ΜΑΙΡΗ ΠΕΤΡΟΛΙΑ – ΑΜΑΝΙΤΗ

Η Μαίρη Πετρολιά – Αμανίτη γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Αμερικανικού Κολλεγίου «Ανατόλια». Πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Δημοσίου Δικαίου της Σχολής Νομικών και Οικονομικοί Επιστημών του ΑΠΘ. Ως μέλος του Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού του Τμήματος Νομικής στην έδρα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου επί σειρά ετών, δίδαξε Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Κατά τη διάρκεια της θητείας της στην έδρα Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου έγραψε σημαντικές ειδικές νομικές μελέτες Δημοσίου Διεθνούς, καθώς και Δημοσίου Δικαίου γενικότερα. Μεταξύ αυτών «Ο Γενικός Γραμματεύς του ΟΗΕ. Καταστατικαί Προβλέψεις και Πρακτική Εφαρμογή του Θεσμού», «Το Νομικόν Καθεστώς της Μουσουλμανικής Μειονότητος της Θράκης», «Η Ένωσις της Αλβανίας με την Ελλάδα και το Νομικόν Καθεστώς των Σχέσεων Ελλάδος και Αλβανίας κατά την Διάρκειαν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και Εντεύθεν», «Η Νησιωτική Υφαλοκρηπίδα κατά το Δημόσιον Διεθνές Δίκαιον της Θαλάσσης. Το Ζήτημα της Υφαλοκρηπίδας των Νήσων του Αιγαίου», «Η Ισότητα της Ψήφου», «Η Ευρωπαϊκή Σύμβασις Προστασίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επιτρεπόμενοι περιορισμοί των Διασφαλιζομένων Δικαιωμάτων» κ.ά.
Πρώτη ενασχόλησή της με μη νομικά κείμενα είναι το δοκίμιο «Για τα σαράντα που πέρασαν, τα ‘Τρίμηνα’, ίσως για το Ετήσιο’. Γι’ αυτούς που επέζησαν από τη φωτιά στο Μάτι και γι’ άλλους», Θεσσαλονίκη 2018.
Ακολούθησαν τα Μυθιστορήματα «Μέλλον μου είναι το παρόν», (Μέθεξις 2019) και «Η μάσκα της Γελλώς» (Μέθεξις 2021)
και  πρόσφατα τα διηγήματα «Στη σκιά του αρκεύθου» (Μέθεξις 2022).

.

.

ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΡΚΕΥΘΟΥ (2022)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Εννέα διηγήματα προέκυψαν από την πένα της Μαίρης Πετρολιά – Αμανίτη, γραμμένα με ύφος ξεκάθαρο και στην ίδια λιτή, ρέουσα γλώσσα που την χαρακτηρίζει. Με ειλικρίνεια και απλότητα μοιράζεται μαζί μας ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή που ακροβατούν ανάμεσα από τη φαντασία, την αλήθεια, το παράλογο και το τυχαίο.
Ο παλιός καθρέφτης γίνεται αφορμή να διαπιστώσει ο καθηγητής το λάθος. Η κακοποιημένη γυναίκα δεν διστάζει. Ένας έρωτας αιωρείται σε δωμάτιο νοσοκομείου. Πετυχημένος άντρας καταλήγει έρμαιο του Φόβου. Στριμμένος γέρος ταλαιπωρεί τους πάντες με το πείσμα και τις εμμονές του. Χάνει το πλοίο νεαρή φοιτήτρια και χαζεύει σε παλαιοπωλείο. Θεωρεί τον εαυτό του
συγγραφέα ο πολιτικός μηχανικός που φέρνει μια γυναίκα στα όριά της. Συνταξιούχος δασκάλα αναμετριέται ασυναίσθητα με φημισμένο διακοσμητή. Παράξενη φιγούρα δίνει συνέντευξη σε μαθητευόμενη δημοσιογράφο.
Ο αναγνώστης συμμετέχει σε ονειροφαντασίες, μοιράζεται ψήγματα αναμνήσεων. Διεισδύει στο παρελθόν των ηρώων, το παρακολουθεί να επηρεάζει το παρόν, να αγγίζει το μέλλον. Καθώς κινούνται ανάμεσα στο πραγματικό και το εξωπραγματικό, διαπιστώνει ότι -όπως και στη δική του τη ζωή- το απροσδόκητο ανατρέπει σχέδια, πυροδοτεί όνειρα, μεταβάλλει τη ζωή τους. Χαίρεται με τα επιτεύγματά τους, συγκινείται με τα παθήματά τους, προβληματίζεται με τις επιλογές τους και γιατί όχι, αφήνεται να παίρνει μέρος, ανάλογα με τη δική του οπτική, στην εξέλιξη κάθε ιστορίας.

ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ

(Απόσπασμα)

Ανοίγει τα μάτια της. Αντικρίζει ένα άσπρο ταβάνι. Είναι κάτασπρο, χωρίς καμιά σκιά από πιο σκούρο άσπρο. Με δυσκολία μπορεί να διακρίνει τις άπειρες μικρούτσικες προεξοχές στην επιφάνειά του. Αδύνατη η παραμικρή
απόπειρα να τις μετρήσει. Μήπως μετρώντας σπρώξει τις ώρες να τρέξουν πιο γρήγορα. Τι και αν ο χορός των ωρών ακολουθεί πάντα τον ίδιο ρυθμό; Καθώς δεν μπορεί να κουνηθεί καθόλου, στην προσπάθεια να ακολουθήσει την ακούραστη παρέα τους, χορεύει με τη φαντασία της τον εξουθενωτικό χορό τους.
Ποτέ μέχρι τώρα δεν περιεργάστηκε για ώρες ατέλειωτες ένα απλό ταβάνι. Βρίσκεται ξαπλωμένη ακίνητη σε κρεβάτι άβολο, με στρώμα σχεδόν ανύπαρκτο. Το μουδιασμένο μυαλό της αρχίζει να παίρνει στροφές και κοιτάζει το ταβάνι με ενδιαφέρον. Το οραματίζεται στολισμένο με ζωγραφιές, ξεχνιέται για λίγο καθώς τις χαζεύει και τότε ούτε αυτή προσπαθεί να σπρώξει τις ώρες ούτε εκείνες τη βασανίζουν.
Με κόπο κρατάει τα μάτια της ανοιχτά. Βαραίνουν τα βλέφαρά της. Λαχταράει να αντικρίσει ένα ταβάνι πολύχρωμο. Κλείνει τα μάτια. Το ψυχρό, άσπρο ταβάνι μεταμορφώνεται σε οροφή παλιού λαμπρού αρχοντικού, φιλόξενη αγκαλιά στο δημιουργικό πνεύμα λαϊκού ζωγράφου. Η φαντασία του δημιουργού αφήνεται ελεύθερη.
Φτερουγίζει ανάμεσα σε πανδαισία ζωηρών και απαλών χρωμάτων, ενώ ταυτόχρονα σκαρώνει παιγνίδια με το φως, τις σκιές. Διοχετεύοντας με τον χρωστήρα του πνοή στο άσπρο ταβάνι, ο ζωγράφος καταθέτει εκεί επάνω την
ψυχή του. Στριμώχνει θάλασσες, καράβια, ποτάμια, γέφυρες, βουνά, δάση. Προσθέτει καρποφόρα δέντρα, αγρούς με στάχυα. Αναπαρασταίνει εικόνες σπιτιών, κήπων με παράξενα λουλούδια, εντάσσει με μαεστρία ανάμεσά τους
ανθρώπινες φιγούρες, κάθε λογής ζωντανά. Αναβιώνει γεγονότα, αναπλάθει ιστορίες, μορφοποιεί οράματα.
Τώρα θέλει να σταματήσουν την τρεχάλα οι ώρες για να προλάβει να δει περισσότερα. Οι απλοϊκές ζωγραφιές που στολίζουν το ταβάνι, μπερδεύουν το μυαλό της, αναδεύουν τη φαντασία της. Πετάει, την ώρα που το κορμί
της σαραβαλιασμένο από τα τραύματα, αδυνατεί να σαλέψει στο άβολο κρεβάτι.
Σουβλιές στα πλευρά, στο στέρνο. Αβάσταχτος ο πόνος σε κάθε αναπνοή που παίρνω…
Εύκολα εξοβελίζει τη μαγεία της ψευδαίσθησης ο πόνος. Διαλύει το όμορφο όνειρό της. Ανοίγει τα μάτια, τα στυλώνει ξανά στο ταβάνι. Το βλέπει πάλι ολόασπρο, ψυχρό. Κοιτάζει το φωτιστικό που στηρίζεται εκεί. Εκπληρώνει την προκαθορισμένη, συγκεκριμένη λειτουργία του να ξεχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα διαχέοντας π το δωμάτιο ουδέτερο, απελπιστικά λιγοστό φως. Η
«όρια ανοίγει με θόρυβο. Ένα χέρι χωρίς σώμα πατάει δυνατά τον διακόπτη στον τοίχο. Εξουδετερώνεται στη στιγμή το αδύναμο φως. Η νύχτα εισβάλλει ακάλεστη στο άσπρο δωμάτιο, εξαφανίζει την κατάλευκη συντροφιά της.
Το σκοτάδι συνήθως γιγαντώνει τον πόνο. Παρέα απελπισίας στη μοναξιά της έχει τώρα μονάχα το μικρούλικο νυχτερινό φωτάκι με το ξεψυχισμένο φως χαμηλά σε έναν τοίχο. Το ψυχρό αεράκι που τρυπώνει στο κρύο δωμάτιο
από το μισάνοιχτο παράθυρο, το νιώθει από ώρα παγωμένο. Παράξενα σχήματα παίρνει η κουρτίνα που κρέμεται άχαρα. Καθώς κινείται μπρος-πίσω, θυμίζει αέρινο φόρεμα. Αργοσαλεύει στο μυαλό της η λέξη. Κάτι θυμάται.
Το φόρεμα…
Βροχερός ήταν ο καιρός. Είχε ψύχρα. Η Χριστίνα άφησε το εμπριμέ φόρεμα στην άκρη. Προτίμησε να φορέσει ένα ολοκαίνουργιο, κομψό λαδοπράσινο ταγιέρ που το συνδύασε με ολομέταξο σκούρο μπεζ πουκάμισο, ανοιχτόχρωμες μπεζ γόβες και ασορτί τσάντα. Η απέριττη, λιτή γραμμή του αγκάλιαζε το σώμα της με χάρη. Το βρήκε τελικά πιο βολικό για το ταξίδι-αστραπή από τη βόρεια Ελλάδα στην Πελοπόννησο. Εκεί λίγο πιο κάτω από τον Πύργο σε μια όμορφη κωμόπολη -τόπο καταγωγής της νύφης- ανήμερα την Κυριακή του Θωμά τους περίμενε μεγάλη παρέα για να γιορτάσουν μαζί ένα ευχάριστο γεγονός: Παντρευόταν ο γιος του πιο αγαπημένου φίλου τους.
Χαράματα ξεκίνησαν η ψυχολόγος και ο δικαστικός σύζυγός της Θάνος για να προλάβουν να φτάσουν έγκαιρα στον τόπο προορισμού τους. Σε πείσμα της κακοκαιρίας που επικρατούσε σε όλη τη χώρα ένα ολόκληρο τριήμερο, ήταν χαρούμενοι γι’ αυτή την απόδραση για έναν ακόμα λόγο: Το ολοκαίνουργιο αυτοκίνητό τους θα έκανε το παρθενικό ταξίδι του.
Προσπαθεί να κουνήσει τα χέρια της. Ψαχουλεύει το κορμί της κάτω από το σεντόνι. Την πιάνει πανικός, όταν διαπιστώνει πως είναι τελείως γυμνή.
Τι ζητάω εδώ ξαπλωμένη ολόγυμνη σε ένα ξένο κρεβάτι, σκεπασμένη ως τον λαιμό με ένα άσπρο σεντόνι; Φορούσα ένα ταγιέρ… Πού βρίσκομαι;

……./…..

ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΜΕΡΑ

(Απόσπασμα)

