια ανάγκη παγιωμένη από τις πρώτες γραμμές της ιστορίας του. Ενδεχομένως δε, θα μπορούσε κάποιος αναγνώστης εύλογα να εικάσει ότι οι τίτλοι των ενοτήτων, αποτελούν τις θεματικές των ποιημάτων που ήδη η επόμενη συλλογή της Δρούγκα κυοφορεί (ή οι επόμενες, θα ευχηθούμε).
Κάποια από τα ποιήματα της ενότητας «Θυμοσοφία» («Μην κλωτσάς τη γάτα», «Δισταγμός», «Delete»), θα μπορούσαν να ανήκουν στην ενότητα «Σχέσεις» και το αντίστροφο («Μνήμη», «Το παραπάνω»). Μήπως όμως οι σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας δεν είναι ένας από τους παράγοντες που συμβάλουν στη θυμοσοφία μας; Είναι, επιπλέον, έντονος ο προβληματισμός της Δρούγκα σχετικά με το πόσο η τεχνολογία και γενικά οι νέες τάσεις της ζωής, έχουν επηρεάσει τις σχέσεις των ανθρώπων («Delete», «Από κοντά», «Μάσκα»).
Οι εικόνες των ποιημάτων και ειδικότερα η τοπιογραφία τους αποδίδονται λιτά, με λίγες λέξεις. Είναι σαν ένας ζωγράφος να αφήνει τα χρώματα ενός τοπίου σε κάποιον πίνακά του με κινήσεις γρήγορες μα σίγουρες, αλλά κατά έναν τρόπο μαγικό, οι λεπτομέρειες εμφανίζονται αμέσως μόλις ο καμβάς απορροφήσει το κάθε χρώμα: «μισός ουρανός μπλε, μισός γκρίζος/ δείχνει βροχή/ φτάνοντας στο μονοπάτι» («Η τελευταία φορά ποτέ δεν είναι τελευταία», σ. 23).
Αν ως Αλήθεια μπορεί να νοηθεί η απουσία λήθης, τότε μπορούμε να περιηγηθούμε με πολλούς τρόπους, σε ένα από τα αρτιότερα ποιήματα της συλλογής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μνήμη»: «Πηγάδι από ψέματα η μνήμη/ σκύβεις να δεις τα αθέατα/ αγριόχορτα οι σκέψεις/ μέσα σου/ λείπει ένα μεσημέρι που σ’ εξαγόρασε/ ένα δειλινό που σ’ εγκατέλειψε/ ένα βράδυ που σε αρνήθηκε/ είναι κοντή η μνήμη […] μια πεθαμένη συντηρείς/ κάνεις πως αποσχίζεσαι/ σε θανατώνει.» (σ. 32).
Όταν το Ψέμα πρότεινε στην Αλήθεια να κολυμπήσουν μαζί σε ένα πηγάδι, εκείνη, αν και καχύποπτη, δεν φαντάστηκε ότι θα την ξεγελάσει βγαίνοντας και κλέβοντας τα ρούχα της. Τότε η Αλήθεια θυμωμένη βγήκε γυμνή απ’ το πηγάδι αναζητώντας το Ψέμα ώστε να πάρει πίσω τα ρούχα της. Ο κόσμος που την έβλεπε γυμνή, έστρεφε αλλού το βλέμμα του είτε από ντροπή είτε από θυμό. Έτσι, η Αλήθεια ντροπιασμένη, επέστρεψε στο πηγάδι και κρύφτηκε εκεί για πάντα, ενώ το Ψέμα έκτοτε γυρίζει ανενόχλητο και ντυμένο ως Αλήθεια, ικανοποιώντας τις ανάγκες και τη βολή του κόσμου που με κανένα τρόπο δεν θέλει να δει την Αλήθεια γυμνή. Το θέμα αυτό απέδωσε εύστοχα στον καμβά ο Γάλλος ζωγράφος Jean-Léon Gérôme (1896). (Ο Gérôme έφτιαξε τουλάχιστον τέσσερις πίνακες που προσωποποιούσαν την Αλήθεια ως γυμνή γυναίκα, είτε στο βάθος ενός πηγαδιού είτε τη στιγμή που βγαίνει από ένα πηγάδι. Έχει μάλιστα ειπωθεί ότι εμπνεύστηκε το θέμα του από έναν αφορισμό του φιλοσόφου Δημόκριτου: «Δεν γνωρίζουμε τίποτα στην πραγματικότητα, επειδή η αλήθεια βρίσκεται στον βυθό»).
Αναρωτώμενος κάποιος αναγνώστης για το αν το ποίημα μπορεί να ισχύσει και για τη συνολική μνήμη −ενός λαού ή μίας ομάδας ανθρώπων−, ενδεχομένως να έρθει αντιμέτωπος με δυσάρεστα συναισθήματα.
Μάλιστα, το μότο του επόμενου ποιήματος −από τον πρώτο στίχο του οποίου αντλεί και τον τίτλο της η συλλογή− μοιάζει να συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο: «Να έχεις στο μυαλό σου πως υπάρχουν πηγάδια απύθμενα·/ με αυτήν την αλήθεια/ να ξεκλειδώνεις τους ανθρώπους.» («Το παραπάνω» σ. 32).