Με αργά βήματα πλησίαζε τις πλαγιές του Τυμφρηστού ο τελευταίος χειμώνας της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια εξήντα. Τα νερά του Καρπενησιώτη φλυαρούσαν αδιάκοπα, καθώς κυνηγιούνταν στη βαθιά χαράδρα κάτω από το ιστορικό χωριό -προπύργιο της Εθνικής Αντίστασης-. Τα αιωνόβια πλατάνια στις όχθες του Καρπενησιώτη μάταια πάσχιζαν να διατηρήσουν σκιερές τις αψίδες που σχημάτιζαν τα αγκαλιάσματά τους πάνω
από τα γάργαρα νερά λίγους μήνες πρωτύτερα. Τα καφεκίτρινα τώρα φυλλώματά τους είχαν αραιώσει. Όσο έσφιγγε το κρύο, αραίωναν και οι εποχικοί επισκέπτες του χωριού. Από φόβο μην αποκλειστούν στα χιόνια,
εσπευσμένα αναχωρούσαν ο ένας μετά τον άλλο οι ολιγάριθμοι που είχαν έρθει για να κάνουν Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά με τους δικούς τους.
Η νέα δεκαετία έκανε ποδαρικό με ένα πολύ βαρύ χειμώνα. Βρήκε στο χωριό τους ελάχιστους μόνιμους κατοίκους -θεματοφύλακες της Ιστορίας- να ανασκαλεύουν σκεφτικοί μνήμες που δεν είχαν ξεθωριάσει. Την άνοιξη του χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα στο Σχολείο του απομακρυσμένου χωριού τους συνήλθε η Επαναστατική Συνέλευση της Εθνικής Αντίστασης -Το Εθνικό Συμβούλιο-. Τις Γενικές Διατάξεις του Ψηφίσματος που ενέκρινε, οι περισσότεροι από τους μεγαλύτερους σε ηλικία τις θυμούνται καλά. Ποτέ
δεν πρόκειται να λησμονήσουν τον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωσε το χωριό τους και τα γύρω χωριά στον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας, τη συντριβή του φασισμού και την αποκατάσταση της εθνικής ενότητας και της λαϊκής κυριαρχίας. Έζησαν από τα γεννοφάσκια τους πόλεμο, πείνα, κακουχίες, στερήσεις. Όλοι σχεδόν γεύτηκαν, ζυμώθηκαν σε τρυφερή ηλικία με τον θάνατο. Όποτε αναθυμούνται τις εκτελέσεις γονιών, συγγενών, δικών τους ανθρώπων και συχωριανών, δακρύζουν. Όσες φορές τα συζητάνε μεταξύ τους, η ψυχή τους πλημμυρίζει από συγκίνηση.
Το μοναδικό καφενείο της μικρής πλατείας αποτελεί το παραδοσιακό στέκι των αντρών για πολλές δεκαετίες. Οι γεροντότεροι, συνταξιούχοι όλοι, σαν να ακολουθούν πιστά ένα προκαθορισμένο πρόγραμμα, επιμένουν να θρονιάζονται στις άβολες καρέκλες του από νωρίς το πρωί. Ύστερα από σύντομο διάλειμμα για μεσημεριανό φαγητό, βιάζονται να επιστρέφουν στο καφενείο. Δύσκολα ξεκολλάνε από εκεί ακόμα και όταν νυχτώνει. Τι άλλο έχουν να κάνουν; Μέσα στην απομόνωση του απέραντου ελατοδάσους της Ευρυτανίας, οι παγωμένες χειμωνιάτικες νύχτες φαίνονται ατέλειωτες. Πολλές φορές ακόμα και η συγκλονιστική ομορφιά της απόλυτης ερημιάς των ορεινών όγκων γύρω τους γίνεται δυσβάσταχτη.
«Καλημέρα, Βαγγελίτσα. Κόκαλα τρυπάει το κρύο σήμερα. Ακόμα δεν άναψες τη σόμπα;» ρωτάει μπαίνοντας στο καφενείο ο μπάρμπα-Κωνσταντής.
«Δεν πρόλαβα. Τώρα την ανάβω. Μας έφυγε μια κατσίκα τη νύχτα, είδαμε και πάθαμε να τη συμμαζέψουμε με τον Σαράντη» αποκρίνεται σε απολογητικό τόνο η γυναίκα του καφετζή που βοηθάει στο καφενείο. «Να ψήσω το καφεδάκι σου;»
«Διπλό κάντο» λέει εκείνος άκεφα. Πριν προλάβει να καθίσει, μπαίνει στο καφενείο ο Ανέστης με αναμμένο το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του. Αγριεύει ο Κωνσταντής, τον προστάζει να πάει έξω να το αποσώσει. «Δεν κάνω όρεξη αυτόν τον βρωμοκαπνό πρωί πρωί» δηλώνει με ύφος που δεν σηκώνει αντίρρηση. Ο Κωνσταντής είναι ο γεροντότερος του χωριού -έχει πατήσει τα ογδόντα εννέα- ο λόγος του μετράει. Μετράει πολύ και το γερό κομπόδεμα που ψιθυρίζεται πως έχει στην άκρη, αφότου κληρονόμησε συγγενή που πέθανε πριν λίγα χρόνια στην Αμερική.
«Εσύ, μπάρμπα, μέχρι πριν κανα χρόνο μας έπνιγες» διαμαρτύρεται ο Ανέστης. «Ορίστε! Το σβήνω το τσιγάρο για να ηρεμήσεις. Δεν το πετάω, θα το καπνίσω αργότερα. Ένα βαρύ σκέτο φέρε για μένα, Βαγγελίτσα!»
«Με έπνιγαν τα σεκλέτια και ξέδινα στο τσιγάρο, Ανέστη».
«Ναι, καλά. Τι προβλήματα είχες -έχεις να πω καλύτερα- εσύ, μπάρμπα;»
«Εγώ τι προβλήματα έχω; Τον δύστυχο τον ανιψιό μου συλλογιέμαι νύχτα -μέρα. Δυο χρόνια συμπληρώνει στο ξερονήσι που τον εστείλανε για παραθέριση οι αναθεματισμένοι οι συνταγματαρχαίοι. Χούντα έχουμε, μην το ξεχνάς» επισημαίνει χαμηλώνοντας τη φωνή του. «Άσε που το σπίτι μου είναι ερείπιο. Χτες βράδυ μάτι δεν έκλεισα με τη βροχή. Έσταζε η σκεπή κι άλλαζα κατσαρόλια».
«Φτιάξ’τηνε. Λεφτά έχεις, τον καλύτερο μάστορα -εμένα δηλαδή- μπροστά σου τον έχεις. Κουράγιο να βάλεις το χέρι στην τσέπη δεν έχεις».
«Πού τα βρήκα, μωρέ Ανέστη τα λεφτά; Είδες κανα καλό όνειρο; Η σύνταξη τελειώνει από το πρώτο δεκαήμερο. Ώσπου να βγει ο μήνας, κάνουμε το σκατό μας παξιμάδι με τη γριά μου».
«Όρεξη για ανέκδοτα έχεις πρωί πρωί, μπάρμπα; Πες κι άλλα τέτοια να γελάσουμε».
Τον διάλογο που αρχίζει να φουντώνει, διακόπτει μπαίνοντας ο Στέλιος. Έχει μια μικρή οικοτεχνία με τυροκομικά στις παρυφές του χωριού. Πάντα πριν πάει για τη δουλειά περνάει από το καφενείο για να δει “τι γίνεται”, όπως λέει. «Ένα τσάι στα γρήγορα κάνε για μένα, Βαγγελίτσα. Πάλι άρχισε να βρέχει, ξέχασα και την τραγιάσκα στο σπίτι, μούσκεμα έγινε το κεφάλι, το σακάκι, όλα. Ξύλιασα, πούντιασα» λέει και βγάζει το σακάκι του για να το
στεγνώσει δίπλα στη σόμπα.
«Τσαγάκι θα πιεις, ρε Στελάρα; Μωρέ, μπας κι είσαι κρυωμένος; Κοίτα μη μας κολλήσεις καμιά γρίπη και ψαχνόμαστε ’δω πάνω» παρατηρεί ο Ανέστης και τον κοιτάζει καχύποπτα. Γυρίζει κατόπιν στην καφετζού, συνεχίζει τη γκρίνια: «Κόκαλα έχει ο καφές; Κοίτα μη γίνεις κι εσύ σαν τη Λενιώ. Αυτή κοιμάται όρθια. Ίσα που πρόλαβα τις προάλλες το λεωφορείο για τη Λαμία
μέχρι να φέρει τον καφέ μου το πρωί. Κόντεψα να χάσω μεροκάματο στην οικοδομή για δαύτη. Πώς να τρέξω έτσι σακάτης; Ανάθεμα εκείνη την καταραμένη τη βαριοπούλα που έπεσε από πέντε μέτρα ύψος και μου σακάτεψε το πόδι. Ποιον; Εμένα που έπιανα πουλιά στον αέρα».
«Τυχερός ήσουν, Ανέστη, που δεν σε βρήκε στο κεφάλι» του θυμίζει ο Στέλιος.
«Τυχερός εγώ; Κάθε άλλο. Αν δεν ήταν το Μοναστήρι της Προυσιώτισσας, που δούλεψα τους περασμένους μήνες στα κεραμίδια -πήρα καλά λεφτά- δεν θα μπορούσαμε να βγάλουμε το φετινό χειμώνα. Με το να ακούω τροπάρια και προσευχές από το πρωί μέχρι το βράδυ, κόντεψα να γίνω θρήσκος. Μπούχτισα εκεί πέρα».
Οι πολυπόθητοι καφέδες και το τσάι έρχονται, μπαίνουν στο καφενείο άλλοι τρεις χωριανοί, βολεύονται στα τραπέζια κοντά στη σόμπα, πιάνουν να συζητάνε για την πολιτική κατάσταση της χώρας. Μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα. Πότε πότε ρίχνουν από καμιά κλεφτή ματιά προς την παλιά κουρτίνα που κρύβει το κουζινάκι. Ξέρουν πως αυτό βγάζει πίσω στην αυλή. Τα πολιτικά πιστεύω τους λίγο-πολύ είναι γνωστά, αλλά οι καιροί είναι πονηροί, κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη. Ο μόνος που δεν δείχνει να πολυενδιαφέρεται για την κουβέντα τους είναι ο Ανέστης. Τραβάει την καρέκλα του κοντά σε ένα παράθυρο, πίνει αργά τον καφέ, πιάνει να συλλογιέται.

…./….

.

Η ΜΑΣΚΑ ΤΗΣ ΓΕΛΛΩΣ  (2021) 

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Εγώ η Ευτυχία Αυγουστή δυο λέξεις μίσησα στη ζωή μου όσο τίποτα: “Κακιά στιγμή”. Αυτές οι λέξεις με κυνηγούν. Γιατί άραγε να φταίει μια κακιά στιγμή για τα περισσότερα από τα δυσάρεστα που συμβαίνουν στη ζωή;
Η δική μου η κακιά στιγμή ήταν ταυτόσημη με την απερισκεψία. Όχι τη δική μου. Κάποιου πολύ δικού μου ανθρώπου.
Πώς είναι δυνατό άτομα που καλοτυχίζουν κάποιους, να σπεύδουν αργότερα να τους ρίχνουν το ανάθεμα;… Εύκολη τιμωρία η περιθωριοποίηση…
Θα επιβληθεί στην κοινωνία της σκληρότητας το κορίτσι που έχει πρόσωπο με δύο όψεις;… Οι γενναίοι μαχητές της ζωής παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες…
Γιατί όποιος ταράζει τα νερά μπαίνει στο στόχαστρο; Τι σημαίνει για κάποιον η λέξη “θησαυρός”; Τι έννοια έχει η ίδια λέξη για κάποιον άλλο; Και ο καθρέφτης; Γιατί άλλοτε τον λατρεύουμε κι άλλοτε τον μισούμε;
Το συναίσθημα της ευτυχίας το ένιωθα έντονο από παιδί. Το θεωρούσα ένα είδος ανταλλάγματος για την κακιά στιγμή που μου έλαχε. Άργησα να συνειδητοποιήσω ότι κανένας δεν μπορεί να είναι απόλυτα ευτυχισμένος αν ταυτόχρονα δεν είναι ευγνώμων για την ευτυχία που αξιώθηκε ναζει. Ακόμα μεγαλύτερη είναι η ευγνωμοσύνη που νιώθει ένας άνθρωπος, όταν την ευτυχία δεν τη χαίρεται μονάχος του, αλλά είναι ευλογημένος να τη μοιράζεται.
Την πολυτάραχη ζωή μου την κέρδισα ύστερα από σκληρούς αγώνες. Θυμίζει μυθιστόρημα που έμεινε μισό…
Είναι πολλά αυτά που επιθυμώ να ζήσω ακόμα. Να τα χαρώ, να τα μοιραστώ με άλλους. Τόσα πολλά είναι που δεν ξέρω αν θα προλάβω. Πολύ φοβάμαι… Θα προλάβει αυτός που τρέχει πολύ πιο γρήγορα από τους ανθρώπους;…
«Η μάσκα της Γελλώς» ψάχνει, προσπαθεί να βρει απαντήσεις.

.

Η ΜΑΣΚΑ ΤΗΣ ΓΕΛΛΩΣ    (2021)

Κεφάλαιο VII
(Απόσπασμα)

Άφησε εποχή

Πανευτυχής επέστρεψε ο Νικόλας στο τέλος Απριλίου του χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα στη λατρεμένη του Σταυρούλα. Έφερε από τον Πειραιά και τη χήρα μητέρα ίου, την Ευτυχία, για να παραστεί στις χαρές του.
Όσο κι αν προσπαθούσε να κρατάει εκείνη τα προσχήματα, καθόλου ευχαριστημένη δεν έδειχνε με τον μοναχογιό της που αποφάσισε να ριζώσει στη μικρή Αντίπαρο, παίρνοντας, μάλιστα, γυναίκα με τα μισά του χρόνια.
Κοίταζε τη μέλλουσα νύφη της με μισό μάτι. Ύστερα από την επίμονη απαίτηση του Νικόλα να μάθει τι εντύπωση της έκανε η νύφη της, αντί για το “κούκλα είναι”, που ήταν το λιγότερο που εκείνος περίμενε να ακούσει από το στόμα της, η πεθερά με πολύ ζόρι τη χαρακτήρισε απλά “συμπαθητικούλα”. Προφανώς για να τη μειώσει περισσότερο, επισήμανε με θαυμασμό: «Το χρώμα της βουκαμβίλιας στην είσοδο του μικροσκοπικού σπιτιού σας, είναι εκθαμβωτικό».
Η Ευτυχία Αυγουστή παρατηρούσε τους ντόπιους αφ’ υψηλού. Τα πάντα στην Αντίπαρο τα θεωρούσε υπερβολικά μικρά, ασήμαντα. Δεν δίστασε να χαρακτηρίσει στον ιερέα και συμπέθερό της τη γραφικότατη, κατάλευκη εκκλησία του προστάτη του νησιού Αγίου Νικολάου «παρεκκλήσι». Ευτυχώς, είχε την στοιχειώδη αβρότητα να τραβήξει κάπου παράμερα τον γιο της για να του επισημάνει σχεδόν με απαρέσκεια ότι έπρεπε να το είχε σκεφτεί δύο και τρεις φορές προτού αποφασίσει να παντρευτεί “ένα παιδί”. Ο Νικόλας την απείλησε τονίζοντας σε άγριο ύφος, για καλή του τύχη δίχως κανείς να πάρει είδηση, ότι αν δεν σταματούσε τη γκρίνια, θα την έβαζε σηκωτή στο επόμενο καράβι και θα την έστελνε πίσω στον Πειραιά. Αργότερα την ίδια ημέρα ανέφερε ότι είχε καλέσει στο γάμο τη χήρα νύφη της, τη Γιολάντα, με την οποία ο ίδιος διατηρούσε άριστες σχέσεις.
Στο άκουσμα αυτής της ανακοίνωσης η Ευτυχία ταράχτηκε πολύ. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε ανταλλάξει ούτε μία λέξη με τη νύφη της, με την οποία δεν είχαν γνωριστεί καν. Άλλωστε, ποτέ δεν την θεώρησε γυναίκα του γιου της του Μάρκου, αφού εκείνος για να την παντρευτεί ασπάστηκε το Καθολικό δόγμα. Το επεισόδιο αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή χάρη στον καπετάν Αντώνη. Για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, προσφέρθηκε να φιλοξενήσει εκείνος τη Γιολάντα στο σπίτι του, πράγμα το οποίο πυροδότησε στο έπακρο τα κουτσομπολιά στο χωριό.
«Για ποιο λόγο, άραγες, δεν θα μείνει “η Καθολικιά” στο ίδιο σπίτι με την πεθερά; Μήπως δεν τα πάνε καλά;» αναρωτιούνταν άντρες και γυναίκες.
«Ας μείνει η συμπεθέρα η Ευτυχία στο σπίτι του παπά. Εκεί χώρος υπάρχει μπόλικος. Δεν μοιάζει αυτή η τσαούσα να φοβάται να κοιμηθούν συμπέθερος με συμπεθέρα μόνοι στο ίδιο σπίτι. Αυτός είναι άκακο αρνάκι. Η συμπεθέρα δεν θα δίσταζε να του ριχτεί» ανέλυαν σε βάθος τις εικασίες οι γυναίκες με πρώτη και καλύτερη τη Μερόπη.
«Μα δεν θα είναι μόνοι. Θα έχουν και τη Σταυρούλα. Στο σπίτι του πατέρα της δεν θα ’πρεπε κανονικά να κοιμάται αυτή πριν από το γάμο;» ρώτησε με πονηρό ύφος η Μαρουσώ.
«Θα δείξει… Μπορεί το ζευγάρι να θέλει να κοιμηθεί αγκαλίτσα. Αν δεν το έχουν κάνει κιόλας» απάντησε σιβυλλικά η Μερόπη. Μιας και μπαινόβγαινε στην εκκλησία κάθε λίγο και λιγάκι με αφορμή τις προετοιμασίες του γάμου, είχε από όλες εντολή εν λευκώ να έχει διαρκώς τα μάτια δεκατέσσερα, τα αυτιά της τεντωμένα.
Όχι ένα, όχι δύο, ούτε δέκα έκτακτα παραρτήματα της ντόπιας ζωντανής εφημερίδας δεν θα αρκούσαν για να περιγράφουν το σκάνδαλο που θα ξεσπούσε αν είχε διαρρεύσει η προϊστορία που υπήρχε ανάμεσα στις δυο γυναίκες.
Χωρίς καθόλου να το επιδιώξει, ο καπετάν Νικόλας είχε ακόμα μια φορά κατορθώσει να ταρακουνήσει τη μικρή κοινωνία του νησιού συθέμελα.
Με χίλια ζόρια κατόρθωσε η Σταυρούλα να μείνει για λίγο μόνη με τον Νικόλα για να μπορέσουν να κουβεντιάσουν. Η πεθερά δεν ξεκολλούσε από δίπλα της. Αναγκάστηκε να βάλει τη γειτόνισσά της την Πασχαλιά να καλέσει για καφέ την Ευτυχία και την ίδια. Προφασίστηκε ότι τελευταία στιγμή την ειδοποίησε ο πατέρας της να πάνε να πάρουν κάποια πράγματα από το πατρικό της. Έστειλε την πεθερά μόνη στην επίσκεψη.
Η Ευτυχία βρήκε ευκαιρία να ξεψαχνίσει την Πασχαλιά. Πάσχιζε να μάθει από πρώτο χέρι όσα περισσότερα μπορούσε για την παπαδοκόρη, την οποία «εντελώς ξαφνικά αναγκαζότανε να κάνει νύφη της» όπως τόνισε με ύφος που άφηνε υπονοούμενα. Την ίδια ώρα η Σταυρούλα ρωτούσε τον Νικόλα για τα στοιχειώδη, έστω, που έπρεπε να γνωρίζει για την οικογένειά του. Εκείνο που την απασχολούσε ειδικότερα ήταν οι φωτογραφίες, με τις οποίες
γέμισε τους τοίχους του σπιτιού τους, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για τους εικονιζόμενους.
Ο καπετάνιος πληροφόρησε τη μέλλουσα γυναίκα του ότι στις μεγάλες φωτογραφίες ήταν ο παππούς με τη γιαγιά του, στη λίγο μικρότερη οι γονείς του, ενώ τα παιδιά ήταν ο αδερφός του σε ηλικία δεκατριών ετών με τρίχρονο μικρούλη δίπλα του την αφεντιά του. Όσο για τα έπιπλα και τα διακοσμητικά αντικείμενα που έφτασαν από τη Σύρο, αυτά είπε, τα είχαν στο πατρικό του. Τα έφερνε από τα ταξίδια του κατά καιρούς στο σπίτι τους ο αγαπημένος του πατέρας, ο καπετάν Αντρέας Αυγουστής. Είχαν και πολλά άλλα, ακόμα ωραιότερα πράγματα. Δυστυχώς, τη μητέρα του, αντίθετα με τον ίδιο, καθόλου δεν την συγκινούσαν.
Με φανερή στενοχώρια ανέφερε στη Σταυρούλα ότι η μάνα του ήταν όλο γκρίνια, όταν τα στρίμωχνε όπως όπως στο σπίτι τους στην Ερμούπολη. Μόλις εκείνος μπήκε στη Σχολή Εμπορικού Ναυτικού στον Πειραιά, η Ευτυχία έπεισε τον πατέρα του να πουλήσει το σπίτι τους στην Ερμούπολη, επειδή εκεί σκυλοβαριόταν, όπως έλεγε. Στη συνέχεια τον κατάφερε να της αγοράσει σπίτι στην Καστέλλα, όπου εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς. Τα πράγματα φρόντισε μόνη της να τα κλείσει σε αποθήκη στην Ερμούπολη,
αφού πρώτα σκότωσε όσο όσο τα καλύτερα κομμάτια. Με τα χρήματα που πήρε από τις παλιατσαρίες, όπως τα χαρακτήριζε, έσπευσε να αγοράσει μοντέρνα πράγματα στην Αθήνα.
«Άτυχος στάθηκε ο πατέρας μου, Σταυρούλα. Τη στεριά δεν πρόλαβε να τη χαρεί. Ένα χρόνο ύστερα από την εγκατάστασή μας στην Καστέλλα, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα. Γλίτωσε από τη θάλασσα για να χάσει πόνω στο χρόνο τη ζωή του στη στεριά. Τι ειρωνεία… Είμαι σίγουρος ότι αν σε γνώριζε, θα σε λάτρευε, γλυκούλα μου!
Εκείνος ήταν άλλος άνθρωπος» είπε χωρίς να κρύψει τη συγκίνησή του.
«Πολύ πόνο έζησες αγαπημένε μου Νικόλα. Λυπάμαι αφάνταστα. Τι να πω δεν ξέρω…»
«Ας αφήσουμε πίσω μας τα δυσάρεστα, Σταυρούλα.
Από δω και μπρος εύχομαι εμείς οι δύο να ζήσουμε μόνο χαρές. Να έχουμε έναν ευτυχισμένο γάμο. Να αποκτήσουμε παιδιά. Κοίταξε: Δεν θέλω τα παιδιά μας να έχουν μεγάλη διαφορά στην ηλικία. Εγώ στην ουσία αδερφό δεν είχα,
εσύ μοναχοκόρη είσαι… Η μοναξιά μας έφαγε στα παιδικά μας χρόνια, ε, αγαπούλα μου;»
«Κάπως έτσι… Και για το θέμα της Γιολάντας; Είμαι σίγουρη πως θα φουντώσουν τα κουτσομπολιά, Νικόλα μου».
«Μη δίνεις σημασία. Εμείς έχουμε αυτιά και μάτια μονάχα ο ένας για τον άλλο. Μήπως δεν είναι έτσι, μαυρομάτα μου;» τη ρώτησε προσποιούμενος τον ανήσυχο.

…/…

.

ΜΕΛΛΟΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ (2019)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Αφετηρία η τυχαία συνάντηση μιας γυναίκας με ένα άγνωστό της άντρα στη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης. Γραμμένο σε απλή, καθημερινή γλώσσα με εκτεταμένη χρήση ζωντανού διαλόγου, η ιστορία παίζει πάνω στις ευαισθησίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Αγάπη, μίσος, πάθη και κυρίως ο έρωτας είναι υπόβαθρο και ταυτόχρονα κινητήρια δύναμη της πλοκής ενώ ο θάνατος καραδοκεί στο παρασκήνιο.
Η πάλη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν επεκτείνεται στο αόρατο μέλλον. Είναι τελικά ο έρωτας υπεράνω όλων ή θα υποκύψει και αυτός στο μοιραίο;
Πόσο ανεκτίμητα είναι άραγε τα δευτερόλεπτα στη ζωή κάθε ανθρώπου; Γιατί τα προσπερνάμε;
Μέσα από τη ρέουσα αφήγηση της συγγραφέως αναδύεται μεταξύ άλλων και το διαχρονικό πρόβλημα του “λάθους” που ταλανίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Το “λάθος” που προκύπτει από μια σκέψη, μια λέξη, μια απερίσκεπτη ενέργεια συνοδεύει τη ζωή των χαρακτήρων ακολουθώντας τα βήματά τους στο χρόνο. Εκείνοι προσπαθούν να ισορροπήσουν και να προχωρήσουν πάνω
στις ευαίσθητες, χιλιόμορφες χορδές του ώσπου …

Κεφάλαιο IX

ΑΝΤΙΖΗΛΟΙ

Η ώρα κοντεύει μία και μισή. Ο Δημήτρης έχει βαρεθεί να κόβει βόλτες και να χαζεύει το τοπίο τη στιγμή, μάλιστα, που τον περιμένει σωρός υποχρεώσεων στο Πανεπιστήμιο. Η Σόνια καθισμένη αναπαυτικά στο δερμάτινο κάθισμα εξακολουθεί να μιλάει στο κινητό, ενώ δεν σταματάει να καπνίζει. Η υπομονή του Δημήτρη φτάνει στα όριά της.
“Μα τί φλυαρία είναι αυτή; Η ώρα περνάει χωρίς να γίνεται τίποτα”, σκέφτεται εκνευρισμένος. Πηγαίνει προς το αυτοκίνητο αποφασισμένος να τη βγάλει έξω, όταν ένας άνδρας που εμφανίζεται στην κυριολεξία από το.., πουθενά, κατευθύνεται χαμογελώντας προς το μέρος του. Τον χαιρετάει εγκάρδια.
« Ω! Γεια σου, δάσκαλε! Πώς είσαι; Όλα καλά; Χαθήκαμε! Τί γυρεύεις εδώ δευτεριάτικα;»
Ο Δημήτρης αιφνιδιάζεται. “Ε, όχι να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον υποψήφιο διδάκτορά του εδώ στην ερημιά! Τέτοια διαβολική σύμπτωση!” Ανταποδίδει βιαστικά το χαιρετισμό με ψυχραιμία:
«Γεια σου, Μενέλαε! Εγώ καλά είμαι. Εσύ τί γίνεσαι;
Μια χαρά σε βλέπω!» Για να καθυστερήσει την απάντηση τον ρωτάει μάλλον τυπικά: « Πότε θα μου φέρεις επιτέλους τη διατριβή για να κοιτάξω αυτά που έκανες πάνω στις τελικές παρατηρήσεις μου; Ο καιρός περνάει! Να έχεις υπόψη σου ότι σύντομα θα λείψω για κανένα μήνα στο εξωτερικό.
Διαλέξεις, ξέρεις τώρα… Πρέπει να βιαστείς!»
«Δάσκαλε, σε πρόλαβα! Η διατριβή μου βρίσκεται ήδη στο γραφείο σου από την Τετάρτη. Όποτε μπορέσεις, τής ρίχνεις μια τελική ματιά. Ακολούθησα κατά γράμμα τις υποδείξεις σου. Με μύριους κόπους, αμέτρητα ξενύχτια, επιτέλους, την τελείωσα! Έλαβα υπ’ όψη μου όλες τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις σου. Οπωσδήποτε καθυστέρησα λίγο. Μην ξεχνάς
ότι δουλεύω ταυτόχρονα για να ζήσω, όχι μονάχα τον εαυτό μου. Βοηθάω τους γονείς μου στο χωριό, στην Κλεισούρα, στα παλιά λημέρια σου. Δυστυχώς, τώρα πια δύσκολα τα βγάζουν πέρα με τα ψίχουλα της αγροτικής σύνταξης. Δεν πιστεύω να ξέχασες πως είμαστε πατριωτάκια, ε; Οι γονείς μου πάντα σε θυμούνται και σού στέλνουν τα χαιρετίσματά τους. Είναι περήφανοι όπως και όλο το χωριό που έφτασες ψηλά».
«Δεν ξέχασα τον τόπο που γεννήθηκα. Επίσης θα θυμάμαι πάντα ότι ο αδελφός της μάνας σου, ο δάσκαλος, μού έμαθε τα πρώτα γράμματα», λέει μάλλον αδιάφορα ο Δημήτρης. Την ίδια ώρα από μέσα του βράζει. Με την άκρη του ματιού του κοιτάει τη Σόνια ενώ σκέφτεται πως η αναπάντεχη συζήτηση με τον υποψήφιο διδάκτορά του εδώ πρέπει να τελειώνει το συντομότερο. Ο Μενέλαος αντίθετα φαίνεται να έχει μεγάλη όρεξη για κουβέντα. Συνεχίζει τις ερωτήσεις:
«Αλήθεια, δάσκαλε, εσύ τελείωσες με τη δημοσίευση της μελέτης σου για το Θεώρημα του Φερμά; Τη χρειάζομαι για να σε παραπέμψω».
«Ναι, Μενέλαε. Η μελέτη μου δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα. Θα σού δώσω αντίτυπο».
«Έγραψα κι εγώ κάτι άλλο παράλληλα με τη διατριβή, δάσκαλε. Σού το φυλάγω για έκπληξη. Στον λίγο ελεύθερο χρόνο που έχω, γράφω. Δεν έκανα, βλέπεις, ακόμα οικογένεια… »
«Σοβαρά, Μενέλαε; Δεν έκανες δική σου οικογένεια;»
«Δυστυχώς ή ευτυχώς όχι. Δεν αποφάσισα, μάλλον δεν έτυχε, δεν ξέρω. Είχα αρκετές μεταθέσεις. Ηράκλειο, Αλεξανδρούπολη, Τρίπολη. Ευτυχώς, τώρα διορίστηκα στην Καλαμαριά, στο Λύκειο που ήθελα. Έτσι ελπίζω να τα καταφέρω να βάλω τη ζωή μου σε μια σειρά, να νοικοκυρευτώ
επιτέλους. Βέβαια, όσο περνούν τα χρόνια, όλο πιο δύσκολο το βλέπω. Τί λες; Θα με κερδίσει τελικά η επιστήμη;»
«Μακάρι να σε κερδίσει η επιστήμη, Μενέλαε! Πάντως η οικογένεια είναι απαραίτητη. Προσπάθησε να συνδυάσεις και τα δύο. Λοιπόν, θα ασχοληθώ με τη διατριβή σου άμεσα. Εφόσον όλα είναι εντάξει, θα έχεις πολύ σύντομα το τυπωθήτω’. Πρόσεχε, μη χάσεις τις προθεσμίες!» λέει βιαστικά και κάνει να απομακρυνθεί.
«Σ’ ευχαριστώ, δάσκαλέ μου, σ’ ευγνωμονώ!» απαντάει χαρούμενος ο Μενέλαος που τον ακολουθεί. Κοιτάζει με περιέργεια προς το αυτοκίνητο. Προσπαθεί να διακρίνει τη γυναίκα που κάθεται μέσα. Η Σόνια εξακολουθεί να μιλάει ασταμάτητα στο κινητό.
«Η κυρία στο αυτοκίνητο είναι σίγουρα η σύζυγος, ε;» ρωτάει τον Δημήτρη πλησιάζοντάς τον. «Σε παραδέχομαι, δάσκαλε! Πάντα είχες ωραίο γούστο στις γυναίκες!» γελάει ανοιχτόκαρδα… «Ήσουν ελεύθερος, θυμάμαι, όταν
αποφοίτησα. Μάς πήγαινες μαζί με συμφοιτητές και πάντα ωραίες, πρέπει να ομολογήσω, συμφοιτήτριες για καφέ, ουζάκια. Έμαθα έχεις επίσης δύο παλικάρια. Είσαι τυχερός!
Δεν θα με συστήσεις τώρα στη σύζυγο;»
«Ε…ε… Άσε καλύτερα», κομπιάζει ο Δημήτρης. Βλέπω ότι έχει σοβαρή συζήτηση στο κινητό. Κάτι προέκυψε και….
Κάποια άλλη φορά θα στη συστήσω… »
«Ήρθατε για ψαράκι εδώ;» επιμένει ο Μενέλαος. «Είναι εξαιρετικά! Εγώ περιμένω συμφοιτητές από το Πανεπιστήμιο. Σίγουρα τους γνωρίζεις. Έχουμε κανονίσει να συναντηθούμε ύστερα από τρία χρόνια. Μια που η σύζυγος μιλάει στο κινητό, είναι ευκαιρία να πούμε εμείς καμιά κουβεντούλα, έτσι για να περάσει η ώρα… »
«Ναι, ναι…», λέει αφηρημένα ο καθηγητής κοιτάζοντας εκνευρισμένος προς το αυτοκίνητο. Η Σόνια δεν μιλάει πια στο κινητό. Παρατηρεί και τους δύο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
«Ανήσυχο σε βλέπω, δάσκαλε! Συμβαίνει κάτι;» ρωτάει ο Μενέλαος που δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει την περιέργειά του.
« Όχι, όχι! Απολύτως τίποτα. Ε, ε,.,.δηλαδή ναι. Δευτέρα σήμερα! Τώρα το θυμήθηκα! Έχω ένα ραντεβού σε μισή ώρα στο Πανεπιστήμιο. Πρέπει να φύγουμε επειγόντως! Τα λέμε σύντομα. Μη χαθούμε… Έχω επίσης κάποια ερευνητικά προγράμματα, πιθανό να σε ενδιαφέρουν. Πέρασε την Πέμπτη το απόγευμα από το γραφείο να κουβεντιάσουμε. Γεια σου!» λέει κοφτά και κατευθύνεται με γρήγορα βήματα προς το αυτοκίνητο. Ο Μενέλαος δεν εννοεί να τον αφήσει ήσυχο.
«Δάσκαλε, στάσου λιγάκι! Μια που οι φίλοι μου δεν ήρθαν ακόμα, σύστησε με, επιτέλους, στη σύζυγο! Πότε θα έχω άλλη ευκαιρία να τη γνωρίσω;»
«Μα πρέπει να φύγουμε επειγόντως!» υπενθυμίζει απότομα ο Δημήτρης. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή η Σόνια ανοίγει την πόρτα. Βγαίνει από το αυτοκίνητο χαμογελώντας.
«Ποιος είναι ο κύριος; Δε θα μού τον συστήσεις, Δημήτρη;» ρωτάει με φανερή περιέργεια.
Ο Δημήτρης προχωρεί ανόρεχτος στις συστάσεις ύστερα από σύντομη σιωπή.
« Ε… ε… βέβαια, Σόνια μου. Ο κύριος Μενέλαος Διακάκης ήταν φοιτητής μου στη Φυσικομαθηματική. Άριστος, ταλέντο στα Μαθηματικά. Έχει πάρει βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς Μαθηματικών. Είμαι περήφανος γι’ αυτόν!
Η κυρία είναι η… σύζυγός μου», λέει μέσα στο στόμα του.
Μόλις ακούγεται.
«Μάλιστα, μάλιστα…», τονίζει με στόμφο τις λέξεις η Σόνια. Κοιτάζει τον Μενέλαο με ενδιαφέρον από πάνω μέχρι κάτω, από κάτω μέχρι πάνω σαν να τον ζυγίζει. Ωραίος άνδρας…’ σκέφτεται. ‘Ψηλός, πάνω από ένα ενενήντα. Γεροδεμένος, μαύρα μάτια, κατάμαυρα μαλλιά, χαριτωμένο μουστακάκι, περιποιημένο μουσάκι. Ακόμα και τα γυαλιά που φοράει ταιριάζουν με το στυλάκι του διανοούμενου που έχει. Μάλιστα…’ Φαίνεται φανερά ικανοποιημένη από την επισκόπηση. Χαμογελάει, απλώνει το χέρι της.
«Χαίρω πολύ, Μενέλαε!»
Εκείνος το πιάνει διατακτικά, αμέσως το σφίγγει μηχανικά. Έχει χάσει τη μιλιά του. Δεν πιστεύει στα μάτια του. Κάπου την έχει ξαναδεί αυτή τη γυναίκα… ‘Βέβαια…’, θυμάται. Είναι ολόιδια μ’ εκείνη που μόλις χθες Κυριακή πρωί, μάλωνε μέσα στον κατακλυσμό με μια άλλη γυναίκα στο απέναντι πεζοδρόμιο και μπήκε στη συνέχειά βιαστικά σ’ ένα αυτοκίνητο. Είναι ολόιδια με την πανέμορφη ηρωίδα της μικρής ιστορίας που εγώ σκάρωσα στο τάμπλετ περιμένοντας στο ζαχαροπλαστείο να κοπάσει η μπάρα. Είναι μπροστά μου τώρα αυτοπροσώπως, ολοζώντανη η ηρωίδα μου! Κατά διαβολική σύμπτωση εγώ της έδωσα το όνομα «Σόνια»! Ακριβώς το ίδιο όνομα που έχει και η σύζυγος του αγαπημένου μου δάσκαλου! Αυτό δεν είναι δυνατό να συμβαίνει στην πραγματικότητα! Ξεπερνάει ακόμα και την πιο τρελή φαντασία! Κάτι γίνεται στο σύμπαν!
Είναι απόλυτα σοκαρισμένος. Έχει συνεχώς καρφωμένα τα μάτια του πάνω της την ίδια στιγμή που στέκεται εκεί κοκαλωμένος, άφωνος μπροστά της.
Ο Δημήτρης αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Τον ζώνει ανησυχία. Για να σπάσει τη σιωπή ρωτάει δήθεν αδιάφορα:
«Γνωρίζεστε;»
«Δεν νομίζω», απαντάει η Σόνια. « Πρώτη φορά βλέπω τον κύριο». Απευθυνόμενη στον Μενέλαο λέει με έμφαση:
«Χαίρομαι πάρα πολύ να γνωρίζω ωραίους, ταλαντούχους επιστήμονες, με προοπτικές… Με ευχαριστεί ιδιαίτερα να γνωρίζω μαθηματικούς. Για φαντάσου! Δύο μέσα στην ίδια μέρα! Μέσα σε τόσο λίγη ώρα! Αυτό πια δεν είναι σύμπτωση! Δεν είναι τύχη! Αυτό είναι σκάνδαλο! Τί λες εσύ, Δημήτρη;» ρωτάει τον καθηγητή χαμογελώντας αινιγματικά τη στιγμή που σφίγγει συνθηματικά δύο φορές το μπράτσο του.
«Πάμε λοιπόν μέσα να τα πούμε με ησυχία οι τρεις μας;
Κρύωσα λιγάκι εδώ έξω», λέει ναζιάρικα. Τυλίγει πάνω από τη ζακέτα του υπέρ κομψού ταγιέρ της μία ολόμαλλη πασμίνα. «Γιατί στέκεστε και οι δύο μαθηματικοί μου κοιτάζοντάς με μαρμαρωμένοι, αμίλητοι; Ήπιατε ξαφνικά το “αμίλητο νερό”; Ουζάκι θα πάμε να πιούμε!»
Ο Μενέλαος προσπαθεί με κόπο να συνέλθει από το σοκ. Ο Δημήτρης εξακολουθεί να στέκεται αποσβολωμένος πλάι στο αυτοκίνητο. Τα έχει χαμένα πέρα για πέρα. Μάταια ψάχνει να βρει τρόπο να μπαλώσει την κατάσταση. Η Σόνια τον κοιτάζει με νόημα. Φαίνεται να διασκεδάζει με την
απροσδόκητη εξέλιξη που παίρνουν τα πράγματα. Αστραπιαία τον τραβάει έξω από το λαβύρινθο όπου τον στρίμωξε η ίδια. Τον αγκαλιάζει τρυφερά δίνοντάς του δίνει ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Τα χείλη της τα νιώθει πυρωμένο κάρβουνο. Λέει δήθεν σοβαρά με συγκατάβαση:
«Μη μού στενοχωριέσαι, αγάπη μου! Πήγαινε εσύ στο ραντεβού που… ξέχασες! Πάρε και το αυτοκίνητο. Ο καλός ο μαθητής σου, ο κύριος Διακάκης, φαντάζομαι πως δε θα έχει αντίρρηση να φάμε παρέα! Μην ξεχνάς, Δημήτρη, ότι ήρθαμε ν’ απολαύσουμε ψαράκι πλάι στη θάλασσα. Εγώ για
κανένα λόγο δεν σκοπεύω ν’ αλλάξω ούτε το πρόγραμμα ούτε τη διάθεσή μου. Τώρα, μάλιστα, που βρήκα ενδιαφέρουσα παρέα η διάθεσή μου έγινε ακόμη καλύτερη. Τα λέμε αργότερα κάποια στιγμή, χρυσέ μου! Γεια σου προς το παρόν και… πρόσεχε!» τον αποχαιρετάει πρόσχαρα και τον ξαναφιλάει τρυφερά, αυτή τη φορά στα χείλη.
Ο Δημήτρης αδυνατεί να πιστέψει όσα γίνονται. Ποιες επιλογές έχει, ο δόλιος; Μπρος γκρεμός πίσω ρέμα. Διστάζει για λίγο, ψελλίζει κάτι ούτε ξέρει τι. Μπαίνει σαν υπνωτισμένος στο αυτοκίνητο. Το παράξενο χαμόγελο της Σόνιας, απόλυτα εναρμονισμένο με το επίμονο βλέμμα της, μοιάζει
να κατευθύνει τις κινήσεις του. Δεν μπορεί να αντιδράσει καθόλου. Είναι αδύνατο να σκεφτεί οτιδήποτε. Μαρσάρει νευρικά, χάνεται γρήγορα στη στροφή. Καθώς οδηγεί προσπαθεί να παρηγορηθεί αναπνέοντας το μεθυστικό άρωμά της που είναι διάχυτο μέσα στο αυτοκίνητο – δυστυχώς μαζί
με τον διαβολεμένο τον καπνό! Οργισμένος ανοίγει διάπλατα όλα τα παράθυρα. Βάζει ραδιόφωνο, ανεβάζει ταχύτητα.