Στα θετικά της συλλογής θα πρέπει να προσμετρηθεί και η διάθεση της Δρούγκα να σκηνοθετήσει τα ποιήματά της, ιδιαίτερα καθώς χρησιμοποιεί την αναδρομή (flashback). Έτσι, στο ποίημα «Ο απολογισμός» (σ. 19), μια βιτρίνα σε κάποια στάση λεωφορείων, γίνεται αφορμή για έναν απρόσμενο απολογισμό και για μία από τις καλύτερες καταληκτικές στροφές της συλλογής: «Στάση παλιά Σαλαμίνα/ στην ίδια βιτρίνα μπροστά/ μετρά τη ζωή της χωρίς να βγάλει λέξη/ η μνήμη τής ανήκει/ στο μεταξύ γάμος δουλειά/ καυγάδες αγκαλιές θλίψη χαρά/ μια έκρηξη μέσα της την αφήνει απανθρακωμένη». Κατά τον ίδιο τρόπο εντυπωσιάζει η σκηνοθεσία του ποιήματος «Γενέθλια» (σ. 39), στο πρώτο μέρος του οποίου, το ποιητικό υποκείμενο, διατρέχοντας ταχύτατα τις δεκαετίες, φτάνει στο παρόν όπου από τη μία καταγράφονται οι σκέψεις του ενώ ταυτόχρονα, σε δεύτερο πλάνο, η παρέα των καλεσμένων τραγουδά εν χορώ το ευχετήριο τραγούδι, λίγο πριν σβήσει τα κεράκια της τούρτας γενεθλίων· και όλα αυτά συμβαίνουν σε μισό περίπου λεπτό της ώρας.
Φτάνοντας στους τελευταίους στίχους της συλλογής, προσπάθησα να διακρίνω αν το μήνυμα που θέλει να μας αφήσει, είναι αισιόδοξο ή όχι: «μάταια βασανίζεσαι να ξεχωρίσεις τη ζημιά απ’ το κέρδος/ η επόμενη ανατολή θα φέρει πάλι φως» («Νομοτέλεια», σ. 42). Μάλλον ναι, είναι η απάντηση. Η Δρούγκα γνωρίζει ότι η ωριμότητα είναι δώρο που ούτε δεδομένο είναι, ούτε χαρίζεται, αλλά κατακτάται με αντάλλαγμα τη σκληρή προσπάθεια και τον χρόνο που αδειάζει στην κλεψύδρα μας. Άλλωστε ο τίτλος της τελευταίας ενότητας είναι «Να ξέρεις ότι προσπαθώ, ζωή».
.
ΕΛΕΝΗ ΛΟΠΠΑ
ΠΕΡΙ ΟΥ 11/6/2022
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα, στην –όπως πάντα- εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση του Μανδραγόρα, που το εξώφυλλό της κοσμείται με ένα χαρακτηριστικό έργο του Γκογκέν, αποτελείται από τέσσερις θεματικές ενότητες, με άνισο αριθμό ποιημάτων η καθεμία (δέκα, πέντε, έξι, τέσσερα). Συνολικά, λοιπόν, τα ποιήματα της συλλογής είναι 25.
Ο εύγλωττος τίτλος της συλλογής μάς παραπέμπει σε ένα παρατεταμένο λογάριασμα του ποιητικού υποκειμένου με τον χρόνο, ίσως γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο το επίρρημα «οκλαδόν», όπως οκλαδόν κάθονται και οι γυναίκες στον πίνακα του Γκογκέν στην εξωτική Ταϊτή, όπου ο χρόνος δεν πιέζει, αλλά κυλάει ήρεμα.
Σε όλες τις ενότητες της ποιητικής συλλογής παρατηρούμε μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων. Ξεχωρίζουν όμως τα θέματα που σχετίζονται με τον χρόνο, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη θάλασσα, το καλοκαίρι, τη ζωή. Άλλωστε, και οι τίτλοι των τεσσάρων ενοτήτων είναι χαρακτηριστικοί: Θυμοσοφία, Εποχές: Φθινόπωρο, Χειμώνας, Άνοιξη, Καλοκαίρι, Σχέσεις, Να ξέρεις ότι προσπαθώ, ζωή.
Τα δέκα ποιήματα της πρώτης ενότητας Θυμοσοφία (σελ. 11-20) έχουν ποικίλο περιεχόμενο και αφορούν: ασύμπτωτα αισθήματα (Μην κλωτσάς τη γάτα, σελ. 11), θυμό (Θυμός, σελ. 12), διλημματικές καταστάσεις (Δισταγμός, σελ. 13), απογοητεύσεις (Delete, σελ. 14), χαρακτήρες (Δείκτες, σελ. 15), μια ταινία (Τα μέρη μιας ταινίας, σελ. 16),τη σχέση με τη θάλασσα (Η φωνή της θάλασσας, σελ. 17), ανέλιξη (Η σκάλα, σελ.18), απολογισμό (Ο απολογισμός, σελ.19), συζήτηση με τον χρόνο (Αντικριστά στο τραπέζι με τον χρόνο, σελ. 20).