Στο μεταξύ ο Μενέλαος έχει βρει την ψυχραιμία που είχε χάσει εντελώς από το σοκ της απίστευτης συνάντησης. Αισθάνεται να πετάει στα σύννεφα, συνειδητοποιώντας ότι τόσο απλά κι ανέλπιστα η τρελή επιθυμία του να γνωρίσει την υπέροχη γυναίκα της… βροχής πραγματοποιείται!
Μοιραία ξαναεμφανίζεται μπροστά του η σαγηνευτική ξανθιά που τον βασάνιζε όλη τη νύχτα στον ύπνο του. Δε σκέφτεται αυτή τη στιγμή τίποτε άλλο. Αποφασίζει, επιτέλους, να αναλάβει δράση. Πηγαίνει παράμερα, μιλάει σιγανά στο κινητό. Η Σόνια το παίζει αδιάφορη, ενώ έχει τα αυτιά τεντωμένα για να ακούσει αυτά που λέει. «Πιάνει» ακριβώς ό,τι η ίδια θέλει ν’ ακούσει:
«Βασίλη, ήρθα στο ‘Μπάτη’, όπως είπαμε. Δυστυχώς είναι προσωρινά κλειστά για… επισκευές. Ειδοποίησε τους άλλους να μην κάνουν τον κόπο να έρθουν εδώ. Πάμε καλύτερα στο άλλο, στην Παραλία Επανωμής που λέγαμε. Πάτε
μάλλον εσείς! Εμένα ξεχάστε με! Προέκυψε κάτι απρόοπτο. Πρέπει να γυρίσω επειγόντως στη Θεσσαλονίκη. Συγγνώμη! Τα ξαναλέμε σύντομα. Δώσε τα χαιρετίσματα μου σε όλη την παλιοπαρέα. Γεια σου!»
Η Σόνια κρυφοχαμογελάει ικανοποιημένη. Προσποιείται ότι είναι απορροφημένη στην παρατήρηση πέντε-έξι γλάρων που πολεμάνε τον αέρα και προσπαθούν να πλατσουρίζουν στη θάλασσα. Η παρατήρηση της φύσης, της θάλασσας, των γλάρων σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα την άφηναν παγερά αδιάφορη. Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εντελώς ανεξήγητα έχει μια ευχάριστη, ανεπαίσθητα ρομαντική διάθεση. Κάτι ακαθόριστο, κάτι… που την τραβάει βρίσκει σ’ αυτόν τον ψηλό, αρκετά παράξενο τύπο…
Μια σύντομη στιγμή αμηχανίας μεσολαβεί. Ο Μενέλαος την πλησιάζει. Την ακουμπάει απαλά στην πλάτη για να την οδηγήσει στον ‘Μπάτη’. Ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει ότι βρίσκεται μόνος πλάι στην υπέροχη γυναίκα που μόλις χθες θαύμαζε από απόσταση. Το πρωί της Κυριακής λαχταρούσε να τρέξει κοντά της, αλλά δεν τόλμησε. Το ίδιο βράδυ την είδε στον ύπνο του. Φέρνει στο νου του το χθεσινοβραδυνό όνειρο. Την κυνηγούσε, λέει, σ’ ένα δρόμο κι αυτή ξεμάκραινε, όλο ξεμάκραινε… ώσπου χάθηκε. Να τη λοιπόν!
Σήμερα παρουσιάζεται ακόμα μια φορά ουρανοκατέβατη μπροστά του και δεν είναι φαντασίωση. Είναι αληθινή! Αυτός, ο μοναχικός, άτολμος άνθρωπος βρίσκεται στην πραγματικότητα έξαφνα πλάι σε μία θεά. Τώρα δεν πρόκειται για όνειρο! Η θεά ήρθε η ίδια να τον συναντήσει! Την αγγίζει, την ακουμπάει. Είναι ολοζώντανη! Σε λίγο θα φάνε παρέα μόνοι οι δυο τους… Απίστευτο!
Δυστυχώς, για εκείνον, η θεά είναι σύζυγος του αγαπημένου του δάσκαλου! Αυτό κι αν είναι σοκαριστικό! Τραγική ειρωνεία! Από όλες τις γυναίκες του κόσμου η γυναίκα του Αναγνωστόπουλου έπρεπε να βρεθεί μπροστά μου; Τί να κάνω τώρα, πώς να το χειριστώ;’ αναρωτιέται πελαγωμένος.
Καθώς την αγγίζει νιώθει αναστατωμένος. Να είναι η απαλή υφή από το ύφασμα του υπέρκομψου ταγιέρ της;
Από τη ζεστή πασμίνα της; Μήπως το υπέροχο άρωμα με μυρωδιά σανταλόξυλου και μανόλιας που την τυλίγει; Σαστίζει για μια στιγμή. Αμέσως συγκεντρώνεται. Προσπαθεί να ξαναβρεί την ψυχραιμία του.
Προχωρούν προς ένα τραπέζι με θέα στη θάλασσα. Ο Μενέλαος τραβάει την καρέκλα για να τη διευκολύνει να καθίσει, αλλά…
«Αα! Καθόλου δε μ’ αρέσει εδώ. Απαίσια μυρωδιά, τηγανίλα. Όχι, όχι! Θα μυρίσουν τα ρούχα μου, τα μαλλιά μου», λέει αναστατωμένη η Σόνια. Τινάζει ναζιάρικα προς τα πίσω το τσουλούφι που μισοκρύβει το μέτωπό της. «Μού κόπηκε η όρεξη. Πάμε να φύγουμε! Δεν αντέχω τις μυρωδιές της κουζίνας!»
Ο Μενέλαος τώρα πια αισθάνεται να μπλοκάρει το μυαλό του εντελώς. Μέχρι να σοφιστεί πώς να αντιδράσει, η Σόνια τον αιφνιδιάζει με την πρότασή της:
«Το βρήκα! Δεν πάμε στο Πανόραμα; Έχω διαμορφώσει το ισόγειο της βίλας του συζύγου μου, ναι καλά άκουσες, αγαπητέ Μενέλαε, του συζύγου μου, σε στούντιο. Ποιο στούντιο, διακόσια είκοσι μέτρα είναι!» γελάει δυνατά. Δείχνει περήφανη για το απόκτημά της. Καθώς τον κοιτάζει χαμογελάει πονηρά. Στη συνέχεια λέει στα ίσια:
«Ναι, Μενέλαε! Δεν φαντάζομαι να το έχαψες ότι ο Δημήτρης, ο αγαπημένος σου δάσκαλος, όπως τον λες, είναι ο άντρας μου! Υπέθεσα πως κάτι θα κατάλαβες, τουλάχιστον μού ’δωσες την εντύπωση ότι είσαι έξυπνος άνθρωπος! Έλα! Μη με κάνεις τώρα ν’ αλλάξω γνώμη για τους μαθηματικούς!»
Ο Μενέλαος την ακούει εμβρόντητος. Για μια στιγμή διστάζει. Γρήγορα παίρνει στροφές. Τον δισταγμό του ακολουθεί μακρύς αναστεναγμός ανακούφισης.
«Ααχ! Δόξα τον Θεό! Δε θα το άντεχα να ήσουν γυναίκα του αγαπημένου μου δάσκαλου». Το πρόσωπό του τώρα λάμπει ολόκληρο.
«Μα βέβαια… Κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δεν ταίριαζε, κάτι… Τώρα νιώθω επιτέλους απελευθερωμένος. Τώρα αναπνέω, βγάζω φτερά! Πάμε όπου θέλεις, Σόνια! Στο στούντιο, στο βουνό, στη θάλασσα, στην πόλη, στην ερημιά, όπου… όπου πεις. Φτάνει να με αφήσεις να είμαι κοντά σου, να είμαι μαζί σου. Θεέ μου! Αναπάντεχη ευτυχία! Ο Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, ο αγαπημένος μου δάσκαλος δεν είναι σύζυγός σου! Πόσο ξαλάφρωσα! Θέλω να φωνάξω, θέλω να τραγουδήσω, να τρέξω, να…να…να… »
Η Σόνια τον παρατηρεί αμίλητη. Το αινιγματικό χαμόγελο που διαγράφεται στα καλογραμμένα, μισάνοιχτα χείλη της τον σταματάει απότομα.
«Πω, πω, παρασύρθηκα!» λέει αυτός σε απολογητικό ύφος. «Σίγουρα σκέφτεσαι πως είμαι τρελός ή κάτι τέτοιο. Με συγχωρείς, είμαι πολύ αυθόρμητος. Έτσι και καταφέρω να ξεπεράσω την επιφυλακτικότητα που με χαρακτηρίζει, δεν μπορώ να κρύψω τα συναισθήματά μου ούτε προσπαθώ
να τα αποσιωπήσω. Μού βγαίνουν, είναι αδύνατο να τα σταματήσω. Με κοροϊδεύεις, ε; Πώς φαίνομαι; Αστείος; Γελοίος; Πες κάτι, σε παρακαλώ, σε ικετεύω! Μη με βάζεις στη δοκιμασία να μαντεύω τις σκέψεις σου. Χαμογελάς! Το χαμόγελό σου είναι σαγηνευτικό! Με τρελαίνει! Ωχ! Το είπα επιτέλους! Ησύχασα… Μήπως σε ζάλισα με τη φλυαρία μου; Πες μου!»
Σύντομα φθάνουν στο αυτοκίνητο του Μενέλαου, μπαίνουν μέσα. Εκείνος ξεκινάει χωρίς να χάνει δευτερόλεπτο.
«Μίλα μου τώρα εσύ, Σόνια! Υπόσχομαι πως εγώ θα ξαναμιλήσω μονάχα όταν μού δώσεις την άδεια. Λέγε, ποια είσαι επιτέλους; Με ποιο δικαίωμα μπαινοβγαίνεις έτσι ξαφνικά στη ζωή μου; Γιατί με αναστατώνεις; Πες κάτι, σε παρακαλώ! Μίλησέ μου. Ποιά είσαι;»
«Γλυκέ μου Μενέλαε! Χαριτωμένα τα λες!» απαντάει ατάραχη. «Εγώ λοιπόν, σε βλέπω, σε νιώθω λιγάκι ταραγμένο. Ξέρεις φαντάζομαι, πως όταν κάποιος είναι ταραγμένος, αναστατωμένος να πω καλύτερα, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στην οδήγηση. Παρά λίγο να περάσεις με κόκκινο ή δεν το πήρες είδηση; Συγκεντρώσου επιτέλους στο τιμόνι! Βάλε απαλή μουσική να ηρεμήσεις. Ας απολαύσουμε τη διαδρομή με το αυτοκίνητο μένοντας σιωπηλοί. Έχουμε καιρό να κουβεντιάσουμε, να πούμε ό,τι θέλουμε. Για σένα, για μένα, για διάφορα άλλα που ίσως έχουμε κοινά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά να… έχω ένα προαίσθημα, πως θα τα πάμε καλά οι δυο μας. Πάρα πολύ καλά θα έλεγα! Προτείνω να μη βιαζόμαστε την ώρα αυτή. Εγώ θα μισοκλείσω τα μάτια μου, θα χαλαρώσω, θα φανταστώ διάφορα… Εσύ τα δικά σου μάτια καρφωμένα στο δρόμο, την προσοχή σου στο τιμόνι! Μη σκέφτεσαι τίποτε άλλο. Άστα σε μένα αυτά…»
«Εύκολο να το λες, Σόνια! Πώς να κοιτάζω ίσια στο δρόμο; Εγώ ταυτόχρονα θέλω να κοιτάζω πλάγια, για να βλέπω εσένα! Δεν μού φτάνει να κάθεσαι πλάι μου. Θέλω ταυτόχρονα να μπορώ να σε βλέπω. Πώς να το πετύχω αυτό;
Θα αλληθωρίσουν τα δυο τα μάτια μου. Θα πάθουν κράμπα, μπορεί να στραβώσουν για πάντα! Αλήθεια, πώς θα φαίνομαι αν κοιτάζω μόνο στα πλάγια;» Γυρίζει το κεφάλι προς τη Σόνια αλληθωρίζοντας. Είναι πραγματικά αστείος. Αυτή γελάει αυθόρμητα. Αμέσως συγκρατείται, σοβαρεύει.
«Μενέλαε! Θέλεις να τρακάρουμε;» ρωτάει ανήσυχη ενώ τον ακουμπάει με το δάχτυλο απαλά στο μάγουλο για να σπρώξει το κεφάλι του σε ίσια θέση. «Λοιπόν, δεν σού επιτρέπω να μιλάς, παρά μόνον όταν θα φτάσουμε. Ησύχασε! Οδήγα αμίλητος αλλιώς θα με κάνεις να θυμώσω».
«Ωραία λοιπόν!», δηλώνει αυτός με σοβαρότητα. «Μέχρι να φτάσουμε δεν θα ξαναμιλήσω σ’ εσένα. Μπορώ όμως να μιλάω στον εαυτό μου, να παραμιλάω δηλαδή. Να μού λέω πόσο χαρούμενος νιώθω που κάθομαι δίπλα σου. Να
μού φωνάζω πόσο ευτυχισμένος είμαι αναπνέοντας τον ίδιο αέρα με σένα! Να χαϊδεύω το μάγουλό μου που έχει πάνω του το θεϊκό άγγιγμά σου… Να διατυπώνω ψιθυριστά την υποψία μου ότι σύντομα θα σε ιδώ πώς θα είσαι όταν θυμώσεις… Μη θυμώσεις Σόνια! Σε ικετεύω! Ορκίζομαι πως θα
ξαναμιλήσω μόνο όταν θα μπούμε στο σπίτι σου. Είμαι χίλια τα εκατό, ένα εκατομμύριο τα εκατό σίγουρος, ότι θα έχουμε πάρα πολλά να πούμε οι δυο μας. Ένα μονάχα, τελευταίο, θα πω. Ο δρόμος μοιάζει ατέλειωτος. Μήπως πήραμε κατά λάθος το δρόμο για Αθήνα; Για Παρίσι, για Βιέννη; Δε θα
ήταν άσχημα, τι λες;»
Η Σόνια ξεροβήχει. Η φλυαρία του αρχίζει να την κουράζει. Σφίγγει τα χείλη της. Τον κοιτάζει με τα βελούδινα μαύρα μάτια της μ’ έναν τρόπο που τον μαγεύει, τον παραλύει. Νιώθει εκείνη τη στιγμή να τον σφάζουν. “Πώς είναι
δυνατόν να σε σφάζει το βελούδο;” αναρωτιέται. Αποφασίζει να ράψει, επιτέλους, το στόμα του.

.

Για τα «Σαράντα» που πέρασαν, τα «Τριμηνα»
ίσως για το «Ετήσιο» (2018)

Γι’ αυτούς που επέζησαν από τη φωτιά στο Μάτι και γι’ άλλους …

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Η αγάπη μου γενικά για τη ζωή, την όποια ζωή οποιουδήποτε, παραμένει ακέραιη και αστείρευτη, σε πείσμα της αρκετά περασμένης ηλικίας μου. Αυτή η αγάπη, που αγκαλιάζει αυθόρμητα ανθρώπους που “δοκιμάζονται”, με
ώθησε, στο άγνωστο για μένα και επικίνδυνο μονοπάτι, να μοιραστώ τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου.
Νιώθω βαρύ το χρέος απέναντι στα θύματα της πρόσφατης τραγωδίας, που διαδραματίστηκε στην Αττική και ιδιαίτερα στο Μάτι.
Παρόλο που ζω μακριά, “τους ανθρώπους εκεί τους νιώθω φίλους μου.
Διαβάστε τα γραφόμενά μου όχι σαν επιτάφιο μονόλογο.
Δείτε τα σαν πρόκληση για ένα ατέρμονα διάλογο προοπτικής.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

…/…

Αφουγκράζομαι. Απόλυτη ησυχία, άκρα σιωπή. Σκύβω και προσπαθώ να ιδώ ανάμεσα από τα κάγκελα. Βλέπω στο βάθος του κήπου ένα σπίτι. Καλοχτισμένο, φροντισμένο, όμορφο, κάτασπρο, το πίσω μέρος του όμως είναι κατάμαυρο. Μοιάζει να κόλλησε κάποιος στο σπίτι αυτό ένα κομμάτι από άλλο σπίτι. Λες κι έγινε εδώ λάθος στο στήσιμο του σκηνικού. Κολλήθηκε κάτι εκεί όπου δεν ταίριαζε. Σφηνώθηκε το μαύρο σπίτι μέσα στο άσπρο κατά λάθος.
Λάθος. Πόσα λάθη αμέτρητα, συσσωρευμένα, στριμωγμένα εδώ στον παραδεισένιο ως χθες τόπο. Αμέτρητα τα λάθη, που πλανιώνται ακόμα στον αέρα. Στους σχεδιασμούς, στους υπολογισμούς, στους χειρισμούς. Νιώθω να πνίγομαι γιατί τα ορατά αποτελέσματά τους “βαραίνουν” την ατμόσφαιρα, μου δυσκολεύουν την αναπνοή. Την αναπνοή, που έτσι κι αλλιώς γίνεται τόσο δυσάρεστη, από την έντονη, τη διάχυτη παντού μυρωδιά του “καμένου”.
Ξανακοιτάζω μέσα από τα κάγκελα του κήπου. Δεν κάνω θόρυβο. Φοβάμαι μην τύχει και ξυπνήσω κάποιον ενώ κανένας δεν υπάρχει εδώ. Κανένας. Μονάχα κάποια παιγνίδια πεταμένα στην αυλή. Ένα φορτηγό αυτοκινητάκι, μια ταλαιπωρημένη κούκλα, κάποια κουβαδάκια και φτυαράκια παραδίπλα, μια μπάλα και… νεκρική σιγή. Αυτή είναι απόλυτη. Εδώ, παραδίπλα, απέναντι, πιο πέρα, μακρύτερα, πιο κάτω ως τ’ θάλασσα.
Προχωράω στο ανηφοράκι, στον διπλανό στενό δρόμο. Πόσα παράταιρα σκηνικά στη σειρά κι εδώ.. Καμένα αυτοκίνητα στέκουν παρατημένα πλάι σ’ ένα σχεδόν άθικτο από τη φωτιά κυπαρίσσι. Αφημένη μισάνοιχτη η εξώθυρα κάποιου σπιτιού, που φαίνεται έρημο. Παραπεταμένες πρόχειρες αποσκευές πιο πάνω. Πώς να τις κουβαλούσαν άνθρωποι κυνηγημένοι από τη φωτιά όταν βίαια θα συνειδητοποίησαν πως έπρεπε να τρέξουν για να γλιτώσουν μόνο τη ζωή τους. Γίνονται τότε αστραπιαία οι όποιες αποσκευές, τα
όποια “πράγματα” τόσο ασήμαντα, τόσο άχρηστα.
Κάθομαι τώρα σ’ ένα πεζουλάκι. Είμαι ολομόναχη για ώρες χωρίς νερό, φαγητό, χωρίς τίποτα. Μου φαίνεται πως δεν τα χρειάζομαι αυτά. Το μόνο που έχω ανάγκη είναι να βρίσκομαι εδώ. Να παρατηρώ, να αφουγκράζομαι, να γράφω, να γράφω ασταμάτητα.

…/…

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΟΥΖΑΡΑ

BOOKIA 8/11/2021

Η Μαίρη Πετρολιά – Αμανίτη γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Αμερικανικού Κολλεγίου «Ανατόλια». Πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Δημοσίου Δικαίου της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Ως μέλος του Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού του Τμήματος Νομικής στην έδρα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου επί σειρά ετών, δίδαξε Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Κατά τη διάρκεια της θητείας της εκεί, έγραψε σημαντικές ειδικές νομικές μελέτες Δημοσίου Διεθνούς, καθώς και Δημοσίου Δικαίου γενικότερα. Μεταξύ αυτών «Ο Γενικός Γραμματεύς του ΟΗΕ. Καταστατικαί Προβλέψεις και Πρακτική Εφαρμογή του Θεσμού», «Το Νομικόν Καθεστώς της Μουσουλμανικής Μειονότητος της Θράκης», «Η Ένωσις της Αλβανίας με την Ελλάδα και το Νομικόν Καθεστώς των Σχέσεων Ελλάδος και Αλβανίας κατά την Διάρκειαν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και Εντεύθεν», «Η Νησιωτική Υφαλοκρηπίδα κατά το Δημόσιον Διεθνές Δίκαιον της Θαλάσσης. Το Ζήτημα της Υφαλοκρηπίδας των Νήσων του Αιγαίου», «Η Ισότητα της Ψήφου», «Η Ευρωπαϊκή Σύμβασις Προστασίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επιτρεπόμενοι περιορισμοί των Διασφαλιζομένων Δικαιωμάτων» κ.ά.

Πρώτη ενασχόλησή της με μη νομικά κείμενα είναι το «Για τα σαράντα που πέρασαν, τα ‘Τρίμηνα’, ίσως για το ‘Ετήσιο’. Γι’ αυτούς που επέζησαν από τη φωτιά στο Μάτι και γι’ άλλους», Θεσσαλονίκη 2018.

Ακολούθησε το Μυθιστόρημα «Μέλλον μου είναι το παρόν», Θεσσαλονίκη 2019, Εκδόσεις Μέθεξις.

Το νέο σας βιβλίο το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέθεξις, έχει τίτλο «Η μάσκα της Γελλώς». Δανειστήκατε το όνομα από την Ελληνική Μυθολογία. Για ποιους λόγους έγινε αυτό και για ποιους λόγους επιλέχθηκε η Γελλώ;

Οι γυναίκες-τέρατα της Ελληνικής Μυθολογίας, οι μύθοι και οι δοξασίες που αναφέρονται σε αυτές, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τη Γελλώ, ως μια από τις λιγότερο γνωστές, την είδα σαν πρόκληση, όταν διαπίστωσα πως ήδη κατά την αρχαιότητα αναφέρεται σε ποιήματα της Σαπφώς. Από τότε μέχρι και σήμερα, ειδικά σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας, όπως π.χ. στις Κυκλάδες και σε απομακρυσμένα χωριά της νότιας Κρήτης, εξακολουθούν να ισχύουν δοξασίες που την αφορούν. Η ύπαρξή της απασχόλησε αρκετά Γερμανούς, κυρίως, κλασικούς φιλοσόφους και ποιητές, πχ τον Γκαίτε. Η απεικόνιση της μορφής της, σε αντίθεση με εκείνες άλλων γυναικών-τεράτων, όπως είναι π.χ. η Μέδουσα, οι Ερινύες, οι Άρπυες κλπ, είναι σχεδόν ανύπαρκτη.

Η Γελλώ, την οποία η Σαπφώ χαρακτηρίζει «άωρη νεκρή» καθώς πέθανε άτεκνη σε νεαρότατη ηλικία, θεωρείτο κατά την Ελληνική Μυθολογία η προσωποποίηση του μίσους ενάντια σε νεογέννητα βρέφη. Για τον λόγο αυτό την επέλεξα ως την καταλληλότερη για την υπόθεση του μυθιστορήματός μου τραγική μυθική φιγούρα. Την οδήγησα με τη φαντασία μου να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στη ζωή της κεντρικής ηρωίδας μου, της Ευτυχίας.

Το μυθιστόρημα παρουσιάζει πολλές ζωές στην πορεία του χρόνου, με τέτοιο τρόπο που μπορούμε μέσω της ανάγνωσης σκέψεων, επιστολών κλπ να κατανοήσουμε σε βάθος τους ήρωες. Οι ήρωες που ενώ είναι απλοί και καθημερινοί, παλεύουν στη δίνη της πολυπλοκότητας των σχέσεών τους. Είναι τελικά τόσο δύσκολες οι ανθρώπινες σχέσεις;

Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι, νομίζω, οι πιο δύσκολες εξισώσεις που καλείται να λύσει στη διάρκεια της ζωής του ο άνθρωπος, ως όν κατεξοχήν κοινωνικό. Τόσο εξωγενείς παράγοντες, όπως πχ ο χρόνος, τα γεγονότα, το περιβάλλον, οι συγκυρίες κλπ όσο και η ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων, επηρεάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις καθοριστικά. Οι συνέπειες στην πλειονότητά τους είναι απρόβλεπτες, συχνά αδόκητες, από ευχάριστες έως εξαιρετικά δυσμενείς.

Χωρίς να έχω καμία σχέση με την επιστήμη της Ψυχολογίας, παιδιόθεν με απασχολούσε η παρατήρηση που αφορούσε τις σχέσεις των ανθρώπων. Καταγράφονταν στο μυαλό μου λέξεις, κινήσεις, καταστάσεις χωρίς να το επιδιώκω. Μιλούσα λίγο, έβλεπα πολύ, σε βάθος. Έκανα συνειρμούς, προβληματιζόμουν.

Πολλές από αυτές τις παρατηρήσεις μου θα τις συναντήσει ο αναγνώστης να αναπτύσσονται στο μυθιστόρημά μου. Αναφέρω χαρακτηριστικά τις λυκοφιλίες. Τον περασμένο αιώνα διεδραμάτιζαν σημαντικότατο ρόλο στις αθρώπινες σχέσεις στο πλαίσιο μικρών, κλειστών κοινωνιών, όπου η έξωθεν ενημέρωση ήταν στα πρώτα της βήματα (ένα ραδιόφωνο για ολόκληρο χωριό).

«Η μάσκα της Γελλώς», ένα βιβλίο, το οποίο πραγματεύεται τις αστείρευτες δυνάμεις που κρύβουμε μέσα μας, ένα βιβλίο που «μιλά δυνατά» για τη διαφορετικότητα. Για ποιους λόγους επιλέξατε να μιλήσετε για αυτό το θέμα;

Τι πιο σύνηθες από τη διαφορετικότητα; Όλοι δεν είμαστε διαφορετικοί από τον άλλον; Η διαφορετικότητα είναι ο αρχαιότερος σύντροφος του ανθρώπου, άσχετα από το γεγονός ότι στις μέρες μας ασχολούμαστε εντονότερα με τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό εκφάνσεών της. Αυτό παρατηρείται στις ανεπτυγμένες κυρίως, κοινωνίες που έχουν επιτύχει, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο να αντιμετωπίζουν τα βασικά προβλήματα των μελών τους.

Στη δεκαετία του 50, στην οποία ανάγονται τα πρώτα, κυρίως, κεφάλαια του μυθιστορήματος, η διαφορετικότητα όπως την εννοούμε σήμερα είχε περιεχόμενο ιδιαίτερα στενό. Περιοριζόταν σε περιπτώσεις που «έβγαζαν μάτι», όπως θα λέγαμε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συγκεκριμένα σε απομονωμένες κοινωνίες ανθρώπων με στοιχειώδη μόρφωση και περιορισμένες για τους περισσότερους δυνατότητες επικοινωνίας με τον ευρύτερο κόσμο, η διαφορετικότητα ήταν συνώνυμη με το κακό, ενέπνεε φόβο, πρόσφερε έδαφος για να ευδοκιμήσει το μίσος. Αυτά και άλλα παρεμφερή συναισθήματα που νιώθει ο άνθρωπος σε πολλές φάσεις της ζωής του, με ενδιαφέρουν. Με προκαλούν. Τα προσεγγίζω από διαφορετικές οπτικές γωνίες δια μέσου των απλών, συνηθισμένων ή μη, χαρακτήρων του μυθιστορήματός μου.

Ένα βιβλίο επίσης που πραγματεύεται την αποδοχή, την αγάπη σε όλες της τις εκφάνσεις, τα ανθρώπινα όρια, τις αντοχές. Υπάρχουν σημεία που αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα, βιώματα, ακούσματα ή μήπως ολόκληρη η πλοκή είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας;

Η αγάπη σε όλες τις εκφάνσεις της, η αποδοχή, οι αντοχές, τα ανθρώπινα όρια είναι έννοιες συνυφασμένες με τη ζωή μας. Σε αρκετά σημεία του μυθιστορήματος χρησιμοποίησα κυρίως εικόνες, καθώς και ακούσματα που έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Ως σύλληψη το μυθιστόρημά μου «Η μάσκα της Γελλώς» είναι πέρα για πέρα αποτέλεσμα μυθοπλασίας. Μου αρκεί μια λέξη για να στήσω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Εν προκειμένω, η λέξη-κλειδί ήταν η συνηθισμένη λέξη: «ευτυχία». Κέντρισε το μυαλό μου όχι σαν η πολυσυζητημένη γνωστή έννοια. Τη σκέφτηκα ως γυναικείο όνομα. Με απασχόλησε ως ένα θηλυκού γένους άτομο που ονόμασα Ευτυχία. Συγκεκριμένα, συνάντησα κάποτε μια γυναίκα με το όνομα Ευτυχία. Δεν ανταλλάξαμε ούτε μία λέξη, τυπώθηκαν όμως στη μνήμη μου δύο στοιχεία που την αφορούσαν: Η εξαιρετική μαχητικότητα που διέθετε και η φοβερή ασχήμια της.