Στα ποιήματα αυτά παρατηρούμε, όπως και σε όλη τη συλλογή, μικρές, κοφτές προτάσεις, εναλλαγές ρηματικών προσώπων, αλλά κυρίως τη χρήση α’ και β’ ή γ’ ενικού, σπανιότερα α’ και γ’ πληθυντικού, μια πληθώρα ρημάτων, σχεδόν καταιγιστική (π.χ. Delete, σελ.14, Αντικριστά στο τραπέζι με τον χρόνο, σελ. 20), προστακτικές προτρεπτικές (π.χ. Θυμός «Μην αγνοείς τον θυμό σου», σελ. 12) αλλαγές χρόνων (όλη νύχτα/τώρα, το πριν και το μετά, άλλοτε/τώρα, σελ.13, 17, 19), χρήση ομόηχων λέξεων (π.χ. «οι τοίχοι, τα τείχη», «λίπη, λύπη», σελ. 14), περιγραφές προσώπων με αντιθέσεις (το μέσα και το έξω, σελ. 15), μεταφορές (π.χ. «Κάνεις χωριό με τη χίμαιρα», «Καταπίνω τη συνήθεια σε μικρά κομματάκια», σελ. 18, 20), προσωποποιήσεις (π.χ. «στο μπόι των λέξεων», «η μέρα αργοσέρνει δισταγμό», «Μετρά η βάρκα τα καλοκαίρια στα κύματα», σελ.12, 13, 17).
Η γυναίκα είναι το κεντρικό πρόσωπο των ποιημάτων της συλλογής: διστακτική ή αποφασιστική, απογοητευμένη ή συμβουλευτική, προκλητική ή επιφυλακτική, «απανθρακωμένη», αλλά και με επιμονή στις διεκδικήσεις της: ({…}Στάση παλιά Σαλαμίνα/στην ίδια βιτρίνα μπροστά/μετρά τη ζωή της χωρίς να βγάζει λέξη/η μνήμη της ανήκει/στο μεταξύ γάμος δουλειά/καυγάδες αγκαλιές θλίψη χαρά/μια έκρηξη μέσα της, την αφήνει απανθρακωμένη»/, (Ο απολογισμός, σελ. 19), αλλά και «{…}επιμένω στη σταγόνα που αιωρείται/ηδονή/-πολυτέλεια-/κάνω το τέρμα αρχή»./, (Αντικριστά στο τραπέζι με τον χρόνο, σελ. 20).
Από την ενότητα αυτή επιλέγω δύο χαρακτηριστικά ποιήματα. Το πρώτο, Δισταγμός (σελ. 13), είναι γραμμένο σε α’ ενικό πρόσωπο και φανερώνει τη διλημματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ποιητικό υποκείμενο: «Θέλω να μιλήσουμε/έχω ετοιμαστεί/όμως φοβάμαι/πριν σου τηλεφωνήσω/φυλλομετρώ ξανά τις σημειώσεις/τις έγραφα/όλη νύχτα/συνδυάζοντας τις συλλαβές/τώρα που ο ήλιος επιμένει να βγει/η επιθυμία να κάνω ένα βήμα/υποχωρεί μέσα μου/έχει περάσει και η ώρα/η μέρα αργοσέρνει δισταγμό/δεν είμαι σίγουρη/να σου μιλήσω αν θέλω τελικά/». Το δεύτερο ποίημα, Delete (σελ. 14), με εναλλαγές α’ και β’ ενικού προσώπου, φανερώνει την απογοήτευση του ποιητικού υποκειμένου από τον εικονικό συνομιλητή της στο facebook, το ύφος είναι κοφτό, είναι χαρακτηριστικές οι άνω κάτω τελείες μετά τα ρήματα, στην αρχή και το τέλος του ποιήματος. Το ποίημα είναι διαρθρωμένο σε τρεις ενότητες και υπάρχει πληθώρα πρωτοπρόσωπων ρημάτων: «Κοινοποίησες: άσμιχτοι οι άνθρωποι σήμερα/ως πρόσφατα θα έγραφα κάτι/βαθύ και φιλοσοφικό//Κοιτάζοντας τον «τοίχο» σου/το τοπίο σου/το πρόσωπό σου/βρέθηκε στη λαβή του σπαθιού το χέρι μου/στριφογύρισα τη γλώσσα μου/αναστέναξα/απομάκρυνα το βλέμμα/μη λιγοστέψω τα αισθήματα/γυρνώντας πίσω/καλώς δεν σχολίασα/οι «τοίχοι» -και τα τείχη- πέφτουν/αθόρυβα μες στη νύχτα/μετάνιωσα όμως/που τόσο σπάταλα/έτρεφα το εγώ σου/πότιζα τις επιθυμίες σου/κι άφηνα πεινασμένες τις δικές μου/στην άκρη της ζωής//Αποφάσισα: θα γίνουμε άγνωστοι μεταξύ μας/και σε διέγραψα./».
Η δεύτερη ενότητα, Εποχές (σελ. 23-27), που αποτελείται από πέντε ποιήματα, αναφέρεται στις εποχές, αλλά κυρίως στο καλοκαίρι. Είναι διάστικτη από μεταφορές: (π.χ. «σκοντάφτει στην παιδική του ηλικία/ανοίγει ένα θυρόφυλλο στη μνήμη/», «Πολιορκημένος ισότιμα από το μπλε του ουρανού» (σελ. 24), «οι λουόμενοι ξεντύνονται τις αμαρτίες τους», «αλέθουν στα κύματα τα πάθη» (σελ. 25), «Στην αρχή θρηνείς την άνοιξη που αγάπησες», «Ανοίγεις τους μεντεσέδες της ψυχής», «Φοράς το περιδέραιο του μπλε», (σελ. 26), «Ξεπλένω τον χειμώνα/στα νερά του Αιγαίου», «κι αποδίδω στο όνειρο τα εύσημα», «απλώνω με μανταλάκια μια ιστορία», (σελ. 27). Προσωποποιήσεις (π.χ. «η θάλασσα βάζει στοίχημα με τον καιρό», «η θάλασσα ηττημένη βάζει τα κλάματα», (σελ. 24), «ταϊζουν δυο αδέσποτα στην αφή του ανάπηρου ήλιου», (σελ.25), «ζέστανε ο καιρός τα όνειρα», (σελ.26), «Ακούω τα κύματα που σκάνε θυμωμένα στον βράχο/αναζητώντας ένα πλανόδιο φεγγάρι/», (σελ. 27). Στο ποίημα Οι Χειμερινοί (σελ. 25), στον τρίτο στίχο από την αρχή, «-χωρίς αιδώ-» και στον τρίτο στίχο από το τέλος, «-χωρίς εδώ-», έχουμε ένα παιχνίδι λέξεων.
Από την ενότητα αυτή επιλέγω το ποίημα Αλμύρα (σελ. 26), που είναι ένας ύμνος για το καλοκαίρι: «Στην αρχή θρηνείς την άνοιξη που αγάπησες//ύστερα σου επιστρέφεται η χαρά/χάδια στα στάρια που σηκώνουν κεφάλι/θάρρος στη σκιά/τραγούδι στα κύματα/κάνεις κότσο τα μαλλιά/φυτεύεις την αλμύρα μέσα/να μη στεγνώσει/κανονίζεις μεγεθυμένο καλοκαίρι/Ζωγραφίζεις στην άμμο/σχήματα ελευθερίας/Ανοίγεις τους μεντεσέδες της ψυχής/με δυο φωνήεντα χαράς/Φοράς το περιδέραιο του μπλε/στο ηλιόφως/Ζέστανε ο καιρός τα όνειρα/Άνοιξες το πουκάμισο//Τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά το καλοκαίρι.»
Η τρίτη ενότητα, Σχέσεις (σελ. 31-36), αποτελείται από έξι ποιήματα, όλα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, που αναφέρονται στις διαπροσωπικές και κυρίως στις τραυματικές ερωτικές σχέσεις και εκφράζονται σε α’, β’ και γ’ ενικό πρόσωπο, αλλά και σπανιότερα σε α’ πληθυντικό. Είναι διάστικτα και τα ποιήματα αυτά από μεταφορές, προσωποποιήσεις και καταιγισμούς ρημάτων. Στο πρώτο ποίημα της ενότητας («Από κοντά, σελ. 31), ξετυλίγεται η μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, που όμως τελικά υποκύπτει στην άνοιξη, «με ύστατο εφόδιο τη νιότη» που «ξεχορταριάζει τις σκέψεις» και «παίρνει το ρίσκο στις αλληλογραφίες του έρωτα». Το ποίημα αρθρώνεται σε δύο στροφές, με έντονες προσωποποιήσεις, όπου η πρώτη στροφή αποτελεί τη θέση/κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, ενώ η δεύτερη την άρση/αντίθεση, που εισάγεται με μια ερώτηση: «Περνά όλο το απόγευμα υπακούοντας/σε εφαρμογές και άλλα τέτοια εικονικά/Κρυώνουν τα όνειρα χωρίς επαφή/θαμπώνει το βλέμμα μπροστά στην οθόνη/το σώμα παίρνει άλλο σχήμα/γερνά η άνοιξη/βουρκώνει η χαρά/βουρκωμένη εποχή//Πώς να ξεφύγεις, όμως, από τον ήλιο της άνοιξης/που επιμένει να περνά από τις χαραμάδες/{…}», («Από κοντά, σελ. 31). Στα άλλα ποιήματα της ενότητας το ποιητικό υποκείμενο, με μια καταιγίδα ρημάτων, σε β’ και γ’ πρόσωπο, εγκαταλείπεται στη δίνη της μνήμης (Μνήμη, σελ. 32), προσπαθεί ν’ αγγίξει την ψυχή του, καθισμένο «οκλαδόν με τον χρόνο», (Το παραπάνω, σελ. 33), αηδιάζει από την υποκρισία, τη μάσκα των άλλων, (Μάσκα, σελ. 34), πάσχει από τη θλιβερή ρουτίνα και τα ψέματα της συζυγικής ζωής, που δεν σώζεται με όσες αλλαγές κι αν γίνουν στον χώρο, (Αλλαγές στον χώρο, σελ. 35): «{…}θα παρακολουθήσουμε το βράδυ δελτία καιρού/κι εκεί που όλα τα σκεφτήκαμε/παίρνεις μάταιη εκδίκηση από την πόρτα/ψιθυρίζεις πως το σπίτι είναι παλιό/μυρίζει ρουτίνα/ο ειρμός της σκέψης σου/κάνει τους αρμούς να τρίζουν/καρφώνω το βλέμμα πάνω σου/πίσσα σκοτάδι έξω», πεθαίνει από τον στανικό, επιβεβλημένο έρωτα που γίνεται θηλιά στον λαιμό (Χωρίς ανάσα, σελ. 36). Επιλέγω δύο από αυτά: Στο πρώτο, Μνήμη (σελ. 32) δίνεται στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος (με δεκαέξι στίχους) και με μια τολμηρή προσωποποίηση, ένα εξαντλητικό πορτρέτο της μνήμης και της δράσης της, με έντεκα συνεχόμενα ρήματα, ενώ στους τελευταίους πέντε στίχους παρουσιάζεται με ενεργητικά και παθητικά ρήματα το αποτέλεσμα της μνήμης στο ποιητικό υποκείμενο: «Πηγάδι από ψέματα η μνήμη/σκύβεις να δεις τα αθέατα/αγριόχορτα οι σκέψεις/μέσα σου/λείπει ένα μεσημέρι που σ’ εξαγόρασε/ένα δειλινό που σ’ εγκατέλειψε/ένα βράδυ που σε αρνήθηκε/είναι κοντή η μνήμη/σε βάζει σε κίνδυνο/φλερτάρει με την προδοσία/αφήνει τα ίχνη της σαν φίδι στην πέτρα/τρέφεται με ό, τι της δίνεις/ερωτεύεται την ασάφεια/αψηφά την αλήθεια/ανασταίνει φθερμένες σχέσεις/πετά ψίχουλα νοσταλγίας/σπαταλιέσαι/αυταπατάσαι/μια πεθαμένη συντηρείς/κάνεις πως αποσχίζεσαι/σε θανατώνει/».
Το δεύτερο ποίημα είναι το σπαρακτικό Χωρίς ανάσα (σε. 36), όπου με εναλλαγές της αντωνυμίας, εκείνος/εκείνη, το ποιητικό υποκείμενο/γυναίκα, που «μύριζε ευτυχία και υποταγή», λιώνει τελικά κάτω από την «αίσθηση ηγεμονίας» του άντρα. Όπως όμως ακούγεται στον καταληκτικό στίχο, «Πρόστυχη νίκη μια πεθαμένη να κρατάς»: «Και χωρίς να το καταλάβει/γύρω από μια συστάδα σκλήθρες στο γερασμένο φως του ήλιου/την έσφιξε πάνω του δυνατά/ποθούσε τη γεύση της/Την ψαχούλεψε ιδρωμένα/εκείνη αφέθηκε στα χέρια του με ένα τρεμούλιασμα/πρόθυμη να λιγοστεύει στη γαμήλια γιορτή/Μύριζε ευτυχία και υποταγή/σιγοτραγουδούσε/Εκείνος φίλησε τον λαιμό της με αίσθηση ηγεμονίας/εκείνη θέλησε να του δείξει/ότι πασχίζει ν’ αναπνεύσει κι άρχισε να βγάζει βογγητά/Έκανε μια προσπάθεια να ξεφύγει/εκείνος πάλι δεν κατάλαβε/την έσφιξε ακόμα πιο δυνατά/με αγάπη σβέλτη που δεν αφήνει περιθώρια ήττας/και τότε εκείνη σταμάτησε να αντιδρά/ένιωσε –για λίγο- να αιωρείται και να λικνίζεται/μετά σωριάστηκε σαν κούκλα κάτω/Πρόστυχη νίκη μια πεθαμένη να κρατάς».
Η τελευταία ενότητα, Να ξέρεις ότι προσπαθώ, ζωή (σελ.39-42), αποτελείται από τέσσερα ποιήματα που ανταποκρίνονται απόλυτα στο νόημα του τίτλου. Το ποιητικό υποκείμενο περνάει μέσα από διάφορες κρίσεις: ηλικίας (Γενέθλια, σελ. 39), ισορροπίας (Η ποδηλάτισσα, σελ.40), της κόντρας στις ριπές του ανέμου (Θάλασσα, σελ. 41), της μάταιης προσπάθειας να ξεχωρίσεις τη ζημιά απ’ το κέρδος (Νομοτέλεια, σελ.42) και τελικά, μέσα από την προσπάθεια, κερδίζει τη ζωή.