Από τη στιγμή που έφερα στο νου μου την εικόνα της, το μυθιστόρημα είχε ήδη πάρει τον δρόμο του.

Οι ήρωες παλεύουν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο, ένα κόσμο ο οποίος αλλάζει με βραδείς ρυθμούς. Παρακολουθούμε μια κοινωνία, η οποία σε κάποια θέματα δεν έχει σημαντικές διαφορές από τη δική μας. Μια κοινωνία, της οποίας ο νους σε ο,τι αφορά το ξένο δεν εξελίχτηκε και πολύ. Θεωρεί ακόμη – σε μεγάλο βαθμό, όπως στις πρωτόγονες κοινωνίες – το καθετί ξένο εχθρικό και το κάθε διαφορετικό, μιαρό. Πόσο εύκολο είναι αυτό να αλλάξει;

Πόσο εύκολο είναι να αλλάξουν τα πηγαία συναισθήματα των ανθρώπων; Στις προηγμένες κοινωνίες, σε μια από τις οποίες έχουμε την τύχη να ζούμε και εμείς, η αλλαγή στην αντιμετώπιση του «ξένου ως εχθρικού και του κάθε διαφορετικού ως μιαρού», συντελείται με διαβαθμισμένη ταχύτητα. Σε ορισμένες χώρες και περιοχές η αλλαγή είναι ταχεία, σε άλλες εξελίσσεται με βραδύτατους ρυθμούς, αλλού παρατηρούμε να εκδηλώνονται ανησυχητικά έως απογοητευτικά πισωγυρίσματα.

Εάν και εφόσον ο ρυθμός αλλαγής της κοινωνίας εναρμονιστεί παντού, τότε θα αλλάξει δραστικά η αντιμετώπιση του διαφορετικού ως εχθρικού ή μιαρού. Εύχομαι στο απώτερο μέλλον αυτό να πραγματοποιηθεί. Το βλέπω δυσχερές να επιτευχθεί στο εγγύς μέλλον.

Το ατύχημα της Ευτυχίας -αν κατά κάποιο τρόπο υπήρξε ανάληψη ευθύνης – είναι ένα γεγονός που συνήθως αντίστοιχά του «βαπτίζονται» από την κοινωνία με φράσεις όπως: «Έβαλε ο διάολος το ποδάρι του», «κακιά στιγμή», «βρέθηκε σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή». Εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως για να ονομαστεί ο αποδιοπομπαίος τράγος, να κουβαλήσει εκείνος τη δική μας αμέλεια ή έλλειψη προσοχής. Είναι το γεγονός αυτό δείκτης μιας κοινωνίας η οποία αρνείται να ενηλικιωθεί με όλα τα επακόλουθα που ταλανίζουν την καθημερινή μας ζωή;

Το όγδοο κεφάλαιο του μυθιστορήματός μου αναφέρεται εκτενώς σε μια από τις εκφράσεις που επισημαίνετε. Συγκεκριμένα έχει τίτλο «Κακιά στιγμή».

Ο όρος «ενηλικίωση» μιας κοινωνίας είναι ευρύτατος και σε μεγάλη έκταση υποκειμενικός. Μην ξεχνάμε, ότι οι σοβαρότερες αξιόποινες πράξεις ανέκαθεν διαπράττονται από ενηλίκους. Εγώ θα επιμείνω στην ανάληψη ευθύνης. Η ανάληψη ευθύνης ειδικά για ατυχήματα, όπως εκείνο που σημάδεψε τη ζωή της Ευτυχίας, προϋποθέτει θάρρος και δύναμη ψυχής από εκείνον που την αναλαμβάνει. Παρόμοιες ιδιότητες συνήθως, δεν χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία των ανθρώπων.

H Alison Miller – ψυχολόγος – σε κάποια από τα βιβλία της μίλησε για ένα πρόσωπο το οποίο παρουσιάζεται την κατάλληλη στιγμή στη ζωή ανθρώπων που βρίσκονται σε δύσκολες καταστάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ευτυχίας, η θεία της η Γιολάντα, η οποία ζούσε στο «περιθώριο» της οικογένειάς της. Ο άνθρωπος αυτός, λειτουργεί ως κυματοθραύστης, ως ασφαλές λιμάνι. Αποστολή του -δίχως να το γνωρίζει- είναι να δώσει την αγάπη που λείπει, τη ζεστασιά, την αποδοχή, την αγκαλιά και το πρώτο φύσημα, ώστε το άτομο να πιστέψει στον εαυτό του και να βρει το δρόμο που τελικώς του αξίζει. Υπήρξε κάποιος τέτοιου είδους άνθρωπος στην πορεία της δικής σας ζωής;

Ο «από μηχανής θεός» ενυπάρχει στη φύση του ανθρώπου ως αδύναμου όντος. Η ηρωίδα μου Ευτυχία, παρά τη φοβερή ατυχία της στάθηκε στη ζωή της τυχερή, όπως ομολογεί η ίδια. Αρκετοί άνθρωποι τη στήριξαν και τη βοήθησαν. Μια από τους σημαντικότερους ήταν και η πληγωμένη ψυχικά θεία της, η Γιολάντα.

Όσον αφορά στη δική μου τη ζωή, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας, σημειωτέον, το έχω ήδη διανύσει, ελάχιστα ενδιαφέρει, νομίζω, εάν σημειώσω ότι στην πορεία της στηρίχτηκα κυρίως στον εαυτό μου, όσο και αν θεωρηθεί αυτό εγωιστικό. Στον εαυτό της στηρίχτηκε πρώτιστα και η Ευτυχία, έστω και αν στο τέλος ένιωσε το βάρος ασήκωτο.

Η γνώμη των άλλων είναι κάτι που απασχολεί σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο τις μικρές κοινωνίες που παρουσιάζει το βιβλίο. Πολλές φορές η αποδοχή τέτοιου είδους κοινωνικών συμβάσεων επηρεάζει ακόμη και την εκδήλωση της γονικής αγάπης, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό. Για ποιους λόγους κατά τη γνώμη σας γίνεται αυτό, ενώ θα έπρεπε η γονική αγάπη να είναι δεδομένη, απαλλαγμένη από κάθε είδους αντίτιμο, ανιδιοτελής, αστείρευτη και άνευ όρων; Μια «πελώρια μοναδική αγκαλιά αγάπης» όπως γράφετε χαρακτηριστικά σε κάποιο σημείο του βιβλίου;

Η γονική αγάπη πρέπει, και ορθά, να είναι απαλλαγμένη από κάθε είδους αντίτιμο. Να παραχωρείται και να εκδηλώνεται ανεπηρέαστη από τη γνώμη τρίτων, και τη θεώρηση που αυτοί εξωτερικεύουν, ιδιαίτερα όταν συντρέχουν καταστάσεις οι οποίες αφορούν σε τραγικά γεγονότα όπως περιγράφονται στο βιβλίο. Η ψυχοσύνθεση κάθε ανθρώπου, συγκεκριμένα κάθε μάνας είναι όμως διαφορετική. Νομίζω ότι η ζωή, οι αντιδράσεις και ο ψυχικός κόσμος της Σταυρούλας ως μητέρας προσφέρουν ευρύ πεδίο ενασχόλησης για ψυχολόγους. Την τοποθετώ ανάμεσα στους βασικούς ήρωες του μυθιστορήματός μου. Ως πρόσωπο αδύναμο, εξαρτημένο από τη θρησκεία και το ερωτικό πάθος, έδρασε με τρόπο που θεωρώ απόλυτα συμβατό με τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά της.

Εκτός από την πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή, εντύπωση προκαλούν οι εξαιρετικές περιγραφές των τόπων. Είχατε επισκεφτεί τη Σύρο ή την Αντίπαρο πριν τη συγγραφή; Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος που επιλέχτηκαν τα νησιά αυτά ή μήπως απλώς βοηθούσε την πλοκή;

Επισκέφτηκα τη Σύρο για πρώτη φορά πριν είκοσι πέντε περίπου χρόνια. Απέπνεε έναν ιδιαίτερο αέρα αρχοντιάς. Με μάγεψε. Ακολούθησαν και άλλες επισκέψεις. Κάθε φορά ανακάλυπτα κάτι καινούργιο, με περίμενε άλλη μια έκπληξη.

Το αντιστάθμισμα στη χαμένη ομορφιά της Ευτυχίας ήταν η εκπαίδευση. Αυτή κάλλιστα μπορούσε να της την εξασφαλίσει η ιδιαίτερη πατρίδα του ανοιχτόμυαλου πατέρα της που ήταν -συμπτωματικά- η Ερμούπολη. Όσο για την περιγραφή της θεωρώ ότι μπορεί να την πετύχει ο καθένας. Εμπνέει, βλέπετε. Εμπνέει… Στην Αντίπαρο πήγα το χίλια εννιακόσια πενήντα εννέα, ύστερα από ολιγοήμερη παραμονή στην Πάρο. Ήταν ένας πανέμορφος, αλλά σχεδόν άγνωστος προορισμός εκείνη την εποχή. Με συνεπήρε η περιορισμένη έκτασή της, το παράξενο συναίσθημα του να βρίσκεται κάποιος πολύ κοντά και ταυτόχρονα πολύ μακριά από τα αναγκαία. Γράφοντας το μυθιστόρημα ήρθε στο νου μου ως το πλέον κατάλληλο αρχικό πεδίο δράσης των απλών ανθρώπων -ηρώων του μυθιστορήματος- λόγω της απομόνωσής της.

«Η μάσκα της Γελλώς» είναι ένα βιβλίο που παρά τον όγκο των σελίδων -περίπου 550- σε καμία περίπτωση δεν κουράζει τον αναγνώστη, είναι ένα βιβλίο, μια πλοκή, που δίνει ζωή στην ιστορία που αφηγείται. Πόσο εύκολο είναι να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, τι είδους αποτέλεσμα είναι;

Διαφωνώ ριζικά ως προς την τάση να γράφονται όλο και πιο μικρά σε έκταση μυθιστορήματα με άλλοθι το επιχείρημα κυρίως της σφιχτής περιεκτικότητας. Έχω την αίσθηση ότι χάνεται με τον τρόπο αυτό η μαγεία, στραγγαλίζεται ο μύθος, οδηγείται ο συγγραφέας σε ένα όχι αβίαστο είδος γραφής. Ο μύθος, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να διολισθήσει σε προαποφασισμένη έκταση. Είναι αναγκαίο να κυλάει ομαλά, με οδηγό την έμπνευση. Αρκεί να κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να τον συμπαρασύρει μέχρι το τέλος. Το μόνο μειονέκτημα ενός τέτοιου μυθιστορήματος είναι το βάρος του βιβλίου, ιδιαίτερα για όσους συνηθίζουν να διαβάζουν στο κρεβάτι.

Η συγγραφή εκτεταμένου συναρπαστικού μυθιστορήματος δεν αποτελεί καθόλου εύκολη υπόθεση. Η ψυχική ανάταση που προσφέρει στον συγγραφέα, η έμπνευση που είναι συνεχής και αστείρευτη, συνταράσσουν τον συγγραφέα, τον απαγκιστρώνουν από την καθημερινότητά του. Ταυτόχρονα, απαιτείται από αυτόν επιμονή και υπομονή.

«Ο άνθρωπος γίνεται καλύτερος όταν του δείξεις ποιος είναι», έλεγε ο Τσέχοφ. Μπορεί η λογοτεχνία να μας αλλάξει;

Πιστεύω ότι ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται και συμπεριφέρεται ο άνθρωπος καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον χαρακτήρα, τις καταβολές και το ευρύτερο περιβάλλον του. Η λογοτεχνία να μας επηρεάσει μπορεί μόνο, και κατά τον α ή β τρόπο, μέχρι του σημείου που θα της το επιτρέψει ο καθένας.

Τι σημαίνει ευτυχία; Πως μπορούμε να νιώσουμε ευτυχισμένοι;

Για τον κάθε άνθρωπο σημαίνει κάτι διαφορετικό. Για τον α είναι συνώνυμη με τον πλούτο, για τον β σημαίνει δόξα, για τον γ προσφορά, για τον ε επαγγελματική καταξίωση, για τον στ να είναι ερωτευμένος κ.ο.κ. Πάντως, για την ηρωίδα μου η ευτυχία ισοδυναμούσε με το να αξιωνόταν κάποια στιγμή να κατορθώσει να χαμογελάσει. Το χαμόγελο για έναν άνθρωπο που στερήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των χειλιών του, είναι πολυτιμότερο από τον πιο αμύθητο θησαυρό. Του αρκεί για να νιώσει ευτυχισμένος.

Ποιο είναι το μήνυμα που η Ευτυχία μας μεταφέρει μέσα από ένα ανάγνωσμα που είναι από μόνο του μάθημα ζωής;

Η Ευτυχία μέσα από τον περιπετειώδη βίο της και τα σκαμπανεβάσματα που γνώρισε, μας μεταφέρει πληθώρα μηνυμάτων. Καθένας, κάθε μία από εμάς μπορεί να ένιωσε ή να μην ένιωσε όπως η Ευτυχία, μία ή περισσότερες φορές στη διάρκεια της ζωής του. Εγω προσωπικά, καθώς σκιαγραφούσα τις διαδρομές της, ζήλεψα το κουράγιο της. Η γενναιότητα την οποία επέδειξε ακόμα και όταν έφτασε να καταθέσει τα όπλα, εξέπληξε και εμένα που τη «γέννησα».

Τι ετοιμάζετε για το μέλλον;

Μέλλον για ένα άτομο της ηλικίας μου είναι το παρόν. Έβαλα στην άκρη τη συλλογή διηγημάτων που ετοίμαζα πριν από τη «Μάσκα της Γελλώς». Με τραβάει το μυθιστόρημα, βλέπετε. Ελπίζω ότι δεν θα αργήσει πολύ να εμφανιστεί αυτό που ήδη δουλεύω στο μυαλό μου.

.

Η Μαίρη Πετρολιά-Αμανίτη, μιλάει στον Δημήτρη Μπουζάρα

ΒΟΟΚΙ  8/4/2020

Είστε Πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής, άλλος τρόπος σκέψης, αντίληψης και φιλοσοφίας της ζωής, πιο τακτοποιημένος, σε καλούπια. Τι ήταν αυτό που λειτούργησε ως εναρκτήριο λάκτικσμα ώστε να ασχοληθείτε με την λογοτεχνία; Γιατί γράφετε;

Η τυχαία, από περιέργεια στη συνέχεια συμμετοχή μου, σε σεμινάριο δημιουργικής γραφής στο ΚΑΠΗ, ναι, στο ΚΑΠΗ του Δήμου Θεσσαλονίκης! (Είμαι συνταξιούχος, βλέπετε) Το εναρκτήριο λάκτισμα στο να αρχίσω να γράφω απαγκιστρωμένη από τον “νομικό” τρόπο σκέψης μού το έδωσε ένας φωτισμένος εθελοντής δάσκαλος εκεί, ο Μίλτος Μαρέτας. Ίσως διέγνωσε ότι είχα κάποια «φλέβα» και με ενεθάρρυνε. Η «φλέβα» αυτή ενυπήρχε από τα παιδικά μου χρόνια. Διάφορα γεγονότα στην πορεία συνετέλεσαν στο να την περιορίσουν. Όπως φαίνεται, δεν κατόρθωσαν να τη σβήσουν. Άλλο, βέβαια, να γράφεις για νομικής φύσης θέματα, άλλο να πειραματίζεσαι με λογοτεχνία.

Γράφω,λοιπόν, επειδή έχω, επιτέλους, χρόνο! Μη φανταστείτε απεριόριστο, αφού ασχολούμαι παράλληλα με παραδοσιακούς χορούς, γυμναστική, δυναμικό βάδην, συμμετέχω σε χορωδίες… Κατά κύριο λόγο γράφω επειδή γράφοντας νιώθω ευτυχής!

Ποια η πηγή έμπνευσης της ιστορίας; Από τι εμπνέεστε; Από τι -ενδεχομένως- δεν εμπνέεστε;

Κάποιο σημαντικό πραγματικό γεγονός μπορεί να είναι για μένα αφορμή να πιάσω χαρτί και μολύβι – το laptop εννοώ. Από τη στιγμή που θα προκύψει η αφορμή, η έμπνευση έρχεται αβίαστα. Ενδέχεται να εμπνευστώ επίσης από κάτι που θα διαβάσω και θα με κεντρίσει να περάσω στον αντίλογο.