Και στα τέσσερα ποιήματα κυριαρχούν τα ρήματα, οι μεταφορές και οι προσωποποιήσεις. Στο πρώτο ποίημα, Γενέθλια, είναι ενδιαφέρων ο εσωτερικός μονόλογος της ηρωίδας, που γιορτάζει τα γενέθλιά της και κάνει τον απολογισμό της ζωής της, σε συνδυασμό με το γνωστό τραγούδι των γενεθλίων που ακούγεται εξωτερικά. Τελικά όμως κερδίζει ο έρωτας για τη ζωή, καθώς σκέφτεται: «{…}Αν υποχωρήσω τούτη τη στιγμή, η πτώση δεν θα ’χει σταματημό/Ε, είναι μεγάλο κίνητρο ο έρωτας για τη ζωή/φυσώ τα κεράκια». Στο δεύτερο ποίημα, Η ποδηλάτισσα, έχουμε μια πληθώρα δεκαπέντε ρημάτων σε γ’ ενικό πρόσωπο που φανερώνουν τη δίψα της ποδηλάτισσας για τη ζωή: ρουφά τη ζωή, ξεγελά τις σκέψεις, ξεσκονίζει τις εμμονές, κάνει τις μνήμες λιγότερο αιχμηρές, έρχεται πιο κοντά στην παραλία, με κίνδυνο να χάσει τον έλεγχο, να πέσει. «{…}Κι αν αφεθεί να πέσει/σε δρόμο με χαλίκια;/Θα μάθει/Η ισορροπία είναι άθροισμα βημάτων/Θα αναμετρηθεί/Η ισορροπία είναι θέμα χρόνου/θα περιπλανηθεί/θα ψάξει/θα αρνηθεί/μπορεί και να χαθεί/». Η ποδηλάτισσα παίρνει το ρίσκο, ακόμα κι αν υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί, θα προσπαθήσει ως το τέλος. Το ίδιο αισιόδοξο μήνυμα έχουμε και στην κατακλείδα του επόμενου ποιήματος, Θάλασσα, που αρχίζει με δώδεκα ρήματα σε α’ ενικό πρόσωπο, ακολουθούν εναλλαγές προσώπων, γ΄ πληθυντικό, γ’ενικό, γ’ πληθυντικό, για να καταλήξει και πάλι στο α’ενικό: Παίρνω βαθιά αναπνοή/ στον δρόμο του χρόνου/ τον ξορκίζω και τον διανύω/ ακολουθώ τη ρότα κόντρα στις ριπές του ανέμου/ σημαδεύω παπαρούνες/ ζωγραφίζω στιγμές/μια στιγμή τρέχω/την άλλη διστάζω/ποδηλατώ/ακροβατώ/ονειρεύομαι/ {…}κάνω πεταλιές γι’ αλλού/{…}ξεκινώ για τ’ άβατα/παίρνω το σχήμα ενός πουλιού/κι ελπίζω σε μια θάλασσα».
Στο τελευταίο ποίημα της ενότητας και της συλλογής, Νομοτέλεια, ηχεί και πάλι στο τέλος το ίδιο αισιόδοξο μήνυμα: «η επόμενη ανατολή θα φέρει πάλι φως», που μας θυμίζει τη γνωστή φράση της Σκάρλετ στο Όσα παίρνει ο άνεμος, «Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα». Εναλλάσσονται και εδώ τα ρηματικά πρόσωπα, α΄ ενικό (Χαζεύω, φλερτάρω, σμίγω, αγγίζω, χαμογελώ), γ΄ ενικό (φίλησε, σωριάστηκε, πρόδωσε, αντάλλαξε, ευγνωμονεί) και καταλήγει στο β΄ενικό της φιλοσοφικής σκέψης : «{…}δεν θέλει σοφία να καταλάβεις/το ένα διαδέχεται το άλλο/κι όπου η ψυχή κατοικεί μια φορά/την άλλη παγιδεύεται αλλού/σε νέο ήλιο/είναι άλλωστε νομοτέλεια η κίνηση/ελευθερία/μάταια βασανίζεσαι να ξεχωρίσεις τη ζημιά απ’ το κέρδος/η επόμενη ανατολή θα φέρει πάλι φως/».
Ολοκληρώνοντας την περιδιάβαση στα ποιήματα της ποιητικής συλλογής της Κλεονίκης Δρούγκα, λίγα στον αριθμό και φαινομενικά απλά, αισθάνομαι πολλαπλά κερδισμένη: από τον φιλοσοφικό στοχασμό τους, τον καταιγιστικό γλωσσικό πλούτο τους από ρήματα, εικόνες, μεταφορές, προσωποποιήσεις και, κυρίως, από το αισιόδοξο τελικά μήνυμά τους για τη ζωή. Η γυναίκα ως ποιητικό υποκείμενο, πάσχει, αγωνιά, αμφιταλαντεύεται, διστάζει, απολογίζεται, αλλά και τολμά, διαγράφει σχέσεις και παρελθόν, επιμένει και κερδίζει τη ζωή. Σε ένα μόνο ποίημα η υποταγμένη, η παραιτημένη γυναίκα, που δεν τολμά να αντιδράσει δυναμικά, χάνει τη μάχη για τη ζωή. Είναι κι αυτό ένα μήνυμα. Η συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα μας δίνει την ευκαιρία να αναστοχαστούμε πάνω στις σχέσεις μας με τους άλλους, στη σχέση μας με τη φύση, στη σχέση μας με τη μνήμη και τελικά πάνω στη στάση μας απέναντι στον κόσμο και ό,τι μας περιβάλλει. Είναι μια ποιητική συλλογή που αξίζει τη στοχαστική μας ανάγνωση.