Πως ξεκινήσατε τη συγγραφή του νέου σας βιβλίου, βασισμένη στην ιδέα, ή στους χαρακτήρες;

Το μυθιστόρημα «Μέλλον μου είναι το παρόν» ξεκίνησα να το γράφω με αφορμή το πραγματικό γεγονός μιας πυρκαγιάς που βίωσα πριν από λίγα χρόνια. Οι χαρακτήρες ήρθαν κι “έδεσαν” στη συνέχεια, γράφοντας.

Έμπνευση, ή συγκέντρωση, δουλειά, ή ταλέντο;

Έμπνευση ή συγκέντρωση; Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Η έμπνευση βρίσκεται σε κάθε ανάσα που παίρνουμε. Χρειάζεται τη συγκέντρωση για να αξιοποιηθεί ώστε να οδηγήσει σε επιθυμητό αποτέλεσμα.

Το ταλέντο, μικρό ή μεγαλύτερο, προϋποτίθεται. Χωρίς αυτό, όσο και να ‘ δουλέψει ‘ κανείς, όσο και να ‘ παιδέψει ‘ ένα γραπτό, αυτό θα παραμείνει στατικό σαν άψυχη εκπαίδευση του μυαλού. Ενδιαφέροντα τα διάφορα ρεύματα, οι τάσεις κλπ. που κατά καιρούς γαντζώνονται στη λογοτεχνία. Εγώ θεωρώ πως η δημιουργικότητα δύσκολα μπαίνει σε καλούπια, αλλοιώνεται αν γίνει έρμαιο κανόνων. Δεν είναι γεωμετρία, αριθμητική η έμπνευση.

Το νέο σας βιβλίο “Μέλλον μου είναι το παρόν”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέθεξις και είναι το δεύτερο κατά σειρά. Γιατί μυθιστόρημα; Έχετε κατά νου να ασχοληθείτε με κάποιο άλλο είδος και ποιο είναι αυτό;

Προέκυψε. Ξεκίνησε από διήγημα. Στην πορεία ξεπήδησαν και άλλοι χαρακτήρες. Πήγε στη νουβέλα. Από κει και ύστερα η θύρα προς το μυθιστόρημα άνοιξε ορθάνοιχτη. Ήταν πρόκληση για μένα το να εισέλθω…

Διευκρινίζω ότι πρόκειται για το δεύτερο μη νομικού περιεχομένου βιβλίο μου. Έχουν προηγηθεί πολλές μελέτες Διεθνούς, Συνταγματικού, Διοικητικού Δικαίου και Διπλωματικής Ιστορίας. Ενδεικτικά αναφέρω το βιβλίο μου «Ο Γενικός Γραμματεύς του ΟΗΕ. Καταστατικαί προβλέψεις και πρακτική εφαρμογή του θεσμού», το οποίο αποτελεί το μοναδικό στην ελληνική βιβλιογραφία έργο διεξοδικής μελέτης της λειτουργίας του έκτου κυρίου οργάνου του ΟΗΕ.

Ασχολούμαι τώρα με διηγήματα. Άλλωστε, ως ανεξάρτητα διηγήματα εκλαμβάνει αρχικά ο αναγνώστης τα κεφάλαια του βιβλίου για το οποίο συζητάμε. Στη συνέχεια χαίρεται, φαντάζομαι, την έκπληξη που δοκιμάζει διαπιστώνοντας ότι πρόκειται για ενιαία ιστορία. Αναρωτιέμαι μήπως τα εκτενή μυθιστορήματα κινδυνεύουν να γίνουν ανιαρά. Η πλοκή που πρέπει να συμβαδίζει, ακόμα και να προτρέχει της ιστορίας, μετράει για μένα περισσότερο.

Θα έγραφα ευχαρίστως αστυνομικό διήγημα. Η συνδρομή τεχνικού συμβούλου εδώ είναι νομίζω απαραίτητη κι εγώ τεχνικό σύμβουλο προς το παρόν δεν διαθέτω.

Ήρωες και ηρωίδες ζουν, συμπεριφέρονται, μοχθούν, αλληλοσυγκρούονται, πότε με τους άλλους και πότε με τον ίδιο τους τον εαυτό. Το περιβάλλον των ανθρώπινων σχέσεων είναι δύσβατο, δυσκολευόμαστε να πλησιάσουμε το ιδανικό, τι κάνει τόσο δύσκολες τις ανθρώπινες σχέσεις τελικά;

Η ίδια η ανθρώπινη φύση είναι πολύπλοκη. Κατά την επαφή μεταξύ των ανθρώπων οι ιδιομορφίες του χαρακτήρα καθενός βγαίνουν στην επιφάνεια. Το περιβάλλον είναι ο καθοριστικός εξωτερικός παράγοντας που επηρεάζει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Θα χαρακτήριζα βηματισμό σε μια οδό εκπλήξεων την οποιασδήποτε φύσης ενασχόληση με τις ανθρώπινες σχέσεις.

Οι ήρωες και οι ηρωίδες σας μπλέκουν και μπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι συμπτώσεων, τύχης, μοίρας, λάθος επιλογών, τι από όλα καθορίζει τελικά τη ζωή μας;

Όσο περισσότερα από αυτά και πολλά άλλα αγγίζουν, θα έλεγα εγώ, τη ζωή μας τόσο πιο ενδιαφέρουσα είναι η ζωή. Αλίμονο αν αφεθούμε π.χ. να πορευτούμε το δρόμο μας με μόνο οδηγό τη μοίρα. Θα ήμασταν καράβια ακυβέρνητα στο πέλαγος. Εγώ δίνω μεγάλη βαρύτητα πρώτα στη λογική. Η δύναμη της λογικής με συναρπάζει, όχι όμως μέχρι του σημείου να τη θεωρώ ακατάβλητη. Αδυνατώ και δεν επιθυμώ, άλλωστε, να παραβλέψω το συναίσθημα. Η πάλη ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα ως άνθρωπο με βασανίζει ανέκαθεν.

Ο ερωτάς είναι βασικός “ήρωας” του μυθιστορήματος, μπλέκεται, μπλέκει, μεταμορφώνεται, φουντώνει, σβήνει, αλλάζει καρδιές με απίστευτη ταχύτητα, είναι αχόρταγος, θέλει ποικιλία, τι είναι τελικά ο έρωτας; Τον γνωρίζουμε, ή νομίζουμε πως τον γνωρίζουμε; Υπάρχει ιδανικός έρωτας; Ποια είναι τα αίτια της συνεχούς αποτυχίας του στις σχέσεις;

Ναι, ο έρωτας είναι πράγματι βασικός ‘ήρωας’ του μυθιστορήματος. Τον έρωτα θα τον χαρακτήριζα ως το υπέρτατο συναίσθημα. Φυσικά και δεν τον γνωρίζουμε με την έννοια ότι «τον ξέρουμε καλά». Μπορεί να τον συναντήσαμε ή να τον ζήσαμε λίγες ή περισσότερες φορές στη διάρκεια της ζωής μας. Κανείς δεν θα υποστηρίξει, θεωρώ, σοβαρά ότι «τον ξέρει καλά». Τα πρόσωπα του έρωτα είναι όσα και οι άνθρωποι. Δισεκατομμύρια και… βάλε, δηλαδή. Ποιός είναι αυτός που μπορεί να ισχυριστεί ότι είχε στενή σχέση με δισεκατομμύρια ανθρώπους; Θα έλεγα ότι σπανιότατα συμπίπτουν απόλυτα οι αντιλήψεις και οι προσδοκίες ενός ζευγαριού που αφορούν στο έρωτα. Ειδικότερα δε αν σταθούμε στη διαπίστωση ότι ο έρωτας είναι «αχόρταγος», ότι θέλει «ποικιλία» κλπ., τότε θα μπλέξουμε…

Ιδανικός έρωτας υπάρχει στο μυαλό του κάθε ανθρώπου, πλασμένος με υλικά τις προσδοκίες και τη φαντασία του.

Αίτια της συνεχούς αποτυχίας του στις σχέσεις είναι ακριβώς το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει «ιδανικός έρωτας». Ο ιδανικός έρωτας είναι ένα ιδεατό κατασκεύασμα. Η ικανοποίηση που προσλαμβάνει κάποιος προσεγγίζοντας τον έρωτα, τον οδηγεί κατά καιρούς να υιοθετεί την ψευδαίσθηση ότι έζησε ή ότι δεν έζησε τον «μεγάλο έρωτα» που φαντάζεται και που φαντάζονται οι ήρωες της ζωής καθώς και των μυθιστορημάτων (μαζί κι εκείνοι του μυθιστορήματος που έγραψα εγώ).

Ένα βασικό συστατικό του είναι η πίστη. Είμαστε πιστοί; Τι φταίει κατά την άποψη σας;

Η έννοια «πίστη» είναι ευρύτατη. Ανάλογα με τη διάσταση που της προσδίδει ο καθένας, άτομο που θεωρείται «πιστό» για τον Α, το ίδιο άτομο ο Β το χαρακτηρίζει «άπιστο». Πάντως, για να συζήσει αρμονικά ένα ζευγάρι, οι απόψεις του πάνω σε αυτό το θέμα καλό είναι να συμπίπτουν.

Είναι κάποιος από του ήρωες πραγματικός, ή μήπως όλοι είναι προϊόν μυθοπλασίας;
Σας δυσκόλεψε κάποιος από του ήρωες; Σας “καθοδήγησε”;

Δεν θα με ενδιέφερε να μεταφέρω τη ζωή οποιουδήποτε υπαρκτού προσώπου, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου, στις σελίδες μυθιστορήματος. Η μυθοπλασία με ελκύει καθώς έχει κινητήρια δύναμη τη φαντασία. Ο συγγραφέας «παίζει» με τη φαντασία του. Εκείνη ακροβατεί ανάμεσα σε σκέψεις, προβληματισμούς, βιώματα, εικόνες, αναμνήσεις. Αυτά και πολλά άλλα οπωσδήποτε «δανείζουν» ιδιότητες στους φανταστικούς ήρωές μου.

Με δυσκόλεψε ο Κώστας. Έπρεπε να δαμάσει τον εαυτό του να κρατηθεί μακριά από την Αλίκη που αγαπούσε μυστικά, ενώ για χρόνια ζούσε στον στενό περίγυρό της.

Ο «ήρωας» δεν μας καθοδηγεί. Συνήθως τον καθοδηγούμε.

Πόσο εύκολο για ένα συγγραφέα είναι να πλάσει ένα χαρακτήρα διαφορετικό από τον δικό του-πόσο μάλλον ένα χαρακτήρα με διαφορετικό φύλο- δίχως, να του μεταδώσει κομμάτια του εαυτού του;

Αυτό εξαρτάται από τη βούληση και την ικανότητα του συγγραφέα. Ο εαυτός του καθενός είναι τεράστια δεξαμενή ‘υλικού’. Ο συγγραφέας επιλέγει τί θα ανασύρει από τη δεξαμενή αυτή για να το χρησιμοποιήσει και με ποιο τρόπο θα το κάνει.

Το να πλάσει κανείς χαρακτήρα του άλλου φύλου είναι δυσκολότερο. Εγώ το βρίσκω πρόκληση. Η πρόκληση με κεντρίζει.

Ποιες είναι οι επιλογές σας ως αναγνώστρια;

Η περιπλάνησή μου στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας ξεκινάει από τα μαθητικά μου χρόνια. Αφορά σε έργα κλασσικά όσο και σύγχρονα. Έχω επίσης κατά καιρούς διαβάσει στην αγγλική γλώσσα πολλά έργα της αμερικανικής και αγγλικής λογοτεχνίας. Αποτέλεσε για μένα αξέχαστη εμπειρία η ενασχόληση με έργα του Σαίξπηρ στη γλώσσα στην οποία τα αποτύπωσε ο ίδιος – κάτι σαν τη δική μας αρχαϊζουσα. Με συγκινούν οι Γερμανοί ποιητές, κυρίως οι Γκαίτε, Σίλλερ και Χάϊνε,έργα των οποίων είχα την τύχη να «χαρώ» στα γερμανικά. Ως νομικός αφοσιώθηκα ειδικότερα στη μελέτη του Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου και των Διεθνών Σχέσεων. Ίσως επειδή θεωρώ ανέκαθεν τον εαυτό μου ως πολίτη του κόσμου. Διαβάζω επίσης με ιδιαίτερο ενδιαφέρον επιστημονικά βιβλία ιατρικής και ψυχολογίας. Τα αστυνομικά διηγήματα είναι σε μένα απαραίτητα με προτίμηση στον Ζωρζ Σιμενόν και την Αγκάθα Κρίστι. Πρόσφατα προσπαθώ να κατανοήσω τη σύγχρονη ποίηση.

Τι ετοιμάζετε για το μέλλον;

Ολοκληρώνω ένα διήγημα που εκτυλίσσεται στην αγαπημένη μου Βραζιλία, το οποίο πρόκειται να μεταφραστεί στα πορτογαλλικά. Γράφω επίσης ένα άλλο διήγημα στα αγγλικά που αφορά στη Νέα Υόρκη. Ελπίζω μέχρι το τέλος του χρόνου να έχω ολοκληρώσει την τελική επεξεργασία της συλλογής δώδεκα διηγημάτων που έγραψα ώστε να δει το φως της δημοσιότητας.

.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Στη σκιά του άρκευθου
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ

FRACTAL 7/12/2022

Διαπάλη ανδρών και γυναικών

Έπειτα από την έκδοση δύο μυθιστορημάτων, του Μέλλον μου είναι το παρόν (2019 ), και του Η μάσκα της Γελλώς (2021), η Μαίρη Πετρολιά-Αμανίτη, η οποία δίδαξε ως μέλος του Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού του Τμήματος Νομικής του ΑΠΘ, αποφάσισε να ασχοληθεί και με το διήγημα. Έτσι προέκυψε η συλλογή διηγημάτων Στη σκιά του άρκευθου (εκδ. Μέθεξις), όπου ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει αρκετά στοιχεία τα οποία υπήρχαν στα δύο μυθιστορήματά της. Εκεί είδαμε αισθηματικές ιστορίες, παράξενες σχέσεις, ανατροπές και μερικά περίεργα παιγνίδια που παίζει η ζωή.

Στον ενδιαφέροντα πρόλογό της, η συγγραφέας σημειώνει:

«Περιπλανήθηκα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία. Ονειρεύτηκα παρατήρησα, σκέφτηκε αναθυμήθηκα, έγραψα. Η περιήγηση ανάμεσα στις εννέα ιστορίες με ταξίδεψε. Η συγγραφή τους ήταν για μένα όαση ηρεμίας και πηγή χαράς».

Στο πρώτο διήγημα, το «Άλλη μια φορά», η ηρωίδα ανοίγει τα μάτια της και αντικρίζει ένα άσπρο ταβάνι. Δεν ξέρει τι συμβαίνει, αλλά μαθαίνουμε πως υπήρξε θύμα τροχαίου. Ένας άγνωστος προσπαθεί να τη βοηθήσει κι αυτή νιώθει μιαν απρόσμενη ευτυχία. Στο διήγημα «Γιορτινή μέρα», μεταφερόμαστε στον τελευταίο χειμώνα της δεκαετίας του 1960 σ’ ένα ιστορικό χωριό που υπήρξε προπύργιο της Εθνικής Αντίστασης, όπου ζει ο Ανέστης με τη γυναίκα του τη Λενιώ. Η γυναίκα είναι τόσο καταπιεσμένη από τον άξεστο σύζυγό της, ο οποίος φαίνεται να είναι κακός χαρακτήρας, που παίρνει μια βαλίτσα και τον εγκαταλείπει. Η πράξη της είναι μια μικρή επανάσταση για την ίδια και τους κατοίκους του χωριού κι είναι η ανάμνηση του εκτελεσμένου ως αντιστασιακού πατέρα της που την οπλίζει με θάρρος και δύναμη.

Στο «Ξεχασμένος καθρέφτης» ένας φιλόδοξος νεαρός καθηγητής σε γυμνάσιο ονειρεύεται να ξεφύγει από τη φτώχια και να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου, αλλά και να αποκτήσει τη νεαρή μαθήτριά του, τη Μαργαρίτα. Θα τα καταφέρει; Άραγε θα τον ευνοήσει τη τύχη; Ποιος ξέρει, σε τούτο τον κόσμο τα πάντα είναι πιθανά.

Το «Φόβος» εκτυλίσσεται τον καιρό της πανδημίας, όταν ο κορονοϊός ενσπείρει φόβους στις ψυχές των ανθρώπων. Εδώ οι ήρωες, ένας άντρας και μια γυναίκα, εργατικοί και δραστήριοι, ανήκουν σ’ εκείνους που αμφισβητούν την ύπαρξη του ιού, άρα διαφωνούν και με τα μέτρα προστασίας που πρέπει να λάβουν. Η ζωή όμως των ανθρώπων έχει και απρόοπτα, οπότε ο άντρας αλλάζει συμπεριφορά και απόψεις εξαιτίας μιας άλλης γυναίκας. Στο «Ο διακοσμητής» έχουμε τη διαμάχη –για ασήμαντη αιτία– ενός άντρα και μιας γυναίκας, «έξυπνη» τη χαρακτηρίζει η συγγραφέας, και στο τέλος αυτή τον κατατροπώνει.

Το «Χειροκροτήματα», που διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη είναι διήγημα διαφορετικό από τα άλλα, αινιγματικό πολύ, προφανέστατα σε αυτό κρύβονται οι κάπως δύσκολο να γίνουν αντιληπτές, προθέσεις της συγγραφέως. Φαινομενικά, έχουμε πάλι μια διαπάλη μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας, μόνο που αυτή τη φορά η αντίπαλος του αρσενικού δεν είναι ένα θηλυκό, αλλά μια κόλλα χαρτί –ο άντρας προσπαθεί να γράψει κάτι λογοτεχνικό, η γυναίκα είναι μια γειτόνισσα που ακούει τη συνομιλία τους.

Σε κάθε περίπτωση, έχουμε διηγήματα με τη ζωή καθημερινών ανθρώπων που τοποθετούνται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Το τέλος, του διηγήματος που κλείνει τη συλλογή, του «Παλαιοπωλείου», αποπνέει αισιοδοξία, όπως συμβαίνει πάντα με τις ιστορίες που αφηγείται η Μαίρη Πετρολιά-Αμανίτη..

.

Η μάσκα της Γελλώς
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ

FRACTAL 18/05/2021

Μαίρη Πετρολιά-Αμανίτη: “Η μάσκα της Γελλώς” Εκδόσεις Μέθεξις, 2021, σελ. 556

Ο έρωτας σαν φωτιά

Η Γελλώ στην ελληνική μυθολογία ήταν μια γυναίκα δαίμονας ή δαιμόνιο, μια Λάμια, μπορούμε να πούμε, που ευθυνόταν για τους πρόωρους θανάτους μικρών παιδιών και αποτελούσε το φόβητρο των μανάδων. Αυτό το όνομα χρησιμοποιεί η Μαίρη Πετρολιά-Αμανίτη στον τίτλο του καινούργιου μυθιστορήματός της για να υποδηλώσει το –καλό ή κακό– πνεύμα που στεκόταν δίπλα στη ζωή της Ευτυχίας Αυγουστή, της ηρωίδας στο μυθιστόρημα της Η μάσκα της Γελλώς. Η συγγραφέας γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Μέλος του Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού του Τμήματος Νομικής του ΑΠΘ, δίδαξε Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο σε μεταπτυχιακό επίπεδο και έγραψε ειδικές νομικές μελέτες.

Το 2019 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα Μέλλον μου είναι το παρόν με θέμα τον έρωτα ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Η αρχή εκείνου του έργου ήταν αινιγματική αναφορικά με τους δύο ηλικιωμένους πρωταγωνιστές, έναν άντρα και μια γυναίκα. Κατά κάποιο τρόπο, θύμιζε τους προλόγους-εισαγωγές στα σκανδιναβικά αστυνομικά μυθιστορήματα, μολονότι δεν ήταν καθόλου αστυνομικό. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το παρόν.

Στο πρώτο κεφάλαιο γνωρίζουμε τους ήρωες της ιστορίες, η οποία πάει μακρά, στο παρελθόν. Είναι ο Λέανδρος, ο νέος άντρας που επιστρέφει στην Ερμούπολη ύστερα από αρκετά χρόνια για να εγκατασταθεί στην οικογενειακή βίλα με τη σύζυγό του και το κοριτσάκι τους. Φαίνεται ερωτευμένος με τη σύζυγό του, μάλιστα η κυρία που φροντίζει τη βίλα τον αποκαλεί «καψούρη. Ωστόσο σύντομα σμίγει ερωτικά με μια παντρεμένη κοπέλα, τον εφηβικό του –και ανεκπλήρωτο– έρωτα. Παράλληλα, ανακαλύπτει κάτι χειρόγραφα της μητέρας του, η οποία κατέγραφε τη ζωή της στο χαρτί, μια ζωή σαν μυθιστόρημα, αυτή τη ζωή που θέλει να αφηγηθεί η Μαίρη Πετρολιά-Αμανίτη.

Η πραγματική ιστορία αρχίζει το καλοκαίρι του 1950 στην Αντίπαρο, όταν ο σκληροτράχηλος καπετάνιος Νικόλας Αυγουστής από τη Σύρο βαφτίζει την κόρη του. Η σύζυγός του, η όμορφη Σταυρούλα, φτιάχνει μπομπονιέρες και τραγουδάει για χάρη της μικρής Σταυρούλας. Ο καπετάνιος λείπει πολύ καιρό στη θάλασσα και κάθε φορά που επιστρέφει στο σπίτι του η ευτυχία είναι εμφανής στα πρόσωπα του ζεύγους. Κι έπειτα γεννιέται ο μικρός Ανδρέας. Ο καπετάν-Νικόλας φέρνει του κόσμου τα καλά στην οικογένειά το σε βαθμό που οι φιλενάδες της Σταυρούλας δεν μπορούν να κρύψουν τη ζήλια τους. Ωστόσο, οι απουσίες του καπετάνιου προκαλούν άσχημα αισθήματα –αρκετά βασανιστικά, μοναξιάς στη Σταυρούλα, η οποία δοκιμάζει τις αντοχές της –«Ο αγώνας είναι άνισος», διαβάζουμε.

Κι ενώ οι συντοπίτισσες αναρωτιούνται με πόσες γυναίκες πηγαίνει ο καπετάνιος στα λιμάνια του κόσμου που επισκέπτεται, η συγγραφέας, ως ανώνυμη αφηγήτρια μας αποκαλύπτει πως η Σταυρούλα έχει εκμυστηρευτεί στη Φρόσω, τη μαμή, ένα φοβερό μυστικό που βαραίνει την ψυχή της. Στο μεταξύ, διαπιστώνει προβληματισμένη πως ο άντρας της γερνάει, κοντεύει τα πενήντα ενώ αυτή είναι στα είκοσι έξι, η φθορές στο πρόσωπο και στο σώμα του είναι εμφανείς. Στη ζωή έχει τα πάντα αλλά της λείπει κάτι βασικό, βασικότατο, ο έρωτας, και συνειδητοποιεί πως βιάστηκε να παντρευτεί.

Καθώς ο αναγνώστης αναρωτιέται τι θα συμβεί στη συνέχεια, διαπιστώνει πως η Σταυρούλα που βγαίνει από το σπίτι για να περπατήσει δεν είναι μόνη –κάποιος την ακολουθεί σαν σκιά. Έπειτα μαθαίνουμε πως προτού παντρευτεί η Σταυρούλα, κόρη παπά, από καλή οικογένεια του νησιού, δεν είναι άβγαλτη, μάλιστα η πεθερά της ορκίζεται να χαλάσει αυτό τον αταίριαστο γάμο. Κι ύστερα, μια μέρα που τα δύο αδελφάκια, η Ευτυχία κι ο Αντρέας, βρίσκονταν κοντά στην σόμπα του σπιτιού έγινε κάτι φριχτό: καυτό νερό έπεσε στο ωραίο πρόσωπο της μικρής και το κατέστρεψε.

Η Ευτυχία, μεγάλωσε με το στίγμα της άσχημης, αλλά αυτό την πείσμωσε και από μια εσωτερική δύναμη, μεγάλη και ανεξάντλητη, αποφάσισε να μεγαλουργήσει. Σπούδασε νομικά κι έγινε μια επιτυχημένη δικηγόρος κι όχι μόνο αυτό: οι άντρες έπεφταν στα πόδια της, αποζητώντας την εύνοιά της. Βασικό θέμα στο μυθιστόρημα είναι ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις του, καθώς οι ήρωες κι οι ηρωίδες είναι ανίκανοι να αντισταθούν στις προσταγές της σάρκας και της καρδιάς τους.

Γράφει η Ευτυχία στο ημερολόγιό της: «Για μένα ο έρωτας δεν έχει ανάγκη από θεωρίες ή βοηθήματα. Είναι έμπνευση που πηγάζει από μέσα μας. Μόνον η έμπνευση με ξεσηκώνει πραγματικά. Φωτιά θέλω, όχι σπινθήρες». Η φωτιά όμως ενίοτε γίνεται επικίνδυνη και προκαλεί θύματα.

Όπως στο πρώτο μυθιστόρημα της συγγραφέως, έτσι κι εδώ, έχουμε μια καλογραμμένη αισθηματική ιστορία (οι πολλές σελίδες του βιβλίου όμως ίσως κουράσουν τον αναγνώστη), με διαφορετικά ζευγάρια, όπου πρωταγωνιστούν δύο γυναίκες, η Σταυρούλα και η κόρη της η Ευτυχία, ενώ σε αυτήν πεθαίνουν ένα σωρό άνθρωποι. Όπως σ’ εκείνο υπήρχαν αρκετές ανατροπές (πυρκαγιές, αιφνίδιοι θάνατοι) θανάτους) έτσι στο Η μάσκα της Γελλώς οι ανατροπές συνεχίζονται, κι οι θάνατοι είναι συχνοί. Οι ανατροπές βεβαίως δεν είναι σπάνιες στη ζωή των ανθρώπων.

Δεν είναι δύσκολο να περάσει από μυαλό μας η σκέψη πως κάποια στιγμή η Μαίρη Πετρολιά-Αμανίτη ίσως να ασχοληθεί και με την αστυνομική λογοτεχνία, αφήνοντας στην άκρη τα ερωτικά σκιρτήματα και να περιγράψει τα σκοτεινά κίνητρα των ανθρώπων που διαπράττουν ένα έγκλημα ή που είναι ηθικοί αυτουργοί σε αυτό.

.

ΜΕΛΛΟΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ

FRACTAL /25/2/2020

Ερωτικά σκιρτήματα της καρδιάς

Η κρίση και τα μνημόνια έχουν προκαλέσει, ως γνωστό, αναταράξεις στην ελληνική κοινωνία. Ένα από τα αρνητικά συμπτώματα της κρίσης είναι η δραματική μείωση του αναγνωστικού κοινού, το οποίο, αντί να διαβάζει κάθε λογής έντυπα (βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά), όπως συνέβαινε πάντα, τσιμπολογά ειδήσεις από το ίντερνετ και παίζει συστηματικά με τα κινητά ή τα τάμπλετ. Κι όμως, κόντρα σε αυτό το φαινόμενο της απαξίωσης του γραπτού λόγου, πολλοί αναγνώστες γίνονται συγγραφείς και εκδίδουν τα γραπτά τους, πολλά από τα οποία έχουν ενδιαφέρον. Με λίγα λόγια: την εποχή της κρίσης η έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων έχει πολλαπλασιαστεί. Στους καινούργιους πεζογράφους, ανεξάρτητα από ηλικία, συγκαταλέγεται και η Μαίρη Πετρολιά-Αμανίτη που γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Μέλος του Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού του Τμήματος Νομικής του Α.Π.Θ., δίδαξε Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο σε μεταπτυχιακό επίπεδο και έγραψε ειδικές νομικές μελέτες.

Το μυθιστόρημά της Μέλλον μου είναι το παρόν είναι ένα φιλόδοξο λογοτεχνικό εγχείρημα που πραγματεύεται το ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης και την πάλη ανάμεσα στο παρελθόν, και το παρόν. Χωρίζεται σε δεκαεφτά κεφάλαια, από τα οποία το πρώτο που τιτλοφορείται «Το στοίχημα» και επέχει θέση προλόγου, απολύτως κατανοητό ως προς τα μηνύματα που εκπέμπει, είναι αινιγματικό αναφορικά με τους δύο ηλικιωμένους πρωταγωνιστές, έναν άντρα και μια γυναίκα. Κατά κάποιο τρόπο, θυμίζει τους προλόγους στα σκανδιναβικά αστυνομικά μυθιστορήματα, χωρίς όμως να είναι καθόλου αστυνομικό. Το ζευγάρι, λοιπόν, των ηρώων που δεν παρουσιάζονται με τα ονόματά τους, είναι ένας 87χρονος και μια 83χρονη που μετράνε τριάντα χρόνια ευτυχία. Βρίσκονται στο αεροδρόμιο των νησιών Γκαλάπαγκος στον Ειρηνικό και στη συνέχεα σ’ ένα ξενοδοχείο, όπου τους παντρεύει ο δήμαρχος.

Μολονότι τα λόγια που ανταλλάσουν είναι πολύ τρυφερά («Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ, πολυαγαπημένη μου!) υπάρχει μια διάχυτη ειρωνεία στην αφήγηση που προβληματίζει τον αναγνώστη. Τι ακριβώς συμβαίνει;

Το δεύτερο κεφαλαίο μας μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη, αρχές Οκτωβρίου, με παγωμένο βαρδάρη. Σε αυτό γνωρίζουμε την αρχαιολόγο Αλίκη κι τον σύζυγό της τον Δημήτρη, έναν ερωτιάρη καθηγητή Μαθηματικών στο πανεπιστήμιο της πόλης. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία καθηγητής είχε γοητεύσει τη νεαρή φοιτήτρια κι ύστερα από «θυελλώδη ερωτικής σχέση λίγων μηνών προχώρησαν χωρίς πολλή σκέψη σε γάμο» και απέκτησαν δύο δίδυμα αγοράκια. Ο τρίτος ήρωας που εμφανίζεται στο επόμενο κεφάλαιο είναι ο Άγγελος, ένας άστεγος που περιπλανιέται γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Είναι γιος μεγαλοβιομήχανου και ξέπεσε στην έσχατη κατάντια εξαιτίας της Σόνιας, μιας σατανικής γυναίκας, διακοσμήτριας το επάγγελμα, την οποία παντρεύτηκε και οδηγήθηκε στην καταστροφή. Ο τέταρτος ήρωας είναι ο Μενέλαος, καθηγητής μαθηματικών σε λύκειο, φοιτητής κι αυτός του Δημήτρη στο πανεπιστήμιο.

Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Βλέπουμε την αδίστακτη Σόνια,

παντρεμένη τώρα μ’ έναν πλούσιο ηλικιωμένο, στο πλευρό του ερωτιάρη Δημήτρη, ενώ ο Μενέλαος ζηλεύει την τύχη του, σύντομα όμως η Σόνια τον προσεγγίζει. Εμφανίζεται κι ο Κώστας, ένας παμπόνηρος επιχειρηματίας στο χώρο της κτηματαγοράς, κι αυτός λάτρης της Σόνιας. Κι ύστερα στη Νέα Παραλία, η Αλίκη συναντάει τυχαία τον Μενέλαο κι ένα ειδύλλιο αρχίζει να ψήνεται.

Ήδη έχει γίνει αντιληπτό πως το μυθιστόρημα Μέλλον μου είναι το παρόν είναι αισθηματικό με αρκετές ανατροπές (πυρκαγιές, αιφνίδιοι θάνατοι), που συνδέονται με τους πρωταγωνιστές του. Οι ανατροπές βεβαίως δεν είναι σπάνιες στη ζωή των ανθρώπων. «Πραγματικά η ζωή παίζει πολύ τρελά παιγνίδια», μας λέει ο ανώνυμος αφηγητής, δηλαδή η συγγραφέας. Κι αυτά τα παιγνίδια εδώ έχουν ερωτικό χαρακτήρα, καθώς οι ήρωες κι οι ηρωίδες είναι ανίκανοι να αντισταθούν στις προσταγές της σάρκας και της καρδιάς τους: «ερωτικά σκιρτήματα» της καρδιάς τα αποκαλεί η συγγραφέας. Πάντως, στο τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος που τιτλοφορείται «Αντίδωρο» μαθαίνουμε ποιο είναι το ζευγάρι του πρώτου και μυστηριώδους κεφαλαίου.

Σε κάθε περίπτωση, έχουμε μια καλογραμμένη αισθηματική ιστορία, όπου ενώ πεθαίνουν ένα σωρό άνθρωποι, το τέλος αποπνέει αισιοδοξία. Υπάρχει η φράση «Η ζωή συνεχίζεται», ενώ επίκειται κι ένας γάμος. Ασφαλώς, πρέπει να επισημάνουμε και την αγάπη της συγγραφέως για τη Θεσσαλονίκη, στην οποία ξεναγεί με τρυφερότητα τους αναγνώστες της.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.