.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΡΙΣΤΟΣ
TETRAGWNO.GR 13/6/2022
Η ποίηση της Κλεονίκης Δρούγκα διαπνέεται από την αισθητική του περιορισμού και της οριοθέτησης. Ο στόχος της αποτύπωσης εικόνων και αφηγήσεων, δεν θέτει ως αφετηρία τη ματαιότητα των σκοπών, αλλά διεκπεραιώνει πολλαπλά μοτίβα τής οικειοθελούς ανάγνωσης των προσώπων ως καθρέφτες δηλωτικής ανατροφής των ενστίκτων. Βαθιά υπαρξιακή η ποίησή της, πλαισιώνει κινήσεις στον χώρο, αυταπάτες και ψευδαισθήσεις στον χρόνο και εναποθέτει στον εκάστοτε πρωταγωνιστή την πρωτοβουλία των κινήσεων, σε μία σκακιέρα κορυφώσεων. Πράγματι, ο μελετητής της ποιητής συλλογής με τίτλο «οκλαδόν με τον χρόνο», έρχεται αντιμέτωπος με τα πορίσματα μιας πορείας διακλαδώσεων. Η δημιουργός επιστρέφει από το παρελθόν σε ένα παρόν μετρημένων αντοχών, για να προσδώσει κύρος σε μία μελλοντική αφαίμαξη προοπτικών. Με άλλα λόγια, γνωρίζει να εφάπτεται με τον χρόνο, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία οι αιτιάσεις της ζωής δεν καρποφορούν στη συνείδηση του δρώντος υποκειμένου, ως πτυχές της εξωτερικής πραγματικότητας. «μην επιτρέψεις στη θάλασσα να περάσει χωρίς νόημα» (σελ. 12) και βυθίζεται από στίχο σε στίχο, ολοένα, σε έναν κόσμο ολικής δράσης και αντίδρασης, προκειμένου το αυθεντικό σημείο πορείας των πραγμάτων να ταυτιστεί με τη βούληση για ζωή. Η τελευταία, δεν ορίζεται από τα χνώτα τής υφιστάμενης προσδοκίας για θετική απόληξη των βαθύτερων επιθυμιών. Αντίθετα, στέκεται μετέωρη ανάμεσα στο Εγώ και στο Εσύ, καθώς μέσα από το εκάστοτε τρίτο πρόσωπο αναγνωρίζει πεπραγμένα της προσωπικής της διαδρομής. Στο τέλος αυτής, διαπιστώνει την ατροφία των ζωτικών της επιθυμιών, καθώς αγωνίζονταν να δικαιώσει τις επιλογές των συνομιλητών. Αναμετράται με τις συμβατικές ερμηνείες της καθημερινότητας και μεταθέτει την επίλυση του Γόρδιου δεσμού στα νοητικά και συναισθηματική σχήματα των λεκτικών αινιγμάτων. Μεταθέτει, επομένως, την ευθύνη για την κατάληξη της απόπειρας, στην ατομική έκφραση των εναλλακτικών μορφών υιοθέτησης του παρόντος, ως προέκταση ενός μέλλοντος που τείνει να αφουγκραστεί τις αγωνίες στο διάβα τού χρόνου.
Η ζωή καθίσταται πεδίο αναφοράς και συγκρούσεων. Δεν είναι η ζωή, αυτή καθαυτή, που κεντρίζει το ενδιαφέρον για προσμονή, αλλά η απολογία ενός συμβάντος (επί της ουσίας πολλαπλών, διαδοχικών ή διακεκομμένων ενεργειών) το οποίο μετασχηματίζει τη μνήμη σε διεργασίες μίας απρόσμενης συμφιλίωσης μεταξύ του χρονικού και χωρικού ορίζοντα θέασης των πραγμάτων. Δεν είναι η ίδια που κάθε φορά εξηγεί τα δεδομένα· είναι η ταυτότητα της πρόσληψης η οποία προσαρμόζεται στις διαφοροποιήσεις των συντομεύσεων και διακρίνει την περιοχή δράσης από την περιοχή απομόνωσης. Διότι, η ποιήτρια τεκμηριώνει την προσωπικότητα του θεατή ως υποψήφια μορφή πολλαπλασιασμού των εικόνων μίας επικείμενης απομάγευσης. Δεν λησμονεί, ωστόσο, να προστρέξει στο πλευρό του, αγωνιζόμενη όχι για την επιτυχία, αλλά για την κορύφωση μίας εξελικτικής πορείας· πορείας, που δεν αργεί να συμβιβαστεί με την απώλεια και το τέλος. Σε αυτήν την στροφή τής ιστορίας, δίχως να καταλαγιάζει, στη νοηματοδότηση της πνευματικής εγρήγορσης, ο πόνος της ήττας, η δημιουργός καταμετρά κέρδη και ζημιές. Για να καταλήξει στο τελικό της συμπέρασμα, ενεργοποιεί τον έρωτα ως σημείο σταθμό στην αποξένωση. Εδώ, η ποιήτρια σχηματοποιεί την αποξένωση ως μνημείο ελευθερίας. Δεν στιγματίζει τα συνθετικά της υλικά ως δεδομένα μέτρα στάθμισης των προσώπων. Αντίθετα, αναγνωρίζει την αναγκαιότητα υπέρβασης και προσδίδει περιεχόμενο σε μία καθολική αποδοχή του αιτήματος για ελευθερία μέσα από την υιοθέτηση της προσμονής του εκάστοτε τρίτου προσώπου. «Ζέστανε ο καιρός τα όνειρα/Άνοιξες το πουκάμισο» (σελ. 26) και όση ώρα ξεδιπλώνει το στοιχείο του ρεαλισμού στην εικονοποιία, τόσο αναδεικνύει την ερωτική πρόθεση ως προμετωπίδα μίας εξαντλητικής μεν, αποφασιστικής δε, αλήθεια των συναισθηματικών αντιρρήσεων.
Και όταν καλείται να αντικρίσει το μέγεθος της δυναμικής του αποτελέσματος, ενώπιον ενός άξονα περιορισμών, υπερβαίνει τον χρόνο μέσα από τις χωρικές διαστάσεις της ύλης. Δεν ματαιώνει τις προσδοκίες των συμπρωταγωνιστών του θεάματος. Αντίθετα, σπρώχνει τις αντιδράσεις στις ακραίες τους αντηχήσεις, έως ότου καρπωθεί την ατέλεια σώματος και πνεύματος στη σμίκρυνση των συναισθημάτων. Δηλαδή, επενδύει στις ανθρώπινες σχέσεις ως δείγμα τής προσωπικής της αναλογίας με τις συσπάσεις της φύσης, καθώς ανατρέπει τα δεδομένα στις συμβατικές μετρήσεις των καιρών και υψώνει το μέγεθος αποδοχής πάνω από τις οπτικές των ανθρώπων. Προσθέτει υπεραξία στον έρωτα και προσωποποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις, διατηρώντας ως μοτίβο αναφοράς την έννοια και την αναγκαιότητα της ισορροπίας. Πράγματι, ο βηματισμός τον οποίο περιγραφικά αποτυπώνει στις σελίδες της ποιητικής συλλογής, διάκειται από στάσεις ζωής υπό αμφισβήτηση και σε διάρκεια. Καλείται να πληροφορεί τη ζωή μέσα από τις αλλεπάλληλες πτώσεις έως ότου υψώσει το ανάστημά της σε έναν κόσμο που μικραίνει ολοένα περισσότερο στις προτάσεις της ελευθερίας. Κεντρίζει τις συνειδήσεις η Κλεονίκη Δρούγκα και αναταράζει την εσωτερική αβεβαιότητα, διατηρώντας ακάθεκτη τη βούληση για ζωή. Υπό μία έννοια, αντικρίζει νομοτελειακά τις διακυμάνσεις της χρονικής ακολουθίας των γεγονότων, παρακολουθώντας τες από απόσταση. Ενέχει έντονους ψυχαναλυτικούς προσδιορισμούς στις εικόνες των στίχων της και για τον λόγο αυτό, βαστώντας την πρόθεση της δικαίωσης ενός άτιτλου αγώνα επιβίωσης, η ίδια απλώνει τη σκέπη των αισθητικών και νοητικών διαπλάσεων σε μία πρώιμη δειγματοληπτική καταγραφή, προτού μεταβεί συγκροτημένα και συντεταγμένα στην απογραφή των αθέατων πτυχών της σκέψης.
.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΚΡΙΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ενδιαφέρουσα η συλλογή, αν μάλιστα σκεφτεί κανείς πως είναι η πρώτη. Υποψιασμένη, οσμίζεται καλά τα μυστικά της δημιουργίας. Έρωτας, χρόνος, μνήμη, απώλεια και φθορά, ελπίδα, ήλιος και θάλασσα: θέματα και σύμβολα. Ωραία ποιήματα, αρκούντως αφαιρετικά, με πρωτότυπες εκφράσεις, που απογειώνουν τη σκέψη και τη φαντασία…
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με φρέσκια ματιά πάνω στα θέματα που πραγματεύεται, με ανοίκειες εικόνες, με συνειρμούς και μεταφορές που σε εκπλήσσουν, με ευφυή λογοπαίγνια εκεί όπου χρειάζεται, με αισιόδοξες αχτίδες που διαπερνούν τη μελαγχολία των σκοτεινών πλευρών της ζωής…
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΤΣΗΣ
Τα ποιήματα είναι γραμμένα με το σύγχρονο τρόπο. Θα έλεγα πως τα διακρίνει, η απλότητα στην διαμόρφωση, οι στίχοι είναι μικροί συνήθως, η απουσία των πλατειασμών, αφού η κάθε νοηματική ενότητα ξετυλίγεται με δύο η τρεις το πολύ στίχους, τα σχήματα λόγου δεν κουράζουν, αν και τα συναντάς σε κάθε στίχο, η ύπαρξη διαύγειας νοημάτων, με την έννοια πως η ποιήτρια δεν αφήνεται στο ποιητικό κενό, αλλά ελέγχει καθαρά τον στίχο και το ποίημα…